Shmeiwseis Eisagwgh Sth Mikrooikonomikh 2015

104
1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ MΑΚΕ∆ΟΝΙΑΣ Tμήμα Οικονομικών Επιστημών ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΟOIKONOMIKH Kαθηγητής Kώστας Bελέντζας Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Γραφείο: 406 Τηλέφωνο: (2310) 891 783 E-mail: [email protected] Θεσσαλονίκη 2015

description

mikrooikonomia

Transcript of Shmeiwseis Eisagwgh Sth Mikrooikonomikh 2015

1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ MΑΚΕ∆ΟΝΙΑΣ Tμήμα Οικονομικών Επιστημών

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΟOIKONOMIKH

Kαθηγητής Kώστας Bελέντζας Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

Γραφείο: 406 Τηλέφωνο: (2310) 891 783 E-mail: [email protected]

Θεσσαλονίκη 2015

2

Περιεχόμενα

1. Εισαγωγικές έννοιες - Μεθοδολογικά …………. 3

2. Το οικονομικό κύκλωμα ………………………….. 11

3. Η καμπύλη των παραγωγικών δυνατοτήτων…. 13

4. Η ζήτηση αγαθών ………………………………….. 23

5. Η προσφορά αγαθών ……………………………... 44

6. Παραγωγή και κόστος παραγωγής …………….. 50

7. Λειτουργία αγοράς και προσδιορισμός τιμής ισορροπίας ………………………………………….. 62

8. Μορφές αγοράς……………………………………… 79

9. Βιβλιογραφία……………………………………….... 104

3

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ - ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΚΑ

α) Μέθοδοι προσέγγισης

Το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας είναι η επιστημονική μελέτη της ιστορικής εξέλιξης και λειτουργίας των θεσμών και των μηχανισμών που αποτελούν την οργάνωση της οικονομι-κής ζωής μίας κοινωνίας.

οι θεσμοί δεν θεωρούνται δεδομένοι

Η Οικονομική Επιστήμη είναι μία κοινωνική επιστήμη που έχει σαν αντικείμενο τη μελέτη των ενεργειών των ατόμων και ομάδων ατόμων στη διαδικασία της παραγωγής, ανταλλαγής και κατά-νάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών.

οι θεσμοί θεωρούνται δεδομένοι

β) Ρόλος και χαρακτηριστικά της Οικονομικής

Θεωρίας

Ο ρόλος της Οικονομικής Θεωρίας είναι η διατύπωση γενι-κών νόμων που ερμηνεύουν την πραγματική οικονομική ζωή (π.χ. νόμος ζήτησης, νόμος προσφοράς).

4

Χαρακτηριστικά

γενικότητα αφαίρεση

γ) ∆ιακρίσεις Οικονομικής Ανάλυσης

Στατική ∆υναμική

Οικονομική Ανάλυση

γενικότητα: διατύπωση γενικών νόμων.

αφαίρεση: απομόνωση ενός οικονομικού φαινομένου και μελέτη του σε βάθος.

Θετική

∆εοντολογική

Μικροοικονομία ή Θεωρία τιμών

Μακροοικονομία ή Θεωρία εισοδήματος

Συγκριτική στατική

5

Μικροοικονομία: μελετάει ατομικές και μεμονωμένες περιπτώσεις χωρίς να κάνει αναφορά στο σύνολο της οικονομίας (π.χ. μελέτη συμπεριφοράς καταναλωτή).

Μακροοικονομία: μελετάει τα συνολικά μεγέθη της οικο-νομίας (π.χ. μελέτη εθνικού εισοδήματος).

Θετική ανάλυση: ασχολείται με το τι γίνεται.

∆εοντολογική ανάλυση: ασχολείται με το τι θα πρέπει να γίνεται.

Στατική ανάλυση: αναλύει τα οικονομικά φαινόμενα σε μία δεδομένη χρονική περίοδο.

Συγκριτική στατική ανάλυση: ανάλυση οικονομικών φαινομένων σε δύο ή περισσότερες χρονικές περιόδους.

∆υναμική ανάλυση: μελέτη οικονομικών φαινομένων όπως αυτά εξελίσσονται στον χρόνο.

δ) Το οικονομικό πρόβλημα

Το κύριο οικονομικό πρόβλημα προέρχεται από το γεγονός του ότι ενώ οι ανθρώπινες ανάγκες είναι ουσιαστικά απεριόριστες, τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας για την ικανοποίησή τους είναι περιορισμένα και είναι ποιες ανάγκες και σε ποιο βαθμό αυτές θα ικανοποιηθούν.

6

Ανάγκες

φυσιολογικές κοινωνικές (π.χ. τροφή) (π.χ. τσιγάρο)

Οι ανάγκες εκφράζονται ως επιθυμία απόκτησης. Η ικανο-ποίηση των αναγκών δημιουργεί ευχαρίστηση ενώ η μη ικανοποίησή τους προκαλεί δυσαρέσκεια.

Μέσα ικανοποίησης αναγκών

ελεύθερα αγαθά οικονομικά αγαθά υλικά αντικείμενα υπηρεσίες

καταναλωτά διαρκή

7

Τα οικονομικά αγαθά είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας.

Καταναλωτά αγαθά: μετά την εφάπαξ χρησιμοποίησή τους παύουν να είναι αγαθά του αυτού είδους.

∆ιαρκή αγαθά: μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατ’ επανά-ληψη για την ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης.

Κεφαλαιουχικά αγαθά: αγαθά που δεν χρησιμοποιούνται άμεσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών αλλά για την παραγωγή άλλων αγαθών.

ε) Οι συντελεστές παραγωγής Συντελεστές παραγωγής: στοιχεία που είναι απαραίτητα για την παραγωγή των αγαθών.

Συντελεστές παραγωγής

έδαφος επιχειρημα- τικότητα (;)

κεφάλαιο

εργασία

8

`Εδαφος: όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος που χρησιμο-ποιούνται για την παραγωγή των αγαθών.

Εργασία: σύνολο ικανοτήτων του ανθρώπου που ενσυνεί-δητα καταβάλλονται για την παραγωγή των αγαθών.

Κεφάλαιο: σύνολο διαρκών αγαθών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών.

Επιχειρηματικότητα: ικανότητα ορισμένων ατόμων να συνδυάζουν έδαφος, εργασία και κεφάλαιο και να παράγουν αγαθά.

στ) Η συνάρτηση παραγωγής

Παραγωγική διαδικασία: διαδικασία με την οποία οι διάφο-ροι παραγωγικοί συντελεστές μετασχηματίζονται και παίρνουν τη μορφή αγαθών, τα οποία ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες. Συνάρτηση παραγωγής: σχέση που δείχνει τη μέγιστη ποσότητα προϊόντος που μπορεί να παραχθεί από συγκεκρι-μένες ποσότητες συντελεστών παραγωγής, με δεδομένη την τεχνολογία παραγωγής.

Στη γενική της μορφή, η συνάρτηση παραγωγής παρου-σιάζεται ως εξής:

Q = f(N, L, K, …)

όπου: Q = προϊόν, N = έδαφος, L = εργασία, K = κεφάλαιο. Για παράδειγμα:

Q = ΑLα Kβ

9

ζ) Οικονομικό υπόδειγμα

Με τον όρο «οικονομικό υπόδειγμα» εννοούμε ένα σύνο-λο σχέσεων μεταξύ των οικονομικών μεταβλητών. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να παρουσιαστούν: α) περιγραφικά, β) διαγραμματικά και γ) με τη μορφή εξισώσεων. Γενικά, στο οικονομικό υπόδειγμα περιλαμβάνονται οι περισσότερο σημα-ντικές μεταβλητές που ερμηνεύουν ένα οικονομικό φαινόμενο.

Σ΄ ένα οικονομικό υπόδειγμα περιλαμβάνονται δύο είδη μεταβλητών: οι εξωγενείς (ανεξάρτητες) μεταβλητές και οι ενδογενείς (εξαρτημένες) μεταβλητές. Εξωγενείς μεταβλη-τές είναι οι μεταβλητές εκείνες των οποίων οι τιμές είναι δεδομένες και δεν προσδιορίζονται από το υπόδειγμα. Από την άλλη μεριά, ενδογενείς μεταβλητές είναι οι μεταβλητές των οποίων οι τιμές προσδιορίζονται από το ίδιο το υπόδειγμα με βάση τις τιμές των εξωγενών μεταβλητών.

Παράδειγμα:

Σχέση κατανάλωσης και εισοδήματος

Περιγραφικά: Σύμφωνα με τον Keynes, ο βασικός

προσδιοριστικός παράγοντας της κατανάλωσης είναι το εισόδημα. Αυξήσεις του εισοδήματος οδηγούν σε αύξηση της κατανάλωσης και το αντίθετο.

10

Α

Β

∆ιαγραμματικά:

C C C2 C1 0 Y1 Y2 Y

Σύμφωνα με το παραπάνω σχήμα, η αύξηση του εισοδήματος από Υ1 σε Υ2 οδήγησε σε αύξηση της κατανάλωσης από C1 σε C2.

Αλγεβρικά: C = α + βΥ (α > 0 και β > 0), όπου C είναι η κατανάλωση (ενδογενής μεταβλητή) και Υ είναι το εισόδημα (εξωγενής μεταβλητή). Από την παραπάνω συνάρτηση κατανάλωσης προκύπτει ∆C/∆Υ = β > 0.

11

ΙΙ. ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΥΚΛΩΜΑ

Οικονομικές μονάδες

νοικοκυριά επιχειρήσεις ή καταναλωτές ή παραγωγοί

Αγορές

αγορά αγορά συντ. αγαθών παραγωγής

κεφαλαιαγορά

κράτος

12

(ΕΡΓΑΣΙΑΣ)

Υποθέσεις: 1) Τα νοικοκυριά καταναλώνουν όλο το εισόδημα 2) ∆εν υπάρχει παρέμβαση κράτους

ΖΗΤΗΣΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΓΑΘΩΝ ΑΓΟΡΑ ΑΓΑΘΩΝ

ΑΓΑΘΩΝ α ά

γ α χ θ α μ ρ α θ ή ή γ ά ρ μ α χ α

Στόχος ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Στόχος σ γ. υ α χ α ν. μ ρ ρ ή ή α π ρ μ π α χ α ρ ν. α ΑΓΟΡΑ ΣΥΝΤ. υ

γ.

ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ σ

ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΖΗΤΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ροή συντελεστών παραγωγής από τα νοικοκυριά στις επιχειρήσεις μέσω της αγοράς συντελεστών παραγωγής.

Ροή αγαθών από τις επιχειρήσεις στα νοικοκυριά μέσω της αγοράς αγαθών.

Ροή χρήματος από τις επιχειρήσεις στα νοικοκυριά μέσω της αγοράς συντελεστών παραγωγής και από τα νοικοκυριά στις επιχειρήσεις μέσω της αγοράς αγαθών.

μεγιστοποίησ

η χρησ

ιμότητας

μεγιστοποίησ

η κέρδους

13

ΙΙΙ. Η ΚΑΜΠΥΛΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ∆ΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ

α) Τρόποι αύξησης της ποσότητας των αγαθών Οι βασικοί τρόποι αύξησης της ποσότητας των αγαθών που ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες είναι:

1 Η αύξηση των ποσοτήτων των συντελεστών παραγωγής

και κυρίως του κεφαλαίου.

2 Η πλήρης απασχόληση των συντελεστών παραγωγής.

3 Η αποδοτική (οικονομική) χρησιμοποίηση των παραγω-

γικών συντελεστών.

β) Οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας

Κάθε οικονομία,

- με δεδομένες τις ποσότητες των συντελεστών παραγωγής,

- δεδομένη την τεχνολογία παραγωγής, και

- πλήρη και αποδοτική χρησιμοποίηση των συντελεστών παρα-γωγής,

μπορεί να παράγει σε κάθε χρονική περίοδο διάφορους συνδυα-σμούς ποσοτήτων αγαθών. Όλοι αυτοί οι συνδυασμοί αποτελούν τις ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ∆ΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ της οικονομίας.

14

Παράδειγμα

Έστω ότι σε μία οικονομία παράγονται δύο μόνο αγαθά, ψωμί και κρέας. Στον παρακάτω πίνακα δίνονται διάφοροι συνδυασμοί ποσο-τήτων των δύο αυτών αγαθών που μπορούν να παραχθούν.

Συνδυασμοί Ψωμί Κρέας

Α 100 0

Β 80 40

Γ 60 70

∆ 40 90

Ε 20 100

Ζ 0 105

Παρατηρήσεις: 1. Καθώς αυξάνεται η παραγωγή του ενός αγαθού, μειώνεται αναγκαστικά η παραγωγή του άλλου αγαθού. ∆ηλαδή, για να αυξηθεί η παραγόμενη ποσότητα του ενός αγαθού θα πρέπει να θυσιαστεί ένα μέρος της παραγωγής του άλλου αγαθού.

2. Η παραγωγή του ενός αγαθού μεγιστοποιείται όταν η παρα-γωγή του άλλου αγαθού είναι ίση με το μηδέν.

Οι παραγωγικές δυνατότητες μίας οικονομίας απεικονίζονται γραφικά με την καμπύλη των παραγωγικών δυνατοτήτων (ΚΠ∆), η οποία ονομάζεται και καμπύλη μετασχηματισμού (ΚΜ), επειδή δείχνει πώς ένα αγαθό μετασχηματίζεται σε άλλο.

15

Α

Β

Γ Λ

Κ ∆

Ε

Ζ

περιοχή εφικτών συνδυασμών

Γραφική απεικόνιση της ΚΠ∆

ψωμί

100

80

60

40

20

0 40 52 70 90 100 105 κρέας

Η καμπύλη που ενώνει τα σημεία Α, Β, Γ, ∆, Ε και Ζ είναι η καμπύλη των παραγωγικών δυνατοτήτων.

Κάθε σημείο της ΚΠ∆ δείχνει τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα του ενός αγαθού που μπορεί να παράγει η οικονομία για δεδομένες ποσότητες του άλλου αγαθού. Για παράδειγμα, το σημείο ∆ δείχνει ότι όταν η οικονομία παράγει 40 μονάδες ψωμιού, η μέγιστη ποσότητα κρέατος που αυτή μπορεί να παράγει είναι 90 μονάδες.

Όλοι οι συνδυασμοί ποσοτήτων των δύο αγαθών που βρίσκονται αριστερά της ΚΠ∆ είναι εφικτοί, ενώ οι συνδυασμοί που βρίσκονται δεξιά της ΚΠ∆ είναι ανέφικτοι.

16

γ) Μετατοπίσεις της ΚΠ∆

Η ΚΠ∆ μετατοπίζεται όταν: (1) μεταβάλλονται οι ποσότητες των συντελεστών παραγωγής, και (2) βελτιώνεται η τεχνολογία παρα-γωγής.

Αύξηση ποσότητας παραγωγικών συντελεστών

ψωμί ψ2 ψ1 0 κ1 κ2 κρέας

Μείωση ποσότητας παραγωγικών συντελεστών

ψωμί ψ1 ψ2 0 κ2 κ1 κρέας

Στην περίπτωση αυτή η ΚΠ∆ μετατοπίζεται προς τα δεξιά.

Εδώ έχουμε μετατόπιση της ΚΠ∆ προς τα αριστερά.

17

ψωμί

ψωμί

Βελτίωση της τεχνολογίας παραγωγής και των δύο αγαθών ψ2 ψ1 0 κ1 κ2 κρέας

Βελτίωση της τεχνολογίας παραγωγής του ψωμιού ψ2 ψ1 0 κ1 κρέας

Βελτίωση της τεχνολογίας παραγωγής του κρέατος ψωμί ψ1 0 κ1 κ2 κρέας

Στην περίπτωση αυτή η ΚΠ∆ μετατοπίζεται προς τα δεξιά.

Η ΚΠ∆ μετατοπίζεται από τη θέση ψ1κ1 στη θέση ψ2κ1.

Η ΚΠ∆ μετατοπίζεται από τη θέση ψ1κ1 στη θέση ψ1κ2.

18

δ) Το εναλλακτικό κόστος Κόστος ευκαιρίας ή εναλλακτικό κόστος ενός αγαθού, π.χ. του χ, είναι το σύνολο των ποσοτήτων του άλλου αγαθού, π.χ. του ψ, ή άλλων αγαθών που πρέπει να θυσιάσουμε για να αποκτήσουμε μία παραπάνω μονάδα από το αγαθό χ.

Εν. κόστος χ σε μον. ψ =

Παράδειγμα

Συνδυασμοί Ψωμί (κιλά)

Κρέας (κιλά)

Α 100 200

Β 150 100

Εν. κόστος ψωμιού = 100/50 = 2 κιλά κρέας

Εν. κόστος κρέατος = 50/100 = 1/2 κιλά ψωμιού

μείωση ποσότητας ψ

αύξηση ποσότητας χ

19

ε) Ο νόμος του αυξανόμενου εναλλακτικού κόστους

Συνδυασμοί

(1)

Παραγωγή Εν. κόστος Εν. κόστος

Ψωμί

(2)

Κρέας

(3)

κρέατος

(4)

ψωμιού

(5)

Α 100 0

Β 80 40 20/40 = 0,50 40/20 = 2,00

Γ 60 70 20/30 = 0,66 30/20 = 1,50

∆ 40 90 20/20 = 1,00 20/20 = 1,00

Ε 20 100 20/10 = 2,00 10/20 = 0,50

Ζ 0 105 20/5 = 4,00 5/20 = 0,25

Από τις στήλες (4) και (5) του παραπάνω πίνακα γίνεται φανερό ότι καθώς η παραγωγή του κρέατος ή του ψωμιού αυξάνεται το εναλλακτικό κόστος αυτού του αγαθού αυξάνεται. Στην περίπτω-ση αυτή, η ΚΠ∆ είναι κοίλη προς την αρχή των αξόνων. Επιπλέον, η ΚΠ∆ έχει αρνητική κλίση εφόσον η αύξηση της παραγωγής του ενός αγαθού απαιτεί τη μείωση της παραγωγής του άλλου αγαθού. Το χαρακτηριστικό αυτό της ΚΠ∆ εκφράζει το βασικό οικονομικό πρόβλημα.

20

κ1 κ2

κ3

κ4

κ5

ψ5

ψ4

ψ3

Ψ2

ψ1

Καμπύλες εναλλακτικού κόστους Η αύξηση του εναλλακτικού κόστους του κάθε αγαθού, καθώς αυξάνεται η παραγόμενη ποσότητά του, φαίνεται καθαρά στα παρακάτω διαγράμματα.

Εν. κόστος κρέατος 4 2 1 0,66 0,5 0 40 70 90 100 105 κρέας

Εν. κόστος ψωμιού 2 1,5 1 0,5 0,25 0 20 40 60 80 100 ψωμί

∆ιάγραμμα 1 Καμπύλη εν. κόστους κρέατος

∆ιάγραμμα 2 Καμπύλη εν. κόστους ψωμιού

21

Νόμος του αυξανόμενου εναλλακτικού κόστους: Όσο περισσότερο προχωρούμε προς την αποκλειστική παραγωγή του ενός αγαθού, έστω του χ, τόσο η κάθε νεοπαραγόμενη μονάδα αυτού του αγαθού απαιτεί προοδευτικά την εγκατάλειψη μεγαλύτερης ποσότητας από την παραγωγή του άλλου αγαθού, έστω του ψ. ∆ηλαδή, καθώς η παραγωγή του χ αυξάνεται, το εναλλακτικό του κόστος αυξάνεται.

Η βασική αιτία που προκαλεί τον νόμο του αυξανόμενου

εναλλακτικού κόστους είναι το γεγονός ότι δεν είναι όλοι οι παραγωγικοί συντελεστές εξίσου κατάλληλοι για την παρα-γωγή των διαφόρων αγαθών.

στ) Απόλυτο πλεονέκτημα, Συγκριτικό πλεονέκτημα και Εξειδίκευση

Απόλυτο πλεονέκτημα στην παραγωγή κάποιου προϊόντος έχει εκείνος που παράγει τη μεγαλύτερη ποσότητα.

Συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή κάποιου προϊόντος έχει εκείνος που παρουσιάζει το μικρότερο εναλλακτικό κόστος.

Η εξειδίκευση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγής. Τα οφέλη της εξειδίκευσης εξαρτώνται από το σχετικό πλεονέκτημα και όχι το απόλυτο. Συνεπώς, για να προκύψουν οφέλη από την εξειδίκευση θα πρέπει αυτή να γίνεται με βάση το σχετικό πλεονέκτημα και όχι το απόλυτο.

22

Παράδειγμα

Παραγωγικές δυνατότητες

Γεωργός Α Γεωργός Β

Σιτάρι Βαμβάκι Σιτάρι Βαμβάκι

0 200 0 160

20 160 10 120

40 120 20 80

60 80 30 40

80 40 40 0

100 0

Συνολική παραγωγή πριν την εξειδίκευση

Σιτάρι = 60 + 30 = 90 μον.

Βαμβάκι = 80 + 40 = 120 μον.

Συνολική παραγωγή μετά την εξειδίκευση

Σιτάρι = 100 + 0 = 100 μον. Βαμβάκι = 160 + 0 = 160 μον.

Γεωργός Α

Γεωργός Β

`Αρα, ο Α έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγω-γή του σιταριού και ο Β στην παραγωγή του βαμβακιού. `Ετσι, η συνολική παραγωγή θα αυξηθεί αν ο Α εξειδικευ-τεί στην παραγωγή σιταριού και ο Β στην παραγωγή βαμβακιού.

σιτάρι μον. 5,04020

βαμβάκι μον. 22040

E

E

σιτάρι μον. 25,04010

βαμβάκι μον. 41040

E

E

23

ΙV. Η ΖΗΤΗΣΗ ΑΓΑΘΩΝ

1) Συναρτήσεις ζήτησης

α) ∆εδομένα καταναλωτή

Για τον κάθε καταναλωτή υπάρχει μία συνάρτηση χρησιμό-τητας που εκφράζει τις προτιμήσεις του.

U = f (q1, q2, …, qn),

όπου U = επίπεδο χρησιμότητας (ικανοποίησης), qi = ποσότητα αγαθού i, i = 1, 2, …, n.

Ο καταναλωτής διαθέτει σε κάθε χρονική περίοδο ένα συγκεκριμένο χρηματικό εισόδημα Μ.

β) Υποθέσεις

Οι τιμές Ρ1, Ρ2, …, Ρn των αγαθών είναι για τον καταναλωτή δεδομένες.

Ο καταναλωτής δαπανάει (ξοδεύει) όλο το εισόδημά του. Συνεπώς:

M = Ρ1q1 + Ρ2q2 + … + Ρnqn.

Η παραπάνω σχέση αποτελεί τον εισοδηματικό περιορισμό του καταναλωτή.

24

γ) Στόχος καταναλωτή

Ο καταναλωτής έχει ως στόχο τη μεγιστοποίηση της χρησιμότη-

τάς του, με δεδομένο το χρηματικό του εισόδημα. Συγκεκριμένα, το πρόβλημα του καταναλωτή διατυπώνεται ως εξής:

Μεγιστοποίηση: U = f (q1, q2, …, qn)

με περιορισμό: M = Ρ1q1 + Ρ2q2 + … + Ρnqn

Από τη λύση του παραπάνω προβλήματος προκύπτουν οι συναρτήσεις ζήτησης των αγαθών που καταναλώνονται:

1dq = h1 (Ρ1, Ρ2, …, Ρn, M)

dnq = hn (Ρ1, Ρ2, …, Ρn, M)

Στην περίπτωση που οι προτιμήσεις του καταναλωτή μετα-βάλλονται έχουμε:

1dq = g1 (Ρ1, Ρ2, …, Ρn, M, Π)

dnq = gn (Ρ1, Ρ2, …, Ρn, M, Π)

όπου: Π είναι οι προτιμήσεις του καταναλωτή και d

iq είναι η ζητούμενη ποσότητα του αγαθού i.

Συνεπώς, η ζητούμενη ποσότητα ενός αγαθού εξαρτάται από την τιμή του, τις τιμές των άλλων αγαθών, το εισόδημα και τις προτιμήσεις των καταναλωτών.

25

qdx

υποκατάσταση qdx

2) Μελέτη της συνάρτησης ζήτησης

α) Μεταβολή της τιμής του αγαθού

dx

x

∆q=

∆P (;)

Έστω ότι η τιμή του αγαθού χ αυξάνεται:

Px

Άρα: dx

x

∆q

∆P < 0. Αυτό σημαίνει ότι η καμπύλη ζήτησης έχει αρνη-

τική κλίση. Η παραπάνω σχέση αποτελεί τη μαθηματική έκφραση του νόμου της ζήτησης.

Νόμος ζήτησης: ανάμεσα στις μεταβολές της τιμής ενός αγαθού και στις μεταβολές της ζητούμενης ποσότητάς του υπάρχει αντίστροφη σχέση.

πραγματικό εισόδημα

26

- Καμπύλες ζήτησης

Ατομική καμπύλη ζήτησης: καμπύλη ζήτησης για ένα αγαθό ενός μόνο καταναλωτή. Ρχ dχ 50 - - - - Α 20 - - - - - - - - Β

0 60 100 qχ

Συνολική (αγοραία) καμπύλη ζήτησης: για να παράγουμε τη συνολική καμπύλη ζήτησης για ένα αγαθό αθροίζουμε οριζόντια όλες τις ατομικές καμπύλες ζήτησης.

Παράδειγμα

Καταναλωτής Α Καταναλωτής Β Α+Β

Ρ dΑ Ρ dB P D 30 30

25 25 10 10 0 20 40 65 qΑ 0 15 55 qΒ 0 20 55 120 Q

Παρατήρηση: Για να μελετήσουμε τη λειτουργία της αγοράς ενός αγαθού χρησιμοποιούμε τη συνολική καμπύλη ζήτησης και τη συνολική καμπύλη προσφοράς.

Μεταξύ τιμής και ζητούμενης ποσότητας υπάρχει αρνητική σχέση.

27

Α

Β

Α Β Γ

D D1 D2

Ζητούμενη ποσότητα: Ποσότητα που οι καταναλωτές επιθυ-μούν σε μια συγκεκριμένη τιμή (ένα σημείο της καμπύλης ζήτησης). Έτσι, λέγοντας μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας εννοούμε μετακινήσεις πάνω στην ίδια καμπύλη ζήτησης λόγω μεταβολής της τιμής του αγαθού.

Ρ D Ρ2 Ρ1

0 Q0 Q1 Q

Ζήτηση: Ποσότητες που οι καταναλωτές επιθυμούν σε κάθε επίπεδο τιμών (ολόκληρη η καμπύλη ζήτησης). Έτσι λέγοντας μετα-βολή της ζήτησης εννοούμε μετατοπίσεις της καμπύλης ζήτησης, επειδή οι καταναλωτές στις ίδιες τιμές ζητούν διαφορετικές ποσό-τητες. Ρ Ρ1

0 Q0 Q1 Q2 Q

Μία αύξηση της τιμής από Ρ1 σε Ρ2 έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζητού-μενης ποσότητας από Q1 σε Q0 (μετα-κίνηση πάνω στην καμπύλη ζήτησης από το σημείο Α στο σημείο Β).

Μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης προς τα δεξιά σημαίνει αύξηση της ζήτησης, ενώ η μετατόπισή της προς τα αριστερά φανερώνει μείωση της ζήτησης.

28

Qx ζήτησης

Qψ τικότητα

Α Β

D D1

β) Μεταβολή της τιμής ενός άλλου αγαθού

x

ψ

∆Q=

∆P(;)

Το τι επιπτώσεις θα έχει στη ζητούμενη ποσότητα του αγαθού χ μία μεταβολή της τιμής του αγαθού ψ εξαρτάται από το εάν τα αγαθά χ και ψ είναι μεταξύ τους συμπληρωματικά, υποκατάστατα ή ανεξάρτη-τα.

Συμπληρωματικά αγαθά: αγαθά που καταναλώνονται μαζί για την ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης. Έστω ότι η τιμή του αγαθού ψ αυξάνεται:

`Αρα: x

ψ

∆Q

∆P < 0. ∆ηλαδή έχουμε μείωση της ζήτησης του αγαθού χ.

Συνεπώς, η καμπύλη ζήτησης του αγαθού χ μετατοπίζεται προς τα αριστερά. Ρχ Ρ1

0 Q0 Q1 Qχ

νόμος συμπληρωμα-

Η αύξηση της τιμής του αγαθού ψ είχε ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές στην ίδια τιμή του αγαθού χ να καταναλώ-νουν μικρότερη ποσότητα από το αγαθό αυτό.

29

Qx ζήτησης

Qψ Pψ

Β Α

D1 D

Υποκατάστατα (ανταγωνιστικά) αγαθά: αγαθά που ικανοποιούν την ίδια ανάγκη. Έτσι το ένα αγαθό μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θέση του άλλου. Έστω ότι η τιμή του αγαθού ψ αυξάνεται:

`Αρα: x

ψ

∆Q

∆P > 0. ∆ηλαδή έχουμε αύξηση της ζήτησης του αγαθού χ.

Συνεπώς, η καμπύλη ζήτησης του χ μετατοπίζεται προς τα δεξιά. Ρχ Ρ1

0 Q0 Q1 Qχ

Ανεξάρτητα αγαθά: Η κατανάλωση του ενός αγαθού δεν επηρεάζει την κατανάλωση του άλλου αγαθού. Επομένως, στην

περίπτωση αυτή ισχύει: x

ψ

∆Q

∆P= 0.

νόμος υποκατάσταση

Η αύξηση της τιμής του αγαθού ψ είχε ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές στην ίδια τιμή του αγαθού χ να καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα από το αγαθό αυτό.

30

Qx Μ

Β Α

D1 D

γ) Μεταβολή του εισοδήματος

x∆Q=

∆M(;)

Το τι επιπτώσεις θα έχει στη ζητούμενη ποσότητα του αγαθού χ μια μεταβολή του εισοδήματος εξαρτάται από το εάν το αγαθό χ είναι κανονικό αγαθό, κατώτερο ή ουδέτερο αγαθό.

Κανονικά αγαθά: αγαθά των οποίων η κατανάλωση αυξάνεται καθώς το εισόδημα αυξάνεται και μειώνεται καθώς το εισόδημα μειώνεται.

Έστω ότι το εισόδημα αυξάνεται:

`Αρα: x∆Q

∆M > 0. ∆ηλαδή έχουμε αύξηση της ζήτησης του αγαθού χ.

Συνεπώς, η καμπύλη ζήτησης του χ μετατοπίζεται προς τα δεξιά. Ρχ Ρ1

0 Q0 Q1 Qχ

εξ’ ορισμού

Η αύξηση του εισοδήματος είχε ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές στην ίδια τιμή του αγαθού χ να καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα από το αγαθό αυτό.

31

Qx Μ

Α Β

D D1

Κατώτερα αγαθά: αγαθά των οποίων η κατανάλωση μειώνεται καθώς το εισόδημα αυξάνεται και αυξάνεται καθώς το εισόδημα μειώνεται.

Έστω ότι το εισόδημα αυξάνεται:

`Αρα: x∆Q

∆M < 0. ∆ηλαδή έχουμε μείωση της ζήτησης του αγαθού χ.

Συνεπώς, η καμπύλη ζήτησης του χ μετατοπίζεται προς τα αριστερά. Ρχ Ρ1

0 Q0 Q1 Qχ

Ουδέτερα αγαθά: αγαθά των οποίων η κατανάλωση δεν επηρεάζεται από τις μεταβολές του εισοδήματος. Στην περίπτωση

αυτή: x∆Q

∆M = 0.

εξ’ ορισμού

Η αύξηση του εισοδήματος είχε ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές στην ίδια τιμή του αγαθού χ να καταναλώνουν μικρότερη ποσότητα από το αγαθό αυτό.

32

Β Α

D1 D

δ) Μεταβολή των προτιμήσεων

x∆Q=

∆Π(;)

Έστω ότι η διαφήμιση του αγαθού χ είχε ως αποτέλεσμα οι κατά-ναλωτές να το προτιμούν πιο έντονα: Ρχ Ρ1

0 Q0 Q1 Qχ

Γενικό συμπέρασμα: Μεταβολές της τιμής του αγαθού οδηγούν σε μετακινήσεις πάνω στην ίδια καμπύλη ζήτησης, ενώ μεταβολές στις τιμές των άλλων αγαθών, στο εισόδημα και στις προτιμήσεις έχουν ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης.

ένταση προτίμησης αγαθού χ

τα νοικοκυριά στις ίδιες τιμές καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες

ζήτηση αγαθού χ

η καμπύλη ζήτησης μετατοπίζεται προς τα δεξιά

Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει:

x∆Q>

∆Π 0. ∆ηλαδή, οι καταναλωτές στην

ίδια τιμή του αγαθού χ καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα από το αγαθό αυτό.

33

3) Ελαστικότητες ζήτησης

α) Γενικά περί ελαστικοτήτων

Έστω η εξής συνάρτηση: y = f(x), όπου: y = εξαρτημένη μεταβλητή και x = ανεξάρτητη μεταβλητή.

(%) μεταβολή του y Ελαστικότητα ως προς x = (%) μεταβολή του x

ή

y x

∆ y∆ y x ∆ ln yy

E = = • =∆ x ∆ x y ∆ ln xx

Η Eyx δείχνει πόσο (%) θα μεταβληθεί το y εάν το x μεταβληθεί κατά 1%. Για παράδειγμα, Εyx = 1,4. Αυτό σημαίνει ότι μία αύξηση του x κατά 1% θα οδηγήσει σε μία αύξηση του y κατά 1,4%.

Η Eyx μπορεί να είναι θετική ή αρνητική ανάλογα τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του x και του y.

34

β) Οι ελαστικότητες ζήτησης Από τη συνάρτηση ζήτησης ενός αγαθού προκύπτουν τρεις διαφορετικές ελαστικότητες:

D

xQ = f (ΡX, Ρy, M, Π)

Σύμφωνα με την τιμή της ελαστικότητας ζήτησης ενός αγα-θού ως προς την τιμή του, λέμε αν η ζήτηση για το αγαθό είναι ελαστική ή ανελαστική.

Με βάση την τιμή της σταυροειδούς ελαστικότητας, τα αγαθά κατατάσσονται σε συμπληρωματικά, υποκατάστατα και ανεξάρτητα.

Σύμφωνα με την τιμή της εισοδηματικής ελαστικότητας τα αγαθά διακρίνονται σε κανονικά (πρώτης ανάγκης και πολυτελείας), κατώτερα και ουδέτερα.

εισοδηματική ελαστικότητα

ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή

σταυροειδής ελαστικότητα

35

∆Q Q

∆Ρ Ρ

ανελαστική ζήτηση

ελαστική ζήτηση

β.1) Ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή

Η ελαστικότητα ζήτησης ενός αγαθού ως προς την τιμή του ορίζεται ως εξής:

(%) μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας ΕD = (%) μεταβολή της τιμής του αγαθού

ή ΕD = =

Παρατηρήσεις: 1. Η ΕD παίρνει αρνητικές τιμές λόγω του νόμου της ζήτησης

(∆Q/∆Ρ < 0). 2. Οι τιμές που παίρνει η ΕD είναι:

- -1 0 πλήρως μοναδιαία πλήρως ελαστική ελαστικότητα ανελαστική ζήτηση ζήτηση

∆Q . Ρ ∆Ρ Q

Η ΕD δείχνει πόσο (%) θα μεταβληθεί η ζητούμενη ποσότητα ενός αγαθού αν η τιμή του μεταβληθεί κατά 1%.

36

A D

Θ

Η

∆ Ζ Ε

Β

Γ

3. Με βάση το παρακάτω σχήμα μπορούμε να υπολογίσουμε την ΕD για διάφορες περιπτώσεις.

Ρ

ΡΒ

ΡΓ

0 QB QΓ Q

- Στο τμήμα ΒΓ (τοξοειδής ελαστικότητα):

B Γ

Γ Bτ ο ξ

B ΓΓ B

P + PQ - Q 2E = •

Q + QP - P2

- Στο σημείο Β (ελαστικότητα σημείου):

ΕD = (-)

Ζ∆

ΟΖ = (-)

Β∆

ΒΑ = (-)

ΘΟ

ΘΑ

- Μετακίνηση Β Γ:

Γ B BD

Γ B B

Q -Q PE = •

P -P Q

- Μετακίνηση Γ Β:

Β Γ ΓD

Β Γ Γ

Q -Q PE = •

P -P Q

37

Α

Β (AB = BΓ)

ΙΕDI =∞

ΕD = 0

Γ

ΙΕDI = 1

4. Κατά μήκος της ίδιας καμπύλης ζήτησης έχουμε διαφορετικές τιμές για την ΕD, εκτός από τρεις περιπτώσεις.

Ρ

P*

0 Q* Q

Οι περιπτώσεις των καμπυλών ζήτησης με σταθερή ΕD είναι:

πλήρως ανελαστική πλήρως ελαστική καμπύλη ζήτησης καμπύλη ζήτησης καμπύλη ζήτησης ισοσκελής υπερβολή Ρ Ρ Ρ D D Ρο D

0 Qo Q 0 Q 0 Q

Σε κάθε σημείο της Σε κάθε σημείο της Σε κάθε σημείο της ΕD = 0

DE = ∞ 1

DE

Γνωρίζουμε ότι στο σημείο Β ισχύει:

ΕD = (-) ΒΓ

ΒΑ

38

D

A

Παράδειγμα

`Εστω ότι η συνάρτηση ζήτησης του αγαθού χ είναι:

Qx = 40 - 5Px

- ∆ιαγραμματική απεικόνιση καμπύλης ζήτησης Ρχ 8 4

0 20 40 Qx

- Υπολογισμός ελαστικότητας όταν Ρx = 4 ν.μ.

Για Ρx = 4 ν. μ. έχουμε: Qx = 40 - 5 (4) = 20 μον. ΕD = = - 5 (4/20) = - 5/5 = - 1.

Αυτή η τιμή της ΕD σημαίνει πως η αύξηση της τιμής του αγαθού κατά 1% έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζητούμενης ποσότητας του αγαθού κατά 1%.

Για Ρx = 0 => Qx = 40 και όταν Qx = 0 => Px = 8.

dQx . Ρx dΡx Qx

39

β.1.1) Σχέση ελαστικότητας ζήτησης και συνολικής δαπάνης

Η συνολική δαπάνη (ΤΕx) των καταναλωτών για την αγορά μίας ποσότητας από ένα αγαθό, π.χ. το x, ισούται με το γινόμενο της τιμής του αγαθού (Ρx) επί την αγοραζόμενη ποσότητα (Qx). Ταυτόχρονα, η συνολική δαπάνη των καταναλωτών αποτελεί το συνολικό έσοδο (TRx) των πωλητών της συγκεκριμένης ποσότητας στην τιμή Ρx. ∆ηλαδή:

ΤΕx TRx = Px . Qx

Ρx Dx Ρ1 A 0 Q1 Qx

Σύμφωνα με τον νόμο της ζήτησης, μεταξύ των μεταβολών της τιμής ενός αγαθού και των μεταβολών της ζητούμενης ποσότητάς του υπάρχει αντίστροφη σχέση. Οπότε, η συνολική δαπάνη των καταναλωτών για ένα αγαθό, καθώς η τιμή του μεταβάλλεται (αυξάνεται ή μειώνεται) μπορεί να αυξηθεί, να μειωθεί ή να παρα-μείνει σταθερή. Το αποτέλεσμα εξαρτάται από την ελαστικότητα ζήτησης του αγαθού ως προς την τιμή του. Παραγωγίζοντας τη σχέση που μας δίνει τη συνολική δαπάνη των καταναλωτών για το αγαθό x ως προς την τιμή του έχουμε:

1 1 1

x xx x x x

x x x x xx x xxx x x x x

P QΤΕ Q P QQ P Q Q ε Q ε

P P P Q P

όπου εxx είναι η ελαστικότητα ζήτησης του αγαθού x ως προς την τιμή του (εxx < 0).

Στο σχήμα η Dx αποτελεί την καμπύλη ζήτησης του αγαθού x. Εάν οι καταναλωτές αγοράζουν στην τιμή Ρ1 την ποσότητα Q1, η συνολική τους δαπάνη για το αγαθό x είναι:

ΤΕx = Px . Qx = P1

. Q1 = ΟP1 . ΟQ1 = Ε(ΟP1ΑQ1)

40

Από την παραπάνω σχέση προκύπτουν τα εξής:

1xxε 0

x

x

ΤΕ

P .

1xxε 0

x

x

ΤΕ

P.

1xxε 0

x

x

ΤΕ

P .

Το πώς ακριβώς μεταβάλλεται η συνολική δαπάνη των κατανα-λωτών για το αγαθό x, όταν η τιμή του αυξάνεται καθώς και όταν αυτή μειώνεται παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα.

Τιμή ΕD Σχέση ΕD και ΤΕ

Ελαστική ζήτηση ΙΕDΙ > 1

Ρ : P×Q ΤΕ (∆ΤΕ < 0) Ρ : P×Q ΤΕ (∆ΤΕ > 0)

Μοναδιαία ελαστικότητα ΙΕDΙ = 1

__ Ρ : P×Q ΤΕ (∆ΤΕ = 0)

__

Ρ : P×Q ΤΕ (∆ΤΕ = 0)

Ανελαστική ζήτηση ΙΕDΙ < 1

Ρ : P×Q ΤΕ (∆ΤΕ > 0) Ρ : P×Q ΤΕ (∆ΤΕ < 0)

Αυτό σημαίνει ότι όταν η ζήτηση του αγαθού x είναι ελαστική, η συνολική δαπάνη των καταναλωτών για το αγαθό x (οπότε και το συνολικό έσοδο των πωλητών) μεταβάλλεται προς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που μεταβάλλεται η τιμή του αγαθού.

∆ηλαδή όταν έχουμε μοναδιαία ελαστικότηταζήτησης, η συνολική δαπάνη (συνολικό έσο-δο) δεν επηρεάζεται από τις μεταβολές της τιμής. Αυτή παραμένει σταθερή.

Συνεπώς, αν η ζήτηση του αγαθού είναι ανελαστική, η συνολική δαπάνη (συνολικό έσοδο) μεταβάλλεται προς την ίδια κατεύ-θυνση που μεταβάλλεται και η τιμή του αγαθού.

41

200

100

50

A1

TEx

Παράδειγμα

Έστω ότι η συνάρτηση ζήτησης του αγαθού x είναι: Qx = 600 - 2Ρx. Για διάφορες τιμές του Ρx μπορούμε να βρούμε τη ζητούμενη ποσότητα (Qx), τη συνολική δαπάνη (ΤΕx = Px

. Qx)

και την ελαστικότητα ζήτησης του x ως προς την τιμή του ( x xxx

x x

dQ Pε

dP Q και 2x

x

dQ

dP ).

Τα μεγέθη αυτά, για Ρx ίσον με 50, 100, 150, 200 και 250 παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα. Ρx 50 100 150 200 250

Qx 500 400 300 200 100

ΤΕx 25.000 40.000 45.000 40.000 25.000

εxx -0,2 -0,5 -1 -2 -5

Με βάση τα στοιχεία του πίνακα, κατασκευάζουμε το σχήμα, που στο επάνω μέρος του απεικονίζεται η καμπύλη ζήτησης του αγαθού x (Dx) και στο κάτω μέρος η καμπύλη της συνολικής δαπάνης των καταναλωτών για το αγαθό x (TEx). Px 300 250 ελαστική μοναδιαία ελαστικότητα 150 A ανελαστική Dx 0 100 200 300 400 500 600 Qx TEx 45.000 40.000 25.000 0 100 200 300 400 500 600 Qx

Όταν η τιμή του αγαθού x είναι μεταξύ των 150 και 300 ευρώ, η ζήτησής του είναι ελαστική, ενώ αν η τιμή του είναι μεταξύ των 0 και 150 ευρώ είναι ανελαστική. Για Ρx = 150 ευρώ έχουμε μοναδιαία ελαστικότητα ζήτησης. Καθώς η τιμή του αγαθού μειώνεται από τα 300 στα 150 ευρώ και η ποσότητα αυξάνεται από τις 0 στις 300 μον., η συνολική δαπάνη αυξάνεται. Αυτή φθάνει σ’ ένα μέγιστο επίπεδο (σημείο Α1) όταν η τιμή του αγαθού ανέρχεται σε 150 ευρώ και στη συνέχεια, για ποσότητες μεγαλύτερες των 300 μον. και συνεπώς τιμές μικρότερες των 150 ευρώ, μειώνεται. Για αυξήσεις τώρα της τιμής από τα 0 μέχρι τα 150 ευρώ και συνεπώς μείωση της ποσότητας από τις 600 στις 300 μον., παρατηρούμε ότι η συνολική δαπάνη αυξάνεται. Αυξήσεις της τιμής πάνω από τα 150 ευρώ οδηγούν σε μείωση της συνολικής δαπάνης.

Το συμπέρασμα που προκύπτει και εδώ είναι ότι η συνολική δαπάνη μετα-βάλλεται προς την ίδια κατεύθυνση που μεταβάλλεται και η τιμή όταν η ζήτηση είναι ανελαστική και προς την αντίθετη κατεύθυνση όταν η ζήτηση είναι ελαστική.

42

∆Qx Qx

∆Ρψ Ρψ

β.2) Σταυροειδής ελαστικότητα

Η σταυροειδής ελαστικότητα ανάμεσα σε δύο αγαθά π.χ. το χ και το ψ ορίζεται ως εξής:

(%) μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας του χ Εστ = (%) μεταβολή της τιμής του αγαθού ψ

ή

Εστ = = Με βάση τις τιμές που παίρνει η Εστ τα αγαθά κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

Εστ > 0 : τα αγαθά χ και ψ είναι υποκατάστατα αγαθά.

Εστ < 0 : τα αγαθά χ και ψ είναι συμπληρωματικά αγαθά.

Εστ = 0 : τα αγαθά χ και ψ είναι ανεξάρτητα αγαθά.

∆Qx . Ρψ ∆Ρψ Qx

Η Εστ δείχνει πόσο (%) θα μεταβληθεί η ζητούμενη ποσότητα του αγαθού χ αν η τιμή του αγαθού ψ μεταβληθεί κατά 1%.

43

∆Qx

Qx ∆Μ Μ

β.3) Εισοδηματική ελαστικότητα

Η εισοδηματική ελαστικότητα ορίζεται ως εξής:

(%) μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας του χ ΕΜ = (%) μεταβολή του εισοδήματος

ή

ΕΜ = =

Με βάση τις τιμές που παίρνει η ΕΜ έχουμε τις εξής κατηγορίες αγαθών:

ΕΜ = 0 : ουδέτερα αγαθά.

ΕΜ < 0 : κατώτερα αγαθά.

ΕΜ > 0 : κανονικά αγαθά. Τα κανονικά αγαθά διακρίνονται σε πρώτης ανάγκης και πολύ-τελείας.

ΕΜ < 1 : αγαθά πρώτης ανάγκης.

ΕΜ > 1 : αγαθά πολυτελείας.

∆Qx . Μ ∆Μ Qx

Η ΕΜ δείχνει πόσο (%) θα μεταβληθεί η ζητούμενη ποσότητα του αγαθού χ αν το εισόδημα μεταβληθεί κατά 1%.

44

V. Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΓΑΘΩΝ

1) Ο νόμος της προσφοράς

Νόμος προσφοράς: η παραγόμενη και η προσφερόμενη ποσότητα ενός αγαθού αυξάνεται καθώς η τιμή του αυξάνεται και μειώνεται καθώς η τιμή του μειώνεται.

Με άλλα λόγια: sx

x

∆Q>0

∆P. Αυτό σημαίνει ότι η καμπύλη προσφοράς

έχει θετική κλίση.

Γνωρίζουμε ότι: Π = TR - TC (Π = κέρδος, TR = συνολική πρόσοδος και TC = συνολικό κόστος). Συνεπώς:

Px TR Π Q s

x . `Αρα:

sx

x

∆Q>0

∆P.

αριθμός επιχειρήσεων

45

Α

Β

2) Καμπύλες προσφοράς

α) Ατομική καμπύλη προσφοράς: αναφέρεται σε μία μόνο επιχείρηση.

Ρ s Ρ2 Ρ1

0 q1 q2 q β) Συνολική (αγοραία) καμπύλη προσφοράς: για να παράγουμε τη συνολική καμπύλη προσφοράς προσθέτουμε οριζόντια όλες τις ατομικές καμπύλες προσφοράς.

Παράδειγμα

Επιχείρηση Α Επιχείρηση Β Α+Β

Ρ sΑ Ρ sΒ P S 50 50 30 30

0 50 70 qΑ 0 20 30 qΒ 0 70 100 Q

Μεταξύ τιμής και προσφερόμενης ποσότητας υπάρχει θετική σχέση.

46

Α

Β

Α Β Γ

S S1 S2

γ) Προσφερόμενη ποσότητα: ποσότητα που οι παραγωγοί προσφέρουν σε μια συγκεκριμένη τιμή (ένα σημείο της καμπύλης προσφοράς). `Ετσι, λέγοντας μεταβολή της προσφερόμενης ποσό-τητας εννοούμε μετακινήσεις πάνω στην ίδια καμπύλη προσφοράς λόγω μεταβολής της τιμής του αγαθού.

Ρ S Ρ2 Ρ1

0 Q1 Q2 Q δ) Προσφορά: ποσότητες που οι παραγωγοί προσφέρουν σε κάθε επίπεδο τιμών (ολόκληρη η καμπύλη προσφοράς). Λέγοντας μεταβολή της προσφοράς εννοούμε μετατοπίσεις της καμπύλης προσφοράς επειδή οι παραγωγοί στις ίδιες τιμές προσφέρουν διαφορετικές ποσότητες. Ρ Ρ1

0 Q0 Q1 Q2 Q

Μία αύξηση της τιμής από Ρ1 σε Ρ2 έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της προσφερόμενης ποσότητας από Q1 σε Q2 (μετακίνηση πάνω στην καμπύ-λη προσφοράς από το σημείο Α στο σημείο Β).

Μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς προς τα δεξιά σημαίνει αύξηση της προσφοράς, ενώ η μετατόπισή της προς τα αριστερά φανερώνει μείωση της προσφοράς.

47

Α Β

S1 S

3) Μετατοπίσεις της καμπύλης προσφοράς

Η καμπύλη προσφοράς ενός αγαθού μετατοπίζεται όταν: α) βελτιωθεί η τεχνολογία παραγωγής του αγαθού και β) μεταβληθούν οι αμοιβές των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του.

α) Βελτίωση της τεχνολογίας παραγωγής Στην περίπτωση αυτή:

Ρ Ρ1

0 Q1 Q2 Q

κόστος παραγωγής

οι παραγωγοί στις ίδιες τιμές προσφέρουν μεγα-λύτερες ποσότητες

προσφορά Η καμπύλη προσφοράς μετατοπίζεται προς τα δεξιά

Η βελτίωση της τεχνολογίας παραγωγής είχε ως αποτέλε-σμα η καμπύλη προσφοράς να μετατοπιστεί από τη θέση S στη θέση S1.

48

β) Μεταβολή των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής

Η αύξηση των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ενός αγαθού έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της προσφοράς του, επειδή το κόστος παραγωγής του εν λόγω αγαθού αυξάνεται. Αντίθετα, μία μείωση των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής οδηγεί σε αύξηση της προσφοράς του αγαθού λόγω μείωσης του κόστους παραγωγής του. Στην πρώτη περίπτωση, οι παραγωγοί προσφέρουν στις ίδιες

τιμές μικρότερες ποσότητες από το αγαθό. Συνεπώς, η καμπύλη προσφοράς του μετατοπίζεται προς τα αριστερά.

Στη δεύτερη περίπτωση, οι παραγωγοί προσφέρουν στις ίδιες

τιμές μεγαλύτερες ποσότητες. Συνεπώς, η καμπύλη προσφοράς μετατοπίζεται προς τα δεξιά.

49

∆Q Q ∆Ρ Ρ

ανελαστική προσφορά

ελαστική προσφορά

4) Η ελαστικότητα προσφοράς

Η ελαστικότητα προσφοράς ορίζεται ως εξής:

(%) μεταβολή της προσφερόμενης ποσότητας Εs = (%) μεταβολή της τιμής του αγαθού

ή Εs = =

Παρατηρήσεις: 1. Η Εs παίρνει θετικές τιμές λόγω του νόμου της προσφοράς

(∆Q/∆Ρ > 0).

2. Οι τιμές που παίρνει η Εs είναι:

0 1 πλήρως μοναδιαία πλήρως ανελαστική ελαστικότητα ελαστική προσφορά προσφορά

∆Q . Ρ ∆Ρ Q

Η Εs δείχνει πόσο (%) θα μεταβληθεί η προσφερόμενη ποσότητα ενός αγαθού αν η τιμή του μεταβληθεί κατά 1%.

50

VΙ. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΚΟΣΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1) Ο χρονικός ορίζοντας της επιχείρησης

α) Μακροχρόνια περίοδος: ορίζεται ως η χρονική περίοδος μέσα στην οποία η επιχείρηση μπορεί να μεταβάλλει τις ποσότητες όλων των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιεί.

Για παράδειγμα, αν για την παραγωγή του προϊόντος (Q) χρησιμοποιούνται εργασία (L) και κεφάλαιο (Κ), τότε η συνάρτηση παραγωγής έχει την εξής μορφή:

Q = f(L, K).

Στην περίπτωση αυτή, οι μεταβολές στην ποσότητα του προϊόντος οφείλονται σε μεταβολές τόσο της ποσότητας της εργασίας όσο και της ποσότητας του κεφαλαίου.

β) Βραχυχρόνια περίοδος: ορίζεται ως η χρονική περίοδος μέσα στην οποία η επιχείρηση δεν μπορεί να μεταβάλλει τις ποσότητες όλων των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιεί.

Στην περίοδο αυτή, υπάρχει τουλάχιστον ένας συντελεστής παραγωγής, η ποσότητα του οποίου δεν μπορεί να μεταβληθεί.

Για παράδειγμα, αν για την παραγωγή του προϊόντος (Q) χρησιμοποιούνται εργασία (L) και κεφάλαιο (Κ), θα πρέπει ο ένας από τους δύο συντελεστές να είναι σταθερός, π.χ. το κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή, η συνάρτηση παραγωγής γράφεται ως εξής:

Q = f(L, Kο).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι μεταβολές στην ποσότητα του προϊόντος οφείλονται αποκλειστικά σε μεταβολές της ποσότητας της εργασίας. Η ποσότητα του κεφαλαίου παραμένει σταθερή.

51

2) ∆ιάφορες έννοιες προϊόντος

α) Συνολικό προϊόν (TΡ): είναι το προϊόν που συνολικά παράγεται από συγκεκριμένες ποσότητες συντελεστών παραγω-γής. ∆ηλαδή:

1 2, , , nTP Q f x x x .

β) Μέσο προϊόν ενός συντελεστή παραγωγής (ΑPxi): δείχνει πόσες μονάδες προϊόντος αντιστοιχούν σε κάθε μονάδα του συντελεστή παραγωγής xi. ∆ηλαδή:

xi

i

TPAP

x .

γ) Οριακό προϊόν ενός συντελεστή παραγωγής (ΜPxi): δείχνει πόσο θα αυξηθεί το συνολικό προϊόν, αν χρησιμοποιηθεί μία επιπλέον μονάδα από τον συντελεστή παραγωγής xi. ∆ηλαδή:

Δ

Δxi

i

TPMP

x .

Για παράδειγμα, αν Q = f(L, K), όπου L είναι η ποσότητα της εργασίας και Κ είναι η ποσότητα του κεφαλαίου, τότε το μέσο προϊόν της εργασίας (APL) και το οριακό προϊόν της εργασίας (MPL) αντίστοιχα είναι:

APL = Q/L και MPL = ∆Q/∆L.

52

Παράδειγμα

Έδαφος (Ν)

(στρέμματα)

Αριθμός εργατών (L) TP APL MPL

10 0 0 -

10 1 10 10,0 10

10 2 26 13,0 16

10 3 45 15,0 19

10 4 62 15,5 17

10 5 74 14,8 12

10 6 78 13,0 4

10 7 78 11,1 0

10 8 72 9,0 -6

Για τον υπολογισμό του μέσου και του οριακού προϊόντος της εργασίας χρησιμοποιούμε τις εξής σχέσεις:

L

TPAP

L και Δ

ΔL

TPMP

L .

Παρατήρηση: Το έδαφος είναι σταθερός συντελεστής παραγωγής. Συνεπώς, η αύξηση του προϊόντος οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των εργαζομένων.

53

3) Αποδόσεις στην κλίμακα

Στη μακροχρόνια περίοδο συναντάμε την έννοια: «ΑΠΟ∆ΟΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ». Οι αποδόσεις στην κλίμακα δείχνουν το πόσο αυξάνεται η παραγόμενη ποσότητα όταν οι ποσότητες όλων των συντελεστών παραγωγής αυξηθούν κατά την ίδια αναλογία. Έτσι έχουμε τα εξής είδη αποδόσεων στην κλίμακα:

Αποδόσεις στην κλίμακα

σταθερές αύξουσες φθίνουσες

Σταθερές αποδόσεις στην κλίμακα: Το προϊόν αυξάνεται κατά την ίδια αναλογία που αυξάνονται οι ποσότητες των συντελεστών παραγωγής. Συνεπώς, η παραγωγικότητα παρα-μένει σταθερή, οπότε και το μέσο κόστος παραγωγής παρα-μένει σταθερό.

Αύξουσες αποδόσεις στην κλίμακα: Το προϊόν αυξάνεται κατά μεγαλύτερη αναλογία από αυτή που αυξάνονται οι ποσότητες των συντελεστών παραγωγής. Συνεπώς, η παρα-γωγικότητα αυξάνεται και άρα το μέσο κόστος παραγωγής μειώνεται.

Φθίνουσες αποδόσεις στην κλίμακα: Το προϊόν αυξάνεται κατά μικρότερη αναλογία από αυτή που αυξάνονται οι ποσότητες των συντελεστών παραγωγής. Οπότε η παρα-γωγικότητα μειώνεται και συνεπώς αυξάνεται το μέσο κόστος παραγωγής.

54

4) Ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης

α) Νόμος της φθίνουσας απόδοσης: καθώς η ποσότητα ενός συντελεστή παραγωγής αυξάνεται και οι ποσότητες όλων των άλλων συντελεστών παραγωγής παραμένουν σταθερές, το συνο-λικό προϊόν μετά από κάποιο σημείο αυξάνεται με φθίνοντα ρυθμό.

Η λειτουργία του νόμου της φθίνουσας απόδοσης έχει σαν συνέπεια τη μείωση αρχικά του οριακού προϊόντος και στη συνέχεια τη μείωση του μέσου προϊόντος. Αυτό σημαίνει ότι το μέσο κόστος παραγωγής αυξάνεται.

Η λειτουργία του νόμου της φθίνουσας απόδοσης οφείλεται καθαρά στο ότι η επιχείρηση δεν έχει τη δυνατότητα βρα-χυχρόνια να μεταβάλλει τις ποσότητες όλων των συντελε-στών παραγωγής που χρησιμοποιεί.

55

ΤΡ1

Β΄

∆΄΄

Φάση ΙΙ

Α

β) Οι τρεις φάσεις παραγωγής

TP

Γ Ε

Β

Α ΤΡ

0 L1 L2 L3 L4 L5 L

APL

MPL Α ∆΄ APL

0 L1 L2 L4 L MPL

Φάση Ι Φάση ΙΙΙ

56

Παρατηρήσεις:

1. Μέχρι το σημείο Α το ΤΡ αυξάνεται πολύ γρήγορα. Μετά το σημείο αυτό, το ΤΡ αυξάνεται με φθίνοντα ρυθμό. ∆ηλαδή, από το σημείο Α και μετά αρχίζει να λειτουργεί ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης. Το ΤΡ μετά το σημείο ∆ αρχίζει να μειώνεται.

2. Η λειτουργία του νόμου της φθίνουσας απόδοσης έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση αρχικά του ΜPL και στη συνέχεια του ΑPL.

3. Στο σημείο ∆΄΄ το ΜPL είναι ίσο με το μηδέν, ενώ στη συνέχεια αυτό παίρνει αρνητικές τιμές, καθόσον το ΤΡ μετά το σημείο ∆ μειώνεται.

4. Η καμπύλη του ΜPL τέμνει την καμπύλη του ΑPL στο υψηλότερο σημείο της.

- Η λογική φάση παραγωγής

Στην πρώτη φάση παραγωγής (φάση Ι) το APL είναι

αυξανόμενο και συνεπώς δεν συμφέρει την επιχείρηση να διακόψει την παραγωγή της. Για τον λόγο αυτό η φάση αυτή δεν θεωρείται λογική φάση παραγωγής.

Στην τρίτη φάση παραγωγής (φάση ΙΙΙ) το ΤΡ μειώνεται,

οπότε το ΜPL παίρνει αρνητικές τιμές. Για τον λόγο αυτό η φάση ΙΙΙ δεν θεωρείται λογική φάση παραγωγής.

Εφόσον απορρίπτονται οι φάσεις παραγωγής Ι και ΙΙΙ, λογική

φάση παραγωγής θεωρείται η φάση ΙΙ. Στη φάση αυτή το ΑPL είναι φθίνον, όπως και το ΜPL, το οποίο όμως παίρνει θετικές τιμές (ΜPL>0) και επιπλέον ΑPL> ΜPL.

57

5) Το κόστος παραγωγής

α) Βραχυχρόνια περίοδος

Στη βραχυχρόνια περίοδο συναντάμε τις εξής έννοιες κόστους:

Σταθερό κόστος (FC): είναι το κόστος των σταθερών συντε-λεστών παραγωγής. Το FC δεν εξαρτάται από την παραγόμενη ποσότητα.

Μεταβλητό κόστος (VC): είναι το κόστος των μεταβλητών συντελεστών παραγωγής. Το κόστος αυτό μεταβάλλεται καθώς μεταβάλλεται η παραγόμενη ποσότητα.

Συνολικό κόστος (TC): TC = FC + VC.

Στο παρακάτω σχήμα παρουσιάζονται γραφικά οι παραπάνω έννοιες κόστους. κόστος TC FC VC TC FC VC 0 Q1 Q

58

Μέσο σταθερό κόστος (ΑFC): δείχνει το σταθερό κόστος ανά μονάδα προϊόντος.

Q

FCAFC

Μέσο μεταβλητό κόστος (ΑVC): δείχνει το μεταβλητό κόστος ανά μονάδα προϊόντος.

Q

VCAVC

Μέσο συνολικό κόστος (ΑTC): δείχνει το κόστος ανά μονάδα προϊόντος.

AVCAFCQTC

ATC

Οριακό κόστος (ΜC): δείχνει πόσο θα αυξηθεί το συνολικό κόστος αν παραχθεί μια επιπλέον μονάδα προϊόντος.

QTC

MCΔ

Δ

Παρατήρηση: Επειδή το FC δεν εξαρτάται από την παραγόμενη ποσότητα ακόμη ισχύει:

QVC

MCΔ

Δ

∆ηλαδή το ΜC εξαρτάται αποκλειστικά από το VC.

59

A

B

∆ιαγραμματική παρουσίαση AFC, AVC, ATC και MC

κόστος MC ATC AVC AFC 0 Q

Παρατηρήσεις:

1. Η καμπύλη του MC διέρχεται από το κατώτατο σημείο των καμπυλών του AVC και του ATC. 2. Οι καμπύλες του AVC και του ATC έχουν ένα κατερχόμενο και ένα ανερχόμενο τμήμα. Το κατερχόμενο τμήμα οφείλεται στο ότι αρχικά το προϊόν, καθώς αυξάνεται η ποσότητα του μεταβλητού συντελεστή παραγωγής, αυξάνεται πολύ γρήγορα. Το ανερχόμενο τμήμα οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της φθίνουσας απόδο-σης. 3. Το AFC συνεχώς μειώνεται, καθώς αυξάνεται η παραγόμενη ποσότητα.

60

Εο

β) Μακροχρόνια περίοδος Στη μακροχρόνια περίοδο δεν έχουμε σταθερό κόστος, επειδή όλοι οι συντελεστές παραγωγής μεταβάλλονται. Η πιο σημαντι-κή έννοια κόστους εδώ είναι το μέσο κόστος (ΑC), που δείχνει το κόστος ανά μονάδα προϊόντος.

Η μακροχρόνια καμπύλη μέσου κόστους ορίζεται ως η καμπύλη που δίνει το χαμηλότερο δυνατό κόστος ανά μονάδα προϊόντος για κάθε μέγεθος παραγωγής, όταν η επιχείρηση μπορεί να μεταβάλλει τις ποσότητες όλων των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιεί.

Μακροχρόνια καμπύλη μέσου κόστους

AC

ATC1 ATC2 ATC3

Α Δ

Β Ε1 Γ

AC

0 Q1 Q

Η μακροχρόνια καμπύλη μέσου κόστους είναι η ΑΒΓ∆, που αποτελείται από τμήματα διαδοχικών βραχυχρόνιων καμπυλών μέσου συνολικού κόστους.

61

- Μορφές της μακροχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους

Η μορφή της μακροχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους εξαρτάται από το είδος των αποδόσεων στην κλίμακα. Συγκεκριμένα, όταν οι αποδόσεις στην κλίμακα είναι σταθερές, το μέσο κόστος είναι σταθερό. Στην περίπτωση που οι αποδόσεις στην κλίμακα είναι αύξουσες, το μέσο κόστος μειώνεται, καθώς αυξάνεται η παρα-γωγή. Ενώ όταν οι αποδόσεις στην κλίμακα είναι φθίνουσες, το μέσο κόστος αυξάνεται καθώς αυξάνεται η παραγωγή.

Σταθερές Αύξουσες Φθίνουσες αποδόσεις αποδόσεις αποδόσεις

AC AC AC AC AC

AC

0 Q 0 Q 0 Q

62

Α Β Γ

Δ Ε

VΙΙ. Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΝΟΣ ΑΓΑΘΟΥ

1) Προσδιορισμός τιμής ισορροπίας

Η τιμή ισορροπίας στην αγορά ενός αγαθού προσδιορίζεται από το σημείο τομής των καμπυλών προσφοράς και ζήτησης.

Ρ Dx Sx πλεόνασμα Ρ2 Ρ* P1 έλλειμμα 0 Q* Q

Η τιμή ισορροπίας του αγαθού χ είναι η Ρ*. Στην τιμή αυτή η ζητούμενη ποσότητα είναι ίση με την προσφερόμενη. ∆ηλαδή:

QD = QS (συνθήκη ισορροπίας).

Παρατηρήσεις:

Αν η τιμή του προϊόντος είναι η Ρ2 (Ρ2 > Ρ*), τότε στην αγορά παρουσιάζεται πλεόνασμα ίσο με ΒΓ (η προσφερόμενη ποσό-τητα είναι μεγαλύτερη από τη ζητούμενη). Στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται στην αγορά πιέσεις για μείωση της τιμής. Σύμφωνα με το σχήμα:

QS = Ρ2Γ

QD = Ρ2Β πλεόνασμα = QS - QD = ΒΓ

63

Αν η τιμή του προϊόντος είναι η Ρ1 (Ρ1 < Ρ*), τότε στην αγορά παρουσιάζεται έλλειμμα ίσο με ∆Ε (η ζητούμενη ποσότητα είναι μεγαλύτερη από την προσφερόμενη). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει τάση στην αγορά για αύξηση της τιμής του προϊόντος. Σύμφωνα με το σχήμα:

QS = Ρ1∆

QD = Ρ1Ε

Παράδειγμα

`Εστω ότι οι συναρτήσεις ζήτησης και προσφοράς ενός προϊόντος είναι:

QD = 45 - 5P και QS = 15 + 10P.

∆ιαγραμματική απεικόνιση

Ρ 9 D S A 2 0 15 35 45 Q -1,5

Προσδιορισμός τιμής ισορροπίας

Στην τιμή ισορροπίας: QD = QS = Q. Συνεπώς:

45 - 5Ρ = 15 + 10Ρ => 15Ρ = 30 => Ρ = 2.

Για Ρ = 2 έχουμε: Q = 45 - 5(2) = 35.

έλλειμμα = QD - QS = ∆Ε

- Για P = 0 => QD = 45, όταν QD = 0 => P = 9.

- Για P = 0 => QS = 15, όταν QS = 0 => P = -1,5 (αρνητικές τιμές δεν γίνονται δεκτές).

64

Αν Ρ = 3, τότε:

QS = 15 + 10(3) = 45 QD = 45 - 5(3) = 30

Αν Ρ = 1, τότε:

QS = 15 + 10(1) = 25 QD = 45 - 5(1) = 40

2) Ευσταθής και μη-ευσταθής ισορροπία

Η αγορά ενός αγαθού βρίσκεται σε ισορροπία όταν δεν υπάρχουν τάσεις για αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης. `Οσον αφορά την ισορροπία, υπάρχουν δύο είδη: η ευσταθής ισορροπία και η ασταθής (μη-ευσταθής) ισορροπία.

Όταν η ισορροπία στην αγορά ενός αγαθού διαταραχθεί και το σύστημα από μόνο του (χωρίς ουδεμία παρέμβαση) μπορεί να επανέλθει στην αρχική θέση ισορροπίας, λέμε ότι η ισορροπία είναι ευσταθής. Αν το σύστημα δεν μπορεί να επανέλθει από μόνο του στην αρχική θέση ισορροπίας, τότε η ισορροπία είναι μη-ευσταθής. Στην περίπτωση αυτή, για την αποκατάσταση της ισορροπίας είναι απαραίτητη η παρέμβαση.

Σύμφωνα με τον μηχανισμό της αγοράς, όταν η τιμή ενός

αγαθού είναι μεγαλύτερη από την τιμή ισορροπίας, στην αγορά του εν λόγω αγαθού εμφανίζεται πλεόνασμα (η προσφερόμενη ποσότητα είναι μεγαλύτερη από τη ζητούμε-νη), το οποίο έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση της τιμής του αγαθού. Στην περίπτωση που η τιμή του αγαθού είναι μικρότερη από την τιμή ισορροπίας, στην αγορά του αγαθού παρουσιάζεται έλλειμμα (η ζητούμενη ποσότητα είναι μεγα-λύτερη από την προσφερόμενη), με αποτέλεσμα να έχουμε αύξηση της τιμής του αγαθού.

=> πλεόνασμα = 45 - 30 = 15 μον.

=> έλλειμμα = 40 - 25 = 15 μον.

65

Ευσταθής ισορροπία Ρ D S Ρ1 Στην τιμή Ρ1 εμφανίζεται στην αγορά του αγαθού πλεόνασμα. Ρ* Το σύστημα επανέρχεται από μόνο του στην αρχή θέση ισορροπίας. 0 Q* Q

Ασταθής ισορροπία Ρ D S Ρ1 Εδώ έχουμε όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από την αρχική Ρ* θέση ισορροπίας. Στην περί- πτωση αυτή, οι μηχανισμοί της αγοράς δεν λειτουργούν. 0 Q* Q

66

3) Μεταβολή της τιμής ισορροπίας

Μεταβολές στην τιμή ισορροπίας ενός αγαθού έχουμε όταν μετατοπίζεται η καμπύλη ζήτησης ή η καμπύλη προσφοράς ή και οι δύο.

- ∆ιάφορα παραδείγματα

α) Μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης P D2 S D1 P2 B P1 A 0 Q1 Q2 Q

Αν το αγαθό χ είναι κανονικό αγαθό και αυξηθεί το εισόδημα των καταναλωτών, θα έχουμε μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης προς τα δεξιά και νέο σημείο ισορροπίας το Β όπου:

τιμή ισορροπίας = P2 > Ρ1……… … ποσότητα ισορροπίας = Q2 > Q1.

Επομένως, η αύξηση της ζήτησης ενός αγαθού οδηγεί σε αύξηση της τιμής ισορροπίας του και της ποσότητας ισορροπίας του.

Αρχικό σημείο ισορροπίας στην αγορά του αγαθού χ είναι το σημείο Α, όπου:

τιμή ισορροπίας = Ρ1 ποσότητα ισορροπίας = Q1.

67

β) Μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς

P S1 D S2 P1 A P2 Β 0 Q1 Q2 Q

Μία μείωση του κόστους παραγωγής του αγαθού χ, λόγω βελτίω-σης π.χ. της τεχνολογίας παραγωγής του, έχει σαν αποτέλεσμα τη μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς του αγαθού χ προς τα δεξιά. Αυτό συμβαίνει, επειδή οι παραγωγοί προσφέρουν, εξαιτίας της μείωσης του κόστους παραγωγής, στις ίδιες τιμές μεγαλύτερες ποσότητες από το αγαθό. `Ετσι έχουμε ένα νέο σημείο ισορρο-πίας, που είναι το Β. Στο σημείο αυτό:

τιμή ισορροπίας = P2 < Ρ1………… ποσότητα ισορροπίας = Q2 > Q1.

Συνεπώς, η μείωση του κόστους παραγωγής του αγαθού χ είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής του και ταυτόχρονα την αύξηση της ποσότητάς του.

Αρχικό σημείο ισορροπίας στην αγορά του αγαθού χ είναι το σημείο Α, όπου:

τιμή ισορροπίας = Ρ1 ποσότητα ισορροπίας = Q1.

68

Α

γ) Ταυτόχρονη μετατόπιση των καμπυλών προσφοράς και ζήτησης

P D1 D2 S1 S2 S3 S4 Β P1 Γ Pο Δ 0 Q1 Q

Έστω ότι το αγαθό χ είναι κανονικό αγαθό και έχουμε ταυτόχρονα αύξηση του εισοδήματος και βελτίωση της τεχνολογίας παραγω-γής του χ. Στην περίπτωση αυτή θα επέλθει αύξηση της ζήτησης και της προσφοράς του αγαθού χ, οπότε οι καμπύλες ζήτησης και προσφοράς του αγαθού μετατοπίζονται προς τα δεξιά. Η αύξηση της ζήτησης έχει ως συνέπεια την αύξηση της τιμής του αγαθού, ενώ αντίθετα η αύξηση της προσφοράς έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής του.

Το νέο σημείο ισορροπίας εξαρτάται από το μέγεθος της επίδρασης του κάθε παράγοντα. Αυτό μπορεί να είναι το σημείο Β, το Γ ή το ∆.

Αρχικό σημείο ισορροπίας στην αγορά του αγαθού χ είναι το σημείο Α, όπου:

τιμή ισορροπίας = Ρ1 ποσότητα ισορροπίας = Q1.

69

Τα αποτελέσματα των μετατοπίσεων των καμπυλών της ζήτησης και της προσφοράς ενός αγαθού στην τιμή ισορροπίας και την ποσότητα ισορροπίας του αγαθού, στην περίπτωση που η καμπύλη ζήτησης έχει αρνητική κλίση (δεν είναι πλήρως ελαστική ή πλήρως ανελαστική) και η καμπύλη προσφοράς έχει θετική κλίση (δεν είναι πλήρως ελαστική ή πλήρως ανελαστική), συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα.

Προσφορά Ζήτηση

Αυξάνεται Παραμένει σταθερή Μειώνεται

Αυξάνεται P (;) , Q P , Q P , Q (;)

Παραμένει σταθερή P , Q ---- P , Q

Μειώνεται P , Q (;) P , Q P (;) , Q

Το μέγεθος των μεταβολών της τιμής ισορροπίας και της ποσότητας ισορροπίας, λόγω μετατόπισης της καμπύλης ζήτησης ή της καμπύλης προσφοράς, εξαρτάται από το πόσο ελαστική ή ανελαστική είναι καμπύλη προσφοράς ή η καμπύλη ζήτησης. Το σχήμα που ακολουθεί δείχνει για μία δεδομένη μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης το μέγεθος της μεταβολής της τιμής ισορροπίας και της ποσότητας ισορροπίας, ανάλογα με τον βαθμό ελαστικό-τητας της καμπύλης προσφοράς.

P

A

Β

Γ

S1

S2

S3

D1

D2

P3

P2

P1

0 Q1 Q2 Q3 Q

D1

D2

70

Το αρχικό σημείο ισορροπίας είναι το Α, στο οποίο αντιστοιχεί η τιμή P1 και η ποσότητα Q1. Μία μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης από τη θέση D1D1 στη θέση D2D2 έχει ως αποτέλεσμα η αγορά να μετακινηθεί σε μία νέα θέση ισορροπίας. Αν η καμπύλη προσφοράς είναι η S1, η οποία είναι τελείως ανελαστική, το νέο σημείο ισορροπίας είναι το Β. Στην περίπτωση που η καμπύλη προσφοράς είναι η S2, το νέο σημείο ισορροπίας είναι το Γ και όταν η καμπύλη προσφοράς είναι η S3, η οποία είναι πλήρως ελαστική, το νέο σημείο ισορροπίας είναι το ∆. Όπως φαίνεται στο σχήμα, όταν η καμπύλη προσφοράς είναι πλήρως ανελαστική, η μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης προς τα δεξιά προκαλεί μεγάλη αύξηση της τιμής ισορροπίας, ενώ η ποσότητα ισορροπίας δεν μεταβάλλεται. Από την άλλη μεριά, αν η καμπύλη προσφοράς είναι πλήρως ελαστική, η μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης προς τα δεξιά δεν επηρεάζει την τιμή ισορροπίας, αλλά οδηγεί σε μεγάλη αύξηση της ποσότητας ισορροπίας.

Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει εδώ είναι ότι όσο πιο ανελαστική είναι η καμπύλη προσφοράς τόσο μεγαλύτερη θα είναι η μεταβολή που θα επέλθει στην τιμή ισορροπίας και μικρότερη η μεταβολή που θα επέλθει στην ποσότητα ισορροπίας, από μία δεδομένη μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης. Ενώ όσο πιο ελαστική είναι η καμπύλη προσφοράς τόσο μικρότερη θα είναι η μεταβολή της τιμής ισορροπίας και μεγαλύτερη η μεταβολή της ποσότητας ισορροπίας.

Στο παρακάτω σχήμα παρουσιάζονται οι μεταβολές που επέρχονται στην αγορά ενός αγαθού, λόγω μετατόπισης της καμπύλης προσφοράς του, σε σχέση με το πόσο ελαστική ή ανελαστική είναι η καμπύλη ζήτησης του αγαθού.

71

Στην περίπτωση που μετατοπίζεται η καμπύλη προσφοράς, το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι όσο πιο ανελαστική είναι η καμπύλη ζήτησης τόσο μεγαλύτερη είναι η μεταβολή της τιμής ισορροπίας και μικρότερη η μεταβολή της ποσότητας ισορροπίας. Ενώ όσο πιο ελαστική είναι η καμπύλη ζήτησης τόσο μικρότερη θα είναι η μεταβολή της τιμής ισορροπίας και μεγαλύτερη η μεταβολή της ποσότητας ισορροπίας.

P

A

Β

S1

S2

D3

D1 D2

P1

P2

0 Q1 Q2 Q3 Q

Γ

P3

S1

S2

Το αρχικό σημείο ισορροπίας είναι το Α, όπου η καμπύλη προσφοράς S1 τέμνει τις καμπύλες ζήτησης D1, D2 και D3. Η αρχική τιμή ισορροπίας είναι ίση με P1 και η αρχική ποσότητα ισορροπίας είναι ίση με Q1. Η μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς από τη θέση S1S1 στη θέση S2S2 θα έχει ως συνέπεια τη μετακίνηση της αγοράς σε ένα νέο σημείο ισορροπίας, που μπορεί να είναι το Β, το Γ ή το ∆, ανάλογα με το ποια είναι η καμπύλη ζήτησης. Όταν η καμπύλη ζήτησης είναι πλήρως ανελαστική, δηλαδή η D2, η μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς προκαλεί μεγάλη πτώση της τιμής ισορροπίας, ενώ η ποσότητα ισορροπίας παραμένει σταθερή. Συγκεκριμένα, η τιμή ισορροπίας μειώνεται από P1 σε P3 και η ποσότητα ισορροπίας παραμένει ίση με Q1 (σημείο ισορροπίας το ∆). Από την άλλη μεριά, όταν η καμπύλη ζήτησης είναι πλήρως ελαστική, δηλαδή η D3, η τιμή ισορροπίας παραμένει σταθερή (P1) αλλά η ποσότητα ισορροπίας αυξάνεται σημαντικά από Q1 σε Q3 (σημείο ισορροπίας το Β).

72

1ψS

1χD

A

A1

Dψ Ρψ Ρχ

Α

χD

Β

Β1

Β

δ) Μεταβολές στις αγορές δύο αγαθών

Έστω ότι αυξάνεται το κόστος παραγωγής του αγαθού ψ, το οποίο είναι υποκατάστατο με το αγαθό χ.

Αγορά αγαθού ψ Αγορά αγαθού χ

Sψ Sχ

2ψΡ 2Ρx

1ψΡ 1Ρx

0 2ψQ 1

ψQ Qψ 0 1χQ 2

χQ Qχ

Αρχικό σημείο ισορροπίας στην αγορά του αγαθού ψ είναι το Α

και στην αγορά του αγαθού χ είναι το Β. Η αύξηση του κόστους παραγωγής του ψ έχει σαν αποτέλεσμα

τη μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς του προς τα αριστερά (μείωση προσφοράς). Έτσι έχουμε ένα νέο σημείο ισορροπίας, που είναι το Α1. Η τιμή του αγαθού ψ είναι τώρα μεγαλύτερη και η ποσότητά του μικρότερη.

Η μείωση της κατανάλωσης του ψ οδηγεί σε αύξηση της

ζήτησης του χ. Έτσι έχουμε στην αγορά του χ ένα νέο σημείο ισορροπίας, που είναι το Β1. Στο σημείο αυτό αντιστοιχεί μια μεγαλύτερη τιμή για το χ και μεγαλύτερη ποσότητα ισορρο-πίας.

73

4) ∆ιάφορες εφαρμογές

α) Χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων

Ρ S Γ Ρ3 Β Ρ2 D3 Α D2 Ρ1 D1 0 Qo Q

Στη συγκεκριμένη αγορά η καμπύλη προσφοράς είναι

πλήρως ανελαστική, επειδή υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός θέσεων στάθμευσης (Qο). Έτσι, αυξήσεις της τιμής δεν μπορούν να οδηγήσουν άμεσα στην αύξηση της προσφο-ράς. Συνεπώς, αυξήσεις της ζήτησης έχουν σαν αποτέλε-σμα μόνο την αύξηση της τιμής.

Γενικά, όσο πιο ανελαστική είναι η καμπύλη προσφοράς

ενός αγαθού τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αύξηση της τιμής του αγαθού αν αυξηθεί η ζήτησή του.

Αρχικό σημείο ισορροπίας είναι το Α. Στο σημείο αυτό:

τιμή ισορροπίας = Ρ1 ποσότητα ισορροπίας = Qο

74

Γ

Δ

Β

Α

β) Το καπέλο Το «καπέλο» εμφανίζεται στην αγορά ενός αγαθού όταν το

κράτος ορίζει για το αγαθό μια τιμή που είναι μικρότερη από την τιμή ισορροπίας. Αυτό είναι ίσο με τη διαφορά τιμής που πληρώνουν οι καταναλωτές και νόμιμης τιμής.

Ρ D S

Ρ2

Ρ*

Ρ1

0 Q1 Q* Q

Έστω ότι το Υπουργείο Εμπορίου με αγορανομική διάταξη ορίζει ως ανώτατη τιμή πώλησης του προϊόντος την Ρ1.

Στην περίπτωση αυτή, στην αγορά εμφανίζεται έλλειμμα ίσο με ΒΓ και υπάρχει τάση για άνοδο της τιμής. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί επειδή η ανώτατη τιμή πώλησης του προϊόντος είναι η Ρ1. Στην τιμή, όμως, αυτή οι παραγωγοί προσφέρουν ποσότητα Q1 για την οποία οι καταναλωτές πληρώνουν τιμή Ρ2. Έτσι έχουμε την εμφάνιση του καπέλου που είναι ίσο με Ρ2 - Ρ1.

Η τιμή ισορροπίας του αγαθού είναι η Ρ* και η ποσότητα ισορροπίας είναι η Q*.

75

B

A

γ) Αγροτικά προϊόντα

Η καταστροφή ενός μέρους της παραγόμενης ποσότητας ενός αγροτικού προϊόντος είναι πιθανόν, κάτω από ορισμένες προϋπο-θέσεις, να οδηγήσει σε αύξηση των εισπράξεων των παραγωγών αυτού του προϊόντος.

P S2 S1

P2 = 17

P1 = 10 D

0 Q2 = 180 Q1 = 300 Q

- Οι εισπράξεις των παραγωγών είναι:

ΤΕ1 = P1 Q1 = (10) (300) = 3.000 ν.μ.

- Αν οι παραγωγοί καταστρέψουν 120 μονάδων προϊόντος, τότε θα έχουμε μια νέα ισορροπία που δίνεται από το σημείο Β. Στο νέο σημείο ισορροπίας:

ν.μ. .QPTEμον. Q

ν.μ. P060318017

180

17

222

2

2

Οι παραγωγοί έχουν τώρα μεγαλύτερες εισπράξεις, επειδή η ζήτηση είναι ανελαστική. Πράγματι,

570300

10

1017

300180

Δ

Δ,

QP

PQ

ED

.

Έστω ότι η παραγωγή ενός αγροτικού προϊόντος ανέρχεται σε Q1 = 300 μονάδες και η τιμή του προϊόντος είναι Ρ1 = 10 νομισματικές μονάδες (σημείο ισορροπίας το Α).

76

Α

Ζ

Β

Γ

Δ

Ε

δ) Επιβολή φορολογίας t ευρώ ανά μονάδα προϊόντος

P D S2 S1 P2 P1 P3 0 Q2 Q1 Q

Η επιβολή του φόρου αυξάνει την τιμή του προϊόντος κατά t ευρώ. Συνεπώς, έχουμε μετατόπιση της καμπύλης προσφο-ράς προς τα αριστερά. Έτσι έχουμε ένα νέο σημείο ισορρο-πίας το Β. Στο σημείο αυτό:

τιμή ισορροπίας = Ρ2………… ποσότητα ισορροπίας = Q2

Το ποσό του φόρου είναι ίσο με την απόσταση ∆Ζ, ενώ οι

εισπράξεις από την επιβολή του φόρου είναι:

(∆Ζ) (ΟQ2) Ένα μέρος του φόρου, που είναι ίσο με την απόσταση Ε∆,

πληρώνουν οι καταναλωτές και το υπόλοιπο, που είναι ίσο με την απόσταση ΖΕ, πληρώνουν οι παραγωγοί.

Προ της επιβολής του φόρου το σημείο ισορροπίας είναι το Α. Στο σημείο αυτό: τιμή ισορροπίας = Ρ1

ποσότητα ισορροπίας = Q1

77

ε) Πλεόνασμα καταναλωτή και παραγωγού

Πλεόνασμα καταναλωτή: είναι η διαφορά μεταξύ του ποσού που οι καταναλωτές θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν για την απόκτηση μίας συγκεκριμένης ποσότητας από ένα αγαθό και του ποσού που πραγματικά αυτοί πληρώνουν για αγορά αυτής της ποσότητας του αγαθού.

Πλεόνασμα παραγωγού: είναι η διαφορά μεταξύ των συνολι-

κών εισπράξεων από την πώληση μίας συγκεκριμένης ποσό-τητας ενός αγαθού και του συνολικού κόστους παραγωγής αυτής της ποσότητας του αγαθού.

Παρατήρηση: Από τους παραπάνω ορισμούς γίνεται φανερό πως οικονομικές πολιτικές που οδηγούν σε μεταβολή της τιμής και της ποσότητας ενός αγαθού θα επηρεάζουν το μέγεθος του πλεονάσματος του καταναλωτή και του πλεονάσματος του παραγωγού.

78

Ε

Α

Β

Γ Δ

Παράδειγμα

Στο παρακάτω διάγραμμα παρουσιάζονται οι καμπύλες ζήτησης και προσφοράς ενός αγαθού.

Ρ 100 S 62 5 D 0 228 600 Q

Πλεόνασμα καταναλωτή Ποσό που οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για

228 μον. προϊόντος = εμβαδόν (ΟΑΕ∆).

Ποσό που πληρώνουν = εμβαδόν (ΟΒΕ∆).

Άρα, πλεόνασμα καταναλωτή (Π.Κ.) = εμβαδόν (ΑΒΕ).

332.4

2

22862100

2

BEAB..

ευρώ.

Πλεόνασμα παραγωγού

Συνολικές εισπράξεις παραγωγών = εμβαδόν ΟΒΕ∆. Συνολικό κόστος = εμβαδόν ΟΓΕ∆.

Άρα, πλεόνασμα παραγωγού (Π.Π.) = εμβαδόν ΓΒΕ.

498.6

2228562

2BEB

..

Γ ευρώ.

Στο σημείο ισορροπίας Ε έχουμε:

PE = 62 ευρώ QE = 228 μονάδες

79

VΙΙΙ. ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ Ι) Τέλειος ανταγωνισμός

1) Χαρακτηριστικά

Παρατήρηση: Σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, οι καταναλωτές προμηθεύονται ένα προϊόν στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Ενώ σε συνθήκες μονοπωλίου οι τιμές του προϊόντος είναι οι υψηλότερες δυνατές. Τα δύο αυτά υποδείγματα, λόγω των χαρακτηριστικών τους, δεν συναντώνται στην πραγματικότητα.

α) Υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που παράγει και προσφέρει το προϊόν. β) Το προϊόν είναι ομοιογενές.

Η τιμή του προϊόντος είναι για την επιχείρηση δεδομέ-νη. ∆ηλαδή, Ρ = Ρ*.

γ) Υπάρχει ελεύθερη είσοδος στην αγορά και έξοδος από την αγορά των επιχειρήσεων.

Τα κέρδη μακροχρόνια τεί-νουν να εξαφανιστούν.

80

2) Η πρόσοδος της επιχείρησης α) Συνολική πρόσοδος (TR):

QPTR β) Μέση πρόσοδος (ΑR):

PQ

QPQ

TRAR

γ) Οριακή πρόσοδος (ΜR):

P

QQP

QTR

MR

Δ

Δ

Δ

Δ

Η γραφική απεικόνιση της TR, της AR και της MR δίνεται στο παρακάτω σχήμα.

Πρόσοδος

ΤR

P P = AR = MR

0 Q

Παρατηρήσεις: 1) Τιμή και μέση πρόσοδος είναι έννοιες ταυτόση-μες. 2) MR = P ισχύει μόνο στον τέλειο ανταγωνισμό, επειδή η τιμή του προϊόντος είναι δεδομένη. 3) Η MR δείχνει πόσο θα αυξηθεί η ΤR αν παραχθεί και πωληθεί μία επιπλέον μονάδα προϊόντος.

81

3) Συνολική πρόσοδος και συνολικό κόστος

Στο παρακάτω σχήμα παρουσιάζονται το συνολικό κόστος (TC) και η συνολική πρόσοδος (TR) μίας επιχείρησης.

TR TC TC TR N2 ζημία κέρδος A ζημία B N1 B

0 Q1 Q2 Q3 Q Παρατηρήσεις:

1. Η επιχείρηση βρίσκεται σε ισορροπία όταν αυτή μεγιστοποιεί τα κέρδη της.

2. Όταν η επιχείρηση παράγει ποσότητα Q2 το κέρδος της είναι ίσο με την απόσταση ΑΒ.

3. Αριστερά του Ν1 και δεξιά του Ν2 έχουμε TC > TR, οπότε Π < 0 (ζημία). Οι δύο αυτές περιοχές ονομάζονται ζημιογόνες περιοχές.

4. Στα σημεία Ν1 και Ν2, TR = TC και συνεπώς Π = 0. Τα σημεία Ν1 και Ν2 ονομάζονται νεκρά σημεία.

5. Ανάμεσα στα σημεία Ν1 και Ν2, TR > TC και συνεπώς Π > 0. Η περιοχή αυτή ονομάζεται κερδοφόρα περιοχή.

Το κέρδος της επιχείρησης ορίζεται ως εξής: Π = TR-TC

82

4) Η ισορροπία της επιχείρησης

Γνωρίζουμε ότι η TR και το TC εξαρτώνται από την παραγόμενη ποσότητα και ότι το κέρδος (Π) είναι η διαφορά TR και TC. Έτσι έχουμε:

Π = TR(Q) - TC(Q)

Το κέρδος μεγιστοποιείται όταν:

Π΄= TR΄- TC΄ = 0 (TR΄= MR και TC΄= MC),

οπότε:

MR - MC = 0 MR = MC (συνθήκη ισορροπίας) και Π΄΄< 0.

Άρα, η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν παράγει εκείνη την ποσότητα προϊόντος για την οποία MR = MC.

Όταν MR > MC σημαίνει πως η παραγωγή και η πώληση μίας

επιπλέον μονάδας προϊόντος οδηγεί σε μεγαλύτερη αύξηση της TR απ’ ό,τι του TC. Άρα, η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα αύξησης του Π μέσω της αύξησης της παραγωγής.

Όταν MR < MC, η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα αύξησης του κέρδους μέσω της μείωσης της παραγόμενης ποσότητας.

83

B

Θ

Η

Α

Ε Ζ

Γ

Δ

ζημία

Ι

4.1) Βραχυχρόνια ισορροπία Η βραχυχρόνια ισορροπία της επιχείρησης στον τέλειο ανταγω-νισμό παρουσιάζεται στο παρακάτω διάγραμμα. πρόσοδος κόστος MC ATC AR = P = MR 0 Q1 Q2 Q ∆εξιά του σημείου Γ έχουμε MC > MR. Στην περίπτωση

αυτή, η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τα κέρδη της μειώνοντας την παραγωγή της. Η παραγωγή θα πρέπει να μειωθεί μέχρι το σημείο όπου MR = MC.

Αριστερά του σημείου Γ μέχρι το σημείο Α ισχύει MR > MC. Εδώ η επιχείρηση μπορεί να αυξήσει τα κέρδη της αυξάνοντας την παραγόμενη ποσότητα μέχρι το σημείο όπου MR = MC.

Η συνθήκη ισορροπίας MR = MC ικανοποιείται στο διά-γραμμα στα σημεία Α και Β. Ένα, όμως, από τα δύο αυτά σημεία είναι το άριστο.

κέρδος

84

Στο σημείο Α: Στο σημείο Γ

Άρα, η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν παράγει την ποσότητα Q2.

Συμπέρασμα: Η επιχείρηση στον τέλειο ανταγωνισμό μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν:

α) MR = MC, και

β) Η καμπύλη του MC τέμνει από κάτω προς τα πάνω τη γραμμή της MR. ∆ηλαδή το MC είναι αυξανόμενο.

Σημείωση: Γνωρίζουμε ότι: TR = P Q και TC = ATC Q. Οπότε:

Π = TR - TC = [(P Q) - (ATC Q)] => Π = Q(P - ATC).

Συνεπώς, το κέρδος μίας επιχείρησης εξαρτάται από τη διαφορά (P - ATC).

Π = TR - TC TR = P Q = (ΟΘ) (ΟΕ) = Ε (ΟΘΑΕ) ATC = TC/Q => TC = ATC Q TC = (ΕΒ) (ΟΕ) = Ε (ΟΙΒΕ)

Ζημία = Ε (ΟΙΒΕ) - Ε (ΟΘΑΕ) = Ε (ΘΙΒΑ)

Π = TR - TC TR = P Q = (ΟΘ) (ΟZ) = Ε (ΟΘΓΖ) TC = ATC Q = (Ζ∆) (ΟΖ) = Ε (ΟΗ∆Ζ)

Π = Ε (ΟΘΓΖ) - Ε (ΟΗ∆Ζ) = Ε (ΗΘΓ∆)

85

ATC AVCMC

P1

P2

P3 P4

A

Β

ΓΔ

ΕMR1

MR2

MR3 MR4

P1

P2

P3

P4

S

A

B

ΓΔ

4.2) Βραχυχρόνια καμπύλη προσφοράς κόστος τιμή (Ρ) τιμή (Ρ)

0 Q1 Q2 Q3 Q4 Q 0 Q1 Q2 Q3 Q4 Q (α) (β)

- Στην τιμή P1 η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν παράγει και προσφέρει ποσότητα Q4 μον. (στο σημείο Α, MR1 = MC). Το μέγιστο κέρδος της επιχείρησης είναι:

Π = Q(P - ATC) = (ΟQ4) (AE)

- To σημείο Α είναι σημείο της καμπύλης προσφοράς της επιχείρησης. Στην τιμή P1 αυτή προσφέρει Q4 μον. προϊόντος (τμήμα (β) σχήματος).

- Στην τιμή P2 έχουμε Π = 0, επειδή P2 = ATC. Στην περίπτωση αυτή, συμφέρει την επιχείρηση να συνεχίσει να παράγει; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ναι, επειδή η επιχείρηση στη βραχυχρόνια περίοδο αντιμετωπίζει το FC. Έτσι, αν διακόψει την παραγωγή της θα αντιμετωπίζει ζημίες ίσες με το FC. Άρα και το Β είναι ένα σημείο της καμπύλης προσφοράς της επιχείρησης.

- Στην τιμή P3, αν η επιχείρηση παράγει καλύπτει το VC και ένα μέρος του FC, οπότε έχει ζημίες ίσες με το μέρος του FC που δεν

86

ATC MC

P1

P2

A

Β

Γ

MR1

MR2

P1

P2 Ε2

Γ

D S1

S2Ε1

καλύπτει. Αν όμως διακόψει την παραγωγή της, θα έχει μεγα-λύτερη ζημία, που είναι ίση με το FC. Και στην περίπτωση αυτή συμφέρει την επιχείρηση να συνεχίσει να παράγει.

- Στην τιμή P4 η επιχείρηση είναι αδιάφορη αν θα παράγει ή όχι. Στην περίπτωση που παράγει, αυτή καλύπτει μόνο το VC, οπότε έχει ζημίες ίσες με το FC, που είναι τόσες όσες και στην περίπτω-ση στην οποία αυτή δεν παράγει.

Συμπέρασμα: Η βραχυχρόνια καμπύλη προσφοράς της επιχεί-ρησης στον τέλειο ανταγωνισμό συμπίπτει με το τμήμα της καμπύλης του MC που βρίσκεται πάνω από την καμπύλη του AVC.

4.3) Μακροχρόνια ισορροπία

κόστος τιμή (Ρ) επιχείρηση τιμή (Ρ) αγορά

0 q1 q2 q 0 Q1 Q2 Q

(α) (β)

- Έστω ότι η αρχική ισορροπία στην αγορά του αγαθού δίνεται από το σημείο Ε1. Στο σημείο αυτό:

τιμή ισορροπίας = P1 και ποσότητα ισορροπίας = Q1.

87

- Στην τιμή P1 η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν παράγει ποσότητα q2 μον. προϊόντος. Τα κέρδη της επιχείρησης είναι:

Π = q(P - ATC) = (Οq2) (AB).

- Η ύπαρξη κερδών έχει σαν αποτέλεσμα την είσοδο νέων επιχειρήσεων. Έτσι έχουμε αύξηση της προσφοράς (μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς προς τα δεξιά) και μείωση της τιμής. Τα κέρδη της επιχείρησης μειώνονται. Θα έχουμε είσοδο νέων επιχειρήσεων μέχρι το σημείο όπου Π = 0. Αυτό συμβαίνει όταν η τιμή είναι ίση με Ρ2. Άρα, η μακροχρόνια ισορροπία της επιχείρησης είναι το σημείο Γ.

88

ΙΙ) Μονοπώλιο

1) Χαρακτηριστικά

Παρατηρήσεις: 1. Η μονοπωλιακή επιχείρηση όταν θέλει να αυξήσει την τιμή του προϊόντος μειώνει την προσφερόμενη ποσότητα, ενώ αν θέλει να τη μειώσει αυξάνει την ποσότητα που παράγει και προσφέρει. ∆ηλαδή,

∆Ρ / ∆Q < 0.

2. Τα κρατικά μονοπώλια έχουν ως στόχο τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας και όχι τη μεγιστοποίηση του κέρδους, που έχουν ως στόχο τα ιδιωτικά μονοπώλια.

α) Υπάρχει μόνο μία επιχείρηση που παράγει και προσφέρει το προϊόν. β) ∆εν υπάρχουν στενά υποκατάστατα.

Η τιμή του προϊόντος καθο-ρίζεται από την επιχείρηση. ∆ηλαδή,

Ρ = f(Q). Επιπλέον, όλη η ζήτηση της αγοράς στρέφεται στη μονα-δική επιχείρηση.

γ) ∆εν υπάρχει δυνατότητα εισόδου στην αγορά νέων επιχειρήσεων.

∆εν υπάρχει τάση εξαφάνισης του κέρδους μακροχρόνια.

89

Β

Γ κέρδος

2) Η ισορροπία της επιχείρησης Στο μονοπώλιο ισχύει Ρ = f(Q). Ας υποθέσουμε:

P = α - βQ.

Στην περίπτωση αυτή:

TR = PQ = (α - βQ)Q = αQ - βQ2, οπότε:

AR = TR/Q = P = α - βQ και MR = dTR/dQ = α - 2βQ.

Άρα MR < AR. πρόσοδος κόστος Ε MC

P1 Α ATC Δ AR 0 Q1 Q MR

Σύμφωνα με το σχήμα, η θέση ισορροπίας της επιχείρησης παρουσιάζεται από το σημείο Γ. Συνεπώς, η άριστη ποσότητα είναι η Q1, η οποία προσφέρεται στην τιμή Ρ1. Το μέγιστο κέρδος της επιχείρησης είναι:

Η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν παράγει εκείνη την ποσότητα προϊόντος στην οποία MR = MC.

Π = TR - TC TR = P Q = (ΟP1) (ΟQ1) = Ε (ΟP1AQ1) TC = ATC Q = (Q1B) (ΟQ1) = Ε (Ο∆BQ1)

Π = Ε (ΟP1AQ1) - Ε (Ο∆BQ1) = Ε (∆P1AΒ)

90

3) Ο διαφορισμός τιμών

Η ύπαρξη μίας και μόνης επιχείρησης στο μονοπώλιο δεν σημαίνει αναγκαστικά μία και μόνη τιμή για το προϊόν. Η επιχείρηση προσφέρει το προϊόν της σε διαφορετικές τιμές σε αγορές με διαφορετική ελαστικότητα ζήτησης. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση προσφέρει το προϊόν της σε χαμηλότερη τιμή στην αγορά με τη μεγαλύτερη ελαστικότητα ζήτησης.

Έστω ότι μία μονοπωλιακή επιχείρηση προσφέρει το προϊόν

της σε δύο αγορές, στην Α και Β. Η ζήτηση στην αγορά Α

είναι ελαστική ( 1E AD ) και στην αγορά Β ανελαστική ( 1E B

D ).

Η πρόσοδος της επιχείρησης στην αγορά Α είναι

AAA QPTR ενώ στην αγορά Β είναι BBB QPTR . Στην περίπτωση αυτή, μία μείωση της τιμής του προϊόντος στην αγορά Α θα οδηγήσει σε αύξηση των εισπράξεων της επιχείρησης, οπότε συμφέρει κάτι τέτοιο, ενώ στην αγορά Β μία μείωση της τιμής θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εισπράξεων και συνεπώς δεν συμφέρει την επιχείρηση η μείωση της τιμής.

1E A

D : ΡΑ . QA => TRA

1E B

D : ΡB . QB => TRB

==> ΡΑ < ΡB

Αγορά Α

Αγορά Β

91

4) Οριακό έσοδο και μονοπωλιακή δύναμη

ΙΙΙ ... ΟΟΟρρριιιααακκκόόό έέέσσσοοοδδδοοο (((MMMRRR)))

Έστω p = f(q) είναι η συνάρτηση ζήτησης που αντιμετωπίζει η μονοπωλιακή επιχείρηση για το προϊόν της, όπου p είναι η τιμή, q είναι η ποσότητα και dp/dq < 0. Πολλαπλασιάζοντας την ποσότητα του προϊόντος που πουλιέται επί την τιμή του βρίσκουμε τα συνολικά έσοδα (TR) της επιχείρησης:

TR = p·q = f(q)·q (1)

Το μέσο έσοδο (AR) της επιχείρησης συμπίπτει, εξ’ ορισμού, με την τιμή του προϊόντος:

AR = TR/q = p·q/q = p

(2) Γνωρίζουμε ότι το οριακό έσοδο (MR) της επιχείρησης είναι η μεταβολή των συνολικών εσόδων προς τη μεταβολή της ποσότητας. Οπότε, παραγωγίζοντας τη σχέση (1) ως προς την ποσότητα έχουμε:

ε

11AR

ε

11p

dq

dp

p

q1p

dq

dpqp

dq

)q(dfq)q(f

dq

q)q(fd

dq

dTRMR (3)

όπου ε είναι η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος ως προς την τιμή του. Γνωρίζουμε ότι ε < 0. Οπότε η σχέση (3) γράφεται και ως εξής:

|ε|

11AR

|ε|

11pMR (4)

Από τη σχέση (4) προκύπτουν τα εξής: α) Για κάθε επίπεδο παραγωγής μεγαλύτερο του μηδενός (q > 0), το οριακό έσοδο είναι μικρότερο από την τιμή (MR < p). Επισημαίνεται ότι στον τέλειο ανταγωνισμό ισχύει dp/dq = 0 και συνεπώς ε . Οπότε, για κάθε ποσότητα προϊόντος το οριακό έσοδο είναι ίσο με την τιμή (MR = p). β) Αν | ε | > 1, τότε MR > 0. Όταν | ε | = 1, MR = 0 και αν | ε | < 1, τότε MR < 0. γ) Η διαφορά ανάμεσα στην τιμή (p) και στο οριακό έσοδο (MR) θα είναι τόσο μικρότερη όσο μεγαλύτερη (σε απόλυτη τιμή) είναι η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος ως προς την τιμή του. δ) Η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος ως προς την τιμή του (ε) για ένα συγκεκριμένο επίπεδο παραγωγής μπορεί να υπολογισθεί και με βάση την εξής σχέση:

92

p

MRp

p

MR1

|ε|

1

|ε|

11

p

MR

|ε|

11pMR

MRp

p|ε|

(5)

Όταν η μονοπωλιακή επιχείρηση βρίσκεται σε ισορροπία, δηλαδή μεγιστοποιεί τα κέρδη της, ισχύει MR = MC (οριακό έσοδο = οριακό κόστος). Αντικαθιστώντας στη σχέση (4) το MR με το MC προκύπτει:

|ε|

11

p

MC

|ε|

11pMC

|ε|

11pMR

(6)

Με βάση τη σχέση (6) διαπιστώνονται τα εξής: α) Η διαφορά ανάμεσα στην τιμή (p) ισορροπίας και στο οριακό κόστος (MC), που αντιστοιχεί στην ποσότητα ισορροπίας, θα είναι τόσο μικρότερη όσο μεγαλύτερη (σε απόλυτη τιμή) είναι η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος ως προς την τιμή του. β) Επειδή το οριακό κόστος είναι θετικό (MC > 0) θα ισχύει:

1

1 0ε| |

| ε | > 1

Αυτό σημαίνει ότι, όταν η μονοπωλιακή επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της λειτουργεί στο ελαστικό τμήμα της καμπύλης ζήτησης που αντιμετωπίζει αυτή για το προϊόν της. Η εξήγηση αυτής της συμπεριφοράς είναι απλή. Εάν η ζήτηση είναι ανελαστική, η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τα συνολικά της έσοδα μειώνοντας την παραγόμενη και προσφερόμενη ποσότητα, οπότε αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Η επιχείρηση θα μειώνει την ποσότητα μέχρι η ζήτηση να γίνει ελαστική. Παράδειγμα

Έστω ότι η ζήτηση που αντιμετωπίζει για το προϊόν της μία μονοπωλιακή επιχείρηση δίνεται από την εξής σχέση: p = 400 – 2q, όπου p είναι η τιμή και q είναι η ποσότητα. Στην περίπτωση αυτή, οι συναρτήσεις των συνολικών εσόδων (TR) και του οριακού εσόδου (ΜR) που αντιμετωπίζει η επιχείρηση είναι:

TR = p·q = (400 – 2q)q => TR = 400q – 2q2

ΜR = dTR/dq = (400q – 2q2)' => MR = 400 – 4q Παρατηρούμε ότι για q > 0 ισχύει p = ΑR > MR. Οι συναρτήσεις ζήτησης (μέσου εσόδου) και οριακού εσόδου της επιχείρησης παρουσιάζονται διαγραμματικά στο σχήμα που ακολουθεί (ΑR: για q = 0, ΑR = p = 400 και όταν ΑR = p = 0, q = 200, MR: για q = 0, MR = 400 και όταν MR = 0, q = 100).

93

Αν υποθέσουμε ότι η επιχείρηση παράγει την ποσότητα q = 80 μον. τότε:

p = 400 – 2(80) = 240 ευρώ και MR = 400 – 4(80) = 80 ευρώ

Στην προκειμένη περίπτωση η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος της μονοπωλιακής επιχείρησης ως προς την τιμή του (ε) είναι:

5,180

240

2

1

q

p

dp

dqε ή |ε | = 1,5

Σημείωση: Από τη σχέση p = 400 – 2q, που εκφράζει τη ζήτηση που αντιμετωπίζει η επιχείρηση για το προϊόν της, προκύπτει ότι dp/dq = –2 και επομένως dq/dp = –1/2. Στο ίδιο αποτέλεσμα θα καταλήξουμε αν χρησιμοποιήσουμε και τη σχέση (5):

5,180240

240

MRp

p|ε|

Επιπλέον, το οριακό έσοδο της επιχείρησης, όταν αυτή παράγει την ποσότητα q = 80 μον., μπορούμε να το υπολογίσουμε χρησιμοποιώντας και τη σχέση (4):

805,1

5,0240

5,1

11240

|ε|

11pMR

ευρώ

Αν υποθέσουμε ότι η επιχείρηση παράγει την ποσότητα q* = 50 μον. τότε:

p* = 400 – 2q* = 400 – 2(50) = 300 ευρώ MR* = 400 – 4q* = 400 – 4(50) = 200 ευρώ

| ε* | = 3

| ε | = 1,5

Δ

Γ

B

A

p, MR

AR = p MR

50 80 100 200 q 0

80

200

240

300

400

94

dq p * 1 300

ε* 3dp q * 2 50

ή |ε *| = 3

Συγκρίνοντας τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή και το οριακό έσοδο παρατηρούμε ότι αυτή μειώνεται καθώς αυξάνεται η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος ως προς την τιμή του. Πιο συγκεκριμένα, όταν |ε | = 1,5 (σημείο Β στο σχήμα), p – MR = 240 – 80 = 160 ευρώ, ενώ όταν |ε *| = 3 (σημείο ∆ στο σχήμα), p* – MR* = 300 – 200 = 100 ευρώ. ΙΙΙ ΙΙΙ ... ΟΟΟ δδδεεείίίκκκτττηηηςςς μμμοοονννοοοπππωωωλλλιιιααακκκήήήςςς δδδύύύννναααμμμηηηςςς τττοοουυυ LLLeeerrrnnneeerrr

Γνωρίζουμε ότι στη θέση ισορροπίας μίας μονοπωλιακής επιχείρησης ισχύει p > MC. Το μέγεθος της διαφοράς ανάμεσα στην τιμή του προϊόντος και το οριακό κόστος εξαρτάται από τη δύναμη που έχει στην αγορά του προϊόντος η επιχείρηση. Ένας δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της μονοπωλιακής δύναμης μίας μονοπωλιακής επιχείρησης είναι ο δείκτης Lerner (L), ο οποίος ορίζεται ως εξής:

p MC

Lp

(7)

Ο δείκτης Lerner παίρνει τιμές από 0 μέχρι 1 (0 L 1 ). Στην περίπτωση της τέλειας ανταγωνιστικής επιχείρησης που ισχύει p = MC, έχουμε L = 0. Αυτό σημαίνει ότι η τέλεια ανταγωνιστική επιχείρηση δεν έχει καμία δύναμη στην αγορά. Από την άλλη μεριά, όσο μεγαλύτερη είναι η μονοπωλιακή δύναμη μίας επιχείρησης τόσο ο δείκτης Lerner θα πλησιάζει προς τη μονάδα. Βρήκαμε ότι όταν η μονοπωλιακή επιχείρηση βρίσκεται σε ισορροπία (MR = MC) ισχύει MC 1

1p | ε |

(σχέση 6). Από τη σχέση αυτή προκύπτει:

MC 1 1 MC p MC

1 1p | ε | | ε | p p

Επομένως, όταν η μονοπωλιακή επιχείρηση βρίσκεται σε ισορροπία, ο δείκτης Lerner δίνεται και από την εξής σχέση:

1

L|ε |

(8)

Σύμφωνα με τη σχέση (8), όσο μεγαλύτερη (σε απόλυτη τιμή) είναι η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος μίας μονοπωλιακής επιχείρησης ως προς την τιμή του στο σημείο ισορροπίας, τόσο μικρότερη θα είναι και η μονοπωλιακή δύναμη της επιχείρησης.

95

Παραδείγματα

1. Στο παρακάτω σχήμα παρουσιάζονται η τιμή (p), το οριακό έσοδο (MR) και το οριακό κόστος (MC) μίας μονοπωλιακής επιχείρησης.

MC

B

A

AR = p MR

480 540 1.080 q 0

60

300

540

p, MR MC

Η θέση ισορροπίας της εν λόγω επιχείρησης παρουσιάζεται από το σημείο Α όπου MR = MC. Επομένως, όταν η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της παράγει την ποσότητα q = 480 μον. και την προσφέρει στην τιμή p = 300 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή ο δείκτης Lerner είναι:

p MC 300 60L 0,8

p 300

Εφόσον ο δείκτης αυτός είναι αρκετά υψηλός, σημαίνει ότι η επιχείρηση έχει μεγάλη μονοπωλιακή δύναμη. Αυτό οφείλεται στο ότι η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος ως προς την τιμή του στη θέση ισορροπίας της επιχείρησης δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Χρησιμοποιώντας τη σχέση (8) βρίσκουμε:

25,18,0

1

L

1|ε|

|ε|

1L

Είναι φανερό ότι αν στη θέση ισορροπίας της επιχείρησης ίσχυε |ε | >1,25, τότε θα βρίσκαμε L < 0,8. 2. Υποθέστε ότι η ζήτηση που αντιμετωπίζει για το προϊόν της μία μονοπωλιακή επιχείρηση είναι p = 600 – 2q, καθώς και ότι στη θέση ισορροπίας της επιχείρησης η ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος της ως προς την τιμή του είναι ίση με –2 (ε = –2). Με βάση τα παραπάνω δεδομένα μπορούμε να βρούμε την ποσότητα ισορροπίας και την τιμή ισορροπίας του προϊόντος της επιχείρησης, τον δείκτη Lerner και το οριακό κόστος παραγωγής, όταν η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της.

96

Χρησιμοποιώντας τον τύπο της ελαστικότητα ζήτησης του προϊόντος ως προς την τιμή του βρίσκουμε την ποσότητα που παράγει η επιχείρηση όταν αυτή βρίσκεται σε ισορροπία:

100q600q6

q

q26005,02

q

p

dp

dqε

μον.

Η ποσότητα αυτή προσφέρεται στην εξής τιμή:

p = 600 – 2q = 600 – 2(100) = 400 ευρώ

O δείκτης Lerner είναι:

5,02

1

|ε|

1L

Εφόσον γνωρίζουμε τον δείκτη Lerner μπορούμε τώρα να υπολογίσουμε το οριακό κόστος παραγωγής όταν η επιχείρηση βρίσκεται σε ισορροπία:

200MC400

MC4005,0

p

MCpL

ευρώ

Γνωρίζουμε ότι στη θέση ισορροπίας της επιχείρησης ισχύει MR = MC. Σύμφωνα με τα δεδομένα, η συνάρτηση των συνολικών εσόδων (TR) της επιχείρησης είναι TR = p·q = (600 – 2q)q = 600q – 2q2 και επομένως ΜR = dTR/dq = (600q – 2q2)' = 600 – 4q. Όταν η επιχείρηση παράγει την ποσότητα q = 100 μον. το οριακό της έσοδο είναι:

ΜR = 600 – 4q = 600 – 4(100) = 200 ευρώ.

97

ΙΙΙ) Μονοπωλιακός ανταγωνισμός

1) Χαρακτηριστικά

Παρατηρήσεις: 1. Η αγορά του μονοπωλιακού ανταγωνισμού βρίσκεται μεταξύ πλήρους ανταγωνισμού και μονοπωλίου.

2. Η διαφορά ανάμεσα στα προϊόντα των επιχειρήσεων μπορεί να είναι σημαντική, ασήμαντη ή και φανταστική.

α) Υπάρχουν σχετικά πολλές επιχειρήσεις και λείπει το στοιχείο της αλληλοεξάρτησης (στοιχείο ανταγωνισμού). β) Το προϊόν της κάθε επιχείρησης διαφέρει σε κάτι από τα προϊόντα των άλλων επιχειρήσεων (στοιχείο μονοπωλίου).

Η τιμή του προϊόντος καθορίζεται από την επι-χείρηση. ∆ηλαδή,

Ρ = f(Q).

Επιπλέον, η ζήτηση που αντιμετωπίζει η επιχείρη-ση για το προϊόν της είναι περισσότερο ελαστική απ’ ό,τι στο μονοπώλιο λόγω ύπαρξης υποκατάστατων.

γ) Υπάρχει δυνατότητα εισόδου και εξόδου από την αγορά των επιχειρήσεων.

Τα κέρδη μακροχρόνια τεί-νουν να εξαφανιστούν.

98

Α

Β

κέρδος

2) Βραχυχρόνια ισορροπία

πρόσοδος κόστος E MC P1 Γ ATC Δ AR 0 Q1 Q MR

- Η καμπύλη ζήτησης που αντιμετωπίζει για το προϊόν της η επιχείρηση (καμπύλη AR) είναι περισσότερο ελαστική απ’ ό,τι στο μονοπώλιο, λόγω ύπαρξης στενών υποκατάστατων.

- Η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της όταν παράγει εκείνη την ποσότητα προϊόντος για την οποία MR = MC. Στο σχήμα η θέση ισορροπίας της επιχείρησης παρουσιάζεται από το σημείο Α. Συνεπώς, η άριστη ποσότητα είναι η Q1, η οποία προσφέρεται στην τιμή P1. Τα κέρδη της επιχείρησης είναι:

Η τιμή του προϊόντος καθορίζεται από την επι-χείρηση. ∆ηλαδή, P = f(Q) και ∆P/∆Q < 0.

TR = P Q = (ΟP1) (ΟQ1) = Ε (ΟP1ΓQ1) TC = ATC Q = (Q1B) (ΟQ1) = Ε (Ο∆BQ1)

Π = Ε (ΟP1ΓQ1) - Ε (Ο∆BQ1) = Ε (∆P1ΓΒ)

99

Α

3) Μακροχρόνια ισορροπία

Η ύπαρξη κερδών βραχυχρόνια θα έχει σαν αποτέλεσμα την είσοδο νέων επιχειρήσεων και συνεπώς τη συνολική ζήτηση θα τη μοιραστούν περισσότερες επιχειρήσεις. Επειδή κάθε επιχείρηση αντιμετωπίζει για το προϊόν της μικρότερη ζήτηση, η κάθε ατομική καμπύλη ζήτησης μετατοπίζεται προς τα αριστερά. Αυτό σημαίνει ότι τα κέρδη της κάθε επιχείρησης μειώνονται. Θα έχουμε είσοδο νέων επιχειρήσεων μέχρι το σημείο όπου Π = 0. Από τη σχέση Π = Q(P - ATC) γίνεται φανερό ότι Π = 0, όταν P = ATC.

πρόσοδος κόστος Γ MC ATC Ρ1 Β AR = P 0 Q1 Q MR

Τα κέρδη της επιχείρησης είναι:

Η ισορροπία της επιχείρησης προσδιορίζεται από το σημείο Α όπου MR = MC. Συνεπώς, η ποσότητα ισορροπίας είναι Q1 μον. προϊόντος και η τιμή είναι Ρ1.

TR = P Q = (ΟP1) (ΟQ1) = Ε (ΟP1ΒQ1) TC = ATC Q = (Q1B) (ΟQ1) = Ε (ΟP1BQ1)

Π = 0

100

ΙV) Ολιγοπώλιο

1) Χαρακτηριστικά

α) Υπάρχει μικρός σχετικά αριθμός πωλητών μεταξύ των οποίων υπάρχει σοβαρή αλληλοεξάρτηση. Κάθε επιχείρηση πριν προβεί σε κάποια ενέργεια, με στόχο την αύξηση των κερδών της, θα πρέπει να λάβει υπόψη της τις αντιδράσεις των άλλων επιχειρήσεων.

β) Το προϊόν των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων μπορεί να είναι ομοιογενές ή διαφοροποιημένο. Η διαφοροποίηση μπορεί να βασίζεται σε πραγματικές διαφορές και σε ασήμαντες διαφορές, όπως είναι π.χ. η συσκευασία.

Παρατήρηση: Η αλληλοεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα στις ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη διαμόρφωση θεωρητικών υποδειγμάτων, που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη διαμόρφωση της τιμής στο ολιγοπώλιο.

2) Ο προσδιορισμός της τιμής - διάφορες απόψεις

α) Συμφωνίες μεταξύ των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις κάνουν μεταξύ τους συμφωνίες για δύο κυρίως πράγματα. Πρώτον, για καθορισμό μίας τιμής προς όφελος όλων των επιχει-ρήσεων και δεύτερον, για μοίρασμα της αγοράς του προϊόντος κατά γεωγραφικές περιοχές.

β) Η ηγετική επιχείρηση

Σε πολλές περιπτώσεις ο προσδιορισμός της τιμής αφήνεται με σιωπηρή συμφωνία σε μια επιχείρηση, την ηγετική επιχείρηση και στη συνέχεια οι άλλες επιχειρήσεις προσαρμόζουν αναλογικά τις τιμές των προϊόντων τους.

101

γ) Η θεωρία των ποσοστιαίων ανατιμήσεων του κόστους

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η τιμή του προϊόντος ορίζεται ως εξής:

τιμή = μέσο κόστος + [μέσο κόστος ποσοστό κέρδους] Για παράδειγμα,

Η θεωρία αυτή παρουσιάζει δύο προβλήματα: α) Για να υπολογίσουμε την τιμή του προϊόντος θα πρέπει να

γνωρίζουμε το κόστος. Το κόστος όμως εξαρτάται από την παραγωγή και η παραγωγή από την τιμή του προϊόντος. Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η τιμή του προϊόντος εξαρτάται από την τιμή του (φαύλος κύκλος).

β) Επιπλέον, η τιμή εξαρτάται από το ποσοστό του κέρδους. Η

θεωρία όμως αυτή δεν μας εξηγεί πώς προσδιορίζεται το ποσοστό του κέρδους.

μέσο κόστος = 20 ευρώ ποσοστό κέρδους = 25%

Ρ = 20 + (20 0,25) = 25 ευρώ

102

Γ Δ

Α Β

3) Η καμπτόμενη καμπύλη ζήτησης

Ο Paul Sweezy το 1939 ανέπτυξε το υπόδειγμα της καμπτόμενης καμπύλης ζήτησης για να εξηγήσει τη σταθερότητα των τιμών στο ολιγοπώλιο.

Ρ Ρ3 Ρ1 Κ Ρ2

0 Q1 Q

Εάν η επιχείρηση μεταβάλει την τιμή, το πόσο θα μεταβληθεί η ποσότητα εξαρτάται από την αντίδραση των άλλων επιχειρήσεων. οι άλλες επιχειρήσεις Η επιχ. πουλάει Ρ δεν αντιδρούν ποσότητα Ρ2Β (Ρ1 Ρ2) οι άλλες επιχ. ενεργούν Η επιχ. πουλάει με τον ίδιο τρόπο ποσότητα Ρ2Α οι άλλες επιχειρήσεις Η επιχ. πουλάει Ρ δεν αντιδρούν ποσότητα Ρ3Γ (Ρ1 Ρ3) οι άλλες επιχ. ενεργούν Η επιχ. πουλάει με τον ίδιο τρόπο ποσότητα Ρ3∆

`Εστω ότι η επιχείρηση πουλάει Q1 μον. προϊόντος στην τιμή P1 (σημείο Κ).

103

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι η ολιγοπωλιακή επιχείρηση αντιμετωπίζει για το προϊόν της δύο καμπύλες ζήτησης. Την ∆Α όταν και οι άλλες επιχει-ρήσεις προβαίνουν στις ίδιες ενέργειες και την ΓΒ όταν οι άλλες επιχειρήσεις αγνοούν τις ενέργειες της συγκεκριμένης ολιγοπωλιακής επιχείρησης.

Στην πραγματικότητα, οι άλλες επιχειρήσεις ακολουθούν στη

μείωση της τιμής αλλά αποφεύγουν την αύξηση. Συνεπώς, η ολιγοπωλιακή επιχείρηση αντιμετωπίζει την καμπτόμενη καμπύλη ζήτησης ΓΚΑ.

Εφόσον η επιχείρηση αντιμετωπίζει την καμπύλη ΓΚΑ, η

καλύτερη πολιτική είναι να αποφεύγει τις μεταβολές της τιμής του προϊόντος της. Και αυτό επειδή σε μείωση της τιμής έχει ελάχιστο κέρδος αφού και οι άλλες επιχειρήσεις ακολουθούν, ενώ σε αύξηση της τιμής χάνει μεγάλο μέρος της πελατείας της επειδή οι άλλες επιχειρήσεις δεν την ακολουθούν.

104

Βιβλιογραφία

Arnold, A.R. "Εισαγωγή στην Οικονομική", 7η Έκδοση, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα, 2007. Begg, D., Fischer, S. and Dornbusch, R. "Economics", 8th ed., McGraw - Hill Companies,

New York, 2005. Βελέντζας, Κ. "Eισαγωγή στην Οικονοµική Ανάλυση: Αριθµητικά Παραδείγµατα και

Εφαρµογές", Β’ `Εκδοση, Eκδόσεις Eυγ. Mπένου, Aθήνα. 2011.

Besanko, D. και Braeutigam, R. "Μικροοικονοµική", Eκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2009. Chacholiades, M. "Μικροοικονοµική Ι", Eκδόσεις Κριτική, Aθήνα, 1990. Γεωργακόπουλος, Θ., Λιανός, Θ., Μπένος, Θ., Τσεκούρας, Γ., Χατζηπροκοπίου, Μ. και

Χρήστου, Γ. "Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία", Έκδοση Ζ’, Εκδόσεις Ευγ. Μπένου, Αθήνα 2007.

Mankiw, N.G. "Principles of Economics", Dryden Press, Orlando, 1998. Mankiw, N.G. and Taylor, P.M. "Αρχές Οικονομικής Θεωρίας", Εκδόσεις Gutenberg,

Αθήνα, 2010. Mansfield, E. "Principles of Microeconomics", Northon Company, New York, 1984. Orchard, E.W., Glen, J. and Eden, J. "Business Economics", Blackwell, Oxford, 1997. Parkin, M., Powell, M. και Matthews, K. "Αρχές Οικονομικής", Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα,

2013. Samuelson, P. and Nordhaus, W. "Οικονομική", 16η ∆ιεθνής Έκδοση, Εκδόσεις

Παπαζήση, Αθήνα, 2000. Stiglitz, J. και Walsh, C. "Αρχές της Μικροοικονομικής", Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2010.

© Κώστας Βελέντζας