ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΑ ΚΟΡΑΣ ΙΔΟΤ
- 4 P « r ■ ;
GfiRARD NOIRIEL
I
Τι είναι η Σύγχρονη Ιστορία;
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜ ΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ - GUTENBERG
Επιστημονικός Σύμβουλος: Δ.Γ. ΤΣΑΟΥΣΗΣ Κ αθηγητής Π αντείου Π ανεπιστημίου
Κ οινω νικώ ν κ α ι Π ολιτικώ ν Ε π ισ τημώ ν
GERARD NOIRIEL
T l είναι η Σύγχρονη Ιστορία;
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Μ α ρία Κ ο ρα ςιδ ο υ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΉΚΗΣ
GUTENBERG · ΑΘΗΝΑ
GtRARD NOIRIELΤι είναι η Σύγχρονη Ιστορία;Μετάφραση: Μαρία Κ ο ρ α ς ιδ ο υ
372 σσ. (17x24 εκ.) 23,5 δεκαεξασέλιδα
Αριθμός έκδοσης 2350
Κωδικός Καταλόγου 9551234
G iR A R D NOIRIEL: Qu'est-ce que I’histoire contemporaine?© HACHETTE Livre, 1998,43, quai de Grenelle, 75905 Paris Cedex 15
Copyright © G u t e n b e r g , 2005
Πρώτη έκδοση: Σεπτέμβριος 2005
ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ 99- 114 73, ΑΘΗΝΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΔΙΔΟΤΟΥ 37,106 80, ΑΘΗΝΑ Τηλ.: 210.3642003 - 210.3641996 - 210.3611404 Fax: 210.3642030 www.dardanosnet.gr e-mail: [email protected]
Μορφολογία - Τεχνική επιμέλεια: Χ ρ η ς τ ο ς Σ τ α υ ρ ο π ο υ λ ο ς Επεξεργασία κειμένου - Σελιδοποίηση: Π. Κ α π ε ν η ς (Υπεύθυνη: I. Η λ ιο π ο υ λ ο ϋ ) Διορθώσεις: Α γ γ ε λ ικ ή Σ ω τ η ρ ο π ο υ λ ο υ Μοντάζ: Ν τ ιν α Α γ γ έ λ ο υ (τηλ. 210.6429268)Στήσιμο εξωφύλλου: Κ υριάκος Α θαναςιαλης
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η ολική, μερική ή περιληπτική αναπαραγω γή και μετάδοση έστω και μιας σελίδας του παρόντος βιβλίου, κατά παράφραση ή διασκευή με οποισν- δήποτε τρόπο (μηχανικό, ηλεκτρονικό, φαποτυπικό κ.λπ. - Ν. 2121/93, άρθρο 51). Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις δημόσιες υπηρεσίες, βιβλιοθήκες, οργανισμούς κ.λπ. (άρθρο 18). Οι παραβάτες διώκονται (άρθρο 13) και τους επιβάλλονται κατάσχεση, αστικές και ποινικές κυρώσεις σύμφωνα με τον νόμο (άρθρα 64-66).
ISBN 960-01-1056-5
Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α
Π ίν α κ α ς τ ω ν Τ ε κ μ η ρ ί ω ν .................................................................................................... .......13
Ε ι σ α γ ω γ ή .............................................................................................................................................15
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1
Κ ά θ ε ι σ τ ο ρ ί α ε ί ν α ι « σ ύ γ χ ρ ο ν η »( ε π ο μ έ ν ω ς η σ ύ γ χ ρ ο ν η ι σ τ ο ρ ί α δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι ; ) ...................................................19
Τι Ε ίναι η «Συγχρονία» ; ......................................................................................................... .......20Η ιστορία ως «δεξαμενή π α ρ α δ ε ιγ μ ά τ ω ν » ..................................................................... .......20Η ανακάλυψ η της «προοπτικής» και οι συνέπ ειές της στην ισ τ ο ρ ία .................. .......22Η μετατροπή της ιστορίας σε ε π ά γ γ ε λ μ α ........................................................... ............ .......24Η σύγχρονη ιστορία: Α νά μ εσ α σε γνώ ση και μνήμη ................................................. .......29Ο ι νέες προσεγγίσεις της σ υγχρονία ς .......................................................................................35Κ ληρονομιά, θεσμός, παράδοση: Τρεις τρόπ οι πρόσληψ ης του π αρ ελθόντος
στο π α ρ ό ν .....................................................................................................................................36
Α π ο τη Σύγχρονη Ιστορία στην Ιστορία του «Π αροντος Χ ρονου» .................. .......39Η σύγχρονη ιστορία ως νέος τομέας της πανεπιστημιακής ιστορικής έρευνας 39Η συμβολή τω ν A n n a le s .......................... ............................................................................... .......42Τι είνα ι η ιστορία του «π α ρ όντος χ ρ ό ν ο υ » ; ................................................................... .......44Έ να θέμα π ου π ροκ α λεί α ν τ ιπ α ρ α θ έ σ ε ις ........................................................................ .......46Η ιστορία του « π α ρ όντος χρ όνου » γίνεται κ ο ιν ό τ ο π η .............................................. .......49Τ ε κ μ ή ρ ιο
Τι ε ίνα ι η σ ύ γχ ρ ο νη ιστορία; .......................................................................................... .......50
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 2
Μ ι α ι δ ρ υ τ ικ ή σ τ ιγ μ ή : Η ι σ τ ο ρ ί α « τ ω ν γ ε γ ο ν ό τ ω ν » ............................... .......53
Τι Ε ίναι «Η Ιγγορια t o n Γεγονοτων» ; ............................................................................. .......54Σ υμβολή στην ιστορία μιας λ έ ξ η ς ....................................................................................... .......54Ο ι διαφ ορετικές σημασίες του ό ρ ο υ .................................................................................. .......56
Τ ο Ο ρόσημό: Η Γαλλική Ε π α ν α ς τ α ς η .................................................................................... 59
[ 7 ]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Έ ν α ζήτημα μνήμης π ου δ ιακυβεύεται .......................................................................... 60Η εφαρμογή μιας επιστημονικής ιστορίας της Ε π α ν ά σ τ α σ η ς ............................... 61Ο A lphonse A ulard μέσα α π ό τα έργα του ................................................................... 63
Ερευνητικό Π ρόγραμμα και Π αλη Γενεών ................................................................ 66Η επιρροή τω ν π α νεπ ισ τ η μ ια κ ώ ν....................................................................................... 66Ν έες πολιτικές διαχωριστικές γ ρ α μ μ έ ς ............................................................................. 67Η πολεμική Aulard - M a th ie z ............................................................................................... 68Μ ια ολόκληρη ζωή στην υπηρεσία της ε π ισ τ ή μ η ς ...................................................... 75
Η Ο ικονομική και Κοινωνική Ιστορία της Ε παναςταςης .................................... 76Η επιρροή του Jean Jaures .................................................................................................... 76Η συμβολή του G eorges Lefebvre ..................................................................................... 78Μ ια κοινω νία εξημερωμένη, αλλά π ά ντα δ ια ιρ εμ ένη ................................................. 82
Α π ο τη Δ ιπλωματική Ιστορία στην Ιστορία των Δ ιεθνών Σχ ε ς ε ω ν .................. 83Η διπλωματική ιστορία του A lbert S o r e l ........................................................................ 83Έ να άλλο ζήτημα μνήμης π ου δ ια κ υ β ε ύ ε τ α ι ................................................................ 85Η ανάδυση μιας ιστορίας τω ν διεθνώ ν σχέσεω ν ......................................................... 87«Β αθιές δυνάμεις», π ού βρισκόσαστε; ............................................................................. 91Ο δυναμισμός ενός νέου πεδίου της ιστορικής έρ ευνα ς ......................................... 93Ιστορία της κοινής γ ν ώ μ η ς .................................................................................................... 95
Η Π ολίτικη Ιστορία της Γαλλίας: Ενας Τομέας Α κόμη Ελαχιςτα Εξερευνημε-νος πριν απο το Β' Π αγκόσμιό Π ολεμο ........................................................................... 97Τεκμήρια ...................................................................................................................................... 99
Η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης: Το μάθημα τον καθηγητή Aulard 99Οι «βαθιές δυνάμεις» στην ιστορία των διεθνών σ χέσ εω ν ............................... 100
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 3
Π ο σ ο τ ι κ ή ι σ τ ο ρ ί α κ α ι « μ α κ ρ ά δ ι ά ρ κ ε ι α » ...................................................... 103
Ο E rnest Labrousse Ή Η Τέχνη της Με τ α φ ρ α ς η ς ................................................. 104Ιστορική και στατιστική μέθοδος: Μ ια δύσκολη σ υ ν ά ν τ η σ η .................................. 104Έ να ς πρω τοπόρος: Ο Fran§ois Simiand (1 8 7 3 -1 9 3 5 ) ................................................. 107Π ώ ς α φ η γούντα ι τον Sim iand στους ιστορικούς ......................................................... 108Η στροφή της δεκαετίας του 1950 ..................................................................................... 110
Α π ο τη Δ ημογραφικη Ιστορία στην Ιστορική Δ η μ ο γραφ ία .................................... 116
Η Μακρα Δ ιαρκεια .................................................................................................................... 117
Οΐ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ................................................................ 120Υ λιστές ενα ντίον π ισ τ ώ ν ......................................................................................................... 120Π οικιλόμορφες αντιστάσεις .................................................................................................. 121
[ 8 ]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ο πρόσκ αιρος θρίαμ βος του π ο σ ο τ ικ ο ύ ................................................................................126
Η Ε φαρμογή του Π ρογράμματος toy La b r o u s s e ...................................................... .....127Σ υλλογική έρ ευνα και καταμερισμός της εργασίας ................................................... .....127Α π ό την ιστορία τω ν τιμών στην ιστορία τω ν τ ρ α π ε ζ ώ ν ......................................... .....130Το διεθνές άνοιγμ α .........................................................................................................................131Η περιφερειακή ιστορία ......................................................................................................... .....133Η εκβιομηχάνιση, αντικείμενο μελετών .......................................................................... .....136Π λυθυσμός και κοινω νικές τάξεις ..................................................................................... .....138
Ταξική Συνείδηση και Κοινωνικοί Α γ ώ ν ε ς ........................................................................142Α π ό την τάξη καθεαυτή στην τάξη για ε α υ τ ή ...................................................................142Έ να νέο περιοδικό: To M o u v e m e n t s o c i a l ........................................................................ .....144
Σειραϊκη Ιστορία και Μ ακρα Δ ι α ρ κ ε ια ............................................................................. .....146Το τρίτο επ ίπ εδο ..............................................................................................................................146Το άνοιγμ α στο εξωτερικό: Οι «πολιτισμικές σφαίρες» .................................................149
Οταν η Π οσοτική Ιστορία Ε π ιβ α λ λ ε τ α ι ................................................................................149Ζήτω ο ηλεκτρονικός υπολογιστής! .................................................................................. .....149Π οσοτική ιστορία και ανάλυση του λ ό γ ο υ ..........................................................................150
Ε π ’ Ε υκαιρία Ο ρισμένων Α ντ ιπ α ρα θ έ σεω ν ........................................................................152Ο ι διοικητικές διαιρέσεις είναι νόμιμες για τον ιστορικό; ............................................152Η οικονομική ιστορία δ ια ιρ ε μ έ ν η ....................................................................................... .....153Η ολοκλήρω ση του κύκλου και ο θρίαμβος τω ν μεγάλω ν συνθέσεω ν ............. .....155Τ ε κ μ ή ρ ι α .......... .......................................................................................................................... .....156
Ο ι κ ύ κ λο ι της γα λλ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς ............................................................................. .....156«Η μ α κ ρ ά δ ιά ρκεια » ......................................................................................................... .....159
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 4
Ο ρ ι σ μ έ ν ε ς ε ξ ε λ ί ξ ε ι ς τ η ς έ ρ ε υ ν α ς σ τ η ν Ε υ ρ ώ π η κ α ι τ ις Η ν ω μ έ ν ε ςΠ ο λ ι τ ε ί ε ς ................................................................................................................................... .....163
M icrostoria και A lltagsgeschichte ............................................................................. ..... 165Το έργο του Edward P. Thom pson: Μ ια πρώιμη αμφισβήτηση της ποσοτικής
ιστορίας ................................................................................................................................... ..... 165Ο ι αντιφ ατικές συνέπ ειες του Μ άη του ’68 ................................................................... ..... 168M icrostor ia ........................................................................................................................................... 170Η A llta g sg e sc h ic h te ......................................................................................................................... 174
M u ltic u lt u r a l is m , G e n d e r και L in g u is t ic T u r n ςτις Η ν ω μ ε ν ε ς Π ο λ ιτ ε ίε ς 179Τα θεμέλια της πανεπιστημιακής δημοκρατίας και οι αμφισβητήσεις της . . . . 180Η A ffirm ative A c t io n ................................................................................................................. ..... 181
[ 9 ]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Η αμφισβήτηση της διαδικασίας εν σ ω μ ά τ ω σ η ς ........................................................... 183Τα αποτελέσματα τω ν α να τροπ ώ ν αυτώ ν στην ιστορική έρευνα:
Το π αράδειγμα της «gender h is to r y » ........................................................................... 186Σχετικά με τη «linguistic turn» ............................................................................................ 190Τ ε κ μ ή ρ ι ο ...................................................................................................................................... 192
Η «τάξη» ως κοινω νική κατα σκευή ........................................................................... 192
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 5
Ο ι μ ε τ α μ ο ρ φ ώ σ ε ις τ η ς ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς κ α ι κ ο ιν ω ν ι κ ή ς ι σ τ ο ρ ί α ς . . . 195
Οι Α λλαγές της Ε ρευνας στο Χ ωρο της Σύγχρονης Ιςτοριας Ε δω και Ε ίκοσι
Χ ρο νιά: Π ανοραμική Θ εώρηση .......................................................................................... 196Ο «θρυμματισμός» της ιστορικής επιστήμης ................................................................ 196Η έρ ευνα στο χώ ρο της σύγχρονης ιστορίας μέσα α π ό τις διδακτορικές δ ια
τριβές ........................................................................................................................................ 198Τρεις μεγάλοι τομείς ................................................................................................................. 203Σταθερότητα και αδρανείς δυνάμεις ................................................................................ 207
Η Α νανέωση των Μ ορφών της Συλλογικής Δ ουλειάς στο Χ ωρο της Ιςτοριας 210Ν έα ερευνητικά ινστιτούτα και σ ύ λ λ ο γ ο ι ........................................................................ 210Η ανανέω ση στο χώ ρο τω ν περιοδικών: Τα A nnales, Geneses και H istoire et
Societes Rurales .................................................................................................................... 211
Ε να N e o Βλέμμα Π ανω στη Σύγχρονη Ιστορία ......................................................... 217Η ιστορία ως « κ α τ α σ κ ευ ή » .................................................................................................... 217«Small is beautiful» .................................................................................................................... 218Ο ι αλλα γές της ποσοτικής ιστορίας .................................................................................. 220Η υπ εροχή τω ν ανα π α ρ α στά σεω ν ..................................................................................... 223
Ο ρισμένοι Ν εοι Ερευνητικοί Τομείς στο Χ ωρο της Σύγχρονης Ιςτοριας . . . 227Ο ι αλλα γές της οικονομικής ισ τ ο ρ ία ς ................................................................................ 228Η ιστορία τω ν κοινω νικώ ν ομ άδω ν .................................................................................. 234Α π ό την P enelope στην C lio : Η αργή ανάδυση μιας «ιστορίας τω ν γυναικώ ν» 237Ο ι περιπλανήσεις της πολιτισμικής ιστορίας ................................................................ 240Η ιστορία του αστικού χώ ρου ............................................................................................. 243
Σχετικά με Οριςμενες Δυνητικές Συζητηςεις στην Ο ικονομική, Κοινωνικήκαι Π ολιτισμική Ισ τ ο ρία ......................................................................................................... 244Η επιστημολογία ανάμ εσα σε φιλελευθερισμό και α λ λ η λ εγ γ ύ η ............................ 246Α π οδεκ τές σ υ μ β ά σ ε ις ............................................................................................................... 250Τ ε κ μ ή ρ ι ο ...................................................................................................................................... 251
Ιστορία: Α λ λ α γ έ ς κ α ι π α ρ α δ ό σ ε ις ................................................................................ 251
[ 1 0 ]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 6
Η π ο λ ι τ ικ ή ισ τ ο ρ ί α : Π ε ρ ι γ ρ ά μ μ α τ α κ α ι σ τ ρ ο φ έ ς .................................... 255
Π ολίτικη Ιστορία, Ιστορία της Π ολίτικης ..................................................................... 256Για μια πολιτική ιστορία (R en e R em ond 1988) ........................................................... 257Ο ρισμένα προτιμώ μενα θέματα .......................................................................................... 259Η ιστορία του «π α ρ όντος χ ρ ό ν ο υ » ..................................................................................... 266
Η Ιστορία του Π ολίτικου ....................................................................................................... 273Η «εννοιολογική» ιστορία του π ο λ ιτ ικ ο ύ ........................................................................ 274Κοινωνική ιστορία και κοινω νιο-ιστορία του πολιτικού ......................................... 281
Η Ιστορία των Ε ξουσιαστικών Σχ ε ς ε ω ν ........................................................................... 287Ε ξουσία και γνώ ση σύμφ ω να με τ ο ν M ichel F o u c a u lt .............................................. 288Α νοιχτο ί δρόμοι ......................................................................................................................... 290Τ εκ μ ή ρια ...................................................................................................................................... 295
Η πολιτική ισ τ ο ρ ία ............................................................................................................... 295Ο ι σχέσεις ε ξ ο υ σ ία ς ............................................................................................................ 296
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 7
Ι σ τ ο ρ ικ ή έ ρ ε υ ν α , σ υ λ λ ο γ ι κ ή μ ν ή μ η κ α ι δ ι δ α σ κ α λ ί ατ η ς σ ύ γ χ ρ ο ν η ς ι σ τ ο ρ ί α ς .................................................................................................. 299
Ιστορία και Μ ν η μ η .................................................................................................................... 300Τι είναι η «συλλογική μνήμη»; ............................................................................................. 300Έ να ς νέος ερευνητικός τομέας: Η ιστορία της συλλογικής μ ν ή μ η ς ..................... 302Ο ι Τ όποι της μ ν ή μ η ς ................................................................................................................. 305Τρία π α ρ α δ ε ίγ μ α τ α .................................................................................................................... 307
Ο Ιςτορικος: Ε πιςτημονας ή Ε ιδικός; ............................................................................. 313Η έκρηξη της «κοινω νικής ζήτησης» ................................................................................ 313Ο ι κίνδυνοι της εμπειρογνω μοσύνης ................................................................................ 316Ο ιστορικός-εμπειρογνώ μονας στην επ ιχε ίρ η σ η ........................................................... 317
Η Στροφή της Ιγγοριας Μεςω της Σύγχρονης Ιςτοριας .............................................. 319Έ ν α π εδίο σε πλήρη α ν ά π τ υ ξ η ............................................................................................. 319Τι είνα ι η ισ τ ο ρ ία ; ...................................................................................................................... 321
Η Δ ιδασκαλία της Σύγχρονης Ιγ γ ο ρ ια ς ........................................................................... 325Η διδασκαλία α νά μ εσ α σε γνώ ση και μ ν ή μ η ................................................................ 325Η σύγχρονη ιστορία ως π α ιδ α γ ω γ ικ ή ................................................................................ 326Η διδασκαλία: Έ ν α ζήτημα μνήμης π ου διακυβεύεται ............................................ 328Τα διεθνή ζητήματα π ου διακ υβεύονται ........................................................................ 331Ιστορική έρ ευνα και διδασκαλία: Το π αράδειγμα της μετανάστευσης ............. 333
[ϋ]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΤΕΚΜΗΡΙΟΙστορία και μνήμη ......................................................................................................... 338
Β ιβλιογραφ ία .......................................................................................................................... 341
Ευρετήριο ............................................................................................................................... 363
Πίνακας των Τεκμηρίων
Τι είναι η σύγχρονη ιστορία; (Benedetto Croce, απόσπασμα από το Theorie et histoire de Γ historiographie) .................................................................................. 50
Η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης: Το μάθημα του καθηγητή Aulard (Alphonse Aulard, απόσπασμα από το Taine, historien de la Revolution franqaise) ......................................................................................................................... 99
Οι «βαθιές δυνάμεις» στην ιστορία των διεθνών σχέσεων (Pierre Renouvin, απόσπασμα από το Histoire des relations internationales) .................................. 100
Οι κύκλοι της γαλλικής οικονομίας (Ernest Labrousse, απόσπασμα από το La Crise de I’economie franqaise a la fin de VAncien Regime et au debut de la Resolution) .................................................................................................................... 156
«Η μακρά διάρκεια» (Fernand Braudel, απόσπασμα από το «La longue duree», Ecrits sur I’histoire) ....................................................................................................... 159
Η «τάξη» ως κοινωνική κατασκευή (Edward P. Thompson, απόσπασμα από το La formation de la classe ouvriere anglaise) ........................................................... 192
1970-1994: Ποιος διευθύνει τις διδακτορικές διατριβές στη σύγχρονη ιστορία; (π ίνακας)................................................ ........................................................................ 201
Ιστορία: Αλλαγές και παραδόσεις (Bernard Lepetit, απόσπασμα από το «Histoire des pratiques, pratique de l’histoire», Les Formes de Vexperience.Une autre histoire sociale) ........................................................................................... 251
Αριθμός διδακτορικών διατριβών που υποστηρίχτηκαν υπό τη διεύθυνση καθηγητών σύγχρονης ιστορίας σε σχέση με την ηλικία τους (γράφημα) . . . . 254
Η πολιτική ιστορία (Rene Remond, απόσπασμα από το Pour une histoire politique) ......................................................................................................................... 295
Οι σχέσεις εξουσίας (Michel Foucault, απόσπασμα από το «Deux essais sur le sujet et le pouvoir»)....................................................................................................... 296
Ιστορία και μνήμη (Jean Boutier και Dominique Julia, απόσπασμα από το «Α quoi pensent les historiens?», Passes Recomposes) ......................................... 338
[ 1 3 ]
f
I
Εισαγωγή
Ο ι περισσότεροι ιστορικοί όταν γράφουν, παράγουν τρία μεγάλα είδη δημοσιεύσεων. Από τη μια πλευρά, συμβάλλουν στον εμπλουτισμό της ιστορικής γνώσης γράφοντας διδακτορικές διατριβές, επιστημονικά έργα και άρθρα. Από την άλλη, προσπαθούν να μεταδώσουν αυτές τις γνώσεις σε έναν ευρύτερο κύκλο ανα
γνωστών, είτε με το να δημοσιεύουν έργα για το «ευρύ κοινό» (τα οποία απευθύνονται, πράγματι, σε μερικές χιλιάδες ατόμων που ενδιαφέρο- νται για την πανεπιστημιακή έρευνα), είτε με το να γράφουν εγχειρίδια για τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τους φοιτητές. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε το διαφορετικό χαρακτήρα αυτών των δημοσιεύσεων, γιατί δεν απευθύνονται στους ίδιους αναγνώστες και γιατί εφαρμόζουν, συνεπώς, πολύ διαφορετικές λογικές γραφής.
Δεδομένου ότι το παρόν έργο αποτελεί ένα εγχειρίδιο εισαγωγής στη σύγχρονη ιστορία, προσπάθησα να σεβαστώ τους κανόνες του είδους παρουσιάζοντας, με συνθετικό τρόπο και με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια, την κατάσταση της σκέψης και των γνώσεων σχετικά με το θέμα. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι το εγχείρημα αυτό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, δεδομένης της εξαιρετικής ανάπτυξης που γνώρισε αυτός ο τομέας της ιστορικής έρευνας εδώ και είκοσι χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η γένεση μιας «ιστορίας του παρόντος χρόνου», που σήμερα βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, επέτρεψε στους ιστορικούς να ανα- λάβουν μελέτες σχετικά με το πιο πρόσφατο παρελθόν, που ως τότε αποτελούσε πεδίο διερεύνησης των κοινωνικών επιστημών. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, αυτές οι τελευταίες στράφηκαν ολοένα και περισσότερο προς την ιστορία, με αποτέλεσμα να γεννηθεί μια ιστορική πολιτική επιστήμη, ανθρωπολογία και κοινωνιολογία, που συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας σχετικά με τον τομέα της σύγχρονης ιστορίας. Πρέπει να προσθέσουμε ότι η σύγχρονη ιστορία ωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό και από την αυξανόμενη διεθνοποίηση της έρευνας. Ενώ μέχρι τη δεκαετία του 1960, την ιστορία της Γαλλίας την
1 1 5 }
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
έγραφαν, ουσιαστικά, Γάλλοι ιστορικοί, είναι στο εξής αδύνατον να αγνοήσουμε τη συμβολή των ξένων ερευνητών, κατά κύριο λόγο Αμερικανών. Τέλος, η σύγχρονη ιστορία ωφελήθηκε από το γενικό πάθος, που εδώ και είκοσι χρόνια στρέφεται στην ιστορία της «συλλογικής μνήμης» και της «κληρονομιάς». Ένας μεγάλος αριθμός δημοσίων ή ιδιωτικών οργανισμών επιχείρησαν για αυτόν το λόγο να διασώσουν τα αρχεία τους, να καταγράψουν τις αναμνήσεις των παλιών και να γράψουν τη δική τους ιστορία.
Χάρη σε αυτόν τον αξιοθαύμαστο δυναμισμό, οι γνώσεις μας για τη σύγχρονη ιστορία σημείωσαν τέτοια πρόοδο ώστε είναι πρακτικά αδύνατον να συγκεντρωθούν σε ένα συνθετικό έργο. Γι’ αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των πρόσφατων εγχειριδίων περιορίζονται είτε σε μία περίοδο (19ος ή 20ός αιώνας) είτε σε έναν τομέα (οικονομική ιστορία, κοινωνική ιστορία ή πολιτική ιστορία κ.ά.). Αυτός ο καταμερισμός εργασίας παρουσιάζει το μειονέκτημα της απώλειας κάθε συνολικής θεώρησης. Αυτή την έλλειψη στοχεύει να καλύψει το παρόν έργο. Προσπάθησα να δώσω μια όσο το δυνατόν πληρέστερη σύνθεση των βασικών τομέων που έχουν διερευνηθεί από τις αρχές του 20ού αιώνα από τους ιστορικούς της «σύγχρονης ιστορίας» και να επισημάνω τις κατευθύνσεις προς τις οποίες προσανατολίζουν σήμερα τις έρευνές τους, είτε στη Γαλλία είτε στο εξωτερικό. Σκέφτηκα όμως ότι ήταν εξίσου απαραίτητο να ενσωματώσω σε ένα έργο σαν αυτό στοιχεία σκέψης σχετικά με αυτό που εννοούμε με τον όρο «σύγχρονη ιστορία». Έτσι, το Πρώτο Κεφάλαιο αυτού του βιβλίου παρουσιάζει τους διάφορους ορισμούς της «συγχρονίας» που προτάθηκαν εδώ και έναν αιώνα. Όπως θα δούμε, ο ιστορικός αυτής της περιόδου προσκρούει σε μια δυσκολία που δεν συναντούν (σε κάθε περίπτωση όχι στον ίδιο βαθμό) οι ειδικοί άλλων εποχών. Οι γνώσεις που επεξεργάζεται και διαδίδει δεν αποτελούν παρά μία από τις μορφές γνώσης του παρελθόντος που παράγεται καθημερινά στον κοινωνικό κόσμο που ανήκει. Η σύγχρονη ιστορία διατηρεί, πράγματι, ακατάλυτους δεσμούς με τη συλλογική μνήμη που οι ομάδες, τα κόμματα, τα έθνη συνθέτουν και ανασυνθέτουν διαρκώς σε συνάρτηση με τα συμφέροντα του παρόντος. Γι’ αυτόν το λόγο, ο ιστορικός της σύγχρονης ιστορίας δεν μπορεί ποτέ να απελευθερωθεί εντελώς από όσα διακυβεύο- νται σχετικά με τη μνήμη. Οφείλει όμως συγχρόνως, να δηλώνει αδιάκοπα κάθε φορά την ιδιαιτερότητα του βλέμματός του, το οποίο στρέφει προς το παρελθόν.
1 1 6 ]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα περισσότερα πανεπιστημιακά εγχειρίδια στοχεύουν στην προσφορά, μέσα σε έναν περιορισμένο αριθμό σελίδων, ενός συνόλου γνώσεων σχετικά με έναν ορισμένο τομέα ή μία περίοδο. Γνώσεις που οι φοιτητές θα προσπαθήσουν να συγκρατήσουν ώστε να σχηματίσουν τη δική τους ιστορική κουλτούρα. Η μικρή θέση που αποδίδεται, γενικά, στους τρόπους συγκρότησης της ιστορικής γνώσης δημιουργεί πολύ συχνά, στους τελευταίους, την ιδέα ότι η αφήγηση της ιστορίας που περιέχεται στα βιβλία αποτελεί ένα σύνολο απόλυτων και αιώνιων αληθειών. Αυτό ισχύει σε τέτοιο βαθμό, ώστε όταν οι φοιτητές ανακαλύπτουν αργότερα τον εύθραυστο, αναθεωρήσιμο, συχνά αμφισβητούμενο χαρακτήρα των γνώσεων που διαθέτουμε για το παρελθόν, καταλήγουν μερικές φορές στο αντίθετο άκρο και γοητεύονται από σχετικιστικούς λόγους, οι οποίοι απορρίπτουν, ως απλοϊκότητα, το ιδεώδες της αλήθειας και της αντικειμενικότητας που ένας μεγάλος αριθμός ιστορικών, ευτυχώς, εξακολουθούν να πιστεύουν. Σκέφτομαι ότι η καλύτερη λύση για να αποφύγει κανείς αυτόν το σκόπελο, είναι να δείξει από πολύ νωρίς σε όλους αυτούς που ανακαλύπτουν την ιστορία ότι οι γνώσεις που πρέπει να αποκτήσουν αν θέλουν να πετύχουν στις σπουδές τους, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας πολύχρονης δουλειάς επεξεργασίας, χάρη στην οποία το «πρωτογενές υλικό» του ιστορικού (τα αρχεία) θα μετατραπεί προοδευτικά σε «τελικά προϊόντα», με τη μορφή βιβλίων στα ράφια των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών. Η δημιουργία της ιστορικής γνώσης εξαρτάται από το είδος των ερωτημάτων που ο ιστορικός απευθύνει προς το παρελθόν, σε συνάρτηση με την εκπαίδευσή του, τα ενδιαφέρο- ντά του και τις περιέργειες που κυριαρχούν στην εποχή του. Αυτή η διαφορετικότητα των δυνατών βλεμμάτων δεν παρεμποδίζει καθόλου το γεγονός ότι, για κάθε δεδομένο τομέα, οι ειδικοί έχουν (κανονικά) τη δυνατότητα να συγκροτήσουν κριτήρια που τους επιτρέπουν να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα στην ιστορία.
Αυτά είναι τα βασικά κατευθυντήρια νήματα που υφαίνουν το υφάδι αυτού του βιβλίου. Προκειμένου να πετύχω τους στόχους που έθεσα, ήταν επιτακτικό να παρουσιάσω με τον πιο αμερόληπτο και «γενναιόδωρο» τρόπο τα διαφορετικά ρεύματα της έρευνας γύρω από τη σύγχρονη ιστορία. Το ουσιαστικό για μένα ήταν να δείξω, συγκεκριμένα, τους πολυάριθμους δρόμους που μπορεί να προσλάβει το αποκαλυπτικό και ανανεωτικό πνεύμα στη σύγχρονη ιστορία. Αισθάνομαι ότι θα έχω πετύχει το στόχο μου αν αυτό το έργο μπορέσει να προκαλέσει σε ορι
2 [ 1 7 ]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
σμένους αναγνώστες -σκέφτομαι κυρίως τους φοιτητές που, λόγω της κοινωνικής τους καταγωγής, έχουν περισσότερες δυσκολίες από άλλους να συνεχίσουν τις ανώτατες σπουδές τους- την επιθυμία να συμβάλουν και αυτοί μια μέρα σε αυτή τη συλλογική περιπέτεια που αποτελεί η ιστορική έρευνα.
[ 1 8 ]
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 1
Κάθε ιστορία είναι «σύγχρονη» (επομένως η σύγχρονη ιστορία δεν υπάρχει;)
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Ιταλός φιλόσοφος-ιστορικός Benedetto Croce δήλωνε ότι κάθε ιστορία είναι «σύγχρονη» γιατί ο ιστορικός γράφει πάντα στο παρόν. Την άποψη όμως αυτή αμφισβήτησαν όσοι εκτιμούν ότι η σύγχρονη ιστορία δεν υπάρχει επειδή, αν αναφερόμαστε στην ετυμολογία της λέξης, πρόκειται για μια καταστατική αντίφαση. Εδώ και έναν αιώνα, όλη η σκέψη γύρω από τη «συγχρονία» και γύρω από τον «παρόντα χρόνο» ταλαντεύτηκε ανάμεσα στις δύο αυτές αντιφατικές ερμηνείες. Οι συζητήσεις αυτές δείχνουν ότι αυτό που αποτελεί τη βασική ιδιαιτερότητα της σύγχρονης ιστορίας, σε σχέση με άλλες περιόδους τις οποίες μελετούν οι ιστορικοί, είναι το γεγονός ότι υτνήρξε σταθερά διαιρεμένη ανάμεσα στη γνώση και τη μνήμη.
Α πό πρώτη άποψη, το ερώτημα «Τι είναι η σύγχρονη ιστορία;» μπορεί να φαίνεται παράλογο, γιατί η προφανής χρονολογική τομή που προσδιορίζει την περίοδο που εκτείνεται «από το 1789 ως τις μέρες μας», σύμφωνα με την καθιερωμένη έκφραση, κυριάρχησε πνευματικά. Ωστόσο, μόλις σκεφτούμε λίγο γύρω από το ζήτη
μα, διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η καλύτερη απόδειξη, είναι ότι έπειτα από έναν αιώνα συζητήσεων γύρω από το θέμα, δεν υπάρχει ακόμη συμφωνία ανάμεσα στους ειδικούς της ιστοριογραφίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Benedetto Croce (1915)1 γράφει:
1. Οι αναφορές που γίνονται μέσα στις παρενθέσεις παραπέμπουν στη βιβλιογραφία, που οργανώνεται κατά κεφάλαιο και υπάρχει στο τέλος του βιβλίου. Ο αναφερόμενος
[ 1 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
«Κάθε ιστορία άξια του ονόματος της είναι σύγχρονη ιστορία». Τρία τέταρτα όμως του αιώνα αργότερα, και ενώ αυτός ο τομέας της ιστορικής έρευνας απέκτησε ηγεμονική θέση στο εσωτερικό της επιστήμης, ο Pierre Nora (άρθρο «Present», στο J. Le Goff, 1978) υπογραμμίζει από την πλευρά του: «Όσο δεν υφίσταται ιστορία, παρά αυτή του παρελθόντος, δεν υπάρχει σύγχρονη ιστορία. Πρόκειται για μια καταστατική αντίφαση. Συνεπώς, η σύγχρονη ιστορία ποτέ δεν ανακαλύφτηκε», και προσθέτει: είναι μια ιστορία «χωρίς αντικείμενο, χωρίς καθεστώς και χωρίς ορισμό». Αντιγράφοντας τον Paul Veyne (1971) -που δήλωνε στο έργο του σχετικά με τη γραφή της ιστορίας: «Τα πάντα είναι ιστορικά, επομένως η ιστορία δεν υπάρχει»- θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε από τα αντιφατικά αυτά λόγια ότι η σύγχρονη ιστορία δεν υπάρχει, ακριβώς επειδή κάθε ιστορία είναι «σύγχρονη». Το παρόν κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην αποσαφήνιση αυτού του παραδόξου.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η «ΣΥΓΧΡΟΝΙΑ»;
Η ιστορία ως «δεξαμενή παραδειγμάτων»
Ετυμολογικά, όπως γνωρίζουμε, ο όρος ιστορία που δημιουργήθηκε από τους Έλληνες, είναι συνώνυμος με την έρευνα, περισσότερο συγγενής συνεπώς με αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνιολο- γία» ή «δημοσιογραφία», παρά με αυτή καθαυτήν την ιστορική έρευνα.
Αυτός που συχνά θεωρείται ο πρώτος «ιστορικός», ο Ηρόδοτος (484- 425), δικαιολογεί τις έρευνές του δηλώνοντας την έγνοια του «να μην λησμονηθούν οι πράξεις των ανθρώπων και τα μεγάλα επιτεύγματα που πραγματοποιήθηκαν, είτε από τους Έλληνες είτε από τους βαρβάρους». Αυτή η μέριμνα, που συνιστά περισσότερο αυτό που σήμερα θα αποκα- λούσαμε «συλλογική μνήμη» παρά «ιστορία», αποδίδει μια ουσιαστική θέση στις μαρτυρίες των ατόμων που έζησαν τα αφηγούμενα γεγονότα και στις αναμνήσεις των παιδιών και εγγονών τους. Η βύθιση στο παρόν είναι ακόμη πιο αισθητή στον Θουκυδίδη (460-395), ο οποίος υπήρξε ο
χρόνος είναι αυτός της πρώτης έκδοσης του έργου, αλλά όταν γίνεται αναφορά στη σελίδα, ανταποκρίνεται στην έκδοση που συμβουλεύτηκα.
[ 2 0 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
ίδιος ένας από αυτούς που συμμετείχαν στο γεγονός που εκθέτει στα γραπτά του (τον Πελοποννησιακό πόλεμο). Αντίθετα με τον Ηρόδοτο, αρνείται κάθε αναφορά στη μυθολογία και τις παραδόσεις, περιοριζόμε- νος στην έκθεση πρόσφατων γεγονότων, επιβεβαιωμένων από άμεσες μαρτυρίες που ο ίδιος συνέλεξε. Επιπλέον, αποδίδει ρητά μια «κοινωνική λειτουργία» (όπως λέμε σήμερα) στη δουλειά του. Θέλει να δημιουργήσει ένα χρήσιμο έργο που να μπορεί να βοηθήσει τους συγχρόνους του, αλλά και τις μελλοντικές γενιές, στην καλύτερη χειραγώγηση της μοίρας τους. Κατά έναν ορισμένο τρόπο, μπορούμε λοιπόν να δηλώσουμε ότι η «σύγχρονη» ιστορία υπήρξε το αφετηριακό σημείο τού όλου ιστορικού διαβήματος. Για να άποφύγουμε τους αναχρονισμούς, πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε αμέσως ότι ο τρόπος που οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τη «συγχρονία» εγγράφεται σε ένα σύστημα σκέψης ριζικά διαφορετικό από το δικό μας. Πράγματι, όπως υπογράμμισε ο Reinhart Koselleck (1979), στον οποίο όλο αυτό το μέρος του κεφαλαίου οφείλει πολλά, στην Αρχαιότητα, η ιστορία βασίζεται σε δύο αξιώματα που η σύγχρονη ιστοριογραφία έχει απορρίψει.
- Από τη μία, στηρίζεται σε μια αντίληψη της αλήθειας που παραμένει εξαρτημένη από την άμεση μαρτυρία (ο ιστορικός στηρίζεται στα γεγονότα που οι πρωταγωνιστές είδαν με τα ίδια τους τα μάτια και τα διη- γήθηκαν, και όχι σε γεγονότα κατατεθειμένα στα «αρχεία»). Σε αυτή την προοπτική, η παρουσία άμεσων μαρτύρων που είδαν και άκουσαν τα γεγονότα καθορίζει τον προς διερεύνηση χώρο του ιστορικού. Όταν δεν υπάρχουν πλέον μάρτυρες, δεν υπάρχει δυνατότητα για την ιστορία. Επειδή ο ιστορικός και ο κόσμος που μελετά ανήκουν στον ίδιο χρονικό κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι ήδη κατά την εποχή αυτή, εξ ορισμού, κάθε ιστορία είναι «σύγχρονη».
- Η απουσία τομής ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν ενισχύεται από την κυκλική αντίληψη του χρόνου που κυριαρχεί στην Αρχαιότητα. Δεδομένου, ότι για τους Αρχαίους, το παρελθόν μπορεί να αναπάράχθεί μέσα στο μέλλον, ο ιστορικός ψάχνει στην ιστορία παραδείγματα που προτείνονται ως πρότυπα στους συγχρόνους του. Η έννοια της αντικειμενικότητας γίνεται τότε αντιληπτή κυρίως ως αμεροληψία. Για ιστορικούς όπως ο Κικέρωνας και ο Λουκιανός, η μέριμνα να εξηγήσουν στους αναγνώστες πώς τα πράγματα «συνέβησαν πραγματικά», αποτελεί μια σημαντική έγνοια. Αντιλαμβάνονται όμως την αφήγηση ως έναν «καθρέφτη», ένα πιστό «αντίγραφο» του παρελθόντος. Γι’ αυτό, γι’ αυ
[ 2 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
τούς, όσο πιο κοντά βρίσκεται ο ιστορικός στα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές που μνημονεύει, τόσο περισσότερο πλησιάζει στην αλήθεια.
Η ανακάλυψη της «προοπτικής» και οι συνέπειες της στην ιστορία
Μια πρώτη ρήξη σε σχέση με αυτό το πρότυπο επέρχεται κατά την Αναγέννηση. Υπό την επιρροή της θεωρίας της προοπτικής, γεννιούνται νέα ερωτήματα σε σχέση με τη θέση της ιστορίας. Αν τα πρό
σωπα που παρατηρούν το ίδιο πράγμα σύμφωνα με διαφορετικές απόψεις δημιουργούν διαφορετικές αναπαραστάσεις του πράγματος, δεν μπορούμε πλέον να αντιλαμβανόμαστε την ιστορική αφήγηση ως έναν απλό «καθρέφτη», μια πιστή αντανάκλαση του παρελθόντος. Αρχίζει να εμφανίζεται η ιδέα ότι η γνώση του παρελθόντος είναι, και αυτή, συνυ- φασμένη με την προοπτική που υιοθετεί ο ιστορικός. Αυτή η ανακάλυψη εξηγεί την επαναφορά «σχετικιστικών» αντιλήψεων της γνώσης το 18ο αιώνα. Ακολουθώντας τα ίχνη του Ιταλού ιστορικού Delfico Melchior (1744-1835), οι υπέρμαχοι του «πυρρωνισμού» (που βλέπουν την ιστορία ως έναν «κατασκευασμένο μύθο») πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο. Στην άποψή τους όμως αντιτίθενται εκείνοι που εκτιμούν ότι η δυνατότητα υιοθέτησης διαφορετικών προοπτικών για το παρελθόν δεν σημαίνει ότι η ιστορία είναι μια φανταστική κατασκευή. Αυτή είναι η περίπτωση του Chladenius (1710-1759) στη Γερμανία, ο οποίος υπογραμμίζει ότι σε αντίθεση με το συγγραφέα, ο ιστορικός δεν μπορεί να εφεύρει εξολοκλήρου το παρελθόν γιατί «δεσμεύεται» από τις πηγές του. Δεν μπορεί να τις «χειραγωγήσει» κατά βούληση. Η νοηματική ανανέωση που αποτελεί η εφαρμογή στη σκέψη γύρω από την ιστορία της έννοιας της «προοπτικής» συνδυάζεται, το 18ο αιώνα, με μια άλλη βασική αλλαγή της ευρωπαϊκής σκέψης, η οποία χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη της κυκλικής αντίληψης του χρόνου. Μετά το 1750, η θεώρηση ότι το μέλλον δεν μπορεί παρά να αποτελεί επανάληψη του παρελθόντος εξαφανίζεται μπροστά σε μια τελεολογική, γραμμική αναπαράσταση του χρόνου, η οποία δηλώνει την ιδέα της προόδου και μιας αντίληψης για την ιστορία ως διαδικασία. Η βαθιά ρήξη που προκαλεί η Γαλλική Επανάσταση στη συλλογική ευρωπαϊκή συνείδηση συμβάλλει στη διάδοση της ιδέας μιας «επιτάχυνσης της ιστορίας». Από ’κεί και πέρα, η ιστορία
[ 22 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
δεν θεωρείται απλώς μια δεξαμενή παραδειγμάτων. Αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα που μπορούμε να γνωρίσουμε, με τον ίδιο τρόπο που οι φυσικές επιστήμες επιτρέπουν τη γνώση της φύσης. Ο όρος «ιστορία» χρησιμεύει στο εξής στο να ορίσουμε μια εγγεγραμμένη στην ίδια την πραγματικότητα διαδικασία (το αμετάκλητα συντελεσμένο «παρελθόν») και τη γνώση αυτού του παρελθόντος.
Ο θρίαμβος της γραμμικής αντίληψης του χρόνου συνεπάγεται τις πρώτες προσπάθειες για τον καθορισμό χρονικών περιόδων της ιστορίας. Από το 1775, ο Γερμανός ιστορικός Busch διακρίνει την «αρχαία», τη «μεσαιωνική» και τη «νεότερη» εποχή. Στο εσωτερικό αυτής της τελευταίας, προσδιορίζει μια «ακόμη νεότερη περίοδο που καλύπτει την εποχή της τελευταίας χρονολογημένης γενιάς αυτού του αιώνα». Αρχίζει λοιπόν να εμφανίζεται η έννοια της «σύγχρονης ιστορίας», ως η πιο πρόσφατη περίοδος στη γραμμή του χρόνου. Για τις επόμενες γενιές, η Γαλλική Επανάσταση θα θεωρηθεί, γενικά, το αφετηριακό σημείο της σύγχρονης εποχής. Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε ότι η έκφραση «σύγχρονη ιστορία» θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα πριν επιβληθεί.
Ακολουθώντας τον Busch, που αναφέραμε παραπάνω, και προκειμέ- νου να διαφοροποιήσουν τις εποχές, οι ιστορικοί θα χρησιμοποιήσουν ένα εξελικτικό λεξιλόγιο. Οι Γερμανοί μιλούν για «neuere Geschichte» (κατά κυριολεξία: «πιο νέα ιστορία»). Προκειμένου να υπογραμμίσει την ιστορική ρήξη που αποτελεί η Γαλλική Επανάσταση, ο Ranke διακρίνει αυτή τη «neuer^ Geschichte» (που τη χρονολογεί από το 1492) από τη «neueste Geschichte» (κατά κυριολεξία: «Η πιο νέα ιστορία» ή η πιο «πρόσφατη») που αρχίζει το 1789. Στα γαλλικά, είναι κατ’ αρχάς ο όρος νεότερη ιστορία που επιβάλλεται. Στο λεξικό του ο Littre την ορίζει ως «την ιστορία από την Αναγέννηση στο 16ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας». Γεγονός που ανταποκρίνεται στον ορισμό που κυριαρχεί ακόμη και σήμερα στον αγγλοσαξονικό κόσμο, όπου η «modem history» καλύπτει τη μελέτη ολόκληρης της μεταγενέστερης της Αναγέννησης περιόδου. Αν ο Littre δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «σύγχρονη ιστορία», είναι επειδή, σύμφωνα με την ετυμολογία, ο όρος «σύγχρονος» (contemporain) (που σχηματίζεται με βάση τις λατινικές ρίζες cum και tempus) σημαίνει κατά κυριολεξία: «μέσα στον ίδιο χρόνο». Για το λόγο αυτόν, για τον Littre, «η σύγχρονη ιστορία» είναι «η ιστορία που γράφεται στον ίδιο με τους ανθρώπους και τα πράγματα χρόνο» (έκδ. 1882). Όπως βλέπουμε, στο τέλος του 19ου αιώνα, η «συγχρονία» γίνεται πάντα αντιληπτή με την έν-
[ 23 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
voLa που της έδινε ο Chateaubriand στις Memoires d’outre-tombe. Περι- γράφοντας τα επαναστατικά γεγονότα του 1830, λέει ακριβώς: «Ζωγράφισα τις τρεις μέρες στο βαθμό που κύλησαν μπροστά μου. Ένα κάποιο χρώμα συγχρονίας, πραγματικό τη στιγμή που κυλά, ψεύτικο μετά την περασμένη στιγμή, απλώνεται λοιπόν στον πίνακα» (1848, τ. 3, σ. 249). Η «σύγχρονη ιστορία» είναι η ιστορία του χρόνου που ακυρώνεται την ίδια στιγμή που περνά. Μια ιστορία που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πέρα από τους άμεσους μάρτυρες, τις βιωμένες αναμνήσεις, τη μνήμη των πρωταγωνιστών. Είναι η «ιστορία» όπως την έβλεπαν οι Αρχαίοι και που ονομάζουμε, όλο και συχνότερα: η «μνήμη». Ο θρίαμβος ενός ορισμού της ιστορίας που στηρίζεται στην τομή ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν καθιστούσε λοιπόν ασύλληπτη την ιδέα μιας «σύγχρονης ιστορίας», γιατί η έκφραση συνδυάζει δύο αντιφατικούς όρους. Με αυτή την έννοια ο Pierre Nora μπόρεσε να δηλώσει ότι η σύγχρονη ιστορία δεν υπάρχει και δεν έχει αντικείμενο.
Η μετατροπή της ιστορίας σε επάγγελμα
Η ερμηνευτική προοπτική
Η νέα, γραμμική και όχι πλέον κυκλική αντίληψη του χρόνου, θα επιτρέψει κατά το 19ο αιώνα την επεξεργασία ενός ερμηνευτικού ορι
σμού της ιστορίας και θα νομιμοποιήσει, συγχρόνως, τη δημιουργία μιας νέας πανεπιστημιακής λειτουργίας, την οποία ασκούν οι ιστορικοί, κα- θηγητές-ερευνητές, ειδικευμένοι στην ερμηνεία του παρελθόντος. Όπως υπενθυμίζει ο Marc Bloch στην Απολογία για την ιστορία (1949, σ. 85), ο χρόνος είναι συγχρόνως συνεχής, αλλά και διαρκής αλλαγή. Η ροή της διάρκειας εγκαθιστά ένα δεσμό ανάμεσα στις εποχές, αλλά επίσης τη διαφορά ανάμεσά τους. Αυτή η αντίφαση καθιστά δυνατό και αναγκαίο το επάγγελμα του ιστορικού. Πράγματι, η γνώση του παρελθόντος είναι δυνατή, γιατί ορισμένα «ίχνη» (αρχεία και κατάλοιπα κάθε είδους) που άφησε, έφτασαν ως εμάς. Χάρη σε αυτά τα ίχνη διατηρούμε την επαφή με τους ανθρώπους του παρελθόντος. Το πέρασμα όμως του χρόνου δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε «αυθόρμητα» τις ενέργειες, τα συναισθήματα, τις ιδέες των ανθρώπων του παρελθόντος. Μόνο τα άτομα που απέκτησαν μια ειδική εκπαίδευση μπορούν να ερμηνεύσουν σωστά τα
[2 4 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
αδρανή ίχνη που επιβιώνουν από τις περασμένες εποχές και να τα καταστήσουν και πάλι καταληπτά.
Οι πρώτοι «επαγγελματίες» ιστορικοί, όπως ο Ranke, που θεωρείται ο θεμελιωτής πατέρας της σύγχρονης ιστοριογραφίας, έχουν λοιπόν ξεκάθαρη συνείδηση, αντίθετα με ό,τι έχει ειπωθεί, ότι όλη η ιστορία γράφεται στο παρόν. Αλλά επειδή ακριβώς είναι πεπεισμένοι ότι οι ιστορικοί εξαρτώνται πάντα από την εποχή τους, ο Ranke και οι συνεχιστές του εκτιμούν ότι πρέπει να πάρουν τις αποστάσεις τους από το παρόν, να εξαφανιστούν όσο το δυνατόν περισσότερο μπροστά στα αρχεία. Η σημασία που αποδίδεται στην έννοια της «προοπτικής» ενισχύει ακόμη περισσότερο αυτή τη μέριμνα επειδή επιβάλλει την ιδέα ότι, αντίθετα με ό,τι σκέφτονταν οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, το παρόν δεν υπερέχει του παρελθόντος. Δεν μπορούμε συνεπώς να κρίνουμε τις παλιές εποχές με βάση τις σύγχρονες κατηγορίες μας, ως να ήταν αυτές αντικειμενικές. Ο Ranke επέμεινε συχνά γύρω από αυτό το σημείο. Γι’ αυτόν, «κάθε εποχή, πράγματι, πρέπει να θεωρείται άξια καθαυτή και επομένως εξαιρετικά άξια να μελετηθεί» (αναφέρεται από τον Β. Croce, 1915, σ. 204). Προσκαλεί έτσι τους ιστορικούς να βυθιστούν εκ νέου στη «συγχρονία» του παρελθόντος, να παρατηρήσουν τις περασμένες εποχές με τα μάτια των ανθρώπων που τις έζησαν, ξεχνώντας δηλαδή αυτό που συνέβη αργότερα. Αυτή η «λήθη» του παρόντος αποτελεί γι’ αυτόν τον καλύτερο τρόπο φωτισμού του, αξιοποιώντας αυτό που το διαφοροποιεί από το παρελθόν^ Όπως λέει ο ίδιος: «Δεν μπορούμε να ασκήσουμε μια πραγματική επιρροή στο παρόν, παρά μόνο αν αποστραφούμε καταρχήν από αυτό και ανυψωθούμε στην ελεύθερη αντικειμενική επιστήμη».
Ξαναβρίσκουμε αυτή την ιδέα στον Michelet που δηλώνει: «Όποιος θέλει να παραμείνει στο παρόν, στο επίκαιρο, δεν θα καταλάβει το επίκαιρο» (αναφέρεται από τον Μ. Bloch, ό.π., σ. 92). Αυτή η ερμηνευτική αντίληψη της ιστορίας καθορίζει τους ουσιαστικούς κανόνες του «ιστορικού επαγγέλματος» όπως ο Wilhelm von Humboldt (1821) το όρισε για πρώτη φορά. Ο ρόλος του ιστορικού πριν απ’ όλα είναι η ερμηνεία των συμβόλων που μας κληροδότησαν οι άνθρωποι του παρελθόντος, για να τους ξαναδώσεί τη σημασία που είχαν για αυτούς τους τελευταίους. Αν ο ιστορικός μπορεί να ελπίζει ότι θα πετύχει αυτόν το στόχο, είναι γιατί πέρα από τα υλικά ίχνη, συνδέεται με τους κόσμους του παρελθόντος με έναν πνευματικό δεσμό που μπορούμε να ονομάσουμε ανθρώπινο δεσμό. Οι πρωταγωνιστές του παρελθόντος ήταν, όπως εμείς σήμερα, σκε-
[ 2 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
πτόμενα και δρώντα όντα, που υπέφεραν καί επιθυμούσαν. Γι’ αυτό μπορούμε να προσπαθήσουμε να τους καταλάβουμε «μπαίνοντας στη θέση τους». Δύο μείζονες λόγοι δικαιολογούν, σε αυτή την προοπτική, το γεγονός ότι η ιστορία μπορεί να θεωρηθεί επιστήμη. Ο πρώτος συνί- σταται στο ότι οι ιστορικοί κατέχουν, στο εξής, μια δική τους μέθοδο μελέτης των κειμένων, χάρη στην οποία μπορούν να ελπίζουν, αφού ακολουθήσουν μια μακρά μαθητεία και μια τακτική άσκηση, ότι θα αποκω- δικοποιήσουν τα τεκμήρια του παρελθόντος. Ο δεύτερος λόγος συνί- σταται στην αρχή της αντικειμενικότητας, που γίνεται αντιληπτή ως αποστασιοποίηση σε σχέση με όσα διακυβεύονται στο παρόν. Για τους «μεθοδιστές» ιστορικούς, μόνο το πέρασμα του χρόνου επιτρέπει την απόκτηση αυτής της κριτικής απόστασης, χωρίς την οποία δεν υπάρχει επιστήμη. Με βάση τις δύο αυτές αρχές θα δομηθούν, θα θεσμοθετηθούν οι πρώτες επαγγελματικές κοινότητες των ιστορικών.
Σε αντίθεση με αυτό που σκέφτονταν οι Αρχαίοι, στο εξής, εκτιμούμε ότι η ιστορία δεν είναι δυνατή παρά στο μέτρο που ο υπό μελέτη κόσμος είναι ριζικά διαφορετικός από το δικό μας. Πράγματι, αν η αρμοδιότητα του ιστορικού συνίσταται στο ότι είναι ο μόνος που μπορεί να ερμηνεύσει τα υλικά «ίχνη» του παρελθόντος, η δουλειά του αρχίζει πραγματικά όταν δεν υπάρχουν πλέον ζωντανοί μάρτυρες των υπό μελέτη κόσμων. Όταν μόνο αδρανή ίχνη -η πέτρα και κυρίως τα γραπτά τεκμήρια (αρχεία)- μας φέρνουν σε επαφή με αυτούς. Από τη στιγμή αυτή, η βασική τομή ανάμεσα σε ιστορία και μνήμη στηρίζεται στο διαχωρισμό ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Προκειμένου όμως αυτά τα ίχνη να μπορέσουν να ερμηνευτούν από τον ιστορικό, πρέπει, προηγουμένως, να «αρχειοθετηθούν». Πράγμα που σημαίνει ότι τα διάσπαρτα και άτακτα τεκμήρια που έφτασαν ως εμάς, συχνά κατά τύχη, πρέπει να διασωθούν, να καταχωριστούν σε ευρετήρια, να ταξινομηθούν, να κατα- γραφούν σε καταλόγους. Μονάχα όταν όλη αυτή η δουλειά της μορφοποίησης ολοκληρωθεί -πραγματοποιούμενη από τους αρχειοθέτες, τους συντηρητές, τους βιβλιοθηκονόμους- ο ιστορικός μπορεί να αρχίσει τις διερευνήσεις του.
Η διδακτορική διατριβή, που επιτρέπει την αξιολόγηση της επιστημονικής αξίας του υποψήφιου ιστορικού, καταδεικνύει τέλεια αυτό που εννοούμε στο εξής ως επιστημονική δραστηριότητα στην ιστορία. Το ουσιαστικό βρίσκεται στην ανάλυση. Δεδομένου ότι αυτό που ορίζει την ιδιαίτερη αρμοδιότητα του ιστορικού είναι η ικανότητα εφαρμογής της
[ 2 6 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
ιστορικής μεθόδου για την αποκωδικοποίηση του παρελθόντος, αυτός είναι υποχρεωμένος να δουλεύει άμεσα πάνω στα τεκμήρια που μας άφησαν οι άνθρωπαι.ταυ παρελθόντος. Δεδομένης όμως της ευρύτητας των διαθέσιμων υλικών, ένα μόνο άτομο δεν μπορεί να μελετήσει παρά ένα πολύ μικρό «τμήμα» της ιστορικής πραγματικότητας. Εξού η σημασία που προοδευτικά αποκτά ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στους ιστορικούς. Γενικά, ο διευθυντής της διδακτορικής διατριβής ορίζει, στο εσωτερικό αυτού του παρελθόντος, στοιχειώδεις ενότητες, ερευνητικά δηλαδή θέματα, αρκετά περιορισμένα ώστε να γίνει δυνατή η εξαντλητική ανάλυση των διαθέσιμων αρχείων. Η συνεργασία όλων των ιστορικών, σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, θα εξασφαλίσει το πέρασμα από την ανάλυση στη σύνθεση, χάρη σε μια τεράστια συλλογική προσπάθεια συγκέντρωσης των επεξεργασμένων από κάθε μέλος της κοινότητας γνώσεων.
Η δυσπιστία των ειδημόνων για την πρόσφατη ιστορία
υπενθύμιση αυτή για τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η μετατροπή της ιστορίας σε επάγγελμα κατά το 19ο αιώνα επιτρέπει την
κατανόηση ενός άλλου επιχειρήματος που συχνά προβάλλεται ακόμη και σήμερα προκειμένου να δικαιολογηθεί η δυσκολία μιας πραγματικά «σύγχρονης» ιστορίας. Πράγματι, μόλις συμβεί ένα γεγονός, μπορούμε να πούμε ότι ανήκει στην ιστορία. Προκειμένου όμως να αποτελέσει στοιχείο της» επιστημονικής ιστορικής γνώσης, πρέπει συχνά να περιμένει πολλά χρόνια, δεκάδες χρόνια. Η νομοθεσία σχετικά με τα αρχεία, για να προστατέψει την ιδιωτική ζωή, επιβάλλει το πέρασμα ενός χρονικού διαστήματος πριν τα συμβουλευτεί κανείς. Όπως είδαμε, για να γίνουν χρησιμοποιήσιμα, τα ίχνη του παρελθόντος πρέπει να αρχειοθετηθούν, δηλαδή να διασωθούν, να ταξινομηθούν, να καταχωριστούν σε ευρετήρια, πράγμα που επίσης απαιτεί πολύ χρόνο. Τέλος, πρέπει να υπολογίσουμε το γεγονός ότι από τη στιγμή που ένας νέος ιστορικός καταθέτει το θέμα της διατριβής του μέχρι τη στιγμή που την υποστηρίζει, μπορεί να περάσουν πολλά χρόνια.
Αν όμως η τομή παρελθόν/παρόν εμφανιζόταν ως ένα άθικτο δόγμα για τους ιστορικούς του 19ου αιώνα, είναι και γιατί αυτή εξυπηρετούσε τις δεξιότητές τους ως ειδικών. Η αποστροφή των πανεπιστημιακών ιστορικών για τη μελέτη του σύγχρονου κόσμου οφείλεται στο γεγονός
[ 2 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ότι, στα μάτια τους, αποτελεί ένα τμήμα του παρελθόντος που όλος ο κόσμος μπορεί εύκολα να καταλάβει, γιατί είναι ακόμη πρόσφατο στο σύγχρονο κόσμο. Όσο περισσότερο πλησιάζουμε στο παρόν, πράγματι, τόσο περισσότερο ο εξωτισμός του παρελθόντος χάνεται, τόσο περισσότερο τα γεγονότα, οι συμπεριφορές, οι κοινωνικές πρακτικές μάς φαίνονται οικείες (τουλάχιστον φαινομενικά). Αντίθετα, όσο περισσότερο η εποχή που μελετάμε μας φαίνεται, από πρώτη άποψη, «σκοτεινή», τόσο περισσότερο η γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους αυτής της εποχής απομακρύνεται από τη δική μας, τόσο περισσότερσίτουκο- λευόμαστε να διαβάσουμε τη γραφή τους και τόσο περισσότερο πρέπει να αποκτήσουμε σπάνιες γνώσεις («νεκρές» γλώσσες, παλαιογραφία, επιγραφική κ.ά.) για να γίνουμε ιστορικοί.
Οι βασικές γραμμές αυτών των δεξιοτήτων των ειδημόνων που συνι- στούν την περίφημη «ιστορική μέθοδο» καθορίστηκαν από τον Γερμανό ιστορικό Niebuhr στις αρχές του 19ου αιώνα. Γι’ αυτό, η πλειονότητα των ιστορικών των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων το 19ο αιώνα είναι ειδικοί της Αρχαιότητας ή του Μεσαίωνα. Στη Γερμανία, πρόκειται για την περίπτωση του ίδιου του Niebuhr και του Ranke. Στη Γαλλία, ο Louis Halphen (1914, σ. 150) -στο έργο που αφιερώνει στις μεταβολές της ιστοριογραφίας από το 18ο αιώνα και μετά- διαπιστώνει επίσης ότι «η νέα ιστορική γενιά ασχολήθηκε πριν απ’ όλα με τη μελέτη της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα». Το 1900, περισσότεροι από τους μισούς Γάλλους πανεπιστημιακούς ιστορικούς ασχολούνται με τη μεσαιωνική ιστορία και στην Ecole pratique des hautes etudes (το θεσμό που συγκέντρωνε τότε την έρευνα αιχμής στις ανθρωπιστικές επιστήμες), στα πενήντα σεμινάρια, δύο μόνο ήταν αφιερωμένα στη μεταγενέστερη του 1500 περίοδο. Ο Halphen εκτιμά ότι η περιφρόνηση των νέων ιστορικών απέναντι στη νεότερη και σύγχρονη εποχή οφείλεται στο γεγονός ότι τους φαίνεται «ότι μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτήν πολύ εύκολα, ότι είναι ικανή να προσφέρει έναν αριθμό καθορισμένων στοιχείων σε μια λεγεώνα ερευνητών που προσπαθούν να εξερευνήσουν όλο το ανέκδοτο υλικό το οποίο βρίσκεται σε αφθονία και στα τελευταία αρχεία».
Η άρνηση ανάμειξης με τους «ερασιτέχνες» ιστορικούς, δηλαδή τους «μη πανεπιστημιακούς» εξηγείται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι μεθοδιστές ιστορικοί του 19ου αιώνα (Gabriel Monod, Numa Fustel de Coulanges, Ernest Renan, Ernest Lavisse, Charles Seignobos και άλλοι ακόμη) υπήρξαν στη νεότητά τους οι καλύτεροι μαθητές της γενιάς
[ 2 8 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
τους: απόφοιτοι της Ecole Normale Superieure, επιτυχόντες στο διαγωνισμό της agregation, διδάκτορες, κατείχαν όλα τα στοιχεία που καθορίζουν την κλασική κουλτούρα και επιτρέπουν, συνεπώς, την «αποκωδικοποίηση» των παλιών κειμένων. Η «ιστορική μέθοδος», ,εμφανίζεται εδώ ως ένα είδος προέκτασης της ευρυμάθειας που αρχίζει με τις σχολικές ασκήσεις όπου αριστεύουν, οι δυνατοί. Το πρώτο περιοδικό εξάλλου που διαδίδει, στη Γαλλία, τους κανόνες αυτής της μεθόδου, η Revue critique d ’histoire et de litterature, διευθύνεται από ειδικούς της φιλολογίας. Αυτοί κατορθώνουν να επιβάλουν αυστηρά κριτήρια που επιτρέπουν το διαχωρισμό των «αληθινών» ιστορικών (αυτών που κατέχουν την τέχνη της κριτικής των πηγών) από τους «ερασιτέχνες» (αυτούς που χρησιμοποιούν τα ψεύτικα τεκμήρια ως αληθινά, που προβαίνουν σε αναχρονισμούς κ.λπ.). Σε αυτό το πλαίσιο, καταλαβαίνουμε καλύτερα γιατί ο Ernest Lavisse μπόρεσε να δηλώσει: «Ο αληθινός ιστορικός είναι ένας φιλόλογος, με την ευρύτερη έννοια του όρου». Την ίδια κατάσταση συναντούμε στη Μεγάλη Βρετανία. Από το 1886 ως το 1918, κανένα άρθρο σχετικά με τη μεταγενέστερη του 1852 περίοδο δεν δημοσιεύτηκε σε επιστημονικό περιοδικό. Ακόμη, το 1914, το index της Modern History School της Οξφόρδης αποκλείει την αγγλική πολιτική ιστορία της περιόδου που ακολουθεί μετά το 1837.
Η σύγχρονέ ιστορία: Ανάμεσα σε γνώση και μνήμη
Ένα ζήτημα το οποίο προκαλεί αγώνες
Τ ο γεγονός ότι η «σύγχρονη ιστορία» υπήρξε, αρχικά, μονοπώλιο των «ερασιτεχνών» ιστορικών εξηγείται από αυτή την αποστροφή των
πανεπιστημιακών για την πρόσφατη ιστορία. Η εξέταση της βιβλιογραφίας των έργων που το 19ο αιώνα χρησιμοποιούν τον όρο «σύγχρονη ιστορία» στον τίτλο τους δείχνει ότι τα περισσότερα από αυτά είναι γενικά έργα, που καταγράφουν γεγονότα ή έχουν ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, που δεν χρησιμοποιούν καθόλου τους κανόνες της επιστημονικής μεθόδου. Το 1864, ο Victor Duruy, παλιός ιστορικός που έγινε υπουργός Παιδείας του Ναπολέοντος Γ', δημοσιεύει μια «σύγχρονη λαϊκή ιστορία της Γαλλίας». Συναντούμε επίσης «σύγχρονες ιστορίες» της Ισπανίας, της Πρωσίας και διαφόρων περιοχών της Γαλλίας.
[ 2 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Αν η πλειονότητα αυτών των βιβλίων δεν έχουν ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις γραπτές δημοσιεύσεις των εκπροσώπων του συντηρητικού στρατοπέδου, οι οποίοι στηρίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος στην ιστορία στην προσπάθειά τους να καταστήσουν αναξιόπιστη την Τρίτη Δημοκρατία. Από πολλές απόψεις, στο τέλος του προπερασμένου αιώνα, η έκφραση «σύγχρονη ιστορία» επιβάλλεται ως λάβαρο πίσω από το οποίο συγκεντρώνονται όλοι οι εχθροί της Δημοκρατίας. Η επιτυχία του έργου του Taine, Les Origines de la France contemporaine (1875-1893), εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από το συντηρητικό του τόνο. Ο θρίαμβος της Δημοκρατίας επέφερε μια σημαντική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού αφήνοντας πολλούς αριστοκράτες άεργους... Για το λόγο αυτόν, όπως υπογραμμίζει ο Charles-Olivier Carbonnel (1976, σ. 236), «αποδεσμευμένοι από την ενεργό υπηρεσία, δραστηριοποιούνται στην ιστοριογραφία, όπως δραστηριοποιούνται στα κινήματα της καθολικής δράσης». Αν προτιμούν τη σύγχρονη ιστορία, είναι γιατί η μελέτη αυτής της περιόδου δεν απαιτεί μεγάλη κλασική κουλτούρα, αλλά και γιατί αντιλαμβάνονται την ιστορική έρευνα ως μέσο πολίτικης δράσης που στοχεύει στην αποκατάσταση του Παλαιού Καθεστώτος, αποδυναμώνοντας την Επανάσταση και τη. Δημοκρατία. Η επιρροή τους στη σύγχρονη ιστορία ενισχύθηκε με τη δημιουργία, το 1864, της Revue des questions historiques και της Εταιρείας Σύγχρονης Ιστορίας (το 1890) που συντονίζουν τις προσπάθειες πολυάριθμων επιστημονικών εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο σύνολο της επικράτειας και που στο εσωτερικό τους το συντηρητικό καθολικό ρεύμα ασκεί καθοριστική επίδραση. Ακόμη και αν δεν ελέγχεται άμεσα από την αριστοκρατία, η Ελεύθερη Σχολή των Πολιτικών Επιστημών, που ιδρύθηκε από τον Emile Boutmy την επομένη του πολέμου του 1870, με την αποτελεσματική υποστήριξη του Taine, ο οποίος ήταν καθηγητής σε αυτή τη Σχολή, αποτελεί έναν ισχυρό χώρο διάδοσης της συντηρητικής άποψης. Αυτός ο ιδιωτικός θεσμός, που έχει βασικό στόχο την εκπαίδευση ανώτατων στελεχών που τα προετοιμάζει για τους διοικητικούς διαγωνισμούς, δημιούργησε από την αρχή πολυάριθμες έδρες σύγχρονης ιστορίας, σε μια στιγμή που δεν υπήρχε καμία στη Σορβόνη.
Σε αυτό το πλαίσιο, καταλαβαίνουμε γιατί οι υπέρμαχοι της Τρίτης ^Δημοκρατίας βρέθηκαν παγιδευμένοι σε σχέση με την ιστορική αντίληψη πδΤΓόΐ i6ror υπερασπίστηκαν για να νομιμοποιήσουν τη δημιουργία ενός σώματος πανεπιστημιακών ιστορικών που πληρώνονταν απ;ό το
[ 3 0 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
κράτος. Το βασικό τους επιχείρημα συνίσταται, πράγματι, στο ότι οι συντηρητικοί ιστορικοί διαδίδουν μια ιστορία που δεν είναι «επιστημονική», γιατί δεν σέβεται τις αρχές της ιστορικής μεθόδου. Στο εξής, στα μάτια τους, όπως είδαμε, αυτή η ιστορική μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο για τη μελέτη της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Η απουσία χρονικής απόστασης δεν επιτρέπει στη σύγχρονη ιστορία να είναι αντικειμενική. Γι’ αυτό έχει αφεθεί στους «ερασιτέχνες». Στο δημοκρατικό στρατόπεδο, αυτή η προοπτική εμφανίζεται πολύ γρήγορα ως ένα είδος παραίτησης από όσα διακυβεύονται γύρω από τη μνήμη που, εξ ορισμού, αναφέρονται στο πιο πρόσφατο παρελθόν και ειδικά, στη γαλλική περίπτωση, στην ερμηνεία της Επανάστασης. Αυτός ο περίεργος καταμερισμός εργασίας ανάμεσα σε πανεπιστημιακούς ιστορικούς ευνοϊκά διακείμενους απέναντι στη Δημοκρατία, αλλά αναδιπλωμένους στην αρχαία και μεσαιωνική ιστορία, και τους «ερασιτέχνες» ιστορικούς, που υποστηρίζουν τα συντηρητικά κόμματα, τα οποία μονοπωλούν τη μελέτη της νεότερης και σύγχρονης περιόδου, δεν μπορούσε να ενθαρ- ρυνθεί από τους ηγέτες της Τρίτης Δημοκρατίας. Αυτοί είχαν υποστηρίξει τις φιλοδοξίες της νέας γενιάς των πανεπιστημιακών ιστορικών όχι μονάχα από αγάπη για την επιστήμη, αλλά και με στόχο την προώθηση μιας εθνικής μνήμης σύμφωνης με τα συμφέροντα του νέου καθεστώτος. Σε αυτή την προοπτική, από τη δεκαετία του 1880, ιδρύθηκαν στη Σορ- βόνη πολυάριθμες έδρες αφιερωμένες στις μετά το Μεσαίωνα περιόδους. Η πρώτη έδρα νεότερης και σύγχρονης ιστορίας δημιουργήθηκε το 1884. Η δεύτερη, επικεντρωμένη στη νεότερη ιστορία, το 1888, και η τρίτη το 1891, αφιερωμένη στη μελέτη της Γαλλικής Επανάστασης. 'Ενα σημείο ωστόσο στο οποίο αξίζει να επιμείνουμε, είναι ότι αρχικά η σύγχρονη ιστορία θεωρήθηκε πριν απ’ όλα ότι θα μπορούσε να αποτελέσει διδακτική ύλη. Οι τρεις νέες έδρες που δημιουργήθηκαν στη Σορβόνη είχαν πρωταρχικό στόχο να διαδώσουν σε ένα ευρύ κοινό μια ευνοϊκή για τη Δημοκρατία άποψη της πρόσφατης περιόδου. Έτσι, οι πρώτοι κάτοχοι αυτών των εδρών (Alfred Rambaud, Ernest Lavisse και Alphonse Aulard) δεν επιλέχτηκαν για τις δεξιότητές τους στον εν λόγω τομέα, αλλά γιατί αποτελούσαν τους mo ένθερμους υποστηρικτές του νέου καθεστώτος. Γενικότερα, ενώ οι διδακτορικές διατριβές που αναφέρονται στη μετά την Επανάσταση περίοδο ήταν ακόμη πολύ σπάνιες, από τη δεκαετία του 1880, τα επίσημα προγράμματα εισάγουν τη σύγχρονη ιστορία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έτσι, τα εγχειρίδια (των οποίων
[ 3 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
η χρήση γενικεύτηκε από το 1882) ακολουθούν την τάση αυτή. Οι καθηγητές της Σορβόνης (κυρίως ο Lavisse και ο Seignobos), που έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην επεξεργασία αυτών των νέων προγραμμάτων, αποκτούν γρήγορα μια ηγεμονική θέση στην αγορά της εκλαΐκευσης της γνώσης. Ως προέκταση αυτής της λογικής της εκλαΐκευσης πρέπει να θεωρήσουμε τα πολύτομα έργα που δημοσιεύονται στο τέλος του 19ου αιώνα, όπως L ’Histoire generate du Vie siecle a nos jours, που διευθύνεται από τους Lavisse και Rambaud (1893-1900), και της οποίας ο δωδέκατος και τελευταίος τόμος επικεντρώνεται στο «σύγχρονο κόσμο». Ο Lavisse επανέρχεται διευθύνοντας μια Histoire de la France contemporaine de la Revolution a 1919, που αριθμεί συνολικά δέκα τόμους. Είναι επίσης στις αρχές του 20ού αιώνα, που ο φιλόσοφος Henri Berr εγκαινιάζει τη συλλογή του «Η εξέλιξη της Ανθρωπότητας», η οποία περιέχει μια σειρά με τον τίτλο: «Προς τον παρόντα χρόνο».
Μια διδακτική ύλη
ν οι νέες έδρες νεότερης και σύγχρονης ιστορίας δημιουργήθηκαν,στην αρχή, κυρίως με σκοπό να ενισχύσουν τη συλλογική δημο
κρατική μνήμη, θα επιτρέψουν επίσης, σιγά σιγά, τη διεύρυνση του αρχικού ορισμού της «ιστορικής μεθόδου» προσαρμόζοντάς τη στις ανάγκες της έρευνας γύρω από τις μετά το Μεσαίωνα περιόδους. Παρόλο που οι πρώτοι κάτοχοι αυτών των εδρών δεν επιδίδονται οι ίδιοι καθόλου στην αρχειακή δουλειά, θα συμβάλουν στην εκπαίδευση φοιτητών, οι οποίοι υποστηρίζουν τις πρώτες ειδικές διδακτορικές διατριβές σχετικά με αυτές τις περιόδους. Και βέβαια πριν απ’ όλα οι διατριβές αυτές αναφέρονται στη νεότερη ιστορία. Νέοι ιστορικοί πολλά υποσχόμενοι, όπως ο Henri Hauser ή ο Lucien Febvre, ασχολούνται με τη νεότερη περίοδο στη διδακτορική τους διατριβή. Η Γαλλική όμως Επανάσταση θα αποτελέσει τότε το γεγονός το οποίο διακυβεύεται στην ιστοριογραφία. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ο εορτασμός των εκατό χρόνων της Επανάστασης θα αποτελέσει ένα αποφασιστικής σημασίας προτρεπτικό γεγονός για την έρευνα. Το δημοκρατικό κάΘεστως^θΟΓεν^οίρρύνει τη δημοσίευση ανέκδοτων τεκμηρίων. Σύλλογοι, ειδικά περιοδικά, συγκροτούνται για να συντονίσουν τις ερευνητικές προσπάθειες. Μέσα σε μερικές δεκαετίες η εμφάνιση πολυάριθμων διδακτορικών διατριβών που εφαρμόζουν τους νέους κανόνες της κριτικής των πηγών επιτρέ
[ 3 2 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
πουν την αποδυνάμωση, ως «μη επιστημονικών», των αρνητικών ερμηνειών που αναπτύσσονται από τους συντηρητικούς ιστορικούς όπως ο Taine. Προκειμένου να αποδυναμωθεί η Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας και να διαδοθούν σε όλες τις χώρες οι αρχές που στηρίζουν την επιστημονική δημοκρατική ιστορία, η νέα γενιά «μεθοδιστών» ιστορικών συγκεντρώνεται στους κόλπους της Εταιρείας Νεότερης Ιστορίας (που δη- μιουργήθηκε το 1898) και του οργάνου της Revue d’Histoire moderne et contemporaine.
Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι μόνο η ιστορία της νεότερης εποχής και της Επανάστασης ενσωματώθηκε, στα τέλη του 19ου αιώνα, στο πεδίο της ιστορίας-επιστήμης. Οι δημοκρατικοί ιστορικοί θεωρούν πράγματι ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στη σύγχρονη περίοδο οι κανόνες της ιστορικής μεθόδου. Για τον Alfred Rambaud (1888), λό- "γδΐΓχάρη, αυτή η τελευταία δεν μπορεί να μελετηθεί αντικειμενικά, επειδή δεν υπάρχει η απαραίτητη απόστασή χρόνου. Στον πρόλογό του της Histoire de la civilisation contemporaine en France, αναρωτιέται: «Πώς να τολμήσουμε να προεικάσουμε τις μελλοντικές εκτιμήσεις σχετικά με την κάθε σχολή; Πώς να παραμείνουμε αμερόληπτοι ανάμεσα στις ανταγωνιστικές σχολές; Πώς να αποφύγουμε τα πάθη και τα συναισθήματα που κυριαρχούν στην γενιά στην οποία ανήκουμε και που αναμφίβολα δεν θα είναι εκείνα των απογόνων μας;». Γι’ αυτόν, τη σύγχρονη ιστορία, επειδή ασχολείται με γεγονότα που βρίσκονται πολύ κοντά μας, δεν μπορούμε να τη διαχωρίσουμε από την πολιτική. Προσθέτει όμως, ότι «και αυτή είναι μια επιστήμη [υπογραμμισμένο στο κείμενο]. Αποτελεί ακόμη μέρος των πειραματικών επιστημών που μπορούν να καταλήξουν σε νόμους». Αυτή η πίστη στη δυνατότητα μιας επιστημονικής πολιτικής, που θα θεωρούσαμε σήμερα απλοϊκή, δηλώνει την επιρροή που άσκησε ο θετικισμός του Auguste Comte (από τον οποίο ο ίδιος ο Jules Ferry επηρεάστηκε πολύ) στους ιδρυτές της Τρίτης Δημοκρατίας. Οι ιστορικοί της επόμενης γενιάς δεν θα υπερασπιστούν αυτή την ουτοπία που φαίνεται επιστημονική. Αλλά συμφωνούν τουλάχιστον και αυτοί με τον Rambaud στην εκτίμηση ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί η ιστορική μέθοδος στη σύγχρονη ιστορία. Ακόμη και ο Charles Seigno- bos, που διδάσκει μετά τα τέλη του 19ου αιώνα στη Σορβόνη, δηλώνει στον πρόλογο του έργου του για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ευρώπης (1897) ότι ο όγκος των διαθέσιμων τεκμηρίων καθιστά αδύνατη την εφαρμογή της κριτικής των πηγών, όπως αυτή ασκείται για τις προη
3 [ 3 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
γούμενες εποχές. Προσθέτει: «Η ζωή ενός ανθρώπου δεν θα αρκούσε ^δενΤέω να μελετήσει και να ασκήσει κριτική- αλλά να διαβάσει όλα τα τεκμήρια, ακόμη και ενός μονάχα ευρωπαϊκού κράτους. Είναι λοιπόν πρακτικά αδύνατον να γραφεί μια σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης σύμφωνη με τις αρχές της κριτικής». Γι’ αυτό, ολόκληρο το βιβλίο του στηρίζεται σε δευτερογενή τεκμήρια και δεν περιλαμβάνει σχεδόν καμιά υποσημείωση. Βλέπουμε όμως αμέσως την αντίρρηση που μπορεί κανείς να προβάλει σε αυτή τη σκέψη. Αν ο ιστορικός αδυνατεί να εφαρμόσει την επιστημονική του μέθοδο στη σύγχρονη ιστορία, ποιο επιχείρημα μπορεί να προβάλει για να δείξει ότι προσεγγίζει αυτή την περίοδο ως «επιστήμονας» και όχι ως «ερασιτέχνης»; Ο Charles Seignobos δεν μπορεί τουλάχιστον να αποφύγει τη συζήτηση γύρω από αυτό το σημείο, στο οποίο ο ίδιος άσκησε δριμεία κριτική μερικά χρόνια νωρίτερα, σχετικά με τους «εκλαϊκευτές» που εμφορούνται, σύμφωνα με αυτόν, από κατώτερες εμπορικές εκτιμήσεις, που τους ωθούν να απαλλαγούν από την κριτική των πηγών, γιατί αυτή τους κάνει να «χάνουν χρόνο» και μειώνει «την ποσότητα των υλικών» που μπορούν να διαθέτουν στους εκδότες (1901, σ. 31). Στην ερώτηση αυτή απαντά δηλώνοντας ότι το έργο του δεν στοχεύει στην παραγωγή νέων γεγονότων, αλλά νέων ερμηνειών, με βάση γνωστά γεγονότα. Θεωρ'ώντας ότι η σύγχρονη ιστορία είναι ουσιαστικά μια πολιτική ιστορία, εκτιμά ότι η κριτική των πηγών δεν είναι απαραίτητη, γιατί η πολιτική ιστορία βασίζεται κυρίως σε επίσημα τεκμήρια των οποίων την αυθεντικότητα δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να αμφισβητήσουμε. Περισσότερο και από την κριτική των τεκμηρίων, είναι η ικανότητα επεξεργασίας ερμηνειών ή πειστικών εξηγήσεων που καθορίζει τη δεξιότητα του ιστορικού ο οποίος ασχολείται με τη σύγχρονη ιστορία. Στη συνέχεια των σκέψεών του σχετικά με το θέμα, ο Seignobos θα εγκαταλείψει το καθαρά επιστημονικό έδαφος για να εξετάσει, και αυτός, τη σύγχρονη ιστορία πριν απ’ όλα από την άποψη της διδασκαλίας. Με τον τρόπο αυτόν εξηγεί λοιπόν τον προνομιακό χώρο που παραχωρεί στην ιστορία των γεγονότων, δηλώνοντας ότι αυτή αποτελεί το καλύτερο παιδαγωγικό στήριγμα που μπορεί να βρει ο καθηγητής για να μεταδώσει στους μαθητές τα σχετικά με το παρελθόν αφηρημένα δεδομένα (1907, σ. 111).
[ 34 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
Οι νέες προσεγγίσεις της συγχρονίας
Το βλέμμα των φιλοσόφων
Ηεξέχουσα θέση την οποία κατέχουν οι «μεθοδιστές» ιστορικοί κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών της Τρίτης Δημοκρατίας επιτείνει τους ανταγωνισμούς, ακόμη και στο εσωτερικό του δημοκρατικού
στρατοπέδου, ανάμεσα στους εκπροσώπους των κύριων πανεπιστημιακών κλάδων. Όσοι θεωρούν ότι αδικήθηκαν, προσπαθούν να αποδυναμώσουν την ιστορία εκμεταλλευόμενοι τις αντιφάσεις που αναφέραμε. Η άρνηση θεώρησής της σύγχρονης ιστορίας ως ξεχωριστού τομέα της επιστημονικής έρευνας προκαλεί το σαρκασμό εκείνων που ρωτούν ποιο είναι το ενδιαφέρον μιας «επιστήμης» που προτείνει ως μόνο στόχο τη συγκέντρωση γνώσεων σχετικά με τις παλαιότερες περιόδους της ιστορίας μας. Εναντίον αυτής της παραίτησης απέναντι στο παρόν αντιδρά ο Benedetto Croce (1915, σ. 13). Δεδομένου ότι, σύμφωνα με αυτόν, «το παρελθόν, χάρη στο παρόν, ξαναγίνεται παρόν», η^στορία οφείλει απαραίτητα να συμβιώνει με τη ζωή. Χωρίς ενασχόληση με τον «παρόντα χρδνο», η ιστορία ξαναγίνεται ένα απλό_^χρονικό»^Οι «μεθοδιστές» όμως ιστορικοί ασχολούνται και με το αντικείμενο κριτικής που καταγγέλλουν, τους ισχυρισμούς τους δηλαδή για επιστημονικότητα. Για παράδειγμα, στις Considerations intempestiv&, o Νίτσε δήλώνει ότι «η υπερβολική παραγωγή ιστορικών μελετών αποδυνάμωσε τη δύναμη της ζωής» και ζητά από την ιστορία να δώσει μαθήματα μεγαλείου και κίνητρα εξέγερσης. Όλες αυτές τις αμφισβητήσεις εκμεταλλεύονται, στη Γαλλία, οι φιλόσοφοι, που, όπως ο Alfred Fouillee, προσπαθούν να ξαναδώσουν στη φιλοσοφία την πρώτη θέση στο πανεπιστήμιο. Εκτιμώντας ότι η ιστορική μέθοδος αποτελεί «το μεγαλύτερο διανοητικό λάθος του 19ου αιώνα», ζητά στο εξής η φιλοσοφία να αντικαταστήσει την ιστορία ως βάση της σύγχρονης εκπαίδευσης, γιατί μόνο η φιλοσοφία είναι ικανή, στη χώρα του Καρτέσιου, να προσφέρει έναν «ηθικό οδηγό» στο γαλλικό λαό. Οι λογοτέχνες δεν υπολείπονται και η «δημοκρατία των γραμμάτων» ορθώνεται εναντίον της «δημοκρατίας των καθηγητών» για να απορριφθούν οι ισχυρισμοί όσων εκτιμούν ότι η ιστορική κριτική πρέπει να εφαρμοστεί και στη μελέτη λογοτεχνικών κειμένων.
[ 3 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Κληρονομιά, θεσμός, παράδοση: Τρεις τρόποι πρόσληψης του παρελθόντος στο παρόν
Η ιδέα ότι δεν υπάρχει ριζική διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν συναντά μια ολοένα μεγαλύτερη απήχηση στα τέλη του 19ου
αιώνα, προκαλώντας πολύ αντιτιθέμενες σκέψεις γύρω από τη «συγχρονία». Οι πλέον επεξεργασμένες αναλύσεις αναπτύσσονται από τον κοινωνιολόγο Emile Durkheim και τους μαθητές του. Στην περίφημη αντιπαράθεσή του με τον Seignobos, ένας από αυτούς, ο Fran$ois Simiand (1903), ασκεί κριτική στην «εμπειρική» αντίληψη του χρόνου που υπερασπίζεται η πλειονότητα των ιστορικών. Οι ιστορικοί αυτοί θεωρούν ότι ο χρόνος είναι μια πραγματικότητα που επιβάλλεται στον ερευνητή. Γι’ αυτό, σύμφωνα με αυτούς, ο χρόνος πρέπει απαραίτητα να ακολουθήσει το «νήμα του καιρού». Εξού η σημασία που αποδίδεται στη χρονολογία και στην καταγωγή των υπό μελέτη φαινομένων. Για τον Francois Simiand, αυτή η «εμπειρική» προκατάληψη εμποδίζει τους ιστορικούς να δουν ότι η «χρονική απόσταση» δεν αποτελεί από μόνη της την εγγύηση της αντικειμενικότητας της ιστορίας. Ό,τι και αν κάνει, προσθέτει ο Simiand, ο ιστορικός εξαρτάται πάντα απο την εποχή του, γιατί-γρά- φει πάντα στο παρόν. Μόνο όταν συνειδητοποιήσει το γεγονός αυτό μπορεί να ελπίζει σε έναν έλεγχο της σχέσης του με την ιστορία μέσω της επεξεργασίας μιας σειράς ερωτημάτων, τα οποία θα μπορεί να θέσει στις πηγές του. Σε αυτή την προοπτική, ο χρόνος δεν αποτελεί πια ένα «δεδομένο» απέναντι στο οποίο πρέπει να υποκλιθεί ο ερευνητής, αλλά μια απλή μεταβλητή. Κατά συνέπεια, ένας ιστορικός μπορεί τέλεια να οικοδομήσει τις χρονικές περιόδους που έχει ανάγκη σε σχέση με τους στο; χους που ακολουθεί στην έρευνά του. Είναι λοιπόν εντελώς δυνατόν να ξεκινήσει κανείς από το παρόν και να προχωρήσει στο παρελθόν για να φωτίσει τη γένεση ενός φαινομένου. Παρόμοια, επειδή είναι ο ιστορικός που οικοδομεί το παρελθόν μέσω των ερωτημάτων που του θέτει, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να συμβουλευτεί το σύνολο των αρχείων μίας δεδομένης περιόδου για την παραγωγή επιστημονικού έργου. Μόνο τα τεκμήρια των οποίων η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη σύλληψη τού υπό μελέτη προβλήματος πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Σε αυτή την προοπτική, η μελέτη ίου πρόσφατου παρελθόντος μπορεί να είναι επίσης αντικειμενική όπως αυτή των πλέον παλιών περιόδων, με την προϋπόθεση ότι απαντά σε ερωτήματα που επεξεργάζονται οι ίδιοι οι ερεν-
[ 3 6 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
νητές,_ σε σχέση με την παρούσα κατάσταση της επιστήμης τους, και όχι αυτή ή εκείνη η κοινωνική ομάδα ή το πολιτικό κόμμα. Οι κοινωνιολόγοι όμως που συμφωνούν με τον Durkheim θεωρούν ότι η πραγματική επιστημονική αντικειμενικότητα δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο αν ο'ίστδρίΓ κός του σύγχρονου κόσμου κατορθώσει να υπερβεί την ανάλυση μίας συγκεκριμένης περίπτωσης και να εξαγάγει σταθερές, ακόμη και νόμους, που υπερβαίνουν τις διαφορές του πλαισίου και της εποχής. Εξού η σημασία που αποδίδουν στις στατιστικές τεχνικές. Ο ίδιος τύπος συλλογισμού, οδηγεί στη Γερμανία τον Max Weber να προτιμήσει τη συγκριτική μέθοδο στην κοινωνιολογία.
Για τους κοινωνιολόγους πού συμφωνούν με τον Durkheim, αν η ιστορία γράφεται πάντα στο παρόν, αντίστροφα, το «παρόν» δεν αποτελεί, κατά ένα μεγάλο μέρος, παρά το παρελθόν που ενσωματώθηκε στα γραπτά, τους θεσμούς, τα κτίρια κ.λπ. Και όλες αυτές οι «κληρονομιές» καθορίζουν αποφασιστικά, χωρίς να το γνωρίζουμε, τις σκέψεις μας και τις πράξεις μας. Για παράδειγμα, η γλώσσα που χρησιμοποιούμε σήμερα δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του χρόνου από τις γενιές που προηγήθηκαν και είμαστε σε μεγάλο βαθμό «δέσμιοι» αυτής της κληρονομιάς. Όσοι συμφωνούν με τον Durkheim εφάρμοσαν αυτή την άποψη σε εμπειρικές έρευνες σχετικά με τη γένεση των θεσμών και των νοητι- κών κατηγοριών της εποχής τους. Ωστόσο, με την ιδέα ότι το παρελθόν καθορίζει το παρόν συμφωνεί, στη στροφή του 19ου αιώνα, ένας μεγάλος αριθμός συγγραφέων. Εκείνο που διακρίνει τους συγγραφείς αυτούς, είναι τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν για να εξηγήσουν αυτόν τον ιστορικό καθορισμό. Ενώ οι οπαδοί του Durkheim (που ανήκουν στην πανεπιστημιακή αριστερά) εκτιμούν ότι οι θεσμοί (κατά κύριο λόγο το κράτος) παίζουν τον ουσιαστικό ρόλο στη μεταβίβαση του παρελθόντος στο παρόνΑ οι:£ΐΰ®βητικβί δίνουνρονομιά, βασιζόμενοι στις εργασίες που οι ανθρωπολόγοι και οι ψυχο- λόγοι αφιέρωσαν σε αυτό το ζήτημα. Σύμφωνα με αυτούς, επειδή οι εγκληματίες κληρονόμησαν από τους γονείς τους γενετικά μειονεκτήματα δεν μπορούν να διαφύγουν από τη μοίρα τους. Κατ’ επέκταση, επικαλούνται τους βιολογικούς παράγοντες για να «εξηγήσουν» τα χαρακτηριστικά των «φυλών» ή των «λαών». Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους, βρίσκονται οι μετριοπαθείς δημοκράτες διανοητές, όπως ο Ernest Renan, οι οποίοι θεωρούν ότι οι πολιτιστικές παραδόσεις που μεταδίδονται από τους γονείς στα παιδιά, από γενιά σε γενιά, μπορούν να εξηγή-
[ 3 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
σουν τη θέση που κατέχει το παρελθόν στον κόσμο των ζωντανών. Αυτή η τελευταία προοπτική προϋποθέτει μια οικογενειακή σταθερότητα και ένα ρίζωμα του πληθυσμού. Εξού η σημασία που οι οπαδοί της αποδίδουν στον αγροτικό κόσμο. Ο ιδρυτής της πανεπιστημιακής γεωγραφίας, Paul Vidal de la Blache, ανήκει σε αυτό το τρίτο ρεύμα. Στο περίφημο του Tableau geographique de la France (1903), πρώτο τόμο της L ’ Histoire de France που διηύθυνε o Ernest Lavisse, επιχειρεί να εντοπίσει στο χώρο την κληρονομιά του παρελθόντος. Ξεκινώντας από την ιδέα ότι «η ιστορία ενσωματώθηκε στο έδαφος της Γαλλίας», δείχνει πώς τα τοπία διατήρησαν τα ίχνη που αποδεικνύουν την παλαιότητα του ριζώματος του γαλλικού λαού, ρίζωμα που θεμελιώνει, κατά τη γνώμη του, «τη γαλλική ταυτότητα». Οι αναλύσεις που ο πατέρας ιδρυτής της γαλλικής πολιτικής επιστήμης, Andre Siegfried (1911), αναπτύσσει στο Tableau politique de la France de VOuest τοποθετούνται στην προέκταση του Vidal de la Blache. O Siegfried δεν μένει ικανοποιημένος από τη συ- σχέτιση ανάμεσα στη διαφορετικότητα της εκλογικής συμπεριφοράς των κατοίκων και τη διαφορετικότητα των τοπικών παραδόσεων και εθίμων. Προσπαθεί να εξηγήσει αυτές τις διαφορές προβάλλοντας, ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα, την υπόθεση ότι η σταθερότητα και το ρίζωμα του αγροτικού πληθυσμού επέτρεψαν την αναπαραγωγή, από γενιά σε γενιά, των εθνικών ιδιαιτεροτήτων των ομάδων που σταθεροποιήθηκαν το Μεσαίωνα (κυρίως των Νορμανδών).
Στα επόμενα κεφάλαια θα δούμε πώς οι ιστορικοί χρησιμοποιούν αυτές τις διαφορετικές υποθέσεις σχετικά με τη «συγχρονία» του παρελθόντος. Ας σημειώσουμε προς το παρόν ότι όλοι αυτοί που επιμένουν στην ιδέα ότι το παρελθόν καθορίζει το παρόν (ή ότι «το νεκρό κυριεύει το ζωντανό», σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του ψυχολόγου Theodore Ribot), προσάπτουν επίσης στους «μεθοδιστές» ιστορικούς ότι αντίτ λαμβάνονται τις κοινωνικές σχέσεις ως «συμβάσεις» ανάμεσα σε εντελώς ελεύθερους για τις κινήσεις τους και συνειδητοποιημένους για τις πράξεις τούς πρωταγωνιστές. Η κριτική αναπτύσσεται εδώ σε δύο κατευθύνσεις που πρέπει να διακρίνουμε. Η πρώτη αφορά το ζήτημα του ντετερμινισμού στην ιστορία. Στο ζεύγος ελευθερία/συνείδηση που εφαρ- ■μόζεΐ-η. πλειονότητα των ιστορικών, αντιπαρατίθεται ολοένα και περισ
σότερο το ζεύγος ντετερμινισμός/ασυνείδητο:.Υπολανθάνοντες παράγο- ( λ ντες, «βαθιές, δυνάμεις», καθορίζουν τις ενέργειες των ανθρώπων, χωρίς
να το συνειδητοποιούν. Εδώ ακόμη, οι πολιτικές διαιρέσεις εξηγούν το
[ 3 8 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
γεγονός ότι οι οπαδοί του ιστορικού ντετερμινισμού μπορούν να τον υποστηρίξουν με πολύ διαφορετικά επιχειρήματα. Για τους προοδευτι- > \ κούς, οι οικονομικές υποδομές (μαρξιστική, εξήγηση) ή οι κοινωνικοί Γ ί em por (£>trrktrerm) κ,άθορίζουν τη δραστηριότητα των ατόμων. ΟΓμέ-~ J τ§1ΰπαθ£ίς δημοκράτες όπως ο Vidal de la Blache ή o Andre Siegfried επικαλούνται, από τη μεριά τους, ένα συλλογικό ασυνείδητο που πηγά- ζει από το βάθος των εποχών, ενώ οι συντηρητικοί εκτιμούν ότι τα άτό^~γ· / μα παραμένουν σε όλη τους τη ζωή εξαρτημένα από βιολογικούς κατα- J ναγκασμούς, γενετικής φύσης. Η δεύτερη κριτική που όλοι αυτοί οι δια- νοητές απευθύνουν στους μεθοδιστές ιστορικούς αφορά την υπερβολική θέση που αυτοί οι τελευταίοι αποδίδουν στα άτομα,. Ο ιστορικός ντετεφ- ^ μινισμός συμβαδίζει, πράγματι, με την ιδέα ότι οι σνλλογικέε δυνάαεις (και όχι τα πρόσωπα) παίζουν τον ουσιαστικό ρόλο στην ιστορία<ίΟι συ-) ντηρητικοί προβάλλουν τις «φυλές» ή τα «έθνη», ενώ οι προοδευτικοί προτιμούν τις τάξεις (βλ. Μαρξ) ή τις κοινωνικές ομάδες (βλ. Durkheim).
Πέρα από τις διαφορές τους, όλες αυτές οι νέες προσεγγίσεις της «συγχρονίας» έχουν κοινό σημείο το ότι αναθέτουν μια νέα αποστολή στον ιστορικό που ασχολείται με τη σύγχρονη ιστορία. Φωτίζοντας όλα τα «συμπτώματα» του παρελθόντος που βαραίνουν στον κόσμο των ζωντανών, μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να ελέγξουν περισσότερο το παρόν τους. Το καθήκον του ιστορικού γίνεται, έτσι, συγκρίσιμο με εκείνο του ψυχαναλυτή.
\
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΧΡΟΝΟΥ»
Η σύγχρονη ιστορία ως νέος τομέας της πανεπιστημιακής ιστορικής έρευνας
Αυτές οι νέες απόψεις δεν θα επηρεάσουν αρχικά πολύ τους ιστορικούς. Η σύγχρονη ιστορία θα αναπτυχθεί στις επόμενες δεκαετίες, ακολουθώντας τους δρόμους που προηγουμένως είχε χαρά
ξει η έρευνα γύρω από τις άλλες περιόδους. Οι διάδοχοι του Charles Seignobos θα δείξουν ότι, αντίθετα με ό,τι αυτός σκεφτόταν, οι αρχές της ιστορικής μεθόδου μπορούν κάλλιστα να εφαρμοστούν στη σύγχρο-
[ 3 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
νη εποχή, ότι η αφθονία γραπτών τεκμηρίων δεν παρεμποδίζει καθόλου την πραγματοποίηση εργασιών που να βασίζονται σε «πρωτογενές υλικό» και ότι η κριτική των πηγών, ακόμη και αν χρειάζεται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις τής υπό μελέτη περιόδου, είναι πάντα απαραίτητη. Βοηθούντος του χρόνου, ο 19ος αιώνας, κατόπιν οι αρχές του 20ού αιώνα, θα μπορέσουν να γίνουν κατανοητοί με τα συνηθισμένα εργαλεία του ιστορικού, που επιτρέπουν τον ορισμό της σύγχρονης ιστορίας ως «περιόδου» αυστηρά καθορισμένης, που διαθέτει τους ειδικούς της, τα περιοδικά της, τις δικές της δημοσιεύσεις. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, αυτές οι θεσμικές μεταβολές έχουν σημαντικές συνέπειες στον τρόπο γραφής της ιστορίας. Όπως υπογραμμίζει ο Louis Halphen (1914, σ. 167) μιλώντας για τους ιστορικούς της νεότερης εποχής, αλλά η διαπίστωση ισχύει και για όσους ασχολούνται με τη σύγχρονη ιστορία: «Τα βιβλία τους άλλαξαν όψη: Η κριτική εισέβαλε σε αυτά και τις παλιές υποσημειώσεις που δεν περιελάμβαναν παρά συνοπτικές αναφορές σε μερικές δέσμες χαρτιών των αρχείων ή σε μερικά αποσπάσματα αναμνήσεων, υποκατέστησαν υποσημειώσεις πλήρεις νοήματος». Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, κατ’ αρχάς η Γαλλική Επανάσταση, χάρη σε πολυάριθμες διδακτορικές διατριβές που πραγματοποιούν οι μαθητές του Alphonse Aulard, κατόπιν η ιστορία των διεθνών σχέσεων, χάρη στον Pierre Renouvin και τους φοιτητές του, θα αποτελέσουν τους πρώτους χώρους πειραματισμού της πανεπιστημιακής έρευνας γύρω από τη σύγχρονη Γαλλία. Για να δώσουμε μια ιδέα της έκτασης των ανατροπών που προκάλεσε αυτή η διαδικασία ιδιοποίησης της πρόσφατης ιστορίας, που προηγουμένως μονοπωλούσαν οι ερασιτέχνες της ιστορίας, μπορούμε να συγκρίνουμε to περιεχόμενο των έργων γύρω από αυτή την περίοδο, που δημοσιεύτηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, με εκείνα που κυκλοφόρησαν τριάντα χρόνια αργότερα. Τα βιβλία του Rambaud και του Seignobos σχετικά με τη σύγχρονη Γαλλία και την Ευρώπη περιορίζονταν, όπως είδαμε, σε γενικού χαρακτήρα θεωρήσεις. Πρακτικά δεν στηρίζονταν σε ειδικές μελέτες (άρθρα και διατριβές), για τον απλό λόγο ότι αυτές ήταν ακόμη πολύ σπάνιες. Όταν εξετάζουμε τα εγχειρίδια της συλλογής «Κλειώ», που δημοσιεύτηκαν από τη δεκαετία του 1930 και μετά, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για αληθινές συνθέσεις που συγκεντρώνουν παλαιότερες επεξεργασμένες επιστημονικές γνώσεις τις οποίες επεξεργάστηκαν οι ιστορικοί στις έρευνές τους με βάση «πρωτογενές υλικό». Το κεφάλαιο με τον τίτλο «Κατάσταση του ζητήματος» επι
[ 4 0 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
τρέπει στους συγγραφείς να ανακεφαλαιώσουν την πρόοδο των εργασιών.
Όταν μια πλευρά της σύγχρονης ιστορίας δεν έχει αποτελέσει αντι- κείμενο μιας διδακτορικής διατριβής ή μιας λεπτομερούς πανεπιστήμια- y κής έρευνας, οι συγγραφείς θεωρούν ότι πρόκειται για έναν τομέα του j παρελθόντος που δξν άνα^οικόμη...π^αγματ«44 γνωστός. Για παράδειγμα, στον πρόλογο του τόμου που αφιερώνεται στην ένοπλη ειρήνη και το μεγάλο πόλεμο (1871-1919), που δημοσιεύτηκε το 1939, ο Pierre Renouvin (στο G. Hardy, 1939) υπογραμμίζει ότι οι επιρροές που καθορίζουν την εξωτερική πολιτική των κρατών «μελετιόνται σπάνια με “ιστορικό” τρόπο, θέλω να πω, διατηρώντας μια στενή σχέση με τα γεγονότα και τα τεκμήρια». Η φράση αυτή είναι ενδεικτική, γιατί δείχνει ότι στο εξής μια γνώση θεωρείται «ιστορική» στο βαθμό που αποτελεί αντικείμενο μελέτης από τον ιστορικό. Στον ίδιο αυτόν πρόλογο και ο Renouvin επιμένει, ακολουθώντας τα βήματα του Seignobos, στο ζήτημα των ιδιαίτερων δυσκολιών που συναντά ο ιστορικός του σύγχρονου κόσμου, στο γεγονός ότι «το υλικό των τεκμηρίων τον ξεπερνά και τον συνθλίβει». Αλλά ενώ ο Seignobos θεωρούσε ότι η πληθώρα των αρχείων καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την εφαρμογή της «ιστορικής μεθόδου» στη σύγχρονη ιστορία, ο Renouvin επιχειρεί να αποδείξει το αντίθετο. Αν η έρευνα που αφορά αυτή την περίοδο είναι ακόμη εμβρυώδης, αυτό συμβαίνει επειδή «σε πολλούς τομείς η δουλειά της ιστορικής κριτικής μόλις που σκιαγ^αφείται και οι ερμηνείες κυριαρχούνται συχνά από μαχητικά ή εθνικά πάθη». Και για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, προσθέτει λίγο μετά: «Οι συνθέσεις δεν είναι δυνατές παρά σε σχέση με ζητήματα που αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο σοβαρών εργασιών, στο εθνικό πλαίσιο: η προϋπόθεση αυτή συχνά δεν υπάρχει. Περιπλανώμενοι, χωρίς ικανοποιητικό υλικό τεκμηρίων, σε αυτές τις έρευνες συγκριτικής ιστορίας ή στη μελέτη των ιδεών, μπορούμε να γράψουμε ένα ενδιαφέρον “δοκίμιο” με τη μορφή πρώτων υποθέσεων και υποδείξεων με σκοπό την παραγωγή νέων εργασιών. Κινδυνεύουμε όμως να βγούμε από τον ιστορικό τομέα και να καταλήξουμε σε πρόωρες γενικεύσεις. Οι συσχετίσεις τις οποίες μπορούμε να κάνουμε ανάμεσα στα πολιτικά καθεστώτα απαιτούν, από τη στιγμή που μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από απλές και επιφανειακές διαπιστώσεις, μια εκτεταμένη εμπειρία, μια οικεία γνώση ξένων χώρων που είναι πολύ δύσκολο να αποκτήσουμε»(σ. 56).
[ 4 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η συμβολή των Annales
Χάρη στα Annales, που δημιουργήθηκαν από τον Lucien Febvre και τον Marc Bloch το 1929, οι νέες προοπτικές γύρω από τη «συγχρονία», οι οποίες αναπτύσσονται από τους φιλοσόφους και τους κοινωνιο
λόγους στις αρχές του 20ού αιώνα, θα επιτρέψουν την προοδευτική ανανέωση της έρευνας για τη σύγχρονη ιστορία. Στην Apologie pour Γ histoire, λόγου χάρη, ο Marc Bloch (1949, σ. 89 κ.επ.) αμφισβητεί την ιδέα ότι η ιστορία είναι «η επιστήμη του παρελθόντος», υπογραμμίζοντας ότι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν δεν υπάρχει ριζική ρήξη γιατί «στο απεριόριστο της διάρκειας, το παρόν είναι πάντα ήδη παρελθόν». Επικαλούμενος τον παλιό καθηγητή του στο Λύκειο που δήλωνε ότι «μετά το 1830 δεν πρόκειται πια για ιστορία», διαπιστώνει ότι αυτό το είδος σκέψης συναντάται ακόμη συχνά στους ιστορικούς της εποχής του: Η μελέτη του 1914 ή του 1940, είναι, για πολλούς, «δημοσιογραφία». Για τον Marc Bloch, αυτή η προκατάληψη εξηγείται από το γεγονός ότι, αυθόρμητα, «στη μακρά διάρκεια του χρόνου, πιστεύουμε ότι μπορούμε να απομονώσουμε μια φάση μικρής έκτασης [...] που χαρακτηρίζεται, σε σχέση με μας, από ένα πολύ έντονο στοιχείο “συγχρονίας”», γιατί αντα- ποκρίνεται σε μια περίοδο που δεν παρουσιάζει σημαντική διαφορά από τον κόσμο μας. Ο Marc Bloch θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι τη μελέτη του παρόντος, εξαιτίας αυτής της προκατάληψης, αναλαμβάνουν άλλες επιστήμες και όχι η ιστορία γιατί, γι’ αυτόν, η άγνοια του παρελθόντος δεν επιτρέπει την κατανόηση του παρόντος. Και αντίστροφα, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το παρελθόν αν δεν γνωρίζουμε τίποτε από το παρόν. Αυτή η αντίληψη του χρόνου αποτελεί τη γνησιότητα των Annales σε σχέση με τα άλλα ιστορικά περιοδικά αυτής της εποχής. Το ενδιαφέρον τους για το παρόν οδηγεί τον Lucien Febvre και τον Marc Bloch να ενσωματώσουν στη συντακτική επιτροπή ειδικούς από άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες (όπως τον κοινωνιολόγο Maurice Halbwachs ή τον πολιτικό επιστήμονα Andre Siegfried) και να δημοσιεύσουν έναν πολύ μεγάλο αριθμό άρθρων που αναφέρονται σε ζητήματα της επικαιρότητας.
Άλλωστε, επειδή είναι πεισμένοι ότι η απόσταση του χρόνου δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την αντικειμενικότητα της ιστορικής έρευνας, οι ιδρυτές των Annales ορίζουν την επιστήμη τους ως «ιστορία-πρόβλημα». Η αντικειμενικότητα στις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν κρίνεται σε σχέση με το χρόνο, αλλά σε συνάρτηση με τα ερωτήματα που απευθύνουμε
[ 4 2 ]
\ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
στις πηγές. Η πλειονότητα των ατόμων που μελετούν το παρελθό ψάξουν στην ιστορία στοιχεία που επιτρέπουν την ενίσχυση της συ..,^ γικής μνήμης των ομάδων στις οποίες ανήκουν (οικογένεια, κοινωνική τάξη, έθνος κ.λπ.), την καταγγελία των εχθρών τους ή την αποκατάσταση των οικείων τους. IV αυτόν το λόγο το διάβημά τους είναι «υποκειμενικό». Ασψαλώς, είναι προφανές ότι όσο πιο πρόσφατο είναι το παρελθόν, τόσο περισσότερο η ιστορία αποτελεί ένα ζήτημα γύρω από το οποίο διακυβεύονται οι αγώνες των ανθρώπων της εποχής. Γνωρίζουμε όμως ότι η αρχαία ή μεσαιωνική ιστορία μπορεί, και αυτή, να αποτελέσει αντικείμενο μαχητικών αναγνώσεων, σε συνάρτηση με τις πολιτικές μέριμνες της στιγμής (αυτό που έδειχναν πρόσφατα ακόμη οι συζητήσεις γύρω από τον εορτασμό του Clovis). Για το λόγο αυτόν, ο ιστορικός δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα φτάσει την αντικειμενικότητα παρά μόνο αν κρατά σε απόσταση όλα αυτά τα βλέμματα που ενδιαφέρονται για το παρελθόν, αντιπαραβάλλοντάς τους ερωτήματα που έχουν σχέση με τις απαιτήσεις της επιστήμης της εποχής του και που υπολανθάνουν στην έγνοια κατανόησης και εξήγησης του παρελθόντος. Αυτή η «ιστορία- πρόβλημα» είναι ακόμη πιο απαραίτητη στη σύγχρονη ιστορία όσο, όπως υπογράμμισε ο Philippe Aries, «οι σύγχρονοί μας αισθάνονται λι- γότερο την ανάγκη να εξηγήσουν μέσω της ιστορίας τη συνείδηση του καιρού τους: Αυτή τους δίνεται απλοϊκά» (1954, σ. 233). Μόνο με την υιοθέτηση μιας κριτικής απόστασης απέναντι στη «συνείδηση του καιρού μας» μπορούμε να αποφύγουμε την επίδραση της συλλογικής μνήμης. Θα επανέλθω σε αυτό το πρόβλημα στο τελευταίο κεφάλαιο. Ας συγκροτήσουμε απλώς προς το παρόν o t l αυτή η «ιστορία-πρόβλημα» θα επιτρέψει στους ιστορικούς των Annales την ανάπτυξη μελετών σχετικά με τη «μακρά διάρκεια». Ο Marc Bloch θα δώσει ένα παράδειγμα στις έρευνές του σχετικά με τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά της γαλλικής αγροτικής ιστορίας. Στηριζόμενος ταυτόχρονα στην κοινωνιολογία του Durkheim και τη γεωγραφία του Vidal, περιγράφει τη διαφορετικότητα των μορφών ιδιοκτησίας στη Γαλλία της δεκαετίας του 1930 (μεγάλες εκτάσεις της παρισινής Λεκάνης, δάση της δυτικής Γαλλίας κ.λπ.), και τη φωτίζει μέσα από μια αναγωγική έρευνα που φτάνει μέχρι το Μεσαίωνα. Στις επόμενες δεκαετίες, η οικονομική και κοινωνική κυρίως ιστορία θα εφαρμόσει τη «μακρά διάρκεια». Δεν επιμένω πάνω σε αυτό προς το παρόν, επειδή ένα ολόκληρο κεφάλαιο του παρόντος έργου είναι αφιερωμένο σε αυτό το ζήτημα.
[4 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Τι είναι η ιστορία του «παρόντος χρόνου»;
Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι παρ’ όλη την ανανέωση προοπτικής, το ρεύμα των Annales δεν πέτυχε να επιλύσει εντελώς το δίλημμα της «συγχρονίας» της ιστορίας. Οι γενιές που θα διαδεχτούν
τον Lucien Febvre και τον Marc Bloch θα δείξουν ολοένα και μικρότερο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη ιστορία, για να εστιάσουν την προσοχή τους στη νεότερη ιστορία. Έτσι, δεν θα αναπτύξουν την προβληματική των σχέσεων ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη. Συγχρόνως, πολλαπλασιάζοντας τις έρευνες που στηρίζονται στη χρήση της «κλασικής» ιστορικής μεθόδου, οι ιστορικοί της επαναστατικής και μετεπαναστατι- κής περιόδου θα καταστήσουν «κοινότοπη» την έκφραση «σύγχρονη ιστορία». Σε τέτοιο σημείο που αυτή θα γίνει, μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας συνήθης όρος που ορίζει την περίοδο που εκτείνεται από το 1789 μέχρι τις μέρες μας. Κοινοτοπία που εξηγείται καί από το γεγονός ότι με τον καιρό, το αφετηριακό σημείο και οι πρώτες έρευνες αυτής της «σύγχρονης» εποχής θα απομακρυνθούν προοδευτικά από το παρόν του ιστορικού. Έτσι, η πλειονότητα από αυτούς μπορούν να τις θεωρήσουν πραγματικά «ιστορικές».
Τα ερωτήματα όμως σχετικά με το «σύγχρονο χαρακτήρα» της ιστορίας θα αναδυθούν την επομένη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τη στιγμή που οι δημόσιες αρχές κάνουν εκ νέου έκκληση στους ιστορικούς προ- κειμένου να κατανοηθούν οι λόγοι της βαρβαρότητας που ο κόσμος είχε γνωρίσει και να αποδοθούν οι ευθύνες. Στη Γαλλία, από αυτή τη μέριμνα εξηγείται η δημιουργία της Επιτροπής της Ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που το 1980, θα αποτελέσει το Ινστιτούτο Ιστορίας του Παρόντος Χρόνου. Στη Γερμανία, από τη θέληση κατανόησης των αιτιών του ναζισμού, του πολέμου και της διαίρεσης της χώρας εξηγείται η εμφάνιση της Zeitsgeschichte που αναπτύσσεται στα νέα πανεπιστημιακά ινστιτούτα τα οποία φέρουν το ίδιο όνομα. Στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες μια παρόμοια εξέλιξη επιφέρει την ανάδυση, στους κόλπους αυτής που ως τότε ονομαζόταν modern history, ενός ρεύματος ιστορικών ερευνών που επικεντρώνεται στην πιο πρόσφατη περίοδο. Η γένεση του Journal o f Contemporary History το 1966 δηλώνει αυτή τη διαδικασία. Στο πρώτο τεύχος (Ιανουάριος 1966, σσ. 3-4), το κύριο άρθρο υπενθυμίζει ότι ανάμεσα στο 1870 και 1945, η πλειονότητα των ιστορικών εκτιμούσαν ότι μια πραγματικά «σύγχρονη» ιστορία δεν μπορού-
[ 4 4 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
σε και δεν έπρεπε να γραφτεί, με το επιχείρημα ότι τα τεκμήρια δεν ήταν διαθέσιμα και ότι η απόσταση του χρόνου δεν ήταν αρκετή προκειμένου να επιτευχθεί η αντικειμενικότητα. Για να προσθέσει ο συγγραφέας ότι ο αποκλεισμός των ζωντανών μαρτύρων δεν μπορούσε να εξηγηθεί από κανένα λογικό επιχείρημα, αλλά εμφανιζόταν ως μια «φυσική» συνέπεια της μετατροπής σε επάγγελμα του επιστημονικού κλάδου του σχετικού με την κριτική των τεκμηρίων.
Αν τα δραματικά γεγονότα που έζησε ο κόσμος ανάμεσα στη δεκαετία του 1930 και τα μέσα της δεκαετίας του 1940 επέτρεψαν την εξέλιξη των πραγμάτων, αυτό δεν αρκεί ώστε να εξηγήσουμε γιατί η ιστορία του «παρόντος χρόνου» κατέληξε να επιβληθεί. Οι πόλεμοι του 1870 και του 1914-1918 είχαν και αυτοί τραυματικές συνέπειες και προκάλεσαν μια άφθονη λογοτεχνία που απέβλεπε στην απόδοση ευθυνών. Και o l ιστορικοί, όπως θα δούμε, έλαβαν ενεργά μέρος σε αυτή τη συλλογική σκέψη. Αυτό όμως δεν επέφερε την ανάδυση ενός νέου τομέα της ιστορικής έρευνας. Αν η ιστορία του «παρόντος χρόνου» μπόρεσε να «χαράξει τη γραμμή της» στις δεκαετίες που ακολούθησαν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό οφείλεται στην εξαιρετική ανάπτυξη που γνώρισε ο πανεπιστημιακός κόσμος κατά τη διάρκεια της περιόδου της οικονομικής άνθησης που ονομάζουμε «τα Τριάντα Ένδοξα Χρόνια». Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, η δημοκρατικοποίηση της εκπαίδευσης επέφερε μια σημαντική αύξηση\του αριθμού των φοιτητών, και αυτή η τελευταία προκάλεσε έναν πολύ σημαντικό εμπλουτισμό του σώματος των καθηγητών-ερευ- νητών. Ξαφνικά, επιστημονικοί κλάδοι όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η πολιτική επιστήμη, που μέχρι τότε δεν μετρούσαν παρά έναν πολύ μικρό αριθμό ερευνητών μεταβάλλονται και αυτοί σε «επαγγελματικές κοινότητες». Σε ό,τι αφορά τους ιστορικούς, ενώ, από την αρχή του 20ού αιώνα, ο αριθμός τους παρέμεινε σταθερός (της τάξης των εκατό), πολλαπλασιάστηκε επί δέκα μέσα σε δύο δεκαετίες. Αυτή η αύξηση επιτρέπει μια σημαντική διαφοροποίηση του σώματος των πανεπιστημιακών προς όφελος κυρίως της σύγχρονης ιστορίας. Η θεαματική αύξηση των υλικών μέσων και της «φαιάς ουσίας» που αφιερώνονται στις ιστορικές μελέτες -χάρη στη δημιουργία πολυάριθμων ερευνητικών κέντρων στα πανεπιστήμια και τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των ερευνητών που υπάγονται στους επιστημονικούς θεσμούς όπως το CNRS ή η Ecole Pratique des Hautes Etudes (EPHE)- επιτρέπει στον επιστημονικό κλάδο να ανοιχτεί στην κατάκτηση νέων εδαφών, όπως στην ιστορία του
{ 4 5 λ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
«παρόντος χρόνου». Η δημιουργία, το 1980, του Institut d’Histoire du Temps Present (ΙΗΤΡ) αποτελεί σίγουρα την πιο θεαματική ένδειξη αυτού του ανοίγματος. Αλλά αυτό το άνοιγμα συγκεκριμενοποιείται μέσα από το ενδιαφέρον που προκαλεί η μελέτη του πρόσφατου παρελθόντος σε πολλά πανεπιστήμια και ερευνητικούς θεσμούς όπως το 6ο Τμήμα (οικονομικό και κοινωνικό) της ΕΡΗΕ που αποκτά την αυτονομία της το 1975 και γίνεται η Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS).
Ένα θέμα που προκαλεί αντιπαραθέσεις
Με δεδομένα όσα αναφέραμε στις προηγούμενες σελίδες, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η επέκταση της σύγχρονης ιστορίας στη μελέτη του πιο πρόσφατου παρελθόντος αποτελούσε μια ανανέωση που δεν
μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς αντιστάσεις. Ο Rene Remond (στο F. Be- darida, 1995) υπενθύμισε, πρόσφατα, τις «σφοδρές αντιπαραθέσεις» που προκάλεσε η δημιουργία του ΙΗΤΡ. Οι οπαδοί αυτής της ιστορίας (δεν θα αναφέρω εδώ τα σημεία γύρω από τα οποία αντιπαρατίθενται μεταξύ τους και που εξηγούνται, ουσιαστικά, από ανταγωνισμούς θεσμικής μορφής) ορίζουν, γενικά, τον «παρόντα χρόνο» ως την περίοδο που συμπίπτει με τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει πια κανένας επιζών μίας δεδομένης εποχής, δεν αποτελεί πια ιστορία του παρόντος χρόνου, αλλά «κλασική» σύγχρονη ιστορία (βλ. κυρίως J.-P. Azema, άρθρο «Temps present», στο A. Burguiere, 1986). Η προοπτική αυτή, όπως βλέπουμε, βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από τον ορισμό της επιστήμης τους που είχαν επεξεργαστεί οι πρώτοι «επαγγελματίες» ιστορικοί το 19ο αιώνα, για να μπορέσουν να νομιμοποιήσουν τον τομέα αρμοδιοτήτων τους σε σχέση με όλους τους «ερασιτέχνες» ιστορικούς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μέχρι τότε που παρή- γαγαν μια γνώση σχετικά με το παρελθόν. Αν το ζήτημα των «ζωντανών μαρτύρων» αποτελεί ένα αποφασιστικό ζήτημα που διακυβεύεται, αυτό συμβαίνει γιατί προφανώς τα άτομα που έχουν ζήσει τα γεγονότα τα οποία μελετά ο ιστορικός μπορούν νόμιμα να θεωρήσουν ότι γνωρίζουν αυτά τα γεγονότα καλύτερα από αυτόν, στο μέτρο που υπήρξαν οι πρωταγωνιστές αυτών των γεγονότων. Η ιστορία γίνεται εδώ αντιληπτή ως το σύνολο των αναμνήσεων που μοιράζονται τα μέλη μιας ίδιας κοινο
ί 46 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
τητας. Αυτό είναι που ο Maurice Halbwachs αποκαλεί (θα επανέλθουμε στο θέμα) «συλλογική μνήμη». Η συλλογική μνήμη αντιτίθεται στην επιστημονική ιστορία, η οποία στηρίζεται στη γραφή.
Ενσωματώνοντας το πιο πρόσφατο παρελθόν στην επιστημονική ιστορική έρευνα, οι οπαδοί της ιστορίας του παρόντος χρόνου δέχτηκαν να αντιμετωπίσουν, συνειδητά ή όχι, ένα πρόβλημα που οι «μεθοδιστές» είχαν αυθαίρετα αποφύγει: Αυτό των σχέσεων ανάμεσα σε «ιστορία» και «μνήμη». Σύμφωνα με τον Pierre Nora (άρθρο «Present», στο J. Le Goff, 1978), δεδομένης της προόδου της διεπιστημονικότητας και της ανάπτυξης της ιστορικής δημοσιογραφίας, οι ειδικοί της σύγχρονης ιστορίας δεν είχαν, σε κάθε περίπτωση, την επιλογή, «γιατί η ιστορική λειτουργία διαλύθηκε από τα κάτω και από τα πάνω, διαιρεμένη ανάμεσα στη δημοσιογραφία και την ανθρωπολογία. Σε μια ιστορία του παρόντος, ο δημοσιογράφος πήρε σε μεγάλο μέρος τη θέση του ιστορικού». Ταυτόχρονα, οι άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες εξερεύνησαν το μεγαλύτερο μέρος των τομέων της σύγχρονης ιστορίας. Γι’ αυτόν το λόγο ο Nora μπορεί να δηλώνει ότι «η σύγχρονη ιστορία είναι μια ιστορία χωρίς ιστορικούς». Αυτό το είδος αναλύσεων δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό, προφανώς, από αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους ειδικούς της σύγχρονης ιστορίας. Στο εγχειρίδιό τους, ο Maurice Agulhon και ο Andre Nouschi (1971, σ. 3) εκφράζουν από την πλευρά τους τις επιφυλάξεις των ιστορικών των προηγούμενων γενεών σχετικά με την επικαιρότητα. «Από το 1914 μέχρι τις μέρες μας, η ιστορία είναι πολύ πρόσφατη ώστε να γραφούν εργασίες βάθους σε σχέση με όλα τα προβλήματα [...]. Επιπλέον, σε αυτή την ιστορία, οι πρωταγωνιστές είναι συχνά ζωντανοί, οι αναμνήσεις πρόσφατες, τα πάθη έντονα [...]. Σε αυτές τις συνθήκες, η πλήρης αμεροληψία και διαγραφή των προσωπικών προτιμήσεων των συγγραφέων μπορούν λιγότερο από ποτέ να επιτευχθούν». Στο δεύτερο τόμο (1972, σ. 2), που επικεντρώνεται στην περίοδο από το 1940 μέχρι τις μέρες μας, υπογραμμίζουν ότι κάθε ιστορική έρευνα βασίζεται σε ένα υλικό, αλλά ότι «ο ιστορικός του παρόντος χρόνου δεν διαθέτει τέτοιου τύπου αρχεία. Η αφήγησή του, και η δική μας δεν αποτελεί εξαίρεση, δεν μπορεί να είναι παρά μια πολύ αβέβαιη προσέγγιση». Η θεσμοθέτηση της «ιστορίας του παρόντος χρόνου» έδωσε ώθηση και στους παραδοσιακούς πανεπιστημιακούς επιστημονικούς κλάδους που ήταν στραμμένοι στη μελέτη του επίκαιρου κόσμου. Από τη δεκαετία του 1960, μια ομάδα κοινωνιολόγων, με επικεφαλής τον Edgar Morin, επιχειρεί να
[ 4 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
επωφεληθεί από το πάθος για τον «παρόντα χρόνο», δημιουργώντας το Centre d’etudes de communication de masse. To Κέντρο αυτό θέτει ως ρητό στόχο του την κοινωνιολογική μελέτη της επικαιρότητας και επιδίδεται, εκ νέου, σε πολυάριθμες συλλογικές έρευνες. Αυτού του τύπου όμως οι πρωτοβουλίες δεν εμποδίζουν τους ιστορικούς να προχωρήσουν τις δικές τους θέσεις. Οι προσπάθειές τους θα κάνουν ελάχιστα ευτυχέστερους τους δημοσιογράφους. Από το 1963, ο Jean Lacouture δημιούργησε, στις εκδόσεις Seuil, μια νέα σειρά: «Η άμεση ιστορία» που εμφανίζεται εμβληματικά ως ένα είδος μανιφέστου για μια δημοσιογραφική πραγμάτευση της ιστορίας του «παρόντος χρόνου». Υπενθυμίζοντας ότι ο Albert Camus χαρακτήρισε το δημοσιογράφο «ιστορικό της στιγμής», ο Lacouture («L’histoire immediate», στο J. Le Goff, 1978) εξηγεί τι εννοεί με αυτό: «Από την αυστηρή δημοσιογραφία την οποία ασκούσαν άνθρωποι μέσα στο γεγονός ως την ιστορική έρευνα γύρω από ένα πρόσφατο πρόβλημα μέσω της “έρευνας-συνέντευξης” (από ένα δημοσιογράφο της Monde ή έναν καλό “ερευνητή της σύγχρονης ιστορίας” του Paris-VIII), περάσαμε κάτω και πέρα από μια ορισμένη ειδική γραμμή που είναι αυτή της άμεσης ιστορίας». Σύμφωνα με τον Jean Lacouture, η καλύτερη ένδειξη αυτού του τύπου έρευνας γύρω από το πρόσφατο παρελθόν αποτελεί η Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης του Τρότσκι. Αν όμως πάμε πιο πίσω, μπορούμε να δούμε στον Πελοποννησιακό πόλεμο το πρώτο παράδειγμα «άμεσης ιστορίας». Πράγματι, όπως ο Θουκυδίδης εδώ και είκοσι πέντε αιώνες, ο σημερινός μελετητής που ασχολείται με την «άμεση ιστορία», πραγματοποιεί ένα τετραπλό εγχείρημα: ρεπορτάζ, ταξινόμηση, μοντάζ, εκλογίκευση. Την αντίληψη αυτή για την ιστορία δεν θα την εκτιμήσουν καθόλου οι ιστορικοί του «παρόντος χρόνου», θα αποκτήσει ωστόσο ορισμένους οπαδούς από την πλευρά των Annales. Ο Jacques Le Goff (1978) εκτιμά, πράγματι, ότι η «άμεση ιστορία», την οποία εγκωμιάζει ο Lacouture, αποτελεί μια ουσιαστική διάσταση της «νέας ιστορίας» που ο ίδιος υποστηρίζει. Τελικά, όλες αυτές οι συζητήσεις σχετικά με το «σύγχρονο χαρακτήρα» της ιστορίας θα βρουν διέξοδο στη δημιουργία του Institut d’Histoire du Temps Present. Η επιλογή των όρων δεν είναι ουδέτερη. Αν το Ινστιτούτο υιοθετεί τελικά τον τίτλο «παρών χρόνος», αντί, «σύγχρονος κόσμος» όπως το πρότειναν αρχικά οι ιδρυτές του, είναι για να αποφευχθεί κάθε σύγχυση με το Institut d’histoire moderne et contemporaine, που δημιουργήθηκε κατά την ίδια περίοδο. Η έκφραση όμως «παρών χρόνος» επιτρέπει στους ιστορικούς
[ 4 8 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
να πάρουν τις αποστάσεις τους από μια «άμεση ιστορία» που τη θεωρούν πολύ δημοσιογραφική (Μ. Trebisch, στο ΙΗΤΡ, 1993).
Η ιστορία του «παρόντος χρόνου» γίνεται κοινότοπη
Χωρίς να εξετάσω, προς στιγμή, τις πολυάριθμες εμπειρικές έρευνες που έγιναν από τους ιστορικούς του «παρόντος χρόνου» εδώ και είκοσι χρόνια, θα ήθελα να τελειώσω αυτό το κεφάλαιο αναφέροντας
μερικά από τα προβλήματα στα οποία προσκρούουν σήμερα οι ειδικοί αυτού του τομέα. Σύμφωνα με τον Rene Remond, η δημιουργία του ΙΗΤΡ «εκφράζει μια απόκλιση της επιστημολογικής σκέψης, μια ρήξη με τις προηγούμενες αντιλήψεις και σηματοδοτεί ένα στάδιο στην ιδέα που οι ιστορικοί έχουν για το επάγγελμά τους και τη σχέση τους με το χρόνο» (στο F. Bedarida, 1995, σ. 249). Αυτή η διαπίστωση μού φαίνεται ελαφρώς αισιόδοξη. Δηλώνοντας ότι η ιστορία του «παρόντος χρόνου» έχει ως αποστολή τη μελέτη της περιόδου κατά την οποία υπάρχουν ακόμη ζωντανοί μάρτυρες, οι οπαδοί της τη βλέπουν τελικά με τον ίδιο τρόπο που οι προκάτοχοί τους αντιλαμβάνονταν τη «σύγχρονη» εποχή. Στις δύο περιπτώσεις, αυτός ο τομέας της ιστορίας καθορίζεται από χρονολογικά όρια. Είναι ένα τμήμα, στη γραμμή του χρόνου, που ακολουθεί άλλα τμήματα (η αρχαία, μεσαιωνική, νεότερη και σύγχρονη «εποχή»). Η οικειοποιήση του «παρόντος χρόνου» από τους ιστορικούς τούς οδήγησε στο να καταστήσουν κοινότοπη την έκφραση, όπως οι προηγούμενες γενιές είχαν καταστήσει κοινότοπη τη «σύγχρονη» ιστορία. Αν η ιστορική έρευνα γύρω από τον «παρόντα χρόνο» μάς φαίνεται «φυσική» σήμερα, αν η πλειονότητα των ιστορικών δέχονται την νομιμότητά της, είναι γιατί αυτοί που ασχολούνται με αυτήν μπόρεσαν να προσαρμόσουν στις απαιτήσεις της τους συνήθεις κανόνες της ιστορικής μεθόδου. Χάρη στη δημιουργία του ΙΗΤΡ και πολλών πανεπιστημιακών εδρών που επικεντρώνονται στην ιστορία του «παρόντος χρόνου», το πρόσφατο παρελθόν, και αυτό, προοδευτικά αρχειοθετήθηκε και αποτέλεσε αντικείμενο καταλογογράφησης. Τα εργαλεία δουλειάς που αφορούν τη μεταγενέστερη του 1945 περίοδο, τα ευρετήρια και οι κατάλογοι των αρχείων, οι βιβλιογραφικοί οδηγοί κ.λπ., πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων χρόνων. Προγράμματα διάσωσης της προφορικής μνήμης πραγματοποιήθηκαν. Όλα αυτά επέτρεψαν σε νέους
[ 4 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ιστορικούς να πραγματοποιήσουν διδακτορικές διατριβές σχετικά με τον «παρόντα χρόνο» που σέβονται τους συνήθεις κανόνες της επιστημονικής δουλειάς στην ιστορία. Απορρίπτοντας όμως ως «θετικιστικό αμάρτημα» την ιδέα ότι μόνο η χρονική απόσταση επιτρέπει την αμερόληπτη μελέτη του παρελθόντος, οι ιστορικοί του παρόντος χρόνου έθεσαν στην ημερήσια διάταξη το ερώτημα που ο Seignobos άφησε χωρίς πραγματική απάντηση: Αν η χρονική απόσταση δεν αποτελεί εγγύηση αντικειμενικότητας, ποια είναι τα κριτήρια που ο ιστορικός του παρόντος χρόνου μπορεί να εφαρμόσει για να νομιμοποιήσει τον επιστημονικό χαρακτήρα της γνώσης του, για να πείσει όσους τον διαβάζουν και τον ακούν ότι αποφεύγει τις αδιάκοπες μαχητικές διενέξεις που συνταράζουν τη συλλογική μνήμη; Μέχρι τώρα, οι ιστορικοί του παρόντος χρόνου δεν απάντησαν πραγματικά σε αυτό το ερώτημα. Αναμφίβολα, επειδή τους αφορούν ιδιαίτερα οι συγκρουσιακές σχέσεις που διατηρούν η ιστορία και η μνήμη, δίνουν την εντύπωση ότι έχουν αδιάκοπα ανάγκη να επαναβεβαιώνουν μια εύθραυστη ακόμη επαγγελματική ταυτότητα. Αυτό τους οδηγεί, πολύ συχνά, στο να αξιοποιούν τη δεξιότητά τους σε σχέση με τα αρχεία και την κριτική των πηγών. Όπως όμως θα δούμε, αυτό δεν αρκεί, γενικά, για τη διαφοροποίηση της ιστορίας από τη μνήμη.
Τ € Κ Μ Η Ρ I Ο
Τι είναι η σύγχρονη ιστορία;
«Σύγχρονη ιστορία»: Με τον όρο αυτόν εννοούμε γενικά την ιστορία ενός τμήματος του χρόνου που ανήκει σε ένα πολύ πρόσφατο παρελθόν: Τα τελευταία πενήντα χρόνια, την τελευταία δεκαετία, την τελευταία χρονιά, μήνα ή μέρα, ή ακόμη την τελευταία ώρα ή λεπτό. Αν θέλουμε όμως να σκεφτού- με με μια εξαιρετική αυστηρότητα, δεν θα έπρεπε να ορίσουμε σύγχρονη π α ρά μόνο την ιστορία που γεννιέται άμεσα από την πράξη που συντελείται: την ίδια τη συνείδηση της πράξης. Για παράδειγμα, η ιστορία που πραγμ ατοποιώ για τον ίδιο μου τον εαυτό τη στιγμή που συνθέτω αυτές τις σελίδες, δηλαδή η ιδέα που συνθέτω. Η ιδέα αυτή συνδέεται αναγκαστικά με τη δουλειά της σύνθεσης. Σύγχρονη θα ήταν, πράγματι, ο ακριβής όρος, επειδή αυ-
[ 5 0 ]
ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ»
τη η συνείδηση, όπως κάθε πνευματική πράξη, δεν προσδιορίζεται σε σχέση με μία χρονολογία, αλλά συγκροτείται «μέσα στο χρόνο» της πράξης με τον οποίο συνδέεται, και διακρίνεται από αυτόν ιδανικά και όχι χρονολογικά. Η «μη σύγχρονη ιστορία» ή «η ιστορία του παρελθόντος», είναι αντίθετα αυτή που σχετίζεται με μια ήδη ολοκληρωμένη ιστορία, της οποίας αποτελεί αναγκαστικά την κριτική - είτε πρόκειται για παλιά ιστορία χιλίων χρόνων ή μόλις μίας ώρας.
Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά, θα μπορούσε αυτή η ιστορία που έχει ήδη ολοκληρωθεί, η «μη σύγχρονη» ή «του παρελθόντος», όποιο και αν είναι το όνομα που της δίνουμε, να είναι η ίδια σύγχρονη και να μην διαφοροποιείται καθόλου από την άλλη - στο μέτρο που είναι πραγματική ιστορία, έχει δηλαδή ένα νόημα και δεν αντηχεί έναν κενό λόγο. Για τη μία όπως και για την άλλη, δεν πρέπει το γεγονός του οποίου την ιστορία αφηγούμαστε να πάλλεται στην ψυχή του ιστορικού; Ή, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του επαγγέλματος, δεν πρέπει τα τεκμήρια να βρίσκονται εκεί, αναγνώσιμα; Μια αφήγηση, ή μια σειρά αφηγήσεων, πρέπει να συνοδεύει το γεγονός αυτό, να εμπλουτίζεται, χωρίς όμως να χάνει την αποτελεσματικότατα της παρουσίας του. Άρα, αυτό που αρχικά ήταν αφήγηση ή κρίση μετατρά- πηκε και αυτό σε γεγονός, σε τεκμήριο, που πρέπει με τη σειρά του να ερμηνευτεί και να κριθεί: Γιατί η ιστορία δεν συγκροτείται ποτέ με αφηγήσεις, αλλά πάντοτε με τεκμήρια, ή με αφηγήσεις που προσλαμβάνουν τη μορφή τεκμηρίων και χρησιμοποιούνται ως τέτοια. Και αν η σύγχρονη ιστορία αναδύεται άμεσα από τη ζωή, το ίδιο συμβαίνει με αυτήν που ονομάζουμε μη σύγχρονη. αυτή αναδύεται άμεσα από τη ζωή, γιατί, προφανώς, μόνο μια μέριμνα για την παρούσα ζωή μπορεί να μας ωθήσει να διεξάγουμε έρευνες για ένα γεγονός του παρελθόντος. Έτσι, το γεγονός αυτό, συνδεδεμένο με ένα ενδιαφέρον της παρούσας ζωής, δεν αποτελεί μια περιέργεια για το παρελθόν, αλλά μια μέριμνα για το παρόν. Οι ιστορικοί διατύπωσαν εμπειρικά, είπαν και επανέλαβαν με εκατοντάδες τρόπους, και αυτή η παρατήρηση εξηγεί την επιτυχία, αν όχι το βαθύ περιεχόμενο, αυτής της επαναλαμβανόμενης κοινοτοπίας: η ιστορία είναι magistrat vitae.
Αν ανέφερα αυτές τις διατυπώσεις της ιστορικής τεχνικής, ήταν για να αφαιρέσω κάθε όψη παραδόξου σε αυτή την πρόταση: «Κάθε ιστορία άξια του ονόματος της είναι σύγχρονη ιστορία». Ωστόσο είναι εύκολο να αποδείξουμε και να επιβεβαιώσουμε την ορθότητά της μέσω του γεγονότος ότι η ιστοριογραφική πράξη υπάρχει. Με την προϋπόθεση όμως να μην υποπέσουμε στο σφάλμα να διαβάσουμε όλα μαζί τα βιβλία των ιστορικών ή να διαβάσουμε πολλές ομάδες βιβλίων φύρδην μίγδην, θέτοντας στη συνέχεια το ερώτημα, ποιο ενδιαφέρον του παρόντος μάς ωθεί να γράψουμε ή να διαβάσουμε αυτές τις ιστορίες, αναφερόμενοι γενικά στον άνθρωπο ή σε μας τους
[ 5 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ίδιους θεωρώντας τον εαυτό μας ως ένα αφηρημένο ον. Έτσι, ποιο ενδιαφ έρον του παρόντος με ωθεί να διαβάσω την αφήγηση του Πελοποννησιακού πολέμου ή του Μιθριδάτη, την ανάπτυξη της μεξικανικής τέχνης ή της αραβικής φιλοσοφίας; Στην παρούσα στιγμή, κανένα. Συνεπώς, για μένα hie και nunc , αυτές οι ιστορίες δεν είναι ιστορίες, αλλά πολύ περισσότερο τίτλοι βιβλίων. Υπήρξαν ιστορίες ή θα γίνουν ιστορίες για όσους τις σκέφτηκαν ή θα τις σκεφτούν. Υπήρξαν ή θα γίνουν για μένα ιστορίες όταν τις σκέφτηκα ή θα τις σκεφτώ, μέσα από την εκ νέου επεξεργασία τους σύμφωνα με τις π νευματικές μου ανάγκες. Αν όμως σκεφτούμε την πραγματική ιστορία, την ίδια στιγμή που τη σκεφτόμαστε, είναι εύκολο να ανακαλύψουμε ότι ταυτίζεται τέλεια με την πιο προσωπική και την πιο σύγχρονη ιστορία.
B e n e d e tto C roce, Theorie et histoire de I ’historiographie, Dalloz, 1968, σσ. 13-14 (1η έκδοση, 1915).
[ 5 2 ]
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 2
Μια ιδρυτική στιγμή: Η ιστορία «των γεγονότων»
Η ιστορία των γεγονότων, χωρίς να περιορίζεται, στη διακωμώδη- σή της από τα Annales, μπορεί να θεωρηθεί μια ιδρυτική στιγμή για την έρευνα της σύγχρονης ιστορίας. Από μεθοδολογική άποψη πρόκειται για μια ιστορική προσέγγιση που επιχειρεί να επανα- τοποθετήσει τα γεγονότα στο πλαίσιό τους, αναδεικνύοντας αυτό που αποτελεί τη μοναδικότητά τους και αποδίδοντας μια σημαντική θέση στους πρωταγωνιστές και τις πράξεις τους. Σχετικά με τα υπό μελέτη θέματα, η ιστορία των γεγονότων επέτρεψε στους ιστορικούς του σύγχρονου κόσμου να αποκτήσουν την αυτονομία τους, χάρη στην ανάπτυξη ερευνών οι οποίες αναφέρονται σε δύο γεγονότα κλειδιά της πρόσφατης ιστορίας μας: την Επανάσταση και τους πολέμους του 1870 και του 1914-1918.
Η σύγχρονη ιστορία συγκροτήθηκε ως αυτόνομος τομέας της ιστορικής έρευνας κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, δίνοντας προνομιακή θέση στη μελέτη των σοβαρών τραυματικών εμπειριών που υπήρξαν για τους Γάλλους, οι επα
ναστάσεις (του 1789, αλλά και του 1830 και του 1848) και οι πόλεμοι (του 1870, του 1914-1918 και του 1939-1945). Έτσι, η μελέτη της σύγχρονης Γαλλίας θα δομηθεί γύρω από δύο μεγάλους πόλους: Ο ένας επικεντρωμένος στα επαναστατικά ζητήματα, ο άλλος στις διεθνείς σχέσεις. Δεδομένης της σημασίας που αποδίδεται από τους ιστορικούς αυτού του τομέα στα ουσιαστικά γεγονότα που αποτελούν για τη ζωή ενός έθνους η επανάσταση και ο πόλεμος, καταλαβαίνουμε ότι μπορούμε να μιλάμε στην περίπτωσή τους για ιστορία «των γεγονότων». Επειδή όμως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται πάντα υποτιμητικά, είναι απαραίτητο να
[ 5 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
αρχίσω, σε αυτό το κεφάλαιο, να ξεκαθαρίζω την έννοια που μπορούμε να δώσουμε σε αυτόν τον όρο, πριν δείξω τη συμβολή αυτού του ιστορικού τομέα στην επιστημονική γνώση.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ «Η ΙΣΪΌΡΙΑ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»;
Οταν εξετάζουμε τον κατάλογο των καθηγητών σύγχρονης ιστορίας που δίδαξαν στη Σορβόνη, διαπιστώνουμε ότι πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν πολύ συχνά ειδικοί της ιστορίας της Γαλλικής Επανάστασης ή των διεθνών σχέσεων. Οι έρευνες που αφορούν αυ
τά τα δύο ζητήματα επέτρεψαν στη μελέτη αυτής της περιόδου, όπως θα δούμε, να αποκτήσει τις επιστημονικές βάσεις στις οποίες στηρίζεται ακόμη και σήμερα. Με βάση ερωτήματα γύρω από αυτά τα πολιτικά γεγονότα, πράγματι, οι ιστορικοί προοδευτικά θα επεκτείνουν την περιέρ- γειά τους για να ανοιχτούν στη μελέτη των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών όψεων. Παρόλο όμως τον «ιδρυτικό» αυτό ρόλο, μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το ιστοριογραφικό αυτό ρεύμα, απαξιώθηκε βαθμιαία κάτω από τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό «ιστορία των γεγονότων». Δύο λόγοι με ωθούν να σταματήσω μια στιγμή σε αυτή την έκφραση. Από τη μία, δίνοντας μερικές ενδείξεις γύρω από την ιστορία αυτού του όρου, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα πείσουμε τους αναγνώστες για το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ένας τομέας της έρευνας της σύγχρονης ιστορίας που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πολύ: Η ιστορία του λεξιλογίου που χρησιμοποιούμε καθημερινά. Αλλά, από την άλλη, αυτό το παράδειγμα θα μας δείξει επίσης ότι το βλέμμα που ρίχνουμε στο παρελθόν της δικής μας επιστήμης δεν είναι ουδέτερο, ότι είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων στα πλαίσια των οποίων αντιπαρατέθηκαν τα μεγάλα ρεύματα της γαλλικής ιστοριογραφίας.
Συμβολή στην ιστορία μιας λέξης
Α ς ανοίξουμε το μικρό μας Robert: «Συμβαντολογική (1959). Λέξη που δεν κάνει άλλο από το να περιγράφει τα γεγονότα. Ιστορία των
γεγονότων». Όσοι γνωρίζουν την ιστορία των Annales θα συγκρατήσουν
[ 5 4 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
κατ’ αρχάς, σε αυτόν τον ορισμό, την ημερομηνία γέννησης αυτού του ορισμού που το Robert καταγράφει. Η ημερομηνία αυτή ακολουθεί με μικρή διαφορά τη χρονιά που ο Fernand Braudel (1958) δημοσίευσε στο περιοδικό το περίφημο άρθρο του σχετικά με τη «μακρά διάρκεια». Και πράγματι σε αυτό το άρθρο βρίσκουμε τον πρώτο πραγματικό ορισμό της «ιστορίας των γεγονότων». Ο Braudel αμφισβητεί «την παραδοσιακή ιστορία, τη λεγόμενη “ιστορία των γεγονότων”, η ετικέτα συγχέεται με αυτήν της πολιτικής ιστορίας». Και προσθέτει: «Η ιστορία των τελευταίων εκατό χρόνων, σχεδόν πάντα πολιτική, επικεντρωμένη στο δράμα των “μεγάλων γεγονότων” δούλεψε μέσα και γύρω από το σύντομο χρόνο. Αυτό υπήρξε ίσως το τίμημα της προόδου που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στην επιστημονική κατάκτηση εργαλείων δουλειάς και αυστηρών μεθόδων».
Για τον Braudel, όπως βλέπουμε, η «ιστορία των γεγονότων» είναι συγχρόνως συνώνυμη με την πολιτική και την παραδοσιακή ιστορία. Αντιτίθεται, όρο με όρο, σε μια «νέα» οικονομική και κοινωνική ιστορία, της οποίας ο Braudel γίνεται ο κήρυκας και ακόμη, πρέπει να το πούμε, ο «ήρωας». Πριν από τον Braudel, ο Lucien Febvre (1931., σ. 62), υπήρξε ο πρώτος που διέδωσε την έκφραση «ιστορία των γεγονότων» ανάμεσα στους ιστορικούς. Σε έναν απολογισμό, ο οποίος αναφέρεται στη σειρά έργων που διηύθυνε ο Henri Hauser σχετικά με τη διπλωματική ιστορία της Ευρώπης\(1871-1914) και που εκδόθηκε στις εκδόσεις PUF, ασκεί κριτική σε ένα διάβημα το οποίο θυμίζει και αποτελεί προέκταση των εγχειριδίων εξωτερικής πολιτικής που μετά το 1892 δημοσιεύτηκαν από τον Emile Bourgeois. Με τα «συμβαντολογικά γεγονότα, όπως λέμε συχνά», να κυριαρχούν, υπογραμμίζει ο Febvre, το διάβημα αυτό αποδίδει προνομιακή θέση στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις, ξεχνώντας τη «σταθερή πίεση του οικονομικού πάνω στο πολιτικό» που αποτελεί ένα καθοριστικό στοιχείο της συμπεριφοράς των κρατών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η επανέκδοση του απολογισμού αυτού στο έργο Combats pour I’histoire, καθώς και η δημοσίευση, το 1969, των Ecrits sur Vhistoire του Fernand Braudel (που περιέχουν το άρθρο σχετικά με τη μακρά διάρκεια) θα εξασφαλίσουν τη δημοτικότητα της έκφρασης «ιστορία των γεγονότων». Αυτή όμως δεν θα επιβληθεί χωρίς να προκαλέσει ορισμένες αντιστάσεις.
Ο Jean Glenisson (1965), στην έκθεση που συντάσσει για το διεθνές Συνέδριο των ιστορικών επιστημών, που αποτελεί εξάλλου μέρος, του
[ 5 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
6ου Τμήματος της ΕΡΗΕ το οποίο διευθυνόταν τότε από τον Fernand Braudel, σημειώνει τις επιφυλάξεις του απέναντι σε έναν όρο που απέκτησε, όπως λέει, «μια προνομιακή θέση στον κατάλογο των υποτιμητικών ονομασιών της παραδοσιακής μορφής της ιστορίας», εις βάρος της έκφρασης «ιστορίζουσα ιστορία», επινοημένης από τον φιλόσοφο Henri Berr, που ήταν εν χρήσει πριν από τον πόλεμο. Μερικά χρόνια αργότερα, είναι η σειρά του Raymond Aron (στο L ’historien entre I’ethnologue et le futurologue, 1972, σ. 65) να υπογραμμίσει ότι «η ιστορία των γεγονότων αποτελεί μια σκοτεινή έννοια, επειδή χρησιμοποιήθηκε με πολεμικό τρόπο από τη σχολή των Annales για να υποτιμήσει όσους ασχολούνταν με αυτήν». Επινοημένη στο πλαίσιο των αγώνων που έφεραν αντιμέτωπους τους ιστορικούς αυτού του ρεύματος, που βρισκόταν στην αιχμή της ανανέωσης αλλά ήταν περιθωριοποιημένο, και τους οπαδούς της πολιτικής ιστορίας, η έκφραση θα επιβληθεί, στη συνέχεια, στο σύνολο της ιστορικής κοινότητας. Ενώ η διαπίστωση του Braudel, όπως δείχνει το παραπάνω παράθεμα, παρουσίαζε αποχρώσεις, αφού αναγνώριζε το ρόλο που έπαιξε η ιστορία των γεγονότων στην πρόοδο της επιστημονικής έρευνας, οι μαθητές του θα εντείνουν τον πολεμικό τόνο. Μαζί με τη λέξη «θετικισμός», το επίθετο «συμβαντολογική» θα καταλάβει μια κεντρική θέση στο υβρεολόγιο των ιστορικών. Το πιο εκπληκτικό, ίσως, είναι ότι οι κληρονόμοι αυτής της πολιτικής ιστορίας «των γεγονότων» κατέληξαν να υιοθετήσουν αυτή την αρνητική άποψη για την ίδια την παράδοση σκέψης τους (βλ., για παράδειγμα, J.-F. Sirinelli, στο F. Beda- rida, 1995, ό.π.).
Οι διαφορετικές σημασίες του όρου
ταν εξετάζουμε από κοντά αυτές τις κριτικές, διαπιστώνουμε ότισυγχέουν πράγματι πολλά προβλήματα που πρέπει να διακρίνου
με. Ο ορισμός του Robert, που αναφέραμε παραπάνω, περιέχει δύο ιδέες. Η πρώτη είναι ότι η «συμβαντολογική» ιστορία έχει αντικείμενο τη μελέτη «των γεγονότων». Η δεύτερη είναι ότι ευνοεί την περιγραφή και όχι την εξήγηση των ιστορικών φαινομένων. (Γνωρίζουμε ότι ο Braudel καταλόγιζε στους «παραδοσιακούς» ιστορικούς ότι παρέμεναν στην ιστο- ρία-αφήγηση, ενώ τα Annales εγκωμίαζαν την ιστορία-επιστήμη.) Αυτές οι δύο ιδέες είναι αλληλένδετες. Πράγματι, όπως θα δούμε στο επόμενο
[ 5 6 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
κεφάλαιο, οι ιστορικοί των Annales αναπτύσσουν, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, μια ποσοτική οικονομική και κοινωνική ιστορία «μακράς διάρκειας» και δηλώνουν ότι μόνο η στατιστική ή «σειραϊκή» μέθοδος μπορεί να επιτρέψει την παραγωγή πραγματικά επιστημονικών γνώσεων. Η πολιτική ιστορία που ενδιαφέρεται κυρίως για μεμονωμένα γεγονότα, δεν μπορεί λοιπόν, σύμφωνα με τον Braudel, να παραγάγει παρά μόνο «αφηγήσεις»: Αφηγείται τα πράγματα όπως συνέβησαν αντί να τα εξηγεί.
Το βάθος αυτής της συζήτησης θυμίζει προφανώς την αντιπαράθεση, που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ανάμεσα στους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους. Όπως ήδη το είχε υπογραμμίσει ο Paul La- combe (1894) στο τέλος του αιώνα, με την πιο πλατιά έννοια του όρου, ένα «γεγονός» αποτελεί μια μοναδική πράξη. Αν το δούμε στην ομοιότητά του με άλλα γεγονότα, καταλήγουμε σε ένα «θεσμό». Και προσθέτει: «Αν διαβάσουμε τους ιστορικούς που αφηγούνται, δεν υπάρχουν παρά μόνο γεγονότα, ενώ για τους κοινωνιολόγους δεν υπάρχουν παρά θεσμοί». Αγγίζουμε εδώ ένα πρόβλημα που βλέπουμε αδιάκοπα να αναδύεται στις αντιπαραθέσεις που έφεραν αντιμέτωπους, μέχρι σήμερα, τους ιστορικούς μεταξύ τους. Πρόκειται για τον ορισμό που μπορούμε να δώσουμε για την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Seignobos, μόνο τα άτομα είναι πραγματικά. Γι’ αυτό ο ιστορικός πρέπει να απορρίψει τις, ·«πραγμοποιημένες» κατηγορίες που είναι οι θεσμοί, για να ξαναβρεί τις πράξεις που πραγματοποιούν τα πρόσωπα. Πρόκειται για την παραδοσιακή, ερμηνευτική αντίληψη της ιστορίας που ευνοεί τη μελέτη των μεμονωμένων, μοναδικών γεγονότων, φωτίζοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν με σκοπό να αποκαταστήσει, με βάση αυτά, τις σημασίες που οι άνθρωποι του παρελθόντος έδιναν στις πράξεις τους. Στο όνομα της αντίληψης αυτής για την ιστορία, ο Seignobos, που θεωρείται ένας από τους «πατέρες ιδρυτές» της «ιστορίας των γεγονότων», άσκησε κριτική στους κοινωνιολόγους οπαδούς του Durkheim, καταλογίζοντας τους ότι πίστευαν ότι αρκούσε να προστρέξουν στις στατιστικές και να μελετήσουν τους θεσμούς για να θεμελιώσουν μια κοινωνική επιστήμη σύμφωνα με το πρότυπο των φυσικών επιστημών. Σύμφωνα με τον Seignobos, «μόνο οι ιστορικοί των γεγονότων αποφεύγουν αυτή την αυταπάτη, επειδή οι μελέτες τους τούς οδηγούν να βλέπουν τα άτομα» (1901, ό.π., σ. 240). Περισσότερο συχνά, η προοπτική αυτή συνδέεται με την πολιτική ιστορία, δεδομένου ότι τα γεγονότα τα
[ 5 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
οποία εξετάζει φαίνονται, περισσότερο από τα άλλα, ως ρήξεις που σημαδεύουν την εποχή τους μέσα από τον εξαιρετικό χαρακτήρα τους. Αν όμως ορίσουμε το γεγονός με την πλατιά έννοια, ως μοναδική ή μεμονωμένη πράξη, κάθε έρευνα (οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική κ.λπ.) που προτιμά αυτού του είδους τα γεγονότα, μπορεί να χαρακτηριστεί έρευνα των γεγονότων. Αντίστροφα, όπως σημειώνει ο Fernand Braudel στο κείμενο που αναφέραμε παραπάνω, «η πολιτική ιστορία δεν είναι κατ’ ανάγκην ιστορία των γεγονότων, ούτε καταδικασμένη να είναι». Θα δούμε άλλωστε ότι οι προσπάθειες που αποβλέπουν στην εξήγηση της Γαλλικής Επανάστασης μέσα από παράγοντες που ανάγονται στη «μακρά διάρκεια» θα αποτελέσουν ένα αποφασιστικό ζήτημα για την οικονομική και κοινωνική ιστορία.
Πρέπει να αναφέρουμε μια άλλη όψη της κριτικής που άσκησε ο Lucien Febvre στην «ιστορία των γεγονότων». Έχω την αίσθηση ότι η διάσταση αυτή, τον απασχολούσε περισσότερο. Για πολλούς ιστορικούς, η έκφραση αυτή αναφέρεται στην ιστορία των μεγάλων ημερομηνιών, των μαχών, των διπλωματικών διαπραγματεύσεων που πριμοδοτεί τους «μεγάλους» αυτού του κόσμου. Είναι αλήθεια ότι κρατήσαμε όλοι στα χέρια μας το ένα ή το άλλο από αυτά τα «ιστορικά» έργα που επιχειρούν να καταγράψουν τα γεγονότα που πρέπει οπωσδήποτε να θυμόμαστε. Και δεν είναι μακριά η εποχή όπου τα εγχειρίδια της ιστορίας περιείχαν πριν απ’ όλα χρονολογικές αναφορές. Αλλά αυτό που ξεχνάμε να πούμε, περισσότερο συχνά, είναι ότι πρόκειται για εκλαϊκευτικά έργα: εγχειρίδια δηλαδή ή βιβλία προορισμένα για το «μεγάλο κοινό». Δεν πρέπει να τα συγχέουμε με τις δημοσιεύσεις επιστημονικού χαρακτήρα (όπως οι διδακτορικές διατριβές, για παράδειγμα). Έχοντας διαβάσει, για τις ανάγκες αυτού του βιβλίου, το μεγαλύτερο μέρος των διδακτορικών διατριβών σύγχρονης ιστορίας που υποστηρίχτηκαν από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1950, δεν βρήκα καμιά που να ανταποκρί- νεται σε αυτή την καρικατούρα ιστορίας-ημερομηνιών και ιστορίας-μα- χών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αν η καταδίκη της «ιστορίας των γεγονότων» προβλήθηκε από τον Lucien Febvre σε έναν απολογισμό που ασκεί κριτική στο Manuel d’histoire diplomatique του Emile Bourgeois, ιστορικού γεμάτου τιμές και δόξα, που ο ίδιος όμως ποτέ δεν εκπαιδεύτηκε στην ιστορική κριτική και δεν δημοσίευσε παρά μόνο εκλαϊκευτικά έργα. Αυτό το είδος των γραπτών δεν έχει τίποτε κοινό με τις επιστημονικές εργασίες που οι ιστορικοί παρήγαγαν από τις αρχές του 20ού αιώ
[ 55 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
να σχετικά με τις επαναστατικές ημέρες ή σχετικά με τις διπλωματικές κρίσεις. Καταδικάζοντας την ιστορία «των γεγονότων», οι ιδρυτές των Annales αρνούνται, πράγματι, να δεχτούν μια αντίληψη για την ιστορία που περιστρέφεται γύρω από την παιδαγωγική διάσταση. Αν στρέφονται ιδιαίτερα κατά του Charles Seignobos, είναι γιατί, περισσότερο από κάθε άλλον ιστορικό, διατήρησε τη σύγχυση ανάμεσα στις δύο λειτουργίες που πρέπει να πληροί ένας πανεπιστημιακός: την έρευνα και τη διδασκαλία. Αυτό που ο Lucien Febvre προσάπτει στους επικεφαλής της προηγούμενης γενιάς, είναι ότι λιποτάκτησαν από το μέτωπο της ζωντανής σκέψης για να περιοριστούν στη δημοσίευση εγχειριδίων, επαναλαμβανομένων συνθέσεων, χάρη στις οποίες οι τελευταίοι διόγκωσαν τα ει- σοδήματά τους, συνέβαλαν όμως στη σκλήρυνση της ιστορίας. Στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου, η έκφραση «ιστορία των γεγονότων» θα χρησιμοποιηθεί όχι με αυτή την πολεμική έννοια, αλλά για να ορίσει τον τομέα της ιστορικής έρευνας που ενδιαφέρεται για τα γεγονότα, ως μοναδικά και ιδιαίτερα γεγονότα.
ΤΟ ΟΡΟΣΗΜΟ: Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ο πως διαπίστωσε ο Francois Furet (1978), για τους περισσότερους ιστορικούς, στη Γαλλία τουλάχιστον, η Γαλλική Επανάσταση εμφανίζεται ως «η συνοριακή γραμμή» ανάμεσα στη νεότερη και τη
σύγχρονη ιστορία. Η Επανάσταση αποτελεί το γεγονός που «εξηγεί» τη σύγχρονη ιστορία. «Αποτελεί [υπογραμμισμένο στο κείμενο] τη σύγχρονη ιστορία μας». Για το λόγο αυτόν, το 1789 αποτελεί γενικά το αφετη- ριακό σημείο αυτής της περιόδου (ακόμη και αν ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν το τέταρτο του 19ου αιώνα, 1789-1815, μια μεταβατική στιγμή ανάμεσα στις δύο εποχές). Η επαναστατική περίοδος εμφανίζεται λοιπόν ως ιδρυτικό γεγονός που σηματοδοτεί την έλευση μιας νέας εποχής. Αποτελεί όμως ένα αφετηριακό σημείο για την ιστορική έρευνα γύρω από το σύγχρονο κόσμο, επειδή είναι αυτό το ανεπανάληπτο γεγονός το οποίο θα επιχειρήσουν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν οι πρώτες γενιές των ιστορικών που ασχολήθηκαν με τη «σύγχρονη» ιστορία.
[ 5 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ένα ζήτημα μνήμης που διακυβεύεται
Δ εδομένης της σπουδαιότητας των γεγονότων που έλαβαν χώρα ανάμεσα στο 1789 και το 1815 στην Ευρώπη, οι λαοί που υπήρξαν
οι πρωταγωνιστές αυτών των γεγονότων είχαν, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ξεκάθαρη συνείδηση ότι ζούσαν εξαιρετικές εποχές. Αν η Γαλλική Επανάσταση σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο της ιστορικής συνείδησης, αυτό συμβαίνει επίσης γιατί η ιστορία της είναι σχεδόν «σύγχρονη» με τα ίδια τα γεγονότα. Κανένας άλλος τομέας της έρευνας δεν αντιμετώπισε σε τέτοιο βαθμό την ανάγκη να ασχοληθεί με ένα παρελθόν που αποτέλεσε άμεσα «αντικείμενο της μνήμης». Η επιστημονική ιστορία της Επανάστασης δεν συγκροτήθηκε παρά με τίμημα μια τεράστια προσπάθεια αποδέσμευσης από αυτή τη μνημονική παραγωγή. Πριν από τη δημιουργία της πρώτης έδρας ιστορίας της Γαλλικής Επανάστασης στη Σορβόνη (1891), αυτή αποτελούσε αντικείμενο μελέτης συγγραφέων που επιδίωκαν πριν απ’ όλα να προσφέρουν τη δική τους άποψη για το γεγονός. Επρόκειτο, σύμφωνα με αυτούς, να εκφέρουν μια συνολική κρίση γύρω από την Επανάσταση, στο πλαίσιο των πολιτικών αγώνων στους οποίους συμμετείχαν: Αριστοκρατία εναντίον της «τρίτης τάξης» σε μια πρώτη φάση και, όσο προχωρούμε στο 19ο αιώνα, φιλελεύθεροι εναντίον δημοκρατικών. Σίγουρα, οι μέριμνες των ιστορικών είναι μερικές φορές λιγότερο άμεσα πολιτικές. Το ενδιαφέρον επίσης του έργου του Tocqueville (1856) συνίσταται στο γεγονός ότι ο σκοπός του δεν είναι η καταδίκη της Επανάστασης, αλλά η απόδειξη ότι αυτή δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση μια αυθόρμητη δημιουργία ή έλευση ενός εντελώς νέου κόσμου. Σύμφωνα με αυτόν, η Επανάσταση ολοκληρώνει το γραφειοκρατικό συγκεντρωτικό κράτος που οι βασιλείς της Γαλλίας είχαν αρχίσει να δημιουργούν πολλούς αιώνες πριν. Παρ’ όλα αυτά η προοπτική του Tocqueville εκφράζει, και αυτή, μέριμνες πολιτικού χαρακτήρα. Η καταγγελία των πληγμάτων που υπέστησαν τα προνόμια των ευγενών από το μοναρχικό κράτος αποτελεί μια ιδέα που αναπτύχθηκε από το 18ο αιώνα από τον ιστορικό της αριστοκρατίας Boulainvilliers. Ο Tocqueville δεν πραγματοποίησε μια αρχειακή δουλειά με τη σημερινή έννοια. Βασίστηκε, ουσιαστικά, σε τεκμήρια που διασώθηκαν στα αρχεία της δικής του οικογένειας. Το κείμενό του δεν περιλαμβάνει ούτε σημειώσεις ούτε αναφορές. Πράγμα που καθιστά δύσκολη την επαλήθευση των λεγομένων του. Η ίδια διαπίστωση αφορά
[ 6 0 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
και τους άλλους ιστορικούς της Επανάστασης. Οι ερμηνείες που δίνουν ο Guizot, ο Thiers, ο Michelet (1847-1853) ή ο Taine (1875-1893, ό.π.) αποβλέπουν στην καταδίκη ή την αποκατάσταση του γεγονότος ή των πρωταγωνιστών του και καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από την πολιτική τους δέσμευση.
- \ j γ - V -
Η εφαρμογή μιας επιστημονικής ιστορίας της Επανάστασης
Με την προετοιμασία της Εκατονταετηρίδας της Γαλλικής Επανάστασης, τα ζητήματα μνήμης που διακυβεύονταν μετατράπηκαν σε ριζικά ζητήματα. Η Τρίτη Δημοκρατία, ελάχιστα ακόμη σταθεροποιημέ
νη και διεκδικήτρια της κληρονομιάς του 1789, όφειλε να κάνει απολύ- τως δημοφιλή μια θετική άποψη του γεγονότος. Το συντηρητικό όμως στρατόπεδο μπορούσε να στηριχτεί στην τεράστια επιτυχία που συνάντησε το έργο του Taine σχετικά με την καταγγελία των αδικημάτων της Επανάστασης. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1881, μια ομάδα ριζοσπαστών δημοκρατών με επικεφαλής τον Hippolyte Carnot, έναν από τους γιους του «μεγάλου Carnot», δημιουργεί ένα νέο περιοδικό, La Revolution franqaise, καθώς επίσης και μια επιτροπή επιφορτισμένη με την συλλογή «τεκμηρίων σχετικά με τη δημόσια εκπαίδευση από το 1789 μέχρι το 1808». Στην αρχή, πρόκειται για μια επιχείρηση καθαρά «μνημονική»: Όπως το βεβαιώνει το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια η συντακτική επιτροπή, σε σύνολο επτά μελών, δεν περιλαμβάνει κανέναν πανεπιστημιακό. Στην ομάδα κυριαρχούν σε μεγάλο βαθμό πολιτικοί και δημοσιογράφοι, ερασιτέχνες της ιστορίας, όπως ο Jules Claretie. Αλλωστε, το περιοδικό διακηρύσσει ότι δημιουργήθηκε με σκοπό τον εορτασμό της Εκατονταετηρίδας. Το πρώτο άρθρο με τίτλο «Ενότητα της Γαλλικής Επανάστασης» αναπαράγει τη θέση που υπερασπίζονται οι ριζοσπάστες. Η Επανάσταση αποτελεί ένα «σύνολο». Δεν μπορούμε κατά συνέπεια να αντιπαραβάλ- λουμε το 1789 στο 1793, όπως οι μετριοπαθείς δημοκράτες ή οι φιλελεύθεροι το έκαναν μέχρι τότε. Στο πρώτο τεύχος αφθονούν διατυπώσεις του είδους: «Ιδού τι ήθελε η Γαλλία το 1789. Ιδού τι θέλει η σημερινή Γαλλία». Συγχρόνως, το περιοδικό δημοσιεύει «ανέκδοτα τεκμήρια» σχετικά με την Επανάσταση. Ο μόνος ποιοτικός συγγραφέας που παρουσιάζεται στα πρώτα τεύχη δεν είναι άλλος από τον Alphonse Aulard, καθηγητή στη Φιλοσοφική Σχολή του Poitiers, ο οποίος υπογράφει ένα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
άρθρο γύρω από την ευφράδεια του Le Chapelier. Κατά τη διάρκεια των επομένων χρόνων το περιοδικό θα εγκαταλείψει προοδευτικά αυτή την καθαρά μνημονική στρατηγική, για να υιοθετήσει ολοένα και περισσότερο την προοπτική της επιστημονικής έρευνας. Έτσι, οι πανεπιστημιακοί αποκτούν τον έλεγχο του περιοδικού σε βάρος των «ερασιτεχνών» ιστορικών, αυτών των ριζοσπαστών αγωνιστών που το δημιούργησαν. Το 1886 αποτελεί μια σημαντική ημερομηνία σε αυτή τη διαδικασία. Ο Δήμος του Παρισιού, στον οποίο ηγείται μια ριζοσπαστική ομάδα, αναθέτει πράγματι στον Aulard τη διδασκαλία ενός μαθήματος σχετικά με την Επανάσταση, που η έναρξή του έγινε παρουσία του Cle- menceau. Αυτή η διδασκαλία θα αποτελέσει το προηγούμενο για τη δημιουργία μιας έδρας στη Σορβόνη το 1891, η οποία θα επιτρέψει όχι μόνο μια μεγαλύτερη απήχηση αυτής της διδασκαλίας, αλλά και ενσω- μάτωση της Επανάστασης στην πανεπιστημιακή έρευνα, προτείνοντας θέματα διδακτορικών διατριβών συμφώνων με τους κανόνες της ιστορικής μεθόδου. Την ίδια χρονιά, οι αρμοδιότητες της επιτροπής του 1881 μεταβιβάζονται στην Επιτροπή Ιστορικών και Επιστημονικών Μελετών του Υπουργείου Παιδείας. Η Επιτροπή αυτή θα δημοσιεύσει περισσότερους από εβδομήντα τόμους τεκμηρίων, από τους οποίους οι τριάντα τρεις τόμοι αποτελούν το Recueil des Actes du Comite de salut public. Παράλληλα, βοηθούντος του αγωνιστικού ενθουσιασμού, η έρευνα γύρω από την Επανάσταση αποκτά μια συλλογική διάσταση. Ένας μεγάλος αριθμός «Επιτροπών της Εκατονταετηρίδας» δημιουργούνται στους νομούς της Γαλλίας. Για το συντονισμό των εργασιών αυτών των επιτροπών, οι συντάκτες της Revolution franqaise ιδρύουν το 1888 την Εταιρεία Ιστορίας της Γαλλικής Επανάστασης. Τα καταστατικά της καταδεικνύουν τέλεια τη σπουδαιότητα που αποκτά στο εξής το επιστημονικό διάβημα. Η Εταιρεία θέλει να ευνοήσει τις επιστημονικές εργασίες των μελών της, να ενθαρρύνει τους δεσμούς ανάμεσα σε ιστορικούς, να δημοσιεύσει ανέκδοτα τεκμήρια. Συγκεντρώνει ακόμη ένα μεγάλο αριθμό ερασιτεχνών, στο εξής όμως οι πανεπιστημιακοί ιστορικοί ασκούν ένα διευθυντικό ρόλο. Το 1887, ο Aulard εμφανίζεται ως «διευθυντής-αρχι- συντάκτης». Η πολιτική προτίμηση των υπευθύνων δεν αναφέρεται πια, ούτε και τα ονόματα των μελών της συντακτικής επιτροπής. Στο προλο- γικό σημείωμα που απευθύνεται στους αναγνώστες, αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το περιοδικό «θα επιτείνει ακόμη τον ανιδιοτελή και επιστημονικό χαρακτήρα των εργασιών του: Θέλει να αποτελέσει ένα όργανο
[ 6 2 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
αναφοράς όλων όσοι ενδιαφέρονται για την ιστορία της μεγάλης μας εθνικής κρίσης». Μια έκκληση για συνεργασία απευθύνεται στους ικανότερους ιστορικούς, καθηγητές, δημοσιογράφους. Όπως η Revue historique που δημιουργήθηκε το 1876 από τον Gabriel Monod (η οποία σύντομα αποτέλεσε ένα πρότυπο επιστημονικής δημοσίευσης), διευκρινίζεται ότι η Revolution franqaise δεν θα δέχεται παρά μόνο πρωτότυπες μελέτες, που θα στηρίζονται στις πηγές. Οι συντάκτες θέλουν να μετα- τρέψουν το περιοδικό σε «ένα όργανο εργασίας χρήσιμο στους Γάλλους και ξένους ιστορικούς». Δύο χρόνια αργότερα, το 1889, ένας νέος υπότιτλος υιοθετείται. Ο τίτλος «Revue historique» αντικαθίσταται από τον «Revue d’histoire moderne et contemporaine». Ένα προλογικό σημείωμα διευκρινίζει ότι σκοπός αυτής της αλλαγής είναι να δοθεί μεγαλύτερο εύρος στο περιοδικό. «Είναι βέβαιο ότι αν θέλουμε να φωτίσουμε ορισμένα τμήματα της σύγχρονης ιστορίας, θα το κάνουμε ως ιστορικοί και όχι ως πολιτικοί και θα παραμείνουμε πιστοί στην αμερόληπτη μέθοδό μας». Έχουμε εδώ τη διαβεβαίωση ότι είναι η μελέτη της Γαλλικής Επανάστασης που εγκαινίασε την ιστοριογραφία της σύγχρονης Γαλλίας. Η επαναστατική περίοδος γίνεται αντιληπτή, πράγματι, ως μια εναρκτήρια πράξη που δεσμεύει όλη τη μεταγενέστερη περίοδο μέχρι την παρούσα μνημόνευσή της. Οι συντηρητικοί δεν θα κάνουν λάθος σε σχέση με αυτό. Θα αντισταθούν άμεσα δημιουργώντας την Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας, της οποίας σκοπός είναι, και εδώ, η δημοσίευση τεκμηρίων γύρω από τ^ν ιστορία της Γαλλίας από το 1789 και μετά. Η Εταιρεία αυτή θα εξαφανιστεί το 1927, λίγο πριν από τη διάλυση της Εταιρείας Ιστορίας της Επανάστασης (1934).
υτή η βίαιη ενσωμάτωση της ιστορίας της Γαλλικής Επανάστασηςστο επιστημονικό πεδίο απεικονίζεται και από την αλλαγή των
ενασχολήσεων των ιστορικών. Το παράδειγμα του Alphonse Aulard είναι σε αυτή την περίπτωση ενδεικτικό. Απόφοιτος της Ecole Normale, καθηγητής ρητορικής, όπως είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, χρωστά την έδρα του στη Σορβόνη όχι στις ειδικές του γνώσεις σχετικά με την Επανάσταση, αλλά στην πολιτική του στράτευση στο πλάι των δημοκρατών. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να μετατραπεί γρήγορα σε ένθερ
0 Alphonse Aulard μέσα από τα έργα του
[ 6 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
μο υπερασπιστή της ιστορικής μεθόδου. Ας διαβάσουμε το προλογικό σημείωμα που εμφανίζεται στο πρώτο του έργο Histoire politique de la Revolution franqaise (1901, σ. XII): «Θέλησα, στο μέτρο των δυνάμεών μου, να επιτελέσω έργο ιστορικού και όχι να υπερασπιστώ μια θέση. Φιλοδοξώ η δουλειά μου να μπορέσει να θεωρηθεί ένα παράδειγμα εφαρμογής της ιστορικής μεθόδου στη μελέτη μιας εποχής που διαστρεβλώθηκε από το πάθος και το μύθο». Όπως ο Seignobos την ίδια εποχή, ο Aulard εκτιμά ότι η εφαρμογή αυτής της μεθόδου απαιτεί από τον ιστορικό να συμβουλευτεί το σύνολο των διαθέσιμων τεκμηρίων. Γι’ αυτόν το λόγο προτίμησε την πολιτική προσέγγιση. Διευκρινίζει πράγματι ότι η «ασφάλεια» σχετικά με τα τεκμήρια που χρησιμοποίησε προέρχεται από τη φύση του θέματός του. Έχοντας δουλέψει γύρω από τα πολιτικά γεγονότα, «δεν φοβάμαι ότι μου ήταν υλικά αδύνατον να γνωρίσω όλες τις πηγές». Και προσθέτει ότι είναι δυνατόν, για τον ιστορικό που δουλεύει γύρω από την επεξεργασία μιας πολιτικής ιστορίας της Επανάστασης, «σε είκοσι χρόνια, να διαβάσει τα απαραίτητα τεκμήρια». Αυτή η αντίληψη της «ιστορικής μεθόδου» οδηγεί τον Aulard να δηλώσει: «Όποιος θέλει να επιχειρήσει μια οικονομική και κοινωνική ιστορία της Επανάστασης θα καταλήξει σε μια επιφανειακή μελέτη, επεξεργασμένη από δεύτερο ή τρίτο χέρι». Πράγματι, σε αυτόν τον τομέα, οι πηγές είναι διάσπαρτες, «πράγμα που απαγορεύει σε ένα μόνο άνθρωπο να συμβουλευτεί όλα τα τεκμήρια, ακόμη και τα βασικά». Το απόσπασμα αυτό είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι αν οι «πατέρες θεμελιωτές» της ιστορικής μεθόδου παραμέλησαν την οικονομική και κοινωνική ιστορία, δεν είναι για ιδεολογικούς λόγους, αλλά γιατί η προτίμηση για την κριτική των τεκμηρίων δεν τους επέτρεπε να μελετήσουν παρά μόνο τομείς που αποτέλεσαν ήδη το αντικείμενο μιας «αρχειοθέτησης». Γ ια τον ίδιο λόγο ο Aulard θα συμβάλει στη συλλογική προσπάθεια που αποβλέπει στη συγκέντρωση ενός μεγάλου όγκου τεκμηρίων με οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα, έτσι ώστε οι διάδοχοί του να μπορέσουν να ανοίξουν αυτόν το νέο ερευνητικό δρόμο γύρω από την Επανάσταση.
Το δεύτερο έργο που πρέπει να αναφέρουμε για να δείξουμε αυτή τη θέληση εγγραφής της ιστορίας της Επανάστασης στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης είναι ο λίβελος, που προέρχεται από ένα μάθημα στη Σορ- βόνη τον οποίο ο Aulard (1907) δημοσιεύει εναντίον του Taine. Όπως δείχνει το κείμενο στο παράρτημα αυτού του κεφαλαίου, αυτό που ο Aulard καταλογίζει στον Taine είναι ότι υπήρξε τυφλός από πάθος και
[ 64 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
ότι θεωρούσε την ιστορία ένα απλό λογοτεχνικό είδος, αγνοώντας όλους τους μεθοδολογικούς κανόνες. Τα σκληρά του σχόλια δείχνουν ότι για το θεμελιωτή της πανεπιστημιακής ιστορικής έρευνας σχετικά με την Επανάσταση, «το έργο του ιστορικού», είναι πριν απ’ όλα η παραγωγή γνώσεων γύρω από το παρελθόν χάρη στην κριτική μελέτη των «πρωτογενών» τεκμηρίων. Αντίθετα από τον Taine που αναζητούσε στα κιβώτια των αρχείων στοιχεία που να επιτρέπουν τη νομιμοποίηση της αρνητικής άποψης την οποία είχε για την Επανάσταση, ο Aulard υπερασπίζεται ένα αντίθετο διάβημα που εξετάζει τα τεκμήρια χωρίς προκαθορισμένη ιδέα, για να δημιουργήσει με βάση αυτά μια νέα γνώση σε σχέση με αυτή την περίοδο. Έτσι αντιλαμβάνεται «την αντικειμενικότητα». Η σπουδαιότητα που αποδίδεται στις «πρωτογενείς» εργασίες και η άρνηση των «αποδεικτικών» χρήσεων του αρχείου αποτελούν πολύ σημαντικά κεκτημένα της έρευνας, χάρη στα οποία η ιστορία της Επανάστασης πήρε τις αποστάσεις της από τη μνήμη. Ωστόσο, η αδυναμία της επιχειρηματολογίας του Aulard είναι προφανής.
Πώς να πιστέψουμε σε αυτή τη διεκδίκηση αντικειμενικότητας, όταν γνωρίζουμε ότι είναι πολιτικοί λόγοι που ώθησαν τη δημοκρατική εξουσία να δημιουργήσει αυτή την έδρα και να την εμπιστευτεί σε έναν πιστό οπαδό της; Βλέπουμε ότι η λατρεία της ιστορικής επιστήμης έχει στόχο να αποδείξει, σε τελευταία ανάλυση, την υπεροχή του δημοκρατικού καθεστώτος. Η αλήθεια είναι εγγεγραμμένη στα τεκμήρια και αρκεί σε κάθε καλό^στο ερευνητή να εξετάσει προσεκτικά αυτά τα τεκμήρια για να συμπεράνει τα οφέλη της Επανάστασης και της Δημοκρατίας. Στον επίλογο της πολιτικής του ιστορίας, δεν διστάζει άλλωστε να δηλώσει: «Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ένα πολιτικό και κοινωνικό ιδεώδες». Όσοι της άσκησαν κριτική μπέρδεψαν αυτό το ιδεώδες με τις ατελείς πρακτικές εφαρμογές του μέχρι σήμερα. Είναι όμως χρέος των νέων γενεών να εισαγάγουν αυτό το ιδεώδες στα γεγονότα. Συμπέρασμα που ευθυγραμμίζεται πλήρως με τον πολιτικό αγώνα που διεξάγει η Τρίτη Δημοκρατία στο τέλος του 19ου αιώνα. Αυτό όμως που μου φαίνεται πολύ σημαντικό είναι ότι, στο εξής, ένας ιστορικός δεν μπορεί πια, χωρίς τον φόβο να γίνει αναξιόπιστος, να χρησιμοποιήσει άμεσα την ιστορία για να υπηρετήσει μια πολιτική υπόθεση. Από εδώ και πέρα, η σχέση ανάμεσα στους δύο κόσμους είναι έμμεση, εξαιτίας άλλωστε του γεγονότος ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα των ιστορικών απέκτησε μια ορισμένη αυτονομία σε σχέση με την εκάστοτε εξουσία. Ο Aulard, χρησιμο
5 [ 6 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ποιώντας το επιχείρημα της «επιστήμης» για να αποδυναμώσει τη συντηρητική άποψη που υπερασπίζεται ο Taine, θα συμβάλει εξάλλου στη συγκρότηση ενός όπλου που σύντομα θα στραφεί εναντίον του. Με την εγκατάσταση των ριζοσπαστών στις διευθυντικές θέσεις, ο ίδιος θα γίνει ένας αξιωματούχος του καθεστώτος. Τον συναντούμε περισσότερο συχνά στις επίσημες τελετές και τα σαλόνια παρά στις βιβλιοθήκες και τις αίθουσες των αρχείων. Οι μαθητές του, που συμμετέχουν λιγότερο σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, έχουν περισσότερο χρόνο να δουλέψουν. Έτσι, καθώς αυτοί έμαθαν την «ιστορική μέθοδο» όταν ήταν φοιτητές, δεν θα αργήσουν να στρέψουν κατά του Aulard το επιχείρημα που ο τελευταίος είχε χρησιμοποιήσει εναντίον του Taine.
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΠΑΛΗ ΓΕΝΕΩΝ
Η επιρροή των πανεπιστημιακών
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας οικειοποίησης της Γαλλικής Επανάστασης από την επιστημονική έρευνα πραγματοποιείται στις αρχές του 20ού αιώνα με τη γενιά των πρώτων μαθητών του Aulard.
Οι διδακτορικές διατριβές γύρω από το θέμα πολλαπλασιάζοντας ταυτόχρονα με μια τεράστια συλλογική δουλειά που επιτρέπει τη διαφοροποίηση των εργαλείων έρευνας: βιβλιογραφικοί οδηγοί, κατάλογοι αρχείων κ.λπ., που συχνά δεν αφορούν μόνο την επαναστατική περίοδο. Πρέπει να υπογραμμίσουμε, ως προς αυτό, το ρόλο του Pierre Caron που δημοσιεύει κυρίως ένα Manuel critique pour Vetude de la Revolution franqaise και ένα Repertoire methodique de I’histoire moderne et contemporaine de la France, μετά το 1898. Αυτή τη στιγμή η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης αποκτά πραγματικά μια δική της ταυτότητα στο εσωτερικό της ιστορικής επιστήμης. Ο δυναμισμός αυτός έχει ως αρνητική συνέπεια τη μερική περιθωριοποίηση των εργασιών των μη πανεπιστημιακών ιστορικών. Η μικρή επιρροή που συναντά το έργο του Augustin Cochin (1921) αποτελεί μια καλή ένδειξη. Αρχειοθέτης, συντηρητής, αποτελεί ένα δηλωμένο εχθρό της Δημοκρατίας. Στα βιβλία του σχετικά με τον ιακωβινισμό και τις εταιρείες μελέτης, ενσωματώνει τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία, θέτοντας το πρόβλημα της σχέσης του ατόμου με
[ 66 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
την κοινωνία. Στη γραμμή του Tocqueville, εκτιμά ότι ο ιακωβινισμός σή- μανε το θρίαμβο των «εταιρειών μελέτης» που γεννήθηκαν το 18ο αιώνα, σύλλογοι από τους οποίους αφαιρέθηκε, σύμφωνα με αυτόν, κάθε πραγματική κοινωνική ύπαρξη σε αντίθεση με τις «συντεχνίες» του Παλαιού Καθεστώτος που υπερασπίζονταν πραγματικά επαγγελματικά και κοινωνικά συμφέροντα. Για το λόγο αυτόν, βλέπει στον ιακωβινισμό μια πρώτη εμφάνιση της δημοκρατίας ως πολιτικού συστήματος που στηρίζεται σε αφηρημένες σχέσεις (F. Schrader, 1992).
Νέες πολιτικές διαχωριστικές γραμμές
ν αυτό το είδος μελετών δεν προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον στουςπανεπιστημιακούς ιστορικούς, είναι επειδή στις αρχές του 20ού
αιώνα, το πρόβλημα που τους απασχολεί, δεν είναι πια η νομιμοποίηση της Δημοκρατίας. Το νέο καθεστώς γίνεται στο εξής αποδεκτό από τη μεγάλη πλειονότητα των Γάλλων. Είναι ακόμη στο εσωτερικό του δημοκρατικού ρεύματος που οι διαφορές εντείνονται. Σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι η μελέτη της Επανάστασης προσελκύει κατά προτεραιότητα τους «επαναστάτες» της σκέψης. Αναμφισβήτητα, αυτό εξηγεί ότι σε κάθε στιγμή ριζοσπαστικοποίησης της γαλλικής πολιτικής ζωής αναδύεται μια ριζοσπαστικοποίηση της ιστοριογραφίας της Επανάστασης: Οι «ριζοσπάστες» που αντιπροσώπευαν αρχικά την αριστερή πτέρυγα του δημοκρατικού κινήματος, ξεπερνιούνται από τους σοσιαλιστές από τις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως χάρη στον Jean Jaures, που θα παίξει μεγάλο ρόλο στην προώθηση οικονομικών και κοινωνικών ερευνών σχετικά με την Επανάσταση. Μετά τη νίκη των μπολσεβίκων και τη δημιουργία του PCF (Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας), η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης γνωρίζει μια νέα στροφή προς τα αριστερά, της οποίας ηγείται ο Albert Mathiez, και μετά ο Albert Soboul. Η προτίμηση αυτή για τις επαναστατικές εμπειρίες μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι από τι5 «ρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα ο τομέας αυτός της ιστορικής έρευνας υπήρξε, επίσης, ένας κατεξοχήν χώρος ανάπτυξης πολεμικών ανάμεσα σε ιστορικούς.
[ 6 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η πολεμική Aulard - Mathiez
Albert Mathiez: ένας άνθρωπος του λαού
Η πολεμική που για δύο δεκαετίες θα φέρει αντιμέτωπους το μαθητή Albert Mathiez με το δάσκαλό του Alphonse Aulard δείχνει την
ολοκλήρωση της διαδικασίας μετατροπής της έρευνας σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση σε επάγγελμα στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Mathiez είναι ένας από τους πρώτους και πιο λαμπρούς μαθητές του Aulard. Είναι ένα καθαρό προϊόν της νέας Σορβόνης, όχι μόνο γιατί αποτελεί μέρος των πρώτων αυξήσεων του αριθμού των φοιτητών που χάρη στη μεταρρύθμιση του 1903 είχαν τη δυνατότητα να συντάξουν τις δύο διδακτορικές τους διατριβές στα γαλλικά (ενώ μέχρι τότε η δεύτερη διδακτορική διατριβή συντασσόταν στα λατινικά), αλλά και επειδή ο Mathiez αποτελεί ένα τέλειο παράδειγμα της πραγματικής δημοκρατικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης που επέτρεψαν οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Καταγόμενος από μια αγροτική οικογένεια της Haute- Saone, σύμφωνα με τα λεγάμενα του βιογράφου του James Friguglietti(1974), ο Mathiez θα διατηρήσει μια διαρκή μνησικακία απέναντι στον αλκοολικό πατέρα του, του οποίου η συζυγική βία ανάγκασε τη μητέρα του σε διαζύγιο και εξορία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Άριστος μαθητής, φοίτησε στο γυμνάσιο Lakanal όπου προετοιμάστηκε και πέτυχε στο διαγωνισμό της Ecole normale. Ο Mathiez, εξαιτίας της λαϊκής του καταγωγής, αλλά και εξαιτίας του οξύθυμου τού χαρακτήρα του, επιδιώκοντας σταθερά τη σύγκρουση (η καριέρα του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και κατόπιν στην ανώτατη, είναι γεμάτη από προβλήματα με την ιεραρχία και τους συναδέλφους του), πολύ στενός φίλος του Charles Peguy, γοητεύτηκε ξαφνικά από τη Γαλλική Επανάσταση. Από την εποχή του πτυχίου του (maitrise) μέχρι το θάνατό του, θα της αφιερώσει όλη του την ερευνητική ζωή. Γι’ αυτόν, η ενασχόληση με τη Γαλλική Επανάσταση δεν συνιστά απλώς μια επιλογή του καλύτερου δυνατού θέματος που θα του επιτρέψει να αρχίσει μια λαμπρή καριέρα. Έτσι, η επιλογή του «ιστορικού επαγγέλματος» εμφανίζεται ως ένα είδος στράτευσης, όπου καταργείται το όριο ανάμεσα σε προσωπική ζωή και επαγγελματική δραστηριότητα. Το 1925, γράφει σε ένα φίλο του: «Για να καταλάβει κανείς την Επανάσταση, και γενικότερα την ιστορία, πρέπει να προέρχεται από το λαό, να έχει γνωρίσει προσωπικά τι σημαίνει πόνος».
[ 68 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
Όπως πολλοί πανεπιστημιακοί προερχόμενοι από λαϊκούς χώρους, θα πιστέψει κατά γράμμα τους επίσημους λόγους που εγκωμιάζουν την αξία της επιστήμης, την καθαρή και αμερόληπτη έρευνα. Η στράτευση αυτή στην επαναστατική έρευνα συμβαδίζει εξάλλου με τις αγωνιστικές δραστηριότητές του. Ο Mathiez συμμετέχει ενεργά στη γέννηση του συνδικαλιστικού κινήματος στο χώρο των καθηγητών. Είναι αγωνιστής της Ligue des droits de l’homme από την ίδρυσή της (1898). Μετά τον πόλεμο, υποστηρίζει τη Ρώσικη Επανάσταση. Για ένα χρονικό διάστημα συνοδοιπόρος του PCF, παίρνει ωστόσο τις αποστάσεις του και πολύ νωρίς καταγγέλλει τις σταλινικές δίκες.
Οι πρώτες του εργασίες
0 Mathiez, εξαιτίας του προφίλ του, εμφανίζεται ως ένας κατεξοχήν νεοσύλλεκτος για τους δημοκράτες ιστορικούς. Για το λόγο αυτόν,
ενώ ακόμη είναι μαθητής στην Ecole normale, ο Aulard τον παίρνει υπό την προστατευτική του σκέπη και δέχεται να διευθύνει την πτυχιακή του εργασία, και κατόπιν τις διδακτορικές του διατριβές. Από την εποχή αυτή, του ανοίγει τις στήλες του περιοδικού του La Revolution franqaise. Ο Mathiez, ως αντάλλαγμα, δεν διστάζει να μεγεθύνει τη φήμη του δασκάλου του δημοσιεύοντας ένα άρθρο στη Revue des Charentes (31 Μαρτίου 1905), όπου γράφει ότι ο Aulard «προσωποποιεί την πολιτική ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, όπως ο Sorel τη διπλωματική ιστορία». Ο Mathiez ενσωματώνεται με ενθουσιασμό στην ομάδα των δημοκρατών ιστορικών που επιθυμούσαν να αναπτύξουν την επιστημονική ιστορία της Επανάστασης. Γίνεται μέλος της Societe de la Revolution franqaise από το 1900. Συγχρόνως, συμβάλλει στην ίδρυση της Societe d’ histoire moderne. Κατά τη διάρκεια της πρώτης γενικής της συνέλευσης, τον Ιούλιο του 1901, παρουσιάζει μια έκθεση που δείχνει το ενδιαφέρον του για τη συλλογική δουλειά: «Η εταιρεία μας δεν πρέπει να είναι μια Ακαδημία, αλλά περισσότερο ένα μέρος όπου κουβεντιάζουμε και ταυτόχρονα ένα ερευνητικό εργαστήρι [...]. Θέλουμε να αισθανόμαστε σε αυτήν μεταξύ μας, μεταξύ συντρόφων, δείχνοντας εμπιστοσύνη, όπου θα απουσιάζει κάθε στενοχώρια και κάθε σύμβαση» (αναφέρεται από τον J. Friguglietti, 1974, σ. 48).
[ 6 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Μια διδακτορική διατριβή αντικείμενο διχογνωμιών
Ο Mathiez, έπειτα από μια διπλωματική εργασία αφιερωμένη στην «κριτική αποτίμηση των ημερών της 5ης και 6ης Οκτωβρίου 1789»,
τέλεια ένδειξη της πολιτικής ιστορίας που διακηρύσσει ο Aulard, υποστηρίζει μια διδακτορική διατριβή (1903) η οποία δείχνει καλά ότι από αυτή την εποχή, σύμφωνα με αυτόν, το έργο της ανανέωσης στην ιστορία, δεν είναι πια απλώς, ούτε ακόμη κυρίως, η παραγωγή ανέκδοτων τεκμηρίων προς ανασκευή των προγενέστερων ερμηνειών. Είναι η ανανέωση του ίδιου του θέματος που αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο. Η κύρια διδακτορική του διατριβή που αναφέρεται στη θεοφιλανθρωπική θρησκεία σηματοδοτεί μια πρώτη ρήξη με την πολιτική ιστορία. Σε αυτήν υπολανθάνει η μέριμνα για την απόρριψη των αρνητικών αναγνώσεων που δόθηκαν σε προγενέστερη περίοδο από τους συντηρητικούς ιστορικούς. Βλέπουμε όμως να διαφαίνονται ήδη τα στοιχεία μιας διαμάχης στο εσωτερικό του πανεπιστημιακού κόσμου. Πιο συγκεκριμένα, ο Mathiez, όπως θα το διατυπώσει ρητά αργότερα, αμφισβητεί τα φώτα που ο δάσκαλός του Aulard πρότεινε για αυτή τη νέα θρησκεία. Ο Mathiez, με- τατρέποντας τις δύο λατρείες του Δεύτερου Έτους της Επανάστασης σε πραγματικές θρησκείες, καταστρέφει πραγματικά τη διατριβή αυτού του τελευταίου, ο οποίος έβλεπε σ’ αυτές μια τεχνητή πίστη. Σύμφωνα με τον Mathiez, επειδή μερικοί πατριώτες απογοητεύτηκαν από το διαχωρισμό του κλήρου από το κράτος, στράφηκαν προς ένα νέο θρησκευτικό κίνημα: τη χριστιανική φιλανθρωπία. Η δεύτερη διδακτορική διατριβή του Mathiez, αφιερωμένη στις πηγές των επαναστατικών λατρειών (1903), αποτελεί μια ακόμη προσφορά. Δείχνει ότι, από αυτή την εποχή, ορισμένοι ιστορικοί επιδιώκουν να ανανεώσουν τον ερευνητικό τους τομέα, αναπτύσσοντας προβληματικές δανεισμένες από τις κοινωνικές επιστήμες που γεννιούνται τότε. Το υπογραμμίζει ο ίδιος στο εισαγωγικό μέρος: «Θέλησα απλώς να δείξω μια νέα προοπτική για τη μελέτη των επαναστατικών τελετουργιών. Υποστήριξα μια θέση. Έδωσα ως στήριγμα ορισμένα επιχειρήματα, αλλά γνωρίζω πρώτος πόσο ατελές και προσωρινό είναι το σχέδιο που χάραξα. Ωστόσο, όπως είναι, θα προκαλέσει ίσως τη συζήτηση. Μου αρκεί αυτή η συζήτηση να στραφεί κατά κάποιον τρόπο προς όφελος της ιστορικής επιστήμης». Η δεύτερη διδακτορική διατριβή, απαλλαγμένη από τους καταναγκασμούς των λατινικών, εμφανίζεται έτσι ως μια άσκηση όπου ο ιστορικός μπορεί να ριψοκινδυνέψει. Έχουμε
[ 7 0 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
εδώ το πρώτο συγκεκριμένο παράδειγμα μιας ιστορικής έρευνας που στρέφεται προς την κοινωνιολογία. Πράγματι, είναι η ανάγνωση ενός άρθρου του Emile Durkheim γύρω από τον ορισμό των θρησκευτικών φαινομένων, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Annee Sociologique, που τον παρακίνησε να κάνει αυτή την επιλογή. Σίγουρα, η πολιτική συγκυρία (βρισκόμαστε στην αιχμή της συζήτησης σχετικά με το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος) και οι προσωπικές πεποιθήσεις του Mathiez, ένθερμου οπαδού της εκκοσμίκευσης, εξηγούν αυτό το ενδιαφέρον για μια σκέψη που επιχειρεί να ορίσει κοινωνιολογικά τη θρησκεία. Ο στόχος είναι να δείξει ότι η «επινοημένη» από τους επαναστάτες τελετουργία, υποκαθιστώντας την καθολική θρησκεία, μπορεί να θεωρηθεί πραγματική θρησκεία, γιατί παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά του θρησκευτικού φαινομένου, όπως το όρισε ο Durkheim. Δυστυχώς, η προσπάθεια αυτή στις αρχές του 20ού αιώνα αποτελεί ένδειξη της αδυναμίας συνάντησης μεταξύ ιστορίας και κοινωνιολογίας. Οι οπαδοί του Durkheim, που μάχονται για την είσοδο της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο, κινητοποιούνται τότε εναντίον του «ιμπεριαλισμού» των ιστορικών. Ξαφνικά, ακόμη και αυτοί ανάμεσά τους που χρησιμοποιούν τις εργασίες των κοινωνιολόγων, απορρίπτονται. Ο Marcel Mauss, ο ανιψιός και κύριος συνεργάτης του Durkheim, ασκεί κριτική στη διατριβή του Mathiez με μια ορισμένη συγκατάβαση. Σύμφωνα με αυτόν, «Η μεθοδολογία του Mathiez [είναι] ουσιαστικά ιστορική. Το συγκεντρωμένο τεκμηριωτικό υλικό δεν εξετάζεται από μια ακόμη και κατά το ήμισυ κοινωνιολογική άποψη». Ο ιστορικός που θα μπορούσε να είναι ένας εν δυνάμει σύμμαχος των κοινωνιολόγων θα γίνει ο σκληρός αντίπαλός τους, πολλαπλασιάζοντας τις πικρόχολες κριτικές εναντίον όσων υπερασπίζονται την κοινω- νιολογία. Η διατριβή του Mathiez απορρίπτεται και από τους ιστορικούς. Το να επικαλείται κανείς ρητά τον Durkheim που εμφανίζεται τότε, για πολλούς ανάμεσά τους, ως ένα είδος «διαβόλου» που ισχυρίζεται ότι τους εξηγεί τι είναι πραγματικά η ιστορία, αποτελεί μια πρόκληση. Κατά την υποστήριξη της διατριβής, ένα μέλος της επιτροπής αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Mathiez, πράγμα που προκαλεί μια βίαιη λογομαχία με αυτόν τον τελευταίο. Οι σύντροφοί του, που δημοσιεύουν περιλήψεις στη Revolution franqaise ή στη Revue d ’Histoire Moderne et Contemporaine, αμφισβητούν την ιδέα, σύμφωνα με την οποία, την επαναστατική θρησκεία μπορούμε να τη δούμε, στην ουσία της, ταυτόσημη με άλλες λατρείες. Του προσάπτουν ότι διαστρέβλωσε τη θέση του Durkheim. Δια
[ 7 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
βάζοντας όμως μέσα από τις γραμμές, είναι την άποψη του «σεβαστού τους δασκάλου» Aulard που επιχειρούν να υπερασπιστούν. Οι κριτικές αυτές εξηγούνται και από την κατάσταση ανταγωνισμού στην οποία βρίσκονται αυτοί οι νέοι άνθρωποι. Την εποχή εκείνη, ο αριθμός των πανεπιστημιακών ιστορικών δεν ξεπερνούσε συνολικά τους εκατό. Οι ειδικοί της σύγχρονης ιστορίας μετριούνταν ακόμη στα δάχτυλα του ενός χεριού, γιατί ο αριθμός των ατόμων που ακολουθούσαν ανώτατες σπουδές ήταν πολύ περιορισμένος. Όταν το 1911 ο Mathiez διορίζεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Besangon, δεν έχει συνολικά παρά δώδεκα φοιτητές. Σε αυτές τις συνθήκες, οι θέσεις είναι σπάνιες, κυρίως η απόκτηση μιας θέσης στο Παρίσι. Είναι λοιπόν προτιμότερο να μην αντιτίθεται κανείς σε αυτούς που ελέγχουν τους διορισμούς. Ο Mathiez θα πληρώσει το τίμημα για να το μάθει. Παραμένει καθηγητής Λυκείου μέχρι το 1911. Besangon, κατόπιν Dijon: Θα πραγματοποιήσει το ουσιαστικό μέρος της καριέρας του στην επαρχία. Ενώ είναι παγκόσμια αναγνωρισμένος και είναι, από όλους τους ιστορικούς της Επανάστασης, αυτός που διαθέτει το μεγαλύτερο αριθμό δημοσιεύσεων, η υποψηφιότητά του για τη διαδοχή του Aulard στη Σορβόνη, το 1922, απορρίπτεται. Η απόφαση της επιτροπής είναι εύγλωττη: «Δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε λυπηρό το γεγονός ότι ο Μ. Mathiez είναι μερικές φορές ταυτόχρονα ένας λιβελο- γράφος και ένας ιστορικός». Ήδη πριν από τον πόλεμο, ο Mathiez, σε ένα γράμμα προς τον Charles Peguy, γράφει ότι ενώ ήλπιζε σε μια υποτροφία του Ινστιτούτου για να μπορέσει να συνεχίσει τις έρευνές του σε καλές συνθήκες, δεν έχει αυταπάτες: «Φοβάμαι μήπως η Ακαδημία θεωρήσει τα βιβλία μου ανατρεπτικά». Το 1926, στον πρόλογο του έργου του για τον Δαντόν (1926, σ. 7) εκφράζει την πικρία του: «Λιγότερο ευνοημένος από άλλους που πέρασαν όλη τους την πανεπιστημιακή ύπαρξη στο Παρίσι, κοντά σε μεγάλα αποθέματα βιβλίων και αρχείων και που μπορούσαν, αν το ήθελαν, να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στην επαναστατική ιστορία, της οποίας άλλωστε τη διδασκαλία είχαν επωμιστεί, εγώ έπρεπε να δουλεύω τις αγαπημένες μου έρευνες κατά τη διάρκεια των διακοπών, στις στιγμές ξεκούρασης, σε εξαιρετικές συνθήκες [...] στη διάρκεια του πολύ σύντομου ελεύθερου χρόνου που μου άφηναν τα επαγγελματικά μου καθήκοντα». Ο Mathiez θα καταλάβει μια θέση στη Σορβόνη το1928, αντικαθιστώντας τον Philippe Sagnac που έφυγε για το Κάιρο. Θα πεθάνει όμως μερικά χρόνια αργότερα (το 1932), εξαντλημένος από το καθήκον.
[ 7 2 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
Δαντόν ή Ροβεσπιέρος;
Το κεντρικό ζήτημα της διαμάχης που ξεσπά το 1907, αφορά το ρόλο που έπαιξαν ο Δαντόν και ο Ροβεσπιέρος κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ο Aulard, πεπεισμένος οπαδός του Δαντόν, παρουσίαζε
πάντα μια πολύ αρνητική άποψη για τον Ροβεσπιέρο, ενώ ο Mathiez έγι- νε πολύ γρήγορα ένας φλογερός οπαδός του Ροβεσπιέρου. Για το λόγο αυτόν δημιουργεί, το 1907, την Εταιρεία Μελετών για τον Ροβεσπιέρο όπου συμμετέχουν καθηγητές της ανώτατης εκπαίδευσης, μη πανεπιστημιακοί ιστορικοί, όπως ο Maurice Dommanget (1888-1976), δάσκαλος και συνδικαλιστής που δεν σταμάτησε να μάχεται εναντίον του διαχωρισμού της ιστορίας για τις μάζες και της ιστορίας για τους ειδήμονες και πολιτικοί. Η Εταιρεία εκδίδει ένα περιοδικό, τα Annales d’histoire de la Revolution franqaise και επιχειρεί τη δημοσίευση της δικής της συλλογής τεκμηρίων. Η επιτυχία αυτής της πρωτοβουλίας φαίνεται από το γεγονός ότι, από τη δεκαετία του 1920, αριθμεί περισσότερα από τριακόσια μέλη, ξεπερνώντας την Εταιρεία του Aulard που δεν θα επιβιώσει μετά το θάνατο του ιδρυτή της.
Από τον πρώτο τόμο αυτών των Annales, ο Mathiez στρέφει εναντίον του δασκάλου του τα επιχειρήματα που αφορούν την «ιστορική μέθοδο». Σε ένα γράμμα, γράφει: «Όλα τα ζητήματα που αυτός ο δημοσιογράφος προσέγγισε πρέπει να επανεξεταστούν». Συμβολικά, στρέφεται κατά του 'βιβλίου τού αφιερωμένου στον Taine για να δείξει ότι ούτε ο Aulard δεν εφαρμόζει τις μεθοδολογικές συμβουλές που δίνει γενναιόδωρα. Υπογραμμίζει ότι για τη σύνταξη του κεφαλαίου που αφιέρωσε στη Συντακτική, στο έργο του Histoire politique de la Revolution, o Aulard δεν συμβουλεύτηκε παρά μόνο εννέα κιβώτια αρχειακού υλικού, έναντι πενήντα για τον Taine. Άλλωστε, οι συλλογές τεκμηρίων που δημοσιεύτηκαν υπό τη διεύθυνση του Aulard είναι, σύμφωνα με τον Mathiez, γεμάτες λάθη. Εκτός από τη διαμάχη αυτή σχετικά με την κριτική των πηγών, ένα πιο πρωτότυπο επιχείρημα της κριτικής που ασκεί στον Aulard είναι ότι δεν εφάρμοσε στο κείμενο του Taine την «ερμηνευτική» προοπτική, την οποία οι ιστορικοί εκθειάζουν στο εξής για τη μελέτη των παλιών τεκμηρίων. Ο Aulard, παρασυρμένος από την ορμή του, δεν έκανε την προσπάθεια να επανατοποθετήσει την ανάλυση του αντιπάλου του στο πλαίσιό της. «Την εξετάζει ως εάν παρουσιάστηκε χθες, ως εάν ο συγγραφέας της εκπαιδεύτηκε στις καλές μεθόδους που διδάσκονται σήμε
[ 73 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ρα στη Σορβόνη, που δεν διδάσκονταν όμως σ’ αυτήν εκείνον τον καιρό. Μεταχειρίζεται τον Taine όπως θα μεταχειριζόταν έναν υποψήφιο διδάκτορα την ημέρα της υποστήριξης της διδακτορικής του διατριβής». Τέλος, ο Mathiez καθιστά σχετικό το κριτήριο της μεθόδου: «Δεν πρέπει οι απλοϊκοί αναγνώστες να φανταστούν, διαβάζοντάς τον, ότι πρόκειται για ένα μεγάλο ιστορικό, επειδή δεν κάνει ποτέ λάθη σχετικά με τις αρχειακές αναφορές». Για αυτόν, πράγματι, όπως είδαμε παραπάνω, προ- κειμένου να εκτιμήσουμε το ενδιαφέρον μιας ιστορικής έρευνας, η νεότητα του θέματος και των ερευνητικών υποθέσεων πρέπει να αποτελούν σημεία εξίσου σημαντικά με την κριτική των πηγών.
Αυτή η διαμάχη σηματοδοτεί μια αποφασιστική στιγμή στην ιστοριογραφία της Επανάστασης και ολόκληρης της σύγχρονης περιόδου. Κατά πρώτο λόγο, θέτει τέλος στο όνειρο μιας ενωμένης, αλληλέγγυας επιστημονικής κοινότητας που μόνη της έγνοια είναι η αλήθεια. Στα επόμενα κεφάλαια θα δούμε ότι αυτή η διαλεκτική του ενθουσιασμού και της απογοήτευσης θα αναπαραχθεί, στη συνέχεια, σε άλλους τομείς της σύγχρονης ιστορικής έρευνας. Ενώ η αρχή της «ελεύθερης συζήτησης» θεωρήθηκε εμβληματικά ουσιώδης στον ορισμό της ιστορικής επιστήμης, οι υπέρμαχοί της δεν καταφέρνουν να τη θέσουν σε εφαρμογή. Αν ο Mathiez ήρθε σε ρήξη με την ομάδα των ιστορικών της Επανάστασης, είναι γιατί δεν αποδέχτηκε την κριτική που του έγινε για τις πρώτες του εργασίες. Ούτε και ο Aulard θα αποδεχτεί τις παρατηρήσεις που του απευθύνει ο παλιός φοιτητής του. Για αυτό δεν θα του απαντήσει, προκαλώντας για μια ακόμη φορά το σαρκασμό του Mathiez: «Η σιωπή της περιφρόνησης δεν είναι παρά η απάντηση της υπερηφάνειας». Συναντούμε εδώ μια άλλη σταθερά των εσωτερικών σχέσεων του κόσμου των ιστορικών: Αυτοί που κατέχουν μια κυρίαρχη θέση στο θεσμό δεν απαντούν στην κριτική των «outsiders» γιατί η απάντηση θα ήταν ένας τρόπος να τους αποδοθεί η σπουδαιότητα που οι πρώτοι τους αρνούνται.
Αυτή η διαμάχη επιβεβαιώνει επίσης ότι κάθε ιστορικός που επιθυμεί να αμφισβητήσει μια άποψη που αναπτύχθηκε παλαιότερα πρέπει στο εξής να προωθήσει επιστημονικά επιχειρήματα. Ο Mathiez προεκτείνει και ενισχύει τον ορισμό της ιστορίας που επεξεργάστηκαν οι μεθοδιστές. Σε μια «δήλωση πίστης» που χρονολογείται από το 1924, υπερασπίζεται και αυτός έντονα την αρχή της αντικειμενικότητας: «Να μην δηλώνει κανείς τίποτε παρά μόνο βασιζόμενος σε σίγουρες αποδείξεις, να μην θεωρεί ακριβές παρά μόνο εκείνο που βεβαιώνεται από πληροφορημέ-
1 7 4 }
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
νους και αξιόπιστους μάρτυρες, να μην κρίνει τους ανθρώπους και τα πράγματα του παρελθόντος παρά μόνο σύμφωνα με τους τρόπους σκέψης και κρίσης που χρησιμοποιήθηκαν στην εποχή τους, να απορρίπτει αδίστακτα τις προκατειλημμένες ή εσφαλμένες ερμηνείες που κυκλοφορούν από τους ιστορικούς, ακόμη και τους πλέον αξιόπιστους, τέλος, να μην υπηρετεί παρά μόνο την αλήθεια και να ομολογεί όλη την αλήθεια, αυτός είναι ο σταθερός μας κανόνας, τον οποίο δεν είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε για να τον θυσιάσουμε στις σημερινές μόδες».
Συγχρόνως όμως, ο Mathiez, περισσότερο ακόμη και από τον παλιό του δάσκαλο, προσεγγίζει την Επανάσταση με τον τρόπο ενός εισαγγελέα επιφορτισμένου με την υπόδειξη των ενόχων (Δαντόν) και την αποκατάσταση των θυμάτων (Ροβεσπιέρος). Εξάλλου καταλήγει να ταυτιστεί εντελώς με τον ήρωά του, μετατρέποντας τη μάχη κατά της «διαφθοράς» στον πανεπιστημιακό κόσμο σε ένα από τα προσφιλή του θέματα. Είναι ο Alphonse Aulard που αποτελεί και πάλι το στόχο της: «Η επιστήμη δεν του παρουσιάζεται ποτέ παρά μόνο με κριτικές του Mathiez τη μορφή χορηγήσεων, προεδριών, παρασήμων, αποστολών κ.λπ. Επειδή έχει το χέρι στον κρουνό των αξιωμάτων, πιστεύει ότι είναι ανίκητος». Και το 1913 προσθέτει: «Υπάρχει λοιπόν περισσότερο επείγουσα δουλειά από το να αντιτάξει κανείς στη δημοκρατία των εφησυ- χασμένων και των προσαρμοσμένων τη δημοκρατία των πεπεισμένων και των ανιδιοτελών, στη δημοκρατία πηγή κερδών τη δημοκρατία των αρχών;». \
Μια ολόκληρη ζωή στην υπηρεσία της επιστήμης
Τ ο έργο του Mathiez δείχνει ωστόσο την πρόοδο που σημείωσε η ιστορική έρευνα από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Από τη
μία πλευρά, τα θέματα έρευνάς του εμφανίζονται πολύ διαφοροποιημένα. Εκτός από τα έργα του σχετικά με τον Δαντόν ή τον Ροβεσπιέρο, μελέτησε το θρησκευτικό ζήτημα, το ζήτημα των ξένων, αλλά και το οικονομικό ζήτημα. Επηρεασμένος από τον Jaures, θα γράψει πολλά άρθρα σχετικά με το οικονομικό θέμα, που συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο του Vie chere (1927). Ο Mathiez όμως είναι κυρίως ένας από τους πρώτους ιστορικούς της Επανάστασης που ελέγχει όλες τις όψεις της ιστορικής γραφής. Θεωρείται επιστήμονας και όχι συγγραφέας. Για αυτό δημοσιεύει
[ 7 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
κυρίως άρθρα σε ειδικά περιοδικά, τα οποία συχνά στη συνέχεια συγκεντρώνει σε τόμους. Αντίθετα με τις προηγούμενες γενιές ιστορικών (συ- μπεριλαμβανομένης αυτής του Aulard), δεν αντιλαμβάνεται πια τη δημοσίευση ενός γενικού έργου σχετικά με την Επανάσταση ως ένα αφετη- ριακό σημείο ή ως ένα καθαυτό τέλος. Είναι, αντίθετα, το επιστέγασμα μιας καριέρας. Η στιγμή κατά την οποία ο ιστορικός συγκεντρώνει, συνθέτει το σύνολο των «προκαταρκτικών» γνώσεων που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια μιας ζωής εργασίας. Η διάρθρωση ανάλυση/σύνθεση δομεί στο εξής, πράγματι, την καριέρα ενός ιστορικού. Στον πρόλογο του βιβλίου του Δαντόν (1926, σ. 7), γράφει: «Η σύντομη και δυνατή σύνθεση που μου ζητούν δεν είναι ακόμη ώριμη [...]. Οι λεπτομερείς μελέτες που ακολουθώ εδώ και είκοσι χρόνια είναι εργασίες προσέγγισης». Όπως υπογράμμισε ο Henri-Irenee Marrou (1961, σ. 1531), η υπεροχή του Mathiez και των ιστορικών της γενιάς του σε σχέση με τον Aulard συνίσταται στο γεγονός ότι τα γενικά γραπτά κείμενά τους σχετικά με την Επανάσταση στηρίζονται σε ένα μεγάλο αριθμό προκαταρκτικών μελετών με βάση «πρωτογενές υλικό». Εργασίες που μπορούν να ενσωματωθούν κάλλιστα σε μια σύνθεση που είναι «το έργο μιας ομοιογενούς ομάδας, μιας πραγματικής ιστορικής σχολής της οποίας όλοι o l ερευνητές [έχουν] την ίδια εκπαίδευση, την ίδια μέθοδο, το ίδιο πνεύμα».
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η επιρροή του Jean Jaures
Α κόμη και αν ο Albert Mathiez στα συμπεράσματα του βιβλίου του Vie chere αμφισβητεί τις ευθύνες της αστικής τάξης στην ανάπτυξη του πληθωρισμού το 1793, παρέμεινε πάντα στενά προ-
σκολλημένος στην πολιτική ιστορία των γεγονότων. Ωστόσο, από το τέλος του 19ου αιώνα, ορισμένοι ανάμεσα στους μαθητές του Aulard δεσμεύονται εμβληματικά σε μια στενά οικονομική και κοινωνική προσέγγιση. Ο ρόλος που παίζει ο Jean Jaures, ο ίδιος παλιός μαθητής της Ecole normale, είναι από αυτή την άποψη αποφασιστικός. Μετά την αποτυχία του στις εκλογές του 1898, ο επικεφαλής του σοσιαλιστικού ρεύματος αναλαμβάνει να γράψει μια λαϊκή ιστορία της Επανάστασης, της οποίας
[ 7 6 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
η πρώτη δημοσίευση χρονολογείται το 1900. Ο Jaures αποδίδει προνομιακή θέση στις οικονομικές και κοινωνικές όψεις, ενώ ταυτόχρονα αποδίδει σημαντική θέση στο λαό. θ α συντάξει τους τέσσερις πρώτους τόμους μιας δημοσίευσης η οποία θα περιλάβει συνολικά δώδεκα, οι άλλοι συνεργάτες του ανήκαν όλοι στη σοσιαλιστική κίνηση. Ο Jaures θα παίξει εξίσου ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία, το 1903, της «Επιτροπής ερευνών και δημοσίευσης τεκμηρίων σχετικών με την οικονομική ζωή της Επανάστασης», η οποία θα μετατραπεί στην «Επιτροπή της Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Επανάστασης». Αποτελούμενη από δώδεκα πανεπιστημιακούς, τρεις αρχειοθέτες, τρεις βουλευτές και τρεις γερουσιαστές, η Επιτροπή αριθμεί συνολικά είκοσι επτά μέλη. Μετά τον Jaures (1903-1914), ο Louis Barthou (1914-34) και ο Edouard Herriot (1935-40), ο ένας μετά τον άλλον θα γίνουν πρόεδροί της. Επικεντρωμένα στο Έτος II, τρία σώματα τεκμηρίων πριμοδοτοΰνται κατ’ αρχάς: τα Cahiers de doleances του 1789, η πώληση των εθνικών αγαθών και το πρόβλημα των μέσων επιβίωσης. Ο Jaures, επιθυμώντας να υποχωρήσει «μπροστά στους επαγγελματίες της ιστορίας», παραχωρεί την πραγματική διεύθυνση της Επιτροπής στον Alphonse Aulard. To 1904 δημιουρ- γούνται νομαρχιακές επιτροπές για τη συγκέντρωση των πηγών. Περισσότεροι από εξήντα τόμοι των Cahiers de doleances δημοσιεύονται. Όλοι οι Γάλλοι ειδήμονες επιστρατεύονται. Αυτή η νέα προοπτική γοητεύει τους νέους ιστορικούς που θέλγονται από το σοσιαλισμό, όπως ο Philippe Sagnac. )^πό το 1898, αυτός υποστήριξε μια διατριβή με τίτλο La Legislation civile de la Revolution franqaise (1789-1804), που μπορούμε να την θεωρήσουμε ως την πρώτη σημαντική μελέτη της σύγχρονης ιστορίας, επικεντρωμένη στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Στον πρόλογο ο Sagnac υπογραμμίζει ότι θέλησε να προτείνει «ένα δοκίμιο κοινωνικής ιστορίας» επειδή οι ιστορικοί μέχρι τότε παραμελούσαν το κοινωνικό έργο της Επανάστασης. Εμβληματικά, αναφέρει επακριβώς τους στόχους που επιδίωξε: «Πώς οι επαναστάτες θέλησαν να επηρεάσουν την κατανομή των περιουσιών, με βάση ποιες θεωρίες, ποια μέσα; Αυτό ερευνήσαμε. Γράψαμε έτσι κατά μεγάλο μέρος μια ιστορία των αγροτικών τάξεων της Γαλλίας κατά την Επανάσταση, που ελπίζουμε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε αργότερα. Αποτελεί το κύριο κοινωνικό ζήτημα, που συνδέεται με την πάλη εναντίον του παλιού αγροτικού καθεστώτος, εναντίον των φεουδαρχών και κυρίως εναντίον του κλήρου». Προσθέτει otl πρόκειται εδώ για έναν τομέα ελάχιστα εξερευνημένο.
[ 77 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Δεν υπάρχει κανένα έργο που να είναι αφιερωμένο σε αυτόν. Ο Philippe Sagnac, που δεν είχε τα ίδια κίνητρα με τον Mathiez, θα λιποτακτήσει αρκετά γρήγορα από το έδαφος της επιστημονικής έρευνας. Θα διευθύνει, μαζί με τον μελετητή του Μεσαίωνα Louis Halphen, τη συλλογή «Peuples et Civilisations» και θα δημοσιεύσει το 1926, σε συνεργασία με τον Georges Lefebvre και τον Raymond Guyot, ένα συνθετικό έργο σχετικά με την Επανάσταση. Εκλεγμένος στην έδρα του Aulard στη Σορβό- νη, θα διδάξει κατόπιν στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου για πολλά χρόνια. Μετά την επιστροφή του, θα δημιουργήσει το Κέντρο Μελετών της Γαλλικής Επανάστασης, που ήταν συνδεδεμένο με το Ινστιτούτο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας της Σορβόνης, και θα αναλάβει το περιοδικό του Aulard La Revolution franqaise. Τελικά, μπορούμε να σκεφτούμε ότι η κύρια συμβολή του στην ιστοριογραφία της Επανάστασης συνίσταται στη θέληση να εγγράψει τα επαναστατικά αυτά γεγονότα σε μια διεθνή προοπτική. Την προοπτική αυτή θα επεκτείνουν μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ιστορικοί όπως ο Jacques Godechot και ο Robert Palmer.
Η συμβολή του Georges Lefebvre
Ένα αργοπορημένο έργο
0 ιστορικός που πραγματικά εξύψωσε την οικονομική και κοινωνική ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, υπήρξε ο Georges Lefebvre.
Έχοντας και αυτός λαϊκή καταγωγή, γεννημένος την ίδια χρονιά με τον Mathiez, είναι, ωστόσο, ένας ιστορικός πολύ λιγότερο πρόωρος από αυτόν τον τελευταίο. Έχοντας το μειονέκτημα ότι δεν ήταν απόφοιτος της Ecole normale, θα διδάξει για μεγάλο διάστημα στο Λύκειο και δεν θα υποστηρίξει τη διδακτορική του διατριβή, παρά το 1924. Χάρη όμως στην εξαιρετική του ικανότητα για δουλειά και τη μακροβιότητά του (διορίζεται καθηγητής στη Σορβόνη στη θέση του Sagnac το 1937, σε ηλικία 63 ετών. Θα συνεχίσει όμως να γράφει πρακτικά μέχρι το θάνατό του, το 1959), θα ασκήσει αποφασιστική επιρροή στους νέους ιστορικούς της Επανάστασης που θα υποστηρίξουν τις διδακτορικές τους διατριβές μετά τον πόλεμο.
Η σπουδαιότητα του έργου του Georges Lefebvre συνίσταται στο γεγονός ότι εγκατέστησε μια σχέση ανάμεσα στην πολιτική ιστοριογραφία
[ 7 8 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
των αρχών του 20ού αιώνα και την οικονομική και κοινωνική ιστορία των Annales. Η διδακτορική του διατριβή, για παράδειγμα, μοιάζει πολύ περισσότερο στο δεδομένο πρότυπο των theses d’Etat που υποστηρίζονταν στα χρόνια 1950-1970, παρά σε εκείνη του Mathiez. Ενώ αυτός ο τελευταίος έκανε τέσσερα χρόνια για να την τελειώσει, ο Lefebvre (1926) δεν θα ολοκληρώσει τη δουλειά που άρχισε το 1904 σχετικά με τους αγρότες της βόρειας Γαλλίας κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, παρά είκοσι χρόνια αργότερα. Το κείμενο της διατριβής είναι 886 σελίδες, o l πηγές και η βιβλιογραφία 18 σελίδες, τα παραρτήματα 114 σελίδες. Στην εισαγωγή, ο συγγραφέας αναγνωρίζει το χρέος του απέναντι στις εργασίες του Philippe Sagnac, αλλά και απέναντι σε έναν Ρώσο ιστορικό που σήμερα έχει ξεχαστεί, τον Loutchisky, που πρώτος μελέτησε τη μικρή ιδιοκτησία την εποχή της Επανάστασης (το 1895 σε ένα τεύχος της Revue historique). Αλλά και εδώ, η επιρροή του Jaures φαίνεται ότι υπήρξε αποφασιστική. Ό χι μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι η έμφαση δόθηκε στις λαϊκές τάξεις, αλλά και γιατί, και κυρίως χάρη, στη συλλογική δουλειά δημοσίευσης τεκμηρίων που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Επανάστασης. Ο Lefebvre υπογραμμίζει ότι οι συλλογές σχετικά με την ιστορία των μέσων επιβίωσης τον βοήθησαν ουσιαστικά στη μελέτη του.
Μια ιστοριογραφική στροφή
Η παραπάνω διατριβή σηματοδοτεί μια στροφή στην ιστοριογραφία της σύγχρονης περιόδου γιατί, στο εξής, δεν είναι πλέον ένα πολι
τικό ζήτημα (το θρησκευτικό, νομοθετικό ή οικονομικό έργο που πραγματοποιήθηκε από τις επαναστατικές κυβερνήσεις) που αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή της έρευνας, αλλά ένα καθαρά κοινωνικό ζήτημα: Σε τι η Επανάσταση άλλαξε, συγκεκριμένα, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων του λαού; Για πρώτη φορά, η Επανάσταση εξετάζεται από «τα κάτω». Ξαφνικά, τα κοινωνικά ζητήματα δεν γίνονται πλέον αντιληπτά ως συνέπεια πολιτικών αποφάσεων (πράγμα που αποτελούσε την προοπτική του Mathiez), αλλά εξετάζονται «αυτά καθαυτά». Πιο συγκεκριμένα, ο Georges Lefebvre υιοθετεί και αυτός την ιδέα που εκτέθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ότι οι πράξεις των ατόμων εξηγούνται από παράγοντες που δεν ελέγχουν. Στην προκειμένη περίπτωση από παράγοντες οικονομικής τάξης. Η οικονομία εμφανίζεται εδώ ως η «βά
[ 7 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ση», η «υποδομή» όλης της κοινωνικής ζωής. Οι έρευνες σχετικά με την κατάσταση της ιδιοκτησίας το 1789 και τις ανατροπές που προκάλεσαν τα επαναστατικά μέτρα χρησιμεύουν στο να αναδείξουν ανάγλυφα την κοινωνική διαστρωμάτωση. Αυτή η προσέγγιση με όρους «συνολικής» ιστορίας απαιτεί την υιοθέτηση ενός σχετικά περιορισμένου πλαισίου. Για αυτόν το λόγο ο Lefebvre περιορίζεται στην περιοχή της βόρειας Γαλλίας, εγκαινιάζοντας αυτό που αργότερα θα αποκαλέσουμε «επαρχιακή μελέτη» της ιστορίας της Γαλλίας. Όπως υπογραμμίζει στην εισαγωγή, μόνο μια «συλλογική οργάνωση της εργασίας θα επέτρεπε να αγκαλιάσουμε ένα έδαφος μεγάλης έκτασης». Ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα σκιαγραφείται εδώ, που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο τέλος αυτής της τεράστιας έρευνας, ο Georges Lefebvre φτάνει στο ακόλουθο συμπέρασμα: στα τέλη του Παλαιού Καθεστώτος, η βόρεια Γαλλία είναι μια ακμάζουσα περιοχή. Ένας στους δέκα αρχηγούς οικογένειας, περίπου, είναι ανεξάρτητος. Η αγροτική εύπορη τάξη δεν αποτελεί παρά μια μειονότητα, αλλά πλουτίζει. Μια βαθιά κοινωνική δυσαρέσκεια υπάρχει ωστόσο, που οφείλεται στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, οι «νοικοκυραίοι», δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς βοηθήματα, ενώ οι «ημερομίσθιοι εργάτες γης» ζουν μονάχα με το μισθό τους. Όταν η αστική τάξη των πόλεων τούς παρακινεί να εξεγερθούν, στρέφονται εντελώς φυσικά κατά της αριστοκρατίας. Αλλά την αγροτική επανάσταση, παρά τα φαινόμενα, πρέπει να τη δούμε ως ένα συμβιβασμό ανάμεσα στην αστική τάξη (που επωφελείται σε μεγάλο βαθμό από την κατάργηση της δεκάτης και των φεουδαρχικών δικαιωμάτων) και την αγροτική δημοκρατία. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή η ταυτόχρονα κοινωνική και πολιτική επανάσταση δεν επικράτησε. Ο Ιερέας παραμένει ο κύριος στην ύπαιθρο. Ακόμη και αν οι αγρότες διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στους επαναστάτες, επειδή απέσπασαν τα χωριά τους από την κυριαρχία της αριστοκρατίας, για αυτούς «η Επανάσταση δεν υπήρξε ποτέ ένα ενιαίο σύνολο» (σ. 885).
Ο Lefebvre θα επεκτείνει και θα διευρύνει τα συμπεράσματα της διατριβής του στις μεταγενέστερες εργασίες του, προκειμένου να διακρίνει τις διάφορες «επαναστάσεις» που συγκροτούν την Επανάσταση. Εκτός από αυτά τα πεδία οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, ανοίγει και ένα νέο δρόμο με το βιβλίο του La Grande Peur (1932), που θεωρείται το πρώτο παράδειγμα της ιστορίας των νοοτροπιών. Το ουσιαστικό σημείο,
[ 8 0 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
σε ό,τι μας απασχολεί εδώ, συνίσταται στο γεγονός ότι ο Georges Lefebvre είναι ο πρώτος ιστορικός της σύγχρονης περιόδου που έθεσε σε εφαρμογή την ιστορία-πρόβλημα την οποία εγκωμίαζαν, την ίδια εποχή, οι ιδρυτές των Annales. Στο έργο αυτό, υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ένας ιστορικός μπορεί να συνεχίσει την επιστημονική του εργασία μετά τη διδακτορική του διατριβή. Στόχος του δεν είναι πλέον η καταγγελία ή η αποκατάσταση αυτού ή εκείνου του προσώπου ή κόμματος. Επιδιώκει να επιλύσει ένα ζήτημα επιστημονικής τάξης, μελετώντας πώς οι φήμες μιας αριστοκρατικής συνωμοσίας διαδόθηκαν στις αγροτικές περιοχές στην αρχή της Επανάστασης. Και με βάση αυτό το ζήτημα συγκεντρώνει το τεκμηριωτικό του υλικό. Στον πρόλογο εξηγεί ότι στηρίχτηκε στις υπάρχουσες μελέτες και ότι τις συμπλήρωσε με προσωπικές έρευνες σε αρχεία. Και για να δικαιολογήσει αυτό το είδος έρευνας, που βρίσκεται ανάμεσα στη διδακτορική διατριβή και τη σύνθεση, δηλώνει «ότι επισημαίνοντας τα προς επίλυση ζητήματα και υποδεικνύοντας λύσεις, έχουμε μια τύχη να προκαλέσουμε και να προσανατολίσουμε νέες έρευνες».
Συνολικά, ο Georges Lefebvre μπορεί να θεωρηθεί ο ιστορικός που άρχισε να οικοδομεί μια οικονομική και κοινωνική ιστορία που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε και ως «ιστορία των γεγονότων». Η ιστορία αυτή βρίσκεται σε ρήξη με την πολιτική ιστορία, με την έννοια ότι ο Lefebvre επιδιώκει να εξηγήσει τα πολιτικά γεγονότα με βάση άλλους παράγοντες, παράγοντες που περιγράφει ως «υπολανθάνοντες» ή πιο «βαθείς». Στο La Grande Peur, για παράδειγμα, υιοθετεί την υπόθεση του Taine: η πείνα καθορίζει το φόβο, επειδή πολλαπλασιάζει τους περιπλανώμενους και τους ληστές. Βρισκόμαστε εδώ ήδη στην προοπτική που θα αναπτύξει στη συνέχεια ο Ernest Labrousse: είναι οι οικονομικοί παράγοντες που καθορίζουν τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Ωστόσο, ο Lefebvre δεν υπερβαίνει το όριο που θα τον οδηγούσε να «πνίξει» το επαναστατικό γεγονός μέσα σε επεξηγήσεις μακράς διάρκειας. Παρόμοια, φαίνεται πολύ συγκρατημένος απέναντι στις στατιστικές μεθόδους. Για αυτόν, πράγματι, η οικονομική και κοινωνική ιστορία «δεν προτείνει τη διατύπωση συμπερασμάτων που να ισχύουν παντοτινά και για όλες τις χώρες, αλλά μόνο να περιγράφουν σε μία δεδομένη εποχή, για μία δεδομένη περιοχή, σε ειδικές ιστορικές συνθήκες, την οικονομική και κοινωνική οργάνωση ενός ιδιαίτερου έθνους» (1940, σ. 153).
6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Μια κοινωνία εξημερωμένη, αλλά πάντα διαιρεμένη
Στις δεκαετίες που ακολουθούν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ιστορικοί της Επανάστασης συγκροτούν μια μικρή επιστημονική κοινότητα με
επικεφαλής τον Georges Lefebvre. Παρόλο που δεν τη συνταράσσουν οι βίαιες πολεμικές που συγκλόνιζαν τον Albert Mathiez, τη διαπερνούν σημαντικές ιδεολογικές και επιστημονικές διαφορές. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ομάδες.
Η πρώτη αποτελείται από ιστορικούς που εμφανίζονται ως οι πλη- σιέστεροι στον Lefebvre και πραγματοποιούν έρευνες σχετικά με τα λαϊκά κινήματα (βλέπε κυρίως τις εργασίες σχετικά με το «επαναστατικό πλήθος» του Georges Rude).
Η δεύτερη ομάδα συγκροτείται από τους κληρονόμους του Sagnac, όπως ο Jacques Godechot και ο Robert Palmer. Είναι οπαδοί μιας «ατλαντικής προσέγγισης» των επαναστατικών φαινομένων και επιχειρούν να συγκρίνουν τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση.
Το τρίτο ρεύμα, που ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή, καλλιεργεί με κριτικό τρόπο την κληρονομιά του Mathiez. Κοντά στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF), στην ομάδα αυτή κυριαρχεί ο Albert Soboul (1958). Γραμματέας των Annales d ’Histoire de la Revolution franqaise, πρόεδρος της Εταιρείας Μελετών γύρω από τον Ροβεσπιέρο, εκλέγεται στη Σορ- βόνη το 1957, στην έδρα του Lefebvre. Έχοντας και αυτός λαϊκή καταγωγή, αφιέρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο κίνημα των sansculottes. Η κύρια συμβολή του συνίσταται στο γεγονός ότι μεταθέτει το κέντρο του ενδιαφέροντος, που μέχρι τότε ήταν επικεντρωμένο στον αγροτικό κόσμο, στο λαό των πόλεων. Οι δεσμοί του με τους διανοούμενους του PCF τον οδηγούν να συμμετάσχει ενεργά στις συζητήσεις σχετικά με τον ορισμό των κοινωνικών τάξεων, επιχειρώντας να συσχετίσει τους sans-culottes με την εργατική τάξη σύμφωνα με το μαρξιστικό ορισμό. Ο Soboul μπορεί να θεωρηθεί ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της ιστορίας «των γεγονότων» της Γαλλικής Επανάστασης. Η εκλογή του στη Σορβόνη οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο γεγονός ότι συνέχισε τον αγώνα του Lefebvre εναντίον εκείνων που ήθελαν να σχετικοποιή- σουν τη σπουδαιότητα της γαλλικής επαναστατικής στιγμής, ενσωματώ- νοντάς τη σε ένα ευρύτερο χωρικό και χρονικό πλαίσιο, στο όνομα της «μακράς διάρκειας» ή του «ατλαντικού χαρακτήρα» των επαναστατικών γεγονότων.
{ 8 2 }
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Ο πως την ιστορία της Επανάστασης μονοπώλησαν αρχικά οι «ερασιτέχνες» ιστορικοί, ασχολούμενοι κυρίως με τις πολιτικές διαμάχες της εποχής τους, παρόμοια, με την ιστορία των «διεθνών σχέσεων» ασχολήθηκαν κατ’ αρχάς οι διπλωμάτες (συνήθως συνταξιούχοι)
που επιθυμούσαν να αναδείξουν το ρόλο που έπαιξαν στην επεξεργασία συμβάσεων και συνθηκών ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις. Το πέρασμα από τη διπλωματική ιστορία στην ιστορία των διεθνών σχέσεων δείχνει μια διαδικασία μετατροπής της ιστορίας αυτής σε «επαγγελματική», έναν έλεγχο δηλαδή που ασκούν οι πανεπιστημιακοί, συγκρίσιμο με αυτόν που δείξαμε σε σχέση με τη Γαλλική Επανάσταση.
Η διπλωματική ιστορία του Albert Sorel
Σε έναν ορισμένο βαθμό,η «διπλωματική ιστορία» υπήρξε αφετηρια- κό σημείο της νεότερης ιστοριογραφίας. Ο Benedetto Croce ορίζει
πράγματι με αυτή την έκφραση την ιστορική προσέγγιση που ανέπτυξε ο Ranke το 19ο αιώνα, στην οποία αντιπαραθέτει τη «θετικιστική» ιστορία που υποστήριξε στη Γαλλία ο Taine. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό επειδή η «^ιπλωματική» ιστορία (που έχει στόχο την ανάδειξη της αυθεντικότητας των παλιών κειμένων) είναι μια βοηθητική ιστορία που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην επεξεργασία της ιστορικής μεθόδου. Με τον καιρό όμως, ο ορισμός της διπλωματικής ιστορίας περιορίστηκε. Σύμφωνα με τον Jacques Thobie (στο A. Burguiere, 1986, ό.π., σ. 198), η ιστορία αυτή «προτείνει την έκθεση και εξήγηση των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη διαμέσου της πολιτικής τους έκφρασης, με βάση τεκμήρια προερχόμενα από τα Υπουργεία των Εξωτερικών». Με την έννοια αυτή, η διπλωματική ιστορία είναι εξίσου παλιά με την ίδια τη διπλωματία. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο De Flassan δημοσίευσε μια Histoire generate et raisonne'e de la diplomatie franqaise jusqu’en 1809 σε επτά τόμους. Στις επόμενες δεκαετίες, τη διπλωματική ιστορία ενθάρρυνε σημαντικά ο Guizot, που υπήρξε ο ίδιος ταυτόχρονα ιστορικός και υπουργός των Εξωτερικών. Ο στόχος όμως αυτής της ιστοριογραφίας συνίσταται πολύ συχνά στην υπενθύμιση των περιπετειών των μυστικών διαπραγματεύ-
[ 8 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
σεων, τη δημοσίευση με σχολιασμό επίσημων τεκμηρίων, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις μέριμνες των ίδιων των διπλωματών.
Ο πόλεμος του 1870 σηματοδοτεί μια πρώτη ρήξη. Το τραύμα της ήττας ανοίγει πολύ γρήγορα το δρόμο στη θέληση κατανόησης των αιτιών της και υπόδειξης των υπευθύνων. Ο ιστορικός που έπαιξε έναν πρωτοποριακό ρόλο, σε αυτό το επίπεδο, είναι ο Albert Sorel. Κάτοχος της έδρας διπλωματικής ιστορίας από την ίδρυση της Ελεύθερης Σχολής Πολιτικών Επιστημών το 1872, το κύριο έργο του σχετικά με την Ευρώπη και την Επανάσταση (που αριθμεί επτά τόμους) συνενώνει τους δύο πόλους της ιστορίας των γεγονότων: τη Γαλλική Επανάσταση και τη διπλωματική ιστορία. Το 1875, δημοσίευσε μια ιστορία του γαλλογερμα- νικού πολέμου. Οπαδός του Taine, ο Sorel είναι ένας «θετικιστής» ιστορικός που επικαλείται, και αυτός, ρητά την «ιστορική μέθοδο», αρνούμε- νος να συμβάλει σε μια ιστορία που δεν θα είχε άλλο σκοπό από το να υπηρετεί αυτήν ή εκείνη την πολιτική κλίκα. Το παράθεμα, που δανείζεται από τον Guizot, και τοποθετεί ως προμετωπίδα αυτού του βιβλίου, είναι από αυτή την άποψη αποκαλυπτικό: «Οι ιστορικές εξηγήσεις δεν είναι δικαστικές αποφάσεις». Ωστόσο, ο Sorel αντιλαμβάνεται την αντικειμενικότητα της ιστορικής δουλειάς ως ένα είδος διαπίστωσης του ειδικού. Εξετάζει τα διάφορα έγγραφα του φακέλου, κατόπιν υποδεικνύει πού ανήκουν, κατά τη γνώμη του, οι ευθύνες και προτείνει λύσεις. Αφού υπογραμμίσει τη βιαιότητα των μαχών και την αυστηρότητα των συνθηκών ειρήνης, δηλώνει ότι η Γερμανία, η Ρωσία και η Ιταλία επωφελήθη- καν σε μεγάλο βαθμό από αυτόν τον πόλεμο, ενώ η Γαλλία, η Αγγλία και η Αυστρία υπέφεραν από αυτόν. «Παραμελήσαμε την εμπειρία των πατεράδων μας, είναι περισσότερο και από αναγκαίο να επιμείνουμε στα μαθήματα του παρόντος. [...] Η Γαλλία πρέπει να έχει στόχο, στο εξωτερικό, τη διατήρηση της ειρήνης και, στο εσωτερικό, τη μεταρρύθμιση του εθνικού πνεύματος». Το έργο αυτό, όπως τα άλλα γραπτά κείμενα του Sorel (εκλεγμένου λίγο αργότερα στη Γαλλική Ακαδημία), δεν περιέχει σχεδόν καθόλου βιβλιογραφικές αναφορές, ούτε και αντίστοιχες αρχειακές. Είναι οι μεγάλοι αυτού του κόσμου που αποτελούν τους ήρωες του έργου του.
Ο Sorel υπογραμμίζει ο ίδιος (1883, σ. 1) ότι στόχος της ιστορίας που προβάλλει είναι ο ορισμός «του χαρακτήρα των προσώπων, των προθέ- σεών τους, του ρόλου που διαδραμάτισαν, της δράσης που άσκησαν. Είναι οι άνθρωποι που έκαναν την ιστορία. Ο ιστορικός επιδιώκει να τους
[ 8 4 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
ξαναδώσει ζωή. Αν το κατορθώσει, εξάγει από την ιστορία το κύριο μάθημα, τη συμβουλή που αυτή δίνει για να ενδυναμώσει όσους της ζητούν φως και υποστήριξη». Όταν ο Fernand Braudel, στο άρθρο του σχετικά με τη «μακρά διάρκεια», ασκεί κριτική στην ιστορία-αφήγηση, είναι αυτό το είδος ιστορίας, που συγγενεύει με αυτήν που αποκαλούμε τώρα η «μικρή ιστορία», που στοχεύει. Σήμερα, κανένας ιστορικός άξιος αυτού του ονόματος, ούτε και αυτοί που εγκωμιάζουν μια «επάνοδο της αφήγησης», δεν θα μπορούσαν να επικαλεστούν αυτή την ιστορία.
Ένα άλλο ζήτημα μνήμης που διακυβεύεται
Α νάμεσα στη δεκαετία 1870 και τις αρχές του 20ού αιώνα, η φήμη του Sorel είναι τόσο μεγάλη που δεν έχει σχεδόν καθόλου ανταγω
νιστές στον τομέα της διπλωματικής ιστορίας, ανταγωνιστές που να επικαλούνται την ιστορική μέθοδο (εκτός ίσως από τον έΐϊε Halevy, και αυτός καθηγητής στη σχολή που διευθύνει ο Boutmy). Για τους λόγους που μνημονεύσαμε προηγουμένως, οι ιστορικοί της Σορβόνης αρνούνται να αναλάβουν ιστορικές έρευνες για μια τόσο πρόσφατη περίοδο. Η απήχηση όμως του Sorel στο ευρύ κοινό δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι η επιρροή του στον επιστημονικό κόσμο παραμένει περιορισμένη. Οι καθηγητές της Ελεύθερης Σχολής Πολιτικών Επιστημών είναι πράγματι περιθωριακοί στο επιστημονικό επίπεδο, γιατί ο θεσμός αυτός έχει προορισμό την εκπαίδευση λειτουργών και όχι ερευνητών. Όπως ο Taine ή ο Halevy, ο Sorel είναι πριν απ’ όλα καθηγητής και συγγραφέας. Δεν έχει όμως φοιτητές ικανούς να εμβαθύνουν τις γενικές υποθέσεις που διατυπώνει στα βιβλία του. Με τη δημοκρατικοποίηση όμως της γαλλικής πολιτικής ζωής και την εξάπλωση της καθολικής ψήφου, οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, που δεν αφορούσαν προηγουμένως παρά μόνο τους πρίγκιπες, προκαλούν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον στο ευρύ κοινό. Χάρη στον τύπο, οι διεθνείς κρίσεις γίνονται στο εξής θέματα που προκαλούν το πάθος της κοινής γνώμης. Στο επίπεδο της ιστορικής έρευνας, η εξέλιξη αυτή επιφέρει την αρχή της θεσμοθέτησης της διπλωματικής ιστορίας. Η Εταιρεία Διπλωματικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1886, η Revue d’Histoire Diplomatique το 1887. To 1898 συγκαλείται το πρώτο διεθνές συνέδριο που είναι αφιερωμένο στα ζητήματα αυτά. Αν όμως εξετάσουμε τη σύνθεση του πρώτου γραφείου της Εταιρείας, διαπιστώ
[ S5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
νουμε ότι η αριστοκρατία παίζει εκεί έναν καθοριστικό ρόλο. Με πρόεδρό της τον A. de Broglie, παλιό διπλωμάτη, υπουργό που η Τρίτη Δημοκρατία οδήγησε σε παραίτηση από τη θέση του, περιλαμβάνει επίσης ως σημαντικό μέλος τον μαρκήσιο De Beaucourt, ιδρυτή της Revue des Questions Historiques, πολύ γνωστό για την εχθρότητά του απέναντι στην αστική δημοκρατία. Στη δεκαετία του 1930, η επιρροή της αριστοκρατίας παραμένει πάντα πολύ καθοριστική. Η Revue d’Histoire Diplomatique διευθύνεται από μια επιτροπή τριάντα δύο μελών. Δεν βρίσκουμε όμως εκεί ούτε έναν πανεπιστημιακό. Για λόγους που εκθέσαμε σε σχέση με την Επανάσταση, η Τρίτη Δημοκρατία δεν μπορούσε να εγκαταλείπει εντελώς αυτό το έδαφος στον «εχθρό». Εδώ ακόμη, η αντεπίθεση οργανώνεται κατ’ αρχάς στο επίπεδο της διδασκαλίας. Ο Emile Bourgeois, επιφορτισμένος αρχικά με ένα μάθημα γύρω από την ιστορία της Επανάστασης στη Λυών, αναλαμβάνει στη συνέχεια τη διδασκαλία σχετικά με την ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας. Από το 1892, δημοσιεύει τον πρώτο τόμο του περίφημου Manuel historique de politique etrangere (που θα εκδοθεί τέσσερις φορές από το 1892 μέχρι το 1925), χάρη στο οποίο εκλέγεται μερικά χρόνια αργότερα στη Σορβόνη στην έδρα της διπλωματικής ιστορίας. Θέση που κατέχει συγχρόνως με εκείνη του λέκτορα στην Ecole normale και του καθηγητή της Ελεύθερης Σχολής Πολιτικών Επιστημών. Ο Emile Bourgeois ενσαρκώνει τέλεια το είδος της ιστορίας των γεγονότων που διακωμωδεί και καταγγέλλει ο Lucien Febvre στην περίληψη, την οποία παραθέσαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. Όπως ο Seignobos, ο Bourgeois ανήκει και αυτός στη μεταβατική γενιά ανάμεσα σε δύο εποχές της ιστορικής έρευνας. Είναι οι πολιτικές του σχέσεις και όχι οι επιστημονικές του ικανότητες που του επέτρεψαν να κάνει καριέρα. Πριν από τη δημοσίευση του εγχειριδίου του, δεν δημοσίευσε καμιά επιστημονική έρευνα σχετική με τη διπλωματική ιστορία. Αντίθετα από τον Aulard, δεν θα κάνει καμιά προσπάθεια για την απόκτηση δεξιοτήτων σε αυτόν τον τομέα, προτιμώντας να περιοριστεί σε γενικές δημοσιεύσεις που του εξασφαλίζουν τη δημόσια αναγνώριση και τη δημοσιότητα. Όλα τα γραπτά του καλλιεργούν τη σύγχυση ανάμεσα στην έρευνα και τη διδασκαλία της ιστορίας. Στον πρώτο τόμο του εγχειριδίου του, εμφανίζεται εμβληματικά ως ο πιστός υπολοχαγός του Lavisse, υπενθυμίζοντας τη διατύπωση του τελευταίου: «Το κύριο βάρος της εκπαίδευσης των πολιτών το αναλαμβάνει ο καθηγητής ιστορίας». Τονίζει όμως την εθνικιστική διάσταση του
[ 8 6 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
μηνύματος: «Η τύχη της Γαλλίας εξαρτάται σήμερα από την ίδια, μονάχα από την ίδια [...]. Η εθνική ιστορία αποτελεί τον καλύτερο οδηγό που μπορεί να ακολουθήσει για να πραγματοποιήσει το μεγάλο και ένδοξο αυτό καθήκον». Και προσθέτει: «Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί ένα διπλωματικό εγχειρίδιο, είναι ένα έργο για τη διδασκαλία και την ιστορία που δεν θα μάθει τίποτε στους έμπειρους διπλωμάτες, που θα μπορέσει όμως να προσφέρει στο δημόσιο φωτισμένους βοηθούς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ολόκληρο το Έθνος». Δεν βρίσκουμε στο παραπάνω έργο καμιά βιβλιογραφική αναφορά, καμιά σημείωση, καμιά αρχειακή αναφορά. Συνολικά παρουσιάζεται ως μια πραγματική λιτανεία γεγονότων, μαχών, διπλωματικών διαπραγματεύσεων από τη γένεση του γαλλικού κράτους. Ο τίτλος του έργου που δημοσιεύει την επομένη της ανακωχής αποτελεί ένα ολόκληρο πρόγραμμα: Les origines et les respon- sabilites de la Grande Guerre. Preuves et aveux (1921). Φορώντας το ένδυμα του εισαγγελέα, δίνει εμβληματικά τον τόνο: «Η Γερμανία εδώ και επτά χρόνια αρνείται, παρά τα φαινόμενα, παρά την ήττα, να αναγνωρίσει ότι μαζί με την Αυστρία ετοίμασε την αιματηρή επιχείρηση του 1914» (σ. VI).
Η ανάδυση μιας ιστορίας των διεθνών σχέσεων
0 ιδρυτής πάξέρας: Pierre Renouvin
ν έπρεπε να ορίσουμε τον «πρόδρομο» μιας πανεπιστημιακής διπλωματικής ιστορίας που να ανταποκρίνεται στα κριτήρια της
ιστορικής μεθόδου, το όνομα του Raymond Guyot (1911) επιβάλλεται. Το 1911, υποστηρίζει πράγματι μια διδακτορική διατριβή σχεδόν 1.000 σελίδων με τον τίτλο Le Directoire et la paix de ΓEurope που ανταποκρί- νεται καθ’ όλα στους κανόνες της Σορβόνης. Αναγνωρίζοντας τη σπου- δαιότητα του έργου του Albert Sorel και κυρίως του Γερμανού ιστορικού Sybel, συγγραφέα μιας Histoire de VEurope pendant la Revolution franqaise σε έξι τόμους, η δουλειά του Guyot διακρίνεται από τις μελέτες που δημοσιεύτηκαν προηγουμένως γύρω από το θέμα από το πλήθος των αρχείων που συμβουλεύτηκε, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στις γειτονικές χώρες. Ωστόσο, η προοπτική που υιοθετεί συγγενεύει με την παραδοσιακή διπλωματική ιστορία, όπως το δείχνει η «προβληματική»
[ 8 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
που παρουσιάζεται από το συγγραφέα στην εισαγωγή: «Η γαλλική κυβέρνηση πίστεψε, ναι ή όχι, στην ειλικρίνεια των προσφορών τους [των συμμάχων] και δέχτηκε να αφοπλιστεί; Η παρούσα εργασία αποτελεί ένα δοκίμιο που επιχειρεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση». Παρόλο που εξελέγη στη Σορβόνη το 1926, στη θέση του Charles Seignobos (εναντίον του Lucien Febvre), ο Raymond Guyot δεν θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ιστορίας των διεθνών σχέσεων. Ελάχιστα παραγωγικός, θα επιλέξει στη συνέχεια να προσανατολιστεί, και αυτός, προς τη μελέτη της Γαλλικής Επανάστασης. Έτσι, η διδακτορική του διατριβή θα συνενώσει δύο πόλους της ιστορίας των γεγονότων (την Επανάσταση και τη διπλωματική ιστορία).
Όπως ο Georges Lefebvre, ο πραγματικός «ιδρυτής πατέρας» της ιστορίας των διεθνών σχέσεων είναι, στην αρχή, ένας «outsider». Πράγματι, ο Pierre Renouvin δεν είναι απόφοιτος της Ecole normale, πράγμα που την εποχή εκείνη ήταν σπάνιο στον πανεπιστημιακό χώρο. Επιπλέον, υποστήριξε μια διδακτορική διατριβή που δεν είχε καμιά σχέση με τη διπλωματική ιστορία. Επικεντρωμένη στις επαρχιακές συνελεύσεις του 1787, η εργασία αυτή έχει σκοπό να δείξει ότι η Brienne φέρει την ευθύνη της αποτυχίας της μεταρρύθμισης του 1787. Πρόκειται λοιπόν για ένα κλασικό θέμα εσωτερικής πολιτικής που εγγράφεται στην προβληματική σχετικά με τις αιτίες της Επανάστασης. Αρχικά, οι λόγοι, με βάση τους οποίους θα οριστεί η τύχη του Renouvin, δεν είναι επιστημονικοί. Ο ίδιος, ανάπηρος πολέμου, διορίζεται βιβλιοθηκάριος της Βιβλιοθήκης του Πολέμου που δημιουργήθηκε το 1917 (η οποία αργότερα θα μετατραπεί στη Βιβλιοθήκη της Σύγχρονης Διεθνούς Τεκμηρίωσης) με σκοπό τη συγκέντρωση τεκμηρίων σχετικά με τον πόλεμο, προς χρήση μελλοντικών διεθνών διαπραγματεύσεων που θα αποβλέπουν στην απόδοση ευθυνών στις διάφορες εμπόλεμες δυνάμεις.
Όπως το 1871, το τραύμα που προκάλεσε η σύγκρουση επιφέρει τη δημιουργία, το 1919, μιας Ερευνητικής Επιτροπής σχετικά με τα πολεμικά γεγονότα, της οποίας μέλη είναι γερουσιαστές και πρόεδρος ο Paul Doumer. Ο υπουργός Εξωτερικών επιτρέπει στους ιστορικούς να συμβουλευτούν τα απαραίτητα γι’ αυτό το εγχείρημα τεκμήρια. Την ίδια στιγμή, δημιουργείται μια Εταιρεία Ιστορίας του Πολέμου, με τον τριπλό στόχο να ευνοήσει την κριτική μελέτη της ιστορίας του Μεγάλου Πολέμου, να αναλάβει τη δημοσίευση τεκμηρίων και να βοηθήσει τις δημόσιες αρχές να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τις συλλογές της Βιβλιο
[ 5 5 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
θήκης και του Μουσείου του Πολέμου. Πολύ γρήγορα, οι εισφορές συρρέουν. Το 1924, σε ένα συνολικό ποσό 95.000 φράγκων από εισφορές, τα 57.500 προέρχονται από ανώνυμες δωρεές (ο Andre Citroen έδωσε μια επιταγή 25.000 φράγκων). Χάρη σε αυτή τη γενναιοδωρία, η Εταιρεία είναι σε θέση να αναπτύξει, από το 1923, τη διδασκαλία σχετικά με τον πόλεμο (το ετήσιο κόστος αυτού του μαθήματος ανέρχεται σε 20.000 φράγκα). Κατά τη γενική συνέλευση της Εταιρείας, ο πρόεδρος υπογραμμίζει ότι έπειτα από την πρωτοβουλία αυτή, «η ιστορία του Μεγάλου Πολέμου εισάγεται επισήμως στη Σορβόνη». Τον ίδιο χρόνο, η Εταιρεία αποφασίζει την έκδοση της Revue d’histoire de la guerre. Όπως το περιοδικό La Revolution franqaise στις αρχές της δεκαετίας του 1880, συγκεντρώνει πανεπιστημιακούς, «ειδικούς» και πολιτικούς. Στόχος του είναι «η δημοσίευση τεκμηρίων, η ανάπτυξη ερευνών, η ενδυνάμωση της ιστορίας μέσω της δημοσίευσης πρωτότυπων εργασιών» (τ. 1,1923-1924, σ. 288). Οι υπεύθυνοι της έκδοσης αυτής συμφωνούν με μια αντίληψη της αντικειμενικότητας που συγγενεύει στενά με αυτήν που αναφέραμε σχετικά με τη γένεση της δημοκρατικής ιστοριογραφίας: Η δημοσίευση τεκμηρίων αρκεί για να φέρει στο φως την αλήθεια εναντίον εκείνων που τη διαστρεβλώνουν. «Είπαμε ότι πάντοτε, επειδή είμαστε σίγουροι για το δίκιο μας εναντίον της συκοφαντίας, δεν επικαλεστήκαμε, προς βοήθεια και συμπαράστασή μας, παρά μόνο τη γυμνή αλήθεια», δηλώνει ο πρόεδρος της Εταιρείας. Με άλλα λόγια, η δημιουργία του μαθήματος και του περιοδικού έχει ως ουσιαστικό στόχο να αποδείξει «επιστημονικά» την ευθύνη της Γερμανίας στο ξέσπασμα του πολέμου.
Το μάθημα σχετικά με την άμεση προέλευση της σύγκρουσης ανατίθεται στον Pierre Renouvin και δημοσιεύεται λίγο αργότερα, με τη μορφή βιβλίου, με μέριμνα της Εταιρείας. Τα επόμενα χρόνια, το μάθημα θα μετατραπεί σε έδρα και η ιδιωτική πρωτοβουλία αντικαθίσταται από το κράτος. Τον Ιανουάριο του 1928, δημιουργείται με διάταγμα μια επιτροπή με σκοπό τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων πληροφοριών σχετικά με την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας και τις σχέσεις της με την προέλευση του πολέμου. Όπως υπογραμμίζει ο Sebastien Charlety, ο πρόεδρος της επιτροπής -ο ίδιος παλιός ιστορικός που έγινε διευθυντής της Ακαδημίας του Παρισιού- στην εισαγωγή του πρώτου τόμου, η επιτροπή διακατέχεται από «στενά ιστορικό και αυστηρά αμερόληπτο πνεύμα σύμφωνα με τις προθέσεις του Κοινοβουλίου και της κυβέρνησης». Αντανακλά μια συναίνεση που ποτέ δεν υπήρξε στις εορταστικές
[ 8 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
εκδηλώσεις για την Επανάσταση. Οι καθηγητές της Σορβόνης (όπως ο Aulard, ο Guyot, ο Emile Bourgeois, ο Seignobos, ο Renouvin), συναναστρέφονται αρχειοθέτες (όπως τον Caron), στρατηγούς, πολιτικούς, παλιούς πρεσβευτές κ.ά.
Η προέλευση του Μεγάλου Πολέμου
0 Renouvin βρίσκεται σε μια λεπτή θέση εξαιτίας των περιστάσεων που οδήγησαν στη δημιουργία της θέσης εργασίας του. Οι «εργο
δότες» του περιμένουν από αυτόν να αποδώσει την ευθύνη στη Γερμανία, όχι μόνο για ηθικούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους. Βρισκόμασταν τότε σε έντονη πολεμική σχετικά με τις «επανορθώσεις» που η Γερμανία όφειλε να καταβάλει στη Γαλλία, σε εφαρμογή της συνθήκης των Βερσαλλιών. Για το λόγο αυτόν, ο Pierre Renouvin δεν μπορεί να κάνει τίποτε διαφορετικό από το να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Δημοσιεύει, σε συνεργασία με τον Charles Appohn, μια Introduction aux Tableaux d’histoire σχετικά με τον Γουλιέλμο Β', όπου προηγείται ένας πρόλογος του ίδιου του Raymond Poincare, που αποκαλύπτει τα «ψεύδη» και τις «σοφιστείες» του Γερμανού αυτοκράτορα. Ο Renouvin δημοσιεύει επίσης άρθρα δημοσιογραφικού χαρακτήρα για να υπερασπιστεί τις γαλλικές θέσεις. Έτσι, στο Le Temps (στις 15 Νοεμβρίου 1931) επιχειρεί να δείξει ότι στη Γερμανία διαδόθηκε μια ανακριβής μετάφραση του περίφημου άρθρου 231 της συνθήκης των Βερσαλλιών που παρουσιάζει αυτή τη χώρα ως τη μόνη υπεύθυνη για τον πόλεμο. Λανθασμένη μετάφραση την οποία χρησιμοποιεί η γερμανική κυβέρνηση για να ενισχύσει μια εκστρατεία διαμαρτυρίας εναντίον του «Diktat» (της θέλησης των μεγάλων δυνάμεων) που της επιβλήθηκε στις Βερσαλλίες. Ο Renouvin, στο μάθημά του σχετικά με την άμεση προέλευση του πολέμου, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1925, συμπεραίνει ότι τον Ιούλιο του 1914, τη στρατιωτική πρόκληση προκάλεσε μια διπλωματική πρόκληση (η κήρυξη του πολέμου στη Σερβία από την Αυστροουγγαρία). «Άρα, η Γερμανία και η Αυστρία μόνες [υπογραμμισμένο στο κείμενο] θέλησαν αυτή την πρόκληση.» Και προσθέτει ότι «στο πλαίσιο της άμεσης προέλευσης [υπογραμμισμένο στο κείμενο] της σύγκρουσης, το γεγονός αυτό κυριαρχεί έναντι όλων των άλλων». Ο Renouvin λοιπόν σεβάστηκε το «συμβόλαιό» του αποδίδοντας την ευθύνη στη Γερμανία. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία του απέχει πολύ από τον «εκδικητικό» λόγο που την
[ 90 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
ίδια στιγμή αναπτύσσει ο Emile Bourgeois. Ο Renouvin εκπαιδεύτηκι στην ιστορική κριτική. Συμφωνεί με τις αξίες της. Αλλωστε, καθώς είνα ακόμη νέος, μέριμνά του είναι να μην τον θεωρήσουν αναξιόπιστο οι συ νάδελφοί του, συγχέοντας ιστορική έρευνα και πολιτικό λόγο. Έτσι, στο παραπάνω έργο του, από την εισαγωγή, αποστασιοποιείται από τις περισσότερες μελέτες που ασχολήθηκαν μέχρι τότε με αυτόν τον πόλεμο Τις κρίνει «μεροληπτικές» και «μαχητικές», ενώ αναγνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να προσεγγίσει κανείς αυτά τα ζητήματα «με το πνεύμα τον. ιστορικού». Το συμπέρασμα αφήνει ήδη να αντιληφθούμε προς ποια κατεύθυνση θα προσανατολίσει, στις επόμενες δεκαετίες, την ιστορία τω\ διεθνών σχέσεων. Υπογραμμίζοντας ότι χάρη στα πολυάριθμα δημοσιευμένα τεκμήρια, μπορούμε να ανασυστήσουμε «σχεδόν εξολοκλήρου το υφάδι των γεγονότων, να ορίσουμε τις ημερομηνίες, την αλληλουχία», προσθέτει ότι η ερμηνεία των κειμένων επιτρέπει να «διακρίνουμε μερικές φορές τις προθέσεις των κρατικών προσώπων»: Γεγονός που, για αυτόν, είναι αποφασιστικής σημασίας επειδή «κατά τη διάρκεια μιας διπλωματικής κρίσης, η δράση των κρατικών προσώπων καθορίζεται από ορισμένα αισθήματα και από ορισμένες δυνάμεις» (1925, σσ. 250-267).
«Βαθιές δυνάμεις», πού βρισκόσαστε;
Στις επόμενες δεκαετίες, η διπλωματική ιστορία θα μετατραπεί προο- δει^ικά και αυτή σε «επαγγελματική» και θα αποστασιοποιηθεί από
τις έγνοιες της επικαιρότητας. Από τη δεκαετία του 1930, η συζήτηση που φέρνει αντιμέτωπους τον ιστορικό Jules Isaac (γενικό επιθεωρητή, σύντροφο του Mathiez στο Λύκειο Lakanal και διευθυντή της περίφημης συλλογής των ιστορικών εγχειριδίων Mallet-Isaac) και τον Pierre Renouvin αποτελεί μια καλή ένδειξη αυτής της διαδικασίας. Αναμφίβολα, είναι η πρώτη φορά που μια συζήτηση γύρω από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν καθορίζεται πια σε σημαντικό βαθμό άμεσα από μέριμνες πολιτικού χαρακτήρα. Πράγματι, αυτό που αμφισβητεί ο Jules Isaac, είναι η εξαιρετική θέση που κατέχουν, σύμφωνα με αυτόν, οι περιπέτειες του διπλωματικού παιχνιδιού στις εξηγήσεις τις οποίες αναπτύσσουν οι ιστορικοί. Εκτιμά ότι «πρέπει να καθοριστεί κατ’ αρχάς ποιες είναι οι βαθιές αιτίες, οι υπολανθάνουσες δυνάμεις, πριν αναλυθούν τα επιφανειακά παιχνίδια που αντιπροσωπεύει η διπλωματική ιστορία». Ο Isaac χρησιμοποιεί εκ νέου εδώ την κριτική που διατύπωσε ο Lucien Febvre
[9 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
μερικά χρόνια νωρίτερα, για το βιβλίο που επιμελήθηκε ο Henri Hauser, βιβλίο στο οποίο άλλωστε συμμετείχε ο ίδιος ο Pierre Renouvin. Ο Lucien Febvre (1931, ό.π.) εκτιμά ότι οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου, παρόλο που ο Hauser ανέφερε τη σημασία για τη διπλωματική ιστορία αυτών που αποκαλεί «τα υπολανθάνοντα στρώματα της ιστορίας», δεν τα έλαβαν υπόψη και, με τον τρόπο αυτόν, έμειναν δέσμιοι μιας προσέγγισης «των γεγονότων». Σύμφωνα με τον Lucien Febvre, τα πραγματικά κίνητρα που ωθούν τις εθνικές κοινότητες και τις φέρνουν αντιμέτωπες, δεν αποτελούν μόνο καμώματα των «μεγάλων». «Τα κίνητρα αυτά είναι γεωγραφικά και οικονομικά, διανοητικά, θρησκευτικά και ψυχολογικά».
Η αξία του Renouvin έγκειται στο γεγονός ότι όχι μόνο έλαβε υπόψη του αυτές τις κριτικές, αλλά κατόρθωσε να τις μεταμορφώσει σε αποτελεσματικά εργαλεία για την ανάπτυξη της εμπειρικής έρευνας. Θα επιτύχει έτσι την εξέλιξη της διπλωματικής ιστορίας με έναν τρόπο συγκρίσιμο με τις αλλαγές που μερικές δεκαετίες νωρίτερα γνώρισε η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, με επικεφαλής τον Georges Lefebvre.
Η έννοια των «βαθύτερων δυνάμεων», που θα αποτελέσει το κλειδί της ιστορίας των «διεθνών σχέσεων», μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με την έννοια της «υποδομής» που αναπτύσσει η οικονομική και κοινωνική ιστορία. Στο εξής, η μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της διπλωματίας εμφανίζεται ανεπαρκής. Πρέπει να πάμε να δούμε «πίσω», να σκάψουμε «βαθύτερα», για να δώσουμε σε αυτόν τον τομέα της ιστορικής έρευνας μια πραγματικά επεξηγηματική διάσταση. Η έννοια των «βαθύτερων δυνάμεων» έχει μια διπλή αποκαλυπτική αξία. Από τη μία πλευρά, επιτρέπει να περάσουμε από μια μνημονική λογική που αποβλέπει στην αναζήτηση των ενόχων ή των θυμάτων, όπως κάνουν αυθόρμητα οι πρωταγωνιστές των περασμένων γεγονότων, σε μια προοπτική η οποία, χωρίς να αρνείται την ανθρώπινη ευθύνη, δεν περιορίζεται πια σε αυτή την όψη. Από την άλλη, επιτρέπει να αποστασιοποιη- θούμε από το ζήτημα των «αιτιών του πολέμου» διευρύνοντας τη σκέψη μας πέρα από τη γαλλική περίπτωση και δείχνοντας ότι οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη μπορούν να μελετηθούν πέρα από ένα πολεμικό πλαίσιο.
[9 2 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
0 δυναμισμός ενός νέου πεδίου της ιστορικής έρευνας
Ε ίναι μόνο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην εισαγωγή του στη L ’ Histoire des relations Internationales, συλλογικό συνθετικό έργο που περιλαμβάνει οκτώ τόμους (1953-1958), που ο Pierre Renouvin επεξηγεί
πλήρως την προσέγγισή του. Αφού υπενθυμίσει ότι η παραδοσιακή αντίληψη των διεθνών σχέσεων αποδίδει μια κεντρική θέση στη δράση των κυβερνώντων, υπογραμμίζει ότι «οι νέες τάσεις της ιστορικής έρευνας, που τόνισαν τη μελέτη της υλικής ή πνευματικής ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών, υπέδειξαν, στον τομέα των διεθνών σχέσεων, έναν εντελώς άλλον προσανατολισμό. Σε αυτή την προοπτική, οι σχέσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις παύουν να αποτελούν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αυτό που έχει σημασία είναι η ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στους λαούς [υπογραμμισμένο στο κείμενο]» (σ. X). Σε αυτό το επίπεδο, ο Renouvin τοποθετεί τη δράση των «βαθύτερων δυνάμεων» που κατανέμει σε δύο μεγάλα σύνολα. Το πρώτο συγκεντρώνει τα στοιχεία υλικής τάξης: Είναι οι οικονομικοί και γεωγραφικοί παράγοντες, που αναδείχτηκαν ανάγλυφα, υπενθυμίζει ο Renouvin, από τον Fernand Braudel. Το δεύτερο σύνολο συγκροτείται από αυτές τις «μεγάλες δυνάμεις της ιστορίας» που αποτελούν τους «εθνικούς χαρακτήρες» ή τις συλλογικές «νοοτροπίες». Για τον Pierre Renouvin, η ιστορία των διεθνών σχέσεων εμφανίζεται λοιπόν ως ένας συνδυασμός των διπλωματικών σχέσεων (οι πολιτικές σχέσεις ανάμεσα σε κράτη) και των βαθύτερων δυνάμεων υλικού ή πνευματικού χαρακτήρα. Περισσότερο ακόμη και από την οικονομική και κοινωνική ιστορία του Lefebvre, η ιστορία των διεθνών σχέσεων του Renouvin παραμένει, ωστόσο, στενά προσκολλημένη στην προσέγγιση των «γεγονότων». Ο Renouvin αρνείται, πράγματι, να απομονώσει, αυθαίρετα, ένα στοιχείο της πραγματικότητας. Γι’ αυτόν, οι διεθνείς σχέσεις πρέπει να τοποθετηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μιας γενικής ιστορίας. Η θεματική των «βαθύτερων δυνάμεων» εμφανίζεται έτσι αρκετά εύκαμπτη και μπορεί να ανοιχτεί στις νέες προοπτικές και να ανοίξει το δρόμο σε μια «συνολική» ιστορία της σύγχρονης εποχής. Ο Pierre Renouvin, σε συνεργασία με τον Jean-Baptiste Duroselle ο οποίος θα τον διαδεχτεί, χάρη στην ηγεμονική θέση που απέκτησε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στους κόλπους των πανεπιστημιακών θεσμών, θα επωφεληθεί από τις πολυάριθμες δημιουργίες θέσεων που λαμβάνουν χώρα εκείνη τη στιγμή για να εξασφαλίσει στην ιστορία των διεθνών σχέσεων μια κυρίαρχη θέ
[ 9 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ση. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις εργασίες, πρέπει να αναφέρουμε εκείνες που επεκτείνουν την πρωταρχική ώθηση που γνώρισαν οι εργασίες γύρω από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο: του Guy Pedroncini (1971) γύρω από τη γαλλική ανώτατη διοίκηση, του Yves-Henri Nouailhat (1975) και του Andre Kaspi (1974) γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, του Georges Soutou (1985), γύρω από τους οικονομικούς σκοπούς του πολέμου. Η συζήτηση σχετικά με τις αιτίες του Μεγάλου Πολέμου προσανατολίζει επίσης, άμεσα ή έμμεσα, τις έρευνες γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες πριν από το 1914. Ας αναφέρουμε από αυτή την άποψη τις διδακτορικές διατριβές που ασχολούνται με τις γαλλο- γερμανικές σχέσεις: του Raymond Poidevin (1969), του Jacques Bariety(1975), με τις γαλλοϊταλικές σχέσεις: του Pierre Milza (1977), και τις σχέσεις με την αποικιακή ιστορία. Ο Jean Ganiage (1958) και ο Andre Martel (1965) μελέτησαν το ζήτημα της Τυνησίας. Ο Jean-Louis Miege (1961-1963), το Μαρόκο. Ο Marc Michel (1979), τη γαλλική δυτική Αφρική. Η έννοια των «βαθύτερων δυνάμεων», μέσω της ευκαμψίας της, θα επιτρέψει εφαρμογές που θα καταλήξουν στη συγκρότηση πολυάριθμων πόλων στο ίδιο το εσωτερικό της ιστορίας των διεθνών σχέσεων. Σίγουρα, σε ένα χώρο που ελέγχει, εξ ορισμού, την τέχνη της διπλωματίας, οι αντιπαραθέσεις δεν θα φτάσουν ποτέ στην έκταση που διαπιστώσαμε όταν αναφερόμασταν στην ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο, και αυτό αποτελεί γνώρισμα επιστημονικής ζωτικότητας, οι συζητήσεις θα είναι μερικές φορές ζωηρές, ανάμεσα στους οπαδούς των «βαθύτερων δυνάμεων» και όσους ελαχιστοποιούν το ρόλο τους. Στην εισαγωγή της διδακτορικής του διατριβής, που αναφέρεται στη δεύτερη μαροκινή κρίση, για παράδειγμα, ο Jean-Claude Allain (1974, σσ. ΙΧ-Χ) υπενθυμίζει «ότι οι βαθύτερες δυνάμεις ή οι πιέσεις κερδοσκοπικών συμφερόντων εκφράζονται από τους ανθρώπους [...] εκτός αν θεωρήσουμε αξίωμα, πράξη πίστης, ότι ο άνθρωπος αποτελεί το όργανο της βαθιάς δύναμης ή αν αρεσκόμαστε στις προσφιλείς σοφιστείες όσων θέλουν να εξηγήσουν πώς γράφεται η ιστορία [είναι το βιβλίο του Paul Veyne που αποτελεί εδώ ρητά στόχο] με βάση έναν ισοδύναμο και μηδενικό ντετερμινισμό όλων των γεγονότων και χειρονομιών ενός προσώπου ή μίας δεδομένης κοινωνίας». Για το λόγο αυτόν, προσθέτει ο συγγραφέας, «έπειτα από σκέψη, ο κίνδυνος να γράψουμε μια ιστορία των γεγονότων μάς φάνηκε ότι άξιζε τον κόπο». Οι ιστορικοί που προτιμούν
[ 9 4 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
τις «βαθύτερες δυνάμεις» βρίσκονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, αναλόγως του αν προωθούν τους οικονομικούς παράγοντες (θα επανέλ- θω σε σχέση με αυτό στο επόμενο κεφάλαιο) ή αν πριμοδοτούν τις «συλλογικές νοοτροπίες». Αυτές οι τελευταίες άνοιξαν ένα νέο δρόμο στην έρευνα της σύγχρονης ιστορίας, επικεντρωμένο στη μελέτη της «κοινής γνώμης»·
Ιστορία της κοινής γνώμης
Με τη διδακτορική διατριβή τού Rene Remond, Les Etats-Unis (Levant Vopinion franqaise 1815-1852 (1962), την οποία προετοίμασε υπό τη διεύθυνση του Charles Pouthas, η έννοια της «κοινής γνώμης» νο
μιμοποιείται ανάμεσα στους ιστορικούς. Ο Pierre Renouvin, στον πρόλογο που συντάσσει για το βιβλίο το προερχόμενο από αυτή τη διατριβή (ο Rene Remond ήταν τότε διευθυντής μελετών και ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Πολιτικών Επιστημών), υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα αυτής της μελέτης και δηλώνει ότι «θα έχει μιμητές». Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν κρύβει άλλωστε όσα οφείλει στον ιδρυτή-πατέρα της ιστορίας των διεθνών σχέσεων. «Η έρευνά μας εγγράφεται στη μελέτη αυτών των βαθύτερων δυνάμεων, στις οποίες ο κ. Renouvin αποδίδει κυρίαρχη θέση στα πλαίσια μιας διευρυμένης και ανανεωμένης αντίληψης για την ιστορία των διεθνών σχέσεων» (σ. 5). Η έννοια των «βαθύτερων δυνάμεων» επιτρέπει στον Rene Remond να αποστασιοποιηθεί από την παλιά ιστορία των ιδεών γιατί, όπως επεξηγεί, η μελέτη του δεν περιορίζεται στην εξέταση της άποψης των ελίτ. Αυτό που τον ενδιαφέρει, είναι ο συλλογικός χαρακτήρας της κοινής γνώμης. Για το λόγο αυτόν, υπογραμμίζει ότι «ο ιστορικός της κοινής γνώμης, από θέση αρχής, δεν ασχολείται με την εξέταση ατομικών περιπτώσεων, δεν γνωρίζει παρά τα σύνολα». Τα σύνολα όμως αυτά είναι «τάξεις» ή «έθνη»; Είδαμε, στο προηγούμενο κεφάλαιο, ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι συγγραφείς που επέμεναν στο ρόλο των συλλογικών δυνάμεων, διαφωνούσαν γύρω από το σημείο αυτό: Οι «αριστεροί διανοούμενοι» απέδιδαν προνομιακή θέση κυρίως στις τάξεις ή τις κοινωνικές ομάδες, οι συντηρητικοί κυρίως στο έθνος. Τη στιγμή που ο Rene Remond γράφει τη διδακτορική του διατριβή, η συζήτηση αυτή φτάνει στο απόγειό της στα πλαίσια της πολεμικής, όπου αντιπαρατίθενται οι «μαρξιστές» (με επι
[ 9 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
κεφαλής τον Jean-Paul Sartre) και οι «φιλελεύθεροι» (με επικεφαλής τον Raymond Aron). Ο Rene Remond, χωρίς να αρνείται τυπικά τη δυνατότητα ότι οι εργάτες ή οι χωρικοί επεξεργάστηκαν τη δική τους συλλογική άποψη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, θεωρεί ότι η ταξική συνείδηση δεν αποτελεί την καταλληλότερη έννοια για τη μελέτη της κοινής γνώμης. Στόχος του είναι η ανάδειξη της άποψης για τις Ηνωμένες Πολιτείες με την οποία συμφωνεί το σύνολο των Γάλλων, αποδίδοντας προνομιακή θέση στη μελέτη «αυτού του πυρήνα όπου τροφοδοτούνται και συ- ναντώνται οι ιδιαίτερες ατομικές ή συλλογικές γνώμες [...]. Διακρίνουμε την ύπαρξη ενός είδους κοινής κληρονομιάς, συλλαμβάνουμε ένα γενικό κυρίαρχο προσανατολισμό σε κάθε γενιά» (σ. 860). Σε μεθοδολογικό επίπεδο, η προοπτική αυτή δικαιολογεί στα μάτια του συγγραφέα, το μικρό ενδιαφέρον του για τα διπλωματικά αρχεία, αντί των οποίων προτίμησε το έντυπο υλικό. Μια «κοινή γνώμη» δεν μπορεί να συγκροτηθεί, πράγματι, παρά μόνο στις κοινωνίες όπου υπάρχει δημοσιότητα των συζητήσεων. Εξού η σπουδαιότητα που αποδίδεται στη μελέτη του τύπου και, γενικότερα, όλου του έντυπου υλικού των τεκμηρίων. Στο μεθοδολογικό επίπεδο, ο Rene Remond αναφέρει τα πολλαπλά δάνεια από τη συγκριτική λογοτεχνία. Υπογραμμίζει ότι οι πρόλογοι, οι εισαγωγικές παρατηρήσεις και τα άλλα «προλογικά σημειώματα», για τον ιστορικό της κοινής γνώμης, είναι συχνά πιο ενδιαφέροντα από το περιεχόμενο των ίδιων των έργων. Η επιχειρηματολογία που προβάλλει για την ανάδειξη αυτού που διακρίνει την ιστορία της κοινής γνώμης από την κοινωνιο- λογία των ρευμάτων γνώμης, την οποία ο Jean Stoetzel αναπτύσσει την ίδια στιγμή, δείχνει ότι παραμένει πιστός στην ιστορία «των γεγονότων» (όπως την εννοούμε εδώ). Για τον Rene Remond, πράγματι, ο ιστορικός ενδιαφέρεται για τη μοναδικότητα των ιστορικών καταστάσεων, ενώ ο κοινωνιολόγος επιχειρεί την παραγωγή μιας θεωρίας που υπερβαίνει τις διαφορές του πλαισίου. Η διατριβή αυτή σηματοδοτεί την αρχή ερευνών γύρω από την ιστορία της κοινής γνώμης που θα αναπτυχθούν στη συνέχεια από ιστορικούς όπως η Fran^oise Mayeur (1966), ο Jean-Jacques Becker (1977) ή o Ralph Schor (1985).
[ 9 6 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ: ΕΝΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΚΟΜΗ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΕΞΕΡΕΥΝΗΜΕΝΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης και η ιστορία των διεθνών σχέσεων έπαιξαν το ρόλο κινητήριας δύναμης στην ανάδυση της σύγχρονης ιστορίας στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού
αιώνα. Η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ένας μεγάλος αριθμός άλλων ερευνών, αφιερωμένων ουσιαστικά στην εσωτερική πολιτική ζωή της Γαλλίας από τις αρχές του 19ου αιώνα, είδαν το φως της δημοσιότητας. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της παραγωγής προέρχεται από συγγραφείς που βρίσκονται έξω από το μικρόκοσμο των πανεπιστημιακών ιστορικών. Ας αναφέρουμε τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν από τα μέλη της Ελεύθερης Σχολής Πολιτικών Επιστημών, όπως του Elie Halevy, συγγραφέα μιας μνημειώδους ιστορίας της Μεγάλης Βρετανίας ή του Andre Siegfried τον οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε ως τον ιδρυτή πατέρα της γαλλικής ιστορίας των εκλογών, ερευνητικός τομέας που θα επεκταθεί στο ΙΕΡ από τον Frangois Goguel (1946). Οι καθηγητές δικαίου θα συμβάλουν και αυτοί σημαντικά. Ο Georges Weill δημοσιεύει πολυάριθμα έργα γύρω από την ιστορία των ιδεών και των πολιτικών θεωριών, τομέα στον οποίο συνεργάζονται επίσης κοινωνιολόγοι, όπως ο Hubert Bourgin (συγγραφέας μιας διδακτορικής διατριβής σχετικά με τον Fourier) ή ο Celestin Bougie (που μελέτησε την ιστορία του γαλλικού σοσιαλισμού). Σε αυτή την ιστορία των πολιτικών ρευμάτων, συμμετέχουν επίσης ιστορικοί, όπως ο Sebastien Charlety που δημοσιεύει μία από τις πρώτες ιστορίες του σαινσιμονισμού και κυρίως ο Jacques Droz (1944), συγγραφέας μιας διατριβής γύρω από την ιστορία του γερμανικού φιλελευθερισμού. Από την πλευρά των καθηγητών της Σορβόνης, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Charles Seignobos ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της ιστορίας των πολιτικών κομμάτων και των εκλογών, στα γενικά έργα που δημοσίευσε πριν από το 1914 και στα άρθρα, από τα οποία ορισμένα συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο που εκδόθηκε το 1934. Πρέπει να συγκρατήσουμε το όνομα του Charles-Edmond Pouthas (1923), ο οποίος πρώτος, χάρη στη διδακτορική του διατριβή σχετικά με τον Guizot, θα δώσει στο βιογραφικό είδος σημαντική πανεπιστημιακή θέση. Καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στη Σορβόνη, θα διευθύνει μετά τον
7 [ 97 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
πόλεμο τις έρευνες ενός μεγάλου αριθμού εξαίρετων ιστορικών. Ανάμεσα στους μαθητές του (πέρα από τον Rene Remond), συμπεριλαμβάνε- ται ο Louis Girard που θα τον διαδεχτεί στη Σορβόνη και ο οποίος θα S συμβάλει, και αυτός, στο άνοιγμα νέων δρόμων στη σύγχρονη ιστορία. ; Η διδακτορική του διατριβή, με τίτλο La politique des travaux publics du Second Empire, την οποία υποστήριξε το 1950 (δημοσιεύτηκε το 1952) αποτελεί αναμφίβολα την πρώτη σημαντική έρευνα που στηρίζεται σε ευρεία χρήση των αρχείων των επιχειρήσεων (κυρίως αυτών των σιδη- ' ροδρομικών εταιρειών και της κτηματικής πίστης). Ωστόσο, εδώ ακόμη, η προοπτική παραμένει της τάξης των «γεγονότων», όπως δείχνει το ! πλάνο της διατριβής που οργανώνεται σε έξι μέρη, από τα οποία το κα- ; θένα ανταποκρίνεται σε μία χρονολογική περίοδο. Ο Louis Girard, μαζί με τον Louis Chevalier, θα προωθήσει στη Σορβόνη τις πρώτες έρευνες ΐ γύρω από την ιστορία του γαλλικού κράτους. Ο Jean Tulard (1976) ολοκληρώνει μια διδακτορική διατριβή γύρω από το Παρίσι και τη διοίκησή του από το 1800 ως το 1830. Ο Pierre Renouvin, ο Jean-Baptiste Du- roselle, o Louis Girard και o Charles-Edmond Pouthas θα συμβάλουν, j χάρη στη δραστηριότητά τους ως διευθυντές διδακτορικών διατριβών, στην ανάδυση πολυάριθμων άλλων ερευνητικών τομέων. Η θρησκευτική ιστορία θα ανοίξει έτσι τα φτερά της με τις έρευνες του Jean-Marie I Mayeur (1968), του Xavier de Montclos (1966), του Gerard Cholvy ' (1972). Η ιστορία των κομμάτων και της περιφερειακής πολιτικής ζωής επωφελείται επίσης από αυτή την άνθηση, κυρίως χάρη στις διδακτορι- κές διατριβές του Raymond Huard (1977) γύρω από τις εκλογές στο ■ Gard, του Bernard Menager (1979) σχετικά με τη βόρεια Γαλλία. Για να δώσουμε μια ιδέα σχετικά με άλλες ερευνητικές κατευθύνσεις που σκια- γραφούνται εκείνη τη στιγμή, μπορούμε να αναφέρουμε τη διατριβή του ί Pierre Sorlin (1967) σχετικά με τον Waldeck-Rousseau και του Raoul Girardet (1972) γύρω από την ιστορία της αποικιακής ιδέας.
[ 9 8 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
___________ Τ ε Κ Μ Η Ρ Ι Α ------------------
Η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης: Το μάθημα του καθηγητή Aulard
Σ τα λάθη π ο υ π ρ ο έ ρ χ ο ν τ α ι α π ό α μ έλ ε ια , α π ό α π ρ ο σ ε ξ ία , π ρ έ π ε ι ν α ε ίμ α σ τ ε ανεκτικοί, επ ειδ ή , ο π ο ιο σ δ ή π ο τ ε τ α α ν α δ ε ικ νύ ε ι, έχε ι δ ια π ρ ά ξ ε ι ο ίδ ιος σ φ ά λ μ α τα ή θ α δ ια π ρ ά ξ ε ι.
Αν όμως τα λάθη προέρχονται από μια κακή μέθοδο, αν προέρχονται από την υιοθέτηση μιας θέσης, αν προέρχονται από πολιτικά ή φιλοσοφικά πάθη, αν είναι σχεδόν όλα υποκειμενικά, αν υπάρχουν σε κάθε σελίδα, σχεδόν σε κάθε φράση, δεν αφαιρούν κάθε κύρος από ένα ιστορικό βιβλίο;
Αυτή είναι η περίπτωση του βιβλίου Origines de Ια France contemporaine.Έπειτα από μια συστηματική και μη προκατειλημμένη επαλήθευση, μπο
ρούμε να πούμε ότι σε αυτό το βιβλίο αποτελεί εξαίρεση μια ακριβής αναφορά, μια ακριβής μεταγραφή κειμένου, ένας ακριβής ισχυρισμός.
Αυτές οι ανακρίβειες, υπάρχουν σοβαρές, υπάρχουν ασήμαντες, υπάρχουν αθώες, υπάρχουν προκατειλημμένες, υπάρχουν όμως παντού ή σχεδόν παντού.
Όπως είπα στην αρχή, το βιβλίο μου αποτελεί μια κριτική έκδοση που, από μόνη της, θα μπορούσε να δείξει όλο τον εσφαλμένο χαρακτήρα μιας μεθόδου εργασίας, η οποία είναι πολύ περισσότερο από ασυνήθης. Η έκδοση αυτή όντας αδύνατη, έπρεπε να κρατήσω για τον εαυτό μου ένα μεγάλο μέρος των σημειώσεων μου και να προσφέρω μια λεπτομερή κριτική ανάλυση. Αυτές οι λεπτομερείς κριτικές είναι πολυάριθμες. Ακολουθούν κυρίως το υπό κρίση κείμενο, όπως ένα σώμα ένα άλλο σώμα, όπου δεν υπάρχει διακοπή επαφής π α ρά μόνο στα λιγότερο σημαντικά, τα λιγότερο χαρακτηριστικά σημεία.
Αν διαβάσει κανείς μόνο μερικές σελίδες από αυτή την κριτική, θα μου καταλογίσει βερμπαλισμό, κακόβουλη σχολαστικότητα, πλήγμα εναντίον τη<; μνήμης ενός μεγάλου συγγραφέα. Αισθάνομαι ότι φαίνεται να μάχομαι μανιω- δώς. Αν έχει κανείς την υπομονή να τη διαβάσει ολόκληρη, θα δει ότι η σχολά* στικότητα αυτή ήταν απαραίτητη, προκειμένου να κριθεί σε βάθος μια ευρυμάθεια που συνδέεται με πολύ μικρά γεγονότα, με αυτά τα μικρά γεγονότο που ο Taine αποκαλεί σημαντικά.
Τα κενά είναι ίσως ακόμη σοβαρότερα από τα λάθη. Οι αυθεντικότερες και πλουσιότερες πηγές της ιστορίας του δημοσίου πνεύματος, το οποίο αποτελεί το αληθινό θέμα του Taine, του διέφυγαν. Η βάση τεκμηρίων του, παρ’ όλη τφ πολυτέλεια των αναφορών, είναι ατελής, ανεπαρκής, ό,τι και αν φαντάζετα και λέει ότι διάβασε και είδε, απ ’ ό,τι είχε να διαβάσει και να δει σχετικά μ£ το θέμα του.
Αν από το καθαυτό υλικό τεκμηρίων και από την άμεση χρήση των πηγώ>
[ 9 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
που έκανε ο Taine, περάσουμε στα γενικά συμπεράσματα, στις ιστορικές κρίσεις, σε κάθε είδους συμπεράσματα στα οποία καταλήγει, διαπιστώνουμε ότι, παρόλο που απέφυγε σχεδόν όλα αυτά τα λάθη ευρυμάθειας, δεν έδωσε μια λιγότερο λανθασμένη ιδέα, και, αν μπορώ να πω, μια ελάχιστα ιστορική ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης.
Πράγματι, ακόμη και αν όλα αυτά τα μικρά σημαντικά γεγονότα, που συ- νέλεξε και παρήγαγε, ήταν αληθινά, οι αφηγήσεις ή οι πίνακες που συγκροτεί θα ήταν ψεύτικοι λόγω της κατάχρησης γενικεύσεων, είτε μέσα στο χρόνο είτε μέσα στο χώρο. Από ένα ή ορισμένα γεγονότα που βλέπει μια συγκεκριμένη στιγμή ή έναν συγκεκριμένο τόπο, ο Taine συμπεραίνει αμέσως ότι ανάλογα γεγονότα παράγονται σε κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο. Αν υπάρχουν αναταραχές, λεηλασίες, φόνοι στη Bretagne ή στην Provence, ο Taine βεβαιώνει ότι υπάρχουν σε όλη τη Γαλλία. Αν υπάρχουν το 1793, βεβαιώνει ότι υπάρχουν και το 1794 ή το 1795. Δεν είναι μία φορά, δεν είναι ορισμένες φορές που γενικεύει με αυτόν τον τρόπο: γενικεύει πάντα. Αυτή η καταχρηστική γενίκευση, α π ο τελεί τη μέθοδό του, μέθοδο σταθερή που έπρεπε διαρκώς να καταγγέλλω, με κίνδυνο να γίνω μονότονος: Θα έλεγα ότι αποτελεί τη μοναδική του σχεδόν μέθοδο.
A lp h o n s e A u l a r d , Taine, historien de la Revolution frangaise, A. Colin, 1907, σ σ . 324-326.
Οι «βαθιές δυνάμεις» στην ιστορία των διεθνών σχέσεων
Η μελέτη των διεθνών σχέσεων φωτίστηκε ποικιλοτρόπως στο χώρο των ιστορικών ερευνών.
Η παραδοσιακή αντίληψη τοποθετεί σε πρώτο πλάνο τις σχέσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις. Για να εξηγήσει αυτές τις σχέσεις, λαμβάνει κυρίως υπόψη τα πολιτικά συμφέροντα των κρατών -μέριμνα για ασφάλεια, δύναμη ή κύρ ο ς- και επιχειρεί να γνωρίσει τις πράξεις ή τις χειρονομίες όσων άσκησαν διπλωματική δράση.
[.··]Οι νέες τάσεις της ιστορικής έρευνας, που τόνισαν τη μελέτη της υλικής ή
πνευματικής ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών, υπέδειξαν, στον τομέα των διεθνών σχέσεων, έναν εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό. Σε αυτή την προοπτική, οι σχέσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις παύουν να αποτελούν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Αυτό που ενδιαφέρει, είναι η ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στους λαούς. Η ιστορία όμως αυτή περιβάλλεται, πράγματι, από δύο πολύ διαφορετικές μορφές:
[ 1 0 0 ]
ΜΙΑ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ»
Οι μεν επιχειρούν κυρίως να μελετήσουν τις ανθρώπινες κοινωνίες στις σχέσεις τους με το γεωγραφικό περιβάλλον, τις συνθήκες της υλικής ζωής, τις ο ικονομικές δομές και τις αλλαγές τους, τα χαρακτηριστικά των πολιτισμών. Είναι αυτές οι «υπολανθάνουσες δυνάμεις», αυτά τα «βαθύτερα κινήματα» που μπορούν να εξηγήσουν, κατά τη γνώμη τους, την ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη και τους λαούς. Τι σημασία έχουν τα θεαματικά περιστατικά ή τα «ατυχήματα» που συγκροτούν το συνηθισμένο υφάδι της διπλωματικής ιστορίας; Απλή «επιφανειακή κίνηση», λέει ο κ. Fernand Braudel. Τι βαρύτητα αποκτούν οι πράξεις ή οι χειρονομίες των ανδρών του κράτους; «Σκόνη των διαφόρων γεγονότων». Η προσπάθεια που καταβάλλεται για την ανασύσταση των σταδίων μιας διαπραγμάτευσης δεν αξίζει παρά ένα ειρωνικό χα μόγελο. Γιατί να χάνει κανείς το χρόνο του στο να παρατηρεί αυτούς τους ελιγμούς, αυτές τις φτωχές δεξιότητες;
Οι άλλοι, για παράδειγμα ο κ. Federico Chabod, δεν πιστεύουν ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν βαρύνουσα σημασία στις σχέσεις α νά μεσα στους λαούς. Οι στατιστικοί πίνακες, οι γραφικές παραστάσεις, τα δια γράμματα δεν επιτρέπουν την ανακάλυψη «του ιστορικού μυστικού». Οι μεγάλες «ιστορικές δυνάμεις» είναι τα συλλογικά συναισθήματα και πάθη. Άρα οι δυνάμεις αυτές συνδέονται κυρίως με το χαρακτήρα, τις παραδόσεις, τους τρόπους σκέψης, των οποίων την προέλευση θα ήταν πολύ αυθαίρετο να αναζητήσουμε στις υλικές συνθήκες ζωής. Για την κατανόηση της ιστορίας των δ ιεθνών σχέσεων, πρέπει λοιπόν κατ’ αρχάς να γνωρίζουμε αυτές τις διανοητικές αντιδράσεις και αυτές τις ψυχικές καταστάσεις: ανάπτυξη του εθνικού αισθήματος, αντίληψη των εθνικών συμφερόντων, ηθική συνοχή στο εσωτερικό του πληθυσμού του κράτους, εικόνα την οποία κάθε λαός σχηματίζει για τους γεί- τονές του, συμπεριφορά αυτού του λαού απέναντι στην ιδέα του πολέμου, όπως και απέναντι στις προσπάθειες οικοδόμησης μιας «διεθνούς κοινωνίας». Ένα κρατικό πρόσωπο, ακόμη και όταν, δίκαια ή πρακτικά, κατέχει μια κυρίαρχη εξουσία, δεν μπορεί να αποφύγει αυτές τις επιρροές της συλλογικής ψυχολογίας και να δράσει χωρίς να τις λάβει υπόψη του.
P i e r r e R e n o u v in , H isto ire des relations Internationales, Hachette, 1953, τ . 1, σσ. IX-XI.
[ 1 0 1 ]
r
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 3
Ποσοτική ιστορία και «μακρά διάρκεια»
0 θρίαμβος της ποσοτικής και σειραϊκής ιστορίας στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 αποτελεί μια σημαντική στροφή της σύγχρονης ιστορίας. Με επικεφαλής τον Fernand Braudel και τον Ernest Labrousse, οι στατιστικές μέθοδοι και η ανάλυση της «μακράς διάρκειας» επιβάλλονται, συμβάλλοντας στη μετατροττη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, σε ηγεμονικό ρεύμα της γαλλικής ιστοριογραφίας.
0 Pierre Chaunu, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στη συμβολή του σχετικά με τη γαλλική ιστορική έρευνα, στους τρεις τόμους που διηύθυναν ο Jacques Le Goff και ο Pierre Nora (1974), διαπίστωνε (τ. 2, σ. 53) ότι η επιτυχία την οποία σημείωνε τότε η οι
κονομική ιστορία οφειλόταν στο γεγονός ότι «η γενιά των ιστορικών οι οποίοι, μεταξύ σαράντα και εξήντα χρονών, κατείχαν τη στιγμή εκείνη διευθυντικές θέσεις στην έρευνα, τη γραφή και τη διδασκαλία, άρχισαν να παράγουν μέσα στην ατμόσφαιρα της μεγάλης οικονομικής κρίσης» (της δεκαετίας του 1930). Ξαναβρίσκουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό της σύγχρονης ιστορίας, που σημειώσαμε ήδη στα προηγούμενα κεφάλαια: Η επιστημονική περιέργεια των ιστορικών που ασχολούνται με αυτή την περίοδο, εξελίσσεται σε συνάρτηση με το πλαίσιο στο οποίο ζουν. Μετά τις επαναστάσεις και τους πολέμους, μετά το «κραχ» της Wall Street το1929, η προσοχή της κοινής γνώμης θα εστιαστεί στο ζήτημα των «οικονομικών κρίσεων». Το παράθεμα όμως του Pierre Chaunu δείχνει επίσης τη σημασία της έννοιας της γενιάς των ιστορικών. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα, η συνάρθρωση των μεθοδολογικών ανανεώσεων (κριτική του υλικού των τεκμηρίων) και των θεσμικών αλλαγών (δημιουργία εδρών στη Σορβόνη) επέτρεψε
[ 103 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
στη γενιά των Sagnac, Mathiez, Lefebvre κ.ά. να επιφέρουν ανατροπές στην ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης. Με παρόμοιο τρόπο, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η ποσοτική και σειραϊκή ιστορία θα επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από τις πολυάριθμες δημιουργίες θέσεων στα πανεπιστήμια. Χάρη σε αυτή τη θεσμική ανάπτυξη, η νέα γενιά θα δείξει όλη την αξία της, θέτοντας σε εφαρμογή ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα: την ποσοτική και σειραϊκή ιστορία. Το πρόγραμμα αυτό παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε με την ευκαιρία της ιστορίας των γεγονότων: Ιδρυτικά κείμενα, συλλογική κινητοποίηση των ιστορικών που απορρίπτουν τους προηγούμενους τρόπους γραφής της ιστορίας και εγκωμιάζουν μια πραγματική «επιστήμη» της ιστορίας, νέες προοπτικές και νέες μεθόδους, o l οποίες αναπτύσσονται με πρωτοβουλία νέων συλλόγων ερευνητών, σε νέα περιοδικά. Την ιστορία αυτού του ερευνητικού προγράμματος θα παρουσιάσουμε στο παρόν κεφάλαιο.
Ο Er n e s t l a b r o u s s e Ή Η τ έ χ ν η τ η ς Μ ε τα φ ρ α ς η ς
Ιστορική και στατιστική μέθοδος: Μια δύσκολη συνάντηση
Ο ι στατιστικές μέθοδοι εμφανίζονται σήμερα να κατέχουν καλή θέση ανάμεσα στα ποικίλα εργαλεία που ένας ιστορικός μπορεί να χρησιμοποιήσει για την ανάπτυξη των ερευνών του. Η κοινοτο
πία όμως αυτή δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε τα εμπόδια τα οποία συνάντησαν όσοι, ιστορικά, υπήρξαν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν αυτές τις μεθόδους. Προκειμένου να τοποθετήσουμε εκ νέου τα πράγματα στο πλαίσιό τους, πρέπει κατ’ αρχάς να επιμείνουμε στο γεγονός ότι, αντίθετα με αυτό που συχνά λέγεται, η οικονομική και κοινωνική ιστορία δεν δυσκολεύτηκε να επιβληθεί στην επιστήμη. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αυτή γεννήθηκε σχεδόν συγχρόνως με την πολιτική ιστορία. Μια γρήγορη εξέταση των ευρετηρίων τής Revue d’histoire moderne et contemporaine, στα χρόνια που ακολουθούν τη δημιουργία της (1899), δείχνει ότι η «οικονομική και κοινωνική» ιστορία είναι η περισσότερο ενισχυμένη. Ακόμη, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο ερευνητικός αυτός τομέας αποκτά τη δική του έκδοση: τη Revue d ’histoire economique
[ 1 0 4 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
et sociale, που αποτελεί συνέχεια της Revue d’histoire des doctrines economiques, η οποία δημιουργήθηκε το 1908 (μετατρέπεται στη Revue d ’histoire economique το 1914). Εκτός από τον Philippe Sagnac, του οποίου τον πρωτοποριακό ρόλο στον παραπάνω τομέα αναφέραμε, από την εποχή αυτή η οικονομική και κοινωνική ιστορία προσελκύει ένα μεγάλο αριθμό των πιο λαμπρών νέων ιστορικών. Πρόκειται για την περίπτωση του Henri See (1921) και κυρίως του Henri Hauser που κατείχε την έδρα της οικονομικής ιστορίας στη Σορβόνη μέχρι το 1937. Το ενδιαφέρον αυτό οφείλεται στη σπουδαιότητα που οι πρώτοι στατιστικοί απέδωσαν στην ιστορία.
Η συνάντηση ανάμεσα στις δύο επιστήμες έλαβε χώρα πολύ νωρίς. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, στη Μεγάλη Βρετανία και κυρίως τη Γερμανία, μια συζήτηση φέρνει αντιμέτωπους μεταξύ τους τούς ιστορικούς που ασχολούνται με τη χρήση των ποσοτικών προσεγγίσεων στην ιστορική επιστήμη. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, διάσημοι οικονομολόγοι αποδίδουν την πρωτοκαθεδρία στην οικονομική ιστορία. Εκτός από τον Emile Levasseur, συγγραφέα εργασιών σχετικά με την ιστορία του γαλλικού πληθυσμού και των εργατικών τάξεων, πρέπει να αναφέρουμε τον Albert Aftalion που δημοσιεύει πολλά έργα σχετικά με την ιστορία των οικονομικών κρίσεων στη Γαλλία, έργα στα οποία συγκεντρώνει σειρές δεδομένων που αφορούν την εξέλιξη των τιμών από τα μέσα του 19ου αιώνα. Επηρεασμένοι από τις εργασίες αυτές, ορισμένοι ιστορικοί όπως ο Philippe Sagnac (1907), επιχειρούν τη χρήση στατιστικών μεθόδων από τους ιστορικούς. Πρόκειται όμως για μια αποτυχία, επειδή οι ποσοτικές αυτές μέθοδοι θεωρούνται, γενικά, αντίθετες με την ιστορική μέθοδο. Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί των αρχών του 20ού αιώνα παραμένουν πιστοί στον ορισμό της επιστήμης που παρουσιάζει ο Humboldt (βλέπε Κεφάλαιο 1). Η ιστορία είναι μια «ερμηνευτική» επιστήμη, μια επιστήμη του πλαισίου, του Zusammenhang, όπως λένε οι Γερμανοί. Αντικείμενό της είναι να αποκρυπτογραφήσει τα ίχνη του παρελθόντος, για να αποκαταστήσει τη σημασία τους επανατοποθετώντας κάθε στοιχείο στο εσωτερικό του συνόλου από το οποίο προέρχεται. Το στατιστικό διάβημα προϋποθέτει μια ολόκληρη δουλειά αφαίρεσης, που απαιτεί την απόσπαση από το πλαίσιό του καθενός από τα ιδιαίτερα στοιχεία τα οποία μελετά ο ιστορικός, με στόχο να μπορέσει να τα ενσωματώσει σε ένα ευρύτερο και πιο αφηρημένο σύνολο. Με τον τρόπο αυτόν μπορούμε, κατόπιν, να επεξεργαστούμε μέσους όρους, ποσοστά, συ
[ 1 0 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
χνότητες. Ένα τέτοιο διάβημα επιβάλλει στον ερευνητή να ομογενοποιήσει τα διαφορετικά δεδομένα, επομένως να αποκρύψει αυτό που αποτελεί. τη μοναδικότητα τού υπό παρατήρηση φαινομένου. Για την ιστορία των γεγονότων, ο τρόπος αυτός «χειραγώγησης» του παρελθόντος είναι απαράδεκτος.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο Charles Seignobos διατύπωσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των κοινωνικών κατηγοριών που επεξεργάστηκαν οι υπηρεσίες της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Γαλλίας. Διαπιστώνει ότι οι όροι που καθορίζουν τα επαγγέλματα είναι ελαστικοί. Το περιεχόμενό τους μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον, τις περιοχές, τις εποχές κ.λπ. Κατά συνέπεια, οι παραπάνω στατιστικές κατηγορίες δεν έχουν αξία για την ιστορία. Ο Henri Hauser (1936) συμφωνεί απόλυτα με αυτή την άποψη. Κατά τη γνώμη του, οι στατιστικές μέθοδοι νομιμοποιούνται στην οικονομία, επειδή προσαρμόζονται στο σύγχρονο κόσμο. «Σε εποχές όμως που προηγούνται της γενίκευσης του βιομηχανικού πολιτισμού, το τυχαίο του τόπου και του χρόνου κυριαρχεί στην οικονομική ζωή». Για το λόγο αυτόν η ποσοτική ιστορία τού φαίνεται εξ ορισμού αντιφατική. Η άποψή του αυτή επιφέρει άλλωστε τις πικρόχολες κριτικές του Francois Simiand, πριν από τον πόλεμο του 1914, τη στιγμή που οι πολεμικές ανάμεσα στους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους οπαδούς του Durkheim είναι λυσσαλέες. Δεδομένου ότι ο Henri Hauser θα βασιλέψει, από την έδρα του στη Σορβόνη, σε όλο τον τομέα της οικονομικής ιστορίας μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930 -είναι αυτός που διευθύνει το γαλλικό τμήμα της διεθνούς επιτροπής που δημιουργήθηκε το 1930 για την προώθηση μιας ευρείας ευρωπαϊκής έρευνας γύρω από την ιστορία των τιμών- καταλαβαίνουμε ότι τα πράγματα δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να εξελιχθούν πριν από την άφιξη μιας νέας γενιάς ιστορικών. Χωρίς να εκθέσουμε λεπτομερώς τις προσπάθειες που οι εκπρόσωποί της κατέβαλαν για να πείσουν τους συναδέλφους τους για τις αρετές του ποσοτικού διαβήματος, κρίνω χρήσιμο, παρ’ όλα αυτά, να υπενθυμίσω τα βασικά στάδια.
[ 1 0 6 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
Ένας πρωτοπόρος: 0 Frangois Simiand (1873-1935)
Το πρώτο στάδιο είναι συναφές με το έργο του ίδιου του Frangois Simiand. Παρόλο που σήμερα αυτό δεν βρίσκεται σε καθόλου περίοπτη θέση (βλέπε, ωστόσο, L. Gillard και Μ. Rosier, 1996), χάρισε στο
συγγραφέα του μια πραγματική φήμη. Καθηγητής φιλοσοφίας που πέτυχε στην agregation, καθηγητής στο Conservatoire national des arts et metiers και στο College de France, πρόεδρος της Societe statistique de Paris, o Frangois Simiand θεωρήθηκε, όσο ζούσε, ένας από τους πλέον επιφανείς Γάλλους διανοούμενους. Στηριζόμενοι στα δικά του λόγια, μπορούμε να ορίσουμε ολόκληρη την εργασία του ως μια «πειραματική θεωρία του μισθού». Θεωρία που αναπτύσσει εξολοκλήρου στο μνημειώδες έργο που δημοσίευσε μερικά χρόνια πριν από το θάνατό του, με τίτλο Le Salaire, revolution sociale et la monnaie (1932). Η πολυπλοκότη- τα της σκέψης του συνίσταται στο γεγονός ότι, από την αρχή, μέσω των ερευνών του, ο Simiand επιδιώκει συγχρόνως τρεις στόχους. Στο φιλοσοφικό μέτωπο, στρατεύεται σε επιστημολογικές διαμάχες εναντίον των εκπροσώπων του «πνευματοκρατικού» ρεύματος (όπως του Henri Bergson, του οποίου υπήρξε μαθητής) που αρνούνται την ίδια τη δυνατότητα μιας κοινωνικής επιστήμης. Πράγμα που τον οδηγεί να επιχειρήσει να αποδείξει ότι είναι δυνατόν να εφαρμόσει στις κοινωνικές επιστήμες την πειραματική μέθοδο που τέθηκε σε εφαρμογή από τις φυσικές επιστήμες. Στο μέτωπο της οικονομίας, αντιτίθεται στο φιλελεύθερο ρεύμα και στους περιθωριακούς (όπως ο Walras), οι οποίοι αναπτύσσουν μια αφηρημένη μαθηματική οικονομική επιστήμη, στην οποία ο Simiand αντιπαραβάλλει μια ανοιχτή οικονομία γύρω από την ιστορία και την κοινωνιολογία. Τέλος, ο Simiand επιχειρεί να δικαιολογήσει στους ιστορικούς τη χρήση ποσοτικών μεθόδων για την εξήγηση του παρελθόντος. Στα μάτια του, η ιστορία δεν θα γίνει πραγματικά επιστημονική παρά μόνο όταν σταματήσει να αποδίδει προνομιακή θέση στις μονογραφίες και τις μελέτες περιπτώσεων. Αρνείται αυτό που αποκαλεί «το παράδειγμα της μικρής ευτυχίας» που ωθεί τους περισσότερους ιστορικούς να θέτουν υποψηφιότητα για μια θέση, χωρίς ποτέ να αποδεικνύουν τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της περίπτωσης που μελέτησαν. Οι στατιστικές μέθοδοι επιτρέπουν (κυρίως μέσω του παιχνιδιού των «σύγχρονων μεταβολών») τη διαδικασία πραγματικών πειραματισμών, τον υπολογισμό των μέσων όρων, των συχνοτήτων, των συντελεστών των συσχετίσεων, χάρη στους οποίους ο ερευ
[ 1 0 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
νητής μπορεί να ελπίζει στην εγκαθίδρυση οικουμενικής μορφής σχέσεων.Η σπουδαιότητα του έργου του Simiand έγκειται στο γεγονός ότι δεν
μένει ευχαριστημένος από την πρόταση μιας θεωρίας και μιας μεθόδου. Την εφαρμόζει ο ίδιος στις εμπειρικές του έρευνες σχετικά με την ιστορία του νομίσματος και του μισθού στη Γαλλία. Χωρίς να επιμείνουμε εδώ σε αυτές τις εργασίες, ας υπογραμμίσουμε ωστόσο ότι αξιοποιούν μια συνολική πρόοδο των μισθών και των κερδών καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα. Πρόοδο που ο Simiand αποδίδει στην ανάπτυξη των νομισματικών μέσων (συνέπεια της ανακάλυψης των χρυσωρυχείων στην Αμερική και τη Νότιο Αφρική). Στο εσωτερικό όμως αυτής της ανοδικής καμπύλης, διακρίνει κυκλικές κινήσεις, όπου εναλλάσσονται περίοδοι ευημερίας (φάσεις Α) και ύφεσης (φάσεις Β). Ο Simiand συμπεραίνει ότι η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 είναι αποτέλεσμα της σύγκλισης μιας συγκυριακής κρίσης και μιας αλλαγής του κύκλου (τέλος της περιόδου ευημερίας που άρχισε στις αρχές του 20ού αιώνα και απαρχή μιας περιόδου ύφεσης) συγκρίσιμη με αυτήν που η Ευρώπη γνώρισε την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης (1873-1896).
Έτσι, τρία επίπεδα εξήγησης διακρίνονται: Στο εσωτερικό μιας κίνησης «μακράς διάρκειας» (πολλών αιώνων) αυξήσεων των μισθών και των τιμών, ενσωματώνονται κινήσεις «μέσης διάρκειας» (οι φάσεις A και Β που συνιστούν κύκλους μιας εικοσαετίας) και συγκυριακά στοιχεία (ο «σύντομος χρόνος»). Ο Simiand όμως δείχνει επίσης ότι δεν μπορούμε να απομονώσουμε τους οικονομικούς παράγοντες από το κοινωνικό και πολιτικό τους πλαίσιο. Για παράδειγμα, οι διακυμάνσεις των τιμών και των μισθών μπορούν να παρακινήσουν ή να εμποδίσουν τη διεκδικητική δράση των εργατών. Αντίστροφα, οι κοινωνικοί αγώνες έχουν οικονομικές συνέπειες, επειδή μπορούν να επιφέρουν πάγωμα της παραγωγής (απεργίες), να καταλήξουν σε αυξήσεις μισθών, επομένως σε αύξηση του κόστους παραγωγής κ.λπ.
Πώς αφηγούνται τον Simiand στους ιστορικούς
Τ ο δεύτερο αποφασιστικό στάδιο των μεταβολών που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη της οικονομικής ιστορίας, συνίσταται σε αυτό που θα
αποκαλούσα διαδικασία «μεταφρασης» του έργου του Simiand στη γλώσσα των ιστορικών. Τη στιγμή της δημιουργίας των Annales, ο Lucien
[ 1 0 8 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
Febvre επιχείρησε να εξοικειώσει αυτούς τους τελευταίους με τη σκέψη του Simiand. Η πρωτοβουλία όμως δεν θα έχει αποτέλεσμα. Ο Simiand, από τη στιγμή της δημοσίευσης των δριμύτατων άρθρων του εναντίον των επικεφαλής της ιστορικής επιστήμης, δεν περιβάλλεται με αγιότητα από την πλευρά των ιστορικών. Άλλωστε, οι ειδικοί της οικονομικής ιστορίας, κυρίως της σύγχρονης ιστορίας, είναι ακόμη ελάχιστοι ώστε να έχουν οι έρευνές του κάποια επιρροή. Σε αυτούς τους λόγους πρέπει να προσθέσουμε και έναν άλλον. Η πολύ αφηρημένη γλώσσα του φαίνεται στους ιστορικούς ακατανόητη και «εξεζητημένη». Ο Simiand εξάλλου, ελάχιστα επιρρεπής στους συμβιβασμούς, δεν θα κάνει ποτέ καμιά παιδαγωγική προσπάθεια και θα αρνηθεί, τελικά, την προσφορά συνεργασίας που του γίνεται από τα Annales.
Ο Ernest Labrousse θα πραγματοποιήσει τη μακρά εργασία «μετάφρασης», χωρίς την οποία το έργο του Simiand δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει κάποιο ρόλο στην ιστορία. Όπως ο Pierre Renouvin, ο Ernest Labrousse μπορεί να θεωρηθεί στην αρχή ένας «outsider». Όχι μόνο δεν προέρχεται από την Ecole normale, αλλά ακόμη δεν πέτυχε στην agregation της ιστορίας (πράγμα που θεωρείται γενικά απόλυτο «μειονέκτημα» για την κοινότητα των ιστορικών). Ο Labrousse, καταγόμενος από τη μικροαστική βιοτεχνική τάξη της δυτικής Γαλλίας, άρχισε σπουδές στην ιστορία πριν από τον πόλεμο του 1914, που τον οδήγησαν να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Alphonse Aulard και να αποκτήσει ένα πτυχίο σχετικά με την ιστορία της Επανάστασης. Η πολιτική του όμως στράτευση τον οδηγεί προς τη δημοσιογραφία (συνεργάζεται με τη L ’Humanite, και τον Populaire) και, κατόπιν, στην οικονομία. Η ρήξη με το PCF το 1924 ωθεί τον Labrousse να επενδύσει την αγωνιστική του ενέργεια στην επιστημονική έρευνα. Το 1932, υποστηρίζει στη Νομική Σχολή μια διδακτορική διατριβή οικονομίας υπό τη διεύθυνση του Albert Aftalion, που αναφέρεται στην κίνηση των τιμών και των εισοδημάτων στη Γαλλία κατά το 18ο αιώνα (1933). Η εργασία αυτή στηρίζεται στην επεξεργασία των διοικητικών στατιστικών του Παλαιού Καθεστώτος (επίσημοι εβδομαδιαίοι τιμοκατάλογοι των προϊόντων που πωλού- νταν σε μια δημόσια αγορά).
Ο Labrousse, χάρη στην εκπαίδευσή του ως οικονομολόγου, μπόρεσε να μελετήσει βαθιά το έργο του Simiand (του οποίου τα μαθήματα παρακολούθησε στην ΕΡΗ Ε) και να το χρησιμοποιήσει για τις δικές του έρευνες. Όπως όμως θα υπενθυμίσει ο ίδιος σε μια συνέντευξη που δη
[ 109 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
μοσιεύτηκε λίγο καιρό πριν από το θάνατό του, οι ιστορικοί θα υποδεχτούν με επιφύλαξη αυτή την εργασία. «Βρισκόμαστε στο 1932, μόλις αρχίζει η έκδοση των Annales. Δεν υπάρχει ακόμη πλήθος ιστορικών με καλή οικονομική κουλτούρα» (Ε. Labrousse, 1980). Οι εργασίες του Labrousse αρχίζουν ωστόσο να κυκλοφορούν. Η διδακτορική του διατριβή παρουσιάζεται από τον Georges Lefebvre κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας της Εταιρείας Νεότερης Ιστορίας. Όπως θα περίμενε κανείς, αντιμετωπίζει τη σφοδρή κριτική του Henri Hauser που του προσάπτει ότι έδειξε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στις διοικητικές πηγές του Παλαιού Καθεστώτος. Ο Lefebvre, προκειμένου να αντικρούσει την κριτική αυτή, επιμένει γύρω από το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι έρευνες του Labrousse για την καλύτερη κατανόηση των αιτιών της Γαλλικής Επανάστασης. Προσθέτει ότι ο Labrousse δούλεψε «ως ιστορικός». Σε αντίθεση με τον Simiand, που δημιουργεί μια θεωρία, ο Labrousse θέλει να κατανοήσει συγκεκριμένα ιστορικά ζητήματα. Ο Lefebvre (1937) προσθέτει ότι ακόμη και αν προσφέρει δεδομένα που μπορούν να τεθούν σε σειρές, αυτά είναι ικανά να εμπλουτίσουν «συμβάντα καθαρά γεγονοτο- λογικά, όπως λέει ο Simiand, τα οποία ξεφεύγουν από την αρμοδιότητα του στατιστικού». Εύγλωττη αναφορά, γιατί δείχνει ότι ο «ιδρυτής πατέρας» της γαλλικής ποσοτικής ιστορίας δεν μπόρεσε, αρχικά, να γίνει αποδεκτός από τους ιστορικούς παρά μόνο επειδή παρουσιάστηκε ως οπαδός της ιστορίας των γεγονότων!
Η στροφή της δεκαετίας του 1950
Μια εξαιρετικά ευνοϊκή θεσμική θέση
Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αναστατώσεις που ταρα- κουνούν τη Γαλλία από την εποχή του Λαϊκού Μετώπου μέχρι τον
■ψυχρό πόλεμο μπορούν να εξηγήσουν το γεγονός ότι το πλαίσιο, στη δεκαετία του 1950, έγινε πολύ πιο ευνοϊκό για τους οπαδούς της ποσοτικής ιστορίας. Η θέληση των δημοσίων αρχών να κατανοήσουν καλύτερα την κοινωνία και να προβλέψουν την εξέλιξή της συγκεκριμενοποιείται με τη δημιουργία πολυάριθμων θεσμών που στρέφονται προς τις κοινωνικές επιστήμες. Το 6ο Τμήμα («οικονομικό και κοινωνικό») της Ecole Pratique des Hautes Etudes, του οποίου πρόεδρος είναι ο Lucien Febvre,
11 1 0 }
r
ιδρύεται στα χρόνια που ακολουθούν τον πόλεμο, όπως και η Fondation Nationale des Sciences Politiques. Οι στατιστικές μέθοδοι θριαμβεύουν κυρίως χάρη στη δημιουργία του Institut national d’ etudes demogra- phiques (IN E D ) και του INSEE. Οι οικονομολόγοι-στατιστικοί αυτού του οργανισμού εφαρμόζουν, στα επόμενα χρόνια, τις περίφημες «κοινωνι- κοεπαγγελματικές κατηγορίες» με βάση τις οποίες θα διενεργηθούν όλες οι απογραφές από το 1954 και μετά. Για το πρόβλημα που μας απασχολεί εδώ, πρέπει να αναφέρουμε επίσης τη δημιουργία του Institut de science economique appliquee (ISEA), που διευθύνεται από τον οικονομολόγο Francois Perroux. Με πρωτοβουλία του δημιουργείται μια ερευνητική ομάδα σχετικά με την ποσοτική ιστορία της γαλλικής οικονομίας, η οποία εμψυχώνεται από τον Jean Marczewski και στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα νέα στατιστικά και μαθηματικά όργανα που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες του Εθνικού Λογιστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, η ποσοτική ιστορία αρχίζει να γίνεται πολύ περισσότερο αποδεκτή από τους ιστορικούς. Το νέο όμως αυτό βλέμμα σχετίζεται με το γεγονός ότι η παλιά γενιά που κυριαρχούσε στην ιστορική επιστήμη από τις αρχές του 20ού αιώνα, εξαφανίζεται προς όφελος της επόμενης. Έτσι, το 1937, ο Marc Bloch διαδέχεται τον Henri Hauser στην έδρα οικονομικής ιστορίας. Πρόωρα όμως χαμένος (αντιστασιακός, δολοφονείται από τους ναζί το 1944), αντικαθίσταται από τον Ernest Labrousse. Αυτός θα μπορέσει να προωθήσει ευρέως την ποσοτική οικονομική και κοινωνική ιστορία, λόγω της εξαιρετικής θεσμικής θέσης που κατέχει κατά τις δύο δεκαετίες που ακολουθούν τον πόλεμο.
Κατέχει πράγματι την έδρα του στη Σορβόνη μαζί με τη θέση του διευθυντή ερευνών στο 6ο Τμήμα της ΕΡΗΕ. Παίζει επίσης έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο CNRS και στις επιτροπές προσλήψεων. Προφανώς όμως ο πολλαπλασιασμός του αριθμού των θέσεων στα πανεπιστήμια θα επιτρέψει την εφαρμογή της νέας αυτής προσέγγισης της ιστορίας. Όπως σημειώνει ο Jean Glenisson (1965, ό.π., σ. XXIII), «το φυσικό παιχνίδι της αλλαγής φρουράς των γενεών εξύψωσε διαδοχικά στον πανεπιστημιακό χώρο τους δασκάλους γύρω από τους οποίους άρχισαν να συγκεντρώνονται οι νέοι μαθητές, γοητευμένοι από τα διάσημα έργα που πρόσφεραν τα αναμενόμενα πρότυπα. Διδακτορικές διατριβές και πτυχία αποτελούν ένδειξη του βαθμού επιρροής των νέων αντιλήψεων σε όλους τους ερευνητικούς τομείς».
_____________________ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»_______________________
[111 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η διδακτορική διατριβή του 1944
Τ ο πάθος όμως της νέας γενιάς για το έργο του Ernest Labrousse εξηγείται από τις προσπάθειες που ο τελευταίος κατέβαλε για να υιο
θετηθεί από το χώρο. Για το σκοπό αυτόν γράφει μια δεύτερη διδακτορική διατριβή, ιστορίας αυτή τη φορά, την οποία υποστήριξε στη Φιλοσοφική Σχολή και έχει τον τίτλο La Crise de I’economie franqaise a la fin de I’ Ancien Regime et au debut de la Revolution (1944). Αν εξετάσουμε το κείμενο της περίφημης «Εισαγωγής» αυτής της διδακτορικής διατριβής, βλέπουμε τη μέριμνα του Ernest Labrousse στο να γίνει κατανοητή από όλους η νέα γλώσσα που χρησιμοποιεί. Πρόκειται για ένα σημείο που είναι, στα μάτια μου, ουσιαστικό επειδή δείχνει ότι ο Labrousse, όπως ο Marc Bloch πριν από αυτόν, θεωρεί ότι η γραφή της ιστορίας είναι κατ’ αρχάς ένα ζήτημα επικοινωνίας ανάμεσα σε ένα συγγραφέα και τους αναγνώστες του. Είναι επομένως ζήτημα ζωτικής σημασίας οι μεν και οι δε να μιλούν την «ίδια γλώσσα». Ο Labrousse γνωρίζει, από πείρα, ότι το μεγαλύτερο μέρος των ιστορικών δεν έχουν οικονομική κουλτούρα και δεν είναι συνηθισμένοι να χειρίζονται αφηρημένα σχήματα. Επομένως, προκειμένου οι υποθέσεις του και το ερευνητικό του πρόγραμμα να μπορέσουν να ασκήσουν μια ορισμένη επιρροή στην επιστήμη της ιστορίας, να συζητηθούν δηλαδή, να αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής από όσους γνωρίζουν για τι πράγμα μιλούν και να αποκτήσουν συνεχιστές, πρέπει προηγουμένως να εξαλειφθούν οι επικοινωνιακές δυσκολίες. Γ ια το λόγο αυτόν, ο Ernest Labrousse επιχειρεί να εξηγήσει την έννοια με την οποία χρησιμοποίησε τις λέξεις που δεν ανήκουν στο συνηθισμένο λεξιλόγιο των ιστορικών. «Ομολογώ ότι επιλέγοντας τη λέξη “κρίση” είχα κυρίως μια μέριμνα κοσμικού χαρακτήρα: Αυτή του να μιλήσω όσο το δυνατόν περισσότερο τη γλώσσα όλου του κόσμου, να υποδεχτώ με αξιαγάπητο τρόπο τον αναγνώστη - με άλλα λόγια, να είμαι περισσότερο παιδαγωγικός». Στη συνέχεια, δίνει τον ορισμό των κύριων οικονομικών όρων που χρησιμοποίησε: «διακυμάνσεις» (εποχικές, ετήσιες), «δεκαετής κύκλος», «κίνηση μακράς διάρκειας» (ένα τέταρτο του αιώνα, το πολύ μισός αιώνας), «σύντομος χρόνος» (στιγμή της κρίσης, που χωρίζει δύο φάσεις ευημερίας), «ύφεση», «δομή και συγκυρία». Αν αυτοί οι όροι έχουν περάσει σήμερα στην τρέχουσα γλώσσα του ιστορικού, είναι γιατί ο Labrousse πραγματοποίησε αρχικά όλη αυτή την παιδαγωγική δουλειά.
[ 1 1 2 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
Ο δεύτερος λόγος που εξηγεί την επιρροή που άσκησε η διδακτορική διατριβή του 1944 συνίσταται στο γεγονός ότι αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή στη σκέψη γύρω από ένα θέμα το οποίο ανέκαθεν απασχολούσε τους Γάλλους ιστορικούς: τις αιτίες της Επανάστασης. Αντίθετα με τον Jaures και τον Mathiez, αλλά σύμφωνα με τον Michelet, ο Labrousse θεωρεί ότι το 1789 υπήρξε μια επανάσταση των εξαθλιωμένων. Εκτιμά ότι η οικονομική κρίση, που επιδεινώθηκε από μια κακή σοδειά, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στα επαναστατικά γεγονότα, επειδή προκάλεσε μια άνοδο των τιμών των προϊόντων αρτοποιίας, πράγμα που επέφερε την πείνα στις λαϊκές τάξεις. Ο Labrousse, όπως ο Georges Lefebvre, εκτιμά ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις κοινωνικές και πολιτικές όψεις της Επανάστασης παρά μόνο αν τονίσουμε τις οικονομικές τους αιτίες. Ο Labrousse όμως αναπτύσσει την προοπτική αυτή στηριζόμενος σε εντελώς νέα εργαλεία ανάλυσης. Όλη του η έρευνα βασίζεται, πράγματι, στην εκμετάλλευση στατιστικών δεδομένων, επεξεργασμένων το 18ο αιώνα. Με βάση μια λεπτομερή κριτική εργασία πάνω σε αυτές τις πηγές, επεξεργάζεται εθνικές αριθμητικές σειρές, σχετικά με την εξέλιξη που παρουσιάζουν οι τιμές, οι σοδειές, τα βιοτεχνικά προϊόντα, το εμπόριο. Στην κριτική που αφορά τον εύθραυστο χαρακτήρα των πηγών αυτών, ο Labrousse αντιπαραθέτει την αξιοπιστία των στατιστικών μεθόδων, κυρίως το νόμο των «αντισταθμιστικών σφαλμάτων» και των ελέγχων συμφωνίας. Αυτές οι μεθοδολογικές ανανεώσεις εξαπλώνονται για να επιτρέψουν την τροφοδότηση της συζήτησης σχετικά με τη φύση των οικονομικών κρίσεων στη νεότερη και σύγχρονη εποχή. Στις κοινωνίες όπου κυριαρχεί η αγροτική οικονομία, η απότομη αύξηση των τιμών -ως συνέπεια μιας κακής σοδειάς (η προσφορά γίνεται μικρότερη από τη ζήτηση)- εξηγεί την εμφάνιση μιας κρίσης. Εξού η προνομιακή θέση που ο ιστορικός οφείλει να αποδώσει στην ιστορία των τιμών των προϊόντων αρτοποιίας με βάση τα δημητριακά, τα οποία αποτελούν τη βάση της διατροφής του λαού. Η κρίση του 1929 εικονογραφεί ένα άλλο πρότυπο, που είναι χαρακτηριστικό των βιομηχανικών κοινωνιών. Στην περίπτωση αυτή, η υπερπαραγωγή, η συσσώρευση αποθεμάτων από τις επιχειρήσεις προκαλεί την πτώση των βιομηχανικών τιμών και την ύφεση, η οποία συχνά ενισχύεται από τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία.
8 [ 1 1 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Μια οικονομική ιστορία της κοινωνίας
Α ν ο Labrousse υπήρξε αρχικά ένας ιστορικός της οικονομίας, μετά τη δεκαετία του 1950, στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς την
κοινωνική ιστορία. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι η άποψή του για τον κοινωνικό κόσμο θα παραμείνει πάντοτε σημαδεμένη από την οικονομική προοπτική που αρχικά επεξεργάστηκε. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που δεν θα ήταν υπερβολικό να σκεφτούμε ότι ο Labrousse και οι μαθητές του επεξεργάστηκαν πραγματικά ως «κοινωνική ιστορία» μια οικονομική ιστορία της κοινωνίας. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά όταν εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο ο ιστορικός ορίζει τις βασικές κοινωνικές ομάδες της σύγχρονης Γαλλίας. Στα μάτια του, τα οικονομικά κριτήρια (το επίπεδο των εισοδημάτων, η επαγγελματική δραστηριότητα) παίζουν τον ουσιαστικό ρόλο. Για το λόγο αυτόν, ο Labrousse εν- διαφέρεται πριν απ’ όλα για τις κοινωνικές τάξεις. Αυτό εξηγείται, βεβαίως, από την επιρροή του μαρξισμού, αλλά και από το γεγονός ότι το οικονομικό διάβημα προσφέρεται ιδιαίτερα καλά για την εφαρμογή στατιστικών εργαλείων. Κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Συνεδρίου των ιστορικών επιστημών που έγινε στη Ρώμη το 1955, ο Labrousse παρουσιάζει ένα ευρύ πρόγραμμα συλλογικών ερευνών σχετικά με τις κοινωνικές δομές το 18ο και 19ο αιώνα, επικεντρωμένο στη μελέτη της αστικής τάξης. Η προνομιακή θέση που αποδίδεται στην οικονομική προσέγγιση φαίνεται καθαρά από την αρχή της διατύπωσης του σχεδίου, αφού η αρχειακή δουλειά μπορεί να επιτρέψει την «απαρίθμηση, την ταξινόμηση, την ιεράρχηση κατά επαγγέλματα, από επάγγελμα σε επάγγελμα και έξω από επαγγελματικά πλαίσια». Ο πολλαπλασιασμός των εργασιών που πραγματοποιούνται στην προοπτική αυτή, θα επιτρέψει στον Ernest Labrousse, ο οποίος πάντα είχε την έγνοια να δώσει μια συλλογική διάσταση στα σχέδιά του, να συμπληρώσει το πρόγραμμά του στην επόμενη δεκαετία.
Τρία συνέδρια που οργανώθηκαν στην ανώτατη Ecole normale του Saint-Cloud, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, μπορούν να θεωρηθούν το καταληκτικό σημείο της προσέγγισης αυτής. Κατά τη διάρκεια της πρώτης από τις συναντήσεις αυτές, που αφιερώνεται στην κοινωνική ιστορία, ο Labrousse (1965, σ. 4) αναπτύσσει μια άποψη για την ιστορία, που συμπίπτει εντελώς με τον περίφημο υπότιτλο που υιοθετείται από τα Annales την επομένη του πολέμου: «Οικονομίες-κοινωνίες-
[ 114 )
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
πολιτισμοί». «Η αλήθεια, δηλώνει με ενθουσιασμό που μαρτυρά την πε- ριρρέουσα αισιοδοξία, είναι ότι μια νέα κοινωνική ιστορία αρχίζει, σε στενή σχέση με μια ανανεωμένη οικονομική ιστορία και μια κοινωνιολο- γία σε πλήρη ανάπτυξη. Και ότι το αντικείμενο αυτής της ιστορίας, πέρα από τη μελέτη των κοινωνικών ομάδων και των σχέσεών τους, είναι η μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στο οικονομικό, το κοινωνικό και το νοη- τικό [...]. Η κίνηση είναι κατεξοχήν, αλλά όχι πάντοτε, το οικονομικό. Επομένως, όταν η ώθηση προέρχεται από το οικονομικό και σε σχέση με το οικονομικό, το κοινωνικό καθυστερεί. Αντίστροφα, όταν το κοινωνικό έχει το ίδιο την πρωτοβουλία καθυστερεί το οικονομικό. Με άλλα λόγια, η κοινωνική δομή αποτελεί μια αντίσταση. Σε σχέση όμως με το κοινωνικό, το νοητικό καθυστερεί με τη σειρά του. Και η καθυστέρηση του νοητικού είναι η πιο δυνατή από όλες. Η νοοτροπία ενός χώρου αλλάζει πιο αργά από τον ίδιο το χώρο». Και προσθέτει ότι «η αντίσταση της κυρίαρχης νοοτροπίας αποτελεί έναν από τους μεγάλους παράγοντες της αργής ιστορίας. Μπλοκάρει ή αναβάλλει τις συνειδητοποιήσεις. Αποτελεί την υπέρμετρη τύχη των αντεπαναστάσεων». Διαπιστώνοντας ότι, μέχρι τότε, οι ιστορικοί μελετούσαν κυρίως τις «κινήσεις», τους προσκα- λεί να στραφούν προς τις «αντιστάσεις».
Το παράθεμα αυτό εικονογραφεί πλήρως το σχήμα που ο Labrousse επεξεργάστηκε προοδευτικά για να υπερασπιστεί την αρχή μιας συνολικής ιστορίας την οποία αντιπαραθέτει στις μορφές γενίκευσης που ανέπτυξαν προηγουμένως οι οπαδοί της ιστορίας των γεγονότων. Όλη η σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας μπορεί να μελετηθεί με βάση αυτό το μηχανισμό σε τρία επίπεδα, ο οποίος αρχίζει πάντοτε από τα κάτω (η οικονομική υποδομή) και ολοκληρώνεται πάντοτε προς τα πάνω (οι υπερδομές: νοοτροπίες, κουλτούρες κ.λπ.). Πράγμα που καταλήγει σε μια αντίληψη για την ιστορία με όρους «δομής και συγκυρίας». Αυτή η μήτρα του Labrousse (που είναι επίσης αυτή των Annales) θα χρησιμοποιηθεί ως σχέδιο, με μικρές παραλλαγές, σε πλήθος διδακτορικών διατριβών, όπως θα δούμε παρακάτω. Προηγουμένως, πρέπει να πούμε μια λέξη για ένα άλλο σημαντικό ρεύμα σχετικό με την ανάπτυξη ποσοτικών μεθόδων στην ιστορία: την ιστορική δημογραφία.
[ 1 1 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ
Τ ις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, χάρη κυρίως στις εργασίες του Jacques Bertillon, η δημογραφία έγινε μια ξεχωριστή, στενά συνυφασμένη με τα μαθηματικά και τις στατιστικές μεθόδους, επι
στήμη. Στις αρχές του 20ού αιώνα, με επικεφαλής τον Alfred Sauvy, η Γαλλία εμφανίζεται, σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο, στην αιχμή αυτού του τομέα. Ωστόσο, μέχρι το 1939, οι δημογράφοι δεν διατηρούν σχέσεις με τους ιστορικούς. Η δημιουργία του INED, την επομένη του πολέμου, θα επιτρέψει τις πρώτες συναντήσεις. Στο περιοδικό του IN ED , Population, ο ιστορικός Jean Meuvret προτείνει να συμπληρώσει τις αναλύσεις του Labrousse εγκαθιστώντας συσχετισμούς ανάμεσα στην εξέλιξη των τιμών και τις πληθυσμιακές κινήσεις. Δείχνει ότι στο Παλαιό Καθεστώς, αν η αύξηση των τιμών του σπόρου προκαλεί λιμούς, έχει και δη- μογραφικές συνέπειες (αύξηση της θνησιμότητας, αμηνόρροια από πείνα κ.ά.). Τα επόμενα χρόνια η δημογραφική ιστορία εξελίσσεται προς την ιστορική δημογραφία χάρη σε έναν παθιασμένο δημογράφο της ιστορίας, τον Louis Henry, που θα παίξει, και αυτός, μεγάλο ρόλο «μεταφραστή», με σκοπό να εξοικειώσει τους ιστορικούς με τις έννοιες και τις μεθόδους της δημογραφίας. Αρχικά, για την επίλυση κυρίως προβλημάτων του παρόντος, στρέφεται προς την ιστορία. Θέλει να κατανοήσει τους λόγους των διαφορών της γονιμότητας στη Γαλλία (βρισκόμαστε πράγματι στη συγκυρία του baby boom, που ακολουθεί έναν αιώνα μαλ- θουσιανισμού). Ο Louis Henry (1953), σε ένα ιδρυτικό άρθρο με τον τίτλο «Ένας ανεκμετάλλευτος δημογραφικός πλούτος: Τα ενοριακά κατάστιχα», προσελκύει την προσοχή των ιστορικών γύρω από έναν όγκο εξαιρετικά πλούσιων, αλλά ελάχιστα εξερευνημένων αρχείων: τις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων, γάμων και θανάτων. Μερικά χρόνια αργότερα, σε συνεργασία με τον Michel Fleury, δημοσιεύει το πρώτο εγχειρίδιο ιστορικής δημογραφίας (1956). Το εγχειρίδιο αυτό, που επεξηγεί στους ιστορικούς πώς να αποδελτιώνουν και να εκμεταλλεύονται τις παλιές ληξιαρχικές πράξεις, θα ασκήσει μια πολύ σημαντική επιρροή. Οπως η εισαγωγή της διδακτορικής διατριβής του Labrousse, πρόκειται πράγματι για ένα εργαλείο δουλειάς που οι ιστορικοί μπορούν άμεσα να χρησιμοποιήσουν.
Με τις μεγάλες διδακτορικές διατριβές του Pierre Goubert, του F.m m a -
[ 1 1 6 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
nuel Le Roy Ladurie, του Jean-Claude Perrot και πολλών άλλων, η ιστορική δημογραφία που ασχολείται με τη νεότερη ιστορία θα γνωρίσει τις πιο μεγάλες επιτυχίες της. Ωστόσο, η προώθηση από το INED μιας μεγάλης συλλογικής έρευνας γύρω από τις δημογραφικές μεταβολές της Γαλλίας από την εποχή του Λουδοβίκου Μου θα καταλήξει στη δημοσίευση πολυάριθμων άρθρων στο περιοδικό Population που θα αναδείξουν ανάγλυφα, με μεγάλη ακρίβεια, τη φυσική κίνηση του γαλλικού πληθυσμού από το 1740 μέχρι το 1829 και κατόπιν μέχρι το 1874. Ακόμη εδώ, πρέπει να υπογραμμίσουμε τη συλλογική διάσταση του ερευνητικού αυτού προγράμματος. Το 1964, ο Marcel Reinhardt μαζί με τον Andre Armengaud ιδρύουν την Εταιρεία Ιστορικής Δημογραφίας που θα δημοσιεύει κάθε χρόνο, για μεγάλο διάστημα, πολλές εκατοντάδες μονογραφιών. Ο νέος αυτός ερευνητικός τομέας αποκτά πολύ γρήγορα και το δικό του περιοδικό: τα Annales de demographie historique που διαδίδουν στην ιστορική κοινότητα ένα νέο τεχνικό λεξιλόγιο, νέες μεθόδους και νέα θέματα συζήτησης (για παράδειγμα, το ζήτημα της πρόωρης ανάπτυξης του γαλλικού μαλθουσιανισμού και των αιτιών του).
Η ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Παρόλο που ο όρος «μακρά διάρκεια» διαδόθηκε ανάμεσα στους ιστορικούς από τον Ernest Labrousse, είναι ο Fernand Braudel που αναφέρθηκε με τη μεγαλύτερη ακρίβεια στον όρο αυτόν σε
ένα διάσημο άρθρο το οποίο δημοσιεύτηκε στα Annales το 1958. Τη χρονιά αυτή, ο Braudel είναι διευθυντής του περιοδικού, πρόεδρος του 6ου Τμήματος της ΕΡΗΕ και τον Κέντρου Ιστορικών Ερευνών που ίδρυσε (και το οποίο θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μεγάλων συλλογικών ερευνών στον τομέα της ποσοτικής ιστορίας). Ο Braudel, οπαδός του Labrousse, του προσάπτει ωστόσο ότι παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό δέσμιος της ιστορίας των γεγονότων. Ο Labrousse, όπως είδαμε, χρησιμοποίησε πράγματι, στη διδακτορική του διατριβή, τις ποσοτικές τεχνικές για να εξηγήσει τα επαναστατικά γεγονότα του 1789. Οι κύκλοι της «μακράς διάρκειας» εκτείνονται σε μισό περίπου αιώνα. Ο Braudel, σε ό,τι τον αφορά, προτείνει την εγκατάσταση του ιστορικού σε έναν αιωνόβιο χρόνο. Κυρίως όμως, ενσωματώνει στον ορισμό που δίνει για τη
[ 1 1 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
«μακρά διάρκεια» τη «δομική» προοπτική, η οποία αρχίζει να επιβάλλεται στο γαλλικό πνευματικό κόσμο.
Το άρθρο του Braudel μπορεί να διαβαστεί ως μια προσπάθεια να αντιπαρατεθεί στο σχέδιο της δομικής ανθρωπολογίας που υπερασπίζεται ο Claude Levi-Strauss (1958) σε ένα έργο το οποίο δημοσιεύτηκε λίγο καιρό νωρίτερα και στο οποίο θεωρεί την ανθρωπολογία τη βασίλισσα επιστήμη των ανθρωπιστικών επιστημών. Αυτό που εντυπωσιάζει στη μελέτη αυτή, είναι ότι ο Fernand Braudel φαίνεται ότι κατάλαβε αμέσως ότι ο δομισμός επανέφερε στην επικαιρότητα το θέμα των «βαθύτερων δυνάμεων» που είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας, όπως είδαμε, στο τέλος του 19ου αιώνα. Παρόλο που στο εξής αποδίδεται στη γλωσσολογία προνομιακή θέση, στο βάθος η επιχειρηματολογία είναι η ίδια: Υπάρχουν υπολανθάνουσες «δυνάμεις» («δομές») που καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων, ακόμη και αν αυτοί δεν τις συνειδητοποιούν. Ο ρόλος του ερευνητή (του γλωσσολόγου ή του ανθρωπολόγου) συνίσταται στο να ανα- δείξει αυτά τα κρυμμένα καθοριστικά στοιχεία. Στη συγχρονική αυτή εκδοχή των «βαθύτερων δυνάμεων», ο Braudel αντιπαραβάλλει μια διαχρονική εκδοχή, υπερασπιζόμενος την ιδέα ότι το ασυνείδητο μιας κοινωνίας αποτελεί την ιστορία της. Ενεργοποιεί έτσι εκ νέου προς όφελος της επιστήμης του τις κριτικές που αυτή δέχτηκε, από τις αρχές του 20ού αιώνα, από μέρους των κοινωνιολόγων οπαδών του Durkheim και των γεωγράφων οπαδών του Vidal. Όπως είδαμε στο Πρώτο Κεφάλαιο, οι ιστορικοί όπως ο Charles Seignobos εκκινούσαν από την αρχή ότι οι πράξεις της κοινωνικής ζωής είναι αποτέλεσμα ενός πλήθους ανταλλαγών, που φέρνουν σε επαφή άτομα εντελώς ελεύθερα από τις σκέψεις και τις κινήσεις τους. Αντίθετα, ο Durkheim και ο Vidal de la Blache δήλωναν ότι τα άτομα πιστεύουν ότι είναι ελεύθερα, αλλά ότι στην πραγματικότητα οι πράξεις και οι σκέψεις τους καθορίζονται από το βάρος υλικών και πνευματικών κληρονομιών (που μερικές φορές έρχονται από το βάθος των αιώνων), οι οποίες βαραίνουν τους ώμους τους χωρίς να το γνωρίζουν. Ο Braudel υιοθετεί για λογαριασμό του αυτό το είδος σκέψης στο άρθρο του. «Σκεφτείτε, γράφει, τη δυσκολία συντριβής ορισμένων γεωγραφικών πλαισίων, ορισμένων βιολογικών πραγματικοτήτων, ορισμένων ορίων της παραγωγικότητας, κυρίως αυτών ή εκείνων των διανοητικών καταναγκασμών: Τα πνευματικά πλαίσια αποτελούν και αυτά φυλακές μακράς διάρκειας». Και προσθέτει: «Σε κάθε περίπτω
[ 1 1 8 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
ση, σε σχέση με αυτά τα στρώματα της αργής ιστορίας μπορούμε να ξα~ νασκεφτούμε το σύνολο της ιστορίας, όπως με βάση μια υποδομή. Όλοι οι όροφοι, όλοι οι χιλιάδες όροφοι, όλες οι χιλιάδες ρήξεις του χρόνου της ιστορίας γίνονται κατανοητοί με βάση αυτό το βάθος, αυτή τη σχεδόν ακίνητη ιστορία, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτήν».
Με άλλα λόγια, μόνο η ιστορία μπορεί να φωτίσει τους ασυνείδητους καθορισμούς που εξηγούν τις συμπεριφορές των ατόμων. Ακόμη, σε αυτό συνίσταται η βασική «κοινωνική λειτουργία» του ιστορικού, σύμφωνα με την αγαπημένη διατύπωση του Braudel. Φωτίζοντας αυτό το θαμμένο παρελθόν, μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να απελευθερωθούν, όπως ο ψυχαναλυτής μπορεί να βοηθήσει τον άρρωστο να απο- βάλει τα συμπτώματα που υποσκάπτουν την ύπαρξή του, παρακινώντας τον να επανακτήσει το παρελθόν του. Η «μακρά διάρκεια» που γίνεται αντιληπτή με τον τρόπο αυτόν, δεν μπορεί πλέον να συγχέεται με την ποσοτική προσέγγιση. Οι πρωτοποριακές εργασίες του Alphonse Du- pront σχετικά με τον αιωνόβιο μύθο της σταυροφορίας, που ο Braudel αναφέρει ως πρότυπο ιστορικής μελέτης μακράς διάρκειας, δεν χρησιμοποιούν καθόλου τις στατιστικές μεθόδους. Ωστόσο, ο συνδυασμός αυτών των μεθόδων και της προσέγγισης της μακράς διάρκειας θα κατα- λήξει σε πολυάριθμες μελέτες, δημιουργώντας ένα νέο ερευνητικό τομέα: τη σειραϊκή ιστορία. Σύμφωνα με τον Pierre Chaunu (στο J. Le Goff και P. Nora, 1974), ο οποίος έκανε γνωστή την έκφραση, «Η σειραϊκή ιστορία περιλαμβάνει όλες τις ποσοτικές ιστορίες, αλλά τις υπερβαίνει, προχωρώντας στην κατάκτηση του τρίτου επιπέδου, ψηλαφώντας τα όρια των πολιτισμικών συστημάτων». Στο εξής, όλοι οι ερευνητικοί τομείς της ιστορίας προσφέρονται στο να τεθούν σε σειρά και να γίνουν αντιληπτοί στη «μακρά διάρκεια» (τ. 2, σ. 64). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, το γενικό πάθος για τον υπολογιστή, θα δώσει στο σχέδιο του Braudel μια σπουδαιότητα που στην αρχή αυτός δεν μπορούσε σίγουρα να υποψιαστεί.
[ 1 1 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
01 ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Υλιστές εναντίον πιστών
Πριν παρουσιάσουμε τις εμπειρικές έρευνες που εφαρμόζουν τις αρχές της ποσοτικής ιστορίας και της μακράς διάρκειας, πρέπει να πούμε λίγα λόγια και για τις αντιστάσεις τις οποίες, στις μεταπολεμικές δεκαετίες, προκάλεσε η νέα αυτή προσέγγιση της ιστορίας.
Για να τις κατανοήσουμε, πρέπει να έχουμε κατά νου το πολιτικό πλαίσιο της εποχής αυτής. Αν η πλειονότητα των ιστορικών που βρίσκονται κοντά στον Labrousse και τα Annales ανήκουν στην αριστερή διανόηση, γοητευμένοι από το μαρξισμό και συχνά το PCF, όσοι εμφανίζονται εχθρικοί απέναντι στην τριλογία «Οικονομίες-Κοινωνίες-Πολιτισμοί» εγγράφονται γενικώς στο καθολικό κίνημα. Κατά τη διάρκεια της εποχής αυτής, η αντίθεση ανάμεσα σε υλιστές και πιστούς φαίνεται η πλέον κατάλληλη για να κατανοήσουμε τις εσωτερικές διαιρέσεις στο χώρο της ιστορίας. Ωστόσο, όπως είδαμε αναφερόμενοι στις συζητήσεις που αφορούν τη Γαλλική Επανάσταση, δεδομένου ότι στο εξής η ιστορική επιστήμη αποκτά μια σχετική αυτονομία, οι πολιτικές ή φιλοσοφικές αυτές αντιθέσεις μεταφράζονται εκ νέου στην ίδια τη γλώσσα των ιστορικών, για να τροφοδοτήσουν αντιπαραθέσεις που έχουν κάποιο νόημα για την επιστήμη.
Γενικώς, όσοι είναι εχθρικοί στο πρόγραμμα των Braudel-Labrousse εξακολουθούν να υπερασπίζονται την ερμηνευτική αντίληψη της ιστορίας «των γεγονότων» (με την έννοια που δώσαμε στον όρο αυτόν στο προηγούμενο κεφάλαιο). Από τη μία, αρνούνται να δεχτούν την ιδέα ότι η κοινωνική, πολιτιστική, θρησκευτική ζωή καθορίζεται αναγκαστικά από υλικούς παράγοντες. Από την άλλη, καταλογίζουν στην ποσοτική ιστορία ότι, για τις δικές της ανάγκες, κακομεταχειρίζεται τα άτομα, τις ιδιαιτερότητες, την υποκειμενικότητα, το πλαίσιο. «Σε έναν πολιτισμό που αποκλείει τις διαφορές, ο ιστορικός οφείλει να εγκαθιδρύσει εκ νέου το χαμένο νόημα των ιδιαιτεροτήτων». Με πολύ διαφορετικές μορφές, ο στόχος αυτός -τον οποίο υπενθυμίζει εδώ ο Philippe Aries (1954, ό.π., σ. 248)- θα κινητοποιήσει στα μεταπολεμικά χρόνια τους ιστορικούς που ασχολούνται με τη «σύγχρονη ιστορία» και διάκεινται εχθρικά απέναντι στο πρόγραμμα του Labrousse.
[ 1 2 0 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
Ποικιλόμορφες αντιστάσεις
Η Revue d’histoire moderne et contemporaine αντιμέτωπη με τα Annales
Ηπιο ρητή αντεπίθεση αναπτύσσεται από τον Charles Pouthas, πουστις αρχές της δεκαετίας του 1950 ενεργοποιεί εκ νέου τη Revue d ’
histoire moderne et contemporaine (RHMC), με τη ρητή φιλοδοξία να τη μετατρέψει σε ανταγωνιστικό πόλο προς εκείνον των Annales. Το 1954, στην παρουσίαση της νέας μορφής του περιοδικού, εξηγεί τη δική του αντίληψη για την ιστορία: «Τα Annales είναι προσκολλημένα σε μια συνθετική μορφή και σε μια μέθοδο για την ιστορία του πολιτισμού, της οποίας η πρωτοτυπία μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, αποκλείει όμως τις πιο κλασικές αντιλήψεις, καθώς και πολυάριθμους τομείς της ευρυμάθειας». Προσάπτει στους οπαδούς του Braudel και του Labrousse ότι διακωμωδούν τα άλλα ιστοριογραφικά ρεύματα: «Εδώ και καιρό οι ιστορικοί που ασχολούνται με τη “νεότερη” και “σύγχρονη” ιστορία δεν είναι πλέον προσηλωμένοι στη συγκρότηση καταλόγων των γεγονότων. Ας μην παραβιάζουμε ανοιχτές πόρτες προκειμένου να θριαμβεύσουμε πολύ εύκολα». Η RHMC, προσθέτει, «έχει την άποψή της, το πνεύμα της, αν όχι τη θεωρία της. Μπορεί να τις βρίσκουμε περισσότερο παραδοσιακές παρά επαναστατικές, επειδή διατηρούν την παλιά αντίληψη ότι η απαραίτητη και βαθιά βάση της ιστορίας είναι η ευρυμάθεια, ότι το πρωταρχικό διάβημα της ιστορίας είναι η εγκαθίδρυση του γεγονότος και της χρονολογίας από την πλέον απαιτητική κριτική [...]. Αμφιβάλλει ιδιαίτερα για την προβολή αντιλήψεων του παρόντος στο παρελθόν, για την αναχρονιστική θεώρηση πράξεων η οποία απαιτεί από τους ανθρώπους αυτό που δεν μπορούσαν να σκεφτούν στην εποχή τους. Θέλει να παραμείνει ιστορία και να μην είναι φιλοσοφία ή κοινωνιολογία, δεχόμενη ωστόσο ότι υπάρχουν, ανεξάρτητες όμως, μια φιλοσοφία της ιστορίας και μια ιστορική κοινωνιολογία». Η πλειονότητα των μαθητών του Charles-Edmond Pouthas, στη διδακτορική διατριβή τους θα παραμείνουν πιστοί στη γραμμή που υπερασπίζεται ο δάσκαλός τους. Δεν αρνούνται να μελετήσουν τα οικονομικά ή κοινωνικά ζητήματα, απορρίπτουν όμως την επεξηγηματική «μήτρα» που συγκρότησαν τα Annales και ο Labrousse. Για παράδειγμα, αν ο Louis Girard ενδιαφέρεται στη διδακτορική του διατριβή για οικονομικά ζητήματα (τα δημόσια έργα
[ 121 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
κατά τη Δεύτερη Αυτοκρατορία), τα προσεγγίζει από μια άποψη πριν απ’ όλα πολιτική. Ίδιο διάβημα στη διατριβή του Jean Vidalenc, την οποία υποστήριξε το 1952, σχετικά με το Νομό της Eure κατά τη διάρκεια της μοναρχίας του Ιουλίου, αλλά και στη διατριβή του Philippe Vigier (1963) σχετικά με το Νομό των Basses-Alpes το 1848. Οι μαθητές του Louis Girard, ο οποίος αντικατέστησε τον Charles-Edmond Pouthas στη Σορβόνη, επεκτείνουν αυτό το «μέτωπο της άρνησης» μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σίγουρα ο Pierre Barral, στη διατριβή του που αναφέρεται στην περιοχή του Isere κατά την Τρίτη Δημοκρατία (1959), αρχίζει με την ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικών δομών. Επιμένει όμως γύρω από τον πρωταρχικό ρόλο που παίζουν τα άτομα και οι «δυνάμεις του πνεύματος». Ξαναβρίσκουμε την ίδια θέληση για αποδυνάμωση των ποσοτικών προσεγγίσεων σε μία από τις πρώτες διατριβές περιφερειακής θρησκευτικής ιστορίας την οποία υποστήριξε η Christiane Marcilhacy (1962). Επικαλούμενη τη θρησκευτική κοινωνιο- λογία του Georges Le Bras, η εργασία της παρουσιάζεται ως μια «μικρο- κοινωνιολογία των τοπικών κοινοτήτων» που πριμοδοτεί τη συγκριτική μέθοδο περισσότερο από την ποσοτική ανάλυση. Για τη συγγραφέα, πράγματι, «η χρήση της στατιστικής μεθόδου θα κινδύνευε να δώσει μια απατηλή εντύπωση αντικειμενικότητας, αν δεν συνοδευόταν από την προσφυγή σε άλλα μέσα διερεύνησης».
Αν στραφούμε προς την πλευρά της ιστορίας των διεθνών σχέσεων, ξαναβρίσκουμε στον Pierre Renouvin (1953, ό.π.) την ίδια κριτική στάση απέναντι στα Annales. Εκτιμά πράγματι ότι «η τόσο νέα και τόσο πλούσια από πολλές απόψεις προοπτική που υιοθετείται από τη “δομική” ιστορία», απατάται όταν γίνεται συστηματική και αναλαμβάνει να αποδείξει ότι οι αιτίες των διπλωματικών σχέσεων πρέπει πάντοτε να αναζη- τιούνται στις βαθιές κινήσεις της οικονομίας και στη «μακρά διάρκεια». Η άρνηση χρήσης στατιστικών μεθόδων και προσέγγισης του ζητήματος της κοινής γνώμης με όρους κοινωνικών τάξεων που εκφράζει ο Rene Remond στη διδακτορική του διατριβή (άρνηση που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο), αποτελεί μια άλλη ένδειξη αυτών των επιφυλάξεων.
[ 122 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
Η ποιοτική δημογραφία του Louis Chevalier: Ένα αποτυχημένο πρόγραμμα
Τ ις αντιστάσεις όμως αυτές τις συναντούμε επίσης από την πλευρά των δημογράφων, με επικεφαλής τον Louis Chevalier. Στη δεκαετία
του 1950, αυτός μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους ιστορικούς που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στη σύγχρονη ιστορία. Ούτε για αυτόν το πρόβλημα είναι η άρνηση της σημασίας των οικονομικών και κοινωνικών πτυχών ούτε η αμφισβήτηση της αναγκαιότητας χρήσης στατιστικών εργαλείων. Υποστήριξε την κύρια διδακτορική του διατριβή σχετικά με τις Les Fondements economiques et sociaux de Γhistoire de la Region parisienne (1848-1870). Στο έργο γενικής δημογραφίας που δημοσίευσε στον Dalloz (1951), αναφέρεται επαινετικά στους Labrousse, Braudel, αλλά και στους δημογράφους όπως στον Marcel Reinhardt ή τον Louis Henry. Υπογραμμίζει τη σημασία των απογραφών, των εκλογικών καταλόγων και των ληξιαρχικών πράξεων για τη δημογραφική ιστορία. Ωστόσο, ο Chevalier αντιτίθεται και αυτός στην ιδέα ότι η οικονομία θα έπρεπε να θεωρηθεί η απόλυτη βάση όλων των άλλων πτυχών της ιστορίας. Στη συμπληρωματική διδακτορική διατριβή του (την οποία υποστήριξε το 1949) σχετικά με τη διαμόρφωση του πληθυσμού του Παρισιού, δηλώνει ότι «αντίθετα με τις πολιτικές ή οικονομικές εξελίξεις, οι δημογραφικές εξελίξεις είναι αργές, οι χρονολογικές τους φάσεις απλώνονται πλατιά πέρα από τις φάσεις που συνήθως παρατηρούνται από την ιστορική έρευνα». Η δημογραφία εμφανίζεται εδώ ως η κύρια «βαθιά δύναμη». Για το λόγο αυτόν, σύμφωνα με τον Chevalier, η επιστήμη αυτή συγκροτεί «τη νεότερη υπόθεση εργασίας που μπορεί να μας επιτρέψει να προσεγγίσουμε και να ανανεώσουμε τα διάφορα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά προβλήματα, που μας τίθενται». Ενώ θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι «κάθε είδους έρευνες αναπτύχθηκαν μέχρι σήμερα μέσω της σχεδόν αποκλειστικής εφαρμογής της οικονομικής υπόθεσης», συμπερασματικά δηλώνει: «Η ανανέωση της έρευνας των αιτίων και των αποτελεσμάτων πρέπει στο εξής να λαμβάνει υπόψη τη δημογραφική υπόθεση» (1951, σ. 561). Το συμπέρασμα αυτό ηχεί ως ένα εναλλακτικό ερευνητικό πρόγραμμα σε σχέση με εκείνο του Labrousse. Πρόγραμμα που ο Louis Chevalier -ο οποίος τότε κατείχε τη θέση του διευθυντή ιστορικών ερευνών στο INED, του καθηγητή στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών και στο College de France- είναι σε θέση να πραγματοποιήσει.
[ 123 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Το σημείο σε σχέση με το οποίο απομακρύνεται περισσότερο από τον Louis Henry και τους άλλους συναδέλφους του τού INED βρίσκεται στην ουσιαστική θέση που αποδίδει στην ποιοτική δημογραφία. Για τον Chevalier, ποσοτική και ποιοτική προσέγγιση είναι οι δύο όψεις του ίδιου αντικειμένου που αποκαλεί η «ιστορία του πληθυσμού», σε αντίθεση προς την εκκολαπτόμενη «ιστορική δημογραφία». Ένας από τους κύριους λόγους που δικαιολογεί τη σπουδαιότητα την οποία ο Chevalier αποδίδει στην ποιοτική προσέγγιση των δημογραφικών φαινομένων, συ- νίσταται στην ανάγκη κριτικής των κατηγοριών που προσδιορίζονται από τις διοικητικές στατιστικές. Στα στοιχεία τα οποία συγκεντρώνονται κατά νομούς «συγχέονται», λέει, «σε μια τεχνητή ενότητα, γεωγραφικά περιβάλλοντα που δεν μοιάζουν μεταξύ τους, ούτε από τη φύση του εδάφους ούτε από τον τρόπο εποίκησης ούτε από τη δομή της ιδιοκτησίας ή της εκμετάλλευσης ούτε ακόμη από τις εργασίες». Για το λόγο αυτόν, ο ιστορικός πρέπει «να χύνει τις διοικητικές διαιρέσεις στο γεωγραφικό καλούπι» (1951, σ. 84). Όπως όμως στους οπαδούς της ιστορίας των γεγονότων, προσάπτει και στις στατιστικές μεθόδους ότι αποσπούν τα δημογραφικά δεδομένα από το πλαίσιό τους και δηλώνει ότι η αφη- ρημένη και τυπική ποσοτική μέτρηση απέχει πολύ από το να αντιπροσωπεύει μια ανανέωση, αντανακλά μια «ξεπερασμένη» άποψη για την ιστορική έρευνα στο χώρο της δημογραφίας. Για αυτόν, πράγματι, τα στατιστικά δεδομένα δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά παρά μόνο αν τα εγγράψουμε εκ νέου στο κοινωνικό περιβάλλον που ανήκουν. Ο Louis Chevalier όμως αποδίδει μια εξίσου ουσιαστική θέση στους κληρονομικούς παράγοντες.
Υπό μια νέα μορφή, ξαναβρίσκουμε εδώ το τρίπτυχο φυλή-περιβάλ- λον-στιγμή που ο Taine κατέστησε δημοφιλές στο τέλος του 19ου αιώνα. Τρίπτυχο που θεωρούσε ως το κλειδί όλης της ιστορίας. Ο Chevalier, ενώ απορρίπτει τις χρήσεις του από τους ναζί, υποστηρίζει ρητά την Ευγονική που δημιουργήθηκε από τον δημογράφο-στατιστικό Francis Galton («ο εφευρέτης» των δακτυλικών αποτυπωμάτων), ο οποίος την ορίζει ως «την επιστήμη των παραγόντων εκείνων που είναι ικανοί να βελτιώσουν ή να καταστρέψουν τόσο πνευματικά όσο και φυσικά τα χαρακτηριστικά της φυλής» (παρατίθεται από τον L. Chevalier, 1951, σ. 151). Ο Louis Chevalier πιστεύει ότι η επιστήμη αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη στην εφαρμογή μιας μεταναστευτικής πολιτικής. Παρουσιάζεται εδώ ως μαθητής του Alexis Carrel, ενός από τους κύριους οπαδούς του ευγονισμού
[ 1 2 4 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
στη Γαλλία, που δημιούργησε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το Ίδρυμα για τη Μελέτη των Ανθρώπινων Προβλημάτων, από το οποίο προήλθε το INED το 1945 (βλέπε, σχετικά με το θέμα αυτό, τη διατριβή του Alain Drouard, 1992). Ο Chevalier πραγματοποίησε τις πρώτες του έρευνες στους κόλπους αυτού του οργανισμού, συμμετέχοντας σε πολυάριθμες συλλογικές έρευνες σχετικά με την αφομοίωση των μεταναστών. Χρησιμοποιεί για λογαριασμό του μια κεντρική ιδέα που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1930 και αναπτύχθηκε υπό το καθεστώς του Vichy, ότι δηλαδή οι ιστορικοί, οι ανθρωπολόγοι και οι δημογράφοι πρέπει να εργάζονται μαζί για να βοηθήσουν τις δημόσιες αρχές στην στρατολόγηση «ποιοτικών» μεταναστών, προερχομένων δηλαδή από την ίδια «φυλή» ή από τι ίδιες «εθνικές ομάδες» με τους Γάλλους, έτσι ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν στην εθνική κοινότητα. Ο Louis Chevalier θα εγκαταλείπει αργότερα το ζήτημα της μετανάστευσης για να επικεντρωθεί στην ιστορία του πληθυσμού του Παρισιού το 19ο αιώνα. Το βιβλίο όμως που τον έκανε διάσημο, Classes laborieuses, classes dangereuses (1958), παραμένει πιστό στο αρχικό σχέδιο, αφού σε ολόκληρη τη μελέτη υπολανθάνει η θέληση ανάδειξης «των βιολογικών θεμελίων της κοινωνικής ιστορίας». Σε μεθοδολογικό επίπεδο, ο τόνος που εστιάζεται στις ποιοτικές όψεις της δημογραφίας, ωθεί τον Chevalier να αποδώσει μεγάλη σημασία στις λογοτεχνικές πηγές, κυρίως σε όλα τα μυθιστορήματα που αναφέρονται στο Παρίσι, γιατί μόνο αυτά περιγράφουν τα καθημερινά προβλήματα τα οποία τίθενται από τις μεταναστεύσεις, τον ξεριζωμό, τη συγκατοίκηση ομάδων με διαφορετική προέλευση κ.λπ. Στη δεκαετία του 1950, οι προοπτικές που αναπτύσσει ο Louis Chevalier θα συναντήσουν μια σχετική απήχηση στους νέους ιστορικούς. Για παράδειγμα, ο Andre Armengaud (1961), στη διατριβή του σχετικά με την Ανατολική-Aquitain στις αρχές του 19ου αιώνα, την οποία υποστήριξε το 1957, αναγνωρίζει την οφειλή του απέναντι στη «γαλλική σχολή της δημογραφίας» επειδή αυτή, «υπερβαίνοντας την παρωχημένη αντίληψη μιας καθαρά στατιστικής επιστήμης του πληθυσμού, αφοσιώ- θηκε στην ανάλυση των σχέσεων μεταξύ των δημογραφικών και του συνόλου των οικονομικών, κοινωνικών και ψυχολογικών γεγονότων». Τον καιρό εκείνο, ο δημογράφος που αποτελεί αυθεντία για τους ιστορικούς, είναι ο Louis Chevalier και όχι ο Louis Henry.
[ 1 2 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
0 πρόσκαιρος θρίαμβος του ποσοτικού
Α ν οι νέες προοπτικές που ανέπτυξαν τα Annales και ο Labrousse προκάλεσαν αντιστάσεις, δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερβάλλουμε ως προς τη σημασία τους. Ο κόσμος των ιστορικών που ασχολούνταν με τη
σύγχρονη εποχή ήταν τότε ακόμη πολύ περιορισμένος και οι γνωριμίες διευκόλυναν τις σχέσεις. Για παράδειγμα, ο Pierre Renouvin διδάσκει ως διευθυντής ερευνών στο 6ο Τμήμα της ΕΡΗΕ από το 1948 μέχρι το 1950, ο Jean Vidalenc δημοσιεύει τη διδακτορική του διατριβή στον εκδοτικό οίκο Marcel Riviere, στη συλλογή «Βιβλιοθήκη Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας» την οποία διευθύνει ο Ernest Labrousse. Ο Pierre Barral θα συνεργαστεί στο μεγάλο συνθετικό έργο γύρω από την οικονομική και κοινωνική ιστορία της Γαλλίας που δη μοσιεύτηκε τη δεκαετία του 1970 από τον Braudel και τον Labrousse (1976-1982). Στα χρόνια που ακολουθούν τον ψυχρό π όλεμ ο , οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αμβλύνονται. Οι αποκαλύψεις γύρω από το σταλινισμό κατευνάζουν τα επαναστατικά πάθη ενός μέρους των μαρξιστών διανοουμένων της μεταπολεμικής εποχής. Τον ίδιο καιρό, η υπεράσπιση του ευγονισμού και οι αερολογίες σχετικά με την εθνική πολιτική θα αποδυναμώσουν γρήγορα τη βιολογική προσέγγιση του Chevalier, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην ιστορική δημογραφία. Άλλωστε, οι αναντίρρητες επιτυχίες που γνωρίζει η ποσοτική οικονομική ιστορία στο ερευνητικό μέτωπο και το πάθος που αρχίζει να προκαλεί η πληροφορική, παρακινούν τους απομακρυσμένους από τα Annales ιστορικούς να δουν ευνοϊκότερα την ποσοτική μέτρηση. Ο Jean Glenisson (1965, ό.π., σ. LXIII), στην έκθεση που συντάσσει για τη Γαλλική Επιτροπή των Ιστορικών Επιστημών, είναι ξεκάθαρος σε σχέση με αυτό το στοιχείο: «Σήμερα - είναι ανάγκη να το επαναλάβουμε; Ο αναμφισβήτητος θρίαμβος της ιστορικής αντίληψης, της οποίας τα Annales υπήρξαν οι πιο ενεργοί πρωταθλητές, δεν αφήνει καμιά θέση σε εχθρικές ή απλώς διαφορετικές τάσεις». Μια από τις καλύτερες ενδείξεις του τελικού αυτού θριάμβου της ποσοτικής και σειραϊ- κής ιστορίας αποτελεί το πρόσφατο έργο που διευθύνεται από τον Rene Rdmond (1988, σ. 28) σχετικά με τις μεταβολές της πολιτικής ιστορίας, από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Αυτός αναγνωρίζει ότι «ένα από τα χαρακτηριστικά για τα οποία η νέου τύπου ιστορία είναι νομίμως υπερήφανη, ένας από τους τίτλους της στο όνομα του οποίου μπορεί να διεκδικεί τον επιστημονικό της χαρακτήρα, συνίσταται στο ότι στηρίζε
[ 1 2 6 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ;
ται σε έναν όγκο τεκμηρίων που επεξεργάζεται στατιστικά: Αυτή η ποσοτική ιστορία που επεξεργάζεται σημαντικές σειρές αριθμητικών δεδομένων στήριξε την πιθανολογούμενη ανωτερότητα της ιστορίας των οικονομικών γεγονότων». Προσθέτει όμως αμέσως ότι, στο εξής, και η πολιτική ιστορία διαθέτει τις μακρές αυτές σειρές (που οφείλονται στον πρόωρο χαρακτήρα της καθολικής ψήφου) και ότι με τη σειρά της, αποδίδει σήμερα προνομιακή θέση στη «μακρά διάρκεια».
Με βάση τις συγκλίσεις αυτές μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι στη δεκαετία του 1960, οι διδακτορικές διατριβές σχετικά με την περιφερειακή ιστορία που υποστηρίχτηκαν στη Σορβόνη, είχαν όλες ένα μικρό οικογενειακό χαρακτήρα. Οι περισσότερες από αυτές αρχίζουν με τη μελέτη των οικονομικών όψεων, πριν εγκύψουν στα κοινωνικά ζητήματα και τελειώνουν με την πολιτική συγκυρία. Πολύ συχνά, επαναλαμβάνουν στον τίτλο τους ή τους υποτίτλους, τη μαγική λέξη «δομή». Ο Jacques Rougerie (1965), στον απολογισμό που αφιέρωσε σε πολυάριθμες από αυτές τις διατριβές, υπογραμμίζει ότι όλες διαπνέονται από «ένα κοινό πνεύμα, μια κοινή μέθοδο που δείχνει το ενδιαφέρον της υλιστικής προσπάθειας στην ιστορία».
Η Εφ αρμ ο γή τ ο υ Π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ ο ς t o y La b r o u s s e
Συλλογική έρευνα και καταμερισμός της εργασίας
Δ εν θα ήταν ποτέ αρκετό να υπογραμμίσουμε ότι οι νέες απόψεις για την ιστορία, που εμφανίστηκαν στα χρόνια τα οποία ακολούθησαν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, άσκησαν σημαντική επιρροή στην
ιστορική έρευνα μόνο επειδή εφαρμόστηκαν από ένα μεγάλο μέρος των νέων ερευνητών που προσλήφθηκαν στα πανεπιστήμια την εποχή εκείνη. Αν ο Ernest Labrousse αποδίδει μεγάλη σημασία στη συλλογική διάσταση της ιστορικής δουλειάς, είναι γιατί αντιλαμβάνεται το ζήτημα της σχέσης μελέτες περιπτώσεων/γενίκευση με τον ίδιο τρόπο που το αντιλαμβάνονταν και οι ιστορικοί των προηγούμενων γενεών. Ο Labrousse, μακριά από το να αποδέχεται την ιδέα, την αγαπητή στο Simiand, ότι ο στόχος της ιστορίας θα ήταν να οικοδομήσει οικουμενικές σχέσεις για την εξήγηση του παρελθόντος, θεωρεί ότι μόνο ο πολλαπλασιασμός των
[ 1 2 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
μονογραφιών μπορεί να επιτρέψει τη διεύρυνση των αποτελεσμάτων των προγενέστερων ερευνών. Για το λόγο αυτόν υιοθετεί και αυτός τον καταμερισμό εργασίας διατριβή/σύνθεση που ορίστηκε από τους «μεθο- διστές» στο τέλος του 19ου αιώνα. Κάθε μαθητής του προσκαλείται να εφαρμόσει ένα μικρό μέρος του προγράμματος. Στο τέλος αυτής της συλλογικής προσπάθειας ανάλυσης θα γίνει δυνατόν να περάσουμε στη σύνθεση, να προτείνουμε δηλαδή μια νέα σφαιρική ανάγνωση της ιστορίας της Γαλλίας. Όπως στις αρχές του 20ού αιώνα, o l νέοι ιστορικοί που συνδέονται με το εγχείρημα επιδίδονται σε αυτό με ενθουσιασμό. Δεν θα αναφέρω, στο παρόν έργο που επικεντρώνεται στην ιστορία της σύγχρονης εποχής, τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξε ο Pierre Vilar (ιστορικός της νεότερης περιόδου) στην εφαρμογή του προγράμματος αυτού. Είναι βέβαιο όμως ότι η συλλογική διάσταση του σχεδίου του Labrousse του οφείλει πολλά.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου συνεδρίου του Saint-Cloud (Ε. Labrousse, 1965), ο Jacques Dupaquier υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή του ποσοτικού διαβήματος μάς αναγκάζει να φανταστούμε νέες ομαδικές μορφές εργασίας. Όπως ήδη το έκαναν οι ιστορικοί οι ασχολούμενοι με την επαναστατική περίοδο στις αρχές του 20ού αιώνα, συνηγορεί υπέρ μιας νέας συμμαχίας μεταξύ πανεπιστημιακών και ιστορικών που ανήκουν σε επιστημονικές εταιρείες. Έτσι, στα επόμενα χρόνια, οι κύκλοι των γενεαλόγων θα συνδεθούν με τις εργασίες των ιστορικών-δημογρά- φων. Ο Jacques Dupaquier θεωρεί ακόμη απαραίτητη τη δημιουργία ενός «σώματος βοηθών ερευνών», των οποίων ο ρόλος θα ήταν να βοηθούν τους ερευνητές στην εκπλήρωση των υλικών εργασιών. Το πανεπιστήμιο, μην έχοντας προφανώς ποτέ τα μέσα για την αμοιβή αυτών των «βοηθών», εκ των πραγμάτων θα είναι οι φοιτητές οι οποίοι προετοιμάζουν τη maitrise που θα αναλάβουν το έργο αυτό. Πολλοί ανάμεσά τους ; θα ανακαλύψουν τη γοητεία της ιστορικής δημογραφίας ασκώντας την ; τέχνη της σφράγισης των δελτίων που προορίζονται για επεξεργασία από τη μηχανοργάνωση, πράγμα που θα συμβάλει στο να κατευνάσει γρήγορα τα πάθη ορισμένων εκκολαπτόμενων ποσοτικολόγων -θα επα- νέλθω σ’ αυτό. ;
Σε καθαρά μεθοδολογικό επίπεδο, η εφαρμογή στατιστικών μεθόδων θα επιτρέψει στους ιστορικούς να εξοικειωθούν με τη μέτρηση των μέσων όρων, των τυπικών αποκλίσεων, των ποσοστών συχνότητας και να μάθουν να ελέγχουν τις τεχνικές γραφικών και χαρτογραφικών παρα-
[ 1 2 8 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
στάσεων. Πολύ περισσότερο όμως, όλη η παραδοσιακή κριτική των τεκμηρίων θα ανατραπεί. Ο ιστορικός, στα πλαίσια της «ερμηνευτικής» προοπτικής που παρουσιάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, καλείται να εξαφανιστεί μπροστά στις πηγές του. Είδαμε ότι η πιο αυστηρή κριτική που ο Aulard απευθύνει στον Taine είναι ότι αυτός ο τελευταίος μιλούσε στο τεκμήριο, αντί να το ακούει. Για αυτόν, όπως και για όλους τους ιστορικούς της γενιάς του, ήταν αδιανόητο να ψάχνουμε στα αρχεία δεδομένα που επιτρέπουν να απεικονίσουμε ή να τεκμηριώσουμε μέριμνες του παρόντος. Αυτό όμως ακριβώς το διάβημα διεκδικεί έντονα η ποσοτική και σειραϊκή ιστορία. Για τους οπαδούς της, το ζήτημα που επεξεργάζεται συνειδητά ο ιστορικός, σε συνάρτηση με τις έγνοιες της στιγμής, οδηγεί την έρευνά του, τον παρακινεί, ενδεχομένως, να «αλέσει» τις πηγές του για να τις ομογενοποιήσει. Για παράδειγμα, για την ιστορική δημογραφία μια πράξη θανάτου δεν ενδιαφέρει καθαυτή, ως ίχνος μιας ιδιαίτερης ιστορίας που πρέπει να επανατοποθετήσουμε στο πλαίσιό της. Πρέπει να εξαγάγουμε από αυτή μια πληροφορία (όπως την ηλικία του θανόντος) που θα τοποθετηθεί σε μια ομοιογενή σειρά, δομημένη με βάση το κριτήριο της διάρκειας ζωής των ατόμων. Αυτό θα επιτρέψει να χαράξουμε εκ νέου, με στήριγμα καμπύλες, την εξέλιξη επί πολλούς αιώνες του προσδόκιμου ζωής, να αντιπαραβάλου- με αυτή την καμπύλη με άλλες καμπύλες, που αντανακλούν την εξέλιξη των τιμών, των επιδημιών κ.ά. Αντίθετα, όλα τα δεδομένα που δεν μπορούν να χρησιμεύσουν σε αυτή την ποσοτική εργασία (για παράδειγμα, όλα αυτά που συγκροτούν τον τυπικό μηχανισμό καταγραφής ή ταυτοποίησης των ατόμων από την εκκλησία ή το κράτος) θεωρούνται ότι δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον. Κατά έναν ορισμένο τρόπο, χάρη στο ποσοτικό διάβημα, η σύγχρονη ιστορία απελευθερώνεται από την επιρροή που ασκούσαν πάνω της οι αρχικά επεξεργασμένες ερμηνευτικές σκέψεις για τη μελέτη των παλιών περιόδων οι οποίες άφησαν ίχνη που μπορούμε ελάχιστα και δύσκολα να διερευνήσουμε. Ο Seignobos, δέσμιος ακόμη αυτής της ερμηνευτικής λογικής, παρέλυε μπροστά στον όγκο των τεκμηρίων των σχετικών με τη σύγχρονη εποχή. Ο θρίαμβος όμως της ποσοτικής ιστορίας επιβάλλει, οριστικά, την ιδέα ότι ο ιστορικός δεν είναι υποχρεωμένος να μελετήσει όλα τα αρχεία που αφορούν μία περίοδο ή ένα δεδομένο θέμα. Πρέπει να τα επιλέξει σε συνάρτηση με τα ερωτήματα που θέτει στον εαυτό του. Η αφθονία των γραπτών τεκμηρίων, που αποτελούσε μια «αναπηρία», γίνεται ένα πλεονέκτημα,
9 [ 1 2 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
γιατί όσο πιο πλούσια είναι αυτά, τόσο περισσότερο ο ιστορικός μπορεί να ελπίζει ότι θα βρει το υλικό που θα του επιτρέψει τη συγκρότηση σειρών και την ποσοτική μέτρηση.
Από την ιστορία των τιμών στην ιστορία των τραπεζών
Οπως είδαμε, ένα από τα θέματα που προσέγγισε ο Ernest Labrousse στη διδακτορική του διατριβή ήταν το πέρασμα από τις κρίσεις του
τύπου του «Παλαιού Καθεστώτος» (που χαρακτηρίζονταν από την απότομη άνοδο των τιμών των δημητριακών) στις κρίσεις του βιομηχανικού τύπου (όταν η υπερπαραγωγή των εμπορευμάτων, μην βρίσκοντας πλέον αγοραστές, αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα της αλλαγής της συγκυρίας). Η Γαλλική Επανάσταση και η κρίση του 1929, έχοντας οριστεί ως τα καλύτερα παραδείγματα αυτών των δύο προτύπων, έπρεπε να μάθουμε πώς και πότε η Γαλλία και η Ευρώπη πέρασαν από το πρώτο στο δεύτερο. Ξαφνικά, η οικονομική ιστορία θα προχωρήσει αργά παραπέρα. Οι ιστορικοί, αφήνοντας για λίγο τη Μεγάλη Επανάσταση, θα συγκεντρωθούν ολοένα και περισσότερο στις οικονομικές αιτίες της επανάστασης του 1848.
Στην εισαγωγή ενός συλλογικού έργου που διηύθυνε, ο Labrousse (1956) διατυπώνει την υπόθεση ότι οι οικονομικές κρίσεις της πρώτης περιόδου του 19ου αιώνα (πριν από το 1870) είναι «μεικτές» κρίσεις, λό- γω της θέσης που εξακολουθεί να κατέχει η αγροτική παραγωγή στην οικονομία. Οι κρίσεις αυτές συνδυάζουν παλιά χαρακτηριστικά (άνοδος των αγροτικών τιμών που επιφέρει ελλείψεις στα είδη διατροφής) και σύγχρονα (κρίση διάθεσης των προϊόντων, κυρίως στον υφαντουργικό τομέα). Οι έρευνες που αναπτύχθηκαν από τους πρώτους μαθητές του, θα επιτρέψουν τις αποχρώσεις και τη συμπλήρωση της διάγνωσης αυτής. Δεδομένης της σημασίας που ο Labrousse αποδίδει στο ζήτημα των τιμών, καταλαβαίνουμε ότι η ιστορία των τραπεζών υπήρξε ένας από τους πλέον πρόωρους και δυναμικούς τομείς της γαλλικής οικονομικής ιστορίας. Ο Bertrand Gille (1959), στη διδακτορική του διατριβή σχετικά με «την τράπεζα και την πίστη στη Γαλλία από το 1815 μέχρι το 1848», εκτιμά ότι η εμφάνιση των κρίσεων σύγχρονης μορφής είναι παλαιότερη από ό,τι σχετικά έχει διατυπώσει ο Labrousse. Σύμφωνα με αυτόν, η αλλαγή της συγκυρίας που προηγείται της επανάστασης του 1848, εξηγεί
[ 1 3 0 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
ται κατά μεγάλο μέρος από την έλλειψη κεφαλαίων, η οποία συνδέεται με την υπερβολική επένδυση, σε έναν κόσμο όπου η έλλειψη νομίσματος και η δυσκολία της πίστης αποτελούν πληγές για την πλειονότητα των χωρικών, θυμάτων των τοκογλύφων. Η διδακτορική διατριβή του Jacques Nere (1959) σχετικά με την κρίση του 1882 και αυτή του Jean Bouvier σχετικά με την Credit Lyonnais (1961) μεταφράζουν την εισβολή της οικονομικής ιστορίας στη μελέτη της Τρίτης Δημοκρατίας. Όπως δείχνει ο Nere, η Μεγάλη Ύφεση σημαδεύεται από ένα νέο γεγονός: την πτώση των αγροτικών τιμών. Από την κρίση αυτή και μετά, δεν μπορούμε πλέον να αποδίδουμε στην αγροτική παραγωγή έναν κεφαλαιώδη ρόλο, προκειμένου να εξηγήσουμε το πέρασμα από μια φάση Α σε μια φάση Β. Και αυτό ακόμη περισσότερο αφού το νόμισμα γίνεται αφθονότερο, χάρη στη γένεση νέων τραπεζών καταθέσεων όπως η Credit Lyonnais και τα πρώτα τραπεζικά δίκτυα. Η νομισματική μάζα διογκώνεται, τα τραπεζικά χαρτονομίσματα διαδίδονται. Ο Bouvier όμως δείχνει ότι αυτός ο «εκσυγχρονισμός» του τραπεζικού συστήματος επιδεινώνει την κερδοσκοπία. Το 1882, ο χρηματιστηριακός πανικός επιφέρει την κρίση, γιατί προκαλεί τραπεζικές πτωχεύσεις που οδηγούν τις επιχειρήσεις σε ασφυξία και σε βιομηχανική παράλυση.
Το διεθνές άνοιγμα
Η έντονη ανάπτυξη της τραπεζικής ιστορίας εξηγεί το γεγονός ότι είναι κατ’ αρχάς οι ιστορικοί αυτού του τομέα που έθεσαν το πρό
βλημα της γαλλικής βιομηχανικής καθυστέρησης, το οποίο συζητήθηκε πολύ τις επόμενες δεκαετίες. Ο Maurice Levy-Leboyer (1964), στη διδακτορική διατριβή του, που υποστήριξε το 1963, θέτει ερωτήματα σχετικά με το ρόλο τον οποίο έπαιξε το τραπεζικό σύστημα στην αναιμική αυτή ανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας. Εξετάζει τους διάφορους βιομηχανικούς τομείς, εξετάζει τις συναλλαγές, τις επενδύσεις και το ρόλο των επιχειρηματικών τραπεζών. Συμπεραίνει ότι οι σοβαρές ελλείψεις της οικονομίας δεν μπορούν να αποδοθούν στη γαλλική οικονομική αγορά που, από την εποχή αυτή, αναπτύσσεται σθεναρά. Η ιδιαίτερη σημασία της παραπάνω εργασίας συνίσταται στη συγκριτική της διάσταση. Η ιδιαιτερότητα του γαλλικού μοντέλου προβάλλει μέσα από την αντιπαράθεσή του προς τα γειτονικά του ευρωπαϊκά. Ενώ μέχρι τότε η οικονομική
[ 131 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ιστορία περιοριζόταν στη Γαλλία, στο εξής αρχίζει να ανοίγεται στο εξωτερικό. Ο Frangois Crouzet (1956), στη διδακτορική του διατριβή σχετικά με τη βρετανική οικονομία κατά τη διάρκεια του ναπολεόντειου αποκλεισμού, άνοιξε το δρόμο αυτόν, που θα επεκταθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες από τους μαθητές του. Το άνοιγμα όμως αυτό θα ενισχυθεί κυρίως μέσω της συνάντησης οικονομικής ιστορίας και ιστορίας των διεθνών σχέσεων.
Ο Rene Girault (1970), στην εισαγωγή της διδακτορικής του διατριβής σχετικά με τις οικονομικές και χρηματικές σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και τη Ρωσία από το 1887 μέχρι το 1914, τίθεται υπό τη διπλή κηδεμονία του Jean Bouvier και του Pierre Renouvin. Η εργασία του, παρόμοια με αυτήν του Jacques Thobie γύρω από τις οικονομικές και χρηματικές σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αιώνα, δείχνει καλά την πρόοδο και την ανανέωση της σύγχρονης ιστορίας, μέσω του συνδυασμού νέων δεξιοτήτων. Η σημαντική θέση που αποδίδεται στην ιστορία των επενδύσεων, των κερδών, της μεταφοράς κεφαλαίων μαρτυρά την άνεση που ένα τμήμα της νέας γενιάς των «διεθνιστών» ιστορικών απέκτησε στο χειρισμό των στατιστικών οργάνων. Οι νέες όμως αυτές έρευνες μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν, επειδή οι συγγραφείς τους κινητοποίησαν ταυτόχρονα γλωσσολο- γικές και ιστορικές δεξιότητες σχετικά με «πολιτιστικούς χώρους» (τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή κ.ά.) που μέχρι τότε είχαν ελάχιστα μελετηθεί από τους Γάλλους ιστορικούς. Οι εργασίες αυτές σηματοδοτούν την ανάδυση, στους κόλπους της ιστορίας των διεθνών σχέσεων, ενός ρεύματος επηρεασμένου από το μαρξισμό. Η ανάδυση αυτή εξηγεί τη θέση που κατέχει το ζήτημα του «ιμπεριαλισμού», έννοια που επινοήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από οικονομολόγους όπως ο Rudolf Hilferding και κατόπιν από τον ίδιο τον Λένιν. Σύμφωνα με τους συγγραφείς αυτούς, η ανάγκη των καπιταλιστικών επιχειρήσεων για την εξεύρεση νέων διεξόδων για τα εμπορεύματά τους και τα κεφάλαιά τους εξηγεί την όξυνση των διεθνών εντάσεων και την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η αμφισβήτηση του ιμπεριαλισμού επεκτείνεται από την ιστορία των· διεθνών σχέσεων στην ιστορία της αποικιοκρατίας. Η ιστορία αυτή στρέφεται με τη σειρά της προς την οικονομία και τις ποσοτικές τεχνικές. Η Catherine Coquery-Vidrovitch (1992), στις έρευνές της σχετικά με τη μαύρη Αφρική, αναδεικνύει τις πολλαπλές διαστάσεις της αποικιακής
[ 1 3 2 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
καταπίεσης: την αποστέρηση της ιδιοκτησίας της γης, τις νομισματικές καταχρήσεις ως συνέπεια των φορολογικών εξαναγκασμών, την κατα- ναγκαστική εργασία. Ανάμεσα στις πολυάριθμες εργασίες που πραγματοποιούνται στην προοπτική αυτή, μπορούμε να αναφέρουμε τις διδακτορικές διατριβές της Helene Almeida-Topor γύρω από την οικονομική ιστορία της Δαχομέης, του Michel Cahen σχετικά με την πορτογαλική οικονομική και κοινωνική πολιτική από το 1939 στη Μοζαμβίκη, της Odile Goerg, γύρω από τη γαλλική και βρετανική αποικιακή πολιτική στη Γουινέα. Την κριτική ανάλυση του αποικιοκρατικού συστήματος, και κυρίως των οικονομικών και κοινωνικών διαστάσεών του, τη συναντάμε και στην καρδιά σημαντικών εργασιών που αναφέρονται στην ιστορία της βόρειας Αφρικής και της Ινδοκίνας κυρίως στις διδακτορικές διατριβές του Charles Ageron (1968), του Andre Nouschi (1961), του Gilbert Meynier (1979), του Daniel Hemery (1975). Η διαφοροποίηση αυτή των βλεμμάτων γύρω από την ιστορία της αποικιοκρατίας θα παίξει σημαντικό ρόλο στη «μετατροπή σε επάγγελμα» αυτού του τομέα μελετών σχετικά με το παρελθόν. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής πράγματι, η παλιά Revue d’histoire des colonies, της οποίας τον έλεγχο είχαν συνταξιούχοι διπλωμάτες και αποικιοκράτες διοικητές, παραχωρεί τη θέση της σε ένα πραγματικά πανεπιστημιακό έντυπο: τη Revue franqaise d ’ histoire d ’Outre-Mer.
Η περιφερειακή ιστορία
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που ακολουθούν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιφερειακή ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας γνωρίζει μια έντονη ανάπτυξη. Πολλοί είναι οι λόγοι που μπορούν να εξηγήσουν
κάτι τέτοιο. Ο πολλαπλασιασμός του αριθμού των θέσεων στην ανώτατη εκπαίδευση επιτρέπει την ανάδυση πανεπιστημιακών πόλων στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις, στο εσωτερικό των οποίων θα ανθήσουν πολλές νέες διδακτορικές διατριβές. Εξάλλου, το γαλλικό σύστημα θέλει πολύ συχνά να αρχίζουν οι νέοι ιστορικοί τη διδακτορική τους διατριβή ενώ είναι ακόμη καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Για πρακτικούς λόγους (κυρίως εγγύτητα των πηγών), προσανατολίζονται συχνά στη διεξαγωγή ερευνών γύρω από ένα θέμα που άπτεται της ιστορίας της περιοχής όπου είναι διορισμένοι. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμούμε
[ 133 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
την επιρροή που, μετά το 1968, το περιφερειακό μαχητικό κίνημα άσκησε στην ιστορική έρευνα. Ωστόσο, πριν προχωρήσουμε, πρέπει να συγκεκριμενοποιήσουμε τι εννοούμε με τη λέξη «περιφερειακό». Πράγματι, μου φαίνεται ότι όλες οι εργασίες που εγγράφονται σε ένα περιορισμένο γεωγραφικό πλαίσιο δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην περιφερειακή ιστορία. Μόνο όταν η ίδια η γεωγραφική ενότητα αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας, μπορούμε πραγματικά να μιλάμε για περιφερειακή ιστορία. Όλες οι διδακτορικές διατριβές που μελετούν ένα πρόβλημα (την εκβιομηχάνιση) ή μια κοινωνική ομάδα (τους αστούς, τους εργάτες κ.λπ.) και για το οποίο το τοπικό πλαίσιο αποτελεί περισσότερο πρόσχημα παρά ένα αντικείμενο σκέψης, δεν εντάσσονται στην περιφερειακή αυτή ιστορία.
Μια «ιστορία των επαρχιών»
νάμεσα σε όλες τις διδακτορικές διατριβές περιφερειακής ιστορίαςπου πραγματοποιήθηκαν στις μεταπολεμικές δεκαετίες, αναμφίβο
λα η διατριβή του Georges Dupeux (1962) γύρω από την Loir-et-Cher, την οποία υποστήριξε το 1958, αποτελεί την πιο σχολαστική εφαρμογή του προγράμματος του Labrousse. Ο στόχος είναι η παρουσίαση μιας «συνολικής ιστορίας» αυτού του νομού, υιοθετώντας τη μήτρα των τριών επιπέδων που αναφέραμε παραπάνω. Στον πρόλογο του έργου που προήλθε από τη διδακτορική αυτή διατριβή, ο Ernest Labrousse υπογραμμίζει καθαρά το σημείο αυτό: «Ο κ. Dupeux μάς παρουσιάζει μια κοινωνική και πολιτική ιστορία. Μια κοινωνική ιστορία που στηρίζεται στις οικονομικές της βάσεις. Μια πολιτική ιστορία που φωτίζεται πλήρως από την κοινωνική ιστορία. Οικονομία-κοινωνικές ομάδες-ιδεο- λογίες: Η διαδρομή του συγγραφέα δεν απομακρύνεται πολύ από εκείνη του Lucien Febvre». Ο Georges Dupeux υπερασπίζεται έντονα την ορθόδοξη ποσοτική προσέγγιση από την εισαγωγή του έργου του: «Στον τομέα της κοινωνικής ιστορίας, όπως σε αυτόν της οικονομικής ιστορίας, η έρευνα ενός τεκμηρίου που περιέχει ποσοτικά δεδομένα επιτρέπει να καταλήξουμε σε μια ποσοτική γνώση, να παραμερίσουμε τις υποκειμενικές εντυπώσεις, τις εσφαλμένες ερμηνείες απομονωμένων γεγονότων, την πρόωρη γενίκευση με βάση περιπτώσεις που θεωρούνται τυπικές» (σ. 12). Η εμπιστοσύνη αυτή στην επιστημονική αξία της στατιστικής εξηγεί την αφθονία των χαρτών (43) και των γραφημάτων (32) που δη
[ 1 3 4 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
μοσιεύονται στο παράρτημα της διδακτορικής διατριβής του. Ένας από τους βασικούς στόχους του συγγραφέα είναι να εξετάσει τη γονιμότητα των υποθέσεων οι οποίες αναπτύχθηκαν προηγουμένως από τον Labrousse. Έτσι, δείχνει ότι μέχρι το 1866, οι κρίσεις που συνταράζουν την περιοχή, παρουσιάζουν ένα «μεικτό» χαρακτήρα (οι βιομηχανικές δυσκολίες συνδυάζονται με μεγάλες αυξήσεις των τιμών των δημητριακών). Έπειτα όμως από την ημερομηνία αυτή, τα παραδοσιακά στοιχεία εξαφανίζονται. Δεν υπάρχουν πλέον απότομες αλλαγές των αγροτικών τιμών.
Ένας μεγάλος αριθμός διδακτορικών διατριβών θα συμβάλουν στη συλλογική αυτή προσπάθεια της ιστορίας «των επαρχιών» της Γαλλίας. Εκτός από τις εργασίες του Pierre Barral γύρω από την περιοχή του Isere και του Philippe Vigier γύρω από τις Άλπεις που ήδη αναφέραμε, μπορούμε να αναφέρουμε τις διατριβές του Maurice Agulhon (1966 και 1969) γύρω από τη Var, του Gabriel Desert (1970) γύρω από το Calvados. Μπορούμε να προσθέσουμε στο σύνολο αυτό, τις έρευνες που διευρύνουν τον ορίζοντά τους μέχρι τα όρια μιας περιοχής, όπως η διατριβή του Alain Corbin (1975) για το Limousin, του Pierre Leveque για τη Βουργουνδία (1983), του Francois Roth (1976) για την προσαρτημένη Λορένη, της Danielle Begot για την Camargue στις αρχές του 19ου αιώνα ή του Jean Lorcin για την περιοχή του Saint-Etienne κατά τη δεκαετία του 1930 (μια από τις σπάνιες διατριβές για την περιφέρεια με άξονα τον 20ό αιώνα). Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, αν πολλές από αυτές τις εργασίες έχουν «έναν οικογενειακό χαρακτήρα», καθεμιά από αυτές αντανακλά ιδιαίτερες έγνοιες και παίρνει αποστάσεις (λίγο ως πολύ μεγάλες) από το «μοντέλο» του Labrousse. Θα επανέλθω σε αυτό στο Κεφάλαιο 5, αναφέροντας περισσότερες λεπτομέρειες για τη διατριβή του Maurice Agulhon. Για να εικονογραφήσουμε τις εντάσεις που προοδευτικά εμφανίζονται μεταξύ του δασκάλου και των μαθητών του, θα ήθελα να κλείσω αυτή την παράγραφο αναφέροντας τα αυστηρά λόγια του Alain Corbin (στο J.-P. Rioux και J.-F. Sirinelli, 1997, σ. 101) για το διευθυντή της διδακτορικής διατριβής του. Σύμφωνα με αυτόν, «όπως άλλοτε ένας φεουδάρχης ή κατόπιν ένας υπουργός των Εσωτερικών, ο Ernest Labrousse μοίραζε φέουδα και νομαρχίες». Η διανομή δεν είναι, προφανώς, ευνοϊκή για αυτόν, επειδή ο Alain Corbin παίρνει το Limousin και ο δάσκαλος ορίζει αντιπρόσωπό του στη διεύθυνση της διατριβής έναν από τους «νομάρχες» του: τον Bertrand Gille. Ελλείψει
[ 1 3 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
στατιστικών στοιχείων σε αυτόν τον «αρχαϊκό» ακόμη νομό, η ποσοτική προσέγγιση δεν αποδίδει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ξαφνικά, ο συγγραφέας μπορεί να γλιστρήσει, προς μεγάλη του ευχαρίστηση, στην ιστορική ανθρωπολογία: οι οικογενειακές δομές, οι βιολογικές συμπεριφορές, οι εποχικές μεταναστεύσεις θα δώσουν στη διατριβή του τη δική της πρωτοτυπία.
Οι πόλεις κάτω από το βλέμμα του ιστορικού
Η μελέτη τους μπορεί να θεωρηθεί μια διάσταση της ιστορίας αυτής των περιφερειών που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Ακόμη και αν
η σύγχρονη ιστορία είναι λιγότερο δυναμική από τη νεότερη ιστορία στον τομέα αυτόν, μετά τη δεκαετία του 1970 εμφανίζεται ένας αυξανόμενος αριθμός διατριβών γύρω από τις πόλεις. Από την άποψη αυτή, πρέπει να αναφέρουμε τις πρωτοποριακές διατριβές του Felix-Paul Codaccioni (1971) γύρω από την κοινωνία της Lille κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και της Jeanne Gaillard (1977) γύρω από το Παρίσι κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Στα ίχνη αυτών των εργασιών, δημοσιεύτηκαν μελέτες γύρω από την ιστορία του Belfort (Yvette Baradel), του Nancy (Odile Voillard), του Bordeaux (Gabrielle Cadier- Rey, Laurent Coste). Μπορούμε να προσθέσουμε ότι η ιστορία των πόλεων υπήρξε ένας από τους πρώτους τομείς που υπερέβη μαζικά το όριο του πολέμου του 1914-1918, χάρη κυρίως στις διατριβές του Jean-Paul Brunet (1980) και της Annie Fourcault (1986) γύρω από την περιοχή του Παρισιού.
Η εκβιομηχάνιση, αντικείμενο μελετών
Παρά τις απομονωμένες έρευνες που έγιναν σε εθνικό επίπεδο, όπως αυτή του Claude Fohlen (1956) γύρω από την υφαντουργία, η ιστορία της εκβιομηχάνισης κινήθηκε και αυτή, αρχικά, σε τοπικό επίπεδο. Η
διατριβή του Pierre L6on (1954), σχετικά με τη γέννηση της μεγάλης βιομηχανίας στην περιοχή του Dauphine (την οποία υποστήριξε το 1952), αποτελεί ένα πρόωρο παράδειγμα της ιστορίας της «μακράς διάρκειας», επειδή καλύπτει μια περίοδο που εκτείνεται από το τέλος του 17ου αιώ- να μέχρι το 19ο αιώνα. Ο στόχος τον οποίο ακολουθεί είναι πολύ νέος
[ 1 3 6 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
για την εποχή. Ο Pierre Leon προτείνει πράγματι να «δείξει πώς, στην καρδιά των δυτικών Άλπεων, από τη βιοτεχνία στο εργοστάσιο σχηματίστηκε μια μεγάλη βιομηχανία που φέρει άξια αυτό το όνομα». Συμμετέχοντας και αυτός στη συλλογική συζήτηση γύρω από τη φύση των οικονομικών κρίσεων του 19ου αιώνα, βλέπει ότι από το 1848 και μετά εμφανίζονται νέοι μηχανισμοί (τραπεζικός και βιομηχανικός) που συνδέονται με αυτές τις τελευταίες. Το Κέντρο Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, που ιδρύει στο Πανεπιστήμιο της Λυών-ΙΙ (και το οποίο σήμερα φέρει το όνομά του) αποτελεί, στις δεκαετίες που ακολουθούν, ένα σημαντικό ερευνητικό χώρο της βιομηχανικής ιστορίας. Εδώ ο Yves Lequin και ο Pierre Cayez θα αναπτύξουν τις εργασίες τους γύρω από τον εργατικό κόσμο της Λυών και την εκβιομηχάνιση της περιοχής κατά το 19ο αιώνα.
Το Πανεπιστήμιο της Lille αποτελεί μια άλλη μεγάλη εστία ιστορικών ερευνών γύρω από την εκβιομηχάνιση που αναδύεται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Με την παρακίνηση του Marcel Gillet (1971), συγγραφέα μιας διατριβής γύρω από την ιστορία των ανθρακωρυχείων της βόρειας Γαλλίας πραγματοποιείται ένας μεγάλος αριθμός μελετών, οι περισσότερες από τις οποίες δημοσιεύονται στη δυναμική Revue du Nord. Ας αναφέρουμε, ανάμεσα σε άλλες, τις εργασίες του Gerard Gayot γύρω από την πρωτοεκβιομηχάνιση, του Jean-Pierre Hirsch (1989) γύρω από την εργοδοσία της Lille, της Odette Hardy-Hemery (1985) γύρω από τη βιομηχανία της Valenciennois. Στις έρευνες αυτές για το «Βορρά», πρέπει να προσθέσουμε, παρόλο που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι (αρχικά υπό τη διεύθυνση του Labrousse και κατόπιν του Crouzet), τη διατριβή του Frangois Caron (1973) γύρω από τη σιδηροδρομική εταιρεία της βόρειας Γαλλίας μεταξύ του 1846 και του 1937. Στη δυτική Γαλλία, το Κέντρο Ποσοτικής Ιστορίας της Caen προωθεί το μεγαλύτερο αριθμό μελετών οικονομικής ιστορίας. Σχετικά με τη σύγχρονη εποχή, αναφέρουμε τις έρευνες κυρίως του Alain Lemenorel γύρω από τη σιδηρουργία της Caen και αυτές του Yannick Marec γύρω από τη φτώχεια στη Rouen.
[ 1 3 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Πληθυσμός και κοινωνικές τάξεις
Η ιστορία του πληθυσμού
Οπως είδαμε παραπάνω, οι οπαδοί της ποσοτικής ιστορίας πριμοδοτούν τα κοινωνικά ζητήματα. Οι ιστορικοί-δημογράφοι επικέντρω
σαν την προσοχή τους στην ιστορία του πληθυσμού. Ακόμη, σχετικά και με το θέμα αυτό, η σύγχρονη εποχή προκάλεσε μικρότερο ενδιαφέρον από ό,τι η νεότερη περίοδος. Ωστόσο, με την παρακίνηση του Joseph Goy, η ιστορία κυρίως της οικογένειας το 19ο αιώνα αρχίζει να προκα- λεί έρευνες. Γενικά, και στον τομέα αυτόν, τα πράγματα αναπτύσσονται περισσότερο σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, με τις διατριβές του Pierre Guillaume (1970) γύρω από τον πληθυσμό του Bordeaux το 19ο αιώνα, του Maurice Lachiver γύρω από το Meulan, του Jean-Marie Lhote γύρω από τον επαναστατικό πληθυσμό κατά τη διάρκεια της Υπατείας και της Αυτοκρατορίας, και του Pierre Thumerelle γύρω από τον πληθυσμό της βόρειας Γαλλίας.
Οι κοινωνικές τάξεις
Ο Jean Bouvier είναι αυτός που παρουσίασε περισσότερο ξεκάθαρα την άποψη του Labrousse για την κοινωνία. Το 1965, στην παρέμ
βασή του στο συνέδριο του Saint-Cloud, υπογραμμίζει ότι «οι οικονομικές διαφορές αποτελούν το πλαίσιο στο οποίο στηρίζονται οι διάφορες τάξεις». Για το λόγο αυτόν, η κοινωνική ιστορία «εξετάζει τους ομαδο- ποιημένους ανθρώπους, που μοιάζουν μεταξύ τους με βάση ορισμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της κατάστασής τους και των συνθηκών τους, ικανοί ή όχι να συνειδητοποιήσουν τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Η κοινωνική ιστορία τείνει λοιπόν, αυθόρμητα, σε πορτραίτα ομάδων και όχι σε ατομικές βιογραφίες. Αναζητά το τυπικό περισσότερο από το ιδιαίτερο» (στο Ε. Labrousse, 1965, σ. 239). Στην προοπτική αυτή, κατανοούμε καλύτερα γιατί το μεγαλύτερο μέρος των διατριβών κοινωνικής ιστορίας που πραγματοποιούνται αυτή την εποχή προτιμούν τη μελέτη των κοινωνικών τάξεων: Ευγενείς (ή πρόκριτοι) από τη μία πλευρά. Αστοί (ή εργοδότες) και εργάτες από την άλλη πλευρά. Και εδώ, οι περισσότερες μελέτες επικεντρώνονται στο 19ο αιώνα. Η αγροτική κοινωνία αποτέλεσε το αντικείμενο των περισσοτέρων εργασιών, πάντοτε
[ 1 3 8 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
σε μια περιφερειακή προοπτική. Οι ευγενείς της Franche-Comte και της Somme μελετήθηκαν από την Claude-Isabelle Brelot (1990) και τον Jean-Marie Wiscart (1990). Μετά τις προδρομικές έρευνες του Philippe Vigier (1963) και του Andre Tudesq (1964), η ιστορία των προκρίτων και των χωρικών είναι σήμερα περισσότερο γνωστή χάρη στις διατριβές του Marcel Vigreux (1985) γύρω από το Morvan, του Ronald Hubscher (1978) γύρω από το Pas-de-Calais, του Jean-Claude Farcy γύρω από τους χωρικούς του Bauce. Στο εσωτερικό αυτών των ερευνών, σημειώνουμε τη θέση που κατέχουν οι μελέτες γύρω από τις αμπελουργικές περιοχές, κυρίως στο Languedoc-Roussillon (G. Gavignaud) και στη Βουργουνδία (G. Garrier, P. Goujon).
Η ιστορία της αστικής τάξης, ενισχυμένη από τη μεγάλη έρευνα που παρουσίασε ο Labrousse στο Συνέδριο της Ρώμης το 1955, πραγματοποίησε ένα άλμα μπροστά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ειδικότερα χάρη στη διδακτορική διατριβή της Adeline Daumard (1963), που επικεντρώνεται στην περιοχή του Παρισιού. Η παρουσίαση είναι σύμφωνη με το σχήμα «Οικονομίες-Κοινωνίες-Πολιτισμοί». Το πρώτο μέρος επικεντρώνεται στην «περιγραφή των αστικών δομών» (που ορίζονται από τα επίπεδα περιουσίας και τα επίπεδα ζωής). Η συγγραφέας εξετάζει κατόπιν την κοινωνική εξέλιξη της αστικής τάξης του Παρισιού, πριν μελετήσει τη συμμετοχή των μελών της στη συλλογική ζωή. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι, αν και πριμοδοτεί τα υλικά κριτήρια για να ορίσει την αστική τάξη, η Adeline Daumard δεν υιοθετεί τη μαρξιστική άποψη για τις κοινωνικές τάξεις. Ακόμη, θεωρεί ότι κανένας από τους ορισμούς που δόθηκαν μέχρι τότε δεν ήταν ικανοποιητικός για τον ιστορικό, επειδή δεν λάμβανε υπόψη ούτε την κατάσταση ούτε την ψυχολογία των ανθρώπων οι οποίοι, στο 19ο αιώνα, «ζούσαν ως αστοί, αντι- δρούσαν ως αστοί, θεωρούσαν τον εαυτό τους αστό και θεωρούνταν αστοί από τον περίγυρό τους και όλη την κοινωνία». Την «ποιοτική» αυτή διάσταση προσπαθεί να ενσωματώσει στην έρευνά της, πράγμα που την οδηγεί να συγκροτήσει τύπους αστικών οικογενειών και να αξιοποιή- σει τις σχέσεις τους. Άλλες έρευνες γύρω από την ιστορία της αστικής τάξης, κυρίως αυτές του Bernard Andre γύρω από την εισοδηματική αστική τάξη της Vannes και του Jean-Pierre Chaline (1982) για τις οποίες θα ξαναμιλήσουμε στο Κεφάλαιο 5, θα εμπλουτίσουν και θα αποσαφηνίσουν τις διαπιστώσεις αυτές. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε το μεγάλο αριθμό μελετών που αφιερώθηκαν στην εργοδοσία στα πλαίσια του συ
[ 1 3 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
σχετισμού της ιστορίας της αστικής τάξης και της βιομηχανικής και τραπεζικής ιστορίας. Οι προδρομικές εργασίες του Jean Lambert-Dansette (1954) στη βόρεια Γαλλία γύρω από ορισμένες μεγάλες οικογένειες της υφαντουργίας ή του Guy Thuillier (1959) γύρω από την εργοδοσία του σιδήρου στο Nivernais, σηματοδοτούν την αρχή μιας μακράς σειράς μελετών, ανάμεσα στις οποίες πρέπει να αναφέρουμε τις εργασίες του Louis Bergeron (1974) και του Serge Chassagne (1986) γύρω από την εργοδοσία του Διευθυντηρίου και της Αυτοκρατορίας, του Alain Plessis (1985) γύρω από τη διοίκηση της Τράπεζας της Γαλλίας, του Jean-Marie Moine (1989) γύρω από τα αφεντικά της σιδηρουργίας της Λορένης, της Jacqueline Herpin γύρω από τις περιουσίες του Bordeaux.
Δεδομένου αυτού που είπαμε παραπάνω, δεν θα εκπλαγούμε από τη διαπίστωση ότι ο εργατικός κόσμος κατέχει μια προνομιακή θέση στην κοινωνική ιστορία αυτής της εποχής. Η εργατική ιστορία είχε ήδη προ- καλέσει ορισμένες έρευνες πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Για να δώσουμε μια εικόνα των αλλαγών προοπτικής που επέφερε η υιοθέτηση του ποσοτικού διαβήματος, πρέπει να σταματήσουμε μια στιγμή στη διατριβή της Marie-Madeleine Kahan-Rabecq (1939), που αναφέρεται στους εργάτες της Αλσατίας κατά τη μοναρχία του Ιουλίου. Δημοσιευμένη τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η μελέτη αυτή μαρτυρά την απήχηση που είχε το Λαϊκό Μέτωπο στον πανεπιστημιακό χώρο. Πρόκειται εδώ, όχι μόνο για μία από τις πρώτες διατριβές σύγχρονης ιστορίας που υποστήριξε μια γυναίκα, αλλά επιπλέον έρχεται σε ρήξη με το σκληρό και ακαδημαϊκό στυλ που κάθε υποψήφιος διδάκτορας της φιλολογίας έπρεπε να υιοθετεί. Από την εισαγωγή κιόλας δίνεται ο τόνος: «Οι ανατροπές που προκάλεσε ο πόλεμος, καθώς επίσης οι ολοένα και πιο έντονες διεκδικήσεις ενός προλεταριάτου που καθημερινά αποκτού-' σε μεγαλύτερη συνείδηση της σημασίας του, οδήγησαν τους ιστορικούς να μελετήσουν την καταγωγή και την αργή ανάπτυξη ενός εργατικού κινήματος, του οποίου το εύρος αποτελεί σίγουρα ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας». Ωστόσο, ο ριζοσπαστικός λόγος συνδυάζεται με μια παρουσίαση των πραγμάτων που παραμένει αρκετά παραδοσιακή. Ακόμη, η διατριβή αυτή εγγράφεται πλήρως, πράγματι, στη λογική της ιστορίας των γεγονότων. Όχι μόνο δεν πριμοδοτείται η οικονομική διάσταση, αλλά η συγγραφέας αρνείται κυρίως να βασιστεί στις κοινωνικο- επαγγελματικές κατηγορίες που επεξεργάστηκε η διοίκηση στην προ- σπάθειά της να κατανοήσει εκ των υστέρων στην ενότητά του τον υπό
[ 1 4 0 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
μελέτη κόσμο. Η συγγραφέας εκτιμά πράγματι ότι «είναι αδύνατον να χαράξουμε εκ νέου σε γενικές γραμμές την ιστορία του προλεταριάτου της Αλσατίας, επειδή το προλεταριάτο αυτό δεν υπάρχει ως ομοιογενής ομάδα με σταθερή εξέλιξη και συλλογική συνείδηση. Υπάρχουν προλετάριοι, αλλά αυτοί έχουν τόσο διαφορετικές συνθήκες ύπαρξης, έχουν τόσο διαφορετικές συμπεριφορές απέναντι στα ίδια γεγονότα, ώστε ήταν απαραίτητο εδώ να πραγματοποιήσουμε μια μελέτη πολύ περισσότερο χωρική παρά χρονολογική». Για το λόγο αυτόν κάθε κεφάλαιο της διατριβής αφιερώνεται σε μία συνιστώσα του προλεταριάτου της Αλσατίας.
Αντίθετα, οι διατριβές γύρω από τον εργατικό κόσμο που πραγματο- ποιήθηκαν στις μεταπολεμικές δεκαετίες εγγράφονται σχεδόν όλες στη λογική του Labrousse. Ανάμεσα σε πολυάριθμες μελέτες της εργατικής ιστορίας, ας συγκρατήσουμε αυτές της Rolande Trempe (1971) γύρω από τους ανθρακωρύχους του Carmaux, του Remy Gossez γύρω από τους εργάτες της παρισινής βιοτεχνίας, του Francis Hordern γύρω από τους εργάτες της Αλσατίας το 19ο αιώνα, του Pierre Pierrard (1984) γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα σε εργάτες και θρησκεία στη βόρεια Γαλλία, στις οποίες πρέπει να προσθέσουμε τις διατριβές του Rene Parize γύρω από τους εργάτες του Creusot και του Michel Pigenet γύρω από τους εργάτες του Cher. Η διατριβή που ο Yves Lequin (1977) αφιέρωσε στους εργάτες της περιοχής της Λυών αντιπροσωπεύει συγχρόνως το μοντέλο του Labrousse και τις αμφιβολίες που τη δεκαετία του 1970 αρχίζουν να πολιορκούν τους Γάλλους ιστορικούς σχετικά με τη γονιμότητα της προσέγγισης αυτής. Το σχέδιο συμφωνεί με τις αρχές της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Στο πρώτο μέρος μελετώνται οι υλικές και κοινωνικές όψεις και στο δεύτερο οι συλλογικοί αγώνες, ο συνδικαλισμός και το εργατικό κίνημα. Σε σχέση με τις διατριβές που υποστηρίχτηκαν στη δεκαετία του 1960, η προσφυγή της διατριβής αυτής στις στατιστικές και στη χαρτογραφία είναι έντονη. Ωστόσο, ο ίδιος ο τίτλος της παραπάνω διατριβής μαρτυρά μια απόσταση από το μοντέλο του Labrousse. Ο τίτλος ορίζει «τους εργάτες» της περιοχής της Λυών και ο υπότιτλος ανα- φέρεται «στη συγκρότηση μιας τάξης». Εκφράσεις που ταιριάζουν με το συμπέρασμα του συγγραφέα, επειδή στο τέλος της ευρείας έρευνάς του, ο Yves Lequin συμπεραίνει ότι το 1914, η εργατική τάξη βρίσκεται ακόμη «σε αναζήτηση ταυτότητας». Τελικά, το ουσιαστικό πρόβλημα εδώ δεν είναι να αναδειχτούν τα αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζουν την
[ 141 ]
•ύνατον να /.ινταριάτου
ιοί·1 Ρμοιογενής #\'?υν προλε- # '·ξης, έχουν
,/ότα, ώστε -1 ;,Λ) περισσό-
άλαιο της ϊπ ,Ι "ΐης Αλσα-
t\ii
!<' ηραγματο- y v όλες στη
»<ΐ(· εργατικής ' 971) γύρω
Γ53| γύρω από IIW γύρω από Γ ί (1984) γύ-
ι;" ^εια Γαλλία, 'Urize γύρω ;τό τους ερ-
^ κοσε στους Γ ; ' το μοντέλο l|(V Σχίζουν να
; t a της προ- κψικής και
ftf' Ήαι κοινω- fc. Ολισμός και
Χ,τηκαν στη ■Vvi αστικές και rJ »“ Παραπάνω W'’tUsse. Ο τίτ- 'γ-1 '.τίτλος ανα- ^,'ιϊζουν με το cs1 ρευνάς του, '^ο'^χεται ακό- ' ^ ,'^λημα εδώ
(ν^ςίζουν τη\
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
τάξη, αλλά να κατανοήσουμε τη διαδικασία που επέτρεψε το πέρασμα από το πολυπληθές στο ιδιαίτερο, να απαντήσουμε δηλαδή στο ζήτημα της συγκρότησης της εργατικής ομάδας. Η ιδέα ότι μια ομάδα ή μια τάξη δεν αποτελούν αρχικά δεδομένα, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας οικοδόμησης, ιδέα που ανέπτυξε στη δεκαετία του 1960 ο Βρετανός ιστορικός Edward P. Thompson (θα επανέλθω σε αυτό στο επόμενο κεφάλαιο), αρχίζει να διαδίδεται στη Γαλλία.
ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Από την τάξη καθεαυτή στην τάξη για εαυτή
Οπως συχνά υποστηρίζουμε στην προοπτική που χάραξε ο Labrousse, τα πολιτικά ζητήματα δεν αποκλείονται ούτε ακόμη αποτελούν δευτερεύοντα ζητήματα. Θεωρούνται όμως, σύμφωνα
με τη λογική της «καθυστέρησης» που αναφέραμε παραπάνω, ότι εξαρ- τώνται από το οικονομικό επίπεδο. Η σχέση ανάμεσα στα δύο επίπεδα εγκαθιδρύεται με δύο τρόπους. Από τη μία πλευρά, οι οικονομικές αλλαγές εξηγούν τα κοινωνικά κινήματα. Από την άλλη, αν οι τάξεις ορίζονται με βάση αντικειμενικά χαρακτηριστικά, ριζωμένα στον υλικό κόσμο, δεν μπορούν να θεωρηθούν κοινωνικές τάξεις με την πλήρη έννοια του όρου, παρά μόνο αν τα άτομα έχουν συνείδηση ότι αποτελούν μέρος τους. Για όλους τους ιστορικούς που λίγο πολύ επηρεάζονται από το μαρξισμό, το ζήτημα της «ταξικής συνείδησης» αποτελεί ένα δεδομένο αποφασιστικής σημασίας. Πρόκειται για το πέρασμα από την τάξη «καθεαυτή» στην τάξη «για εαυτή». Για όσους βλέπουν έτσι τα πράγματα, οι εργάτες είναι θύματα της καπιταλιστικής κυριαρχίας, αλλά γενικά, δεν συνειδητοποιούν την ταξική τους ένταξη, ούτε ακόμη το ταξικό τους συμφέρον. Ο ρόλος της πρωτοπορίας, δηλαδή των οργανώσεων (κομμάτων ή συνδικάτων) που οι εργάτες δημιούργησαν στην πορεία της ιστορίας τους, αναδεικνύει την ταξική αυτή συνείδηση, με τρόπο που να ευνοείται η αντιστοιχία αυτή για την καθεαυτή τάξη του προλεταριάτου. Σε αυτή την προοπτική, πραγματοποιήθηκαν πολλών ειδών έρευνες. Μπορούμε κατ’ αρχάς να αναφέρουμε τις εργασίες που επιχειρούν να εξηγήσουν ορισμένες όψεις της πολιτικής ιστορίας με βάση τους οικονο
[ 142 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
μικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Κάτι τέτοιο επιχειρεί ο Georges Dupeux στη δεύτερη διατριβή του σχετικά με το Λαϊκό Μέτωπο και τις εκλογές του 1936. Η καλύτερη όμως μελέτη, που εγγράφεται στη λογική αυτή, είναι η διατριβή του Paul Bois (1960) σχετικά με τους χωρικούς της δυτικής Γαλλίας. Το ενδιαφέρον της προσέγγισης αυτής συνίσταται στο γεγονός ότι επανέρχεται σε ένα πρόβλημα που ο Andre Siegfried άφησε άλυτο στο Tableau politique de la France de VOuest. O Siegfried, διαπιστώνοντας ότι οι κάτοικοι της Νορμανδίας είχαν διαφορετική πολιτική συμπεριφορά από αυτούς των άλλων τμημάτων της περιοχής και υιοθετώντας μια υπόθεση του δασκάλου του Paul Vidal de la Blache, απέδωσε τις διαφορές αυτές στο «μυστήριο των εθνικών προσωπικοτήτων». Ο Paul Bois, σε ό,τι τον αφορά, ανοικοδομεί λεπτομερώς τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα της Sarthe το 19ο αιώνα και τα αντιπα- ραβάλλει με τις διαφορετικές πολιτικές στάσεις. Χάρη σε μια αναγωγική ανάλυση που τον οδηγεί μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, δείχνει ότι οι πολιτικοί αγώνες αυτής της εποχής (η αντίθεση ανάμεσα στην εξεγερμέ- νη αγροτιά στη δυτική Γαλλία και τη δημοκρατική αγροτιά στην ανατολική Γαλλία), που μεταβιβάζονται μέσω της τοπικής συλλογικής μνήμης από γενιά σε γενιά, εξηγούν την παραπάνω αντίθεση.
Οι ιστορικοί που ενδιαφέρονται για το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα, από τη μια μεριά, στους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες και, από την άλλη, στην «ταξική συνείδηση», θα προτιμήσουν την ιστορία των εργατικών απεργιών. Οι ερευνητές διαθέτουν υλικό για την εφαρμογή της ποσοτικής μέτρησης και την ενσωμάτωση της ιστορίας του εργατικού κινήματος στη σειραϊκή ιστορία, χάρη στις τακτικές σειρές που δημοσιεύονται από το 1890 από τη Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Γαλλίας. Τα αριθμητικά αυτά δεδομένα επιτρέπουν πράγματι να χαράξουμε την ιστορία των απεργιακών κινημάτων στη «μακρά διάρκεια», αλλά και κύκλων, ενδιάμεσων κύκλων κ.λπ. Τα δεδομένα αυτά, μετατρε- πόμενα σε γραφήματα, αντανακλούν τις συσχετίσεις ανάμεσα στις απεργίες και τις άλλες μεταβλητές που μετρήθηκαν προηγουμένως ποσοτικά από την οικονομική ιστορία: τις τιμές, τους μισθούς, το κόστος ζωής κ.λπ.
Η ιστορική κοινωνιολογία, χάρη στις εργασίες του Charles Tilly και του Edward Shorter (1973), θα προσδώσει το μεγαλύτερο εύρος σε αυτή την προοπτική της ποσοτικής ιστορίας των απεργιών. Οι συγγραφείς, χάρη στην επιλογή της μακράς διάρκειας, είναι σε θέση να τις συσχετίσουν με τα γεγονότα του Μάη του 68 και να δείξουν αυτό που αποτελεί
[ 143 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
την ιδιαιτερότητα τους. Ανάμεσα στους ιστορικούς, η Michelle Perrot (1974) θα προσφέρει την πλέον εμβριθή μελέτη του προβλήματος με τη διδακτορική της διατριβή σχετικά με τη νεότητα της απεργίας. Ένα σημαντικό μέρος της έρευνας αυτής αφιερώνεται στη στατιστική ανάλυση των συγκρούσεων, των διακυμάνσεών τους, των εποχικών ρυθμών τους, του επιθετικού ή αμυντικού τους χαρακτήρα. Αναλύει επίσης τις διάφορες συνιστώσες αυτών των κινημάτων, τους συσχετισμούς που μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε με τις μορφές εργατικής κατανάλωσης, τις διεκδι- κητικές μορφές, το προφίλ των απεργών και των εκπροσώπων τους. Όπως όμως η διατριβή του Yves Lequin, η έρευνα αυτή σηματοδοτεί μια ορισμένη απόσταση από το ποσοτικό διάβημα και την πρωτοκαθεδρία που αποδίδεται στους οικονομικούς παράγοντες. Το δεύτερο μέρος, με την επιρροή που δέχτηκε από τον Thompson αναλύει, σε μια ανθρωπο- λογική προοπτική, τις πορείες, τις τελετουργίες, τον εργατικό λόγο. Στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης της διατριβής, η Michelle Perrot αναφέρει, για να διαχωρίσει τη θέση της, τη «διπλή ψύχωση, αποτύπωμα αυτής της λίγο αφελούς σοβαρότητας της φοιτητικής γενιάς της δεκαετίας του 1950. Ψύχωση για την εργατική τάξη και την “επιστημονική” ιστορία». Και προσθέτει: «Υπήρξε, κάποια εποχή, μια τρέλα των διάσπαρτων χαρτών, μια “φιλοσοφία” του υπολογιστή, που σήμερα έχουν ξεπεραστεί»' (τ. 1, σσ. 5-6).
Ένα νέο περιοδικό: To Mouvement social
Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός εργασιών που μπορούμε να συνδέσουμε με την κίνηση του Labrousse διαχωρίστηκαν πρόωρα από το αρχικό μοντέλο προσεγγίζοντας τα πολιτικά
ζητήματα, χωρίς πραγματικά να τα συνδέσουν με τις οικονομικές και κοινωνικές τους βάσεις. Η ομάδα των ιστορικών που συγκεντρώθηκαν γύρω από το περιοδικό Mouvement social (το οποίο δημιουργήθηκε το 1960), εγγράφεται σε αυτή την προοπτική. Έχουμε εδώ, αναμφίβολα, την καλύτερη απεικόνιση του συλλογικού χαρακτήρα του ιστοριογραφικού αυτού σχεδίου. Όπως οι ιστορικοί της Γαλλικής Επανάστασης στις αρχές του 20ού αιώνα (κυρίως ο Albert Mathiez), οι ιστορικοί του εργατικού κινήματος θα επιτύχουν να συμφιλιώσουν, τουλάχιστον για ορισμένο διάστημα, το πολιτικό τους ιδεώδες με νέες πρακτικές της ιστορι-
[ 1 4 4 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
κής έρευνας, ευρέως ανοιχτές στον κόσμο των μη πανεπιστημιακών ιστορικών. Ο ιδρυτής του περιοδικού, Jean Maitron, συγγραφέας μιας διατριβής σχετικά με το αναρχικό κίνημα (1975), ήταν ο ίδιος αρχικά δάσκαλος, όπως και ο Maurice Dommanget, ο συνεργάτης του Mathiez. Η πρωτοτυπία του περιοδικού, το οποίο θα διευθύνει για πολλά χρόνια, συνίσταται στη θέση που αποδίδει στη συλλογική σκέψη, στις σχέσεις που διατηρεί με θεσμούς έξω από το πανεπιστήμιο, όπως το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας, αλλά και στην καθοριστική θέση που από την αρχή κατέχουν οι γυναίκες στη συντακτική επιτροπή: Colette Chambel- land, Rolande Trempe, Madeleine Reberioux (η οποία παίζει προωθητι- κό ρόλο μετά το 1971), Denise Fauvel-Rouif, Annie Kriegel, Michelle Perrot.
To Mouvement social θα συμβάλει στη διάδοση της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας και θα επιτρέψει την ανάπτυξη σχέσεων ανάμεσα σε ιστορικούς που εργάζονται γύρω από πολύ διαφορετικά ζητήματα και προοπτικές. Όλοι οι ιστορικοί που μελετούν τον εργατικό κόσμο και αναφέραμε παραπάνω συνεργάζονται με το περιοδικό. Αυτό όμως προσφέρει επίσης πλατιά θέση σε άλλες κοινωνικές ομάδες και σε άλλα ζητήματα, όπως η ιστορία της εργασίας, της επιχείρησης, της στέγης κ.ά. Ανάμεσα σε όλες τις έρευνες που δημοσιεύτηκαν στα χρόνια 1960-1970 από το Mouvement social, πρέπει να αναφέρουμε αυτές που αφορούν την ιστορία του συνδικαλισμού. Οι ταξικοί αγώνες στον αγροτικό κόσμο βρίσκονται στην καρδιά των εργασιών των Jean Sagnes (1983), Yves Rinaudo (1978), Claude Mesliand, Gilles Postel-Vinay. Οι «αναρχοσυνδι- καλιστικές» παραδόσεις μελετήθηκαν κυρίως από τον Claude Geslin (1982) για την περιοχή της Nantes, από τον Jacques Julliard, στη διατριβή του σχετικά με τον Pelloutier, από τον Peter Schottler στην εργασία του γύρω από τα Εργατικά Κέντρα. Οι Jean Charles, Antoine Prost, Annie Lacroix-Riz (1981) μελέτησαν διάφορες όψεις της ιστορίας της CGT, ενώ ο Michel Launay (1981) ενδιαφέρθηκε για το χριστιανικό συνδικαλισμό. Η ιστορία των εργατικών κομμάτων είχε, και αυτή επίσης, την τιμητική της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είτε πρόκειται για τις μελέτες της Madeleine Reberioux σχετικά με τον Jaures, τη διατριβή του Claude Willard (1965) γύρω από τους οπαδούς του Guesdes, του Jacques Girault (1980) γύρω από το σοσιαλισμό στην περιοχή του Var και τις πολυάριθμες έρευνες που προκάλεσε η ιστορία του PCF, με κίνητρο ριζοσπαστικές διατριβές που υπερασπίστηκε η Annie Kriegel
10 [ 145 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
(1974) (θα επανέλθω στο θέμα αυτό, στο Κεφάλαιο 6). Τα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα αποτέλεσαν και αυτά αντικείμενο ενός εντυπωσιακού αριθμού εργασιών. Ανάμεσά τους ας αναφέρουμε το έργο του Jacques Rougerie (1971) γύρω από την Κομούνα, του Georges Lefranc και του Guy Bourde (1977) γύρω από το Λαϊκό Μέτωπο.
Πρέπει τέλος να σημειώσουμε το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι ιστορικοί του Mouvement social στο να κάνουν καλύτερα γνωστή την ιστορία των εκτός Γαλλίας κοινωνικών κινημάτων. Το περιοδικό θα παραχωρήσει μεγάλη θέση στις μελέτες που αναφέρονται στους αγώνες κατά της αποικιοκρατίας, όπως αυτές του Rend Gallissot (1988) γύρω από την Αλγερία, των Jean Chesneaux, Lucien Bianco, Alain Roux γύρω από τα επαναστατικά κινήματα στην Κίνα, στις οποίες πρέπει να προσθέσουμε τις εργασίες του Pierre Broue (1971) και της Claudie Weill (1987) γύρω από την ιστορία της Δεύτερης και Τρίτης Διεθνούς. Επιπλέον, χάρη κυρίως στην ακούραστη δράση του Georges Haupt, τακτικές επαφές μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν κυρίως με Αμερικανούς ιστορικούς (όπως ο David Montgomery), με Γερμανούς (όπως ο Heinz- Gerhard Haupt και ο Alf Ludtke) ή με Βρετανούς (Geoff Crossik). Οι δεσμοί αυτοί επέτρεψαν την προώθηση διεθνών ερευνών, όπως η έρευνα γύρω από την ιστορία της ευρωπαϊκής μικροαστικής τάξης, της οποίας τα πρώτα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο Mouvement social.
ΣΕΙΡΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Το τρίτο επίπεδο
Η σειραϊκή ιστορία στηρίχτηκε στην αντίληψη του Braudel για τη «μακρά διάρκεια», προκειμένου να επεκτείνει το ποσοτικό διάβημα σε όλα τα επίπεδα της ιστορικής έρευνας, ακόμη και αυτά
που, από πρώτη άποψη, φαίνονταν τα δυσκολότερα να τεθούν σε σειρά. Έτσι, ο Emmanuel Le Roy Ladurie (1967) δημοσιεύει μια ιστορία του κλίματος από το έτος 1000 και μετά που αντιτίθεται αποφασιστικά στις προηγούμενες ιστορικές προσεγγίσεις «των γεγονότων». Χάρη στο ισότοπο του οξυγόνου 1δΟ, που περιέχεται σε ποσότητες λίγο ως πολύ μεγάλες στον πάγο, οι ερευνητές ανέδειξαν έναν πολύ αξιόπιστο δείκτη, ο
[ 1 4 6 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΛΙΑΡΚΕΙΑ»
οποίος επιτρέπει τη μελέτη των αλλαγών του κλίματος κατά τη διάρκεια των αιώνων. Στηριζόμενος σε αυτές τις εργασίες, ο συγγραφέας διακρίνει κλιματικούς κύκλους μικρής, μέσης και μακράς διάρκειας. Αναδει- κνύει μια μικρή παγετώδη εποχή από το 13ο μέχρι το 19ο αιώνα, που χωρίζεται σε τρία βασικά κύματα ψύχους (1160-1300, το 17ο αιώνα και την περίοδο 1820-1850), ανάμεσα στα οποία διαπιστώνουμε περιόδους αναθέρμανσης. Το ενδιαφέρον μιας τέτοιας έρευνας συνίσταται προφανώς στο γεγονός ότι και εδώ, «η υποδομή» επεξηγεί το «εποικοδόμημα». Οι κλιματικές μεταβολές είχαν συνέπειες στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, μεταβάλλοντας τους δημογραφικούς ρυθμούς, την αγροτική παραγωγή, τις μορφές κοινωνικότητας κ.ά. Τα επόμενα χρόνια, η σειραϊκή ιστορία θα στραφεί ολοένα και περισσότερο προς την πολιτισμική ιστορία. Το έργο των Frangois Furet και Jacques Ozouf (1977), Lire et e'er ire, εισάγει την ποσοτική σκέψη στο πεδίο των ιστορικών μελετών σχετικά με τη διδασκαλία της γραφής και της ανάγνωσης στους αναλφάβητους και τη σχολική φοίτηση. Οι συγγραφείς, στηριζόμενοι στην απογραφή του 1866, αντιπαραβάλλουν τρεις σειρές στατιστικών δεδομένων: την ικανότητα γραφής και ανάγνωσης των κληρωτών, τις υπογραφές των πράξεων γάμου, την αναλογία των Γάλλων ηλικίας άνω των πέντε χρο- νών που διδάσκονται γραφή και ανάγνωση. Γίνεται έτσι προφανής η σημασία της διάκρισης Saint-Malo - Geneve (η βόρεια Γαλλία προηγείται της νότιας Γαλλίας) και το προνόμιο των πόλεων έναντι της υπαίθρου.
Από τη δεκαετία όμως του 1960, η σειραϊκή ιστορία εισήλθε στον τομέα της θρησκευτικής ιστορίας, προωθώντας συγχρόνως αποφασιστικά την ιστορία των νοοτροπιών. Για ακόμη μία φορά, οι ανανεώσεις συντε- λούνται κατ’ αρχάς στη νεότερη ιστορία, για να κερδίσουν στη συνέχεια τη σύγχρονη περίοδο. Ο Michel Vovelle (1995), που βρισκόταν στην πρωτοπορία του ερευνητικού αυτού ρεύματος, δείχνει πώς συγκροτήθη- κε σιγά σιγά στο χρόνο και το χώρο η εικόνα του καθαρτηρίου. Μια λεπτομερής εικονολογική ανάλυση των εικονοστασίων, ευχολογίων, γλυπτών βωμών, καθώς επίσης κινηματογραφικών εικόνων και εικονογραφημένων περιοδικών επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη αυτού του θέματος από το 16ο αιώνα μέχρι σήμερα. Η εφαρμογή σειραϊκών προσεγγίσεων από ιστορικούς των νοοτροπιών συμπληρώνει την οικονομική και κοινωνική ιστορία, προσεγγίζοντας το διανοητικό, δηλαδή το «τρίτο επίπεδο».
Η σειραϊκή ιστορία επιτρέπει έτσι στον ιστορικό της ποσοτικής μέ
[ 1 4 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
τρησης να ανακαλύψει όλους τους ορόφους του σπιτιού-ιστορίας, από το «υπόγειο μέχρι τη σοφίτα» για να χρησιμοποιήσουμε μια αγαπημένη διατύπωση του Michel Vovelle. Το πάθος όμως των ιστορικών της εποχής για την ιστορία των νοοτροπιών εξηγείται επίσης από το γεγονός ότι η ιστορία αυτή συναρθρώνεται εύκολα με τον άλλον τομέα στον οποίον αποδίδουν προνομιακή θέση οι οπαδοί της ποσοτικής και σειραϊκής ιστορίας: την ιστορική δημογραφία. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών, που βρίσκονται στη διασταύρωση αυτών των τομέων, εμφανίζονται. Η διδακτορική διατριβή του Jean-Noel Biraben (1975-1976), που αναφέρε- ται στην ιστορία της πανούκλας στην Ευρώπη από τις απαρχές της μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, δείχνει τη σημασία που οι ερευνητές του INED αποδίδουν στο νέο αυτό διάβημα. Οι ιστορικοί δεν υπολείπονται, και πολλές διατριβές -κυρίως αυτές της Jacky Gelis (1984) γύρω από την ιστορία της γέννησης στη Δύση- αποδεικνύουν το ενδιαφέρον της προσέγγισης σε πολύ μακρά διάρκεια. Ο αγροτικός κόσμος, πιο σταθερός από τον κόσμο των πόλεων, προσφέρεται καλύτερα σε αυτές τις διερευ- νήσεις, όπως το απεικονίζουν οι έρευνες της Elisabeth Claverie (1982) γύρω από το Gevaudan ή της Nadine Vivier (1987) γύρω από το Brian- ςοη. Σε όλες αυτές τις εργασίες, οι στατιστικές αναλύσεις δεν αποτελούν, παρά μόνο μια όψη του διαβήματος σε «μακρά διάρκεια», περιθωριοποιημένη όψη μερικές φορές προς όφελος μιας περισσότερο «ποιοτικής» παρατήρησης. Ο Philippe Aries, ένας «ιστορικός της Κυριακής» (όπως όρισε ο ίδιος τον εαυτό του), έδειξε πρώτος, συνδυάζοντας τις προσεγγίσεις, την αποκαλυπτική αξία ενός διαβήματος που παρατηρεί επί πολλούς αιώνες το ίδιο αντικείμενο. Από τα μεταπολεμικά χρόνια, ο Aries (1948, 1977) δημοσιεύει εργασίες γύρω από την ιστορία του γαλλικού πληθυσμού σε «μακρά διάρκεια» που συμπληρώνουν την καθαρά ποσοτική ανάλυση μέσα από μια πρωτότυπη σκέψη σχετικά με τις μεταβολές των αναπαραστάσεων της ζωής και του θανάτου μέσα στην κοινωνία. Στα μεταγενέστερα έργα του, το ζήτημα των αναπαραστάσεων θα αποκτήσει μια ολοένα μεγαλύτερη σημασία. Ο Aries ανοίγει ένα δρόμο που οι ιστορικοί των νοοτροπιών γρήγορα θα διευρύνουν, αποδίδοντας προνομιακή θέση στη μελέτη της σεξουαλικότητας (Jean-Louis Flandrin, 1979) και των κανόνων στον τομέα της υγιεινής και της υγείας (Georges Vigarello, 1985).
[ 1 4 8 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
Το άνοιγμα στο εξωτερικό: Οι «πολιτισμικές σφαίρες»
Δ εν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι, στην προοπτική του Braudel, η μέριμνα για επέκταση του χρονολογικού πλαισίου της ιστορικής έρευνας συνδυάζεται με τη θέληση διεύρυνσης του γεωγραφικού πλαισίου.
Η διδακτορική διατριβή του Fernand Braudel γύρω από τη Μεσόγειο αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα. Η ανάπτυξη μελετών γύρω από τις «πολιτισμικές σφαίρες» στο 6ο Τμήμα της ΕΡΗΕ απεικονίζει την έγνοια αυτή του μεγάλου εύρους. Για τη σύγχρονη περίοδο, μπορούμε να αναφέρουμε, κυρίως, τις έρευνες του Maurice Aymard και του Gerard Delille (1982) σχετικά με την Ιταλία, του Bruno Bettelheim σχετικά με την Κίνα, του Marc Ferro (1976) σχετικά με τη Ρωσία, του Jacques Pouchepadass (1988) σχετικά με την Ινδία. Αλλά ακόμη, με την παρακίνηση του Nathan Wachtel (1971) και του Pierre Vilar, τις μελέτες σχετικά με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, τις οποίες αναπτύσσουν κυρίως ο Jan-Henri Piehl (1983), ο Pierre Veyssiere και ο Yves Saint-Geours.
ΟΤΑΝ Η ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ
Ζήτω ο ηλεκτρονικός υπολογιστής!
Ο ι Γάλλοι ιστορικοί ανακαλύπτουν τη γοητεία της πληροφορικής στη δεκαετία του 1960. Το πάθος αυτό θα ολοκληρώσει το θρίαμβο της ποσοτικής ιστορίας, επιτρέποντάς της να επιβληθεί ακόμη
και στους χώρους όπου έγινε δεκτή με ψυχρότητα. Στον τομέα της θρησκευτικής ιστορίας, η επιρροή του Gabriel Le Bras συνδυάζεται με το ενδιαφέρον που προκαλεί η σειραϊκή ιστορία του «τρίτου επιπέδου», για να αναδυθεί μια πολλαπλότητα ερευνών που πριμοδοτούν την ποσοτική μέτρηση. Ό,τι μπορεί να μετρηθεί τίθεται σε σειρά, είτε πρόκειται για τη συχνότητα επίσκεψης των εκκλησιών, την κοινωνική καταγωγή των θρησκευόμενων, τις σχέσεις ανάμεσα σε θρησκευτικές συμπεριφορές και εκλογικές στάσεις κ.λπ. Η ιστορική κοινωνιολογία που προωθήθηκε από τον Emile Poulat (1962) ή τον Serge Bonnet (1972) συναντά τότε την κοινωνική ιστορία και έρχεται να εμπλουτίσει την περιφερειακή ιστορία, όπως δείχνουν οι εργασίες που πραγματοποιούνται υπό τη διεύθυνση
[ 149 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
του Gerard Cholvy στη νοτιοανατολική, του Yves-Marie Hilaire στη βόρεια, του Michel Lagree (1977) στη δυτική Γαλλία. Όπως όμως είπαμε, η ίδια η πολιτική ιστορία προσηλυτίζεται στην ποσοτική μέτρηση. Κατ’ αρχάς η ιστορία των εκλογών. Ο Andre Siegfried και ο Francois Goguel στηρίχτηκαν πρόωρα στην εκλογική χαρτογραφία. Στις εργασίες τους, ο Jacques Gouault και η Odile Rudelle (1977) φτάνουν σε ένα νέο στάδιο, δείχνοντας το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η χρήση στατιστικών τεχνικών για την ανανέωση της μελέτης της γαλλικής πολιτικής ζωής στις αρχές της Τρίτης Δημοκρατίας. Η μελέτη της κοινής γνώμης στρέφεται και αυτή ολοένα και περισσότερο προς τις ποσοτικές μεθόδους, κυρίως για την ανάλυση του τύπου (βλέπε τις διατριβές του Olivier Lerner σχετικά με τη La Depeche du Midi ή της Fran^oise Mayeur σχετικά με τη L ’Aube).
Ποσοτική ιστορία και ανάλυση του λόγου
Τ ο κίνημα όμως εγγράφεται σε μια ευρύτερη διαδικασία που αντανακλά μια άλλη επιρροή του δομιστικού κύματος στους ιστορικούς:
το ενδιαφέρον για τις αναλύσεις του λόγου (discours). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οι ιστορικοί συμπληρώνουν την εργαλειοθήκη τους δανειζόμενοι από τη γλωσσολογία ορισμένες από τις μεθόδους της. Ο Antoine Prost (1996, σ. 283), όπως πρόσφατα υπογράμμισε, υπήρξε «αναμφίβολα ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε το 1967 την παρα- γοντική ανάλυση στις επιστολογραφίες και ένας από τους λίγους που ει- σήγαγε στην ιστορία λίγο “σκληρές” γλωσσολογικές μεθόδους». Θα επα- νέλθω, στο Κεφάλαιο 5, στη διατριβή του που αναφέρεται στους παλιούς μαχητές επειδή, όπως η διατριβή του Maurice Agulhon, ανήκει στην ιστοριογραφία της επόμενης περιόδου. Ας σημειώσουμε ωστόσο από τώρα τη θέση που κατέχει στην εργασία αυτή η ανάλυση του λόγου. Αποτελεί μια σημαντική στιγμή του «προσηλυτισμού» της πολιτικής ιστορίας από το ποσοτικό, αφού ο Antoine Prost πραγματοποίησε τη διατριβή του υπό τη διεύθυνση του Louis Girard και δημοσίευσε μαζί του ένα έργο σχετικά με τις εκλογικές διακηρύξεις στη δεκαετία του 1880, έργο το οποίο στηρίζεται στις πηγές της πληροφορικής και της γλωσσολογίας (A. Prost, 1974). Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η πρώτη αυτή συμμαχία μεταξύ ιστορικών και γλωσσολόγων πραγματοποιήθηκε γύρω
[ 1 5 0 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
από ένα κοινό ενδιαφέρον για τη δομική ανάλυση σωμάτων ιστορικών κειμένων. Τα Cahiers de lexicographic και το εργαστήριο λεξικολογίας του ENS του Saint-Cloud υπήρξαν οι κύριοι χώροι συνάντησης. Αν ορισμένοι ιστορικοί έκαναν ένα βήμα προς την κατεύθυνση των γλωσσολόγων, και οι γλωσσολόγοι έκαναν ένα βήμα προς την κατεύθυνση των ιστορικών. Στην αρχή του κινήματος, πρέπει να αναφέρουμε την προ- δρομική διατριβή του κοινωνιο-γλωσσολόγου Jean Dubois (1962), σχετικά με το πολιτικό λεξιλόγιο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, η οποία στηρίζεται στις τεχνικές ανάλυσης του λόγου που αναδεικνύει ο Louis Harris στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η φιλοδοξία του είναι η κινητοποίηση των ποσοτικών αυτών προσεγγίσεων, προκειμένου να έρθει σε ρήξη με την ιστορία των λέξεων που προώθησε η πρώτη γενιά των Annales (και κυρίως ο Lucien Febvre). Το κίνημα αυτό θα ευνοήσει τη γέννηση ομάδων, στο εσωτερικό του εργαστηρίου του Saint-Cloud, στις οποίες συμμετέχουν γλωσσολόγοι και ιστορικοί. Δύο μεγάλα αντικείμενα μελέτης προτιμώνται: το πρώτο αφορά τη Γαλλική Επανάσταση, κυρίως με τις εργασίες της Regine Robin (1973) και του Jacques Guilhaumou (1989) και το δεύτερο επικεντρώνεται στον πολιτικό λόγο του μεσοπολέμου. Έτσι, ο Jean-Baptiste Marcellesi δείχνει ότι, τη δεκαετία του 1920, οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις, δίνοντάς τους όμως διαφορετική έννοια. Ο Denis Peschanski (1989), σε ό,τι τον αφορά, χρησιμοποιεί τα γλωσσολογικά αυτά εργαλεία για να δείξει τις μεταβολές της γραμμής του PCF κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το λεξικολογικό διάβημα, περιορίζοντας το κείμενο στο σημαίνον του, πραγματοποιεί, απέναντι στη σημασιολογία, την ίδια ρήξη την οποία η ποσοτική ιστορία επιχείρησε μερικές δεκαετίες νωρίτερα απέναντι στην ιστορία «των γεγονότων». Απορρίπτουμε το πλαίσιο, την υποκειμενικότητα, την έννοια, για να αναδείξουμε τις δομές, το ασυνείδητο δηλαδή του λόγου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ
Οι διοικητικές διαιρέσεις είναι νόμιμες για τον ιστορικό;
κόμη και αν, όπως είδαμε, η ποσοτική και σειραϊκή ιστορία πουυπερασπίζονταν ο Labrousse και τα Annales συνάντησε αντιστάσεις πριν γίνει αποδεκτή από το σύνολο των ιστορικών, δεν μπο
ρούμε να πούμε ότι το ζήτημα αποτέλεσε πραγματικά αντικείμενο πλούσιων συζητήσεων ανάμεσα σε οπαδούς και αντιπάλους της προοπτικής αυτής. Ο Jean Glenisson (1965, ό.π., ο. LIII), στην έκθεσή του, εκτιμά ότι «η βασική απουσία εσωτερικών συζητήσεων χαρακτηρίζει πριν απ’ όλα, κατά την παρούσα στιγμή, τη σκέψη των πανεπιστημιακών ιστορικών σχετικά με την επιστήμη που καλλιεργούν». Ξαναβρίσκουμε εδώ ένα πρόβλημα που αναφέραμε ήδη στο προηγούμενο κεφάλαιο και που θα ξανασυναντήσουμε στη συνέχεια του βιβλίου αυτού. Από τη μια γενιά στην άλλη, βλέπουμε να ξανανθήζουν οι προσδοκίες για συλλογική συζήτηση στο εσωτερικό της επιστήμης. Όμως, κάθε φορά, οι προσδοκίες αυτές διαψεύδονται, ο ενθουσιασμός παραχωρεί τη θέση του στην απογοήτευση, χωρίς να εξηγούνται ποτέ ρητά οι λόγοι, εξαναγκάζοντας τους καλοπροαίρετους να περιορίζονται σε ένα διάλογο με τους νε-
Στη σύγχρονη ιστορία, οι μόνες σημαντικές συζητήσεις που προκάλε- σε η εισβολή της ποσοτικής ιστορίας, παρέμειναν περιορισμένες στο εσωτερικό του κύκλου των ιστορικών οι οποίοι ήταν ήδη πεισμένοι για την αξία του μοντέλου που συγκροτήθηκε από τα Annales και τον Labrousse. Το ζήτημα σχετικά με το αν ο ειδικός του 19ου αιώνα μπορούσε να εμπιστεύεται τις διοικητικές διαιρέσεις για να αναπτύξει τις έρευνες του, προκάλεσε κάποιο ενδιαφέρον. Οι ιστορικοί έθεσαν το ερώτημα αν το επαρχιακό πλαίσιο ήταν κατάλληλο για τις μονογραφίες των διδακτορικών διατριβών. Στην αρχή οι οπαδοί του Pouthas και του Labrousse συμφωνούν στο σημείο αυτό. Ο Jean Vidalenc δηλώνει, για παράδειγμα: «Το επαρχιακό πλαίσιο επιβάλλεται για κάθε πολιτική μελέτη μετά το 1790». Ο Georges Dupeux δικαιολογεί την επιλογή του σημειώνοντας ότι «είναι σε αυτό το επαρχιακό πλαίσιο που οργανώνεται η πολιτική ζωή και λειτουργεί η διοίκηση». Συμφωνούμε ότι πρόκειται για μια περίεργη επιχειρηματολογία για έναν οπαδό του Labrousse. Δεν είναι σαν να δεχόμαστε πράγματι, ότι σε τελευταία ανάλυση, το πολιτικό
κρούς.
[ 1 5 2 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
επιβάλλει το νόμο των διαιρέσεων τον στην οικονομική και κοινωνική ιστορία; Καταλαβαίνουμε γιατί ο Jacques Rougerie (1965), σε μια περίφημη περίληψη, μπόρεσε να θέσει το ερώτημα σχετικά με το πάθος αυτό για την ιστορία του «επαρχιακού πλαισίου» της Γαλλίας. Ωστόσο, η κριτική του διαθέτει πολύ περισσότερες αποχρώσεις από την ερμηνεία που της δόθηκε αργότερα. Σε αντίθεση με τον Louis Chevalier (του οποίου οι σκέψεις γύρω από το θέμα φαίνεται ότι είχαν ήδη ξεχαστεί στη δεκαετία του 1960), ο Rougerie δεν αμφισβητεί πραγματικά τη γονιμότητα του επαρχιακού βλέμματος. Αναρωτιέται: «Ξαναρχίζοντας όμως την εμπειρία πολλές φορές, δεν θα κουράσουμε;», χωρίς να προτείνει νέους δρόμους που θα επέτρεπαν στους ιστορικούς να υιοθετήσουν καταλληλότερες διαιρέσεις σχετικά με το υπό μελέτη αντικείμενό τους.
Η συζήτηση γύρω από τις κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες υπήρξε πιο ζωηρή. Σε ένα ιδρυτικό άρθρο, η Adeline Daumard (1963) επιχειρεί να προσαρμόσει τις κατηγορίες που επεξεργάστηκε το INSEE τη στιγμή των απογραφών του 1946 και του 1954 στις πραγματικότητες των προβιομηχανικών κοινωνιών. Ενας μεγάλος αριθμός κατηγοριών, που διαμορφώθηκαν με βάση το νομικό καθεστώς και τη θέση στην παραγωγή, υπόκεινται στην οξυδερκή μελέτη της μικρής ομάδας των ιστορικών που ο Ernest Labrousse συγκρότησε για να εμπλουτίσει το σχήμα αυτό. Πράγμα που καταλήγει στον πολλαπλασιασμό των κατηγοριών και των αντιπροσωπευτικών διαιρέσεων. Σε όλες σχεδόν τις διδακτορικές διατριβές κοινωνικής ιστορίας που αναφέρονται στο 18ο ή το 19ο αιώνα, βρίσκουμε στο εξής μια παράγραφο όπου ο συγγραφέας, με μια πονηρή ευχαρίστηση, δείχνει ότι οι κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες τις οποίες επεξεργάστηκαν οι συνάδελφοί του δεν ισχύουν για την πόλη «του», το νομό «του» ή την περιοχή «του». Η συζήτηση δεν θα προχωρήσει πιο μακριά.
Η οικονομική ιστορία διαιρεμένη
Η οικονομική ιστορία θα προκαλέσει ίσως τις ζωηρότερες συζητήσεις. Ανάμεσα στα σημεία αντιπαράθεσης, μπορούμε να αναφέρουμε το
ζήτημα του ιμπεριαλισμού, που μνημονεύσαμε παραπάνω. Ενώ οι ιστορικοί που επηρεάζονται από το μαρξισμό, μετατρέπουν το ζήτημα αυτό σε έναν ουσιαστικό παράγοντα της αποικιοκρατίας, οι άλλοι, πιο κοντά
[ 1 5 3 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
στον Renouvin, αρνούνται να πριμοδοτήσουν μια «βαθιά δύναμη» περισσότερο από μια άλλη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η δημοσίευση της διατριβής του Jacques Marseille (1984) προκαλεί και πάλι τη συζήτηση. Αν και αυτός πριμοδοτεί τις επεξηγήσεις οικονομικού χαρακτήρα, ανατρέπει το παραδοσιακό επιχείρημα των μαρξιστών δηλώνοντας ότι πράγματι οι ζωντανές δυνάμεις του γαλλικού καπιταλισμού προαισθάνθηκαν, συνόδεψαν, διηύθυναν τη διαδικασία αποαποικιοποίη- σης, στο μέτρο που η αποικιακή αυτοκρατορία μετατράπηκε σε οβίδα. Η L ’Introduction a I’histoire quantitative που δημοσιεύτηκε από τον Jean Marczewski (1965), υπεύθυνο της ομάδας ερευνητών ιστορικής οικονομίας του ISEA (Institut des sciences economiques appliquees), προκάλεσε και αυτή ζωηρές συζητήσεις, γιατί οι ιστορικοί δεν δέχονταν τις κριτικές που τους γίνονταν μέσα στο έργο αυτό και αναδείκνυαν την αναρμοδιότητά τους σχετικά με την οικονομία. Ανταπαντούν ότι το αναδρομικό διάβημα στο οποίο προέβη ο Marczewski καταλήγει σε αναχρονισμούς, επειδή οι έννοιες και τα μοντέλα του σημερινού Εθνικού Λογιστηρίου είναι ακατάλληλα για την κατανόηση των οικονομικών γεγονότων του 19ου αιώνα. Ωστόσο, οι εργασίες του ISEA, βοηθούντος του κύρους των οικονομετρικών μοντέλων, θα ασκήσουν μια αυξανόμενη επιρροή ακόμη και στο εσωτερικό της μικρής ομάδας των παλιών μαθητών του Labrousse, προκαλώντας αυξανόμενες διαφορές στη συνέχεια, τις οποίες θα οξύνουν κρυφές πολιτικές προθέσεις που δεν δηλώνονται πάντοτε με ξεκάθαρο τρόπο.
Ένας ορισμένος αριθμός ανάμεσά τους, όπως ο Frangois Crouzet ή ο Maurice Levy-Leboyer, παίρνουν τις αποστάσεις τους από το έργο του Francois Simiand, στον οποίο καταλογίζουν ότι περιόρισε την οικονομική ιστορία στο εσωτερικό της ιστορίας των τιμών, κρατώντας έτσι τη γαλλική έρευνα στο περιθώριο μιας ιστορίας των επιχειρήσεων που βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη στο εξωτερικό (είτε πρόκειται για τη γερμανική Firmengeschichte ή την αμερικανική Business History). Άλλοι, όπως ο Jean Bouvier, υπερασπίζονται την κληρονομιά του Simiand υπογραμμίζοντας ότι, χάρη σε αυτόν, οι δεσμοί μεταξύ οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας μπόρεσαν να διαφυλαχτούν. Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε τις συζητήσεις που αφορούν το πρόβλημα της ιδιαιτερότητας της γαλλικής οικονομικής ανάπτυξης. Ο Michel Morineau (1985) αμφισβήτησε έντονα την ιδέα ότι στο 18ο αιώνα η αγροτική επανάσταση επέφερε μια σημαντική αύξηση της παραγωγής. Σύμφωνα με αυτόν, οι επαναστατι
[ 154 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
κές κατακτήσεις καθόρισαν πράγματι ένα γαλλικό δρόμο αργής εξέλιξης που περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τον ξεριζωμό των χωρικών. Θα επανέλ- θω στο σημείο αυτό στο Κεφάλαιο 5, όταν θα αναφερθώ στο ζήτημα της «βιομηχανικής καθυστέρησης» της Γαλλίας.
Η ολοκλήρωση του κύκλου και ο θρίαμβος των μεγάλων συνθέσεων
Τ ο 1965, ο Jean Glenisson υπογραμμίζει σχετικά με το πρόγραμμα ερευνών που προωθούν οι οπαδοί της ποσοτικής ιστορίας: «Ο χρό
νος των μεγάλων συνολικών εργασιών δεν έφτασε ακόμη. Η έρευνα μόλις έχει αρχίσει σε πολλούς σημαντικούς τομείς». Μόνο μία δεκαετία αργότερα, πράγματι, το πρόγραμμα θα εισέλθει στη δεύτερη φάση του κύκλου: την εκλαΐκευση. Έπειτα από είκοσι χρόνια προσπαθειών που επέτρεψαν σε ένα πλήθος ερευνητών να πραγματοποιήσουν έναν εντυπωσιακό αριθμό διδακτορικών διατριβών, η ώρα της σύνθεσης έφτασε επιτέλους. Για το λόγο αυτόν, οι ιστορικοί των δύο τομέων που αναστατώθηκαν περισσότερο από τις ανανεώσεις της ποσοτικής και σειραϊκής ιστορίας θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν τα αποτελέσματα για να τα θέσουν στη διάθεση του μεγάλου κοινού. Οι κατακτήσεις της ιστορικής δημογραφίας παρουσιάστηκαν στην Histoire de la population franqaise σε τέσσερις τόμους που διηύθυνε ο Jacques Dupaquier (1988). Όσο για το πρόγραμμα του Braudel και του Labrousse, συγκεντρώνεται στην τεράστια Histoire economique et sociale de la France που οι δύο άνδρες θα διευθύνουν στις εκδόσεις PUF (1976-1982). Ευρεία σύνθεση η οποία, μόνο για τη σύγχρονη περίοδο, περιλαμβάνει τέσσερις ογκώδεις τόμους που συνέταξαν δεκαπέντε συνεργάτες, οι περισσότεροι ανάμεσά τους έχοντας πραγματοποιήσει τα προηγούμενα χρόνια τη διδακτορική τους διατριβή υπό τη διεύθυνση του Ernest Labrousse.
Υπό την επιρροή του Labrousse και του Braudel, η ποσοτική ιστορία και η μακρά διάρκεια επιβλήθηκαν λοιπόν ως οι γονιμότεροι δρόμοι ανανέωσης, πράγμα που επέτρεψε μια σημαντική ανανέωση μιας επι- στήμης στην οποία μέχρι τότε κυριαρχούσε η ερμηνευτική προσέγγιση και η λογική των γεγονότων. Ωστόσο, κυρίως στις δεκαετίες τον 1950 και του 1960 η μήτρα «Οικονομίες-Κοινωνίες-Πολιτισμοί» έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στην ανασύσταση της ιστορικής γνώσης. Αν διατρέ-
[ 1 5 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ξουμε την έκθεση του 1980 της Γαλλικής Επιτροπής των Ιστορικών Επιστημών, διαπιστώνουμε ότι οι θεσμικές αλλαγές, που υπήρξαν συνέπεια του Μάη του ’68, άρχισαν να παράγουν τα αποτελέσματά τους από τη δεκαετία του 1970. Ο πολλαπλασιασμός των θέσεων (κυρίως στα επαρχιακά πανεπιστήμια) και ο διαμελισμός της παλιάς Σορβόνης επέφεραν αυτό που ο Rene Girault (1980), συγγραφέας της γενικής έκθεσης, απο- καλεί ήδη «η διάσπαση» της σύγχρονης ιστορίας. Αυτή η τελευταία εμφανίζεται ως η μεγάλη ωφελημένη των τρεχουσών αλλαγών, επειδή τα κέντρα ενδιαφέροντος του επαγγέλματος μετατίθενται προς τα κάτω, δηλαδή προς τον 20ό αιώνα. Η έκθεση την οποία συνέταξε ο Jean Bouvier και αναφέρεται στις αλλαγές της οικονομικής ιστορίας, υπογραμμίζει ότι ο Ernest Labrousse -που έφτασε στην ηλικία της συντα- ξιοδότησης- δεν κατέχει πλέον τη «μονοπωλιακή θέση» που κατείχε από τη δεκαετία του 1950. Αυτό εξηγεί, σύμφωνα με τον Jean Bouvier, τον κατακερματισμό της οικονομικής ιστορίας σε ένα μεγάλο αριθμό αυτόνομων ερευνητικών εστιών. Ο συγγραφέας όμως αναφέρει ακόμη στο κείμενο αυτό, τις «ανησυχίες των Γάλλων ιστορικών της οικονομίας», οι οποίοι διαπιστώνουν ότι «η επιστήμη τους ελκύει -αναλογικά- λιγότε- ρους ερευνητές από ό,τι είκοσι χρόνια πριν». Ο βασικός λόγος αυτής της απώλειας ενδιαφέροντος συνίσταται στο ότι μετά τη δεκαετία του 1970, όπως είδαμε, η σύνδεση ανάμεσα στο «οικονομικό» και το «κοινωνικό» δεν είναι πλέον προφανής. Στην επόμενη περίοδο, οι δύο τομείς θα συγκλίνουν ολοένα και περισσότερο. Η σύγχρονη ιστορία εισέρχεται σε μια νέα εποχή.
___________ Τ € Κ Μ Η Ρ I A ____________
Οι κύκλοι της γαλλικής οικονομίας
Το υπόλοιπο, θα πουν, είναι λιγότερο αξιαγάπητο από τον τίτλο: Πρόκειται, στο έργο αυτό, που προορίζεται ειδικότερα για το κοινό των ιστορικών, για διακυμάνσεις διαφόρου εύρους: εποχικές, ετήσιες, κυκλικές, μακράς διάρκειας, αιωνόβιες, διακυμάνσεις μείζονος τάσης και ακόμη πραγματικής περιοδικής κίνησης! Το κοινό μας θα συγκρατήσει ίσως με δυσκολία κάποιο θυμό εναντίον των νέων αυτών όρων στο επαγγελματικό λεξιλόγιο. Ό λα αυτά δεν μπορούν να ειπωθούν σε πεζό λόγο; Όχι. Εκτός αν χρησιμοποιήσουμε μακρές
[ 156 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
περιφράσεις και τις επαναλάβουμε εκατό φορές. Παραιτηθήκαμε από το να βαφτίσουμε με ονομασίες μερικές φορές νέες, έννοιες μερικές φορές νέες - έννοιες πολύ απλές άλλωστε.
Η οικονομική ζωή αποτελεί, σε όλους τους τομείς της -τιμές, παραγωγή, ανταλλαγές, εισοδήματα, κατανάλωση- μια διαδοχή ανισορροπιών, μια αλυσίδα διακυμάνσεων σε μια περίοδο λίγο ως πολύ μακρά, με εναλλαγές αύξησης και πτώσης, εξάπλωσης και συστολής, ευημερίας και ύφεσης, που συνήθως ταξινομούνται σύμφωνα με τη διάρκειά τους. Θα υπενθυμίσουμε την ταξινόμηση αυτή, την οποία θα εμπλουτίσουμε λίγο. Θα αναφέρουμε κατόπιν με μια λέξη τη σημασία για τους ανθρώπους της καθεμιάς από τις κινήσεις αυτές, των οποίων η πραγματική ευρύτητα ξεπερνά άλλωστε σε πολυάριθμες περιπτώσεις την εμφανή ευρύτητα, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω στο Κεφάλαιο της μεθόδου.
Η διακύμανση μπορεί να είναι απλώς εποχική·. Ώθηση «ικανοποίησης των αναγκών» μέσω των τιμών του σιταριού, για παράδειγμα, ιδιαίτερα ευαίσθητη σε μια αγορά ήδη εκνευρισμένη από την αύξηση, όπως είναι η περίπτωση κατά τη διάρκεια των μεγάλων στιγμών αιχμής του 1770, του 1789, του 1790. Η κίνηση μπορεί να είναι μακροχρόνια και να καλύπτει, χωρίς καμιά περιοδικότητα άλλωστε, ένα ή περισσότερα χρόνια. Από το 1778 μέχρι το 1786 το αμπελουργικό κέρδος παρουσιάζει μια ολόκληρη σειρά ετήσιων μεταβολών. Από το 1777 μέχρι το 1779 ο αριθμός των εξαγωγών υφαντουργικών προϊόντων βουλιάζει.
Περισσότερο τολμηρές, μακροχρόνιες, τακτικές διακυμάνσεις, που δεν είναι πάντοτε πολύ εύκολο να διακρίνουμε χωρίς επεξεργασία του ετήσιου ή του εντός του έτους ατυχήματος, θα εγγράψουν τις δύο φάσεις τους, τους δύο μεγάλους, εναλλασσόμενους με εξάπλωση και συστολή χρόνους τους σε μια δ ε καετή περίοδο. Πρόκειται για την περίφημη «κυκλική» κίνηση των θεωρητικών των κρίσεων, η δεκαετής του Simiand - ο δεκαετής κύκλος θα π ο ύ μ ε- ή, πιο απλά ακόμη, «ο κύκλος»: Γιατί οι διάφοροι χρόνοι του κύκλου, αν προστεθούν κομμάτι με κομμάτι, διαρκούν μερικές φορές περισσότερο από δέκα χρόνια. Ο χαρακτηρισμός της κίνησης ως δεκαετούς χαρακτηρίζεται έτσι από υπερβολική ακρίβεια. Κεφαλαιώδης κύκλος, που ρυθμίζει την τρέχουσα οικονομική ζωή, της οποίας όλες οι μορφές ενδιαφέρουν.
Η κρίση αποτελεί ένα ατύχημα ακριβώς του κύκλου, ένα κυκλικό φαινόμενο. Κρίσεις του 1770, του 1782-1784, του 1789-1790, κρίσεις του 1795, του 1802-1803, του 1812, του 1817, σηματοδοτούν τις μεγάλες στιγμές της π ρ οεπαναστατικής, της επαναστατικής και της μετεπαναστατικής οικονομικής ιστορίας. Ας προσθέσουμε σε αυτές, ανάμεσα σε άλλες, τις κρίσεις του 1830 και του 1847: Αυτές οι μεγάλες οικονομικές στιγμές μπορεί να αποτελούν επ ίσης μεγάλες ιστορικές στιγμές.
Η διακυκλική διακύμανση, πολύ λιγότερο γνωστή, μη εμφανιζόμενη παρά
[ 1 5 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
σε μη τακτά διαστήματα, υπερβαίνει τα όρια του κύκλου. Περιλαμβάνει, πέρα από έναν πλήρη δεκαετή κύκλο, τμήμα ή όλο ενός άλλου κύκλου: Το σύνολο, κατά τη διάρκεια 10 ως 20 χρόνων, προσανατολίζεται βασικά στην αύξηση ή την πτώση. Να ρίξουμε μια ματιά, για παράδειγμα, στις καμπύλες του σιτα- λεύρου και της σίκαλης που δημοσιεύτηκαν σε ένα προηγούμενο έργο και ξα- ναχρησιμοποιούνται μερικώς εδώ, με στόχο την εμβάθυνση της μελέτης. Από το 1770 μέχρι το 1776 η τιμή του σιταλεύρου γνωρίζει πτώση -π α ρ ά την αντίδραση του 1775- «ετήσιου» χαρακτήρα: κυκλική πτώση. Από το 1776 μέχρι το 1778 ανεβαίνει: κυκλική αύξηση. Συνολικά όμως, από το 1770 μέχρι το 1780, γνωρίζει πτώση: διακυκλική πτώση. Η κίνηση είναι πιο καθαρή ακόμη στο μισό βόρειο τμήμα της Γαλλίας και στη μεγάλη παραγωγή γενικών προϊόντων. Παρόμοια, παρά τις κυκλικές ή ετήσιες αντιδράσεις αύξησης, το αμπελουργικό εισόδημα βρίσκεται βασικά σε πτώση από το 1772 μέχρι το 1787: νέα δια- κυκλική πτώση. Οι κινήσεις αυτής της τελευταίας κατηγορίας διαφέρουν έτσι από τις προηγούμενες, σε σχέση ταυτόχρονα με τη διάρκειά τους και την όψη τους: περισσότερο μακροχρόνιες και λιγότερο ομοιογενείς από ό,τι οι κυκλικές αυξήσεις ή οι πτώσεις, οι διακυκλικές αυξήσεις ή οι πτώσεις συγκροτούν τα φαινόμενα τα λεγόμενα «μακράς διάρκειας» στα οποία φτάνουμε τώρα.
Η κίνηση μακράς διάρκειας, που δεν είναι πολύ γνωστή στο διεθνές ή στο σύγχρονο γαλλικό πλαίσιο, παρόλο που έχει αναγνωριστεί εδώ και πολύ καιρό στη χώρα μας, από τους κ.κ. Aftalion και Lescure, καθώς και από τον Frangois Simiand -π ο υ τη βαφτίζει «ενδιάμεση δεκαετή»- συγκροτείται από μια αλυσίδα δεκαετών κύκλων, βασικά προσανατολισμένων στην αύξηση ή την πτώση. Κρίνοντας σύμφωνα με τα μεταγενέστερα του 1850 παραδείγματα, η κίνηση αυτή καλύπτει, είτε στη φάση της αύξησής της είτε στη φάση της πτώσης της, μια περίοδο περίπου ενός τετάρτου του αιώνα, ενώ η πλήρης κίνηση, δηλαδή αύξηση και πτώση μαζί, καλύπτει συνολικά σχεδόν μισό αιώνα: Φάση αύξησης, για παράδειγμα, φάση εξάπλωσης, γενικής προόδου των τιμών, της παραγωγής, των εισοδημάτων, από το 1851 μέχρι το 1873, που καλύπτει στη Γαλλία όλη την αυτοκρατορική περίοδο. Φάση συστολής κατόπιν, από το 1873 μέχρι το 1896. Οι δύο φάσεις, οι δύο αλυσίδες των δεκαετών κύκλων, αν συνυπολογιστούν, διαρκούν εδώ σαράντα πέντε χρόνια. Ωστόσο, πριν από το 1850, οι κινήσεις αυτές μακράς διάρκειας εμφανίζονται πιο μακριές ακόμη: Η περίοδος 1817-1851 στη Γαλλία, αποτελεί χρόνο της συστολής, μια κοινή δυσμενή οικονομική περίοδο κατά τη διάρκεια της Παλινόρθωσης, της μοναρχίας του Ιουλίου και της Δεύτερης Δημοκρατίας, μετά τη γρήγορη οικονομική άνοδο που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της Τπατείας και της Αυτοκρατορίας.
E r n e s t L a b r o u s s e , L a C rise de I ’economie franqaise a la f in de I ’Ancien Regim e et au debut de la R ivolu tion , PUF, 1944, τ. 1, σσ. XVIII-XI.
[ 1 5 8 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
«Η μακρά διάρκεια»
Κάθε ιστορική εργασία διαμελίζει το παρελθόν, επιλέγει ανάμεσα στις διάφορες χρονολογικές πραγματικότητες, σύμφωνα με προτιμήσεις ή αποκλειστικότητες περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές. Η παραδοσιακή ιστορία, με την προσοχή της στραμμένη στο βραχύ χρόνο, στο άτομο, στο γεγονός, μας έχει συνηθίσει εδώ και πολύ καιρό στη βιαστική της αφήγηση, τη δραματική, τη λα- χανιαστή.
Η καινούρια οικονομική και κοινωνική ιστορία ιεραρχεί πρώτα στην έρευνά της την κυκλική εναλλαγή και επενδύει στη διάρκειά της: Κινδυνεύει να π α γιδευτεί στην οφθαλμαπάτη, καθώς και στην πραγματικότητα των κυκλικών ανόδων και καθόδων των τιμών. Υπάρχει, λοιπόν, σήμερα, πλάι στην αφήγηση -ή στο παραδοσιακό «αφηγηματικό» («recitatif»)- ένα αφηγηματικό της συγκυρίας που εξετάζει το παρελθόν σε μεγάλες περιόδους: δεκαετίες, εικοσαετίες ή πεντηκονταετίες.
Πολύ πέρα από αυτό το δεύτερο αφηγηματικό έχει τη θέση της μια ιστορία ακόμη πιο μακρόπνοη, που αυτή τη φορά απλώνεται σε αιώνες: η ιστορία της μακράς, μάλιστα της πολύ μακράς διάρκειας. Μ’ αυτόν τον ορισμό, ορθό ή λανθασμένο, έχω εξοικειωθεί για να προσδιορίσω το αντίθετο αυτού που ο Frangois Simiand, από τους πρώτους μετά τον Paul Lacombe, θα βαφτίσει ιστορία των γεγονότων (histoire evenementielle). Λίγη σημασία έχουν αυτοί οι ορισμοί. Πάντως η συζήτηση μας θα κινηθεί από τον έναν προς τον άλλον, από τον έναν πόλο του χρόνου στον άλλον, από το στιγμιαίο προς τη μακρά διάρκεια.
Όχι πως δεν δημιουργεί, βέβαια, προβλήματα η χρήση τέτοιων λέξεων. Λ όγου χάρη η λέξη γεγονός (evenement). Προσωπικά, θα ήθελα να το απομονώ σω, να το εγκλωβίσω στη βραχεία διάρκεια: το γεγονός είναι εκρηκτικό, είναι, θα λέγαμε, «συνταρακτική είδηση». Με το ξαφνικό του φούντωμα, γεμίζει τη συνείδηση των συγχρόνων του, αλλά διαρκεί ελάχιστα, μόλις διακρίνουμε τη φλόγα του.
Οι φιλόσοφοι πιθανόν να μας έλεγαν ότι αποψιλώνουμε τη λέξη από ένα μεγάλο μέρος της σημασίας της. [...]
Λοιπόν, για να εκφραστούμε σαφέστερα: αντί για περιγραφή γεγονότων ο βραχύς χρόνος, στα μέτρα του ατόμου, της καθημερινής ζωής, των ψευδαισθήσεων μας, των σύντομων συνειδητοποιήσεων - ο κατεξοχήν χρόνος του χρονικογράφου, του δημοσιογράφου. Ας παρατηρήσουμε, εξάλλου, ότι το χρονικό ή η εφημερίδα δίνουν, πλάι στα μεγάλα γεγονότα, τα λεγόμενα ιστορικά, και τα ήσσονα επεισόδια της καθημερινής ζωής: μια πυρκαγιά, κάποιο σιδηροδρομικό δυστύχημα, την τιμή του σταριού, ένα έγκλημα, μια θεατρική παράσταση, μια πλημμύρα. Λοιπόν, ο καθένας θα καταλάβει ότι υπάρχει ένας βραχύς χρό
[ 1 5 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
νος σε όλες τις μορφές της ζωής, στην οικονομία, την κοινωνία, τη λογοτεχνία, τους θεσμούς, τη θρησκεία, ακόμη και στη γεωγραφία (μια ανεμοθύελλα, μια καταιγίδα), καθώς βέβαια και στην πολιτική. \
Όπως κατ’ αρχάς το αντιλαμβανόμαστε, το παρελθόν είναι αυτός ο όγκος μικρών περιστατικών, άλλων λαμπρών, άλλων σκοτεινών και επ ’ αόριστον 1 επαναλαμβανομένων, και είναι αυτά τα ίδια που αποτελούν την καθημερινή j συγκομιδή της μικροκοινωνιολογίας ή της κοινωνιομετρίας, μέσα από την επι- καιρότητα (υπάρχει επίσης μια μικροϊστορία). Αλλά αυτός ο όγκος δεν αποτελεί όλη την πραγματικότητα, όλο το βάθος της ιστορίας, που πάνω του μπορεί άνετα να δουλέψει η επιστημονική σκέψη. Η κοινωνική επιστήμη σχεδόν απε- ί χθάνεται το γεγονός. Και δικαιολογημένα: ο βραχύς χρόνος είναι η πιο ιδιόρ* ρυθμη, η πιο απατηλή διάρκεια. [...] !
Εμφανίζεται ένας νέος τρόπος ιστορικής αφήγησης, ας τον ονομάσουμε το j «αφηγηματικό» της συγκυρίας, του κύκλου, και μάλιστα ενός «ενδιάμεσου ] κύκλου» («intercycle») που μας προτείνει να διαλέξουμε, είτε ένα διάστημα ; δέκα ετών είτε ένα τέταρτο του αιώνα είτε, στο έσχατο όριο, την πεντηκοντα- ετία του κλασικού κύκλου του Kondratieff. Για παράδειγμα, αν δεν υπολογί- ; σουμε τις σύντομες και επιφανειακές μεταπτώσεις, οι τιμές ανεβαίνουν στην ■ Ευρώπη, από το 1791 ως το 1817. Κάμπτονται από το 1817 ως το 1852: Αυτή η διπλή και αργή κίνηση ανόδου και καθόδου αντιπροσωπεύει έναν πλήρη «ενδιάμεσο κύκλο» γι’ αυτή την χρονική στιγμή στην Ευρώτα] και, σχεδόν, για ολόκληρο τον κόσμο. Πιθανόν αυτές οι χρονολογικές περίοδοι να μην έχουν απόλυτη αξία. Με άλλες παραμέτρους, όπως με την παράμετρο της οικονομι- : κής ανάπτυξης και του εισοδήματος ή του εθνικού προϊόντος, ο FranQois 1 Perroux θα μας πρόσφερε άλλα όρια, ίσως πιο αξιόπιστα. Αλλά τι σημασία έχουν κάτι τέτοιες διαφωνίες! Ο ιστορικός διαθέτει σίγουρα ένα νέο χρόνο, ; που αποτελεί μια καθεαυτό ερμηνεία, όπου η ιστορία μπορεί να επιχειρήσει να ί εγγράφει, σε νέα χρονική βάση, με καινούρια σημεία αναφοράς, ακολουθώντας > αυτές τις καμπύλες και την ίδια τους την αναπνοή. [...]
Πέρα από τους κύκλους και τους ενδιάμεσους κύκλους, υπάρχει αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν, χωρίς να το μελετούν πάντοτε, η τάση του αιώνα. Αλλά αυτή η τάση προς το παρόν ενδιαφέρει μόνον ελάχιστους οικονομολόγους και οι παρατηρήσεις τους γύρω από τις δομικές κρίσεις, που δεν έχουν υποστεί τη δοκιμασία των ιστορικών επαληθεύσεων, εμφανίζονται ως προσχεδιάσματα ή υποθέσεις που μόλις βυθίζονται στο πρόσφατο παρελθόν, ως το 1929, το πολύ πολύ μέχρι το 1870. Ωστόσο προσφέρουν μια χρήσιμη εισαγωγή στην ιστορία της μακράς διάρκειας. Αποτελούν ένα πρώτο κλειδί.
Το δεύτερο, πολύ πιο χρήσιμο αυτό, είναι η λέξη δομή. Καλώς ή κακώς, α υ τή δεσπόζει στα προβλήματα της μακράς διάρκειας. Με τη λέξη δομή, οι μελετητές της κοινωνίας εννοούν μία οργάνωση, μία συνοχή, αρκετά καθορι
[ 1 6 0 ]
ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΑΚΡΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ»
σμένες σχέσεις ανάμεσα σε πραγματικότητες και σε κοινωνικά σύνολα. Για μας τους ιστορικούς, δομή είναι πιθανόν συγκέντρωση, αρχιτεκτονική, αλλά ακόμη παραπάνω, μία πραγματικότητα που ο χρόνος τη φθείρει και την ταξιδεύει πολύ αργά. Μερικές δομές, ακριβώς επειδή διαρκούν πολύ, γίνονται σταθερά στοιχεία για άπειρες γενιές: εμποδίζουν την ιστορία, ενοχλούν, άρα ελέγχουν, τη ροή της. Άλλες πάλι θρίβονται πιο γρήγορα. Μα όλες αποτελούν ταυτόχρονα υποστηρίγματα και εμπόδια. Εμπόδια, επειδή εμφανίζονται ως όρια ( περιβάλλουσες, όπως λέμε στα μαθηματικά) αξεπέραστα για τον άνθρωπο και τις εμπειρίες του. Σκεφτείτε τι δύσκολο που είναι να σπάσουν κά- ποια γεωγραφικά πλαίσια, κάποιες βιολογικές πραγματικότητες, κάποια όρια στην παραγωγικότητα, ακόμη κάποιοι διανοητικοί καταναγκασμοί: τα διανοητικά πλαίσια, είναι και αυτά φυλακές μακράς διάρκειας.
F er n a n d B r a u d e l , «La lo n g u e d u re e » , E crits s u r I ’histoire, Flammarion, 1969, σσ. 40-50.Η μετάφραση του κειμένου « Η μακρά διάρκεια» περιλαμβάνεται στο: F e r n a n d B r a u d e l ,
Μελέτες γ ια την ιστορία, μετάφραση Οντέτ Βαρών και Ρόδη Σταμούλη, Ε.Μ.Ν.Ε. - ΜΝΗΜΩΝ (Θεωρία και μελέτες Ιστορίας 7), Αθήνα 1986, σσ. 19-26.
11 [ 1 6 1 ]
ijjS
■i
j
i:
i
jI■Ί
;
·?,
;' j
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 4
Ορισμένες εξελίξεις της έρευνας στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες
Ε δώ και δύο δεκαετίες, η διεθνοποίηση της ιστορικής έρευνας προόδευσε σημαντικά. Σήμερα, ένας φοιτητής που σπουδάζει ιστορία δεν μ π ορ εί να α γνο εί εντελώ ς τις εργασίες που δ ιεξά γο νται σε άλλες χώ ρες της Ευρώττης ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Για να δώσουμε ένα δείγμα του σημερινού δυναμισμού της σύγχρονης ιστορίας στο εξωτερικό, επιλέχθηκαν στο κεφάλαιο αυτό τρία π α ραδείγματα: η ιταλική microstoria, η γερμανική Alltagsgeschichte και η αμερικανική gender history.
Α ν δεν μπορεί κανείς πλέον, σήμερα, να καταλογίσει στη γαλλική ιστοριογραφία ότι είναι «εθνικιστική», μπορεί ωστόσο να βρίσκει λυπηρό το γεγονός ότι παρέμεινε πολύ έντονα εθνική. Όπως γνωρίζουμε, ο αριθμός των Γάλλων ιστορικών που ειδικεύονται
στη μελέτη άλλων «πολιτιστικών ή γεωπολιτικών σφαιρών» είναι πολύ μικρός. Από την άποψη αυτή, η αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εκπληκτική, επειδή ένα πολύ σημαντικό μέρος της κοινότητας των Αμερικανών ιστορικών μελετά την ιστορία μιας άλλης χώρας από τη δική τους. Επιπλέον, οι συγκρίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι υπέρ μας. Οι «συγκριτολόγοι» ιστορικοί είναι πολύ περισσότεροι στη Γερμανία και, ανέκαθεν, οι Ιταλοί ανοίγονται στο διεθνή κόσμο (κάτι που πιστοποιείται από τον αριθμό των μεταφράσεων), πράγμα άγνωστο στη Γαλλία. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξυμένο στον τομέα της σύγχρονης ιστορίας, λόγω του γεγονότος ότι οι ερευνητές μελετούν μια περίοδο που «επινόησε» και επέβαλε τις εθνικές διαιρέσεις, σε σημείο που αυτές να φαίνονται ως φυσικά, προφανή πλαίσια. Επιπλέον, η ιστορική έρευνα
[ 163 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
και η συλλογική μνήμη συνδέονται κυρίως στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας. Δεδομένου ότι η κοινή γνώμη ενδιαφέρεται κυρίως για τα «μεγάλα θέματα» που κατατρέχουν το πρόσφατο παρελθόν μας: τη Γαλλική Επανάσταση, την κυβέρνηση του Vichy κ.λπ., τα θέματα αυτά προτιμώ- νται από τους ιστορικούς, πράγμα που επιτείνει τη φραγκογαλλική πλευρά της ιστοριογραφίας μας. Η περιορισμένη περιέργεια την οποία δείχνει η γαλλική ιστορική έρευνα για ό,τι συμβαίνει έξω από τη Γαλλία έχει προφανώς αντίκτυπο στο επίπεδο της εκπαίδευσης των φοιτητών της ιστορίας. Σπάνιοι είναι αυτοί που πληροφορήθηκαν, ακόμη και αόριστα, τις σημερινές εξελίξεις της ιστοριογραφίας στην Αφρική, την Ασία, τη Νότια Αμερική, την Ανατολική Ευρώπη, πράγμα που θα τους επέτρεπε να συνειδητοποιήσουν τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι συνάδελφοί μας των χωρών αυτών, αλλά και τα σημαντικά αποτελέσματα, τα οποία παρ’ όλα αυτά επιτυγχάνουν. Δεν μου ήταν δυνατό, στο πλαίσιο του παρόντος έργου, να αποδώσω στο ζήτημα αυτό όλη τη θέση που του αξίζει. Παραπέμπω τους αναγνώστες από τη μια στα συλλογικά έργα, κυρίως στον Rene Remond (1986) και τον Antoine
'Maves (1996), από την άλλη στα περιοδικά που προσπαθούν να παρουσιάσουν στους Γάλλους αναγνώστες τα μεγάλα ρεύματα της ιστορικής έρευνας στις ξένες χώρες (πρόκειται για την περίπτωση κυρίως του περιοδικού Geneses). Επικεντρώθηκα, στο κεφάλαιο αυτό, στην αμερικανική και την ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, γιατί δεν είναι πλέον σήμερα δυνατόν για έναν φοιτητή που σπουδάζει ιστορία να τις αγνοεί. Σήμερα, υπάρχει πράγματι η εκτίμηση ότι οι μισοί ιστορικοί όλου του κόσμου είναι Βορειοαμερικανοί. Οι ιστορικοί όλων των χωρών οφείλουν λοιπόν αναγκαστικά να λαμβάνουν υπόψη τους τις εργασίες που δημοσιεύονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάτι τέτοιο πρέπει να αποτελεί πραγματικότητα για τη Γαλλία. Εδώ και είκοσι χρόνια, παράλληλα με την ιστορία της Γαλλίας που γράφουν οι Γάλλοι ιστορικοί, αναπτύχθηκε μια ιστορία της Γαλλίας γραμμένη από Αμερικανούς ιστορικούς και οι διαφορές μεταξύ της μιας και της άλλης είναι συχνά σημαντικές. Γενικά, η αμερικανική αυτή ιστοριογραφία της Γαλλίας δεν είναι γνωστή.
Σίγουρα, το καλλιεργημένο κοινό δεν αγνοεί τα βιβλία του Robert Paxton (1974) σχετικά με το καθεστώς του Vichy. Ακουσε ίσως να γίνεται λόγος για τις εργασίες του Charles Tilly (1986) γύρω από την ιστορία των κοινωνικών κινημάτων, του John Merriman (1982) γύρω από την ιστορία των πόλεων. Υπάρχουν όμως αναμφίβολα πολύ λιγότεροι ανα
[ 164 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
γνώστες που γνωρίζουν τις εργασίες της Lynn Hunt (1992) γύρω από τη Γαλλική Επανάσταση, της Joan Scott (1996) γύρω από την ιστορία του φεμινιστικού κινήματος, του Herman Lebovics (1992) γύρω από τη γαλλική πολιτιστική πολιτική του 20ού αιώνα. Και πόσοι φοιτητές διαβάζουν τακτικά το French Historical Studies, το βασικό περιοδικό των Αμερικανών ιστορικών που ειδικεύονται στη μελέτη της Γαλλίας; Η άγνοια των μεγάλων ιστοριογραφικών ρευμάτων της Ευρώπης αποτελεί ένα ακόμη πιο σημαντικό μειονέκτημα. Την ώρα που επιβάλλεται το ενιαίο νόμισμα και o l φοιτητές παρακινούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να διαμένουν στα πανεπιστήμια των διαφόρων χωρών της ηπείρου, είναι ολοένα και πιο απαραίτητο να γνωρίζουν τα μεγάλα ιστοριογραφικά ρεύματα που συνυπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει o x l και εδώ οι ελλείψεις είναι σημαντικές.
Προφανώς το ζήτημα δεν είναι να παρουσιάσουμε στο παρόν βιβλίο μια εξαντλητική όψη της ιστορικής έρευνας στις χώρες αυτές. Ένα ολόκληρο βιβλίο θα ήταν απαραίτητο. Αντί για μια απατηλή επισκόπηση, προτίμησα να επικεντρωθώ σε ορισμένα παραδείγματα που επέλεξα, από τη μια, εξαιτίας της επίδρασης που αρχίζουν να ασκούν στην ίδια τη γαλλική ιστορική έρευνα και, από την άλλη, εξαιτίας του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν για την κατανόηση των ειδικών προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζουν οι ιστορικοί της σύγχρονης περιόδου.
Mi c r o s t o r e και A l l t a g s g e s c h ic h t e
Το έργο του Edward P. Thompson: Μια πρώιμη αμφισβήτηση της ποσοτικής ιστορίας
Ο πως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το ερευνητικό πρόγραμμα που επεξεργάστηκαν ο Ernest Labrousse και ο Fernand Braudel σχετικά με την ποσοτική ιστορία, σημάδεψε το σύνολο της γαλλι
κής ιστορικής έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των ρευμάτων εκείνων που αρχικά ήταν εχθρικά στη χρησιμοποίηση στατιστικών μεθόδων στην ιστορία. Αν η επιρροή αυτού του προγράμματος ξεπέρασε σε μεγάλο βαθμό τα σύνορα της Γαλλίας (σύμφωνα με τον Jean Glenisson, το Διεθνές Συνέδριο των ιστορικών επιστημών του 1950 ήταν αφιερωμένο
[ 1 6 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
«στο θρίαμβο των Annales»), το γενικό πάθος για τις στατιστικές και το ποσοτικό μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν εξηγείται μόνο από την επιρροή της «γαλλικής ιστορικής σχολής». Το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που ευνόησε την ανάπτυξή της στις όχθες του Σηκουάνα, υπήρξε παντού ένα σημαντικό κίνητρο. Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι μια μεγάλη έρευνα γύρω από την ιστορία των τιμών ξεκίνησε από το μεσοπόλεμο με πρωτοβουλία της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αυτή την τελευταία χώρα, τα τεράστια μέσα που τέθηκαν στη διάθεση των ερευνητικών κέντρων μετά το 1945 και η πρόωρη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, εξηγούν τη γρήγορη ανάπτυξη της ποσοτικής ιστορίας, η οποία πολύ σύντομα εξελίσσεται προς περισσότερο εξεζητημένες επεκτάσεις, που στηρίζονται στα μαθηματικά και τα οικονομετρικά μοντέλα, όπως η New Economic History. Το πάθος των ιστορικών αυτής της εποχής για τη «μακροϊστορική» προσέγγιση εξηγείται επίσης από τους δεσμούς που δημιούργησαν με μια κοινωνιολογία που χρησιμοποιεί και αυτή πλήρως τα στατιστικά εργαλεία και που τους επιτρέπει να επεξεργαστούν μεγάλα επεξηγηματικά μοντέλα, στηριζόμε- νοι σε έννοιες όπως ο «ορθολογισμός» ή η «γραφειοκρατικοποίηση», που δανείζονται από τον Max Weber. Επιχειρούν να προσφέρουν ένα σφαιρικό ορισμό του καπιταλισμού, σε σύγκριση με άλλα οικονομικά συστήματα. Η ιστορική κοινωνιολογία με την προώθηση του Charles Tilly και των μαθητών του στη New School for Social Research στη Νέα Υόρ- κη εγγράφεται στη λογική αυτή, όπως και «η ιστορία-κοινωνική επιστήμη» που αναπτύχθηκε με βάση το Πανεπιστήμιο του Bielefeld, στη Γερμανία, από τον Hans Wehler και κατόπιν από τον Jurgen Kocka.
Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι στις χώρες αυτές η ποσοτική οικονομική και κοινωνική ιστορία θα προσκρούσει σε αντιθέσεις που προέρχονται από το ίδιο το προοδευτικό ρεύμα. Το καλύτερο παράδειγμα είναι αυτό του μεγάλου Βρετανού ιστορικού Edward P. Thompson. Το βιβλίο που αφιέρωσε στο σχηματισμό της αγγλικής εργατικής τάξης (1963) θα ασκήσει μια εξαιρετικά μεγάλη επιρροή σε μια ολόκληρη γενιά κοινωνικών ιστορικών στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη (εκτός από τη Γαλλία, όπου το έργο θα μεταφραστεί είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του). Με εμβληματικό τρόπο, ο Thompson αναπτύσσει σε αυτό μια ριζική κριτική της ποσοτικής οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, που τα Annales και ο Labrousse αρχίζουν μόλις να προωθούν στη Γαλλία. Ο πρόλογος του έργου αναδεικνύεί όλα αυτά που φέρνουν αντι
[ 1 6 6 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
μέτωπα τα δύο εν λόγω ρεύματα. Ο όρος making, που δεν αποδίδει πλήρως τη γαλλική λέξη «σχηματισμός» («formation»), υπογραμμίζει την προνομιακή θέση που αποδίδει ο Thompson στη δυναμική διάσταση της ιστορίας, την οποία βλέπει ως διαδικασία. Η λέξη «τάξη» χρησιμοποιείται στον ενικό για να υπογραμμίσει ότι η κινητοποίηση εναντίον της εργοδοσίας ενός πλήθους, αρχικά εξαιρετικά διαφορετικών των μεν από τους δε, παραγόντων, επέτρεψε την επεξεργασία μιας ταξικής ταυτότητας (επομένως μιας ενότητας). Οι κοινές εμπειρίες ενός συνόλου ατόμων καθορίζουν την τάξη. Για το λόγο αυτόν προσθέτει: «Δεν αντιλαμβάνομαι την τάξη ούτε ως μία «δομή» ούτε ακόμη ως μία «κατηγορία», αλλά ως κάτι που πραγματικά συμβαίνει -και το οποίο, μπορούμε να δείξουμε ότι συνέβη- στις ανθρώπινες σχέσεις». Για αυτόν, η έννοια της τάξης προϋποθέτει επίσης αυτήν της ιστορικής σχέσης. Και προσθέτει: «Όπως κάθε άλλη σχέση, αποτελεί ένα δυναμικό φαινόμενο που ξεφεύγει από την ανάλυση, από τη στιγμή που επιχειρούμε να το ακινητοποιήσουμε σε μια ιδιαίτερη στιγμή για να εξαγάγουμε τις συνιστώσες του». Ένα μέρος των επιχειρημάτων που αναπτύσσει ο Edward P. Thompson εναντίον της δομικής ιστορίας (στην οποία καταλογίζει ότι δεν ενδιαφέρεται για το πλαίσιο και το νόημα που οι πρωταγωνιστές δίνουν στις πράξεις τους), συναντά τις συνήθεις κριτικές που η ιστορία των γεγονότων απηύθυνε στους οπαδούς της ποσοτικής ιστορίας. Εδώ όμως εκφράζονται από έναν ιστορικό που επικαλείται ο ίδιος το μαρξισμό και δεν υποστηρίζει μια επιστροφή στην παραδοσιακή ιστορία, αλλά νέες μορφές ανανέωσης. Ο Thompson είναι λοιπόν ένας από τους πιο επιφανείς αρχηγούς της βρετανικής αριστεράς. Ανήκει επομένως στο ίδιο πολιτικό «στρατόπεδο» με τους ιστορικούς στους οποίους ασκεί κριτική. Επιπλέον, δουλεύει γύρω από το ίδιο θέμα, τους εργάτες, και έχει τις ίδιες μεθοδολογικές μέριμνες: να ορίσει την τάξη και την ταξική συνείδηση. Όλα αυτά εξηγούν την επίδραση που θα έχει η δουλειά του στη νέα γενιά των ιστορικών. Για μια ακόμη φορά, σημειώνουμε ότι οι έγνοιας της πολιτικής επικαιρότητας αποτέλεσαν το σημείο εκκίνησης της νέας αυτής ερευνητικής προοπτικής. Ενεργό μέλος του Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος την επομένη του πολέμου, ο Thompson αρχίζει τη σύνταξη του έργου αυτού αμέσως μετά τη ρήξη του με το Κομμουνιστικό Κόμμα, για να διαμαρτυρηθεί εναντίον της επέμβασης του σοβιετικού στρατού στην Ουγγαρία. Όπως όμως ο Mathiez και ο Labrousse πριν από αυτόν, ο Thompson πρέπει να ξαναμεταφράσει την πολιτική αυτή ρήξη για να
[ 1 6 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
της δώσει μια ιστορική έννοια. Αυτό τον οδηγεί να πάρει τις αποστάσεις του από μια ιστοριογραφία που αποδίδει προνομιακή θέση στην ιστορία των οργανώσεων (κομμάτων, συνδικάτων), για να ενδιαφερθεί για «αυτούς τους κάτω», τους «πραγματικούς» εργάτες, με σάρκα και οστά.
Οι αντιφατικές συνέπειες του Μάη του ’68
Οι λόγοι που εξηγούν την υποδοχή του έργου του Thompson από μέρους των ιστορικών είναι και πολιτικοί. Τα γεγονότα του Μάη του ’68 σηματοδοτούν, πράγματι, μια νέα εισβολή της ιστορίας μέσα στην
ιστορία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ριζοσπαστικοποίηση των διαμαρτυριών εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, στην Ευρώπη η κινητοποίηση του φοιτητικού κόσμου την οποία ακολούθησαν οι εργατικές απεργίες και οι διαδηλώσεις (κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία), καταλήγουν σε μια ριζική αμφισβήτηση των «μηχανισμών» και των οργανώσεων. Αυτή η αντιθεσμική διάθεση εντείνεται στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 με την αλλαγή της οικονομικής συγκυρίας. Ένας μεγάλος αριθμός νέων ερευνητών που ήλπιζαν ότι θα εισέλθουν στο πανεπιστήμιο δεν βρίσκουν θέσεις. Ανάμεσα σε αυτούς που βρίσκονται στο εσωτερικό του «κάστρου», ένα μεγάλο τμήμα δεν μπορεί πλέον να έχει πρόσβαση στις ανώτατες βαθμίδες της καριέρας. Στις χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Γερμανία, όπου οι βοηθοί δεν επιτυγχάνουν τη «μονιμοποίησή» τους παρά μόνο εφόσον έχουν δουλέψει για μεγάλο διάστημα ως συμ- βασίούχοι, πολλοί είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείπουν το επάγγελμα γιατί δεν βρίσκουν πλέον διαρκή απασχόληση. Το πλαίσιο αυτό, στο οποίο προστίθενται προφανώς οι ειλικρινείς «επαναστατικές» πεποιθήσεις πολλών ανάμεσά τους, εξηγεί την ενίσχυση των βλέψεων για μια «μη επαγγελματική μορφή» της ιστορίας. Η συγκυρία αυτή είναι πολύ ευνοϊκή για την ανάπτυξη μιας ιστορίας «από τα κάτω» που ο Thompson άρχισε να θέτει σε εφαρμογή τα προηγούμενα χρόνια. Όχι μόνο το ενδιαφέρον για τους «προλετάριους» αυξάνει· αλλά παραπέρα, είναι όλα τα «θύματα» της ιστορίας (γυναίκες, μετανάστες, εθνικές μειονότητες, ομοφυλόφιλοι κ.λπ.) που γίνονται οι νέοι συλλογικοί ήρωες των αμφι- σβητιών ιστορικών. Συγχρόνως, αυτοί στρέφονται με σφοδρότητα εναντίον της ίδιας της πανεπιστημιακής εξουσίας. Με την υποστήριξη φιλοσοφικών αντιλήψεων νιτσεϊκής έμπνευσης, που προωθούν κυρίως ο
[ 168 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
Michel Foucault και ο Jacques Derrida, αμφισβητούν τις έννοιες της «αλήθειας» και της «αντικειμενικότητας», τις οποίες κανένας ιστορικός της προηγούμενης γενιάς, ούτε και οι ίδιοι οι μαρξιστές, δεν τόλμησαν να αμφισβητήσουν. Η εχθρότητα όμως αυτών των νέων αμφισβητιών ιστορικών απέναντι στους «μανδαρίνους» που κατέχουν τις ανώτατες βαθμίδες της ιεραρχίας προσλαμβάνει διάφορες μορφές ανάλογα με τις χώρες, αναμφίβολα γιατί οι πανεπιστημιακοί θεσμοί δομούνται, ακόμη και σήμερα, σε μια ουσιαστικά εθνική βάση. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, «η ιστορία-κοινωνική επιστήμη», που στηρίζεται στις ποσοτικές μεθόδους, βρίσκεται σε διαδικασία επιβολής της. Εξού το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η προοπτική του Thompson για μια «ιστορία από τα κάτω», για τους νέους αμφισβητίες ιστορικούς, οι οποίοι αντλούν από αυτήν πληθώρα επιχειρημάτων εναντίον των προσανατολισμών των μεγα- λυτέρων τους σε ηλικία. Όπως όμως κανείς δεν είναι προφήτης στον τόπο του, η ηγεμονική θέση την οποία κατέχει ο Edward P. Thompson στο χώρο της βρετανικής κοινωνικής ιστορίας δεν εκτιμάται καθόλου από τους νέους ιστορικούς πέραν της Μάγχης. Για το λόγο αυτόν, οι πλέον επιφανείς μαρξιστές ιστορικοί κατά τη δεκαετία του 1970 θα απορρί- ψουν με θεαματικό τρόπο το έργο του Thompson, αντιπαραβάλλοντάς του επιχειρήματα που δανείζονται από τη «δομική» ανάγνωση του μαρξισμού την οποία ανέπτυξε τη δεκαετία του 1960 ο Γάλλος φιλόσοφος Louis Althusser και οι μαθητές του. Ακόμη και αν η συζήτηση δεν τοποθετείται εντελώς στο ίδιο επίπεδο, πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για μια απάντηση, μετατοπισμένη στο χρόνο, που η δομική ιστορία του Labrousse και του Braudel απηύθυνε στον Thompson. Αυτός δηλώνει, όπως είδαμε, ότι στην πραγματικότητα, μόνο τα άτομα υπάρχουν, ότι η εμπειρία προηγείται της έννοιας, ότι δεν υπάρχουν δομές, αλλά μόνο διαδικασίες, γιατί ο χρόνος δεν σταματά ποτέ. Για τους ιστορικούς της νέας μαρξιστικής γενιάς, όπως ο Perry Anderson και ο Gareth Stedman Jones, αυτό το είδος επιχειρημάτων απεικονίζουν τον παραδοσιακό εμπειρισμό των ιστορικών και, ειδικότερα, των Βρετανών ιστορικών. Αυτοί πιστεύουν αφελώς ότι είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα όπως παρουσιάζεται, ενώ δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε αυτήν παρά διαμέσου των κατηγοριών σκέψης μας και της γλώσσας μας. Οι πολεμικές αυτές έχουν κάποια σημασία για τα ζητήματα που μας απασχολούν εδώ, επειδή δεν θα παραμείνουν σε θεωρητικό επίπεδο. Θα εφαρμοστούν σε πολυάριθμες εμπειρικές έρευνες που θα δια-
[ 1 6 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
μορφώσουν προοδευτικά τους νέους τομείς της έρευνας για τους οποίους θα μιλήσουμε τώρα.
Microstoria
Πρέπει να σημειώσουμε κατ’ αρχάς ότι η ιταλική μικροϊστορία (microstoria) αποτελεί ένα ερευνητικό ρεύμα που γνώρισε τις σημαντικότερες εξελίξεις του στο χώρο της νεότερης ιστορίας, ακόμη και αν ;
σήμερα τείνει να «απλωθεί» σε εκείνον της σύγχρονης ιστορίας. Για να ' κατανοήσουμε την ανάδυση αυτής της νέας προοπτικής, πρέπει κατ’ αρχάς να υπενθυμίσουμε ότι η ιταλική ιστοριογραφία -σημαδεμένη από ■; τους πολιτικούς και φιλοσοφικούς ανταγωνισμούς που έφεραν αντιμέτωπους τους οπαδούς του ιδεαλιστή φιλοσόφου Benedetto Croce με : τους οπαδούς του μαρξιστή φιλοσόφου, ενός από τους ιδρυτές του Ιτα- * λικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Antonio Gramsci- καλλιέργησε, για μεγαλύτερο διάστημα και μαζικότερα από ό,τι αλλού, μια ιστορία των κομμάτων και των πολιτικών αρχηγών, την οποία χαρακτήριζε ο πολύ «στρατευμένος» χαρακτήρας της.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, κυρίως όμως του 1970, παράλληλα με τη βίαιη ανάπτυξη της βιομηχανίας στη βόρεια Ιταλία, μια ' νέα γενιά μαρξιστών ιστορικών άρχισε να ασκεί σφοδρή κριτική στην ' παραδοσιακή αυτή ιστοριογραφία. Το γεγονός όμως ότι η αμφισβήτηση αυτή έλαβε χώρα αρκετά αργά είχε συνέπεια τα ερευνητικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν διαδοχικά στη Γαλλία ή τη Γερμανία να αναδυθούν J σχεδόν ταυτόχρονα με την ιταλική περίπτωση. Αυτό εξηγεί, ίσως, τη ; σφοδρότητα των πολεμικών που έφεραν αντιμέτωπους τους εκπροσώ- ! πους των τριών βασικών τάσεων που προέρχονταν από το μαρξισμό. Οι · δύο πρώτες, των οποίων οι εργασίες δημοσιεύονται τακτικά στο περιο- ; δικό Societa e Storia (που δημιουργήθηκε το 1978) και στο περιοδικό Passato e Presente (που δημιουργήθηκε το 1982), αναπτύσσουν σχετικά ! εκλεκτικές προσεγγίσεις, που βρίσκονται όμως, σφαιρικά, κοντά στη γερμανική «ιστορία-κοινωνική επιστήμη» ή τα Annales. Ο όρος της microstoria ορίζει το τρίτο ρεύμα της ιταλικής αυτής ιστοριογραφίας των αντι- ϊ φρονούντων. Προτάθηκε από μια μικρή ομάδα ιστορικών (η πλειονότη- | τά τους προερχόμενη από την οικονομική ιστορία) που συγκεντρώνονταν ’ γύρω από το περιοδικό Quaderni Storici, το οποίο ανέλαβαν μετά το
[ 170]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΓΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
1970. Το άρθρο που μπορούμε να θεωρήσουμε ως το πρώτο «πρόγραμ μα» του κινήματος, με τον τίτλο «Το όνομα και ο τρόπος» (βλέπε C. Por και C. Ginzburg, 1981), προτείνει στους ιστορικούς να εγκαταλείψουν τ μελέτη των μαζών ή των τάξεων για να ενδιαφερθούν για τα άτομο Ακολουθώντας το νήμα μιας ιδιαίτερης μοίρας, είτε πρόκειται για αυτ ενός ανθρώπου είτε μιας μικρής κοινότητας, ακόμη και ενός καλλιτεχνι κού έργου, δίνουμε στον εαυτό μας τα μέσα να φωτίσουμε και να ξεδιο λύνουμε την πολύπλοκη αλυσίδα των σχέσεων στις οποίες εμπλέκοντο (βλέπε γύρω από το θέμα αυτό τον πρόλογο που συνέταξε ο Jacque Revel για τη γαλλική μετάφραση του βιβλίου τού Giovanni Levi [1985]}
Η επιρροή του Edward P. Thompson είναι εδώ αναμφισβήτητη. Άλλο: στε, ένας από τους «ιδρυτές πατέρες» της microstoria, ο Eduardo Grend άρχισε από τη μελέτη της ιστορίας του αγγλικού εργατικού κινήματος πράγμα που του επέτρεψε να εξοικειωθεί με την προοπτική του Thompsor Η κύρια όμως διαφορά μεταξύ των δύο διαβημάτων, είναι o t l ο Thompsoi παρέμεινε πιστός σε μια μακροϊστορική προσέγγιση. Το σύνολο της εργατι κής τάξης στη Μεγάλη Βρετανία στις αρχές του 19ου αιώνα αποτελεί τι αντικείμενο μελέτης του. Οι Ιταλοί μικροϊστορικοί, σε ό,τι τους αφορά, εκ θειάζουν την αρχή της «μειωμένης κλίμακας», γιατί αποτελεί το μόνο μέσ< για την εξέταση «στο μικροσκόπιο» των υπό μελέτη φαινομένων.
Ίσως περισσότερο από παντού αλλού, το πολιτικό πλαίσιο έπαιξι έναν ουσιαστικό ρόλο στις αλλαγές της ιταλικής ιστοριογραφίας. I microstoria αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου που ονομάστη κε στην Ιταλία «τα μολυβένια χρόνια», η οποία σημαδεύτηκε από τχγ τρομοκρατική παρέκκλιση ενός μικρού τμήματος της άκρας αριστερός Η απογοήτευση της μαρξιστικής νεολαίας απέναντι στα κόμματα τηι κλασικής αριστεράς και απέναντι στα μεγάλα συστήματα που ισχυρίζο νταν ότι εξηγούσαν τους νόμους της ιστορίας, όπως ο μαρξισμός, παρα κίνησε ένα μικρό αριθμό ιστορικών να προωθήσουν ένα ερευνητικό διά βημα που να βρίσκεται πλησιέστερα στους ανθρώπους του λαού, για vc αναδείξουν «καλυμμένες» ή «κρυμμένες» από τους «μηχανισμούς» πραγ ματικότητες. Ενώ η προηγούμενη γενιά θέλησε να παρουσιάσει τις δο μές ή τις λειτουργίες του «καπιταλιστικού συστήματος», διατρέχονταξ τότε τον κίνδυνο να εμφανίσει, συγχρόνως, τους πρωταγωνιστές ως απλο γρανάζια, δέσμιους μιας τεράστιας μηχανής, αυτοί οι νεοαφιχθέντες, σι συμφωνία με τον «αυθορμητισμό» του κινήματος του Μάη του ’68, θέλουΛ να δείξουν ότι οι πρωταγωνιστές, όσο και αν είναι «κυριαρχούμενοι»
[ 171 }
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
διατηρούν πάντοτε ένα περιθώριο πρωτοβουλίας, απαραίτητο περιθώριο για τη λειτουργία του συστήματος, που εξηγεί όμως και την ύπαρξη των «αποτυχημένων» του. Σύμφωνα με αυτούς, ο ιστορικός μπορεί να αξιοποιήσει την αυτονομία των πρωταγωνιστών μόνο αν είναι ικανός να αποκαταστήσει τη συνοχή του κοινωνικού κόσμου που μελετά. Στα μάτια τους, οι ηγέτες των κλασικών οργανώσεων, κλεισμένοι στους θεσμούς τους, δεν έχουν πλέον πραγματική επαφή με τους ανθρώπους του λαού που εκπροσωπούν. Γι’ αυτό δεν κατανοούν τις προσδοκίες τους. Όχι περισσότερο, άλλωστε, από την πλειονότητα των ιστορικών, που προέρχονται από αστικούς κύκλους και κλείνονται πίσω από τους τοίχους της πανεπιστημιούπολής τους. Για να αγωνιστούν εναντίον αυτής της κατάστασης, οι Ιταλοί μικροϊστορικοί ζητούν από τους συναδέλφους τους να σταματήσουν να επιδίδονται σε «εξωτερικές» κρίσεις για τον κόσμο που μελετούν, εφαρμόζοντας θεωρητικά σχήματα που ισχύουν σε κάθε περίπτωση και που δεν εξηγούν τίποτε. Σύμφωνα με αυτούς, ο ιστορικός οφείλει να εισχωρήσει πραγματικά στον κόσμο των ατόμων που παρατηρεί, αναδεικνύοντας τη διαφορετικότητα των σημασιών που οι πρωταγωνιστές δίνουν στις πράξεις τους. Σε αυτή την προοπτική, κατανοούμε τη σπουδαιότητα που οι μικροϊστορικοί αποδίδουν στο ζήτημα της γραφής της ιστορίας. Μεριμνώντας για την αφήγησή του ο ιστορικός μπορεί να «ζωγραφίσει» όπως ο καλλιτέχνης στον πίνακά του τα «χρώματα», την ατμόσφαιρα ενός καθορισμένου κοινωνικού κόσμου ή το συναίσθημα των πρωταγωνιστών. Η δουλειά γύρω από τη γραφή επιτρέπει επίσης να υπενθυμίζουμε αδιάκοπα στον αναγνώστη ότι ο ιστορικός δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προτείνει μία άποψη, ανάμεσα σε άλλες δυνατές, σχετικά με τον παρελθόντα κόσμο. Αναφέροντας στην αφήγησή του ενδείξεις γύρω από τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε για να καταλήξει στα αποτελέσματά του, ο μικροϊστορικός ελπίζει να έρθει σε ρήξη με την παράδοση του αυταρχικού λόγου αυτών που παρουσιάζουν τη δουλειά τους ως την αντικειμενική αντανάκλαση της ιστορικής πραγματικότητας.
Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε, μαζί με τον Giovanni Levi (στο P. Burke, 1991), ότι η microstoria δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο αυστηρού ορισμού από ένα σύνολο θεωρητικών κειμένων. Η εμπειρική έρευνα επέτρεψε, σιγά σιγά, το σχηματισμό ορισμένων βασικών αρχών, που αναφέρθηκαν παραπάνω, στις οποίες οι μικροϊστορικοί αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Η άρνηση αυτή να δοθεί ένας αυστηρός προσανατολι
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
σμός στο κίνημά τους εξηγεί το ότι μπορούμε να διακρίνουμε, στην πρά ξη, πολλές «μικροϊστορίες», αρκετά διαφορετικές τις μεν από τις δε. Χω ρίς να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες, πρέπει να διακρίνουμε μια κοινωνικ' microstoria (της οποίας ο Giovanni Levi είναι ο επικεφαλής) και μι< microstoria που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «πολιτισμική», και προω θείται κυρίως από τον Carlo Ginzburg. Παρόλο που η δουλειά του επι κεντρώνεται στη νεότερη ιστορία, η προοπτική που υπερασπίζεται αυ τός ο τελευταίος μπορεί να εφαρμοστεί τέλεια σε μελέτες της σύγχρονηι ιστορίας. Ο Carlo Ginzburg (1986) χάραξε τις μεγάλες γραμμές της αντί λήψής του για τη microstoria σε ένα περίφημο άρθρο σχετικά με το «εν δεικτικό παράδειγμα», για το οποίο μπορούμε να αναρωτηθούμε αν δε1 οφείλει την επιτυχία του κυρίως στον τίτλο του, δεδομένης της συμπά θείας που οι ιστορικοί έχουν σήμερα για τον όρο «παράδειγμα», χωρίί να γνωρίζουμε τι ακριβώς εννοούν με τον όρο αυτόν. Ο Ginzburg υιοθε τεί την αρχή της μειωμένης κλίμακας, επειδή αποτελεί το μόνο μέσο όπως υποστηρίζει, για την ανάδειξη της σημασίας φαινομένων που συ χνά παραμελούνται: των λεπτομερειών, των ανωμαλιών, των κανονικών ατόμων, εν ολίγοις όλων των στοιχείων που θεωρήθηκαν παραμελημένες οντότητες από τους επιστημονικούς τομείς, στους οποίους κυριάρχησε r έρευνα των νόμων και των οικουμενικών σχέσεων. Σε αυτό το «παράδειγμα του Γαλιλαίου», ο Ginzburg αντιπαραβάλλει το παράδειγμα της «ένδειξης» που ήταν πάντοτε ανταγωνιστικό προς το πρώτο και αναπτύχθηκε μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι καλλιτεχνικές κριτικές, οι γιατροί, οι αστυνομικοί θα δώσουν όλη της τη σημασία σε μια μορφή επεξεργασίας της γνώσης που θεμελιώνεται στην ερμηνεία των ιχνών, των ενδείξεων, των συμπτωμάτων. Σύμφωνα με τον Carlo Ginzburg, ο ρόλος του ιστορικού στο πρώτο στάδιο της έρευνας συνίσταται στην ανασύσταση των «ιστορικών μορφών», εγκαθιδρύοντας συνάφειες ανάμεσα στις προφανείς ενδείξεις. Χάρη στη μέθοδο αυτή την οποία αποκαλεί «μορφολογική», γίνεται δυνατόν, σύμφωνα με αυτόν, να φανούν οι ομοιότητες τις οποίες παρουσιάζουν οι μύθοι, οι δοξασίες, τα έργα τέχνης, που υπήρξαν αντικείμενο επεξεργασίας σε πολύ διαφορετικές εποχές και πλαίσια. Σε τελευταία ανάλυση, η πολιτισμική microstoria του Carlo Ginzburg καταλήγει να συναντήσει το δομικό διάβημα, στο οποίο ωστόσο είχε αρχίσει να ασκεί κριτική.
Η κοινωνική microstoria, σε ό,τι την αφορά, δεν επιδιώκει την εξαγωγή μεγάλων τυπικών μοντέλων. Εντελώς αντίθετα, είναι πολύ επιφυλα
[ 173 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
κτική απέναντι στο συγκριτισμό. Ο στόχος της είναι να ανασυστήσει τη συνοχή ενός περιορισμένου κόσμου, να αναδείξει την ποικιλία των απόψεων και να εμφανίσει τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Η προοπτική αυτή, που γειτνιάζει με αυτό που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν «ο μεθοδολογικός ατομικισμός», επιχειρεί να αναδείξει τις σχέσεις, τις μορφολογίες, τις στρατηγικές δράσεις τις οποίες αναπτύσσουν οι πρωταγωνιστές, χωρίς να θέτει το ζήτημα της αντιπροσωπευτικότητας τής υπό παρατήρηση περίπτωσης. Η διδακτορική διατριβή του Maurizio Gribaudi (1987) σχετικά με τους εργάτες του Τορίνο αποτελεί μια καλή ένδειξη της προοπτικής αυτής στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας.
Η Alltagsgeschichte
Ιστορία-κοινωνική επιστήμη και ιστορία των εννοιών
Η γερμανική εκδοχή της microstoria αποδίδεται με τον όρο Alltagsgeschichte, που κυριολεκτικά σημαίνει «ιστορία της καθημερινότητας». Στα γαλλικά, ορίζουμε σήμερα το ρεύμα αυτό χρησιμοποιώντας
την έκφραση «ιστορία του καθημερινού». Μία από τις βασικές διαφορές με την ιταλική microstoria συνίσταται στο ότι η Alltagsgeschichte αποτελεί έναν τομέα της ιστορικής έρευνας που ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για τη σύγχρονη ιστορία, ενώ η microstoria παραμένει «προσανατολισμένη», όπως είδαμε, στη νεότερη περίοδο. Αυτή η ιδιαιτερότητα εξηγείται βεβαίως από το ειδικό πλαίσιο της Γερμανίας και κυρίως από το ζήτημα του ναζισμού. Παρόλο που η παθητική, και μερικές φορές η καθαρή ακόμη στάση συνεργασίας της πλειονότητας των Γερμανών ιστορικών με τον Χίτλερ αποτέλεσε αντικείμενο καταγγελίας κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, μόνο κατά τη δεκαετία του 1960, με την άφιξη μιας νέας γενιάς πανεπιστημιακών, το ζήτημα του Sondenveg, των ιδιαιτεροτήτων δηλαδή της σύγχρονης γερμανικής ιστορίας, μετατράπηκε σε κεντρικό ζήτημα της ιστοριογραφικής σκέψης. Προκειμένου να απαντήσουν στο ζήτημα αυτό οι προοδευτικοί ιστορικοί, συγκεντρωμένοι στο ρεύμα της «ιστορίας-κοινωνικής επιστήμης», θα επεξεργαστούν ένα ερευνητικό πρόγραμμα αρκετά παραπλήσιο της δομικής και ποσοτικής ιστορίας που αναπτύχθηκε από τα Annales και τον Ernest Labrousse στη Γαλλία. Η πρωτοτυπία της διεπιστημονικής αυτής ιστορίας, της
[ 1 7 4 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
οποίας το επίκεντρο είναι το Πανεπιστήμιο του Bielefeld και το όργανο το Zentrum fur interdisziplindre Forschung, συνίσταται στο γεγονός ότι στηρίζεται στην κοινωνιολογία του Max Weber. Για να είμαι ακριβής, πρέπει να πω ότι το ρεύμα αυτό ενδιαφέρεται για μία όψη του έργου του Weber (θα επανέλθουμε γύρω από το σημείο αυτό στο προτελευταίο κεφάλαιο): Το ζήτημα της ιδιαιτερότητας της ευρωπαϊκής ιστορίας, συ- γκρινόμενης με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό οδήγησε τον Weber στην επεξεργασία των εννοιών του «εξορθολογισμού» και της «γραφειοκρατίας» που θα χρησιμοποιηθούν πολύ (και θα συναρθρωθούν με τις μαρξιστικές έννοιες) από τους επικεφαλής της «Σχολής του Bielefeld», όπως ο Hans Wehler και ο Jurgen Kocka. Αυτός ο τελευταίος θα δημοσιεύσει έτσι μελέτες που αναφέρονται στην ιστορία των υπαλλήλων στις μεγάλες επιχειρήσεις του 20ού αιώνα, συγκρίνοντας τη γερμανική με την αμερικανική περίπτωση. Θα επιμεληθεί το μνημειώδες συλλογικό έργο σχετικά με την ιστορία των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων (που επιτέλους μεταφράστηκε, μερικώς, στα γαλλικά το 1996). Έτσι, οικοδομείται μια κοινωνική ιστορία που βρίσκεται πολύ κοντά στην ιστορική κοινωνιολο- γία την οποία προωθεί, την ίδια στιγμή, ο Charles Tilly στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν η «μακρά διάρκεια» μπορεί να πιστωθεί στα Annales, ο συγκριτισμός αποτελεί το δυνατό σημείο των Γερμανών ιστορικών, οπαδών της ιστορίας-κοινωνικής επιστήμης, ακόμη και αν πρόκειται για ένα συγκριτισμό που παραμένει θολός εξαιτίας του ζητήματος που στοιχειώνει τη συλλογική γερμανική μνήμη (το οποίο έχει όμως προφανώς παγκόσμιες προεκτάσεις): Γιατί ο ναζισμός;
Ένα άλλο ερευνητικό ρεύμα συνέβαλε πολύ κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες στην ανανέωση της γερμανικής ιστοριογραφίας. Είναι r Begriffsgeschichte, η ιστορία των εννοιών, την οποία προωθεί βασικά c Reinhart Koselleck (1979, ό.π.), που επιμελήθηκε την έκδοση ενός μνημειώδους λεξικού, εργαλείου δουλειάς χωρίς ισοδύναμο στα γαλλικά σχετικά με την ιστορία πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών εννοιών, ο οποίες χρησιμοποιούνται σήμερα στη Γερμανία.
Μια νέα γενιά εισέρχεται στη σκηνή
Α κόμη και αν τα δύο αυτά ερευνητικά ρεύματα είναι πολύ διάφορε τικά το ένα από το άλλο, τόσο λόγω των αναλυτικών μεθόδων όσ<
και λόγω των θεωρητικών αναφορών που χρησιμοποιούν, η Begriffsges
[ 1 7 5 )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
chichte και η ιστορία-κοινωνική επιστήμη έχουν κοινό σημείο την προώθηση μιας αντίληψης για την ιστορία, η οποία επικαλείται κατά μεγάλο μέρος τη θεωρία, τα αφηρημένα δηλαδή μοντέλα αντίληψης, που δανείζεται από τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία. Αυτόν τον τύπο θεωρητικής ιστορίας θα απορρίψουν μετά τη δεκαετία του 1970 οι νέοι ιστορικοί της Alltagsgeschichte. Για να κατανοήσουμε τη σημασία που αποδίδεται από την ιστορία-κοινωνική επιστήμη στα μεγάλα επεξηγηματικά μοντέλα, τη μέριμνά της για την εξαγωγή, αν όχι νόμων, τουλάχιστον εγκαθι- δρυμένων σταθερών μέσω της σύγκρισης, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι οπαδοί της απέρριψαν βίαια την ιστορικιστική παράδοση η οποία κυριάρχησε στη γερμανική ιστοριογραφία από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Στηριζόμενος στην ερμηνευτική, ευνοώντας τις ιδέες σε σχέση με τα υλικά και κοινωνικά γεγονότα, ο ιστορικι- σμός δήλωνε ότι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τίποτε στην ιστορία, ότι τα πάντα είναι υποκειμενικά, ότι κάθε αλήθεια εξαρτάται από την άποψη του συγγραφέα. Άδικα ή δίκαια, οι οπαδοί μιας ιστορίας έντονα συν- δεδεμένης με τις κοινωνικές επιστήμες εκτιμούσαν ότι η ιδεαλιστική και σχετικιστική αυτή αντίληψη της ιστορίας συνέβαλε στην τύφλωση των Γερμανών ιστορικών του μεσοπολέμου απέναντι στο ναζισμό. Όπως όμως είδαμε, τα γεγονότα του Μάη του ’68 θα καταλήξουν σε μια αποκατάσταση της υποκειμενικότητας, του αυθορμητισμού και σε μια αναρ- χίζουσα απόρριψη της επιστήμης και της τεχνικής. Οι νέοι ιστορικοί της Alltagsgeschichte υιοθετούν τις νέες αυτές στάσεις «μεταφράζοντάς» τες προκειμένου να σχεδιάσουν ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα προσαρμοσμένο στους καταναγκασμούς και τα ζητήματα που διακυβεύονται στην ιστορική επιστήμη. Σίγουρα, εδώ ακόμη, δεν πρέπει να αποδώσουμε, a posteriori, πολύ μεγάλη συνάφεια σε ένα κίνημα το οποίο συγκροτήθηκε στην πορεία του. Όπως υπογραμμίζει ένας από τους βασικούς επικεφαλής αυτού του ρεύματος, ο Alf Liidtke (1989), ο όρος αυτός της Alltagsgeschichte αποτελεί μια προσωρινή λύση, «μια πολεμική διατύπωση εναντίον μιας ιστοριογραφίας που αγνόησε το καθημερινό και τους “μικρούς ανθρώπους”».
Περισσότερο ακόμη από ό,τι σε άλλες χώρες, οι διενέξεις αυτές αντανακλούν μια σύγκρουση γενεών. Η ιστορία-κοινωνική επιστήμη, περιθωριακή στην αρχή, θα επιβληθεί προοδευτικά ως ένα από τα κυρίαρχα ρεύματα της γερμανικής ιστοριογραφίας. Οι επικεφαλής της αποκτούν πρόσβαση σε σημαντικές θέσεις εξουσίας στο εσωτερικό του πανεπιστη
[ 1 7 6 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
μιακού θεσμού. Συγχρόνως όμως, με την οικονομική κρίση, η επόμενη γενιά βρίσκει δύσκολα απασχόληση στα πανεπιστήμια. Ξαναβρίσκουμε εδώ το πλαίσιο της δεκαετίας του 1970, που αναφέραμε παραπάνω, το οποίο οδηγεί το πιο ριζοσπαστικό τμήμα των ιστορικών στην απόρριψη του ποσοτικού και δομικολειτουργιστικού «παραδείγματος» της δεκαετίας του 1950 και του 1960, προς όφελος μιας προοπτικής που αποδίδει προνομιακή θέση στην ανάλυση του βιώματος, της καθημερινότητας, των αποκλεισμένων κ.λπ. Η εμφάνιση μιας ιστορίας του «παρόντος χρόνου» (η οποία επισημοποιείται με τη δημιουργία των Institut fiir Zeits- geschichte), και αξιοποιεί την προφορική ιστορία, εντείνει το κίνημα. Οι οπαδοί της ιστορίας-κοινωνικής επιστήμης βλέπουν στην απόρριψη αυτή των μεγάλων νοητικών συστημάτων, της επιστήμης, της αντικειμενικότητας, και στην επάνοδο της ερμηνευτικής, ελιγμούς που επιδιώκουν την αποκατάσταση του προπολεμικού ιστορικισμού. Στην περίφημη πολεμική των χρόνων 1986-1987, που ονομάστηκε η «διαμάχη των ιστορικών», τρία ρεύματα έρχονται αντιμέτωπα. Το πρώτο, που αντιπροσωπεύει ο Ernst Nolte, υποστηρίζει μια συντηρητική άποψη, με την έννοια, ότι προσπαθεί να «αποενοχοποιήσει» τους Γερμανούς, καθιστώντας κοινότοπο το ναζισμό και τονίζοντας τα «βάσανα» του πληθυσμού. Αντίθετα, οι οπαδοί της Alltagsgeschichte αναδεικνύουν τον ενεργό ρόλο που πολλοί Γερμανοί έπαιξαν υπέρ του ναζισμού κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Δείχνουν ότι τα πραγματικά θύματα υπήρξαν οι Εβραίοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι τσιγγάνοι κ.ά. Χωρίς να αρνείται τις όψεις αυτές, ο Jurgen Kocka, επικεφαλής της ιστορίας-κοινωνικής επιστήμης, θεωρεί ότι ένας ιστορικός δεν πρέπει να περιγράφει μόνο μια κατάσταση, αλλά ότι πρέπει να προσπαθήσει και να την εξηγήσει, διαφορετικά να παραιτηθεί από το ρόλο του. Εκτιμά (με την υποστήριξη του φιλοσόφου Jurgen Habermas) ότι η ανάδυση της Alltagsgeschichte απεικονίζει μια επάνοδο του ανορθολογικού στην ιστορία.
Οι συμβολές της Alltagsgeschichte
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες όψεις του κινήματος αυτού συνίστα- ται στο γεγονός ότι την καταγγελία των «μανδαρίνων της επιστημονικής ζωής» (όπως λέει ο Alf Ludtke) ακολούθησαν προσπάθειες που
απέβλεπαν στο να συλλάβουν έναν άλλον τρόπο πρακτικής άσκησης της ιστορικής έρευνας, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, που η νέα γενιά των
12 [ 177 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
μαρξιστών ιστορικών προσπάθησε να προωθήσει μια «μη επαγγελματική μορφή» της ιστορίας εφαρμόζοντας τα «history workshop» (Geschi- chtswerkstatt, στα γερμανικά). Το κίνημα, που γεννήθηκε το 1982, με την ευκαιρία της πεντηκονταετίας από την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, πολλαπλασιάζει τα ερευνητικά εργαστήρια στα οποία συμμετέχουν πανεπιστημιακοί ιστορικοί και «ερασιτέχνες» ιστορικοί, που συχνά προέρχονται από τον κόσμο ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας και που, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, κατέχουν μια γνώση γύρω από το θέμα που δεν διαθέτει ο πανεπιστημιακός. Ξαναβρίσκουμε εδώ τη διαδικασία που περιγράψαμε στα προηγούμενα κεφάλαια σχετικά με τη Γαλλία και που χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, τη σύγχρονη ιστορία: μια νέα προοπτική αναπτύσσεται με κίνητρο πολιτικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς ανάμεσα σε πανεπιστημιακές γενιές. Ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας, που εφαρμόζεται σε ένα μεγάλο αριθμό ειδικευμένων εργασιών. Το σχέδιο προκαλεί έναν ορισμένο ενθουσιασμό και μεταφράζεται σε πολυάριθμες συλλογικές πρωτοβουλίες που καταλήγουν στη γένεση ενός νέου περιοδικού και έναν επανακαθορισμό των σχέσεων μεταξύ επαγγελματκον και ερασιτεχνών ιστορικών. Η μέριμνα για την «κατάργηση των διαχωρισμών» στην ιστορία οδηγεί τους οπαδούς της Alltagsgeschichte στην απόρριψη των συνόρων ανάμεσα σε επιστημονικό και πολιτικό κόσμο, ανάμεσα στην ιστορία, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Το κίνημα καταλήγει σε πράξεις αγωνιστικού χαρακτήρα που περιστρέφονται γύρω από όσα διακυβεύονται σε σχέση με τη μνήμη. Οργανώνονται διαδηλώσεις, γίνονται εκκλήσεις για τη μετονομασία των οδών, για την άσκηση κριτικής 1 στα σχέδια των μουσείων κ.λπ.
Κατά βάθος, η Alltagsgeschichte στηρίζεται στις ίδιες επιστημολογικές | αρχές με τη microstoria. Η προσοχή που επικεντρώνεται στη μελέτη του ; πλαισίου, εξηγεί γιατί το τοπικό πλαίσιο (χωριό, λαϊκή συνοικία) προτι- μάται σχεδόν πάντα. Η υπόθεση ότι οι «θεσμοί», οι «θεωρίες» και ό,τι προέρχεται από τα πάνω, καθιστούν ακατανόητες και παραμορφώνουν ; τις πραγματικότητες που προέρχονται «από τα κάτω», καταλήγει στο ν α ; θεωρεί ορθή μόνο τη μελέτη των μικρών γεγονότων της καθημερινής? ζωής. Ο στόχος είναι η ανασύσταση της συνοχής τους, αποφεύγονταζ ί την εξήγηση αυτών των γεγονότων και χειρονομιών με βάση δυνάμεις ή ; δομές εξωτερικές στον κόσμο των εν λόγω πρωταγωνιστών. Αυτό το διάβημα καταλήγει επίσης στην υπογράμμιση του γεγονότος ότι όλα τα
[ 1 7 8 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
άτομα, συμπεριλαμβανομένων των πλέον στερημένων, έχουν ένα «περιθώριο ελιγμού», μια αυτονομία (που ο Liidtke αποκαλεί Eigen-Sinn). Κάθε άτομο είναι, σε έναν ορισμένο βαθμό, ο δημιουργός της δικής του ιστορίας. Όπως η κοινωνική microstoria, η Alltagsgeschichte οδηγήθηκε έτσι να πριμοδοτήσει τη μελέτη των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα άτομα, με στόχο να αποδείξει ότι είναι τα ίδια, πάντοτε, παραγωγοί σημασιών. Τέλος, ξαναβρίσκουμε, στις δύο περιπτώσεις, την ίδια δυσπιστία απέναντι στην «επιστημονική» γλώσσα των κοινωνικών επιστημών. Αυτή «μη επαγγελματική μορφή» της ιστορίας συντελείται μέσω της αποδοχής της γλωσσικής διαφορετικότητας (η ταινία Shoah του Claude Lanzmann θεωρείται, έτσι, από τον Liidtke ένα παράδειγμα της ιστορίας του καθημερινού) και μέσω της αποκατάστασης της λογοτεχνικής γλώσσας και αφήγησης. Η τελευταία ομοιότητα ανάμεσα στη microstoria και την Alltagsgeschichte συνίσταται στον εκλεκτισμό του κινήματος. Αρκεί να διατρέξουμε το συλλογικό έργο που επιμελείται ο Alf Liidtke (1989) και παρουσιάζει «την ιστορία της καθημερινότητας» στο γαλλικό κοινό, για να διαπιστώσουμε την εξαιρετική ανομοιογένειά του. Οι εργασίες του Liidtke συγγενεύουν με την κοινωνιολογία της αλληλεπίδρασης, αυτές του Hans Medick με την ιστορική ανθρωπολογία. Ο Peter Schottler, σε ό,τι τον αφορά, παραμένει πιστός στη δομική προοπτική της προηγούμενης περιόδου, υπερασπιζόμενος τη μελέτη των νοοτροπιών ως ιστορία του «τρίτου επιπέδου». Οι άλλες συμβολές στο βιβλίο αποτε- λούν κυρίως μελέτες περιπτώσεων που απεικονίζουν τη σημαντική θέση την οποία κατέχει η προφορική ιστορία στην Alltagsgeschichte (βλέπε κυρίως το κείμενο του Lutz Niethammer).
M u l t ic u l t u r a l is m , G e n d e r και L in g u is t ic Tu r n ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
Οπως σημειώσαμε στην εισαγωγή, η ανάπτυξη των πανεπιστημίων κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση, σε σημαντικό βαθμό, του βάρους της αμερικανικής ιστορικής
έρευνας σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των ιστορικών που δουλεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, η διαφορετικότητα των ενδιαφερόντων τους, αλλά και η ακραία αποκέντρωση του πανεπι-
[ 1 7 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
στημιακοΰ συστήματος καθιστούν δυσκολότερη από αλλού κάθε προσπάθεια καταγραφής μιας «κατάστασης των πραγμάτων» της ιστορικής έρευνας σήμερα στη χώρα αυτή. Στο πρόσφατο έργο που επιμελήθηκαν ο Jean Heffer και ο Frangois Weil (1994) θα βρούμε μια πολύ πλούσια παρουσίαση των σημερινών «ερευνητικών δρόμων».
Τα θεμέλια της πανεπιστημιακής δημοκρατίας και οι αμφισβητήσεις της
Για να κατανοήσουμε την έκταση των αλλαγών που γνώρισε η αμερικανική ιστοριογραφική σκηνή μετά τη δεκαετία του 1960 (τουλάχιστον η κοινωνική ιστορία), πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, κατά τη διάρ
κεια ενός πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος, η αμερικανική πολιτική και πολιτιστική ζωή διαχειρίστηκε τη συναίνεση γύρω από τις δημοκρατικές αξίες και την υπεράσπιση του «αμερικανικού μοντέλου» σε ολόκληρο τον κόσμο. Η εθνική ενότητα συγκροτήθηκε προοδευτικά μέσω της συνένωσης των κοινοτήτων των μεταναστών που αρχικά ήταν πολύ διαχωρισμένες οι μεν από τις δε. Για το πρόβλημα που μας απασχολεί εδώ, η ελάχιστα αισθητή παρουσία του κράτους, συγκριτικά με την Ευρώπη, ευνόησε μια μορφή μετατροπής της ιστορίας σε επάγγελμα (πάντοτε σε ισχύ σήμερα), στον αντίποδα αυτής που γνώρισε η Γαλλία. Τα πανεπιστήμια μπορεί να θεωρηθούν πολλές μικρές αυτόνομες δημοκρατίες (που συχνά χρηματοδοτούνται από ιδιωτικούς πόρους), και στεγάζουν επιστήμες που ομαδοποιούνται σε τμήματα, συνδεόμενα μεταξύ τους μέσω επαγγελματικών συλλόγων (όπως ο AHA, ο American Historical Association, ο οποίος δημιουργήθηκε το 1884). Κάθε μέλος του ΑΗΑ συμμετέχει στην εκλογή των εκπροσώπων του, των οποίων η θη-, τεία είναι πολύ περιορισμένη χρονικά. Κάθε πανεπιστήμιο είναι ελεύθερο να προσλάβει τους καθηγητές-ερευνητές που επιθυμεί, οι σύλλογοι όμως διαχειρίζονται επίσης τα επαγγελματικά και πανεπιστημιακά προβλήματα της κοινότητας. Στο χώρο της ιστορίας, για παράδειγμα, ο ΑΗΑ εκδίδει την εφημερίδα Perspectives που προσφέρει πολυάριθμες πληροφορίες γύρω από τη ζωή της κοινότητας, δημοσιεύει την προκήρυξη των διαθέσιμων θέσεων στα πανεπιστήμια κ.λπ. Η καλύτερα προσαρμοσμένη στο σύστημα αυτό φιλοσοφία είναι ο πραγματισμός. Γεννημένη, και δεν είναι τυχαίο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η φιλοσοφία αυτή ορίζει την
[ 1 8 0 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
αλήθεια ως τη συμφωνία που επέρχεται ανάμεσα στους ερευνητές στο τέλος μιας διαδικασίας ελεύθερης συζήτησης.
Στο χώρο της ιστορίας, η αντίληψη αυτή της δημοκρατίας και της πνευματικής ζωής θα παραμείνει, λίγο πολύ, κυρίαρχη μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα αρχίσει να αμφισβητείται μετά τη δεκαετία του 1960, με την εμφάνιση των πρώτων μαρξιστών ιστορικών (οι περισσότεροι είναι ειδικοί της κοινωνικής ιστορίας), κυρίως όμως από το κίνημα των δικαιωμάτων του πολίτη (Civil Right Movement). Οι φυλετικές διακρίσεις που κυριαρχούσαν ακόμη την εποχή εκείνη, κυρίως στο Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών, απορρίπτονται από ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα που προωθούν οι οργανώσεις υπεράσπισης των δικαιωμάτων των Μαύρων (Afro-American, Αφροαμερικανών, σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία). Πολυάριθμοι μαύροι νέοι ιστορικοί συμμετέχουν στο κίνημα αυτό. Στο επίπεδο της έρευνας, η στράτευσή τους αυτή οδηγεί στην εγκατάλειψη της προοπτικής που ανέπτυξαν οι σπάνιοι μαύροι ιστορικοί της προηγούμενης περιόδου και στηριζόταν σε μια λογική αποκατάστασης (του τύπου: «οι Μαύροι δεν είναι τόσο κακοί όσο νομίζουν οι Λευκοί»). Για τη γενιά των δικαιωμάτων του πολίτη, προέχει ο στόχος της ενσωμάτωσης. Έτσι, οι ιστορικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από όσους αποτελούν μέρος της γενιάς αυτής, αποβλέπουν στην επανένταξη της μαύρης κοινότητας στην ιστορία του αμερικανικού λαού. Οι ιστορικοί αυτοί είναι ανάμεσα στους πρώτους που χρησιμοποιούν πηγές οι οποίες προέρχονται από το μαύρο πληθυσμό, προκειμένου να συμπληρώσουν τα επίσημα αρχεία. Η περιέργειά τους, επικεντρωμένη κατ’ αρχάς στη δουλεία και τις φυτείες του Νότου, διευρύνεται προοδευτικά σε άλλους χώρους, κυρίως στις μεγάλες πόλεις που βρίσκονται στα βορειοανατολικά (βλέπε, γύρω από το σημείο αυτό, Pap Ndiaye, στο J. Heffer και F. Weil, 1994).
Η Affirmative Action
αγώνας εναντίον των διακρίσεων, ο οποίος αρχικά οργανώνεταιαπό τους μαύρους αγωνιστές, θα διευρυνθεί προοδευτικά στις άλ
λες κατηγορίες που θεωρούν και αυτές ότι είναι θύματα, όπως οι Ινδιάνοι (Native American), οι κοινότητες των Ευρωπαίων μεταναστών και κυρίως οι γυναίκες. Με την παρακίνηση του Civil Right Movement ο φε
[ 181 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
μινισμός επανεμφανίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1961, ο Πρόεδρος Κένεντι δημιουργεί μια επιτροπή σχετικά με τη θέση των γυναικών, της οποίας τα συμπεράσματα καθιστούν φανερό ότι αυτές δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες. Στο πλαίσιο αυτό των αγώνων εναντίον των νομικών διακρίσεων, οι φεμινίστριες ιστορικοί αρχίζουν να αμφισβητούν, με τη σειρά τους, την υποεκπροσώπηση των γυναικών στο εσωτερικό του Συλλόγου των Αμερικανών Ιστορικών. Κατά τη διάρκεια όμως της περιόδου αυτής, κυριαρχεί πάντα η προοπτική της ενσωμάτω- σης. Το μείζον επιχείρημα των αγωνιστριών είναι ότι οι διακρίσεις αυτές πρέπει να καταργηθούν, προκειμένου τα επαγγελματικά ιδεώδη τα οποία ορίστηκαν από την κοινότητα των ιστορικών από τη σύστασή της (κυρίως το ιδεώδες της πρόσληψης που στηρίζεται στη βάση της αξιοκρατίας και των ικανοτήτων) να εφαρμοστούν πραγματικά. Οι συγκρούσεις αυτές καταλήγουν στον καθορισμό της πολιτικής της θετικής διάκρισης (Affirmative Action). Εκκινώντας από την αρχή ότι οι ανισότητες αυτές δεν θα καταργηθούν από μόνες τους, επιβάλλεται η ιδέα ότι σι δημόσιες αρχές πρέπει να παρέμβουν για να ανατρέψουν την πορεία των πραγμάτων, λαμβάνοντας μέτρα που αναβαθμίζουν αυτό που άλλοτε αποτελούσε μειονέκτημα. Στη διοίκηση, στα πανεπιστήμια και αλλού επίσης, υιοθετούνται «ποσοστώσεις» που στηρίζονται στο κριτήριο του φύλου, της φυλής, της εθνοτικής ταυτότητας. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη λογική αυτή, που έρχεται σε αντίθεση με το γαλλικό «οικουμενικό» πνεύμα, πρέπει να γνωρίζουμε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως κατά τις επαγγελματικές προσλήψεις, αποτελεί παράδοση η επίκληση κριτηρίων που δεν σχετίζονται καθόλου με την αξιοκρατία ή την ειδίκευση. Οι φοιτητές που είναι προικισμένοι για τα αθλήματα μπορούν έτσι να μπουν ευκολότερα στα μεγάλα πανεπιστήμια: Οι επιτυχίες τους θα έχουν αντίκτυπο στη φήμη ολόκληρου του θεσμού, πράγμα που θα επιτρέψει την προσέλκυση γενναιόδωρων δωρητών που τον βοηθούν να επιβιώνει. Οι δωρητές αυτοί είναι άλλωστε συχνά παλιοί φοιτητές του εν λόγω πανεπιστημίου. Για αυτό και τα παιδιά τους ευνοούνται και αυτά τη στιγμή των προσλήψεων.
[ 1 8 2 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
Η αμφισβήτηση της διαδικασίας ενσωμάτωσης
Η λογική αυτή της ενσωμάτωσης αμφισβητείται στο τέλος της δεκαετίας του 1960, όχι μόνο εξαιτίας του κινήματος του Μάη του ’68, αλλά για λόγους ιδιαίτερα αμερικανικούς, όπως κυρίως η επιδείνωση του
πολέμου του Βιετνάμ, η δολοφονία του Martin Luther King και οι σοβαρές εξεγέρσεις που πυροδοτούν τα μαύρα γκέτο. Οι πολιτικές αυτές εντάσεις εξηγούν την προοδευτική εγκατάλειψη της λογικής της ενσωμάτωσης προς όφελος μιας λογικής της διαφοράς που εξυμνεί τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων κοινοτήτων («Black is beautiful»). Ο Martin Luther King παραχώρησε τη θέση του στους Black Panthers. Στο εσωτερικό του ΑΗΑ, οι γυναίκες ιστορικοί αρχίζουν να αρθρώνουν ένα νέο λόγο. Το 1969, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας περίφημης συζήτησης που οργανώθηκε από τη «συντονιστική επιτροπή των γυναικών ιστορικών», αυτές απαιτούν από το σύλλογο να πάρει θέση σχετικά με το πρόβλημα της ισότητας των δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, αντί να οχυρώνεται πίσω από το μύθο της αντικειμενικότητας και της επαγγελματικής ουδετερότητας (βλέπε J. Scott, στο P. Burke, 1991). Από την αλλαγή αυτή της κατάστασης εξηγείται η ανάπτυξη πολυπολιτισμι- κών και κοινοτικών προοπτικών στην ιστορία. Λίγο πολύ παντού αναδύονται διεπιστημονικά ερευνητικά προγράμματα που επικεντρώνονται στη μελέτη ομάδων οι οποίες υφίστανται διακρίσεις, κυρίως οι Cultural studies και οι Women studies.
Σε ερευνητικό επίπεδο, η νέα αυτή περίοδος αντιστοιχεί σε αυτό που ονομάστηκε η «νέα κοινωνική ιστορία». Στραμμένη ολοένα και περισσότερο προς τη λογοτεχνία και την ανθρωπολογία (αλλά ολοένα και λιγό- τερο προς την κοινωνιολογία), ορίζει ως ουσιαστικό στόχο της την αναβάθμιση της ιδιαιτερότητας των κοινοτήτων που μελετά και την ανάδειξη του πλούτου που περιέχει η κουλτούρα τους κ.λπ. Η ιστορία της δουλείας ανανεώνεται έτσι χάρη στις εργασίες του μαρξιστή ιστορικού Eugene Genovese (1965), ο οποίος δείχνει ότι το πατερναλιστικό σύστημα που αναπτύχθηκε στις φυτείες άφηνε ένα περιθώριο ελευθερίας στους μαύρους δούλους που ο καπιταλισμός τούς στέρησε. Ο Herbert Gutman(1976), σε ό,τι τον αφορά, αναδεικνύει τα εκφραστικά μέσα της ίδιας της κουλτούρας του κόσμου των δούλων και πώς αυτοί, κινητοποιώντας αυτά τα εκφραστικά μέσα, κατάφεραν να «παρακάμψουν» ή τουλάχιστον να περιορίσουν την εκμετάλλευση της οποίας υπήρξαν θύματα. Σε μεθο
[ 183 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
δολογικό επίπεδο, είναι η μεγάλη εποχή της «προφορικής ιστορίας». Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι κοινωνιολόγοι της Σχολής του Σικάγου συγκέντρωσαν πολυάριθμες αφηγήσεις ζωής στο εσωτερικό της κοινότητας των Πολωνών. Τα πρώτα σχέδια που απέβλεπαν στη συγκέντρωση των αναμνήσεων των παλιών δούλων τέθηκαν σε εφαρμογή κατά τη δεκαετία του 1930. Το διάβημα όμως γνωρίζει μια σημαντική ανάπτυξη μετά τη δεκαετία του 1960. Η νέα αυτή κοινωνική ιστορία επιτρέπει επίσης ένα σημαντικό άλμα της ιστορίας των γυναικών, χάρη και εδώ στη μαζική προσφυγή στην προφορική ιστορία και στις «ιδιωτικές» πηγές (προσωπικά ημερολόγια, αλληλογραφία κ.λπ.).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η αμερικανική κοινωνία πέρασε σ’ ένα νέο στάδιο στη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και διαίρεσης. Ένας πρώτος απολογισμός μπορεί να γίνει σε ό,τι αφορά την πολιτική της Affirmative Action. Τα αποτελέσματα της εμφανίζονται αντιφατικά. Αν, σφαιρικά, οι γυναίκες και οι μετανάστες ευρωπαϊκής προέλευσης επωφελήθηκαν από αυτήν, η μαύρη κοινότητα εμφανίζεται εκ νέου ως η μεγάλη χαμένη. Στον τομέα των «ανθρωπιστικών επιστημών» (που στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκαλούμε οι «ανθρωπότητες»), οι Μαύροι αντιπροσωπεύουν το 3,8% όσων γίνονται δεκτοί στο doctorat, ενώ αποτελούν το 12% του συνολικού πληθυσμού (είναι αλήθεια ότι η υποαντιπροσώπευση αυτή εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι οι μαύροι που αποκτούν πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση επιλέγουν γενικά για το επαγγελματικό τους μέλλον πιο κερδοφόρους ή πιο σίγουρους κλάδους από τις «ανθρωπότητες»). Από τις ανισότητες αυτές εξηγούνται οι στερήσεις που αισθάνονται οι αποκλεισμένοι και η ανάπτυξη εντάσεων ανάμεσα σε κοινότητες. Ενώ δέκα χρόνια νωρίτερα όλες οι ομάδες βάδιζαν προς την ίδια κατεύθυνση, στο εξής βρίσκονται αντιμέτωπες. Η ίδια η λογική της Affirmative Action δημιούργησε ζητήματα πρωταρχικής σημασίας (που αφορούν την απόκτηση υποτροφιών, τις θέσεις απασχόλησης, τα ερευνητικά κονδύλια κ.λπ.). Όπως υπογραμμίζει ο Olivier Zunz (στο J. Heffer και F. Weil, 1994, σ. 444), «για τον καθένα η ιστορία του, επομένως για κάθε ομάδα ο ιστορικός της, μέχρις ότου η σύσταση του καθηγητικού σώματος να αντανακλά αυτήν των φοιτητών». Οι ανταγωνιστικοί αγώνες, όντας αυτό που είναι, νέες «κοινότητες» εμφανίζονται αδιάκοπα και αναδεικνύουν μορφές διακρίσεων άγνωστες μέχρι τώρα. Κυρίως αυτές των οποίων θύματα αποτελούν οι μειονότητες του φύλου. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι, προφανώς, να εκφέ
[ 1 8 4 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
ρουμε κρίσεις γύρω από το πραγματικό μέγεθος των διακρίσεων αυτών, αλλά να υπογραμμίσουμε τη μορφή της διεκδικητικής λογικής που η διαδικασία αυτή ενισχύει. Νέα έργα εμφανίζονται, όπως αυτό της Paula Giddings (1984), που θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι οι μαύρες γυναίκες διαδραματίζουν το ρόλο της «γυναίκας-άλλοθι» στα κείμενα που γράφονται από μαύρους συγγραφείς και το ρόλο του «μαύρου-άλλοθι» στα κείμενα που γράφονται από τις φεμινίστριες. Υπερασπίζεται το δικό της βιβλίο, δηλώνοντας ότι μόνο οι μαύρες γυναίκες μπορούν να μιλήσουν για τις μαύρες γυναίκες. Ακολουθώντας το συλλογισμό, μπορούμε επίσης προφανώς να δηλώσουμε ότι μόνο οι μαύρες ανάπηρες γυναίκες μπορούν να μιλήσουν για τις μαύρες ανάπηρες γυναίκες και ότι πρέπει και αυτή η ομάδα να εκπροσωπείται στο εσωτερικό του καθηγητικού σώματος ανάλογα προς την αριθμητική της βαρύτητα στην κοινωνία. Το παράδειγμα αυτό δείχνει καλά τη σχέση που εγκαθιδρύεται εδώ ανάμεσα στους πολιτικούς αγώνες και τις αλλαγές της ιστορικής έρευνας. Η προοπτική μιας συλλογικά επεξεργασμένης και οικουμενικής ιστορίας καταργείται προς χάρη μιας λογικής, όπου κάθε ομάδα ορίζει ως μόνο στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων, της μνήμης, της κοινότητας στην οποία ανήκει.
Η παρέκκλιση αυτή θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα από τους συντηρητικούς διανοουμένους που επιδίδονται, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε μια επιθετική πολεμική εναντίον «της νέας ορθοδοξίας που είναι της μόδας στις πανεπιστημιουπόλεις». Σύμφωνα με αυτούς, τα πανεπιστήμια μετατράπηκαν πράγματι σε εστίες μιας συστηματικής κριτικής της δυτικής κουλτούρας και των παραδοσιακών αξιών της αμερικανικής κοινωνίας, και σε προπύργια του «politically correct», μιας ιδεολογίας δηλαδή που παίρνει θέση και υπερασπίζεται τα συμφέροντα και τις αρχές των μαύρων, ομοφυλοφιλικών, φεμινιστικών κ.ά. κοινοτήτων. Η αντίδραση αυτή απόρριψης εξηγείται κατά μεγάλο μέρος από το γεγονός ότι η πλειονότητα των συντηρητικών ανήκουν στους κύκλους των WASP (White Anglo- Saxon Protestants), που είναι απόγονοι των πρώτων Ευρωπαίων μεταναστών, των οποίων τα προνόμια αμφισβητήθηκαν από την πολιτική της Affirmative Action. Παρά τις ανεπάρκειές της, η πολιτική αυτή επέτρεψε, πράγματι, σε ορισμένα μέλη ομάδων που άλλοτε υφίσταντο διακρίσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε σημαντικές θέσεις, εις βάρος αυτών οι οποίοι είχαν προηγουμένως το μονοπώλιο. Οι πολεμικές σχετικά με τα ζητήματα αυτά, που δεν σταμάτησαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, απεικο
[ 185 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
νίζουν την όξυνση των εντάσεων που διαπερνούν σήμερα την αμερικανική κοινωνία (σχετικά με όλο αυτό το θέμα, βλέπε Ε. Fassin, 1993).
Τα αποτελέσματα των ανατροπών αυτών στην ιστορική έρευνα: Το παράδειγμα της «gender history»
Τ ις αλλαγές αυτές που εδώ και τριάντα χρόνια γνώρισε ο αμερικανικός πανεπιστημιακός κόσμος, πρέπει πάντα να τις έχουμε κατά νου,
αν θέλουμε να κατανοήσουμε τους νέους προσανατολισμούς που προ- σέλαβε η ιστοριογραφία της χώρας αυτής. Το αμερικανικό παράδειγμα αναμφίβολα δείχνει περισσότερο καθαρά πόσο η έρευνα στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας εξαρτάται από τις αναταράξεις της πολιτικής ζωής. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι, ακόμη και σε αυτή την ακραία περίπτωση, ιστορική γνώση και πολιτική δράση συγχέονται πλήρως. Ακόμη και αν η παλιά αντίληψη της αντικειμενικότητας αμφισβητήθηκε βίαια, οι άνδρες και γυναίκες ιστορικοί που ανήκουν στα ρεύματα αυτά υποχρεώθηκαν, προκειμένου οι εργασίες τους να ληφθούν υπόψη και να μπορέσουν επίσης «να κάνουν καριέρα», να σεβαστούν τα ισχύοντα επιστημονικά κριτήρια (σκιαγράφηση αποδείξεων στη βάση επιχειρημάτων, συγκέντρωση υλικού κ.λπ.). Παρόμοια, οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις έπρεπε να μετατραπούν σε διαφορετικές ερευνητικές απόψεις, προκειμένου να γίνουν αποδεκτές ως νόμιμα αντικείμενα συζήτησης. Για να απεικονίσω το σημείο αυτό, θα αναφέρω το παράδειγμα των πολυάριθμων αντιπαραθέσεων που προκάλεσε, ακόμη και στο εσωτερικό της φεμινιστικής ιστοριογραφίας, η έννοια του «φύλου».
Σήμερα, η πλειονότητα των φεμινιστριών ιστορικών συμφωνεί στη θεώρηση των σχέσεων ανδρών και γυναικών ως αποτελέσματος πάντα του συσχετισμού δυνάμεων. Το να δηλώνει κανείς ότι τα δύο φύλα μπορούν, ορισμένες φορές, να έχουν κοινά συμφέροντα ή ότι η ανδρική κυριαρχία είναι συχνά δευτερεύουσα σε σχέση με άλλες μορφές κυριαρχίας (ταξικής κυρίως), εμφανίζεται ως μια απαράδεκτη παραχώρηση στην κυρίαρχη άποψη (αυτή των ανδρών). Για το λόγο αυτόν, το μεγαλύτερο μέρος των ιστορικών ερευνών που αφορούν τις γυναίκες, έχουν στόχο να φωτίσουν τις μορφές κυριαρχίας που αυτές υπέστησαν από την αρχή της ανθρωπότητας. Ωστόσο στο εσωτερικό της κίνησης αυτής αντιπα- ρατίθενται σήμερα δύο τάσεις.
[ 186 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
Η πρώτη αποδίδει προνομιακή θέση στις εμπειρίες της βιωμένης από τις γυναίκες κυριαρχίας. Οι οπαδοί της επεκτείνουν τη «νέα κοινωνική ιστορία» που αναφέραμε παραπάνω και το έργο του «πατέρα θεμελιωτή» Edward P. Thompson. Αυτοί/αυτές εξετάζουν με διεισδυτικό τρόπο τις διάφορες όψεις της καθημερινότητας των γυναικών: στην οικιακή σφαίρα, την εργασία, το δρόμο κ.λπ., για να δείξουν πώς η ανδρική κυριαρχία ενισχύει σταθερά τις άλλες μορφές κυριαρχίας (ταξική, φυλετική κ.λπ.). Στην προοπτική αυτή, μόνο οι εμπειρίες των γυναικών συνέβαλαν στη δημιουργία μιας γυναικείας «συνείδησης», χάρη στην οποία το φεμινιστικό κίνημα μπόρεσε να αναπτυχθεί. Στη διδακτορική της διατριβή, για παράδειγμα, η Laura Downs (1995) συγκρίνει την κατάσταση των εργατριών μεταλλουργίας στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία από το 1914 μέχρι το 1939. Δείχνει πώς η εργοδοσία στηρίχτηκε στην ανδρική κυριαρχία στην ιδιωτική σφαίρα για να αυξήσει την επιρροή της στο σύνολο του εργατικού κόσμου και να επιβάλει, τελικά, τον «εξορθο- λογισμό» της εργασίας.
Αυτός ο τρόπος αντίληψης της ιστορίας των γυναικών καταπολεμή- θηκε με σφοδρότητα, εδώ και μία δεκαετία, από τις ιστορικούς οι οποίες εκτιμούν ότι η σημασία που αποδίδεται στη «βιωμένη εμπειρία», ενισχύει την ιδέα ότι η κατηγορία «γυναίκα» είναι μια φυσική, αιώνια κατηγορία. Πιστεύοντας ότι καταγγέλλει την ανδρική καταπίεση, η κοινωνική ιστορία των γυναικών δεν κάνει άλλο από το να την εδραιώνει, υιοθετώντας έναν ορισμό «τής» γυναίκας, που οι άνδρες επέβαλαν ως προφανή. Εκκινώντας από αυτή τη θεμελιακή κριτική αναπτύχθηκε η έννοια του «gender» (φύλου). Μία από τις βασικές πρωτεργάτριες του ρεύματος αυτού είναι η ιστορικός Joan Scott (1988), και αυτή ειδική της γαλλικής ιστορίας. Έντονα στρατευμένη στη «νέα κοινωνική ιστορία» στην αρχή της καριέρας της, η Joan Scott απαρνήθηκε προοδευτικά την προοπτική αυτή προς χάρη μιας λεγάμενης «μεταδομικής» προσέγγισης. Πράγματι, οι οπαδοί της gender history επεκτείνουν τις κριτικές που απευθύνθηκαν στον Edward P. Thompson από τους Άγγλους μαρξιστές, οι οποίοι επηρεάστηκαν από τη δομική ανάγνωση του Louis Althusser που αναφέραμε ήδη εδώ. Παρόλο που η προσφυγή στο μαρξισμό εγκαταλείφθηκε προοδευτικά προς χάρη της γλωσσολογίας (θα επανέλθω σ’ αυτό), το βασικό επιχείρημα παραμένει το ίδιο. Αποδίδοντας προνομιακή θέση στην «εμπειρία», το «βίωμα», οι κοινωνικοί ιστορικοί σφάλλουν λόγω «εμπειρισμού». Πιστεύουν ότι μπορούμε να προσεγγίσουμε άμεσα την
[ 1 8 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
πραγματικότητα του παρελθόντος, ενώ δεν μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτήν παρά μόνο μέσω κειμένων που μας κληροδότησαν οι άνθρωποι του παρελθόντος και μέσω των δικών μας κατηγοριών σκέψης, της δικής μας γλώσσας. Αν στη Γαλλία θεωρούμε γενικά ότι οι στρουκτουραλιστές φιλόσοφοι έφεραν στη μόδα, τη δεκαετία του 1960, την καντιανή αυτή προοπτική σχετικά με τη γνώση, οι Αγγλοαμερικανοί ιστορικοί βλέπουν σε αυτήν μια ανακάλυψη των «μεταστρουκτουραλι- στών» φιλοσόφων, κατηγορία στην οποία περιλαμβάνουν συγγραφείς τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όπως ο Michel Foucault, ο Jacques Derrida, ο Jacques Ranciere, o Michel de Certeau κ.ά.
Οι διαμάχες αυτές σχετικά με τη νομιμότητα των φιλοσοφικών αναφορών (που υποδηλώνουν ταυτόχρονα την προσχώρηση σε ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα) είναι δευτερεύουσες. Το σημαντικότερο είναι να υπογραμμίσουμε ότι οι ιστορικοί του gender κατάφεραν να εισαγάγουν τη θεωρητική τους προοπτική στην εμπειρική ιστορική έρευνα, προκαλώντας έτσι μια ολόκληρη σειρά νέων ερευνών στην ιστορία των γυναικών. Αν ο όρος «φύλο» προτιμήθηκε από αυτόν της «γυναίκας», είναι για να δοθεί έμφαση στο ζήτημα της διαφοράς των φύλων, αποδίδοντας προνομιακή θέση στις σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, δεδομένου ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε τους μεν παρά μόνο σε σχέση με τις δε και αντιστρόφως. Οι γυναίκες ιστορικοί του gender σκέφτονται ότι η προσέγγισή τους επιλύει τα προβλήματα στα οποία προ- σέκρουσε η φεμινιστική ιστοριογραφία. Αντί του πολλαπλασιασμού των μελετών των περιπτώσεων και της επιδείνωσης της διάσπασης του φεμινιστικού κινήματος, η gender history εγκωμιάζει τη «γενεαλογική μέθοδο» που επεξεργάστηκε ο Michel Foucault, για να δείξουν πώς οι αναπαραστάσεις των ανδρών και γυναικών οι οποίες κυριαρχούν σήμερα, μακριά από το να είναι «φυσικές», επιβλήθηκαν προοδευτικά στις γυναίκες από τους κυρίαρχους. Οι αναφορές στη φιλοσοφία της «αποδό- μησης» του Jacques Derrida χρησιμοποιούνται για να υπογραμμιστεί η ιδέα ότι δεν υπάρχει «αληθινός», «αντικειμενικός» ορισμός της γυναίκας (ή του άνδρα), γιατί η έννοια των κατηγοριών ταυτότητας (όπως το φύλο) δεν μπορεί ποτέ να καθοριστεί μια φορά για πάντα. Για το λόγο αυτόν το ζήτημα του ορισμού των κατηγοριών αυτών αποτελεί ένα ουσιαστικό ζήτημα των διανοητικών και πολιτικών αγώνων που πρέπει να αναλάβει το φεμινιστικό κίνημα.
Σε τελευταία ανάλυση, όπως βλέπουμε, η gender history καταλήγει
[ 1 8 8 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
στην αμφισβήτηση του συνηθισμένου ορισμού της ιστορικής αντικειμενικότητας και της αλήθειας. Δεδομένου ότι αυτές οι έννοιες υπήρξαν αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο της κυριαρχίας των ανδρών πάνω στις γυναίκες, δεν είναι ουδέτερες. Πίσω από το πρόσχημα της επιστημονικής αντικειμενικότητας, διαδίδουν την ανδρική άποψη του κόσμου. Οι φεμινίστριες δεν δυσκολεύονται άλλωστε να βρουν πολυάριθμα παραδείγματα, στο επίπεδο της ίδιας της γλώσσας, που επιβεβαιώνουν τις απόψεις τους. Όπως ο καθένας γνωρίζει, πράγματι, ένας πολύ μεγάλος αριθμός λέξεων δεν έχουν θηλυκό. Μπορούμε να πούμε, στα γαλλικά, «η εργάτρια» ή «η χωρική», άλλα όχι «η professeuse» (καθηγήτρια), «η medecine» («γιατρίνα») ή «η ingenieure» («μηχανικίνα»). Το αμερικανικό φεμινιστικό ρεύμα βλέπει ως ύστατη απόδειξη του ανδρικού αυτού δρόμου της ιστορίας στο γεγονός ότι η επιστήμη μας αποκαλείται στα αγγλικά: history («his story»: «η ιστορία του»). Για το λόγο αυτόν υπερασπίζεται την ανάπτυξη μιας «herstory». Η προοπτική αυτή τέθηκε πρόσφατα σε εφαρμογή στο τελευταίο έργο της Joan Scott (1996), που προτείνει να φωτιστεί εκ νέου η ιστορία του φεμινισμού στη Γαλλία. Ο στόχος δεν είναι να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις που έχουμε σχετικά με το κίνημα αυτό, αλλά να το κατανοήσουμε ως ένα παράδοξο που απεικονίζει, για την Joan Scott, τις θέσεις του Jacques Derrida σχετικά με το «μη οριστικό» χαρακτήρα της γνώσης. Εξετάζοντας τις μεγάλες μορφές του γαλλικού φεμινισμού από την εποχή της Επανάστασης (Olympe de Gouges) μέχρι τον 20ό αιώνα (Madeleine Pelletier), αναδεικνύει το γεγονός ότι ο φεμινισμός αναπτύχθηκε ως μια διαμαρτυρία εναντίον του πολιτικού αποκλεισμού, του οποίου θύματα υπήρξαν οι γυναίκες, με στόχο την κατάργηση των διακρίσεων που στηρίζονται στο φύλο. Για να μπορέσει όμως να αναπτύξει τον αγώνα του, υπογραμμίζει η Joan Scott, το φεμινιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να πράξει διαφορετικά από το να υιοθετήσει τις κατηγορίες του φύλου (άνδρας - γυναίκα) που προέρχονται από την ανδρική κυριαρχία. Με τον τρόπο αυτόν ενισχύθηκαν οι διαφορές τις οποίες οι αγωνίστριες αυτές ήθελαν να καταργήσουν.
[ 1 8 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Σχετικά με τη «linguistic turn»
Στο έργο που ανέφερα παραπάνω, η Joan Scott αναπτύσσει την ιδέα ότι όλοι όσοι αγωνίζονται πολιτικά για την αλλαγή της κοινωνίας
χρησιμοποιούν αναγκαστικά τα εργαλεία που επεξεργάστηκαν αυτοί εναντίον των οποίων μάχονται και ότι, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, συμβάλλουν στη διαιώνιση των εργαλείων αυτών. Η υπόθεση αυτή δεν είναι καινούρια. Εφαρμόστηκε κυρίως από τους ανθρωπολόγους που έδειξαν ότι τη στιγμή της αποαποικιοποίησης, οι αγωνιστές που μάχονταν για την ανεξαρτησία, διεκδίκησαν το δικαίωμα των αποικιών στην εθνική κυριαρχία, υιοθετώντας τις ιστορικές αναπαραστάσεις που επιβλήθηκαν από την αποικιοκρατική διοίκηση κατά τις προηγούμενες δεκαετίες (βλέπε κυρίως J.-L. Amselle, 1985). Αν, στο σημερινό αμερικανικό πλαίσιο, το ζήτημα αυτό αναδεικνύεται κατά κάποιον τρόπο, είναι γιατί εγγράφεται σε ένα κίνημα ανακάλυψης εκ νέου της σημασίας της γλώσσας στην ιστορία. Όπως προσπάθησα να δείξω (G. Noiriel, 1996, ό.π.), η έκφραση «linguistic turn» δεν ορίζει μόνο το σύνολο των ιστορικών εργασιών που ενδιαφέρονται για την ιστορία της γλώσσας ή του λόγου. Το ενδιαφέρον των ιστορικών για τα ζητήματα αυτά είναι πολύ παλιό για να μπορούμε να μιλάμε για «στροφή».
Το ρεύμα της «linguistic turn» συγκεντρώνει τους ερευνητές που θεωρούν ότι κάθε ιστορική έρευνα πρέπει να ενδιαφέρεται απαραίτητα για τη γλώσσα, την «κειμενικότητα» ή το λόγο. Δικαιολογούν την προσταγή αυτή με επιστημολογικά επιχειρήματα: Δεδομένου ότι ο ιστορικός δουλεύει πάνω σε κείμενα, ότι η πραγματικότητα που αναλύει δεν είναι προ- σβάσιμη παρά μόνο μέσω της γλώσσας, ακόμη και όταν πιστεύει ότι απέκτησε πρόσβαση στην πραγματικότητα του παρελθόντος, δεν αντιλαμβάνεται πρακτικά παρά μόνο τη λεκτική της αναπαράσταση. Λίγό ως πολύ διατυπωμένη ρητά, η προϋπόθεση αυτή είναι παρούσα σε πολυάριθμες εργασίες. Στη Μεγάλη Βρετανία, οι νέοι ιστορικοί οπαδοί του Althusser της δεκαετίας του 1970 εγκατέλειψαν το μαρξισμό, ενώ εξακολουθούσαν να ασκούν κριτική στον «εμπειρισμό» των συναδέλφων τους, τους οποίους κατηγορούσαν ότι δεν ενδιαφέρονταν αρκετά για τη γλώσσα. Ο Gareth Stedman Jones (1983) πρότεινε, έτσι, μια νέα ερμηνεία της ιστορίας των Άγγλων εργατών των αρχών του 19ου αιώνα, που επιμένει όχι πια στην ταξική εμπειρία, αλλά στις ταξικές γλώσσες. Το έργο του William Sewell (1983) εγγράφεται σε μια αρκετά παρόμοια προοπτι
[ 190 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
κή, που σέβεται όμως περισσότερο τον πλουραλισμό των απόψεων. Στη Γερμανία, η Alltagsgeschichte -στην «ερμηνευτική» της εκδοχή που προτείνει ο Hans Medick σε κάθε περίπτωση- ενσωμάτωσε επίσης τη μέριμνα αυτή, στηριζόμενη στις εργασίες του Αμερικανού ανθρωπολόγου Clifford Geertz (1973). Αυτός ο τελευταίος θεωρεί ότι ο ανθρωπολόγος «προδίδει» πάντοτε κατά κάποιον τρόπο την κουλτούρα των κοινοτήτων που μελετά, από το ίδιο το γεγονός ότι δεν προέρχεται ο ίδιος από αυτές. Το μόνο μέσο για να μετριαστεί αυτό το χάσμα, είναι η εφαρμογή της μεθόδου που αποκαλεί «thick description» («πυκνή περιγραφή») που συνίσταται στο να εισχωρήσει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερο στον υπό μελέτη χώρο για να τον περιγράψει από το «εσωτερικό». Αυτό οδηγεί τον Clifford Geertz και τους οπαδούς του ιστορικούς να δηλώνουν ότι πρέπει να μελετάμε την κοινωνία «ως ένα κείμενο». Ξαναβρίσκουμε τη γοητεία αυτή του λόγου όταν εξετάζουμε τις εργασίες που επικαλούνται τη «νέα πολιτισμική ιστορία». Η επιρροή του Michel Foucault φαίνεται εδώ να έχει παίξει καθοριστικό ρόλο, κυρίως η έννοια της «πρακτικής του λόγου» (έννοια που ο Foucault επεξεργάστηκε στα έργα της νεότητάς του, όταν ήταν ακόμη «στρουκτουραλιστής»). Και εδώ, μπορούμε να πούμε ότι το ενδιαφέρον για το λόγο επέτρεψε τον επαναπρο- σανατολισμό της περιέργειας των ιστορικών και την προσφορά νέων μορφών διεπιστημονικού χαρακτήρα. Η Lynn Hunt (1992) μπόρεσε έτσι να προτείνει μια νέα προσέγγιση της Γαλλικής Επανάστασης που αποδίδει προνομιακή θέση στις εικονογραφικές και λογοτεχνικές πηγές, για να δείξει πώς οι δανεισμένες από την ψυχανάλυση έννοιες (η φροϋδική έννοια του «οικογενειακού μυθιστορήματος») μπορούν να συμβάλουν στην επεξήγηση των επαναστατικών πολιτικών αλλαγών. Στις πλέον όμως ριζικές μορφές της, η νέα πολιτισμική ιστορία καταλήγει, και αυτή, στη δήλωση ότι μόνο η ιστορία της γλώσσας, του λόγου, των κειμένων είναι πραγματικά νόμιμη. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ την ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή της λογοτεχνικής κριτικής και κυρίως των έργων του Hayden White (1987) στους Αμερικανούς ιστορικούς. Στο τέλος μιας μελέτης σχετικά με το έργο πολλών ιστορικών του 19ου αιώνα, δηλώνει ότι ο ιστορικός λόγος παραμένει δέσμιος του κόσμου της αφήγησης. Η ιστορία δεν αποτελεί λοιπόν έναν επιστημονικό κλάδο, όπως ισχυρίζεται μερικές φορές, άλλα ένα λογοτεχνικό είδος, επειδή δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον πραγματικό λόγο (που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την πραγματικότητα) και το φανταστικό λόγο. Στους αναγνώστες του παρόντος
[ 191 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
βιβλίου που είναι ακόμη φοιτητές, δεν θα ήταν ίσως άσκοπο να υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται εδώ για μια θέση η οποία αναπτύχθηκε ευρύτατα στη Γαλλία από τον Roland Barthes τη δεκαετία του 1960 για την απο- δυνάμωση των κοινωνικών επιστημών. Το να δηλώνει κανείς ότι οι ιστορικοί επεξεργάζονται δημιουργήματα της φαντασίας ή φανταστικές αφηγήσεις, είναι σαν να υιοθετεί μια «σχετικιστική» θέση που δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει σοβαρά μέχρι τέλους, εκτός αν θεωρεί, για παράδειγμα, ότι οι ιστορικές εργασίες που αφορούν το ναζισμό και τους θαλάμους αερίων αποτελούν και αυτές «δημιουργήματα της φαντασίας». Βλέπουμε το όφελος που μπορεί να προκύψει για τους «αναθεωρητές» ιστορικούς που αρνούνται την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος. Όσο μου φαίνεται δικαιολογημένο να επιμένουμε στο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν για την ιστορική έρευνα οι εργασίες γύρω από τη γλώσσα, τους λόγους, τις αναπαραστάσεις, τόσο μου φαίνεται εσφαλμένο (και ακόμη επικίνδυνο) να προσπαθήσουμε να δικαιολογήσουμε τον προσανατολισμό αυτόν χρησιμοποιώντας επιστημολογικά (δηλαδή φιλοσοφικά) επιχειρήματα. Το γεγονός ότι δεν έχουμε πρόσβαση στην πραγματικότητα παρά μόνο μέσω της γλώσσας, δεν επιτρέπει σε καμιά περίπτωση να δηλώνουμε ότι δεν πρέπει να μελετάμε παρά μόνο τη γλώσσα. Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, όχι μόνο οι ανθρωπιστικές (ή κοινωνικές) επιστήμες δεν θα είχαν πλέον λόγο ύπαρξης, αλλά και οι ίδιες οι φυσικές επιστήμες, επειδή και αυτές δεν έχουν πρόσβαση στην πραγματικότητα, παρά μόνο μέσω μιας γλώσσας, ακόμη και αν αυτή είναι σχηματοποιημένη.
Τ 6 Κ Μ Η Ρ Ι Ο
Η «τάξη» ως κοινωνική κατασκευή
0 τίτλος του βιβλίου αυτού είναι αδόκιμος, έχει όμως το προσόν ότι είναι κατάλληλος. Η λέξη «σχηματισμός» (making) δηλώνει ότι το αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι μια ενεργός διαδικασία, στην οποία λαμβάνουν μέρος τόσο οι πρωταγωνιστές όσο και οι συνθήκες. Η εργατική τάξη δεν εμφανίστηκε όπως ο ήλιος μια δεδομένη στιγμή. Συμμετείχε στην ίδια τη διαδικασία σχηματισμού της.
[ 1 9 2 ]
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
Θα μιλήσουμε για τάξη, και όχι για τάξεις, γιατί αυτό είναι το αντικείμενο μελέτης του βιβλίου αυτού. Υπάρχει, φυσικά, μια διαφορά. Η έκφραση «εργατικές τάξεις» είναι περιγραφική και όσο παρακάμπτει τόσο ορίζει. 0 όρος αυτός καθορίζει, με τρόπο κάπως αυστηρό, ένα σύνολο ξεχωριστών φαινομένων. Βρίσκουμε ράφτες εδώ, υφαντουργούς εκεί, και μαζί συνθέτουν τις εργατικές τάξεις.
Με τον όρο τάξη εννοώ ένα ιστορικό φαινόμενο, που ενοποιεί διάσπαρτα και χωρίς εμφανή σύνδεση γεγονότα, τόσο μέσα στην αντικειμενικότητα της εμπειρίας όσο και μέσα στη συνείδηση. Επιμένω σχετικά με τον ιστορικό χαρακτήρα του φαινομένου. Δεν αντιλαμβάνομαι την τάξη ούτε ως «δομή» ούτε ακόμη ως «κατηγορία», αλλά ως κάτι που συμβαίνει πραγματικά -και που, μπορούμε να το δείξουμε, συνέβη- στις ανθρώπινες σχέσεις.
Επιπλέον, η έννοια της τάξης προϋποθέτει αυτήν της ιστορικής σχέσης. Όπως κάθε άλλη σχέση, αποτελεί ένα δυναμικό φαινόμενο που διαφεύγει από την ανάλυση τη στιγμή που προσπαθούμε να το ακινητοποιήσουμε σε μια ιδιαίτερη στιγμή για να εξαγάγουμε τις συνιστώσες του. Η πλέον λεπτή κοινωνιολογική ανάλυση δεν θα μπορούσε νάαναδείξει ένα καθαρό μοντέλο τάξης, πολύ περισσότερο από ένα καθαρό μοντέλο σεβασμού ή αγάπης. Η σχέση αυτή πρέπει πάντοτε να ενσαρκώνεται μέσα στους πραγματικούς ανθρώπους και σε ένα πλαίσιο. Ακόμη, δεν μπορούμε να έχουμε δύο διαφορετικές τάξεις, που η καθεμιά να έχει μια ανεξάρτητη ύπαρξη, που θέτουμε κατόπιν σε σχέση τη μία με την άλλη. 0 έρωτας δεν είναι νοητός χωρίς εραστές, ούτε ο σεβασμός χωρίς squires και χωρικούς. Μπορούμε να μιλάμε για τάξη όταν οι άνθρωποι, κατόπιν κοινών εμπειριών (που μοιράζονται ή κληρονομούν), αντιλαμβάνονται και αρθρώνουν τα συμφέροντά τους από κοινού και σε αντίθεση με άλλους ανθρώπους, των οποίων τα συμφέροντα διαφέρουν από τα δικά τους (και, γενικά, αντιτίθενται σε αυτά). Η ταξική εμπειρία καθορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τις σχέσεις παραγωγής στις οποίες η γέννηση ή οι περιστάσεις τοποθέτησαν τους ανθρώπους. Η ταξική συνείδηση αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο οι εμπειρίες αυτές μεταφράζονται σε πολιτιστικούς όρους και ενσαρκώνονται στις παραδόσεις, τα συστήματα αξιών, τις ιδέες και τις θεσμικές μορφές. Αντίθετα με την ταξική εμπειρία, η ταξική συνείδηση δεν είναι καθορισμένη. Μπορούμε ασφαλώς να διακρίνουμε μια λογική στις αντιδράσεις ομάδων ανθρώπων με παραπλήσια επαγγέλματα απέναντι σε παρόμοιες εμπειρίες, αλλά δεν μπορούμε να διατυπώσουμε νόμο. Η ταξική συνείδηση γεννιέται με τον ίδιο τρόπο σε διαφορετικούς τόπους και εποχές, αλλά ποτέ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Πολύ συχνά στις μέρες μας έχουμε την τάση να βλέπουμε στην τάξη ένα πράγμα. Δεν πρόκειται για την έννοια της λέξης τάξη, όπως ο Μαρξ τη χρησιμοποίησε στα ιστορικά του έργα, και ωστόσο αυτή την εσφαλμένη αποδοχή
13 [193 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
βρίσκουμε σε πολυάριθμες πρόσφατες «μαρξιστικές» μελέτες. Αποδίδουμε στην «εργατική τάξη» μια πραγματική ύπαρξη, που σχεδόν ορίζεται με μαθηματικούς όρους: ένας ορισμένος αριθμός ανθρώπων που κατέχουν μια ορισμένη θέση σε σχέση με τα μέσα παραγωγής. Από τη στιγμή που γίνεται δεκτό αυτό το αξίωμα, είναι δυνατόν να συναγάγουμε την ταξική συνείδηση που «αυτή» η εργατική τάξη θα έπρεπε να έχει (αλλά κατέχει πραγματικά σπάνια) αν «αυτή» είχε μια επακριβή συνείδηση της πραγματικής της κατάστασης και των συμφερόντων της. Υπάρχει ένα εποικοδόμημα, μέσω του οποίου η συνείδηση αυτή εμφανίζεται κάτω από αναποτελεσματικές μορφές. Οι πολιτισμικές αυτές «καθυστερήσεις» και παραμορφώσεις είναι ενοχλητικές, και είναι εύκολο να καταλήξουμε, ξεκινώντας από εδώ, σε μια θεωρία υποκατάστασης: το κόμμα, η αίρεση ή ο θεωρητικός που αναδεικνύουν την ταξική συνείδηση όχι όπως είναι, αλλά όπως θα έπρεπε να είναι.
Ένα ανάλογο σφάλμα γίνεται από την άλλη πλευρά του ιδεολογικού φάσματος. Το σφάλμα αυτό, κατά κάποιον τρόπο, είναι το ακριβώς αντίθετο του προηγουμένου. Επειδή είναι εύκολο να απορρίψουμε τη στοιχειώδη έννοια της τάξης που αποδίδεται στον Μαρξ, από αυτό συνάγουμε ότι κάθε έννοια τάξης δεν αποτελεί παρά μια θεωρητική κατασκευή που επιβάλλεται πάνω στην ; πραγματικότητα. Αρνούμαστε την ίδια την ύπαρξη τάξεων. Κατά έναν άλλον ■ τρόπο, και μέσω μιας περίεργης επανόδου, περνάμε από μια δυναμική σε μια στατική άποψη. Η εργατική τάξη ασφαλώς υπάρχει, και μπορούμε να την ορίσουμε με μια ορισμένη ακρίβεια ως μία συνιστώσα της κοινωνικής δομής. Η i ταξική συνείδηση όμως είναι ένα ολέθριο πράγμα, επινοημένο από σαστισμένους διανοούμενους. Η άποψη αυτή συμφέρει γιατί καταγγέλλει ως «σύμπτωμα αδικαιολόγητης αταξίας» όλα αυτά που διαταράσσουν την αρμονική συνύ- / παρξη των ομάδων, οι οποίες παίζουν διαφορετικούς «κοινωνικούς ρόλους» ,ϊ και παρεμποδίζουν έτσι την οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με την αντίληψη j αυτή, μπορεί να βρεθεί καλύτερος τρόπος για να οδηγηθεί η εργατική τάξη στην αποδοχή του κοινωνικού της ρόλου και να «χειραγωγηθεί» η δυσαρέ- ' σκειά της. j-
Είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε με τέτοιους όρους αν θυμόμαστε ότι η τά- ί ξη αποτελεί μια σχέση και όχι ένα πράγμα. Δεν υπάρχει ούτε για να έχει ένα ; συμφέρον και μια αφηρημένη συνείδηση ούτε για να ξαναβρεθεί στον πάγκο του κατασκευαστή. j
E d w a r d P. T h o m p s o n , L a formation de la classe ouvriere anglaise (απόσπασμα από τον πρόλογο), μτφρ. G. Dauve, Μ. Golaszewrski, Μ.-Ν. Thibault, Hautes Etudes-Gallimard-Le S e u il, 1988, σσ. 13-14 (1η έκδ. 1963).
[ 194 ]
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 5
Οι μεταμορφώσεις της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας
Η οικονομική και κοινωνική ιστορία «διασπάστηκε» εδώ και δύο δεκαετίες σε πληθώρα τομέων που λίγο πολύ αρθρώνονται οι μεν με τους δε. Πέρα από όλα αυτά που τους χωρίζουν, τα νέα αυτά ρεύματα της σύγχρονης ιστορίας έχουν κοινό σημείο την απόρριψη της μορφής της ολικής ιστορίας που υπερασπιζόταν τα Annales (Economies-Sociites-Cimlisations), προκειμένου να διεκδική- σουν την αυτονομία τους. Σε μεθοδολογικό επίπεδο, η σειράική ιστορία και η μακροϊστορική προσέγγιση εγκαταλείφθηκαν προς χάρη της προσωπογραφίας και της μικροϊστορίας. Τρεις ερευνητικοί πόλοι είναι σήμερα ιδιαίτερα ενεργοί: η οικονομική ιστορία που επικεντρώνεται εκ νέου στη μελέτη των επιχειρήσεων, η κοινωνική ιστορία που ευνοεί τη μελέτη μικρών ομάδων και η πολιτισμική ιστορία που ανοίγεται στην ιστορία των επιστημών.
Ενας μεγάλος αριθμός άρθρων και έργων που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια διέγνωσαν μια «κρίση» της ιστορίας. Χωρίς να προχωρήσουμε εδώ στη συζήτηση σχετικά με τη φύση και την έκταση της δυσφορίας αυτής (βλέπε G. Noiriel, 1996, ό.π.), εί
ναι αναγκαίο να διαπιστώσουμε ότι η οικονομική και κοινωνική ιστορία που θριάμβευσε κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1970 δεν έχει πια καμιά απήχηση σήμερα. Από τα ερείπιά της, αναδύονται άλλες προσεγγίσεις που το παρόν και το επόμενο κεφάλαιο έχουν σκοπό να παρουσιάσουν. Αν εξέτασα χωριστά, από τη μία την οικονομική και κοινωνική ιστορία και από την άλλη την πολιτική ιστορία, είναι μονάχα για λόγους παιδαγωγικούς. Όπως θα δούμε πράγματι, η διάκριση αυτή αμφισβητεί- τ«ι σήμερα έντονα. Αλλά πριν εισέλθω στις λεπτομέρειες της ανάλυσης,
[ 1 9 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
είναι απαραίτητο να πούμε μερικά λόγια σχετικά με τις συνολικές αλλαγές που γνώρισε η σύγχρονη ιστορία κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων δεκαετιών.
Οΐ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ: ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
0 «θρυμματισμός» της ιστορικής επιστήμης
Α ν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ιστορική έρευνα εισήλθε εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα σε ένα νέο κύκλο, είναι δύσκολο να πούμε ποιες είναι οι βασικές γραμμές των αλλαγών που λαμβά
νουν χώρα. Τις τελευταίες αυτές δεκαετίες, η ιστορία, και ειδικότερα η σύγχρονη ιστορία, γνώρισε μια σημαντική διαφοροποίηση των κέντρων
'ενδιαφερόντων της, πράγμα που οδήγησε έναν ορισμένο αριθμό παρατηρητών να μιλούν για «ιστορία σε ψίχουλα» (F. Dosse, 1987). Μετά την έκρηξη του πανεπιστημιακού δυναμικού που ακολούθησε τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση, ο αριθμός των κα- θηγητών-ερευνητών στο χώρο της ιστορίας αυξήθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, πριν ανατραπεί η κίνηση αυτή. Ο δεκαπλασιασμός αυτός των δυνάμεων ευνόησε τη συλλογική εφαρμογή ερευνητικών προγραμμάτων που παρουσιάσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, δεδομένου ότι αυτοί που τα προώθησαν μπόρεσαν να έχουν στη διάθεσή τους ένα μεγάλο αριθμό «υποψήφιων διδακτόρων». Όταν όμως οι τελευταίοι (ένα μικρό μέρος ανάμεσά τους σε κάθε περίπτωση), έγιναν «δάσκαλοι» με τη σειρά τους, οδηγήθηκαν στο να πάρουν τις αποστάσεις τους από τους ηγέτες της προηγούμενης γενιάς για να χαράξουν το δικό τους δρόμο, παρακινώντας τους φοιτητές τους να τους ακολουθήσουν. Η διαδικασία αυτή (που ενισχύθηκε με την κατάργηση της these d’ Etat) συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ατομικοποίη- ση της ιστορίας, διαφοροποιώντας τις προβληματικές, τα ερευνητικά θέματα, τις ερευνητικές μεθόδους κ.λπ. Αυτό συνέβη πολύ περισσότερο, επειδή κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης των πανεπιστημίων όλες οι επιστήμες γνώρισαν μια εξαιρετική άνθηση. Βοηθούντος του πάθους για τη «διεπιστημονικότητα», οι ιστορικοί είχαν λοιπόν στη διάθε
[ 1 9 6 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
σή τους μια σημαντική «πανοπλία» εννοιών, προβληματικών, μεθόδων, πανοπλία από την οποία ο καθένας μπορούσε να αντλήσει αυτό που θα ικανοποιούσε την επιθυμία του για ανανέωση και αναγνώριση. Το γεγονός ότι οι ιστορικοί άκουγαν ολοένα και περισσότερο το ευρύ κοινό τούς επέτρεψε να μετατρέψουν σε ερευνητικά σχέδια τις νέες προσδοκίες που εκφράστηκαν στην κοινωνία μετά το Μάη του ’68 (επιστροφή στις ρίζες, υπεράσπιση των μειονοτήτων κ.ά.). Ένας τελευταίος παράγοντας που επέτεινε την τάση αυτή προς το θρυμματισμό είναι το άλμα προς τα εμπρός το οποίο γνώρισε η διεθνοποίηση της επιστημονικής έρευνας εδώ και είκοσι χρόνια, που συνδέεται με την πρόοδο των εναέριων μεταφορών, την εφεύρεση του fax και του Internet. Σήμερα, τα μοντέλα, οι έννοιες, τα θέματα κυκλοφορούν αμέσως από μια χώρα στην άλλη και είναι ολοένα και πιο δύσκολο να μιλά κανείς για «γαλλική», «γερμανική» κ.λπ. ιστορική έρευνα.
Μια άλλη δυσκολία που συναντά ο παρατηρητής ο οποίος επιθυμεί να παρουσιάσει τις νέες τάσεις της ιστορικής έρευνας, συνίσταται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη της διεπιστημονικότητας επέτρεψε σε ένα μικρό αριθμό ιστορικών να αποκτήσουν ορισμένες ικανότητες στην επιστημολογία, πράγμα που κατέληξε στον πολλαπλασιασμό λόγων σχετικά με την ιστορία. Εδώ και μερικά χρόνια (θα επανέλθω σ’ αυτό), συσσωρεύονται οι μελέτες που περιέχουν σκέψεις σχετικά με την ανανέωση, ενδιαφερόμενες όχι πλέον για τις ιστορικές έρευνες όπως γίνονται, αλλά όπως παρουσιάζονται από τους «εκπροσώπους» της επιστήμης. Η τάση αυτή επιτάθηκε σημαντικά τα τελευταία αυτά χρόνια, επειδή προφανώς το γεγονός της υπόδειξης στο κοινό των τομέων της έρευνας που είναι «νέοι» και εκείνων που είναι «ξεπερασμένοι» δεν αποτελεί μια ουδέτερη υπόθεση. Σπάνιοι είναι οι ιστορικοί που αντιστέκονται στον πειρασμό να παρουσιάσουν το δικό τους τομέα ως ένα παράδειγμα ανανέωσης. Στις συνθήκες αυτές, κατανοούμε γιατί τα μέλη της ιστορικής κοινότητας δεν κατέληξαν ποτέ σε συμφωνία γύρω από τα κριτήρια που θα ήταν ικανά να ορίσουν την ανανέωση στον κλάδο. Για τους μεν, αυτή πρέπει να μετριέται υπολογίζοντας τον αριθμό των διδακτορικών διατριβών που υποστηρίζονται σε έναν τομέα. Πρόκειται για τους καθηγητές Πανεπιστημίου γενικά που διευθύνουν πολυάριθμους υποψήφιους διδάκτορες, οι οποίοι όμως, ως αντιστάθμισμα, οφείλουν να αναλάβουν βαριά παιδαγωγικά και διοικητικά καθήκοντα, πράγμα που περιορίζει σε σημαντικό βαθμό το χρόνο που οι ίδιοι μπορούν να αφιερώσουν στην
[ 1 9 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
έρευνα. Για τους άλλους, ερευνητές στο CNRS ή σε μεγάλα επιστημονικά ιδρύματα που έχουν κατά συνέπεια λιγότερους φοιτητές και περισσότερο χρόνο, μόνο τα καθαρά διανοητικά κριτήρια (νέα «παραδείγματα», νέα ερωτήματα κ.λπ.) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Πέρα από τις διχογνωμίες αυτές, η προβληματική σχετικά με την ανανέωση στην ιστορία καθίσταται δύσκολη εξαιτίας του γεγονότος ότι οι ταξινομήσεις κατά «τομείς» ή κατά «περιόδους», για παράδειγμα, δεν είναι ουδέτερες. Η αντίστοιχη αξιολόγηση της «πολιτικής», «πολιτισμικής» ή άλλης ιστορίας, θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε ήδη το γεγονός ότι οι παλιές ετικέτες (που χρονολογούνται τουλάχιστον από το 19ο αιώνα) παραμένουν πάντοτε ορθές. Άρα, οι πρόοδοι της εμπειρικής έρευνας συμβάλλουν συχνότατα στη διάσπαση των πλαισίων αυτών προκειμένου να επιβάλουν καινούρια.
Οι προκαταρκτικές αυτές επισημάνσεις θα επιτρέψουν, ελπίζω, να γίνει κατανοητό σε ποια προοπτική συνέλαβα τα δύο κεφάλαια που ακολουθούν. Αντί να θεωρήσω σκόπιμα αυτό ή εκείνο το ιστοριογραφικό ρεύμα ότι μόνο αυτό ενσαρκώνει την ανανέωση, μου φάνηκε χρησιμότερο, στα πλαίσια του βιβλίου αυτού, να παντρέψω διαδοχικά τα κυριάτε- ρα σημερινά βλέμματα, για να αξιολογήσω καλύτερα τις διάφορες όψεις της σημερινής έρευνας στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας. Δεν πρέπει λοιπόν να δούμε στις σελίδες που ακολουθούν έναν «κατάλογο βραβευ- θέντων», ακόμη λιγότερο ένα «hit parade» της ιστορίας, αλλά απλώς μια προσπάθεια, που εγγράφεται στην προέκταση των προηγούμενων κεφαλαίων, για να δείξω στους φοιτητές και τους νέους ερευνητές πώς εμφανίζονται και αναπτύσσονται οι ιδέες και τα προβλήματα που ανανεώνουν, σε διαφορετικό βαθμό, τις ισχύουσες γνώσεις.
Η έρευνα στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας μέσα από τις διδακτορικές διατριβές
Οπως είδαμε προηγουμένως, η διδακτορική διατριβή μπορεί να θεα>· ρηθεί «το επίκεντρο» της ιστορικής έρευνας. Όπως κάθε φοιτητής που εύχεται να γίνει μια μέρα «επαγγελματίας» ιστορικός οφείλει, κανο
νικά, να φέρει αισίως σε πέρας μια διδακτορική διατριβή, παρόμοια κανείς δεν μπορεί να συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στην ανανέωση της επιστήμης, αν η προοπτική που προτείνει δεν εφαρμοστεί συλλογικά από
[ 1 9 8 ]
OI METAMQPa»OVPiT χΗ Σ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ένα μεγάλο αριθμό «υποψήφιων διδακτόρων». Τα θαυμαστά επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας προσφέρουν νέα εργαλεία για να μετρήσουμε τις αλλαγές της ιστορικής γνώσης κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιόδου. Χάρη στο cd rom «Doctheses», διαθέτουμε πράγματι μια βάση δεδομένων που συγκεντρώνει το σύνολο των διδακτορικών διατριβών που υποστηρίχτηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι πληροφορίες που ακολουθούν προέρχονται από μια τρέχουσα μελέτη, η οποία στηρίζεται σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τη βάση αυτή. Τα συμπεράσματα τα οποία παρουσιάζονται εδώ έχουν λοιπόν έναν προσωρινό χαρακτήρα. Όπως κάθε εργαλείο δουλειάς, το Doctheses έχει πράγματι τα δικά του όρια. Το κυριότερο είναι ότι αν τουλάχιστον εξετάσουμε τις πληροφορίες οι οποίες αφορούν καθεμιά από τις διατριβές που καταγράφονται, δεν είναι δυνατόν να σχηματίσουμε ακριβή ιδέα του συνόλου των διατριβών οι οποίες υποστηρίχτηκαν στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας, ούτε και της κατανομής τους σε διαφορετικούς τομείς. Οι θεματικές ταξινομήσεις που υιοθετήθηκαν από τους υπευθύνους της τράπεζας δεδομένων είναι ορισμένες φορές τόσο αόριστες (όπως «κοινωνίες και νοοτροπίες») ώστε να συμπεριλαμβάνουν πολύ ετερογενείς εργασίες. Επιπλέον, η σύγχρονη περίοδος χωρίζεται σε υποπεριό- δους «Γαλλική Επανάσταση», «19ος αιώνας», «1914-1945», «Περίοδος μετά το 1945». Πράγμα που οδηγεί στο να μετριούνται πολλές φορές οι εργασίες που υπερβαίνουν τα χρονολογικά αυτά όρια. Τέλος, η κατηγορία «Περίοδος μετά το 1945» περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό διατριβών που υποστηρίχτηκαν σε διαφορετικές από την ιστορία επιστήμες: πολιτικές επιστήμες, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία κ.λπ. 'Ενα άλλο πρόβλημα που δεν πρέπει να υποτιμούμε αφορά τον τρόπο με τον οποίο συγκεντρώθηκαν οι πληροφορίες. Πράγματι, αυτές προέρχονται άμεσα από τις πληροφορίες τις οποίες δίνουν οι φοιτητές στο έντυπο που πρέπει να συμπληρώσουν τη στιγμή της υποστήριξης. Διαπιστώνουμε ότι τα λάθη (που οφείλονται κυρίως σε ορθογραφικά λάθη του επωνύμου του διευθυντή της διατριβής ή σε μια κακή κατανομή κατά επιστήμη) είναι συχνά. Ούτε και μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ορισμένες διατριβές δεν καταγράφηκαν, ακόμη και αν η περίπτωση δεν φαίνεται συχνή. Τέλος, δεδομένου ότι οι διατριβές που υποστηρίχτηκαν μετά το 1994 δεν είχαν ακόμη ενσωματωθεί τη στιγμή που πραγματοποίησα την εργασία αυτή, δεν μπόρεσα να συμπεριλάβω τις πιο πρόσφατες αλλαγές της επιστήμης. Παρ’ όλες αυτές τις ατέλειες, το Doctheses αποτελεί για εμάς ένα χρήσι
[ 1 9 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
μο και σημαντικό εργαλείο πληροφόρησης: μας πληροφορεί για το ρόλ που παίζουν οι διευθυντές των διατριβών στον προσανατολισμό τ έρευνας στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας. Με βάση την κατευθυντήρ αυτή γραμμή συγκέντρωσα τις πληροφορίες που παρουσιάζονται σττ παράγραφο αυτή. |
Ο πίνακας που αναπαράγεται στην επόμενη σελίδα δείχνει τον αριθ* μό των διατριβών που υποστηρίχτηκαν και τις οποίες διηύθυναν οι καθηγητές και οι διευθυντές ερευνών στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας απά: τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 19904
Η πρώτη διαπίστωση που επιβάλλεται με την ανάγνωση του πίνακα; αυτού, είναι η δημογραφική ανισορροπία που χαρακτηρίζει τον κόσμο των καθηγητών-ερευνητών στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας στις αρχές! της παρούσας δεκαετίας. Στους 86 ιστορικούς, οι οποίοι το 1995 είχαν , διευθύνει τουλάχιστον 5 διατριβές που υποστηρίχτηκαν, οι 6 μόνο γεν- < νήθηκαν μετά το 1940 (λιγότερο από πενήντα πέντε χρονών) και οι 17 μετά το 1935 (λιγότερο από εξήντα χρονών). Πράγμα που σημαίνει ότι σε αυτή την ημερομηνία, το 80% των διευθυντών των διατριβών ήταν τουλάχιστον εξήντα χρονών! Σίγουρα, δεδομένου ότι για να μπορεί να διευθύνει κανείς μια διατριβή, πρέπει να έχει ο ίδιος υποστηρίξει μια these d’Etat (σήμερα μια habilitation), το μέρος αυτό των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων δεν αρχίζει πρακτικά ποτέ πριν από την ηλικία των σαράντα χρονών. Αν προσθέσουμε το διάστημα πολλών χρόνων που χωρίζει την εγγραφή στη διατριβή από την υποστήριξή της, δεν θα μπορούσαμε σε καμιά περίπτωση να βρούμε στο δείγμα μας άτομα που γεννήθηκαν μετά το 1950. Ωστόσο, τα δεδομένα μάς επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη παρατηρήθηκε αλλού (D. Roche, 1986), ότι δηλαδή η διακοπή των προσλήψεων στα πανεπιστήμια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, επέφερε μια καθαρή γήρανση της ιστορικής κοινότητας. Αν εξετάσουμε τώρα την κατανομή των διατριβών ανάμεσα στους ιστορικούς, έκπληξη προκαλεί η σπουδαιότητα των αποκλίσεων. Ορισμένοι, όπως ο Jean-Louis Miege διηύθυναν περισσότερες από εκατό διατριβές που έφτασαν στο στάδιο της υποστήριξης (115), ενώ άλλοι έχουν στο ενεργητικό τους 5 (ή λιγότερες). Για να εξηγήσουμε τις διαφορές αυτές, ας εξετάσουμε την επεξεργασμένη με βάση τα δεδομένα αυτά γραφική παράσταση (βλέπε σ. 254).
[ 2 0 0 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ποιος διευθύνει τις διδακτορικές διατριβές στη σύγχρονη ιστορία1;
Trempe R. (1916)
41 Ay9oberry P.(1925)
9 Bariety J.(1930)
7 LequinY.(1935)
38
Guillen P.(1917)
17 Temime E. (1926)
24 Nora P. (1931)
6 Nouailhat Y.-H. (1935)
9
Girardet R. (1917)
26 Agulhon M.(1926)
55 Caron F.(1931)
28 Coquery C. (1935)
93
Duroselle J.-B. (1917)
55 Barral R (1926)
14 Denis M. (1931)
12 Aymard M.(1936)
10
Remond R. (1918)
61 Tudesq A. (1927)
66 Milza P. (1932)
26 Launay M. (1936)
21
Dupeux G. (1920)
26 Furet F. (1927)
24 Cholvy G. (1932)
22 Valensi L. (1936)
10
Le Gallo Y. (1920)
11 Gadille J. (1927)
15 Estebe J. (1932)
5 Corbin A. (1936)
11
Reberioux M. (1920)
26 Hilaire Y.-M. (1927)
20 Guillaume P. (1933)
19 Kaspi A. (1937)
17
Levy-Leboyer M. (1920)
22 Willard J.-C. (1927)
14 Bergere M.-C. (1933)
17 Vayssiere P. (1937)
7
Glenisson J. (1921)
12 Becker J.-J. (1928)
12 Prost A. (1933)
29 Lombard D.(1938)
49
Dupaquier J.(1922)
16 Poidevin R.(1928)
24 Vovelle M. (1933)
83 Wahl A. (1938)
7
Nouschi A. (1922)
48 Perrot M. (1928)
71 Chariot M. (1933)
46 Bastid-Bruguiere M. (1940)
9
Crouzet F. (1922)
34 Dreyfus F.-G. (1928)
.
24 Mayeur F. (1933)
9 Maurin J.(1940)
7
1. Στο δείγμα μου δεν συμπεριέλαβα τους πανεπιστημιακούς που δεν έχουν διευθύνει διδακτορική διατριβή που να υποστηρίχτηκε μετά το 1990, ούτε όσους είχαν διευθύνει μέχρι το 1995 λιγότερες από πέντε διδακτορικές διατριβές (που υποστηρίχτηκαν). Δεν συμπεριέλαβα επίσης λίγους ιστορικούς των οποίων δεν βρήκα την ημερομηνία γέννησης. (Οι σχετικές με τις ημερομηνίες γέννησης πληροφορίες που αναφέρονται σε παρένθεση αντλήθηκαν από το Δελτίο του Αυτόνομου Εθνικού Συνδικάτου Annuaire des Enseignants Lettres et Sciences Humaines de VEnseignement Superieur, Οκτώβριος 1978, και από τον Ετήσιο Οδηγό του IHMC, Les Historiens franqais de la periode modeme et contemporaine, 1991.)
[ 2 0 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Miege J.-L. (1923)
115 Bergeron L. (1929)
20 Tulard J. (1933)
29 Levillain P. (1940)
5
Ganiage P. (1923)
38 Debouzy M. (1929)
6 Sorlin P. (1933)
9 Bauberot J. (1941)
6
Daumard A. (1924)
9 Thobie J. (1929)
35 Mayeur J.-M. (1933)
47 Vigarello G. (1941)
39
Desert G. (1924)
12 Girault R. (1929)
32 Berstein S. (1934)
12 Jeanneney J.-N. (1942)
6
Ferro M. (1924)
59 Valette J. (1929)
35 Allain J.C. (1934)
17 Guerra F. (1942)
10
De Montclos X. (1924)
5 Albert P. (1930)
67 Gallissot R. (1934)
5 Vai'sse V. (1942)
11
Pedroncini G.(1924)
39 Bianco L. (1930)
21 Michel M. (1935)
15 Fremeaux J. (1949)
5
Vigier P. (1924)
31 Carbonnel C.-O.(1930)
18 Goy J. (1935)
11
Rey A.(1925)
5 Martel A. (1930)
70 Garner G. (1935)
14
Βλέπουμε αμέσως ότι το κριτήριο της ηλικίας παίζει ένα ρόλο, επειδή σφαιρικά, οι πιο ηλικιωμένοι ιστορικοί διηύθυναν περισσότερες διδακτορικές διατριβές από ό,τι οι νεότεροι. Αν όμως η ημερομηνία γέννησης είναι ο μόνος κατάλληλος παράγοντας, τα σημεία μας ευθυγραμμίζονται σε μια διαγώνιο που ξεκινά από τα «βορειοδυτικά» της γραφικής μας παράστασης για να βυθιστεί προς τα «νοτιοανατολικά». Στη μία άκρη, έχουμε τους παλαιότερους που έχουν στο ενεργητικό τους το μεγαλύτερο σώμα διδακτόρων και στην άλλη άκρη αυτούς που έρχονται τελευταίοι, επικεφαλής των πιο αδύνατων ομάδων. Προφανώς όμως, η επανάληψη των σημείων δεν υπακούει στην αρχή αυτή. Για να εξηγήσουμε τους λόγους των ανισορροπιών αυτών, πρέπει να εξετάσουμε τις άλλες πληροφορίες που καταγράφονται στο Doctheses. Κυρίως τον τόπο της υποστήριξης και το θέμα της έρευνας. Συνολικά, διαπιστώνουμε ότι, παρά την ανάπτυξη έντονων περιφερειακών πόλων έρευνας στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας εδώ και είκοσι χρόνια, τα πανεπιστήμια του Παρισιού εξακολουθούν να παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Όχι μόνο μια σημαντική αναλογία διδακτορικών διατριβών ιστορίας υποστηρίχτηκαν πά
[ 2 0 2 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ντα στην πρωτεύουσα αλλά, γεγονός ακόμη σημαντικότερο, ένας μεγάλος αριθμός καθηγητών, που άρχισαν τη δραστηριότητά τους διεύθυνσης διατριβών σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο, την τελειώνουν στο Παρίσι, δείγμα του κύρους που διατηρούν οι θεσμοί της πρωτεύουσας. Τα δεδομένα μάς επιτρέπουν επίσης να αξιολογήσουμε την απόσταση που χωρίζει τους διάφορους τύπους θεσμών στους οποίους είναι προσδεδε- μένοι οι διευθυντές διατριβών. Σφαιρικά, οι καθηγητές Πανεπιστημίου βλέπουν να συρρέει προς το μέρος τους ένας αριθμός διατριβών πολύ πιο σημαντικός από ό,τι οι συνάδελφοί τους του CNRS ή της EHESS.
Τρεις μεγάλοι τομείς
Προκειμένου να εκτιμήσουμε σε ποιο βαθμό οι ερευνητικοί τομείς παίζουν ένα ρόλο στην άνιση κατανομή των υποψήφιων διδακτόρων ανάμεσα στους ιστορικούς, συγκέντρωσα τις εργασίες αυτές σε τρία
μεγάλα σύνολα.
Η μελέτη άλλων χωρών έξω από τη Γαλλία
Τ ο πρώτο συγκροτείται από όλες τις διατριβές που αφορούν τη σύγχρονη ιστορία άλλων χωρών έξω από τη Γαλλία. Μπορούμε να δια
κρίνουμε τρία ρεύματα στην ομάδα αυτή. Κατ’ αρχάς την ιστορία των διεθνών σχέσεων. Αυτή παραμένει έντονα συνδεδεμένη με την πολιτική ιστορία (θα επανέλθουμε σε αυτό στο επόμενο κεφάλαιο). Ωστόσο, η προοδευτική διεύρυνση της έννοιας των «βαθύτερων δυνάμεων» κατέληξε σε μια προοπτική όπου η ιστορία των διεθνών σχέσεων γίνεται αντιληπτή ως μια μορφή συνολικής ιστορίας. Με την παρακίνηση του Rene Girault, διευθυντή του Institut Pierre Renouvin στο Πανεπιστήμιο Paris-I, πολυάριθμες διδακτορικές διατριβές προσέγγισαν έτσι τις οικονομικές, τεχνολογικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές όψεις των σχέσεων μεταξύ κρατών. Ένας ορισμένος όμως γεωγραφικός καταμερισμός της εργασίας εγκαθιδρύθηκε ανάμεσα στους ειδικούς του ζητήματος αυτού. Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε το χώρο της Μέσης Ανατολής (γύρω από τον οποίο δούλευαν κυρίως οι μαθητές του Jacques Thobie), τον αμερικανικό χώρο (τον οποίο διερεύνησαν διατριβές που πραγματοποιή- θηκαν υπό τη διεύθυνση του Yves-Henri Nouailhat, του Andre Kaspi,
[ 203 }
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
του Rene Remond), τον ευρωπαϊκό χώρο (που καλλιεργήθηκε κυρίως από τους μαθητές του Raymond Poidevin και του Jacques Bariety σχετι- ; κά με τις γαλλογερμανικές σχέσεις, από εκείνους του Pierre Milza σχετικά με τις γαλλοϊταλικές σχέσεις). Οι σχέσεις με την Αφρική διατήρησαν μια πολύ σημαντική διάσταση, υπό τη διεύθυνση κυρίως του Pierre Guillen (1967) και του Jean-Claude Allain (1974, ό.π.). Ένας μεγάλος αριθμός των ερευνών αυτών βρίσκονται σε στενή συνάφεια με την αποι- κιοκρατική ιστορία, που αποτελεί το δεύτερο άξονα του πρώτου αυτού συνόλου. Και εδώ, οι αρχικές διαφορές ανάμεσα σε αυστηρά πολιτική και οικονομική προσέγγιση αμβλύνθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων αυτών χρόνων, προς χάρη γεωγραφικών κυρίως διακρίσεων. Η βόρεια Αφρική (χάρη στους φοιτητές του Rene Gallissot, του Gilbert Meynier, του Benjamin Stora) και η Μαύρη Αφρική (με την παρότρυνση του Jean-Louis Miege, του Marc Michel, του Jacques Fremeaux και της Catherine Coquery-Vidrovitch) αποτέλεσαν αντικείμενο του μεγαλύτερου αριθμού μελετών. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να σημειώσουμε, είναι ότι οι ειδικοί της αποικιοκρατικής ιστορίας και των διεθνών σχέσεων εξύφαναν ολοένα και πιο στενές σχέσεις με τους ειδικούς των «πολιτισμικών σφαιρών». Η πλειονότητα των διευθυντών διατριβών, ειδικευμένοι αρχικά στη μελέτη των διεθνών σχέσεων, έγιναν στη συνέχεια καλοί γνώστες της ιστορίας των χωρών (ή γεωπολιτικών ζωνών) που έβλεπαν κατ’ αρχάς υπό το πρίσμα των διπλωματικών τους σχέσεων με τη Γαλλία. (Ο Andre Kaspi, για παράδειγμα, έπειτα από μια διδακτορική διατριβή γύρω από την αμερικανική βοήθεια προς τους Συμμάχους κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, διευθύνει σήμερα διατριβές που αναφέρονται κυρίως στην ιστορία της Βόρειας Αμερικής.) Παρόμοια, οι ιστορικοί της γαλλικής αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας οδηγήθηκαν να ενδιαφερθούν για τη σύγχρονη ιστορία των κρατών που προέκυψαν μετά την αποαποικιοποίηση. Αυτή η διεύρυνση προοπτικής f ευνοήθηκε με τη δημιουργία νέων ερευνητικών κέντρων, όπως το Institut ν d’Histoire des Pays d’Outre-Mer στο Πανεπιστήμιο της Provence ή το , Institut Maghreb-Europe στο Πανεπιστήμιο Paris-VIII. Η διαδικασία αυτή επέτρεψε να αμβλυνθεί μια από τις μεγάλες αδυναμίες της γαλλι- κής ιστοριογραφίας: ο περιορισμός της ενασχόλησης με τη Γαλλία.
Η EHESS είναι σήμερα λιγότερο απομονωμένη σε ό,τι αφορά τις μελέτες σχετικά με τις «πολιτισμικές σφαίρες», των οποίων πρωτεργάτης υπήρξε ο Fernand Braudel, ακόμη και αν ο τομέας αυτός παρέμεινε ένα
[204 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ισχυρό σημείο της σχολής, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των διεπιστημονικών ομάδων (οι οποίες συνδέουν ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους, ιστορικούς κ.ά.) που δουλεύουν πάνω στις περιοχές αυτές. Στα παραδείγματα που ήδη αναφέραμε στο Κεφάλαιο 3, πρέπει να προσθέσουμε τις πολυάριθμες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από τους ανθρωπολόγους και τους ιστορικούς του Κέντρου Αφρικανικών Μελετών, το άνοιγμα νέων δρόμων που αφορούν το μεσογειακό και ισλαμικό κόσμο (με την παρότρυνση κυρίως της Lucette Valensi) και την Ωκεανία (οι πρωτεργάτες όπως ο Maurice Godelier και ο Denys Lombard υποστηρίζονται σήμερα από μια νέα γενιά ανθρωπολόγων που στρέφονται πολύ προς την ιστορία, όπως ο Alban Bensa και από νέες ιστορικούς, όπως η Isabelle Merle [1995]).
Οι νέοι αυτοί δεσμοί, που συνδέουν επίσης συχνά τα τμήματα λογοτεχνίας των πανεπιστημίων, είχαν ένα ακόμη επωφελές αποτέλεσμα, την προσέγγιση των θεσμών που γίνονταν αρχικά αντιληπτοί ως ανταγωνιστικοί. Έτσι, ο τομέας των βορειοαμερικανικών μελετών γνώρισε μεγάλη πρόοδο τα τελευταία αυτά χρόνια, χάρη στις καλές σχέσεις ανάμεσα στους ερευνητές του Centre d’etudes nord-americaines της EHESS και του CERI (που εξαρτάται από τη FNSP). Οι Claude Fohlen, Rene Re- mond, Marianne Debouzy (1972) και Jean Heffer (1984) βλέπουν έτσι τις προσπάθειες τους να επεκτείνονται από νεότερους ιστορικούς, όπως η Catherine Collomp (1985), ο Francis Weil (1989) και πολλοί άλλοι. Η ίδια εξέλιξη άγγιξε το πεδίο των γερμανικών μελετών. Μετά τις προδρο- μικές εργασίες του Jacques Droz (1944, ό.π.) και του Pierre Aygoberry(1977), οι γνώσεις μας γύρω από την ιστορία της Γερμανίας εμπλουτίστηκαν χάρη στις έρευνες της Rita Thalmann (1973), του Louis Dupeux (1974), οι οποίες σήμερα επεκτείνονται από τις εργασίες νεότερων ιστορικών, κυρίως της Sandrine Kott (1995) και του Frederic Barbier (1995). Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ειδικοί της γερμανικής ιστορίας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη ενός νέου ερευνητικού ρεύματος που εν- διαφέρεται για τις πολιτισμικές «μεταφορές» από τη μια χώρα στην άλλη (Michel Espagne και Michael Werner, 1997). Από μια ορισμένη άποψη βρισκόμαστε πάντοτε, εδώ, στον τομέα των «διεθνών σχέσεων». Δεν πρόκειται όμως πλέον μονάχα, ούτε ακόμη κυρίως, για σχέσεις κράτους με κράτος. Αυτό που απασχολεί τους ιστορικούς αυτούς είναι η κατανόηση της κυκλοφορίας των ιδεών, των ανανεώσεων, από μια κοινωνία προς μια άλλη, η πραγματοποίηση των δανείων, η εξήγηση, στηριζόμε-
[ 2 0 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
νοι στα εργαλεία που επεξεργάστηκαν οι κοινωνικές επιστήμες, των αντιστάσεων, της έλλειψης κατανόησης, των στερεοτύπων κ.ά. Το ίδιο διάβημα αναπτύσσει ο Eric Fassin (1993, ό.π.) στις έρευνες του γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η τοπική ιστορία
Η δεύτερη ομάδα διδακτορικών διατριβών που συγκρότησα, ενδια- φέρεται για την περιφερειακή ιστορία. (Δεν επανέρχομαι στη συ
ζήτηση σχετικά με την έννοια αυτή που προσεγγίσαμε στο Κεφάλαιο 3.) Από την ενίσχυση της πανεπιστημιακής έρευνας στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις εξηγείται το γεγονός ότι το κίνημα που γεννήθηκε στη δεκαετία του 1960 αναπτύχθηκε σημαντικά. Σε έναν ορισμένο αριθμό πόλεων δημιουργήθηκαν ειδικευμένα κέντρα για τη μελέτη της επαρχιακής κουλτούρας. Είναι η περίπτωση στην Βρετάνη του Centre de recherche bretonne et celtique de Brest, που διευθύνεται από τον Yves Le Gallo. Στις μεθοριακές περιοχές, είδαμε να πολλαπλασιάζονται οι μελέτες που αποβλέπουν να αναδείξουν την ιδιαιτερότητα της γεωπολιτικής αυτής θέσης. Στην Αλσατία-Λορένη, με την παρότρυνση κυρίως του Raymond Poidevin (στο Μετς και κατόπιν στο Στρασβούργο) και του Pierre Barral (στο Nancy), πολλές εργασίες ασχολήθηκαν με την ιστορία της συνοριακής αυτής κουλτούρας. Είναι η περίπτωση της διατριβής του Andre Wahl (1980), που συγκρίνει την περιοχή του Bade με την Αλσατία ή του Franqois Roth (1976, ό.π.) σχετικά με την προσαρτημένη Λορένη. Κατά ένα γενικότερο τρόπο, οι επικεφαλής της έρευνας στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας στα μεγάλα περιφερειακά πανεπιστήμια (ο Michel Denis στη Rennes, ο Pierre Guillaume στο Bordeaux, ο Marcel Gillet στη Lille, o Yves Lequin στη Λυών, o Emile Temime στο Aix-Marseille, η Rolande Trempe και o Jean Estebe στην Τουλούζη κ.ά.) ανέλαβαν τη διεύθυνση ενός επιβλητικού αριθμού διατριβών οι οποίες εγγράφονται σε ένα περιφερειακό πλαίσιο, πραγματεύονται όμως οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά ζητήματα μεγαλύτερης εμβέλειας. Για το λόγο αυτόν θα ξαναμιλήσουμε για αυτές στη συνέχεια αυτού και του επόμενου κεφαλαίου.
[ 206 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η ιστορία της Γαλλίας
Η τρίτη ομάδα συγκεντρώνει τις διατριβές που προσεγγίζουν ζητήματα «εθνικού ενδιαφέροντος». Δεδομένου ότι τα εθνικά αρχεία βρίσκονται στο Παρίσι, οι ιστορικοί που συνδέονται κυρίως με τους θε
σμούς της πρωτεύουσας προσανατολίζουν τους υποψήφιους διδάκτορές τους προς αυτή την κατεύθυνση, προτείνοντάς τους θέματα τα οποία αποτελούν μεγάλα ζητήματα της ιστοριογραφίας του σύγχρονου κόσμου: τη Γαλλική Επανάσταση, την οικονομική, κοινωνική, θρησκευτική, πολιτισμική και πολιτική ιστορία της Γαλλίας. Δεν είναι χρήσιμο, για την ώρα, να κάνουμε μια λεπτομερή παρουσίαση της ιστοριογραφίας αυτής, επειδή θα επανέλθω σε αυτήν αναλυτικότερα στη συνέχεια του παρόντος κεφαλαίου.
Σταθερότητα και αδρανείς δυνάμεις
Η σύντομη αυτή αναφορά στα θέματα με τα οποία ασχολούνται οι διδακτορικές διατριβές, δείχνει ότι, σφαιρικά, οι ερευνητικοί τομείς
δεν αναπτύχθηκαν πολύ εδώ και είκοσι χρόνια. Πράγμα που επιβεβαιώνει τις πρόσφατες διαπιστώσεις του Christophe Charle (στο F. Bedarida, 1995, ό.π.), που πραγματοποιήθηκαν με βάση την ετήσια βιβλιογραφία της ιστορίας της Γαλλίας. Έκπληξη προκαλεί ο αριθμός των υποψήφιων διδακτόρων που εργάστηκαν, εδώ και είκοσι χρόνια, γύρω από την ιστορία των διεθνών σχέσεων ή γύρω από την αποικιοκρατική ιστορία. Τα δύο αυτά ζητήματα απέκτησαν τέτοια σπουδαιότητα, ώστε οι υπεύθυνοι του Doctheses οδηγήθηκαν στο να δημιουργήσουν ένα ειδικό κεφάλαιο για καθένα από αυτά, στον ίδιο βαθμό με το κεφάλαιο «19ος αιώνας» ή «Μεσοπόλεμος». Γενικότερα, πώς να μην σημειώσουμε την αντίφαση ανάμεσα στους λόγους που δημοσιεύονται στον τύπο σχετικά με τη «νέα ιστορία» ή σχετικά με τις «στροφές» της ιστορικής έρευνας και τη σταθερότητα των υπό μελέτη τομέων όταν τους εξετάζουμε με βάση τις διατριβές που υποστηρίχτηκαν; Η σταθερότητα αυτή εξηγείται από πολλούς παράγοντες. Κατ’ αρχάς, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας, οι «κλασικοί» τομείς προσελκύουν τους φοιτητές γιατί γειτνιάζουν περισσότερο με ζητήματα της επικαιρό- τητας (ή με ζητήματα της μνήμης) που συχνά τους παθιάζουν. Είναι προ
[ 2 0 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
φανές ότι η πρωταρχική θέση που κατέχει η ιστορία των διεθνών σχέσεων και η αποικιοκρατική ιστορία εξηγείται, κατά ένα μέρος, από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ξένων φοιτητών (οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τις παλιές γαλλικές αποικίες) υποστηρίζουν τις διατριβές τους στη Γαλλία και στρέφονται προς θέματα που αφορούν την ιστορία της χώρας τους. Η κατάσταση αυτή όμως εξηγείται και από λόγους θεσμικού χαρακτήρα. Όπως είδαμε παραπάνω, μετά τη δεκαετία του 1970, η διακοπή των προσλήψεων επέτεινε τη γήρανση της κοινότητας των ιστορικών. Η μεγάλη πλειονότητα των ιστορικών που διηύθυ- ναν διατριβές στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισαν την εργασία αυτή της επιστημονικής πλαισίωσης μετά τη δεκαετία του 1970. Η μα- κροβιότητα αυτή δεν μπορούσε παρά να ενισχύσει τους τομείς που είχαν ήδη εγκαθιδρυθεί. Η αδράνεια όμως αυτή εξηγείται επίσης από τις σχέσεις εξουσίας που δομούν την επιστήμη. Ακόμη και αν είναι λιγότερο έντονη από ό,τι πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η κοινότητα των ιστορικών παραμένει, ακόμη και σήμερα, δέσμια μιας πολύ πυραμιδικής ιεραρχικής λογικής. Η πρόσβαση στις θέσεις στο Παρίσι (ελεγχόμενη πρόσβαση από έναν πολύ μικρό αριθμό ατόμων) που διακυβεύεται, παρεμποδίζει την ανάπτυξη κριτικών ιστοριογραφικών ρευμάτων, όπως αυτά που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο {gender history στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Alltagsgeschichte στη Γερμανία). Για να απεικονίσουμε το σημείο αυτό, μπορούμε να πούμε μια λέξη σχετικά με τη θέση που το ρεύμα των Annales (το οποίο συμβόλιζε την επομένη του πολέμου μια κριτική άποψη της ιστορίας) πέτυχε να αποκτήσει στο εσωτερικό της ιστορικής επιστήμης. Αν εκτιμήσουμε την επιρροή ενός ιστορικού με βάση το' κριτήριο του αριθμού των διατριβών που υποστηρίχτηκαν και τις οποίες διηύθυνε, αξίζει να διαπιστώσουμε ότι το ρεύμα που αντιπροσώπευε ο Fernand Braudel και ο Ernest Labrousse παρέμεινε μειο- ψηφικό. Ας πάρουμε τους δέκα ιστορικούς, οι οποίοι στο δείγμα μας διηύθυναν το μεγαλύτερο αριθμό των διατριβών από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Διαπιστώνουμε ότι μόνο τρεις (εκ των οποίων δύο γυναίκες) μπορούν να θεωρηθούν ότι προέρχονται από το κίνημα αυτό των Annales και του Labrousse (ο Marc Ferro αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, επειδή υποστήριξε τη διατριβή του με τον Pierre Renouvin, πριν συναντήσει την ομάδα των Annales). Αυτή η σχετική περιθωριοποίηση φαίνεται ακόμη πιο καθαρά αν διακρίνουμε τις theses de troisieme cycle από τις theses d’Etat. Η διάκριση είναι σημαντική, επειδή επιτρέπει να
[2 0 8 ]
01 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
διαφοροποιήσουμε δύο κατηγορίες ερευνητών. Ανάμεσα στους υποψήφιους διδάκτορες τρίτου κύκλου, πολλοί δεν έχουν στόχο να γίνουν οι* ίδιοι πανεπιστημιακοί ιστορικοί. Ενώ οι υποψήφιοι για doctorat d’Etat είναι πολύ συχνά ήδη ενσωματωμένοι στην ανώτατη εκπαίδευση και προετοιμάζονται να διευθύνουν με τη σειρά τους έρευνες. Φαίνεται καθαρά ότι οι ιστορικοί που ανήκουν στο κίνημα των οπαδών του Renouvin προσελκύουν περισσότερους υποψηφίους για doctorat d’ Etat από ό,τι οι οπαδοί του Labrousse. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Do- ctheses, στην περίοδο που αναφερθήκαμε, η Michelle Perrot διηύθυνε 5 doctorats d’Etat που υποστηρίχτηκαν σε ένα σύνολο 71 διατριβών, ενώ η αντιστοιχία είναι 34 στις 55 για τον Jean-Baptiste Duroselle, 25 στις 61 για τον Rene Remond, 22 στις 115 για τον Jean-Louis Miege. Ο μόνος ιστορικός της σχολής των οπαδών του Labrousse ο οποίος εμφανίζεται να έχει διευθύνει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό doctorats d’Etat είναι ο Maurice Agulhon, με 18 theses d’Etat, πράγμα που εξηγείται αναμφίβολα επειδή διδάσκει στο College de France. Πώς να μην συμπεράνουμε ότι τα νέα και κάπως ανατρεπτικά θέματα τη μελέτη των οποίων η Michelle Perrot ενθάρρυνε (όπως η ιστορία των απεργιών, των γυναικών ή των φυλακών) προσελκύουν πολύ τους νέους φοιτητές, αλλά λιγότερο αυτούς που έχουν ένα «σχέδιο καριέρας»; Υπό το φως των παραδειγμάτων αυτών, βλέπουμε ότι, όταν ο Jacques Le Goff εδώ και μερικά χρόνια στρεφόταν με οξύτητα εναντίον των λιβέλων που κατήγγελλαν τον «ιμπεριαλισμό» των Annales, δεν είχε πραγματικά άδικο. Με βάση αυτά τα πρώτα στοιχεία, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ισχνή θέση που οι τενόροι του πανεπιστημίου επιφύλαξαν στις αντιλήψεις της ιστορίας τις οποίες ανέπτυξαν τα Annales, οδήγησε τους οπαδούς τους να αντεπιτε- θούν, στηριζόμενοι στις εκδόσεις και τη δημοσιογραφία.
14 [ 2 0 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Νέα ερευνητικά ινστιτούτα και σύλλογοι
Α υτή η σύντομη εξέταση των διατριβών που υποστηρίχτηκαν γύρα) από τη σύγχρονη ιστορία εδώ και είκοσι χρόνια, μας επέτρεψε να I αναδείξουμε αυτό που συνιστά, από πρακτική άποψη, τον «πυρή- ■
να» της επιστημονικής παραγωγής στο χώρο της ιστορίας: τη σχέση ί φοιτητή/καθηγητή, υποψήφιου διδάκτορα/διευθυντή της διατριβής. Η ; ανάπτυξη όμως της έρευνας απαιτεί επίσης την εφαρμογή μορφών πο*> ί συνδέουν έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό εταίρων. Πρέπει να επιμείνου- : με στο γεγονός ότι σήμερα όπως χθες, η έρευνα γύρω από τη σύγχρονη ■ ιστορία σημειώνει πρόοδο επειδή στηρίζεται σε ένα συλλογικό διάβημα του οποίου όλοι οι ιστορικοί δεν αποκτούν συνείδηση, που είναι όμως ζωτικής σημασίας. Ο καταμερισμός εργασίας, που θεσμοθετήθηκε στα J τέλη του 19ου αιώνα, ανάμεσα σε αυτούς που έχουν ως λειτουργία να συγκροτήσουν το αρχειακό και τεκμηριωτικό υλικό πάνω στο οποίο ερ- | γάζεται ο ιστορικός και τους ίδιους τους ερευνητές, παραμένει μια ανα- ■ πόφευκτη πραγματικότητα, ακόμη και αν καταβλήθηκαν προσπάθειες για να αποφευχθεί ένας πολύ καθαρός διαχωρισμός ανάμεσα στους δύο | χώρους. Πρόσφατα, νέοι θεσμοί ήρθαν να συμπληρώσουν το μηχανισμό J διατήρησης των τεκμηρίων που αναπτύχθηκε από το 19ο αιώνα, όπως * τα εθνικά, νομαρχιακά, δημοτικά αρχεία κ.λπ. Στο Κεφάλαιο 7 θα δούμε : ότι το αυξανόμενο πάθος για τη συλλογική μνήμη προκάλεσε τον πολ- | λαπλασιασμό δομών (κυρίως των οικομουσείων) που θέτουν ως στόχο | να «προστατεύσουν από τη λήθη» ολόκληρα τμήματα του παρελθόντος. ; Με την ανάπτυξη του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου και της τηλεό- * ρασης, έπρεπε να δημιουργηθούν νέοι θεσμοί επιφορτισμένοι με τη διάσωση των οπτικοακουστικών πηγών, όπως το Institut national d’ audio- visuel που αποτελεί σήμερα τον τόπο νόμιμης κατάθεσης των αρχείων J
/ c· > ' Vτης τηλεόρασης. Οι προοδοι ομως της ερευνάς γυρω απο τη σύγχρονη | ιστορία κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου εξηγούνται επίσης ! από τη δημιουργία νέων ερευνητικών κέντρων στα πανεπιστήμια και ' νέων ινστιτούτων που εξαρτώνται από το CNRS. Θα επανέλθω, στην πορεία, στις συλλογικές έρευνες που προωθήθηκαν από τους οργανισμούς αυτούς. Ας συγκροτήσουμε προς στιγμή τον ουσιαστικό ρόλο που παί
[ 2 1 0 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡφΡΤΡΤΤ χΗ Σ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ζουν στην κατασκευή νέων εργαλείων δουλειάς απαραίτητων για τους ερευνητές. To Institut d’Histoire Moderne et Contemporaine (IHMC) ανέ- λαβε τη συγκρότηση της ετήσιας βιβλιογραφίας της ιστορίας της Γαλλίας. To Institut d’Histoire du Temps Present (ΙΗΤΡ) δημιούργησε νέα εργαλεία τεκμηρίωσης, όπως «το ηχητικό αρχείο» που διατηρεί σήμερα πάνω από 300 μαγνητοταινίες ή κασέτες συνομιλιών και «ιστοριών ζωής». Στην EHESS, το Κέντρο ιστορικών ερευνών στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τη σύγχρονη ιστορία. Ανάμεσα στα εργαλεία δουλειάς που το κέντρο εξακολουθεί να αναπτύσσει πρέπει να αναφέρουμε τα λεξικά (των κατοικημένων τόπων, των ενοριών της Γαλλίας), αλλά και τον Atlas de la Revolution franqaise υπό τη διεύθυνση του Serge Bonin και της Claude Langlois. Ο δέκατος τόμος, που αναφέρεται στην οικονομία, εκδόθηκε με επιμέλεια των G. Beaur, P. Minard, A. Laclau (1997). Πέρα από τις θεσμικές αυτές δημιουργίες, η σύγχρονη ιστορία είδε να πολλα- πλασιάζονται τα τελευταία χρόνια οι πρωτοβουλίες που αποβλέπουν στην οργάνωση των ερευνητών οι οποίοι δουλεύουν πάνω σε νέα αντικείμενα. Θα δούμε ότι η συλλογική αυτή ώθηση οδήγησε στην άνθηση νέων ερευνητικών συλλόγων. Το κίνημα όμως αυτό επέτρεψε και τη δημιουργία νέων περιοδικών. Δεν είναι δυνατόν να τα παρουσιάσουμε όλα. Για το λόγο αυτόν, επέλεξα τρία παραδείγματα που απεικονίζουν τις διαφορετικές όψεις της διαδικασίας ανανέωσης στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας σήμερα.
Η ανανέωση στο χώρο των περιοδικών: Τα Annales, Geneses και Histoire et Societes Rurales
Οι αλλαγές των Annales
T o 1988, τα μέλη της συντακτικής επιτροπής των Annales απευθύνουν μια έκκληση προς την κοινότητα των ιστορικών προκειμένου αυτοί να σκεφτούν την «κριτική στροφή» που, όπως εκτιμούν, γνωρίζει η επι
στήμη. Αναγνωρίζουν ότι η οικονομική και κοινωνική ιστορία, που συνέβαλε στη διεθνή φήμη του περιοδικού στις μεταπολεμικές δεκαετίες, «είναι ξεπερασμένη» σήμερα. Παρόμοια, απορρίπτουν τη δομική προοπτική και τη μακρά διάρκεια που ήταν αγαπητές στον Fernand Braudel, υπογραμμίζοντας ότι οι κοινωνικές σχέσεις «δεν μπορούν να αναλυθούν
[211 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
από τη στιγμή που προσπαθούμε να τις ακινητοποιήσονμε σε μια ιδιαίτερη στιγμή για να εξαγάγουμε τις συνιστώσες».
Ο προσεκτικός αναγνώστης βλέπει ότι η τελευταία αυτή δήλωση χρησιμοποιεί, λέξη προς λέξη, ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Edward P. Thompson γύρω από το σχηματισμό της αγγλικής εργατικής τάξης, που δημοσιεύτηκε το... 1963 (βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο). Στις συνθήκες αυτές, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η προοπτική που προτείνεται από τα Annales είναι παραπλήσια με τον προσανατολισμό που όρισε ο διάσημος Άγγλος ιστορικός. Το κύριο άρθρο του περιοδικού χρησιμοποιεί εκ νέου τα δύο επιχειρήματα που συνήθως αντιπαραβάλλονται σε εκείνους οι οποίοι ενδιαφέρονται για τους θεσμούς και τις δομές. Κατ’ αρχάς, τους καταλογίζει ότι θεωρούν τις κοινωνικές τάξεις ή τις κοινωνικές ομάδες φυσικές οντότητες (ή «πραγ- μοποιημένες» όπως συχνά λέμε σήμερα). Για τον Ernest Labrousse και τους φίλους του, πράγματι, η τάξη γινόταν αντιληπτή ως ένας συλλογικός πρωταγωνιστής, που σκέφτεται, δρα, αποφασίζει, και όχι ως το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής κατασκευής. Για να μην υποπέσουν στην ίδια αντίληψη, οι υπεύθυνοι των Annales μάς καλούν να συναντήσουμε εκείνους οι οποίοι θέλουν να ξαναβρούν -πίσω από τις συλλογικές οντότητες που είναι οι τάξεις, οι ομάδες, οι εθνότητες, τα έθνη- τα άτομα με σάρκα και οστά και τις σχέσεις που δημιουργούν μεταξύ τους.
Κατά δεύτερο λόγο, η συντακτική επιτροπή των Annales εκτιμά ότι η δομική προοπτική έχει το μειονέκτημα ότι αντιλαμβάνεται το παρελθόν μέσω μιας ομοιόμορφης ανάγνωσης, μέσω μιας παράθεσης αρχών που τίθενται η μία πάνω στην άλλη (είναι η μήτρα: «Οικονομίες, Κοινωνίες, Πολιτισμοί» στην οποία αναφερθήκαμε εκτενώς στο Κεφάλαιο 3). Επι- μένοντας στο γεγονός ότι η πραγματικότητα που μελετά ο ιστορικός απορρέει από μια κοινωνική κατασκευή, οι συγγραφείς της έκκλησης θέλουν να γίνει κατανοητό ότι η αντίληψή μας για το παρελθόν διαφοροποιείται ανάλογα με το πρίσμα που υιοθετείται. Αντί να ξαναχρησι- μοποιήσει, οκνηρά, υπό μορφή πλάνου, μια ανάλυση passe-partout, ο ιστορικός οφείλει να κατασκευάσει τις διαρθρώσεις της απόδειξής του σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο πρόβλημα που μελετά. Προκειμένου να σκεφτούμε σχετικά με τους τρόπους αυτής της κατασκευής δύο δρόμοι προτείνονται. Ο πρώτος συνίσταται στο να εμβαθύνει κανείς την έννοια της κλίμακας (οι πληροφορίες που εμφανίζονται σε έναν οδικό χάρτη διαφοροποιούνται ανάλογα με την κλίμακα που υιοθετείται. Πα
[ 2 1 2 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ρόμοια στην ιστορία, δεν αντιλαμβανόμαστε ένα γεγονός του παρελθόντος με τον ίδιο τρόπο, αν το παρατηρούμε σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο). Ο δεύτερος δρόμος που προτείνεται αφορά το ζήτημα της γραφής της ιστορίας. Οι συγγραφείς του κύριου άρθρου μάς υπενθυμίζουν ότι, πολύ συχνά, ο ιστορικός δεν αποκτά πρόσβαση στην πραγματικότητα του παρελθόντος παρά μόνο στο μέτρο που αυτή αποτυπώνεται γραπτά. Επιπλέον, ο ίδιος οφείλει πάντοτε να καταβάλει μια προσπάθεια γραφής για να εκθέσει τις ανακαλύψεις ίου, η προσπάθεια όμως αυτή σπάνια αναλύεται ως τέτοια. Οι σκέψεις αυτές καταλήγουν στο να επαναθέσουν το ζήτημα της διεπιστημονικότητας. Οι υπεύθυνοι των Annales θεωρούν ότι οι συμμαχίες που έγιναν κατά τη διάρκεια των προηγουμένων δεκαετιών συνέβαλαν σε μια διάσπαση της ιστορικής έρευνας, η οποία αποδυνάμωσε την ίδια την ταυτότητα της επιστήμης. Για να εδραιωθεί αυτή, πρέπει να αναπτυχθεί, όπως εκτιμούν, η συλλογική σκέψη γύρω από αυτό που συνιστά το ίδιο το αντικείμενο της ιστορίας: την ανακάλυψη των μηχανισμών του χρόνου που ο Braudel άρχισε να μελετά στο άρθρο του γύρω από τη «μακρά διάρκεια».
Θα επανέλθω στο τέλος του κεφαλαίου αυτού στις συζητήσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις αυτές. Ας σημειώσουμε προς στιγμή ότι η ανάλυση της «κριτικής στροφής» ισχύει για το σύνολο της ιστορικής έρευνας και έχει μια ιδιαίτερη σημασία για τη σύγχρονη ιστορία. Το περιοδικό αναφέρεται, πράγματι, στην προοδευτική μετάθεση του κέντρου βάρους προς τη σημερινή εποχή. Ενώ αρχικά τα Annales απέδωσαν μια ορισμένη προνομιακή θέση στον «παρόντα χρόνο», ενσωματώνοντας πολλούς ειδικούς των γειτονικών επιστημών στη συντακτική του επιτροπή (κυρίως τον κοινωνιολόγο Maurice Halbwachs και τον πολιτειολόγο Andre Siegfried), μετά τον πόλεμο το περιοδικό αναδιπλώθηκε στον κόσμο των ιστορικών, εγκαταλείποντας τη σύγχρονη εποχή προς όφελος προηγούμενων περιόδων (κυρίως της νεότερης ιστορίας). Η σκέψη γύρω από την «κριτική στροφή» καταλήγει μερικά χρόνια αργότερα στην εγκατάλειψη του παραδοσιακού υποτίτλου του περιοδικού, προς χάρη ενός υποτίτλου που δηλώνει εκ νέου τους δεσμούς ανάμεσα στην ιστορία και τις κοινωνικές επιστήμες (Ιανουάριος 1994). Συγχρόνως, η συντακτική επιτροπή ανοίγεται και πάλι σε μη ιστορικούς για να υπογραμμίσει, όπως αναφέρει το πρώτο κύριο άρθρο του νέου σχήματος: «Το ενδιαφέρον του περιοδικού για τα σύγχρονα ζητήματα». Πολύ σύντομα, ο νέος προσανατολισμός συγκεκριμενοποιείται μέσω της δημοσίευσης αφιερωμά
[213 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
των γύρω από προβλήματα που βρίσκονται στην καρδιά της σημερινής πολιτικής και διανοητικής σκέψης: Ο εκσυγχρονισμός των παραδοσιακών κοινωνιών, οι σχέσεις μεταξύ λογοτεχνίας και ιστορίας, η εβραϊκή ιστορία, τα προβλήματα που τίθενται από το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων, η κοινωνική ιστορία των επιστημών, το ζήτημα της μνήμης και του χρόνου κ.ά. Επεκτείνοντας τη σκέψη γύρω από την «κριτική στροφή», δύο νέες προοπτικές αναπτύχθηκαν πρόσφατα στο εσωτερικό του Κέντρου Ιστορικών Ερευνών της EHESS: η μικροϊστορία (J. Revel, 19%) και μια «άλλη κοινωνική ιστορία» -για να επαναλάβουμε τον τίτλο ενός συλλογικού έργου με επιμέλεια του αείμνηστου Bernard Lepetit (1995)- που εκθειάζει μια προσέγγιση της κοινωνίας η οποία να επικεντρώνεται στις έννοιες των κοινωνικών «αλληλεπιδράσεων» και «συμβάσεων».
Geneses. Κοινωνικές επιστήμες και ιστορία
ατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, δημιουργείται το περιοδικόGeneses που προτείνει, και αυτό, μια νέα συμμαχία ανάμεσα στην
ιστορία και τις κοινωνικές επιστήμες. Το σύντομο «μανιφέστο» που εγκαινιάζει το πρώτο τεύχος του περιοδικού (1990) αναφέρεται στη διπλή εξέλιξη που χαρακτήρισε την έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες την προηγούμενη δεκαετία. Από τη μια μεριά, οι ιστορικοί φαίνονται ολοένα και πιο ανοιχτοί γύρω από το ζήτημα του «παρόντος χρόνου» και, από την άλλη, με τη γενική απόρριψη του δομισμού, οι κοινωνικές επιστήμες ανακαλύπτουν εκ νέου τη σημασία της ιστορίας για τις δικές τους ενασχολήσεις. Ο τίτλος του περιοδικού, Geneses, υπογραμμίζει ότι η ιστορικότητα του παρόντος αποτελεί το ειδικό αντικείμενο του νέου αυτού εντύπου. Για το λόγο αυτόν η συντακτική επιτροπή συγκεντρώνει, από την αρχή, διαφορετικά επιστημονικά προφίλ, πράγμα που δεν έχει το ισοδύναμό του στη Γαλλία. Οικονομολόγοι, νομικοί, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, ανθρωπολόγοι και ιστορικοί ξαναβρίσκονται γύρω από την κοινή ιδέα ενός πήγαινε-έλα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Πέρα από αυτό, οι υπεύθυνοι του περιοδικού μοιράζονται την ίδια ερευνητική «φιλοσοφία». Αποδίδουν μεγάλη σημασία στη συλλογική δουλειά και σε ένα εμπειρικό διάβημα που κινητοποιεί τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία, τα οποία επεξεργάστηκαν οι κοινωνικές επιστήμες, προκειμένου να εκμεταλλευτούν το «πρωτογενές» υλικό. Οι υπεύθυνοι όμως του περιοδικού αρνούνται να προχωρήσουν πέρα από τις βα
[214 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
σικές αυτές αρχές. Δεν παρουσιάζουν το σχέδιό τους ως μια νέα «στροφή» της ιστορικής έρευνας, ούτε ακόμη ως ένα «ξεπέρασμα» του ό,τι έγι- νε πριν από αυτούς. Αν η ανασύνθεση της διεπιστημονικότητας αποτελεί μια δηλωμένη έγνοια, το μανιφέστο είναι ρεαλιστικό: «Αν θέλουμε να συμβάλουμε στην εξέλιξη των επιστημών μας, πρέπει να ξεκινήσουμε κυρίως από αυτό που είναι και όχι διακηρύσσοντας αυτό που θα έπρεπε να είναι» (Geneses, 1, Σεπτέμβριος 1990, σ. 2). Αυτή η «πραγματιστική» στάση εξηγεί γιατί το περιοδικό έγινε γρήγορα ένα νέο σταυροδρόμι όπου πολυάριθμοι νέοι ερευνητές μπόρεσαν να εκθέσουν τις πρώτες τους εργασίες, αποδεικνύοντας στην πράξη, τις νέες σχέσεις που η ιστορία (ουσιαστικά η σύγχρονη ιστορία) μπορεί να εξυφάνει με τις γειτονικές επιστήμες. Στα επτά χρόνια ύπαρξής του, το Geneses δημοσίευσε πολυάριθμα αφιερώματα, τα οποία οργανώθηκαν ως ένας συνδυασμός επιστημονικών προσεγγίσεων γύρα) από ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, όπως η κοινωνική προστασία, η διατήρηση της τάξης, το εθνικό γεγονός, το ζήτημα των πόλεων, οι διαδικασίες συγκρότησης ταυτότητας, το νόμισμα, η περιουσία κ.λπ. Το μειονέκτημα της πλουραλιστικής αυτής διανοητικής θέσης που αρνείται να εισέλθει σε επιστημολογικές διαμάχες, είναι ότι η ταυτότητα του περιοδικού, η πρωτοτυπία του σχεδίου του, δεν δηλώνονται πάντα σε ικανοποιητικό βαθμό. Εξού ο «εκλεκτικισμός» που μερικές φορές καταλογίζεται στο Geneses.
Histoire et soci6tes rurales
T o περιοδικό αυτό αποτελεί μια άλλη απεικόνιση των μορφών που μπορεί να προσλάβει η έκκληση για ανανέωση στο χώρο της ιστο
ρίας. Από τα τρία παραδείγματα που αναφέρθηκαν εδώ, στο περιοδικό αυτό η διαδικασία συλλογικής κινητοποίησης εμφανίζεται περισσότερο καθαρά. Τον ίδιο καιρό που δημιουργήθηκε το περιοδικό, το Μάιο του 1993, εξήντα ιστορικοί οργανώνονται σε ένα σύλλογο, τον οποίο, σύμφωνα με τους πρωτεργάτες του, υποστηρίζουν περισσότεροι από 600 ερευνητές. Σύλλογος που θέτει στόχο να «επανενεργοποιήσει έναν τομέα που εγκαταλείφθηκε λίγο μετά τις ωραίες μέρες της αγροτικής ιστορίας». Στο κύριο άρθρο του πρώτου τεύχους, ο Ghislain Brunei και ο Jean-Marc Moriceau, δύο από τους βασικούς υπευθύνους της πρωτοβουλίας, εξηγούν ότι θέλησαν «να προσφέρουν υπηρεσία σε μια ευρεία κοινότητα ερευνητών και να επανενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον για τα
[215 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ S
σχετικά με τον αγροτικό κόσμο ζητήματα». Σύμφωνα με αυτούς, στο χώρο της νεότερης και σύγχρονης κυρίως ιστορίας η μείωση του ενδιαφέροντος υπήρξε έντονη, εξαιτίας της αποδυνάμωσης της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας μετά τη δεκαετία του 1970. «Οι συνέπειες αυτές της μόδας βαραίνουν αδυσώπητα στην κατάσταση των γνώσεών μας σε μια στιγμή όπου η ζήτηση αγροτικής ιστορίας αυξάνεται από τη μεριά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης». Ξαναβρίσκουμε εδώ ορισμένα κοινά θέματα με τις άλλες πρωτοβουλίες που αναφέραμε παραπάνω: «Η ανάλυση της αλλαγής μέσα στο χρόνο, όποια και αν είναι η οξύτητά της, θα ευνοηθεί αντί μιας δομικής αντίληψης που, παρ’ όλες τις αναμφισβήτητες αρετές της, καταλήγει μερικές φορές στην άρνηση της ίδιας της έννοιας της ιστορίας». Περισσότερο και από τη διεπιστημονικότητα, αυτό που απασχολεί τους συγγραφείς, είναι να θέσουν τέλος στο διαχωρισμό ανάμεσα σε ιστορικές περιόδους, έτσι ώστε η σύγχρονη ιστορία να επικοινωνεί περισσότερο με τους μελετητές της αγροτικής ιστορίας των πα- λαιότερων εποχών. Το περιοδικό ανακοινώνει ότι θα διαθέσει σημαντικό χώρο στην ποσοτική, οικονομική και κοινωνική ιστορία, χωρίς ωστόσο να παραμελήσει την κοινωνικο-πολιτισμική και κοινωνικο-πολιτική διάσταση. Ενθαρρύνει τις μελέτες γύρω από τη μακρά διάρκεια, ενοποιώντας τις περιόδους. «Έτσι από το τοπικό στο διεθνές, από τη μικροϊστο- ρία στη μακροϊστορία, οι διαφορετικές προοπτικές θα πολλαπλασιάσουν τους δρόμους και θα εμπλουτίσουν τη γνώση μας». Τα πρώτα τεύχη του νεότατου αυτού περιοδικού επέτρεψαν ήδη να ανοίξει η συζήτηση γύρω από τα προβλήματα που θέτει η ποσοτική προσέγγιση στο χώρο της αγροτικής ιστορίας, να παρουσιαστεί η κατάσταση γύρω από την πολιτικοποίηση της υπαίθρου, την ιστορία των τεχνικών, των ζητημάτων των πηγών κ.ά. Η στρατηγική που εφαρμόζεται σε αυτή την περίπτωση για να παρακινήσει την ανανέωση διαφέρει από τα δύο προηγούμενα παραδείγματα με την έννοια ότι το περιοδικό Histoire et societes rurales δεν έχει τη φιλοδοξία μιας «γενικής θεώρησης». Ξεκινώντας από την αρχή ότι «το έδαφος του αγροτικού χώρου είναι ένα προνομιακό σταυροδρόμι για συμπληρωματικές προσεγγίσεις», ο «αγροτικός κόσμος» αποτελεί εδώ τη βάση της συγκέντρωσης αυτών των προσεγγίσεων. Το εγχείρημα δεν μπορεί, προφανώς, να ενδιαφέρει παρά μόνο τους ειδικούς του τομέα αυτού. Το πλεονέκτημα όμως είναι ότι ο περιορισμός αυτός συμβάλλει στη συνοχή και την ορατότητα του σχεδίου.
[ 2 1 6 ]
ΟΙΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ε να Νε ο Βλέ μ μ α Πα ν ω στη Σύ γχρο ν η Ιστο ρία
Η ιστορία ως «κατασκευή»
Τ α τρία περιοδικά που αναφέραμε, αντανακλούν, το καθένα με τον τρόπο του, τη γενική τάση που χαρακτηρίζει σήμερα την ιστορική έρευνα. Και τα τρία διαπιστώνουν πράγματι, ακόμη και αν μερικές
φορές είναι λυπηρό (όπως στην περίπτωση των υπευθύνων της νέας αγροτικής ιστορίας), ότι η ποσοτική οικονομική και κοινωνική ιστορία, που αποτελούσε την αιχμή της ανανέωσης κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, χάνει σήμερα έδαφος. Στη θέση της βλέπουμε να αναδύεται μια νέα προοπτική που αντιτίθεται, σημείο προς σημείο, στην προηγούμενη. Ενώ αυτή η τελευταία ξεκινούσε από επίκαιρους ορισμούς των κοινωνικών τάξεων και ομάδων για να επαναπροσδιορίσει την ιστορία, οι σημερινοί ιστορικοί ευνοούν ένα «κονστρουκτιβίστικό» διάβημα που ενδια- φέρεται κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο οι ορισμοί των τάξεων και των ομάδων αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας κατά τη διάρκεια του χρόνου. Ενώ ο Labrousse (1980, ό.π.) θεωρούσε ότι τα Annales πέ- τυχαν «τη γενικευμένη εισαγωγή των συλλογικών δυνάμεων στην προβληματική της ιστορίας», σήμερα η προσοχή συγκεντρώνεται στα άτομα. Ενώ θεωρούσαμε, όχι πολύ πριν από είκοσι χρόνια, ότι έπρεπε να μελετάμε μαζί, τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές (ή πολιτιστικές) όψεις, σήμερα το καθένα από τα επίπεδα αυτά αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης. Προσπαθούμε να εξηγήσουμε τα οικονομικά ζητήματα μέσω οικονομικών επιχειρημάτων, τα κοινωνικά ζητήματα μέσω κοινωνιολογικών επιχειρημάτων κ.λπ. Καλύτερα, ενώ η οικονομία εθεωρείτο ο καθοριστικός παράγοντας της ιστορίας, η πλειονότητα των ιστορικών (αν θέλαμε να είμαστε ακριβείς, θα έπρεπε ορθότερα να πούμε: η πλειονότητα των ιστορικών που αναπτύσσουν λόγο γύρω από την ιστορία) φαίνεται να συμφωνεί σήμερα στο αντίθετο και να ευνοεί τις «αναπαραστάσεις». Ωστόσο, η επαναφορά του εκκρεμούς προς έγνοιες που ήταν αυτές των ιστορικών των αρχών του 20ού αιώνα (είδαμε, στο Κεφάλαιο 2, ότι ο Charles Seignobos εκτιμούσε ότι μόνο η μελέτη των ατόμων παρουσίαζε ενδιαφέρον στην ιστορία) δεν αποτελεί μια επιστροφή προς τα πίσω. Πρέπει αντίθετα εδώ να δούμε μια απεικόνιση της διαλεκτικής της προόδου της ιστορικής έρευνας. Στην αρχή, πράγματι, αυτοί που ενδια- φέρονταν για τα άτομα, έδιναν προνομιακή θέση στη μελέτη των «μεγά
[ 2 1 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
λων ανδρών». Για το λόγο αυτόν, τους αντιτάχθηκε μια περισσότερο «δημοκρατική» ιστορία, επικεντρωμένη στις λαϊκές «μάζες» και «τάξεις». Σήμερα, η ανανέωση της ατομικής προοπτικής τίθεται στην υπηρεσία αυτών των ίδιων των «μαζών». Προσπαθούμε να μελετήσουμε κάθε ανθρώπινο ον ως εάν ήταν ένας «μεγάλος άνδρας», ως εάν ήταν μοναδικό, διάβημα που δεν υιοθέτησαν ούτε η μεθοδική ιστορία των αρχών του 20ού αιώνα ούτε η ποσοτική ιστορία της δεκαετίας του 1950.
Οι λόγοι που εξηγούν την εξέλιξη αυτή είναι πολύπλοκοι. Πολλοί ιστορικοί απογοητεύτηκαν από τις μεγάλες σειραϊκές έρευνες που αναπτύχθηκαν με ενθουσιασμό, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, οι οποίες όμως δεν κατέληξαν στα επιθυμητά αποτελέσματα. Η απογοήτευση αυτή εξηγείται επίσης, αναμφίβολα, από το γεγονός ότι οι έρευνες αυτές, συχνά άχαρες και μακρόπνοες, δεν εκτιμήθηκαν όσο άξιζαν. Προσαρμόστηκαν κυρίως στον «αγώνα βάθους» που απο- τελούσε η these d’Etat. Σήμερα, οι νέοι κανόνες της επιστημονικής εργασίας αντιγράφουν εκείνους του PhD, χωρίς όμως τα μέσα, ούτε την αυτονομία την οποία διαθέτουν τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Βοηθούσης και της ζήτησης των μεγάλων εκδοτών, το ενδιαφέρον του μεγάλου κοινού εξυπηρέτησε αυτού του είδους την εργασία. Οι αποκαλύψεις γύρω από τη συμπεριφορά αυτού ή εκείνου του διάσημου άνδρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής γοητεύουν περισσότερο, πράγματι, τον ερασιτέχνη της ιστορίας, απ’ ότι οι στατιστικές αναλύσεις γύρω από την ανάπτυξη του καπιταλισμού σε μακρά διάρκεια.
«Small is beautiful»
Η έγνοια για τη συνάντηση των «πραγματικών» ατόμων, πίσω από τις δομές, τους θεσμούς, τις κατηγορίες κ.λπ., επέφερε ένα νέο, σφαιρι
κό προσανατολισμό της έρευνας προς τη «μικροϊστορία». Σίγουρα, πολύ συχνά, ο όρος αυτός χρησιμεύει ως διαφορετικός ορισμός αυτού που πριν αποκαλούσαμε «μονογραφία» ή «τοπική» ιστορία. Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι οι «πατέρες ιδρυτές» της ιταλικής microstoria θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να καταναλώνουμε πολλή ενέργεια στην προσπάθεια ορισμού της νέας αυτής προσέγγισης. Ωστόσο, μπορούμε να αναδείξουμε σημαντικές διαφορές ανάμεσα στη μορφή της μονογραφίας που ανέπτυξαν οι μαθητές του Labrousse, όπως ο Georges Dupeux, στις δεκαε
[ 2 1 8 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
τίες 1950-1960 και αυτές που τείνουν να επιβληθούν σήμερα. Όπως το ανέφερα στο Κεφάλαιο 3, η διδακτορική διατριβή του Maurice Agulhon (1966,1969, ό.π.) αποτελεί μία από τις πρώτες έρευνες που ανοίγουν το πεδίο και εικονογραφούν το νέο βλέμμα το οποίο στρέφεται στην τοπική ή περιφερειακή ιστορία. Αν η έρευνα αυτή εντάσσεται σε έναν ορισμένο βαθμό στη «μακρά διάρκεια», βρισκόμαστε εδώ πιο κοντά στο διάβημα της προοδευτικής μείωσης της κλίμακας που πρότεινε ο Marc Bloch, παρά στη δομική προοπτική, αγαπητή στον Labrousse ή στον Braudel. Ό συγγραφέας θεωρεί πράγματι ως σημείο εκκίνησης την εξέγερση του 1851 στην Provence η οποία αποτελεί τη στιγμή όπου αναδύεται η δημοκρατική συνείδηση στην κόκκινη νότια Γαλλία. Πραγματοποιεί στη συνέχεια μια κοινωνιολογική έρευνα, η οποία επικεντρώνεται κυρίως σε ένα χωριό του Var: την Garde-Freinet που του επιτρέπει να αποδείξει ότι οι κοινωνικοί αγώνες οι οποίοι παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Δημοκρατίας προέρχονται, πράγματι, από τις μορφές κοινωνικότητας που αναπτύχθηκαν το 18ο αιώνα (από τις αδελφότητες των μετανοούντων μέχρι τις μυστικές δημοκρατικές εταιρείες που αποκαλούμε «chambrees»). Παρόλο που και αυτή η διατριβή πραγ- ματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση του Ernest Labrousse, η πρωτοτυπία της συνίσταται στην ισχνή θέση που αποδίδει στην καθαρά ποσοτική διάσταση και την άρνηση να ενταχθεί στο καλούπι «Οικονομίες, Κοινωνίες, Πολιτισμοί». Μελετώντας τη «Δημοκρατία στο χωριό», ο Maurice Agulhon δείχνει το ενδιαφέρον ενός διαβήματος που αποδίδει προνομιακή θέση στους δεσμούς τους οποίους δημιουργούν τα άτομα ανάμεσά τους, σε τοπικό επίπεδο, προκειμένου να κατανοήσουμε και τα μείζονα πολιτικά γεγονότα της γαλλικής ιστορίας. Οι εργασίες του σηματοδοτούν την αφετηρία μιας ιστορικής ανθρωπολογίας που συμπίπτει με την προσέγγιση του Thompson, από την οποία θα εμπνευστούν στα επόμενα χρόνια, άμεσα ή έμμεσα, πολλοί από τους ιστορικούς-οπαδούς της «νέας κοινωνικής ιστορίας». Η εργατική ιστορία θα επωφεληθεί, όπως το δείχνουν οι διατριβές του Gerard Jacquemet σχετικά με την Belleville και του Jean-Paul Burdy γύρω από τη συνοικία του «Μαύρου Ήλιου» στο Saint-Etienne. Αλλά η προσέγγιση αυτή θα αποκτήσει επίσης πολλούς πιστούς στο χώρο της θρησκευτικής ιστορίας. Όπως στην κοινωνική ιστορία περάσαμε από το νομό στο χωριό ή στη συνοικία, παρόμοια οι ιστορικοί του θρησκευτικού έχουν την τάση να εγκαταλείπουν την επισκοπή προς χάρη της ενορίας. Η διδακτορική διατριβή του
[ 2 1 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Philippe Boutry (1986) προσφέρει ένα παράδειγμα που στρέφει τον προβολέα σε μερικές εκατοντάδες ιερέων της υπαίθρου, στην περιοχή του Ιερέα του Ars, για να δείξει πώς αντιμετώπισαν τις αλλαγές της χριστιανοσύνης το 19ο αιώνα. Η τάση αυτή για μείωση της κλίμακας ανάλυσης δεν αφορά μόνο το χώρο. Την ξαναβρίσκουμε και στη μελέτη κοινωνικών ομάδων, όπως θα το δούμε τώρα λέγοντας λίγα λόγια για την προσωπογραφική προσέγγιση.
Οι αλλαγές της ποσοτικής ιστορίας
Η επιτήδευση των μοντέλων
Οι οπαδοί της ποσοτικής ιστορίας, έχοντας να αντιμετωπίσουν αυτή την αμφισβήτηση των βασικών αρχών της, αντέδρασαν προτείνο-
ντας προσεγγίσεις ολοένα και περισσότερο επιτηδευμένες, που ολοκλήρωσαν τη διάσπαση της παλιάς οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, παρ’ όλες τις προσπάθειες τις οποίες κατέβαλαν κυρίως οι υπεύθυνοι του περιοδικού Histoire et mesure (το οποίο ιδρύθηκε το 1986) για τη δημιουργία ενός χώρου σκέψης γύρω από τη χρήση ποσοτικών τεχνικών, ανοιχτού στο σύνολο των ιστορικών. Η αμφισβήτηση της μήτρας των Annales και του Labrousse ενίσχυσε τη θέληση των υποστηρικτών της αμερικανικής New Economic History (της οποίας ο επικεφαλής Robert Fogel τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ το 1993) να διακοψουν οριστικά τους δεσμούς με την κοινωνική ιστορία, με σκοπό την επεξεργασία οικονομετρικών μοντέλων, φιλτραρισμένων από όλα τα παράσιτα που αδυνατούν να μετατραπούν σε μεταβλητές. Η ιστορική δημογραφία γνώρισε την ίδια εξέλιξη. Αυτή εμφανίζεται σήμερα διχασμένη ανάμεσα σε δύο αντιφατικούς πόλους. Από τη μία πλευρά, ιστορικοί όπως η Patrice Bourdelais (1993) προσπαθούν να ανανεώσουν τον τομέα αυτόν ανοίγο- ντάς τον περισσότερο σε «ποιοτικές» προσεγγίσεις, όπως είναι η ιστορία της γήρανσης. Από την άλλη πλευρά, οι οπαδοί της ποσοτικής προσέγγισης στηρίζονται ολοένα και περισσότερο, και αυτοί, σε μαθηματικά μοντέλα, όπως το εικονογραφούν στο εργαστήριο ιστορικής δημογραφίας της EHESS κυρίως πολυάριθμες εργασίες που πραγματοποιούνται συχνά από ερευνητές οι οποίοι προέρχονται από την Πολυτεχνική Σχολή (Noel Bonneuil, 1997). Την ίδια τάση, αν και λιγότερο κατηγορηματική,
[ 2 2 0 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ξαναβρίσκουμε στις έρευνες που κατατάσσονται στο χώρο της ποσοτικής «μικροϊστορίας» και πραγματοποιήθηκαν κυρίως από τον Maurizio Gribaudi και τον Andre Rosental (στο J. Revel, 1996). Οπαδοί της προσέγγισης αυτής είναι, σίγουρα, οι ιστορικοί που εμφανίζονται περισσότερο αυστηροί απέναντι στην ποσοτική οικονομική και κοινωνική ιστορία η οποία αναπτύχθηκε από την προηγούμενη γενιά. Χωρίς όμως να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι στατιστικές μέθοδοι πρέπει να ριχτούν στον κάλαθο των αχρήστων, προσπαθούν να δείξουν ότι με βάση τα «πραγματικά» άτομα, όπως μας τα παρουσιάζει η μικροϊστορία, είναι δυνατόν να οικοδομήσουμε μια νέα ποσοτική ιστορία. Για να προχωρήσουν στο δρόμο αυτόν, στηρίζονται στο σώμα των 46.000 πράξεων γάμου που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο της μεγάλης έρευνας την οποία διηύ- θυνε ο Jacques Dupaquier γύρω από την κινητικότητα 3.000 γαλλικών οικογενειών από το 1803 μέχρι τις μέρες μας. Η στατιστική επεξεργασία του υλικού αυτού έρχεται σε ρήξη με την κλασική μέθοδο της συνάθροισης των ονομαστικών δεδομένων προς χάρη προσανατολισμένων γραφημάτων που συνδέουν το σύνολο των ονομαστικών προσδιορισμών του σώματος του υλικού. Οι ατομικές δηλώσεις που καταγράφονται από το ληξιαρχείο αναπαριστώνται υπό μορφή σχηματισμού σημείων, διακρι- τών που μπορούν όμως να συνδεθούν. Η μέθοδος αυτή, η οποία εφαρμόζεται για τη μελέτη της κοινωνικής και γεωγραφικής κινητικότητας κατά το 19ο αιώνα -και στηρίζεται στις θεωρίες που αναπτύχθηκαν από την κοινωνιολογία της αλληλεπίδρασης και την κοινωνιολογία των δικτύων, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970- παρουσιάζει το πλεονέκτημα, κατά τα λεγάμενα των οπαδών της, ότι αναδεικνύει τη διαφορετικότητα των στρατηγικών τις οποίες μπορούν να αναπτύξουν τα άτομα στην καθημερινή τους ζωή, αντί να διαλύονται σε ένα ενιαίο σχήμα.
Η προσωπογραφία
Η ίδια θέληση για την επεξεργασία μιας νέας ποσοτικής ιστορίας, που να ξεκινά από τα άτομα και όχι από τις διοικητικές κατηγορίες, εξηγεί την επιτυχία της προσωπογραφίας. Η ερευνητική αυτή μέθοδος
συνίσταται στη συλλογή πληροφοριών που αφορούν ένα σύνολο ατόμων (την οικογενειακή τους κατάσταση, το επάγγελμά τους και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορεί να παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον για την έρευνα), έτσι ώστε να συγκροτηθεί η συλλογική βιο
[ 2 2 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
γραφία ενός κοινωνικού σώματος ή μιας κοινωνικής ομάδας. Η προσωπογραφική προσέγγιση εφαρμόστηκε κατ’ αρχάς στη μελέτη των αριστοκρατικών οικογενειών της ρωμαϊκής εποχής. Επεκτάθηκε κατόπιν στη μεσαιωνική ιστορία, κυρίως στις έρευνες της Fran^oise Autrand σχετικά με τα μέλη της Βουλής του Παρισιού. Σήμερα, προσαρμόζεται στις ανάγκες της σύγχρονης ιστορίας, με σκοπό να συμπληρώσει, να βελτιώσει, να σχετικοποιήσει την εικόνα του κοινωνικού κόσμου που αντανακλούν οι απογραφές της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Γαλλίας. Ανάμεσα στις σημαντικές εργασίες που χρησιμοποίησαν την προσωπογραφία, πρέπει να αναφέρουμε τη διδακτορική διατριβή του Jean-Lue Pinol (1989), της οποίας στόχος είναι η μέτρηση της φύσης και του εύρους της κοινωνικής κινητικότητας στη Λυών κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Σύμφωνα με το συγγραφέα, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο δρόμο αυτόν, παρά μόνο αν «εγκαταλείψουμε το χώρο των κοινωνικών ομάδων, οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως πρωταγωνιστές και εμφανίζονται με τον τρόπο αυτόν σε όλες τις μελέτες που στηρίζονται σε μια εγκάρσια προσέγγιση [...] και αν επανέλθουμε σε μια ιστορία των ατόμων, των ανωνύμων όμως ατόμων» (σ. 27). Πράγματι, όταν η ομάδα ή η τάξη γίνονται αντιληπτές ως το βασικό επίπεδο του κοινωνικού κόσμου, σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να διαφοροποιηθεί η κοινωνική από την επαγγελματική κινητικότητα. Η πρώτη μιλά για την αλλαγή θέσης από τη μια γενιά στην άλλη. Προϋποθέτει, κατά συνέπεια, το να παρακολουθήσει κανείς τα άτομα δύο γενεών για να συγκρίνει τις επαγγελματικές τους διαδρομές και τις περιοχές κατοικίας τους. Η δεύτερη μετρά τις αλλαγές δραστηριότητας του ίδιου ατόμου κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, πράγμα που προϋποθέτει την προσφυγή στις προσωπογραφικές μεθόδους. Η διδακτορική διατριβή του Christo- phe Charle (1986) στηρίζεται, και αυτή, σε μεγάλο βαθμό, στην προσέγγιση αυτή. Στην αρχή, ο συγγραφέας συγκροτεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των ελίτ στις αρχές της Τρίτης Δημοκρατίας (δηλαδή 1.093 άτομα, το πέμπτο των βιογραφικών σημειωμάτων τού Ποιος είστε;). Κατόπιν επιχειρεί μια εκτενή έρευνα (στο ληξιαρχείο, τους διοικητικούς φακέλους, τα νεκρολογικά σημειώματα κ.ά.) με στόχο να συγκεντρώσει για κάθε ταυτοποιημένο άτομο τις πληροφορίες οι οποίες αφορούν τα έξι σύνολα μεταβλητών (δημογραφικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών, οικονομικών και δυναμικών), που πριμοδοτήθηκαν προκαταβολικά, έτσι ώστε να μπορεί να τις επεξεργαστεί στον υπολογιστή. Με τη
[222 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΟΤΤίΓΓ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
συγκρότηση του δείγματος, η κωδικοποίηση των δεδομένων αποτελεί μια ουσιαστική στιγμή της έρευνας επειδή απαιτεί την κατανομή των ατόμων σε πολλές κατηγορίες, κατηγορίες που πρέπει να συμφωνούν συγχρόνως με τις «εγχώριες» ταξινομήσεις και τη μέριμνα του ιστορικού, ο οποίος επιθυμεί, για παράδειγμα, να αξιοποιήσει τις μορφές που προσλαμβάνει η κοινωνική κινητικότητα. Ο Christophe Charle εγκαθιδρύει έτσι μια διάκριση ανάμεσα στα νομικά και ιατρικά επαγγέλματα ενώ, γενικά, αυτά συγχέονται στην κατηγορία «ελευθέρια επαγγέλματα». Πράγμα που επιτρέπει να φανεί η εύνοια του νέου καθεστώτος απέναντι στο ιατρικό σώμα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν προς την κατεύθυνση αυτή πολλαπλασιάστηκαν. Μπορούμε να αναφέρουμε τις πρωτοποριακές διδακτορικές διατριβές στον τομέα αυτόν του Jean Estebe (1978) σχετικά με τους υπουργούς της Τρίτης Δημοκρατίας και του William Serman (1982) σχετικά με την ιστορία των αξιωματικών το 19ο αιώνα. Η προσωπογραφία όμως επέτρεψε επίσης την ανανέωση των μορφών της συλλογικής έρευνας, επιτρέποντας τη δημιουργία νέων εργαλείων δουλειάς, κατά κύριο λόγο των βιογραφικών λεξικών. Το μνημειώδες Dictionnaire biographique du mouvement ouvrier franqais, που πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση του Jean Maitron και κατόπιν του Claude Pennetier, είναι διαθέσιμο σήμερα υπό μορφή cd rom. Στο Institut d’Histoire modeme et contemporaine, o Frederic Bar- bier και o Dominique Barjot διηύθυναν μια συλλογική έρευνα σχετικά με τους εργοδότες κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας που κατέληξε ήδη στη δημοσίευση πέντε έργων. Στο Centre de recherche historique της EHESS, η νομαρχιακή έρευνα γύρω από τους μεγάλους προκρίτους της Πρώτης Αυτοκρατορίας, που διηύθυναν ο Louis Bergeron και ο Guy Chaussinad-Nogaret, έχει στο ενεργητικό της είκοσι τόμους.
Η υπεροχή των αναπαραστάσεων
Ενώ η ιστορία του Labrousse τόνιζε την υπεροχή της οικονομίας, σήμερα ένας αυξανόμενος αριθμός ιστορικών σκέφτονται ότι η μελέτη των αναπαραστάσεων αποτελεί προϋπόθεση για κάθε ιστορική μελέτη.
Μπορούμε να αναρωτηθούμε σε πιο βαθμό το πάθος αυτό δεν εξηγείται
[ 223 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
από τον ασαφή και απατηλό χαρακτήρα του όρου «αναπαράσταση» (που παίζει σήμερα τον ίδιο ρόλο που έπαιζε η λέξη «νοοτροπίες» εδώ και είκοσι χρόνια). Η φτώχεια της γαλλικής γλώσσας μάς περιορίζει σε ένα μόνο όρο, εκεί όπου οι Γερμανοί, για παράδειγμα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τουλάχιστον τέσσερις, πράγμα που τους επιτρέπει να διακρίνουν την «αναπαράσταση» με την έννοια της εικόνας (Darstellung), με την έννοια της αντίληψης (Vorstellung), της πολιτικής αναπαράστασης (Reprasentation) και της διοικητικής αναπαράστασης (Vertretung). Παρόλο που οι Γάλλοι ιστορικοί σπάνια εξηγούν επακριβώς με ποια έννοια χρησιμοποιούν τη λέξη «αναπαράσταση», μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε τις εργασίες τους γύρω από το θέμα αυτό σε τρία μεγάλα σύνολα.
Το πρώτο αντιτίθεται στους ορισμούς που οι ιστορικοί, οπαδοί του Labrousse, έδιναν στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 για τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες. Για τον Ernest Labrousse, όπως είδαμε, οι κοινωνικές κατηγορίες ήταν δεδομένες εξαρχής. Η ύπαρξη της εργατικής τάξης, για παράδειγμα, δεν αποτελούσε αντικείμενο αμφισβήτησης, επειδή ήταν δυνατόν να την ορίσουμε με βάση αντικειμενικές ιδιότητες. Η «αντικειμενικότητα» αυτή απορρίπτεται σήμερα ως ένα είδος επιστημολογικής αφέλειας από όλους όσοι εκτιμούν ότι οι κοινωνικο-επαγγελμα- τικές κατηγορίες αποτελούν οι ίδιες κοινωνικές κατασκευές (A. Prost, 1996, ό.π.). Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μια τέτοια ιδέα δεν είναι καινούρια. Αναπτύχθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα από τους κοινωνιολόγους οπαδούς του Durkheim. Στη Γαλλία όμως δεν αρχίζει να συναντά μια μικρή απήχηση στους ιστορικούς παρά μόνο στη δεκαετία του 1980, αφού ο Pierre Bourdieu και οι μαθητές του έδειξαν την αποκαλυπτική γονιμότητα του «κονστρουκτιβιστικού» διαβήματος. Οι έρευνες που ανέλαβε μια μικρή ομάδα ερευνητών του INSEE (1977) γύρω από την ιστορία της στατιστικής υπογράμμισαν τον εν μέρει αυθαίρετο χαρακτήρα της επαγγελματικής νομενκλατούρας. Οι εργασίες του Luc Boltanski (1983) σχετικά με τα στελέχη, του Alain Desrosieres και του Laurent Thevenot (1988) σχετικά με τις κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες αμφισβήτησαν την ιδέα ότι οι κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν να οριστούν μονάχα με βάση αντικειμενικές ιδιότητες (όπως το επάγγελμα, το επίπεδο ειδίκευσης, τα εισοδήματα κ.λπ.). Σύμφωνα με τους συγγραφείς αυτούς, οι κοινωνικοί αγώνες που προωθήθηκαν από τις οργανώσεις (συνδικάτα, ομάδες πίεσης κ.ά.) τις οποίες δημιούργησαν οι
[ 2 2 4 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ομάδες αυτές, τους επέτρεψαν να σταθεροποιήσουν τη συλλογική τους ταυτότητα. Στην προοπτική αυτή, οι κοινωνικές ομάδες δεν υπάρχου\ παρά μόνο στο μέτρο που εκπροσωπούνται στην πολιτική σκηνή από τους porte-parole που μιλούν στο όνομά τους. Όπως βλέπουμε, πρόκειται εδώ για μια προσέγγιση που συνδυάζει στενά την κοινωνική και πολιτική ιστορία. Για αυτό θα επανέλθω στο ζήτημα με περισσότερες λεπτομέρειες στο επόμενο κεφάλαιο.
Η ιστορία των αναπαραστάσεων βρίσκεται επίσης στην καρδιά τω\ εργασιών που ενδιαφέρονται για το ζήτημα της πρόσληψης της πραγματικότητας. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιόδου, ο Alain Corbin (1988, σσ. 7-8) υπερασπίστηκε περισσότερο έντονα την προοπτική αυτή. Σχετικά με το είδος των πηγών, συνηγορεί υπέρ της απόδοσης προνομιακής θέσης από τον ιστορικό στα λογοτεχνικά κείμενα, γιατί αυτά εκφράζουν καλύτερα από τα αρχεία την ευαισθησία μιας εποχής. Κατά βάθος, «δεν υπάρχει άλλο μέσο», σύμφωνα με αυτόν, «για την κατανόηση των ανθρώπων του παρελθόντος από το να προσπαθήσουμε να δανειστούμε το βλέμμα τους, να ζήσουμε τις συγκινήσεις τους». Για το λόγο αυτόν, εκτιμά ότι το πρωταρχικό καθήκον του ιστορικού είναι η «οριοθέτηση των νοητικών περιγραμμάτων, ο εντοπισμός των μηχανισμών της νέας συγκίνησης, η γένεση των επιθυμιών, ο τρόπος με τον οποίο, σε μια δεδομένη στιγμή, βιώνονται ο πόνος και η ηδονή, η περιγραφή των συνηθειών, η επαναφορά της συνοχής των συστημάτων αναπαράστασης και πρόσληψης». Χωρίς να μπορούμε να επιμείνουμε γύρω από το ζήτημα αυτό, διαπιστώνουμε ότι στις πρόσφατες εμπειρικές έρευνές του, ο Alain Corbin εφάρμοσε το πρόγραμμα αυτό δανειζόμενος ταυτόχρονα δύο δρόμους που, από μια λογική άποψη, είναι αρκετά αντιφατικοί μεταξύ τους. Ο πρώτος, που γειτνιάζει με την κοινωνική μι- κροϊστορία, επανασυνδέεται με τις ερμηνευτικές μέριμνες που, όπως είδαμε, κυριαρχούσαν στην επιστήμη πριν από την ποσοτική επανάσταση. Στο Village des cannibales (1990), για παράδειγμα, ο Corbin προσπαθεί να κατανοήσει ένα συλλογικό φόνο (τη δολοφονία ενός ευγενούς από μια ομάδα χωρικών το 1870), τοποθετούμενος σε ένα όσο το δυνατόν πιο στοιχειώδες επίπεδο, για να συλλάβει τη συμπεριφορά των διαφορετικών δραστών και την έννοια που μπόρεσαν να δώσουν στην πράξη αυτή. Στο Territoire du vide (1988) όμως, δεν τοποθετείται από την πλευρά των πρωταγωνιστών. Πρόκειται για ένα «δομικό» διάβημα -το οποίο γειτνιάζει με αυτό που ο Michel Foucault αποκαλούσε, στη δεκαετία του
15 [ 225]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
1960, η «συμπτωματολογική» ανάγνωση- που εφαρμόστηκε με στόχο να εξαγάγει «επίπεδα» συλλογικής ευαισθησίας, να εντοπίσει τις γενέσεις, τις ρήξεις, να συγκροτήσει γενεαλογίες, να ανιχνεύσει τη συνοχή των αναπαραστάσεων όπως αυτές δομούνται σε μία δεδομένη στιγμή. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις συγκλίνουν ωστόσο για να στηρίξουν την υπόθεση μιας απότομης αλλαγής της συλλογικής ευαισθησίας στη γαλλική κοινωνία κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, ακόμη και αν η αλλαγή αυτή δεν αγγίζει με τον ίδιο ρυθμό όλους του κοινωνικούς χώρους (στις λαϊκές τάξεις, η ειρήνευση των ηθών θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να επιβληθεί).
Το τρίτο σύνολο ιστορικών ερευνών που επικεντρώνονται στο ζήτημα των αναπαραστάσεων αποδίδει προνομιακή θέση στη μελέτη των «εικόνων» που οι διάφορες κοινωνικές ομάδες δίνουν για τον εαυτό τους στο δημόσιο χώρο. Οι αναλύσεις με όρους «ταξικής συνείδησης» εγκαταλείπονται ολοένα και περισσότερο προς χάρη σκέψεων γύρω από τις «συλλογικές ταυτότητες». Για τους μεν, είναι τα σύμβολα: σημαίες, ύμνοι, «τόποι μνήμης» κ.λπ., που δομούν την «αίσθηση του ανήκειν» σε μια ομάδα ή μια κοινότητα. Θα επανέλθω γύρω από το θέμα αυτό στο επόμενο κεφάλαιο. Για τους άλλους, είναι η γλώσσα που παίζει το ρόλο αυτόν. Για παράδειγμα, στη διδακτορική του διατριβή, ο Jean-Louis Robert (1989) βλέπει τον «εργατικό λόγο» ως το υλικό που, δίνοντας σώμα σε αξίες μέσα στις οποίες νομιμοποιείται η εργατική ομάδα, σε αντίθεση με άλλες κοινωνικές ομάδες, εδραιώνει τη συλλογική της ταυτότητα. Σε όλους τους τομείς, διαπιστώνουμε σήμερα μια τάση που αποβλέπει στην εγκατάλειψη της μελέτης των υλικών, κοινωνικών ή θεσμικών πραγματικοτήτων, προκειμένου να ευνοηθεί η ανάλυση των αναπαραστάσεων των ίδιων αυτών πραγματικοτήτων. Για παράδειγμα, στη διδακτορική της διατριβή σχετικά με τη διαμόρφωση των γαλλικών νομαρχιακών διαμερισμάτων, η Marie-Vic Ozouf-Marignier (1989, σ. 14) υπογραμμίζει ότι θέλησε να «επιχειρήσει την ιστορία των κατηγοριών σκέψης, των διανοητικών διαβημάτων, στη συνάρθρωση αυτού που μπορούμε να απο- καλέσουμε άνετα ο αντιληπτός χώρος και η θέληση οργάνωσης της επικράτειας». Για το λόγο αυτόν, άξονας της μελέτης της είναι η ιστορία των αναπαραστάσεων, υπογραμμίζοντας ότι αυτές συγκροτούν εξίσου την πραγματικότητα. Η τάση αυτή εμφανίζεται επίσης όταν εξετάζουμε την πρόσφατη εξέλιξη των διανοητικών διαδρομών των ιστορικών. Η Marie-Noelle Bourguet, για παράδειγμα, αφού μελέτησε τη δημιουργία
[ 2 2 6 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
της διοικητικής στατιστικής της Γαλλίας στις αρχές του 19ου αιώνα(1988), ενδιαφέρεται σήμερα για την ιστορία των περιγραφών και των αναπαραστάσεων της φύσης στη σύγχρονη εποχή. Παρόμοια, η Florence Gauthier εγκατέλειψε την κοινωνική ιστορία της αγροτιάς κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, αντικείμενο των πρώτων εργασιών της, για να προσανατολιστεί προς την πολιτική φιλοσοφία (την ιστορία του φυσικού δικαίου).
ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΝΕΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
0 διαχωρισμός ανάμεσα σε νέο «βλέμμα» και νέους «τομείς», που υιοθέτησα εδώ προκειμένου να διευκολύνω την ανάγνωση του κειμένου, είναι αρκετά τεχνητός, το ομολογώ. Κατανοούμε καλά
ότι η έμφαση που δίνεται σήμερα στις αναπαραστάσεις έχει συνέπειες ταυτόχρονα στο είδος της προσέγγισης που εφαρμόζεται και στον επανακαθορισμό των ίδιων των αντικειμένων μελέτης. Ωστόσο, οι δύο διαστάσεις δεν συμπίπτουν. Όπως πάντα στο χώρο των ιστορικών, η ανανέωση είναι περισσότερο αισθητή στο επίπεδο των τομέων (των «εδαφών») απ’ ό,τι στο επίπεδο των μεθόδων ή της προβληματικής. Η σύντομη εξέταση που παρουσιάστηκε εδώ δεν έχει στόχο, το υπογραμμίζω μία ακόμη φορά, να προτείνει μια κατάσταση των πραγμάτων, ακόμη λιγότερο έναν κατάλογο της ανανέωσης. Η μόνη μου φιλοδοξία είναι να δείξω, στηριζόμενος σε ορισμένα παραδείγματα, πώς επιχειρούνται συγκεκριμένα οι ανασυνθέσεις των ερευνητικών τομέων, πώς ορισμένοι εξαλείφονται, συχνότερα λόγω έλλειψης μαχητών, προς χάρη των νεοαφιχθέ- ντων. Θα ήθελα να επιμείνω επίσης στο γεγονός ότι οι ανανεώσεις αυτές λαμβάνουν χώρα συχνότερα μέσω μιας ανανέωσης των συμμαχιών ανάμεσα σε επιστήμες και μέσω συναντήσεων ανάμεσα σε ιστορικούς τομείς που προηγουμένως ζούσαν μέσα στην αμοιβαία άγνοια. Οι νέοι δεσμοί που εξυφαίνονται ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτισμική ιστορία ή ανάμεσα στην κοινωνική ιστορία και την ιστορία των διεθνών σχέσεων αποδεικνύουν κάτι τέτοιο.
[ 2 2 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Οι αλλαγές της οικονομικής ιστορίας
Η έντονη φωνή ανησυχίας που ύψωσε ο Jean Bouvier στην έκθεση την οποία παρουσίασε το 1980 σχετικά με τις τρέχουσες μεταβολές
της οικονομικής ιστορίας (βλέπε Κεφάλαιο 3) δεν υπήρξε αρκετή για να ανατρέψει την τάση. Η πλειονότητα των οικονομολόγων ιστορικών θεωρούν σήμερα ότι η ρήξη με την κοινωνική ιστορία είναι οριστική. Οι δύο εταίροι αυτού του χωρισμένου ζεύγους συμφωνούν τουλάχιστον σε ένα πράγμα: τους λόγους του διαζυγίου. Οι εκπρόσωποι των δύο στρατοπέδων όχι μόνο εκτιμούν ότι η πρόσληψη της ιστορίας μέσω του πρίσματος των τριών επιπέδων (οικονομία, κοινωνία, πολιτισμός) έχει ξεπεραστεί, αλλά όλοι απορρίπτουν επίσης τον «αντικειμενιστικό» ορισμό των κοινωνικών «τάξεων» και «κατηγοριών» που είχε προτείνει ο Labrousse.
Η σεφαϊκή ιστορία στον καλύτερο ρυθμό της
Εχοντας διαπιστώσει ότι το INSEE δεν δημοσίευσε αναδρομική στατιστική επετηρίδα εδώ και δύο δεκαετίες, ο Francois Caron οργά
νωσε στους κόλπους του IHMC μια ερευνητική ομάδα για να καλύψει την έλλειψη αυτή. Έτσι, από το τέλος της δεκαετίας του 1980, πολλοί τόμοι στατιστικών σειρών που συγκεντρώνουν διάσπαρτα δεδομένα από πολυάριθμες εθνικές και τοπικές πηγές, μπόρεσαν να τεθούν στη διάθεση των ερευνητών: στατιστικές σειρές σχετικά με την ενέργεια (D. Barjot), τις επιχειρήσεις (P. Jobert), τις μεταφορές (Μ. Merger), το ανθρώπινο κεφάλαιο (F. Barbier). Για τον Frangois Caron, το σχέδιο αυτό επεκτείνει τη μακροοικονομική αυτή ιστορία, που στηρίζεται στην ανασύσταση των μεγάλων συμπιλημάτων της εθνικής λογιστικής, η οποία επιχειρήθηκε στους κόλπους του ISEA (Institut des Sciences Economiques Appliquees) με την παρότρυνση του Jean Marczewski, και την οποία ο Maurice Levy-Leboyer και ο Francois Crouzet άρχισαν να εφαρμόζουν στο χώρο των ιστορικών. Στην εισαγωγή του τόμου που εγκαινιάζει τη συλλογή αυτή, ο Emmanuel Chadeau (1988, σ. 16) αναγνωρίζει ότι η σειραϊκή αυτή προσέγγιση είναι, σήμερα, «λιγότερο ιδρυτική, λιγότερο πρωτοποριακή, ίσως στιγμιαία λιγό- τερο ευφάνταστη» από ojl στην αρχή. Ακολουθεί όμως την τύχη η οποία επιφυλάσσεται σε κάθε τομέα μελέτης που έχει φτάσει στην ωριμότητα. Έπειτα από τρεις δεκαετίες, προσθέτει, η οικονομική ιστορία έφτασε σε ένα «στάδιο πραγματικά επιστημονικό». Πράγματι, δεν μπορούμε πια σή
[ 228 }
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
μερα να καταλογίσουμε στους ιστορικούς, όπως το έκανε ο Marczewski στη δεκαετία του 1960, ότι δεν γνωρίζουν να αξιοποιούν τους αριθμούς. Η νέα γενιά απέκτησε τις απαραίτητες ικανότητες στο θέμα αυτό. «Οι ιστορικοί που ήρθαν από μόνοι τους στην οικονομία συνάντησαν τους οικονομολόγους που ενδιαφέρονταν για την ιστορία, χωρίς οι μεν ούτε οι δε να απαρνούνται την επιστημονική τους ειδικότητα (η συχνότερη προσφυγή των πρώτων στο συγκεκριμένο, η κλίση των άλλων για τα μοντέλα)».
Η ιστορία της επιχείρησης
0 κλάδος της οικονομικής ιστορίας που γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια είναι η ιστορία της επιχείρησης. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αυτή άρχισε να αναπτύσσεται, από
τη δεκαετία του 1950, από τους πρωτοπόρους όπως ο Bertrand Gille και ο Pierre Leon. Δεν απέκτησε όμως την πλήρη αυτονομία της παρά μόνο μετά τη δεκαετία του 1980, κυρίως γιατί οι επιχειρήσεις φάνηκαν ολοένα και πιο ευνοϊκές στη δουλειά των ιστορικών, ανοίγοντας κατά μεγάλο μέρος τα αρχεία τους, ακολουθώντας το παράδειγμα του Pont-a-Mousson, και χρηματοδοτώντας οι ίδιες έρευνες γύρω από το παρελθόν τους. Ανάμεσα στις διδακτορικές διατριβές που αφιερώθηκαν στο ζήτημα αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τις εργασίες που παρουσιάζονται ως μονογραφίες βιομηχανικών καταστημάτων (του Alain Baudant σχετικά με το Pont-a-Mousson, του Jean-Pierre Daviet σχετικά με το Saint-Gobain, του Claude Ferry σχετικά με το καθαριστήριο και το βαφείο του Thaon-les- Vosges κ.λπ.) ή τραπεζικών καταστημάτων (του Hubert Bonin γύρω από την Banque nationale de Credit, του Andre Gueslin σχετικά με την Credit agricole, του Jean-Pierre Alline σχετικά με την Credit foncier). Η μελέτη κλάδων δραστηριότητας αποτέλεσε αντικείμενο πολυάριθμων ερευνών. Ο Emmanuel Chadeau (1986) μελέτησε την αεροναυτική, ο Philippe Mioche (1987) και ο Denis Woronoff, τη σιδηρουργία, ο Michel Lescure (1996) τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ο Pascal Griset (1996) τις τηλεπικοινωνίες, η Michele Merger τις μεταφορές, ο Dominique Baijot(1989) τα δημόσια έργα, ο Alain Beltran (1991) και ο Henri Morsel(1990) την ηλεκτρική βιομηχανία. Μια ένδειξη της ζωτικότητας του τομέα αυτού της ιστορικής έρευνας αποτελεί το γεγονός ότι στεγάζει αρκετά διαφορετικές προσεγγίσεις. Από τη μία πλευρά, βρίσκουμε ιστορικούς που βλέπουν την επιχείρηση ως ένα είδος κοινότητας συμφερό
[229 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ντων. Ο Pascal Griset (στο C. Charle, 1993), για παράδειγμα, καταλογίζει στην κοινωνική ιστορία των προηγούμενων δεκαετιών, ότι όχι μόνο παραμέλησε τη μελέτη των επιχειρήσεων, αλλά ότι έδωσε μια αρνητική θεώρηση παρουσιάζοντάς τες ως έναν τόπο εκμετάλλευσης των εργατών. Σύμφωνα με αυτόν, πρέπει στο εξής να υπερβούμε την παλιά αντίθεση ανάμεσα σε οικονομική και κοινωνική ιστορία, για να προχωρήσουμε προς μια πολιτιστική ιστορία της επιχείρησης. Η αναβάθμιση της «κουλτούρας της επιχείρησης» εγγράφεται στο γενικότερο κίνημα που αποβλέπει στο να «συμφιλιωθούν» οι Γάλλοι με την οικονομία. Στη διαδικασία αυτή μπορούμε να δούμε μια ένδειξη της αποδυνάμωσης του εργατικού κινήματος και της αυξανόμενης επίδρασης που ασκεί σήμερα η αμερικανική business history. Διευρύνοντας τις έρευνες που αφιέρωσε αρχικά στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας, ο Patrick Fridenson (1972) ανέπτυξε εδώ και μία δεκαετία, στην EHESS, μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στο πρόβλημα των οργανώσεων (P. Fridenson, 1989). Το ρεύμα αυτό διαθέτει σήμερα, το δικό του περιοδικό: Entreprises et histoire που δημιουργήθηκε το 1992. Παίρνοντας τις αποστάσεις της από την κάπως καταγγελτική θεώρηση που ανέπτυξαν προηγουμένως οι ιστορικοί οι οποίοι ήταν κοντά στο εργατικό κίνημα, η προοπτική αυτή ξεκινά από την αρχή ότι είναι οι άνθρωποι που συμβάλλουν στην «ύπαρξη» τω,ν επιχειρήσεων. Επιχειρεί να κατανοήσει το ρόλο που παίζουν οι πρωταγωνιστές, χωρίς να απορρίπτει a priori, την υπόθεση ότι η επιχείρηση αποτελεί ένα χώρο συγκρούσεων ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα και ένα χώρο που διαθέτει τις δικές του μορφές κοινωνικής κυριαρχίας. Μπορούμε να κατατάξουμε στο ρεύμα αυτό τις ιστορικές έρευνες που διεξήχθησαν σχετικά με τον εξορθολογισμό της εργασίας, όπως η μελέτη της Sylvie Vandecasteele-Schweitzer (1990) για τη Citroen, της Aimee Moutet (1995) για ολόκληρη τη Γαλλία και του Yves Cohen σε μια συγκριτική προοπτική ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη. Ενώ στη δεκαετία του 1970 κάθε μορφή ανανέωσης στο χώρο της επιχείρησης γινόταν αντιληπτή ως ένα επιπρόσθετο μέσο υποδούλωσης των εργατών, η σημερινή προοπτική είναι αναμφίβολα λιγότερο μονόπλευρη. Στη θέση μιας απλής σύγκρουσης εργοδότη-εργάτη, οι μελέτες επιμένουν στο εξής στην πολυπλοκότητα του κοινωνικού κόσμου που συνιστά η επιχείρηση. Η εφαρμογή, από τον Alain Dewerpe (στο Β. Lepetit, 1995), στο χώρο της ναυπηγικής βιομηχανίας, των υποθέσεων που επεξεργάστηκε πρόσφατα η οικονομία των συμβάσεων (R. Salais και Μ. Storper, 1993), επι
[ 2 3 0 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
τρέπει να φανεί ότι η παραγωγή δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσω της σύμπραξης μιας πολλαπλότητας συναλλαγών ανάμεσα σε όλα τα μέρη της επιχείρησης, αλλά και των πελατών που παρεμβαίνουν στον ίδιο τον καθορισμό του προϊόντος (στην προκειμένη περίσταση των θωρηκτών και των υπερωκεανίων).
Η ιστορία των τεχνικών
Η ιστορία των τεχνικών, τομέας που για μεγάλο διάστημα παραμελή- θηκε από τους Γάλλους ιστορικούς, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά
τις πρωτοποριακές εργασίες του Bertrand Gille. Η δημιουργία ενός DEA σχετικά με την ιστορία των τεχνικών όπου συνεργάζονται ερευνητές και καθηγητές του CNAM, της EHESS, του ΙΗΤΡ και των πανεπιστημίων ευνόησε την κίνηση αυτή. Οι διαφορές όμως παραμένουν έντονες ανάμεσα σε αυτούς που μελετούν αυτές καθαυτές τις τεχνικές ή τις θεωρούν απλώς ένα όργανο παραγωγικότητας στην υπηρεσία της επιχείρησης και εκείνους που επεκτείνουν την προηγούμενη οικονομική και κοινωνική προοπτική, αντιλαμβανόμενοι την τεχνική ως ένα «συνολικό κοινωνικό γεγονός», για να ξαναχρησιμοποιήσουμε την περίφημη διατύπωση του ανθρωπολόγου Marcel Mauss. Με την παρακίνηση του Louis Bergeron, του Serge Woronoff και του Serge Benoit, η ιστορία των τεχνικών ανοίχτηκε στην ιστορία της βιομηχανικής κληρονομιάς και των savoir-faire, καταλήγοντας σε μια «εθνοϊστορία» που έπαιξε μεγάλο ρόλο στη δημιουργία πολυάριθμων οικομουσείων κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου σε διάφορες περιοχές της Γαλλίας. Στο επίπεδο της ιστορικής έρευνας, η κίνηση αυτή επέτρεψε την άνθηση μελετών που βρίσκονται στο σταυροδρόμι της ιστορίας των τεχνικών, της αρχαιολογίας και της αρχιτεκτονικής, κυρίως με τις εργασίες του Andre Guillerme (1981) γύρω από την ιστορία των υδραυλικών δικτύων, του Jean-Yves Andrieux (1992) γύρω από τη βιομηχανική αρχαιολογία της Βρετάνης και του Jean-Frangois Belhoste σχετικά με τα σιδηρουργεία του Allevard.
Επιχειρήσεις και κράτος
Η ιστορία της επιχείρησης αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια χάρη επίσης στις εργασίες που εξέτασαν τους δεσμούς ανάμεσα στο βιο
μηχανικό κόσμο και το κράτος. Στη διδακτορική του διατριβή - που εγ
[231 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
γράφεται και αυτή σε μία μικροϊστορική λογική, αφού ο συγγραφέας περιορίζει την έρευνά του μόνο στην περιφέρεια της Lille - ο Jean-Pierre Hirsch (1989, ό.π.) μελετά τη σύγκρουση ανάμεσα σε οπαδούς του φιλελευθερισμού και του συστήματος μιας διευθυνόμενης οικονομίας ανάμεσα στα 1780 και 1860. Υπογραμμίζει ότι η αντιφατική και συχνά δυστυχισμένη σχέση, που δημιουργήθηκε στη διάρκεια της περιόδου αυτής ανάμεσα στους Γάλλους επιχειρηματίες και τους θεσμούς της χώρας τους, δεν μπορεί να αναλυθεί με τη βοήθεια του ζεύγους φιλελευθερισμός - σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας γιατί αυτό δεν είναι λειτουργικό. Η ιστορία δείχνει πράγματι ότι οι επιχειρηματίες ζητούν αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί τα δύο «όνειρα» του εμπορίου: την ελευθερία του επιχειρείν ταυτόχρονα με την κρατική προστασία. Πέρα από το άνοιγμα προς το κράτος και τον πολιτικό κόσμο, η ιστορία της επιχείρησης επιθυμεί σήμερα μια μορφή συνολικής ιστορίας, της οποίας ο Frederic Barbier (1995) δίνει ένα παράδειγμα στη διδακτορική του διατριβή γύρω από την ιστορία του βιβλίου στη Γερμανία ανάμεσα στα 1815 και 1914. Ξεκινώντας από μια μελέτη των τεχνικών μεταβολών της τυπογραφίας, η έρευνα φωτίζει κατόπιν τις προόδους της πολυγραφικής βιομηχανίας, την αγορά της εκδοτικής επιχείρησης, για να στραφεί προς τις κοινωνικές όψεις (τους επαγγελματίες της βιομηχανίας του βιβλίου, αλλά και τους αναγνώστες και τους συγγραφείς) και τελειώνει με μια εξέταση του περιεχομένου των ίδιων των έργων. Οι εργασίες του Jean-Yves Mollier (1984) εγγράφονται στην ίδια «συνολική» φιλοδοξία. Έπειτα από μια διδακτορική διατριβή γύρω από τον εκδοτικό οίκο Calmann-Levy, επεξεργάζεται από έργο σε έργο τα πλαίσια μιας ιστορίας της εκδοτικής κίνησης, που την αντιλαμβάνεται ρητά σε μια προοπτική συνολικής ιστορίας.
Η χρηματοοικονομική ιστορία
Η χρηματοοικονομική ιστορία αποτελεί έναν άλλον τομέα που οι ιστορικοί της οικονομικής ιστορίας ανέπτυξαν τα τελευταία χρόνια.
Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, μέσω της επιτροπής για τη χρηματοοικονομική ιστορία, έδωσε αποφασιστική ώθηση στον τομέα αυτόν, ανοίγοντας κατά μεγάλο μέρος τα αρχεία του, οργανώνοντας συνέδρια, δημοσιεύοντας τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τους ιστορικούς. Χάρη στις ευνοϊκές αυτές συνθήκες, η οικονομική και νομι
[ 2 3 2 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
σματική ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας μπόρεσε να αναπτυχθεί, κυρίως με την παρότρυνση του Michel Bruguiere (1992) και του Jean- Claude Debeir, και ανοίγεται σήμερα στα διεθνή ζητήματα όπως δείχνουν οι πρόσφατες εργασίες του Eric Bussiere (1988) και του Jean- Pierre Dormois (1997). Ορισμένες από τις έρευνες αυτές παραμένουν πιστές στην οικονομική και κοινωνική ιστορία του Ernest Labrousse και του Pierre Vilar. Πρόκειται κυρίως για την περίπτωση της διδακτορικής διατριβής του Michel Zylberberg (1993) που εξετάζει την κυριαρχία της Γαλλίας στην ισπανική οικονομία στο τέλος του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, με βάση μια συγχρόνως ποσοτική και ποιοτική μελέτη των γαλλικών επιχειρηματικών υποθέσεων στην Ισπανία. Αλλά, και εδώ, πολλοί ιστορικοί αποδίδουν προνομιακή θέση σήμερα στην αλληλεπίδραση ανάμεσα σε οικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Έτσι, στη διδακτορική του διατριβή, ο Michel Margairaz (1991) φωτίζει τις πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα στο κράτος, τα οικονομικά ζητήματα και τη γαλλική οικονομία στην περίοδο 1932-1952. Ξεκινώντας από ένα ερώτημα σχετικά με το ρόλο που παίζουν οι δημόσιες αρχές στις μεταβολές της οικονομίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το γαλλικό κράτος προσαρμόστηκε στους κανόνες που επιβλήθηκαν από την ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού υπό τη συνδυασμένη επίδραση του πολιτικού και κοινωνικού κινήματος (κυρίως κατά τη διάρκεια της Αντίστασης) και υπό την επίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η εκβιομηχάνιση
Η ιστορία της εκβιομηχάνισης που αναπτύχθηκε έντονα, σε περιφερειακό επίπεδο, από τη δεκαετία του 1960, αποτελεί, μετά την ιστο
ρία της επιχείρησης και τη χρηματοοικονομική ιστορία, τον τρίτο σημαντικό άξονα της σημερινής οικονομικής ιστορίας. Παρόλο που η περιφερειακή διάσταση παραμένει πάντοτε ζωντανή (βλέπε Michel Hau, 1985), ο τομέας αυτός εξελίχτηκε προς άλλες, από ορισμένες απόψεις συμπληρωματικές κατευθύνσεις. Από τη μία πλευρά, οι έρευνες γύρω από την πρωτοεκβιομηχάνιση γνώρισαν ένα πρώτο πέταγμα, κυρίως χάρη στις διδακτορικές διατριβές του Alain Dewerpe (1985) γύρω από τη βόρεια Ιταλία, του Claude Cailly γύρω από την Perche, αλλά και χάρη στις συλλογικές έρευνες στη βόρεια Γαλλία κυρίως από τον Pierre Deyon και τον
[233 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Gerard Gayot. Από την άλλη πλευρά, πολλοί ιστορικοί (κυρίως ο D. Woronoff, 1994, και ο P. Verley, 1997) επιχείρησαν να προσεγγίσουν την εκβιομηχάνιση ως ένα σφαιρικό φαινόμενο, εντάσσοντας εκ νέου τη γαλλική εμπειρία σε ένα ευρύτερο σύνολο.
Η ιστορία των κοινωνικών ομάδων
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όπως είδαμε, η κοινωνική ιστορία ενδιαφερόταν κυρίως για τις «τάξεις»: τους προύχοντες, τους χω
ρικούς, τους αστούς, τους εργάτες. Την προοπτική αυτή ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιόδου πολλές άλλες εργασίες. Χωρίς να επανέλθουμε σε όσες αναφέρθηκαν στο Κεφάλαιο 3, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η εργατική ιστορία, έπειτα από μια σχετική υποχώρηση, ξαναβρίσκει σήμερα έναν ορισμένο συλλογικό δυναμισμό τον οποίο μαρτυρά η σύνδεση «κοινωνική ιστορία-εργατική ιστορία» την οποία προωθούν νέοι ιστορικοί. Ωστόσο, παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες, είναι ολοφάνερο ότι η έλλειψη ενδιαφέροντος για την οικονομική και κοινωνική ιστορία επέφερε μια στροφή από μια ιστορία γύρω από τις τάξεις προς μια ιστορία γύρω από τις κοινωνικές ομάδες.
Από τις τάξεις στις ομάδες
υτό το οποίο περισσότερο καταλόγισαν στον Ernest Labrousse, είναι ότι θέλησε να επεξεργαστεί ομοιογενή πλαίσια, που στηρίζο
νταν σε ένα μικρό αριθμό οικονομικών κριτηρίων που οι υποψήφιοι διδάκτορες δεν είχαν παρά να εφαρμόσουν. Η μαζική απόρριψη αυτής της κάπως διευθυντικής αντίληψης της έρευνας επέτρεψε στους ιστορικούς να επανακτήσουν μια ελευθερία δράσης, σε αρμονία με τις ατομι- στικές πρακτικές που κυριαρχούν στο γαλλικό πανεπιστήμιο. Ξαφνικά, η ιστορία των κοινωνικών ομάδων διασπάστηκε σε πληθώρα μικρών .ερευνών που δεν ασχολούνται πλέον, γενικά, με το να προτείνουν κριτήρια που να μπορούν να ισχύουν πέρα από τη συγκεκριμένη μονογραφία. Γι’ αυτό, οι ιστορικοί αποκαλούν «ομάδες» ή «κατηγορίες» σύνολα ατόμων πολύ διαφορετικής φύσης. Η ιστορία των επαγγελμάτων έχει σήμερα ούριο άνεμο, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μελέτες που αναφέρονται στους υπαλλήλους (Dominique Bertinotti-Autaa, Delphine Gardey), τους συμ
[234 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΤΕ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
βολαιογράφους (Jean-Paul Barriere), τους στρατιωτικούς (William Ser- man, 1982), τους γιατρούς (Jacques Leonard, 1978), τους πανεπιστημιακούς (Christophe Charle, 1986’ Jean-Frangois Sirinelli, 1988) κ.ά. Η κοινωνική ιστορία πολιτικών προσώπων γνώρισε, και αυτή χάρη στην προσωπογραφία, ένα καλό ξεκίνημα, κυρίως με τις εργασίες του Jean Estebe (1978) σχετικά με τους υπουργούς της Τρίτης Δημοκρατίας και της Vida Azimi σχετικά με τους γερουσιαστές της Υπατείας και της Αυτοκρατορίας.
Η κοινωνική ιστορία στράφηκε επίσης προς τη μελέτη ομάδων των οποίων η μόνη συλλογική ύπαρξη συνίσταται στην υπεράσπιση κοινών συμφερόντων. Η διδακτορική διατριβή του Antoine Prost (1975) γύρω από τους παλιούς πολεμιστές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου συνέβαλε στην απαρχή της διευρυμένης αυτής προοπτικής. Συνδυάζοντας την ιστορία, την κοινωνιολογία, τη γλωσσολογία και την εθνολογία, ο συγγραφέας δείχνει το ρόλο της συλλογικής μνήμης στη δημιουργία της ταυτότητας της ομάδας και το ρόλο που οι σύλλογοι των παλιών πολεμιστών έπαιξαν στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Γαλλίας στο μεσοπόλεμο. Κατ’ επέκταση, είδαμε να αναπτύσσεται τα τελευταία αυτά χρόνια πληθώρα μελετών που επικεντρώνονται στην ιστορία των ομάδων (ή των κατηγοριών) οι οποίες οφείλουν τη συλλογική τους ύπαρξη στην ανάπτυξη της κοινωνικής νομοθεσίας. Είναι η περίπτωση των ανέργων που μελέτησε ο Christian Topalov (1994) ή των συνταξιούχων, στους οποίους ο Bruno Dumons και ο Gilles Pollet (1994) αφιέρωσαν τη διδακτορική τους διατριβή.
Η απώλεια ενδιαφέροντος, της οποίας σε ένα βαθμό υπήρξε θύμα η εργατική ιστορία, εξηγείται, κατά μεγάλο μέρος, από το γεγονός ότι οι ιστορικοί είχαν την τάση να στρέφονται προς νέες μορφές που, μετά τη δεκαετία του 1970, ενσάρκωσαν την κυριαρχία και την περιθωριακότη- τα. Πέρα από τις μελέτες σχετικά με τις γυναίκες (που αναφέρονται παρακάτω) και τους φυλακισμένους (J.-G. Petit, 1990), οι μετανάστες άρχισαν να ενδιαφέρουν τους ιστορικούς, κυρίως χάρη στις εργασίες του Pierre Milza (1977, ό.π.), του Gerard Noiriel (1984), της Nancy Green (1985), της Janine Ponty (1985). Μπορούμε να ενσωματώσουμε στο ρεύμα αυτό τις νέες έρευνες γύρω από την κοινωνική ιστορία του αποικιακού κόσμου, κυρίως τις εργασίες της Isabelle Merle (1995) γύρω από τους Caldoches της Νέας Καληδονίας (θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό στο επόμενο κεφάλαιο).
[ 2 3 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Η τάση να ανοιχτεί η έρευνα στις «μειονότητες» παρατηρείται και στη θρησκευτική ιστορία. Ενώ η προσοχή είχε επικεντρωθεί μέχρι τώρα στους καθολικούς, στο εξής, επιχειρείται μια επαναφορά ισορροπίας προς χάρη των προτεσταντών (Jean Bauberot, 1985, Andre Encreve, 1983), των εβραίων (Sylvie Goldberg, 1989) καί των μουσουλμάνων (Claude Liauzu, 1989).
Από την ομάδα στο πρόβλημα
Ενα άλλο χαρακτηριστικό της πρόσφατης περιόδου είναι ότι συχνά οι υπό μελέτη ομάδες δεν γίνονται αντιληπτές αυτές καθαυτές, αλ
λά για να μελετηθεί ένα πρόβλημα που τις αφορά. Για παράδειγμα, η μελέτη του Christophe Charle (1986) σχετικά με τις Elites au debut de la IHe Republique έχει σκοπό να φωτίσει τις μεταβολές στις μορφές κρατικού ελέγχου και την εξέλιξη των μοντέλων κοινωνικής κυριαρχίας. Η ιστορία των γιατρών του Jacques Leonard (1978) φωτίζει τις δυσκολίες που συναντά μια ομάδα που εμπνέεται από το Διαφωτισμό σε έναν αγροτικό χώρο ο οποίος παραμένει ακινητοποιημένος στις πατρογονικές πεποιθήσεις. Ο William Serman (1982), μέσω της μελέτης μιας ομάδας στρατιωτικών, ενδιαφέρεται για τις συγκρούσεις που διατρέχουν το στρατό, ο οποίος διχάζεται ανάμεσα στο αριστοκρατικό ιδεώδες και τη δημοκρατική πρόοδο. Ο Jacques-Guy Petit (1990) αντιλαμβάνεται τη φυλακή ως ένα χώρο αποκαλυπτικό της σύγχρονης κοινωνίας που προήλθε από την Επανάσταση. Πράγμα που τον οδηγεί να θέσει υπό συζήτηση τις θέσεις τις οποίες ανέπτυξε ο Michel Foucault στο Surveiller et punir. To «πανοπτικό», που αποτελούσε για τον Foucault την κεντρική μορφή της πειθαρχικής κοινωνίας, κατέχει σίγουρα μια πρωταρχική θέση στους λόγους σχετικά με τη φυλακή, δεν βρίσκεται όμως στην καρδιά της πραγματικής φυλακής γιατί, όπως εκτιμά ο Jacques-Guy Petit, αυτή κατά το 19ο αιώνα συγκροτείται γύρω από τη σωφρονιστική μανιφα- κτούρα, με την επιβολή της εργασίας στους εγκληματίες. Η πρόσφατη διδακτορική διατριβή του Jean-Frangois Chanet (1996) προσεγγίζει την ιστορία των δασκάλων για να δει σε ποιο βαθμό διευκόλυναν ή καθυστέρησαν τη γαλλοποίηση των λαϊκών τάξεων, κυρίως στην ύπαιθρο. Αγγίζουμε εδώ το πρόβλημα της εθνικής ενσωμάτωσης και αφομοίωσης που είχε ήδη προσεγγίσει ο Eugen Weber (1976) στο βιβλίο του σχετικά με «το τέλος των επαρχιών». Το ίδιο πρόβλημα προσέγγισα στη διδακτο
ί 236 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΤΡΙΤ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ρική μου διατριβή, εξετάζοντας το όχι από την άποψη της ενσωμάτωσης ενός περιφερειακού πληθυσμού, αλλά ενός ξένου πληθυσμού που μετα- νάστευσε στη Λορένη στις αρχές του 20ού αιώνα. Και εδώ, περισσότερο από τη μελέτη μιας κοινωνικής ομάδας, η ιστορική έρευνα είχε στόχο να απαντήσει σε ένα αίνιγμα: Γιατί, κατά τη διάρκεια των μεγάλων απεργιών του 1979-1980 εναντίον του κλεισίματος των εργοστασίων, οι διαδηλωτές -που ήταν μετανάστες στη μεγάλη τους πλειονότητα- ένιωθαν την ανάγκη να τοποθετήσουν στην κορυφή των πορειών παιδιά ντυμένα με την τοπική ενδυμασία της Λορένης, ενώ αυτή είχε επινοηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα, από τα εθνικιστικά κινήματα που ήταν εχθρικά στη Γερμανία και τους «ξένους» (G. Noiriel, 1984);
Από την Penelope στην Clio: Η αργή ανάδυση μιας «ιστορίας των γυναικών»
Η ιστορία των γυναικών αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της προοδευτικής αυτής προβληματικής γύρω από ένα ζήτημα
που, αρχικά, γινόταν αντιληπτό κυρίως ως η ιστορία μιας ξεχασμένης κατηγορίας, η οποία έπρεπε να αποκατασταθεί. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ξεκινά η ιστοριογραφία των γυναικών. Η έκταση του γαλλικού φεμινιστικού κινήματος στα χρόνια που ακολούθησαν το Μάη του ’68 και ο δυναμισμός των Women studies στις Ηνωμένες Πολιτείες (βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο) καταλήγουν στη γένεση ενός νέου περιοδικού: Penelope. Pour I’histoire des femmes. Η παρουσίαση του σχεδίου στο πρώτο τεύχος (Ιούνιος 1979) απεικονίζει το αγωνιστικό πλαίσιο που κυριαρχεί την εποχή αυτή: «Η επιθυμία μας; Να μην δημιουργήσουμε ένα ακαδημαϊκό, πλήρες και τέλεια επεξεργασμένο περιοδικό: Δεν έχουμε ούτε τα μέσα ούτε την επιθυμία για κάτι τέτοιο. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα γκέτο της ιστορίας των γυναικών». Παρουσιαζόμενο ως ένα σύνολο «ταπεινών τετραδίων» και ακόμη ως ένα «δελτίο σύνδεσης» (τχ. 2), το περιοδικό είναι πολυγραφημένο. Κάθε τεύχος οργανώνεται γύρω από ένα θέμα, που συχνά συνδέεται με την επικαιρότητα: οι γυναίκες και ο τύπος (τχ. 1), η εκπαίδευση των κοριτσιών (τχ. 2), η γυναίκα θερα- πεύτρια (τχ. 5), η γυναίκα στο γραφείο (τχ. 10) κ.λπ. Παρά τη βοήθεια που προσφέρουν στο εγχείρημα πολλές αναγνωρισμένες ιστορικοί (Yvonne Knibiehler, Michelle Perrot), εξαιτίας της έλλειψης θεσμικής υποστή
[ 2 3 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ριξης, το περιοδικό εξαφανίζεται το 1985. Δέκα χρόνια αργότερα, η Penelope ξαναρχίζει το έργο της, παίρνοντας τη μορφή της Clio. Histoire. Femmes et societes. To σύντομο «άρθρο» που εξηγεί τη γένεση του νέου περιοδικού, απεικονίζει ταυτόχρονα τη συνέχεια και τις μεταβολές της ιστορίας των γυναικών: «Ποιες είμαστε; Ιστορικοί πεπεισμένες ότι οι σχέσεις ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες βρίσκονται στην καρδιά των ερωτημάτων του καιρού μας και της επιστήμης μας. Τι θέλουμε; Να γνωστοποιήσουμε στο γαλλικό κοινό και στην κοινότητα των ιστορικών τον καρπό πολύ συχνά εμπιστευτικών ερευνών που αφορούν την “ιστορία των γυναικών”». Και οι υπεύθυνες του περιοδικού υπογραμμίζουν ότι δεν πρόκειται για «ένα νέο έδαφος, αλλά για μια νέα προσέγγιση, που με βάση την έννοια της διαφοράς των φύλων, θέτει ερωτήματα στο σύνολο της επιστήμης». Αποτίνοντας φόρο τιμής στις «πρωτεργάτριες», οι υπεύθυνες του περιοδικού αναφέρουν ότι «στρέφονται προς το μέλλον» και ότι «έχουν συνείδηση ότι αποτελούν τις κληρονόμους». Κομψός τρόπος που σηματοδοτεί το πέρασμα από μια γενιά στην άλλη. Η Penelope άνοιξε το δρόμο, δημιούργησε μια αρχή παράδοσης. Γι’ αυτό, προσθέτουν οι συγγραφείς, «δεν μας διακατέχει πια σήμερα ο άλλοτε τόσο υπαρκτός φόβος ότι μετατρέπουμε την ιστορία των γυναικών σε γκέτο». Παραδόξους, οι υπεύθυνες της Penelope φοβούνταν το γκέτο, αλλά αρνούνταν να διαλυθούν μέσα στον ακαδημαϊκό κόσμο. Δεν δίσταζαν να πολλαπλασιάζουν τους προκλητικούς τίτλους: «Η καταδιωκόμενη μήτρα» ή «Από την πυρά στο νΐιβάνι» (τχ. 8). Αν οι εκδότριες της Clio δεν φοβούνται το γκέτο, είναι αναμφίβολα γιατί δέχονται να παίξουν πλήρως το πανεπιστημιακό παιχνίδι. Κάθε αφιέρωμα προσεγγίζει ένα «κανονικό» επιστημονικό ζήτημα (τη θρησκεία, το συνδικαλισμό, την Αντίσταση), προσπαθώντας όχι μόνο να δείξει το ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες σ’ αυτό αλλά, πιο θεμελιακά, να προσεγγίσει αυτά τα ζητήματα από την άποψη των σχέσεων των φύλων.
Το περιοδικό εφαρμόζει, με συλλογικό τρόπο, το πρόγραμμα που σκιαγράφησε η Michelle Perrot (1985) στην εισαγωγή του βιβλίου (το οποίο προήλθε από ένα σημαντικό συνέδριο) Une histoire des femmes est- elle possible? Υπογραμμίζοντας ότι η οικονομική και κοινωνική ιστορία την οποία προώθησαν τα Annales στις προηγούμενες δεκαετίες δεν έλαβε υπόψη την κατά φύλα διαίρεση, η συγγραφέας εκτιμά ότι η νέα ιστοριογραφική συγκυρία, στραμμένη προς το πρόβλημα των «αναπαραστάσεων», είναι περισσότερο ευνοϊκή για την ιστορία των γυναικών. Το
[ 2 3 8 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
έργο παρουσιάζει έναν πρώτο απολογισμό των ερευνών γύρω από αυτό το ζήτημα. Στο μεθοδολογικό επίπεδο, οι συνεργάτριες επιμένουν στο γεγονός ότι οι γυναίκες άφησαν λιγότερα γραπτά ίχνη από τους άνδρες, πράγμα που καθιστά την προφορική ιστορία ιδιαίτερα σημαντική και επιβάλλει την ενίσχυση των σχέσεων ανάμεσα στην ιστορία και τη λογοτεχνία. Πολλές συμβολές που συγκεντρώνονται στο έργο συγκλίνουν επίσης στην απόρριψη ταυτόχρονα, των προσεγγίσεων που έχουν την τάση να παρουσιάζουν κατά προτίμηση την αθλιότητα και των προσεγγίσεων που «φυσικοποιούν» τις γυναίκες («το αιώνιο θηλυκό»). Συνηγορούν υπέρ της έμφασης της έρευνας στο υποκειμενικό, στην οικειότητα. Αν εξετάσουμε τις εργασίες που δημοσιεύτηκαν στον τομέα αυτόν εδώ και τριάντα χρόνια, θα διακρίνουμε μια πολύ καθαρή εξέλιξη των προοπτικών. Αρχικά, το γυναικείο (και φεμινιστικό) ζήτημα έγινε αντιληπτό ως ένας υποτομέας της ιστορίας του εργατικού κινήματος, όπως το απεικονίζει το πρωτοποριακό έργο της Madeleine Guibert (1967). Προοδευτικά, το ζήτημα θα αποκτήσει την αυτονομία του. Οι έρευνες που προσεγγίζουν τη δημόσια και κοινωνική ζωή των γυναικών πολλαπλα- σιάστηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια. Η Catherine Omnes (1997), συνδυάζοντας τη μακρά και γενεακή προσέγγιση, χρησιμοποιεί το προσωπογραφικό διάβημα για να δείξει τις ειδικές μορφές κυριαρχίας που υφί- στανται οι εργάτριες στην περιοχή του Παρισιού κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Η Francine Muel-Dreyfus (1996) προσεγγίζει το ζήτημα του «αιώνιου θηλυκού» υπό το καθεστώς του Vichy, η Claude Langlois (1985) μελετά τις γυναικείες θρησκευτικές αδελφότητες, η Nicole Edel- man (1995) τις μάντισσες και τις θεραπεύτριες. Τις μελέτες αυτές συμπληρώνουν εργασίες που επικεντρώνονται στην ιδιωτική σφαίρα. Έτσι, η Anne-Marie Sohn (1996), αφού μελέτησε 700 δικαστικούς φακέλους, μπόρεσε να δείξει τη διαφορά των γυναικείων ρόλων στην ιδιωτική ζωή το 19ο-20ό αιώνα.
Το πάθος του κοινού για το γυναικείο ζήτημα εξηγεί το γεγονός ότι ο νέος αυτός τομέας της ιστορικής έρευνας ενισχύθηκε από τους εκδοτικούς οίκους πριν από την πανεπιστημιακή θεσμοθέτησή του. Η δημοσίευση των τεσσάρων τόμων Ecrire I’histoire des femmes που επιμελήθη- καν ο Georges Duby και η Miclelle Perrot (1991-1992), θα επιτρέψει τη συγκέντρωση των περισσοτέρων γυναικών ιστορικών ειδικών του ζητήματος. Αναφέροντας μόνο το γαλλικό τμήμα ενός έργου πλατιά ανοιχτού στις άλλες χώρες, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο τόμος για το
[ 2 3 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
19ο αιώνα (που επιμελή θηκαν η Michelle Perrot και η Genevieve Fraisse) προσφέρει ένα πλούσιο δείγμα των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν γύρω από το ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης (Dominique Godineau, Elisabeth Sledziewski), τα θρησκευτικά προβλήματα (Jean Bauberot, Nancy Green, Frangoise Mayeur), τη σχέση με την εργασία (Joan Scott), τη γυναικεία αγαμία (Cecile Dauphin). Ο τόμος για τον 20ό αιώνα, που επιμελήθηκε η Fran^oise The- baud, είναι ακόμη περισσότερο διεθνής. Η Anne-Marie Sohn συγκρίνει την κατάσταση των γυναικών στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, και η Franijoise Thebaud φωτίζει το ρόλο που έπαιξαν στον πόλεμο. Το έργο ανοίγεται επίσης σε σημαντικό βαθμό στις κοινωνικές επιστήμες, χάρη στις συμβολές των νομικών (Jacqueline Costa-Lascoux) και των κοινωνιολόγων (Rose-Marie Lagrave και Nadine Lefaucheur). Ορισμένες από αυτές τις συμβολές προσεγγίζουν το ζήτημα της εξουσίας, θ α τις αναφέρω στο επόμενο κεφάλαιο.
Οι περιπλανήσεις της πολιτισμικής ιστορίας
Η σημασία που απέκτησε κατά τα τελευταία χρόνια το ζήτημα των «αναπαραστάσεων» είχε ως συνέπεια να προκαλέσει έρευνες στο χώ
ρο της πολιτισμικής ιστορίας. Και σε αυτόν τον τομέα, η απόσταση από τους οικονομικούς καθορισμούς είναι πολύ ορατή και λίγοι ιστορικοί ασχολούνται σήμερα με την περιήγηση στην «αποθήκη» πριν βιαστούν να επισκεφτούν τη «σοφίτα», που βρίσκεται πολύ ψηλά στο «σπίτι της ιστορίας». Το αντιστάθμισμα όμως αυτής της εξάπλωσης της πολιτισμικής ιστορίας συνίσταται στον εκλεκτικισμό των εργασιών που διεκδι- κούν το χαρακτηρισμό αυτόν. Μπορούμε να αναφέρουμε, κατ’ αρχάς, τις έρευνες στο χώρο της ιστορίας της τέχνης, κυρίως αυτές της Christine Peltre σχετικά με το «ταξίδι στην Ελλάδα» των Γάλλων ζωγράφων το 19ο αιώνα και της Laurence Bertrand-Dorleac σχετικά με τις πλαστικές τέχνες στο Παρίσι την εποχή του Vichy. Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε ότι η συνάφεια ανάμεσα στην ιστορία της τέχνης και την πολιτική ιστορία αποτελεί μία από τις ενδιαφέρουσες μορφές που προσλαμβάνει σήμερα η ανανέωσή στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας. Ένας άλλος δρόμος, που συχνά συνδέεται με την πολιτισμική ιστορία και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, είναι η ιστορία της εκπαίδευσης και
{ 2 4 0 }
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
των γνώσεων. Όπως στον τομέα της οικονομικής ιστορίας, ένας από του βασικούς λόγους αυτού του δυναμισμού οφείλεται στη θεσμική υποσττ ριξη, την οποία συνάντησε χάρη κυρίως στη δημιουργία του Institu National de Recherches Pedagogiques (INRP), που διευθύνει ένας ιστο ρικός (Pierre Caspard). Πρόκειται για ένα κέντρο το οποίο διαθέτει σή μερα το δικό του περιοδικό: Histoire de Teducation. Μέχρι τη δεκαετΰ του 1950, ο τομέας αυτός μελετών περιοριζόταν στην ιστορία της διδα σκαλίας, που γινόταν αντιληπτή ως προέκταση της πολιτικής ιστορίας Στην επόμενη περίοδο, οι πρωτοποριακές εργασίες του Maurice Crubel lier (1979) επέτρεψαν μια πρώτη διεύρυνση της προοπτικής. Η ιστορί* της εκπαίδευσης αναδύθηκε και αυτή μέσω του ποσοτικού και σειραϊ κού κύματος, κυρίως μετά τη δημοσίευση του βιβλίου των Fransois Fure και Jacques Ozouf (1977, ό.π.), Lire et ecrire. Εδώ και δέκα χρόνια, τ< ποσοτικό διάβημα υποχώρησε και από το εν λόγω πεδίο προς χάρη ενό< διαβήματος που πριμοδοτεί τους «πρωταγωνιστές» του εκπαιδευτικοί κόσμου, είτε πρόκειται για τους «χρήστες» του νηπιαγωγείου (Jean-Noe Luc) και του δημοτικού σχολείου (Jacques Gavoille) ή τους φοιτητές των οποίων η ιστορία σκιαγραφείται στις πρωτοποριακές εργασίες τοι Paul Gerbod (1965), που σήμερα επεκτείνονται από τον Jean-Claud< Caron (1989). Και οι εκπαιδευτικοί έχουν την τιμητική τους. Μετά του< δασκάλους, που μελετήθηκαν από τον Jacques και τη Mona Ozouf, είνα οι καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (χάρη στις εργασίες τη< Fran^oise Mayeur, του Jean-Michel Chapoulie και του Jean-Louis Fabia ni) και της ανώτατης εκπαίδευσης (Jean-Frangois Sirinelli και Christo phe Charle) που κυρίως μελετήθηκαν. Στους καθηγητές και τους χρή στες των λαϊκών πανεπιστημίων επικεντρώθηκε η διδακτορική διατριβτ του Lucien Merrier (1987). Άλλη σημαντική διάσταση της ιστορίας τη; εκπαίδευσης: το αυξανόμενο ενδιαφέρον που όσοι συμμετέχουν σε αυ τήν αποδίδουν στη μελέτη των περιεχομένων της διδασκαλίας. Πρέπε να αναφέρουμε εδώ τις εργασίες του Andre Chervel (1977) γύρω απ<: την ιστορία της γραμματικής, του Christian Amalvi (1988) γύρω από ττ διδασκαλία της ιστορίας, της Lucette Le Van Lemesle γύρω από τη διδασκαλία της πολιτικής οικονομίας, της Nicole Hulin γύρω από την επιστημονική διδασκαλία και, σε μια λίγο διαφορετική προοπτική, του Pierre Arnaud γύρω από την παιδαγωγική της άθλησης. Επεκτείνοντας αυτές τις νέες ενασχολήσεις, μπόρεσαν να εγκαθιδρυθούν συνάφειες με ττ θρησκευτική ιστορία. Κυρίως χάρη στις μελέτες γύρω από το καθολικό
16 [241 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
βιβλίο το 19ο αιώνα (Claude-Leon Savart) και ιδιαίτερα γύρω από τη διδασκαλία της θεολογίας (Etienne Fouilloux, 1980).
Στους ίδιους τους κόλπους της πολιτισμικής ιστορίας αυτονομήθηκε πρόσφατα ένας νέος ερευνητικός τομέας: η ιστορία των επιστημών. Και εδώ η θέληση για ενεργοποίηση εκ νέου συλλογικών ερευνητικών πρακτικών είναι πολύ αισθητή. Το 1987 δημιουργήθηκε η Societe franqaise pour l’histoire des sciences de l’homme που διευθύνεται από τον Claude Blanckaert, και που συμπλήρωμά της το 1993 αποτελεί η Societe d’ histoire et d’epistemologie des sciences de la vie. Η αξιοσέβαστη Revue de synthese ανανεώθηκε προσφέροντας μια θέση ολοένα μεγαλύτερη στην ιστορία των επιστημών. Ενώ ο τομέας αυτός αποτελούσε σχεδόν αποκλειστικό χώρο των φιλοσόφων (Bachelard, Canguilhem, Koyre), ο δυναμισμός της κοινωνιολογίας των επιστημών, αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και κατόπιν στη Γαλλία (Bruno Latour), επέτρεψε την ανάπτυξη μιας κοινωνικής ιστορίας των επιστημών. To Centre Alexandre Koyre, που διευθύνεται από τον Roger Chartier, έγινε ένας χώρος σταυροδρόμι των ερευνών σε έναν τομέα όπου η διεπιστημονικότητα αποτελεί αναγκαιότητα. Έχοντας την υποστήριξη της EHESS, του CNRS και του Mu- see National d’Histoire Naturelle, το Κέντρο προσφέρει σήμερα ένα DEA που συνδυάζει τη διδασκαλία γύρω από την ιστορία των θετικών επιστημών (Jean Dhombres, Eric Brian, Amy Dahan και Jeanne Peiffer), την ιστορία της στατιστικής (Marc Barbut και Ernest Coumet), των ανθρωπιστικών .επιστημών (Claude Blanckaert, Claudine Cohen), των επιστημών και τεχνικών (Andre Grelon, Dominique Pestre). Η αφθονία ερευνών που εμφανίζονται σήμερα σε αυτόν τον τομέα καθιστά δύσκολη τη συνθετική παρουσίασή τους. Για να απεικονίσουμε τη διαφορετικότητα των πρόσφατων προσανατολισμών, θα αναφέρουμε τις πρωτοποριακές εργασίες του Denis Buican (1983) σχετικά με την ιστορία της γενετικής και της Michelle .Goupil (1986) γύρω από τη χημεία, τις έρευνες του Jean-Pierre Goubert στο σταυροδρόμι της ιστορίας των επιστημών, των τεχνικών και της υγείας, εκείνες του Claude Blanckaert γύρω από την ιστορία των ανθρωπιστικών επιστημών το 19ο αιώνα. Η διδακτορική διατριβή του Dominique Pestre (1984) γύρω από την ιστορία της φυσικής είναι αντιπροσωπευτική των νέων προσανατολισμών της ιστορίας των επιστημών. Παίρνοντας ρητά τις αποστάσεις του από το μοντέλο του Bachelard (που απέρριπτε τους «εξωτερικούς» καθορισμούς στην επιστήμη και αντιλαμβανόταν την επιστημονική πρόοδο μονάχα
[ 2 4 2 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ως μια καθαρή ιστορία του πνεύματος), ο συγγραφέας διεκδικεί την ε στημολογία του Thomas Kuhn και του Alexandre Koyre (διάσημου γ τί τοποθέτησε την επανάσταση του Γαλιλαίου στο διανοητικό πλαί< της εποχής του). Αποδίδοντας τη φυσική στους φυσικούς, ο Pestre vj
γραμμίζει ότι η θεωρία της περιορισμένης σχετικότητας που επεξερ' στηκε ο Αϊνστάιν δεν επιβλήθηκε «από μόνη της» λόγω της ισχυρής ι ωρητικής της συνοχής. Για να κατανοήσουμε πώς μπόρεσε να γίνει aj δεκτή από τον επιστημονικό χώρο, πρέπει να την τοποθετήσουμε εκ ου στο πλαίσιό της και να εφαρμόσουμε στον κόσμο της επιστήμης εργαλεία που η ιστορία χρησιμοποιεί για τη μελέτη των άλλων κοινω κών κόσμων.
Η ιστορία του αστικού χώρου
Η ιστορία του αστικού χώρου αποτελεί ένα άλλο παράδειγμα π απεικονίζει συγχρόνως τη διάσπαση και τις ανασυνθέσεις της χ
λιάς οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Και εδώ, το ποσοτικό πά€ της New Urban History μειώθηκε τα τελευταία χρόνια. Λιγάκι αποπ( σανατολισμένοι οι εκπρόσωποι της νέας γενιάς των ιστορικών του ασ κού χώρου αναρωτιούνται σχετικά με τους προσανατολισμούς που π< πει να ενθαρρύνονται σήμερα και κάνουν έκκληση για μια συλλογι σκέψη (βλέπε R. Baudoin και άλλοι, 1990). Ενώ η πόλη αποτελούσε c χνά ένα πλαίσιο μελέτης για τις κοινωνικές τάξεις, σήμερα, ολοένα > περισσότερο εμφανίζεται ως ένα πρόβλημα. Η διατριβή του Berm Lepetit (1988) σχετικά με τις γαλλικές πόλεις ανάμεσα στα 1740 και 18 αποτελεί, από αυτή την άποψη, μια στροφή. Διαφοροποιείται από τη \ νογραφία που υιοθετείται στις περισσότερες διατριβές της ιστορίας τ αστικού χώρου, υπογραμμίζοντας ότι λόγω της έλλειψης μιας κοι\ προβληματικής, οι εργασίες αυτές δεν μπορούν να συγκριθούν μετα τους ούτε να προσφέρουν μια συνολική προβληματική σχετικά με τις [ ταβολές των πόλεων το 18ο και 19ο αιώνα. Γι’ αυτό αναφέρει συγκεκ μένα ότι το πραγματικό αντικείμενο της εργασίας του είναι η εξέλιξη τι συστημάτων των αστικών χώρων της προβιομηχανικής Γαλλίας. Πρόκ ται για μια προσπάθεια «συμβολής στην ιστορία των οργανωτικών μο φών του οικονομικού χώρου» που αποβλέπει σε μια ευρεία πρόβλημα κή με στόχο να μετατραπεί ο χώρος σε ένα αντικείμενο της ιστοριχ
[243 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
έρευνας. Ο Bernard Lepetit επιχειρεί να ταξινομήσει τις πόλεις ανάλογα με τις δραστηριότητές τους, να συγκροτήσει μια τυπολογία των μορφών ανάπτυξης, που στηρίζεται στην κατανομή των οικονομικών, δημογρα- φικών και κοινωνικών μεταβλητών. Η τιμή που οι μαθητές του Bernard Lepetit του απέδωσαν σε ένα πρόσφατο τεύχος των Cahiers du CRH (1996), του οποίου ήταν διευθυντής, δείχνει όλη τη γονιμότητα και τη μακροβιότητα αυτού του νέου δρόμου. Ας αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, τις συμβολές της Caroline Varlet γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στο χώρο και την κοινωνική ταυτότητα στο Παρίσι από το 1919 μέχρι το 1939, της Isabelle Bakouche γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στο Παρίσι και το Σηκουάνα το 19ο αιώνα. Εργασίες που έρχονται να προστεθούν στις πρόσφατες διατριβές του Patrick Gervaise ή του Pierre-Yves Saulnier για να πυκνώσουν έναν ιδιαίτερα ενεργό σήμερα ερευνητικό τομέα. Πέρα από το ζήτημα του αστικού χώρου με τη στενή έννοια, οι εργασίες του Bernard Lepetit συνέβαλαν και στην ανανέωση των μελετών σχετικά με την ιστορία της ρύθμισης του χώρου, των αστικών τοπίων, της αρχιτεκτονικής κ.ά.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Στον πρόσφατο απολογισμό μισού αιώνα οικονομικής ιστορίας που πραγματοποίησε ο Alain Plessis (στο F. Bedarida, 1995, ό.π., σ. 278), διαπιστώνει: «Πόση μεταβολή σε διάστημα μιας γενιάς! Οι ιδεολο
γικές συζητήσεις αμβλύνθηκαν, οι ερευνητές εμφανίζονται λιγότερο φιλόδοξοι». Ξαναβρίσκουμε εδώ το μοτίβο που αναφέρεται στα προηγούμενα κεφάλαια και σχετίζεται με την απουσία συζητήσεων στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας. Με πρότυπο τα Annales που άνοιξαν μια τακτική στήλη «Συζητήσεις και αγώνες» για την οποία ο Fernand Braudel ήταν πολύ υπερήφανος, που εξασθένησε όμως με το πέρασμα του χρόνου, πολλά νέα περιοδικά τα οποία εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια δημιούργησαν χώρους συζήτησης και αντιπαράθεσης. Παρ’ όλα αυτά όμως οι συζητήσεις αυτές δεν τροφοδοτήθηκαν καθόλου. Σήμερα, η απουσία συζητήσεων είναι ιδιαίτερα αισθητή στο επίπεδο των ερμηνειών (ή των εξηγήσεων) των ιστορικών φαινομένων. Στη Γαλλία, δεν έχουμε τίποτε το συ
[ 2 4 4 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
γκρίσιμο με τη συλλογική συζήτηση η οποία διαρκεί επί πολλές δεκαετίες στη Γερμανία σε σχέση με τη «Sonderweg», τις ιδιαιτερότητες της γερμανικής ιστορίας που μπορούν να εξηγήσουν γιατί ο ναζισμός θριάμβευσε. Θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ότι στη Γαλλία, η οικονομική και κοινωνική ιστορία δεν λαμβάνεται ακόμη πραγματικά υπόψη στις έρευνες για το Vichy. Οι μόνες συζητήσεις που διαθέτουν ένα ορισμένο εύρος επεκτείνουν τις συζητήσεις που εμφανίστηκαν στις δεκαετίες 1960- 1970. Ακόμη και αν τείνουν να εκπνεύσουν εδώ και μερικά χρόνια, μπορούμε να αναφέρουμε σε σχέση με αυτό, τις αντιπαραθέσεις που προκά- λεσε το ζήτημα του «γαλλικού δρόμου εκβιομηχάνισης». Σε ένα πρώτο στάδιο, η πλειονότητα των ιστορικών συμφώνησε με τη θέση που ανέπτυξε στο πρωτοποριακό του έργο ο David Landes (1969), όπου διαπίστωνε μια «καθυστέρηση» της γαλλικής εκβιομηχάνισης, συγκρινόμενης με την εκβιομηχάνιση της Μεγάλης Βρετανίας, καθυστέρηση που απέδιδε στο «μαλθουσιανισμό» και την «έλλειψη τόλμης» της γαλλικής εργοδοσίας. Στη συνέχεια, οι οικονομολόγοι ιστορικοί οδηγήθηκαν να ασκήσουν κριτική στη θέση αυτή της «καθυστέρησης», προτιμώντας να μιλήσουν για ένα διαφορετικό δρόμο εκβιομηχάνισης. Η απουσία εργοστασιακής πύκνωσης και αλματώδους αστικοποίησης δεν παρεμπόδισε την έντονη ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας, όπως το βεβαιώνουν οι αριθμοί (Ρ. Fridenson και A. Strauss, 1987). Ο ίδιος ο David Landes κατέληξε να αποδεχτεί αυτή την άποψη δείχνοντας, σε νέες εργασίες, το δυναμισμό ενός τμήματος της γαλλικής εργοδοσίας (κυρίως στη βόρεια Γαλλία). Αν η συζήτηση δεν προχώρησε πιο μακριά, δεν οφείλεται σε έλλειψη νέων υποθέσεων. Στις έρευνές μου γύρω από την ιστορία της μετανάστευσης, για παράδειγμα, κατάλαβα προοδευτικά ότι αν παρατηρήσουμε τα πράγματα όχι από την άποψη της επιχείρησης, σε μια μακροοικονομική προοπτική, αλλά από την άποψη των εργατών, θα πρέπει να σχετικοποιήσου- με έντονα αυτή την ιδέα ενός «ήπιου» γαλλικού δρόμου εκβιομηχάνισης. Αν πάρουμε ως κριτήρια, τον ξεριζωμό, την άγρια αστικοποίηση, τον αριθμό των περιπτώσεων φυματίωσης κ.λπ., μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε εκ νέου προς χάρη της θέσης της γαλλικής «καθυστέρησης». Σε σχέση με χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή η Γερμανία, οι κοινωνικές συνέπειες της εκβιομηχάνισης μετατέθηκαν απλώς μέσα στο χρόνο. Η ρήξη παράγεται στο μεσοπόλεμο και αγγίζει ουσιαστικά το προλεταριάτο των μεταναστών. Το μικρό ενδιαφέρον που οι ιστορικοί έδειξαν για την ιστορία της μετανάστευσης και το γεγονός ότι παραμένουν προ
[245 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
σηλωμένοι στη χρονολογική τομή του 1914 εξηγούν γιατί η ρήξη αυτή υποτιμήθηκε (G. Noiriel, 1988). Δεν πρόκειται εδώ παρά μόνο για μια υπόθεση που υποβάλλεται στη συλλογική κριτική. Όταν διαβάζουμε προσεκτικά τις διατριβές που υποστηρίχτηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, διαπιστώνουμε ότι πολλές από αυτές προτείνουν ερμηνείες και εξηγήσεις ικανές να ανανεώσουν την κατανόησή μας για τη σύγχρονη περίοδο. Προσκρούουμε όμως στο γεγονός ότι οι υποθέσεις αυτές πρέπει να επιβεβαιωθούν και να συζητηθούν από άλλους ιστορικούς προκειμένου να γίνουν αποδεκτές ή να απορριφθούν. Σήμερα ο κατακερματισμός της έρευνας καθιστά ολοένα και δυσκολότερη την εφαρμογή αυτού του συλλογικού διαβήματος. Σίγουρα, οι ιστορικοί συνεχίζουν να μιλούν μεταξύ τους στα σεμινάρια και τα συμπόσια, δεν υπάρχει όμως δημόσιος χώρος για την επιστημονική συζήτηση.
Η επιστημολογία ανάμεσα σε φιλελευθερισμό και αλληλεγγύη
πως είδαμε σε όλο αυτό το κεφάλαιο, στο επιστημολογικό επίπεδο,η πρόσφατη περίοδος σημαδεύτηκε· από το θρίαμβο «κονστρουκτι-
βιστικών» προσεγγίσεων. Η εξέλιξη αυτή υπήρξε πολύ ωφέλιμη για την έρευνα της σύγχρονης ιστορίας. Μας υποχρέωσε να αμφισβητήσουμε τα πλαίσια σκέψης που, για μας, ήταν αυτονόητα. Ας πάρουμε το παράδειγμα του χώρου. Η επιστημολογική σκέψη σχετικά με αυτό το ζήτημα (που οφείλει πολλά στο περιοδικό Espaces Temps) κατέληξε να θέσει ερωτήματα όχι μόνο σε σχέση με το νομαρχιακό ή επισκοπικό πλαίσιο, αλλά σε σχέση με όλα τα χωρικά πλαίσια που δεν προσαρμόζονται αυστηρά στο αντικείμενό τους. Το ζήτημα αυτό αποτελεί το κυρίαρχο δια- κύβευμα της έννοιας της «κλίμακας», όπως την επεξεργάστηκε ο Bernard Lepetit. Μπορούμε να μετρήσουμε την αποκαλυπτική αξία της όταν διαβάζουμε τις πρόσφατες εργασίες που δείχνουν την απόσταση ανάμεσα στις διοικητικές διαιρέσεις και τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα οικειο- ποιούνται και αντιλαμβάνονται τους χώρους όπως η συνοικία (Pierre- Yves Saulnier) ή ενδιαφέρονται για υπολανθάνοντα διακυβεύματα στην οικοδόμηση του χώρου στην ιστορία της χαρτογραφίας (Christian Jacob, 1992). Ο πολλαπλασιασμός των πρόσφατων σκέψεων γύρω από το χρόνο εγγράφεται στην ίδια λογική. Υιοθετώντας την ιστορικιστική προοπτική που ανέπτυξε εναντίον της δομικής ιστορίας ο Edward P. Thompson,
[ 2 4 6 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
οι ιστορικοί των Annales μάς προσκάλεσαν σταθερά να δεχτούμε τη· ιδέα ότι ο χρόνος, όπως ο χώρος, πρέπει να οικοδομείται σε σχέση με τ< αντικείμενο μελέτης και όχι σε αναφορά με γενικά εξωτερικά πλαίσια.
Στο όνομα των ίδιων επιχειρημάτων αναπτύχθηκε η κριτική των κοι νωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών. Είδαμε ότι, από τη δεκαετία τοι 1960, οι περισσότερες διατριβές οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας συνέκλιναν προκειμένου να δηλώσουν ότι οι κατηγορίες του Labroussf δεν ανταποκρίνονταν στις τοπικές πραγματικότητες. Σήμερα, τα επιχει ρήματα προχωρούν προς την ίδια κατεύθυνση, είναι όμως πολύ περισσότερο «φιλοσοφικώς ορθά», πολύ πιο εξεζητημένα. Όπως είδαμε, προσάπτουν στους ιστορικούς που χρησιμοποιούν τις κατηγορίες αυτές ότι «πραγμοποιούν» την πραγματικότητα, δηλαδή ότι εμπιστεύονται φανταστικές, αναχρονιστικές, αφηρημένες ιδέες, αντί να μεριμνούν για τα άτομα «με σάρκα και οστά». Για μια ακόμη φορά δεν θα ήταν αρκετό να επαναλάβουμε το όφελος που η σύγχρονη ιστορία προσκόμισε από το κριτικό αυτό διάβημα. Από τη στιγμή που συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν δυνατόν να θεωρούμε τις διαιρέσεις που καθορίστηκαν το 19ο αιώνα από τους υπαλλήλους της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Γαλλίας ως απλή αντανάκλαση πραγματικών κοινωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών, αρχίσαμε να αμφισβητούμε τις δηλώσεις μιας οικονομικής ιστορίας ανίκανης να συλλάβει τον ουσιαστικό ρόλο που παίζουν οι εργάτες- αγρότες στη γαλλική κοινωνία του 19ου αιώνα, γιατί αυτοί οι τελευταίοι δεν υπήρχαν στις επίσημες στατιστικές. Καταλάβαμε ότι, συγχέοντας την πραγματικότητα και τις κατηγορίες που θεωρούνται ότι την αντιπροσωπεύουν, δεν θα κατανοούσαμε ότι οι διοικητικές αυτές διαιρέσεις απέρρεαν από μια διαδικασία κρατικής καταγραφής η οποία δεν είναι ουδέτερη, επειδή θέτει σε κίνηση σχέσεις εξουσίας, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο. Το να θέτουμε ερωτήματα ως προς τον τρόπο που παρήχθησαν οι κατηγορίες αυτές, ως προς την ιστορικότητά τους (η λέξη «αστός», όπως τη χρησιμοποιούμε σήμερα, είχε την ίδια έννοια το 19ο αιώνα;), αποτελεί σήμερα ένα «αντανακλαστικό» που κάθε ιστορικός θα πρέπει να ενσωματώσει στη μεθοδολογική του κουλτούρα.
Αυτό που μπορεί να θεωρούμε λυπηρό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι, διακατεχόμενοι από την ορμή τους, οι «κονστρουκτιβιστές» ιστορικοί καταλήγουν μερικές φορές να αναπαράγουν το δογματισμό στον οποίο υπέπεσαν οι υπέρμαχοι της ποσοτικής οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Το να είμαστε επιφυλακτικοί σχετικά με τις διαδικασίες κατασκευής
[ 2 4 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
των κατηγοριών που χρησιμοποιούμε στις έρευνες μας είναι ένα πράγμα, το να πιστέψουμε ότι θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από κάθε κατηγορία είναι ένα άλλο. Η θεώρηση αυτή δεν μπορεί να στηριχτεί, πράγματι, σε καμιά φιλοσοφική «απόδειξη», οι ίδιοι οι φιλόσοφοι μην έχοντας ποτέ καταφέρει να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Πρόκειται απλώς για μια προσωπική προτίμηση. Με την έννοια αυτή είναι εντελώς σεβαστή. Όσοι όμως, όπως εγώ, θεωρούν λυπηρό γεγονός την εξασθένιση των συλλογικών πρακτικών στην ιστορία, δεν μπορούν να υιοθετήσουν αυτή τη θεώρηση, γιατί αυτή συμβάλλει στην επιδείνωση του κατακερματισμού της ιστορίας που όλοι διαπιστώνουν σήμερα. Στο συμπόσιο του Saint-Cloud, το 1965, σε απάντηση στην κριτική που ο Roland Mous- nier απηύθυνε στην ονοματολογία των τάξεων, ο Ernest Labrousse δήλωνε: «Υπάρχουν δύο πνευματικές οικογένειες, εξίσου αξιοσέβαστες, αυτή που ψάχνει λύσεις στα προβλήματα και αυτή που ψάχνει δυσκολίες στις λύσεις, εγώ ανήκω στην πρώτη». Αυτή η παρατήρηση μου φαίνεται πολύ ουσιαστική. Επισημαίνει ένα διαχωρισμό που δεν σταμάτησε να αναπαράγεται μέχρι σήμερα, ανάμεσα σε εκείνους που δίνουν προνομιακή θέση σε ένα ατομικό διάβημα, που υπερασπίζονται πριν απ’ όλα την ελευθερία της δημιουργικότητας και της επινοητικότητας του ιστορικού (ο οποίος συχνά, στην περίπτωση αυτή, θεωρείται «συγγραφέας») και σε όσους δίνουν προνομιακή θέση σε ένα συλλογικό διάβημα, δεχόμενοι να πληρώσουν το τίμημα, να θυσιάσουν δηλαδή ένα μέρος της προσωπικής τους πρωτοτυπίας, προκειμένου να διαπραγματευτούν με τους συναδέλφους τους τις συμβάσεις της γλώσσας που καθιστούν δυνατή τη συζήτηση. Όπως ο Labrousse, σκέφτομαι ότι η πρόοδος της ιστορικής έρευνας έχει ανάγκη από τις δύο αυτές «πνευματικές οικογένειες».
Το «κονστρουκτιβιστικό» διάβημα συγκεντρώνει εκείνους που ψάχνουν «τις δυσκολίες στις λύσεις». Είδαμε πώς συνέβαλε στην ανανέωση τα τελευταία χρόνια. Αν το ωθήσουμε όμως στα άκρα, καθιστά αδύνατη κάθε συζήτηση. Θα αναφέρω τρία αμφιλεγόμενα παραδείγματα για να το αποδείξω. Το πρώτο το δανείζομαι από τη διατριβή του Jean-Pierre Chaline (1982, ό.π.) σχετικά με την αστική τάξη της Rouen το 19ο αιώνα. Στα συμπεράσματά του, διαχωρίζει και αυτός τη θέση του από τις προσπάθειες του Ernest Labrousse και της Adeline Daumard που επιχείρησαν να προσφέρουν έναν ορισμό της αστικής τάξης το 19ο αιώνα. Αν αποδεχτούμε τα κριτήρια του τρόπου ζωής, του ριζώματος στον αστικό
[ 2 4 8 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
κόσμο, τις πολιτιστικές πρακτικές, κάθε συνολικός ορισμός αποδεικνύε- ται αδύνατος, εκτιμά ο Jean-Pierre Chaline. Οχι μόνο δεν υπάρχει τίποτε το κοινό ανάμεσα στους αστούς της Havre και εκείνους της Rouen, αλλά σε αυτή την τελευταία πόλη η αστική τάξη διακρίνεται σε πολυάριθμες ομάδες που απέχουν πολύ οι μεν από τις δε. Ας φανταστούμε έναν ιστορικό που θα ήθελε να ακολουθήσει αυτή τη δουλειά της «αποδόμησης». Είναι πιθανόν ότι θα έβρισκε νέα κριτήρια για να δείξει ότι στο εσωτερικό μιας ίδιας γειτονιάς, ενός ίδιου κλάδου δραστηριότητας, οι διαφορές κυριαρχούν έναντι των κοινών σημείων και ότι κανένας αστός δεν μοιάζει με έναν άλλον. Όπως όμως έλεγε ο Simiand, ασκώντας κριτική στα επιχειρήματα του ίδιου τύπου που υποστήριζε ο Seignobos, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την ίδια μορφή σκέψης σχετικά με τα σκυλιά ή τα λουλούδια. Αν δεν διαθέτουμε κανένα γενικό στοιχείο που να μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τι είναι ένας «αστός», πώς μπορούμε να χρησιμοποιούμε ακόμη αυτόν τον όρο; Αν ο καθένας επεξεργάζεται το δικό του λεξιλόγιο, πώς είναι δυνατή μια συζήτηση μεταξύ ιστορικών;
Τα ερωτήματα αυτά θα μπορούσαν επίσης να τεθούν στους «μεταμοντέρνους» ιστορικούς που, όπως ο Daniel Milo (1991), δημιούργησαν ως ειδικότητά τους την καταστροφή όλων των κατηγοριών (χρονολογικών, χωρικών, κοινωνικών) που οι άλλοι ιστορικοί μόχθησαν πολύ να οικοδομήσουν. Ωστόσο, οριακά, για τους οπαδούς του Νίτσε, το διάβημα μπορεί να φαίνεται λογικό, επειδή είναι η ίδια η ιστορική γνώση που πρέπει να καταστραφεί. Χωρίς να προχωρούν μέχρι εκεί, τα πρόσφατα επιχειρήματα του Alain Corbin (1992) προς υπεράσπιση του ερευνητικού προγράμματος που έχει την εύνοιά του, εγγράφονται σε αυτό το εχθρικό κίνημίχ απέναντι στους ορισμούς. Δηλώνει ότι σήμερα η ιστορία «δεν έχει ανάγκη από ονοματοθεσίες πεδίων», ότι επιθυμεί να απαλλαγεί «από την αυστηρότητα των ονοματοθεσιών και ρητορικών καταναγκασμών» και ότι, τελικά, εναπόκειται στον κάθε ιστορικό να ορίσει όπως το επιθυμεί το αντικείμενό του, τις μεθόδους του και το λεξιλόγιό του. Αλλά αν κάθε ιστορικός μιλά μια γλώσσα που μόνο ο ίδιος γνωρίζει, μπορούμε να αναρωτηθούμε σε τι χρησιμεύουν όλα τα καθήκοντα επικοινωνίας (από την έκδοση έργων μέχρι την υποστήριξη διατριβών και, ακόμη, τη διδασκαλία) που καθημερινά αναλαμβάνουμε στο πλαίσιο των επαγγελματικών μας δραστηριοτήτων ως ιστορικοί.
[ 2 4 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Αποδεκτές συμβάσεις
Οπως υπογράμμισα, ήμουν υποχρεωμένος σε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω να παρουσιάσω φανταστικές, δυνητικές συζητήσεις, όπως
λένε οι «χρήστες του Internet», δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, οι ιστορικοί δεν συζητούν πια μεταξύ τους. Σκέφτομαι ωστόσο ότι αν οργανώναμε συζητήσεις γύρω από αυτά τα ζητήματα, ένας ορισμένος αριθμός παρανοήσεων θα μπορούσαν να διαλυθούν γιατί η τεράστια πλειονότητα των ιστορικών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που μόλις ανέφερα παραπάνω, πιστεύουν ότι η επικοινωνία στο εσωτερικό της κοινότητάς μας είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά και απαραίτητη. Η αισιόδοξη υπόθεση που διατυπώνω για να κλείσω αυτό το κεφάλαιο, είναι ότι αν μιλούσαμε για τα προβλήματα αυτά, θα ανακαλύπταμε ότι είναι δυνατόν, κατά τη γνώμη μου, να συμφιλιώσουμε τα αναμφισβήτητα επιχειρήματα όσων άσκησαν κριτική στο δογματισμό των προκατασκευασμένων και «πραγμοποιημένων» κατηγοριών, στο εσωτερικό των οποίων ο Labrousse και οι δικοί του θέλησαν να περιορίσουν την ιστορία και το ιδεώδες της συλλογικής συζήτησης που υπολάνθανε στο σχέδιό τους. Για να επέλθει μια λύση σε αυτό το πρόβλημα, αρκεί να δεχτούμε ότι οι κατηγορίες αποτελούν συμβάσεις με τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι ερευνητές μπορούν να συμφωνήσουν σε συνάρτηση με τα προβλήματα που θέλουν να επιλύσουν.
Η επιστημολογική αυτή θέση, που μπορούμε να αποκαλέσουμε «πραγματιστική», αποτελεί κατά τη γνώμη μου μια ουσιαστική διάσταση της κληρονομιάς που μας άφησε ο Marc Bloch. Χωρίς να υπενθυμίσουμε εδώ το ενδιαφέρον που παρουσιάζει, ως προς το ζήτημα αυτό, το Apologie pour I’histoire ou le metier d’historien, θα περιοριστώ σε ένα παράδειγμα που απεικονίζει πλήρως τη σημασία των γλωσσικών συμβάσεων για την ιστορική έρευνα. Στην εισαγωγή τού Caracteres originaux de I’histoire rurale franqaise (1931, σ. IX), o Marc Bloch θέτει το ερώτημα σε ποιο βαθμό ένας ιστορικός μπορεί να μιλά για τη «Γαλλία» όταν ανα- φέρεται στις γεωπολιτικές πραγματικότητες του Μεσαίωνα. Και προσθέτει: «Το να μιλάμε για “γαλλικά” δεδομένα, όταν αυτά προέρχονται γενιά μετά γενιά από πρωτόγονες διαφορετικότητες και είναι σχετικά, για παράδειγμα, με τον 9ό αιώνα, όταν είναι μάλιστα επαρχιακά και αναφέ- ρονται στο 13ο αιώνα, αποτελεί μια καθαρή παραδοξότητα, αν δεν συμφωνήσουμε εκ των προτέρων ότι αυτός ο τρόπος ομιλίας σημαίνει απλώς
[ 2 5 0 ]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ότι η γνώση αυτών των παλιών φαινομένων, δανεισμένων από διάσπαρτα περιβάλλοντα, αποδεικνύεται απαραίτητη στην κατανόηση της νεότερης και σύγχρονης Γαλλίας. Εν ολίγοις, ο ορισμός σχετίζεται περισσότερο με το σημείο κατάληξης παρά με τις καταβολές ή την ίδια τη διαδικασία ανάπτυξης: αποδεκτή σύμβαση, αναμφίβολα, στο μέτρο που δεν αγνοεί η ίδια τον εαυτό της». Αποδεκτές συμβάσεις που δεν αγνοούν τον εαυτό τους, αυτό είναι αναμφίβολα που έχει σήμερα περισσότερο ανάγκη η σύγχρονη ιστορία για να ξαναβρεί τους δρόμους της συλλογικής συζήτησης.
T e K M H P I O
Ιστορία: Αλλαγές και παραδόσεις
Ό ποιος θα προσπαθούσε να διηγηθεί εν συντομία την εξέλιξη της γαλλικής ιστοριογραφίας από την επομένη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, θα διέκρινε αναμφισβήτητα, σχηματοποιώντας σημαντικά, δύο στιγμές. Η πρώτη, χαρακτηριστική των δεκαετιών του 1950 και του 1960, συνδυάζει στο εσωτερικό της επιστήμης τη μακροοικονομική προσέγγιση, τη μελέτη των κοινωνικών δομών, τη συνδυασμένη ανάλυση των μακρόχρονων τάσεων και της σύντομης συγκυρίας. Ο Ernest Labrousse και ο Fernand Braudel, που διηύθυναν μαζί το μεγάλο εγχείρημα της δημοσίευσης της Histoire economique et sociale de la France συνέβαλαν, μέσω διαφορετικών εξάλλου προτάσεων και πρακτικών, στην οργάνωση του επαγγέλματος του ιστορικού και στην προικοδότησή του με αναφορές γύρω από τις οποίες υπήρχε συμφωνία. Η συλλογική έρευνα (στο Κέντρο Ιστορικών Ερευνών του 6ου Τμήματος της Ecole pratique des hautes etudes) και ο συντονισμός ατομικών εργασιών (στο Institut d’histoire economique et sociale της Σορβόνης) εξασφάλιζαν την πρόοδο μιας ακόμη ενοποιημένης γνώσης μέσω της μεθοδολογικής προσφυγής στην περιγραφική στατιστική, που εγκαθίστατο ως πρότυπο. Η ιεραρχία των ζητημάτων προσανατολιζόταν από ένα ανάμεσά τους: επρόκειτο να μάθουμε πώς, και σύμφωνα με ποιους ρυθμούς, πραγματοποιήθηκε η σύγχρονη ανάπτυξη (ή απέτυχε να πραγματοποιηθεί), και με ποιες συνέπειες για τις ομάδες, των οποίων η συνένωση αποτε- λούσε την κοινωνία.
0 χαρακτηρισμός «νέα ιστορία», δανεισμένος από τον τίτλο του λεξικού που δημοσίευσε ο Jacques Le Goff το 1978 στην επέκταση των τριών συλλογι
[251 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
κών τόμων του Faire de I’histoire, θα παραμείνει σε ισχύ αναμφίβολα για να ορίσει την επόμενη στιγμή. Η μετατόπιση του ιστοριογραφικού μοντέλου πραγματοποιήθηκε κυρίως με την ενσωμάτωση στο πεδίο της επιστήμης νέων αντικειμένων: το σώμα, οι τρόποι στο τραπέζι, η ερωτική ζωή, οι τελετουργίες μετάβασης, οι γλώσσες, οι εικόνες, οι μύθοι κ.ά. Η παλιά ανάλυση των κοινωνιών και των οικονομιών επεκτεινόταν, πριν να περιοριστεί, στη μελέτη των υλικών πολιτισμών και των νοοτροπιών. Η μελέτη των «αντικειμενικών» δεδομένων της ανθρώπινης ύπαρξης (η κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων, η διάδοχη καλών και κακών ετών, η κοινωνική κατανομή του προϊόντος) παρα γκωνιζόταν από την ανάλυση, που μετατρεπόταν σε κυρίαρχο μοντέλο, των «υποκειμενικών» δεδομένων (εγγεγραμμένων πολιτισμικά και ιστορικά) της παρουσίας των ανθρώπων στον κόσμο. Αυτή η αλλαγή σχεδίου συνοδευόταν από μια μεταβολή των χρονικών σχημάτων αναφοράς: η εμφανής αδράνεια των βασικών κατηγοριών των πολιτισμών οδηγούσε στην εκδήλωση μικρότερου ενδιαφέροντος για την εξέλιξη ή τη μεταβολή από ό,τι για τη μακρόχρονη αποτελεσματικότητα των φαινομένων που απέρρεαν από μια σχεδόν ακίνητη ιστορία. Όριζε εκ νέου επίσης τη διεπιστημονική μορφολογία και οδηγούσε την ιστορία στην εγκατάλειψη των παλιών της συμμαχιών με τη γεωγραφία, την ο ικονομία ή την κοινωνιολογία προς χάρη της προσέγγισης με την ανθρωπολογία, από την οποία ζητιόταν γενικά λιγότερο ένα θεωρητικό ή μεθοδολογικό ευρετήριο και περισσότερο ένας κατάλογος αντικειμένων. Σε αντίθεση με τη μεθοδολογική ενότητα της προηγούμενης ιστοριογραφικής στιγμής, η νέα ιστορία διεκδικούσε άλλωστε τη γονιμότητα των πλουραλιστικών προσεγγίσεων και των επεξηγηματικών συστημάτων, καθώς και την αποκαλυπτική αρετή του διφορούμενου χαρακτήρα της ίδιας της έννοιας της νοοτροπίας.
Πέρα από την πολεμική θέληση, ο χαρακτηρισμός της «ιστορίας σε ψίχουλα» όριζε ταυτόχρονα την ανεπανάληπτη εξάπλωση του πεδίου του ιστορικού και τη διάσπασή του, τόσο με όρους αντικειμένων όσο και μορφών ανάλυσης. Η επινοητικότητα των ερευνητών και η εκλεπτυσμένη προσοχή στις νοηματικές συνέπειες του ιστοριογραφικού εγχειρήματος εμπλούτισαν την πρακτική της επιστήμης. Ο κατακερματισμός όμως της ιστορίας δεν παρουσίαζε μόνο πλεονεκτήματα. Από τη μια, η απουσία μιας κοινής σκέψης γύρω από τα αντικείμενα, τα ερωτήματα και τις μεθόδους προς χάρη ενός άρρητου «όλα είναι καλά» στέρησε σίγουρα την ιστορία των νοοτροπιών από ένα μέρος της αποτελεσμα- τικότητάς της. Η στερεότητα των αποτελεσμάτων μιας ερευνητικής διαδικασίας εξαρτάται πράγματι συγκεκριμένα από μια διπλή συνοχή: Από την επιστημολογική θέση του μοντέλου και τις μεθοδολογικές επιλογές που πραγματοποιούνται, από τα χαρακτηριστικά της κατασκευής του ιστορικού αντικειμένου και του τρόπου της πειραματικής εφαρμογής του. Αντίστροφα, η περισσότερο μα- κροχρόνια γοητεία του ιστορικού ποσοτικού μοντέλου οφείλεται αναμφίβολα
[252]
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
σε μια απλοποιημένη αλλά στιβαρή αντιστοιχία αυτών των διαφορετικών επ ιπέδων. Δεν είναι σίγουρο, από την άλλη, ότι μπορούμε συνεχώς να στηρίζουμε μια επαγγελματική κοινότητα στο δηλωμένο εκλεκτισμό. Ο πολλαπλασιασμός στα τέλη της δεκαετίας του 1980 της επιστροφής, κάτω από παλιά χρώματα, παλιών ιστοριογραφικών μοτίβων ή η αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στην πανεπιστημιακή διδασκαλία και την έρευνα, μαρτυρούν την απουσία αναγνω ρισμένων κριτηρίων προς διάκριση των ζητημάτων ανάλογα με το ενδιαφέρον ή τη σημασία τους.
B e r n a r d L e p e t i t , «Histoire des pratiques, pratique de l’histoire», Les formes de I’experience. Une autre histoire sociale, Albin Michel, 1995, σσ. 10-12.
[253 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Α ρ ιθ μ ό ς δ ιδακτορικώ ν διατριβώ ν π ο υ υ π οσ τη ρ ίχτη κ α ν υ π ό τη δ ιεύ θυνσ η κ αθη γη τώ ν σ ύ γ χρ ο νη ς ισ τορία ς σε σχέση με την ηλικία τους.
Αριθμός διδακτορικών διατριβών που υποστηρίχτηκαν (πάνω από 5 διδακτορικές διατριβές)
115
110
105
100
95
90
85
80
75
70
65
60
55
50
45
40
35
30
25
20
15
10
5
0
'
<
IA
<t
1
I> 19
19 6 1918 1920 1922 1924 1926 1928 1930 1932 1934 19.36 1938 19♦0 1942 19-44 1946 19481917 1919 1921 1923 1925 1927 1929 1931 1933 1935 19371939 1941 1943 1945 1947 1949
Έτος γέννησης
Σημείωση·. Το σύμβολο θ σημαίνει όχι δύο καθηγητές που γεννήθηκαν το ίδιο έτος διηύθυναν τον ίδιο αριθμό διδακτορικών διατριβών που υποστηρίχτηκαν.
[ 2 5 4 ]
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 6
Η πολιτική ιστορία: Περιγράμματα και στροφές
Η πολίτική ιστορία επωφελήθηκε από τη διάσπαση της οικο^οΐ11' κής και κοινωνικής ιστορίας για να ενισχύσει την αυτονομία ^ για να εξυφάνει νέες συμμαχίες. Σήμερα, επωφελείται από τιζ ν ~ ες θεσμικές δημιουργίες (όπως το Institut d’histoire du ter Ps present) και το πρόσφατο πάθος των περισσοτέρων υπουργ^ων για το δικό τους παρελθόν. Ωστόσο, η ιστορία των πολιτικών νομένων παραμένει, περισσότερο από ποτέ, διασπασμένη σε ^°~ λυάριθμους ανταγωνιστικούς πόλους. Οι σημαντικότεροι ^Ρει^ παρουσιάζονται στο κεφάλαιο αυτό: η ιστορία της πολιτικής ^ ιστορία του πολιτικού, η ιστορία των σχέσεων εξουσίας.
Α ντί να αναφερθώ στην αιώνια «επανεμφάνιση» της πολιΐΐ#1 ιστορίας, μου φάνηκε πιο σοφό να τονίσω στο κεφάλαιο α^το τις εξελίξεις στον τρόπο κατανόησης και εξήγησης των πολ^1' κών φαινομένων. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναμφισβήτητο ά&Ρ πολιτική ιστορία επωφελήθηκε, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πεβ10'
δου, από θεσμικά στηρίγματα που κανένας άλλος τομέας της έρευν^ δεν μπορεί να διεκδικήσει. Σε επίπεδο διδασκαλίας, δημιουργήθη*αν στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις πολυάριθμα Ινστιτούτα Πολιτικών Ηΐία’ στημών (ΙΕΡ), σύμφωνα με το πρότυπο του ΙΕΡ του Παρισιού. Σε δο έρευνας, η Fondation nationale des sciences politiques (FNSP) είδε αυτή τις δραστηριότητές της να ενισχύονται με τη δημιουργία του Ins*1_ tut d’histoire du temps present (IHTP), που σε μεγάλο βαθμό στρέφε^®1, προς τα πολιτικά ζητήματα. Σε αυτούς τους νέους θεσμούς, πρέπει vct προσθέσουμε την πληθώρα κέντρων και ερευνητικών ινστιτούτων
[ 2 5 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
δημιούργησαν τα περισσότερα υπουργεία που επιθυμούν να αναλάβουν τη δική τους ιστορία. Για να γίνει αυτό, ζήτησαν σε μεγάλο βαθμό τις δεξιότητες επαγγελματιών ιστορικών, προσφέροντάς τους σε αντάλλαγμα μια όχι ευκαταφρόνητη οικονομική υποστήριξη. Από την άποψη των ερευνητικών τομέων, οι νέες αυτές σχέσεις είχαν ως συνέπεια να αρχίσει να αναπτύσσεται ένα σχετικά παραμελημένο μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πεδίο: η ιστορία του κράτους. Σε γενικότερο επίπεδο, η πολιτική ιστορία γνώρισε την ίδια εξέλιξη με τους άλλους τομείς της σύγχρονης ιστορίας.
Περάσαμε από μια προοπτική που προσπαθούσε να εξηγήσει τα πολιτικά φαινόμενα με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες (τις «ριζωμένες δυνάμεις», οι οποίες είναι γεωγραφικές, οικονομικές ή άλλες) σε μια προοπτική που διεκδικεί την αυτονομία του πολιτικού πεδίου. Μία από τις συνέπειες αυτής της εξέλιξης ήταν η προσέγγιση πολιτικής ιστορίας και φιλοσοφίας. Ωστόσο, οι πρόσφατες αυτές αλλαγές, αντί να επιφέρουν τη σύγκλιση, είχαν ως συνέπεια να ενισχύσουν τον κατακερματισμό των ερευνητικών πεδίων. Όταν εξετάζουμε, προσπαθώντας να είμαστε αμερόληπτοι, τις πολυάριθμες εργασίες που μπορούν σήμερα να ενταχθούν σε αυτόν τον τομέα μελετών, διαπιστώνουμε ότι κατανέμο- νται σε τρεις ανταγωνιστικούς πόλους: την ιστορία της πολιτικής, την ιστορία τον πολιτικού και την ιστορία της εξουσίας.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Η πολιτική ιστορία είναι, αναμφίβολα, το ρεύμα που κατέχει σήμερα την κυρίαρχη θέση στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας, τόσο με τον αριθμό των ιστορικών που μιλούν στο όνομά της όσο και με
την πληθώρα των εργασιών που αναδύθηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια ή με την αξιοσέβαστη θέση που κατέχουν οι επικεφαλής της. Παραδόξους, αποτελεί επίσης το ρεύμα που κατέβαλε τις περισσότερες προσπάθειες τα τελευταία αυτά χρόνια για να πείσει το κοινό για τη διανοητική του νομιμότητα, πράγμα που διευκολύνει το έργο της παιδαγωγικής παρουσίασης που επιχειρείται εδώ.
[ 2 5 6 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
Για μια πολιτική ιστορία (Rene Remond, 1988)
Η συλλογική έκφραση ενός σχεδίου
Με έναν τίτλο που ακούγεται ως έκκληση: Για μια πολιτική ιστορία, οι κύριοι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος δημοσίευσαν, εδώ και μερικά χρόνια, ένα έργο που δίνει συγχρόνως μια ιδέα για τους τομείς
που ερευνήθηκαν, αλλά και τις αρχές και τις συγγένειες που συνενώνουν τους ιστορικούς που ασχολούνται με αυτήν. Η εισαγωγή, που παρουσιάζεται όχι ως «μανιφέστο», αλλά ως «συλλογική δήλωση» που έχει σκοπό να καταστήσει πιο ορατή την ενότητα του κινήματος, μοιάζει με ένα μαχητικό κείμενο που ασκεί κριτική, χωρίς να τους κατονομάζει, στους σημερινούς επικεφαλής των Annales και της EHESS. Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν, με το δίκιο τους όπως το είδαμε, ότι τα Annales στο παρελθόν παρώδησαν τους λεγάμενους «θετικιστές» ιστορικούς (όπως τον Charles Seignobos) για να στεριώσουν καλύτερα τη φήμη τους. Αν και αναγνωρίζουν ότι οι ιδρυτές του περιοδικού, Lucien Febvre και Marc Bloch, επέτρεψαν μια βαθιά ανανέωση της επιστήμης, εκτιμούν, ωστόσο, ότι η πολιτική ιστορία ενσωμάτωσε στις μέρες μας αυτές τις συμβολές και ότι η περιφρόνηση που οι μεταγενέστεροί τους (οι οποίοι ονομάζονται στο κείμενο οι «διάδοχοι και οι επίγονοι») εξακολουθούν να εκδηλώνουν για την πολιτική ιστορία, δεν δικαιολογείται πλέον. Η ενότητα της ομάδας στηρίζεται, από τη μια, στους θεσμικούς δεσμούς που οι περισσότεροι από αυτούς τους ιστορικούς διατηρούν με το Πανεπιστήμιο Paris-X και το IEP/FNSP και, από την άλλη, σε έναν ομόφωνο θαυμασμό για έναν κοινό δάσκαλο: τον Rene Remond. Αυτός ο τελευταίος εξηγεί, τόσο στο εισαγωγικό κεφάλαιο όσο και στα συμπεράσματα του βιβλίου, τις αρχές που καθορίζουν τον ερευνητικό αυτόν τομέα της σύγχρονης ιστορίας. Η πολιτική αποτελεί μια δραστηριότητα που σχετίζεται με την κατάκτηση, την άσκηση και την πρακτική εκδήλωση της εξουσίας, υπενθυμίζει ο Rene Remond (1988, ό.π.). Σύμφωνα όμως με αυτόν, «πολιτική είναι μόνο η σχέση με την εξουσία στα πλαίσια της συνολικής κοινωνίας», δηλαδή του έθνους. Η σχέση αυτή έχει όργανο και σύμβολο το κράτος, ακόμη και αν επεκτείνεται στις κοινοτικές μορφές συλλογικής οργάνωσης. Απορρίπτοντας την προοπτική της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας που αντιλαμβανόταν την πολιτική ως μια «υπερδομή», ο Rene Remond εκφράζει την πεποίθησή του ότι τα πολιτικά φαι
17 [ 2 5 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
νόμενα έχουν μια σχετική αυτονομία για τη συγκρότηση μιας διαφορετικής πραγματικότητας. Υπογραμμίζει «την αδυναμία κάθε συστήματος που αποβλέπει στον περιορισμό του πολιτικού σε κάτι άλλο πέρα από το ίδιο» (σ. 383). Αρνούμενος την ιδέα ότι από την πολιτική μπορεί να εξαρτώνται όλα τα άλλα και αποδεχόμενος τον πλουραλισμό των δυνατών αιτιοτήτων, ο Rene Remond θεωρεί ότι το πολιτικό «δεν έχει όρια και επικοινωνεί με τους περισσότερους άλλους τομείς». Γι’ αυτό, προσθέτει, «η πολιτική ιστορία ζητά να εγγράφει σε μια συνολική προοπτική όπου το πολιτικό αποτελεί ένα σημείο συμπύκνωσης» (σ. 382). Κατά συνέπεια, αν όλα δεν είναι πολιτική στην ιστορία, το πολιτικό είναι ο χώρος συνένωσης των περισσοτέρων άλλων σφαιρών: «Ορίζει κατά ένα μέρος τις άλλες δραστηριότητες, ρυθμίζει την άσκησή τους». Στην προοπτική αυτή, δεν είναι πια το οικονομικό ούτε το κοινωνικό που καθορίζουν το πολιτικό, αλλά το αντίστροφο. Το κοινό σημείο της σκέψης του Labrousse κατά τη δεκαετία του 1960 και αυτής του Rene Remond, είναι η ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρξει στην ιστορία μια αρχή που «να κατευθύνει» τις άλλες. Μπορούμε να σημειώσουμε μια άλλη μεγάλη σύγκλιση ανάμεσα στην πολιτική ιστορία όπως την αντιλαμβάνεται ο Rene Remond και την οικονομική και κοινω,νική ιστορία των Annales των χρόνων 1950-1960: το ενδιαφέρον για τις ποσοτικές μεθόδους. Ο Rene Remond επιμένει, δικαίως, στο γεγονός ότι η πολιτική ιστορία ενσωμάτωσε, στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, τις αναλύσεις με όρους μακράς και μέσης διάρκειας. Δίνει πολυάριθμα παραδείγματα που δείχνουν ότι οι στατιστικές μέθοδοι δεν έχουν πια, σήμερα, μυστικά για αυτήν. Ότι διαθέτει υλικά (κυρίως τα εκλογικά αποτελέσματα) τα οποία επιτρέπουν την οικοδόμηση μιας σειραϊκής ιστορίας που θα καλύπτει το 19ο και 20ό αιώνα. Με λίγα λόγια, η πολιτική ιστορία, όπως την αντιλαμβάνονται ο Rene Remond και οι μαθητές του, ανταποκρίνε- ται «στις προσδοκίες των πλέον απαιτητικών ιστορικών για μια συνολική ιστορία» (σ. 27).
Ένα κοινό περιοδικό: Vingtieme Siecle
Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η διαδικασία δήλωσης της νέας ταυτότητας της πολιτικής ιστορίας απεικονίστηκε μέσω της γένεσης ενός νέου περιοδικού: του Vingtieme siecle. Η πλειονότητα των μελών
της συντακτικής επιτροπής συμμετέχει στο τρίπτυχο: IEP/FNSP, ΙΗΤΡ, Πα
[ 2 5 8 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
νεπιστήμιο Paris-X. Το πρώτο τεύχος, που δημοσιεύεται τον Ιανουάριο του 1984, εκθέτει το εκδοτικό σχέδιο σε μια σύντομη «δήλωση γένεσης» Ο στόχος είναι να «αποτελέσει ένα σύγχρονο περιοδικό, να αναλάβει την ταυτότητα του παρόντος. Με τις αναδρομικές του διαστάσεις, t ic
αναγωγικές περιοδολογήσεις, τις κληρονομιές του και τις ρήξεις του. Mt τον αντιθετικό φωτισμό του παρόντος, με τη βοήθεια που θα προσφέρει στην κατανόησή του θέτοντάς το σε προοπτική, με τη συμβολή του ίσαχ στο να καταστήσει με τον τρόπο αυτόν τους αναγνώστες μας περισσότερο σύγχρονους, αυτές είναι οι πρώτες μας φιλοδοξίες». Οι υπεύθυνοι του περιοδικού εκτιμούν ότι κανένα περιοδικό γενικής ιστορίας δεν δίνει αρκετή θέση στον 20ό αιώνα. Παρόλο που το περιοδικό ενδιαφέρε- ται για όλους τους τομείς της ιστορίας, η δήλωση γένεσης επιμένει στο γεγονός ότι θα δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα «θεμελιώδη πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα». Οι «πολιτικές πρακτικές, οι συμβολικές διαστάσεις της εξουσίας, τα παιχνίδια μνήμης και φαντασίας -αυτά τα νέα πεδία μιας νέας ιστορίας- θα αποτελέσουν αντικείμενο λεπτομερούς παρατήρησης». Και οι συντάκτες προσθέτουν ότι χωρίς να υποτάσσονται στην τυραννία της επικαιρότητας, τα ζητήματα του παρόντος δικαιολογούν τις επιλογές τους.
Ορισμένα προτιμώμενα θέματα
Τ ο συλλογικό έργο Pour une histoire politique συγκεντρώνει τα θέματα για τα οποία ενδιαφέρονται περισσότερο οι οπαδοί αυτού τοι
ιστοριογραφικού ρεύματος. Θέματα στα οποία απέδωσε προνομιακή θέση εδώ και δέκα χρόνια το περιοδικό Vingtieme siecle.
Η ιστορία των διεθνών σχέσεων
πως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η προοδευτική διεύρυνσητης έννοιας των «βαθιά ριζωμένων δυνάμεων» από τον Pierre Re-
nouvin, είχε ως συνέπεια την επέκταση της περιέργειας των «διεθνιστών» σε όλες τις δυνατές μορφές σχέσεων ανάμεσα σε κράτη: τις οικονομικές, τις θρησκευτικές, τις πολιτιστικές κ.λπ. Ωστόσο, το ίδιο το γεγονός ότι οι «διεθνείς σχέσεις» γίνονταν αντιληπτές ουσιαστικά με την έννοια σχέσεων ανάμεσα στα κράτη-έθνη, εξηγεί γιατί ο τομέας αυτός της σύγχρονης
[ 2 5 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ιστορίας παρέμεινε έντονα δεμένος με την πολιτική ιστορία. Μπορούμε ακόμη να σκεφτούμε ότι, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιόδου, οι σχέσεις αυτές ενισχύθηκαν. Όπως υπογραμμίζει πράγματι ο Pierre Milza, στη συμβολή του στο συλλογικό έργο που μας χρησιμεύει εδώ ως κατευθυντήρια γραμμή, με την προτροπή του Jean-Baptiste Duroselle οι ειδικοί της ιστορίας των διεθνών σχέσεων οδηγήθηκαν να αναζητήσουν ολοένα και περισσότερο στην εσωτερική πολιτική των κρατών (πιέσεις της κοινής γνώμης, οικονομικές αναγκαιότητες, στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων κ.λπ.) το βασικό κλειδί που επιτρέπει να εξηγήσουμε το διεθνές παιχνίδι. Ένας ορισμένος αριθμός εργασιών που ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο εγγράφονται στην προοπτική αυτή. Η συσχέτι- ση «εσωτερικής» και «εξωτερικής» πολιτικής μπορεί άλλωστε να λειτουργεί προς διπλή κατεύθυνση.
Πολυάριθμες έρευνες αξιοποίησαν το ρόλο του διεθνούς πλαισίου στην εξέλιξη της εσωτερικής πολιτικής ενός κράτους. Μπορούμε να το δούμε κυρίως στη διατριβή της Nicole Pietri (1981) γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στην Αυστρία και την ΚτΕ, του Robert Frank (1994, ό.π.) σχετικά με τη θέση της Γαλλίας στην Ευρώπη, αλλά και στις εργασίες τοπικής ιστορίας που αναφέρονται στις συνοριακές ζώνες (Christian Baechler, 1981). Το ζήτημα των δεσμών ανάμεσα σε «εσωτερική» και «εξωτερική» πολιτική αποτελεί επίσης μια σημαντική διάσταση για τους ιστορικούς που ενδιαφέρθηκαν για τις διεθνείς σχέσεις σε επίπεδο μιας ολόκληρης γεωπολιτικής σφαίρας, όπως ο Jean-Pierre Mousson-Lestang για τη Σουηδία και τη βόρεια Ευρώπη ή ο Daniel Grange για την ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στην Ιταλία και τη Μεσόγειο.
Η αυτονόμηση της στρατιωτικής ιστορίας
Ο πως σημειώσαμε εξετάζοντας την ποικιλία των διατριβών που υποστηρίχτηκαν εδώ και είκοσι χρόνια, η ιστορία των διεθνών σχέσεων
αποτελεί, μαζί με την ιστορία της αποικιοκρατίας, τον τομέα που προ- κάλεσε το μεγαλύτερο αριθμό εργασιών. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι ο επιστημονικός καταμερισμός εργασίας επέφερε έναν κατακερματισμό στο εσωτερικό αυτού του ρεύματος, προς χάρη νέων ερευνητικών τομέων που αποκτούν σήμερα την αυτονομία τους. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα είναι αναμφίβολα αυτό της στρατιωτικής ιστορίας. Είδαμε ότι η ίδια η ιστορία των διεθνών σχέσεων προέρχεται από την πα
[ 260 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ UTOPIA: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
λιά διπλωματική ιστορία που επικεντρωνόταν στις αιτίες των πολέμων του 1870 και του 1914-1918. Έπειτα από μια σχετική έκλειψη, η ιστορία του πολέμου ξαναπόκτησε τη δύναμή της. Χωρίς να αναφέρουμε, για την ώρα, όλες τις σχετικές με τη δεύτερη παγκόσμια σύγκρουση εργασίες, διαπιστώνουμε ότι οι αποσαφηνίσεις γύρω από το Μεγάλο Πόλεμο πολλαπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια, κυρίως χάρη στις διατριβές του Jean-Claude Montant σχετικά με την εξωτερική προπαγάνδα της Γαλλίας κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και κυρίως του Jean-Jacques Becker (1977, ό.π.) και του Stephane Audoin-Rouzeau (1986). Κατά τη διάρκεια όμως της τελευταίας περιόδου, η μελέτη των συγκρούσεων ενσωματώθηκε στους κόλπους μιας στρατιωτικής ιστορίας που επιθυμεί και αυτή να γίνει μια «συνολική» ιστορία. Οι αποσαφηνίσεις μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με τους συγγραφείς. Είναι κυρίως πολιτική και θεσμική στη διατριβή του Guy Pedroncini (1971, ό.π.) σχετικά με το γαλλικό επιτελείο το 1917-1918, και περισσότερο στραμμένη προς την κοινωνική ιστορία στις εργασίες του Jean-Pierre Bertaud (1978) σχετικά με τα επαναστατικά στρατεύματα ή του William Serman (1982, ό.π.) σχετικά με τους Γάλλους αξιωματικούς του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Η ανάπτυξη της στρατιωτικής ιστορίας απεικονίζεται επίσης στην εμφάνιση νέων ερευνητικών κέντρων γύρω από αυτά τα ζητήματα, κυρίως στο Πανεπιστήμιο του Montpellier, υπό τη διεύθυνση του Andre Martel. Η στρατιωτική ιστορία διευρύνεται ολοένα και περισσότερο προς μια ιστορία της άμυνας (P. Vaisse, 1980). Η οικονομική υποστήριξη που προσφέρει το Υπουργείο Άμυνας συμβάλλει προφανώς πολλαπλώς. Όχι μόνο άνοιξε τα αρχεία του, αλλά πολλαπλασιάζει τις συναντήσεις με τους ερευνητές. Σεμινάρια και συμπόσια έλαβαν χώρα πρόσφατα όπου συγκεντρώθηκαν στρατιωτικοί και ιστορικοί. Το συνθετικό έργο το οποίο επιμελήθηκε ο Andre Corvisier (1997) και συγκεντρώνει τις δημοσιευμένες εδώ και πολλές δεκαετίες εργασίες στον τομέα της στρατιωτικής ιστορίας, μπορεί να ιδωθεί ως μια προσωρινή κατάληξη της συλλογικής αυτής έρευνας.
Η ιστορία της πολιτικής ζωής
0 δεύτερος άξονας της πολιτικής ιστορίας αφορά την ιστορία της ίδιας της πολιτικής ζωής. Κατ’ αρχάς, πρέπει να αναφέρουμε τις ερ
γασίες σχετικά με τις εκλογές. Οι ιστορικοί αυτού του ρεύματος αποδί
[ 2 6 1 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
δουν μεγάλη σημασία σε αυτές, γιατί εκτιμούν ότι οι εκλογικές αναμετρήσεις αποτελούν, όπως δείχνει ο Rene Remond, «μια ένδειξη της κοινής γνώμης». Είναι ένας τομέας που χαρακτηρίζεται εδώ και καιρό από το διεπιστημονικό του χαρακτήρα, συνενώνοντας κυρίως ερευνητές των πολιτικών επιστημών και ιστορικούς. Προωθημένη, όπως είδαμε, από τον Andre Siegfried και τον Francois Goguel, η εκλογική ιστορία απέδωσε προνομιακή θέση για καιρό στο ζήτημα της διάρκειας των εκλογικών συμπεριφορών από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Διαπιστώνουμε ωστόσο ότι η έννοια των «περιφερειακών συμπεριφορών», που επεξεργάστηκε ο Andre Siegfried για να «εξηγήσει» αυτές τις συνέχειες, εγκαταλείφθηκε προοδευτικά, κυρίως μετά τη δημοσίευση της διατριβής του Paul Bois (1960, ό.π.). Σήμερα, η πολιτική ιστορία ασχο- λείται περισσότερο με την κινητικότητα των ατομικών συμπεριφορών των εκλογέων, με τη μη αναπαραγωγή τους από τη μια γενιά στην άλλη. Είναι επίσης ανοιχτή στη μελέτη των εκλογικών εκστρατειών. Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, και σε αυτόν τον τομέα, ο ιστορικός της πολιτικής απέκτησε εδώ και είκοσι χρόνια μια θέση ειδικού. Οι τηλεθεατές έχουν συνηθίσει τώρα να βλέπουν τον Rene Remond το βράδυ των μεγάλων εκλογικών αναμετρήσεων να τους, εξηγεί την έννοια της συλλογικής τους ψήφου τοποθετώντας τη στο ιστορικό της πλαίσιο.
Η εκλογική ιστορία είναι στενά δεμένη με την ιστορία των πολιτικών κομμάτων επειδή αυτά τα τελευταία, στο σύγχρονο κόσμο, έχουν ως πρωταρχικό στόχο να κερδίσουν τις εκλογές για την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Η ιστορική έρευνα σχετικά με τις οργανώσεις αναπτύχθηκε πολύ, τα τελευταία αυτά χρόνια, χάρη στις συνδυασμένες προσπάθειες των ιστορικών και των ερευνητών των πολιτικών επιστημών (Maurice Duverger και Nonna Mayer κυρίως). Και εδώ, οι μαθητές του Rene Remond συνέχισαν το δρόμο που ο ίδιος άρχισε να χαράσσει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, κυρίως στο βιβλίο του σχετικά με τη δεξιά στη Γαλλία (1954). Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του PCF (ΚΚΓ), γύρω από το οποίο θα επανέλθω πιο πέρα, είναι τα κόμματα των μεσαίων τάξεων, και ιδιαίτερα το ριζοσπαστικό κόμμα, που συγκέντρωσαν κυρίως την προσοχή. Στη διατριβή του, ο Serge Berstein (1976) δείχνει έτσι ότι η οικονομική δυσφορία που αισθάνθηκαν οι μικροί έμποροι, οι βιοτέχνες και οι αγρότες το 1936 μετατράπηκε σε εχθρότητα απέναντι στο Λαϊκό Μέτωπο, υπό την επίδραση της προπαγάνδας της δεξιάς του ριζοσπαστικού κόμματος. Από την άποψη αυτή, η οποία αποβλέπει στην εξήγη
[ 262 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
ση της εξέλιξης της εσωτερικής πολιτικής μέσω της στρατηγικής δράσης που αναπτύσσεται από τα κόμματα, η πολιτική ιστορία ενσωμάτωσε αναλύσεις τις οποίες επεξεργάστηκαν οι πολιτικοί επιστήμονες και αφορούν κυρίως τις σχέσεις ανάμεσα στις οργανώσεις και την «κοινωνική τους βάση», την εσωτερική λειτουργία των κομμάτων (γραφειοκρατική ή δημοκρατική), τον τύπο δομής (συγκεντρωτική, ομοσπονδία «ρευμάτων» κ.λπ.) που οι ηγέτες πριμοδότησαν κ.λπ. Η ιστορία των πολιτικών κομμάτων μπόρεσε έτσι να συσχετιστεί με την ιστορία των συλλόγων, από το σύλλογο του γαλλικού υπαίθριου παιχνιδιού με μεταλλικές μπάλες μέχρι την ομάδα πίεσης. Το ζήτημα της «κοινωνικότητας» επέτρεψε την ενίσχυση των σχέσεων ανάμεσα στην πολιτική ιστορία και την κοινωνική ιστορία, στα ίχνη των εργασιών του Maurice Agulhon (1964, ό.π.) που εισήγαγε τον όρο στους Γάλλους ιστορικούς και του Antoine Prost (1975, ό.π.). Ανάμεσα στις πιο πρόσφατες συμβολές σε αυτόν τον τομέα, πρέπει να αναφέρουμε τη διατριβή της Jacqueline Lalouette (1997, ό.π.) που δείχνει το ρόλο τον οποίο παίζει το κίνημα της ελεύθερης σκέψης (που εμφανίστηκε το 1848) στους πολιτικούς προσανατολισμούς της Τρίτης Δημοκρατίας. Τα κόμματα από τους ηγέτες, δεν απέχουν παρά ένα βήμα που οι ιστορικοί της πολιτικής έκαναν γοργά εδώ και πολύ καιρό, αφού ο Charles-Edmond Pouthas (1923, ό.π.), όπως είδαμε, επικέντρωσε ο ίδιος τη διατριβή του στον Guizot. Οι περισσότερες διατριβές που είχαν αντικείμενο ένα ιστορικό πρόσωπο συνενώνουν πολλούς τομείς της ιστορίας. Η μελέτη του Jean-Marie Mayeur (1968, ό.π.), που αφιέρωσε στον αββά Lemire, άνοιξε έναν ερευνητικό δρόμο ο οποίος συνδυάζει θρησκευτική και πολιτική ιστορία. Δρόμος που διευρύνθηκε κατόπιν από τον Philippe Levillain (1983), συγγραφέα μιας διατριβής σχετικά με τον Albert de Mun, για να ανοίξει το δρόμο σήμερα σε ένα μεγάλο αριθμό εργασιών που αναφέρονται στην ιστορία της παποσύνης (βλέπε κυρίως Μ. Agostino, 1986). Πολλές διατριβές που αναφέρονται σε βιογραφίες αξιοποίησαν άλλου τύπου σχέσεις. Η μελέτη του Jean- Noel Jeanneney (1976) σχετικά με τον Francois de Wendel έριξε φως στις σχέσεις ανάμεσα στον πολιτικό και τον επιχειρηματικό κόσμο. Μέσα από το παράδειγμα του Antoine Pinay, η Sylvie Guillaume (1981) έδειξε πώς η ιστορική έρευνα σχετικά με ένα μεγάλο κρατικό πρόσωπο επιτρέπει τη διάρθρωση της ανάλυσης της πολιτικάντικης πολιτικής και εκεί- νης της οικονομικής και χρηματιστικής πολιτικής. Δεν επανέρχομαι εδώ στο ρόλο που έπαιξε η προσωπογραφία στην εγκαθίδρυση νέων σχέσεων
[263 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ανάμεσα στο βιογραφικό είδος και τη στατιστική προσέγγιση. Χάρη στις νέες αυτές μεθόδους η κοινωνική ιστορία εισήλθε ισότιμα στην ανάλυση των πολιτικών προβλημάτων.
Οι αναπαραστάσεις
Η ιστορία των πολιτικών αναπαραστάσεων αποτελεί μια άλλη διάσταση στην οποία αποδίδουν προνομιακή θέση ο Rene Remond
και οι συνεργάτες του. Η παλιά ιστορία των ιδεών δυσφημίστηκε εδώ και είκοσι χρόνια. Υπό την επίδραση της γλωσσολογίας, ορισμένοι ιστορικοί προχώρησαν, όπως είδαμε, προς μια ιστορία των πολιτικών λόγων (A. Prost, 1974, ό.π.). Η ιστορία της κοινής γνώμης γνώρισε και αυτή αξιοσημείωτους εμπλουτισμούς, εξυφαίνοντας σχέσεις με άλλους τομείς της έρευνας. Το ζήτημα του αντισημιτισμού και της ξενοφοβίας μελετή- θηκε σε αυτή την προοπτική, κυρίως από την Danielle Delmaire και τον Ralph Schor (1985, ό.π.). Η σκέψη όμως γύρω από την κοινή γνώμη υπήρξε επίσης γόνιμη για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η κινητοποίηση στις αρχές του Μεγάλου Πολέμου (J.-J. Becker, 1977, ό.π.) ή η προπαγάνδα της κυβέρνησης του Vichy (P. Laborie, 1990). Πρέπει να προσθέσουμε ότι η ιστορία της κοινής γνώμης διασπάστηκε σε πολλά ρεύματα. Το ένα από αυτά, η ιστορία του τύπου, απέκτησε την αυτονομία του από τη δεκαετία του 1970. Η ώθηση δόθηκε αρχικά από τους ιστορικούς που δεν ήταν οι ίδιοι, στην αρχή, ειδικοί αυτών των ζητημάτων, όπως ο Jacques Godechot, ο Andre Tudesq ή ο Pierre Guiral. Αυτή η ώθηση οδήγησε ορισμένους μαθητές του Louis Girard, όπως ο Pierre Albert (1977), να αναλάβουν την εκπόνηση των πρώτων διατριβών σχετικά με το θέμα. Χάρη στη δημιουργία του Institut fransais de la presse (που διαθέτει τα δικά του Cahiers), ένας μεγάλος αριθμός φοιτητών προσανατόλισαν τις έρευνές τους προς το νέο αυτόν τομέα. Σήμερα το πεδίο αυτό μελετών διευρύνεται στην ιστορία του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, χάρη στις έρευνες που διευθύνουν ο Jean Tulard, ο Marc Ferro, ο Jean-Noel Jeanneney. Τέλος η πολιτική ιστορία ενδιαφέρθηκε πρόσφατα για το ρόλο που έπαιξαν οι διανοούμενοι στη δημιουργία των συλλογικών αναπαραστάσεων. Ο Jean-Frangois Sirinelli (1988, ό.π.) επικέντρωσε τη διατριβή του στη γενιά των μεγάλων Γάλλων διανοουμένων που γεννήθη- καν στις αρχές του 20ού αιώνα, εμφανίστηκαν στην πολιτική ζωή στη
[264 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
δεκαετία του 1920 και αντιμετώπισαν στην ώριμη ηλικία τους μεγάλα τραύματα όπως ο ναζισμός, ο ψυχρός πόλεμος, το τέλος της αποικιοκρατίας. Υπερασπίζεται ένα διάβημα που ξεκινά από τη μελέτη του πολιτιστικού και πολιτικού ρόλου που έπαιξαν οι κληρικοί για να ανοιχτεί σε μια πολιτική ιστορία την οποία αντιλαμβάνεται ως μια σφαιρική ιστορία. Η ιστορία των διανοουμένων γίνεται έτσι αντιληπτή σε τρία επίπεδα: της ιδεολογίας, της πολιτικής κουλτούρας και των νοοτροπιών.
Η ιστορία του κράτους
0 τελευταίος τομέας που προσέλκυσε πρόσφατα τους ιστορικούς, οπαδούς του Rene Remond, αφορά την ιστορία του κράτους. Διαπιστώνοντας ότι ο τομέας αυτός υπήρξε για καιρό παραμελημένος από
την ιστορική έρευνα, ο Rene Remond επιχαίρει για την ολοένα μεγαλύτερη θέση που κατέχει στους κόλπους της πολιτικής ιστορίας. Παραδό- ξως όμως, καμιά από τις συμβολές που συγκεντρώνονται στο έργο Pour une histoire politique δεν επικεντρώνεται στο κράτος. Μπορούμε να εξηγήσουμε την αντίφαση αυτή διαπιστώνοντας ότι, στον τομέα αυτόν ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλους, οι ιστορικές έρευνες είναι δια- σπασμένες και συχνά συνυφασμένες με άλλους τομείς. Για παράδειγμα, οι πολυάριθμες εργασίες που αφιερώθηκαν στην ιστορία του κράτους, στα πλαίσια του 4ου Τμήματος της ΕΡΗΕ, υπό τη διεύθυνση του Jean Tulard και του Guy Thuillier, τοποθετούνται πολύ συχνά στην κατηγορία «Διοικητική ιστορία». Παρόμοια, όλες οι πρόσφατες διατριβές που αναλύουν τις σχέσεις ανάμεσα στις δημόσιες αρχές και τις επιχειρήσεις (όπως αυτές του Dominique Barjot, του Jean-Pierre Hirsch, του Michel Margairaz, τις οποίες ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο) αποτελούν προσεγγίσεις της οικονομικής και όχι της πολιτικής ιστορίας. Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο πράγμα για τις έρευνες που ασχολούνται με τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησία και το δημοκρατικό κράτος. Πρόκειται και εδώ για ένα ζήτημα που θεμελίωσαν οι «πατέρες ιδρυτές» της πολιτικής ιστορίας από πολύ νωρίς. Πριν προσανατολιστεί προς τη μελέτη των διεθνών σχέσεων, ο Jean-Baptiste Duroselle (1949, ό.π.) αφιέρωσε μια διατριβή στη γένεση του κοινωνικού καθολικισμού. Ο Rene Remond (1965) επιμελήθηκε ένα συλλογικό έργο γύρω από τις θρησκευτικές δυνάμεις και τις πολιτικές στάσεις στη σύγχρονη Γαλλία. Επεκτεί- νοντας αυτή τη σκέψη, μπορούμε να αναφέρουμε τη διατριβή του Jacques
[ 2 6 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Gadille σχετικά με την επισκοπική πολιτική κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δημοκρατίας, τις πολυάριθμες μελέτες σχετικά με το ζήτημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης (F. Mayeur, 1976). Χάρη στην οικονομική υποστήριξη που προσφέρουν τα υπουργεία, η ιστορία των «δημοσίων πολιτικών» πραγματικά απογειώθηκε. Στα παραδείγματα που ήδη αναφέρθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, μπορούμε να προσθέσουμε την ιστορία της αστυνομίας με την οποία ασχολήθηκε ο Jean-Marc Berliere (1991), την πολιτική της μετανάστευσης (Patrick Weil, 1991), της δικαιοσύνης, της εργασίας, της υγείας, της εκπαίδευσης. Η ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στις δημόσιες αρχές και τους καλλιτεχνικούς κύκλους αποτελεί μία από τις σημαντικές κατευθύνσεις που ακολούθησε πρόσφατα η πολιτισμική ιστορία. Έπειτα από τις προδρομικές διατριβές στον τομέα αυτόν του Pascal Ory (1990), γύρω από την πολιτιστική πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, και του Pierre Vaisse (1980) σχετικά με τις δημόσιες αρχές και τη ζωγραφική, η εργασία της Marie-Claire Genet-Delacroix (1992) γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στην τέχνη και την Τρίτη Δημοκρατία ανα- δεικνύει τις θεμελιακές αρχές της δημοκρατικής πολιτικής στον καλλιτεχνικό τομέα. Η διαχείριση της κληρονομιάς ή η υποστήριξη της δημιουργίας εγγράφονται σε αυτό που αποκαλεί το «σύστημα των Καλών Τεχνών» που έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διαιώνιση του δημοκρατικού προτύπου.
Η ιστορία του «παρόντος χρόνου»
To Institut d’Histoire du Temps Present
Τ α θέματα έρευνας που η πολιτική ιστορία μελετά αφορούν όλη τη σύγχρονη περίοδο. Ωστόσο, έκρινα απαραίτητο να αναφερθώ ειδικά
στις εργασίες που ρητά μιλούν για την ιστορία του «παρόντος χρόνου». Από πολλές απόψεις, αποτελεί ένα διαφορετικό τρόπο ομαδοποίησης των αντικειμένων μελετών που παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες σελίδες. Μια ταξινόμηση όμως δεν είναι ποτέ ουδέτερη και αν ορισμένοι ιστορικοί μιλούν σήμερα για τον «παρόντα χρόνο», το κάνουν για να υπογραμμίσουν καλύτερα τις ιδιαιτερότητες της προσέγγισής τους. Είδαμε, στο πρώτο κεφάλαιο, ότι μπορούμε να ορίσουμε την ιστορία του «παρόντος χρόνου» ως έναν ερευνητικό τομέα που ενδιαφέρεται για ένα
[ 2 6 6 ]
Η ΠΟΛΠΊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
μικρό χρονικό διάστημα του παρελθόντος, του οποίου τα δρώντα υποκείμενα είναι πάντοτε ζωντανά. Ο ορισμός αυτός επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί τα πολιτικά ζητήματα ευνοούνται σημαντικά από το ρεύμα αυτό. Η συλλογική μνήμη, έτσι τουλάχιστον όπως εμφανίζεται στην κοινή γνώμη, αποδίδει μια προνομιακή θέση στα μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα, εξαιτίας των επιδράσεων που είχαν στο σύνολο της κοινωνίας. Σημάδεψαν τη μνήμη και συνεχίζουν να παίζουν ρόλο γιατί μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες δημόσιες συζητήσεις, όπως οι δίκες, όπως το έδειξε η επικαιρότητα των τελευταίων χρόνων. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 2, κάθε μεγάλος πόλεμος στον οποίο συμμετείχαν οι Γάλλοι από το 1870 προκάλεσε ένα τέτοιο τραύμα ώστε, από το τέλος των μαχών (και μερικές φορές ακόμη κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών), οι κυβερνώντες αισθάνθηκαν την ανάγκη να κατανοήσουν τις αιτίες της θανατηφόρας αυτής παραφροσύνης και να αποδώσουν τις ευθύνες. Η λογική αυτή γέννησε τη διπλωματική ιστορία που αναπτύχθηκε, από τον Albert Sorel από τη δεκαετία του 1870, στην Ελεύθερη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και κατόπιν την ιστορία των διεθνών σχέσεων, που δίδαξε ο Pierre Re- nouvin, στη Σορβόνη την επομένη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ίδια λογική κατέληξε στη δημιουργία της Comite d’ Histoire de la seconde guerre mondiale, της οποίας κληρονόμος υπήρξε το Institut d’Histoire du Temps Present (IHTP), διευρύνοντας τους στόχους του. Εδώ επίσης ο ρόλος του Rene Remond υπήρξε αποφασιστικός, όχι μόνο στον καθορισμό και την υπεράσπιση αυτού του ιδιαίτερου τομέα της ιστορίας του «παρόντος χρόνου», αλλά και για την μετατροπή του σε θεσμό. Παρόλο που ο τομέας αυτός της ιστορικής έρευνας δεν μπορεί να περιοριστεί στις δραστηριότητες του ΙΗΤΡ, το ινστιτούτο αυτό παίζει σήμερα, αναμφίβολα, ουσιαστικό ρόλο, όχι μόνο με τις εργασίες των ερευνητών που εργάζονται σε αυτό, αλλά και με τις συλλογικές συναντήσεις, συζητήσεις, έρευνες που διενεργούνται με την παρότρυνση του ΙΗΤΡ και επέτρεψαν την ανάπτυξη σχέσεων, ανάμεσα σε όλους όσοι (ιστορικοί και μη ιστορικοί) μελετούν το πρόσφατο αυτό παρελθόν. Για το λόγο αυτόν, μου φαίνεται ότι ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να φανεί η συμβολή «της ιστορίας του παρόντος χρόνου» τα τελευταία χρόνια στην έρευνα της σύγχρονης ιστορίας είναι να στηριχτεί και πάλι κανείς στις δημοσιεύσεις του ΙΗΤΡ (1993), κυρίως τον απολογισμό δράσης για την περίοδο 1989-1993. Τα μέσα που διαθέτει το ινστιτούτο, και κυρίως οι θέσεις των ερευνητών του, εξηγούν γιατί η ιστορία του παρόντος χρόνου απο-
[ 2 6 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
τέλεσε, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, έναν ιδιαίτερο τομέα της σύγχρονης ιστορίας (που διαθέτει το δικό του κεφάλαιο στην τράπεζα δεδομένων Doctheses). Η βασική ιδιαιτερότητα της ιστορίας του παρόντος χρόνου, συγκρινόμενη με άλλα ρεύματα και θεσμούς της έρευνας στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας, συνίσταται στο γεγονός ότι απορρίπτει τους συνήθεις διαχωρισμούς που γίνονται αποδεκτοί στο επάγγελμα ανάμεσα στην ιστορική επιστήμη και τη συλλογική μνήμη. Η άρνηση αυτή επεκτείνει την κατεύθυνση που αρχικά επιλέχτηκε από την Comite d’histoire de la seconde guerre mondiale η οποία συγκέντρωνε «επαγγελμα- τίες» ιστορικούς και «μάρτυρες», πρωταγωνιστές των γεγονότων. Σίγουρα, η δημιουργία του ινστιτούτου αποτέλεσε ένα άλμα προς τα εμπρός στην «επαγγελματοποίηση» της ομάδας. Όπως το πέρασμα από τη διπλωματική ιστορία στην ιστορία των διεθνών σχέσεων συνοδεύτηκε από μια προοδευτική περιθωριοποίηση των «ερασιτεχνών» (διπλωματών, πολιτικών κ.ά.) προς χάρη των ιστορικών του επαγγέλματος, έτσι και η ανάπτυξη του ΙΗΤΡ περιόρισε τον αριθμό των «μαρτύρων» (των οποίων ο αριθμός προφανώς μειώθηκε με το πέρασμα του χρόνου) προς χάρη του αριθμού των «ερευνητών». Αν το ινστιτούτο αυτό παρουσιάζει πάντοτε την πρωτοτυπία να αποτελεί μια συλλογική δομή που συνενώνει τους ιστορικούς του CNRS (των προσδέδεμένων με το ΙΗΤΡ) και μια εκατοντάδα επαρχιακών ανταποκριτών, ανάμεσα σε αυτούς τους τελευταίους, ο αριθμός των επαγγελματιών ιστορικών (καθηγητών-ερευνητών) αυξήθηκε στη διάρκεια του χρόνου. Ωστόσο, το Ινστιτούτο διατηρεί τις καταβολές του, με την έννοια ότι προσπαθεί να ευνοήσει την αλληλοδιείσ- δυση ανάμεσα στον κόσμο της επιστημονικής έρευνας και τον κόσμο των «χρηστών» του: την «κοινωνία των πολιτών». Αυτές οι διασυνδέσεις αναπτύχθηκαν προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, οι ιστορικοί του παρόντος χρόνου καλούν συχνά τους πρωταγωνιστές των υπό μελέτη γεγονότων προκειμένου αυτοί να συμβάλουν στην κατανόηση των εν λόγω προβλημάτων. Το ΙΗΤΡ πολλαπλασίασε προς την κατεύθυνση αυτή τις συναντήσεις, τα συμπόσια και σεμινάρια που επικεντρώνονται στην περίοδο 1939-1945, αλλά και στα πιο πρόσφατα πολιτικά προβλήματα, όπως το τέλος της αποικιοκρατίας. Από την άλλη, οι ερευνητές του ΙΗΤΡ αναλαμβάνουν τις λειτουργίες που διευρύνουν τις δύο όψεις που όριζαν, παραδοσιακά, το επάγγελμα του ιστορικού: την έρευνα και τη διδασκαλία. Ο απολογισμός δράσης περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο «Αξιοποίηση και κοινωνική ζήτηση» που αναφέρεται στις μελέτες οι οποίες
[ 2 6 8 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
πραγματοποιούνται από τους ερευνητές του κέντρου έπειτα από ζήτηση ιδιωτικών ή δημοσίων οργανισμών και τις δραστηριότητές τους που σχετίζονται με εμπειρογνωμοσύνες σε ειδικά θέματα. Ο λόγος δημιουργίας αυτού του κεφαλαίου εξηγείται με τα εξής λόγια: «Η ακατάπαυστη ζήτηση της κοινωνίας απέναντι στον ιστορικό του παρόντος χρόνου αποτελεί μία από τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τη δουλειά αυτού του τελευταίου. Το ίδιο το διάβημα των ιστορικών τής «πολύ σύγχρονης εποχής» δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη την επικαιρότητα που απασχολεί τους συμπολίτες τους». Μία από τις ουσιαστικές διαστάσεις που προσλαμβάνει αυτή η παροχή υπηρεσιών εμπειρογνωμοσύνης συνίστα- ται στην υπογραφή ερευνητικών συμβολαίων ανάμεσα στο ΙΗΤΡ και τους οργανισμούς που θέλουν να γράψουν την ιστορία τους. Όπως το Gaz de France, η SNCF, το Ταμείο Αποταμίευσης κ.ά. Οι δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών εμπειρογνωμοσύνης μπορεί να συνίστανται σε συναντήσεις εκπαίδευσης στελεχών: «τρίμηνες παρεμβάσεις στην EDF- GDF σχετικά με την ταυτότητα των επιχειρήσεων» (Alain Beltran), σε συμβούλια και παροχή υπηρεσιών εμπειρογνωμοσύνης για τη δημιουργία ενός οικομουσείου (Danielle Voldman στο St-Quentin-les-Yvelines), ενός «παιδαγωγικού οπτικοακουστικού υλικού σχετικά με την Αντίσταση» (Dominique Veillon, για το Περιφερειακό Συμβούλιο της Rhone- Alpes). Οι ιστορικοί του ΙΗΤΡ μπορούν επίσης να αναλάβουν αυτές τις λειτουργίες παροχής υπηρεσιών εμπειρογνωμοσύνης ως «ιστορικοί σύμβουλοι του τύπου, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης (FR3, Antenne 2, Liberation κ.λπ.)» (Henry Rousso). Θα επανέλθουμε, στο επόμενο κεφάλαιο, στα προβλήματα που θέτει η ενσωμάτωση της εμπειρογνωμοσύνης στις ανατιθέμενες στον ιστορικό αποστολές.
Vichy και ακόμη Vichy
Η καταγωγή του Ινστιτούτου, αλλά και η δύναμη της κοινωνικής, ζήτησης, εξηγούν γιατί η προσοχή των ιστορικών του «παρόντος
χρόνου» επικεντρώθηκε στην περίοδο 1940-1944. Όπως υπογραμμίζει ο Jean-Pierre Azema (στο Μ.-Ο. Baruch, 1997, σ. 3), αντίθετα από ό,τι συνήθως λέγεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όχι μόνο ποτέ δεν υπήρξε «ταμπού» γύρω από το ζήτημα αυτό, αλλά «αυτά τα τέσσερα μαύρα χρόνια υπήρξαν η περίοδος της σύγχρονης Γαλλίας που έγινε αντικείμενο της μεγαλύτερης έρευνας, αποκωδικοποίησης, ανάλυσης». Οι εργα
[ 2 6 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
σίες είναι τόσο πολυάριθμες ώστε είναι απαραίτητο να διακρίνουμε δύο μεγάλα ερευνητικά σύνολα: αυτές που αφορούν τη συνεργασία και αυτές που αναφέρονται στην Αντίσταση.
Η ιστορία γύρω από τη συνεργασία ξεκίνησε από την επομένη του πολέμου μέσα από τις δίκες που το νέο καθεστώς κίνησε εναντίον των πλέον αφοσιωμένων συνεργατών του στρατάρχη Petain. Την εποχή εκείνη όμως, όλος ο κόσμος δεχόταν την άποψη του De Gaulle που ισχυριζόταν ότι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι λειτουργοί του γαλλικού κράτους δεν συνεργάστηκαν. Στις δεκαετίες 1950-1960, αρχίζει να αμφισβητείται η συμπεριφορά των ελίτ, στιγματίζοντας τους δύο χώρους από τους οποίους προέρχονταν: την παλιά αντιδραστική δεξιά και τους νέους τεχνοκράτες. Είναι πολύ πιο πρόσφατα, κυρίως μετά το βιβλίο του Αμερικανού ιστορικού Robert Paxton (1974, ό.π.), που τέθηκε το ζήτημα της γαλλικής ευθύνης. Ο Pierre Laborie (1990) έθεσε το ερώτημα, σε ποιο βαθμό οι τεχνικές της προπαγάνδας που επινοήθηκαν από το καθεστώς του Vichy συνέβαλαν στην παθητικότητα της κοινής γνώμης και ο Philippe Burrin (1995) έδειξε ανάγλυφα τους συμβιβασμούς πολλών κατηγοριών Γάλλων. Ο Jean-Pierre Le Crom (1995) φώτισε, από την πλευρά του, τις διφορούμενες σχέσεις του συνδικαλισμού με το καθεστώς του Vichy. Πολύ πρόσφατα, ο Marc-Olivier Baruch (1997) ανέλυσε λεπτομερώς, στη διατριβή του, το ρόλο των δημοσίων υπαλλήλων ρίχνοντας φως σε τρία υπουργεία: των Εσωτερικών, της Εθνικής Παιδείας, των Οικονομικών. Συμπερασματικά λέει ότι «ο κρατικός μηχανισμός υπήρξε δέσμιος της γραφειοκρατίας του [...]. Στο διάλογο ανάμεσα στην αρχή της υπακοής και την ηθική της πειθούς που θα έπρεπε να συνιστά το λόγο ύπαρξης της δημόσιας υπηρεσίας, το Vichy δεν δίστασε» (σ. 583). Πέρα από τις εργασίες αυτές που αποβλέπουν στην απόδοση ευθυνών, πολυάριθμες εργασίες προσπαθούν να φωτίσουν την καθημερινή ζωή των Γάλλων κατά τη διάρκεια της Κατοχής (D. Veillon, 1990). Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο πολυάριθμων συλλογικών ερευνών σε συνεργασία με τους ανταποκριτές του ΙΗΤΡ. Ένα συμπόσιο, που έγινε βιβλίο (Η. Rousso, R. Frank, A. Beltran, 1994), αναφέρεται στη ζωή των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Μια άλλη συλλογική έρευνα ίδιου τύπου ενδιαφέρθηκε για το ζήτημα των διατροφικών περιορισμών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
[ 2 7 0 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
Η ιστορία της Αντίστασης
Η ιστορία της Αντίστασης προκάλεσε εξίσου ένα μεγάλο αριθμό εργασιών. Ο Jean-Paul και η Michelle Cointet (1990) μελέτησαν, με
την οπτική των διεθνών σχέσεων, τις σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση του De Gaulle που ήταν εγκατεστημένη στο Λονδίνο και τις άλλες κυβερνήσεις, την αγγλική, γερμανική και του Vichy (1940-43). Ο Olivier Wieviorka (1995) αφιέρωσε μια διατριβή στην πολιτική αποτυχία της Αντίστασης, αξιοποιώντας το γεγονός ότι αυτή δεν κατόρθωσε να επιβάλει, μετά την ανακωχή, το πρόγραμμα που επεξεργάστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στο εσωτερικό του ΙΗΤΡ, το ζήτημα αυτό αποτέ- λεσε, πρόσφατα, αντικείμενο μιας συλλογικής έρευνας (που διηύθυναν ο Philippe Buton και ο Jean-Marc Guillon), η οποία κατέληξε στην οργάνωση ενός συμποσίου και τη δημοσίευση ενός βιβλίου. Εδώ και λίγον καιρό, η κοινωνική ιστορία εμφανίζεται στον τομέα αυτόν της έρευνας λιγότερο παραμελημένη απ’ ό,τι ήταν παραδοσιακά. Το ειδικό τεύχος του Mouvement social, που φέρει τον τίτλο «Για μια κοινωνική ιστορία της Αντίστασης» απεικονίζει το νέο αυτό βλέμμα. Στο κύριο άρθρο ο Antoine Prost (1997), που επιμελήθηκε το τεύχος, υπογραμμίζει ότι η άφιξη μιας νέας γενιάς ιστορικών επέτρεψε το πέρασμα από μια λίγο πολύ αγιο- γραφική ιστοριογραφία σε μια περισσότερο κριτική προοπτική. «Φτάνει η στιγμή κατά την οποία μπορούμε να συλλάβουμε μια συνολική ιστορία της Αντίστασης, που να αρθρώνει το τοπικό με το εθνικό, το πολιτικό και το στρατιωτικό με το ιδεολογικό, όπως και με το κοινωνικό». Το τεύχος απεικονίζει τη γονιμότητα των προσεγγίσεων που αναπτύσσονται από αυτή τη νέα γενιά ιστορικών. Πέρα από τη συμβολή του Francois Marcot, που παρουσιάζει τις γενικές γραμμές ενός προγράμματος κοινωνιολογικών ερευνών σχετικά με την Αντίσταση, μπορούμε να αναφέρουμε τη μελέτη του Laurent Douzou (1995), συγγραφέα μιας διατριβής σχετικά με την ιστορία του κινήματος «Απελευθέρωση Νότος», που εν- διαφέρεται σε αυτό το τεύχος για το πρόβλημα της εισόδου στην Αντίσταση. Άλλες συμβολές είναι αφιερωμένες στις κοινωνικές διαφορές ανάμεσα σε δίκτυα, κινήματα και Αντίσταση (Dominique Veillon και Jacqueline Sainclivier), στους τρόπους παρέμβασης (Olivier Wieviorka), αλλά και στις διάφορες κοινωνικές ομάδες που στρατεύτηκαν στην Αντίσταση όπως οι γιατροί, οι σιδηροδρομικοί, οι συγγραφείς, οι γυναίκες κ.λπ.
[271 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η ιστορία του κομμουνισμού
Η συλλογική όμως αυτή συμβολή δεν παρεμποδίζει το γεγονός ότι η πλειονότητα των μελετών σχετικά με την Αντίσταση κυριαρχού
νται πάντοτε από την έγνοια τής εκ των υστέρων εκτίμησης και της κρίσης του γεγονότος και των πρωταγωνιστών. Μέσω του τρόπου αυτού ο τομέας αυτός ανέπτυξε σχέσεις με την ιστορία του κομμουνισμού. Αυτή η τελευταία αποτέλεσε ένα νόμιμο ρεύμα της πανεπιστημιακής έρευνας μετά τις εργασίες της Annie Kriegel (1974, ό.π.), η οποία υποστήριξε την ιδέα ότι το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) υπήρξε «ξένο σώμα» για τη γαλλική κοινωνία. Γύρω από την Annie Kriegel θα συγκεντρωθεί μια μικρή ομάδα ιστορικών που εκδίδουν το δικό τους περιοδικό Com- munismes, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι διαφορές όμως σχετικά με τον τρόπο κατανόησης των ζητημάτων αυτών προκάλεσε τη διάσπαση του αρχικού πυρήνα. Στην προοπτική που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια από τον Marc Lazar (1992) και κυρίως τον Stephane Courtois(1980), ο στόχος είναι ουσιαστικά να αναδειχτούν οι προδοσίες, οι απάτες, τα εγκλήματα του κομμουνισμού. Θα επανέλθω σχετικά με το σημείο αυτό στο επόμενο κεφάλαιο, γιατί θέτει το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη. Σε αντίθεση με αυτή τη λογική, ένα άλλο ερευνητικό ρεύμα γύρω από την ιστορία του PCF συγκεντρώνει ιστορικούς, αρχικά μέλη αυτού του κόμματος, που πήραν όμως, η πλειονότητα ανάμεσά τους, τις αποστάσεις τους από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μπορούμε να αναφέρουμε εδώ, τις εργασίες του Serge Wolikov σχετικά με τη στρατηγική του PCF, της Danielle Tartakowsky, που μελέτησε την ιστορία των διαδηλώσεων, έπειτα από μια διατριβή 3ου κύκλου γύρω από τα κομμουνιστικά στελέχη, τις συλλογικές έρευνες των οποίων εμπνευστής υπήρξε ο Jacques Girault (1975) σχετικά με την εμφύτευση του PCF και σήμερα σχετικά με τα κοινωνικά κινήματα στη Γαλλία το 19ο και 20ό αιώνα. Ας αναφέρουμε επίσης, χωρίς να μπορούμε να επι- μείνουμε, ένα τρίτο ερευνητικό ρεύμα σχετικά με τον κομμουνισμό, περισσότερο στραμμένο προς την κοινωνιολογία, με τη διατριβή του Bernard Pudal (1989) γύρω από τη γένεση του PCF, και του Claude Penne- tier σχετικά με τους εργατικούς δήμους του Σηκουάνα ανάμεσα στα 1919 και 1940.
[ 272 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
Η ιστορία των δημόσιων πολιτικών
Συγκροτεί τον τρίτο άξονα των ερευνών που αναπτύσσονται από τους ιστορικούς του παρόντος χρόνου. Πολύ συχνά οι μελέτες αυτές
ανταποκρίνονται σε συμβόλαια που συνάπτονται ανάμεσα στο ΙΗΤΡ και τα υπουργεία. Αντικείμενο μελέτης αποτέλεσαν ιδιαίτερα οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τη δικαιοσύνη (με εμπνευστή, κυρίως, τον Denis Peschanski), η εξέλιξη πολιτιστικών πολιτικών, η ιστορία του CNRS (από τον Jean-Frangois Picard), η συλλογική έρευνα σχετικά με τις τοπικές εξουσίες στη Γαλλία ανάμεσα στα 1935 και 1953. Πρέπει τέλος να αναφέρουμε τη διατριβή της Danielle Voldman (1992) που σηματοδοτεί τη διεύρυνση των κέντρων ενδιαφερόντων του ΙΗΤΡ προς την κατεύθυνση της πολιτικής του αστικού χώρου στις μεταπολεμικές δεκαετίες.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, για να διαφοροποιηθεί από το πλειοψηφικό ρεύμα της πολιτικής ιστορίας που παρουσιάστηκε στην προηγούμενη παράγραφο, ένας μικρός αριθμός ιστορικών άρχισαν να εφαρμόζουν μια ιστορία του πολιτικού. Από αυτή την ειδολογι
κή αλλαγή («το» πολιτικό και όχι πλέον «η» πολιτική), οι οπαδοί αυτής της προσέγγισης θέλουν να δηλώσουν ότι νοιάζονται πριν από όλα για την οικοδόμηση του πολιτικού αντικειμένου. Για αυτούς, δεν αρκεί η ιστορική καταγραφή των φαινομένων που η κοινή λογική ονομάζει «πολιτικά». Τα φαινόμενα αυτά πρέπει, κατ’ αρχάς, να γίνονται αντιληπτά από τον ιστορικό. Πράγμα που απαιτεί ένα άνοιγμα στις επιστήμες (φιλοσοφία, κοινωνικές επιστήμες) οι οποίες προσφέρουν τα απαραίτητα θεωρητικά εργαλεία για το εγχείρημα αυτό. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η κύρια διαφορά ανάμεσα στην πολιτική ιστορία και την ιστορία του πολιτικού αφορά τις σχέσεις που τα δύο ρεύματα διατηρούν με τις άλλες επιστήμες. Η πολιτική ιστορία, όπως είδαμε παραπάνω, διεκδικεί σήμερα τη διεπιστημονικότητα. Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, οι ιστορικοί παραμένουν οι απόλυτοι κύριοι του παιχνιδιού. Ακόμη και αν μπορούν να συνεργαστούν με τους ειδικούς άλλων επιστημών (την πολιτική επιστήμη κατά προτίμηση), οι επιστήμες αυτές γίνονται αντιληπτές ως «βοηθητικές επιστήμες» της ιστορίας. Αντίστροφα, η ιστορία του πολιτι
18 [ 273 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
κού αποτελεί έναν τομέα όπου οι ιστορικοί δεν παίζουν ηγεμονικό ρόλο. Οι φιλόσοφοι, οι ειδικοί των κοινωνικών επιστημών που ενδιαφέρονται για την ιστορική διάσταση των πολιτικών φαινομένων, είναι ισότιμοι εταίροι, που κατέχουν μάλιστα ορισμένες φορές κυρίαρχη θέση στα ερευνητικά προγράμματα. Πρέπει εν τοΰτοις να σημειώσουμε εμβλημα- τικά ότι οι ιστορικοί του πολιτικού αποτελούν ένα πολύ ετερογενές νεφέλωμα. Οι βασικές διαιρέσεις σ’ αυτόν το χώρο εξαρτώνται από τη φύση των διεπιστημονικών συμμαχιών που πριμοδοτούνται. Ενώ οι μεν στηρίζονται κυρίως στην πολιτική φιλοσοφία, οι δε στρέφονται προς τις κοινωνικές επιστήμες και κυρίως προς την πολιτική κοινωνιολογία.
Η «εννοιολογική» ιστορία του πολιτικού
πως αναφερθήκαμε στην πολιτική ιστορία, ο καλύτερος τρόποςπαρουσίασης αυτού του ρεύματος είναι να αφεθούμε να οδηγη-
θούμε από τους πιο ένθερμους υπερασπιστές του. Για αυτό θα στηριχτώ εδώ στη συμβολή του Pierre Rosanvallon που φέρει τον τίτλο «Το πολιτικό» και δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο συλλογικό έργο το οποίο παρουσιάζει τις ερευνητικές δραστηριότητες που σήμερα αναπτύσσονται στην EHESS (στο J. Revel και Ν. Wachtel, 1996).
Από τον Raymond Aron στον Frangois Furet
πενθυμίζοντας ότι η μελέτη του πολιτικού δεν αποτελούσε αρχικάερευνητική δραστηριότητα αυτού του θεσμού, ο συγγραφέας υπο
γραμμίζει το ρόλο που έπαιξε ο Raymond Aron στην ανάδυση του ρεύματος αυτού. Είναι όμως μόνο στη δεκαετία του 1970 που η πολιτική φιλοσοφία αρχίζει να προκαλεί ένα πραγματικό πάθος στη Γαλλία. Δύο αλληλένδετοι λόγοι μπορούν να το εξηγήσουν. Από τη μια, σε πολιτικό επίπεδο, είναι η εποχή όπου η κοινή γνώμη αποκτά συνείδηση, χαρη στον Σολζενίτσιν κυρίως, της έκτασης της φρίκης που προκάλεσε ο σταλινισμός και τα ολοκληρωτικά συστήματα. Από την άλλη, σε διανοητικο επίπεδο, είναι η στιγμή όπου ο μαρξισμός αρχίζει να χάνει την ελκτική του δύναμη. Για τους ιστορικούς, όπως είδαμε, η απώλεια αυτή ενδιαφέροντος για το μαρξισμό σήμανε την αρχή της παρακμής της ποσοτικής οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Ως αντιστάθμισμα, «αποκαθίστα-
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
ται» η πολιτική ιστορία. Ο ιστορικός που απεικονίζει καλύτερα αυτή την αλλαγή «παραδείγματος» είναι αναμφίβολα ο Fran$ois Furet. Αυτός που υπήρξε, στη νεότητά του, ένας από τους πιο ενθουσιώδεις υπέρμαχους της ποσοτικής οικονομικής ιστορίας (φτάνοντας να δηλώσει ότι μόνο αυτή είναι «επιστημονική»), γίνεται ο βασικός πρωτεργάτης της νέας ιστορίας του πολιτικού στην EHESS (θεσμό στον οποίο υπήρξε πρόεδρος από το 1977 έως το 1985). Θα δούμε παρακάτω την προσωπική συμβολή του Francois Furet στην ανάπτυξη αυτού του ρεύματος. Ας υπογραμμίσουμε προς στιγμή, μαζί με τον Pierre Rosanvallon, ότι το κίνημα αρχίζει να δομείται γύρω από το σεμινάριο σχετικά με το «πολιτικό» που οργάνωσε ο Furet στην EHESS μετά το 1977. Συγκεντρώνει ένα μικρό αριθμό ιστορικών (Jacques Julliard, Pierre Nora, Krzysztof Pomian), κοινωνιολόγων (Pierre Rosanvallon) και κυρίως φιλοσόφων (Κορνήλιος Καστοριάδης, Marcel Gauchet, Claude Lefort, Pierre Manent, Bernard Manin), για να διευρυνθεί γρήγορα με άλλους πανεπιστημιακούς φιλοσόφους, όπως ο Luc Ferry, Philippe Raynaud, Blandine Barret-Kriegel, Alain Renaut.To δίκτυο θεσμοθετείται το 1985 με τη δημιουργία του Κέντρου Raymond Aron που αναλαμβάνει τη διαχείριση του αρχείου του, την προετοιμασία του εορτασμού των διακοσίων χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης και την οργάνωση ενός σεμιναρίου «πολιτικής φιλοσοφίας». Ο Pierre Rosanvallon σημειώνει αυτό που, κατά την άποψή του, αποτελεί την ιδιαιτερότητα της προσέγγισης που προεικονίζει. Σχολιάζοντας το έργο Pour une histoire politique, υπογραμμίζει ότι ο Rene Remond και οι μαθητές του «δήλωσαν τη συλλογική τους ταυτότητα με όρους που δείχνουν τη διαφορά από την προσέγγιση των ιστορικών του πολιτικού της Σχολής [...] Ενώ οι τελευταίοι προσπαθούν να σκεφτούν συνολικά το πολιτικό, ως χώρο δράσης της ίδιας της κοινωνίας, οι εργασίες των καθηγητών της Nanterre και της οδού Saint-Guillaume αποβλέπουν κατ’ αρχάς στη βαθιά κατανόηση των στιγμών και των δυνάμεων που δομούν την πολιτική ζωή: των συγκρούσεων, των εκλογών, των κομμάτων, των μέσων μαζικής επικοινωνίας, των κοινωνικών τάξεων, της μνήμης. Στόχος τους είναι να γράψουν την ιστορία της πολιτικής ζωής ως ιδιαίτερης σφαίρας της κοινωνικής δραστηριότητας και όχι να αναλύσουν τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό θεσμοθετείται ιστορικά μέσα στην πολιτική εμπειρία» (σ. 306). Για να είμαστε ακριβείς, ο Pierre Rosanvallon θα έπρεπε να δεχτεί ότι πρόκειται εδώ για μία από τις προσεγγίσεις της ιστορίας του πολιτικού που προωθεί η EHESS, η οποία
[275]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
όμως δεν είναι η μόνη, όπως θα δούμε παρακάτω. Η «εννοιολογική ιστορία του πολιτικού» θέλει να κατανοήσει τη σύσταση και την εξέλιξη της πολιτικής λογικής, των συστημάτων αναπαραστάσεων που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο οι ομάδες συγκροτούν τη δράση τους και αντιλαμβάνονται το μέλλον τους. Έπειτα από μια φάση ρήξης με την παράδοση των Annales, το κίνημα τοποθετείται στο εξής, όπως εκτιμά ο συγγραφέας, σε μια «προοπτική επέκτασης και ανανέωσης της ιστορικής σχολής» (σ. 309). Πράγματι, επειδή για τους υποστηρικτές αυτού του ρεύματος, είναι οι «αναπαραστάσεις» που καθορίζουν το «κοινωνικό», «η εννοιολογική ιστορία του πολιτικού» αποτελεί την καλύτερη οδό για την εκπλήρωση του σχεδίου της συνολικής ιστορίας που τα Annales αναζήτησαν να συγκροτήσουν στηριζόμενα στο «κοινωνικό». Ο φιλόσοφος Marcel Gauchet (1988, σσ. 168-69), άλλη σημαντική φυσιογνωμία αυτού του ρεύματος, αναπτύσσει την ίδια ιδέα εξηγώντας γιατί, κατά τη γνώμη του, το πολιτικό βρίσκεται σε διαδικασία να αποτελέσει το νέο ομοσπονδιακό «παράδειγμα» στις κοινωνικές επιστήμες. Ασκώντας κριτική στις προκατασκευές της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, δηλώνει ότι «το άτομο, τα δικαιώματα του ανθρώπου, η δημοκρατία δεν αποτε- λούν απατηλές μάσκες της ταξικής κυριαρχίας, αλλά την πραγματικότητα των κοινωνιών μας [...]. Με βάση τη ρητή τους νομική και πολιτική συγκρότηση κατανοούμε τη δυναμική, τις αντιφάσεις και τις κρίσεις των σύγχρονων κοινωνιών». Και ο συγγραφέας προσθέτει: «Το κλειδί του εγχειρήματος βρίσκεται σε μια διευρυμένη αντίληψη της φύσης του πολιτικού. Πολύ μακριά από το να περιοριζόμαστε σε αυτή την επιφανειακή και διαφανή όψη της λειτουργίας των κοινωνιών με βάση την οποία πιστεύαμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα, το πολιτικό αποτελεί το πιο σφαιρικό επίπεδο οργάνωσής τους, επίπεδο όχι υπόγειο, αλλά κρυμμένο μέσα στο ορατό, αν μπορούμε να το ισχυριστούμε, κρυμμένο από την έκταση της πραγματικής του δύναμης στο κέντρο της ίδιας της έκθεσής του».
Πολλές κατευθύνσεις έρευνας
υτές οι επεξηγήσεις φιλοσοφικού χαρακτήρα φαίνονται αναμφίβολα πολύ αφηρημένες στους αναγνώστες μας ιστορικούς. Γι’ αυτό,
πρέπει να δώσουμε ένα δείγμα των εμπειρικών ερευνών που η εννοιολο- γική ιστορία του πολιτικού ανέπτυξε εδώ και είκοσι χρόνια. Στο άρθρο που αναφέραμε παραπάνω, ο Pierre Rosanvallon απαριθμεί τις τέσσερις
[ 2 7 6 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
κατευθύνσεις που ακολούθησε το κίνημα αυτό κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου. Η πρώτη αφορά την πολιτική ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. Εκτός από τις εργασίες του ίδιου του Francis Furet (οι οποίες αναφέρονται παρακάτω), στον τομέα αυτόν ανήκουν τα έργα της Mona Ozouf (1989), του Marcel Gauchet (1989), του Ran Halevy (1984) και της Patrice Gueniffey (1993). To δεύτερο σύνολο αφορά την ιδεολογική ιστορία του φιλελευθερισμού, που απεικονίζεται κυρίως στα έργα του Tocqueville (F. Melonio, 1993). Οι άλλοι άξονες της εννοιολο- γικής ιστορίας του πολιτικού (η φιλοσοφική ιστορία της σύγχρονης εποχής και τα δοκίμια πολιτικού χαρακτήρα που αφορούν προβλήματα της επικαιρότητας) βρίσκονται μακριά από τις μέριμνες των ιστορικών για να επιμείνω εδώ.
Είναι προφανώς οι εργασίες του ίδιου του Francois Furet και κυρίως το βιβλίο του Penser la Revolution franqaise (1979, ό.π.) που είχαν τη μεγαλύτερη απήχηση στο χώρο της ιστορίας. Το έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί η ιδρυτική στιγμή όλου αυτού του ιστοριογραφικού ρεύματος. Αυτός καθαυτός ο τίτλος αποτελεί ήδη «ένα ολόκληρο πρόγραμμα», όπως λέμε. Η πολεμική διάσταση του επιχειρήματος κατανοείται καλύτερα αν γνωρίζουμε το διανοητικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίστηκε το έργο. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιστοριογραφία της Επανάστασης κυριαρχείται, όπως είδαμε, από ιστορικούς που βρίσκονται κοντά στο PCF, κυρίως τον Albert Soboul, ο οποίος αποτελεί τον κύριο στόχο αυτού του βιβλίου. Ο Furet, που υπήρξε ο ίδιος κομμουνιστής αγωνιστής στη νεότητά του, ενθουσιασμένος με την ατμόσφαιρα εναντίον του «ολοκληρωτισμού» της δεκαετίας του 1970, προσάπτει στους μαρξιστές ιστορικούς ότι ερμηνεύουν την Επανάσταση με βάση μια «ιδεολογική» ανάγνωση, με την έννοια ότι δεν έχουν στόχο την πραγματική εξήγηση του γεγονότος, αλλά τη μετατροπή της Επανάστασης σε όργανο στην υπηρεσία των συμφερόντων του PCF. Γενικότερα, εκτιμά ότι, από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι ιστορικοί της αριστεράς που μελέτησαν την επαναστατική περίοδο παρέμειναν δέσμιοι των πολιτικών τους προκαταλήψεων, πράγμα που τους εμπόδισε να νοηματοδο- τήσουν το γεγονός. Η μελέτη του παρελθόντος είναι στενά συνυφασμέ- νη με το παρόν, γιατί η ιστορία της Επανάστασης έχει στόχο τη διατήρηση της αφήγησης των απαρχών. Για αυτό, προσθέτει ο Furet, ο τομέας αυτός της ιστορικής έρευνας αποτελεί τον τελευταίο χώρο όπου η ιδεολογία κυριαρχεί έναντι της ερμηνείας, όπου η ιστορία-πρόβλημα που δια
[277 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
κηρύσσεται από τους ιδρυτές των Annales δεν έχει ακόμη διαδοθεί. Ακόμη και ο Georges Lefebvre δεν απαλλάσσεται της κριτικής. Για τον FranQois Furet, η συνθετική του αντίληψη για την Επανάσταση δεν υπερέχει εκείνης ενός αγωνιστή της αριστεράς επειδή, προσθέτει «η ευρυμάθεια δεν αρκεί ποτέ για να μεταβάλει την αντίληψη που έχουμε για ένα πρόβλημα ή ένα γεγονός». Ενώ απορρίπτει αυτό που αποκαλεί «η ιστο- ρία-αφήγηση» προς χάρη μιας πραγματικά εννοιολογικής ιστορίας, ο Francis Furet επιχειρεί να αποκαταστήσει τους ιστορικούς της Επανάστασης που η κυρίαρχη ιστοριογραφική παράδοση απαξίωσε παρουσιά- ζοντάς τους ως «αντιδραστικούς», κυρίως τον Tocqueville και τον Augustin Cochin (των οποίων τις θέσεις παρουσιάσαμε στο Κεφάλαιο 2). Το έργο αυτό εγγράφεται στο γενικό κίνημα αμφισβήτησης της αντίληψης για την ιστορία που είχε ο Labrousse και σύμφωνα με την οποία, όπως είδαμε, το πολιτικό δεν αποτελεί παρά μια «υπερδομή» που έπεται του οικονομικού και του κοινωνικού. Ο Furet όμως δεν μένει ευχαριστημένος από το να δηλώνει την αυτονομία του πολιτικού. Εκτιμά ότι αυτό οφείλει να έχει μια επιστημολογική προτεραιότητα στην έρευνα επειδή, σύμφωνα με αυτόν, οι πολιτικές αντιλήψεις και οι αναπαραστάσεις καθορίζουν την πορεία της ιστορίας. Μερικά χρόνια αργότερα, προσθέτει ότι η ιστορία που προτείνει «είναι μια διανοητική ιστορία που [οικοδομεί] ρητά τα δεδομένα της με βάση εννοιολογικά επεξεργασμένα ζητήματα» (F. Furet, 1982, σ. 29).
Για μια συγκεκριμένη ένδειξη του δεύτερου άξονα που αναπτύχθηκε από τους συνεργάτες του Κέντρου Raymond Aron, θα αναφέρω το παράδειγμα του βιβλίου το οποίο ο Pierre Rosanvallon (1992) αφιέρωσε στη διανοητική ιστορία της καθολικής ψήφου στη Γαλλία. Η μελέτη αυτή δείχνει καλά αυτό που διαφοροποιεί αυτή την προσέγγιση του πολιτικού από εκείνη που υπερασπίζονται ο Rene Remond και οι μαθητές του. Ενώ η πολιτική ιστορία, όπως είδαμε, αντιλαμβάνεται το εκλογικό ζήτημα ως έκφραση μιας κοινής γνώμης και στηρίζεται κυρίως σε υλικό που συγκροτούν τα εκλογικά αποτελέσματα, ο Pierre Rosanvallon αποδίδει προνομιακή θέση, σε ό,τι τον αφορά, στους λόγους που συγχρόνως ορίζουν, δικαιολογούν και επιβάλλουν τη δημοκρατική αντίληψη της «ιδιότητας του πολίτη». Το κίνημα του καθολικού χαρακτήρα της ψήφου γίνεται αντιληπτό ως ένα πρόβλημα πριν απ’ όλα φιλοσοφικό: Η αναγνώριση μιας ισοδυναμίας ιδιοτήτων ανάμεσα στα άτομα. Σε αυτή τη διαδικασία, που έχει σήμερα έναν παγκόσμιο χαρακτήρα, η γαλλική ιδιαιτερότητα συνίσταται στην ιδιαίτερα ζωηρή ένταση ανάμεσα στον
[ 2 7 8 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
αριθμό (την αρχή της ισότητας που νομιμοποίησε την αδιάκοπη επέκταση του δικαιώματος της ψήφου) και τη λογική (την αρχή της ικανότητας, στην οποία στηρίχτηκαν όλοι όσοι επιχείρησαν να παρεμποδίσουν το κίνημα, δηλώνοντας ότι μόνο τα άτομα που κατέχουν τις «απαραίτητες ικανότητες» μπορούν να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή).
Ένας άλλος τύπος «ειδικών»
Οι δύο ανταγωνιστικοί και συμπληρωματικοί πόλοι που αποτελούν η πολιτική και η εννοιολογική ιστορία του πολιτικού έχουν και κοινά σημεία. Το πιο σημαντικό συνίσταται στο γεγονός ότι οι οπαδοί τους
θεωρούν ότι η ιστορική έρευνα πρέπει να απαντά στην κοινωνική ζήτηση. Αν αναφερόμαστε εδώ σ’ αυτό το ζήτημα, είναι επειδή, όπως θα δούμε, αποτελεί ένα σημείο διαφοροποίησης από άλλες ιστορικές προσεγγίσεις του πολιτικού. Η ιστορία του πολιτικού η οποία αναπτύχθηκε στη γραμμή του Francois Furet διευθέτησε τους χώρους σκέψης που είναι ανοιχτοί σε όσους μπορούν να επιδείξουν πολιτική αρμοδιότητα, κυρίως τους δημοσιογράφους και «όσους αποφασίζουν». Οι οπαδοί της εννοιολογικής ιστορίας του πολιτικού έπαιξαν έτσι ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία της Fondation Saint-Simon που προσπαθεί να θέσει τις δεξιότητες των ερευνητών στην υπηρεσία των κυβερνώντων. Στο επίπεδο των δημοσιεύσεων, το περιοδικό που διευθύνει ο Pierre Nora, Le Debat, υπακούει στην ίδια λογική. Είναι ακόμη οι αρχές αυτές που εξηγούν το γεγονός ότι οι ιστορικοί του ρεύματος αυτού είναι έντονα παρόντες στα μέσα μαζικής επικοινωνίας (κυρίως χάρη στο Nouvel Observateur). Η θέληση αυτή κατάργησης των διαχωρισμών έχει συνέπειες στην καθαρά ιστορική σκέψη, ακόμη και αν η λογική της ειδίκευσης προσλαμβάνει εδώ διαφορετικούς δρόμους από εκείνους που αναφέραμε σχετικά με το ΙΗΤΡ. Για παράδειγμα, στο έργο του Pierre Rosanvallon, που αναφέραμε παραπάνω, η προσπάθεια η οποία αποβλέπει στον εννοιολογικό καθορισμό της γαλλικής «ιδιότητας του πολίτη» καταλήγει στη λήψη άμεσα πολιτικών θέσεων. Θεωρώντας ότι «ο γαλλικός οικουμενισμός δεν αντιλαμβάνεται την ιδιότητα του πολίτη παρά μόνο με μια συνολική μορφή», ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί το δικαίωμα ψήφου στους ξένους για τις τοπικές εκλογές (σ. 441).
[ 2 7 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Διανοούμενοι και πολιτικοί λόγοι (discours)
Παρόλο που ορισμένες φορές βρίσκονται πολύ μακριά, θεσμικά και πολιτικά, από το ρεύμα που μόλις ανέφερα, θα κατέτασσα στην εν- νοιολογική ιστορία του πολιτικού, τους ιστορικούς εκείνους οι οποίοι εν-
διαφέρονται για το ρόλο που παίζουν οι λόγοι και οι διανοούμενοι στον τομέα αυτόν. Οι εργασίες οι οποίες αναπτύχθηκαν με εμπνευστή τον Christophe Prochasson (1993) και την ερευνητική ομάδα γύρω από τη σύγχρονη διανοητική ζωή της οποΐας είναι υπεύθυνος (πολύ δραστήριος στο περιοδικό 1900), δείχνουν ότι η σκέψη σχετικά με το πολιτικό στην EHESS διαφοροποιείται ολοένα και περισσότερο. Η διαδρομή του Jacques Guilhaumou απεικονίζει την εξέλιξη που γνώρισε η ιστορική έρευνα γύρω από τον πολιτικό λόγο εδώ και μία δεκαετία. Και εδώ, σημειώνουμε την προοδευτική εγκατάλειψη των ποσοτικών μεθόδων (λεξι- κογραφικές) προς χάρη μιας προοπτικής που στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στη φιλοσοφία. Η κίνηση αυτή, ακόμη πολύ περιθωριακή στην ιστορία, είναι αναμφίβολα αυτή που προσεγγίζει περισσότερο την αμερικανική linguistic turn. Αναπτύχθηκε κυρίως, τα τελευταία χρόνια, στο ερευνητικό πεδίο γύρω από τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Jacques Guilhaumou (1989, ό.π.), ο οποίος στηρίζεται στα έργα που ο Michel Foucault αφιέρωσε στην ανάλυση του λόγου, απορρίπτει την κλασική αντίθεση ανάμεσα σε κείμενο και πλαίσιο και υιοθετεί την έννοια του Foucault της «εκφοράς», εννοούμενης ως «το σύνολο των συμβολικών λόγων και πρακτικών μέσω των οποίων άτομα και ομάδες προβάλλουν διεκδικήσεις». Η προοπτική αυτή εξηγεί τη σημασία που ο Guilhaumou αποδίδει στην έννοια του εκπροσώπου-ομιλητή, από τις πρώτες του έρευνες σχετικά με τον πατέρα Duchene μέχρι τους ερασιτέχνες ομιλητές για τους οποίους ενδιαφέρεται σήμερα. Η προσέγγιση αυτή του πολιτικού εφαρμόστηκε σε πολλές διατριβές, τα τελευταία χρόνια. Έτσι η Sylvie Gar- nier, ενδιαφέρθηκε για τους μηχανισμούς λόγου των αφηγήσεων των υπόπτων φυλακισμένων το Έτος II. Η Sophie Wahnich (1997) έδειξε, σε ό,τι την αφορά, πώς ο επαναστατικός λόγος κατέληξε προοδευτικά στον αποκλεισμό του ξένου. Η διατριβή του Antoine de Baecque (1993) σχετικά με τις επαναστατικές μεταφορές εγγράφεται σε μια αρκετά συγκρίσιμη προοπτική. Είναι το γαλλικό έργο που πλησιάζει περισσότερο στην έννοια της linguistic turn. Ο συγγραφέας αποτελεί μέρος των ιστορικών που αντιλαμβάνονται τη γλώσσα με τη μορφή της σχέσης ανάμεσα στην
[ 2 8 0 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
«πραγματικότητα» και την «αναπαράστασή» της. Αυτό εξηγεί τη σημασία που αποδίδει στο ζήτημα της μεταφοράς, η οποία γίνεται αντιληπττ συγχρόνως ως αφηγηματική μορφή και ως τρόπος γνώσης της ιστορίας Ο Antoine de Baecque υπερασπίζεται σε αυτό το βιβλίο μια «μη ποσοτική σειραϊκή ιστορία». Στηριζόμενος στις επιστημολογικές σκέψεις rot Michel de Certeau (1975), απορρίπτει «την εξήγηση της Ιστορίας» προς χάρη μιας «πολλαπλά πιο πλούσιας αβέβαιης γης: της ανάγνωσης, τω\ συχνά ανταγωνιστικών αλλά παράλληλων αναγνώσεων ανακατεμέναη -σχεδόν διαλυμένων- ιστορικών κειμένων γύρω από ένα ιδιαίτερο ιστορικό αντικείμενο» (σ. 32). Για το συγγραφέα, ο ιστορικός πρέπει να είναι ικανός «να φαντάζεται με βάση τα κείμενα που μελετά» (σ. 38). Για αυτό δανείζεται πολυάριθμες μεταφορές από την κινηματογραφική γλώσσα, υπερασπιζόμενος μια προσέγγιση του τομέα της τέχνης και εκείνου της επιστήμης. Ο Jean-Luc Godard προσφέρει στον De Baecque το κλειδί που επιτρέπει την επίλυση αυτού που αποκαλεί «το αγωνιώδες πρόβλημα» της αναπαράστασης της πραγματικότητας μέσω του λόγου. Ο Godard μάς προσφέρει, πράγματι, «ένα μοντέλο κατανόησης και γραφής για μια ιστορία κειμενικών πρακτικών», χάρη στο οποίο γίνεται δυ- νατόν να αμβλύνουμε την «τυραννία των παραπεμπτικών στιγμάτων» (των σημειώσεων στο κάτω μέρος της σελίδας κ.λπ.).
Κοινωνική ιστορία και κοινωνιο-ιστορία του πολιτικού
Η κοινωνική ιστορία του ποντικού
ρχικά, η εννοιολογική ιστορία του πολιτικού γεννήθηκε από μιααπόρριψη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας και των μαρξι
στικών παραδοχών που κυριαρχούσαν στο χώρο των αριστερών διανοουμένων στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Ανάμεσα όμως στους πολυάριθμους ιστορικούς που πήραν τις αποστάσεις τους από το μοντέλο του Labrousse, πολλοί παρέμειναν πιστοί στην κοινωνική ιστορία. Θεωρώντας ότι η ιστορία της πολιτικής σκέψης που υπερασπίστηκε ο Francois Furet δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι κατέχει, μόνο αυτή, το πεδίο των εννοιών, οι ιστορικοί αυτοί επιχείρησαν να δείξουν, προοδευτικά, ότι η κοινωνική ιστορία, με την έννοια της ιστορίας-προβλήματος που υπερασπίστηκαν ο Marc Bloch και ο Lucien Febvre, μπορούσε κάλλιστα και
[281 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
αυτή να αντιταχτεί στα πολιτικά ζητήματα. Ωστόσο, οι ιστορικοί αυτοί δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να συγκροτηθούν σε ομάδα, ούτε να υπερασπιστούν την άποψή τους μέσα από ένα «μανιφέστο» ή με μεγαλόστομα κείμενα, θεωρώντας ότι οι αναγνώστες έχουν τη δική τους γνώμη για να κρίνουν από μόνοι τους. Η στρατηγική αυτή (ή κυρίως, αυτή η απουσία στρατηγικής) εξηγεί γιατί δεν έχουμε τεκμήρια που να παρουσιάζουν την «κοινωνική ιστορία του πολιτικού». Παρά τη μεγάλη διαφοροποίηση εργασιών που είναι αφιερωμένες σε μια τέτοια ιστορία μπορούμε να προβάλουμε την ιδέα ότι οι οπαδοί της έχουν τουλάχιστον δύο κοινά σημεία. Από τη μια, παραμένουν πιστοί στον κλασικό ορισμό του «επαγγέλματος» του ιστορικού. Αν η ιστορία της σκέψης μελετά κυρίως έντυπα τεκμήρια (λόγους, έργα κ.ά.), η κοινωνική ιστορία του πολιτικού δεν μπορεί να μην συμπεριλάβει την εργασία στα αρχεία. Από την άλλη, οι ιστορικοί αυτού του ρεύματος κρατούν αποστάσεις από κάθε μορφή εμπειρογνωμοσύνης. Ανάμεσα στις εργασίες που ανήκουν σε αυτή την κίνηση, ξεχωριστή θέση κατέχει το έργο του Maurice Agulhon. Όπως πρόσφατα υπενθύμισε ο ίδιος, «στην περιπλανώμενη ιστορία» του, «η πολιτική βρίσκεται παντού στις έρευνές μας». Αναζητώντας να κατανοήσει γιατί ένα σημαντικό μέρος των αγροτών υιοθέτησε τη δημοκρατική άποψη το 1848, ο Maurice Agulhon ανακάλυψε τη σημασία των «συλλογικών νοοτροπιών». Πράγμα που τον οδήγησε, προοδευτικά, να αναπτύξει και να εφαρμόσει στις εργασίες του σχετικά με τα σύμβολα της Δημοκρατίας μια εθνολογική προσέγγιση. Τα έργα που αναφέρονται στην εξέλιξη των αναπαραστάσεων της Μαριάννας (Μ. Agulhon, 1979 και 1989) μαρτυρούν τη μέριμνα μιας σύγκλισης της μεθοδολογικής φιλοδοξίας (συνδυασμός των πληροφοριών πολιτικής ιστορίας, της ιστορίας της τέχνης, της ιστορίας των νοοτροπιών) και των εμπειρικών μελετών σχετικά με τη θέση που κατέχει η δημοκρατική ιδέα στη Γαλλία από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η συμβολή αυτών των μελετών είναι πολλαπλή. Για την ίδια την ιστορία του πολιτικού, φωτίζουν τον κεντρικό ρόλο του συμβολικού στην ιστορία της Δημοκρατίας. Εξετάζοντας τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που προκάλεσαν τη δημιουργία γλυπτών ή πινάκων της Μαριάννας, ο Maurice Agulhon δείχνει τη σημασία αυτού του ζητήματος για τους εθνικούς πολιτικούς αγώνες. Βλέπει σε αυτά μια συνέπεια του γεγονότος ότι σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε παρουσιάσιμους «ιδρυτές πατέρες», πράγμα που ανάγκασε τους ηγέτες της να πριμοδοτήσουν τις συμβολικές ανα
[282 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
παραστάσεις. Από την άποψη της πολιτισμικής ιστορίας, τα έργα αυτά διευρύνουν σε σημαντικό βαθμό τις συνήθεις ασχολίες των ιστορικών της τέχνης. Οι αναπαραστάσεις της Μαριάννας μελετώνται όχι μόνο με βάση τα μνημεία και τα γλυπτά, αλλά και με βάση τα νομίσματα, τα γραμματόσημα, τους πίνακες, τα ποιήματα. Ο συγγραφέας δείχνει ότι αυτή η δημοκρατική εικονογραφία άνθησε κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τη στιγμή όπου αναπτύσσεται μια ακαδημαϊκή τέχνη στην οποία αποτυπώνονται αρχαΐζουσες συμβάσεις, οι οποίες συμβάλλουν στη γένεση μιας δημοκρατικής τέχνης που θα αποτελέσει αντικείμενο κριτικής, εξαιτίας του μηνύματος και του στυλ της, ταυτόχρονα από την αντεπαναστατική δεξιά και από τη σοσιαλιστική αριστερά.
Ο τρόπος αυτός προσέγγισης της πολιτικής ιστορίας, έχοντας στήριγμα την πολιτισμική ανθρωπολογία, θα αποκτήσει πολλούς συνεχιστές που θα επεκτείνουν το διάβημα μελετώντας τις δημοκρατικές τελετουργίες, όπως τον εορτασμό της 14ης Ιουλίου, τον οποίο μελέτησε ο Ro- semonde Sanson (1976), τα σύμβολα (κόκκινη σημαία, Μασσαλιώτιδα κ.ά.) κ.λπ. Το κίνημα αυτό θα τροφοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη σχετικά με τους «τόπους της μνήμης». Ο Maurice Agulhon προσέγγισε ακόμη την ιστορία του πολιτικού με περισσότερο κοινωνιολογικό παρά ανθρωπολογικό τρόπο, στις έρευνές του σχετικά με την «κοινωνικότητα» του Νότου. Για την απεικόνιση της σημασίας αυτού του ζητήματος, θα αναφέρω το παράδειγμα της πολιτικοποίησης των γαλλικών αγροτικών περιοχών, στηριζόμενος στον πολύ πλήρη βιβλιογραφικό οδηγό που δημοσίευσε πρόσφατα ο Gilles Pecout (1994). Οι περισσότερες διατριβές περιφερειακής ιστορίας που υποστηρίχτηκαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 -κυρίως αυτές του Philippe Vigier σχετικά με τις Άλπεις (1963, ό.π.), του Maurice Agulhon σχετικά με τη Var (1966, ό.π.) και του Raymond Huard σχετικά με την Gard (1977, ό.π.)- συγκλίνουν στο να υπογραμμίσουν τον πρόωρο χαρακτήρα της πολιτικοποίησης των γαλλικών αγροτικών περιοχών. Σύμφωνα με τον Agulhon, η εφαρμογή της ανδρικής καθολικής ψήφου, μετά το 1848, σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές μορφές της κοινωνικότητας του Νότου εξηγεί αυτόν τον πρόωρο χαρακτήρα με τις νέες εκλογικές πρακτικές να έχουν παίξει έναν ουσιαστικό ρόλο στην πολιτική εκπαίδευση των λαϊκών τάξεων. Κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου, η θέση αυτή αμφισβητήθηκε με δύο τρόπους. Από τη μια, ο Αμερικανός ιστορικός Eugen Weber (1976) προσπάθησε να δείξει ότι η ενσωμάτωση των χωρικών στην εθνική πολιτική
[ 283 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ζωή δεν επήλθε πριν από την Τρίτη Δημοκρατία, τη στιγμή που δημι- ουργείται το εθνικό σιδηροδρομικό δίκτυο, γενικεύεται ο λαϊκός τύπος, το σχολείο γίνεται υποχρεωτικό για όλους. Από την άλλη, ο Alain Corbin(1991) άσκησε κριτική σε μια άποψη που αποδίδει προνομιακή θέση στη «μετάδοση της πολιτικής προς τις μάζες», χωρίς να μεριμνά αρκετά για τον τρόπο με τον οποίο οι λαϊκές τάξεις οικειοποιούνται τους πολιτικούς νεωτερισμούς που προέρχονται «από πάνω», με σκοπό να τους χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους αγώνες. Πολλοί ιστορικοί συμμετείχαν σε αυτή τη συζήτηση. Για παράδειγμα, ο Jean-Luc Mayaud (1986) διαπιστώνει και αυτός τον πρόωρο χαρακτήρα της πολιτικοποίησης των χωρικών του Doubs (από το 1848), δείχνει όμως ότι αυτό δεν εμπόδισε το θρίαμβο του συντηρητισμού, στο πλαίσιο μιας αγροτικής δημοκρατίας των ανεξάρτητων χωρικών. Ο Yves Rinaudo (1978, ό.π.) υπογραμμίζει ότι η κοινωνικότητα στις επαρχιακές περιοχές ενισχύθηκε, στηριζόμενη σε περισσότερο «θεσμικές» δομές, όπως αυτές που συγκροτούν αυτό που αποκαλεί «προστατευτική τριάδα»: οι συνεταιρισμοί, οι πιστωτικοί θεσμοί, οι ασφαλίσεις.
Η κοινωνιο-ιστορία (socio-histoire) του πολιτικού
ρχικά, η κοινωνική ιστορία του πολιτικού συγκέντρωνε κυρίωςτους ιστορικούς. Σήμερα, ανοίγεται ολοένα και περισσότερο στις
εργασίες των ανθρωπολόγων, των κοινωνιολόγων και των πολιτικών επιστημόνων που, από την πλευρά τους, επιχείρησαν να ασχοληθούν σοβαρά με την ιστορία δεχόμενοι να εξοικειωθούν με τα αρχεία, τα βιβλιογραφικά εργαλεία και τις μεθόδους των ιστορικών. Για την ενθάρρυνση αυτής της κίνησης, ένας σύλλογος για τη Socio-histoire du politique (SHIP) συστάθηκε το 1995. Στο πρώτο τεύχος του δελτίου του, ο σύλλογος θεωρεί λυπηρό το γεγονός της απουσίας θεσμικής αναγνώρισης του ερευνητικού αυτού ρεύματος, πράγμα που παρεμποδίζει την ορατότητά του και επιδεινώνει τον ατομικισμό των μελών του. Η κίνηση προτίθεται να συγκεντρώσει όλους όσοι εργάζονται εμπειρικά γύρω από το πολιτικό (με την ευρεία έννοια του όρου), με βάση ένα ιστορικό υλικό και στηρι- ζόμενοι στην προβληματική και τις μεθόδους των κοινωνικών επιστημών. Παρόλο που βρίσκεται, με βάση τα ενδιαφέροντά του, πολύ κοντά στην κοινωνική ιστορία, το ρεύμα αυτό διακρίνεται από αυτήν για δύο λόγους. Από τη μια, αποτελείται στην πλειονότητά του από ερευνητές
[ 284 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
που θεσμικά προέρχονται από την πολιτική επιστήμη. Από την άλλη, ένας από τους ουσιαστικούς στόχους όσων συμμετέχουν σε αυτό είναι η ρήξη με μια αντίληψη της σύγχρονης ιστορίας η οποία βλέπει «το κράτος» και «την κοινωνία» ως δύο διακριτές οντότητες. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στο «κοινωνικό» και το «πολιτικό» τούς φαίνεται ως κληρονομιά της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας των χρόνων 1950-1960. Για αυτό, προτιμούν να ορίσουν τον τομέα δραστηριότητάς τους προωθώντας τις αντίστοιχες δεξιότητες των ερευνητών που συμμετέχουν στην κίνηση. Η κοινωνιο-ιστορία του πολιτικού συγκεντρώνει, κυρίως, ερευνητές με διπλή εκπαίδευση (στην ιστορία και την κοινωνιολογία) οι οποίοι μελετούν τα πολιτικά ζητήματα. Αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη στενών σχέσεων με την κοινωνική ιστορία. Οι μελέτες των κοινωνικών ιστορικών σχετικά με την πολιτικοποίηση των αγροτικών περιοχών, συναντούν τις έρευνες σχετικά με την ιστορία των εκλογικών πρακτικών και του δικαιώματος της ψήφου που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια από τους κοινωνιο-ιστορικούς του πολιτικού. Στις πρώτες του εργασίες, για παράδειγμα, ο Michel Offerle (1984) ενδιαφέρθηκε για το ρόλο που έπαιξαν οι πολιτικοί «επιχειρηματίες» του 19ου αιώνα, από τους προκρίτους μέχρι τους επαγγελματίες πολιτικούς. Υπογράμμισε τις δυσκολίες που συνάντησαν οι πρώτοι εκλεγμένοι εκπρόσωποι εργατικής προέλευσης προκειμένου να ενσωματωθούν σε ένα δημοκρατικό πολιτικό παιχνίδι, το οποίο λειτουργούσε με βάση τις αρχές της αστικής κουλτούρας. Συνέβαλε στην ανάπτυξη ερευνών που δημοσιεύουν νέοι πολιτικοί επιστήμονες, σχετικά με την ιστορία των πρακτικών και των τεχνικών της ψήφου από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Όλα τα στοιχεία που σήμερα μας φαίνονται φυσικά, όπως οι εκλογικοί τόποι, στιγμές και τελετουργίες ενσωματώνονται έτσι σε μια ιστορία «μακράς διάρκειας» που υπογραμμίζει τον αυθαίρετο χαρακτήρα αυτών των στοιχείων. Οι εργασίες του Bernard Lacroix (1985) και του Alain Garrigou (1992) βοήθησαν στην καλύτερη κατανόηση, από κοινωνιολογική άποψη, αυτού που διακυβεύεται γύρω από την «επινόηση» του πολίτη το 19ο αιώνα. Το ζήτημα των μορφών οικειοποίησης αυτών των νέων πρακτικών από τους εκλογείς αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάπτυξη σημαντικών ερευνών. Μετά την προδρομική διατριβή του Jean-Yves Coppolani (1980) που αναφέρεται στις εκλογές τη ναπολεόντεια εποχή, το θέμα αυτό εμβάθυ- νε η Patrice Guennifey (1993), στις εργασίες της που επικεντρώθηκαν στη Γαλλική Επανάσταση, και ο Jean-Louis Briquet (1997) στις εργασίες
[ 2 8 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
του σχετικά με την Κορσική. Όλες αυτές οι έρευνες ανοίγονται στην κοι- νωνιο-ιστορία της ιδιότητας του πολίτη, χάρη στις εργασίες νέων πολιτικών επιστημόνων όπως του Yves Deloye (1994) και του Olivier Ihl (1996).
Η ιστορία της κρατικοποίησης της γαλλικής κοινωνίας
Εκτός από τα ειδικά ερευνητικά αντικείμενά τους, οι περισσότεροι κοινωνιο-ιστορικοί του πολιτικού εκδηλώνουν το ίδιο ενδιαφέρον για το ζήτημα της κρατικοποίησης της γαλλικής κοινωνίας, από τη Γαλ
λική Επανάσταση μέχρι σήμερα. Αυτό εξηγεί την κεντρική θέση που κατέχει η ιστορική κοινωνιολογία του κράτους την οποία ανέπτυξε ο Norbert Elias (1939). Οι ιστορικοί των Annales την ανακάλυψαν στη δεκαετία του 1970 και το έργο του στην αρχή παρουσιάστηκε ως μια συμβολή στην πολιτισμική ιστορία. Πρόσφατα όμως, συνειδητοποιήσαμε ότι η κοινωνιολογία του Elias είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ιστορία του κράτους (Β. Lacroix και A. Garrigou, 1997). Επειδή δεν είναι δυνα- τόν στο πλαίσιο αυτού του βιβλίου να παρουσιάσω το έργο αυτό, θα πω απλώς ότι το μεγάλο ενδιαφέρον του συνίσταται σε δύο λόγους. Από τη μια, ο Elias αντιλαμβάνεται το κράτος ως μια ιστορική διαδικασία που εμφανίζεται, στην περίπτωση της Γαλλίας, από το 12ο αιώνα. Από την άλλη, στη γραμμή του Max Weber, ο Elias προσπαθεί να ξαναβρεί πίσω από αυτόν το συλλογικό πρωταγωνιστή που αποκαλούμε «το κράτος», τα άτομα με σάρκα και οστά, τα οποία του επιτρέπουν να υπάρχει. Ανάμεσα σε πολυάριθμους ερευνητικούς δρόμους που εγγράφονται λίγο πολύ σε αυτή την προοπτική, πρέπει να αναφέρουμε αυτούς που αφορούν την κοινωνική οικοδόμηση των εργαλείων που χρησιμοποιεί σήμερα το κράτος, κυρίως το στατιστικό μηχανισμό του οποίου τη γενεαλογία ανέ- λαβε ο Alain Desrosieres (1993). Η κοινωνιο-ιστορία των διαφόρων όψεων του κράτους αποτελεί τομέα που έχει σήμερα αναπτυχθεί σημαντικά. Χωρίς να μπορούμε να αναφέρουμε όλες τις αξιόλογες έρευνες που αφιερώθηκαν σε αυτό το ζήτημα, ας μνημονεύσουμε τις εργασίες του Michel Chauviere (1996) σχετικά με την κοινωνική ιστορία των οικογενειακών πολιτικών, του Christian Topalov (1994, ό.π.) σχετικά με τη συγκριτική ιστορία των πολιτικών των δήμων, της Martine Kaluszynski σχετικά με την εγκληματολογία και τη Societe generate des prisons, του Philippe Veitl σχετικά με την ιστορία της χωροταξίας. Και η κοινωνιο-ιστορία του
[ 2 8 6 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
«κράτους πρόνοιας» προχώρησε σημαντικά χάρη στις εργασίες του Francois Ewald (1986), του Didier Renard, του Bruno Dumons, του Gilles Pollet (1994, ό.π.) και της Sandrine Kott (1995, ό.π.), εργασίες στις οποίες θα πρέπει να προσθέσουμε όλες αυτές που ενδιαφέρονται για την ιστορία της «κρατικοποίησης» των άλλοτε αυτόνομων κοινωνικών πρακτικών, όπως του αθλητισμού, που μελετήθηκε από τον Jacques Defrance. Οι εργασίες οι οποίες αναφέρονται στην κοινωνιο-ιστορία της δικαιοσύνης θα άξιζαν μια ειδική ανάπτυξη. Οι μελέτες οι οποίες επικεντρώνονται στην ιστορία των φυλακών (Jacques-Guy Petit, 1990' Jean- Claude Vimont, 1990) εκτείνονται σήμερα στο σύνολο των προβλημάτων που τίθενται από τις ποινικές και κατασταλτικές πρακτικές. Η δημιουργία του Κέντρου Ιστορικών Μελετών του Πανεπιστημίου της Dijon σχετικά με την εγκληματικότητα και τις παρεκκλίσεις αποτελεί μια καλή ένδειξη του αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τα ζητήματα αυτά. Αποτελεί επίσης έναν από τους τομείς αποφασιστικής συνάντησης κοινωνιολόγων, ιστορικών και νομικών. Το έργο των Pierre Lascoumes, Pierrette Poncela και Pierre Lenoel (1989) σχετικά με την ιστορία του Ποινικού Κώδικα ευνόησε την ανάδυση των νέων αυτών σχέσεων. Γενικότερα, η κοινωνιο-ιστορία του πολιτικού εμπλουτίζεται σήμερα με συμβολές των νομικών που είναι ανοιχτοί στην ιστορία και την κοινωνιολογία. Μπορούμε να συμβουλευτούμε σχετικά με το θέμα αυτό το αφιέρωμα «Incriminer» του περιοδικού Geneses που επιμελήθηκε η Francine Soubiran-Paillet (1995).
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
0 τρίτος τρόπος προσέγγισης της ιστορίας των πολιτικών ζητημάτων συνίσταται στην πριμοδότηση του ζητήματος της εξουσίας. Πριν όμως παρουσιάσω τις εργασίες που εγγράφονται στην προ
οπτική αυτή, πρέπει να αποσαφηνίσω με ποια έννοια χρησιμοποιείται εδώ η λέξη «εξουσία». Σύμφωνα με τον Rene Remond (1989, ό.π., σ. 381), «Η πολιτική αποτελεί τη δραστηριότητα που σχετίζεται με την κα- τάκτηση, την άσκηση, την πρακτική της εξουσίας: έτσι τα κόμματα είναι πολιτικά γιατί έχουν στόχο, και τα μέλη τους κίνητρο, την κατάκτηση της εξουσίας. Όχι όμως οποιοσδήποτε εξουσίας! Η κατάχρηση που γί
[287 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
νεται από το 1968 της έννοιας της εξουσίας και η επέκταση της εφαρμογής της επέφεραν τη διάλυσή της. Τα πάντα είναι εξουσιαστικές σχέσεις: στην εκπαίδευση, την οικογένεια, τις διαπροσωπικές σχέσεις». Ο συγγραφέας διαφωνεί με την προοπτική αυτή γιατί θεωρεί ότι το σχολείο και η οικογένεια δεν αποτελούν «πολιτικές κοινωνίες». Μέσω του συλλογισμού αυτού, βλέπουμε ότι η πολιτική ιστορία στην οποία πιστεύει ο Rene Remond είναι η ιστορία της εξουσίας του κράτους. Μπορούμε, συνεπώς, να θεωρήσουμε ότι όλοι οι ιστορικοί που αρνούνται αυτή την αντιστοίχιση εγγράφονται στην κίνηση που αποκαλώ «η ιστορία των εξουσιαστικών σχέσεων». Η υπόθεση ότι κάθε κοινωνική σχέση, ακόμη και στο εσωτερικό αυτού του «τεμένους» που αποτελεί για ορισμένους η οικογένεια, μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια σχέση εξουσίας, δεν είναι πραγματικά νέα. Είναι όμως αλήθεια ότι μετά το Μάη του ’68, η ιδέα αυτή γοήτευσε τον πανεπιστημιακό κόσμο (λιγότερο τους ιστορικούς, πρέπει να το αναγνωρίσουμε). Οι ιστορικές έρευνες που εγγράφονται στην προοπτική αυτή είναι ωστόσο πολύ διασκορπισμένες. Όπως η ιστορία του πολιτικού, η ιστορία των εξουσιαστικών σχέσεων κυμαίνεται ανάμεσα σε δύο ταυτόχρονα ανταγωνιστικούς και συμπληρωματικούς πόλους. Ο πρώτος πλησιάζει περισσότερο στη φιλοσοφία και την πολιτισμική ιστορία (με την ευρεία έννοια), ενώ ο δεύτερος συνδέεται περισσότερο με την κοινωνιολογία και την κοινωνική ιστορία.
ν το ζήτημα της εξουσίας άρχισε τα τελευταία χρόνια να ενδιαφέρει τους ιστορικούς, το οφείλουμε πριν απ’ όλα στις προσπάθειες
που ο φιλόσοφος Michel Foucault (1976) κατέβαλε για να ανοίξει έναν εποικοδομητικό διάλογο μαζί τους. Αυτό όμως εξηγείται επίσης από το γεγονός ότι ο ορισμός που ο Foucault δίνει για την εξουσία είναι αρκετά ευρύς ώστε να ενδιαφέρει συγχρόνως την πολιτισμική και την κοινωνική ιστορία. Η απόρριψη του ολοκληρωτισμού μπορεί να θεωρηθεί ο αποφασιστικός πολιτικός παράγοντας που οδήγησε τους φιλοσόφους όπως ο Michel Foucault, ο Gilles Deleuze ή ο Jacques Derrida να ενδιαφερθούν ολοένα και περισσότερο για το ζήτημα της εξουσίας. Αλλά ενώ το ρεύμα με επικεφαλής τον Frantjois Furet στηριζόταν στην καταγγελία των φρικαλεοτήτων του κομμουνισμού προκειμένου να υπερασπιστεί τη φι
Εξουσία και γνώση σύμφωνα με τον Michel Foucault
[ 2 8 8 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ 2.ΊΡΟΦΕΣ
λελεύθερη δημοκρατία, οι παραπάνω φιλόσοφοι θέλησαν να δείξουν ότι ο κομμουνισμός και ο καπιταλισμός αποτελούσαν τις δύο μορφές ενός ίδιου καταπιεστικού συστήματος, που εμφανίστηκε στην Ευρώπη την κλασική εποχή (17ος αιώνας). Για την υποστήριξη της θέσης αυτής, ήταν ουσιαστικό να αναπτύξουν μια ριζική διάκριση ανάμεσα στους τύπους καθεστώτων (δημοκρατικό, κομμουνιστικό κ.λπ.) και τις μορφές εξουσίας. Ο Foucault αποκαλεί «εξουσία» την πληθώρα των συσχετισμών δυνάμεων που υπάρχουν σε έναν ειδικό τομέα δραστηριότητας και που συγκροτούν αυτόν τον τομέα. Προσθέτει ότι η εξουσία δεν είναι ένα «πράγμα» που αποκτάται και μεταδίδεται. Η εξουσία ασκείται. Εξού η σημασία της έκφρασης «σχέσεις εξουσίας». Στην προοπτική αυτή, η εξουσία δεν πρέπει να συγχέεται με ένα θεσμό ή μία δομή. Όπως λέει ο Foucault, η εξουσία «είναι το όνομα που δίνουμε σε μια πολύπλοκη στρατηγική κατάσταση σε μια δεδομένη στιγμή». Η άσκηση της εξουσίας γεννά αντιστάσεις από μέρους εκείνων που είναι θύματά της. Ωστόσο, γενικά, οι αντιστάσεις αυτές όχι μόνο δεν επιτρέπουν την «ανατροπή» της εξουσίας, αλλά την ενισχύουν και την τροφοδοτούν. Οι εξουσιαστικές σχέσεις συμβάλλουν έτσι στην υποδούλωση των ατόμων και τη διατήρηση των αλυσίδων τους. Όσοι υποφέρουν είναι, πράγματι, συχνά θύματα «που συναινούν», γιατί κάνουν δικούς τους, ακόμη και στον αγώνα τους εναντίον των φορέων της εξουσίας, τους κανόνες του παιχνιδιού που καθορίστηκαν από εκείνους που είναι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Η υπόθεση αυτή, που βρίσκεται επίσης στο κέντρο της κοινωνιολογίας της εξουσίας την οποία ανέπτυξε την ίδια περίοδο ο Pierre Bourdieu (1979), ξεκινά από την αρχή ότι κάθε άτομο που είναι σε θέση να επιβάλει στους άλλους τη δική του γλώσσα, τους εντυπώνει τη δική του αντίληψη για τον κόσμο. Κατανοούμε, σε αυτές τις συνθήκες, γιατί το ζήτημα του λόγου (discours) κατέχει μια κεντρική θέση στη σκέψη του Foucault για την εξουσία.
19 [ 2 8 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ανοιχτοί δρόμοι
Ο ι αναλύσεις αυτές άνοιξαν έναν τεράστιο ερευνητικό τομέα που αναπτύχθηκε, εδώ και δέκα χρόνια, προς τρεις κύριες κατευθύνσεις:
Η εξουσία στην «ιδιωτική» σφαίρα
0 πρώτος σημαντικός δρόμος αφορά την «ιδιωτική» σφαίρα. Είναι κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες που η ιστορία της σεξουαλικότητας, εμπνευσμένη από τον Foucault, συνάντησε απήχηση. Οι εργασίες
αυτές είχαν κοινό σημείο τη μέριμνα της «αποκατάστασης» ομάδων ή πρακτικών που είχαν θεωρηθεί, μέχρι τότε, «ανώμαλες» ή «παρεκκλί- νουσες» (οι ομοφυλόφιλοι, οι ερμαφρόδιτοι κ.ά.) ή την υπογράμμιση του αυθαίρετου χαρακτήρα της αστικής ηθικής, στο όνομα της οποίας οι ομάδες και οι πρακτικές αυτές περιθωριοποιήθηκαν. Στη Γαλλία, οι εργασίες του Alain Corbin σχετικά με την ιστορία της πορνείας μπορούν να ενταχθούν σε αυτή τη δεύτερη προοπτική. Είναι όμως κυρίως οι έρευνες σχετικά με το «φύλο» που επωφελήθηκαν από τη συμβολή της φιλοσοφίας του Foucault. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 4, η gender history γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με πρωτοβουλία ενός μικρού αριθμού γυναικών ιστορικών που επιχείρησαν να μελετήσουν όχι «τη γυναίκα», αλλά τις εξουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, δηλαδή την ιστορική διαδικασία που επέτρεψε στους άνδρες να επιβάλουν την κυριαρχία τους στις γυναίκες. Στη Γαλλία, αυτή η προσέγγιση, που έχει ελάχιστα ακόμη αναπτυχθεί, υιοθετείται από το πιο ριζοσπαστικό ρεύμα της ιστορίας των γυναικών. Εδώ και δεκαπέντε ήδη χρόνια, η Cecile Dauphin (στο J. Le Goff, 1978, ό.π., σ. 179) πρότεινε η πολιτική ιστορία να διευρύνει το πεδίο των ενασχολήσεών της με το ζήτημα του φύλου. Σύμφωνα με αυτήν, «είναι πράγματι πολύ πιο λεπτό και δύσκολο να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε την εξουσία που κρύβεται στις σχέσεις και τον άτυπο, απρόβλεπτο, κρυμμένο, αντεστραμμένο συμβολισμό των φύλων, από το να παρατηρήσουμε τους ταξικούς αγώνες ή τις πολιτικές αντιπαλότητες». Ανάμεσα στα πρώτα έργα που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ανάδυση αυτού του τομέα, πρέπει να αναφέρουμε αυτό της Laurence Klejman και της Florence Rochefort (1970) σχετικά με την ιστορία του φεμινισμού, αλλά και τις εργασίες της Nicole Loraux(1981). Παρόλο που είναι επικεντρωμένες στους πολίτες της αθηναϊκής
[290 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
πολιτείας, αυτές θέτουν το ζήτημα της ανδρικής κυριαρχίας με όροα που παραπέμπουν στα σημερινά προβλήματα. Εδώ και μερικά χρόνι< οι έρευνες σχετικά με την ιστορία του φύλου και του φεμινισμού πολλ( πλασιάζονται, κυρίως χάρη στη δημοσίευση διατριβών που διευθύν< νται από τη Michelle Perrot. Μπορούμε κυρίως να αναφέρουμε τις ε( γασίες της Ελένης Βαρίκα, της Genevieve Fraisse, της Michelle Zancj rini-Fournel, της Christine Bard και της Michelle Riot-Sarcey (1994).
Οι πειθαρχικοί θεσμοί
Ε ίναι επίσης οι μαθητές της Michelle Perrot που δημοσίευσαν τις πι ρισσότερες ιστορικές εργασίες οι οποίες επεκτείνουν τη σκέψη το Foucault σχετικά με τους πειθαρχικούς θεσμούς και την ιστορική οικο
δόμηση κανόνων και παρεκκλίσεων. Ο ερευνητικός αυτός δρόμος εγκα νιάστηκε από τους ιστορικούς του εργατικού κόσμου. Μελέτες έδειξα ότι η εισαγωγή μηχανών υπήρξε ένας παράγοντας που κατέστρεψε τη εργατική γνώση, προκαλώντας πολυάριθμες αντιστάσεις που εκδηλώθτ καν κυρίως με την καταστροφή των μηχανών. Στη συνέχεια, φτάσαμ στην εξέταση των συνεπειών της εξουσίας που είναι έμφυτες στη λογικ της εργασίας. Η γονιμότητα των θέσεων του Foucault οφείλει πολλά στι απόψεις του Taylor για την οργάνωση της εργασίας. Αρχικά, πράγματ ο Taylor επεξεργάστηκε το σύστημά του παρατηρώντας τις τεχνικές γνά σεις των εργατών, οι οποίες ήταν το αποτέλεσμα της διαδικασίας εγκλει σμού των εργατών στα μεγάλα εργοστάσια. Ο «ορθολογισμός» της ερ γασίας θα καταλήξει κατόπιν στη χρονομέτρηση και την επιβολή μια πειθαρχίας ολοένα και πιο αυστηρής που φτάνει στο ζενίθ της με την εμ φάνιση, κατά το μεσοπόλεμο, της εργασίας στην αλυσίδα παραγωγής Εισερχόμαστε τότε στον κόσμο του «ακάματου μικρού εργάτη», το' οποίο μελέτησαν ο Leon Murard και ο Patrick Zylberman (1976). Η ανά πτύξη του κράτους πρόνοιας αποτέλεσε αντικείμενο ανάλυσης στην ίδκ προοπτική. Εκεί όπου οι προηγούμενοι ιστορικοί είδαν «κοινωνικές κα τακτήσεις», οι ερευνητές που επηρεάστηκαν από τον Foucault ανέδειξα· νέες μορφές υποδούλωσης. Η οικογένεια, το κίνημα υγιεινής και, παρα πέρα, όλος ο «εξοπλισμός της εξουσίας»: η διευθέτηση του αστικού χώ ρου, ο σχεδιασμός, η πολιτική οικονομία έγιναν αντιληπτοί με αυτό τ< πρίσμα. Οι μελέτες αυτές -που εγγράφονται, για τις πιο ακραίες ανάμε σά τους, στην προοπτική μιας γενεαλογίας στη γραμμή του Νίτσε, απ<
[291 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
την οποία έντονα εμπνεύστηκαν ο Deleuze και ο Guattari- δεν θα αντι- σταθούν στην παρακμή των θεμάτων που ήταν στη μόδα το Μάη του ’68. Ωστόσο, η έρευνα σχετικά με τα ζητήματα αυτά θα συνεχιστεί την επόμενη περίοδο, σε μια προοπτική περισσότερο σύμφωνη με τους πανεπιστημιακούς κανόνες. Η ιστορία του εγκλήματος προκάλεσε πολλές σημαντικές έρευνες τα τελευταία χρόνια, γενικά επικεντρωμένες στο 19ο αιώνα. Η Odile Krakovitch έθεσε ερωτήματα σχετικά με την ιδιαιτερότητα της γυναικείας εγκληματικότητας, ο Dominique Kalifa μελέτησε το λόγο (discours) των υπότροπων καταδίκων και ο Frederic Chauvaud το ζήτημα της βίας. Οι ιστορικοί όμως της εξουσίας ασχολούνται εδώ και λίγο καιρό και αυτοί με την ιστορία των λόγων (discours) που ισχυρίζονται ότι είναι επιστημονικοί και στο όνομα των οποίων δικαιολογήθη- καν αποκλεισμοί. Σε αυτή την προοπτική η Martine Kaluszynski μελέτησε στη διατριβή της τη γένεση της εγκληματολογίας που «επινοήθηκε» από τον Lacassagne.
Η αηοικιοκρατική εξουσία
Η προοπτική γνώση/εξουσία συνέβαλε εξίσου στην τρέχουσα ανανέωση της αποικιοκρατικής ιστορίας. Και εδώ, είναι κυρίως στις
Ηνωμένες Πολιτείες που η αμφισβήτηση της αποικιοκρατίας ως βλέμματος το οποίο επιβάλλεται από τη Δύση στον υπόλοιπο κόσμο, επέδρασε στην ιστορία. Στη Γαλλία, προδρομικές εργασίες ανέδειξαν το ρόλο που έπαιξαν οι εξερευνητές, οι ιεραπόστολοι και οι γεωγραφικές εταιρείες στη γένεση της αποικιοκρατίας (D. Lejeune) και τις σχέσεις της με την ανάπτυξη των ανθρωπιστικών επιστημών (βλέπε κυρίως D. Nordman και J.-P. Raison, 1980). Από την πλευρά τους, οι ανθρωπολόγοι άρχισαν να μελετούν την ιστορία της επιστήμης τους δείχνοντας ότι οι αποικιοκρά- τες διοικητές υπήρξαν, πολύ συχνά, οι πρώτοι που επεξεργάστηκαν τη βασική εθνολογική γνώση με βάση την οποία οι ανθρωπολόγοι οικοδόμησαν το δικό τους λόγο. Διαπιστώνουμε επίσης ότι η μελέτη του ρατσισμού βρίσκεται σε διαδικασία απόσπασης από την παλιά ιστορία των ιδεών ή της σκέψης, για να συναντήσει τις έρευνες που θέτουν ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική οικοδόμηση των κατηγοριών των ταυτοτήτων (J.-L. Bonniol, 1992, ό.π.). Η εξέλιξη των ενασχολήσεων των νέων ιστορικών του αποικιοκρατικού κόσμου εμφανίζεται καλά μέσω της διαδρομής της Myriam Cottias που, αφού ολοκλήρωσε μια διατριβή ιστορι-
[2 9 2 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
κής δημογραφίας σχετικά με την Μαρτινίκα το 19ο αιώνα, ενδιαφέρετα^ σήμερα για τις εξουσιαστικές σχέσεις και την πικρία των παλιών σκλάβων απέναντι στη μητροπολιτική εξουσία. Το 1975, η Denise Bouche υποστήριξε μια διατριβή με τίτλο: «Η εκπαίδευση στα γαλλικά εδάφη της δυτικής Αφρικής από το 1817 έως το 1920. Πολιτισμική αποστολή ή συγκρότηση μιας ελίτ;» (υπό τη διεύθυνση του Henri Brunschwig). Δεν φαίνεται πια σήμερα δυνατόν ότι μπορούμε να αντιληφθούμε το αποι- κιοκρατικό ζήτημα με ένα πρίσμα που δεν λαμβάνει υπόψη πλήρως το πρόβλημα της επιβολής ενός πολιτισμικού μοντέλου στους λαούς που δεν ζήτησαν τίποτε.
Γ\/ώση και εξουσία
Θεωρώντας ότι κάθε μορφή γνώσης προκύπτει από μια εξουσιαστική σχέση, ο Michel Foucault αμφισβητούσε επίσης τους ισχυρισμούς
των ιστορικών σχετικά με τη διατύπωση επιστημονικής αλήθειας. Για αυτό οι ερευνητές που μιλούν στο όνομα της ιστορίας των εξουσιαστικών σχέσεων ασκούν συχνά έντονη κριτική στα άλλα ρεύματα της ιστορικής έρευνας. Αν κάθε γνώση αποτελεί προϊόν ενός συσχετισμού δυνάμεων, ο ιστορικός δεν μπορεί να γράφει παρά μόνο την ιστορία των νικητών. Από τη μια, πράγματι, οι δυστυχίες των ηττημένων δεν άφησαν γενικά ίχνη και, από την άλλη, οι ιστορικοί -δεδομένης της καταγωγής τους ή της κοινωνικής τους θέσης- δεν έχουν καμιά προδιάθεση να ενδιαφερθούν για τα θύματα της ιστορίας. Αυτή η επιστημολογική προοπτική αναπτύχθηκε, από τη δεκαετία του 1970, για να καταλογίσει στους ιστορικούς την έλλειψη ενδιαφέροντος τους για τους «πραγματικούς» προλετάριους (με τις εργασίες κυρίως του Jean Chesneaux και του Jacques Ranciere). Τα τελευταία όμως χρόνια, είναι κυρίως οι φεμινίστριες ιστορικοί που ανέπτυξαν το επιχείρημα αυτό. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι, στον ορισμό που δίνει ο Marc Bloch (1949, ό.π.) για την ιστορία, οι «άνθρωποι» δεν έχουν φύλο, η Cecile Dauphin (στο J. Le Goff, 1978, ό.π., σ. 176) γράφει: «Αν προσθέσουμε ότι το επάγγελμα του ιστορικού είναι ένα επάγγελμα ανδρών που γράφουν την ιστορία ανδρικά και ότι, επιπλέον, το υλικό για την ιστορία αποτελεί έργο ανδρών οι οποίοι είχαν το μονοπώλιο του γραπτού λόγου όπως και των δημοσίων πραγμάτων, πώς να μην εκπλαγούμε λοιπόν που ο αποκλεισμός των γυναικών φάνηκε και φαίνεται ακόμη τόσο φυσικός;». Στην ίδια τάξη ιδεών, η Michelle
1293 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Riot-Sarcey (1997) υπογραμμίζει ότι είναι η περιθωριοποίησή τους που οδήγησε τις φεμινίστριες ιστορικούς να θέσουν ερωτήματα σχετικά με την έννοια της «ιστορικής αλήθειας». Παίρνοντας ως παράδειγμα το έργο που διηύθυνε ο Rene Remond, Pour une histoire politique, το οποίο παρουσιάσαμε παραπάνω, ασκεί κριτική στις προκαταλήψεις των ιστορικών αυτού του ρεύματος που μιλούν για «καθολική» ψήφο στην περίπτωση της Γαλλίας πριν από το 1939, ενώ οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες από αυτήν. Εκτιμά ότι οι προκαταλήψεις αυτές είναι τόσο κραταιές, επειδή ρίζωσαν στη γλώσσα. Ξαναβρίσκουμε εδώ, εφαρμοζόμενες στο ζήτημα του φύλου, τις αναλύσεις του Foucault που αναφέραμε στην αρχή αυτού του μέρους. Η γαλλική γλώσσα αποτελεί η ίδια το προϊόν μιας ιστορίας, της οποίας νικητές ήταν οι άνδρες. Για το λόγο αυτόν, πληθώρα όρων, οι πιο ευγενείς γενικά, δεν έχουν θηλυκό. Σε αυτές τις συνθήκες, η φεμινιστική ιστορία δεν πρέπει να προσπαθεί να συμβάλει σε μια απατηλή «επιστημονική» γνώση του παρελθόντος. Οφείλει να αντιμετωπίσει το ουσιαστικό ζήτημα της γραφής της ιστορίας και να προσπαθήσει να αποκωδικοποιήσει τη γλώσσα των ανδρών. Για να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, η. Michelle Riot-Sarcey δεν διστάζει να αποδώσει θηλυκό γένος σε έναν ορισμένο αριθμό όρων που χρησιμο- ποιήθηκαν μέχρι τώρα στο αρσενικό γένος, μιλώντας, για παράδειγμα, για «individue» (άτομο) όταν το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γυναίκα.
Η κοινωνιο-ιστορία των εξουσιαστικών σχέσεων
ι αναγνώστες θα με συγχωρήσουν, ελπίζω, αν κλείσω αυτό το κεφάλαιο κάνοντας μια σύντομη αναφορά σχετικά με τον ερευνητικό
τομέα στο εσωτερικό του οποίου εγγράφονται οι δικές μου εμπειρικές εργασίες. Ξεκινώντας από τη σκέψη σχετικά με τη θέση που κατέχει η μετανάστευση στην ιστορία της γαλλικής κοινωνίας εδώ και δύο αιώνες, οδηγήθηκα να ενδιαφερθώ ολοένα και περισσότερο για την ιστορία του κράτους-έθνους. Στο σημερινό κόσμο, πράγματι, αυτοί που αποκαλούμε «μετανάστες» είναι πριν απ’ όλα «ξένοι», δηλαδή άτομα που δεν έχουν τη γαλλική υπηκοότητα. Στο δίκαιο, η υπηκοότητα ορίζει την ένταξη ενός ατόμου στον πληθυσμό του κράτους του. Για τον ιστορικό που επιθυμεί να κατανοήσει ποιες υπήρξαν οι κοινωνικές συνέπειες της ανά- πτυξης του κράτους-έθνους, ο ορισμός αυτός της υπηκοότητας είναι ση
[ 294 ]
Η ΠΟΛΓΠΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
μαντικός, γιατί επιτρέπει να αντιληφθοΰμε την εθνική κοινότητα ως ένα σύνολο ατόμων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους, επειδή όλα οφείλουν να υπακούουν στους νόμους του κράτους που εξασφαλίζει την προστασία τους. Είναι λοιπόν μια κοινότητα που, όπως οι άλλες κοινωνικές κοινότητες, διέπεται από εξουσιαστικές σχέσεις. Αυτές όμως ασκούνται από απόσταση, γιατί εφαρμόζονται σε εκατομμύρια άτομα που είναι διασκορπισμένα σε μια ευρεία επικράτεια και δεν γνωρίζονται. Στην προοπτική αυτή, μπορούμε να δούμε την προοδευτική «κρατικοποίηση» (ή τη «νομιμοποίηση») των σύγχρονων κοινωνιών ως λογική συνέπεια του θριάμβου της δημοκρατίας. Οι έννοιες της ισότητας ενώπιον του νόμου και της δικαιοσύνης αναγκάζουν τους εκπροσώπους του κράτους να ορίσουν επακριβώς τις κατηγορίες των δικαιούχων και να τους αποδώσουν συγκεκριμένη ταυτότητα, παραχωρώντας τα πλεονεκτήματα αυτού ή εκείνου του νόμου. Στηριζόμενοι στην κοινωνιολογία της εξουσίας του Max Weber (1919), μπορούμε να δείξουμε ότι η διπλή αυτή διαδικασία κατηγοριοποίησης-απόδοσης ταυτότητας συνέβαλε στη βαθιά αναμόρφωση των συλλογικών και ατομικών ταυτοτήτων στις σύγχρονες κοινωνίες. Χαράσσεται έτσι ένα ερευνητικό πρόγραμμα, ικανό να φωτίσει εκ νέου τόσο διαφορετικά ζητήματα όπως η πολιτική της γλώσσας, η ιστορία της οικογενειακής κατάστασης, η θεσμοθέτηση της ανδρικής κυριαρχίας ή η εθνική αφομοίωση (για μια πρώτη εφαρμογή αυτού του προγράμματος, βλέπε G. Noiriel, 1991).
T e K M H P I A
Η πολιτική ιστορία
Η πολιτική είναι η δραστηριότητα που έχει σχέση με την κατάκτηση, την άσκηση, την πρακτική της εξουσίας: Έτσι τα κόμματα είναι πολιτικά γιατί έχουν στόχο, και τα μέλη τους κίνητρο, την πρόσβαση στην εξουσία. Αλλά όχι οποιαδή- ποτε εξουσία! Η κατάχρηση, που γίνεται από το 1968, της έννοιας της εξουσίας και η επέκταση της εφαρμογής της επέφεραν τη διάλυσή της: Όλα θεωρούνται ότι είναι εξουσιαστική σχέση: στην εκπαίδευση, την οικογένεια, τις διαπροσωπικές σχέσεις. Το σχολείο, η οικογένεια αποτελούν λοιπόν πολιτικές κοινωνίες
[295 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
και οι συγκρούσεις, των οποίων αποτελούν το θέατρο, είναι πολιτικές συγκρούσεις; Πολιτική είναι μόνο η σχέση με την εξουσία στα πλαίσια της συνολικής κοινωνίας: αυτή που περιλαμβάνει το σύνολο των ατόμων που κατοικούν ένα χώρο, ο οποίος ορίζεται από σύνορα που αποκαλούμε ακριβώς πολιτικά. Στη δυτική ιστορική εμπειρία ταυτίζεται με το έθνος και έχει όργανο και σύμβολο το κράτος. Είναι επίσης η μόνη ανθρώπινη ομάδα στην οποία αναγνωρίζουμε την εξουσία να αποφασίζει για όλους, την ικανότητα επιβολής της παρατήρησης των νόμων και το δικαίωμα κύρωσης των παραβάσεων. Ωστόσο, αν το πολιτικό έχει άμεση σχέση με το κράτος και τη συνολική κοινωνία, δεν περιορίζεται σε αυτήν: Εκτείνεται επίσης στις εδαφικές κοινότητες και σε άλλους τομείς μέσω ενός κινήματος που άλλοτε διευρύνει και άλλοτε περιορίζει το πολιτικό πεδίο. Δεν υπάρχει κανένας τομέας ή δραστηριότητα που, σε κάποια στιγμή της ιστορίας, να μην είχε μια σχέση με το πολιτικό: υπάρχει μια στεγαστική πολιτική όπως και μια ενεργειακή. Η τηλεόραση είναι ένα πολιτικό ζήτημα που δια- κυβεύεται, ο συνδικαλισμός παρεμβαίνει στο πεδίο των πολιτικών δυνάμεων. Γύρω από ένα σταθερό και περιορισμένο πυρήνα που ανταποκρίνεται χοντρικά στις βασιλικές λειτουργίες του παραδοσιακού κράτους, το πεδίο της πολιτικής ιστορίας ακτινοβολεί προς κάθε κατεύθυνση και ανοίγεται σε πολλαπλούς τομείς. Τίποτε δεν θα ήταν περισσότερο αντίθετο στη λογική και τη φύση του πολιτικού από το να αναπαρίσταται ως απομονωτήριο: το πολιτικό δεν έχει όχθες και επικοινωνεί με τους περισσότερους άλλους τομείς. Επίσης οι ιστορικοί του πολιτικού δεν θα μπορούσαν να περιοριστούν σε αυτό και να καλλιεργήσουν το μυστικό τους κήπο μακριά από τα μεγάλα ρεύματα που διατρέχουν την ιστορία. Η πολιτική ιστορία ζητά να εγγράφει σε μια σφαιρική προοπτική όπου το πολιτικό αποτελεί ένα σημείο συμπύκνωσης.
R e n e R e m o n d , Pour une histoire politique, Seuil, 1988, σσ. 381-382.
Οι σχέσεις εξουσίας
Θα ήθελα να διατυπώσω εδώ την υπόθεση ενός άλλου τρόπου προς μια νέα οικονομία των σχέσεων εξουσίας, που είναι ταυτόχρονα περισσότερο εμπειρικός, περισσότερο άμεσα συνδεδεμένος με την παρούσα κατάστασή μας, και υποδηλώνει περισσότερες σχέσεις ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική. Αυτός ο νέος τρόπος διερεύνησης προσλαμβάνει τις μορφές αντίστασης στους διαφορετικούς τύπους εξουσίας ως σημείο εκκίνησης. Ή, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά, συνίσταται στη χρησιμοποίηση αυτής της αντίστασης ως ενός χημικού καταλύτη που επιτρέπει να γίνουν ορατές οι εξουσιαστικές σχέσεις, να δούμε πού εγγράφονται, να ανακαλύψουμε τα σημεία εφαρμογών τους και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν. Αντί να αναλύουμε την εξουσία από
[ 2 9 6 ]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΕΣ
την άποψη της εσωτερικής της λογικής, πρόκειται να αναλύσουμε τις σχέ εξουσίας μέσω της σύγκρουσης των στρατηγικών.
Για παράδειγμα, θα έπρεπε ίσως, για να κατανοήσουμε αυτό που η ; νωνία εννοεί ως «νοήμον ον», να αναλύσουμε τι συμβαίνει στο πεδίο αλλοτρίωσης. Και παρόμοια, να αναλύσουμε τι συμβαίνει στο πεδίο της πα νομίας για να κατανοήσουμε αυτό που θέλουμε να πούμε όταν μιλάμε για μιμότητα. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εξουσίας, για να κατανοήσουμε σε τι νίστανται, θα έπρεπε ίσως να αναλύσουμε τις μορφές αντίστασης και τις η απάθειες που καταβάλλονται για το διαχωρισμό αυτών των σχέσεων.
Θα πρότεινα, ως σημείο εκκίνησης, να λάβουμε υπόψη μια σειρά αντιπα θέσεων που αναπτύχθηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια: Την αντιπαράθεση α ναντι στην εξουσία των ανδρών πάνω στις γυναίκες, των γονιών πάνω παιδιά τους, της ψυχιατρικής πάνω στους ψυχικά αρρώστους, της ιατρικής νω στον πληθυσμό, της διοίκησης πάνω στον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι.
Δεν αρκεί να πούμε ότι οι αντιπαραθέσεις αυτές αποτελούν αγώνες ε ντίον της εξουσίας. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ορίσουμε πιο συγκεκριμ τι το κοινό έχουν. [...]
Περιληπτικά, ο κύριος στόχος των αγώνων αυτών δεν είναι τόσο ότι ε ντιώνονται σε αυτόν ή εκείνον τον εξουσιαστικό θεσμό ή ομάδα ή τάξη ή ε αλλά σε μια ιδιαίτερη τεχνική, μια μορφή εξουσίας.
Αυτή η μορφή εξουσίας ασκείται στην άμεση καθημερινή ζωή, ταξινομεί άτομα σε κατηγορίες, τα ορίζει μέσω της δικής τους ατομικότητας, τα πρ δένει στην ταυτότητά τους, τους επιβάλλει ένα νόμο αλήθειας που πρέπει αναγνωρίσουν και που οι άλλοι οφείλουν να αναγνωρίζουν σε αυτά. Είναι μορφή εξουσίας που μεταβάλλει τα άτομα σε υποκείμενα. Υπάρχουν δύο νοιες στη λέξη «υποκείμενο»: υποκείμενο που υποτάσσεται στον άλλο μ£ του ελέγχου και της εξάρτησης, και υποκείμενο που προσδένεται στη δική ταυτότητα μέσω της συνείδησης ή της γνώσης του εαυτού του. Στις δύο π£ πτώσεις, η λέξη υποκείμενο σημαίνει μια μορφή εξουσίας που κατέχει και} ραγωγεί.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τρεις τύποι αγώνων: Αυτοί ι αντιτίθενται στις μορφές κυριαρχίας (εθνικοί, κοινωνικοί και θρησκευτικ Αυτοί που καταγγέλλουν τις μορφές εκμετάλλευσης που διαχωρίζουν το ά μο από αυτό που παράγει. Και αυτοί που εναντιώνονται σε ό,τι δένει το ά μο με τον εαυτό του και εξασφαλίζει έτσι την υποταγή του στους άλλ (αγώνες εναντίον της χειραγώγησης, εναντίον των διαφόρων μορφών υπο» μενικότητας και υποταγής).
M ic h e l F o u c a u lt , «D eux essa is su r le su jet e t le pouvoir», H . D r e y fu s και P. Rabinow , Mu Foucault. Un parcours philosophique, G allim ard, 1984, σ σ . 3 0 0 -3 0 3 (1η έκ δ . 1982).
[ 297 ]
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 7
Ιστορική έρευνα, συλλογική μνήμη και διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας
Με τη σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής ζήτησης, ο ιστορικός του «παρόντος χρόνου» καθίσταται ολοένα και πιο χρήσιμος ως ειδικός στην υττηρεσία των επιχειρήσεων, των υπουργείων, ως μάρτυρας στις δίκες των συνεργατών του καθεστώτος του Vichy. Η εξέλιξη αυτή θέτει με νέους όρους το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη και καθιστά αναγκαία τη σκέψη σχετικά με τις απαραίτητες προσαρμογές της διδασκαλίας της σύγχρονης ιστορίας.
Σ τα προηγούμενα κεφάλαια, εξετάσαμε τους κύριους ερευνητικούς τομείς στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας από την πανεπιστημιακή της θεσμοθέτηση και μετά. Τώρα πρέπει να επανέλθουμε στα ζητήματα που εξετάστηκαν στο Πρώτο Κεφάλαιο και αφορούν τις
σχέσεις που η ιστορία, ως επιστημονική γνώση, διατηρεί με τις άλλες μορφές γνώσης οι οποίες παρήχθησαν σχετικά με το παρελθόν (αυτές που αναφέρονται σε ό,τι σήμερα αποκαλούμε «συλλογική μνήμη»). Αποσαφηνίζοντας αυτό που διαφοροποιεί τους δύο αυτούς τύπους γνώσης, θα καταλάβουμε καλύτερα γιατί η μετάδοση της ιστορικής γνώσης πέρα από το στενό κύκλο των ειδικών αποτελεί ένα πολύ ουσιαστικό ζήτημα της σύγχρονης ιστορίας.
[ 2 9 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
Είδαμε στο Πρώτο Κεφάλαιο ότι η σύγχρονη ιστορία μπόρεσε να συγκροτηθεί ως αυτόνομος τομέας της επιστημονικής έρευνας χάρη σε μια μακρά διαδικασία που της επέτρεψε να αποσπαστεί από
μαχητικά εγχειρήματα τα οποία απέβλεπαν στο να χρησιμοποιήσουν το παρελθόν ως όπλο για τους πολιτικούς αγώνες. Ωστόσο, μόνο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θα γίνει η διάκριση ανάμεσα σε «μνήμη» και «ιστορία».
Τι είναι η «συλλογική μνήμη»;
Στη Γαλλία, ένας μεγάλος αριθμός έργων αφιερώθηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια στο ζήτημα της συλλογικής μνήμης. Η πλειονότητα των
ιστορικών που έγραψαν σχετικά με το θέμα, υιοθετούν τον ορισμό που ο κοινωνιολόγος Maurice Halbwachs (1964) έδωσε για την έκφραση αυτή. Φιλόσοφος λόγω εκπαίδευσης, μαθητής του Bergson, ο Halbwachs «μυή- θηκε» στην κοινωνιολογία υπό την επίδραση του Emile Durkheim. Όπως πολλοί άλλοι Γάλλοι διανοούμενοι, το ενδιαφέρον του για το ζήτημα της μνήμης εξηγείται εν μέρει από το πλαίσιο που ακολουθεί τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τραύμα που προκάλεσε η βαρβαρότητα των μαχών και ο μεγάλος αριθμός θυμάτων, η θέση την οποία κατείχαν οι παλιοί πολεμιστές καθιστούν την ανάμνηση του πολέμου ένα κεντρικό ζήτημα (όπως το πιστοποιεί η σημασία που αποδίδεται στα μνημεία των νεκρών). Στο εσωτερικό του κόσμου των διανοουμένων, το ζήτημα της μνήμης απασχολεί τις λογοτεχνικές προσεγγίσεις (των οποίων ο Marcel Proust αποτελεί το σύμβολο), τις φιλοσοφικές (με τον Bergson) και τις κοινωνιολογικές. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, οι εργασίες του Maurice Halbwachs έχουν κύριο στόχο να δείξουν, αντίθετα με τον Bergson, τον κοινωνικό χαρακτήρα της μνήμης. Ακόμη και όταν σκεφτόμαστε ότι οι αναμνήσεις μας είναι εντελώς «προσωπικές», στην πράξη, δηλώνει ο Halbwachs, έχουν μια κοινωνική διάσταση. Οι αναμνήσεις μας απορρέουν από τις εμπειρίες που βιώσαμε στο εσωτερικό πολυάριθμων ομάδων στις οποίες συμμετείχαμε και στις οποίες, ορισμένες φορές, ανήκουμε ακόμη: την οικογένεια, τη σχολική κοινότητα, το επάγγελμα κ.λπ. Οι αναμνήσεις μας παραμένουν περισσότερο ζωντανές στο μέτρο που αυ
[ 3 0 0 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
τές οι ομάδες έχουν χαθεί και οι χώροι (οι «τόποι της μνήμης») που απ τέλεσαν το πλαίσιο των εμπειριών μας είναι πάντοτε παρόντες για να χ θυμίζουν. Ένας από τους κύριους λόγους της λήθης, σύμφωνα με τ< Halbwachs, είναι η απόσπασή μας από την ομάδα. Οι αναμνήσεις μ( από τη μαθητική ζωή τείνουν να ξεθωριάσουν πιο γρήγορα από τις c κογενειακές μας αναμνήσεις, γιατί οι μαθητικές κοινότητες στις οποί; συμμετείχαμε ήταν εφήμερες. Ol παρατηρήσεις αυτές οδηγούν τον Mai rice Halbwachs να διακρίνει τρία επίπεδα: Τις ατομικές αναμνήσεις (nc είναι συνυφασμένες με τις βιωμένες εμπειρίες). Τη συλλογική μνήμη - οποία συγκροτείται ταυτόχρονα από κοινές αναμνήσεις όλων των ατ< μων μιας ομάδας που γνώρισε τα ίδια γεγονότα και τα αντικειμενικ ίχνη που άφησαν αυτά τα γεγονότα (στο επίπεδο του χώρου, των θι σμών, των γραπτών αρχείων και των αφηγήσεων, οι οποίες αφορούν τ παρελθόν αυτό). Την παράδοση, που αναδύεται όταν οι πρωταγωνιστή των εν λόγω γεγονότων έχουν εξαφανιστεί. Οι τελετουργίες, οι μύθοι, < συλλογικές αφηγήσεις, τα προσκυνήματα καταλαμβάνουν τότε τη θέσ της ανάμνησης, όπως δείχνει ο Halbwachs (1941) στο έργο του σχετικ με τη «μυθολογική τοπογραφία των ιερών τόπων», μία από τις πρώτε συστηματικές μελέτες σχετικά με τη συλλογική μνήμη.
Για ό,τι μας αφορά εδώ, μπορούμε να συγκρατήσουμε τρεις ουσιο στικές ιδέες. Η πρώτη είναι ότι η συλλογική μνήμη γράφεται πάντοτ στο παρόν. Σε συνάρτηση με τις μέριμνες και τα ερωτήματα του παρό ντος γίνεται αντιληπτό το παρελθόν. Όπως γράφει ο Halbwachs, (1941 σ. 7): η συλλογική μνήμη είναι «μια ανοικοδόμηση του παρελθόντος [... υιοθετεί την εικόνα των παλιών γεγονότων σύμφωνα με τις πεποιθήσει και τις πνευματικές ανάγκες του παρόντος». Για το λόγο αυτό, η μέριμν< να «διασωθούν από τη λήθη» γεγονότα ή πρωταγωνιστές του παρελθό ντος, για να τους «αποκαταστήσουμε» ή αντίθετα να τους «καταγγεί λουμε» αποτελεί μια κεντρική διάσταση των λόγων (discours) σχετικά μ τη μνήμη. Η δεύτερη ουσιαστική ιδέα στα μάτια του Halbwachs, είναι ( συγκεκριμένος, ευαίσθητος χαρακτήρας της μνήμης. Στα βιβλία του, 1 ένταση ανάμεσα σε μνήμη και ιστορία γίνεται αντιληπτή ως αντίθεσι ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο, το υποκειμενικό και τ( αντικειμενικό. Μια συλλογική μνήμη δεν μπορεί να έχει διάρκεια παρο μόνο αν συσχετίζεται με τις εμπειρίες που βίωσαν οι πρωταγωνιστές τήζ εν λόγω ομάδας. Όταν μεταβιβάζεται στους απογόνους τους, παραμένε συλλογική μνήμη (και όχι ιστορία) αν κοινοποιείται από τα οικογενεια
[301 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
κά δίκτυα, στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής και αν εγκαλεί την ευαισθησία, τη συγκίνηση. Εξάλλου, η συλλογική μνήμη είναι υποκειμενική με την έννοια ότι δεν αποβλέπει στην οικουμενικότητα. Αντίθετα, επιδιώκει να διατηρήσει, να διαιωνίσει, τη συλλογική ταυτότητα της ομάδας, εξαίροντας τα κοινά στοιχεία των μελών της (αποκρύπτοντας λοιπόν ό,τι τα διαχωρίζει). Κατά συνέπεια, προσθέτει ο Maurice Halbwachs, η συλλογική μνήμη αντιτίθεται στην ιστορία (ως επιστημονικό κλάδο), γιατί η ιστορία αποτελεί μια αφηρημένη οικειοποίηση του παρελθόντος που αποβλέπει (κανονικά) στην οικουμενικότητα και την αντικειμενικότητα. Αντικειμενικότητα την οποία ο ιστορικός μπορεί να ελπίζει ότι θα φτάσει προσπαθώντας να είναι αμερόληπτος (ο ιστορικός «δεν συμμερίζεται την άποψη καμιάς από τις πραγματικές και ζωντανές ομάδες που υπάρχουν ή υπήρξαν»), αλλά και παίρνοντας τις αποστάσεις του από τον τροπο με τον οποίο το «κοινό αίσθημα», η κοινή γνώμη αντιλαμβάνονται το παρελθόν. Ο ιστορικός επιδιώκει την επίλυση των προβλημάτων που, προκαταβολικά, επεξεργάστηκε. Σε συνάρτηση με τα προβλήματα αυτά θα θέσει ερωτήματα στο παρελθόν, θα παραμερίσει ή θα συγκρατήσει τα στοιχεία που θα κρίνει άχρηστα ή κατάλληλα, ακολουθώντας κανόνες «οι οποίοι δεν επιβάλλονταν στους κύκλους ανθρώπων που διατήρησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ζωντανή τη μνήμη» (σ. 68).
Ενώ η ιστορία αναδεικνύει τις διαφορές, τις αποστάσεις και τις συγκρούσεις, η μνήμη, αντίθετα, ψάχνει τις ομοιότητες και τη διάρκεια μέσα στο χρόνο. Θυμάται από το παρελθόν ό,τι παραμένει ακόμη ζωντανό στην ομάδα στην οποία ανήκει και δεν ξεπερνά τα όρια αυτής της ομάδας. Υπάρχουν λοιπόν τόσες συλλογικές μνήμες όσες και κοινωνικές ομάδες. Στην προοπτική αυτή, ιστορία και μνήμη δεν μπορούν ποτέ να ταυτιστούν.
Ένας νέος ερευνητικός τομέας: Η ιστορία της συλλογικής μνήμης
Μέχρι τις δεκαετίες 1950-1960, το ζήτημα της συλλογικής μνήμης εν- διέφερε τους συγγραφείς, τους φιλοσόφους και τους κοινωνιολόγους (G. Namer, 1983), ελάχιστα όμως τους ιστορικούς. Θα άξιζε ίσως
καλύτερα να πούμε ότι όσοι ανάμεσά τους διεξήγαγαν ιστορικές έρευνες σχετικά με το θέμα αυτό, δεν αισθάνονταν την ανάγκη να τις ορίσουν ως
[ 3 0 2 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
μελέτες γύρω από την ιστορία της μνήμης. Το έργο του Marc Bloch (1924), Les Rois thaumaturges -που ο ίδιος θεωρούσε ότι εντάσσεται στην ιστορία της ιστορικής ψυχολογίας και το οποίο παρουσιάστηκε, στη συνέχεια, ως μία από τις πρωτοποριακές μελέτες στον τομέα των νοοτροπιών- μπορεί να θεωρηθεί επίσης μια μελέτη γύρω από την ιστορία της μνήμης, επειδή ο συγγραφέας εξετάζει πώς η πίστη στις θεραπευτικές δυνάμεις του Βασιλιά, που αποτυπώνεται στο τελετουργικό, διέτρεξε τους αιώνες, προσαρμοζόμενη κάθε φορά στις απαιτήσεις του παρόντος. Δεν είναι λιγότερο αληθές ότι το συλλογικό πάθος των ιστορικών για τα ζητήματα της μνήμης δεν χρονολογείται παρά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μπορούμε να το εξηγήσουμε κατ’ αρχάς από την πανεπιστημιακή συγκυρία. Όπως είδαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο, η κρίση διεξόδων και η επαναστατική ατμόσφαιρα των χρόνων που ακολούθησαν το Μάη του ’68 παρακίνησαν ένα μεγάλο αριθμό νέων ιστορικών να προωθήσουν μια μη ακαδημαϊκή ιστορία: Ιστορία των συλλόγων στη Γαλλία, «public history» στις Ηνωμένες Πολιτείες, history workshop ή Alltagsgeschichte στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία αντίστοιχα. Το κοινό σημείο όλων αυτών των εμπειριών ήταν να ευνοήσουν την ανάπτυξη μιας ιστορίας «από τα κάτω». Πράγμα που οδήγησε όχι μόνο στη μελέτη νέων ομάδων (των «αποκλεισμένων», σύμφωνα με τον όρο που αρχίζει να επιβάλλεται στην κοινωνική ιστορία), αλλά και στην προώθηση νέων ερευνητικών πρακτικών. Επειδή η ακαδημαϊκή ιστορία στηρίζεται στην επεξεργασία γραπτών πηγών, οι υπέρμαχοι αυ- τής της «άλλης ιστορίας» θα στηριχτούν μαζικά στις προφορικές πηγές. Το βιβλίο του Paul Thompson, The Voices o f the Past μπορεί να θεωρηθεί το σημείο εκκίνησης αυτού που αποκαλούμε στο εξής oral history, η οποία στηρίζεται εξολοκλήρου στη συλλογή ιστοριών ζωής και αυτοβιογραφιών. Την ιστορία αυτή αφορά επομένως άμεσα το ζήτημα της συλλογικής μνήμης. Η βασική ιδέα είναι να δοθεί ο λόγος σε όσους τον στε- ρήθηκαν και δεν άφησαν γραπτά ίχνη. Η προφορική ιστορία επωφελείται και από νέα θέματα που ήρθαν στο προσκήνιο από το κίνημα του Μάη του ’68: το πάθος για το ζήτημα των «ταυτοτήτων» (σύμφωνα με τη μόδα του τοπικισμού), για τις «ρίζες» (στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι μισοί σχεδόν ερευνητές που σύχναζαν στα Εθνικά Αρχεία ήταν εκεί για να συγκροτήσουν το γενεαλογικό τους δέντρο). Προβάλλει ακόμη η θέληση για τη «διάσωση από τη λήθη» των παραδόσεων του αγροτικού κόσμου και των γνώσεων μιας βιομηχανικής κοινωνίας που αρχί
{ 3 0 3 }
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ζει να επηρεάζεται έντονα από τις αλλαγές της παγκόσμιας οικονομίας. Με πρωτοβουλία μιας ομάδας ιστορικών της EHESS (Andre Burguiere, Joseph Goy, Jacques Ozouf), μπήκε μπροστά ένα σχέδιο συγκρότησης προφορικών αρχείων σχετικά με τη «Γαλλία που αφήσαμε» για τη συγκέντρωση των αναμνήσεων προσώπων που γεννήθηκαν πριν από το 1914, αποδίδοντας προνομιακή θέση στο ζήτημα του επαγγέλματος. Γεωγράφοι (Frangoise Cribier και Catherine Rheim) πραγματοποιούν μια έρευνα παρόμοιου τύπου σχετικά με μια γενιά συνταξιούχων γυναικών, που έφτασαν στην περιοχή του Παρισιού κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Η Lucette Valensi και ο Nathan Wachtel (1987) επιχειρούν να συγκεντρώσουν την εβραϊκή μνήμη. Η εκδοτική κίνηση αντανακλά το φαινόμενο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. To Le Cheval d’orgueil, Montaillou, Gaston Lucas serrurier, Louis Lengrand mineur du Nord απο- τελούν επιτυχίες των βιβλιοπωλείων. Ο κινηματογράφος δεν υπολείπεται, κυρίως με τον Rene Allio που αναφέρεται στους προγόνους του τού Piemont στη L ’Heure exquise. Ο πολιτικός κόσμος ακολουθεί κατά βήμα. Το 1980 ανακηρύσσεται «χρονιά της κληρονομιάς» από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 1981, στο εσωτερικό της Διεύθυνσης της Κληρονομιάς, δημιουργείται ένα τμήμα σχετικά με την «εθνολογική κληρονομιά» που διευρύνει την έννοια σε όλους τους χώρους και σε όλες τις πολιτισμικές μορφές. Μετά το οικομουσείο του Creusot (που δημιουργήθηκε το 1974), παρόμοιες πρωτοβουλίες πολλαπλασιάζονται. Λίγο πολύ παντού αναδύονται σχέδια που αποβλέπουν στη διάσωση και στην αξιοποίηση της τοπικής μνήμης. Είναι αλήθεια ότι όλοι οι ιστορικοί δεν βλέπουν ευνοϊκά αυτό το πάθος για τη μνήμη. Ο Pierre Goubert, για παράδειγμα, εξανίσταται: «Σε ό,τι αφορά το φολκλόρ, φαίνεται ότι βρισκόμαστε στο στάδιο της ήπιας τρέλας: ο καθένας θέλει το υπερήφανο άλογό του, τον προφητικό πρόγονό του ή τη μητέρα του Denis και οι παιδαγωγοί μας τρελαίνονται με αυτά: αυτό είναι που αποκαλούμε προφορική ιστορία». Παράθεμα που απεικονίζει καλά, ωστόσο, την έκταση που έλαβε το φαινόμενο (σχετικά με το ζήτημα αυτό, βλέπε κυρίως P. Joutard, 1983).
[304 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Οι Τόποι της μνήμης
Το σχέδιο του Pierre Nora
Το πάθος αυτό για τη «μνήμη του λαού» θα είναι σύντομο, θύμα της γρήγορης απογοήτευσης των αμφισβητιών αγωνιστών, στο τέλος της δεκαετίας του 1970. Είναι αλήθεια ότι το εγχείρημα που απέβλεπε
στη συλλογή αναμνήσεων και τη συγγραφή ιστοριών ζωής, θα το συνε- χίσουν κυρίως οι ιστορικοί των λαϊκών τάξεων. Για παράδειγμα, ο Jacques Girault και η ομάδα του τού Πανεπιστημίου Villetaneuse εκδίδουν ακόμη σήμερα, με την υποστήριξη του γενικού συμβουλίου της Seine-St- Denis, ένα έντυπο Memoires d’usines που δημοσιεύει, τακτικά, τις πρωτοβουλίες οι οποίες λαμβάνονται σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, μετά τη δεκαετία του 1980, το ενδιαφέρον των ιστορικών για τη συλλογική μνήμη θα εξελιχτεί, προσαρμοζόμενο στα νέα ζητήματα που ενδιαφέρουν τη δεκαετία: οι δημοκρατικές αξίες, η εθνική ταυτότητα κ.λπ. Ο ιστορικός που έπαιξε κεφαλαιώδη ρόλο σε αυτή τη διαδικασία είναι, αναμφίβολα, ο Pierre Nora (1984-93). To 1984, προωθεί ένα τεράστιο εκδοτικό σχέδιο σχετικά με τους «τόπους της μνήμης» που θα συγκεντρώσει, συνολικά, πολλές δεκάδες συνεργατών, για μια μνημειώδη δημοσίευση (7 τόμων) η οποία θα ολοκληρωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το εγχείρημα αποτελεί επέκταση του πάθους της δεκαετίας του 1970 για τη συλλογική μνήμη και θα του προσδώσει αναμφίβολα μια δεύτερη πνοή. Συγχρόνως όμως επιχειρείται μια πολύ καθαρή μετατόπιση. Ενώ αρχικά, επρόκειτο για μια πρωτοβουλία μαχητικού χαρακτήρα, που προώθησαν ιστορικοί αρκετά περιθωριακοί, με ρίζες στην κοινωνική ιστορία και κυρίως με ενδιαφέρον για τους «αποκλεισμένους», με τον Pierre Nora, το ζήτημα της συλλογικής μνήμης γίνεται ένα κεντρικό ζήτημα της πολιτικής ιστορίας. Παρουσιάζοντας τη μνήμη ως ένα ουσιαστικό αντικείμενο της «νέας ιστορίας», υπογραμμίζει ότι «η ανάλυση της συλλογικής μνήμης μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το επίλεκτο σώμα μιας ιστορίας που θέλει να λέγεται σύγχρονη» (στο J. Le Goff, 1978, ό.π., σ. 401). Το συνολικό σχέδιο οργανώνεται γύρω από τα τρία αυτά βασικά θέματα της πολιτικής ιστορίας που είναι η Δημοκρατία (1984), το Έθνος (1986), η Γαλλία (1992). Το Πάνθεον, η τρίχρωμη σημαία, η Μασσαλιώτιδα κατέχουν κεντρική θέση στον πρώτο τόμο. Όταν το εγχείρημα θα γίνει αποδεκτό σε μεγάλο βαθμό από το κοινό θα δούμε, στο τρίτο μέρος, να
20 [ 3 0 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
επανεμφανίζονται τα θέματα που οι «αγωνιστές» της μνήμης έθεσαν στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος στη δεκαετία του 1970: οι εργάτες, το εργοστάσιο, οι μετανάστες κ.ά. Όπως ο ίδιος ο Pierre Nora υπογράμμισε το 1997, τη στιγμή της επανέκδοσης του συνόλου των τόμων σε μια σειρά βιβλίων τσέπης, η περιπέτεια ξεπέρασε κατά πολύ το σχέδιο που είχε αρχικά αναγγελθεί. Δεν πρέπει λοιπόν να βλέπει κανείς σε αυτό τη συγκεκριμενοποίηση ενός πραγματικού ερευνητικού προγράμματος που να ανταποκρίνεται σημείο προς σημείο στην πραγματοποίηση ενός σχεδίου το οποίο είχε εκ των προτέρων συλληφθεί. Το συλλογικό αυτό έργο υπακούει στην «εμβάθυνση και τη διεύρυνση μιας έννοιας της οποίας η γονιμότητα αναδείχτηκε σταδιακά και ο πλούτος αποτέλεσε αντικείμενο επεξεργασίας». Ενώ αρχικά, επρόκειτο «να φωτιστεί η μυστική συγγένεια που διατηρούσαν οι πραγματικοί τόποι της μνήμης, όπως το μνημείο των νεκρών ή το Πάνθεον, με αντικείμενα εμφανώς τόσο διαφορετικά όσο τα μουσεία, οι εορταστικές τελετές, τα αρχεία, τα εμβλήματα», μάλιστα με τους θεσμούς και τις πολιτικές κατηγορίες, τελικά το σχέδιο κατέληξε σε μια «ιστορία της Γαλλίας μέσω της μνήμης».
Συμβολή και όρια του σχεδίου
Η φιλόδοξη αυτή πρωτοβουλία προκάλεσε κριτικές. Επειδή συνδυάζει ταυτόχρονα ένα διανοητικό και εκδοτικό σχέδιο, έπρεπε να
βρει γρήγορα ένα ευρύ κοινό. Πράγμα που εξηγεί γιατί η κατευθυντήρια γραμμή του εγχειρήματος γνώρισε διακυμάνσεις στο χρόνο. Εξάλλου, όπως υπογράμμισε ο Steven Englud (1994), η σημασία που αποδόθηκε στα δημοκρατικά και εθνικά σύμβολα, φάνηκε στα μάτια πολλών ξένων ιστορικών, ως μια νέα μορφή της «πατριωτικής» ιστορίας, η οποία απέβλεπε στο να διασώσει από τη λήθη το γαλλικό έθνος, με τον ίδιο τρόπο που ο Lavisse προσπάθησε να το κάνει στο τέλος του προπερασμένου αιώνα. Μια άλλη ιδιαιτερότητα του σχεδίου συνίσταται στον ορισμό της μνήμης που πρότεινε ο Pierre Nora. Παρόλο που ακολουθεί τον Maurice Halbwachs, διαχωρίζεται από αυτόν σε ένα βασικό σημείο. Για τον κοινωνιολόγο οπαδό του Durkheim, πράγματι, μια συλλογική μνήμη υπάρχει μόνο αν στηρίζεται σε ατομικές αναμνήσεις, σε βιωμένες εμπειρίες. Για το λόγο αυτόν, προσθέτει, δεν μπορούμε να μιλάμε για «εθνική» μνήμη παρά με την ευκαιρία σπάνιων γεγονότων που άγγιξαν άμεσα όλους τους Γάλλους, όπως οι πόλεμοι. Τις περισσότερες φορές, η συλλογική
[ 3 0 6 ]
μνήμη αφορά τις βιωμένες εμπειρίες στο εσωτερικό πολύ πιο περιορισμένων ομάδων όπως η οικογένεια, ο επαγγελματικός χώρος κ.λπ. Στην προοπτική αυτή, το Λύκειο Henri IV είναι ένας «τόπος μνήμης» για τον Maurice Halbwachs, επειδή υπήρξε εκεί μαθητής, αλλά όχι για ένα χωρικό του Larzac ή έναν εργάτη της βόρειας Γαλλίας. Το ζήτημα των τρόπων επιβολής της ίδιας της συλλογικής μνήμης της ελίτ στις άλλες ομάδες της κοινωνίας δεν προσεγγίζεται στους τόμους που επιμελείται ο Pierre Nora. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η προσέγγισή του στηρίζεται στον ορισμό του έθνους που επεξεργάστηκε ο Michelet. Η Γαλλία θεωρείται ένα «πρόσωπο». Τα πολυάριθμα «εγώ» που καθορίζουν τα άτομα στην ατελείωτη διαφορετικότητά τους διαλύονται εμβληματικά στο εθνικό «εμείς». Όπως κάθε ερευνητική προοπτική, έχει και αυτή λοιπόν όρια. Αυτό όμως την καθιστά και ενδιαφέρουσα. Η προνομιακή θέση που αποδίδεται στους επίσημους τόπους της μνήμης επέτρεψε, μου φαίνεται, να γίνει αντιληπτό το ζήτημα της μεταβίβασης της συλλογικής μνήμης με ένα λιγότερο περιοριστικό τρόπο από ό,τι το είχαν αντιληφθεί ο Marc Bloch και ο Fernand Braudel, που είχαν κυρίως την έγνοια να αξιοποιήσουν τις παραδόσεις του αγροτικού κόσμου. Μεταθέτοντας το φως προς τα θεσμοθετημένα ίχνη (δημόσιους τόπους, πολιτικά σύμβολα), ο Pierre Nora συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο άνοιγμα ενός δρόμου συλλογικών ερευνών μεγάλης γονιμότητας, όπως το εικονογραφεί ο πλούτος των συμβολών που συγκεντρώθηκαν σε αυτούς τους 7 τόμους και οι πολυάριθμες εργασίες οι οποίες δημοσιεύτηκαν από τότε προς την κατεύθυνση αυτή και αφορούν κυρίως την ιστορία της κληρονομιάς (D. Poulot, 1989) και των αρχείων (Κ. Pomian, 1992). Σε τελευταία ανάλυση, είναι ολόκληρη η πολιτική ιστορία που επανεξετάζεται σήμερα υπό το πρίσμα της μνήμης.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Τρία παραδείγματα
Α νάμεσα σε όλες τις εργασίες που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια σχετικά με την ιστορία της συλλογικής μνήμης, ξεχώρισα τρία παραδείγματα τα οποία απεικονίζουν τη διαφορετικότητα των θεμάτων
και των μορφών προσέγγισης που η ανάδυση του νέου αυτού ερευνητικού τομέα κατέστησε δυνατή.
[ 3 0 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
0 θάνατος των τριών βασιλιάδων
Τ ο πρώτο παράδειγμα δεν αφορά την ιστορία της Γαλλίας, γεγονός αρκετά σπάνιο ώστε αξίζει να υπογραμμιστεί. Η Lucette Valensi
(1992) ξεκινά από ένα γεγονός που είχε μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη το 16ο αιώνα: Τη «μάχη των τριών βασιλιάδων», και συγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο αυτή ενσωματώθηκε στη συλλογική μνήμη των δύο χωρών τις οποίες αφορά άμεσα: το Μαρόκο και την Πορτογαλία. Το ίδιο το γεγονός είναι σχετικά απλό. Ο βασιλιάς της Πορτογαλίας, Sebastien, συμμαχεί με έναν πρίγκιπα της δυναστείας των Saad για να παραγκωνίσει το θείο αυτού του τελευταίου που σφετερίστηκε, κατ’ αυτόν, το θρόνο του Μαρόκου. Ο ίδιος ο πόλεμος θα διαρκέσει μόνο μία μέρα: την 4η Αυγούστου 1578, αλλά τελειώνει με το θάνατο των τριών πριγκίπων και την πανωλεθρία των επιτιθεμένων. Για την Πορτογαλία, η ήττα θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες. Όχι μόνο θέτει τέλος στις επεκτατικές βλέψεις της χώρας στη βόρεια Αφρική και πέρα από τον Ατλαντικό, αλλά επιπλέον καταλήγει, μερικά χρόνια αργότερα, στην προσάρτηση της Πορτογαλίας από τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας. Αντίστροφα, η νίκη δίνει στο Μαρόκο μια δύναμη που ποτέ δεν είχε προηγουμένως. Μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο το γεγονός ενσωματώθηκε προοδευτικά στην εθνική μνήμη των δύο χωρών, η Lucette Valensi δείχνει ότι η απήχησή του υπήρξε πολύ μεγαλύτερη στους ηττημένους από ό,τι στους νικητές. Τα τεκμήρια που αναφέρουν τα γεγονότα είναι σπάνια από τη μαροκινή πλευρά και μονάχα στην πρόσφατη περίοδο εμφανίστηκαν οι πρώτες προσπάθειες που αποβλέπουν στην ανακάλυψη των ιχνών της μάχης για να την καταστήσουν έναν «τόπο μνήμης». Στην Πορτογαλία, το τραύμα (σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν να θρηνήσουν έναν ή πολλούς νεκρούς κατά τη διάρκεια των μαχών) γέννησε πολύ νωρίς μια λογοτεχνία άρνησης και απόκρυψης των πιο οδυνηρών αναμνήσεων, όπως το επεισόδιο του θανάτου του βασιλιά, που καταλήγει ακόμη ορισμένες φορές σε πραγματικά ψευδείς αφηγήσεις. Τελικά, το συλλογικό αυτό τραύμα θα συμβάλει στην ανάδυση αυτού του εντελώς ιδιαίτερου στοιχείου της σύγχρονης πορτογαλικής εθνικής κουλτούρας που αποκαλούμε sauda- de, φτιαγμένη από νοσταλγία και ελπίδα γύρω από το θέμα: «ο λόγος ύπαρξής μας είναι ότι υπήρξαμε». Νοσταλγία που εκφράζεται ιδιαίτερα καλά στην παραδοσιακή πορτογαλική μουσική (το fado).
[ 3 0 8 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η εμμονή του Vichy
Τ ο παράδειγμα αυτό απεικονίζει καλά εκείνο που ο Maurice Halbwachs αποκαλεί «παράδοση». Δείχνει ότι εντελώς επίκαιρα στοιχεία της εθνικής μνήμης ενός λαού μπορούν να ριζώσουν σε ένα παλιό πα
ρελθόν πολλών αιώνων. Αντίθετα, πολλές ιστορικές έρευνες ασχολήθη- καν με όψεις της συλλογικής μνήμης που ανταποκρίνονται σε γεγονότα των οποίων οι πρωταγωνιστές είναι ορισμένες φορές ακόμη ζωντανοί. Πρόκειται, στην περίπτωση αυτή, για μια μνήμη που αρθρώνεται γύρω από την ανάμνηση και τη βιωμένη εμπειρία. Η ιστορία των κομμάτων, και κυρίως του PCF, γράφτηκε υπό το πρίσμα αυτό (M.-C. Lavabre, 1994), καθώς και τα μεγάλα δράματα της πρόσφατης ιστορίας, όπως ο πόλεμος της Αλγερίας (Β. Stora, 1991). Ο μεγαλύτερος όμως αριθμός εργασιών που αφιερώνονται σε αυτή την όψη της ιστορίας της μνήμης αναφέρο- νται στην περίοδο 1939-1945. Πολύ συχνά, το ενδιαφέρον για τη διάσταση της μνήμης αυτών των γεγονότων αποτελεί μία όψη μιας μεγαλύτερης έρευνας, όπως δείχνουν οι εργασίες της Annette Wieviorka (1995) σχετικά με τους εκτοπισμένους ή του Claude Singer (1992) σχετικά με τον αποκλεισμό των Εβραίων από τα πανεπιστήμια. Η συλλογική όμως μνήμη αυτής της περιόδου μπορεί επίσης να αποτελέσει ένα ξεχωριστό ερευνητικό αντικείμενο. Το έργο του Henry Rousso (1987) σχετικά με το σύνδρομο του Vichy αποτελεί το σημείο εκκίνησης του νέου αυτού πεδίου. Στηριζόμενος στο σύνολο των «αναπαραστάσεων» που δόθηκαν για αυτά τα γεγονότα από το 1945 (στον τύπο, στα λογοτεχνικά ή ιστορικά έργα, στον κινηματογράφο κ.λπ.), ο συγγραφέας ενισχύει την κυρίαρχη υπόθεση του Maurice Halbwachs, δείχνοντας ότι πάντοτε τα ζητήματα του παρόντος προσανατόλισαν το βλέμμα που οι Γάλλοι ρίχνουν σε αυτό το ελάχιστα ένδοξο παρελθόν. Διαχωρίζει ένα πρώτο στάδιο, το οποίο επικεντρώνεται στην εργασία πένθους (που κυριαρχείται ταυτόχρονα από τις δίκες των συνεργατών και τις προσπάθειες των οπαδών του De Gaulle για εθνική συμφιλίωση). Στάδιο που διαρκεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και ακολουθείται από μια μακρά περίοδο απώθησης. Μετά το Μάη του ’68, η αφύπνιση της εβραϊκής μνήμης (μέχρι τότε περιορισμένης στην ιδιωτική σφαίρα) θέτει τέλος σε αυτή τη συναίνεση της σιωπής και αρχίζει μια νέα περίοδος, που σημαδεύεται από την παρέμβαση της δικαιοσύνης (δίκες Touvier, Barbie, Papon κ.ά.) και την αμφισβήτηση του ρόλου που έπαιξε συγχρόνως η εκκλησία και οι
[ 309 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
λειτουργοί του γαλλικού κράτους. Η νέα αυτή φάση θα καταλήξει σε διάφορες «μεταμέλειες» που εκφράστηκαν πρόσφατα από τους επισκόπους, την αστυνομία, το συμβούλιο της Τάξης των γιατρών κ.ά. Πέρα από όλα αυτά που διαχωρίζουν τις μνήμες, το κοινό τους σημείο συνί- σταται στο γεγονός ότι είναι πολύ περισσότερο οι εσωτερικοί αγώνες αυτής της εποχής (κυρίως η σύγκρουση ανάμεσα σε συνεργάτες και αντιστασιακούς), από ό,τι η ήττα ή η ίδια η γερμανική κατοχή, που δομούν τη συλλογική αυτή μνήμη. Η ερμηνεία της περιόδου αυτής παραμένει ακόμη και σήμερα περιορισμένη στις πολεμικές που φέρνουν αντιμέτωπους την άκρα δεξιά (που ελαχιστοποιεί ή επιχειρεί να δικαιολογήσει τη δράση του καθεστώτος του Vichy) και το Γκωλλικό και Κομμουνιστικό Κόμμα (που αξιοποιούν τη δράση τους στην Αντίσταση για να νομιμοποιήσουν το σημερινό πολιτικό τους αγώνα).
Τα διακόσια χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης
Τ ο τελευταίο παράδειγμα αφορά τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης το 1989. Το ενδιαφέρον αυτού του
παραδείγματος συνίσταται στο γεγονός ότι ο προβολέας βρίσκεται εδώ στραμμένος στις στρατηγικές των εορταστικών τελετών που προωθήθη- καν άμεσα από την κρατική εξουσία. Για να αναφερθώ σε αυτές, θα στηριχτώ στο πολύ ογκώδες έργο που ο Αμερικανός ιστορικός Steven Kaplan(1993) αφιέρωσε στο γεγονός. Ειδικός της ιστορίας της Γαλλίας της εποχής του Διαφωτισμού, ο συγγραφέας κατέγραψε στα σημειωματάριά του, λιγάκι ως εθνολόγος, τις πολλαπλές περιπέτειες της προετοιμασίας του εορτασμού των διακοσίων χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης, ενδιαφερόμενος για το σύνολο των πρωταγωνιστών που πήραν μέρος σε αυτόν (συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών, θα επανέλθω σε αυτό). Ξαναβρίσκουμε εδώ την αποφασιστική ιδέα ότι η συλλογική μνήμη εξαρτάται πάντοτε από το παρόν. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ένα γεγονός που κανένα εν ζωή ακόμη άτομο δεν έχει, προφανώς, ζήσει. Πράγμα που αποτελεί μια ουσιαστική διαφορά από το επεισόδιο του Vichy, του οποίου ορισμένοι πρωταγωνιστές που αμφισβητήθηκαν είναι ακόμη εδώ για να απολογηθούν. Ωστόσο, η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ένα ουσιαστικό δεδομένο της εθνικής συλλογικής μνήμης, γιατί ενσωματώθηκε στις παραδόσεις σκέψης και τις πολιτικές παραδόσεις που δομούν ακόμη, στη σημερινή Γαλλία, τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε κόμματα και
[ 3 1 0 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ανάμεσα σε διανοητικά ρεύματα. Ο Steven Kaplan δείχνει ότι οι εορταστικές τελετές των διακοσίων χρόνων εντάσσονται σε μια σειρά από ζητήματα που συνδέονται μεταξύ τους, που δεν πρέπει όμως να ταυτίζονται. Πρέπει κατ’ αρχάς να διακρίνουμε πολλά επίπεδα «χρονικών διαστημάτων». Το πρώτο αφορά τη «μακρά διάρκεια» της γαλλικής πολιτικής ζωής. Αντιπαραθέτει -για να πάρουμε τα άκρα- την ιακωβινική αριστερά που δοξάζει τον Ροβεσπιέρο, ο οποίος ενσαρκώνει την επαναστατική ριζοσπαστικότητα, και τη συντηρητική καθολική δεξιά, που επικέντρωσε τον εορτασμό στα θύματα αυτού το οποίο αποκάλεσε η «γενοκτονία» της Vendee (υπαινιγμός στις σφαγές που έγιναν κατά τη διάρκεια των πολέμων της Vendee ανάμεσα στο 1793 και 1796). Οι παραδοσιακές όμως αυτές αντιθέσεις απέκτησαν όλη τους τη σημασία τη στιγμή των διακοσίων χρόνων, επειδή ενσωματώθηκαν σε πολύ περισσότερο συγκυριακά ζητήματα, συνδεδεμένα με τις περιπέτειες της γαλλικής πολιτικής ζωής. Η προετοιμασία του εορτασμού άρχισε, πράγματι, την επομένη της νίκης του Francois Mitterrand. Έπρεπε, στη συνέχεια, να προσαρμοστεί στην επιτυχία της δεξιάς και στην περίοδο της «συγκατοίκησης» (1986-88), κατόπιν να προσαρμοστεί εκ νέου στην επάνοδο της αριστε- ράς στην εξουσία. Η ανάγνωση όμως του βιβλίου του Steven Kaplan μάς οδηγεί να σκεφτούμε ότι η κύρια πρωτοτυπία του εορτασμού του 1989, συγκρινόμενου με τους προηγουμένους, δεν συνίσταται στον «πόλεμο» των διαφορετικών ερμηνειών ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά, συ- νίσταται στο γεγονός ότι ο πολιτικός κόσμος δεν καταφέρνει πια σήμερα να κινητοποιήσει το γαλλικό «λαό» γύρω από το γεγονός αυτό. Η «στροφή προς το κέντρο» της γαλλικής πολιτικής ζωής και η περιορισμένη απήχηση του Κομμουνιστικού Κόμματος εξασθένισαν τους επαναστατικούς μύθους. Τη θέση αυτή που άφησε κενή το πολιτικό, την καταλαμβάνουν πλέον τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι ο τύπος και η τηλεόραση που θα μετατρέψουν τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων σε πραγματικό «γεγονός». Την καλύτερη απόδειξη αποτελεί αναμφίβολα το γεγονός ότι η πιο «επιτυχημένη» εκδήλωση (ένα εκατομμύριο άτομα στα Champs-Elysees και εκατοντάδες εκατομμύρια μπροστά στην οθόνη τους) υπήρξε η πορεία των πολιτισμικών ομάδων που οργανώθηκε στις 14 Ιουλίου 1989, όχι από έναν αγωνιστή της δημοκρατικής υπόθεσης, ούτε ακόμη από έναν ανώτερο λειτουργό του δημοκρατικού κράτους, αλλά από ένα διαφημιστή: τον Jean-Paul Goude. Ο Steven Kaplan δείχνει ότι η σημασία που δόθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο
[311 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
γεγονός, προκάλεσε τις πρωτοβουλίες του μεγάλου κοινού. Συνδεόμενα εκ νέου με το πνεύμα που διακατείχε τον εορτασμό των εκατό χρόνων (βλέπε Κεφάλαιο 2), δημιουργούνται δίκτυα λίγο πολύ παντού στη Γαλλία, με την πρωτοβουλία της Λίγκας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («Επιτροπές Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα, CLEF 89») ή των κομμάτων της αριστερός (Σύλλογος «Ζήτω το ’89» που δημιουργήθηκε από τον Claude Mazauric) για να περιορίσουν τις αντεπαναστατικές επιθέσεις. Χιλιάδες διαδηλώσεις θα οργανωθούν έτσι σε όλη τη Γαλλία, μνημειώδεις για την ενεργητικότητα και τη φαντασία τους (ιστορική ανασύσταση του «Μεγάλου Φόβου» στο Maconnais, κατασκευή ενός γιγαντιαίου ελέφαντα στη βόρεια Γαλλία κ.λπ.).
Η επιτυχία αυτών των τοπικών πρωτοβουλιών εξηγείται από το γεγονός ότι οι παραδόσεις που προέρχονται από τη Γαλλική Επανάσταση παραμένουν ακόμη ζωντανές σε πολυάριθμες περιοχές της Γαλλίας. Το πιο σημαντικό παράδειγμα είναι προφανώς αυτό της Vendee. Όπως έδειξε ο Jean-Clement Martin (1987), ο πόλεμος της Vendee καθόρισε τα στοιχεία μιας συλλογικής μνήμης, πάντοτε ζωντανής σήμερα. Ο ίδιος ο όρος «Vendee» δεν ανταποκρίνεται ούτε σε ένα γεωγραφικό ή διοικητικό πλαίσιο ούτε σε έναν ψυχικό χώρο αυστηρά καθορισμένο, αλλά στους ιστορικούς τόπους όπου διεξήχθησαν οι αγώνες εναντίον της δημοκρατικής εξουσίας. Τα μνημονικά ίχνη αυτών των γεγονότων αποτυπώθη- καν από το τέλος του πολέμου, στο απλούστερο επίπεδο, με τους σταυρούς, τις αψίδες, τα μικρά μνημεία που θυμίζουν ακόμη σήμερα τα όσα υπέφερε ο πληθυσμός και τιμούν τη μνήμη των θυμάτων. Τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν τα πρώτα βοηθήματα μιας συλλογικής μνήμης η οποία μεταβιβάστηκε από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, μεταβίβαση που ευνοήθηκε από το γεγονός ότι η Vendee παρέμεινε για καιρό μια αγροτική περιοχή, με ένα σχετικά σταθερό και ριζωμένο πληθυσμό. Η ζωντάνια όμως της λαϊκής αυτής μνήμης εξηγεί επίσης τον κατακερματισμένο, διασκορπισμένο χαρακτήρα της, όπως μαρτυρεί ο μεγάλος αριθμός τοπικών ηρώων, αυτοί οι «διάσημοι» χωρικοί-στρατιώτες σε ένα χωριό, άγνωστοι όμως δέκα χιλιόμετρα πιο μακριά. Το πεδίο αυτό υπήρξε πολύ ευνοϊκό για τους «επιχειρηματίες» της μνήμης (ευγενείς, ανθρώπους της εκκλησίας) που προσπάθησαν να επεξεργαστούν μια περισσότερο ενοποιημένη και ομοιογενή, αλλά και πιο άφηρημένη παράδοση, δομημένη γύρω από ένα πολιτικό σχέδιο εχθρικό στη Δημοκρατία. Χωρίς να ξεχνούμε το ρόλο που οι ίδιοι οι δημοκρατικοί έπαιξαν στη στα
[ 3 1 2 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
θεροποίηση του μύθου μιας «αντεπαναστατικής» Vendee. Είναι ανάμεσα στα 1880 και 1910, τη στιγμή της εγκαθίδρυσης της Τρίτης Δημοκρατίας, που ο Jean-Clement Martin τοποθετεί το απόγειο αυτών των μνημονικών μαχών γύρω από τους πολέμους της Vendee. Η μετατροπή της Vendee σε έναν «τόπο μνήμης», επεξεργασμένο από τις ομάδες ευρυμαθών που συγκεντρώνονται σε συλλόγους (ανάμεσα σε 2.000 και 3.000 πρόσωπα) αποτελεί ένα πολύ πιο πρόσφατο φαινόμενο. Ανταποκρίνε- ται στην ανάπτυξη του τουρισμού και τις νέες πολιτιστικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τις τοπικές εξουσίες για να αξιοποιήσουν τη δική τους κληρονομιά. Στηριζόμενοι στη νέα αυτή επινόηση της συλλογικής μνήμης, ορισμένοι τοπικοί πολιτικοί (όπως ο Philippe de Villiers) θα επωφεληθούν από τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων για να διαδώσουν το συντηρητικό τους πρόγραμμα (που βασίζεται στις αξίες του παραδοσιακού καθολικισμού) και να κινητοποιήσουν το θέμα της Vendee για να του προσδώσουν μια εθνική εμβέλεια. Το θέαμα του Puy-du-Fou που συγκεντρώνει κάθε καλοκαίρι χιλιάδες τουρίστες, δείχνει πώς η τουριστική και η πολιτική λογική συνδυάζονται για τη διατήρηση μιας «συλλογικής μνήμης» που σχετίζεται ελάχιστα με την ιστορία.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ: ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ Ή ΕΙΔΙΚΟΣ;
Η έκρηξη της «κοινωνικής ζήτησης»
Δ εδομένου ότι οι επαγγελματίες ιστορικοί κατάφεραν, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, να κάνουν αποδεκτή την ανωτερότητα του διαβήματος τους και των μεθόδων τους, οι χώ
ροι που προηγουμένως προσπαθούσαν να διατηρήσουν οι ίδιοι τη συλλογική τους μνήμη, άρχισαν να προσφεύγουν στους πανεπιστημιακούς για να πετύχουν αυτό το έργο. Έτσι, η σύγχρονη ιστορία ήρθε προοδευτικά αντιμέτωπη με ένα νέο πρόβλημα που σήμερα παίρνει σημαντικές διαστάσεις: το πρόβλημα της «κοινωνικής ζήτησης» μιας εμπειρογνωμο- σύνης σε σχέση με το παρελθόν. Αναφερθήκαμε εν συντομία στο ζήτημα αυτό στο προηγούμενο κεφάλαιο, με βάση το παράδειγμα του ΙΗΤΡ το οποίο υπήρξε το πρώτο επιστημονικό ινστιτούτο που ενέγραψε αυτή τη μορφή εμπειρογνωμοσύνης ως έναν από τους ουσιαστικούς στόχους
[313 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
του. Πολυάριθμοι όμως υπήρξαν οι διάφοροι σύλλογοι, θεσμοί και οργανισμοί που επιχείρησαν, τα τελευταία χρόνια, να διατηρήσουν συγχρόνως τη συλλογική τους μνήμη (διασώζοντας τα γραπτά και προφορικά τους αρχεία) και να αρχίσουν τη μελέτη της, ζητώντας τη βοήθεια των επαγγελματιών ιστορικών. Τα κόμματα και τα συνδικάτα εισήλθαν στην κίνηση αυτή, το PCF (με το Institut Maurice Thorez) και η CGT (με το Institut d’histoire sociale) όντας οι πρωτοπόροι στο θέμα αυτό. Ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, όρμησαν και αυτές στην κίνηση, στα ίχνη της εταιρείας Pont-a- Mousson, της πρώτης που ρίχτηκε στην περιπέτεια. Αλλά η πιο μαζική στράτευση προς αυτή την ιστορία-μνήμη προέρχεται από τις ίδιες τις κρατικές δομές, από τους δήμους μέχρι τα υπουργεία, καθώς επίσης και από τα γενικά και περιφερειακά συμβούλια. Πρόεδρος της Επιτροπής για την Οικονομική και Χρηματιστική Ιστορία, η οποία δημιουργήθηκε το 1986 και ήδη αναφέραμε στο Κεφάλαιο 5, είναι ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών. «Συντονίζει τις διευθύνσεις των υπουργείων, τους εκπροσώπους των μεγάλων κρατικών οικονομικών θεσμών και μέλη του πανεπιστημίου». Η αποστολή του συνίσταται στον εμπλουτισμό της ιστορικής γνώσης του κράτους, τη δημοσίευση επιστημονικών εργασιών και τη συγκέντρωση μιας «ζωντανής μνήμης συγκροτώντας προφορικά αρχεία», μέσω της συλλογής αναμνήσεων των πρωταγωνιστών της οικονομικής και χρηματιστικής ζωής από τη δεκαετία του 1930. Σχεδόν όλα τα υπουργεία δημιουργούν στις μέρες μας δομές τέτοιου τύπου, από το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων (που έπαιξε έναν πρωτοποριακό ρόλο προωθώντας την ιστορία-μνήμη της κοινωνικής ασφάλισης), μέχρι το Υπουργείο Άμυνας (που πρόσφατα δημιούργησε το Centre d’Etudes d’ Histoire de la defense), και το Υπουργείο των Εσωτερικών (που διαθέτει το Institut des Hautes Etudes de la securite interieure).
Ακόμη με βάση αυτή την ιδιότητα των «ειδικών του παρελθόντος» εξηγείται ο ουσιαστικός ρόλος που έπαιξαν οι ιστορικοί κατά τη διάρκεια του εορτασμού των διακοσίων χρόνων-της Επανάστασης, ιδιότητα που κυριαρχείται από τις πολεμικές που έφεραν αντιμέτωπους τρεις επιφανείς εκπροσώπους της Γαλλικής Ιστορικής Σχολής: τον Pierre Chaunu, τον Francis Furet και τον Michel Vovelle. Το έργο του Steven Kaplan περιγράφει λεπτομερώς τις σχέσεις που οι ιστορικοί ανέπτυξαν με την ευκαιρία αυτή με τις ανώτερες κρατικές αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ένας ιστορικός (Michel Vovelle) ορίστηκε από τον υπουργό
[314 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Έρευνας να διευθύνει την επιστημονική επιτροπή η οποία επιφορτίστηκε με την οργάνωση του γεγονότος και ένας άλλος ιστορικός (Jean-Noel Jeanneney), πριν ο ίδιος γίνει υπουργός, θα «οδηγήσει» την αποστολή που δημιουργήθηκε για να υποστηρίξει και να συντονίσει τις επίσημες εκδηλώσεις του εορτασμού των διακοσίων χρόνων. Παρόμοια, είναι κυρίως στον τύπο, όπου ορισμένοι ανάμεσά τους έχουν τακτικές στήλες (ο Pierre Chaunu στη Figaro και ο Francois Furet στο Nouvel Observateur), που θα αναπτυχθούν οι πολεμικές οι οποίες έφεραν αντιμέτωπους τους ιστορικούς ανάμεσά τους κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου των εορταστικών τελετών.
Δεδομένου ότι η ιστορική εμπειρογνωμοσύνη αποτελεί τμήμα των επίσημων αποστολών που ανατίθενται στο ΙΗΤΡ, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι ιστορικοί του παρόντος χρόνου προσκλήθηκαν να παρέμ- βουν στις μεγάλες δίκες των συνεργατών του καθεστώτος του Vichy. Όπως υπογραμμίζει ο Francois Bedarida (στο J. Bouvier και D. Julia, 1995), το 1984, «για πρώτη φορά είδαμε να καλούνται οι ιστορικοί στο κακουρ- γιοδικείο με σκοπό να αποτελέσουν μάρτυρες με βάση την ειδική ιστορική τους γνώση». Στον τελευταίο απολογισμό του, το ΙΗΤΡ υπενθυμίζει το ρόλο που έπαιξε στην υπόθεση Touvier, αναφέροντας «το εγχείρημα το οποίο ανατέθηκε στους ιστορικούς τον Ιούνιο του 1989 από τον καρδινάλιο Decoutray να φωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη στάση των ανθρώπων και των κοινοτήτων της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στον Touvier» (σ. 38). Στο τέλος της έρευνας που πραγματοποιήθηκε για τις ανάγκες της Καθολικής Εκκλησίας, οι συντάκτες του απολογισμού υπογραμμίζουν το συντριπτικό χαρακτήρα των συμπερασμάτων, τονίζοντας ότι «ο θεσμός Εκκλησία δεν πρέπει να αμφισβητείται» (σ. 39). Η ανάδυση μιας μικρής κλίκας ιστορικών της άκρας δεξιάς -τους οποίους αποκαλούμε «ρεβιζιονιστές», γιατί αρνήθηκαν την ύπαρξη των θαλάμων αερίων και τη μαζική καταδίωξη του εβραϊκού πληθυσμού στη δεκαετία του 1930 και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου- επικαλούμενοι την «επιστημονική» ιστορία και την «αντικειμενικότητα», υποχρέωσε τους επαγγελματίες ιστορικούς να αντικρούσουν τις παραληρηματικές δηλώσεις αυτών των «δολοφόνων της μνήμης» όπως τους αποκάλεσε ο Pierre Vidal-Naquet (1987), πράγμα που συνέβαλε στην αναζωπύρωση της συζήτησης γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη, γύρω από τη θέση του αρχείου, το ζήτημα της ιστορικής αλήθειας κ.λπ. Με τον τρόπο όμως αυτόν, όλα τα γεγονότα του πρό
[ 3 1 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
σφατου παρελθόντος που διακυβεύονται στη σημερινή γαλλική πολιτική ζωή, καταλήγουν να υποτάσσονται στις ειδικές γνώσεις και στη διαιτησία των επαγγελματιών ιστορικών. Το είδαμε πρόσφατα με το άνοιγμα των αρχείων του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Μόσχα. Οι ιστορικοί επιβεβαίωσαν ή αναίρεσαν τους ισχυρισμούς που εμφανίστηκαν σε διάφορα έργα γραμμένα από δημοσιογράφους οι οποίοι πίστεψαν ότι βρήκαν στα αρχεία αυτά τα στοιχεία εκείνα που αποδυναμώνουν τις μεγάλες φυσιογνωμίες της Αντίστασης (όπως ο Jean Moulin). Οι δημοσιογραφικές αυτές διερευνήσεις δέχτηκαν την υποστήριξη ιστορικών όπως ο Stephane Courtois (1993) που καταγγέλλουν τον «κομμουνιστικό αρνητισμό», του οποίου σήμερα ένας μεγάλος αριθμός διανοουμένων της αριστεράς είναι συνένοχοι.
Οι κίνδυνοι της εμπειρογνωμοσύνης
Ονέος αυτός ρόλος του εμπειρογνώμονα που πρέπει να αναλάβει ο ιστορικός του «παρόντος χρόνου» για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις όχι μόνο της δικαιοσύνης αλλά και των ιδιωτικών θεσμών, όίΒως η
Καθολική Εκκλησία, δεν είναι αυτονόητος. Όπως ο Henry Rousso (που διευθύνει σήμερα το ΙΗΤΡ) υπενθύμισε στην εφημερίδα Le Monde (16 Οκτωβρίου 1997), ορισμένοι ιστορικοί του παρόντος χρόνου αρνήθηκαν άλλωστε να παρέμβουν ως μάρτυρες στις δίκες των παλιών συνεργατών του καθεστώτος του Vichy. Μία από τις πιο έκδηλες συνέπειες αυτών των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη είναι ο πολλαπλασιασμός των πολεμικών που φέρνουν αντιμέτωπους ανάμεσα τους εδώ και μερικά χρόνια τους ειδικούς της σύγχρονης ιστορίας. Ενώ, παραδοσιακά, οι ιστορικοί απεχθάνονταν κάθε μορφή συζήτησης ή επιστημονικών αντιπαραθέσεων, βρίσκονται συχνά στην πρώτη γραμμή των διχογνωμιών σχετικά με το ζήτημα της συλλογικής μνήμης. Το είδαμε τη στιγμή του εορτασμού των διακοσίων χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης, με τις έντονες αντιπαραθέσεις των ιστορικών της δεξιάς και των ιστορικών της αριστεράς. Το βλέπουμε σήμερα με τις οξείες πολεμικές ανάμεσα σε ιστορικούς που τοποθετούν τους κομμουνιστές και την άκρα δεξιά στον ίδιο «ρεβιζιονιστικό» σάκο και σε εκείνους που αρνού- νται αυτή την ταύτιση (F. Bedarida και P. Vidal-Naquet, 1994). Το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα σε επιστημονική ιστορία και δημοσιογραφία
[ 3 1 6 ]
αποτέλεσε και αυτό αντικείμενο πολυάριθμων σκέψεων. Ο Denis Pes- chanski (στο S. Wolikov, 1996) περιέγραψε τη δική του εμπειρία σχετικά με το θέμα. Αναφέροντας μια από αυτές τις «επικοινωνιακές θύελλες» που προκαλούν, τακτικά, τα ζητήματα του Vichy και του PCF, λέει: «Η ζήτηση ήταν πολλαπλή και οι απαντήσεις επίσης. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι, στις περιστάσεις αυτές, δεν απομένει καθόλου χρόνος για την έρευνα. Αισθανόμαστε γρήγορα απαραίτητοι και η παιδαγωγική αποστολή μπορεί να κρύβει, μερικές φορές, λιγότερο ομολογημένα και ένδοξα αισθήματα. Συνειδητοποίησα τότε ότι έπρεπε να βγω από το χορό». Από την πλευρά των οπαδών της «ιστορίας-εμπειρογνωμοσύνης», βρίσκουμε την πλειονότητα των ιστορικών του παρόντος χρόνου. Παρόμοια με τον Francois Bedarida, εκτιμούν ότι η «έρευνα του παρόντος χρόνου, η λειτουργία της εμπειρογνωμοσύνης και η κοινωνική ευθύνη του ιστορικού συμβαδίζουν». Αλλοι ιστορικοί σκέφτονται, αντίθετα, ότι οι ιστορικοί-εμπειρογνώμονες στηρίζουν τις κυρίαρχες εξουσίες (πολιτική ή επικοινωνιακή) και αρνούνται, για το λόγο αυτόν, την επιστημονική τους αποστολή (S. Combe, 1994). Σύμφωνα με αυτή την ιστορικό, η θέση του εμπειρογνώμονα επιτρέπει την πρόσβαση στα αρχεία που είναι απαγορευμένη στους άλλους ερευνητές. Η συζήτηση ανοίγει έτσι γύρω από ένα ζήτημα σχετικό με τις ανισότητες στο ίδιο το εσωτερικό της «κοινότητας» των ιστορικών. Ανάμεσα σε αυτούς που η Sonia Combe αποκαλεί οι «αναγνωρισμένοι ιστορικοί» (συνδεδεμένοι με το πανεπιστήμιο ή το CNRS) και τους αρχειοθέτες ή τους βιβλιοθηκάριους που διενεργούν την ιστορική έρευνα, οι σχέσεις είναι ανισομερείς εις βάρος των δευτέρων. Ανισομέρεια που εξηγείται σε ένα βαθμό από την ανδρική κυριαρχία στο εσωτερικό του επαγγέλματος. Όπως διαπιστώνει η Odile Krakovitch (1994), οι ιστορικοί-εμπειρογνώμονες είναι κυρίως άν- δρες, ενώ οι υπάλληλοι των αρχείων και οι βιβλιοθηκάριοι είναι κυρίως γυναίκες.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
0 ιστορικός-εμπειρογνώμονας στην επιχείρηση
Α ν το πρόβλημα τίθεται με ιδιαίτερη οξύτητα για την πολιτική ιστορία, δεν αφήνει ανέπαφο κανέναν από τους τομείς δραστηριοτήτων που ζητούν τις υπηρεσίες του ιστορικού. Σε μια συζήτηση που οργα
νώθηκε πριν από μερικά χρόνια από τους ερευνητές του CNRS οι οποίοι
[ 3 1 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ασχολούνται με τη σύγχρονη ιστορία, οι συμμετέχοντες υπογράμμισαν ορισμένους από τους κινδύνους που διατρέχει η έρευνα από τις «παραγγελίες» των υπουργείων (F. Levaillant και Τ. Saignes, 1987, σσ. 835-841). Χρήσιμες γιατί προσφέρουν χρηματοδότηση η οποία, γενικά, απουσιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι παραγγελίες αυτές είναι επικίνδυνες γιατί ανταποκρίνονται στις μέριμνες και τα συμφέροντα των χρηματοδοτών και δημιουργούν συχνά ένα χάσμα ανάμεσα στις βραχυπρόθεσμες ανάγκες που οδηγούν τους χρηματοδότες και τις μακροχρόνιες προοπτικές της βασικής έρευνας. Τα ίδια προβλήματα αναφύονται όταν αναφερό- μαστε στην ιστορία των επιχειρήσεων. Στα ίχνη του Francois Caron, ορισμένοι ειδικοί της οικονομικής ιστορίας υπογράμμισαν, δικαίως, ότι οι κοινωνικοί ιστορικοί που έθεσαν τη γνώση τους στην υπηρεσία του εργατικού κινήματος είδαν το βιομηχανικό κόσμο με ένα μη «αντικειμενικό» βλέμμα, επειδή η επιχείρηση έγινε αντιληπτή με τα μάτια του εργάτη ή του συνδικαλιστή, πολύ συχνά ως ένας καταπιεστικός κόσμος. Όσοι όμως υπερασπίζονται τη νομιμότητα μιας συνεργασίας ανάμεσα στους πανεπιστημιακούς ιστορικούς και τις οργανώσεις του εργατικού κινήματος απαντούν υπογραμμίζοντας, δικαίως επίσης, ότι το γεγονός της παρουσίασης της επιχείρησης ως ενός ουδέτερου ή συναινετικού τόπου δεν είναι περισσότερο «αντικειμενικό». Μπορούμε, σίγουρα, να εκτιμήσουμε ότι η άποψη των εργοδοτών είναι πιο «ορθολογική» από αυτή των εργατών, ότι ανταποκρίνεται στα «πραγματικά» συμφέροντα της επιχείρησης, μάλιστα στα «πραγματικά» συμφέροντα των ίδιων των εργατών. Ο ιστορικός όμως δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη του την άποψη αυτών των τελευταίων για την επιχείρηση όπου εργάζονται. Ας ανοίξουμε, για παράδειγμα, το τέταρτο τεύχος του περιοδικού Cahier des Telecom. Histoire et societe, που είναι αφιερωμένο στην ιστορία των «χρηστών» του τηλεφώνου (2ο εξάμηνο του 1994). Βρίσκουμε εκεί άρθρα γραμμένα από ιστορικούς ειδικούς της ιστορίας αυτού του τομέα δραστηριότητας, από τους οποίους ορισμένοι είναι πανεπιστημιακοί (όπως ο Pascal Griset, 1996, ό.π.) και άλλοι είναι μισθωτοί της επιχείρησης. Η διάσταση «μνήμη» απεικονίζεται μέσω μιας συνέντευξης με έναν από τους παλιούς διευθύνοντές της. Στην εισαγωγή, όμως, η οποία προτάσσεται και εξηγεί το σύνολο του τεύχους παρουσιάζονται οι λόγοι για τους οποίους η εταιρεία στράφηκε προς την ιστορία: «Το γαλλικό τοπίο των τηλεπικοινωνιών βρίσκεται σε πλήρη αναδόμηση. Σε μερικούς μήνες, η αγορά θα είναι εντελώς ανοιχτή στον ανταγωνισμό. Απέναντι σε
[ 3 1 8 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
αυτό το νέο μοίρασμα των χαρτιών, χρήστες και πελάτες, δύο όροι δηλαδή που διατρέχουν το τεύχος αυτό, βρίσκονται περισσότερο από ποτέ στην ημερήσια διάταξη». Παράθεμα που αποδεικνύει, ότι είναι οι μέριμνες των επικεφαλής της επιχείρησης που προσανατολίζουν όλο το περιεχόμενο του τεύχους.
Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Θ έλοντας να προσαρτήσει τον τεράστιο τομέα της συλλογικής μνήμης ως «πεδίο ελιγμών», η πανεπιστημιακή ιστορία άνοιξε το κουτί της Πανδώρας των ερωτημάτων σχετικά με τη δική της ταυτότη
τα και τη δική της νομιμότητα. Η αναζήτηση αυτή ταυτότητας αποτελεί έναν από τους λόγους που εξηγεί την πρόσφατη ανάπτυξη ενός τελευταίου ερευνητικού τομέα της σύγχρονης ιστορίας, που είναι η ιστορία της ιστορίας. Μην μπορώντας εδώ να αναπτύξω ένα ζήτημα που θα με οδηγούσε πέρα από τα καθορισμένα όρια του παρόντος βιβλίου, θα περιοριστώ να αναφέρω τις βασικές κατευθύνσεις της σκέψης των ιστορικών σχετικά με τη δική τους επιστήμη.
Ένα πεδίο σε πλήρη ανάπτυξη
Η πρώτη κατεύθυνση, που είναι και η πλέον απομακρυσμένη από τις συνήθεις αρμοδιότητες της μεγάλης πλειονότητας των ιστορικών,
αφορά την επιστημολογία της ιστορίας. Ο κλασικός αυτός τομέας της φιλοσοφικής σκέψης εισήχθη στο πεδίο της ιστορικής ενασχόλησης μονάχα κατά τη δεκαετία του 1970, από τη μια χάρη στα βιβλία σχετικά με τη γραφή της ιστορίας του Paul Veyne (1971, ό.π.) και του Michel de Certeau (1975, ό.π.) και, από την άλλη, χάρη στη δημοσίευση σε μορφή τσέπης του βιβλίου του Henri-Irenee Marrou (1954, ό.π.) σχετικά με την ιστορική γνώση. Οι εργασίες αυτές έχουν κοινό σημείο το ότι προσκα- λούν τους ιστορικούς να σκεφτούν περισσότερο γύρω από το αντικείμενο της ιστορίας, τις έννοιες και τις θεωρίες που εφαρμόζουν χωρίς να έχουν πραγματικά συνείδηση, σχετικά με τις μορφές γραφής που χρησιμοποιούν. Παρόλο που είναι περιθωριακή στην ιστορική επιστήμη, αυτή
[3 1 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
η μορφή ενασχόλησης περιλαμβάνει τις σκέψεις που αναπτύχθηκαν εδώ και δέκα χρόνια από τους ιστορικούς οι οποίοι συγκεντρώθηκαν γύρω από το περιοδικό Espaces Temps, κυρίως από τον Francois Dosse (1987), τον Christian Delacroix, τον Jean-Louis Margolin, τον Patrick Garcia. Ενώ τη δεκαετία του 1950, η ποσοτική οικονομική και κοινωνική ιστορία στηριζόταν, όπως είδαμε, σε «αντικειμενικές» προϋποθέσεις, σήμερα, η πλειονότητα των ιστορικών-επιστημολόγων συμφωνούν με την αντίθετη άποψη («ερμηνευτική»). Αποδίδουν προνομιακή θέση στον υποκειμενικό, σχετικό, λογοκεντρικό χαρακτήρα της ιστορικής γνώσης, πράγμα που συμβαδίζει με το σημερινό πάθος για την ιστορία των «αναπαραστάσεων». Η ιστορική όμως έρευνα σχετικά με την ιστορία γνώρισε επίσης πρόοδο εφαρμόζοντας τα εργαλεία που οι ιστορικοί επεξεργάστηκαν για να μελετήσουν άλλους κοινωνικούς και διανοητικούς κόσμους. Οι έρευνες που προώθησαν κυρίως ο Jacques Revel (1979) και ο Andre Burguiere (1979) σχετικά με την ιστορία των Annales κατέληξαν στην πρωτοποριακή διατριβή του Olivier Dumoulin (1983) που αναλύει τη γέννηση του «ιστορικού επαγγέλματος» στο μεσοπόλεμο, και στις εργασίες του Bertrand Muller (1994) σχετικά με τον Lucien Febvre. Εκτός από το έργο που δημοσίευσε για τον Fustel de Coulanges, ο Francis Hartog (1988) άνοιξε πρόσφατα ένα νέο δρόμο ιστοριογραφικών ερευνών ενδιαφερόμενος για τις διαδοχικές χρήσεις από τους ιστορικούς της ελληνικής και ρωμαϊκής Αρχαιότητας μετά το 18ο αιώνα. Συνενώνοντας ιστορία και μνήμη, ο Pierre Nora (1987) παρότρυνε τους ιστορικούς να γράψουν την «εγω-ιστορία» τους. Πρέπει τέλος να σημειώσουμε τις πολυάριθμες σκέψεις που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια σχετικά με το ζήτημα της ανανέωσης της ιστορίας (G. Thuillier, 1988), σχετικά με τις μεθόδους και τις προβληματικές που καθορίζουν το «επάγγελμα» του ιστορικού (A. Prost, 1996, ό.π.) ή σκέψεις που παρουσιάζουν την «κατάσταση των πραγμάτων» στην ιστορική επιστήμη σήμερα (F. Beda- rida, 1995, ό.π., J. Boutier και D. Julia, 1995, ό.π.).
[ 3 2 0 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Τι είναι η ιστορία;
Μέθοδος, πρόβλημα, συλλογική αξιολόγηση
Η ανάγνωση όλων αυτών των εργασιών δείχνει ότι οι ιστορικοί δεν συμφωνούν καθόλου ως προς τον ορισμό της επιστήμης τους. Εντού
τοις, υπάρχουν σημεία σύγκλισης που επιτρέπουν να υπογραμμίσουμε επακριβώς τη διάκριση ανάμεσα σε ιστορία και μνήμη που προδιέγραψε ο Maurice Halbwachs. Είναι ο Jacques Le Goff (1977) που εμβάθυνε τη σκέψη του σχετικά με αυτό το ζήτημα. Για αυτόν, η ιστορία ως επιστήμη στηρίζεται σε δύο στοιχεία. Το πρώτο αφορά τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση του παρελθόντος. Ο ιστορικός οφείλει να γνωρίζει να επεξεργάζεται τις πηγές του (συχνότερα τα γραπτά αρχεία) εφαρμόζοντας αυτό που αποκαλούμε «ιστορική μέθοδο». Όπως όμως υπογράμμιζε ήδη ο Halbwachs, η αρχειακή αυτή εργασία αποκτά νόημα μόνο αν έχει στόχο να επιλύσει ένα πρόβλημα, ένα ζήτημα, που ο ιστορικός οφείλει να έχει εκ των προτέρων επεξεργαστεί. Το δεύτερο στοιχείο, που ο Jacques Le Goff δεν διστάζει να χαρακτηρίσει «κεφαλαιώδες γεγονός», απορρέει από την ύπαρξη ενός «σώματος ειδικών, ικανών να εξετάσουν και να κρίνουν την παραγωγή των συναδέλφων τους». Και προσθέτει: «Από τη στιγμή που υπάρχει ιστορία, υπάρχει είσοδος σε έναν κόσμο επαγγελματιών, έκθεση στην κριτική των άλλων ιστορικών» (σσ. 195-196). Με διαφορετικά λόγια, δεν αρκεί μια γνώση να έχει απο- τελέσει αντικείμενο επεξεργασίας σύμφωνα με τους κανόνες της ιστορικής μεθόδου. Πρέπει, επιπλέον, να έχει περάσει με επιτυχία τη δοκιμασία της συλλογικής αξιολόγησης από μέρους των άλλων ειδικών του εν λόγω τομέα. Στις συνθήκες αυτές μπορούμε να σκεφτούμε ότι η ιστορία, ως επιστήμη, δεν διαφοροποιείται από τη μνήμη, επειδή κυρίως στηρίζεται στη μελέτη ενός αρχειακού υλικού. Για να μπορούμε να μιλάμε για «ιστορική επιστήμη», πρέπει και τα τρία στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω, κριτική των τεκμηρίων, προβληματική και συλλογική αξιολόγηση να συναρθρώνονται.
Εναντίον της «μανίας της κριτικής» (Marc Bloch)
Α ν εφαρμόσουμε τον παραπάνω ορισμό στις πολυάριθμες δημοσιεύσεις που αφορούν την ιστορία του «παρόντος χρόνου», κατανοούμε καλύτερα γιατί η πλειονότητα των έργων τα οποία γράφονται από
21 [321 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
τους δημοσιογράφους ανήκουν περισσότερο στο χώρο της μνήμης παρά σε εκείνον της ιστορίας. Ασφαλώς, συμβαίνει συχνά οι συγγραφείς - ελάχιστα εξοικειωμένοι με την εποχή που μελετούν και συχνά υπό την πίεση του εκδότη τους να παραδώσουν το χειρόγραφό τους- να παράγουν βιβλία τα οποία για τον επαγγελματία ιστορικό είναι ανεπαρκή από την άποψη της τεκμηρίωσης και της επεξεργασίας των αρχειακών πηγών. Ωστόσο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα καλύτερα δημοσιογραφικά δοκίμια μπορούν να ικανοποιήσουν τις μεγάλες αρχές της «ιστορικής μεθόδου». Αντίστροφα, όλα αυτά τα έργα έχουν ένα κοινό σημείο. Προορίζονται να πουληθούν στο ευρύ κοινό. Για αυτό, ένας δημοσιογράφος δεν θα επιδοθεί σε αυτού του είδους την έρευνα παρά μόνο αν το υπό μελέτη ζήτημα ανταποκρίνεται στις έγνοιες ή τις πολεμικές που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Η δημοσιογραφική έρευνα του παρελθόντος υπακούει στον ίδιο τρόπο διερεύνησης του παρόντος που στοχεύει να φέρει στη δημοσιότητα ένα σκάνδαλο ή τις καταχρήσεις στις οποίες ενέχονται οι τενόροι της σημερινής πολιτικής ζωής. Αυτός ο τύπος σκέψης εγγράφεται σε μια λογική που αποβλέπει στην καταγγελία των υπευθύνων ή στην αποκατάσταση των θυμάτων. Πρόκειται εδώ για μια εγγενή αποστολή της δημοσιογραφίας, απαραίτητη στην καλή λειτουργία της δημοκρατίας. Οι ιστορικοί μπορούν και αυτοί να συμβάλουν σε μια τέτοια διαδικασία θέτοντας τις ειδικές τους γνώσεις στην υπηρεσία αυτής της μορφής έρευνας. Η λειτουργία όμως αυτή της ειδικής γνώσης δεν αρκεί για τον ορισμό της ιστορίας ως ενός επιστημονικού κλάδου. Αν δούμε τους διαχωρισμούς που εγκαθιδρύει ο Maurice Halbwachs, είναι προφανές, πράγματι, ότι αυτός ο τύπος έργων ανήκουν στη συλλογική μνήμη μιας ομάδας, ενός κόμματος, μάλιστα ενός έθνους και όχι στην επιστημονική ιστορία. Για το λόγο αυτόν, ο Marc Bloch (1949) στην Apologie pour Vhistoire, θεωρεί κατακριτέα αυτή τη «μανία της κριτικής» που ωθεί συχνά τους ιστορικούς να παίζουν το ρόλο των εισαγγελέων, αντί να προσπαθούν να κατανοήσουν το παρελθόν. Για αυτόν, η κριτική αυτή συμβαδίζει προφανώς με την υπεράσπιση μιας ιστορίας-πρόβλημα που προσπαθεί να εξηγήσει και όχι να κρίνει το παρελθόν. Για τους οπαδούς της ιστορίας-πρόβλημα, ο ιστορικός δεν είναι υποχρεωμένος να απαντήσει στα ερωτήματα που θέτουν ο επιχειρηματίας, ο εργάτης, ο δικαστής ή κάθε πρωταγωνιστής της κοινωνικής και πολιτικής σκηνής. Οφείλει να απαντήσει στα επιστημονικά προβλήματα που οι ειδικοί τού εν λόγω τομέα επεξεργάστηκαν. Η προ
[ 3 2 2 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
βληματική αυτή μπορεί προφανώς να συσχετιστεί με τις μέριμνες αυτής ή εκείνης της ομάδας ή κόμματος, απαιτεί όμως μια απόσταση από το «κοινό αίσθημα», μια επεξεργασία η οποία στηρίζεται στα εργαλεία που προσφέρουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Ξαναβρίσκουμε εδώ το τρίτο στοιχείο που ανέφερε ο Jacques Le Goff (1977): την ανάγκη μιας συλλογικής αξιολόγησης των γνώσεων τις οποίες προσφέρουν όσοι ερευνούν το παρελθόν. Ενώ οι αναμνήσεις απευθύνονται άμεσα στο ευρύ κοινό, ο ιστορικός απευθύνεται κατά προτεραιότητα στους άλλους ειδικούς τού εν λόγω τομέα. Το πρόβλημα δεν είναι να δηλώσουμε ότι μόνο οι γνώσεις που επεξεργάστηκαν αυτοί οι ειδικοί είναι «αληθείς», σε αντίθεση με τις γνώσεις που προέρχονται από την παραγωγή των αναμνήσεων και είναι «εσφαλμένες». Πρόκειται κυρίως για την επιμονή σε ό,τι διαφοροποιεί αυτές τις μορφές γνώσης προκειμένου να αποφευχθεί η ταύτισή τους. Θα ήταν παράλογο να αντιπαραθέσουμε ιστορία και μνήμη γιατί, όπως υπενθυμίζει ο Jacques Le Goff, οι δύο προσεγγίσεις αλληλεξαρτώνται. Η μνήμη αποτελεί την πρώτη ύλη της ιστορίας, το βιβάρι από το οποίο αντλεί ο ιστορικός. Και αντίστροφα, όπως είδαμε προσεγγίζοντας το ζήτημα της διδασκαλίας, η επιστημονική ιστορία έρχεται «με τη σειρά της να τροφοδοτήσει τη μνήμη και να επιστρέψει στη μεγάλη διαλεκτική διαδικασία της μνήμης και της λήθης που βιώνουν τα άτομα και οι κοινωνίες».
Η ανάγκη για μια ττλουραλιστική αντίληψη της ιστορίας
παραπάνω τρόπος αντίληψης των σχέσεων ανάμεσα στην ιστορίακαι τη μνήμη επιτρέπει να αποφύγουμε το μύθο μιας χωρίς προϋ
ποθέσεις επιστημονικής έρευνας. Όπως πρόσφατα υπογράμμισε ο Antoine Prost (1996, ό.π.), τα ενδιαφέροντα των ιστορικών είναι, συχνά, στενά συνδεδεμένα με τη δική τους εμπειρία, με την κοινωνική τους καταγωγή, με τα γεγονότα που τους σημάδεψαν στην προσωπική τους ζωή. Ο Ernest Labrousse (1980, ό.π.) είχε ήδη επιμείνει σε αυτό το σημείο: «Από την εφηβεία μου και τη νεότητά μου διατηρώ έναν ορισμένο αριθμό σκέψεων. Μερικές από αυτές θα μετατραπούν σε ερευνητικά θέματα και θα συμβάλουν στη γενική προβληματική μου». Αυτό όμως σημαίνει, προσθέτει, ότι «οι πολιτικές μέριμνες αντικαθίστανται από ερευνητικές μέριμνες». Όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, οι ιστορικοί συχνά στρατεύτηκαν σε πολιτικούς αγώνες που συνέβαλαν σε μεγάλο βαθ
[323 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
μό στην ανανέωση της σύγχρονης ιστορίας. Ο δεσμός αυτός ανάμεσα στο κοινωνικό ρίζωμα και την έρευνα δεν πρέπει πλέον να θεωρείται μια «επαίσχυντη αρρώστια», αλλά ο παράγοντας που καθιστά ζωντανή την ιστορία. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει σήμερα ότι το βλέμμα των ιστορικών προς το παρελθόν ανανεώνεται σε συνάρτηση με τις κοινωνικές μεταβολές. Η ιστορική γνώση προοδεύει χάρη στη διαφοροποίηση των απόψεων, εξού η σημασία της δημοκρατικοποίησης της επιστήμης μας. Για τον εμπλουτισμό της σύγχρονης ιστορίας, χρειαζόμαστε περισσότερες ιστορικούς, περισσότερους ερευνητές που να προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις και τους μετανάστες. Είναι πιθανόν ότι ο ιστορικός, γιος εργάτη, και ο ιστορικός, γιος υπουργού ή τραπεζίτη, δεν θα δουν το παρελθόν με τον ίδιο τρόπο, όχι μόνο επειδή δεν θα ενδιαφερθούν για τα ίδια αντικείμενα, αλλά και γιατί το διαφορετικό τους πολιτιστικό κεφάλαιο (Pierre Bourdieu) θα τους οδηγήσει να ασκήσουν διαφορετικά το επάγγελμά τους. Αν κάθε ιστορικός οφείλει να αναλαμβάνει ερευνητικές, διδακτικές και διοικητικές λειτουργίες, η ισορροπία ανάμεσα στις τρεις κυμαίνεται σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τα άτομα. Ανέφερα, στο Δεύτερο Κεφάλαιο, τα παραδείγματα του Albert Mathiez και του Emile Bourgeois. Ο πρώτος αντιλαμβανόταν την εργασία του ως πραγματικά «ιερατική». Θεωρώντας τον εαυτό του τον «Ροβεσπιέρο» της ιστορίας, αρνήθηκε όλα τα αξιώματα και όλα αυτά που μπορούσαν να φαίνονται «συμβιβασμός» με την αστική εξουσία, διακατεχόμενος από τη μέριμνα να μην «προδώσει» το λαό από τον οποίο προερχόταν. Αφησε ένα τεράστιο έργο, αλλά πέθανε πρόωρα εξαντλημένος από την προσπάθεια, θύμα μιας εγκεφαλικής αιμορραγίας, διδάσκοντας το μάθημά του σχετικά με την Επανάσταση. Ο δεύτερος, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν είχε τις ίδιες έγνοιες. Αδιάφορος για την ιστορική έρευνα, ίσως γιατί δεν είχε τίποτε να αποδείξει, θα επικεντρωθεί σε μνημονικά και πολιτικά καθήκοντα τα οποία του εξασφάλισαν, όσο ζούσε, αξιώματα και τιμητικές διακρίσεις, που τον κατέστησαν όμως αναξιόπιστο στα μάτια των ιστορικών της νέας γενιάς με επικεφαλής τον Lucien Febvre.
Η αποδοχή των καθορισμών που βαραίνουν στην ιστορική έρευνα δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι όλοι είναι καταδικασμένοι να γράψουν την ιστορία της «δικής» τους ομάδας (πράγμα που αποτελεί έναν άλλον τρόπο να παραμείνει κανείς περιορισμένος στα ζητήματα μνήμης). Η διαφορετικότητα των βλεμμάτων και της περιέργειας σχετικά με το παρελθόν δεν εμποδίζει τους μεν και τους δε να μπορέσουν να ξαναβρεθούν
[ 324 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
γύρω από ένα ίδιο ιδεώδες αντικειμενικότητας, διαλόγου και οικουμενικό- τητας. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε, ότι για ένα νέο ιστορικό, η απόκτηση μιας ορισμένης διαύγειας σχετικά με τις αρχικές αυτές προϋποθέσεις, αποτελεί σίγουρα τον καλύτερο τρόπο για να αποφασίσει και να επιλέξει το δρόμο που ανταποκρίνεται περισσότερο στις προσδοκίες του.
Η Δ ιδασκαλία τ η ς Σύ γχ ρ ο ν η ς Ις τ ο ρ ια ς
Η διδασκαλία ανάμεσα σε γνώση και μνήμη
Η διάκριση που κάναμε εδώ ανάμεσα σε ιστορία (αντιληπτή ως το σύνολο των επιστημονικών γνώσεων που επεξεργάζεται ο ιστορικός) και μνήμη (η γνώση σχετικά με το παρελθόν που έχει κάθε
άτομο ως μέλος μιας μεγάλης ποικιλίας κοινωνικών ομάδων) θέτει το πρόβλημα της θέσης της διδασκαλίας της ιστορίας. Για τον Dominique Borne, γενικό επιθεωρητή, «διδασκαλία της ιστορίας σημαίνει κατ’ αρ- χάς την εκμάθηση από τους μαθητές μιας ειδικής γλώσσας. Με την έννοια αυτή το περιεχόμενο της διδασκαλίας είναι αδιαχώριστο από τους τρόπους μετάδοσής του» (στο J. Boutier και D. Julia, 1995, ό.π., σ. 131). Και αποσαφηνίζει ότι ο ρόλος του καθηγητή συνίσταται στο να αναδει- κνύει σημεία αναφοράς, να αναλύει, να ταξινομεί για να δείξει ότι η ιστορία δεν είναι a priori δεδομένη, αλλά ότι κατασκευάζεται. Με την έννοια αυτή, η διδασκαλία της ιστορίας χρειάζεται να εμφυσήσει τα στοιχεία ενός κριτικού διαβήματος που βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας ως επιστημονικού κλάδου. Απαραίτητο διάβημα για να μάθει ο ιστορικός στους μελλοντικούς πολίτες να κατανοούν τον κόσμο στον οποίο ζουν. Αλλά ο Dominique Borne υπογραμμίζει επίσης ότι η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να ικανοποιεί μια άλλη απαίτηση: Πρέπει να δίνει στους μαθητές το αίσθημα ότι ανήκουν σε μια κοινότητα, συμβάλλοντας «στη δημιουργία πολιτών ριζωμένων σε μια κοινότητα μνήμης που επιλέγουν ελεύθερα». Η διπλή αυτή επιστημονική και μνημονική διάσταση της διδασκαλίας της ιστορίας εξηγεί το γεγονός ότι, στις περισσότερες χώρες, οι ιστορικοί είναι συγχρόνως ερευνητές και καθηγητές. Προφανώς, η συνάρθρωση των δύο αυτών όψεων ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία και το επίπεδο των μαθητών. Χοντρικά, μπορούμε να διακρίνουμε την πρω
ί 325 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
τοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση όπου προέχει η μνημονική διάσταση έναντι της επιστημονικής διάστασης, που ισχύει αντίστροφα στην ανώτατη εκπαίδευση. Για το λόγο αυτόν αναμφίβολα, ο έλεγχος που ασκεί το κράτος στην εκπαίδευση, δεν είναι της ίδιας τάξης στις δύο περιπτώσεις. Αν, στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι δημόσιες αρχές καθορίζουν τα προγράμματα και επιτηρούν την καλή εφαρμογή τους, είναι γιατί το ζήτημα της δημιουργίας πολιτών τις επιβαρύνει κατά κύριο λόγο. Αντίθετα, τα πανεπιστήμια και τα άλλα μεγάλα επιστημονικά ιδρύματα επεξεργάζονται με αυτόνομο τρόπο τη διδασκαλία τους, επειδή το κράτος δεν έχει αρμοδιότητα να παρεμβαίνει στα επιστημονικά ζητήματα και στη μετάδοση ειδικευμένων γνώσεων. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί οι ατελείωτες πολεμικές σχετικά με τη διδασκαλία της ιστορίας αφορούν κυρίως την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Η σύγχρονη ιστορία ως παιδαγωγική
ωρίς να επανέλθουμε σε όσα αναφέραμε στο Πρώτο Κεφάλαιο, αςυπενθυμίσουμε ότι η σύγχρονη ιστορία δεν θα αποκτήσει την πλή
ρη θέση της στη διδασκαλία παρά μόνο μετά την Τρίτη Δημοκρατία. Για ό,τι μας απασχολεί εδώ, το ουσιαστικό σημείο συνίσταται στο γεγονός ότι, τότε για πρώτη φορά, επιχειρείται μια πραγματική διάκριση ανάμεσα σε ιστορική έρευνα και διδασκαλία. Πρόκειται για ένα ζήτημα στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε, γιατί είναι συχνά παραμελημένο. Οι πατέρες ιδρυτές της Τρίτης Δημοκρατίας καθόρισαν τα κριτήρια της επιστημονικής εργασίας στην ιστορία (την περίφημη ιστορική μέθοδο). Την ίδια όμως στιγμή, καθορίζουν επίσης κανόνες που αφορούν την παιδαγωγική της ιστορίας. Όπως είδαμε στα πρώτα κεφάλαια, η σύγχυση ανάμεσα σε αυτές τις δύο όψεις εξηγεί την ευκολία με την οποία θα γίνει αποδεκτή η κριτική που απευθύνεται στην ιστορία «των γεγονότων». Όλες οι αναλύσεις που θα αναπτυχθούν στη στροφή του 19ου αιώνα από τον Charles Seignobos σχετικά με τη σημασία του γεγονότος στη σύγχρονη ιστορία ανταποκρίνονται, για αυτόν, σε παιδαγωγικές και όχι επιστημονικές έγνοιες. Η θέση που αποδίδει στο ζήτημα των εικόνων ή συγκεκριμένων γεγονότων, εγγράφεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης σκέψης σχετικά με τη διαφορά ανάμεσα στην ιστορία (ως αφηρημένη,
[ 3 2 6 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ορθολογική γνώση) και τη μνήμη (υποκειμενική, συγκεκριμένη), που ο Maurice Halbwachs θα αναπτύξει στη συνέχεια, όπως είδαμε, της οποίας όμως οι όροι τέθηκαν ήδη από τον φιλόσοφο Henri Bergson (1898) στο βιβλίο του: Matiere et Memoire. Ο Bergson διακρίνει την αποστήθιση που σταθεροποιεί την ανάμνηση χάρη στην επανάληψη και τη συνήθεια (είναι αυτό που ο ψυχολόγος Theodore Ribot αποκαλεί την ίδια εποχή: «μια εμπειρία που κατατίθεται στο σώμα») από την αληθινή μνήμη που συνίσταται στη φαντασία και όχι στην επανάληψη. Από την εποχή αυτή, η δημοκρατική παιδαγωγική απορρίπτει ως ξεπερασμένη την αποστήθιση προς χάρη μιας εργασίας που εφαρμόζει τη φαντασία. Ο Charles Seig- nobos (1907, ό.π.) υπήρξε ο «θεωρητικός» αυτής της παιδαγωγικής στρατηγικής. Σε μια διάλεξη που έδωσε στο Παιδαγωγικό Μουσείο στις αρχές του 20ού αιώνα, υπογραμμίζει ότι η ιστορία (ως επιστήμη) δεν υπηρετεί καμιά υπόθεση, αλλά ότι αντίθετα η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να υπηρετεί. Ο καθηγητής «έχει ανάγκη να γνωρίζει ότι η ιστορία χρησιμεύει σε κάτι για να είναι σίγουρος ότι ασκεί ένα νόμιμο επάγγελμα και πρέπει να γνωρίζει ακριβώς σε τι χρησιμεύει για να αποφασίσει πώς θα τη διδάξει». Και προσθέτει: «Στους καθηγητές ιστορίας ανατίθεται η αποστολή της δημόσιας διδαχής των μελλοντικών πολιτών». Ξεκινώντας από εδώ, ο Seignobos προτείνει έναν ορισμένο αριθμό παιδαγωγικών τεχνικών, που στηρίζονται στο διαχωρισμό επιστήμης-διδασκαλίας, ιστο- ρίας-μνήμης. Εξ ορισμού, οι γνώσεις που επεξεργάζεται η ιστορική επιστήμη είναι αφηρημένες. Αν ο Seignobos αποδίδει προνομιακή θέση στη μελέτη των γεγονότων, είναι γιατί βλέπει σε αυτά ένα παιδαγωγικό μέσο για να καταστήσει «δυνατή την αναπαράσταση των αφηρημένων εννοιών». Όπως στη γραμματική, προσθέτει, «είναι τα παραδείγματα που καθιστούν ορατή τη λειτουργία του γενικού μηχανισμού μιας κοινωνίας». Όλη τη σκέψη του τη διαπερνά η έγνοια να καταστήσει ορατό, συγκεκριμένο, αυτό που δεν είναι: «Ένα κράτος, μια κυβέρνηση, ένας νόμος, ένας θεσμός, τίποτα από αυτά δεν είναι ορατό, είναι αφηρημένα πράγματα, “αφαιρέσεις” όπως λέμε κοινώς [...]. Οι περισσότεροι άνθρωποι -και σε εντονότερο βαθμό τα περισσότερα παιδιά- δεν καταλαβαίνουν πραγματικά παρά ό,τι βλέπουν».
Η διαφορά που με τον τρόπο αυτόν εισάγεται ανάμεσα στη διδασκαλία και την έρευνα είναι πολύ σημαντική, γιατί εξηγεί τη ριζική εξέλιξη των εγχειριδίων ιστορίας. Προηγουμένως, επρόκειτο πολύ συχνά για «σημεία υπενθύμισης», για συλλογές ημερομηνιών ή για χρονολογικούς
[ 3 2 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
πίνακες. Με τα πρώτα εγχειρίδια του Lavisse (1884), που ήταν σύμφωνα με τα προγράμματα του 1882, επιχειρείται μια πρώτη αλλαγή. Οι εκδότες αρχίζουν να δίνουν μια μικρή θέση στην εικόνα (ενσωματώνοντας κατ’ αρχάς τις γκραβούρες). Από τα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίζεται το χρώμα (το πρώτο όμως εγχειρίδιο εξολοκλήρου με χρώμα δεν χρονολογείται παρά από το 1933). Οι ιστορικοί που μελέτησαν το περιεχόμενο αυτών των εγχειριδίων έδειξαν ότι επρόκειτο για μια πραγματική «εορταστική τελετουργία» (R. Robin, 1981). Ήταν πολύ σημαντικό να δείξουν, να διηγηθούν, να γνωστοποιήσουν. Η περιγραφή και η αφήγηση προέ- χουν και η εξήγηση περνά σε δεύτερο πλάνο. Τα θέματα που πριμοδο- τούνται αποβλέπουν στον εκθειασμό της Γαλλικής Επανάστασης, απο- κρύπτοντας ό,τι μπορεί να αντιβαίνει στην εθνική συναίνεση, κυρίως τα κοινωνικά και θρησκευτικά ζητήματα. Είναι επίσης στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα που ορίζονται οι γαλλικοί κανόνες γύρω από τον έλεγχο της διδασκαλίας της ιστορίας. Το κεντρικό κράτος διατηρεί την υψηλή εποπτεία σχετικά με το περιεχόμενό της και, συγχρόνως, εμπιστεύεται στους επιφανέστερους πανεπιστημιακούς την επεξεργασία εγχειριδίων (ενώ την προηγούμενη περίοδο, το έργο αυτό αναλάμβαναν οι ενδιαφερόμενοι καθηγητές).
Η διδασκαλία: Ένα ζήτημα μνήμης που διακυβεύεται
εδομένου ότι η Τρίτη Δημοκρατία στηρίχτηκε μαζικά στη διδασκαλία της ιστορίας για να εγκαθιδρύσει την εξουσία της, δεν αποτελεί
έκπληξη ότι το ζήτημα αυτό υπήρξε, μέχρι τις μέρες μας, ένα πολιτικό ζήτημα πρωταρχικής σημασίας. Η φιλολογία σχετικά με το ζήτημα είναι τεράστια. Θα περιοριστώ, εδώ, να δώσω ορισμένα σημεία αναφοράς για να διευκρινίσω τα ζητήματα. Το πρώτο αντικείμενο αντιπαράθεσης αφορά τη θέση που πρέπει να δοθεί στη διδασκαλία της ιστορίας. Η διδασκαλία της ιστορίας, αφού αρχικά καταργήθηκε από το καθεστώς της Δεύτερης Αυτοκρατορίας από τον Falloux, αποκαθίσταται στη συνέχεια από τον Victor Duruy, γεγονός που ερμηνεύεται ως ένα σημείο «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος. Από την Τρίτη Δημοκρατία και μετά, η νομιμότητα της ιστορικής διδασκαλίας δεν θα αμφισβητηθεί πραγματικά. Ωστόσο, το ζήτημα εμφανίζεται εκ νέου στο τέλος της δεκαετίας του1960. Στο «επαναστατικό» πλαίσιο του Μάη του ’68 και υπό την επιρροή
[ 3 2 8 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
που ασκεί το ρεύμα των Annales, έντονη πολεμική φέρνει αντιμέτωπους όσους επιθυμούν η διδασκαλία της ιστορίας να στηρίζεται σε μια ευρύτερη διδασκαλία των «ανθρωπιστικών επιστημών» και σε εκείνους που υπερασπίζονται την ιδιαιτερότητα της επιστήμης της ιστορίας. Σημειώνουμε ότι σε σχέση με την πολεμική που αναπτύχθηκε υπό το καθεστώς της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, τα δεδομένα αντιστράφηκαν, επειδή είναι τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα που πρεσβεύουν την ενσωμάτωση της ιστορίας στις ανθρωπιστικές επιστήμες, ενώ οι «συντηρητικοί» αγωνίζονται για τη διατήρηση της ταυτότητας της ιστορικής επιστήμης. Είναι προφανές ότι το θέμα κυρίως της διδασκαλίας της σύγχρονης ιστορίας βρίσκεται στην καρδιά αυτών των συζητήσεων. Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε στο παρόν τόσο περισσότερο τα ζητήματα μνήμης είναι σημαντικά. Για αυτό η συζήτηση «Υπέρ ή κατά της διδασκαλίας της ιστορίας;» εστιάζεται σχεδόν πάντα στο πρόβλημα της θέσης που αποδίδεται στην επαναστατική και μετεπαναστατική περίοδο. Όποια και αν είναι η εποχή, διαπιστώνουμε ότι τα κόμματα που τοποθετούνται περισσότερο αριστερά, στην πολιτική σκακιέρα, διάκεινται πιο ευνοϊκά απέναντι στη σύγχρονη ιστορία, ενώ οι συντηρητικοί θεωρούν ότι πρέπει να αποφεύγουμε να προσεγγίζουμε με τους μαθητές τα θέματα που είναι δυσάρεστα. Αυτό που σκανδαλίζει το καθολικό κόμμα, στις μεταρρυθμίσεις του Victor Duruy, δεν είναι τόσο η εκ νέου αποκατάσταση της ιστορίας, όσο η θέση που δίνεται στη Γαλλική Επανάσταση, η οποία θεωρείται έντονα συγκρουσιακή για να μπορέσει να αποτελέσει το θέμα μιας δημόσιας διδασκαλίας. Ομοίως, η ενίσχυση της σύγχρονης ιστορίας στη μεταρρύθμιση των προγραμμάτων του 1902 προκαλεί περισσότερο το συντηρητικό πεδίο και καταλήγει στη «διαμάχη των εγχειριδίων» που φέρνει αντιμέτωπους, το 1909, την εκκλησία και το δημοκρατικό κράτος (Υ. Deloye,1994, ό.π.). Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιόδου, το ζήτημα ήρθε και πάλι στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της συζήτησης σχετικά με το αν η ιστορία του «παρόντος χρόνου» πρέπει ή όχι να διδάσκεται. Υπό την παρότρυνση μιας αριστερής κυβέρνησης επήλθε η αποφασιστική στροφή, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η ανάγκη γνώσης από όλους τους μελλοντικούς πολίτες των φρικαλεοτήτων του ναζισμού και του καθεστώτος του Vichy φαίνεται ότι σήμερα αναγνωρίζεται από όλα τα δημοκρατικά κόμματα.
Ένα άλλο πρόβλημα που συζητήθηκε πολύ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών αφορά τον τύπο ιστορίας που πρέπει να διδάσκε
[ 3 2 9 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ται. Η ιστορία των «γεγονότων», που περιέχεται στα εγχειρίδια του La- visse (τα οποία διαδόθηκαν σε πολλά εκατομμύρια αντίτυπα), θα βασιλέψει αποκλειστικά μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Προοδευτικά, θα υποσκελιστούν από τα εγχειρίδια που επεξεργάστηκαν ο Jules Mallet (ο οποίος σκοτώθηκε κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) και κατόπιν ο Jules Isaac που ανέλαβε τη συνέχεια. Τα εγχειρίδια «Mallet-Isaac» αρχίζουν να ενσωματώνουν, μετά το 1945, την οικονομική και κοινωνική διάσταση. Είναι όμως στη δεκαετία του 1960, υπό την επιρροή του Fernand Braudel, που υιοθετείται μια πιο δομική προοπτική, η οποία τονίζει τη σημασία της μακράς διάρκειας και των πολιτισμών, έτσι ώστε να δίνεται στα παιδιά μια αντίληψη του παρελθόντος λιγότερο επικεντρωμένη στο εθνικό πλαίσιο. Οι αλλαγές αυτές ανταποκρίνονται σε μια διαφοροποίηση των εγχειριδίων, που το περιεχόμενό τους στηρίζεται στο εξής σε μια πραγματική εργασία ομάδας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την προτροπή του δημοσιογράφου-ακαδημαϊκού Alain Decaux, αναπτύσσεται μια πραγματική εκστρατεία γύρω από το θέμα της «χρεοκοπίας της διδασκαλίας της ιστορίας», προβάλλοντας το επιχείρημα ότι οι μαθητές δεν θα διαθέτουν πλέον στοιχειώδη χρονολογικά σημεία αναφοράς. Νέες τροποποιήσεις των προγραμμάτων, το 1987 και το 1995, θα καταλήξουν στο σημερινό συμβιβασμό που διατηρεί το άνοιγμα στον κόσμο, ενώ ξαναδίνει μια ουσιαστική θέση στην πολιτική ιστορία και τη χρονολογία.
Αυτό όμως που κυρίως διακυβεύεται στις πολεμικές, αφορά προφανώς το ίδιο το περιεχόμενο της διδασκαλίας της ιστορίας. Εδώ εμφανίζονται δύο ουσιαστικά προβλήματα. Το πρώτο, που υπήρξε για μεγάλο διάστημα κυρίαρχο, σχετίζεται με την ερμηνεία των «θεμελιακών» γεγονότων της εθνικής μας ιστορίας: το ρόλο της μοναρχίας και της εκκλησίας υπό το Παλαιό Καθεστώς, τις αρετές ή τα ελαττώματα της Γαλλικής Επανάστασης, κατόπιν της Ρώσικης Επανάστασης, του Λαϊκού Μετώπου κ.λπ. Το δεύτερο, που προσέλαβε αποφασιστική σημασία μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορά το ζήτημα των θεμάτων «ταμπού» και των «αποκλεισμένων» της ιστορίας. Στην περίοδο 1967-1977, η κριτική των οργανώσεων της αριστεράς εναντίον της διδασκαλίας της ιστορίας πολ- λαπλασιάζονται. Η ιστορικός Suzanne Citron (1984) δημοσιεύει πολλά βιβλία που αναπτύσσουν τις θέσεις τού πολύ κριτικού αυτού ρεύματος απέναντι στην επίσημη ιστορία. Εκτιμά ότι «η μνήμη της παλιάς ελίτ, που αποτυπώνεται στα προγράμματα, δεν μπορεί να αποτελέσει μνήμη για τα σημερινά παιδιά». Οι κριτικές αυτές θα έχουν μια πραγματική
[ 3 3 0 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
επίδραση, όπως μπορούμε άνετα να διαπιστώσουμε εξετάζοντας τα εγχειρίδια που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Η έρευνα του Alain Bergougnioux (στο Centre de Documentation Juive Contemporaine, 1982) σχετικά με τον τρόπο που τα εγχειρίδια ιστορίας, τα οποία εκδόθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αναφέρο- νται στη Shoah, δείχνει ότι ανάμεσα στις οκτώ περιπτώσεις οι οποίες εξετάστηκαν, καμιά δεν αποσιωπά το ζήτημα της καταδίωξης των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκριτικά με τα παλαιό- τερα εγχειρίδια, διαπιστώνουμε ότι η θέση που καταλαμβάνει η ιστορία του αντισημιτισμού είναι μεγαλύτερη και ότι οι συγγραφείς προσπαθούν στο εξής να εξηγήσουν το φαινόμενο. Τα εγχειρίδια αυτά απεικονίζουν επίσης μια ελαφρά πρόοδο σε ό,τι αφορά τις ευθύνες του καθεστώτος του Vichy για αυτές τις καταδιώξεις. Η συζήτηση που ακολούθησε στη συνέχεια αυτής της μελέτης, δείχνει εντούτοις ότι τα εγχειρίδια αυτά δεν ικανοποιούν όλους τους ιστορικούς. Η Annette Wieviorka κρίνει ότι είναι λυπηρό το γεγονός ότι η εβραϊκή ιστορία δεν προσεγγίζεται παρά μόνο από την άποψη των καταδιώξεων, γεγονός που μπορεί να συμβά- λει, παραδόξως, στη μετατροπή των Εβραίων σε «γκέτο» στα πλαίσια της συλλογικής μνήμης, περιορίζοντας την ιστορία τους στο θέμα του «μάρτυρα» Εβραίου. Ο Tinge Coulibaly διαπιστώνει, σε ό,τι τον αφορά, ότι οι Αφρικανοί είναι οι μεγάλοι απόντες από τη γαλλική διδασκαλία της ιστορίας και ότι τα πράγματα επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιόδου: «Από τη δεκαετία του 1960, όλη η διδασκαλία είναι οργανωμένη με τέτοιον τρόπο που δείχνει ότι πράγματι η Αφρική δεν υπάρχει και, όταν υπάρχει, είναι στα πλαίσια της αποικιοκρατίας».
ι ιδρυτές της Τρίτης Δημοκρατίας χρησιμοποίησαν τη διδασκαλίατης ιστορίας όχι μόνο για να προσπαθήσουν να δείξουν στο σύνο
λο των πολιτών ότι είχαν μια κοινή συλλογική μνήμη, αλλά και κοινούς «προαιώνιους» εχθρούς: τους Γερμανούς. Η δημοκρατική διδασκαλία της ιστορίας παρουσιάζει έναν αναμφισβήτητο πολεμικό τόνο, τον οποίο ανέδειξαν πολυάριθμες μελέτες (C. Amalvi, 1988, ό.π.). Αντίθετα, αυτό που μελετήθηκε λιγότερο είναι οι προσπάθειες που κατέβαλλαν, από το μεσοπόλεμο, ένας ορισμένος αριθμός δασκάλων και καθηγητών ιστο
Τα διεθνή ζητήματα που διακυβεύονται
[331 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ρίας, οι οποίοι συμφωνούσαν με τα ειρηνιστικά ιδεώδη, για να περιορίσουν τον πολεμοχαρή χαρακτήρα της διδασκαλίας αυτής. Οι πρωτοβουλίες που πήρε η ΚτΕ, από τη δεκαετία του 1920, συνεχίστηκαν στη Γαλλία από το Εθνικό Συνδικάτο των Δασκάλων (SNI), το οποίο οργάνωσε πολύ προωθημένες συζητήσεις με το γερμανικό καθηγητικό σώμα, με σκοπό την προσέγγιση των απόψεων σχετικά με τη σύγχρονη ιστορία των δύο χωρών. Η συνάντηση του 1935 σηματοδοτεί το απόγειο της διαδικασίας αυτής. Τα μέλη της επιτροπής συμφωνούν στο να θεωρήσουν ότι η Αλσατία «χώρα γερμανικής γλώσσας και κουλτούρας το Μεσαίωνα και την εποχή της Μεταρρύθμισης διατήρησε, μετά το 1648, τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες της και ακόμη σε μεγάλο βαθμό τις πολιτισμικές, αλλά ότι η Επανάσταση του 1789 την εισήγαγε πλήρως στη γαλλική κοινότητα». Η συμφωνία προβλέπει επίσης μια τροποποίηση των εγχειριδίων, με τρόπο που να παρουσιάζουν τη γαλλική άποψη στα γερμανικά έργα και αντιστρόφως. Ακόμη και αν υπάρχουν διαφωνίες, κυρίως σχετικά με τις αιτίες του Μεγάλου Πολέμου, όπως υπογραμμίζει ο Jules Isaac (1938), γενικός επιθεωρητής και εκπρόσωπος της γαλλικής αντιπροσωπείας, οι συζητήσεις αυτές επέτρεψαν να «βρεθεί μια συμφωνία» σχετικά με 39 αποφάσεις. Αποτελούν «τη συντριπτική απόδειξη αυτού που μπορούν να κάνουν ενωμένες η καλή θέληση και η καλή πίστη, εφαρμοζόμενες στο επιστημονικό πνεύμα αντικειμενικότητας». Όπως μπορούμε να καταλάβουμε, οι ναζί δεν επιδοκίμασαν καθόλου τις προσπάθειες αυτές. Από τις 8 Ιουνίου 1933, ο Hans Schemm δήλωνε ενώπιον του Συνεδρίου των Γερμανών Εκπαιδευτικών: «Δεν είμαστε αντικειμενικοί [...], είμαστε Γερμανοί. Για μας είναι ψευδή όλα αυτά που δεν είναι χρήσιμα στο γερμανικό λαό. Για μας ό,τι βλάπτει το γερμανικό λαό είναι έγκλημα, ακόμη και αν πολλαπλά στοιχεία υποδηλώνουν ότι από αντικειμενική άποψη είναι η αλήθεια» (σχετικά με το παράθεμα αυτό, βλέπε J. Isaac, 1938). Για το λόγο αυτόν, η συμφωνία του 1935 δεν θα εφαρμοστεί ποτέ. Ακόμη και σήμερα, οι προσπάθειες που καταβάλλονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για μια «ευρωπαϊκή γραφή της ιστορίας» προσκρούουν σε πολυάριθμα εμπόδια (βλέπε Ν. Rousselier, 1993).
[ 3 3 2 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ιστορική έρευνα και διδασκαλία: Το παράδειγμα της μετανάστευσης
Ενας από τους ουσιαστικούς λόγους που οι πανεπιστημιακοί πρόβο λαν για να αποκτήσουν τον έλεγχο της παραγωγής των σχολικώ εγχειριδίων είναι η ανάγκη διατήρησης στενών σχέσεων ανάμεσα σε επι
στημονική έρευνα και διδασκαλία. Για το σκοπό αυτόν ο Ernest Laviss μεταρρύθμισε την agregation της ιστορίας, επιβάλλοντας στους υποψη φίους μια προκαταρκτική χρονιά έρευνας (το diplome d’enseignemen superieur αποτελεί σήμερα τη maitrise). Οι συγγραφείς των εγχειρίδια)· υπογραμμίζουν συχνά ότι έλαβαν υπόψη τους στην εργασία τους «κεκτη μένα της ιστορικής έρευνας». Είναι λυπηρό, όμως, ότι η σκέψη σχετικί με το ζήτημα αυτό δεν αναπτύχθηκε πραγματικά μέχρι σήμερα. Περιο ριζόμενος εδώ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα βασιστώ σε μια προ φανή διαπίστωση: ένα εγχειρίδιο ιστορίας δεν μπορεί να αποτελεί μιο πιστή έκθεση της κατάστασης της επιστημονικής έρευνας σχετικά με rrp υπό μελέτη περίοδο ή τομέα. Κατ’ αρχάς, οι συγγραφείς και οι καθηγητές δεν μπορούν να κάνουν κατανοητές τις ειδικές ιστορικές γνώσεις παρά μόνο αν τις προσαρμόσουν στην ηλικία και την αντιληπτική ικανότητα του κοινού στο οποίο απευθύνονται. Κατά δεύτερο λόγο, είναι υποχρεωμένοι να τις συνθέσουν: Το πρόγραμμα που διδάσκεται σε μια τάξη του γυμνασίου ή του λυκείου καλύπτει μια πολύ μεγάλη περίοδο, που έχει αποτελέσει το αντικείμενο πολλών επιστημονικών εργασιών. Τέλος, οι ιστορικοί δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους σχετικά με τις εξηγήσεις ή τις ερμηνείες που πρέπει να δώσουν για το εν λόγω παρελθόν. Όπως επισημαίνει ο Rene Girault (1983, σ. 12) στην επίσημη έκθεσή του σχετικά με τη διδασκαλία της ιστορίας και της γεωγραφίας, «η πίστη σε μια ψυχρή αντικειμενικότητα της ιστορίας, που αναπτύχθηκε με τη θετικιστική σχολή στα τέλη του 19ου αιώνα, αποδυναμώθηκε ανάμεσα στους ιστορικούς, όταν αυτοί συνειδητοποίησαν ότι ήταν, αν όχι δέσμιοι της εποχής τους, τουλάχιστον μάρτυρες της εποχής τους, ως προς τον τρόπο με τον οποίο θέτουν ερωτήματα στο παρελθόν. Αν οι μέθοδοι πρέπει να παραμείνουν αντικειμενικές, γνωρίζουμε καλά ότι τα αποτελέσματα εξαρτώνται συχνά από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε το ζήτημα». Στις συνθήκες αυτές, οι συγγραφείς των εγχειριδίων θα έπρεπε να αναρωτηθούν σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσουν για τη διάδοση μιας διδασκαλίας η οποία να σέβεται τις διά-
[ 333]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
φορές ερμηνείες και να μεταδίδει στους μαθητές την ουσιαστική, κατά τη γνώμη μου, ιδέα ότι η ίδια η ιστορική γνώση δεν είναι ένα δόγμα, αλλά μια διανοητική κατασκευή. Αξίζει να διαπιστώσουμε ότι το πρόβλημα της μετάφρασης της επιστημονικής γνώσης στην παιδαγωγική γλώσσα δεν έχει αποτελέσει ακόμη αντικείμενο σοβαρής επεξεργασίας. Οι παιδαγωγικές συνέπειες της αδιαφορίας αυτής δεν είναι αμελητέες, όπως θέλω να δείξω με βάση ένα παράδειγμα που γνωρίζω (τη μετανάστευση), που δεν είναι όμως το μοναδικό.
Η σημασία της μετανάστευσης για τη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας
ι αναγνώστες θα θυμούνται ίσως ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το ζήτημα της μετανάστευσης απασχόλησε την καρ
διά της επικαιρότητας. Η συνέπεια, για το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, ήταν ότι οι δημόσιες αρχές και η κοινή γνώμη συνειδητοποίησαν ότι, παρά τη σημασία της για τη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας, η μετανάστευση δεν είχε καμιά θέση στην εθνική συλλογική μνήμη. Στα πλαίσια επιτροπών και συναντήσεων ιστορικοί, επιθεωρητές, ανώτατοι λειτουργοί ήρθαν σε επαφή και συγκεντρώθηκαν για να σκεφτούν σχετικά με τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν με σκοπό τη θεραπεία τής έλλειψης αυτής. Ακόμη και μια επίσημη έκθεση σχετικά με το θέμα επιδόθηκε στον υπουργό (P. Vieille, 1987). Συγχρόνως, επιστημονικές εργασίες (διατριβές, επιστημονικά έργα, ειδικά άρθρα) άρχισαν να εμφανίζονται, επιβεβαιώνοντας τη σπουδαιότητα του θέματος για τη σύγχρονη ιστορία μας. Δεν είναι δυνατόν, στα πλαίσια του βιβλίου αυτού, να παρουσιάσουμε, ακόμη και με συνθετικό τρόπο, το σύνολο των γνώσεων που πα- ρήγαγε η ιστοριογραφία της μετανάστευσης εδώ και μία δεκαετία. Θα περιοριστώ στην περίοδο 1848-1939 που ανταποκρίνεται στο σημερινό πρόγραμμα των πρώτων τάξεων του λυκείου. Οι κατακτήσεις της έρευνας μπορούν να συγκεντρωθούν σε τρία σύνολα:
- Σε δημογραφικό επίπεδο, όπως έδειξαν οι εξεζητημένες εργασίες των ερευνητών του INED, εδώ και έναν αιώνα, η μετανάστευση έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην ανανέωση του πληθυσμού που ζει σήμερα στη Γαλλία, επειδή εκτιμούμε ότι ανάμεσα στο ένα τρίτο και το ένα τέταρτο (ανάλογα με τους τρόπους υπολογισμού) των σημερινών κατοίκων της χώρας μας έχουν προγόνους (φτάνοντας ως τους προπαππούδες) οι οποίοι προέρχονται από μια ξένη χώρα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει
[ 3 3 4 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
την πρωτοτυπία της γαλλικής περίπτωσης, που έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών από το 19ο αιώνα, ενώ στις άλλες μεγάλες χώρες της Ευρώπης, η εκβιομηχάνιση ευνόησε, αντίθετα, αρχικά, την αποστολή μεταναστών.
- Η μαζική προσφυγή στη μετανάστευση υπήρξε ένας αδιαμφισβήτητος παράγοντας του βιομηχανικού δυναμισμού που γνώρισε η Γαλλία μετά τη δεκαετία του 1890. Κατά την περίοδο αυτή, οι ξένοι μετανάστες υπήρξαν πολυάριθμοι (στα ορυχεία, τη βαριά βιομηχανία, την κατασκευή ρούχων κ.ά.) και οι επιδόσεις οι πλέον θεαματικές. Η έκταση όμως που προσέλαβαν οι μεταναστευτικές αυτές κινήσεις είχε και πολλές άλλες συνέπειες. Συνέβαλαν στον περιορισμό της αγροτικής εξόδου, στην ενίσχυση της ετερογένειας του εργατικού κόσμου, συμμετέχοντας στην αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος (και, πολύ συχνά, στην ενδυνάμωση του PCF). Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι η μετανάστευση αυτή επέτρεψε τον περιορισμό της έκτασης της ανεργίας στη δεκαετία του 1930, δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός ξένων εργατών χωρίς απασχόληση υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στις χώρες τους.
- Η μετανάστευση έγινε ένα πολιτικό ζήτημα πρωταρχικής σημασίας στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα (την περίοδο της Μεγάλης Κρίσης και της ανάδυσης του εθνικισμού). Επιβάλλεται τότε η ιδέα ότι το κράτος πρέπει να εγγυηθεί όχι μόνο τη φυσική ασφάλεια των υπηκόων του, αλλά ότι πρέπει επίσης να προστατεύσει την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια των πολιτών του. Το γεγονός αυτό οδηγεί, σιγά σιγά, όλα τα κράτη του κόσμου στην υιοθέτηση «προστατευτικών» μέτρων. Όπως ήδη υπογράμμισε ο Karl Polanyi (1944, ό.π.) εδώ και πάνω από μιοό αιώνα, ο προστατευτισμός πολύ περισσότερο από το να περιορίζεται σε ένα ζήτημα τελωνειακών τελών, αποτελεί μια στροφή της σύγχρονης ιστορίας εξίσου σημαντική με τη βιομηχανική επανάσταση. Σηματοδοτεί πράγματι το θρίαμβο της «εθνικοποίησης» των κοινωνιών. Ένα άτομο, για να έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί ελεύθερα, να εργάζεται, να επωφελείται από τα κοινωνικά δικαιώματα, εν ολίγοις, να έχει το δικαίωμα να ζει μια «κανονική» ζωή, πρέπει επιτακτικά στο εξής, να ανήκει σε μια εθνική κοινότητα που εγγυάται την ταυτότητά του, του παραχωρεί δικαιώματα, αλλά του επιβάλλει και καθήκοντα. Στη γαλλική περίπτωση, ο πρώτος νόμος σχετικά με τη γαλλική υπηκοότητα (που υιοθετήθηκε το 1889) αποτελεί τη νομική μετάφραση αυτών των πολιτικών και κοινωνικών ανατροπών.
[ 3 3 5 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Οι ελλείψεις των εγχειριδίων
Για να δω σε ποιο βαθμό οι συμβολές αυτές της πρόσφατης ιστορικής έρευνας ενσωματώθηκαν στη διδασκαλία, συμβουλεύτηκα τα νέα εγχειρίδια ιστορίας που αφορούν την Πρώτη Τάξη του Λυκείου (έκδοση
του 1997) και είναι σύμφωνα με το πρόγραμμα, όπως ορίζεται στο Bulletin officiel της 29.6.1995. Το υπουργικό κείμενο, ενώ αφήνει ένα σημαντικό περιθώριο ελιγμών στους καθηγητές και τους εκδότες, υπογραμμίζει ότι ο σκοπός είναι «ο καθορισμός των μεγάλων αξόνων της υπό μελέτη περιόδου» (από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το 1939), επιμένο- ντας στα «δύο κεφαλαιώδη δεδομένα που κυριαρχούν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου»: το βιομηχανικό φαινόμενο και το φαινόμενο του έθνους. Περισσότερο από μια συσσώρευση λεπτομερειών, το πρόγραμμα αποβλέπει στα «στοιχεία εκείνα που καθιστούν την περίοδο κατανοητή». Οι οδηγίες αυτές αναφέρονται, στη συνέχεια, λεπτομερώς στα τρία μεγάλα μέρη του προγράμματος: «Η βιομηχανική εποχή και ο πολιτισμός της», «Έθνη και κράτη», «Από τον έναν πόλεμο στον άλλον» (σχετικά με τη συζήτηση για τα προγράμματα αυτά, βλ. S. Berstein, D. Borne, J.-C. Martin, 1996). Παρόλο που οι οδηγίες αυτές είναι αρκετά γενικές για να επιτρέψουν διαφοροποιημένες παιδαγωγικές εφαρμογές, έκπληξη προκαλεί το γεγονός της εξαιρετικής ομοιογένειας του περιεχομένου των εγχειριδίων που γράφτηκαν ακολουθώντας τις οδηγίες αυτές (οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν για τα επτά εγχειρίδια τα οποία εξέτασα: Belin, Bordas, Breal, Hachette, Hatier, Magnard και Nathan): Για τους εκδότες, τα οικονομικά ζητήματα που διακυβεύονται είναι τέτοια ώστε δεν μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να ξεχωρίσουν μέσω μιας πρωτότυπης προσέγγισης. Διαπιστώνουμε επίσης ότι κανένα από τα εγχειρίδια αυτά δεν αναφέρονται στις αντιπαραθέσεις που φέρνουν αντιμέτωπους τους ιστορικούς σχετικά με αυτό ή εκείνο το πρόβλημα. Το 1988, το εγχειρίδιο Delagrave είχε ενσωματώσει ένα κεφάλαιο «συζητήσεις» με σκοπό «να δώσει στους μαθητές τη δυνατότητα να γνωρίσουν τα επιχειρήματα που αντιπαραβάλλονται». Κατά περίεργο τρόπο, το νέο κύμα των εγχειριδίων ιστορίας αρνήθηκε αυτή την προοπτική της ιστορικής γνώσης, παρόλο που οι ιστορικοί (και αΧόμη ορισμένοι γενικοί επιθεωρητές) συμφωνούν στο εξής σχεδόν όλοι να υπογραμμίζουν ότι η ιστορική γνώση αποτελεί μια κοινωνική και διανοητική κατασκευή που χρειάζεται, κατά συνέπεια, την αντιπαράθεση των απόψεων. Όλα αυτά
[ 3 3 6 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
τα εγχειρίδια επιμένουν ωστόσο πολύ στη θέλησή τους να εμφυσήσουν στους μαθητές ένα «κριτικό πνεύμα». Για το λόγο αυτόν όλα ενσωμάτωσαν ένα κεφάλαιο «Μέθοδος», που εκθέτει τους ιστορικούς κανόνες της εξήγησης των τεκμηρίων και της γραφής. Για κάθε ένα από τα υπό μελέτη θέματα, τα κείμενα δείχνουν τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις διαφορές απόψεων. Για τους συγγραφείς όμως των εγχειριδίων αυτών, υπάρχει παρ’ όλα αυτά ένας ολόκληρος κόσμος όπου η ομοφωνία πρέπει να παραμείνει ο κανόνας: Είναι ο κόσμος των ίδιων των ιστορικών.
Η κοινή αυτή δομή του συνόλου των εγχειριδίων που εξετάστηκαν, εξηγεί γιατί το τμήμα που αφιερώνεται στη μετανάστευση είναι τόσο ισχνό. Δεδομένου ότι οι ιστορικές γνώσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι ακόμη πρόσφατες, δεν έχουν γίνει ακόμη «ρουτίνα», δεν έχουν πα- γιωθεί μέσω της παράδοσης. Ορισμένες από τις δηλώσεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω είναι ακόμη υποθετικές, ίσως να αναιρεθούν ή να αποσαφηνιστούν από άλλες μελλοντικές εργασίες. Τα ιστορικά εγχειρίδια φοβούνται το νεανικό και εύθραυστο χαρακτήρα των νέων γνώσεων. Για αυτό, από τα επτά που εξέτασα, τρία δεν μιλούν καθόλου για το ζήτημα της μετανάστευσης στη Γαλλία, τα άλλα την αναφέρουν σε μία ή δύο γραμμές, στις παραγράφους που αφιερώνονται στην ξενοφοβία ή τη δημογραφία. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο όρος «μετανάστης» δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο όταν πρόκειται για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γαλλία παραμένει, για τους συγγραφείς των εγχειριδίων αυτών, μια χώρα «μεταναστών», δηλαδή ξένων που προορίζονται μια μέρα να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής «τους». Όπως βλέπουμε, η πολιτική «ενσωμάτωσης» δεν κατάφερε ακόμη να διαβεί τους χάρτινους τοίχους της εθνικής μνήμης.
22 [ 3 3 7 ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
T C K M H P I O
Ιστορία και μνήμη
Ζούμε μία περίοδο όπου βλέπουμε να σβήνουν κάτω από τα μάτια μας αιωνόβιες παραδόσεις: ερημωμένα χωριά, συγκροτήματα ορυχείων, σιδηρουργίας ή υφαντουργίας που κλείνουν, μας θυμίζουν καθημερινά το τέλος των π α λιών τρόπων ζωής. Δεν πρόκειται όμως μονάχα για μια σελίδα της ιστορίας που θα γυρίσει, παρευρισκόμαστε σε μια γενικευμένη κρίση της πολιτισμικής μεταβίβασης: τι απέγιναν η πίστη και οι πεποιθήσεις, στο εσωτερικό των εκκλησιών που άδειασαν, στα πολιτικά κόμματα ή τα συνδικάτα; Οι μεγάλες συλλογικές μορφές που εξασφάλιζαν στη χώρα τη μεταβίβαση αξιών στις νέες γενιές φαίνεται ότι έχουν σβήσει. 0 καιρός των θριαμβευτικών χριστιανικών λιτανειών είναι στο εξής μακρινός, και οι πορείες της Πρωτομαγιάς είναι ολοένα και πιο ισχνές. Έ να ορισμένο νήμα μιας ζωντανής παράδοσης έχει λίγο π ο λύ κοπεί, και οι μαθητείες γίνονται στο εξής με άλλους τρόπους.
Τη στιγμή όπου η απώλεια αυτή γίνεται αισθητή ως ένας ακρωτηριασμός, ως μια αποστέρηση του εαυτού, η «μνήμη» αποκτά μια εκπληκτική αξία, μ^- σω μιας έρευνας, μερικές φορές παθιασμένης, της μαρτυρίας που σημαδεύεται από τη διπλή σφραγίδα της αυθεντικότητας και του βιώματος, ή, αδέξιας, των «προμνημονικών» στοιχείων που θα μπορούσα να είναι κατατεθειμένα, ανέπαφα, στα αρχεία. Ταυτόχρονα, τα μουσεία πολλαπλασιάζοντας επιφορτισμένα να φέρουν στο εξής το βάρος μιας ιδιαίτερης μνήμης, παρόμοια με τα «λα ϊκά» θεάματα - από τους Miserables του Robert Hossein στο Germinal του Claude Berri, αλλά και από την αναπαράσταση της μάχης της Vendee στο Puy- du-Fou που οργανώθηκε από τον P. de Villiers στο Ils ont tue Jaures που σκηνοθέτησε ο P. Quiles στο Carmaux. Από τη μια μεριά, το πατρογονικό μοντέλο το οποίο, σε έναν ουδέτερο τόπο, μεταβάλλει σε αντικείμενα τα καθημερινά όργανα, την κατοικία, τα έθιμα ενός παρελθόντος στο εξής νεκρού, απ οσπ ασμένου από τον καιρό των «λαϊκών παραδόσεων» οι οποίες επινοήθηκαν εκ νέου πολλές φορές. Α πό την άλλη μεριά, ο ρομαντικός εκθειασμός προπατορικών αγώνων, τόσο πιο μακρινών, ωστόσο, όσο οι συνθήκες ζωής της σύγχρονης κοινωνίας αλλάζουν ριζικά. Από τη μια πλευρά, μια εθνο-ιστορική καταγραφή που πριμοδοτεί τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας μιας κοινότητας (χωριό, επάγγελμα κ.λπ.) σε σχέση με τις συγκρούσεις. Α πό την άλλη, η εικόνα των εντάσεων που έγιναν απίστευτες στα πλαίσια της καταναλωτικής συναίνεσης μιας κοινωνίας του θεάματος. Δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να απαξιώσουμε αυτή την έρευνα των ριζών, να υποτιμήσουμε αυτές τις σημαντι
[ 3 3 8 ]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
κές προσπάθειες διάσωσης που καταβάλλονται. To Memorial της Caen ή το Historial του Peronne αποτελούν από αυτή την άποψη παραδειγματικές επ ιτυχίες.
Αλλά αυτή η πανταχού παρουσία του παρελθόντος -ανησυχητικό σύμπτωμα ενός ελλείμματος- δεν κινδυνεύει να το καταστήσει πνιγηρό; Θα θέσουμε δύο μονάχα ερωτήματα. Η ιστορική επιστήμη δεν έχει στόχο να εξυμνήσει α υ τή ή εκείνη την ιδιαίτερη μνήμη ούτε να ξαναζωντανέψει αυτό που πέρασε, αλλά να κάνει κατανοητές, σε όλη τους την πολυπλοκότητα, τις σχέσεις που ενώνουν ή διαιρούν τους άνδρες και τις γυναίκες, τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, τους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους κ.λπ., χωρίς να λειαίνει καμία από τις τραχύτητές τους. Συγχρόνως, η ιστορία διατηρεί στις δημοκρατικές μας κοινωνίες μια αναντικατάστατη πολιτική λειτουργία. Η κάθε γενιά με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να αποφύγει το γεγονός της αποδοχής ενός κληρονομημένου παρελθόντος, αλλά συγχρόνως και της διαφοροποίησής του σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του παρόντος. «Η παράδοση», γράφει ο Michel de Certeau, «δεν μπορεί παρά να είναι νεκρή αν παραμείνει ανέπαφη, αν μια επινόηση δεν την εκθέσει δίνοντάς της ζωή, αν δεν αλλάξει μέσω μιας πράξης που την ξανα- δημιουργεί». Με την έννοια αυτή, η ιστορική δουλειά σχετικά με το παρελθόν, εγκαθιδρύοντας μια θεμελιακή διάκριση ανάμεσα σε ιστορία και μνήμη, καθιστά δυνατή την κριτική ιδιοποίηση των παραδόσεων.
Γιατί αναμφίβολα οι φαινομενικά πιο ιερόσυλες εορταστικές εκδηλώσεις - όπως η παρέλαση των γερμανικών αρμάτων στα Champs-Elysees στις 14 Ιουλίου 1994 ή η παρουσία του Προέδρου της επανενοποιημένης Γερμανίας στον εορτασμό της εξέγερσης της Βαρσοβίας την 1η Αυγούστου 1994- είναι φορείς του μέλλοντος.
J e a n B o u t i e r και D o m in iq u e J u l i a , «Α quoi pensent les historiens?», στο Passes Recomposes, Autrement, 150-151, Ιανουάριος 1995, σσ. 52-53.
[ 3 3 9 ]
Βιβλιογραφία
Κ ε φ α λ α ίο 1
A g u l h o n Maurice και N o u sc h i Andre, La France de 1914 a nos jours, F. Nathan, τόμ. 1,1971, τόμ. 2 ,1 9 7 2 .
A ries Philippe, Le Temps de I’histoire, Seuil, 1986 (1η έκ δ . 1954).B e d a r id a Francois (επ ιμ .), L’Histoire et le Metier d’historien en France 1945-
1995, Editions de la Maison des sciences de Fhomme, 1995.B lo c h Marc, Apologie pour I’histoire, A. Colin, 1993 (1η έκδ. 1949).BURGUifeRE Andre (επιμ.), Dictionnaire des sciences historiques, PUF, 1986.C a r b o n n e l Charles-Olivier, Histoire et historiens. Une mutation ideologique des
historiens frangais, Toulouse, Privat, 1976.C h a t e a u b r ia n d Frangois-Rene, Memoires d’outre-tombe, Livre de Poche, 1973,
τόμ. 2 (1η έκδ. 1848).C r o c e Benedetto, Theorie et histoire de I’historiographie, Droz, 1968 (1η έκ δ .
1915).H a l p h e n Louis, L’Histoire en France depuis cent ans, A. Colin, 1914.H a r d y Georges, P r e c u n Edmond, R e n o u v in Pierre, L’Epoque contemporaine.
II. La paix armee et la Grande Guerre (1871-1919), PUF, coll. «Clio», 1939.V o n H u m b o l d t Wilhelm, La Tache de Vhistorien, Presses Universitaires de Lille,
1985 (1η έκδ. 1821).K o sellec k Reinhart, Le Futur passe. Contribution a la semantique des temps
historiques, EHESS, 1990 (1η έκδ. 1979).L e G o ff Jacques, C h a r t ie r Roger, R e v e l Jacques (επ ιμ .), La Nouvelle Histoire,
Retz, CEPL, 1978.R a m b a u d Alfred, Histoire de la civilisation contemporaine en France, A. Colin, 1888.Se ig n o b o s Charles, Histoire politique de VEurope contemporaine, A . Colin, 1924
(1η έκδ. 1897).Se ig n o b o s Charles, La Methode historique appliquee aux sciences sociales, F.
Alcan, 1901.S e ig n o b o s Charles, «L’enseignement de l’histoire comme instrument d’edu-
cation politique», διάλεξη π ο υ δόθηκε το 1907, αναδημοσιεύεται σ τ ο ittudes de politique et d’histoire, PUF, 1934.
S ie g fr ie d Andre, Tableau politique de la France de I’Ouest, A. Colin, 1964 (1η έκδ. 1911).
[341 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
S im ia n d Frangois, «Methode historique et science sociale», Revue de synthese historique, 1,1903, σσ. 1-22, και 2,1903, σσ. 122-157.
T a in e H ip p o ly te , Les Origines de la France contemporaine, L affon t, 1986 (1η έκδ. 1875-1893).
V e y n e Paul, Comment on ecrit I’histoire, Seuil, 1971.V id a l d e l a B l a c h e Paul, La France. Tableau geographique, Hachette, 1903.
Κ εφαλαίο 2
A l l a in Jean-Claude, Joseph Caillaux et la seconde crise marocaine, these d’Etat, univ. Paris-1,1974.
A u l a r d Alphonse, Histoire politique de la Revolution franqaise. Origines et developpement de la democratic et de la Republique (1789-1804), A . Colin, 1901.
A u l a r d Alphonse, Taine. Historien de la Revolution franqaise, A . Colin, 1907.B a r ie t y Jacques, Les Relations franco-allemandes apres la Premiere Guerre
mondiale, these d’Etat, univ. Paris-1,1975.B ec k e r Jean-Jacques, 1914, comment les Franqais sont entres en guerre, PFNSP,
1977.B o u r g e o is Emile, Manuel historique de politique etrangere, τόμ. 1: les origines,
Belin Freres, 1892.B o u r g e o is Emile κ α ι Pa g es Georges, Les Origines et les responsabilites de la
Grande Guerre. Preuves et aveux, Hachette, 1921.B r a u d e l Fernand, «L a lo n g u e d u ree» , Annales E.S.C., 4, Οκτ.-Δεκ. 1958.C h a l in e Nadine, Les Catholiques du diocese de Rouen sous la IIT Repoublique,
these d’Etat, univ. Paris-X, 1984.C h olvy Gerard, Religion et societe au XIX1 siecle: le diocese de Montpellier, these
d’Etat, univ. de Paris-1,1972.C o c h in Augustin, L ’Esprit du jacobinisme, PUF, 1979 (1η έκδ. 1921).D r o z Jacques, Le Liberalisme allemand, 1815-48, th ese d’Etat, univ. Paris, 1944.D u r o se l l e Jean-Baptiste, Les Debuts du catholicisme social en France, 1822-
1871, PUF, 1949.F e b v r e Lucien, «Contre l’histoire diplomatique en soi», στο Combats pour
I’histoire, A . Colin, 1953 (1η έκδ. 1931).F r ig u g l ie t t i James, A lbert Mathiez■ Histoirie revolutionnaire (1874-1932), So
ciete des etudes rebespierristes, 1974.F u r e t Fran£ois, Penser la Revolution franqaise, Gallimard, 1978.G a n ia g e Jane, Les Origines du protectorat franqais en Tunisie, 1861-1881, these
d’Etat, univ. Paris, 1958.G ir a r d Louis, La Politique des travaux publics du Second Empire, A . Colin,
1952.
[ 3 4 2 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
G ir a r d e t Raoul, L ’ldee coloniale en France, 1871-1962, these d’Etat, univ. Paris- 1, 1972.
G l e n isso n Jean (επιμ.), La Recherche historique en France de 1940 a 1965, CNRS,1965.
G o g u e l Frangois, La Politique des partis sous la I I f Republique, Seuil, 1946, 2 τόμ.
G u y o t Raymond, Le Directoire et la paix de VEurope, des traites de Bale a la deuxieme coalition (1795-1799), F. Alcan, 1911.
L ’Historien entre I’ethnologue et le futurologue, EHESS, 1972.H u a r d Raymond, Le Parti republicain et Vopinion republicaine dans le Gard de
1848 a 1881, these d’Etat, univ. Paris-IV, 1977.K a spi Andre, La France et le concours americain, 1917-18, these d’Etat, univ.
Paris-1,1974.L a c o m b e Paul, D e I’histoire consideree comme science, Hachette, 1894. L e f e b v r e Georges, Les Paysans du N ord pendant la Revolution franqaise, Ca
mille Robe, 1926.L e f e b v r e Georges, La Grande Peur de 1789, A . Colin, 1932.L e f e b v r e Georges, «Objet et methode de l’histoire economique et sociale», ανα
δημοσιεύεται στο Reflexions sur I’histoire, Maspero, 1978 (1η έκδ. 1940). M a r r o u Henri-Irenee, «Comment comprendre le metier d’historien?», στο C.
Sa m a r a n (επιμ.), L ’Histoire et ses methodes, Gallimard, coll. «La Pleiade»,1961.
M a r r o u Henri-Irenee, D e la connaissance historique, Seuil, 1975 (1η έκδ. 1954). M a r t e l Andre, Les Confins saharo-tripolins de la Tunisie, 1881-1911, these
d’Etat, univ. Paris, 1965.M a t h ie z , Albert, Les Origines des cultes revolutionnaires, F. Alcan, 1903. M a t h ie z , Albert, La Theophilanthropie et les cultes decadaires, F. Alcan, 1903. M a t h ie z , Albert, Autour de Danton, Payot, 1926.M a t h ie z , Albert, La Vie chere et le mouvement social sous la Terreur, Payot, 1927. M a y e u r Jean-Marie, Un pretre democrate, I’abbe Lemire, 1853-1928, Casterman,
1968.M a y e u r Fran^oise, L ’Aube. Etude d ’un journal d ’opinion (1932-1940), A . Colin,
1966.M e n a g e r Bernard, La Vie politique dans le departement du N ord sous le Second
Empire et les debuts de la IIP Republique, these d’Etat, univ. Paris-IV, 1979. M ic h e l M arc, L ’A ppel a VAfrique, contributions et reactions a la Premiere Guerre
mondiale en AOF, 1914-1919, these d’Etat, univ. Paris-1,1979.M ic h e l e t Jules, Histoire de la Revolution franqaise, Gallimard, coll. «La
Pleiade», 1952 (1η έκδ. 1853).M ieg e Jean-Louis, L e Maroc et VEurope, 1830-1914, PUF, 1961-1963.
[343 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
M il z a Pierre, Les Relations franco-italiennes a la fin du XIX‘ siecle, these d’Etat, univ. Paris-1,1977.
D e M o ntc lo s Xavier, Lavigerie, le Saint-Siege et VEglise, 1846-1878, these d’Etat, univ. Paris, 1966.
N o u a il h a t Yves-Henri, La France et les Etats-Unis, aout 1914-avril 1915, th ese d’Etat, univ. Paris-1,1975.
P ed r o n c in i Guy, Le Haul commandement frangais et la conduite de guerre, mai 1917-novembre 1918, these d’Etat, univ. Paris-1,1971.
P o id e v in Raymond, Les Relations economiques et financieres entre la France et I’Allemagne, 1898-1914, these d’Etat, univ. Paris, 1969.
P o u t h a s Charles-Edmond, G uizot pendant la Restauration, these d’Etat, univ. Paris, 1923,
R e m o n d Rene, Les Etats-Unis devant I’opinion franqaise 1815-1852, Saint-Just-la Pendue, Chirat, 1962,2 τόμ.
R e n o u v in Pierre, Les Origines immediates de la guerre (28 juin-4 aout 1914), Alfred Costes 1925.
R e n o u v in Pierre, Histoire des relations internationales, Hachette, 1953-58, 8 τόμ ., τόμ . 1: le Moyen Age, 1953.
Sa g n a c Philippe, La Legislation civile de la Revolution franqaise (1789-1804), Hachette, 1898.
Sa g n a c Philippe, «Etude statistique sur le clerge constitutionnel et le clerge refractaire et 1791», Revue d ’histoire moderne et conemporaine, VIII, 1907, σσ. 97-115.
Sc h o r Ralph, L ’Opinion franqaise et les etrangers, 1919-39, Publications de la Sorbonne, 1898.
S c h r a d e r Fred, Augustin Cochin et la Republique franqaise, Seuil, 1992.S o b o u l , Albert, Les Sans-Culottes parisiens et Van 11, Librairie Clavreuil, 1958.So r e l Albert, Histoire diplomatique de la guerre franco-allemande, Plon, 1875.So r e l Albert, Essais d ’histoire et de critique, Plon, 1883.S o r lin Pierre, Waldeck-Rousseau, these d’Etat, univ. Paris, 1967.So u t o u Georges, Les Buts de guerre economiques des grandes puissances, de
1914 a 1919, these d’Etat, univ. Paris-1,1985.T o c q u e v il l e Alexis de, L ’Ancien regime et la Revolution, L affon t, 1986 (1η έκδ .
1856).T u l a r d Jean, Paris et son administration, 1800-1830, these d’Etat, univ. Paris-IV,
1976.
[ 3 4 4 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ ε φ α λ α ί ο 3
A g e r o n C harles, Les Algeriens musulmans et la France, 1871-1919, PUF, 1 9 6 8 ,2 τόμ.
A g u l h o n Maurice, Mouvement populaire au temps de 48: les populations du Var dans la premiere moitie du XIXe siecle, these d’Etat, univ. Paris-1,1969.
A g u l h o n Maurice, La Sociabilite meridionale, these complementaire, Publications de la faculte des Lettres, univ. Aix-Marseille, 1966, 2 τόμ.
A ries Philippe, Histoire des populations franqaises, Seuil, 1971 (1η έκδ. 1948).A ries Philippe, L ’Hom m e devant la mort, Seuil, 1977.A r m e n g a u d A n d re , Les Populations de I’Est-Aquitain au debut de I’epoque
contemporaine. Recherche sur une region moins developpee (vers 1845-vers 1871 J ,E P H E , 1961.
B a r r a l Pierre, Le Departement de Vlsere sous la IIIe Republique, these d’Etat, univ. Paris, 1959.
B e r g e r o n Louis, Banquiers, negociants et manufacturiers parisiens du Directoire a VEmpire, these d’Etat, univ. Paris-1,1974.
B ir a b e n Jean-Noel, Les Hommes et la peste dans les pays europeens et medi- terranees, des origines a 1850, Mouton, 1975-76.
B ois Paul, Paysans de I’Ouest. Des structures economiques et sociales aux options politiques depuis I’epoque revolutionnaire dans la Sarthe, Flammarion, 1971 (1η έκδ. 1960).
B o n n e t Serge, Sociologie politique et religieuse de la Lorraine, PFNSP, 1972.B o u r d e G uy, La De'faite du Front populaire, Maspero, 1977.B o u v ie r Jean, Naissance d ’une banque: le Credit Lyonnais de 1863 a 1882,
Flammarion, 1968 (1η έκδ. 1961).B r a u d e l Fernand κ αι La b r o u s s e Ernest (επ ιμ .), Histoire economique et sociale
de la France, τόμ . 3 κ α ι 4, PUF, 1976-82.B r e l o t Claude-Isabelle, La Noblesse reinventee: nobles de Franche-Comte de
1814 a 1870, these d’Etat, univ. Paris-X, 1990.B r o u e Pierre, Bolchevisme, spartakisme, gauchisme, les problem es de la Revo
lution allemande, these d’Etat, univ. Paris-X, 1971.B r u n e t Jean-Paul, Saint-Denis, la ville rouge, Hachette, 1980.C a r o n F rangois, Histoire de Vexploitation d ’un grand re'seau. La compagnie de
chemins de fer du Nord, 1846-1937, EPH E, 1973.C h a l in e Jean-Pierre, Les Bourgeois de Rouen. Une elite urbaine au XIX' siecle,
PFNSP, 1982.C h a ssa g n e S erge, La naissance de I’industrie cotonniere en France, 1760-1840.
Trois generations d ’entrepreneurs, th ese d ’E tat, EHESS, 1986.C h e v a l ie r Louis, Classes laborieuses, classes dangereuses a Paris pendant la
premiere moitie du XIXe siecle, Hachette, 1978 (1η έκδ. 1958).
[ 345 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
C h e v a l ie r Louis, Demographie generate, Dalloz, 1951.C la v e r ie Elisabeth, L ’Impossible Mariage. Violence et parente en Gevaudan
XVU‘-XIX‘ siecles, Hachette, 1982.C o d a c c io n i Felix-Paul, Lille 1850-1914. Contribution a une etude des structures
sociales, Lille, PUL, 1971.C o q u e r y -V id r o v it c h C ath erin e (επ ιμ .), Afrique noire: permanences et ruptures,
L’Harmattan, 1992.C o r b in Alain, Archaisme et modernite en Limousin (1845-1880), Marcel Riviere,
1975, 2 τόμ.C r o u z e t Frangois, L ’Economie britannique et le Blocus continental, 1806-1813,
these d’Etat, univ. Paris, 1956.D aljm ard Adeline, «Une reference pour l’etude des societes urbaines en France
aux XVIIF et XIXe siecles: projet de code socio-professionnel», Revue d ’histoire moderne et contemporaine, Ιούλιος 1963.
D a u m a r d Adeline, Les Bourgeois de Paris, Flammarion, 1970 (1η έκ δ . 1963).D elille Gerard, Famille et propriete dans le royaume de Naples, XVe-XIXe siecle,
these d’Etat, univ. Paris-1,1982.D e se r t Gabriel, Une societe rurale au XIX' siecle, les paysans du Calvados, (1815-
1895), these d’Etat, univ. Paris 1 ,1970.D r o u a r d Alain, Une inconnue des sciences sociales: la Fondation Alexis-Carrel,
1941-45, INED, 1992.D u b o is Jean, L e Vocabulaire politique et social en France de-1869 a 1872,
Larousse, 1962.D u p a q u ie r Jacques (επιμ.), Histoire de la population franqaise, PUF, τόμ. 3 και 4,
1988.D u p e u x Georges, Aspects de I’histoire sociale et politique du Loir-et-Cher, 1848-
1914, Mouton, 1962.F e r r o Marc, La Revolution de 1917, these d’Etat, univ. Paris-1,1976.F l a n d r in Jean-Louis, Contribution a une histoire de I’amour et de la sexualite en
Occident, these d’Etat (sur travaux), univ. Paris-IV, 1979.F o h l e n Claude, L ’Industrie textile au temps du Second Empire, Plon, 1956.F o u r c a u l t Annie, Bobigny, banlieue rouge, Editions de l’Aletier, 1986.F u r e t Frangois και O z o u f Jacques, Lire et ecrire, Minuit, 1977.G a il l a r d Jeanne, Paris la ville, Honore Champion, 1977.G a l lisso t Rene, La Question nationale et coloniale. Le nationalisme historique,
these d’Etat, univ. Paris-1,1988.G elis Jacky, L ’Arbre et le Fruit. Naissance dans VOccident moderne, XVF-XX*
siecle, Fayard, 1984.G eslin Claude, Le Syndicalisme ouvrier en Bretagne avant 1914, these d’Etat,
univ. Paris-X, 1982.
[ 3 4 6 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
G il l a r d Lucien και R o sie r Michel (επιμ.), Franqois Simiand (1873-1935), Socio- logie - Histoire - Economie, Editions des Archives contemporaines, 1996.
G ille Bertrand, La Banque et le Credit en France de 1815 a 1848, PUF, 1959.G illet Marcel, Le Bassin houiller du Nord et du Pas-de-Calais de 1815 a 1914,
these d’Etat, univ. Paris-IV, 1971.G ir a u l t Jacques, Les Varois et le socialisme, 1920-1935, these d’Etat, univ. Paris-
1, 1980.G ir a u l t Rene, Emprunts russes et investissements franqais en Russie, 1887-1914,
these d’Etat, univ. Paris-1,1970.G ira ult Rene (επ ιμ .), La Recherche historique en France de 1965 a 1980, CNRS,
1980.G u il h a u m o u Jacques, La Langue politique et la Revolution franqaise, Klin-
cksieck, 1989.G u il l a u m e Pierre, La Population de Bordeaux au XIX1 siecle, these d’Etat, univ.
Bordeaux, 1970.H a r d y -H e m e r y Odette, Industries, patronat et ouvriers du Valenciennois pendant
le prem ier XX* siecle, these d’Etat, univ. Paris-1,1985.H a u s e r H en ri (επ ιμ .), Recherches et Documents sur I’histoire des prix en France
de 1500 a 1800, Picard, 1936.H e m ery Daniel, Revolutionnaires vietnamiens et pouvoir colonial en Indochine,
1932-1938, Maspero, 1975.H e n r y Louis, «Une richesse demographique en friche: les registres paroissiaux»,
Population, 2,1953.H e n r y Louis και F l e u r y Michel, D es registres paroissiaux a I’histoire de la
population. Manuel de depouillement et d ’exploitation de I’etat-civil ancien, PUF, 1956.
H irsc h Jean-Pierre, Les Deux Reves du commerce. Entreprises et institutions de la region lilloise (1780-1860), these d’Etat, univ. Lille-III, 1989.
H u b sc h e r Ronald, L ’Agriculture et la societe rurale dans le Pas-de-Calais, du milieu du XIX1 siecle a 1914, these d’Etat, univ. Paris-X, 1978.
K a h a n -R a b e c q Marie-Madeleine, La Classe ouvriere en Alsace pendant la monarchic de Juillet, Les Presses Modernes, 1939.
K r ie g e l Annie, Communismes au miroir franqais, Gallimard, 1974.L a b r o u ss e Ernest, Le Mouvement des prix et des revenus en France au XVUle
siecle, Dalloz, 1933,2 τόμ.L a b r o u ss e Ernest, L a crise de I’economie franqaise a la fin de VAncien Regime et
au debut de la Revolution, PUF, 1944.L a b r o u ss e Ernest (επ ιμ .), Aspects de la crise et de la despession de I’economie
franqaise au milieu du XIXe siecle, 1846-51, Editions de la Societe d’histoire de la revolution de 1848,1956.
[3 4 7 λ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
L a b r o u ss e Ernest (επιμ.), Histoire sociale: sources et methodes, PUF, 1965.L a b r o u s s e Ernest, «Entretien avec Ernest Labrousse», Actes de la recherche en
sciences sociales, 32/33, Απρίλιος/Ιούνιος 1980.L a c r o ix -R iz Annie, C G T et revendicatons ouvrieres face a 1’t.tat, de la L ibe
ration aux debuts du plan Marshall, 1944-47, these d’Etat, univ. Paris-1,1981.L a g r e e Michel, Mentalites, religion et histoire en Haute-Bretagne au X1X‘ siecle.
Le diocese de Rennes 1815-1848, Klincksieck, 1977.L am bert-D a n se t t e Jean, Quelques families du patronat textile de Lille-Armen-
tiere, 1789-1914, Raoust, 1954.L a u n a y Michel, L e Syndicalisme chretien en France, 1885-1940. Origines et deve-
loppement, these d’Etat, univ. Paris-1,1981.L e G o ff Jacques κ α ι N o r a Pierre (ε π ιμ .) , Faire de I’histoire, Gallimard, 1974, 3
τόμ.L e R o y L a d u r ie Emmanuel, Histoire du climat depuis Van mil, Flammarion,
1967.L e v e b v r e Georges, «Le mouvement des prix et les origines de la Revolution
frangaise», Bulletin de la Societe d ’histoire m odem e et contemporaine, Δεκ. 1936 και Ιαν. 1937.
L 6 o n P ierre, La Naissance de la grande Industrie en Dauphine (fin du XVIP siecle-1869), Gap, L ou is-Jean, 1954.
L e q u in Yves, Les Ouvriers de la region lyonnaise (1848-1914). La formation de la classe ouvriere regionale, Lyon, PUL, 1977.
L e v e q u e Pierre, Une Societe provinciale: la Bourgogne sous la monarchic de Juillet, EHESS-Jean Thouzot, 1983.
L ev y-L e b o y e r M aurice, Les Banques eu ropeen n es e t I’indu stria lisa tion Internation ale dan s la p re m ie re m o itie du XIX? siec le , PUF, 1964.
L ev y -St r a u ss Claude, Anthropologie structurale, Plon, 1958.M a it r o n Jean, Le Mouvement anarchiste en France, Maspero, 1975,2 τόμ.M a r c il h a c y Christiane, Le Diocese d ’Orleans sous I’episcopat de M gr Dupan-
loup (1849-1878). Sociologie religieuse et mentalites collectives, Plon, 1962.M a r se il l e Jacques, Empire colonial et capitalisme franqais. Histoire d ’un di
vorce, A lb in M ich e l, 1984.M e y n ie r Gilbert, L ’Algerie revelee. Laguerre de 1914-1918 et le prem ier quart du
XXe siecle, these d’Etat, univ. de Nice, 1979.M o in e Jean-Marie, Les Barons du fer. Les maitres de forge en Lorraine, Nancy,
PUN, 1989.M o r in e a u M ich el, Pour une histoire economique vraie, L ille , PUL, 1985.N er£ Jacques, La Crise economique de 1882 et le mouvement boulangiste, these
d’Etat, univ. Paris, 1959.N o u sc h i A n d re, Enquete sur le niveau de vie des populations rurales constan-
[ 3 4 8 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
tinoises de la conquete jusqu’en 1919. Essai d ’histoire economique et sociale, PUF, 1961.
P e r r o t Michelle, Les Ouvriers en greves, France, 1871-90, Mouton, 1 9 7 4 ,2 τόμ .P e sc h en sk i D enis, E t pourtant ils tournent. Strategic et discours communistes,
1934-1936, Klincksieck, 1989.P ie h l Jan-Henri, Capitalisme agraire au Perou, Mouton, 1975 κ α ι 1983.P ie r r a r d Pierre, L ’Eglise et les ouvriers en France (1840-1940), Hachette, 1984.P lessis Alain, La Banque de France sous le Second Empire, these d’Etat, univ.
Paris-1,1985.P o u c h e p a d a ss Jacques, Croissance agricole et societe dans I’Inde coloniale: le
district de Champaran (Bihar) 1860-1950, these d’Etat, univ. Paris-VII, 1988.POULAT έιηίΐε, Histoire, dogme et critique dans la crise moderniste, these d’Etat,
univ. Paris, 1962.P r o st Antoine (σ ε σ υ ν ερ γα σ ία με τ ο ν G ir a r d Louis κ α ι τ ο ν G o sse z Remi),
Vocabulaire des proclamations electorates de 1881,1885,1889, PUF, 1974.P r o st Antoine, D ouze leqons sur I’histoire, Seuil, 1996.R iou x Jean-Pierre και S irin elli Jean-Fran^ois (επιμ.), Pour une histoire
culturelle, Seuil, 1997.R e m o n d Rene (επιμ.), Pour une histoire politique, Seuil, 1988.R in a u d o Yves, Les Paysans du Var, fin XlX'-debut XX‘ siecle, these d’Etat, univ.
d’Aix-Marseille, 1978.R o b in Regine, Histoire et linguistique, A . Colin, 1973.R o th Francois, La Lorraine annexee, 1870-1918, Nancy, PUN, 1976.R o u g e r ie Jacques, «Faut-il departementaliser 1’histoire de France?», Annales
E.S.C., XXI, 1965.R o u g e r ie Jacques, Paris libre, 1871, Seuil, 1971.R u d e l l e Odile, Aux origines de I’instabilite constitutionnelle de la France repu-
blicaine, 1870-1889, these d’Etat, IEP, 1977.Sa g n a c Philippe, «Etude statistique sur le clerge constitutionnel et le clerge
refractaire en 1791», Revue d ’histoire moderne et contemporaine, VII, 1907.Sa g n e s Jean, Le M ouvement ouvrier dans un department viticole: I’Herault durant
I’entre-deux-guerres, these d’Etat, univ. Paris-VIII, 1983.Se e Henri, Esquisse d ’une histoire du regine agraire en Europe aux XVIIF et XIX*
siecles, M. Giard, 1921.S im ia n d FranQois, L e Salaire, revolution sociale et la monnaie. Essai de theorie
experim ental du salaire, F. Alcan, 1932.T h u il l ie r Guy, Georges Duffaud et les debuts du grand capitalisme dans la
metallurgie au XIXs siecle, EPHE, 1959.T illy Charles και S h o r t e r Edward, «Les greves en France (1890-1968)», Anna
les E.S.C., 4 , 1973.
[ 3 4 9 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
T r e m pe Rolande, Les Mineurs de Carmaux, Editions ouvrieres, 1971, 2 τόμ.T u d e s q Andre, Les Grands Notables en France, 1840-1849, PUF, 1964, 2 τόμ.V ig a r e l l o Georges, Le Propre et le Sale, Seuil, 1985.V ig ie r Philippe, La Seconde Republique dans la region alpine. Etude politique et
sociale, PUF, 1963.V ig r e u x Marcel, Paysans et notables du Morvan au XIX* siecle, these d’Etat,
univ. Paris-1,1985.V iv ie r Nadine, Les Communautes rurales du Briangonnais de 1713 a 1914, these
de 3e cycle, univ. Paris-X, 1987.V o v elle Michel, Les Ames du purgatoire ou le travail du deuil, Gallimard, 1995.W a c h t el Nathan, La Vision des vaincus. Les Indiens du Perou devant la conquete
espagnole, 1530-1570, Gallimard, 1971.W eill Claudie, L ’Internationale et I’autre: les relations inter-ethniques dans la 1Ϊ
Internationale, Arcantere, 1987.W il l a d Claude, Le Mouvement socialiste en France, 1893-1905: les guesdistes,
these d’Etat, univ. Paris, 1965.W isca rt Jean-Marie, La Noblesse de la Somme au XIX* siecle. Des lendemains de
la Revolution a Jules Ferry, these, univ. Paris-1,1990.
Κ ε φ α λ α ίο 4
A m selle Jean-Loup (επ ιμ .), Au coeur de I’ethnie: ethnie, tribalisme et Etat en Afrique, La Decouverte, 1985.
B u r k e Peter (επιμ.), New Perspectives on Historical Writing, London, Polity Press, 1991.
D o w ns Laura Lee, Manufacturing Inequality: Gender Division in the French and British Metalworking Industries 1914-1939, Ithaca, Cornell Univ. Press, 1995.
F a ssin Eric, «La chaire et le canon. Les intellectuels, la politique et l’Universite aux Etats-Unis», Annales E.S.C., Μάρτιος-Απρίλιος 1993.
G e e r t z Clifford, The Interpretation o f Cultures. Selected Essays, New York Univ. Press, 1973.
G en o v ese Eugene D., The Political Economy o f Slavery, New York, Pantheon, 1965.G id d in g s Paula, When and Where I Enter: The Impact o f Black Women on Race
and Sex in America, New York, Morrow, 1984.G in z b u r g Carlo, Mythes, emblemes, traces. M orphologie et histoire, Flammarion,
1989 (1η έκδ. 1986).G r ib a u d i Maurizio, Itineraires ouvriers. Espaces et groupes sociaux a Turin au
debut du XXe siecle, Editions de l ’EHESS, 1987. ■G u t m a n Herbert, The Black Family in Slavery and Freedom, 1750-1925, Oxford,
Blackwell, 1976.H e ffer Jean και W eil Francois (επιμ.), Chantiers d ’histoire americaine, Belin, 1994.
[ 3 5 0 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
H u n t Lynn, Le Roman familial de la Revolution franqaise, Albin Michel, 1995 (1η έκδ. 1992).
Jo n es Gareth Stedman, Languages o f Class. Studies in English Working Class History (1832-1982), Cambridge University Press, 1983.
K o c k a Jurgen, Les Bourgeoisies europeennes, Berlin, 1996 (1η έκδ. 1988).K r ie d t e Peter, M ed ick Hans και S c h l u m b o h m Jurgen, Industrialization before
Industrialization, Cambridge University Press, 1981 (1η έκδ. 1977).L e b o v ic s Herman, La «Vraie» France, Belin, 1995 (1η έκδ. 1992).L e v i Giovanni, L e Pouvoir au village. Histoire d ’un exorciste dans le Piem ont du
XVIF siecle, Gallimard, 1989 (1η έκδ. 1985).LOd t k e A lf (επ ιμ .), L ’Histoire du quotidien, Editions de la MSH, 1994 (1η έκδ.
1989).M aves A n to in e (επ ιμ .), Histoire et pouvoir en Europe mediane, L’Harmattan,
1996.M e r r im a n John, Aux marges de la ville: faubourgs et banlieues en France 1815-
1870, Seuil, 1994 (1η έκδ. 1982).N o ir ie l Gerard, Sur la «crise» de I’histoire, Belin, 1996.Pa x t o n Robert, La France de Vichy, Seuil, 1974.POLANYI K arl, La Grande Transformation. Aux origines politiques et economiques
de notre temps, Gallimard, 1983 (1η έκδ. 1944).P o n i Carlo κ α ι G in z b u r g Carlo, «La microhistoire», Le Debat, 17,1981.R e m o n d Rene (επιμ.), Etre historien aujourd’hui, Eres, 1988.S c o tt Joan, Gender and the Politics o f History, Columbia University Press, 1988.S c o tt Joan, Only Paradoxes To Offer: French Feminists and the Rights o f Man,
Cambridge University Press, 1996.Se w e ll Willliam, Gens de metier et Revolution, Aubier, 1983.T h o m pso n Edward P., La Formation de la classe ouvriere anglaise, Hautes
Etudes-Gallimard-Seuil, 1988 (1η έκδ. 1963).T illy Charles, La France conteste: de 1600 a nos jours, Fayard, 1986.W h ite Hayden, The Content o f the Form. Narrative Discourse and Historical
Representation, The John Hopkins University Press, 1987.
Κ ε φ α λ α ί ο 5
A m alvi Christian, D e I’art et la maniere d ’accommoder les heros de I’histoire de France: essais de mythologie nationale, Albin Michel, 1988.
A n d r ie u x Jean-Yves (επ ιμ .), Architecture du travail, Rennes, PU R , 1992.A y ? o b e r r y Pierre, Histoire sociale de la ville de Cologne, 1815-1875, these
d’Etat, univ. Paris-1,1977.B a r b ie r Frederic, L ’Empire du livre. Le livre imprime et la construction de
VAllemagne contemporaine (1815-1914), Cerf, 1995.
[351 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
B a r jo t Dominique, La Grande Entreprise franqaise de travaux publics, 1883- 1974, contraintes et strategies, these d’Etat, univ. Paris-IV, 1989.
B a u b e r o t Jean, Le Retour des Huguenots, la vitalite protestante, X /X ‘-X X e siecle, Paris-Geneve, Droz, 1985.
B a u d o in Remi, F a u r e Alain, F o u r c a u l t Annie, M o r e l Martine και V o l d m a n Daniele, «Ecrire une histoire contemporaine de l’urbain», Vingtieme Siecle, 27,1990.
B e a u r Gerard, M in a r d Philippe, L a c l a u Alexandre, Atlas de la Revolution franqaise, τόμ. 10: Economie, editions de l’EHESS, 1997.
B e l t r a n Alain, La Fee et la Servante: la societe franqaise face a I’electricite X IX ‘- X X siecle, Belin, 1991.
B lo c h Marc, Les Caracteres originaux de I’histoire rurale franqaise, Paris, Belles Lettres, 1931.
B oltanski L uc, Les Cadres. La formation d ’un groupe social, Minuit, 1983.B o n n e u il Noel, Transformation o f the French Demographic Landscape, 1806-
1906, Oxford University Press, 1997.B o n n io l Jean-Luc, La Couleur comme malefice: une illustration creole de la
genealogie des Blancs et des Noirs, Albin Michel, 1992.B o u r d e l a is Patrice, L ’Age de la veillesse, Odile Jacob, 1993.B o u r g u e t Marie-Noelle, Dechiffrer la France. La statistique departementale a
I’epoque napoleonienne, EHESS, 1988.B o u t r y Philippe, Pretres et paroisses au pays du cure d ’Ars, Cerf, 1986.B r u g u ie r e Michel, Pour une renaissance de I’histoire financiere, XVIIIe-X IX e
siecle, Comite pour l’histoire economique et financiere de la France, 1992.B u ic a n Denis, Du developpement de la genetique classique en France, these
d’Etat, univ. Paris-1,1983.B u ssie r e Eric, Les Relations franco-belges dans les rivalites economiques et
financieres en Europe, 1918-1935, these, univ. Paris-IV, 1988.Ca r o n Jean-Claude, La Jeunesse des Ecoles a Paris. Etude statistique, sociale et
politique, 1815-1848, these, univ. Paris-1,1989.Centre de recherches historiques, «Hommage a Bernard Lepetit», Cahiers du
CRH , 17, Οκτ. 1996.C h a d e a u Emmanuel, Etat, entreprises et developpement economique: I’industrie
aeronautique en France, 1900-1940, these d’Etat, univ. Paris-X, 1986.C h a d e a u E m m an u el, A n n u a ire s ta tis tiqu e d e I’eco n o m ie fran qa ise au X lX e-X X e
siec le , τόμ . 1: « l’E co n o m ie n a tio n a le au X IX e. e t X X e siec les» , PENS, 1988.C h a n e t Jean-Francois, L ’Ecole republicaine et les Petites Patries, Aubier, 1996.C h a r l e Christophe, Intellectuels et elites en France 1880-1900, these d’Etat, univ.
Paris-1,1986.
[ 3 5 2 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
C h a r l e Christophe (επιμ.), Histoire sociale, histoire globale?, Editions de la MSH, 1993.
C h e r v e l Andre, L e D eveloppem ent de la grammaire scolaire du franqais depuis le debut du XIX1 siecle: theorie grammaticale et contraintes pedagogiques, these d’Etat, univ. Paris-VIII, 1977.
C o llo m p C atherine, Syndicats, ouvriers et immigration aux Etats-Unis, th ese d’Etat, univ. Paris-VIII, 1985.
C o r b in Alain, Le Territoire du vide. L ’Occident et le desir du rivage, 1750-1840, Aubier, 1988.
C o r b in Alain, Le Village des cannibales, Flammarion, 1990.C o r b in Alain, «“Le vertige des foisonnements”. Esquisse panoramique d’une
histoire sans nom», Revue d ’histoire moderne et contemporaine, Ιανουάριος1992.
C r u b e l l ie r Maurice, L ’Enfance et la jeunesse dans la societe franqaise: 1800- 1950, A. Colin, 1979.
D e b o u z y Marianne, Le Capitalisme «sauvage» aux Etats-Unis: 1860-1900, Seuil, 1972.
D e m ie r Francis, Histoire des politiques sociales: Europe, XIXe-XX‘ siecle, Seuil, 1996.
D esr o si6 res Alain κ α ι T h e v e n o t Laurent, Les Categories socio-profession- nelles, La Decouverte, 1988.
D e w e r pe Alain, L ’Industrie aux champs. Essai sur la proto-industrialisation en Italie du Nord, 1800-1880, Ecole franqaise de Rome, 1985.
D o r m o is Jean-Pierre, L ’Economie franqaise face a la concurrence britannique a la veille de 1914, L’Harmattan, 1997. , *
D o sse Frangois, L ’Histoire en miettes, La Decouverte, 1987.D u b y Georges κ α ι P e r r o t Michelle (επ ιμ .), Ecrire I’histoire des femmes, Plon,
1991-92,5 τόμ.D u m o n s Bruno και P o l l e t Gilles, L ’Etat et les retraites: geneses d ’une politique,
Belin, 1994.D u p e u x Louis, National-bolchevisme dans I’Allemagne de Weimar, these d’Etat,
univ. Paris-1,1974.E n c r e v e Andre, Protestants franqais au milieu du X lX e siecle, these d’Etat, univ.
Paris-IV, 1983.E d e l m a n Nicole, Voyantes, guerisseuses et visionnaires en France 1785-1914,
Albin Michel, 1995.E spa g n e Michel κ α ι W e r n e r Michael (επ ιμ .), Transferts culturels triangulaires.
France-Allemagne-Russie, E d itio n s d e la MSH, 1997.EsTEBEJean, Les Ministres de la Republique, 1871-1914, th ese d ’6 ta t , univ.
Toulouse-le-Mirail, 1978.
23 [ 353 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
F o u il l o u x Etienne, Les Catholiques et I’unite chretienne du X IX au X X siecle, these d’Etat, univ. Paris-X, 1980.
F r a n k Robert, La Hantise du declin: le rang de la France en Europe, 1920-1960: finance, defense et identite nationale, Belin, 1994.
F r id e n so n Patrick, Histoire des usines Renault, Seuil, 1972.F r id e n so n Patrick, «Les organisations, un nouvel objet», Annales E.S.C., 6, Νοέμ.-
Δεκ. 1989.F r id e n so n Patrick και St r a u ss Andre (επιμ.), Le Capitalisme franqais: XIXe-XXe
siecle, blocages et dynamismes d ’une croissance, Fayard, 1987.G e r b o d Paul, La Condition universitaire au XIXe siecle, these d’Etat, univ. de
Paris, 1965.G o l d b e r g Sylvie, Les Deux Rives du Yabbok: la maladie et la m ort dans le
judaisme ashkenaze, Prague XVF-XIXe siecle, Cerf, 1989.G o u pil Michelle, Du flou au clair, histoire de I’affinite chimique, these d’Etat,
univ. Bordeaux-1,1986.G r e e n Nancy, Les Travailleurs immigres juifs a la Belle Epoque, Fayard, 1985.G r ise t Pascal, Entreprise, technologie et souverainete: les telecommunications
transatlantiques de la France, XIXe et XX ' siecles, Editions de la Rive Droite,1996.
G u e sl in Andre, Credit agricole et mutualisme, annees 1910-annees 1970, these d’Etat, univ. Nancy-II, 1983.
G u ib e r t Madeleine, La Fonction des femmes dans Vindustrie. Les fem m es et le syndicalisme avant 1914, CNRS, 1967.
G u il l e n Pierre, L ’Allemagne et le Maroc, 1870-1905, these d’Etat, univ. Paris,1967.
G u il l e r m e Andre, Reseaux hydrauliques urbains: origine et morphogenese d ’apres I’exemple du Bassin parisien, HF-XlXe siecle, these d’Etat, univ. Paris-1,1981.
H a u Michel, L ’Industrialisation de VAlsace, 1803-1939, these d’Etat, univ. Paris- X, 1985.
H ef fe r Jean, Le Port de New York et le commerce exterieur americain, 1860-1900, these d’Etat, univ. Paris-1,1984.
IHTP, Ecrire I’histoire du temps present. En hommage a Franqois Bedarida, CNRS,1993.
INSEE, Pour une histoire de la statistique, Imprimerie nationale, 1977.Ja c o b Christian, L ’Empire des cartes. Approche theorique de la cartographie a
travers I’histoire, Albin Michel, 1992.K o tt Sandrine, L ’Etat Social allemand: representations et pratiques, Belin, 1995.K n ib ie h l e r Yvonne, Mignet historien «liberal», these d’Etat, univ. d’Aix-en-
Provence, 1970.
[ 354 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
La l o u e t t e Jacqueline, L a Libre Pensee en France, 1848-1940, Albin Michel,1997.
L a n d e s David, L ’Europe technicienne ou le Promethee libere. Revolution technique et libre essor industriel en Europe occidentale de 1750 a nos jours, Gallimard, 1975 (1η έκδ. 1969).
L a n g l o is Claude, L e Catholicisme au feminin: les congregations franqaises a superieure generate au XIX' siecle, Cerf, 1985.
L e o n a r d Jacques, La France medicate au XIX* siecle: medecins et malades au X IX 1 siecle, Gallimard, 1978.
L epetit Bernard, Les Villes dans la France moderne, 1740-1840, Albin Michel, 1988.L e petit Bernard (επ ιμ .), Les Formes de I’experience. Une autre histoire sociale,
Albin Michel, 1995.L e s c u r e Michel, PME et croissance econom ique: I’experience franqaise des arm ies
1920, Economica, 1996Liauzu Claude, L ’Islam de I’Occident: la question de I’islam dans la conscience
occidentale, Arcantere, 1989.M a r g a ir a z Michel, L ’Etat, les Finances et VEconomie. Histoire d ’une conver
sion, 1932-1952, Comite pour l’histoire economique et financiere de la France, 1991.
M e r c ie r L u d e n , Les Universites populaires: 1899-1914. Education populaire et mouvement ouvrier au debut du siecle, Editions de l’Atelier, 1987.
M e r l e Isabelle, Experiences coloniales: la Nouvelle-Caledonie, 1853-1920, Belin,1995.
M ilo Daniel, Trahir le temps (histoire), Belles Lettres, 1991.M io c h e Philippe, L e Plan Monnet, genese et elaboration, 1941-1947, Publications
de la Sorbonne, 1987.M o l l ie r Jean-Yves, Michel et Calmann Levy ou la naissance de I’edition
moderne, 1836-1891, Calmann-Levy, 1984.M o r se l Henri, Les Premiers Pas de I’economie elecrique: la production en France
de 1880 a 1919, these d’Etat, univ. Paris-IV, 1990.M o u t e t Aimee, La Rationalisation industrielle dans I’economie franqaise au XX1
siecle, these d’Etat, univ. Paris-X, 1995.M u e l -D r e y f u s Francine, Vichy et I’Eternel feminin, Seuil, 1996.N o ir ie l Gerard, Longwy. Immigres et proletaires, 1880-1980, PUF, 1984.N o ir ie l Gerard, Le Creuset franqais. Histoire de Γimmigration XIX‘-XXe siecle,
Seuil, 1988.O m nes C atherin e, Ouvrieres parisiennes. marches du travail et trajectoires pro-
fessionelles au XXe siecle, EHESS, 1997.O z o u f -M a r ig n ie r Marie-Vic, La Formation des departements. La representation
du territoire franqais a la fin du XVIIP siecle, EHESS, 1989.
[ 3 5 5 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
P e r r o t Michelle (επιμ.), Une histoire des fem m es est-elle possible? Rivages, 1985.Pe stk e Dominique, Physique et Physiciens en France 1918-1940. Ed. Archives
contemporaines, 1984.P etit Jacques-Guy, Ces peines obscures. La prison penale en France 1780-1885,
Fayard, 1990.P in o l Jean-Luc, M obilites et immobilismes d ’une grande ville: Lyon de la fin du
XIX* siecle a la Seconde Guerre mondiale, these d’Etat, univ. de Lyon-II, 1989.P o n t y Janine, Les Travailleurs polonais en France, 1919-1939, th ese d’Etat, univ.
P a r is-1 ,1985.P r o st Antoine, Les Anciens Combattants et la societe franqaise, 1914-39, th ese
d’Etat, univ. Paris-IV, 1975.R e v e l Jacques (επ ιμ .), Jeux d ’echelles. La micro-analyse a I’experience, Hautes
Etudes-Gallimard-Seuil, 1996.R o b e r t Jean-Louis, Ouvriers et mouvement ouvrier parisiens pendant la Grande
Guerre et Vimmediat apres-guerre, histoire et antrhopologie, these d’Etat, univ. Paris-1,1989.
R o c h e Daniel, «Les historiens aujourd’hui. Remarques pour un debat», Vingtieme Siecle, Οκτ.-Δεκ. 1986.
S a l a is R o b ert κα ι St o r p e r M ich ael, Les M ondes de production: enquete sur I’identite economique de la France, EHESS, 1993.
Se r m a n William, Les Officiers franqais dans la nation 1848-1914, Aubier, 1982.S irin elli Jean-Fran9ois, Generation intellectuelle. Khagneux et normaliens dans
I’entre-deux-guerres, Fayard, 1988.So h n Anne-Marie, Chrysalides. Femmes de la vie privee XIXe-XXe siecles, Publi
cations de la Sorbonne, 1996.T h a l m a n n Rita-Renee, Protestantisme et nationalisme en Allemagne, 1900-1945,
these d’Etat, univ. Paris-X, 1973.T o pa l o v Christian, Naissance du chomeur, 1880-1910, Albin Michel, 1994.V a n d e c a s t e e l e -Sc h w e it z e r Sylvie, Des engrenages a la chaine, Lyon, PUL,
1990.V e r l e y Patrick, L’Echelle du monde. Essai sur I’industrialisation de I’Occident,
Gallimard, 1997.W a h l Alfred, Confession et comportement en Alsace et en Bade, 1871-1939, these
d’Etat, universite de Metz, 1980.W e b e r E u g en , La Fin des terroirs. La Modernisation de la France rurale, 1870-
1914, Fayard, 1983 (1η έκδ. 1976).W e b e r Max, Economie et societe, Agora, 1995, 2 τόμ. (ίη έκδ. 1919).W e il Francois, Les Franco-Americains, Belin, 1989.W o r o n o ff Denis, Histoire de I’industrie en France du XVF siecle ά nos jours,
Seuil, 1994.
[ 3 5 6 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Z y l b e r b e r g Michel, Une si douce domination. Les milieux d ’affaires franqais et VEspagne vers 1780-1808, Comite pour I’histoire economique et financiere de la France, 1993.
Κ εφαλαίο 6
A g o st in o Marc, L e Pape Pie X I et I’opinion, 1922-1939, these d’Etat, univ. de Lyon-III, 1986.
A g u l h o n Maurice, Marianne au combat, I’imagerie et la sym bolique republicai- nes, τόμ. 1 :1789-1880, Flammarion, 1979, τόμ. 2 :1880-1914, Flammarion, 1989.
A l b e r t Pierre, Histoire de la presse politique nationale au debut de la IIP Republique, 1871-1879, these d’Etat, univ. Paris-II, 1977.
A u d o in -R o u z e a u Stephane, 14-18, les combattants des tranchees a travers leurs joum aux, A . Colin, 1986.
B a e c h l e r Christian, Le Parti catholique alsacien 1890-1939, du Reichsland a la Republique jacobine, these d’Etat, univ. Paris-IV, 1981.
B a r d Christine, Les Filles de Marianne. Histoire des feminismes, Fayard, 1995.B a r u c h Marc-Olivier, Servir 1’Eta.t franqais. L ’administration en France de 1940 a
1944, Fayard, 1997.B e r l ie r e Jean-Marc, L ’Institution policiere sous la IIP Republique, 1875-1914,
these, universite de Dijon, 1991.B er st e in Serge, Les Radicaux franqais dans Ventre-deux-guerres, these d’Etat,
univ. Paris-X, 1976.B e r t a u d Jean-Paul, L ’Arm ee et la Revolution franqaise, 1789-1798, etude sociale,
these d’Etat, univ. de Paris-1,1978.B o u r d ie u Pierre, La Distinction, Minuit, 1979.B o u t ie r Jean κ α ι Ju l ia Dominique (επ ιμ .), Passes recomposes. Champs et
chantiers de I’histoire, Autrement, 1995.B r iq u e t Jean-Louis, La Tradition en mouvement. Clientelisme et politique en
Corse, Belin, 1997.B u r r in Philippe, La France a I’heure allemande: 1940-44, Seuil, 1995.B u t o n Philippe, Le Parti communiste franqais a la Liberation, 1943-47. Strategic
et implantation, these, univ. Paris-1,1988.C h a u v iEr e Michel, L e n o e l P ierre κ α ι P ie r r e Eric, Proteger I’enfant: raison
juridique et pratiques socio-judiciaires (XIX‘-XX‘ siecle), R en n es , PU R , 1996.C o in t e t Michele κ α ι C o in t e t Jean-Paul, La France a Londres: renaissance d ’un
έίαί, 1940-43, Complexe, 1990.C o ppo l a n i Jean-Yves, Les Elections en France a I’epoque napoleonienne, these
d’Etat, univ. Nice, 1980.C orbin Alain, «L’histoire de la violence dans les campagnes frangaises au XIXe
siecle», Ethnologie franqaise, 21,1991.
[ 3 5 7 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
C o r v isie r Andre (επ ιμ .), Histoire militaire de la France, PUF, 1997 (3 τόμ .).C o u r t o is Stephane, Le PCF dans la guerre, Ramsay, 1980.D e B a e c q u e Antoine, Le Corps de I’histoire. Metaphores et politique (1770-
1800), Calmann-Levy, 1993.D e C e r t e a u Michel, L ’Ecriture de I’histoire, Gallimard, 1975.D el o y e Yves, Ecole et citoyennete. L ’Individualisme republicain de Jules Ferry a
Vichy: controverses, PFNSP, 1994.DESROSifeRES Alain, La Politique des grands nombres. Histoire de la raison
statistique, La Decouverte, 1993.D o u zo u Laurent, La Desobeissance: histoire d ’un m ouvement et d ’un journal
clandestins, Odile Jacob, 1995.E l ia s Norbert, La Dynamique de I’Occident, Calmann-Levy, 1975 (1η έκδ. 1939).E w a l d Francois, L ’Etat-Providence, Grasset, 1986.F o u c a u l t Michel, «Deux essais sur le sujet et le pouvoir», onto D r e y f u s Hubert
κ α ι R a b in o w Paul, Michel Foucault. Un parcours philosophique, Gallimard, 1984 (1η έκδ. 1982).
F o u c a u l t Michel, Histoire de la sexualite. 1. La volonte de savoir, Gallimard, 1976.F u r e t Frangois, L ’Atelier de I’histoire, Flammarion, 1982.G a r r ig o u Alain, Le Vote et la Vertu. Comment les Franqais sont devenus
electeurs, PFNSP, 1992.G a u c h e t Marcel, «Changement de paradigme en sciences sociales?», Le Debat,
50, Μ άιος-Αύγουστος 1988.G a u c h e t Marcel, La Revolution des droits de I’homme, Gallimard, 1989.G en et-D el a c r o ix Marie-Claude, A rt et Etat sous la IIP Republique. Le systeme
des Beaux-Arts entre 1870 et 1940, Publications de la Sorbonne, 1992.G ir a u l t Jacques, L ’Implantation du parti communiste dans I’entre-deux-guerres,
Editions sociales, 1975.G u e n if f e y Patrice, Le Nom bre et la Raison. La Revolution franqaise et les
elections, EHESS, 1993.G u il l a u m e Sylvie, Antoine Pinay, un destin national, these d’Etat, univ. de
Bordeaux, 1981.H a l e v y Ran, Les loges maqonniques dans la France d ’Ancien Regime: aux
origines de la sociabilite democratique, A . Colin, 1984.Ih l Olivier, La Fete republicaine, Gallimard, 1996.IHTP, Rapport d ’activite, 1989-1993,1993.Je a n n e n e y Jean-Noel, Francois de Wendel en Republique. L ’argent et le pouvoir
(1914-1940), Seuil, 1976.K le jm a n Laurence και R o c h efo r t Florence, L ’Egalite en marche. Le feminisme
sous la IIP Republique, PFNSP, 1970.L a b o r ie Pierre, L ’Opinion franqaise sous Vichy, Seuil, 1990.
[ 3 5 8 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
L a c r o ix Bernard και G a r r ig o u Alain (επιμ.), Norbert Elias, la politique et I’histoire, L a Decouverte, 1997.
L a c r o ix Bernard, «Ordre politique et ordre social», στο L e c a Jean και G raw itz M adeleine (επιμ.), Traite de sciences politiques, PUF, 1985.
L a sc o u m e s Pierre, P o n c e l a Pierrette, L e n o e l Pierre, A u nom de I’ordre. Histoire politique du Code penal, Hachette, 1989.
L a z a r Marc, M aisons rouges. Les partis communistes franqais et italien de la Liberation a nos jours, Aubier, 1992.
L e C r o m Jean-Pierre, Syndicats nous voila!: Vichy et le corporatisme, Editions de 1’Atelier, 1995.
L e v il l a in Philippe, A lbert de Mun. Catholicisme franqais et catholicisme romain du Syllabus au ralliement, Editions de l ’Ecole fran$aise de Rome, 1983.
L o r a u x Nicole, Les Enfants d ’Athena. Idees atheniennes sur la citoyennete et la division des sexes, L a Decouverte, 1981.
M a y a u d Jean-Luc, Les Secondes Republiques du Doubs, Besanson, coll. «Anna- les litteraires de l’universite de Besan£on», 1986.
M a y e u r Frangoise, L ’Enseignement secondaire des jeunes filles, these d’Etat, univ. Paris-IV, 1976.
M e l o n io Fran^oise, Tocqueville et les Franqais, Aubier, 1993.M u r a r d Leon και Z y l b e r m a n Patrick, L e Petit Travailleur infatigable, CERFI,
1976.N o ir ie l Gerard, La Tyrannie du national. Le droit d ’asile en Europe (1793-1993),
Calmann-Levy, 1991.N o r d m a n Daniel κ α ι R a iso n Jean-Pierre, Sciences de I’hom m e et conquete
coloniale. Constitution et usages des sciences humaines en Afrique (XIXe-XXe siecle), Presses de l’ENS, 1980.
O ffe r l e Michel, «Illegitimite et legitimite du personnel politique ouvier en France avant 1914», Annales E.S.C., Ιούλιος 1984.
O ry Pascal, La Politique culturelle du Front populaire franqais, 1935-1938, these d’ Etat, univ. Paris-X, 1990.
O z o u f Mona, L ’Hom m e regenere. Essais sur la Revolution franqaise, Gallimard, 1989.
P e c o u t Gilles, «La politisation des paysans au XIXe siecle. Reflexions sur l’histoire politique des campagnes fran?aises», Histoire et societes rurales, 2‘ semestre 1994.
P ietri Nicole, La Reconstruction economique et financiere de I’Autriche par la societe des Nations, 1921-1926, these d’Etat, univ. Paris-IV, 1981.
P r o c h a sso n Christophe, Les Intellectuels, le Socialisme et la Guerre, Seuil, 1993.P r o st Antoine (επ ιμ .), «Pour une histoire sociale de la Resistance», Le Mou-
vement social, 180,1997.
[ 3 5 9 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
P u d a l B ernard , Prendre parti. Pour une sociologie historique du PCF, PFNSP,1989.
R e m o n d R e n e (επ ιμ .), Forces religieuses et attitudes politiques dans la France contemporaine, PFNSP, 1965.
R e m o n d R en e , La Droite en France, A ubier, 1954.R e v e l Jacques και W a c h t el Nathan (επιμ.), Une Ecole pou r les sciences socia-
les. De la VIe section a VEcole des hautes etudes en sciences sociales, Cerf- EHESS, 1996.
R iot-Sa r c e y Michelle, La Democratic a I’epreuve des femmes. Trois figures critiques du pouvoir, 1830-1848, Albin Michel, 1994.
R iot-Sa r c e y Michelle, «La place des femmes dans l’histoire ou les enjeux d’une ecriture», Revue de synthese, 1997.
R o sa n v a l l o n Pierre, Le Sacre du citoyen. Histoire du suffrage universel en France, Gallimard, 1992.
R ousso Henry, F r a n k Robert, B e l t r a n Alain (επιμ.), La Vie des entreprises sous I’Occupation, Belin, 1994.
Sa n so n Rosemonde, Les 14 juillet, fete et conscience nationale, 1789-1795, Flammarion, 1976.
S o u b ir a n -Pa il l e t Francine (επιμ.), «Incriminer», Geneses, 19, Απρίλιος 1995.S t o r a - L a m a r e Annie, L ’Enfer de la Ι1Γ Republique. Censeurs et pornographes
1870-1914, Imago, 1990.V a isse Maurice, La Politique franqaise en matiere de desarmement, 1930-1934,
these d’Etat, univ. de Paris-1,1980.V a isse Pierre, La Republique et les peintres. Recherches sur les pouvoirs publics et
la peinture sous la III· Republique, 1870-1914, these d’Etat, univ. Paris-IV, 1980.
V eil lo n Dominique, Debrouillardise et coquetterie, Payot, 1990.V im o n t Jean-Claude, La Prison politique en France. Genese d ’un m ode
d ’incarceration spe'cifique XVIIF-XXe siecle, Anthropos, 1990.V o l d m a n Daniele, La Reconstruction des villes franqaises (1940-1954), L’Har-
mattan, 1992.W a h n ic h Sophie, L ’ Impossible Citoyen. L ’etranger dans le discours de la
Revolution franqaise, Albin Michel, 1997.W e b e r E u gen , La Fin des terroirs. La modernisation de la France rurale (1870-
1914), Fayard, 1983 (1η έκδ. 1976).W e il Patrick, La France et ses etrangers. L ’Aventure d ’une politique de Vimmi-
gration de 1938 a nos jours, Calmann-Levy, 1991.W ie v io r k a Olivier, Une certaine idee de la Resistance. Defense de la France, 1940-
49, Seuil, 1995.
[ 3 6 0 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ εφαλαίο 7
B e d a r id a Francois κ α ι V id a l -N a q u e t Pierre, «Sur l’histoire du communisme», Le Debat, Μ άρτιος-Απρίλιος 1994.
B e r g s o n Henri, Matiere et memoire, PUF, 1985 (1η έκδ. 1898).B e r st e in Serge, B o r n e Dominique και M a r t in Jean-Clement, «L’enseignement
de l’histoire au lycee», Vingtieme Siecle, 49, Ιανουάριος-Μ άρτιος 1996.B lOch Marc, Les Rois thaumaturges, Gallimard, 1983 (1η έκδ. 1924).B u r g u ie r e Andre, «Histoire d’une histoire: la naissance des Annales», Annales
E.S.C., Νοέμ.-Δεκ. 1979.Centre de documentation juive contemporaine, L ’Enseignement de la Shoah.
Comment les manuels d ’histoire presentent-ils Γextermination des Juifs au cours de la seconde guerre mondiale?, CDJC, 1982 (δακτυλογραφημένο).
C itr o n Suzanne, Enseigner I’histoire aujourd’hui. La memoire perdue et retrou- vee, Editions ouvrieres, 1984.
C o m b e Sonia, Archives interdites. Les Peurs frangaises face a I’histoire contemporaine, Albin Michel, 1994.
C o u r t o is Stephane, «Archives du communisme: mort d’une memoire, naissance d’une histoire», Le Debat, Νοέμ.-Δεκ. 1993.
D u m o u l in Olivier, Profession historien: un «metier» en crise, 1919-1939? these, EHESS, 1983.
E n g l u d Steven, «Note critique, Lieux de memoire en debat», Politix, 26,1994.G ir a u l t Rene (επ ιμ .), L ’Histoire et la Geographie en question, Rapport au
ministre de l’Education nationale, Imprimerie nationale, 1983.H a l bw a c h s Maurice, La M emoire collective, PUF, 1964.H albw a ch s Maurice, Les Topographies legendaires des evangiles en terre sainte,
PUF, 1971 (1η έκδ. 1941).H a r to g Frangois, Le XIXe siecle et I’Histoire. Le cas Fustel de Coulanges, PUF, 1988.Isa a c Jules (επιμ.), L ’Enseignement de I’histoire contemporaine et les manuels
scolaires allemands. A propos d ’une tentative d ’accord franco-allemand, A. Costes, 1938.
Jo u t a r d Philippe, Ces voix qui nous viennent du passe', Hachette, 1983.K a p l a n Steven, Adieu 89, Fayard, 1993.K r a k o v it c h Odile, «Les archives d’apres Les Lieux de memoire. Passage oblige
de l’histoire a la memoire», La Cazette des archives, 164, Ιο τρίμηνο 1994.La v a b r e Marie-Claire, Le Fil rouge, sociologie de la memoire communiste,
PFNSP, 1994.Le G o ff Jacques, Histoire et memoire, Gallimard, 1988 (1η έκδ. 1977).L e v a il l a n t Frangoise κ α ι Sa ig n e s Thierry, «Pratiques et metiers de 1’histoire
aujourd’hui. Table ronde du groupe des chercheurs en histoire moderne et contemporaine du CNRS», Historiens et Geographes, 313, Μάρτιος 1987.
[361 ]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
M a r t in Jean-Clement, La Vendee et la France, Seuil, 1987.M Oll er Bertrand, Marc Bloch, Lucien Febvre et les Annales d’histoire econo
mique et sociale. Correspondance, tome premier, 1928-1933, edition etablie, presentee et annotee par Bertrand Muller, Fayard, 1994.
N a m e r Gerard, Batailles pour la memoire. La commemoration en France de 1945 a nos jours, Papyrus, 1983.
N o r a Pierre (επιμ.), Essais d ’ego-histoire, Gallimard, 1987.N o r a Pierre (επ ιμ .), Les Lieux de memoire: La Republique, la Nation, Les
France, Gallimard, 1997, 3 τόμ. (1η έκδ. 1984-1993).P o m ia n Krzysztof, L ’Anticomanie: la collection d ’antiquites aux XVIIF et XIXs
siecles, EHESS, 1992.P o u l o t Denis, Le Passe en revolution: essai sur les origines intellectuelles du
partimoine et la formation des muse'es, 1774-1830, th ese , univ. Paris-1,1989.R e v e l Jacques, «H isto ire e t sc ien ces sociales: les parad igm es d es Annales»,
Annales E.S.C., Νοέμ.-Δεκ. 1989.R o b in Regine, «Essai sur le stereotype republicain: les manuels d’histoire de la
IIP Republique jusqu’en 1914», Litterature, 44, Δεκ. 1981.R o u sse l ie r Nicolas, «Pour une ecriture europeenne de l’histoire de Phistoire»,
Vingtieme Siecle, 38, Απρίλιος-Ιούνιος 1993.R ousso Henry, Le Syndrome de Vichy de 1944 a nos jours, Seuil, 1987.S in g e r C laude, Vichy, I’universite et les juifs. Les silences de la memoire, Belles
Lettres, 1992.St o r a Benjamin, La Gangrene et I’Oubli. La memoire des anne'es algeriennes, La
Decouverte, 1991.T h u il l ie r Guy, «Pour une reflexion sur l’innovation en histoire: comment de-
velopper un secteur d e recherche en histoire contemporaine», L e M ouvement social, 142, Ιανουάριος-Μ άρτιος 1988.
V a l e n si Lucette και W a c h t el Nathan, Memoires juives, Gallimafd/Julliard, 1987.V a l e n si Lucette, Fa,bles de la memoire. La glorieuse bataille des trois rois, Seuil,
1992.V id a l -N a q u e t Pierre, Les Assassins de la memoire. Un Eichmann de papier, La
Decouverte, 1987.V ieille Paul (επιμ.), Immigration, enseignement superieur et recherche scienti-
fique, Επίσημη έκθεση που υποβλήθηκε στον Υπουργό Παιδείας, δημοσιεύτηκε στο Baby lone, 6/7,1987.
W ie v io r k a Annette, Deportation et genocide: entre la memoire et I’oubli, Hachette, 1995.
W o liko w Serge (επ ιμ .). «Une histoire en revolution? D u bon usage des archives, de Moscou et d’ailleurs», Institut d’histoire contemoporaine, Pubications de Puniversite de Bourgogne, LXXXIV, 1996.
[362 ]
Ευρετήριο
Aftalion, Albert, 105,109 Ageron, Charles, 133 Agostino, Marc, 263 Agulhon, Maurice, 47, 135, 150, 209,
219, 263, 282, 283 Albert, Pierre, 264 Allain, Jean-Claude, 94, 204 Alline, Jean-Pierre, 229 Allio, Rene, 304 Almeida-Topor, Helene, 133 Althusser, Louis, 169,187 Amalvi, Christian, 241, 331 Amselle, Jean-Loup, 190 Anderson, Perry, 169 Andre, Bernard, 139 Andrieux, Jean-Yves, 231 Appohn, Charles, 90 Aries, Philippe, 43,120,148 Armengaud, Andre, 117,125 Arnaud, Pierre, 241 Aron, Raymond, 56, 96, 274, 275 Audoin-Rouzeau, Stephane, 261 Aulard, Alphonse, 31,40, 61, 62,63, 64,
6 5 ,6 8 ,6 9 ,7 0 ,7 2 ,7 3 ,7 4 ,7 5 ,7 6 ,7 7 ,7 8 , 86, 90, 99 ,109,129
Autrand, Franqoise, 222 Ay<joberry, Pierre, 205 Aymard, Maurice, 149 Azema, Jean-Pierre, 46, 269 Azimi, Vida, 235
Bachelard, Gaston, 242 Baechler, Christian, 260 Bakouche, Isabelle, 244
Baradel, Yvette, 136 Barbier, Frederic, 223, 228 Barbut, Marc, 242 Bard, Christine, 291 Bariety, Jacques, 94, 204 Barjot, Dominique, 223, 228,229, 265 Βαρίκα, Ελένη, 291 Barral, Pierre, 122,135, 206 Barret-Kriegel, Blandine, 275 Barriere, Jean-Paul, 235 Barthou, Louis, 77 Baruch, Marc-Olivier, 269, 270 Bauberot, Jean, 236, 240 Baudant, Alain, 229 Baudoin, Remi, 243 Beaur, Gerard, 211 Becker, Jean-Jacques, 96,261, 264 Bedarida, Frar^ois, 46,49, 56,207,244,
316, 317, 320 Beguot, Danielle, 135 Belhoste, Jean-Frangois, 231 Beltran, Alain, 229, 269,270 Benoit, Serge, 231 Bensa, Alban, 205 Bergeron, Louis, 140,223,231 Bergougnioux, Alain, 331 Bergson, Henri, 107, 300, 327 Berliere, Jean-Marc, 266 Berr, Henri, 32, 56 Berri, Claud, 338 Berstein, Serge, 262, 336 Bertaud, Jean-Pierre, 261 Bertillon, Jacques, 116 Bertinotti-Autaa, Dominique, 234
[ 363 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Bertrand-Dorleac, Laurence, 240 Bettelheim, Bruno, 149 Bianco, Lucien, 146 Biraben, Jean-Noel, 148 Blanckaert, Claude, 242 Bloch, Marc, 24 ,25 ,42 ,43 ,44 ,112 ,250 ,
257 ,281 ,293 ,303 ,307 ,321 ,322 Bois, Paul, 143,262 Boltanski, Luc, 224 Bonin, Hubert, 229 Bonin, Serge, 211 Bonnet, Serge, 149 Bonneuil, Noel, 220 Bonniol, J.-L., 292 Borne, Dominique, 325,336 Bouche, Denise, 293 Bougie, Celestin, 97 Boulainvilliers, 60 Bourde, Guy, 146 Bourdelais, Patrice, 220 Bourdieu, Pierre, 224,289,324 Bourgeois, Emile, 55,58, 86, 90, 324 Bourgin, Hubert, 97 Bourguet, M arie-Noelle, 226 Boutier, J., 320,325 Boutmy, Iimile, 30, 85 Boutry, Philippe, 220 Bouvier, Jean, 13, 132, 138, 154, 156,
228Braudel, Fernand, 5 5 ,5 6 ,5 7 ,5 8 ,8 5 ,9 3 ,
101 ,117 ,118 ,119 ,121 ,123 ,126 ,146 , 149,155 ,161 ,165 ,169 , 204, 208, 211, 213,244,251,307
Brelot, Claude-Isabelle, 139 Brian, Eric, 242 Briquet, Jean-Louis, 285 Broue, Pierre, 146 Bruguiere, Michel, 233 Brunei, Ghislain, 215 Brunet, Jean-Paul, 136
Brunschwig, Henri, 293 Buican, Denis, 242 Burdy, Jean-Paul, 219 Burguiere, Andre, 46,83, 304,320 Burke, P., 172,183 Burrin, Philippe, 270 Busch, J.G., 23 Bussiere, Eric, 233 Buton, Philippe, 271
Cadier-Rey, Gabrielle, 136 Cahen, Michel, 133 Cailly, Claude, 233 Camus, Albert, 48 Canguilhem, Georges, 242 Carbonnel, Charles-Olivier, 30 Caron, Francois, 137,228, 318 Caron, Jean-Claude, 241 Caron, Pierre, 66 Carrel, Alexis, 124 Caspard, Pierre, 241 Cayez, Pierre, 137 Certeau, Michel de, 188,319 Chadeau, Emmanuel, 228,229 Chaline, Jean-Pierre, 139,248,249 Chambelland, Colette, 145 Chanet, Jean-Fran^ois, 236 Chapoulie, Jean-Micjiel, 241 Charle, Christophe, 207, 222, 223, 230,
235,236,241 Charles, Jean, 145 Charlety, Sebastien, 89,97 Chartier, Roger, 242 Chassagne, Serge, 140 Chateaubriand, Fran^ois-Rene, 24 Chaunu, Pierre, 103,119,314,315 Chaussinand-Nogaret, Guy, 223. Chauvaud, Frederic, 292 Chauviere, Michel, 286 Chervel, Andre, 241
[ 3 6 4 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Chesneaux, Jean, 146,293 Chevalier, Louis, 98 ,123 ,124 ,125 ,126 ,
153Chladenius, J.M., 22 Cholvy, Gerard, 98 Citron, Suzanne, 330 Claretie, Jules, 61 Claverie, Elisabeth, 148 Cochin, Augustin, 16, 278 Codaccioni, Felix-Paul, 136 Cohen, Claudine, 242 Cohen, Yves, 230 Cointet, Jean-Paul, 271 Cointet, Michelle, 271 Collomp, Catherine, 205 Combe, Sonia, 317 Comte, Auguste, 33 Coppolani, Jean-Yves, 285 Coquery-Vidrovitch, Catherine, 132,
204Corbin, Alain, 135, 225, 249, 284, 290Corvisier, Andre, 261Costa-Lascoux, Jacqueline, 240Coste, Laurent, 136Cottias, Myriam, 292Coulibaly, Tinge, 331Coument, Ernest, 242Courtois, Stephane, 272,316Cribier, Fran?oise, 304Croce, Benedetto, 19 ,25 ,35 ,52 ,83 ,170Crossick, Geoff, 146Crouzet, Francois, 132,137,154,228Crubellier, Maurice, 241
Daccoz, 123Dahan, Amy, 242Daumard, Adeline, 139,153, 248Dauphin, Cecile, 240, 290, 293Daviet, Jean-Pierre, 229D e Baecque, Antoine, 280, 281
D e Beaucourt, 86 D e Flassan, 83 Debeir, Jean-Claude, 233 Debouzy, Marianne, 205 Decaux, Alain, 330 Defrance, Jacques, 287 Delacroix, Christian, 320 Deleuze, Gilles, 288, 292 Delille, Gerard, 149 Delmaire, Danielle, 264 Deloye, Yves, 286, 329 Denis, Michel, 206 Derrida, Jacques, 169,188,189,288 Desert, Gabriel, 135 Desrosieres, Alain, 224, 286 Dewerpe, Alain, 230, 233 Deyon, Pierre, 233 Dhombres, Jean, 242 Dommanget, Maurice, 73,145 Dormois, Jean-Pierre, 233 Dosse, Frangois, 196,320 Doumer, Paul, 88 Douzou, Laurent, 271 Downs, Laura, 187 Drouard, Alain, 125 Droz, Jacques, 97,205 Dubois, Jean, 151 Duby, Georges, 239 Dumons, Bruno, 235,287 Dumoulin, Olivier, 320 Dupaquier, Jacques, 128,155, 221 Dupeux, Georges, 134,143,152, 218 Dupeux, Louis, 205 Dupront, Alphonse, 119 Durkheim, Emile, 36, 37, 39, 43, 57, 71,
106,118, 224, 300, 306 Duroselle, Jean-Baptiste, 93, 98, 209,
260, 265 Duruy, Victor, 29, 328, 329 Duverger, Maurice, 262
[ 365 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Edelman, Nicole, 239 Elias, Norbert, 286 Encreve, Andre, 236 Englud, Steven, 306 Espagne, Michel, 205 Estebe, Jean, 206, 223, 235 Ewald, Frangois, 287
Fabiani, Jean-Louis, 241 Farcy, Jean-Claude, 139 Fassin, Eric, 186, 206 Fauvel-Rouif, Denise, 145 Febvre, Lucien, 32, 42, 44, 55, 58, 59,
86, 88, 91, 92,109,110, 134,151, 257, 281, 320, 324
Ferro, Marc, 149, 208, 264 Ferry, Claude, 229 Ferry, Luc, 275 Flandrin, Jean-Louis, 148 Fleury, Michel, 116 Fogel, Robert, 220 Fohlen, Claude, 136,205 Foucault, Michel, 169, 188, 191, 236,
280, 288 ,289 ,290 ,291 ,293 ,294 ,297 Fouillee, Alfred, 35 Fouilloux, Etienne, 242 Fourcault, Annie, 136 Fourier, 97Fraisse, Genevieve, 240, 291 Frank, Robert, 260,270 Fremeaux, Jacques, 204 Fridenson, Patrick, 230, 245 Friguglietti, J., 69Furet, Fran?ois, 59, 147, 241, 275, 277,
278,279,281,288, 314,315 Fustel de Coulanges, Numa, 28
Gadille, Jacques, 266 Gaillard, Jeanne, 136 Gallissot, Rene, 146,204
Galton, Francis sir, 124 Ganiage, Jean, 94 Garcia, Patrick, 320 Gardey, Delphine, 234 Garnier, Sylvie, 280 Garrigou, Alain, 285,286 Gauchet, Marcel, 275, 276, 277 Gauthier, Florence, 227 Gavoille, Jacques, 241 Gayot, Gerard, 137, 234 Geertz, Clifford, 191 Gelis, Jacky, 148Genet-Delacroix, Marie-Claire, 266 Genovese, Eugene, 183 Gerbod, Paul, 241 Gervaise, Patrick, 244 Geslin, Claude, 145 Giddings, Paula, 185 Gillard, Lucien, 98,107 Gille, Bertrand, 130,135,229, 231 Gillet, Marcel, 137,206 Ginzburg, Carlo, 171,173 Girard, Louis, 121,150 Girardet, Raoul, 98 Girault, Jacques, 272,305,333 Girault, Rene, 132,156,203 Glenisson, Jean, 55, 111, 126,152,155,
165Godard, Jean-Luc, 281 Godechot, Jacques, 78 ,82 ,264 Godelier, Maurice, 205 Godineau, Dominique, 240 Goerg, Odile, 133 Goguel, Francois, 97,150, 262 Goldberg, Sylvie, 236 Gossez, Remy, 141 Gouault, Jacques, 150 Goubert, Jean-Pierre, 116,242 Goubert, Pierre, 242, 304 Goupil, Michelle, 242
[ 3 6 6 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Goy, Joseph, 304 Gramsci, Antonio, 170 Grange, Daniel, 260 Green, Nancy, 235,240 Grelon, Andre, 242 Grendi, Eduardo, 171 Gribaitdi, Maurizio, 174, 221 Griset, Pascal, 229, 230, 318 Guattari, Felix, 292 Gueniffey, Patrice, 277, 285 Gueslin, Andre, 229 Guibert, Madeleine, 239 Guilhaumou, Jacques, 151,280 Guillaume, Pierre, 138,206,263 Guillaume, Sylvie, 263 Guillen, Pierre, 204 Guillerme, Andre, 231 Guillon, Jean-Marc, 271 Guiral, Pierre, 264 Guizot, Frangois, 61, 83, 97 Gutman, Herbert, 183 Guyot, Raymond, 78, 87, 88, 90
Habermas, Jurgen, 177 Halbwachs, Maurice, 42, 47, 213, 300,
301, 302, 306, 307, 309, 321, 322, 327 Halevy, Elie, 85, 97 Halevy, Ran, 277 Halphen, Louis, 28, 40, 78 Hardy-Hemery, Odette, 41,137 Harris, Louis, 151 Hartog, Franqois, 320 Hau, Michel, 233 Haupt, Georges, 146 Haupt, Heinz-Gerhard, 146 Hauser, Henri, 32, 92, 105, 106, 110,
111Heffer, Jean, 180,181,184, 205 Hemery, Daniel, 133 Henry, Louis, 116,123,124,125
Η ρόδοτος, 20 Herpin, Jacqueline, 140 Herriot, Edouard, 77 Hilaire, Yves-Marie, 150 Hilferding, Rudolf, 132 Hirsch, Jean-Pierre, 137, 232, 265 Hordern, Francis, 141 Hossein, Robert, 338 Huard, Raymond, 98,283 Hubscher, Ronald, 139 Hulin, Nicole, 241 Humboldt, Wilhelm von, 25,105 Hunt, Lynn, 165,191
Isaac, Jules, 91, 330, 332
Jacob, Christian, 246 Jacquemet, Gerard, 219 Jaures, Jean, 67 ,7 6 ,7 7 ,7 9 ,1 1 3 Jeanneney, Jean-Noel, 263, 264, 315 Jobert, Philippe, 228 Jones, Gareth Stedman, 169,190 Joutard, Philippe, 304 Julia, D„ 315, 320, 325 Julliard, Jacques, 145, 275
Kahan-Rabecq, Marie-Madeleine, 140 Kalifa, Dominique, 292 Kaluszynski, Martine, 286, 292, 314 Kaplan, Steven, 310, 311 Kaspi, Andre, 94, 203, 204 Καστοριάδης, Κορνήλιος, 275 Klejman, Laurence, 290 Knibiehler, Yvonne, 237 Kocka, Jiirgen, 175,177 Koselleck, Reinhart, 21,175 Kott, Sandrine, 205, 287 Koyre, Alexandre, 242, 243 Krakovitch, Odile, 292, 317 Kriegel, Annie, 145, 272
[ 367 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Kuhn, Thomas, 243 Laborie, Pierre, 264, 270 Labrousse, Ernest, 81,109,110, 111, 112,
113, 114, 115, 116, 117, 120, 121, 123, 126, 127, 128, 130, 134, 135, 137, 138, 141, 142, 144, 152, 153, 154, 155, 156, 158, 167, 169, 174, 208, 209, 212, 217, 218, 220, 223, 224, 228, 233, 234, 247, 248,250,251,258,278,281,287,323
Lachiver, Maurice, 138 Laclau, Alexandra, 211 Lacombe, Paul, 57,159 Lacouture, Jean, 48 Lacroix, Bernard, 285, 286 Lacroix-Riz, Annie, 145 Lagrave, Rose-Marie, 240 Lagree, Michel, 150 Lalouette, Jacqueline, 263 Lambert-Dansette, Jean, 140 Landes, David, 245 Langlois, Claude, 211, 239 Lascoumes, Pierre, 287 Latour, Bruno, 242 Launay, Michel, 145 Lavabre, Marie-Claire, 309 Lavisse, Ernest, 28, 29, 31, 32, 38, 86,
306, 328, 330, 333 Lazar, Marc, 272 Le Bras, Gabriel, 149 Le Bras, Georges, 122 Le Crom, Jean-Pierre, 270 Le Gallo, Yves, 206Le Goff, Jacques, 20, 47, 48, 103, 119,
209, 251, 290, 293, 305, 321, 323 Le Roy Ladurie, Emmanuel, 146 Le Van Lemesle, Lucette, 241 Lebovics, Herman, 165 Lefaucneur, Nadin, 240 Lefebvre, Georges, 78, 79, 80, 81, 82,
88, 92, 93 ,104,110,113, 278
Lefort, Claude, 275 Lefranc, Georges, 146 Lejeune, Dominique, 292 Lemenorel, Alain, 137 Lemire, 263 Λένιν, 132 Lenoel, Pierre, 287 Leon, Pierre, 136,137, 229 Leonard, Jacques, 235, 236 Lepetit, Bernard, 214, 230, 243, 244,
246, 253 Lequin,Yves, 137,141,144, 206 Lerner, Olivier, 150 Lescure, Michel, 229 Levaillant, E , 318 Levasseur, Emile, 105 Leveque, Pierre, 135 Levi, Giovanni, 171,172,173 Levillain, Philippe, 263 /Levi-Strauss, Claude, 118 ILevy-Leboyer, Maurice, 131,154, 228 Lhote, Jean-Marie, 138 Liauzu, Claude, 236 Lombard, Denys, 205 Loraux, Nicole, 290 Lorcin, Jean, 135 Loutchisky, 79 Luc, Jean-Noel, 241 Liidtke, Alf, 146,177,179 Lyonnais, Credit, 131
Maitron, Jean, 145, 223 Maguard, 336 Mallet, Jules, 330 Manent, Pierre, 275 Manin, Bernard, 275 Marcellesi, Jean-Baptiste, 151 Marcilhacy, Christiane, 122 Marcot, Fran$ois, 271 Marczewski, Jean, 111, 154, 228, 229
[ 3 6 8 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Marec,Yannick, 137 Margairaz, Michel, 233, 265 Margolin, Jean-Louis, 320 Marrou, Henri-Irenee, 76, 319 Marseille, Jacques, 154 Martel, Andre, 94, 261 Martin, Jean-Clement, 312, 313, 336 Mathiez, Albert, 67, 68, 69, 70, 71, 72,
73, 74, 75, 76, 78, 79, 82, 91,104,113, 144,145,167
Mauss, Marcel, 71, 231 Maves, Antoine, 164 Mayaud, Jean-Luc, 284 Mayer, Nonna, 262Mayeur, Frangoise, 96, 150, 240, 241,
266Mayeur, Jean-Marie, 98,263 Mazauric, Claude, 312 Medick, Hans, 179,191 Melchior, Delfico, 22 Menager, Bernard, 98 Mercier, Lucien, 241 Merger, Michele, 228, 229 Merle, Isabelle, 205, 235 Merriman, John, 164 Mesliand, Claude, 145 Metonio, F., 277 Meuvret, Jean, 116 Meynier, Gilbert, 133, 204 Michel, Marc, 94, 204 Michelet, Jules, 61,113, 307 Miege, Jean-Louis, 94, 200, 204, 209 Milza, Pierre, 94, 204, 235 Minard, Philippe, 211 Mioche, Philippe, 229 Moine, Jean-Marie, 140 Mollier, Jean-Yves, 232 Monod, Gabriel, 28, 63 Montant, Jean-Claude, 261 Montclos, Xavier de, 98
Montgomery, David, 146 Moriceau, Jean-Marc, 215 Morin, Edgar, 47 Morineau, Michel, 154 Morsel, Henri, 229 Moulin, Jean, 316 Mousnier, Roland, 248 Mousson-Lestang, Jean-Pierre, 260 Moutet, Aimee, 230 Muel-Dreyfus, Francine, 239 Muller, Bertrand, 320 Murard, Leon, 29,291
Namer, G., 302 Ndiaye, Pap, 181 Nere, Jacques, 131 Niebuhr, 28 Niethammer, Lutz, 179 Noiriel, Gerard, 190,195,235,237,246,
295Nolte, Ernst, 177Nora, Pierre, 20, 47 ,103 ,119 , 275, 279,
305, 306, 307, 320 Nordman, Daniel, 292 Nouailhat, Yves-Henri, 94, 203 Nouschi, Andre, 47
Offerle, Michel, 285Omnes, Catherine, 239Ory, Pascal, 266Ozouf, Jacques, 147, 241, 304Ozouf, Mona, 241, 277Ozouf-Marignier, Marie-Vic, 226
Palmer, Robert, 78, 82 Parize, Rene, 141 Paxton, Robert, 164, 270 Pecout, Gilles, 283 Pedroncini, Guy, 94, 261 Peiffer, Jeanne, 242
24 [369 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Peguy, Charles, 68 ,72 Peltre, Christine, 240 Pennetier, Claude, 223,272 Perrot, Jean-Claude, 117 Perrot, Michelle, 144, 145, 209, 237,
238,239,240, 291 Perroux, Frangois, 111 Peschanski, Denis, 151, 273,317 Pestre, Dominique, 242, 243 Petit, Jacques-Guy, 235, 236, 287 Picard, Jean-Franijois, 273 Piehl, Jan-Henri, 149 Pierrard, Pierre, 141 Pietri, Nicole, 260 Pigenet, Michel, 141 Pinay, Antoine, 263 Pinol, Jean-Luc, 222 Plessis, Alain, 140,244 Poidevin, Raymond, 94, 204, 206 Polanyi, Karl, 335 Pollet, Gilles, 235, 287 Pomian, Krzysztof, 275, 307 Poncela, Pierrette, 287 Poni, Carlo, 171 Ponty, Janine, 235 Postel-Vinay, Gilles, 145 Pouchepadass, Jacques, 149 Poulat, Emile, 149 Poulot, Dominique, 307 Pouthas, Charles-Edmond, 95, 97, 98,
121,263 Prochasson, Christophe, 280 Prost, Antoine, 145,150, 224, 235, 263,
264, 271, 320, 323 Proust, Marcel, 300 Pudal, Bernard, 272
Raison Jean-Pierre, 292 Rambaud, Alfred, 31, 32, 33, 40 Ranciere, Jacques, 188,293
Ranke, Leopold von, 2 3 ,2 5 ,2 8 ,8 3 Raynaud, Philippe, 275 Reberioux, Madeleine, 145 Reinhardt, Marcel, 117,123 Remond, Rene, 46, 49, 95, 96, 98, 126,
164, 204, 205, 209, 257, 258,262, 264, 265 ,267 ,275 ,278 ,287 ,288 ,294 ,296
Renan, Ernest, 28 ,37 Renard, Didier, 287 Renaut, Alain, 275Renouvin, Pierre, 40, 41, 87, 88, 89, 90,
91, 92, 93, 95, 98, 109, 122, 126, 132, 154, 208, 209, 259,267, 274
Revel, Jacques, 171, 214, 221, 320 Rhein, Catherine, 304 Ribot, Theodore, 38 Rinaudo,Yves, 145, 284 Riot-Sarcey, Michelle, 291, 294 Riviere, Marcel, 126 Robert, Jean-Louis, 226 Robin, Regine, 151,328 Rochefort, Florence, 290 Rosanvallon, Pierre, 274, 275,276,278,
279Rosental, Andre, 221 Rosier, Michel, 107 Roth, Francois, 135,206 Rougerie, Jacques, 127,146,153 Rousso, Henry, 269,270,309,316 Roux, Alain, 146 s 'Rude, Georges, 82 (Rudelle, Odile, 150 Rousselier, N., 332
Sagnac, Philippe, 72 ,77 ,78 ,79 ,104 ,105Sagnes, Jean, 145Saignes, T., 318Salais, R., 230Saineclivier, Jacqueline, 271Saint-Geours, Yves, 149
[ 3 7 0 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Sanson, Rosemonde, 283 Sartre, Jean-Paul, 96 Saulnier, Pierre-Yves, 244, 246 Sauvy, Alfred, 116 Savart, Claude-Leon, 242 Schemm, Hans, 332 Schor, Ralph, 96, 264 Schottler, Peter, 145,179 Schrader, F., 67Scott, Joan, 183,187,189,190, 240 See, Henri, 105Seignobos, Charles, 28, 32, 33, 34, 36,
39, 40, 41, 50, 57, 59, 86, 88, 90, 97, 106,118,129, 249, 257, 326, 327
Serman, William, 223,235, 236, 261 Sewell, William, 190 Shorter, Edward, 143 Siegfried, Andre, 38, 39, 42, 97, 143,
150, 213, 217, 262 Simiand, Frangois, 36, 106, 107, 108,
109,110,127,154, 249 Singer, Claude, 309Sirinelli, Jean-Frangois, 56, 135, 235,
241,264 Sledziewski, Elisabeth, 240 Soboul, Albert, 67 ,82 ,277 Sohn, Anne-Marie, 239,240 Sorel, Albert, 6 9 ,8 4 ,8 5 ,8 7 ,2 6 7 Sorlin, Pierre, 98 Soubiran-Paillet Francine, 287 Soutou, Georges, 94 Stoetzel, Jean, 96 Stora, Benjamin, 204,309 Storper, M., 230 Strauss, Andre, 245 Sybel, Heinrich von, 87
Taine, 30, 33, 61, 64, 65, 66, 73, 74, 83, 84,85, 99 ,124,129
Tartakowsky, Danielle, 272
Temime, Emile, 206 Thalmann, Rita, 205 Thebaud, Frangoise, 240 Thevenot, Laurent, 224 Thiers Adolphe, 61 Thobie, Jacques, 83,203 Thomson, Edward P., 142, 166, 1<
168,169 ,171 ,175 ,187 ,194 , 212,24 Thompson, Paul, 303 Θουκυδίδης, 20, 48 Thuillier, Guy, 140, 320 Thumerelle, Pierre, 138 Tilly, Charles, 143,164,166 Tocqueville, Alexis de, 60, 67, 277, 2Ί Topalov, Christian, 235, 286 Trempe, Rolande, 141,145, 206 Trebisch, M., 49Trotsky, Leon Davidovite (Τρότσκι), ■ liidesq , Andre, 139,264 T\ilard, Jean, 98,264,265
Vaisse, Pierre, 261,266Valensi, Lucette, 205,304,308Vandecasteele-Schweitzer, Sylvie, 23(Varikas, Eleni (Βαρίκα Ελένη), 291Varlet, Caroline, 244Veillon, Dominique, 269,270,271Veitl, Philippe, 286Verley, Patrick, 234Veyne, Paul, 20 ,94 ,319Veyssiere, Pierre, 149Vidal de la Blache, Paul, 38, 39,143Vidalenc, Jean, 122,152Vidal-Naquet, Pierre, 43,118, 31 5 ,3l·Vieille, P., 334Vigarello, Georges, 148Vigier, Philippe, 122,135,139,283Vigreux, Marcel, 138Vilar, Pierre, 128,149,233Vivier, Nadine, 148
[371 ]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Voillard, Odile, 136 Voldman, Danielle, 269, 273 Vovelle, Michel, 147,148, 314
Wachtel, Nathan, 149, 274, 304Wahl, Andre, 206Wahnich, Sophie, 280Walras, Leon Marie Esprit, 107Weber, Eugen, 236,283Weber, Max, 37,166,175, 286, 295Wehler, Hans, 166,175Weil, Frangois, 180,181,184, 205Weil, Patrick, 266Weill, Claudie, 146Weill, Georges, 97
Werner, Michael, 205 White, Hayden, 191 Wieviorka, Annette, 309, 331 Wieviorka, Olivier, 271 Willard, Claude, 145 Wiscart, Jean-Marie, 139 Wolikov, Serge, 272, 317 Woronoff, Denis, 229, 234 Woronoff, Serge, 231
Zancarini-Fournel, Michelle, 291 Zunz, Olivier, 184 Zylberberg, Michel, 233 Zylberman, Patrick, 291
[ 372 ]
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ εΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
GERARD NOIRIELΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ;Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η σύγχρονη ιστορία γνώρισε θεαματική ανάπτυξη. Το άνοιγμα του ερευνητικού πεδίου της «ιστορίας του πα ρόντος χρόνου» επέτρεψε στους ιστορικούς να επιχειρήσουν τη μελέτη του πιο πρόσφατου παρελθόντος. Από την πλευρά τους, οι κοινωνικές επιστήμες στράφηκαν ολοένα και περισσότερο προς την ιστορία, με αποτέλεσμα τη γένεση μιας ιστορικής πολιτικής επιστήμης, ανθρωπολογίας και κοινωνιολογίας, που φωτίζουν με νέο τρόπο τη σύγχρονη περίοδο. Με την παγκοσμιοποίηση των διανοητικών ανταλλαγών, η ιστοριογραφία της Γαλλίας εμπλουτίστηκε με έναν αυξημένο αριθμό μελετών που δημοσίευσαν ξένοι ιστορικοί, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σύγχρονη ιστορία επωφελήθηκε επίσης από το πάθος που εκφράζει το ευρύ κοινό για τη «συλλογική μνήμη» και την «κληρονομιά». Πληθώρα συλλόγων και δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών επιχείρησαν τη διάσωση των αρχείων τους, την καταγραφή των αναμνήσεων των παλαιών και τη γραφή της δικής τους ιστορίας.
Το παρόν έργο αποτιμά όλες αυτές τις ανανεώσεις. Εξετάζει τους κυριότερους τομείς της σύγχρονης ιστορίας που αναπτύχθηκαν από τις αρχές του 20ού αιώνα, επισημαίνει τις βασικές κατευθύνσεις που ακολουθεί σήμερα η έρευνα και αναλύει τις σχέσεις ανάμεσα σε ιστορική γνώση, συλλογική μνήμη και διδασκαλία της ιστορίας.
0 Gerard Noiriel είναι διευθυντής σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales. Έχει δημοσιεύσει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία: Το γαλλικόχωνευτήρι. Ιστορία της μετανάστευσης (Seuil, 1988), Η τυραννία του εθνικού. Το δικαίωμα ασύλου στην Ευρώπη. 1793-1993 (Calman-Levy, 1991), Σχετικά με την «κρίση» της Ιστορίας (Belin, 1996), Οι δημοκρατικές καταβολές του Vichy (Hachette, 1999) και Συλλογικότητα και αντιπαράθεση στη σκέψη. Διαδρομή ενός ιστορικού (Belin, 2003).
ΕΙΚΟΝΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ ΑΠΟ ΚΟΛΑΖ ΤΗΣ Λ. Σ. ΠΟΠΟΒΑ (1923)
GutenbergISBN 9 6 0 - Ο Ι - Ι Ο 5 6 - 5
CO
ιΩLO
9 7 8 9 6 0 0 1 1 0 5 6 2
Top Related