O Kairos Ton Dolofonon Henry Miller
description
Transcript of O Kairos Ton Dolofonon Henry Miller
ΣΕΙΡΑ: ΤΡΑΜ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, 37
Διευθύνεται άπό τον Γιώργο Κάτο
'Εκδότης, ΕΓΝΑΤΙΑ Γραφική 'Επιμέλεια, Γιώργος Κάτος Διόρθοιση, Μπέττυ Τζοομαλή Φωτοστοιχειοθεσία/Έκτύπο>ση, ΕΚάΟΣΕΙΣ ΕΓΝΑΤΙΑ
Κεντρική Διάθεση: ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ, 'Εγνατία 73, τηλ. 231.230 Γιά τήν 'Αθήνα: ΑΜΦΟΡΕΑΣ Ε.Π.Ε. Βαλτετσίου 50, τηλ. 36.38.693
Μέ Ενα σχέδιο-τοΰ Μ.Ο.ΕίςΙιβΓΧσελ. 6)
0ί~ίΗ&)
ΧΕΝΡΥ ΜΙΛΛΕΡ
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ
Μετάφραση:
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ
ΘΑΝΑΣΗΣ θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
ΆίΧ „ » i
Δ Η Μ Ο Τ Ι Κ Η !
%tmm ΒΙ8Μ98ΗΗΙ Μ Ι
Αύξων άριδ. είσαγ. βιβλ1«
^ 3 8 Β Β = ™ «
'Εγνατία
Θεσσαλονίκη
^
3S
a#
«Καιρός των δολοφόνων» είναι Ίσως ένα άλλο όνομα της « 'Εποχής στην Κόλαση». Αυτός ό Καιρός, αύτη ή 'Εποχή, είναι βέβαια ολόκληρη ή ανθρώπινη ιστορία - κι ακόμα ενα μεγάλο κομμάτι μέλλοντος, δσο μπορούμε νά τό συλλάβουμε καί νά τό προβιώσουμε άπό τώρα. Στην πραγματικότητα δέν υπάρχει θύτης καί θύμα, ό δολοφόνος είναι ή πίσω δψη του θύματος, καθώς αυτός πού αιμορραγεί ώς τό θάνατο είναι ό άνθρωπος στην ολότητα του, καί ή προδοσία έχει συντελεστεί έκ των έσω. Ό ποιητής, ό καλλιτέχνης -πού έδώ παίρνει την αντιπροσωπευτική μορφή τοΰ Ρεμπώ- είναι ό κολασμένος πού, μ' δλη τή γνώση τής τελικής ήττας, σαλπίζει γενικό προσκλητήριο γιά μιά συντονισμένη επίθεση ενάντια στό πνεύμα τοΰ αληθινού κακού. Μοναδικό του αμάρτημα είναι Ακριβώς τό δτι τόλμησε νά συνειδητοποιήσει τήν ΰπαρζη τής Κόλασης. Καταδίκη του είναι νά μείνει έκεΐ, σ' ίνα κόσμο τερατικό, μέ τά οράματα μιας άνύ-παρχτης καί ακατόρθωτης ζωής νά τόν τριβελίζουν αλύπητα. Ή ποίηση, άπό τή στιγμή πού θά επιχειρήσει νά τό σκάσει άπό τά κελιά τής φαντασίας καί νά σαρκωθεΐ σε καθημερινή πράξη, περνάει στην παρανομία. Κανένας μηχανισμός δέν τήν ανέχεται, καμιά κοινωνική ομάδα δέν μπαίνει στό πλευρό της. Οί έρημοι τοΰ Χαρράρ, δπου αυτοεξορίστηκε ό Ρεμπώ, εικονογραφούν χαραχτηριστικά τή μόνωση πού περιμένει δποιον θελήσει νά ζ ή σ ε ι τήν ποίηση στην ουσία της, πέρ' άπό λεκτικές ακροβασίες καί διανοητικές κατασκευές.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
Printed in Thessaloniki, Greece
Λ ΑΝΑΛΟΠΕΣ, ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ, ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Πρωτάκουσα νά γίνεται λόγος γιά τό Ρεμπώ, τό 1927, στό υπόγειο ενός βρώμικου σπιτιού στό Μπρού-κλιν. Στά τριανταέξι μου χρόνια, βρισκόμουν ακόμα φυλακισμένος στη δικιά μου άτέλεΐίοτη 'Εποχή στην Κόλαση. "Ενα συναρπαστικό βιβλίο γιά τό Ρεμπώ κυκλοφορούσε στό σπίτι, άλλα δέν είχα καταδεχτεί νά τοΰ ρίξω οϋτε μιά ματιά. Κι αυτό γιατί σιχαινόμουν τη γυναίκα πού ζοΰσε τότε μαζί μας καί πού ήταν δικό της. Στ' αλήθεια (πράγμα πού τό κατάλαβα πολύ αργότερα), ή εμφάνιση της, ό χαραχτήρας της καί ή συμπεριφορά της τήν Εκαναν νά μοιάζει μέ τό Ρεμπώ, όσο είναι δυνατό νά φανταστεί κανένας κάτι τέτοιο.
"Αν καί ό Ρεμπώ ήταν τό θέμα πού συζητούσαν διαρκώς ή Θέλμα καί ή γυναίκα μου, δέν έκανα —τό ξαναλέω— τήν παραμικρή προσπάθεια νά τόν γνωρίσω. 'Αντίθετα, άγοινιζόμουν μ' όλες μου τίς δυνάμεις νά τόν διώξω άπ' τό μυαλό μου- μοΰ φαινόταν τότε νά ενσαρκώνει τό κακό πνεύμα πού είχε προκαλέσει, δίχαις νά τό ξέρει, τά βασανιστήρια καί τήν έξαθλύοσή μου. Παρατηρούσα πώς ή Θέλμα, πού τήν αποστρεφόμουν, είχε ταυτιστεί μαζί του, τόν μιμόταν όσο μπορούσε, όχι μόνο στην καθημερινή ζωή, άλλα καί στά ποιήματα πού έγραφε.
"Ολα συνοιμοτοΰσαν γιά νά διαγράψω τ ' όνομα του, τήν επίδραση του, ακόμα καί τήν ΰπαρξή του τήν ίδια. Βρισκόμουν τότε στό πιό χαμηλό σκαλί της σταδιοδρομίας μου καί τό ηθικό μου ήταν καταρακωμένο. Ξα-ναβλέπο) τόν εαυτό μου μέσα στό υγρό καί παγοιμένο υπόγειο, νά προσπαθεί νά γράψει μ ' £να μολύβι στό τρεμουλιαστό φως ενός κεριού: προσπαθούσα νά συν-θέσο) Ινα ποίημα πού νά περιγράφει τήν ίδια μου τήν
τραγωδία, χωρίς νά κατορθώνω νά προχωρήσω πέρα άπ' την πρώτη πράξη. Σ' αύτη τήν κατάσταση της απελπισίας καί της στειρότητας, αμφέβαλλα, βέβαια, έντονα γιά τήν ιδιοφυΐα αύτοϋ τοϋ δεκαεφτάχρονου ποιητή. "Ο,τι άκουγα νά λέγεται γ ι ' αυτόν μοΰ φαινόταν σάν επινόηση αυτής τής θεότρελης τής Θέλμας. Πίστευα πώς είχε τή δύναμη νά δημιουργεί λεπτεπίλεπτα βασανιστήρια γιά νά μέ κάνει νά ύποφέρο), επειδή μέ μισούσε δσο τή μισούσα κι έγώ. ' Η ζοιή πού περνούσαμε οί τρεις μας, καί πού τήν αφηγούμαι στό «The Rosy Crucifixion», φαίνεται νά βγαίνει άπό κανένα διήγημα τοΰ Ντοστογιέφσκι. Σήμερα, αυτή ή ζωή μοΰ φαίνεται φανταστική κι απίστευτη.
Τό γεγονός, δμως, είναι πώς τό όνομα τοϋ Ρεμπώ είχε βρει τό στόχο του. Γιά Εξι ή εφτά χρόνια ακόμη, ως τή μέρα πού συνάντησα τήν Άναΐς Νίν, στή Λου-βενσιέν, δέν είχα ρίξει ούτε Ινα βλέμμα στό Εργο του, άλλα μέ στοιχειώνε πάντα. Μιά ενοχλητική παρουσία. «Κάποια μέρα θά χρειαστεί νά λογαριαστείς μαζί μου», μοΰ ψιθύριζε αδιάκοπα στ ' αυτί. Τή μέρα πού διάβασα τόν πρώτο στίχο τοΰ Ρεμπώ, αναγνώρισα αμέσως πώς ήταν άπό τό «Μεθυσμένο Καράβι» πού Ικανέ τή Θέλμα νά παραληρεί.
ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ! Πόσο εκφραστικός μοΰ φαίνεται, τώρα, αυτός ό τίτλος, στό φως τών μεταγενέστεροι εμπειριών μου! "Η Θέλμα, στό μεταξύ, είχε πεθάνει σ ' Ενα άσυλο τρελών. Κι άν δέν είχα πάει στό Παρίσι, άν δέν είχα αρχίσει νά δουλεύο) έκεΐ σοβαρά, μοΰ φαίνεται πώς κι ή δικιά μου μοίρα θά ήταν παρόμοια. Σ' αυτό τό υπόγειο τών ακραίων συνοικιών τοΰ Μπρούκλιν, είχε ναυαγήσει τό καράβι μου. "Οταν τέλος ανοίχτηκα στό πέλαγος, είδα πιά πώς ήμουν ελεύθερος, πώς ό θάνατος πού είχα διασχίσει μ ' είχε ελευθερώσει.
"Αν ή περίοδος τοΰ Μπρούκλιν κατόρθωσε ν ' αντιπροσωπεύει τήν 'Εποχή μου στην Κόλαση, ή περίοδος τοΰ Παρισιοΰ, ιδιαίτερα άπό τό 1932 ώς τό 1934, υπήρξε δ
10
προθάλαμος τών 'Εκλάμψεων μου.
Τό ν ' ανακάλυπτα» τό Ρεμπώ απότομα αυτή τήν περίοδο, μιά περίοδο πού υπήρξα δσο ποτέ άλλοτε παραγαιγικός, χαρούμενος, παράφορος, άπαιτοΰσε νά τόν αποφεύγω συστηματικά, γιατί τά δικά μου Εργα ήταν πιό σημαντικά γιά μένα. "Ενα απλό βλέμμα στό Εργο του ήξερα τί μοΰ επεφύλασσε. "Αν αυτός ήταν καθαρός δυναμίτης, έγώ είχα ακόμα νά φτιάξω τό πρώτο μου φυσίγγι. ' Αγνοούσα τότε τό καθετί γιά τή ζωή του, έχτός άπό μερικές αόριστες πληροφορίες πού είχα μαζέψει άλλοτε, τότε πού ζοΰσα στή Θέλμα. Δέν είχα διαβάσει ακόμη ούτε μιά γραμμή άπ' τή βιογραφία του. Στά 1943, δταν ζοΰσα μέ τό ζοιγράφο Τζών Ντάντλεϋ, στό Μπέ-βερλυ Γκλέν, είδα γιά πρώτη φορά Ενα Εργο πάνο) στό Ρεμπώ. Ήταν τό «Μιά 'Εποχή στην Κόλαση» τοΰ Ζάν-Μαρί Καρρέ, κι ΰστερα τό βιβλίο τοΰ ' Ενίντ Στάρκι. Τά Εκλεισα αναστατωμένος, κατάπληκτος. Μοΰ φαινόταν πώς δέν είχα διαβάσει ποτέ τήν αφήγηση μιας ζωής πιό αξιοθρήνητης άπό τή ζωή τοϋ Ρεμπώ. Ξέχασα εντελώς τά δικά μου βάσανα, πού ξεπερνούσαν τά δικά του. Ξέχασα τίς αδικίες καί τους εξευτελισμούς πού είχα υποστεί, τήν άβυσσο τής αδυναμίας καί τής απελπισίας πού τόσο συχνά είχα βυθιστεί. "Οπως άλλοτε ή Θέλμα, δέν μποροΰσα νά μιλώ γιά τίποτ' άλλο παρά γιά τό Ρεμπώ. "Οποιος ερχόταν σπίτι μου ήταν αναγκασμένος ν ' ακούει τό τραγούδι τοΰ Ρεμπώ.
Μονάχα σήμερα, δεκαοχτώ χρόνια άπό τότε πού άκουσα γιά πρώτη φορά τ ' δνομά του, είμαι ικανός νά τόν καταλάβω καθαρά, νά τόν διαβάσο) σάν οξυδερκής αναγνώστης. Τώρα ξέρω τή σημασία τής προσφοράς του, τήν Ενταση τής απελπισίας του. Τώρα καταλαβαίνω τό νόημα τής ζοιής του καί τοϋ Εργου του —τουλάχιστον δσο μπορεί νά ισχυριστεί κανείς πώς καταλαβαίνει τή ζωή καί τό Εργο τοΰ άλλου. 'Αλλά αυτό πού κατάλαβα ακόμα πιό καθαρά, είναι τό θαΰμα πού μοΰ συνέβη καί πού μ' έκανε νά γλυτώσω άπ' τήν ίδια μέ κείνον τρομερή μοίρα.
11
' Ο Ρεμπώ πέρασε τή μεγάλη του κρίση στά δεκαοχτώ του χρόνια, εποχή πού άγγιξε τά όρια τής τρέλας• άπό δω καί πέρα ή ζωή του πήρε τήν όψη μιας απέραντης έρημου. Ή δική μου κρίση εκδηλώθηκε ανάμεσα στά τριανταέξι καί τά τριανταεφτά μου χρόνια, ηλικία πού σ ' αυτή πέθανε ό Ρεμπώ• γιά μένα, ή ηλικία αυτή υπήρξε ή αρχή τής άνθισης. ' Ο Ρεμπώ εγκατέλειψε τή λογοτεχνία γιά τή ζωή• έγώ Ικανά τό αντίθετο. ' Ο Ρεμπώ απομακρύνθηκε άπ' τίς χίμαιρες πού είχε προκαλέσει• έγώ τίς καλιοσόρισα. "Οταν επέστρεψα άπ' τόν παραλογισμό καί τήν άσωτεία πού ήταν ή μοναδική μου βιοτική εμπειρία, έκανα παύση καί διοχέτευσα τή δραστηριότητα μου στή δημιουργία. Ριχνόμουν στό γράψιμο μέ τό ίδιο πάθος καί τήν ίδια ορμή πού ριχνόμουν στίς περιπέτειες τής ζίοής. 'Αντί νά χάνω τή ζιοή μου, τήν κέρδιζα. "Εγινε μιά διαδοχή θαυμάτων κάθε κακό μεταβαλλόταν σέ καλό. "Ο Ρεμπώ, &ν καί υπήρξε ό κάτοικος ενός βασιλείου μέ κλίμακα καί τοπία απίστευτα, ενός φανταστικού σύμπαντος τόσο έκπληχτικοϋ καί παράξενου δσο τά ποιήματα του, γινόταν όλο καί πιό πικρός, σιωπηλός, στείρος καί θλιβερός.
Ό Ρεμπώ ξανάφερε τή λογοτεχνία μέσα στή ζο)ή• έγώ προσπάθησα νά ξαναβάλω τή ζωή μέσα στή λογοτεχνία. "Εχουμε καί οι δυό μιά έντονη τάση στην εξομολόγηση καί δίνουμε προτεραιότητα στό ηθικό καί πνευματικό στοιχείο. Ή ίκανότητα στή «γλώσσα», στή μουσική περισσότερο άπ' ό,τι στή λογοτεχνία, είν' Ινα άλλο σημείο επαφής μας. Διαισθάνθηκα σ ' αυτόν μιά φύση ριζωμένη στό πρωτόγονο, ίκανή γιά παράξενες εμφανίσεις. "Ο Κλωντέλ χαραχτήρισε τό Ρεμπώ «μυστικό σέ άγρια κατάσταση». Κανένας άλλος χαραχτηρισμός δέ θά τού πήγαινε καλύτερα. Δέν έκανε πουθενά. Πίστευα πάντα πώς ίσχυε τό ίδιο καί γιά μένα. Τά κοινά μας σημεία είναι αναρίθμητα. Θά τά έξετάσο) λεπτομερειακά, γιατί μελετώντας τή βιογραφία καί τά γράμματα του, εμφανίστηκαν τόσο ανάγλυφες οί ομοιότητες μας, πού
δέν κατόρθωσα ν ' αντισταθώ στον πειρασμό νά τίς καταγράψω. Δέ νομίζω πώς είμαι ό μόνος- πιστεύω πώς υπάρχουν στον κόσμο αμέτρητοι Ρεμπώ, πού θ ' αυξάνονται διαρκώς. Σκέφτομαι πώς ό τύπος τοΰ Ρεμπώ θ' αντικαταστήσει στό μέλλον τόν τύπο τοΰ "Αμλετ καί τόν τύπο τοΰ Φάουστ. "Η ρωγμή γίνεται όλο καί μεγαλύτερη. "Ως τήν πλήρη εξαφάνιση του παλιού κόσμου, τό «ανώμαλο» άτομο θά τείνει όλο καί περισσότερο νά γίνει κοινό. Ό καινούργιος άνθρωπος δέ θ ' αναφανεί παρά όταν θά έχει σταματήσει ό πόλεμος ανάμεσα στην ομάδα καί τό άτομο. Τότε θά θαυμάσουμε τόν ανθρώπινο τύπο στην πληρότητα του καί τό μεγαλείο του.
Γιά νά συλλάβουμε όλη τή σημασία τής 'Εποχής στην Κόλαση τοΰ Ρεμπώ, πού κράτησε δεκαοχτώ χρόνια, πρέπει νά διαβάσουμε τήν αλληλογραφία του.
"Εζησε τόν περισσότερο καιρό στην ακτή τής Σομαλίας, καί μερικά χρόνια στό "Αντεν. Προσέξτε άπό ενα γράμμα στή μητέρα του, τήν περιγραφή αυτής τής επίγειας κόλασης: «Δέ μπορείτε νά φανταστείτε καθόλου τήν περιοχή. Δέν υπάρχει οΰτε ενα δέντρο, οϋτε κάν ξερό... Τό "Αντεν είναι ένας κρατήρας σβησμένου ηφαιστείου, γεμάτος στό βάθος άπ ' τήν άμμο τής θάλασσας. Δέ βλέπει καί δέν αγγίζει κανείς απολύτως τίποτ' άλλο άπό λάβα καί άμμο, πού δέν αφήνουν νά αναπτυχθεί ή παραμικρή βλάστηση. Τά περίχωρα είναι μιά έρημος άμμου εντελώς άγονη. 'Αλλά έδώ, οί εσωτερικές επιφάνειες τοΰ κρατήρα εμποδίζουν τόν αέρα νά μπει καί ψηνόμαστε στό βάθος αυτής τής τρύπας καθώς σ' Ενα φούρνο μ' άσβεστη».
Πώς αυτός ό ιδιοφυής άνθρωπος, ό προικισμένος μέ τόση ζωντάνια, μέ σημαντικούς πόρους, κατόρθωσε νά τρυπώσει σ ' Ινα τέτοιο καζάνι γιά νά ψηθεί ζο>ντα-νός; Αυτό τόν άνθρωπο πού δέ θά τοΰ είχαν φτάσει χίλιες ζωές γιά νά εξερευνήσει τά θαύματα τοΰ κόσμου, πού, νέος ακόμα, είχε εγκαταλείψει φίλους καί οικογένεια γιά ν ' αναμετρηθεί στά γεμάτα μέ τή ζωή, νά πού τόν ανακαλύπτουμε χαμένο σέ μιά πύρινη τρύπα. Πώς
12 13
νά τό εξηγήσουμε; Βέβαια, ξέρουμε πώς δέν έπαυε νά σκοπεύει στην απελευθέρωση του, πώς ετοίμαζε πλήθος σχεδίων καί συνδυασμών γιά νά τό σκάσει, δχι μονάχα άπό τό "Αντεν, άλλα άπό έναν ολόκληρο κόσμο μόχθου καί άγώνοιν. Τυχοδιώκτης, βασανιζόταν εξίσου άπ' την ίδέα νά κερδίσει την ελευθερία του, πράγμα πού γι' αυτόν ήταν ή οΙκονομική εξασφάλιση. Στά είκοσιοχτώ του χρόνια, γράφει στους δικούς του πώς τό πιό σημαντικό, τό πιό επείγον, γιά κεΐνον, είναι νά εξασφαλίσει τήν ελευθερία του, οπουδήποτε. Ξέχασε νά προσθέσει: μ' οποιοδήποτε τρόπο. ' Ο Ρεμπώ είναι Ινας παράξενος συνδυασμός τόλμης καί δειλίας. "Αν έχει τό θάρρος νά διακινδυνεύσει έκεΐ δπου κανένας Λευκός δέν έβαλε ποτέ πόδι, τοΰ λείπει τό θάρρος ν' άντιμετοι-πίσει τή ζωή χωρίς κανονικά είσοδήματα. Δέ φοβάται τους κανίβαλους, φοβάται όμο)ς τήν ίδια του τή φυλή. Παρ' δλες του τίς προσπάθειες νά δημιουργήσει μιά στέρεη περιουσία πού νά τοΰ επιτρέψει νά διατρέξει τόν πλανήτη μέ πολυτέλεια καί ηρεμία, ή νά εγκατασταθεί κάπου, παραμένει ό ονειροπόλος ποιητής, ό ασυμβίβαστος, δ άνθρωπος πού πιστεύει στά θαύματα, σ' αναζήτηση πάντοτε ενός πολύμορφου παραδείσου. Κρίνει αρχικά πώς θά τοΰ άρκοΰσε νά συγκεντρώσει πενήντα χιλιάδες φράγκα γιά νά εξασφαλίσει τό μέλλον του, άλλα δταν κοντεύει νά τά μαζέψει, σκέφτεται πώς θά ήταν πιό ασφαλής άν συγκέντρωνε δυό φορές περισσότερα. Αυτά τά πενήντα χιλιάδες φράγκα! Τί στενοχώρια, τί ανησυχία, νά πρέπει νά έχει πάντοτε πάνω του αυτό τό κομπόδεμα! Είναι αυτό πού ούτε λίγο ούτε πολύ, θά προκαλέσει τήν καταστροφή του. "Οταν τόν μεταφέρουν άπό τό Χαρράρ στην ακτή, πάν(ο σ ' ένα φορείο —ταξίδι πού θυμίζει τήν ανάβαση στό Γολγοθά— ή σκέψη του είναι διαρκώς στραμμένη στό χρυσάφι πού κρύβει στή ζώνη του. 'Ακόμα καί στό νοσοκομείο της Μασσαλίας δπου τοΰ κόβουν τό πόδι, ό θησαυρός του τόν βασανίζει. "Οταν δέν είναι ό πόνος πού τόν αναγκάζει
14
νά περνά λευκές νύχτες, είναι ή σκέψη τοΰ χρήματος πού κρατά πάνο) του, πού πρέπει νά κρύψει γιά τό φόβο τών ληστών. Θά ήθελε νά τό βάλει σέ Τράπεζα, άλλα πώς νά γίνει κάτι τέτοιο άφοΰ δέ μπορεί νά περπατήσει; Γράφει στους δικούς του, παρακαλεί νά έρθουν νά φροντίσουν τόν πολύτιμο θησαυρό του. "Ολα αυτά είναι τόσο τραγικά καί τόσο γελοία, πού δέν ξέρουμε τί νά ποΰμε ή τί νά σκεφτοΰμε.
'Αλλά ποια είναι ή αιτία αυτής τής καταπίεσης γιά εξασφάλιση; "Ο φόβος πού δοκιμάζει κάθε δημιουργός: μήπως είναι ανεπιθύμητος, άχρηστος στή γη. Τόσο συχνά, μέσα στά γράμματα του, ό Ρεμπώ μίλα γιά τήν ανικανότητα του νά επιστρέψει στή Γαλλία καί νά κάνει τή ζα>ή ενός οποιουδήποτε πολίτη. Δέν έχω σχέσεις, δουλειά, φίλους έκεΐ, λέει. "Οποις δλοι οί ποιητές, πιστεύει πώς ό πολιτισμένος κόσμος είναι μιά ζούγκλα• δέν ξέρει πώς νά προστατευτεί άπ' αυτήν. Μερικές φορές, καθώς μιλάει πάντα σάν γέρος, προσθέτει πώς είναι πολύ αργά γιά ν' αντιμετωπίσει τό ενδεχόμενο τής επιστροφής του, πώς έχει συνηθίσει στην ελεύθερη, άγρια καί περιπετειώδη ζωή γιά νά μπορέσει νά ξαναρχίσει τήν παλιά του ζωή. Μισοΰσε ανέκαθεν τόν τίμιο μόχθο, άλλα στην 'Αφρική, στην Κύπρο, στην 'Αραβία, δουλεύει σκληρά σάν νέγρος, στερείται τά πάντα, ακόμα καί τόν καφέ καί τόν καπνό, ντύνεται ολοχρονίς μ' ένα βαμβακερό πουκαμισάκι, βάζοντας στην άκρη καί τή δεκάρα, μέ τήν ελπίδα ν' αποχτήσει μιά μέρα τήν ελευθερία του. "Αν πετύχαινε, ξέρουμε πώς δέ θά 'νιώθε ποτέ ελεύθερος, ευτυχισμένος, πώς δέ θά 'σπάζε ποτέ τή θηλειά τής πλήξης. Άπό τήν αμέριμνη νιότη είχε περάσει στή φρόνηση τών γερατειών. Ήταν ό αντιπροσωπευτικός τύπος τοΰ παρία, τοΰ καταραμένου, τοΰ κολασμένου, χωρίς ελπίδα σωτηρίας.
'Επιμένω σ ' αυτή τήν άποψη τοΰ χαραχτήρα του, γιατί φωτίζει τά περισσότερα άπό τά ελαττώματα πού
15
ι
•f τοΟ αποδίδουν. Δέν ήταν Ινας φιλάργυρος, Ινας άξεστος, δπως τό αφήνουν νά εννοηθεί ορισμένοι βιογράφοι. Δέν ήταν σκληρός γιά τους άλλους, δσο ήταν γιά τόν εαυτό του. Στ' αλήθεια, ήταν μιά γενναιόδίορη φύση. « Ή φιλανθρωπία του ήταν πλατιά, ταπεινή καί χειροπιαστή», παρατηρεί ό Μπάρντεϋ, τό παλιό του αφεντικό. «Είναι ίσως Ινα άπ' τά λίγα πράγματα πού έκανε χωρίς αποστροφή, χωρίς περιφρονητικό σαρκασμό».
"Ενας άλλος εφιάλτης τόν απασχολούσε νύχτα μέρα: ή στρατκοτική θητεία. Ά π " τήν αρχή τοΰ τυχοδιωκτισμού του &ς τό θάνατο του, διακατέχεται άπ' τήν αγωνία μήν πέσει στά χέρια τής στρατιωτικής εξουσίας. Λίγους μήνες πρίν τό θάνατο του, στό νοσοκομείο τής Μασσαλίας, μέ κομμένο τό πόδι, ένώ οι πόνοι του δυναμώνουν τόν κυριεύει ό φόβος πώς ξαναβρήκαν τά ίχνη του καί πώς θά τόν ρίξουν στή φυλακή. «Φυλακή, μετά άπό τόσα πού τράβηξα; Προτιμότερος θά ήταν ό θάνατος!». Παρακαλεί τήν αδελφή του νά μήν τοΰ γράφει παρά σέ περί-πτ(οση απόλυτης ανάγκης, νά ταχυδρομεί τά γράμματα της σέ μιά γειτονική πόλη, μέ μόνη Ινδειξη τό όνομα Ρεμπώ, χωρίς μικρό όνομα.
Τά χαραχτηριστικά τής προσωπικότητας του φανερώθηκαν άπ' αυτά τά σχεδόν γυμνά άπό λογοτεχνικές ιδιότητες καί θέλγητρο γράμματα. 'Ανακαλύπτουμε σ ' αυτά τήν τρομαχτική του όρεξη γιά γνώση, τήν ακόρεστη περιέργεια του, τίς αναρίθμητες επιθυμίες του, τό θάρρος του καί τήν επιμονή του, τό μαζοχισμό του, τόν ασκητισμό του, τή λιτότητα του, τους φόβους του καί τους εφιάλτες του, τή νοσηρότητα του, τή μοναξιά του, τό αίσθημα πώς είναι Ινας παρίας, καί τή βαθύτατη πλήξη του. Παρατηρούμε ακόμα, δπο>ς στους περισσότερους δημιουργούς, τήν ανικανότητα του νά διδαχτεί άπ' τήν εμπειρία. 'Αντιμετωπίζει τήν ατέλειωτη Ιφοδο των Ίδιων δοκιμασιών, των ϊδιων πόνων. Μάς αποκαλύπτεται θύμα τής ψευδαίσθησης πώς ή ελευθερία κερδί-
16
ζεται άπ* Ιξ<ο. Τόν βλέπουμε, διαρκή έφηβο, ν* αρνείται νά δεχτεί τόν πόνο ή νά μή θέλει νά τοΰ αποδώσει Ινα νόημα. Γιά νά εκτιμήσουμε, σ ' δλη της τή σημασία, τήν αποτυχία πού σημάδεψε τό δεύτερο μισό τής ζωής του, δέν μπορούμε νά κάνουμε τίποτα καλύτερο παρά νά συγκρίνουμε τό ταξίδι του μέ κείνο τοΰ Καμπέρα ντέ Βάκα.
'Αλλά άς τόν αφήσουμε στό κέντρο τής έρημου του. Σκοπός μου είναι νά σημειώσω έδώ ορισμένες συγγένειες, αναλογίες, σχέσεις καί συνέπειες. Καί πρώτα πρώτα οί γονείς. "Οπιος ή Κα Ρεμπώ, ή μητέρα μου είχε Ινα χαραχτήρα βόρειο, ψυχρό, απαιτητικό, περήφανο, άδιάλλαχτο καί πουριτανικό. Ό πατέρας μου ήταν άπ' τό Νότο, άπό γονείς Βαυαρούς. Ό πατέρας τοΰ Ρεμπώ ήταν άπό τό Μπουργκινιόν. Δέ γίνονταν .παρά καυγάδες καί συγκρούσεις ανάμεσα στον πατέρα καί τή μητέρα, πού ό μικρός βλαστός πλήρωνε τά σπασμένα τους. Μιά φύση επαναστατική, δύσκολη νά χειραγωγηθεί, άρχιζε νά σχηματίζεται. "Οπως ό Ρεμπώ, άρχισα πολύ νέος νά φωνάζω: «Θάνατος στό Θεό!». Θάνατος σ ' δλα αυτά πού επιδοκίμαζαν καί ενεθάρρυναν τους γονείς μου. 'Ακόμη καί στους φίλους τους, πού μικρό παιδί τους Ιβριζα ανοιχτά μπροστά τους. Αυτός ό ανταγωνισμός χάθηκε μόνο δταν, καθώς ό πατέρας μου βρισκόταν στά τελευταία του, άρχισα επιτέλους νά καταλαβαίνω πόσο τοΰ έμοιαζα.
"Οπως δ Ρεμπώ, μισούσα τόν τόπο πού γεννήθηκα. Θά τόν μισώ ώσπου νά πεθάνω. Ή πρώτη μου κίνηση υπήρξε νά συντρίψω κάθε σχέση μέ τό σπίτι, μέ τήν πόλη πού μισοΰσα, μέ τή χώρα καί τους ανθρώπους της πού δέν μοΰ ήταν τίποτα. "Οπως αυτός, είχα κι έγώ πρόωρη ανάπτυξη• άπάγγελνα ποιήματα ξένοιν άπ' τή νηπιακή μου καρέκλα. "Εμαθα νά περπατώ καί νά μιλώ πολύ πρίν τήν κανονική ώρα, νά διαβάζω εφημερίδες πολύ πρίν πάω στό νηπιαγωγείο. "Ημουν πάντα ό πιό μικρός τής τάξης μου, ό καλύτερος μαθητής καί, συνεπώς, ό εΰνο-
17
τ Λ ούμενος τών καθηγητών καί τών συμμαθητών μου. 'Αλλά δπως κι εκείνος, περιφρονούσα τά βραβεία καί τίς δάφνες πού μοϋ απονέμονταν καί είχα αποβληθεί πολλές φορές σάν απείθαρχος. Μοΰ φαινόταν πώς είχα γιά μοναδική μου αποστολή, ένώ διαρκούσε ή σχολική μου ζωή, νά γελοιοποιώ τους καθηγητές καί τά προγράμματα. "Ολα έμοιαζαν πολύ εύκολα καί ανόητα στά μάτια μου. Είχα τό αίσθημα πώς είμαι Ενας σοφός πίθηκος.
"Από μικρό παιδί, ήμουνα Ενας καταβροχθιστής βιβλίου. Δέ ζητούσα τίποτ' άλλο γιά χριστουγεννιάτικο δώρο, καί μάλιστα είκοσι ή τριάντα ταυτόχρονα. "Ως τά είκοσιπέντε μου περίπου, δέν Εφευγα σχεδόν ποτέ άπ' τό σπίτι χίορίς νά κρατώ Ενα ή περισσότερα βιβλία. Διάβαζα όρθιος, πηγαίνοντας στή δουλειά, μαθαίνοντας συχνά άπ' Εξω μεγάλα κομμάτια άπ' τό Εργο τών αγαπημένοι μου ποιητών. "Ενα άπ' αυτά ήταν, θυμάμαι, ό «Φάουστ» τοΰ Γκαίτε. Τό σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτής τής απορρόφησης άπ' τά βιβλία ήταν νά μεγαλώσει ακόμα πιό πολύ ή ανάγκη μου γιά επανάσταση, ν ' ανάψει ή μυστική μου επιθυμία τών ταξιδιών καί τών περιπετειών, ν ' άποστραφώ τή λογοτεχνία. "Εφτασα νά περιφρονώ δ λ ' αυτά πού μέ περιτριγύριζαν, νά διακόψω σιγά σιγά μέ τους φίλους μου, ν ' αποχτήσω Ενα μοναχικό κι έκεντρικό χαραχτήρα πού κάνει νά λέμε κάποιον «παράξενο». Στά δεκαοχτώ μου (τήν κρίσιμη ηλικία γιά τό Ρεμπώ), Εγινα οριστικά δυστυχισμένος, κατηφής, κακορίζικος. Μονάχα μιά ριζική αλλαγή χώρου φαινόταν ικανή νά βάλει τέλος σ ' αυτή τή διαρκή διάθεση. Στά είκοσιένα μου Εσπασα τά παλαμά-ρια, άλλα όχι γιά πολύ. "Οπως στό Ρεμπώ, οί πρώτες μου απόπειρες φυγής ήταν πάντα καταστροφικές. 'Εκούσια ή μέ τή βία, γύριζα πάντα στό σπίτι, μέ τήν απελπισία στην καρδιά. Φαινόταν νά μήν υπάρχει καμιά διέξοδος, ούτε ή ευκαιρία μιας απελευθέρωσης.
18
'Εγκαταλειπόμουν στίς πιό παράλογες δουλειές, γενικά σέ καθετί πού γι" αυτό ήμουν αναρμόδιος. "Οπως ό Ρεμπώ στά λατομεία τής Κύπρου, Επιασα τό φτυάρι καί τήν τσάπα• Εγινα, διαδοχικά, τεχνίτης, τυχοδιώκτης, αλήτης. Τοΰ Εμοιαζα ακόμα στή λαχτάρα, δραπετεύοντας άπ' τό σπίτι μου, νά κάνω μιά ζωή ανοιχτή, νά μήν ανοίξω πιά βιβλίο, νά ζήσω άπ' τά χέρια μου, νά γίνω άνθρωπος τών μεγάλων χώρων κι δχι Ενας αστός.
"Ομως ή γλώσσα μου κι οί Ιδέες μου δέν Επαυαν νά μέ προδίνουν. Είτε τό 'θελα είτε δχι, ήμουν ό χαραχτη-ριστικός τύπος άνθρωπου τών γραμμάταιν. 'Ικανός, ωστόσο, νά συναναστρέφομαι τους περισσότερους ανθρώπους, ιδιαίτερα τόν άνθρωπο τοΰ λαοΰ, γινόμουν πάντα ύποπτος. Αυτό φαινόταν πολύ στίς επισκέψεις μου στή βιβλιοθήκη. Τά βιβλία πού ζητοΰσα μοΰ ήταν πάντα απρόσιτα. "Οσο πλούσια καί νά ήταν ή βιβλιοθήκη, τό βιβλίο πού ήθελα δέν ήταν ποτέ έκεΐ, ή μοΰ ήταν απαγορευμένο. Αυτή τήν εποχή, μοΰ φαινόταν πώς καθετί πού συνιστοΰσε τή ζωή καί πήγαζε άπ' αυτήν μοΰ απαγορευόταν. Φυσικά, προκαλοΰσα τίς πιό βίαιες παρατηρήσεις. Τό λεξιλόγιο μου, ήδη σκανδαλώδες στην παιδική μου ηλικία —θυμάμαι πού μ' Εσυραν στό αστυνομικό τμήμα, σέ ηλικία Εξι χρόνίον, γιά άσεμνες βρισιές— τό λεξιλόγιο μου, λοιπόν, Εγινε πιό αφόρητο καί πιό άσεμνο ακόμα.
Τί συγκλονισμό δέχτηκα δταν διάβασα πώς ό Ρεμπώ, νέος, υπέγραφε συχνά τά γράμματα του: «Αυτός ό άθλιος άκαρδος Ρεμπώ». "Ακαρδος, ήταν Ενας χαραχτη-ρισμός πού θά χαιρόμουν νά μοΰ τόν Εχουν αποδώσει. "Ημουν αυθάδης, αναιδής, ανεπιεικής, μέ Εντονες προκαταλήψεις, μέ μιά άσπλαχνη ίσχυρογνιομοσύνη. Γενικά, ό χαραχτήρας μου, εντελώς δυσάρεστος, Εκανε κάθε έπικοινοινία μέ τόν εαυτό μου πολύ δύσκολη. "Ωστόσο μ ' έχτιμοΰσαν πολύ- ή γοητεία καί ό ενθουσιασμός πού
19
μετέδιδα τους έκανε φαίνεται νά συγχωρούν θεληματικά τά ελαττώματα μου. 'Αλλά αυτή ή κατάσταση μέ προκαλούσε νά παίρνω συνεχώς μεγαλύτερες ελευθερίες. Συχνά αναρωτιόμουν πώς κατόρθωνα νά γλυτώνω. Οί δνθρωποι πού ευχαριστιόμουν περισσότερο νά βρίζω καί νά πληγώνοι ήταν εκείνοι πού πίστευαν πώς ήταν ανώτεροι, μέ τόν Εναν ή τόν άλλον τρόπο, άπό μένα. Τους έξαπέλυα πόλεμο χωρίς οίκτο. Τέλος πάντοιν, ήμουν αυτό πού μπορούμε νά πούμε καλό παιδί- μέ μιά φύση τρυφερή, χαρούμενη, κρατούσα τήν καρδιά στό χέρι. Παιδί μέ σύγκριναν συχνά μ' Εναν «άγγελο». *Αλλά γρήγορα κυριεύτηκα άπ' τό δαίμονα της επανάστασης. Ή μητέρα μου είν' εκείνη πού μοΰ τόν μπόλιασε. Κι Εστρεφα τήν απεριόριστη ζωτικότητα μου εναντίον της, ενάντια σ ' δλα αυτά πού αντιπροσώπευε. Πρίν τά πενήντα, δέν τήν είχα σκεφτεί ποτέ μέ στοργή. "Αν καί δέ μοΰ είχε εναντιωθεί αληθινά ποτέ (γιά τήν απλή αίτία πώς ή θέληση μου ήταν ή πιό Ισχυρή), αί-σθανόμουν τήν παρουσία της σάν εμπόδιο στό δρόμο μου. Αυτή τή σκιά, τήν δλο μομφή, τή σιωπηλή καί δόλια, τήν αίσθανόμουν νά είσχοιρεί αργά μέσα στίς φλέβες μου σά δηλητήριο.
Σάστισα δταν Εμαθα πώς ό Ρεμπώ είχε επιτρέψει στή μητέρα του νά διαβάσει τό χειρόγραφο τοΰ «Μιά 'Εποχή στην Κόλαση». Δέν είχα ποτέ φανταστεί νά δείξω τους γονείς μου αυτά πού είχα γράψει ή ακόμα νά συζητήσω μαζί τους τά θέματα τών γραφτών μου. Τήν πρώτη φορά πού τους ανάγγειλα τήν απόφαση μου νά γίνω συγγραφέας κατατρόμαξαν, σάν νά τους είχα ανακοινώσει πώς θά γινόμουν εγκληματίας. Γιατί νά μήν Εχω σά στόχο μιά πιό χρήσιμη δουλειά πού νά μοΰ επιτρέψει νά ζήσω; Δέ διάβασαν ποτέ ούτε μιά γραμμή άπ' αυτά πού Εγραψα. Πήρε μάλιστα τή μορφή αστείου δταν οί φίλοι τους ζητούσαν νά μάθουν γιά μένα. Στην
20
ερώτηση τους «τί κάνει;» απαντούσαν «α, γράφει...». Σά νά Ελεγαν: είναι τρελός, περνά τόν καιρό του κάνοντας πύργους στην άμμο.
Φανταζόμουν πάντα τό Ρεμπώ σά ροδοκόκκινο παιδί καί, σέ μεγαλύτερη ηλικία, σάν κομψευόμενο νεαρό. "Ο,τι κι fiv ίσχυε γιά κείνον, αυτή υπήρξε ή δική μου περίπτωση. Καθώς ό πατέρας μου ήταν ράφτης, φυσικό ήταν οί γονείς μου νά φροντίζουν γιά τά ρούχα μου. 'Αργότερα κληρονόμησα τήν κομψή καί πλούσια γκαρνταρόμπα τοΰ πατέρα μου. Είχαμε ακριβώς τό ίδιο ανάστημα. 'Αλλά δπο)ς ό Ρεμπώ, στην περίοδο πού ή προσωπικότητα μου άγοινιζόταν νά υπάρξει βίαια, ντυνόμουν μέ τρόπο γελοίο καί μέ μιά εκκεντρικότητα ανάλογη τοΰ χαραχτήρα μου. Κι έγώ επίσης, υπήρξα ό περίγελως τοΰ περιβάλλοντος μου. 'Απ' αυτή τήν εποχή διατηρώ τήν ανάμνηση της αδεξιότητας μου, τής Ελλειψης άνεσης καί Ιδιαίτερα τής δειλίας μου δταν μιλοΰσα μέ ανθρώπους λίγο καλλιεργημένους. «Δέν ξέρω νά μιλώ», διαμαρτυρόταν ό Ρεμπώ, καταπιεσμένος άπ' τους ανθρώπους τών παρισινών γραμμάτων. "Ομως ποιος μπορούσε νά εκφραστεί καλύτερα άπ' αοτόν δταν τίποτα δέν τόν στενοχοιροΰσε; 'Ακόμα καί στην 'Αφρική υπογράμμισαν συχνά τή γοητεία τοΰ τρόπου ομιλίας του. Πόσο καταλαβαίνω αυτό τό πρόβλημα! Τί θλιβερή ανάμνηση διατηρώ άπ' τά τραυλίσματα καί τή βραδυγλωσ-σία μου μπροστά στους ανθρώπους πού καιγόμουν νά τους μιλήσω! 'Αντίθετα, μ' οποιονδήποτε, μπορούσα νά χρησιμοποιήσοι τή γλώσσα τών αγγέλων. Άπό παιδί ήμουν ερωτευμένος μέ τή μουσική τών λέξεων, μέ τή μαγεία τους, μέ τή μαγική τους δύναμη. Συχνά μεθούσα μέ λέξεις, γιά νά τό πώ καλύτερα. "Ημουν ίκανός νά επινοώ διαρκώς λέξεις, μέ κίνδυνο νά φέρο) τό ακροατήριο μου σέ κατάσταση υστερίας. Παρενθετικά σημειώνω πώς αυτή τήν ιδιότητα τήν αναγνώρισα στό Ρεμπώ μέ τήν
21
πρώτη ματιά. Αυτή μέ συνάρπασε. Στό Μπέβερλυ Γκλέν, όταν αισθανόμουν αηδιασμένος, έγραφα όπως ό Ρεμπώ μέ τήν κιμωλία στους τοίχους της κουζίνας, της τραπεζαρίας, των γραφείων, κι ακόμα έξω άπ* τό σπίτι. Γιά μένα, οί φράσεις αυτές δέ θά χάσουν ποτέ τη δύναμη τους. Κάθε φορά πού χάνω τό ηθικό μου, δοκιμάζω τό ίδιο ρίγος, τήν ίδια αγαλλίαση, τόν ίδιο φόβο μή χάσω τά μυαλά μου, πού μέ βαραίνουν γιά πολύ καιρό. Πόσοι συγγραφείς μπορούν νά επιδράσουν Ετσι πάνω σας; Κάθε συγγραφέας είναι ό δημιουργός μιδς μαγικής σελίδας αξιομνημόνευτων φρά-σεοιν, άλλα ό Ρεμπώ είναι σπάταλος σ ' αυτές, κάθε σελίδα είναι στρωμένη μ' αυτές σάν πολύτιμες πέτρες πού βγαίνουν άπό παραβιασμένο σεντούκι. Είναι Ινα στοιχείο πού μέ δένει γιά πάντα μέ τό Ρεμπώ καί είναι τό μόνο πού γι' αυτό τόν ζηλεύω. Σήμερα, μετά άπ' δ,τι έχω γράψει, ή πιό βαθιά μου επιθυμία είναι νά ξεμπερδέψω μέ τά βιβλία πού μοΰ βαραίνουν τό κεφάλι καί ν ' αφεθώ σέ έργα καθαρού παραλογισμού, καθαρής φαντασίας. Δέ θά γίνω ποτέ ό ποιητής πού είναι, άλλα υπάρχουν ακόμα χώροι της φαντασίας απέραντοι γιά νά προσαράξω.
Καί νά τώρα «τό νέο κορίτσι μέ τά βιολετιά μάτια». Δέ γνωρίζουμε τίποτα γι' αυτήν, παρά μόνο πώς έχει σχέση μέ τήν πρώτη καί τραγική του προσπάθεια νά ερωτευτεί. 'Αγνοώ άν είναι γι' αυτήν ή γιά τήν κόρη τού βιομηχάνου πού είπε δτι αισθάνεται τόσο «έκπληκτος δσο τριανταέξι εκατομμύρια νιογέννητα σκυλάκια». 'Αλλά Ιχω πειστεί πώς αυτή υπήρξε ή αντίδραση του μπροστά στό αντικείμενο της τρυφερότητας του. Τουλάχιστο ξέρο) πώς αυτή ήταν ή δικιά μου, καί πώς είχε κι εκείνη βιολετιά μάτια. Πιθανόν, λοιπόν, σάν τό Ρεμπώ, νά τή σκέφτομαι ακόμα στό κρεβάτι τοΰ θανάτου μου. "Ολα παραμένουν χρωματισμένα άπ' αυτή τήν πρώτη καί καταστροφική περιπέτεια. Τό πιό περίεργο, πρέπει
22
νά πώ, είναι πώς δέν είναι αυτή πού μ' Ικανέ πέρα, άλλα είμ' έγώ πού έφυγα άπό κοντά της, γεμάτος φόβο καί σεβασμό. Φαντάζομαι πώς σχεδόν ανάλογη υπήρξε ή περίπτωση τοΰ Ρεμπώ. Γι' αυτόν, φυσικά, δλα συσσωρεύτηκαν —<8ς τά δεκαοχτώ του— σ' Ινα διάστημα χρόνου απίστευτα μικρό. "Οποις ανέβηκε τή λογοτεχνική κλίμακα σέ μερικά χρόνια, έτσι ολοκλήρωσε γρήγορα τό πέρασμα τής συνηθισμένης ζωής. Δέν είχε παρά νά δοκιμάσει Ινα πράγμα γιά νά γνωρίσει τίς υποσχέσεις καί τό περιεχόμενο του. "Ετσι, ή έροπική του ζωή, σχετικά μέ τίς γυναίκες, υπήρξε πολύ σύντομη. Δέ θά υπάρξει ανάλογη περίπτωση παρά στην Άβησ-συνία, δταν θά πάρει μιαν ίθαγενή σάν ερωμένη. 'Αλλά, τό μαντεύουμε, δέν επρόκειτο γιά έρωτα. Αυτόν, τόν κράτησε γιά τόν μικρό Τζαμί, πού θέλησε νά τοϋ αφήσει ένα κληροδότημα. Είναι μάλλον απίθανο, δταν ξέρουμε τή ζωή πού έκανε, νά ήταν ίκανός ό Ρεμπώ νά ξαναγα-πήσει στά γεμάτα.
' Ο Βερλαίν θά πει γιά τό Ρεμπώ πώς δέ δόθηκε ποτέ ούτε στό Θεό ούτε σέ άνθρο>πο. Καθένας θά κρίνει γιά λογαριασμό του ποια ήταν ή πραγματικότητα. "Οσον άφορα έμενα, μοΰ φαίνεται πώς κανένας άλλος δέ θά μποροΰσε νά επιθυμήσει περισσότερο νά προσφέρει τόν εαυτό του άπ' δ,τι ό Ρεμπώ. Μικρό παιδί, δόθηκε στό _©EQ• νέος, δόθηκε στον κόσμο. Καί στίς δυό περιπτώσεις, κατάλαβε πώς είχε εξαπατηθεί καί προδοθεί. ' Απο-τραβήχτηκε, ιδιαίτερα μετά τήν αίματηρή Κομμούνα, καί άπό τότε, τό βαθύ του έγώ έμεινε δθιχτο, δυσμεταχεί-ριστο, απρόσιτο. Σχετικά μ' αυτό, μοΰ θυμίζει πολύ τόν Ντ. Η. Λώρενς πού μίλησε σωστά γιά τήν ανάγκη νά προφυλάξει τήν καρδιά τής ύπαρξης του.
Οί πραγματικές δυσκολίες έαωανίστηκαν. ^στιγμή^πού ό Ρεμπώ προσπάθτ .ίου. "Ολα του τά ταλέντα, τά τόσο πολυάριθμα, φαίνον-
v__4iL_jaU|
23
ταν ανώφελα. 'Αλλά νά τον πού επιμένει, παρ' δλες τίς αποτυχίες του. «Μπροστά, πάντα μπροστά!». Ή ενεργητικότητα του είναι χωρίς δρια, ή θέληση του άχαλί-νοπη, ή πείνα του ακόρεστη. «"Ας συντριβεί ό ποιητής, μέσα στην ένταση του γιά τό ανήκουστο καί τό ακατονόμαστο!». "Οταν συλλογίζομαι αυτή τήν περίοδο, τή σημαδεμένη άπό μιά προσπάθεια σχεδόν φρενιτική γιά νά πραγματοποιήσει τήν είσοδο του στον κόσμο, γιά νά εξασφαλίσει Ινα ελάχιστο στήριγμα, δταν σκέφτομαι τίς εξόδους του πού επαναλαμβάνονται, προς τή μιά ή τήν άλλη κατεύθυνση, δποις εκείνες ενός στρατού περικυκλωμένου πού προσπαθεί νά σπάσει τό φράγμα πού τόν εμποδίζει νά φύγει, ξαναβλέπω τά νιάτα μου. Στά εφηβικά του χρόνια πηγαίνει τρείς φορές στίς Βρυξέλλες' καί στό Παρίσι• δυό φορές στό Λονδίνο. Ά π ό τή Στουτγκάρδη, άφοΰ £μαθε αρκετά γερμανικά, διανύει μέ τά πόδια τό Βύρτεμπουργκ καί, άπό τήν 'Ελβετία, περνά στην 'Ιταλία. ' Α π ' τό Μιλάνο, παίρνει δρόμο, πάλι μέ τά πόδια, γιά τίς Κυκλάδες, περνώντας άπ' τό Μπρίντιζι, μέ μόνο κέρδος μιά ηλίαση πού τόν αναγκάζει νά γυρίσει στή Μασσαλία μέσω Λιβόρνου. Διανύει τή Σκανδιναβία καί τή Δανία μέ κάτι πλανόδιους έμπορους. Ξεκινώντας μιά μέρα γιά τήν 'Αγία 'Ελένη μ ' ίνα αγγλικό καράβι πού δέν κάνει τελικά σκάλα έδώ, πηδά στό νερό, άλλα τόν τραβούν έξω πρίν προλάβει νά φτάσει στό νησί. *Απ' τή Βιέννη μέ τή συνοδεία τής αστυνομίας οδηγείται στά βαυαρικά σύνορα, μέ τό αίτιολογικό τής αλητείας. Κι άπό *δώ μέ άλλη συνοδεία φτάνει στή Λωραίνη. Σ' δλα αυτά τά πήγαινε-Ιλα, βρίσκεται πάντοτε άφραγκος• αδιάκοπα οδοιπορώντας, μέ τό στομάχι σχεδόν άδειο. Στην Civita Vecchia τόν ξεφορτώνουν μέ γαστρική φλόγωση. "Εχει περπατήσει πάρα πολύ. Στην Ά β η σ -συνία θά πάθει τά Χδια γιατί θά έχει κάνει πολλή Ιππασία. "Ολα σέ υπερβολή. ' Απάνθροιπος γιά τόν εαυτό του.
Ό στόχος είναι πάντα πέρα. Πόσο καταλαβαίνω τήν τρέλα του! "Οταν ξανα
σκέφτομαι τή ζωή μου στην 'Αμερική, μοβ φαίνεται πώς κάλυψα χιλιάδες καί χιλιάδες χιλιόμετρα μέ άδειο τό στομάχι. Πάντα αναζητώντας μερικές πεντάρες, ένα κομμάτι ψωμί, μιά δουλειά, μιά γωνιά δπου θά μ ' άφηναν νά γείρω. Πάντα σ ' αναζήτηση ενός φιλικού προσώπου! Συχνά, παρά τήν πείνα μου, έπαιρνα τό δρόμο, έκανα σήμα σ ' Ινα οποιοδήποτε αυτοκίνητο κι άφηνα τόν οδηγό νά μέ αφήσει δπου ήθελε, γιατί δέν ήθελα παρά ν ' αλλάξω σκηνικό. Ξέρω Ινα πλήθος εστιατορίων στή Νέα 'Υόρκη, δχι γιατί υπήρξα πελάτης τους, άλλα γιατί στεκόμουν μπροστά στην πόρτα καί κοίταζα μέ ζήλεια τους ανθρώπους πού δειπνοΰσαν. Μπορώ ακόμα νά θυμηθώ τίς μυρωδιές στίς γ<ονιές τών δρόμων δπου πουλούσαν χότ-ντόγκς. Ξαναβλέπω ακόμα στά παράθυρα τους μάγειρους μέ τίς άσπρες ποδιές πού αναποδογύριζαν τίς μελόπιττες καί τίς κρέπες στά τηγάνια. Μερικές φορές συλλογίζομαι πώς γεννήθηκα πεινασμένος. Μέ τήν πείνα μοιράστηκα εξίσου τήν πεζοπορία, τήν αλητεία, τίς πυρετικές καί μάταιες περιπλανήσεις. "Αν είχα τήν τύχη νά μαζέψω ζητιανεύοντας κάτι περισσότερο άπ' δσο μοΰ χρειαζόταν γιά νά φάω, πήγαινα αμέσως στό θέατρο ή στον κινηματογράφο. Ή μόνη μου φροντίδα, δταν είχα γεμάτο τό στομάχι, ήταν νά ξετρυπώσω μιά γωνιά άνετη καί ζεστή δπου νά μπορώ ν ' απλωθώ καί νά ξεχάσω τήν αθλιότητα μου γιά μιά δυό (δρες. Σ' αυτή τήν περίπτωση δέ μου έμεναν πιά χρήματα γιά νά πάρω τό τραμ• εγκαταλείποντας τή σχεδόν προστατευτική θερμότητα τοΰ θεάτρου, ξανάπαιρνα μέσα στό κρύο ή τή βροχή τό δρόμο γιά τή μακρινή μου πρόσκαιρη τρύπα. Πόσες φορές περπάτησα άπ' τό βάθος τοΰ Μπρούκλιν ως τήν καρδιά τοΰ Μανχάταν, μ ' δλες τίς καιρικές συνθήκες, παραπατώντας άπό πείνα! Συχνά ένώ
24 25
mmm
ήμουν εντελώς εξασθενημένος, ανίκανος να κάνο} βήμα, έπρεπε νά επιστρέψω. Ξέρω πολύ καλά πως μπορούν νά σύρουν ανθρώπους σέ αναγκαστικές πορείες, μέ άδεια τήν κοιλιά, γιά φανταστικές αποστάσεις.
'Αλλά δν είναι δύσκολο νά διατρέξει κανείς τους δρόμους τής γενέθλιας πόλης του περιτριγυρισμένος άπό εχθρικά πρόσοιπα, είναι άλλο πράγμα νά σέρνεται στους μεγάλους δρόμους των γειτονικών περιοχών. Σ' αυτές ή εχθρότητα δέν είναι παρά αδιαφορία- σέ μιά ξένη πόλη, ή στην έξοχη, είναι ίνα κλίμα καθαρά δυσμενές πού σας υποδέχεται. "Αγρια σκυλιά, κυνηγετικά δπλα, αστυνομικοί καί φύλακες κάθε είδους σάς παραμονεύουν. Διστάζετε νά πλαγιάσετε στην κρύα γή, δν είστε ξένος σ ' αύτη τήν περιοχή. Πρέπει νά προχωράτε, νά προχωράτε, πάντα νά προχωράτε. Νιώθετε στην πλάτη σας τήν κάνη τοϋ ρεβόλβερ πού σδς διατάσσει νά ξεκουμπιστείτε, γρήγορα, ακόμα πιό γρήγορα. Κι δμως είναι μέσα στην ίδια σας τή χώρα πού συμβαίνουν δ λ ' αυτά, δχι σέ μιά ξένη χώρα! Οί Γιαπωνέζοι μπορεί νά είναι σκληροί, οί Huns βάρβαροι, άλλα ποιοί είναι αυτοί οί δαίμονες πού σδς μοιάζουν, πού μιλούν τή γλώσσα σας, ντύνονται, τρέφονται μέ τόν ίδιο τρόπο, καί πού σδς καταδιώκουν σάν κοπάδι σκύλοιν; Δέν είναι οί χειρότεροι εχθροί πού μπορεί νά έχει κανένας; Γιά τους άλλους, μπορώ νά βρώ μιά δικαιολογία, άλλα δέν υπάρχει απολύτως καμιά γι* αυτούς πού ανήκουν στην ίδια φυλή. «Δέν έχω φίλους έκεϊ κάτω», γράφει συχνά ό Ρεμπώ στην οίκογένειά του. 'Ακόμα τόν 'Ιούνιο τοϋ 1891, άπ' τό νοσοκομείο τής Μασσαλίας, δέ σταματδ νά επαναλαμβάνει: «θά πεθάνω έκεϊ πού θά μέ ρίξει ή μοίρα. 'Ελπίζω πώς μπορώ νά επιστρέψω έκεϊ πού ήμουν, έχω φίλους άπό δέκα χρόνια έκεϊ, φίλους πού θά μέ σπλαχνιστοϋν, θά βρώ κοντά τους δουλειά, θά ζήσω μ' δποιον τρόπο μπορέσω, θά ζήσω γιά πάντα έκεϊ κάτω, ένώ στή Γαλλία, έκτος άπό σας, δέν έχω οΰτε
φίλους, ούτε γνωριμίες, κανέναν». Μιά σημείοιση παρατηρεί: «"Ομως ή λογοτεχνική δόξα τοϋ Ρεμπώ κέρδιζε έδαφος στό Παρίσι. Οί θαυμαστές, πού τοϋ ήταν ολόψυχα αφοσιωμένοι, ήταν πάρα πολλοί. Δέν τό ήξερε. Τί κατάρα!».
Ναί, τί κατάρα! Συλλογίζομαι τή δική μου επιστροφή στή Νέα 'Υόρκη, επιστροφή τό "ίδιο αναγκαστική, μετά άπό παραμονή δέκα χρόνων στό εξωτερικό. Είχα εγκαταλείψει τήν 'Αμερική μέ δέκα δανεικά δολάρια πρίν πάρω τό καράβι• επέστρεψα χοιρίς μιά πεντάρα καί γιά νά πληρώσοι τό ταξί Επρεπε νά δανειστώ χρήματα άπ' τόν υπάλληλο τοϋ ξενοδοχείου πού έκρινε άπ' τίς αποσκευές μου δτι μπορούσε νά μοΰ έχει εμπιστοσύνη σχετικά μέ τήν πληροιμή τοϋ λογαριασμού. Ή πρώτη μου κίνηση μόλις έφτασα «σπίτι μου» ήταν νά τηλεφωνήσω σέ κάποιον γιά νά ζητήσω χρήματα. Δέν είχα, δπως ό Ρεμπώ, καμιά ζώνη μέ κρυμμένο μέσα της χρυσάφι κάτοο άπ' τό κρεβάτι μου- άλλα μοϋ απόμεναν δυό γερά πόδια, καί τό άλλο προή, δν καμιά βοήθεια δέν έφτανε στή διάρκεια τής νύχτας, θά έπαιρνα τους δρόμους σ* αναζήτηση κάποιου φιλικοϋ προσώπου. Σ' αυτά τά δέκα χρόνια πού πέρασα στό εξωτερικό, είχα δουλέψει σάν κολασμένος• είχα κερδίσει τή δυνατότητα νά ζήσω άνετα γιά ενα χρόνο περίπου. 'Αλλά ό πόλεμος πού μεσολάβησε, κατάστρεψε τά πάντα, δπως οί μηχανορραφίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων είχαν καταστρέψει τίς δυνατότητες τοϋ Ρεμπώ στή Σομαλία. Πόσο οίκείο μοΰ φαίνεται τό παρακάτω κομμάτι ενός άπ' τά γράμματα του σταλμένο άπ' τό "Αντεν μέ ημερομηνία Γενάρης 1888: «... "OL•ς οί κυβερνήσεις ήρθαν νά καταβροχθίσουν εκατομμύρια (ή μάλλον, συνολικά, αρκετά δισεκατομμύρια) σ' δL•ς αυτές έδώ τίς καταραμένες, θλιβερές γωνιές, δπου οί Ιθαγενείς περι-πλανώνται μήνες χωρίς τρόφιμα καί χωρίς νερό, κάτω άπ' τό πιό τρομαχτικό κλίμα τής γης• κι δλα αυτά τά εκατομμύρια πού Εριξαν στην κοιλιά τών βεδουίνων δέν απέφεραν τ/ποτ'
26 27
άλλο παρά καταστροφές καί πολέμους δλων των εΙδών!». Πόσο πιστό πορτραίτο των προσφιλών μας κυβερ-
νήσεοτν! Πάντα προσπαθούν νά εγκατασταθούν σέ κάποια κολασμένη γη, πάντα νά σφάξουν, ν ' αφανίσουν τους Ιθαγενείς, πάντα ν ' αγκιστρωθούν σέ απατηλά κέρδη, νά προστατέψουν κατοχές καί αποικίες μέ μεγάλες δυνάμεις στρατού καί στόλου. Γιά τους πιό μεγάλους, ό κόσμος δέν είναι αρκετά ευρύχωρος. Στους μικρούς, πού έχουν ανάγκη άπό μιά θέση στον ήλιο, προσφέρουν ευσεβή λόγια καί μεταμφιεσμένες απειλές. ' Η γή ανήκει στους ίσχυρούς, σέ κείνους πού κατέχουν τους πιό εξοπλισμένους στρατούς καί τά πιό μεγάλα καράβια, σέ κείνους πού κρατάνε τή βαριά μαγκούρα τής οίκονομίας. Τί είρωνία γιά τό μοναχικό ποιητή πού έφτασε στην άκρη τοΰ κόσμου γιά νά κερδίσει λίγη τροφή, νά πρέπει νά κάθεται μέ δεμένα τά χέρια καί νά παρακολουθεί τίς μεγάλες δυνάμεις ν* άποτυχαίνουν μέσα στόνΐδιο του τόν κήπο. «Ναί, τό τέλος τοΰ κόσμου... Μπροστά, πάντα μπροστά! Τώρα αρχίζει ή μεγάλη περιπέτεια...». 'Αλλά, δσο γρήγορος κι δν είστε, ή κυβέρνηση σας προλαβαίνει, μέ διατάγματα, μέ χειροπέδες κι αλυσίδες, μέ άσφυ-ξιογόνα αέρια, μέ τάνκς καί βόμβες βρωμερές. Ό ποιητής Ρεμπώ καταγινόταν νά διδάξει τό Κοράνι στά παιδιά τοΰ Χαρράρ, στή δική τους γλώσσα- Οί κυβερνήσεις τά πουλούσαν σάν σκλάβους. «Πρόκειται γιά αναγκαίες καταστροφές», έγραφε κάποτε, καί πόσος θόρυβος δέ δημιουργήθηκε γύροι άπ' αυτή τήν απλή φράση! Μιλούσε τότε γιά τήν καταστροφή τήν αχώριστη άπό κάθε δημιουργία. Ά λ λ α οί κυβερνήσεις καταστρέφουν χωρίς τήν παραμικρή πρόφαση καί σίγουρα χωρίς ποτέ νά σκεφτοΰν νά δημιουργήσουν. Αυτό πού ό ποιητής Ρεμπώ επιθυμούσε, ήταν νά δει νά εξαφανίζονται οί παλιές μορφές τόσο μέσα στή ζωή δσο καί μέσα στή λογοτεχνία. Αυτό πού έπιθυμοΰν οί κυβερνήσεις, είναι νά διατηρή-
28
σουν τό status quo καί ελάχιστα τους ενδιαφέρει δν αυτό έχει σάν αποτέλεσμα σφαγές καί καταστροφές. 'Ορισμένοι άπ' τους βιογράφους του, περιγράφοντας τήν εφηβική του ηλικία, τόν παρουσιάζουν σάν Ινα πολύ βρώμικο υποκείμενο• έκανε πράγματα αίσχρά, έτσι δέν είναι; 'Αλλά δταν πρόκειται νά ζυγίσουν τίς πράξεις των προσφιλών τους κυβερνήσεων, ιδιαίτερα τίς μαύρες μηχανορραφίες πού κατάγγελνε ό Ρεμπώ, τότε δλα δέν είναι παρά μέλι καί άσπιλη λευκότητα. "Οταν θέλουν νά δικαιολογήσουν τόν τυχοδιώκτη, θυμούνται τό πόσο μεγάλος ποιητής υπήρξε• δταν θέλουν νά μειώσουν τόν ποιητή, επιμένουν πάναι στην άτακτη καί άρνησίθρη-σκη ζωή του. Θλίβονται δταν ό ποιητής μιμείται τους ληστές καί τους εκμεταλλευτές τους- φρικιοΰν δταν δέν εκδηλώνει κανένα ενδιαφέρον γιά τό χρήμα ή γιά τή μονότονη, ενοχλητική ζωή τοΰ μέσου πολίτη. "Ο,τι έκανε, τό έκανε πάντα στην εντέλεια. Μοιάζει σά νά κατηγοροΰν τόν μποέμ δτι υπήρξε πολύ μποέμ, τόν ποιητή πολύ ποιητής, τόν σκακιστή πολύ σκακιστής, τόν επιχειρηματία πολύ επιχειρηματίας, τόν έμπορο των δπλων πολύ έξυπνος στίς συναλλαγές του. Κρίμα πού δέν έγινε πολιτικός. Θά είχε κάνει τόσο καλά τή δουλειά του, πού ό Χίτλερ, ό Στάλιν καί ό Μουσολίνι, γιά νά μή μιλήσουμε γιά τόν Τσώρτσιλ καί τόν Ρούζβελτ, θά φαίνονταν σήμερα απλοί σαλτιμπάγκοι. Δέ πιστεύω πώς θά είχε προκαλέσει στον κόσμο τόσα ερείπια, δσα προκάλεσαν αυτοί οί αξιότιμοι αρχηγοί κρατών. Σά νά λέμε, θά είχε κρατήσει ένα χαρτί στό μανίκι του. Δέ θά είχε ξεκλίνει άπ' τό σκοπό του, δπως φαίνεται νά έκαναν οί λαμπροί μας κυβερνήτες. Δέν έχει σημασία πού σπατάλησε τή ζωή του- κατά κάποιο περίεργο τρόπο, Ιχίο πειστεί πώς δν τοΰ είχε δοθεί ή ευκαιρία, θά είχε κάνει τόν κόσμο ένα τόπο πολύ πιό ευχάριστο. Πιστεύω πώς ό οραματιστής, δσο λίγο ρεαλιστής μπορεί νά φαίνεται
29
στον καθημερινό δνθριοπο, είναι χίλιες φορές πιό ικανός, πιό αποτελεσματικός άπ' τά λεγόμενα «κρατικά όργανα». "Ολα αυτά τά απίστευτα σχέδια πού ό Ρεμπώ έλπιζε νά πραγματοποιήσει, καί πού ματαιώθηκαν γιά τή μιά fj τήν άλλη αίτία, πραγματοποιήθηκαν μετά σ ' έναν ορισμένο βαθμό. Τά είχε σκεφτεί πολύ νοιρίς, αυτό είναι τό πρόβλημα. Είχε δει πολύ μακριά, πέρα άπ' τίς ελπίδες καί τά όνειρα τοΰ συνηθισμένου άνθρωπου πού είναι ό αρχηγός τοΰ Κράτους. Τοΰ έλειπε ή υποστήριξη άπ' αυτούς τους ίδιους τους ανθρώπους πού τους αρέσει νά τόν λένε οραματιστή, άπ' αυτούς πού δέν όνειροπολοΰν παρά στον ΰπνο τους καί ποτέ μέ τά μάτια ανοιχτά. Γιά τόν οραματιστή, πού βρίσκεται στην καρδιά της πραγματικότητας, όλα έρχονται πολύ αργά καί μέ πολλή αδεξιότητα — ακόμα καί ή καταστροφή.
«Δέ θά είναι ποτέ ευχαριστημένος», γράφει Ινας άπ* τους βιογράφους του. «Κάτω άπ' τό κουρασμένο του βλέμμα, δλα τά λουλούδια μαραίνονται, όλα τ' αστέρια χλίομιάζουν». Ναί, υπάρχει έδώ Ινας σπόρος αλήθειας. Τό ξέρω γιατί δοκίμασα τήν ίδια συμφορά. 'Αλλά, δν μπόρεσε κανείς νά ονειρευτεί μιαν αυτοκρα
τορία, εκείνη τοΰ άνθρωπου, κι δν Ιχει κανείς τό θάρρος ν ' άντικρύσει μέ τί βήμα χελώνας ό δνθρωπος κατευθύνεται στην πραγματοποίηση των ονείρων του, είναι πολύ δυνατό αότό πού ονομάζουμε ανθρώπινη δραστηριότητα νά χάνεται μέσα στην ασημαντότητα. Δέν πίστεψα ποτέ ότι τά λουλούδια θά μπορούσαν νά μαραθούν ή τ * δστρα νά χλωμιάσουν κάτω άπ' τό βλέμμα τοΰ Ρεμπώ. Είμαι σίγουρος πώς ή πιό μυστική του ύπαρξη διατήρησε πάντα μ' αυτά σχέσεις άμεσες καί φλογερές. 'Αντίθετα, μέσα στον κόσμο των ανθρώπων τά κουρασμένα του μάτια έβλεπαν πράγματα μαραμένα καί χλωμά. Ξεκίνησε μέ τή θέληση «δλα νά τά δει, δλα νά τά αϊ-στανθεΐ, δλα νά τά εξαντλήσει, δλα νά τά εξερευνήσει,
Τ
i
δλα νά τά πει». Δέ χρειάστηκε νά περιμένει πολύ γιά νά νιώσει τό χαλινάρι στό στόμα του, τά σπηρούνια στά πλευρά, τό μαστίγιο στην πλάτη. 'Αρκεί Ινας δνθρωπος νά ντυθεί διαφορετικά άπ' τους ομοίους του γιά νά γίνει αντικείμενο περιφρόνησης καί χλεύης. ' Ο μόνος κανόνας πού εφαρμόζεται πραγματικά μέ ήρεμη καρδιά καί ζωντάνια είναι ό κανόνας της ομοιομορφίας. Δέν είναι περίεργο δν, μικρό παιδί, έφτασε «νά τοΰ φαίνεται ίερή ή αταξία τοΰ πνεύματος του». Αυτή τήν ίδια στιγμή μεταμορφώθηκε σέ οραματιστή. 'Αλλ' ανακάλυψε πώς τόν κοίταζαν σάν κλόουν καί σαλτιμπάγκο. Δέν είχε παρά νά διαλέξει άπό δώ καί μπρος ανάμεσα στον αγώνα μιας ολόκληρης ζωής γιά νά διατηρήσει τό έδαφος πού είχε καταχτήσει ή νά παραιτηθεί άπ' τή μάχη. Γιατί νά μήν επιχειρήσει μιά σύνθεση τους; Γιατί είχε αποβάλει τό συμβιβασμό άπ' τό λεξιλόγιο του. Ήταν, άπ' τά παιδικά του χρόνια, Ινας φανατικός, Ινας δνθρωπος πού δέν μπορούσε παρά νά φτάσει στά δκρα ή νά πεθάνει. Αυτή είναι ή αγνότητα καί ή αθωότητα του.
Σ' δλ' αυτά ανακαλύπτω ξανά τή δική μου κατάσταση. Δέν παραιτήθηκα ποτέ άπ' τόν αγώνα. 'Αλλά μέ τί αντίτιμο! "Ημουν ύποχρεοψένος νά ριχτώ στον κλεφτοπόλεμο, αυτή τήν αδιέξοδη μάχη πού είναι τό μοναδικό προϊόν της απελπισίας. Δέν έγραψα ακόμα, παρά σέ πολύ μικρό ποσοστό, τό έργο πού γι* αυτό έ-νκοθα προορισμένο τόν έώυτό του. Μόνο καί μόνο γιά νά κάνω ν* ακουστεί ή φωνή μου, νά μιλήσω μέ τόν τρόπο μου, έπρεπε ν' ανοίγω δρόμο βήμα προς βήμα. Ό θόρυβος της μάχης σκέπασε σχεδόν τό τραγούδι. "Ας μιλήσουμε λοιπόν γιά τό βλέμμα τοΰ κουρασμένου πού έκανε νά μαραθοΰν τά λουλούδια καί νά χλωμιάσουν τ' άστρα! Τό δικό μου έγινε αποφασιστικά διαβρωτικό: είναι θαΰμα πώς δέν γκρεμίστηκαν κάτω άπ' τό άσπλαχνο μάτι μου. Αυτά δσο άφορδ τό βαθύ μου έγώ. "Οσο γιά τό
30 31
Εξω, Ι καλά, ό ορατός άνθρωπος Εμαθε σιγά σιγά νά τά βολεύει μέ ιούς τρόπους τού κόσμου. Μπορεί νά είναι στον κόσμο χωρίς νά είναι τοΰ κόσμου. Μπορεί νά είναι καλός, αγαπητός, γενναιόδωρος, καταδεχτικός. Γιατί δχι; Τό αληθινό πρόβλημα, υπογράμμισε ό Ρεμπώ, είναι «νά κάνουμε τερατική τή ψυχή». "Οχι άσχημη, άλλα εκπληκτική! Τί σημαίνει τερατική; Σύμφωνα μέ τό λεξικό: «Κάθε οργανωμένη μορφή ζωής σέ μεγάλο βαθμό παραμορφωμένη εΧτε άπό σφάλμα, εΧτε άπό υπερβολή, μετατόπιση ή αλλοίωση μερών ή οργάνων σέ έκταση, κάτι τό άσχημο ή τό ανώμαλο, ή ακόμα μιά συνάθροιση στοιχείων ή αντιφατικών χαραχτήρων πού είναι ή δχι αηδιαστικά». Στή μυθολογία, τό τερατικό αντιπροσωπεύεται άπ• τίς δρ-πυιες, τίς γοργόνες, τίς σφίγγες, τους κενταύρους, τίς δρυάδες, τίς σειρήνες. Είναι δλες τέρατα, μέ τήν πρώτη σημασία τής λέξης. "Εκαναν ν' αποτύχει ό κανόνας, ή ισορροπία. Γιά τό μέσο άνθρωπο, δέ συμβολίζουν τίποτ' άλλο παρά τό φόβο. Οί δειλές ψυχές βλέπουν πάντα τέρατα στό δρόμο τους, εΧτε αυτά λέγονται μυθικές άρπυιες, είτε χιτλερικοί. "Ο πιό μεγάλος τρόμος τοΰ άνθρωπου είναι τό άνοιγμα τής συνείδησης. "Ολ' αυτά πού είναι φοβερά καί τρομερά μέσα στή μυθολογία αποκαλύπτουν αυτό τό φόβο. «Νά μας δώσουν τήν ειρήνη!» ζήτα ό μέσος άνθροιπος. 'Αλλά ό παγκόσμιος κανόνας είναι πώς ή είρήνη καί ή ησυχία δέν είναι παρά τό αντίτιμο ενός εσωτερικού αγώνα. Ό μέσος άνθρωπος δέν εννοεί νά πληρώσει αυτό τό αντίτιμο• τά θέλει δλα Ετοιμα, δπως γίνεται μέ τά ροΰχα του.
"Ενας συγγραφέας βασανίζεται άπό μερικές λέξεις πού επαναλαμβάνει συνέχεια- μας μαθαίνουν πολύ περισσότερα γι* αυτόν άπ' δλα τά στοιχεία πού συλλέγονται άπό ύποιιονετικούς βιογράφους. Νά μερικές άπ'
32
αυτές πού συναντάμε στό Ρεμπώ: αίωνιότητα, άπειρο, ευσπλαχνία, μοναξιά, αγωνία, φως, αυγή, ήλιος, αγάπη, ομορφιά, ανήκουστο, οίκτος, δαίμονας, άγγελος, μέθη, παράδεισος, κόλαση, πλήξη... Είναι τό υφάδι καί τό όδηγη-τικό νήμα τοΰ εσωτερικού του τοπίου- μας μιλούν γιά τήν αγνότητα του, γιά τή βουλιμία του, γιά τήν ταραγμένη του διάθεση, γιά τό φανατισμό του, γιά τήν άνεπιείκειά του, γιά τή δίψα του τοΰ απόλυτου. ' Ο Μπωντλαίρ ήταν ό θεός του πού είχε βυθομετρήσει τίς αβύσσους τοΰ κακοΰ. Τό 'χω ήδη πει παραπάνω, άλλα καλό είναι νά τό επαναλάβω, πώς ό 19ος αίώνας βασανίστηκε άπ' τό πρόβλημα τοΰ Θεοΰ. Μέ τήν πρώτη ματιά φαίνεται νά Ιχει αφιερωθεί στην υλική πρόοδο, στίς ανακαλύψεις καί τίς εφευρέσεις, δλες τους μέ κέντρο τό φυσικό κόσμο. ' Αλλά στό βάθος, δπου οί καλλιτέχνες καί οί στοχαστές ρίχνουν πάντα άγκυρα, βλέπουμε μιά βαθιά σύγχυση. Ό Ρεμπώ συνοψίζει τήν κατάσταση αυτή σέ μερικές σελίδες. Καί σάν αυτό νά μήν ήταν αρκετό, σημαδεύει ολόκληρη τή ζωή του μέ τήν Χδια μυστηριώδη σφραγίδα πού χαραχτηρίζει ολόκληρη τήν εποχή. 'Ανήκει, αναμφίβολα, στον καιρό του περισσότερο άπ' δσο άνηκαν ό Γκαίτε, ό Σέλλεϋ, ό Μπλέικ, ό Νίτσε, δ Χέγκελ, δ Μαρξ, ό Ντοστογιέφσκι. Σ' δλους τους τομείς, ή ύπαρξη του μοιράζεται στά δυό, άπ' τό κεφάλι &ς τά πόδια. 'Ανοίγει πάντα μέτωπο άπό δυό πλευρές. Βασανίζεται, συντρίβεται στον τροχό τής εποχής. Ταυτόχρονα θύμα καί δήμιος: αναφέροντας τ ' δνομά του, αναφερόμαστε αυτόματα στην εποχή, τό χώρο καί τά γεγονότα. Τώρα πού πετύχαμε τή διάσπαση τοΰ άτομου, δ κόσμος αποκαλύπτεται μέγιστος. "Ετσι μπορούμε νά βλέπουμε προς δλες τίς κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Καταχτήσαμε μιά δύναμη πού καί οί θεοί ακόμα δέ θά μποροΰσαν άλλοτε νά χειριστοΰν. Είμαστε έδώ, μπροστά στίς πύλες τής κόλασης. Θά τίς ανοίξουμε; Θ' ανατινάξουμε
33
τήν κόλαση; Τό πιστεύω. Συλλογίζομαι πώς δουλειά τοΰ μέλλοντος θά είναι ν ' ανατινάξει τήν περιοχή τοΰ κακοΰ, ώστε νά μήν της μείνει πιά τό ελάχιστο ίχνος μυστηρίου. Θ ' ανακαλύψουμε τίς πικρές πηγές τής ομορφιάς, θά δεχτούμε τή ρίζα καί τό λουλούδι, τό φύλλο καί τό μπουμπούκι. Δέ μπορούμε πιά ν ' αντισταθούμε στό κακό-
πρέπει νά τό δεχτούμε.
"Οταν Ιγραφε τό «μαύρο βιβλίο». «Μιά εποχή στην Κόλαση», ό Ρεμπώ είχε πει: «Ή τύχη μου εξαρτάται άπ' αυτό τό βιβλίο». Πόσο αυτή ή φράση ήταν αληθινή! Ό ίδιος ό Ρεμπώ δέ μπορούσε νά τό ξέρει. "Οταν αρχίζουμε νά συνειδητοποιούμε τό τραγικό τής μοίρας μας, συνειδητοποιούμε τελικά αυτό πού ό Ρεμπώ ήθελε νά πει. Είχε ταυτίσει τήν τύχη του μέ κείνη τής εποχής του, τής πιό αποφασιστικής πού γνώρισε ποτέ ό άνθρωπος. Μδς χρειάζεται, δπως αυτός ή ν ' απαρνηθούμε δ λ ' αυτά πού μας έμαθε ώς τώρα ό πολιτισμός μας καί ν ' αρχίσουμε νά δημιουργούμε άπ' τό μηδέν, ή νά τόν καταστρέψουμε μέ τά ίδια μας τά χέρια. "Οταν ό ποιητής βρίσκεται στό ναδίρ, ό κόσμος, στ ' αλήθεια, πρέπει ν ' ανατρέπεται. "Αν ό ποιητής δέ μπορεί πιά νά μιλήσει στό δνομα τής κοινωνίας, άλλα μονάχα γιά λογαριασμό του, τότε είμαστε σ ' άθλια κατάσταση. Πάνω στό ποιητικό πτώμα τοϋ Ρεμπώ, αρχίσαμε νά χτίζουμε Ιναν πύργο τής Βαβέλ. Τί σημασία £χει άν υπάρχουν πάντα ποιητές, καί δν ορισμένοι είναι ακόμα κατανοητοί, Ικανοί νά έπικοινοινοΰν μέ τό πλήθος; Πού κατευθύνεται ή ποίηση, πού είναι ό δεσμός ανάμεσα στον ποιητή καί στό κοινό του; Ποιο είναι τό μήνυμα; Πάνω σ ' αυτό πρέπει ν ' αναρωτηθούμε πρίν άπ' δλα. Τίνος ή φωνή ακούγεται σήμερα, τοϋ ποιητή ή τού επιστήμονα; Τί μάς απασχολεί περισσότερο; Ή ομορφιά, δσο πικρή κι δν είναι, ή ή ατομική ενέργεια; Καί ποια είναι ή κύρια συγκίνηση πού προκαλούν οι μεγάλες μας ανακαλύψεις; Ό τρόμος! Γνώση
34
χωρίς φρόνηση, δνεση χωρίς ασφάλεια, πίστη χωρίς δράμα, αυτή είναι ή κατάσταση μας. ' Η ποίηση τής ζωής δέν εκφράζεται παρά μέ μαθηματικούς, φυσικούς, χημικούς δρους. Ό ποιητής είναι Ινας παρίας, μιά ανωμαλία, σέ κατάσταση εξασθένισης. Ποιος μπορεί νά ενδιαφέρεται σήμερα νά γίνει τερατικός; Τό τέρας είναι παντού. Δραπέτευσε άπ' τό εργαστήριο• είναι στή διάθεση δποιου θά Εχει τό θάρρος νά τό χρησιμοποιήσει. Στ* αλήθεια, ό κόσμος έγινε πολυπρόσωπος. Ό ηθικός δυϊσμός (δποις δλοι οϊ δυϊσμοί) κατέρρευσε. Βρισκόμαστε στην εποχή τής παλίρροιας καί τοΰ τυχαίου. Ό τρομερός σίφουνας προχωράει.
Καί οί ανόητοι μιλούν γιά επανορθώσεις, ανακρίσεις, εκδίκηση, γιά ευθυγράμμιση καί συμμαχίες, γιά ελεύθερη οίκονομία, γιά σταθεροποίηση καί οίκονομική άνόρθ(οση. Κανένας, στό βάθος τοΰ εαυτού του, δέν πιστεύει πώς ό άξονας τοϋ κόσμου μπορεί νά ξαναστηθεΐ όρθιος. Καθένας ζει μέ τήν αναμονή τοΰ μεγάλου γεγονότος, τοΰ μόνου πού μας τυραννάει νύχτα μέρα: τόν προσεχή πόλεμο. Ξεχαρβαλώσαμε τό καθετί. Κανείς δέν ξέρει άπό ποΰ νά πάρει εντολές καί πώς νά τίς χρησιμοποιήσει. Τά φρένα υπάρχουν ακόμη, άλλα θά λειτουργήσουν; Ξέρουμε καλά πώς δχι. Ό δαίμονας περιπλανιέται ελεύθερα. Ή εποχή τοΰ ηλεκτρισμού είναι τόσο μακριά άπό μας, δσο ή Λίθινη 'Εποχή. Τώρα είναι ή εποχή τής καθαρής καί απλής Δύναμης. Ό ουρανός ή ή κόλαση είναι ή μόνη δυνατή έναλλαχτική λύση. Καί, κατά πάσα πιθανότητα, θά διαλέξουμε τήν κόλαση. "Οταν ό ποιητής ζει τήν κόλαση του, ό κοινός άνθρωπος δέ μπορεί νά τήν αποφύγει γιά πολύ. 'Αποκάλεσα τό Ρεμπώ άρνησί-θρησκο. Είμαστε δλοι άρνησίθρησκοι. Είμαστε τέτοιοι άπ' τή γέννηση τής Ιστορίας. Τό πεπροιμένο μας στό τέλος μάς καταβάλλει. Πηγαίνουμε δλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, φορολογούμενοι αυτού τοϋ πολιτισμού, νά
35
ζήσουμε τήν 'Εποχή μας στην Κόλαση. Τήν επιθυμήσαμε• Ι, νά την λοιπόν. Τό "Αντεν θά μας παρουσιαστεί σάν ένας χώρος ανάπαυσης. Τήν εποχή τοΰ Ρεμπώ, μποροϋσε κανείς οποτεδήποτε νά εγκαταλείψει τό "Αντεν γιά τό Χαρράρ• άλλα σέ μισό αίώνα, ό ίδιος ό πλανήτης θά είναι Ινας τεράστιος κρατήρας. Παρά τίς ρητές διαβεβαιώσεις τών επιστημόνων, ή δύναμη πού βρίσκεται στά χέρια μας θά είναι πάντα καταστρεπτική. Δέ σκεφτήκαμε ποτέ τή δύναμη σάν πηγή ευεργεσιών, άλλα μονάχα δεινών. ' Η ατομική ενέργεια δέν 2χει τίποτα τό μυστηριώδες• τό μυστήριο κρύβεται μέσα στην καρδιά τοΰ άνθρωπου. Ή ανακάλυψη της ατομικής ενέργειας συμβάδισε μέ τήν αδυναμία μας'νά έχουμε εμπιστοσύνη ό Ινας στον άλλο. Αυτή ή Λερναία "Υδρα, ό φόβος, πού καμιά βόμβα δέ μπορεί νά καταστρέψει: νά ή μοίρα μας. Ό αληθινός άρνησίθρησκος είναι ό άνθρωπος πού δέν έχει πιά πίστη στους ομοίους του. Στίς μέρες μας, τό νά χάνεις τήν πίστη σου είναι φαινόμενο γενικό. ' Ο Θεός ό Ιδιος δέ μπορεί νά κάνει τίποτα. Στηρίξαμε τήν πίστη μας στή βόμβα, καί ή βόμβα θά εισακούσει τίς προσευχές μας.
Τί κλονισμός γιά ίνα ποιητή, ν' ανακαλύπτει πώς ό Ρεμπώ αρνήθηκε τό ταλέντο του! Σάν νά ' λέγε κανένας πώς αρνήθηκε τήν Αγάπη. "Απ* δλες τίς αίτιες, ή βασική είναι αναμφίβολα πώς έχασε τήν πίστη. Ή κατάπληξη τοΰ ποιητή, τό αΧσθημα πώς προδόθηκε, ή διάψευση του, είναι δμοια μέ τήν αντίδραση τοΰ επιστήμονα δταν ανακαλύπτει αυτό πού προξένησαν οί εφευρέσεις του. 'Επιχείρησαν νά συγκρίνουν τήν παραίτηση τοΰ Ρεμπώ μέ τό ρίξιμο τής πρώτης ατομικής βόμβας. Σ' αυτή τήν τελευταία περίπτοιση, οί συνέπειες δέν ήταν πιό βαθιές, άν καί μεγαλύτερης έκτασης. Τό χτύπημα πρώτα σημαδεύει τήν καρδιά, πολύ πρίν τό υπόλοιπο σώμα. Χρειάζεται χρόνος γιά ν' απλωθεί τό
36
κακό μέσα στον οργανισμό τοΰ πολιτισμοΰ. 'Αλλά δταν ό Ρεμπώ βγήκε άπ' τήν πίσω πόρτα, τό κακό είχε ήδη έκδηλα>θεϊ.
Πόσο είχα δίκιο νά δείξω ιδιαίτερη προσοχή προσπαθώντας ν* ανακαλύψω πραγματικά τό Ρεμπώ! "Αν άπ' τήν εμφάνιση του καί τίς πράξεις του συνάγω συμπεράσματα εντελώς διαφορετικά άπό κείνα πού θά μ* έ-νέπνεαν άλλοι ποιητές, είναι κάτι ανάλογο μέ τόν τρόπο πού οί άγιοι εκφράζανε παράξενες κρίσεις γιά τόν ερχομό τοΰ Χρίστου. Λοιπόν, ή οί ανάλογες πράξεις είναι διακριτικά γεγονότα τής ίστορίας τής ανθρωπότητας, ή ή τέχνη τής ερμηνείας είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Δέν έχω τήν παραμικρή αμφιβολία πώς θά φτάσουμε μιά μέρα νά ζοΰμε σάν τό Χριστό. Κι ακόμα, δτι πρώτ' άπ' δλα θά πρέπει ν' άπογυμνωθοΰμε άπ' τόν ατομισμό μας. ' Αγγίξαμε τό δριο τοΰ έγωτισμοΰ, τόν ατομικό χαραχτήρα τής ύπαρξης. Βρισκόμαστε στό δρόμο τής καταστροφής. 'Ετοιμαζόμαστε τώρα γιά τό θάνατο τοΰ ασθενικού έγώ μας, γιά νά μπορέσει νά φανερωθεί τό αληθινό έγώ. ' Ασύνειδα πραγματοποιήσαμε τήν ενότητα τοΰ κόσμου, άλλα μέσα στό μηδέν. Πρέπει ν ' αντιμετωπίσουμε Ινα συλλογικό θάνατο γιά νά ξαναγεννηθοΰμε σάν αυθεντικά άτομα. "Αν είναι αλήθεια, δπως τό είπε ό Λωτρεαμόν, πώς «ή ποίηση πρέπει νά γίνεται άπ' δ-λους», τότε οφείλουμε ν' ανακαλύψουμε μιά καινούργια γλώσσα, πού χάρη σ ' αυτήν οί καρδιές θά συνεννοοΰν-ται δίχως μεσολαβητές. Ή Ιλξη γιά τό διπλανό μας πρέπει νά 'ναι τόσο ξαφνική καί άμεση, δσο κείνη πού δοκιμάζει γιά τό Θεό ό άνθρωπος πού τοΰ αφιερώνεται. Ό σημερινός ποιητής είναι υποχρεωμένος ν' αρνηθεί τό ταλέντο του γιατί φανέρωσε ήδη τήν απελπισία του, γιατί αναγνώρισε ήδη τήν αδυναμία του γιά διάλογο. Τό νά είσαι ποιητής ήταν άλλοτε ή ύψιστη κλήση• σήμερα είναι ή πιό τιποτένια. Καί αυτό, δχι γιατί ό κόσμος
37
δέν είναι πιά ευαίσθητος στό λόγο τοΰ ποιητή, άλλα γιατί ό ίδιος ό ποιητής δέν πιστεύει πιά στή θεία αποστολή του. Τραγούδησε παράφωνα πάνω άπό έναν αιώνα. Τελικά κοπήκανε οί γέφυρες τής επικοινωνίας μαζί του. Ό κρότος άπ' τήν έκρηξη τής βόμβας σημαίνει ακόμα κάτι γιά μας, άλλα οί περιπλανήσεις τοϋ ποιητή μας φαίνονται ακατανόητες. Καί είναι ακατανόητες, fiv στά δυό δισεκατομμύρια ανθρώπους πού κατοικούν τή γή, μονάχα μερικές χιλιάδες προσποιούνται πώς καταλαβαίνουν αυτό πού λέει ό ποιητής άπ' τόν έλεφάντινο πύργο του. Σ' αυτό τό αδιέξοδο οδηγεί ή λατρεία τής τέχνης όταν δέν υπάρχει παρά γιά μερικούς απαιτητικούς. Δέν πρόκειται πιά γιά τέχνη, άλλα γιά τήν κρυπτογραφική γλώσσα μιας ερμητικής κοινωνίας, πού πάει νά ευνοήσει τήν ανάπτυξη μιας ασήμαντης ατομικότητας. Ή τέχνη πρέπει νά προκαλεί τά πάθη τοϋ άνθρωπου, τόν οραματισμό, τή διαύγεια, τό θάρρος καί τήν πίστη. Ποιος είναι ό καλλιτέχνης τοΰ λόγου πού, αυτά τά τελευταία χρόνια, συγκλόνισε τόν κόσμο στό βαθμό πού τό πέτυχε ό Χίτλερ; Ποιο ποίημα αναστάτωσε τόν κόσμο όπως τό έκανε ή ατομική βόμβα; Μέ ποια όπλα, πού νά συγκρίνονται μέ κείνα κει, ό ποιητής μπορεί νά υπερισχύσει; "Η μέ ποια όνειρα; Ποΰ κρύβεται, λοιπόν, ή περίφημη φαντασία του; Ή πραγματικότητα μάς τυφλώνει ολόγυμνη, άλλα πού είναι τό τραγούδι πού τής αξίζει; 'Υπάρχει έστω ένας ποιητής πρώτου μεγέθους; Δέ βλέπω κανέναν. Καί δέν ονομάζω ποιητή όποιον σκαρώνει στίχους, μέ ή χωρίς ρίμα, άλλα εκείνον πού είναι ικανός ν' αλλάξει βαθιά τόν κόσμο. "Αν ένας τέτοιος ποιητής ζει ανάμεσα μας, νά τόν ονομάσετε! Ν' ακούσουμε τή φωνή του! 'Αλλά νά 'ναι τέτοια φωνή πού νά μπορεί νά σκεπάσει τό μουγγρη-
38
τό τής βόμβας. Ή γλώσσα του θά πρέπει νά κάνει νά λιώσει ή καρδιά των ανθρώπων, νά χοχλάσει τό αίμα τους.
"Αν ή ποίηση έχει γιά αποστολή νά μας ξυπνά, θά έπρεπε νά έχουμε ξυπνήσει άπό καιρό. Μερικοί ξύπνησαν, δέν πρέπει νά τό αρνηθούμε. 'Αλλά τό πρόβλημα είναι νά ξυπνήσουν δλοι οί άνθρωποι —χωρίς αναβολή— νά προλάβουν τό χαμό τους. ' Ο άνθρωπος βέβαια δέ θά χαθεί ποτέ, άλλα ή πνευματική καλλιέργεια, ό πολιτισμός, Ινας τρόπος ζ(οής. "Οταν αυτοί οί νεκροί ξυπνήσουν (πράγμα πού πρέπει νά γίνει) ή ποίηση θά είναι ή ίδια ή ουσία τής ζωής. Μπορεί νά δεχτούμε νά χάσουμε τόν ποιητή, άρκεΐ ή Χδια ή ποίηση νά μάς μείνει. Δέ χρειαζόμαστε χαρτί καί μελάνι γιά νά γράψουμε ποίηση καί νά τή μοιράσουμε. Οί πρωτόγονοι, κατά βάθος, είναι ποιητές τής δράσης, τής ζωής. Κάνουν ακόμα ποίηση, δν καί δέ μας αγγίζει. "Αν ήμασταν ευαίσθητοι στό ποιητικό σύμπαν, θά είχαμε κερδηθεΐ άπ' τόν τρόπο ζοιής τους• θά είχαμε ενώσει τήν ποίηση τους μέ τή δικιά μας, θά είχαμε γονιμοποιήσει τή ζωή μας μέ τήν ομορφιά πού αναβλύζει άπ' τή δικιά τους. Ή ποίηση τοΰ πολιτισμένου ήταν πάντα κλειστή, ερμητική. Αυτό προκάλεσε καί τό θάνατο της.
«Πρέπει νά είμαστε απόλυτα σύγχρονοι», Ιλεγε ό Ρε-μπώ, θέλοντας νά πει μ' αυτό πώς οί χίμαιρες, οί δεισιδαιμονίες, τά εϊδίολα, τά πιστεύω, τά δόγματα καί όλες οί ακριβές καί ανώφελες φλυαρίες πού Εχουν φτιάξει τόν περίφημο πολιτισμό μας καταργούνται. Πρέπει νά φέρουμε τό φως, όχι ενα τεχνητό φωτισμό. «Τό χρήμα υποτιμάται παντοϋ», έγραφε σ' ενα γράμμα τής δεκαετίας τοΰ '80. Σήμερα, στην Ευρώπη, δέν ίχει στην πραγματικότητα καμιά αξία πιά. Αυτό πού Ιχει ανάγκη ή ανθρωπότητα είναι τροφή, στέγη, ροΰχα, πράγματα ουσιαστικά, όχι χρήμα. Τό σάπιο οικοδόμημα κατέρρευσε μπροστά μας, άλλα αρνούμαστε νά πιστέψουμε αυτό πού
39
βλέπουν τά μάτια μας. 'Ελπίζουμε ακόμα πώς θά μπορέσουμε νά συνεχίσουμε νά διεκπεραιώνουμε τίς υποθέσεις μας δπως πρώτα, χωρίς νά λάβουμε υπόψη μας τίς καταστροφές πού μεσολάβησαν καί χωρίς νά λογαριάσουμε τά μέσα πού διαθέτουμε γιά μιά αναγέννηση. Χρησιμοποιούμε τη γλώσσα της παλιάς Λίθινης 'Εποχής. "Αν ή ανθρωπότητα δε μπορεί ν ' αναλάβει τήν υπερβολή τοΰ παρόντος, πώς θά μπορέσει ν ' άντιμετοι-πίσει τό μέλλον; Γιά χιλιετηρίδες ζήσαμε μέσα στό παρελθόν. Τώρα, ξαφνικά, αυτό τό μυστηριώδες παρελθόν σβήστηκε. 'Από 'δώ καί μπρος μόνο τό μέλλον μδς κοιτάζει, ίσια μές στά μάτια. Είναι σά μιά άβυσσος πού χάσκει. Είναι τρομαχτικό (σ' αυτό μάλιστα δλος ό κόσμος συμφωνεί) καί μόνο ν ' αρχίσουμε νά σκεφτόμαστε τό τί μδς επιφυλάσσει τό μέλλον. Πολύ πιό τρομαχτικό παρά οποτεδήποτε άλλοτε. Παλιότερα, τά τέρατα είχαν ανθρώπινες διαστάσεις- μπορούσαμε, δσο κι άν δέν ήμασταν ήρωες, νά τά προκαλέσουμε. Τώρα, τά τέρατα είναι αόρατα- υπάρχουν, κατά δισεκατομμύρια, μέσα σ ' ίνα κόκκο σκόνης. Θά παρατηρήσετε πώς χρησιμοποιώ ακόμα τή γλώσσα τής Λίθινης 'Εποχής. Μιλώ σάν νά ήταν τό τέρας τό Χδιο τό άτομο, σάν ή δύναμη νά βρισκόταν σ ' αυτό κι δχι σέ μας. Νά πώς υπήρξαμε θύματα εξαπάτησης τοΰ έαυτοΰ μας, άπό τότε πού ό άνθρωπος άρχισε νά σκέφτεται. Έδώ ακόμα υπάρχει Ινα σφάλμα, στον ίδιο τόν ισχυρισμό πώς σέ κάποια στιγμή, στό παρελθόν, ό άνθρωπος άρχισε νά σκέφτεται. Ό άνθρωπος δέν άρχισε ποτέ νά σκέφτεται. Πνευματικά, βαδίζει ακόμα μέ τά τέσσερα. Πάει ψηλαφητά μές στην ομίχλη, μέ τά μάτια κλειστά, τήν καρδιά νά χτυπά άπό αγωνία. Κι αυτό πού φοβάται περισσότερο —Θεέ μου, έλέησέ τον!— είναι ή Χδια του ή εΙκόνα.
"Αν Ινα άτομο ΰλης κλείνει μέσα του τόση ενέργεια, τί νά ποΰμε γιά τόν Χδιο τόν άνθρωπο, πού αποτελείται
40
άπό Ινα σύμπαν ατόμων; "Αν αυτό πού σέβεται τόσο πολύ είναι ή ενέργεια, τότε γιατί δέν τή ζητάει στον εαυτό του; "Αν μπορεί νά φαντάζεται καί νά μελετάει γιά ευχαρίστηση του τήν απεριόριστη ενέργεια πού κρύβεται στό απειροελάχιστο άτομο, τότε τί πρέπει νά κάνει γιά τους Νιαγάρες πού κρύβονται μέσα του; Καί τί νά πεί γιά τήν ενέργεια πού κρύβει ή γή —γιά ν ' αναφέρουμε ακόμα Ινα παρόμοιο σύνολο; "Αν ψάχνουμε ν ' ανακαλύψουμε δαιμόνια γιά νά τά δαμάσουμε, υπάρχει τέτοια αφθονία, πού καί μόνο νά τό σκεφτείς, παραλύεις. "Η μάλλον, είναι τόσο συνταραχτική ή διαπίστωση, πού σοΰ 'ρχεται νά ορμήσεις μ ' ενθουσιασμό, άπό πόρτα σέ πόρτα, νά ξεσηκώσεις γενικό παραλήρημα καί πανδαιμόνιο. "Ισως μονάχα σήμερα νά υπάρχει ή δυνατότητα νά δει κανένας καί νά μετρήσει μέ πόση λύσσα ό Σατανάς ξαμόλησε τίς δυνάμεις τοΰ κακοΰ. "Ο άνθρωπος τών ίστορικών χρόνοιν δέ γνώρισε καθόλου τό δαιμονιακό. "Εζησε σ ' Ινα κόσμο ήμίφοπος καί άδύναμ(ον αντανακλάσεων. Ή Ικβαση τής μάχης τοΰ καλοΰ μέ τό κακό ήταν άπό πρίν καθορισμένη... Τό κακό ανήκει στον κόσμο τών ίσκιων καί τής φαντασίας. Θάνατος στίς χίμαιρες! ' Ωραία. Νά δμως πού έδώ καί καιρό οί χίμαιρες πήραν σάρκα καί οστά. "Ο άνθρωπος κατάχτησε τή δεύτερη δράση, πού μ' αυτή μπορεί νά διαπέρνα τόν κόσμο τών φαντασμάτων. Τό μόνο πού χρειάζεται πιά είναι ν ' ανοίγει τά μάτια τής ψυχής του, νά καρφώνει τό βλέμμα του στην καρδιά τής πραγματικότητας καί νά πάψει νά τσαλαβουτάει στό βοΰρκο τής αυταπάτης καί τοΰ ψέματος.
Νιώθο) υποχρεωμένος ν ' αλλάξω λίγο τήν ερμηνεία μου δσον άφορα τή σχέση τής ζωής τοΰ Ρεμπώ μέ τή μοίρα. Γεννήθηκε γιά νά γίνει ό ποιητής πού θά ηλεκτρίσει τήν εποχή μας, τό σύμβολο έκρηχτικών δυ-νάμεοιν πού ετοιμάζονται νά φανερίοθοΰν. ΤΗταν ή μοίρα
41
του, συλλογίζομαι, νά πιαστεί στην παγίδα μιας ζωής δράσης πού ή κατάληξη της θά ήταν άδοξη. "Οταν έλεγε πώς ή μοίρα του στηριζόταν πάνοι στην « Ε π ο χ ή » , ήθελε νά πει, ΰποθέται, πώς αυτό τό έργο θά προσδιόριζε τη ροή των μελλοντικών'του δραστηριοτήτων, πράγμα πού, όπα>ς φαίνεται καθαρά τώρα, αποδείχτηκε. Μπορούμε νά σκεφτούμε, δν θέλουμε, πώς γράφοντας την αποκαλύφτηκε τόσο τέλεια στον εαυτό του, πού δέν τοϋ χρειαζόταν πιά άπό δω καί μπρος τό εκφραστικό μέσο τής τέχνης. Σάν ποιητής, είχε πει δλα όσα τοΰ ήταν δυνατό νά πει. Φανταζόμαστε εκούσια πώς είχε συνείδηση αύτοΰ τοϋ γεγονότος καί πώς είναι γ ι ' αυτή την αιτία πού έστρεψε τολμηρά τήν πλάτη στην τέχνη. 'Ορισμένοι παρομοίασαν τή δεύτερη περίοδο τής ζωής του μ' ένα είδος ϋπνου στό Rip Van Winkle. Δέν είναι ή πρώτη φορά πού ένας καλλιτέχνης άποκοιμαται στον κόσμο. ' Ο Πώλ Βαλερύ, πού έρχεται αμέσως στό μυαλό μας, έκανε κάτι ανάλογο όταν εγκατέλειψε τήν ποίηση γιά τά μαθηματικά, κοντά είκοσι χρόνια. Συνήθως -ακολουθεί μιά επιστροφή, ένα ξύπνημα. Γιά τό Ρεμπώ, αυτό τό ξύπνημα υπήρξε ό θάνατος. Τό μικρό φως πού έφθινε σιγά σιγά, ώσπου νά σβήσει εντελώς, ξαναδυνάμωσε καθώς άρχισε νά διαδίδεται ή είδηση τοϋ θανάτου του. 'Αφότου έφυγε άπ' τόν κόσμο, περιβλήθηκε μέ τόσο θαυμασμό καί λάμψη, δση δέ γνώρισε ποτέ σ ' δλη του τή ζωή. 'Αναρωτιέται κανείς τί είδος ποίησης θά έγραφε, ποιο θά ήταν τό μήνυμα του, δν ξαναρχόταν σ ' αυτή τή ζωή. Αυτό έγινε γιατί, κατά κάποιο τρόπο, στερήθηκε μέ τήν πλήρη εξαφάνιση του στά χρόνια τής (δριμύτητας, τήν τελευταία φάση τής ανάπτυξης του, πού επιτρέπει στον άνθρωπο νά εναρμονίσει τίς αντίθετες τάσεις του. Πολεμώντας μιά κατάρα πού περιέβαλε σχεδόν δλη του τήν ύπαρξη, αγωνιζόμενος μ' δλες του τίς δυνάμεις ν ' ανοίξει ένα δρόμο προς τίς φωτεινές κι
42
ελεύθερες περιοχές τοϋ είναι του, τρομοκρατήθηκε μιά φορά γιά πάντα, τή στιγμή ακριβώς πού φαινόταν δτι τά σύννεφα σκορπίζονταν. "Η πυρετική του δραστηριότητα είναι ή απόδειξη πώς ήξερε δτι ή ζωή του θά ήταν σύντομη, δπως άλλοιστε έγινε καί μέ τό Ντ. Λώρενς, καί μ ' άλλους. Σ' δσους αναρωτιούνται δν οι δνθροιποι μέ τέτοια μοίρα φτάνουν στην πλήρη ολοκλήρωση, δέν έχουμε παρά ν ' αποκριθούμε καταφατικά. "Ομ<»ς, δέν είχαν τήν ευκαιρία νά τρέξουν δλη τήν απόσταση• γιά νά είμαστε δίκαιοι μαζί τους, οφείλουμε νά λογαριάσουμε αυτό τό μέλλον πού δέν έζησαν. "Εχω πει γιά τό Λώρενς, καί θά τό πώ καί γιά τό Ρεμπώ, πώς δν είχαν μπορέσει νά ζήσουν ακόμα τριάντα χρόνια, θά είχαν τραγουδήσει διαφορετικά. 'Ακολούθησαν τή μοίρα τους. Είναι αυτή πού τους πρόδοσε καί πού μας παραπλανά δταν εξετάζουμε τίς πράξεις τους καί τίς προθέσεις τους.
Κατά τή γνώμη μου, ό Ρεμπώ ήταν κατ' εξοχήν εξελικτικός τύπος. "Η πρώτη περίοδος τής ζωής του δέν είναι πιό έκπληχτική άπό τή δεύτερη. Είμαστε 'μεΐς, ίσως, πού αγνοούμε ποια λαμπρή περίοδο τής ζοιής του ήταν έτοιμος νά προσεγγίσει. Χάθηκε άπ' τά μάτια μας τήν παραμονή ακόμα μιας άλλης μεγάλης αλλαγής, στην αρχή μιας γόνιμης περιόδου δπου ό ποιητής καί ό άνθρωπος τής δράσης θά γίνονταν ένα. Τόν βλέπουμε νά ξεψυχάει σάν ένας νικημένος• δέ μπορούμε νά έχτι-μήσουμε τά οφέλη πού θά μπορούσε ν ' αποκομίσει άπ' τά χρόνια των περιπλανήσεων του στον κόσμο. Διακρίνουμε δυό διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, ενωμένους σ ' έναν. "Εχουμε μονάχα τή δυνατότητα νά δούμε τή σύγκρουση καί δχι τό ενδεχόμενο τής αρμονίας ή τοΰ τέλειου άποχοιρισμοΰ. Μονάχα εκείνοι πού ενδιαφέρονται γιά τό νόημα τής ζωής του θά θελήσουν νά χάσουν τό χρόνο τους μ' ανάλογες αναζητήσεις. "Ομιος, τό νά πλησιάσεις τή ζο>ή μιας ισχυρής προσωπικότη-
43
τας, μελετώντας την σέ σχέση μέ τό Εργο της, σημαίνει νά επιχειρήσεις ν' αποκαλύψεις αυτό πού είναι κρυμμένο καί σκοτεινό, μ' δλλα λόγια αυτό πού μένει μισοτελειωμένο. Νά μιλάμε γιά τόν αληθινό Λώρενς ή τόν αληθινό Ρεμπώ, σημαίνει πώς ξεκινάμε άπ' τό δεδομένο πώς υπάρχει Ενας άγνωστος Λώρενς, ένας άγνωστος Ρεμπώ. Δέ θά συζητούσαμε τόσο πάνω σέ ανάλογες προσωπικότητες άν μπορούσαμε νά τίς γνωρίσουμε απόλυτα. 'Αξίζει νά σημειώσουμε, μ' αύτη τήν αφορμή, πώς ακριβώς αυτοί πού κάνουν τίς μεγαλύτερες αποκαλύψεις γιά τόν εαυτό τους είναι εκείνοι πού περιβάλλονται μέ τό μεγαλύτερο μυστήριο. Παρόμοιες άτομικότητες φαίνεται νά Ερχονται στον κόσμο μέ τό σκοπό νά πολεμήσουν γιά νά κάνουν γνωστή τήν πιό κρυφή τους φύση. Είναι δύσκολο ν' αμφιβάλλουμε γιά τήν ϋπαρξη ενός μυστικού πού τους υποσκάπτει. Δέ χρειάζεται νά είναι κανένας μάντης γιά νά καταλάβει αυτό πού διαφοροποιεί τά προβλήματα τους άπό κείνα άλλων μεγάλων ανθρώπων καί ποια είναι ή στάση τους απέναντι σ' αυτά. Συνδέονται βαθιά μέ τό πνεύμα της εποχής τους, μέ τά θεμελιακά προβλήματα πού τή βασανίζουν καί τής δίνουν τό χαραχτήρα καί τό χρώμα της. 'Εμφανίζονται πάντα μέ διπλή όψη, γιά τήν εύλογη αίτια πώς ενσαρκώνουν, μαζί, τό παλιό καί τό καινούργιο. Αυτός είν' ό λόγος πού μάς χρειάζεται περισσότερος χρόνος, περισσότερη απόσταση, άπ* δ,τι γιά τους επιφανείς συγχρόνους τους, γιά νά τους κρίνουμε καί νά τους ζυγίσουμε. Οί ρίζες τους βυθίζονται σ' αυτό τό ίδιο μέλλον, πού είναι κι ό δικός μας εφιάλτης. "Εχουν δυό ανάσες, δυό πρόσοιπα, δυό ερμηνείες. Ό χώρος τους είναι ό χώρος τής εξέλιξης, τής ασταμάτητης κίνησης. Κάτοχοι μιδς καινούργιας σοφίας, μάς φαίνεται πώς μιλούν μιά μυστική, δν όχι παράλογη ή αντιφατική, γλώσσα.
Σ' ίνα άπ' τά ποιήματα του ό Ρεμπώ υπαινίσσεται
44
αυτό τό κρίσιμο μυστικό πού γι' αυτό μιλώ:
Ό εσωτερικός πολύποδας πού-αμίλητος Λεηλατεί καί κατατρώει.
Ήταν μιά δυστυχία πού δοκίμαζε ταυτόχρονα τό ζενίθ καί τό ναδίρ τής ΰπαρξής του. Σ' αυτόν, ό ήλιος καί τό φεγγάρι είχαν τήν ίδια δύναμη καί πάθαιναν τίς ίδιες εκλείψεις. («Κάθε φεγγάρι είναι φοβερό καί κάθε ήλιος πικρός»). ' Ο ίδιος ό πυρήνας τής ΰπαρξής του είχε προσβληθεί- καί τό κακό προχωρούσε, όπως ό καρκίνος στό γόνατο .του. Ή ζωή του σάν ποιητή, σεληνιακή φάση τής εξέλιξης του, σημαδεύτηκε άπ' τήν ίδια ικανότητα Εκλειψης δπως αργότερα ή ζωή του σάν τυχο-διώχτη καί άνθρωπου τής δράσης, πού είναι ή ηλιακή του φάση. Είχε ξεφύγει παρά τρίχα τήν τρέλα όταν ήταν νέος• τήν απέφυγε πάλι μέ τό θάνατο του. ' Η μόνη δυνατή λύση γι' αυτόν, δν είχε ζήσει, θά ήταν ή Εκσταση, ή μυστική οδός. "Εχοι πειστεί πώς πέρασε τά τριανταεφτά του χρόνια μέ τό νά προετοιμάζεται γι' αυτήν.
Τί μοΰ δίνει τό δικαίωμα νά μιλώ γι' αυτή τή μισοτελειωμένη ζωή μέ τόση βεβαιότητα; Γιά μιά φορά ακόμα ανακαλύπτω αναλογίες μέ τή δική μου ζωή, μέ τή δική μου εξέλιξη. "Αν είχα πεθάνει στην ηλικία τοΰ Ρεμπώ, τί θά είχε μείνει άπ' τά σχέδια μου, τίς προσπάθειες μου; Τίποτα, ©ά λογαριαζόμουν σά μιά κλασική περίπτωση αποτυχημένου. "Επρεπε νά περιμένω νά φτάσω σαράντα τριώ χρονώ, γιά νά δώ τό πρώτο μου βιβλίο νά εκδίδεται, γεγονός αποφασιστικής σημασίας γιά μένα, πού μπορεί νά συγκριθεί μέ τή δημοσίευση τής «' Εποχής» γιά τό Ρεμπώ. "Ενας μεγάλος κύκλος στερήσεοιν καί αποτυχιών Επαιρνε τέλος μ' αυτό τό βιβλίο, πού μπορώ νά τό χαραχτηρίσω σάν «μαύρο βιβλίο». Είναι ή ακραία Εκφραση τής απελπισίας, τής εξέγερσης καί τής κατάρας. 'Αλλά είναι επίσης Ενα βιβλίο προφητικό καί σωτήριο, τόσο γιά μένα δσο καί γιά τους αναγνώστες μου. "Εχει αυτό τό σωτή-
45
•
ριο γνώρισμα της τέχνης πού είναι τόσο συχνά τό χα-ραχτηριστικό τών έργων πού παν νά κόψουν κάθε δεσμό μέ τό παρελθόν. Μοΰ επέτρεψε νά ξεμπερδέψο) μαζί του, καί νά ξανατρυπώσω μέσα του άπ' τήν πίσω πόρτα. Τό μυστικό δέ σταμάτησε νά μέ κατατρώει, άλλα είναι Ενα μυστικό πού ξεγυμνώθηκε, πού σ ' αυτό μπορώ πιά ν ' αντιστέκομαι.
Καί ποια είναι ή φύση αύτοΰ τοΰ μυστικού; Μπορώ μονάχα νά πώ πώς άφορα τή μάνα. "Εχω τό αίσθημα πώς ισχύει τό ίδιο γιά τό Λώρενς καί τό Ρεμπώ. "Ολη τούτη ή ανταρσία πού μοιράζομαι μαζί τους πηγάζει άπ' αυτό ακριβώς τό πρόβλημα, πού, δσο μπορώ νά τό προσδιορίσω, πρέπει νά θεοιρηθεΐ σά μιά αναζήτηση τοΰ άληθινοΰ μας δεσμοΰ μέ τόν κόσμο. "Αν ανήκει κανείς σ ' αυτή τήν κατηγορία άνθρώπιον, δέ μπορεί νά τόν βρει οΰτε μέσα στην ατομική του άλλα οϋτε καί μέσα στή συλλογική ζωή. Είναι απροσάρμοστος, ώς τήν τρέλα. Καίγεται νά συναντήσει τόν δμοιό του, άλλα δέν άντι-κρύζει γύρω παρά απέραντες έρημους. 'Αναζητάει έναν αφέντη, άλλα τοΰ λείπει ή ταπεινότητα, ή ευλυγισία καί ή υπομονή πού χρειάζονται. Δέν αισθάνεται άνετα οΰτε μέ τά ανώτερα πνεύματα- ακόμα καί τά πιό μεγάλα, τοΰ φαίνοναι ανεπαρκή καί ΰποπτα. Κι δμως, μόνο μ' αυτά νιώθει οικειότητα. Πρόκειται γιά ένα δίλημμα πρώτης σειράς, μεγάλης βαρύτητας. Πρέπει νά διαφοροποιήσουμε άπό κοντά τό δικό μας έγώ καί, μ ' αυτό τόν τρόπο, ν ' ανακαλύψουμε τήν εσωτερική μας σχέση μέ ολόκληρη τήν άνθριοπότητα, ακόμα καί στην πιό γελοία της μορφή. «Συγκατάθεση» είναι ή λέξη κλειδί σ ' αυτό. 'Αλλά είναι καί ή μεγάλη πέτρα τοΰ σκανδάλου. Γιατί πρόκειται γιά ολοκληρωτική συγκατάθεση κι δχι γιά υποταγή.
Τί κάνει τόσο δύσκολη σ ' αυτόν τόν τύπο άνθρωπου τήν αποδοχή τοΰ κόσμου; Τό γεγονός, τό βλέπω τώρα, πώς στή νεότητα του, τό σκοτεινό ρεΰμα της ζωής, τό ρεΰ-μα φυσικά της ίδιας του τής ύπαρξης, συγκρατήθηκε μέ
46
τόσα κρηπιδώματα καί υποτάχτηκε, ώστε έγινε αγνώριστος. Τό νά μήν απορρίψουμε αυτή τή σκοτεινή πλευρά τής ύπαρξης θά σήμαινε ( μ ' αυτό τόν τρόπο δικαιολογούμαστε άσύνειδα) τήν απώλεια τής ατομικότητας καί, περισσότερο ακόμα, τής ελευθερίας μας. Ή ελευθερία είναι δεμένη μέ τή διαφοροποίηση. 'Εδώ ή σωτηρία έγκειται μονάχα στό νά προφυλάξουμε τήν ιδιαίτερη ταυτότητα μας μέσα σ ' ένα κόσμο πού τείνει νά κάνει ομοιόμορφους τους πάντες καί τόν καθένα. Αυτό τό πράγμα είναι ή ρίζα τοΰ φόβου. "Ο Ρεμπώ επέμενε στό γεγονός πώς ήθελε τήν ελευθερία μέσα στή σωτηρία. 'Αλλά δέ μποροΰμε νά έχουμε σωτηρία παρά μέ τό νά παραιτηθούμε άπ' αυτή τή χιμαιρική ανεξαρτησία. Ή ελευθερία πού ζητοΰσε δέν ήταν παρά άδεια γιά τό έγώ του νά επαληθευτεί χ(ορίς δρια. Δέν είναι ή ελευθερία. Κάτοι άπ' τήν εξουσία αυτής τής ψευδαίσθησης, μποροΰμε, άν ζήσουμε αρκετά, νά προκαλέσουμε τήν αντανάκλαση τοΰ έγώ μας κι δμως νά νιώθουμε παραπονεμένοι, επαναστατημένοι. Είναι ένα είδος ελευθερίας πού μάς δίνει τό δικαίωμα τής άρνησης, καί, δν είναι απαραίτητο, τοΰ σχίσματος. Θεωρεί μηδαμινό αυτό πού διακρίνει τους άλλους• δέ μετρά παρά μόνο ό εαυτός μας. Δέ θά μας βοηθήσει ποτέ ν ' ανακαλύψουμε τό δεσμό, τήν έπικοινοινία μέ τήν ανθρωπότητα ολόκληρη. Μένουμε γιά πάντα χωρισμένοι, γιά πάντα απομονωμένοι.
"Ολ ' αυτά δέν έχουν γιά μένα παρά μιά σημασία: είμαστε ακόμα αλυσοδεμένοι μέ τή μάνα. Κάθε εξέγερση δέν είναι παρά σκόνη στά μάτια, άπεγνοισμένη προσπάθεια ν ' αποκρύψουμε αυτή τή δουλεία. "Ανθροιποι αυτής τής ιδιοσυγκρασίας είναι πάντα εχθρικοί στό γενέθλιο τόπο τους, δέ μπορεί νά γίνει διαφορετικά. ' Η υποδούλωση είναι τό μεγάλο τους φόβητρο, είτε προέρχεται άπ' τήν πατρίδα, είτε άπ' τήν 'Εκκλησία, είτε άπ' τήν κοινιονία. Περνοΰν τή ζωή τους σπάζοντας αλυσίδες,
47
άλλα ή κρυφή δουλεία τους τρώει την καρδιά καί δέν τους αφήνει στιγμή ήσυχους. Πρέπει πρώτα νά λύσουν τό πρόβλημα τής μάνας, αν θέλουν νά ελευθερωθούν άπ' τό βάσανο τών αλυσίδων. «"Εξοι! Γιά πάντα Ιξω! Καθισμένος στό κατώφλι τής μήτρας!». Πιστεύω μάλιστα πώς είναι τά Ιδια μου τά λόγια, γραμμένα στή «Μαύρη "Ανοιξη» σέ μιά ευτυχισμένη περίοδο δπου είχα σχεδόν καταλάβει τό μυστικό. Τίποτα τό περίεργο ν* απομακρύνεται κανείς άπ' τή μάνα- δέν τήν αντιμετωπίζουμε παρά σάν εμπόδιο. 'Ονειρευόμαστε τήν άνεση καί τήν ασφάλεια τής κοιλιάς της, αυτό τό σκοτάδι κι αυτή τή γαλήνη πού είναι γιά τόν κυοφορούμενο τό Ισοδύναμο ενός φωτισμού, ένώ γ ι ' αυτόν πού βγήκε στ ' αλήθεια άπ' αυτήν, μιά υποδούλωση. "Η κοινωνία είναι καμο)-μένη άπό πόρτες κλειστές, άπό ταμπού, άπό νόμους, άπό καταναγκασμούς κι άπό αναιρέσεις. Δε μπορούμε νά 'χουμε στον έλεγχο μας δ λ ' αυτά τά στοιχεία πού φτιάχνουν τήν κοινωνία καί πού μ ' αυτά πάλι πρέπει νά λογαριαστούμε fiv θέλουμε νά τήν κατασκευάσουμε εξαρχής. ΕΙν' Ινας χορός χωρίς τέλος στό χείλος τοΰ κρατήρα. Μπορεί κάποιος νά θείορεΐται μεγάλος επαναστάτης, άλλα νά μήν Ιχει αγαπηθεί ποτέ. Λοιπόν, ανάμεσα σ ' δλους τους ανθρώπους, ό επαναστάτης είναι κείνος πού διψά περισσότερο γ ι ' αγάπη, ίσο)ς μάλιστα περισσότερο νά δώσει παρά νά δεχτεί, περισσότερο ακόμη νά τήν ενσαρκώσει παρά νά τήν δώσει.
"Εγραψα άλλοτε ένα άρθρο μέ τίτλο «Ή γιγαντιαία Μήτρα». Παρουσίαζα σ ' αυτό τόν ίδιο τόν κόσμο, σάν χώρο δημιουργίας. 'Ηταν μιά θαρραλέα καί σοβαρή προσπάθεια προς τή «συγκατάθεση»• τό προανάκρουσμα σέ μιά πιό φυσιολογική συγκατάθεση πού δέ θ ' αργούσε ν ' ακολουθήσει, σέ μιά συγκατάθεση δλης μου τής ύπαρξης. ' Α λ λ ' αυτή ή στάση πού στηριζόταν στή θέα τοΰ ίδιου τοΰ κόσμου άπ' τή γωνία τής μήτρας καί
48
τής δημιουργίας, δέν είχε τήν ευτυχία ν ' αρέσει σ ' άλλους επαναστάτες. Αυτό μ' έκανε ν ' αλλοτριωθώ περισσότερο. "Οταν 'ένας επαναστάτης θυμώνει μ ' έναν άλλον, κι αυτό συμβαίνει συχνά, μοιάζει σάν ή γή νά ύποχίορεί κάτω άπ' τά πόδια του. Αυτή τήν αίσθηση ό Ρεμπώ τή δοκίμασε στή διάρκεια τής Κομμούνας. Ό επαγγελματίας επαναστάτης δέ δέχεται νά συνταχτεί μέ μιά ανάλογη στάση. Τή βαφτίζει μ' ένα περιφρονητικό όνομα: προδοσία. ' Α λ λ ' αυτή ακριβώς ή παράνομη φύση είν' εκείνη πού διακρίνει τόν επαναστάτη άπ' τήν αγέλη. Είναι παράνομος καί ιερόσυλος σέ καθετί άν δχι στό γράμμα, τουλάχιστον στό πνεύμα. ' Η βαθιά του προδοσία πηγάζει άπ' τό φόβο τής άνθροιπότητας πού θά μπορούσε νά τόν ενώσει μέ τους ομοίους του• είναι εϊκονοκλάστης γιατί, μέ τό νά τρέφει βαθύ σεβασμό στην εικόνα, φτάνει στό σημείο νά τή φοβάται. Αυτό πού θέλει πρίν άπ' δλα είναι ν ' αποτελεί μέρος τής σημερινής ανθρωπότητας, νά έχει τή δυνατότητα νά λατρεύει καί νά σέβεται. Ή μοναξιά τόν αρρωσταίνει• δέ θέλει νά νιώθει διαρκώς σάν ψάρι εξ(ο άπ' τό νερό. Τοΰ είναι αδύνατο νά ζει μ ' ένα Ιδανικό πού νά μήν τό μοιράζεται, άλλα πώς μπορεί νά κάνει γνωστές τίς ιδέες του καί τό ιδανικό του άν δέ μιλά τήν ίδια γλώσσα μέ τους ομοίους του; Πώς νά φτάσει νά τους νικήσει άν αγνοεί τήν αγάπη; Πώς νά τους πείσει νά οίκοδομήσουν, τή στιγμή πού σέρνει πίσοι του τόσες καταστροφές;
Ποΰ στηρίζεται αυτή ή αδιάκοπη ανησυχία; Ό εσωτερικός πολύποδας δέ στάματα νά μάς κατατρώει ώσπου νά κάνει πριονίδια τήν ίδια τήν καρδιά τής ϋπαρξής μας καί ολόκληρο τό σώμα, τό δικό μας καί τοΰ κόσμου, νά μοιάζει μέ συλημένο ναό. «Τίποτα μά τίποτα δέ μ' εξαπατά!», φώναζε ό Ρεμπώ. "Ομως ολόκληρη ή ΰπαρξή του δέν υπήρξε παρά μιά υψίστη αΰταπάιι πραγματικότητα τής ρΜΐχρξ'Ι'|ς ιυυ δέν τήν £παιςάλυ\|α?' y-4
BltfM* B«He«»«W Αύξων *ρ*. Λαο*. ****
ποτέ, δέν κατόρθ(οσε ποτέ νά τήν καθηλώσει. Ή πραγματικότητα ήταν ή προσωπίδα πού προσπαθούσε νά ξεκολλήσει μέ τά σκληρά του νύχια. Είχε μιά έντονη δίψα, πού τίποτα δέ μπορούσε νά τήν καταπραΰνει.
Μύθοι καί σύμβολα Δέ μέ ξεδιψάνε.
"Οχι, τίποτα δέν μπορούσε νά σβήσει τή δίψα του. Είχε τόν πυρετό στην καρδιά, πού τήν κατάτρωγε τό μυστικό. Τό πνεύμα του ανέβαινε άπό απύθμενα βάθη καί, σάν μεθυσμένο καράβι, περιπλανιόταν στή θάλασσα τών ποιημάτων του. Σ' όποιο χώρο κι αν έμπαινε, τό φώς τόν τραυμάτιζε. Κάθε μήνυμα πού προερχόταν άπ' τό λαμπρό κόσμο τοΰ πνεύματος, προκαλούσε μιά ρωγμή στην εσωτερική επιφάνεια τοΰ μνημείου. Κατοικούσε σ ' ένα προγονικό άσυλο πού γκρεμιζόταν στό φώς της μέρας. Καθετί τό πρωτόγονο, ήταν ή περιοχή του• ήταν ένα πλάσμα αρχαϊκό, προικισμένο μέ άταβισμό, περισσότερο Γάλλος άπ' όλους τους άλλους, καί όμως ξένος ανάμεσα τους. 'Αρνιόταν καθετί πού ήταν προϊόν μιας κοινής προσπάθειας. Ή μνήμη του, σύγχρονη τών καθεδρικών ναών καί τών Σταυροφοριών, ήταν ή μνήμη ολόκληρης φυλής. Ό ηθικός του κώδικας, ό κινητήρας τών πράξεων του, ή αντίληψη του γιά τόν κόσμο ήταν διαφορετικές. Ήταν ένας πρωτόγονος, πλούσιος άπ' τήν ανωτερότητα ενός αρχαίου γένους. ΤΗταν ένας άσσος σ ' όλους τους τομείς, πού ήξερε πολύ καλά νά κρύβει τήν άσχημη του όψη. Ήταν αυτό τό εξαιρετικό δν, αυτό τό φαινόμενο, τό γεννημένο μέ σάρκα καί αίμα άνθρωπου, άλλα τό θηλασμένο άπό λύκους. Κανενός ερευνητή ή γλώσσα δέ θά εξηγήσει ποτέ τό τέρας. Γνίορίζουμε τίς αποτυχίες του, άλλα ποιος μπορεί νά πει αυτό πού έπρεπε νά κάνει γιά νά μείνει πιστός στον εαυτό του; Γιά νά λύσουμε αυτό τό αίνιγμα θά έπρεπε ν '
50
αναθεωρήσουμε τους νόμους τής ευφυΐας. Νά λοιπόν πού αναδύονται άνθρωποι πού μάς υπο
χρεώνουν νά μεταβάλλουμε τους αντιληπτικούς μας τρόπους. Τό παλιό κρησφύγετο, όπου ό Ρεμπώ κρυβόταν άπ' τή γή μέ τό μυστικό του, καταρρέει γρήγορα. Δέν υπάρχει κανένας πού νά μήν αναγκάζεται ΰστερ' άπό λίγο νά ζήσει στό φώς• δέν υπάρχουν πιά καταφύγια. Ή παγκόσμια μοίρα σπρώχνει τό ασυνήθιστο δν, πού έχει προσβληθεί άπό μιά μυστηριώδη ασθένεια, νά εγκαταλείπει καί τά τελευταία του χαρακώματα. 'Ολόκληρη ή άνθρα>πότητα, ανασυνταγμένη, εμφανίζεται μπροστά στό δικαστήριο. Τί σημασία έχει άν εκλεκτά πνεύματα, τυ-ραννισμένα, ανόμοια μεταξύ τους, αναδίνουν τήν οσμή τοΰ πόνου τους; Τώρα ή φυλή ολόκληρη ετοιμάζεται νά υποστεί μιά μεγάλη δοκιμασία. Ή επερχόμενη καταστροφή κάνει περισσότερο άπό ποτέ έπιταχτική καί συγκινητική τήν άνάγνοιση τών Ιερογλυφικών. Σέ λίγο, χα>ρίς προειδοποίηση, θά ξαναβρεθούμε δλοι, νά κολυμπάμε πλάι πλάι, ό οραματιστής μαζί μέ τόν κοινό άνθροοπο. "Ενας ολοκαίνουργιος κόσμος, τρομερός καί αηδιαστικός, πλησιάζει. Μιά μέρα θ' ανοίξουμε τά μάτια σ ' ένα θέαμα πού θά ξεπερνά κάθε προσδοκία. Οί ποιητές καί οί Οραματιστές ανάγγειλαν άπό αιώνες αυτό τόν καινούργιο κόσμο, άλλα δέ θελήσαμε νά πειστοΰμε. Πιστεύοντας στά ακίνητα άστρα μας, αρνηθήκαμε τό μήνυμα τών διαττόντων. Δέν ήταν γιά μάς παρά νεκροί πλανήτες, έκτροχιασμένα φαντάσματα, πού γλύτωσαν άπό κατακλυσμούς ξεχασμένους έδώ καί αίώνες.
Οί ποιητές μοιάζουν τόσο μέ τους διάττοντες! Μήπαις δέ μοιάζουν μέ πλανήτες, άπ' δπου μπορεί ν ' αφουγκραστεί κανείς τους άλλους κόσμους; Δέ μάς μιλοΰν ακόμα γιά πράγματα τοΰ μέλλοντος, καθώς καί γιά γεγονότα ενός παρελθόντος ήδη μακρινού, θαμμένου στή μνήμη τής ανθρώπινης φυλής; Τί καλύτερη εξήγηση
51
μπορούμε νά δώσουμε γιά τό γρήγορο πέρασμα τους άπ* τή γή παρά βλέποντας τους σάν απεσταλμένους ενός άλλου κόσμου; ' Ενώ εκείνοι ζουν μές στά σημάδια καί τά σύμβολα, ή δικιά μας ύπαρξη περνάει μέσα σέ γεγονότα νεκρά. Οί φλογερές τους επιθυμίες δε συμπίπτουν μέ τίς δικές μας παρά τή στιγμή πού προσεγγίζουμε τό περιήλιο. 'Αγωνίζονται νά λύσουν τά παλαμάρια μας• μας πιέζουν νά πετάξουμε μαζί τους μέ τά φτερά τοΰ πνεύματος. 'Αναγγέλλουν πάντα τόν ερχομό τών μελλούμενοι, άλλα έμεϊς τους σταυρώνουμε, γιατί ζοΰμε μέσα στον τρόμο τοΰ άγνωστου. Στον ποιητή, οί πηγές της δράσης είναι υπόγειες. Πολύ πιό ολοκληρωμένος άπ' δλο τό υπόλοιπο ανθρώπινο γένος —καί λέγοντας έδώ «ποιητές», εννοώ δλους αυτούς πού εντάσσονται στον κόσμο τοΰ πνεύματος καί της φαντασίας— Ερχεται στό φώς ΰστερ' άπό εγκυμοσύνη δμοια μέ τους άλλους ανθρώπους. Μόνο πού είναι ύποχρεοιμένος νά τή συνεχίσει καί μετά τή γέννηση του. ' Ο κόσμος πού θά κατοικήσει δέν είναι ό ίδιος μέ τό δικό μας• τοΰ μοιάζει, δσο έμεΐς μοιάζουμε στον άνθρωπο τοΰ Κρό-Μανιόν. ' Η αντίληψη του τών πραγμάτ(ον είναι ανάλογη μέ κείνη ενός άνθρωπου πού ήρθε άπό Ενα σύμπαν μέ τέσσερις διαστάσεις γιά νά ζήσει σ ' Εναν κόσμο τρισδιάστατο. Βρίσκεται μέσα στον κόσμο μας, άλλα δέν είναι αύτοΰ τοΰ κόσμου• πειθαρχεί σ ' άλλους νόμους. Ή αποστολή του είναι νά μας διαφθείρει, νά μας κάνει ανυπόφορο αυτό τόν περιορισμένο κόσμο πού μάς περισφίγγει. ' Ωστόσο, οί μόνοι πού είναι ίκανοί ν ' αποκριθούν στην κλήση του είναι εκείνοι πού απόχτησαν μιά ακραία εμπειρία άπ' τόν κόσμο τών τριών διαστάσε(ον.
Τά σημάδια καί τά σύμβολα πού χρησιμοποιεί ό ποιητής είναι άπ' τίς πιό βέβαιες αποδείξεις πώς ή γλώσσα είναι ίνα μέσον γιά νά υλοποιήσει τό ανέκφραστο μυστήριο. Ά π ' τή στιγμή πού τά σύμβολα γίνονται
52
-
μεταφράσιμα, χάνουν κάθε αξία καί κάθε αποτελεσματικότητα. Τό ν ' απαιτείς άπ' τόν ποιητή νά μιλάει τή γλώσσα τοΰ άνθρωπου τοΰ δρόμου, είναι σάν νά περίμενε κανείς άπ' τόν προφήτη νά διατυπώνει καθαρά τίς προφητείες του. Ή φωνή πού μάς Ερχεται άπ' τά πιό ψηλά καί μακρινά βασίλεια περιβάλλεται άπό εχεμύθεια καί μυστήριο. Αυτό πού μεγεθύνεται καί περιπλέκεται μέ τήν ερμηνεία —γενικά ό αισθητός μας κόσμος— βρίσκεται ταυτόχρονα συμπιεσμένο καί συντμημένο μέ τή χρήση της στενογραφίας τών συμβόλων. Δέ μποροΰμε ποτέ νά εξηγήσουμε τίποτα παρά μέ αινίγματα. Αυτό πού προκύπτει άπ' τόν κόσμο τοΰ πνεύματος, τοΰ αίώ-νιου, ματαιώνει κάθε εξήγηση. Ή ποιητική γλώσσα ακολουθεί μιά άσύμπτοπη γραμμή, παράλληλη μέ τήν εσωτερική κλήση, καθώς γειτονεύει μέ τό άπειρο τοΰ πνεύματος. Χάρη σ ' αυτό τό έσοιτερικό κατάστιχο δ άνθρωπος χωρίς γλώσσα —δς τόν ποΰμε Ετσι— έπικοι-νοινεΐ μέ τόν ποιητή. Δέν πρόκειται έδώ γιά μιά σύνθετη προφορική παιδεία, άλλα γιά μιά πνευματική εξέλιξη. ' Η καθαρότητα τοΰ Ρεμπώ δέ γίνεται πουθενά πιό φανερή άπ' δσο τήν κάνει αυτός ό βαθμός αδιαλλαξίας πού διατήρησε ολόκληρο τό έργο του. Είναι εξίσου κατανοητός ή ακατανόητος άπό ανθρώπους διαφόρων κατηγοριών. Μποροΰμε νά εντοπίσουμε αμέσως τους μιμητές του. Δέν 'έχει τίποτα κοινό μέ τους συμβολιστές, οΟτε μέ τους υπερρεαλιστές, δσο μπορώ νά ξέρω. Είναι δ πατέρας πολλών σχολών, άλλα δέ συγγενεύει μέ καμιά. Ή παράδοξη χρήση πού κάνει στά σύμβολα είναι ή εγγύηση τής ιδιοφυίας του. Αυτός δ συμβολισμός γεννήθηκε μέσα στό αίμα καί τήν αγωνία. ΤΗταν πρώτα πρώτα μιά διαμαρτυρία καί Ενα μέσον ν ' αναχαιτίσει τήν ανιαρή πρόοδο της γνώσης πού κινδυνεύει νά ξεράνει τήν πηγή τοΰ πνεύματος. ΤΗταν ακόμα Ινα μεγάλο ανοιχτό παράθυρο σ ' ίνα κόσμο άπειρα πιό σύνθετων σχέσεων πού Εκανε
53
άχρηστο τον παλιό κώδικα της γλώσσας. " Ως προς αυτό μπορεί νά συγκριθεί περισσότερο μέ τους μαθηματικούς καί τους επιστήμονες παρά μέ τους σημερινούς ποιητές. Ά λ λ α πρέπει νά παρατηρήσουμε πώς, σ ' αντίθεση μέ τους πιό σύγχρονους ποιητές μας, δέ χρησιμοποιεί σύμβολα πού Εχουν χρησιμοποιηθεί άπό ανθρώπους της επιστήμης. Ή γλώσσα του είναι ή γλώσσα τοΰ πνεύματος, όχι τών μέτροον καί των σταθμών, των αφηρημένοι ν σχέσεων. Καί <δς προς αυτό αποδείχτηκε αποφασιστικά «σύγχρονος».
'Εδώ θά ήθελα νά μιλήσω πιό αναλυτικά γιά κάτι πού Εθιξα παραπάνα>: τό πρόβλημα της επικοινωνίας τοΰ ποιητή μέ τό κοινό. Χειροκροτώντας τή χρήση τοΰ συμβόλου πού κάνει ό Ρεμπώ, θέλω νά υπογραμμίσω πώς εκεί βρίσκεται ή αληθινή κλίση τοΰ ποιητή. Τραβώ μιά μεγάλη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στή χρήση μιας γραφής γνήσια συμβολικής καί κείνης μιας πολύ προ-σοοπικής διαλέκτου πού χαραχτηρίζο) «ακατάληπτη γλώσσα». Ό σύγχρονος ποιητής φαίνεται νά στρέφει τήν πλάτη στό κοινό του, σά νά τό περιφρονεί. Γιά τήν υπεράσπιση του, συγκρίνεται συχνά μέ τό μαθηματικό ή τό φυσικό, πού Εφτασαν τώρα νά χρησιμοποιούν Ενα σύστημα σημάτιον προορισμένου αποκλειστικά γιά τήν πλειοψηφία τών μορφοιμένων, μιά μυστική γλώσσα πού καταλαβαίνουν μόνο οί μύστες τής λατρείας της. Φαίνεται νά ξεχνά πώς τό Εργο του είναι εντελώς διαφορετικό άπ' τό Εργο εκείνων πού ασχολούνται μέ τόν κόσμο τής φυσικής ή τών αφηρημένοι εννοιών. Είναι τό πνεύμα πού τόν εμπνέει, καί ή σχέση του μέ τήν άνθροιπότητα είναι ζωτικής σημασίας. Ή γλώσσα του δέ φυλάγεται στό εργαστήριο, άλλα στίς απόκρυφες γωνιές τής καρδίας. "Αν παραιτείται άπ' τήν ικανότητα πού Εχει νά μας συγκινεί, τότε δέ χρειαζόμαστε πιά τή μεσολάβηση του. "Αν μπορεί νά υπάρξει κάποια άνανέοιση, αυτό θά γίνε'
54
μέσα στην καρδιά, καί κει πρέπει νά καθηλωθεί ό ποιητής. Ό επιστήμονας αντίθετα, είναι ολοκληρωτικά απορροφημένος άπ' τόν κόσμο τής αυταπάτης, άπ' τό φυσικό κόσμο, πού μέσα σ ' αυτόν τά πράγματα είναι υποχρεωμένα νά εμφανίζονται. Είναι ήδη θύμα τών δυνά-μεοιν πού είχε ελπίσει αρχικά νά εκμεταλλευτεί. Ό χρόνος του είναι άπό δώ καί μπρος μετρημένος. Ό ποιητής δέ θά βρεθεί ποτέ σ ' αυτήν ακριβώς τήν κατάσταση. Πρώτα πρώτα, δέ θά ήταν ποιητής δν τό ζωτικό του Ενστικτο ήταν τόσο εκφυλισμένο δσο κείνο τοΰ επιστήμονα. 'Αλλά απειλείται άπό Εναν κίνδυνο: τήν εξαφάνιση τών ίκανοτήτοιν του- προδίνοντας τό ταλέντο του παραδίνει τή μοίρα άπειρο)ν άνθρώπο)ν στίς φιλοδοξίες ελαφρών πνευμάτοιν, πού τό μόνο πού ονειρεύονται είναι τό άγαλμα τους. Ή παραίτηση τοΰ Ρεμπώ Εχει άλλη διάσταση άπ' τήν αύτοχτονία τοΰ σύγχρονου ποιητή. Ό Ρεμπώ αρνήθηκε νά γίνει διαφορετικός άπ' αυτό πού ήταν, σάν ποιητής, προκειμένου νά εξασφαλίσει τήν έπιβίοίσή του. «Ποιητής»• δλοι οί δικοί μας, τους καίει ν ' άποχτήσουνε τ ' όνομα, άλλα είναι πολύ λίγο διατεθειμένοι ν ' αναλάβουν καί τίς ευθύνες. Δέν αποδεικνύουν πώς είναι πραγματικά, τους άρκεΐ πού τους απονέμεται ό τίτλος. Δέ γράφουν γιά Ενα κοινό.πού θά ρουφούσε τό λόγο τους, άλλα ό Ενας γιά τόν άλλο, κρύβοντας τήν ανικανότητα τους κάτα> άπό Ενα εσκεμμένο ερμητισμό. 'Οχυρώνονται πίσω άπ' τή μικροφιλοδοξία τους, κρατιοΰνται μακριά άπ' τόν κόσμο, μή τυχόν καί γίνουνε χίλια κομμάτια στό ελάχιστο τράνταγμα. "Αν κοιτάξουμε άπό κοντά, θά δοΰμε πώς τους λείπει ακόμα καί ή ελάχιστη ιδιαιτερότητα- διαφορετικά, θά μπορούσαμε νά συμμεριστούμε, Εστοί, τόν πόνο καί τήν παραφροσύνη τους. "Εχουν καταντήσει αφηρημένοι καί ακατάληπτοι, σάν τους μαθηματικούς υπολογισμούς τών φυσικών. ' Απομονωμένοι έκ γενετής, τό μόνο πού θέλουν
55
είν' Ενας κόσμος καθαρής ποίησης, δπου κάθε προσπάθεια επικοινωνίας δεν αξίζει δεκάρα.
"Οταν σκέφτομαι τά άλλα μεγάλα πνεύματα τά σύγχρονα τοΰ Ρεμπώ —δπως είναι ό Νίτσε, ό Στρίντμπεργκ, ό Ντοστογιέφσκι—, δταν σκέφτομαι τίς άγο)νίες τους, τίς δοκιμασίες τους, πού ξεπερνούν εκείνες πού οι σύγχρονες ιδιοφυίες κατόρθωσαν νά υπομείνουν, κοντεύω νά πιστέψοι πώς τό δεύτερο μισό τοΰ 19ου αίώνα υπήρξε μιά άπό τίς πιό αποτρόπαιες περιόδους της 'Ιστορίας. Ά π ' αυτό τό πλήθος τών μαρτύρων, εκείνος πού ή τραγο)δία του μοιάζει περισσότερο μέ κείνη τοΰ Ρεμπώ, είναι ό Βάν Γκόγκ. Γεννημένος Ενα χρόνο νωρίτερα άπ' τό Ρεμπώ, πεθαίνει άπ' τό ίδιο του τό χέρι, σχεδόν στην ίδια ηλικία. "Οπως ό Ρεμπώ, είχε κι αυτός μιαν άκαμπτη θέληση, Ινα σχεδόν υπεράνθρωπο θάρρος, μιαν ενεργητικότητα καί μιά καρτερία ασυνήθιστες, πού τόν βοήθησαν ν' αντιμετωπίσει τίς χειρότερες δυσκολίες. 'Αλλά, δποις καί τό Ρεμπώ, αυτός ό αγώνας τόν εξάντλησε στην ακμή τής ηλικίας του• κατέρρευσε τή στιγμή ακριβώς πού είχε καταχτήσει εντελώς τά μέσα του.
"Ή αλητεία, οί αλλαγές δουλειάς, τά ατυχήματα καί οί εξευτελισμοί, ή άκατανοησία πού τους τυλίγει μέ τό σύννεφο της, δλοι αυτοί οί κοινοί παράγοντες στή ζωή τους, τους εμφανίζουν σάν άτυχους δίδυμους. ' Η υπαρξή τους τοποθετείται αναμφίβολα ανάμεσα στίς πιό θλιβερές τών σύγχρονων καιρών πού μποροΰμε ν' αναφέρουμε. Κανείς δέ μπορεί νά διαβάσει τά γράμματα τοΰ Βάν Γκόγκ χωρίς νά κλάψει. Ή μεγάλη διαφορά ανάμεσα τους, δμως, είναι πώς ή ζωή τοΰ Βάν Γκόγκ είναι προκλητική. Λίγο μετά τό θάνατο τοΰ Βάν Γκόγκ, ό γιατρός Γκασέ, πού ήξερε καλά τόν ασθενή του, Εγραψε στον αδελφό τοΰ Βικέντιου, Τεό: « Ή Εκφραση «Ερωτας τής τέχνης» δέν είναι ακριβής, είναι γιά πίστη πού πρέπει νά μιλήσει κανείς, μιά πίστη πού γι' αυτήν ό Βικέντιος μαρτύρησε» .
S6
Αυτό τό στοιχείο φαίνεται να μήν υπάρχει στό Ρεμπώ —είτε άφορα τήν πίστη στό Θεό είτε στον άνθρωπο είτε στην τέχνη. Είναι αυτή ή απουσία πίστης πού δίνει στή ζωή του Ενα χρώμα σταχτί καί, συχνά, βαθύ μαΰρο. "Ομοις περισσότερες καί πιό συναρπαστικές είναι οι ίδιοσυγ-κρασιακές ομοιότητες ανάμεσα σ' αυτούς τους δυό. Ό δεσμός πού τους Ενώνει πιό πολύ, είναι ή ακεραιότητα τής τέχνης τους κι Ενας βαθύς πόνος, πού μας δίνει τό μέτρο αυτής τής ακεραιότητας. Μέ τήν αλλοίωση τοΰ πνεύματος στον αίώνα μας, μιά ανάλογη αγωνία δέ φαίνεται πιά δυνατή. Μπαίνουμε σέ μιά καινούργια εποχή, πού δέν είναι αναγκαστικά καλύτερη, άλλα πού σ ' αυτήν ό καλλιτέχνης γίνεται πιό αναίσθητος, πιό αδιάφορος. 'Οποιοσδήποτε σήμερα δοκιμάζει κάτι πού μοιάζει μ' αυτό τό είδος βασάνου, καί τό ομολογεί, χαραχτηρίζεται σάν «ανίατος ρομαντικός». ' Ανάλογα αίσθήματα δέν είναι πιά τής μόδας.
Τόν 'Ιούλιο τοΰ 1880, ό Βάν Γκόγκ Εγραψε στον αδελφό του Ενα άπ' αυτά τά γράμματα πού πάνε ίσια στην καρδιά τών πραγμάτων, Ενα γράμμα πού παγώνει τό α'ιμα. Διαβάζοντας το, μας Ερχεται στό νοΰ ό Ρεμπώ. 'Υπάρχει συχνά μέσα στην αλληλογραφία τους μιά έντυποι-σιακή ταυτότητα Εκφρασης. ' Εκεί πού ταυτίζονται περισσότερο είναι δταν υπερασπίζουν τόν Εαυτό τους άπ' τή συκοφαντία. Σ' αυτό τό γράμμα, ό Βάν Γκόγκ απολογείται γιά τήν απραξία του. 'Εξηγεί πώς υπάρχουν δυό είδη τεμπελιάς, ή βλαβερή καί ή γόνιμη. Είν' Ενα αληθινό κήρυγμα πάνω στό θέμα, πού αξίζει νά τό διαβάζει κανένας συχνά. "Ενα κομμάτι αύτοΰ τοΰ γράμματος αντηχεί τά ίδια τά λόγια τοΰ Ρεμπώ: «Δέν πρέπει λοιπόν νά υποθέσεις πώς υπαναχωρώ σέ ό,τιδήποτε. Είμαι κατά κάποιο τρόπο πιστός μέσα στην απιστία μου καί, μολονότι αλλάζω, παραμένω ό ίδιος. "Ο μοναδικός μου εφιάλτης είναι αυτός έδώ: σέ τί θά μποροΰσα νά
57
είμαι καλός, σέ τί θά μπορούσα νά φανώ χρήσιμος καί αποτελεσματικός, μέ ποιο θέμα θά μπορούσα ν" ασχοληθώ καί νά τό έμβαθύνοο; Κατάλαβε το, αυτό μέ τυραννάει διαρκώς. Κι έπειτα, ξαφνικά, βρίσκεσαι φυλακισμένος μέσα στη" φτώχεια, αδύναμος νά κάνεις ένα σωρό πράγματα — ενα σα>ρό αναγκαία πράγματα βλέπεις νά 'ναι πέρ' άπό τίς δυνατότητες σου. Γ ι ' αυτό τό λόγο γίνεσαι μελαγχολικός, νιώθεις μεγάλα κενά έκεΐ πού θά μπορούσαν ν ' ανθίζουν φιλίες καί βαθιές σπουδαίες αγάπες, νιώθεις τήν τρομερή αποθάρρυνση νά ροκανίζει (8ς καί τήν ηθική σου ενέργεια, τό μοιραίο φαίνεται νά υψώνει φράγματα στά τρυφερά σου ένστιχτα καί κύματα άναγούλας σηκώνονται μέσα σου. Καί κάποτε λές: "Ως πότε Θεέ μου;»
Στή συνέχεια προσπαθεί νά κάνει τήν αντιδιαστολή ανάμεσα σ ' αυτόν, πού μένει άπρακτος άπό τεμπελιά, άπό έλλειψη χαραχτήρα ή άπό φυσική νωχέλεια, καί σ ' εκείνον πού μένει άπρακτος χωρίς καλά καλά νά τό ξέρει, πού αίσθάνεται ώς τά βάθη τοΰ είναι του τήν ανάγκη νά δράσει, πού δέν κάνει τίποτα γιατί δέ μπορεί τίποτα νά κάνει, κ.λπ. Ζωγραφίζει Ενα πουλί μέσα στό χρυσωμένο του κλουβί. Καί προσθέτει αυτά τά παθητικά, σπαραχτικά καί πένθιμα λόγια: «Κι οί άνθρωποι βρίσκονται συχνά σέ αδυναμία νά κάνουν κάτι, φυλακισμένοι κι έγώ δέν ξέρο) σέ ποιο φοβερό, φοβερό, πολύ φοβερό κλουβί. Ή κακή φήμη (δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη), ή φτώχεια, τό μοιραίο τών περιστάσεων, ή δυστυχία, δ λ ' αυτά σέ φυλακίζουν. Πολλές φορές δέν ξέρεις τί ακριβώς είν ' εκείνο πού σέ σφίγγει, πού σέ απομονώνει, πού σέ θάβει, νιώθεις ωστόσο γύρω σου τους σύρτες, τά σίδερα, τά τείχη. " Ο λ ' αυτά είναι μήπως φανταστικά, άνύπαρχτα; Δέ νομίζο). Κι αναρωτιέται κανένας: Θεέ μου, θά κρατήσει γιά πολύ ακόμα, θά 'ναι μήπως γιά πάντα, γιά δλη τήν αίωνιότητα; Τό μόνο πού μπορεί νά γκρεμί-
58
σει τή φυλακή είναι ή βαθιά, πραγματική στοργή. Ή φιλία, ή αδελφοσύνη, ή αγάπη, άνοίγουνε τή φυλακή μέ τήν κυρίαρχη δύναμη τους, τήν ακαταμάχητη γοητεία τους. "Οποιος δέν τίς κατέχει, ζει μές στό θάνατο. Ένώ έκεΐ πού ή συμπάθεια ξαναγεννιέται, ξαναγεννιέται ή ζωή».
Πόσους παραλληλισμούς δέ μπορούμε νά κάνουμε ανάμεσα στό Ρεμπώ, εξόριστο στους Ιθαγενείς τής Άβησσυνίας, καί στό Βάν Γκόγκ, κλεισμένο μέ τή θέληση του ανάμεσα στους τροφίμους ενός άσυλου! Σ' αυτό τό περίεργο κλίμα βρήκανε κι οί δυό τους, κατά κάποιο τρόπο, ηρεμία καί ανακούφιση. «Γιά οχτώ χρόνια, γράφει ό Ε. Στάρκι, τό μόνο φιλικό στήριγμα τοΰ Ρεμπώ φαίνεται νά ήταν ό Τζαμί, ό έφηβος τοΰ Χαρράρ, ηλικίας περίπου δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρόνων, πού τοΰ στάθηκε υπηρέτης καί πιστός του σύντροφος... Ό Τζαμί είναι άπό τά ελάχιστα πρόσωπα πού ό Ρεμπώ κράτησε τή θύμηση τους καί πού μνημόνευε μέ στοργή, ό μόνος φίλος πού γ ι ' αυτόν μιλούσε στό κρεβάτι τοΰ θανάτου του, τήν ώρα πού ή σκέψη γυρνάει μέ τή θέληση της στους γνώριμους τής νιότης». Γιά τό Βάν Γκόγκ, ό ταχυδρόμος Ρουλέν είν' εκείνος πού βρίσκεται πλάι του στίς σκοτεινές ώρες. Δέν κατάφερε ποτέ σ ' αυτό τόν κόσμο νά πραγματοποιήσει τό βαθύ του πόθο, νά γνωρίσει κάποιον πού νά μπορέσει νά ζήσει καί νά δουλέψει μαζί του. Ή περιπέτεια του μέ τό Γκωγκέν δέν ήταν μόνο εφιαλτική άλλα καί μοιραία γιά τόν ίδιο. "Οταν, τέλος, συνάντησε στην Ά ν β έ ρ τόν καλό γιατρό Γκασέ, ήταν πιά πολύ αργά, τό ηθικό του είχε καταστραφεί. «Νά υποφέρουμε χωρίς κλάψες, αυτό είναι τό μοναδικό μάθημα πού θά "πρεπε νά πάρουμε άπ' τή ζωή». Νά ποιο είναι τό καταστάλαγμα τής πικρής πείρας τοΰ Βάν Γκόγκ. Καί μέσα σ ' αυτή τήν ολοκληρωτική παραίτηση τέλειωσε τή ζωή του. ' Ο Βάν Γκόγκ δρασκέλισε τό κατώ-
59
φλι τόν 'Ιούλιο τοΰ 1980. "Ενα χρόνο αργότερα, ό Ρεμπώ θά γράψει στους δικούς του: «'Αντίο γάμε, αντίο οικογένεια, αντίο μέλλον! Ή ζωή μου πέρασε, δεν είμαι πιά παρά εν' ακίνητο κούτσουρο».
Κανένας δέν πόθησε περισσότερο άπ' δσο αυτά τά δυό δέσμια πνεύματα τήν ελευθερία καί τήν ανεξαρτησία. Καί οί δυό μοιάζει νά διάλεξαν γιά τόν εαυτό τους επίτηδες τόν πιό δύσκολο δρόμο. Καί γιά τους δυό τό πικρό ποτήρι ήταν ξέχειλο. Καί οί δυό είχαν μιά πληγή πού δέν επρόκειτο ποτέ νά κλείσει. Κάπου οχτώ χρόνια πρίν τό θάνατο του, ό Βάν Γκόγκ αποκάλυψε, σ ' εν' άπό τά γράμματα του, τόν πόνο πού τοΰ είχε προκαλέσει ή δεύτερη έροπική του απογοήτευση. «Καί μιά μόνο λέξη άρκεΐ γιά νά μοϋ δείξει πώς τίποτα δέν έχει αλλάξει μέσα μου, πώς ή πληγή παραμένει, πώς τήν κουβαλάω μαζί μου. Είναι βαθιά, καί δέ θά επουλωθεί ποτέ. Κι δστερα άπό μερικά χρόνια, θά είναι πάλι δπως ήταν τήν πρώτη μέρα». Τό Χδιο πάνω κάτω συνέβη καί μέ τό Ρεμπώ. Δέν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γ ι ' αυτή τή θλιβερή υπόθεση, άλλα είναι δύσκολο νά φανταστούμε πώς οί συνέπειες δέ θά ήταν καί γιά κεΐνον εξίσου τρομερές.
Μιά άλλη κοινή τους ίδιότητα πού αξίζει νά υπογραμμιστεί είναι ή ακραία λιτότητα της υλικής τους ζωής. "Ενας τέτοιος ασκητισμός δέ συναντιέται παρά στους αγίους. Ή γενική αντίληψη είναι πώς ό Ρεμπώ ζοϋσε φτοιχικά γιατί ήταν τσιγκούνης. Ά π ' τή στιγμή (δστόσο πού συγκέντροισε Ενα υπολογίσιμο ποσό, φαίνεται πώς θά ήταν πρόθυμος νά τό στερηθεί. Τό 1881 έγραφε στή μητέρα του άπ' τό Χαρράρ: «"Αν έχετε ανάγκη, πάρτε ο,τι δικό μου υπάρχει- είναι δικό σας. Έγώ δέν έχω νά φροντίσω κανέναν άλλο έχτός άπό τόν εαυτό μου, πού δέ ζητάει τίποτα». "Αν λάβουμε υπόψη μας πώς αυτοί οί άνθρωποι, πού τό έργο τους υπήρξε ή ακένωτη πηγή έμπνευσης γιά τίς επόμενες γενιές, ήταν
60
ύποχρεο)μένοι νά ζουν σάν σκλάβοι, πώς μέ δυσκολία εξασφάλιζαν τήν έπιβίαισή τους ζώντας ελάχιστα πιό καλά άπό κούληδες, πώς νά κρίνουμε τήν κοινα>νία άπ' δπου προέρχονταν; Δέ φαίνεται καθαρά πώς μιά τέτοια κοινοινία ήταν καταδικασμένη νά καταρρεύσει σύντομα; Σ' 'ένα γράμμα άπ' τό Χαρράρ, ό Ρεμπώ αντιπαραβάλλει τους ακαλλιέργητους Άβησσυνούς μέ τους πολιτισμένους λευκούς: «Οί άνθρωποι τοΰ Χαρράρ δέν είναι ούτε πιό βλάκες ούτε πιό πρόστυχοι άπό τους λευκούς νέγρους των χωρών πού τίς λέμε πολιτισμένες. Δέν ανήκουν στην Ίδια τάξη, αυτό ειν' δλο. Είναι μάλιστα λιγότερο κακοί καί μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, νά δείξουν ευγνωμοσύνη καί αφοσίωση. 'Αρκεί νά 'σαι ανθρώπινος μαζί τους». Τό Χδιο δπως καί δ Βάν Γκόγκ, ένιωθε πιό ελεύθερος μέ τους παρίες καί τους καταπιεσμένους παρά μέ τους δμοιούς του. ' Ο Ρεμπώ πήρε μιά γυναίκα ιθαγενή γιά τίς ανάγκες τής αίσθηματικής του ζωής, ένώ ό Βάν Γκόγκ Εγινε ό άντρας (καί πατέρας παιδιών) μιας δύστυχης πού ήταν άπό κάθε άποψη κατώτερη του καί πού τοΰ Ικανέ τή ζωή αφόρητη. 'Ακόμα κι δσον άφορα τό σαρκικό Eporta, αυτό πού γιά κάθε άνθριοπο είναι φυσιολογικό, γιά κείνους ήταν απαγορευμένο. "Οσο λιγότερα ζητούσανε άπ' τή ζ(οή, τόσο λιγότερα τους δίνονταν. Ζούσανε σάν σκιάχτρα στους εύφορους κάμπους τής πνευματικής μας καλλιέργειας. ' Εντούτοις, δύσκολα μπορεί κανείς νά βρει στην εποχή τους άλλους ανθρώπους πού ν ' ακόνισαν περισσότερο άπ' δσο αυτοί τήν δρεξή τους γιά τό συμπόσιο πού ονειρεύονταν. Στό διάστημα λίγου χρόνου καταβρόχθισαν ώς τό τελευταίο ψίχουλο δλα τ ' αποθέματα τά συγκεντροιμένα άπό χιλιετίες. Κόντεψαν νά σοιριαστοΰν άπό ασιτία μέσα σέ μιά φαινομενική αφθονία. Είχε φτάσει ή ώρα νά παραδώσουν τό πνεΰμα. Ή Ευρώπη ετοιμαζόταν ήδη δραστήρια νά σπάσει τό κέλυφος πού τήν Εκλεινε σά φέρετρο. Τά χρόνια πού κύ-
61
λησαν άπό τό θάνατο τους ανήκουν σ ' αυτή τή σκοτεινή πλευρά της ζωής, πού στον ίσκιο της είχαν απελπισμένα προσπαθήσει νά υπάρξουν. "Ο,τι είναι βάρβαρο, ατελές, λαθεμένο, ανεβαίνει στην επιφάνεια μέ έκρηχτική ορμή. ' Αρχίζουμε επιτέλους νά καταλαβαίνουμε σέ ποιο σημείο αυτός ό περίφημος «μοντέρνος» κόσμος είναι τόσο λίγο σύγχρονος. Τά πραγματικά μοντέρνα πνεύματα, κάναμε δ,τι περνούσε άπό τό χέρι μας γιά νά τά συντρίψουμε. Γιά νά πούμε τήν αλήθεια, οί εμπνεύσεις τους μας φαίνονται σήμερα εντελώς ρομαντικές. 'Εκείνοι μιλούσαν τή γλώσσα της καρδιάς. ' Εμείς μιλάμε τώρα μιά γλώσσα πεθαμένη, κι ό καθένας τή δικιά του. Τό κυκλοφοριακό σύστημα νεκρώθηκε. Δέ μένει πιά παρά τό πτώμα.
«Ίσως φύγω γιά Ζανζιβάρη τόν άλλο μήνα», γράφει ό Ρεμπώ σ ' Ινα του γράμμα. Σ' εν ' άλλο, λογαριάζει νά πάει στην Κίνα ή στίς 'Ινδίες. Ά π ό καιρό σέ καιρό ζητάει νά μάθει νέα γιά τή διώρυγα τοΰ Παναμά. Θέλει νά πάει (δς τήν άκρη τοΰ κόσμου, άν υπάρχει ελπίδα νά εξασφαλίσει τό ψωμί του. Δέν τοΰ περνάει καθόλου άπ' τό μυαλό νά γυρίσει στην πατρίδα του καί νά ξαναφτιάξει τή ζωή του. ' Η σκέψη του γυρνάει διαρκώς καί μόνο στά ξένα μέρη.
Πόσο αυτό μοΰ είναι οίκεΐο! Πόσες φορές, στά νιάτα μου, δέν ονειρεύτηκα νά πάα> στό Τομπουκτού! Κι δν δέν ήταν δυνατό έκεΐ, τότε στην 'Αλάσκα ή στην Πολυνησία! Στό μουσείο τοΰ Τροκαντερό, πέρασα μιά ολόκληρη μέρα θαυμάζοντας τους ιθαγενείς των νήσοιν Καρολίνων. Καθώς παρατηροΰσα τά (δραία τους πρόσωπα, θυμήθηκα πώς είχα κάτι μακρινά ξαδέρφια πού είχαν εγκατασταθεί έκεΐ. Σκεφτόμουνα λοιπόν πώς, δν ποτέ μπορούσα νά πάω, θά 'νκοθα τουλάχιστο σά στό σπίτι μου. "Οσο γιά τήν 'Ανατολή, είχα πάντα μιά ακόρεστη επιθυμία, άπό τήν παιδική μου ηλικία. "Οχι μόνο γιά τήν Κίνα καί τίς 'Ινδίες, άλλα καί τήν Ίάβα,
62
τό Μπαλί, τή Βιρμανία, τό Νεπάλ, τό Θιβέτ! Δέ μέ πτοούσε ποτέ ή Ιδέα πώς θά μπορούσε νά συναντήσω δυσκολίες σ ' αυτές τίς μακρινές χώρες. Μοΰ φαινόταν πάντα πώς θά μέ δέχονταν μέ ανοιχτές αγκάλες. Ένώ αντίθετα τρόμαξα στή σκέψη νά γυρίσο) στή Νέα ' Υόρκη. Αυτή ή πόλη, πού ξέρω ώς τήν τελευταία γοινιά κάθε της δρόμο κι δπου Ιχ(ο τόσους φίλους, είναι τό τελευταίο μέρος τοΰ κόσμου δπου θά 'θελα νά γυρίσω. Θά προτιμοΰσα νά πεθάνο) παρά ν ' αναγκαστώ νά περάσω τήν υπόλοιπη ζωή μου έκεΐ πού γεννήθηκα. Δέ μπορώ νά φανταστώ τόν εαυτό μου νά επιστρέφει στή Νέα 'Υόρκη παρά σέ κατάσταση έξαθλίοισης, αγωνίας ή αναπηρίας.
Μέ τί περιέργεια διάβασα τά πρώτα γράμματα τοΰ Ρεμπώ! Είναι γραμμένα στην αρχή της τυχοδιωχτικής ζωής του. Διηγείται φύρδην μίγδην δ,τι είδε, τά μέρη, τά τοπία, ασήμαντες λεπτομέρειες πού ή οικογένεια του διαβάζει μ' ευχαρίστηση καί θαυμασμό. Είναι σίγουρος πώς θά μπορέσει νά βρει, ώς τό τέλος τοΰ ταξιδιοΰ του, μιά δουλειά πού νά τοΰ ταιριάζει. Είναι σίγουρος γιά τόν εαυτό του, κι δτι δλα θά πάνε καλά. Είναι νέος, γεμάτος κέφι. Καί υπάρχουν τόσα καί τόσα ν ' ανακαλύψει σ ' αυτό τόν απέραντο κόσμο! 'Ωστόσο δέ θά τοΰ χρειαστεί πολύς καιρός γιά ν ' αλλάξει τόνο. Παρ' δλο τόν ενθουσιασμό καί τήν ορμή πού φανερώνει, παρ' δλο του τό ζήλο στή δουλειά, παρ' δλα τά χαρίσματα, τό ταλέντο, τή δεξιοσύνη, τήν ευγένεια του, θά καταλάβει πολύ γρήγορα πώς δέν υπάρχει πουθενά χώρος γιά Ενα τύπο τοΰ είδους του. Οί άνθρο)ποι δέ νιώθουν τήν ανάγκη της πρωτοτυπίας. Προτιμοΰν τά πιστά αντίγραφα: πρόβατα καί πάλι πρόβατα. Ό φυσικός χώρος της ιδιοφυίας είναι τά ερείπια καί τά ιπποδρόμια, τά μικρά ποτάμια, οπουδήποτε τό ταλέντο της δέν κινδυνεύει νά φθαρεί. "Ενας ιδιοφυής πού ψάχνει γιά δουλειά είναι άπό τά
63
θλιβερότερα θεάματα στον κόσμο. Δέν προσαρμόζεται πουθενά καί παντοϋ είναι ανεπιθύμητος. Τόν κατηγορούν γιά άστατο καί του χτυποϋν τήν πόρτα κατάμουτρα. "Ωστε λοιπόν δέν υπάρχει άπολύτοις κανένα μέρος νά σταθεί; Μά καί βέβαια υπάρχει. "Ολο καί κάποια γ(ονιά θά βρεθεί γι" αυτόν — στην αποθήκη. Δέν τόν έχετε συναντήσει ποτέ στίς αποβάθρες, νά κουβαλάει σακιά μέ καφέ ή οποιοδήποτε άλλο «αναγκαίο» εμπόρευμα; Δέν τόν έχετε βρει ποτέ νά πλένει καλά καλά τά πιάτα στην κουζίνα κάποιου καπηλειού; Δέν τόν έχετε δει ποτέ νά κουβαλάει βαλίτσες καί δέματα στους σταθμούς των
τραίνο) ν; Γεννήθηκα στή Νέα 'Υόρκη, δπου —υποτίθεται— υ
πάρχουν δλες οί δυνατότητες γιά νά πετύχει κανένας. Ξαναβλέπω, μέ μεγάλη ευκολία, τόν εαυτό μου νά κάνει ουρά μπροστά στά γραφεία ανεργίας ή επιδομάτων. "Η μόνη δουλειά πού φαινόταν πώς ήμουν ικανός νά κάνοι εκείνη τήν εποχή ήταν νά πλένοι πιάτα. 'Αλλά οί θέσεις ήταν πάντα πιασμένες, καθώς χιλιάδες υποψήφιοι περίμεναν ανυπόμονα νά τους δοθεί ή ευκαιρία νά πλύνουν πιατικά. Συχνά Εδινα τή σειρά μου σέ κάνα φτωχό φουκαρά πού Εδειχνε νά 'χει χίλιες φορές μεγαλύτερη ανάγκη άπό μένα. "Αλλοτε πάλι δανειζόμουνα λεφτά άπό κάποιον υποψήφιο γιά νά πληρώσο) τό ταξί ή τό φαΐ μου καί ξέ-χναγα πώς ήμουν σ' αναζήτηση δουλειάς. "Αν έπεφτα πάνοι σέ καμιά αγγελία πού νά μοΰ ταίριαζε περισσότερο, κι ήταν γιά γειτονική πόλη, έτρεχα αμέσως, έστω κι άν χρειαζόταν νά θυσιάσο) ολόκληρη μέρα γιά τό ταξίδι. Ταξίδεψα πολλές φορές πάνω άπό χίλια χιλιόμετρα ψάχνοντας μιά πιθανή δουλειά, δπως δς ποΰμε μιά θέση υπηρέτη. "Αλλοτε ό δαίμονας της περιπέτειας μ' Εσπροιχνε σέ μακρινές περιπλανήσεις. "Η τύχη μοΰ 'φέρνε νά συναντήσω στό δρόμο κάποιο πρόσωπο πού επρόκειτο ν' αλλάξει τήν κατεύθυνση όλης τής ζο)ής
64
μου. ΤοΟ αφηνόμουνα, μόνο καί μόνο γιατί βρισκόμουνα στά πρόθυρα τής απελπισίας. "Η τουλάχιστον Ετσι πίστευα. Μερικές φορές εύρισκα τή δουλειά πού πήγαινα νά ζητήσω άλλα, επειδή καταλάβαινα πώς δέ θά μπορούσα ν' ανταποκριθώ, Εκανα μεταβολή καί γύρναγα σπίτι μου. Μέ τό στομάχι, εννοείται, εντελώς άδειο. Καί πού Εφτανα, καί πού Εφευγα, ή κοιλιά μου ήταν πάντα άδεια. Αυτό είναι τό δεύτερο σημάδι πού επιτρέπει ν' αναγνωρίσεις τόν Ιδιοφυή! Ή πείνα. Τό πρώτο σημάδι: κανένας δέν τόν χρειάζεται. Τό δεύτερο: πεθαίνει τής πείνας. Τό τρίτο: δέν Εχει ποΰ τήν κεφαλήν κλΐναι. Τόν θεωρούν φλεγματικό, ράθυμο, άστατο, δόλιο, ψεύτη, κλέφτη, νομάδα. "Οπου καί νά πατήσει δημιουργεί προβλήματα. "Ενας τύπος πραγματικά απίθανος. Ποιος μπορεί νά τόν κάνει παρέα; Κανένας- οϋτε κάν ό εαυτός του.
'Αλλά γιατί νά επιμένουμε στίς δυσάρεστες καί αρνητικές πλευρές του; "Η ζοιή μιας Ιδιοφυίας δέν Εχει μονάχα μελανά σημεία καί αθλιότητες. Κάθε άνθροιπος Εχει τίς δυσκολίες του, είτε είναι ιδιοφυής είτε δχι. Ναί, αυτό είναι αλήθεια. Καί κανένας δέν Εχει περισσότερο συνείδηση αυτής τής αλήθειας άπ' δσο ό Ιδιοφυής. 'Από καιρό σέ καιρό εμφανίζεται μιά Ιδιοφυία κουβαλώντας κάποιο σχέδιο σωτηρίας, ή Εστω αναγέννηση, τού κόσμου. Προσπερνάμε γελώντας αυτούς τους ονειροπόλους, τους αθεράπευτους ουτοπιστές: «Χριστούγεννα στη γη!», παραδείγματος χάρη. Παραισθήσεις ναρκομανούς! "Ας αποδείξει πρώτα πώς μπορεί νά σώσει τόν εαυτό του — Ετσι δέν είναι; Πώς είναι δυνατό νά σώσει τους άλλους δν δέν κατορθώνει νά σωθεί ό ίδιος; Κλασική αποστομωτική αντίδραση. 'Αλλά δ Ιδιοφυής είναι πάντα κακός μαθητής. Γεννήθηκε μέ τ' δνειρο τού Παράδεισου καί, δσο κι άν φαίνεται τρελό, δέ θά πάψει ν' άγοινίζεται γιά νά τόν φτάσει. Είναι αδιόρθωτος* Ενας εγκληματίας καθ' ύποτροπήν, μ' δλη τή σημασία τού
65
δρου. Καταλαβαίνει τό παρελθόν, μαντεύει τό μέλλον, άλλα τό παρόν δέν έχει κανένα νόημα γι* αυτόν. Ή επιτυχία δέν τόν γοητεύει. Περιφρονεί τά ανταλλάγματα, τίς καλές ευκαιρίες. Ποτέ δέν είν' ευχαριστημένος. 'Ακόμα κι άν έχτιματε τη δουλειά του, δέ μπορεί νά σδς υποφέρει. Είναι απασχολημένος ήδη μέ άλλα πράγματα, έχει βάλει πλώρη γι' άλλου, σχεδιάζει νέες εξορμήσεις. Τί μπορεί νά κάνει κανείς γι' αυτόν; Πώς νά τόν ηρεμήσει; Είναι ανώφελο, ακατόρθωτο, είναι σάν νά κυνηγάς τό ανέφικτο.
Αυτή ή πενιχρή εικόνα τής ιδιοφυίας είναι, νομίζω, αρκετά ακριβής. "Αν καί μόνο κατά προσέγγιση, μοϋ φαίνεται πώς δείχνει τή θέση τοΰ «εξαιρετικού» άτομου, ακόμα καί σέ μιά προιτόγονη κοινωνία. Γιατί καί οί πρωτόγονοι έχουν κι εκείνοι τους απροσάρμοστους τους, τους νευρωτικούς καί τους μονομανεϊς τους. Θέλουμε ωστόσο νά πιστεύουμε πώς αυτή ή κατάσταση δέ θά διαρκέσει, κι δτι μπορεί μιά μέρα αυτό τό ανθρώπινο είδος δχι μόνο νά βρει τή θέση του μέσα στον κόσμο, άλλ' ακόμα καί νά τό δοξάσουν καί νά τό σεβαστούν. 'Αλλά ίσως καί τούτη δω ή σκέψη νά μήν είναι παρά ενα δνειρο ναρκομανούς. "Ισοις ή αρμονία, ή ειρήνη κι ή αληθινή επικοινωνία νά 'ναι ψευδαισθήσεις πού θά μας τυραννάνε ασταμάτητα. "Οποις καί νά "χει τό ζήτημα, καί μόνο τό δτι συλλάβαμε τήν ιδέα τους κι έχουν γιά μας ένα νόημα βαθύ, αυτό δείχνει πώς είναι πραγματοποιήσιμες. Μπορεί βέβαια νά τίς συλλάβαμε χωρίς κανένα λόγο, άλλα ή δικιά μας επιθυμία θά τους δώσει πνοή. Ή ιδιοφυία ζει σά νά μπορούσαν αυτά τά δνειρα νά σαρκίοθοΰνε. Είναι τόσο γεμάτη άπό τή δύναμη τους, ώστε δέν μπορεί νά τά υλοποιήσει. Σ' αυτό μοιάζει μ' εκείνους πού ή ολοκληρωτική τους άφοσίιοση τους κάνει ν' αρνούνται τή νιρβάνα, τή στιγμή πού δέν είναι δυνατό νά τήν πετύχει μαζί τους ολόκληρη ή ανθρωπότητα.
66
-as
«Τά χρυσά πουλιά πού φτερουγίζουν στό μισοσκόταδο τών ποιημάτων του!». 'Από πού ήρθαν αυτά τά χρυσά πουλιά τοΰ Ρεμπώ; Καί ποΰ πάνε; Δέν είναι οϋτε περιστέρια οΰτε γύπες. Φοίλιά τους είναι οί κοσμικές σφαίρες. Είναι ιδιωτικοί μαντατοφόροι, κλοισόπουλα τοΰ ερέβους πού πήραν ζ(θή στό φώς τών εκλάμψεων. Δέν έχουν τίποτα τό κοινό μέ τ' άλλα πλάσματα τοΰ αέρα, κι ούτε είναι άγγελοι. Είναι τά σπάνια πουλιά τοΰ πνεύματος, πού άποδημοΰν άπό ήλιο σέ ήλιο. Δέ φυλακίζονται στά ποιήματα. Δραπετεύουν, πετοΰν μέ τά πουλιά τής έκστασης κι εξαφανίζονται μές στίς φλόγες.
Γεμάτος έκσταση, ό ποιητής μοιάζει μέ πουλί χωρίς δνομα βυθισμένο στίς στάχτες τής σκέψης. "Αν κατορθώσει νά λευτερωθεί, αυτό θά γίνει γιά νά θυσιαστεί αργότερα στον ήλιο. Τό δνειρό του γιά Ινα κόσμο καινούργιο αντανακλάει τους χτύπους τοΰ πυρετικοΰ του αίματος. Φαντάζεται πώς δλοι θά τόν ακολουθήσουν, σέ λίγο δμως ξαναβρίσκεται ολομόναχος στον ανοιχτό αιθέρα. Μόνος, άλλα περιστοιχισμένος άπό τά πλάσματα του, πού τοΰ συμπαραστέκονται στην ϋψιστη θυσία. Τό αδύνατο συντελέστηκε. Ό διάλογος ανάμεσα στους δημιουργούς σταμάτησε. Καί άπό δώ καί μπρος, μές στους αιώνες, τό τραγούδι ογκώνεται καί ζεσταίνει όλες τίς καρδιές, μπαίνει σ' δλα τά πνεύματα. Ή επιφάνεια τοΰ κόσμου παραδόθηκε στό θάνατο. 'Αλλά ό πυρήνας του είναι άπό πυρωμένο κάρβουνο. Στην απέραντη ηλιακή καρδιά τοΰ σύμπαντος, τά χρυσά πουλιά τραγουδάνε δλα μαζί. Έκεΐ ανθίζουνε παντοτινά ή αυγή, ή ειρήνη, ή αρμονία, ή αληθινή επικοινωνία. Ό άνθρωπος δέ στρέφει χωρίς λόγο τά μάτια προς τόν ήλιο- τοΰ ζητάει φώς καί ζεστασιά, δχι γιά τό πτώμα πού θ' αφήσει μιά μέρα, άλλα γιά τή βαθιά του δπαρξη. "Ο πιό ζωηρός του πόθος είναι ν' ανυψωθεί άπό έκσταση, νά ενώσει τή μικρή του φλόγα μέ τήν κεντρική, συμπαντική φωτιά.
67
c
"Av δίνει φτερά στους αγγέλους γιά νά μπορέσουν νά τοΰ φέρουν άπό τό έπέκεινα μηνύματα ειρήνης καί αρμονίας, τό κάνει αποκλειστικά καί μόνο γιά νά συντηρήσει τά όνειρα της δικιάς του φυγής, γιά νά στηρίξει μέσα του τήν πίστη πώς μιά μέρα θά κατορθώσει, μέ χρυσά φτερά, νά ξεπεράσει τόν εαυτό του.
Κάθε πλάσμα δίνει τή θέση του σ ' ένα άλλο. Κατά βάθος, δλα μοιάζουν μεταξύ τους. 'Ανθρώπινη αδελφοσύνη δέν πάει νά πει νά σκέφτεσαι δπως δλος ό κόσμος, νά ενεργείς δποις δλος ό κόσμος, άλλα νά δουλεύεις γιά τή δόξα τής δημιουργίας. Ό ϋμνος τής δημιουργίας ξεπηδάει άπό τά ερείπια τής ανθρώπινης προσπάθειας. ' Ο ορατός άνθρωπος εξαφανίζεται γιά νά δώσει τή θέση του στό χρυσό πουλί πού ανοίγει τά φτερά του προς τή θεότητα.
68
ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΑΨΟΥΝΕ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΝΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ;
Στό «Μιά εποχή στην Κόλαση», τό κομμάτι πού έχει τίτλο «τό Αδύνατο» φαίνεται νά δίνει τό κλειδί αυτής τής σπαραχτικής τραγωδίας πού ζοιγραφίζει τή ζοιή τοΰ Ρεμπώ. "Αν καί υπήρξε ή τελευταία του δουλειά —μόλις στά δεκαοχτώ του χρόνια!— είναι ανυπολόγιστης σημασίας. 'Από δω καί μπρος ή ζωή του χωρίζεται σέ δυό ίσα μέρη, ή μάλλον, άν τό δοΰμε άπό άλλη σκοπιά, ολοκληρώνεται. Σάν Ινας άλλος 'Εωσφόρος, ό Ρεμπώ καταδιώκεται άπ' τόν Ουρανό, τόν Ουρανό τής Νιότης. Κείτεται νικημένος, δχι άπό έναν αρχάγγελο, άλλα άπό τήν ίδια του τή μάνα, πού ενσαρκώνει στά μάτια του τήν αυθεντία. ' Α π ' τήν αρχή, προκάλεσε τή μοίρα. Τό εκθαμβωτικό παιδί, πού έχει δλα τά χαρίσματα καί πού τά περιφρονεί, κόβει ξαφνικά τή ζωή του στά δυό. 'Ενέργεια ταυτόχρονα υπέροχη καί τρομερή. "Ο ίδιος ό σατανάς δέ θά μπορούσε νά εφεύρει πιό σκληρή τιμωρία άπ' αυτή πού ό Ρεμπώ επέβαλε στην ακαταμάχητη πε-ρηφάνεια καί φιλαυτία του. "Ετσι στρέφει τίς πλάτες στην εφηβεία του, αρνείται τόν πλοΰτο της (τή δημιουργική μεγαλοφυία) γιά όφελος αύτοΰ τοΰ «μυστικοΰ καί ίσχυροΰ ένστικτου τοΰ θανάτου πού υπάρχει μέσα στον καθένα μας» καί πού γι" αυτό μας μίλησε τόσο όμορφα ό Ά μ ι έ λ . Ό εσωτερικός πολύποδας έφθειρε τόσο τό πρόσωπο τοΰ έρωτα, ώστε τό μόνο πιά πού φαίνεται άπό δώ καί μπρος είναι ή δυσπιστία καί ή στειρότητα. 'Εγκαταλείποντας κάθε ελπίδα νά ξαναβρεί τό κλειδί τής χαμένης του αθωότητας, ρίχνεται στό σκοτεινό πηγάδι δπου τό ανθρώπινο πνεύμα αγγίζει τό ναδίρ καί δέν τοΰ απομένει πιά παρά νά παρωδεί τό λόγο τοΰ Κρίσνα:
69
«Πάνο) σ ' αυτό τό «έγώ» θεμελιώνω ολόκληρο τό Σύμπαν καί στέκω γιά πάντα στην άκρη».
Καί ή συνέχεια τοΰ κομματιού αύτοΰ πού δείχνει τή γνώση του γιά τή λύση καί τήν άναπόφευχτη εκλογή: «"Αν τό πνεύμα είχε αφυπνιστεί γιά πάντα άπ ' αυτή τή στιγμή, θά βρισκόμασταν σε λίγο μέσα στην αλήθεια, πού ίσως μας περιβάλλει με τους αγγέλους της νά κλαίνε!... "Αν είχε αφυπνιστεί ως αυτή τή στιγμή, δέ θά είχα υποχωρήσει στά δηλητηριώδη ένστικτα, σέ μιαν εποχή πού δέ συγκρατεί ή μνήμη!... "Αν ήταν πάντα άγρυπνο, θά ταξίδευα γεμάτος φρόνηση!...».
Αυτό πού σφράγισε τήν όραση του, κι έγινε έτσι ή αιτία τοΰ χαμού του, κανένας δέν τό ξέρει —καί ίσως δέ θά τό μάθει ποτέ. Παρ' δλα όσα ξέρουμε, ή ζωή του παραμένει τόσο μυστηριώδης όσο καί ή μεγαλοφυία του. Τό μόνο σίγουρο είναι πώς ό,τι προεΐπε γιά τόν εαυτό του στό διάστημα των τριών φωτεινών χρόνοιν πού έζησε, πραγματοποιήθηκε αργότερα στά χρόνια τοΰ τυχοδιω-κτισμοΰ του, δταν αποξενώθηκε άπ' τόν εαυτό του. Πόσες φορές δέ διαβάζουμε στά έργα του τίς λέξεις: έρημος, πλήξη, παράφορα, πένθιμο καμπανολόι! Στή δεύτερη περίοδο της ζωής του, ό λόγος του παίρνει μιά συγκεκριμένη σημασία πού προκαλεί φρίκη. Γίνεται ό λ ' αυτά πού είχε προβλέψει, όλ ' αυτά πού τόν τρόμαζαν, ό λ ' αυτά πού τόν έκαναν νά παραφέρεται. Ή ορμή πού ξοδεύει γιά ν ' απαλλαγεί άπ' τίς αλυσίδες πού σφυρηλάτησε ό άνθρωπος, καί νά υψωθεί έτσι πάνω άπό νόμους, κανόνες, συμβάσεις, δεισιδαιμονίες, δέν τόν οδηγεί πουθενά. Γίνεται ό σκλάβος των ιδιοτροπιών του, τών φαντασιώσεων του, μιά μαριονέτα πού δέν της απομένει τίποτα καλύτερο άπ' τό νά προσθέτει μερικά ακόμα μι-κροαδικήματα στό λογαριασμό της, στό στερνό ημερολόγιο τής κόλασης της.
Δέ μπορούμε ν ' αρνηθούμε μ' ένα σκεπτικό μορ-
70
φασμό τό γεγονός πώς στό τέλος θά έπρεπε νά συνθηκολογήσει, όταν τό σώμα του ήταν πιά ένα «νεκρό κούτσουρο», όπο>ς λέει κι ό ίδιος. ' Ο Ρεμπώ ήταν ή ενσάρκωση τοΰ επαναστάτη. Χρειαζόταν όλες τίς μικρότητες, όλους τους εξευτελισμούς, όλες τίς μορφές τοΰ σπαραγμού, γιά νά δαμάσει αυτή τήν άκαμπτη θέληση, τή διεστραμμένη άπ' τήν πηγή της. 'Υπήρξε εριστικός, απείθαρχος, ασυμβίβαστος, (δς τήν τελευταία ώρα. Ήταν ή πιό απελπισμένη ψυχή πού ταξίδεψε ποτέ πάνο) στή γή. Βέβαια νικήθηκε άπ' τήν εξάντληση, όχι όμως χοιρίς νά έχει δοκιμάσει όλους τους απατηλούς δρόμους. Τέλος, μή έχοντας πιά τή δύναμη νά κρατήσει τήν περηφάνεια του, μή έχοντας πιά άλλη ελπίδα παρά τόν εναγκαλισμό μέ τό θάνατο, έχοντας εγκαταλειφτεί άπ' όλους έκτος άπ' τή στοργική του αδελφή, δέν τοΰ απόμενε παρά νά ζητήσει χάρη. "Η νικημένη του ψυχή δέ μπορούσε παρά νά υποχωρήσει. Είχε γράψει κάποτε: « Έγώ είναι 'ένας άλλος». Τώρα, τό πρόβλημα τοΰ «νά κάνουμε τήν ψυχή τερατι-κή», έχει λυθεί. Αυτό τό άλλο έγώ πού ήταν τό « Έ γ ώ » παραιτείται. Είχε γνωρίσει μιά μακριά καί δύσκολη βασιλεία- είχε υποστηρίξει όλες τίς θέσεις, γιά νά συνθηκολογήσει καί νά διαλυθεί τελικά μέσα στό μηδέν.
«Λέω πώς πρέπει νά είμαι οραματιστής, νά γίνω οραματιστής», επέμενε στην αρχή τής σταδιοδρομίας του. "Επειτα, ξαφνικά, καμιά σταδιοδρομία, άλλα τό μίσος γιά τή λογοτεχνία, ακόμα καί γιά τή δική του. Μετά, ή ατέλειωτη πορεία, ή έρημος, τό βάρος τών σφαλμάτων, τής πλήξης, τής οργής, τοΰ μόχθου, καί ό εξευτελισμός, ή μοναξιά, δ πόνος, ή αποτυχία, ή ήττα καί ή υποταγή. Καί νά, πάνω σ ' αυτή τήν έρημο τών αντιφατικών συγ-κινήσεοιν, πάνω σ ' αυτό τό πεδίο μάχης πού είχε φτιάξει μέ τό φθαρτό του σώμα, νά πού βλάστησε, τήν έσχατη ώρα, τό λουλούδι τής πίστης. Ποια θά έπρεπε νά είναι ή χαρά τών άγγέλοον! Δέν είχε υπάρξει ποτέ πιό έπανα-
στάτρια ψυχή από κείνη τοΰ περήφανου Πρίγκιπα 'Αρθούρου! "Ας μήν ξεχνάμε πώς ό ποιητής πού καυχιόταν δτι είχε κληρονομήσει τήν είδοολολατρία του καί τό ιερόσυλο πάθος του άπ' τους Γαλάτες προγόνους του, στό σχολείο ήταν γνωστός σάν «ό μικρός βροιμο-θρήσκος». Ήταν ενα παρατσούκλι πού τό δεχόταν περήφανα. Πάντα «περήφανα». 'Αλήτης ή θρησκομανής, λιποτάχτης ή έμπορος σκλάβων, άγγελος ή δαίμονας, μνημονεύει πάντα τό γεγονός περήφανα. ' Αλλά στό τέλος είναι ό έξομολόγος του πού θά χρεωθεί μ ' αυτή τήν περηφάνεια. Λένε πώς είπε στην 'Ισαβέλλα, τήν αδελφή τοΰ Ρεμπώ: « Ό αδελφός σου πιστεύει, παιδί μου... Πιστεύει, καί δέ γνώρισα ποτέ μου τέτοια ανώτερη πίστη».
Είναι ή πίστη μιας ψυχής άπ' τίς πιό απελπισμένες πού δίψασαν ποτέ γιά ζωή. Είναι ή πίστη της τελευταίας ώρας, της τελευταίας στιγμής, άλλα είναι ή πίστη. Τότε τί ενδιαφέρει ή διάρκεια της αντίστασης του, των προκλήσεων του καί των βρισιών του; Δέν ήταν απλοϊκός• είχε σταθερότητα. Πολέμησε όίς τήν εξάντληση τών δυνάμεων του. Γ ι ' αυτό τ* όνομα του, όπως εκείνο τοΟ ' Εωσφόρου, θά μένει πάντα ένδοξο, γ ι ' αυτό καί οί μέν καί οί δέ θά τόν διεκδικούν. 'Ακόμα καί οί εχθροί του! Ξέρουμε πώς τό άγαλμα πού ανέγειραν προς τιμήν του οί συμπατριώτες του στό Σαρλβίλ, αποκεφαλίστηκε καί γκρεμίστηκε στον τελευταίο πόλεμο άπ' τους Γερμανούς. Πώς νά μήν αναθυμηθούμε τά προφητικά λόγια πού πέταξε κατάμουτρα στό φίλο του Ντελαχάιγ δταν αυτός έδώ υπαινισσόταν τήν αναμφισβήτητη ανωτερότητα τών Γερμανών καταχτητών: «Οί ηλίθιοι! Γυρνάνε στην πατρίδα τους, πίσω άπ' τίς διαπεραστικές τους σάλπιγγες καί τ' ανιαρά τους ταμπούρλα, νά φάνε λουκάνικα καί νομίζουν πώς ξεμπέρδεψαν. 'Αλλά γιά περιμένετε λίγο! Νάτοι τώρα, ντυμένοι στό χακί έπ' αόριστο, κάτω άπό αρχηγούς φου-
'
σκωμένους άπό αλαζονεία, πού δέ θά τους αφήσουν νά ησυχάσουν. Θά καταπιούν δλες τίς ακαθαρσίες της δόξας... Βλέπω νά ξεκινά άπό δω ή εξουσία τοΰ σίδερου καί της τρέλας, πού θά μεταβάλει τη γερμανική κοινωνία, τη γερμανική σκέψη, σέ στρατώνα... Κι δλ' αυτά, γιά νά συντρίβουν στό τέλος άπό ενα συνασπισμό».
Ναί, δικαιολογημένα, μπορούν νά τόν επικαλεστούν καί οί δυό αντίθετες παρατάξεις. Τό επαναλαμβάνω, αυτό είναι πού αποτελεί τή δόξα του. Αυτό σημαίνει πώς συνέλαβε ταυτόχρονα τή σκιά καί τό φώς. Αυτό πού αναζητούσε, ήταν ό κόσμος τοΰ ζωντανού θανάτου, ό τεχνητός κόσμος τής πνευματικής καλλιέργειας καί τοΰ πολιτισμού. 'Απάλλαξε τό πνεύμα του άπ' δλα τά υποκριτικά προσχήματα πού μεταμφιέζουν τό σύγχρονο άνθρωπο. «Πρέπει νά είμαστε απόλυτα σύγχρονοι!». «Απόλυτα» είναι ή λέξη-κλειδί. Λίγο παρακάτω προσθέτει: «Ό πνευματικός αγώνας είναι τόσο άγριος δσο ή μάχη τών ανθρώπων άλλα ή θέαση τής δικαιοσύνης είναι αποκλειστικά ή ευχαρίστηση τοΰ θεοϋ». Αυτό σημαίνει πώς αποχτούμε τήν εμπειρία ενός λαθεμένου νεοιτερισμοΰ• δέν παραδινόμαστε σέ αγώνες τραχείς καί άγριους, δέν επιχειρούμε πράξεις ηρωικές δπιος Εκαναν άλλοτε οί άγιοι. Ήταν άνθρωποι δυνατοί, βεβαιώνει' καί οί ερημίτες, καλλιτέχνες πού τέτοιους δέ βρίσκουμε σήμερα, αλίμονο! Μόνο ένας άνθρωπος πού ξέρει τί σημαίνει πειρασμός, πού ξέρει τήν αξία τών κανόναιν πού προσπαθούν νά υψώσουν τή ζωή στό επίπεδο τής τέχνης, μπορούσε νά μίλα έτσι, μπορούσε νά δοξάζει τους αγίους.
Κατά κάποιο τρόπο, δλ ' ή ζωή τοΰ Ρεμπώ μπορεί νά θεωρηθεί σάν ή αναζήτηση μιας αυστηρής πειθαρχίας πού, ασφαλώς, θά τοΰ προμήθευε τήν ελευθερία. Στην αρχή, ή πορεία του, σά νεωτεριστή, είναι αρκετά σαφής, ακόμα κι δν θά κατέκρινε κανείς τό είδος τής πειθαρχίας πού επέβαλε στον εαυτό του. Στή δεύτερη περίοδο
72 73
της ζοιής του, δταν ήρθε σέ σύγκρουση με τήν κοινίονία, τό αντικείμενο αυτής τής σπαρτιάτικης σκληρότητας είναι πολύ λιγότερο καθαρό. Είναι άραγε μονάχα γιά τήν εγκόσμια επιτυχία πού υπόφερε όλες αυτές τίς δοκιμασίες κι αυτές τίς στερήσεις; " Αμφιβάλλίο. Μέ τήν πρώτη ματιά μπορεί νά δώσει τήν έντύπ<οση πώς δέν είχε πιό ευγενικούς σκοπούς άπό κείνους ενός οποιουδήποτε άπληστου τυχοδιώχτη. Είναι ή άποψη των κυνικών, τών αποτυχημένων, πού θά ήθελαν νά λογαριάζεται σύντροφος τους μιά τόσο μεγάλη προσωπικότητα όπα>ς ό μυστηριώδης Ρεμπώ. "Οσο γιά μένα, έχω τήν πεποίθηση πώς προετοίμαζε τόν ίδιο του τόΓολογοθα.'Άν κι ό "ίδιος δέν τό έκανε ενσυνείδητα, ή συμπεριφορά του έμοιαζε πολύ μέ κείνη τοΰ αγίου πού είναι σέ πόλεμο μέ τήν απείθαρχη φύση του. Τυφλά ίσως, έδειχνε νά ετοιμάζεται νά δεχτεί τή θεία χάρη πού είχε, μέ τόλμη κι άπό άγνοια, περιφρονήσει στή νεότητα του. Μπορούμε επίσης νά πούμε πώς έσκαβε τόν "ίδιο του τόν τάφο. ' Αλλά ό τάφος δέν τόν ενδιέφερε ποτέ: φοβόταν πολύ τά σκουλήκια. Γι" αυτόν, ό θάνατος είχε ήδη φανερωθεί μέ μορφή πάρα πολύ άμεση στον τρόπο ζοιής τών Γάλλοιν. Θυμηθείτε αυτά τά τρομερά λόγια: « Ή σκληρή ζωή, ή απλή άποκτήνωση - νά σηκώσουμε, μέ μαραμένη γροθιά, τό σκέπασμα του φέρετρου, νά καθήσουμε, νά πνίγουμε. "Ετσι οΰτε γερατειά, οϋτε κίνδυνοι: ή φρίκη δέν είναι γαλλική». Είναι ό φόβος αύτοΰ τοΰ ζωντανού θανάτου πού τόν έκανε νά διαλέξει μιά σκληρή ζωή- προτιμούσε ν ' άντιμετοίπίσει οποιοδήποτε τρόμο παρά νά εγκαταλειφτεί στή συνήθεια. Ποια ήταν λοιπόν ή αίτία, ό σκοπός μιας τόσο ξέφρενης ζωής; Πρώτα πρώτα, βέβαια, νά βυθομετρήσει δλες τίς δυνατές μορφές τής ζωής. "Εβλεπε πώς ό κόσμος ήταν «γεμάτος Από θαυμάσιους τόπους πούμε ζωήχίλιων ανθρώπων δέ θά έφτανε νά τους επισκεφτεί». Ζητούσε Ινα κόσμο «πού μέσα του ή απέραντη ενεργητικότητα του θά μπορούσε ν ' ασκη
θεί ανεμπόδιστα». "Ηθελε νά εξαντλήσει τή δύναμη του γιά νά φτάσει στην πληρότητα του. Τήν τελευταία στιγμή ωστόσο, φιλοδόξησε νά φτάσει, έστω μέ κίνδυνο νά δει τόν εαυτό του ολοκληρωτικά νικημένο καί συντριμμένο, στά σύνορα κάποιου καινούργιου εκθαμβωτικού κόσμου πού δέ θά έμοιαζε σέ τίποτε μέ κεΐνον πού γνώριζε. Ποιος μπορούσε λοιπόν νά είναι αυτός άν όχι ό θαυμαστός κόσμος τοΰ πνεύματος; ' Η ψυχή δέν αποκαλύπτεται πάντοτε νέα; Ά π ' τήν Άβησσυνία, ό Ρεμπώ, έγραφε κάποτε απελπισμένος στή μητέρα του: «Ζοΰμε καί πεθαίνουμε εντελώς διαφορετικά άπ ' δ, τι θά θέλαμε, χωρίς ελπίδα οποιασδήποτε ανταμοιβής... Ευτυχώς πού αυτή ή ζωή είναι ή μόνη, καί πού αυτό είναι σίγουρο». Δέν ήταν δμως πάντα τόσο σίγουρος γιά τό άν δέν υπήρχε παρά μιά μόνο ζιοή. Δέν άναροπιόταν μήπως, στό «Μιά 'Εποχή στην Κόλαση», άν θά μπορούσε νά τοΰ έπιφυλαχτοΰν άλλες ζωές; Τίς προαισθανόταν, καί αυτό μεγάλωνε τό μαρτύριο του. Τολμώ νά πω ότι κανείς δέν ήξερε καλύτερα άπ' τό νέο ποιητή πώς κάθε αποτυχημένη καί σπαταλημένη άσκοπα ζ(οή προϋποθέτει μιαν άλλη καί ακόμα μιαν άλλη, αδιάκοπα, χωρίς ελπίδα — ώς ν ' αναβλύσει τό φώς πού δίπλα του αποφασίζουμε τέλος νά ζήσουμε. Ναί, ό πνευματικός αγώνας είναι εξίσου σκληρός καί απάνθρωπος όσο καί ό άλλος. Οί άγιοι τό ήξεραν, άλλα ό σημερινός άνθρωπος τό κοροϊδεύει. Κόλαση είναι ό,τι σκεφτόμαστε γιά Κόλαση καί υπάρχει όπου τήν τοποθετοΰμε. "Αν πιστεύετε πώς είστε στην Κόλαση, είστε σ ' αυτήν πραγματικά. Καί ή ζωή γιά τό σύγχρονο άνθρωπο έγινε μιά συνεχής Κόλαση, γιά τόν απλό λόγο πώς έχασε κάθε ελπίδα νά μπει στον Παράδεισο. Οϋτε πιστεύει σέ κανένα Παράδεισο δικής του κατασκευής. Χάρη στό μηχανισμό τής σκέψης του, καταδικάζεται στην ανεξερεύνητη φροϋδική κόλαση τών ικανοποιημένων επιθυμιών.
Σ' αυτή τήν πασίγναιστη «'Επιστολή τοΰ δραμα-
74 75
τιστή» πού ό Ρεμπώ 6γραψε στά δεκαεφτά του χρόνια, μαρτυρία πού, παρενθετικά αναφέρουμε, επέδρασε περισσότερο άπ' όλα τά γραφτά τών δασκάλ(ον, σ ' αύτη τήν επιστολή πού περιέχει τίς περίφημες κατευθύνσεις προς τους μελλοντικούς ποιητές, ό Ρεμπώ υπογραμμίζει έντονα πώς τό ν ' ακολουθείς τήν επίσημη αγωγή επισύρει ένα «άφατο μαρτύριο δπου Εχει ανάγκη (ό ποιητής) άπ ' τήν πίστη καί τήν υπεράνθρωπη δύναμη στό σύνολο τους». Στην εκτέλεση αυτής της αγωγής, προσθέτει, ό ποιητής φτάνει νά παρουσιάζεται σάν «δ μεγάλος άρρωστος, ό μεγάλος εγκληματίας, ό μεγάλος καταραμένος - καί ό μέγιστος Σοφός! Γιατί φτάνει στό άγνωστο!». ' Η εγγύηση αυτής τής καταπληχτικής αμοιβής Εγκειται στό απλό γεγονός πώς ό ποιητής «καλλιέργησε τήν, ήδη πλούσια, ψυχή του δσο κανένας άλλος». ' Αλλά τί γίνεται όταν ό ποιητής φτάνει στό άγνωστο; Τελειώνει «μέ τό νά χάνει τήν όξύνοια των δραμάτων του», λέει ό Ρεμπώ (είναι ακριβώς αυτό πού έπαθε). Σάν νά πρόβλεπε τό πεπρωμένο του, συνεχίζει: «Τά άντίκρυσε! Νά καταρρεύσει μέσα στό σκίρτημα του άπ' τ' ανήκουστα καί άκατανόμαστα πράγματα• θά έρθουν άλλοι τρομεροί εργάτες- θ' αρχίσουν άπ' τους ορίζοντες δπου ο'ι άλλοι είχαν καμφθεί!».
Αυτή ή κλήση πού τόση έντύποιση έκανε στους μελλοντικούς ποιητές είναι άξιοσημείοηη γιά πολλούς λόγους, άλλα πρώτα - πρώτα γιατί διακηρύσσει τόν αληθινό ρόλο τοϋ ποιητή καί τή σωστή φύση τής παράδοσης. Ποια είναι ή χρησιμότητα τοϋ ποιητή άν δέν φτάνει σέ μιά καινούργια δράση τής ζ(ΰής, αν δέν είναι πρόθυμος νά θυσιάσει τήν ϋπαρξή του μαρτυρώντας γιά τήν αλήθεια καί τό μεγαλείο τής όρασης του; ' Η μόδα θέλει νά μιλάμε γ ι ' αυτούς τους δαιμονισμένους, γ ι ' αυτούς τους φοπισμένους, σάν νά πρόκειται γιά ρομαντικούς- νά στηριζόμαστε στην υποκειμενικότητα τους καί νά τους εξομοιώνουμε μέ σταθμούς, μέ παύσεις, μέ
76
κενά μέσα στό μεγάλο ρεΰμα τής παράδοσης, σάν νά ήταν παράφρονες πού στριφογυρίζουν γύρω άπ' τόν εαυτό τους. Τίποτα δέν είναι πιό λάθος. Αυτοί ακριβώς οί νεωτεριστές αποτελούν τους κρίκους τής μεγάλης αλυσίδας πού είναι ή Τδια ή δημιουργική λογοτεχνία. Πρέπει στ ' αλήθεια ν ' αρχίζουμε άπό κει πού σταματούν —κρατώντας τό κέρδος, όπως τό προτείνει ό Ρεμπώ— κι όχι νά καθόμαστε αναπαυτικά πάνω στά ερείπια καί νά κολλάμε επίμονα τά κομμάτια.
Λένε πώς στην ηλικία τών δώδεκα χρόνοιν ή ευσέβεια τοΰ Ρεμπώ ήταν τόσο έντονη πού επιθυμούσε τό μαρτύριο. Τρία χρόνια αργότερα, στό «"Ηλιος καί Σάρκα» γράφει: «Σάρκα, Μάρμαρο, Λουλούδι, 'Αφροδίτη, είναι σέ σένα πού πιστεύω!» Μίλα γιά τήν 'Αφροδίτη πού χύνει στό απέραντο σύμπαν «τόν άπειρο "Ερωτα μέσα στό άπειρο μειδίαμα της!». Κι ό κόσμος, λέει, «θά πάλλει σάν τεράστια λύρα μέσα στό ρίγος ενός τεράστιου φίλιου!». Τόν βλέπουμε έδώ νά επιστρέφει στην ειδωλολατρική αθωότητα, τή συμπληροιμένη χρυσή ηλικία πού είχε κάνει μέ τή ζωή του «ενα συμπόσιο δπου δλες οί καρδιές ανοίγονταν, δλα τά κρασιά κυλούσαν». Είναι ή εποχή τής επικοινωνίας μέ τόν εαυτό του, τής άφατης δίψας τοΰ δγνίοστου, «τό θάμβος τοϋ Απείρου». Γενικά, ή περίοδος τής επώασης, σύντομης άλλα βαθιάς, όπως ή ευδαιμονία τοϋ σαμαντί.
Περνοΰν τρία χρόνια• τόν ξανασυναντάμε, στά δεκαοχτώ του μονάχα, στό τέλος τής ποιητικής του σταδιοδρομίας, νά συντάσσει τίς τελευταίες του επιθυμίες• δηλαδή τή διαθήκη του. Τήν Κόλαση πού περιγράφει μέ τόση ένταση, τήν είχε ήδη ζήσει στην ψυχή του• ετοιμάζεται τώρα νά τή ζήσει καί μέ τή σάρκα του. Τί σπαραχτικές λέξεις σκαλίζει, στό Προ)ΐνό, αυτό τό παιδί τών δεκαοχτώ χρόνοον! "Ηδη ή νιότη του Ιφυγε καί μαζί μ ' αυτή όλη ή νιότη τοΰ κόσμου. Ή χώρα του κείτεται
77
βαρύθυμη καί νικημένη' ή μητέρα του δέ θέλει παρά νά ξεφορτωθεί αυτό τό παράξενο καί ανυπόφορο πρόσωπο. Γνώρισε κιόλας την πείνα, τη φτώχεια, τόν εξευτελισμό, τόν εξοστρακισμό' έκανε φυλακή, έζησε την αιματηρή Κομμούνα (ίσως ακόμα καί νά συμμετείχε σ ' αυτήν), γεύτηκε τήν ακολασία καί τήν αποσύνθεση, έχασε τόν πρώτο του έρωτα, ήρθε σε ρήξη μέ τους φίλους του καλλιτέχνες, εξέτασε θαυμαστικά τήν τεράστια περιοχή της σύγχρονης τέχνης καί τή βρήκε άδεια- καί είναι έτοιμος τώρα νά τά στείλει όλα στό διάβολο, καί τόν εαυτό του μαζί. "Ετσι, καθώς σκέφτεται τή σπαταλημένη νιότη του, όπίος αργότερα στό κρεβάτι τοΰ θανάτου τήν άσκοπα ξοδεμένη ζωή του, αναρωτιέται μέ βαθιά θλίψη: «Δεν είχα κάποτε μιά νιότη αξιαγάπητη, ηρωική, μυθική, πού άξιζε νά γραφτεί σε φύλλα χρυσού - τί σπάνια τύχη! Γιά ποιο Εγκλημα, ποιο λάθος άξιζα τή σημερινή μου αδυναμία; Σεις πού λέτε πώς τά ζώα βγάζουν θλιμμένα αναφιλητά, πώς οί άρρωστοι απελπίζονται, πώς οί νεκροί Εχουν εφιάλτες, προσπαθεϊστε νά διηγηθείτε τήν πτώση μου καί τόν ύπνο μου. 'Εγώ, δέ μπορώ νά είμαι περισσότερο σαφής άπ' τό ζητιάνο μέ τά διαρκή του «Πάτερ Ημών» καί «Χαίρε Μαρία». "Εχω ξεχάσει νά
μιλώ». Ή ιστορία της κόλασης του τέλεκοσε... Είν' έτοιμος
νά μδς αποχαιρετήσει. Δέν τοΰ μένει πιά παρά νά προσθέσει μερικά τελευταία λόγια. Καί νά πάλι ή εικόνα της έρημου, μιά άπ' τίς πιό επίμονες. Ή πηγή της έμπνευσης του στέρεψε• δπ(ος ό ' Είοσφόρος, «εξάντλησε» τό φως πού τοΰ είχε δοθεί. Μένουν μονάχα τό θέλγητρο τοΰ άλλου κόσμου, ή κλήση των βαθών. ' Η απάντηση πού τοΰ δίνουν επιβεβαιώνει καί υλοποιεί μέσα ατή ζωή τή φοβερή εικόνα πού τόν στοιχειώνει: τήν έρημο. 'Οργίζεται. «Πότε θά πάμε, αναρωτιέται, πέρ' άπ' τίς ακρογιαλιές καί τά βουνά, νά χαιρετήσουμε τή γέννηση τοΰ νέου μόχθου, της νέας φρόνησης, τή φυγή των τυράννων καί των
ί
δαιμόνων, τό τέλος της δεισιδαιμονίας, νά γιορτάσουμε -πρώτοι!- τά Χριστούγεννα πάνω στή Γη! (Πώς νά μή θυμηθούμε ένα σύγχρονο του πού δέ γνώρισε ποτέ: τό Νίτσε!).
Ποιος επαναστάτης έδειξε λοιπόν τό δρόμο τοΰ καθήκοντος μέ περισσότερη σαφήνεια καί οξύτητα; Ποιος άγιος έδωσε στή λέξη Χριστούγεννα μιά έννοια πιό θεία; Είναι τά λόγια ενός επαναστάτη, βέβαια, άλλα όχι ενός άπιστου. Ναί, είναι ένας ειδωλολάτρης, άλλα της φυλής τοΰ Βιργιλίου. ' Η φωνή του είναι φωνή ενός προφήτη, ενός δάσκαλου, ενός μαθητή κι ενός μυημένου ταυτόχρονα. 'Ακόμα κι ό ιερέας, όσο είδοιλολάτρης, προληπτικός καί τυφλός νά είναι, δέ μπορεί παρά νά επιδοκιμάσει αυτά τά Χριστούγεννα! «Σκλάβοι, άς μήν καταριόμαστε τή ζωή!», άναφοινεΐ. "Ας τελειώνουν τά δάκρυα, οί στεναγμοί, οί δοκιμασίες, ή εύπείθεια, ή υποταγή, οί δεισιδαιμονίες καί οί παιδαριώδεις προσευχές. Πέρα τά είδωλα καί οί δολοπλοκίες της επιστήμης. Κάτω οί διχτάτορες, οί δημαγοιγοί καί οί θορυ-βοποιοί. "Ας μήν καταριόμαστε τή ζωή, άς τή λατρεύουμε! 'Ολόκληρη ή χριστιανική παρένθεση υπήρξε μιά άρνηση της ζωής, μιά άρνηση τοΰ Θεοΰ, μιά άρνηση τοΰ Πνεύματος. Ή ελευθερία δέν κατανοήθηκε ακόμα. 'Ελευθερώστε τό πνεύμα, τήν καρδιά, τή σάρκα! 'Ελευθερώστε τήν ψυχή γιά νά μπορεί νά βασιλέψει σέ ασφάλεια. Νά ό χειμώνας της ζοιής, «καί φοβάμαι τό χειμώνα γιατί είναι ή εποχή της άνεσης!». Δώστε μας Χριστούγεννα στή γη... δχι τό χριστιανισμό. «Δέν άνηκα ποτέ σ' αυτό τό λαό, δέν υπήρξα ποτέ χριστιανός... Ναί, κρατώ τά μάτια κλειστά στό δικό σας φως. ΕΙμ ' ίνα ζώο, ίνας νέγρος. 'Αλλά μπορώ νά σωθώ. Είστε ψεοτονέγροι, μανιακοί, άγριοι, φιλάργυροι...». Ό αληθινός νέγρος είμ' έγώ κι αυτό είν' ένα βιβλίο μαύρο. Τό έπαναλαμβάνοι, άς γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα στή γη... Τώρα, τώρα, μ ' άκοΰτε; Τήν
7 0
78
τούρτα δέ θά τή βρείτε στους ουρανούς! «"Ω ναί...», φαίνεται ν ' αναστενάζει. «Κάποτε βλέπω
στον ουρανό απέραντες ακρογιαλιές σκεπασμένες μέ άσπρα χαρούμενα Εθνη». Γιά μιά στιγμή, τίποτα δεν τόν χ (ορίζει άπ' τή βεβαιότητα τοϋ ονείρου του. Άντικρύζει τό μέλλον σάν τήν αναπόφευκτη πραγματοποίηση των βαθύτερων επιθυμιών τοϋ άνθρωπου. Τίποτα δέ μπορεί νά τό εμποδίσει, ούτε οι ψευτονέγροι πού βιάζουν τόν κόσμο στ' δνομα τοϋ νόμου καί της τάξης. 'Οδηγεί τ ' όνειρο του στό τέρμα. "Ολες οί τρομερές, απερίγραπτες αναμνήσεις διαλύονται. Καί μαζί μ' αυτές, όλες οί στενοχώριες. "Ομο)ς θά βρει τή δικαίωση του πάνω στους καθυστερημένους, «τους φίλους τοϋ θανάτου». «'Ακόμα κι αν βυθιζόμουν μέσα στην έρημο, ακόμα κι αν ή ζωή μου γινόταν μιά έρημος, ακόμα κι αν έπρεπε νά μήν ξανακουστεί πιά τίποτα γιά μένα άπό δώ καί μπρος, νά είστε σίγουροι πώς τίποτα δέ θάμ' εμποδίσει νά κατέχω τήν αλήθεια μέσα σέ μιά ψοχή καί σ' ενα σώμα. Κάνατε δ,τι ήταν δυνατό γιά νά φτιασιδώσετε τήν αλήθεια• προσπαθήσατε νά καταστρέψετε τή ψυχή μου- καί γιά νά ξεμπερδεύετε, θά παραδώσετε τό σώμα μου στον τροχό... ' Αλλά θά γνοιρίσω τήν αλήθεια, θά τή χαρώ γιά τόν εαυτό μου, μέσα σ ' αυτό τό σώμα καί μέσα σ ' αυτή τήν ψυχή...»
Αυτά είναι τά τραχιά λόγια ενός ερευνητή, ενός «φίλου τοϋ Θεοϋ» ακόμα κι όταν αρνιόταν τ ' όνομα του.
«Καθώς κάθε λέξη είναι Ιδέα», γράφει ό Ρεμπώ, «ή εποχή μιας παγκόσμιας γλώσσας θά 'ρθεϊί... Αυτή ή γλώσσα θά είναι άπ' τήν ψυχή γιά τήν ψυχή, θά συνοψίζει τά πάντα, αρώματα, ήχους, χρώματα, άπ' τή σκέψη νά κρέμεται ή σκέψη καί νά τραβά μπροστά». Τό κλειδί αυτής της γλώσσας, εννοείται, είναι τό σύμβολο πού μόνο ό δημιουργός κατέχει. Είναι τό αλφάβητο της ψυχής, προι-τότυπο καί άφθαρτο. Χάρη σ ' αυτό, ό ποιητής, κύριος τής φαντασίας καί περιφρονημένος άρχοντας τοϋ κό-
σμου, μιλάει, έπικοινοινεΐ μέ τους ομοίους του. Καί γιά νά κατορθώσει αυτή ακριβώς τή σχέση, ό νεαρός Ρεμπώ παραδόθηκε ό ίδιος στην περιπέτεια. Μέ πόση επιτυχία, παρά τήν αίφνίδια καί μυστηριώδη παραίτηση του! Καί πέρα άπ' τόν τάφο, ζητάει τό διάλογο, μέ δλο καί περισσότερη δύναμη δσο τά χρόνια περνοΰν. "Οσο πιό σκοτεινός φαίνεται, τόσο πιό φωτεινή γίνεται ή θεωρία του. Παράδοξο; Καθόλου. " Ο καιρός καί τά γεγονότα δέ φωτίζουν παρά μακροπρόθεσμα δ,τι είναι προφητικό. Μέ τήν ενόραση συλλαμβάνονται καθαρά, στό σύνολο τους, τό παρελθόν καί τό μέλλον ή επικοινωνία γίνεται ή τέχνη τής θεμελίωσης, αδιάφορο πάνο) σέ ποιο τεμαχισμό τοϋ χρόνου, μιά λογική καί αρμονική σχέση ανάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον. "Ολα είναι (όφέλιμα μέ τόν δρο νά μεταβάλλονται σ ' αιώνια αξία: ή γλώσσα τής ψυχής. Μέσα σ ' αυτό τό βασίλειο, κανένας αναλφάβητος, άλλα οδτε καί γραμματισμένος. 'Αρκεί ν ' ανοίξει κανείς τήν καρδιά του, ν ' αποβάλει κάθε φιλολογική προκατάληψη, μ' άλλα λόγια νά ξεγυμνωθεί. Αυτό Ισοδυναμεί, φυσικά, μέ μιά μεταστροφή. Είναι £να ριζοσπαστικό μέτρο πού προϋποθέτει κατάσταση απελπισίας. 'Αλλά fiv δλες οί άλλες μέθοδοι άποτυχαίνουν, δπως είναι αναπόφευκτο, τότε γιατί δχι αυτή ή τελευταία λύση: ή μεταστροφή; Μόλις στίς πύλες τής κόλασης εμφανίζεται ή σωτηρία. Ό άνθρο)πος απέτυχε μ' δλες τίς Εννοιες. Χίλιες φορές χρειάστηκε νά ξανακάνει τά βήματα του, νά ξανασηκώσει τό βαρύ φορτίο, νά ξαναπιάσει τή δύσκολη κι απότομη ανάβαση προς τήν κορφή. Γιατί νά μή δεχτοϋμε τήν πρόκληση τοϋ Πνεύματος καί νά παραδοθοΰμε; Γιατί νά μήν υποταχτούμε γιά νά ξεκινήσουμε μιά καινούργια ζωή; Ό Παλιός "Ανθρωπος περιμένει πάντα. "Αλλοι τό ονομάζουν μυσταγωγία, άλλοι 'Υπέρτατη Θυσία...
Αυτό πού οί μιμητές τοϋ Ρεμπώ, δπως καί οί συκο-
80 81
φάντες του, δέν κατορθώνουν νά καταλάβουν, είναι πώς εξυμνούσε Εναν άλλο τρόπο ζωής. Δέν προσπαθούσε νά Ιδρύσει μιά καινούργια λογοτεχνική σχολή γιά νά διασκεδάσει τους μίζερους ακροβάτες των λέξεων υπογράμμιζε τή συμφωνία τής ζωής καί τής τέχνης, γέμιζε τό χαντάκι καί γιάτρευε τή θανάσιμη πληγή. "Η θεία χάρη, νά ποιο είναι τό κλειδί τής γνώσης, λέει. Στην αρχή ακόμα τοϋ «Μιά εποχή στην κόλαση», έγραψε: «"Ετσι, τώρα τελευταία, πάνω πού ήμουν Ετοιμος νά τά τινάξω, σκέφτηκα ν ' αναζητήσω τό κλειδί τοϋ αρχαίου συμποσίου, μήπως ξαναβρώ τήν δρεξή μου. Τό κλειδί αυτό είναι ή χάρη». Καί προσθέτει: « Ή Εμπνευση αυτή είναι σημάδι πώς ονειρεύτηκα!». 'Ονειρεύτηκε, βέβαια, τήν κόλαση μέσα σ ' αυτό τό βαθύ ΰπνο, πού γιά τόν ίδιο είναι ανεξερεύνητος. Αυτός πού είχε «οργανώσει δλες τις γιορτές, δλους τους θριάμβους, δλα τά δράματα», είναι υποχρεούμενος, στην Εκλειψη του, νά θάψει τή φαντασία. Αυτός πού είχε βαφτίσει τόν εαυτό του μάγο καί άγγελο, πού είχε απαλλαγεί άπό κάθε δεσμό, κάθε εξάρτηση, βρίσκεται τώρα οδηγημένος πίσω, αναγκασμένος νά δεχτεί, ν ' αρπάξει τή σκληρή πραγματικότητα. "Ενας χωρικός, νά τί θά θέλανε νά γίνει. 'Επαναφέροντας τον στή γή, είναι σάν νά τόν βγάζουν Εξιο άπ' τόν αγώνα. Ποια ψέματα είχε θρέψει λοιπόν μέ τά υπερβολικά του όνειρα; («Τέλος, θά ζητήσω συγγνώμην γιά νά τραφώ μέ ψέματα»). 'Αλλά ποιόν θά παρακαλέσει; "Οχι, βέβαια, τους βασανιστές του, οδτε τήν εποχή πού αποδοκίμασε, ούτε ακόμα αύτη τή γριά κατσίκα μάνα πού ήθελε νά τόν σφάξει. Ποιόν λοιπόν; "Ας τό ποΰμε: τους ομοίους του, αυτούς πού θά τόν διαδεχτούν καί θά συνεχίσουν τόν καλό αγώνα. Δέ ζητάει συχώρεση άπό μας, οϋτε ακόμα άπ' τό Θεό, άλλα άπ' τους ανθρώπους τοϋ μέλλοντος πού θά τόν υποδεχτούν μέ ανοιχτή αγκαλιά καθώς θά μπαίνουμε στίς περίλαμπρες πολιτείες. Πρόκειται γιά τους ανθρώπους
82
μιας «μακρινής φυλής» πού τιμάει καί πού άντιμετοί-πίζει σάν τους αληθινούς του προγόνους. Μόνο ό χρόνος τους χωρίζει, όχι τό αίμα ή ή βιοθεωρία. Αυτοί οί άνθρωποι ξέρουν πώς νά τραγουδούν μέσα στίς δοκιμασίες. Είναι οί άνθρωποι τοϋ πνεύματος, τίποτα μέσα στό παρελθόν δέν τους δένει μ' αυτόν (δέ θά μποροϋσε νά βρει οϋτε Εναν μέσα σ ' ολόκληρη τήν ιστορία τής Γαλλίας) —δν αυτό είναι τό πνεΰμα. Γεννήθηκε στό κενό καί επικοινωνεί μαζί τους διασχίζοντας τό κενό. Έμεϊς, οί άλλοι, άκοϋμε μονάχα τήν ήχώ. Θαυμάζουμε τους τόνους αυτής τής παράξενης φωνής. Δέν ξέρουμε τίποτα γιά τή χαρά καί τή βεβαιότητα πού Εθρεψαν αυτή τήν άπάνθρα>πη συνομιλία.
Πόσο διαφορετικά είναι τά πνεύματα πού πότισε, αλλοίωσε, συνάρπασε! Τί ενώσεις δέχτηκαν άνθρωποι τόσο διαφορετικοί σέ ιδιοσυγκρασία, ϋφος καί σκέψη, όπως ό Βαλερύ, ό Κλωντέλ ή ό 'Αντρέ Μπρετόν! Τί τό κοινό υπάρχει ανάμεσα σ ' αυτούς καί κεΐνον; Οϋτε ακόμα ή ιδιοφυΐα του, γιατί στά δεκαεννιά του χρόνια παραιτήθηκε άπ' αυτήν, γιά μυστηριώδεις λόγους. Κάθε πράξη παραίτησης δέν Εχει παρά Ενα σκοπό: τή μετάβαση σ ' Ενα άλλο επίπεδο. (Στην περίπτοιση τοϋ Ρεμπώ πρόκειται μάλλον γιά πτώση). Δέ μπορεί ό τραγουδιστής νά ζήσει τό τραγούδι του παρά δταν σταματήσει νά τραγουδά. Κι άν αυτό είναι μιά πρόκληση; Τότε ακολουθούν βιαιότητες καί καταστροφές. 'Αλλά οί καταστροφές, δπως τό είπε ό Ά μ ι έ λ , προκαλούν μιά βίαιη αποκατάσταση ισορροπίας. Καί ό Ρεμπώ, γεννημένος στον αστερισμό τοϋ Ζυγοΰ, διαλέγει τά άκρα μέ τό πάθος ενός ίσορροπιστή.
Πρόκειται πάντα γιά κάποιο αόρατο ραβδί, κάποιο θαυματουργό άστρο πού μάς σημαδεύει καί τότε ή παλιά σοφία, ή αρχαία μαγεία καταστρέφονται. Θάνατος καί μεταμόρφωση, νά τό αιώνιο επιμύθιο. 'Ορισμένοι πη-
83
^ •
γαίνουν Ισα μπρος στό θάνατο πού διάλεξαν (εΧτε είναι αυτός τοΰ δφους, τοΰ σώματος, τής σοφίας ή τής ψυχής)• άλλοι τόν προσεγγίζουν πλάγια. "Αλλοι δυναμώνουν τό δράμα μέ τό νά εξαφανίζονται άπ' τήν επιφάνεια τής γής χωρίς ν ' αφήνουν μήνυμα ή ίχνη- άλλοι φτιάχνουν μέ τή ζο)ή τους ίνα θέαμα ακόμα πιό συναρπαστικό άπ' τή μαρτυρία πού είναι τό ίργο τους. Ό Ρεμπώ παρέτεινε οδυνηρά τό θάνατο του. Παρουσίασε ολόγυρα τά ερείπια του μέ τέτοιο τρόπο, ώστε κανείς νά μή στερηθεί τή δυνατότητα νά γνοιρίσει τήν τέλεια ιδιορρυθμία τής φυγής του. Δέν έχει σημασία ποΰ, έξω άπ ' τόν κόσμο! Είναι σίγουρα ή κραυγή δσων ή ζωή δέν Ιχει πιά γι ' αυτούς νόημα. ' Ο Ρεμπώ ανακάλυψε μικρό παιδί τί πραγματικά ήταν ό κόσμος• Ιφηβος, προσπάθησε νά τόν αφομοιώσει• δταν Ιγινε άντρας, υπέκυψε. Καταδικασμένος νά μή' μπορεί νά μπει στον κόσμο τής αγάπης, δλα του τά χαρίσματα γίνονταν ανώφελα. Μή Ιχοντας φτάσει στην πιό βαθιά κόλαση, σιγοψηνόταν στον προθάλαμο. Αυτή ή εποχή υπήρξε πολύ σύντομη, τό ξέρουμε, γιατί τό υπόλοιπο τής ζωής του Ιγινε Ινα Καθαρτήριο. Τοΰ Ιλειψε τό θάρρος γιά νά κολυμπήσει μέσα στίς αβύσσους; Τό αγνοούμε. Ξέρουμε μονάχα πώς εγκατέλειψε τους θησαυρούς του σάν νά τόν συνέθλιβαν. 'Αλλά κανείς δέ μπορεί νά ξεφύγει άπ' αυτό τό αίσθημα ένοχης πού τόν βασάνιζε, οΰτε ακόμα εκείνοι πού Ιχουν γεννηθεί μέσα στό φως. Ή αποτυχία του φαίνεται φοβερή άν καί τόν οδήγησε ως τή νίκη. 'Αλλά δέν είναι ό Ρεμπώ πού θριαμβεύει, είναι τό ανεξάντλητο πνεΰμα πού βρισκόταν μέσα του. "Οπως τό είπε ό Βικτώρ Ουγκώ: « Ό «άγγελος», είναι ή μόνη λέξη τής γλώσσας μας πού δέ μπορεί νά φθαρεί».
« Ή Δημιουργία αρχίζει μέ μιά θλιβερή απομάκρυνση άπ' τό Θεό κι άπ' τήν εμφάνιση μιδς ανεξάρτητης θέλησης ώστε αυτή ή απομάκρυνση νά μπορέσει
84
*
νά ξεπεραστεί άπό Ιναν τύπο ενότητας ανώτερο άπό κεϊνον πού ή ενέργεια του (δφελοΰσε στην αρχή».
Στά δεκαεννιά του χρόνια, στή μέση ακόμα τής ζωής του, ό Ρεμπώ παρέδωσε τό πνεΰμα. « Ή Μοΰσα του πέθανε στό πλευρό του, ανάμεσα στά σφαγμένα του όνειρα», γράφει Ινας άπ' τους βιογράφους του. "Ομως, υπήρξε Ινα τέρας, πού, μέσα σέ τρία χρόνια, Ιδωσε τήν εντύπωση πώς εξάντλησε τήν τέχνη ολόκληρων γενιών. «Σάν νά είχε παριλάβει ολόκληρες σταδιοδρομίες μέσα του», είπε δ Ζάκ Ριβιέρ. Κι δ Μάθιου Τζόζεφσον προσθέτει: «Στην πραγματικότητα δλη ή λογοτεχνία μετά τό Ρεμπώ προσπάθησε νά τόν εκφυλίσει». Γιατί; 'Επειδή, αποκρίνεται ό ίδιος συγγραφέας, «Ικανέ τήν ποίηση πολύ επικίνδυνη». Ό ίδιος δ Ρεμπώ, ομολογεί γιά τόν εαυτό του, στην « Ε π ο χ ή » , πώς Ιγινε «μιά μυθική δπερα». "Οπερα ή δχι, παραμένει τουλάχιστον μυθικός. Αυτό πού εκπλήσσει είναι πώς καί οί δυό περίοδοι τής ζωής του είναι τό ίδιο μυθικές. Είναι ταυτόχρονα οραματιστής καί άνθρο)πος τής δράσης. Σάν νά ϊχουμε τή σύνθεση, σ ' Ινα πρόσωπο, τοΰ Σαίξπηρ καί τοΰ Βοναπάρτη. 'Αλλά νά τί λέει: «Είδα πώς δλα τά πλάσματα έχουν μιά ευτυχισμένη μοίρα: ή δράση δέν είναι ζωή, άλλα ίνας τρόπος νά δαπανήσουμε κάποια δύναμη, μιά αποδυνάμωση». Πεζός, διασχίζει τήν Ευρώπη μέ τεντοψένες τίς αισθήσεις, μπαρκάρει πολλές φορές γιά ξένα λιμάνια, ξαναγυρίζει πάντα στην πατρίδα, άρρωστος ή απένταρος• επιχειρεί Ινα σωρό ανόμοιες δουλειές, μαθαίνει περισσότερες άπό δώδεκα γλώσσες, καί, αντί νά κάνει τόν Ιμπορο των λέξεων, ρίχνεται στό εμπόριο τοΰ καφέ, τών άροιμάτων, τοΰ έλεφαντοστοΰ, των δερμάτων, τοΰ χρυσοΰ, τών δπλων καί τών σκλάβων. Περιπέτεια, εξερεύνηση, μελέτη• συναναστροφή μέ δλα τά είδη τών ανθρώπων, τών φυλών, τών εθνικοτήτων καί αδιάκοπα ή δουλειά, πάντα ή δουλειά πού μισεί. 'Αλλά πάνω άπό
85
L
•r
καθετί ή πλήξη! Πάντα ή πλήξη. 'Αλλά τί δραστηριότητα! Τί θησαυρός εμπειριών! Καί τί κενό! Τά γράμματα του στή μητέρα του συνθέτουν ίνα μακρύ θρήνο, δπου ανακατεύονται μομφές, άντεκκλήσεις, παράπονα, προσευχές καί ίκεσίες. 'Αξιοθρήνητος καί καταραμένος! Γίνεται τελικά «ό μεγάλος άρρωστος».
Τί σημαίνουν αλήθεια αυτή ή φυγή, αυτό τό ατέλειωτο παράπονο, αυτές οί εκούσιες δοκιμασίες; "Οτι ή δράση δέν είναι ζοιή, πράγμα τόσο αληθινό! 'Αλλά τότε ποϋ βρίσκεται ή ζωή; Καί ποια είναι ή αληθινή πραγματικότητα; 'Οπωσδήποτε δχι εκείνη, ή απάνθρωπη, της δουλείας καί τής αλητείας, τής λύσσας γιά κατάκτηση.
Στίς «Εκλάμψεις» πού γράφτηκαν σ ' Ενα θλιβερό Λονδίνο, είχε ομολογήσει: «Είμαι πραγματικά πέραν τοϋ τάφου, δχι εντολές». Αυτό πού είχε πει άλλοτε ό ποιητής, τώρα ό άνθρωπος Ερχεται νά τό γνωρίσει άπό κοντά. ' Ο μουσικός πού είχε βρει κατά κάποιο τρόπο τό κλειδί τοϋ Ερωτα, δπως λέει, Εχασε αυτό τό κλειδί. "Εχασε τό κλειδί καί ταυτόχρονα τό ίδιο τό μουσικό όργανο. "Εχοντας κλείσει δλες τίς πόρτες, ακόμα καί κείνη τής φιλίας, Εχοντας κάψει δλα του τά πλοία, δέ θά μπει ποτέ στό βασίλειο τής αγάπης. Δέν απομένουν παρά οί μεγάλες Ερημοι δπου βρίσκεται μέσα στή σκιά τό δέντρο τοϋ Καλοϋ καί τοΰ ΚακοΟ, γιά νά οδηγήσουμε έκεΐ, μάς λέει σέ μιά νοσταλγική φράση τοΰ «Πρωινού Μέθης», τόν πάναγνο Ερωτά μας. "Ηθελε ή σωτηρία νά έχει τό πρόσαιπο τής ελευθερίας, χωρίς νά λογαριάσει πώς δέν προέρχεται παρά άπ' τήν αποδέσμευση καί τήν καρτερία. «Κάθε άνθρωπος, είπε ό δάσκαλος του Μπωντλαίρ, πού δέ δέχεται τους δρους τής ζοιής του, πουλάει τή ψυχή του». Στό Ρεμπώ, ή δημιουργία καί ή εμπειρία ήταν πρακτικά ταυτόχρονες. Δέ χρειαζόταν παρά μιά ελάχιστη εμπειρία γιά ν ' αναβλύσει τό τραγούδι του. Στην εκθαμβωτική νιότη του, ήταν πολύ πιό κοντά στό μουσικό ή τό
86
μαθηματικό άπ' δ,τι στον άνθρωπο των γραμμάτοιν. Προικισμένος, άπό γεννησιμιοϋ του, μέ μιά πρωτοφανή μνήμη, κερδίζει τό Εργο του χωρίς τόν ίδρωτα τοΟ προσώπου του- υπάρχει, διάτρητη, περιμένοντας νά παρακινηθεί άπ' τήν πρώτη σύγκρουση μέ τή σκληρή πραγματικότητα. Ό πόνος είν' εκείνο πού πρέπει νά καλλιεργήσει, δχι ή δεξιοτεχνία τοΰ μαέστρου. "Οποις τώρα τό ξέρουμε, δέ χρειάστηκε νά περιμένει πολύ γ ι ' αυτό.
Γεννημένος μέ ιδιότητες σπόρου, θά τίς διατηρήσει σ ' δλη του τή ζωή. "Ετσι εξηγείται αυτή ή νύχτα πού τόν περιβάλλει. 'Υπήρχε μέσα του φως, Ενα εκπληκτικό φώς, άλλα πού δέ μποροΰσε ν ' αναβλύσει χωρίς ν ' αφανιστεί ό Ιδιος. Ερχόταν πέρα άπ' τόν τάφο, άπό μιά φολήμακρινή, κομιστής ενός καινούργιου πνεύματος, μιας νέας συνείδησης. Είχε γράψει: «Είναι λάθος νά λέμε: Σκέφτομαι, θά £πρεπε νά λέμε: Μέ σκέφτονται». Δέν είναι αυτός πού είπε πώς μεγαλοφυία «είναι ή στοργή καί τό μέλλον;». "Ο,τι Εγραψε γιά τό έγώ τής μεγαλοφυίας είναι διαφοπιστικό καί αποκαλυπτικό. Αυτό Ιδιαίτερα μοΰ φαίνεται πολύ χαραχτηριστικό: «Τό σώμα του! Ή ονειρεμένη απελευθέρωση, ή χάρη πού συντρίβεται διασταυρωμένη μέ μιά καινούργια βία».
Μή μέ κατηγορήσετε πώς πηγαίνο) πολύ μακριά στή μελέτη μου. Ό Ρεμπώ ήθελε νά πει αυτό πού Εγραφε «κυριολεχτικά καί μέ δλες τίς έννοιες», δπως τό έξηγοΰσε κάποια μέσα στή μητέρα του ή στην αδελφή του. Βέβαια, αναπολούσε τότε «Μιαν εποχή στην κόλαση». 'Ωστόσο... Συνέβαινε μ' αυτόν δ,τι καί μέ τόν Μπλέικ καί τόν Γιάκομπ Μπαϊμε: καθετί πού εξέφραζαν ήταν αληθινό, κυριολεχτικό, εμπνευσμένο. ' Η Φαντασία ήταν τό σπίτι τους• τά δνειρά τους πραγματικότητες-πραγματικότητες πού Εχουμε ακόμα ν ' άντιμετοιπίσουμε. «"Οταν διαβάζο) τόν εαυτό μου, λέει ό Μπαϊμε, διαβάζω τό βιβλίο τοΰ
87
Θεοΰ, καί σεις, αδέλφια μου, είστε τό αλφαβητάρι πού διαβάζω στον εαυτό μου, γιατί τό πνεϋμα μου καί ή θέληση μου σδς αποκαλύπτουν σέ μένα. Ά π ' τά βάθη τής καρδίας μου εϋχομαι νά μέ ανακαλύψετε κι έσεϊς μέ τόν Χδιο τρόπο». Αυτός ό λόγος εκφράζει τή σιοιπηλή προσευχή πού δέν παύει ν ' ανεβαίνει άπ' τήν έρημο πού ό Ρεμπώ δημιούργησε γιά τόν εαυτό του. "Η «ευεργετική» αλαζονεία τής μεγαλοφυίας έγκειται στή θέληση της, πού πρέπει νά συντριβεί. Τό μυστικό τής απελευθέρωσης κρύβεται στην πρακτική τής φιλανθρωπίας. "Η φιλανθρωπία είναι τό κλειδί, καί ό Ρεμπώ άρχισε νά ονειροπολεί δταν τό κατάλαβε- άλλα τό όνειρο ήταν μιά πραγματικότητα πού φανερώθηκε πάλι πάνο) στην επιθανάτια κλίνη, δταν ή φιλανθροιπία πήρε τό πρόσ(οπο τής τρυφερής αδελφής, πού τοΰ παραστεκόταν προς τήν έξοδο.
Στή διάρκεια τής Νύχτας τής Κόλασης, όταν συνειδητοποιεί πώς είναι ό σκλάβος τής βάφτισης του, άνα-φίονεί: «Γονείς, είστε οί αίτιοι τής δυστυχίας μου, άλλα καί τής δικιάς σας». Μέσα στή μαύρη νύχτα τής ψυχής, δπου αναγορεύεται άρχοντας φαντασμαγορικά καί ισχυρίζεται πώς θά ξεσκεπάσει δλα τά μυστήρια, παραιτείται άπ' δ,τι θά μπορούσε νά τόν ενώσει μέ τήν εποχή ή μέ τή χώρα πού τόν είδαν νά γεννιέται. «Είμαι έτοιμος γιά τήν τελειότητα», αποφαίνεται. Καί, κατά κάποιο τρόπο, πράγματι, ήταν έτοιμος. ' Η μύηση του είχε ωριμάσει, είχε επιζήσει των τρομερών βασανιστήpiojv έπειτα βυθίστηκε πάλι στή νύχτα τήν πρίν τή γέννηση του. Είχε ανακαλύψει πώς έπρεπε νά υπερπηδήσει τήν τέχνη μ ' ένα βήμα, είχε δρασκελίσει τό κατώφλι• καί τότε, άπό τρόμο, ή επειδή φοβόταν τήν τρέλα, τό 'βαλε στά πόδια. Οί ετοιμασίες του γιά μιά καινούργια ζωή ήταν ανεπαρκείς, ή κακής ποιότητας. Oi περισσότεροι άπ' τους μελετητές του αποκλίνουν σ ' αυτή τήν τελευταία εξήγηση. 'Επέμειναν
πολύ πάνω σ ' αυτή τή φράση: «... μακριά, απέραντη και ορθολογική αταξία δλων των αίσθήσεων». "Εσκυψαν επίμονα στην ακόλαστη νεότητα του, στή ζωή τοΰ «μποέμ». Ξεχνούν πώς ήταν μιά ζωή εντελώς ομαλή γιά ένα πρώιμα αναπτυγμένο παιδί, γεμάτο Ιδέες, πού είχε αποδράσει άπ' τό ανυπόφορο κλίμα ενός επαρχιακού περιβάλλοντος. Γιά τήν εξαιρετική φύση πού υπήρξε, θά ήταν αφύσικο νά μήν υποκύψει στά ισχυρά καλέσματα μιδς πολιτείας σάν τό Παρίσι. "Αν στάθηκε υπερβολικός στίς απολαύσεις του, ήταν μονάχα γιά νά πετύχει ό εμβολιασμός τό θαΰμα. "Αλλωστε δέν έμεινε γιά πολύ στό Παρίσι ή τό Λονδίνο. Πάντοις δχι δσο θά χρειαζόταν γιά νά καταστραφεί ή υγεία ενός γλεντζέ χωριάτικης καταγωγής. Γιά ένα απόλυτο επαναστάτη ήταν κατά βάθος μιά ευεργετική εμπειρία. Ό δρόμος τ ' ουρανού περνά άπ' τήν κόλαση, έτσι δέν είναι; Γιά νά κερδίσει τή σωτηρία του, πρέπει νά μολυνθεί άπ' τήν αμαρτία. Πρέπει νά τά δοκιμάσει δλα, τά μεγάλα καί τά μικρά. Πρέπει ν ' αξίζει τό θάνατο του άπ' τίς ίδιες του τίς ορέξεις, νά μήν αρνηθεί κανένα δηλητήριο, νά μήν απορρίψει καμιά εμπειρία, δσο εξευτελιστική ή βρώμικη κι άν είναι. Πρέπει νά φτάσει στό τέρμα τών δυνάμεων του, νά μάθει τί είδους σκλάβοι είμαστε, γιά δποια περιοχή κι fiv πρόκειται, γιά ν ' απολαύσει έτσι τήν άπελευθέρο)ση. Ή διεστραμμένη κι αρνητική θέληση πού οί γονείς μας μας κληροδότησαν, πρέπει νά υποταχτεί πρίν γίνει θετική καί φυτευτεί μέσα στην καρδιά τοΰ πνεύματος. Ό πατέρας (σ' δλες του τίς μεταμορφώσεις) πρέπει νά εκθρονιστεί γιά νά έρθει ή βασιλεία τοΰ γιου. Ό Πατέρας είναι Κρόνος σ ' δλες τίς όψεις τής ύπαρξης του. Είναι ό αυστηρός αύθέντης, τό νεκρό γράμμα τοΰ νόμου, τό « Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι » . Προκαλοΰμε μιά κρίση, φουσκο)-μένοι άπό ψεύτικη δύναμη καί άφρονη αλαζονεία. Μετά υποκύπτουμε, καί τό έγώ πού δέν είναι τό έγώ συνθη-
88 89
(£.
κολογεΐ. 'Αλλά ό Ρεμπώ δέν υπόκυψε. Δέν εκθρόνισε τόν Πατέρα, άλλα ταυτίστηκε μαζί του. Τό Επραξε τόσο μέ τήν αυταρχική του στάση, τή σχεδόν θεία, δσο καί μέ τίς υπερβολές του, τίς πλάνες του καί τήν απειθαρχία του. Ά λ λ α ξ ε στρατόπεδο, Εγινε ό ίδιος ό εχθρός πού μισούσε. Παραιτήθηκε, μεταμορφώθηκε σ ' Ενα τυχοδιώκτη θεό πού αναζήτα τό αληθινό του βασίλειο. « "Ενας άνθρωπος πού θέλει νά ευνουχιστεί είναι ασφαλώς κολασμένος, ΐτσι δέν είναι;». (Είναι ένα άπ' τά πολλά ερωτήματα πού Εβαζε δσο διαρκούσε ή αγωνία του). Είναι αυτό ακριβώς πού Εκανε. 'Ακρωτηριάστηκε μέ τό νά παραιτηθεί άπ' τό ρόλο πού γι* αυτόν είχε εκλεγεί. Είναι δυνατό νά ατρόφησε ποτέ στό Ρεμπώ τό αίσθημα ένοχης;
Τί αγώνα Εκανε γιά τή δύναμη, τόν πλοΰτο καί τήν ασφάλεια στή «δραστήρια» περίοδο τής ζοιής του! Δέν είχε λοιπόν συνείδηση τοΰ θησαυρού πού διέθετε, τής δύναμης πού κατείχε, τής απόρθητης θέσης πού Επιανε μέ τό νά είναι άπλα ποιητής; (Θά μοϋ άρεσε νά μπορώ νά πώ πώς αποκαλύφτηκε τό ίδιο ποιητής τής δράσης, άλλα οί πράξεις πού οριοθετούν τή δεύτερη περίοδο τής ζωής του δέ γνώρισαν ποτέ αυτές τίς προεκτάσεις πού άπ' αυτές (δφελεΐται ό άνθρωπος τής δράσης). "Οχι, είναι φορές πού τυφλώνεται κανένας ανεξήγητα• αυτό συνέβη καί μέ τό Ρεμπώ. Τοΰ Ετυχε μιά κακή μοίρα. "Οχι μονάχα Εχασε τήν αίσθηση τοΰ προσανατολισμοΰ, άλλα καί κείνη τής αφής. "Ολα πηγαίνουν ανάποδα. 'Αλλάζει ταυτότητα τόσο καλά πού δέ θά μπορούσε ν ' άναγνοιρίσει τόν Εαυτό του δν διασταυρώνονταν στό δρόμο. Είναι ϊσίος τό τελευταίο μέσο νά δώσουμε άλλη διέξοδο στην τρέλα παρά νά γίνουμε Ισορροπημένοι σέ σημείο νά μή ξέρουμε πιά ότι είμαστε τρελοί. Ό Ρεμπώ δέν αποσυνδέθηκε ποτέ άπ' τήν πραγματικότητα• αντίθετα, αρπαζόταν άπ' αυτή σάν δαίμονας. Αυτό πού εγκατέλειψε είναι ή αληθινή πραγματικότητα τής ύπαρξης του. Δέν πρέπει νά μας
εκπλήσσει τό δτι Επληττε θανάσιμα. Δέ μπορούσε νά ζήσει μέ τόν εαυτό του, γιατί είχε υποθηκεύσει τό έγώ του. 'Αναλογιζόμαστε τά παρακάτο) λόγια τοΰ Λοπρεα-μόν: «Συνεχίζοι νά ζώ, δποις ό βασάλτης! Στό μέσον δπως στην αρχή τής ζωής, οί άγγελοι μοιάζουν μεταξύ τους: έδώ καί πόσο καιρό δέ μοιάζω πιά στον εαυτό μου;».
'Υποπτευόμαστε πώς στην Άβησσυνία προσπάθησε επίσης ν ' ακρωτηριάσει τή μνήμη του. 'Αλλά, προς τό τέλος, δταν Εγινε ό «μεγάλος άρρωστος», καθώς κάτω άπ' τους ήχους ενός «κουτιοΰ μουσικής» δενόταν πάλι μέ τά πνιγμένα του όνειρα, οί αλλοτινές αναμνήσεις ανάβλυσαν. Τί δυστύχημα νά μήν Εχουν καταγραφεί τά παράξενα λόγια πού τοΰ ξέφευγαν στό κρεβάτι τοΰ νοσοκομείου, δταν, μέ τήν κνήμη κομμένη, Ενα τρομερό πρήξιμο απλωνόταν στό ανάπηρο μέλος καί αύξαιναν μέσα στό σώμα του τά ύπουλα σπέρματα τοΰ καρκίνου δπ(ος κλέφτες στή λεία τους. "Ονειρα καί παραισθήσεις άντα-γοινίζονταν μέσα σέ μιαν ατέλειωτη φούγκα, μέ μοναδικό μάρτυρα τήν ευσεβή αδελφή πού προσευχόταν γιά τήν ψυχή τοΰ αδελφού της. Τώρα τά δνειρα πού είχε κάνει καί κείνα πού είχε ζήσει μπερδεύονται• τό πνεΰμα, λυτρα>-μένο άπ' τά δεσμά του, ξαναρχίζει τό τραγούδι του.
Ή αδελφή του προσπάθησε νά μας δώσει Εναν απόηχο αυτών των χαμένων μελίοδιών. ' Υπογραμμίζει, άν θυμάμαι καλά, τό ουράνιο χρώμα τους. Δέ μποροΰν νά συγκριθοΰν, μδς βεβαιώνει, ούτε μέ τά ποιήματα οϋτε μέ τίς «Εκλάμψεις». Περιείχαν δ,τι καί τά ποιήματα καί οί «' Εκλάμψεις», άλλα μαζί καί κείνο τό στοιχείο πού ό Μπετόβεν μας Εδωσε μέ τά τελευταία του κουαρτέτα. Δέν είχε χάσει τήν αυτοκυριαρχία του• στίς πύλες τοΰ θανάτου ήταν τόσο ιδιοφυής δσο καί στά νιάτα του. Τώρα πιά δέν είναι τραχιές καί παράταιρες, δν καί εμπνευσμένες, φράσεις πού διασταυρώνονται, άλλα ή Εκφραση ουσιαστικών πραγμάταιν πού είχε συναποκομίσει ένώ
90 9!
Α
άγοινιζόταν ενάντια στον πιό σκληροτράχηλο άπ' τους δαίμονες: τή Ζωή. Ή εμπειρία καί ή φαντασία ενώνονται τώρα γιά νά υμνήσουν τή χαρισματική πράξη κι δχι γιά νά εξαπολύσουν κοροϊδίες καί κατάρες. Δέν είναι πιά το τραγούδι του οΰτε ή κυριαρχία του. Με τό νά ϊχει ξεφύγει άπ' τόν προορισμό του τό έγώ, τό τραγούδι καί τό δργανο δέν αποτελούν πιά παρά ένα πράγμα. Είναι ή προσφορά πού καταθέτει στό βωμό της εκθρονισμένης του αλαζονείας. Είναι ή αποκατάσταση. Ή δημιουργία δέν είναι πιά οϊηση, πρόκληση ή ματαιοδοξία, άλλα πράξη δραματική. Μπορεί νά κρατήσει τό ρόλο του, τώρα, στό νεκροκρέβατό του, δπως μπορεί νά προσευχηθεί, γιατί έπαψε νά υποφέρει. "Ισως, αυτές τίς τελευταίες στιγμές, κατανοεί τό πραγματικό αντικείμενο τοϋ ανθρώπινου μόχθου, πού δέν είναι παρά δουλεία δταν αφοσιώνεται σέ κρυφούς καί έγοηστικούς σκοπούς, άλλα πού γίνεται χαρά δταν μπαίνει στην υπηρεσία της ανθρωπότητας.
Δέν υπάρχει χαρά πού νά συγκρίνεται μέ κείνη τοΰ δημιουργού, γιατί ή δημιουργία δέν έχει άλλο σκοπό παρά νά δημιουργεί. « "Ας ευαισθητοποιήσουμε τά δάχτυλα μας, δηλαδή δλα τά σημεία επαφής μας μέ τόν εξωτερικό κόσμο», είπε κάποτε. Μέ τόν ίδιο τρόπο μπορούμε νά πούμε πώς ό Θεός ευαισθητοποιεί τά δάχτυλα του, δταν επιτρέπει στον δνθροιπο νά προσχωρήσει στό σχέδιο της δημιουργίας. Τό δημιουργικό ρίγος διαπερνά άπ' τή μιά άκρη στην άλλη κάθε δημιουργική ενέργεια. "Ολες οί μορφές, δλα τά είδη ζωντανών πλασμάτοιν, άπ' τους αγγέλους ώς τά σκουλήκια, τείνουν αδιάκοπα στην έπι-κοινοινία μ' αυτούς πού είναι ψηλότερα ή χαμηλότερα τους. Δέν υπάρχει χαμένη προσπάθεια, οΰτε μουσική πού νά μήν ακούγεται. Μόνο πού κάθε κακομεταχείριση της δύναμης δέν τραυματίζει μονάχα τό Θεό, άλλα φέρνει εμπόδια στην ίδια τή Δημιουργία καί αλλάζει τό νόημα
τών Χριστουγέννοιν πάνοι στή γή.
«Κανένας πόθος τήν καρδιά μου δέν ανάβει: "Εχει γιά πάντα τή ζωή μου αναλάβει.
Κάθε φορά τή χαιρετώ Π' ακούω τό κοκόρι τό γαλατικό».
'Αλλάζω εκούσια τή σειρά τών στροφών, παρακινημένος άπ' τό ίδιο πνεύμα πού μέ είχε κάνει νά μετα-φράσο) κάποτε, κατά λάθος, τό Αυτός σάν θεός. 'Αδυνατώ νά πάψω νά πιστεύω πώς ή μοιραία διαφθορά τής ευτυχίας πού γ ι ' αυτή μιλά ό Ρεμπώ σημαίνει τή χαρά νά βρίσκεις τό Θεό. Τότε, «κάθε φορά τή χαιρετώ...».
Άναροπιέμαι πού νά οφείλεται ή λατρεία πού τρέφω γιά τό Ρεμπώ, αποκλείοντας δλους τους άλλους συγγραφείς. Δέν είμαι Ενας παθιασμένος οπαδός τής εφηβείας, οΰτε υποκρίνομαι πώς πιστεύω δτι είναι ένας τόσο μεγάλος συγγραφέας δσο κάποιοι άλλοι πού θά μπορούσα νά όνομάσοι. 'Αλλά υπάρχει κάτι σ ' αυτόν πού μ' αγγίζει μέ τρόπο πού δέν τό μπορεί τό έργο κανενός άλλου. Καί τόν πλησιάζο) μέσα άπ' τήν πυκνή ομίχλη μιας γλώσσας πού δέ φανταζόμουν ποτέ δτι θά κατακτήσοι! Ναί, δέν είναι παρά προσπαθώντας νά τόν μεταφράσω, τρελός καθώς ήμουν, πού άρχισα νά συλλαμβάνω τή δύναμη καί τήν ομορφιά τοΰ λόγου του. Άντικρύζω τόν εαυτό μου στό Ρεμπώ, δπως σ ' ένα καθρέφτη. Τίποτα άπ' δ,τι λέει δέ μοΰ είναι ξένο, δσο ακαταλόγιστο, παράλογο ή σκοτεινό κι δν είναι. "Αν θέλουμε νά καταλάβουμε, δέν έχουμε παρά ν ' άφεθοΰμε, καί θυμάμαι πολύ καλά πόσο είχα εγκαταλειφτεί τήν πρώτη φορά πού έσυρα τά μάτια μου στό έργο του. 'Εκείνη τή μέρα (καί νά πού έχουν περάσει άπό τότε περισσότερα άπό δέκα χρόνια), μοΰ έφτασαν μερικές γραμμές γιά ν ' άποθέσο) τρέμοντας σάν φύλλο τό βιβλίο. Είχα τότε, δποις έχο) καί σήμερα, τό αίσθημα πώς είπε τά πάντα γιά τήν εποχή μας. 'Ηταν σάν
93
νά είχε υψώσει μιά σκηνή πάνο) στό κενό. Είναι ό μόνος συγγραφέας πού διάβασα καί ξαναδιάβασα, μέ τήν ίδια χαρά, τήν ϊδια συγκίνηση, πηγαίνοντας πάντα άπό ανακάλυψη σέ ανακάλυψη, πάντα άναστατοιμένος άπ' τήν αγνότητα του. Τό μόνο πού θά κατορθώσοι ποτέ είναι μιά απόπειρα νά τόν προσεγγίσω, νά δώσω δσο μοϋ είναι δυνατό μιαν είκόνα του. Είναι ό μόνος• συγγραφέας πού ζηλεύοι τήν ιδιοφυΐα του• όλοι οί άλλοι, δποια κι αν είναι ή μεγαλοσύνη τους, δέ μέ κάνουν ποτέ νά ζηλεύίο. Είναι πού μπόρεσε νά ολοκληρώσει τό Εργο του στά δεκαεννιά του χρόνια. "Αν τόν είχα διαβάσει στά νιάτα μου, άνα-ροπιέμαι δν θά είχα γράψει ποτέ έστω καί μιά γραμμή. Τι ευτυχία μερικές φορές νά είναι κανείς άμαθης!
Πρίν συναντήσω τό Ρεμπώ, δέν ορκιζόμουν παρά στ ' δνομα τοΰ Ντοστογιέφσκι. Αυτό ισχύει καί τώρα, κατά κάποιο τρόπο, δπως δλλ(οστε θά συνεχίσω ν ' αγαπώ περισσότερο τό Βούδα άπ' τό Χριστό. ' Ο Ντοστογιέφσκι βυθίστηκε ο*>ς τά Εγκατα, Εμεινε έκεΐ Εναν ατέλειωτο χρόνο καί βγήκε άπό μέσα τους πλήρης δνθραιπος. Γι* αυτό καί τόν προτιμώ. Κι δν δέν πρέπει νά ζήσω παρά μιά μόνη φορά πάνω σ ' αυτή τή γή, τότε προτιμώ νά ξέρω πώς είναι ταυτόχρονα δλα μαζί, ή Κόλαση, τό Καθαρτήριο καί ό Παράδεισος. ' Ο Ρεμπώ απόχτησε τήν εμπειρία ενός Παραδείσου, άλλα μέ τρόπο πρόωρο. "Ομίος, χάρη σ ' αυτή, κατόρθωσε νά μας δώσει Ενα πιό συναρπαστικό πίνακα της Κόλασης. "Η ζωή του ώς άνθρωπου, δν καί δέν δγγιξε ποτέ τήν (δριμότητα, υπήρξε Ενα Καθαρτήριο. 'Αλλά είναι ή μοίρα τών περισσότεροι καλλιτεχνών. Αυτό πού μέ τραβά τόσο στό Ρεμπώ, είναι τό δραμά του ενός Παραδείσου πού Εχει έπανευρεθεΐ, ενός καταχτημένου Παραδείσου. ' Αναμφίβολα, αυτό δέν έχει τίποτα τό κοινό μέ τή μαγική λαμπρότητα τοΰ λόγου του πού μοϋ φαίνεται ασύγκριτη. Αυτό πού μέ συγκλονίζει, είναι ή ζωή του, τόσο αντίθετη μέ τό δραμά του. Κάθε φορά πού
94
διαβάζο) τή διήγηση της, διαπιστώνο) πώς έγώ επίσης απέτυχα, πώς άποτυχαίνουμε όλον καί ξαναγυρίζω προς τό λόγο του πού, αυτός, δέν άποτυχαίνει ποτέ.
Τότε γιατί τοΰ εκφράζουμε τώρα μιά λατρεία, μεγαλύτερη άπ' δ,τι σέ κάθε άλλο συγγραφέα; Γιατί ή αποτυχία του μας διαπαιδαγοιγεΐ τόσο ουσιαστικά; Μήπως γιατί δέ συμβιβάστηκε ώς τήν τελευταία στιγμή; Τό έξομολογοΰμαι, αγαπώ δλους αυτούς πού χαραχτηρί-ζουμε επαναστάτες καί αποτυχημένους. Τους αγαπώ γιά τόν ψηλό βαθμό ανθρωπισμού τους. 'Ανθρώπινοι, πολύ ανθρώπινοι. Ξέρουμε πώς ακόμα κι ό Θεός τους άγαπα περισσότερο άπ' δ,τι δλους τους άλλους. Γιατί; Γιατί υφίστανται τή δοκιμασία τοΰ πνεύματος; 'Επειδή θυσιάζονται; Πόση χαρά στον ουρανό γιά τήν επιστροφή τοΰ άσωτου υίοΰ! Είναι μιά εφεύρεση τοΰ άνθρωπου ή τοΰ Θεοϋ; Πιστεύω πώς σ ' αυτό τό σημείο Θεός καί άνθρωπος βλέπουν τό ίδιο. ' Ο δνθροιπος υψώνει τό κεφάλι, ό Θεός σκύβει• μερικές φορές τά δάχτυλα τους εφάπτονται.
"Οταν αναρωτιέμαι ποιους προτιμώ ανάμεσα σ ' αυτούς πού αντιστέκονται καί σέ κείνους πού ενδίδουν, ξέρω πώς δέν είναι παρά τό ίδιο πράγμα. "Ενα πράγμα είναι σίγουρο, πώς ό Θεός δέ θέλει νά παρουσιαστοΰ-με μπροστά του μ' δλη μας τήν αγνότητα. Μας χρειάζεται νά γνοιρίσουμε τήν αμαρτία καί τό κακό, νά εγκαταλείψουμε τό δρόμο τοΰ καλοΰ, νά χαθοΰμε, γιά νά φτάσουμε μέσα άπ' αυτά στην πρόκληση καί τήν απελπισία- πρέπει ν ' άντισταθοΰμε τόσο δσο Εχουμε τή δύναμη γ ι ' αυτό, (δστε ή παράδοση νά είναι πλήρης. Είναι προνόμιο μας, σάν ελεύθερα πνεύματα, νά διαλέξουμε τό Θεό, μέ τά μεγάλα μάτια ανοιχτά, τήν καρδιά νά ξεχειλίζει, μέ μιά επιθυμία πού κυριαρχεί δλες τίς επιθυμίες. "Ο αγνός! Ό Θεός δέν Εχει τήν ανάγκη του. Είναι κείνος πού «παίζει στον Παράδεισο γιά τήν αιωνιότητα». Νά γίνεται κανείς πιό συνειδητός, πιό βαρύς άπό γνώση, δλο καί πιό
95
τ καταπονημένος άπό αμαρτίες, αυτό είναι τό προνόμιο τοΰ άνθρωπου. Κανείς δέν εξαιρείται άπ' την ένοχη: σ ' όποιο επίπεδο νά φτάσει κανείς, καινούργιες ευθύνες μας προσβάλλουν, καινούργια σφάλματα μας προκαλούν. Καταστρέφοντας την αγνότητα τοΰ άνθρωπου, ό Θεός τόν μετέβαλε σ ' Ενα ενδεχόμενο σύμμαχο. Χάρη στη λογική καί τή θέληση, τοΰ Εδωσε τη δύναμη νά διαλέξει. Μέσα στή φρόνηση του, είναι πάντα τό Θεό πού διαλέγει ό άνθροιπος.
Μίλησα παραπάνω γιά τήν προετοιμασία τοΰ Ρεμπώ γιά μιά καινούργια ζωή. Έννοοΰσα βέβαια τή ζο)ή τοΰ πνεύματος. Θά ήθελα νά προσθέσω ακόμα πώς αυτή ή προετοιμασία δέν υπήρξε μονάχα ανεπαρκής καί κακής ποιότητας, άλλα καί πώς ό Ρεμπώ ήταν τό θύμα μιας πολύ λαθεμένης αντίληψης της ίδιας της φύσης τοΰ ρόλου του. "Αν είχε γνο^ρίσει Ενα διαφορετικό πνευματικό κλίμα, ή ζωή του θά μπορούσε νά προσανατολιστεί σέ κάποιο άλλο πεπρωμένο. "Αν είχε συναντήσει Ενα δάσκαλο, μπορεί νά μήν είχε αφιερωθεί στό μαρτύριο. ΤΗταν Ετοιμος γιά όποια άλλη περιπέτεια άπό κείνη πού τελικά απόχτησε τήν εμπειρία της. Καί, άπό τήν άλλη, δέν ήταν Ετοιμος, γιατί, καθώς λένε, όταν ό μαθητής είναι Ετοιμος ό δάσκαλος υπάρχει πάντα. Τό πρόβλημα είναι πώς δέν ήθελε νά δεχτεί «οΰτε δάσκαλο οΰτε Θεό». Είχε τρομερή ανάγκη βοήθειας, άλλα ή αλαζονεία του ήταν άπροσμέτρητη. 'Αντί νά εξευτελίσει τόν εαυτό του, νά υποχωρήσει, προτίμησε νά τόν περάσει στ ' άχρηστα. Τό δτι δέ μπόρεσε νά παραμείνει ακέραιος παρά όταν παραιτήθηκε άπ' τήν κλήση του είναι προς τιμή τής αγνότητας του, άλλα μαρτυρά επίσης ενάντια στην εποχή του. Συλλογίζομαι τόν Μπαϊμε, πού ήταν μπαλωματής, πού στερούνταν γλώσσας, άλλα πού φαντάστηκε τόν Εαυτό του ίκανό καί, όσο κι άν αυτό φαίνεται περίεργο στους μή μυημένους, χρησιμοποίησε αυτό τό στοιχείο
96
γιά ν ' απευθύνει τό μήνυμα του στον κόσμο. Μπορούμε, φυσικά, νά ποΰμε πώς μέ τό νά σωπάσει ξαφνικά ό Ρεμπώ, κατόρθωσε ν ' ακουστεί ευκρινέστερα- άλλα δέν ήταν αυτή ή πρόθεση του. Περιφρονούσε τόν κόσμο πού ήθελε νά τόν επευφημεί καί αρνιόταν πώς τό Εργο του μποροΰσε νά Εχει κάποια αξία. 'Αλλά αυτό σημαίνει μονάχα πώς ήθελε ν* αναγνωρίζεται γιά τήν ονομαστική του αξία! "Αν θέλει κανείς νά εμβαθύνει περισσότερο σ ' αυτή τήν πράξη παραίτησης, μπορεί νά τή συγκρίνει μέ κείνη τοΰ Χριστού καί νά πει πώς διάλεξε τή θυσία γιά νά τοΰ προσπορίσει μιά άφθαρτη σημασία. 'Αλλά ή εκλογή τοΰ Ρεμπώ υπήρξε άσύνειδη. Οί ίδιοι εκείνοι πού είχαν ανάγκη άπ' αυτόν, καί πού περιφρονούσε, Εδιναν μιά Εννοια στό Εργο του καί τή ζωή του. Ό Ρεμπώ, πολύ άπλα, παραιτήθηκε. Δέν ήταν διατεθειμένος ν ' αναλάβει τήν ευθύνη των λόγων του, γιατί ήξερε καλά πώς δέ μποροΰσε νά λογαριάζεται γιά τήν ονομαστική του αξία.
Δέν είναι παράξενο πού ό 19ος αίώνας είναι εικονογραφημένος άπό δαιμονιακές μορφές; Προσέξτε μονάχα τους Μπλέικ, Νερβάλ, Κίρκεγκαρντ, Λωτρεαμόν, Στρίντμπεργκ, Νίτσε, Ντοστογιέφσκι, όλοι τους πρόσωπα τραγικά' τραγικά μέσα σέ μιά καινούργια Εννοια. "Ολοι βασανίζονται άπ' τό πρόβλημα τής ψυχής, τό μαρασμό τής συνείδησης καί τή δημιουργία καινούργκον ηθικών άξιων. Στό κέντρο αυτής τής ρόδας πού διαχύνει τό φώς της μέσα στό κενό, ό Μπλέικ καί ό Νίτσε βασιλεύουν σάν εκτυφλωτικά δίδυμα άστρα- τό μήνυμα τους είναι ακόμα σήμερα τόσο νέο πού τους πιστεύουμε παράφρονες. Ό Νίτσε ανακατανέμει τίς υπάρχουσες αξίες- ό Μπλέικ συνθέτει μιά καινούργια κοσμογονία. Ό Ρεμπώ τους πλησιάζει άπό πολλές πλευρές. 'Εμφανίζεται σάν Ενα καινούργιο αστέρι, αγγίζει μιά λάμψη τρομαχτική, μετά βυθίζεται μέσα στό χώμα. («Καί έζησα, σπίθα χρυσή τοΰ φυσικού φωτός»). Μέσα στό σκοτάδι τής μήτρας, πού
97
αναζητεί μέ τόση αγριότητα όση τό φως τ ' ούρανοϋ, μεταβάλλεται σέ ράδιο. Γίνεται ένα σώμα πού είναι επικίνδυνο νά τό χειριστείς• Ενα φώς πού εκμηδενίζει δταν δέν ομορφαίνει ή δέ φορτίζει. "Αστρο, πού Εγερνε πολύ κοντά στή γήινη κόγχη καί πού καθώς δέν Εμενε ευχαριστημένο ρίχνοντας τή λάμψη του πέρα άπ' τή γή, γοητεύτηκε αναπόφευκτα άπ' τήν ανταύγεια τήςίδιας του τής εικόνας μέσα στό νεκρό καθρέφτη τής ζωής. "Ηθελε νά μεταμορφώσει τό φώς του σέ μιαν άκτινοβόλα δύναμη• μονάχα μιά πτώση μπορούσε νά τοΰ τό επιτρέψει. Αυτή ή ψευδαίσθηση, πού οί 'Ανατολίτες ονομάζουν περισσότερο άγνοια παρά λάθος, υπογραμμίζει τή σύγχυση ανάμεσα στίς περιοχές τής ζωής καί τής τέχνης πού είχε καταλάβει τους ανθρώπους τοΰ 19ου αιώνα. "Ολα τά μεγάλα πνεύματα των σύγχρονων καιρών άγίονίστηκαν γιά ν ' άπομαγνητιστοΰν. "Ολα κεραυνοβολήθηκαν άπ' τό Δία. "Εμοιαζαν μέ εφευρέτες πού, άφοΰ ανακάλυψαν τόν ηλεκτρισμό, δέν ήξεραν μέ ποιο τρόπο νά τόν απομονώσουν. Συμπορεύονταν μέ μιά καινούργια δύναμη πού άνοιγε δρόμο, άλλα οί εμπειρίες τους υπήρξαν καταστροφικές.
"Ολοι αυτοί οί άνθρωποι, πού ένας άπ' αυτούς ήταν καί ό Ρεμπώ, ήταν εφευρέτες, νομοθέτες, πολεμιστές,, προφήτες. Συχνά ήταν ποιητές. ' Η αφθονία των ταλένταιν τους, συνδυασμένη μέ τό γεγονός πώς ή εποχή δέν ήταν ώριμη νά τους δεχτεί, δημιούργησε Ενα κλίμα ήττας καί στέρησης. Κατά βάθος, ήταν σφετεριστές, καί ή μοίρα πού τους έπιφυλάχτηκε μας θυμίζει τά βάσανα των ανθρώπων στίς αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Καταδιώκονταν καί βασανίζονταν άπ' τίς Μαινάδες (πού έμεΐς σήμερα ονομάζουμε τρέλα). Τέτοιο είναι τό τίμημα πού πληρώνει ό άνθρίοπος πού προσπαθεί νά υψώσει τό μαγικό επίπεδο των θεών του καί νά ζήσει σύμφοινα μέ τόν καινούργιο νόμο πρίν νά Εχουν οί καινούργιοι θεοί
98
εξασφαλίσει τή θέση τους. Αυτές οί θεότητες είναι πάντα, φυσικά, ή προβολή τής εσωτερικής δύναμης τοΰ άνθρωπου στην πιό ψηλή του βαθμίδα Εξαρσης. Προσοιποποι-οΰν τό μαγικό στοιχείο τής δημιουργίας• θαμπώνουν καί μεθοΰν, γιατί ή γέννηση τους σκίζει τά σκοτάδια. "Ο Μπωντλαίρ τό εξέφρασε Ετσι άπό τό βάθος τής πικρής του εμπειρίας: «Πραγματικά απαγορεύεται στον άνθρωπο, μέ τήν ποινή τής πτώσης καί τοΰ πνευματικοΰ θανάτου, νά μετακινήσει τους προπαρχικούς όρους τής ϋπαρξής του καί νά σπάσει τήν ισορροπία τών δυνάμεων του μέ τά κέντρα δπου είναι προορισμένες νά κινοΰνται, νά διαταράξει τή μοίρα του γιά νά τήν υποκαταστήσει μ ' Ενα καινούργιο είδος».
Γενικά, ό οραματιστής θά Επρεπε νά περιορίζεται στην ονειροπόληση, σίγουρος πώς ή «φαντασία δημιουργεί ουσία». Τέτοια είναι ή λειτουργία τοΰ ποιητή, ή πιό ψηλή γιατί τόν οδηγεί στό άγνοιστο, ώς τά σύνορα τής δημιουργίας. Οί πρωτεργάτες δέ συγκινοΰνται άπ' τή γοητεία τής δημιουργίας• κινοΰνταν μέσα στό καθαρό καί λευκό φώς τής ύπαρξης. Δέν αντιμετωπίζουν πρόβλημα νά γίνουν συγχοινεύτηκαν μέ τήν καρδιά τής δημιουργίας, σάν πλήρεις άνθρωποι, φοιτισμένοι άπ' τή ςχοτιά τής θείας ουσίας. Μεταμορφώθηκαν, σέ σημείο πού νά μήν Εχουν πιά παρά ν ' αφήσουν ν ' άχτινοβολεϊ ή θεότητα τους.
Οί εκλεκτοί, πού είναι μυημένοι, ανήκουν παντού στον εαυτό τους. Γνωρίζουν τή σημασία τής κόλασης, άλλα δέν τήν τοποθετοΰν πουθενά, ούτε ακόμα στή γήινη σφαίρα. Παρίστανται στή συνέλευση τών θεών. 'Απολαμβάνουν αυτή τή διαφορά ανάμεσα στίς δυό μορφές ύπαρξης. 'Αλλά τά ελεύθερα πνεύματα, πού γεννημένα Εξω άπ' τό χρόνο καί τό ρυθμό δοκιμάζουν βάσανα, δέν μπορούν ν ' αναγνωρίσουν, μέσα στην παροδική τους κατάσταση, παρά τήν ίδια τήν κόλαση. Ό Ρεμπώ ήταν
99
Ινα τέτοιο πνεύμα. Ή φοβερή πλήξη πού άπ' αυτή υπέφερε, ήταν ή αντανάκλαση τοΰ κενοΰ πού μέσα του ζοΰσε (τό είχε ή δχι δημιουργήσει δέν έχει σημασία). Μ ' αυτή τήν έννοια, Ινα πράγμα φαίνεται σαφές: ή δύναμη του δέν τοΰ χρησίμευε σέ τίποτα. 'Αναμφίβολα, δέν είναι παρά Ινα κομμάτι τής αλήθειας, άλλα είναι αυτή ή μορφή αλήθειας πού ταιριάζει στον καλλιεργημένο άνθρωπο. Είναι ή ίστορική αλήθεια, μπορεί κανείς νά πεΐ. "Ετσι ή Ιστορία τείνει ολοένα περισσότερο νά συγχέεται μέ τό πεπρωμένο τοΰ άνθρωπου,.
Ά π ό καιρό σέ καιρό, άπό τό βαθύ καί μυστικό ποτάμι τής ζωής αναδύονται μεγάλα πνεύματα ανθρώπινης εμβέλειας• σάν σηματοδότες μέσα στή νύχτα, αναγγέλλουν πώς ό κίνδυνος πλησιάζει. 'Αλλά ή κλήση τους είναι μάταιη γ ι ' αυτέςτίς «εγκαταλειμμένεςάλλάφλεγόμενες ατμομηχανές» (τά πλανημένα πνεύματα τής εποχής) «πού παίρνουν κάποτε τίς σιδηρογραμμές... Ή καλλιέργεια των ψυχών τους, λέγει ό Ρεμπώ, ξεκίνησε άπ' τ' ατυχήματα». Είναι αυτή ή ατμόσφαιρα τών ατυχημάτων καί τών καταστροφών πού διαποτίζει τό ιστορικό σχέδιο τής ερμηνείας. Οί δαιμονιακές μορφές, οί στοιχεκομένες γιατί πλημμυρίζουν άπό Ινα πάθος πού τίς κατακλύζει, είναι οί φρουροί πού αναδύονται άπ' τό μηδέν στίς πιό σκοτεινές <δρες τής νύχτας. Τή φωνή τους δέν τήν ακούει κανείς.
Τά Ιλη τής δυτικής πνευματικής παιδείας πού περιμένουν τόν εκτροχιασμό τών πολυτελών τραίνων δπου τ ' ανώτερα μας πνεύματα εκτοξεύουν χαρούμενα τους απαρχαιωμένους τους αφορισμούς, ό Ρεμπώ τά περιγράφει μέ δύναμη: «Βλέπω πώς ή κακοδαιμονία μου προέρχεται άπ' τό δτι δέ σχηματίστηκα αρκετά γρήγορα, δπως γίνεται στή Δύση. Τά δυτικά ϊλη!». Καί σπεύδει νά προσθέσει: « "Οχι πώς πιστεύω τό νοθευμένο φως, τήν εξαντλημένη μορφή, τή χαμένη κίνηση...». (Τό βλέπουμε, δέν είναι κορόιδο τής ' Ιστορίας). Καί αποφαίνεται, σάν νά γνώριζε
100
τή μοίρα του στην αίωνιότητα! «Τό πνεΰμα είναι αύθέν-της, θέλω ν ' ανήκω στή Δύση».
"Ετσι ή αλλιώς, ένώ βρισκόταν στό πιό χαμηλό σκαλί, παρατηρεί ακριβώς δπως στή διάρκεια ταραγμένου ύπνου, «Είναι -πάλι ή ζωήΐ». Ναί, δέν υπάρχει αμφιβολία πώς είναι ή ζωή. Μονάχα πού είναι ή δλλη δψη άπ' τίς δυό πού Ιχει τό νόμισμα. Κι αυτός πού, ακόμα κι fiv τό κοροϊδεύει αυτό, δέν είναι λιγότερο κάτοχος τής αλήθειας, πρέπει νά λογαριαστεί μαζί του καί νά τό αναλάβει. Δέν υπάρχει δλλη ζωή γΓ αυτόν τή διάλεξε πέραν τοΰ τάφου. "Ολα τά συστατικά τοΰ χαραχτήρα του υπήρχαν παρόντα άπ' τή γέννηση του• τό πεπρωμένο του θά τους δανείσει τήν εξαιρετική φύση τής αγωνίας του. Θά υποφέρει δχι μονάχα άπ' τή θέληση τών γονιών του, γιατί ή εποχή του τό άπαιτοΰσε, άλλα επίσης εξαιτίας δλης τής εξέλιξης πού γνώρισε τό ανθρώπινο πνεΰμα. Θά υποφέρει ακριβώς γιατί είναι τό πνεΰμα τοΰ άνθρωπου πού δημιουργεί. Θά υποφέρει δπο)ς μόνο οί σπόροι πού πέφτουν σέ άγονη γή υποφέρουν.
Γιατί στό φώς αυτών τών στοχασμών ή δεύτερη περίοδος τής ζ<οής του θά μδς φανεί πιό μυστηριώδης καί πιό σκοτεινή άπ' τήν πρώτη; Ή μοίρα ενός άνθρωπου δέν προσδιορίζεται άπ' τό χαραχτήρα του; Γινόμαστε αυτό πού είμαστε, διαφορετικά καθετί δέν είναι παρά παιχνίδι τής τύχης. Οί απροσδόκητες συναντήσεις, οί παράξενες περιστάσεις τής τύχης, παίρνουν μιαν ϋψιστη σημασία. ' Ο άνθρίοπος είναι πάντα λογικός μέ τόν εαυτό του, ακόμα κι άν σέ κάποια απρόβλεπτη στιγμή, στή διάρκεια μιδς ζο)ής κατά τ ' άλλα καθωσπρέπει, κάνει ξαφνικά Ινα τρομερό έγκλημα. Συμβαίνει πολύ συχνά, Ιτσι, Ινα παραδειγματικό πρόσωπο νά διαπράττει Ινα αποτρόπαιο έγκλημα.
' Ο Ρεμπώ τραβδ συχνά τήν προσοχή μας πάνω στίς άσχημες πλευρές του. Καί ακόμα, τίς υπογραμμίζει.
101
"Οταν μιλοΟσα παραπάνω γιά τό Γολγοθά πού υπήρξε ή δεύτερη περίοδος τής ζωής του, ήθελα νά πώ δτι είχε ελευθερωθεί άπ' όλους τους δεσμούς. Σταυρώθηκε όχι εξαιτίας τών εξαιρετικών του ίδιοτήτων, γιατί θά τοϋ είχαν επιτρέψει νά θριαμβεύσει σ ' οποιαδήποτε δοκιμασία, άλλα γιατί υποχώρησε στά Ενστικτα του. Γιά τό Ρεμπώ αυτό ονομάζεται παραίτηση: τά άλογα, αφηνιασμένα, παίρνουν τό χαλινάρι στά δόντια. Πόση δουλειά άπό δώ καί μπρος γιά νά βρει τό σωστό δρόμο! Μιά ατέλειωτη δουλειά. Συχνά φαίνεται λιγότερο σάν Ενας άνθρωπος ξεχωριστός παρά Ενας άνθρωπος αργόσχολος. Ό ποιητής θά υπάρχει ακόμα, μέσα όμως στό παράξενο άμάλγεμα πού σχηματίζουν τά ακανόνιστα περάσματα του. Προσέξτε ποιοί τόποι τόν προσελκύουν! Σχεδόν όλα τά μεγάλα λιμάνια τόν είδαν νά μπαρκάρει, άλλοτε γιά δώ, άλλοτε γιά κεί: Κύπρος, Νορβηγία, Αίγυπτος, Ίάβα, 'Αραβία, Άβησσυνία. 'Αναλογιστείτε τίς αναζητήσεις του, τίς μελέτες του, τους στοχασμούς του! "Ολα Εχουν Ενα Εντονο στοιχείο έξωτισμοΟ. Τά κατορθώματα του είναι τόσο τολμηρά καί ασυνήθιστα όσο καί οί ποιητικές του συλλήψεις. Ή ζωή του δέν είναι ποτέ μονότονη, όσο γκρίζα καί θλιβερή μπορεί νά τού φαίνεται... Ήταν στην καρδιά τής ζωής, έλεεινολογεΐ τό γραφειοκράτη. "Α, ναί, πολλοί θά θυσίαζαν χέρια ή πόδια γιά νά μπορέσουν μονάχα νά μιμηθούν τήν περιπετειώδη ζωή τοΰ Ρεμπώ. Ό Γάλλος, πού καλλιεργεί τόν κήπο του θά Επρεπε νά τά βλέπει βέβαια δ λ ' αυτά σάν καθαρή τρέλα, ©ά Επρεπε νά θεωρεί τρομερό αυτό τό γύρο τοΰ κόσμου, μ* Ενα άδειο στομάχι. Πιό παράφρονο καί πιό τρομερό ακόμα τό ότι, άπ' τή στιγμή πού Εμαθε πώς Επασχε άπό δυσεντερία, κουβαλούσε διαρκώς στή ζώνη του σαράντα χιλιάδες φράγκα σέ χρυσό. Καθετί πού αναλάμβανε ήταν παράξενο, άλλό-
102
κοτο, ανήκουστο. Τό ταξίδι του είναι μιά συνεχής φαντασμαγορία. Ναί, τά ίδια στοιχεία πάθους καί φαντασίας πού θαυμάζουμε στά γραφτά του, τά ξαναβρίσκουμε έκεΐ, αναμφίβολα. 'Αλλά καί ή ίδια ψυχρότητα πού διακρίνουμε στην ποιητική του συμπεριφορά, συνοδεύει τίς πράξεις του. 'Ακόμα καί μέσα στην ποίηση του καίει αυτή ή παγωμένη φωτιά, αυτό τό ψυχρό φώς. Είναι αυτό πού τοΰ μετέδωσε ή μητέρα του καί πού όξυνε με τή στάση της. Γ ι ' αυτή, ήταν πάντα απροσδόκητος, θλιβερό αποκύημα ενός γάμου δίχως Εριοτα. Μ* όποιον τρόπο κι άν προσπάθησε νά βγει άπ' τήν οικογενειακή τροχιά, ή μητέρα του υπήρχε σάν Ενας μαγνήτης πού τόν συγκρατούσε. Μπορούσε ν ' αποδεσμευτεί άπ' τίς απαιτήσεις τοΰ λογοτεχνικοΰ κόσμου, άλλα ποτέ άπ' τή μητέρα του. Ήταν τό μαύρο άστρο πού τόν γοήτευε. Γιατί δέν προσπάθησε νά τήν ξεχάσει εντελώς, δπο>ς Εκαναν τόσοι άλλοι; Ήταν σαφώς ό δεσμός μέ τό παρελθόν πού άπ' αυτό δέν μπορούσε ν ' αποκοπεί. "Εγινε, πραγματικά, τό παρελθόν. ' Ο πατέρας επίσης, φαίνεται, κατεχόταν άπ' τή μανία τών ταξιδιών καί τελικά μόλις γεννήθηκε ό Ρεμπώ Εφυγε γιά πάντα. 'Αλλά τό παιδί, όσο μακριά καί νά χάθηκε, δέ μπορούσε νά συνηθίσει τή ρήξη- πήρε τή θέση τοΰ πατέρα, κι Ετσι ακριβώς σάν τόν πατέρα του, πού μ' αυτόν ταυτιζόταν, συνέχιζε νά μεγαλώνει τά βάσανα τής μητέρας του. "Ετσι απομακρύνθηκε. 'Απομακρύνθηκε ακόμα πιό πολύ, ώς νά φτάσει τή χώρα τών βοσκών δπου «τά βόδια ονειρεύονται, χωμένα μές στό χορτάρι ώς τό λαιμό». Έκεΐ, ονειρευόταν καί πάλι, είμαι σίγουρος γι* αυτό, άλλα δέν ξέρουμε άν τά όνειρα του ήταν φοηεινά ή πικρά. Δέν Εχουμε γραφτές μαρτυρίες• δέ μάς πρόσφερε παρά περιθωριακές σημειώσεις: πληροφορίες, απαιτήσεις, αναφορές, παράπονα. Είχε φτάσει άραγε στό σημείο πού Εκανε ανώφελη τήν καταγραφή τών ονείρων του; ' Η δράση είχε αντικαταστήσει τό γράψιμο; Θ ' αντιμετωπίζουμε διαρκώς αυτά τά προβλήματα. "Ενα
103
μόνο πράγμα είναι σίγουρο: ή χαρά τόν είχε εγκαταλείψει. "Ηταν ακόμα συνεπαρμένος, κατευθυνόμενος. Δέν παραιτιόταν άπ' τή δουλειά τοΰ δημιουργού γιά νά γαληνέψει μέσα στό φως. Ήταν γεμάτος ενέργεια, άλλα δέν ήταν ή ενέργεια ενός «πλάσματος πού ό πυρήνας του άκινητεϊ». («Τό πρόβλημα τώρα, είναι ν' απαλλαγώ άπ' τόν εαυτό μου», λέει ό Νίτσε, άπ' τό άσυλο. Καί υπογράφει: « Ό Έσταυροιμένος»).
Ποΰ βρίσκεται λοιπόν τό αίνιγμα; "Οχι βέβαια στην έξοκερική του συμπεριφορά, άφοΰ ακόμα καί μέσα στην παραξενιά του είναι συνεπής μέ τόν εαυτό του. 'Ακόμα κι δταν ονειρεύεται ν' αποχτήσει μιά μέρα Ινα γιό, ίνα γιό πού νά μπορέσει νά γίνει μηχανικός(ί), μπορούμε νά τόν καταλάβουμε. Μιά τέτοια σκέψη φυσικά μάς αναστατώνει, άλλα πάντως μπορούμε νά τή δεχτούμε. Μήπως δέ μάς Ιχει συνηθίσει νά περιμένουμε άπό μέρους του οτιδήποτε; Μήπως δέν είναι κι αυτός μιά ανθρώπινη ύπαρξη; Δέν ίχει τό δικαίοψα λοιπόν νά μεταχειρίζεται Ιννοιες δπιος είναι ό γάμος καί ή πατρότητα; ' Ο ποιητής πού κυνηγάει ελέφαντες, πού γράφει στους δικούς του νά τοΰ στείλουν Ιναν «Ταξιδιωτικό Όδηγό» ή Ινα «Θεωρητικό καί πραχτικό εγχειρίδιο τοΰ εξερευνητή», πού ονειρεύεται νά στείλει στή Γεωγραφική "Εταιρία ενα υπόμνημα μέ τίς προσο^πικές του παρατηρήσεις γιά τους ΑΙθίοπες, γιατί νά προκαλεί τώρα τήν Ικπληξή μας άν ποθεί μιά λευκή γυναίκα ή άν θέλει Ινα παιδί; "Ολοι εντυπωσιάστηκαν άπ' τίς υπερβολικές του φροντίδες γιά τήν ΑΙΘιόπισσα ερωμένη του. 'Αλλά, πέστε μου, γιατί, Είναι τόσο περίεργο πού φάνηκε ευγενικός, τρυφερός, προστατευτικός απέναντι της, πού μπόρεσε νά κάνει πού καί πού, τό καλό, καθώς ό ίδιος τό ομολογεί; "Ας θυμηθούμε σχετικά τά λόγια τοΰ Σάυλοικ!
"Οχι, αυτό πού δύσκολα δεχόμαστε, αυτό πού μας κάθεται στό λαιμό, είναι πού εγκατέλειψε τήν τέχνη. Αότό είναι τό ϊγκλημά του, &ς μιλήσουμε καθαρά. "Ολα
104
τ' άλλα του τά λάθη, τά πάθη, τίς υπερβολές, μπορούμε νά τοΰ τά συχωρέσουμε. Αυτό δμοις, ποτέ! Είναι μιά πρόκληση άσυχώρητη, Ιτσι δέν είναι; 'Εδώ ακριβώς βρίσκεται ή πιό φριχτή προδοσία τοΰ έαυτοδ μας. "Ολοι θά θέλαμε κάποια στιγμή νά τό σκάσουμε. Είμαστε εξουθενωμένος κατακουρασμένοι, άλλα παρ' δλ" αυτά υπομένουμε. 'Υπομένουμε, γιατί μάς λείπει τό θάρρος καί ή φαντασία νά κάνουμε αλλιώς. 'Υπομένουμε, κι αυτό δχι άπό κανενός είδους αλληλεγγύη. "Α, δχι! Ή αλληλεγγύη είν' Ινας μύθος, τουλάχιστον στην εποχή μας. Είναι καλή μόνο γιά τους σκλάβους πού περιμένουν νά γίνει δλος ό κόσμος μιά πελώρια αγέλη λύκων τότε θά μπορέσουν νά σκάψουν μέ τά νύχια τους δλοι μαζί, νά πετσοκόψουν δ,τι βρεθεί μπροστά τους σάν άγρια ζώα. "Ο Ρεμπώ ήταν Ινας λύκος μοναχικός. 'Ωστόσο δέν τό 'σκάσε άπ' τήν πίσω πόρτα, μέ τήν ουρά στά σκέλια. 'Απεναντίας. "Εκανε αίσθητή τήν παρουσία του, κι δχι μόνο στον Παρνασσό, άλλα καί στους δικαστές, τους παπάδες, τους καθηγητές, τους κριτικούς, τους δεσμοφύλακες, τους πλούσιους καί τους σαλτιμπάγκους πού αποτελούν τήν αξιότιμη καλλιεργημένη κοινοινία μας. (Καί μήν ϊχετε τήν αυταπάτη πώς ή εποχή του ήταν χειρότερη άπ' τή δικιά μας! Μή φανταστείτε οδτε γιά μιά στιγμή πώς αυτοί οί τρελοί, αυτές οί ύαινες, αυτοί οί τσαρλατάνοι κάθε είδους, δέν υπάρχουν πιά σήμερα! Τό πρόβλημα γιά μας είναι τό Γδιο μ' αυτό πού είχε ν' αντιμετωπίσει κι εκείνος!). "Οχι, τό ξαναλέω, δέν τόν Ινοιαζε άν θά Ιμενε παραγν«>ρισμένος. Άδιαφοροΰσε γιά τίς ασήμαντες απολαύσεις πού ενδιαφέρουν τους περισσότερους άπό μάς. "Εβλεπε πώς δλ' αυτά δέν ήταν παρά Ινας βροιμερός πολτός καί πώς τό νά γίνει κι δ ίδιος Ινα ακόμα μηδενικό τής ιστορίας δέ θά τόν Ιβγαζε πουθενά. Ήθελε νά ζήσει, λαχταροΰσε προπαντός άπλο-χωριά, ελευθερία. Ήθελε νά εκδηλωθεί, μ' οποιοδήποτε τρόπο. Νά γιατί άρχισε νά ουρλιάζει: «"Αει γαμήσου
105
Τζάκ! Κι έσύ, κι δ λ ' οί άλλοι!». Νά γιατί ξεκούμπωσε τό πανταλόνι του κι άρχισε νά κατουράει στό σωρό — κι άπό αρκετό δψος, δπως Εγραψε κάποτε ό Σελίν. Κάτι τέτοιο, αγαπητοί μου σκλάβοι της ζωής, είναι πραγματικά άσυχώρητο, Ετσι δέν είναι; Αυτό είναι τό έγκλημα, Ε; Πολύ (δραΐα. "Ας συντάξουμε λοιπόν καί τήν απόφαση. «Ρεμπώ, έκηρύχθητε ένοχος. Θά καρατομηθείτε δημοσία, έν ονόματι των καλλιτεχνών τοΰ πολιτισμένου κόσμου, τους οποίους δυσαρεστήσατε». Αυτό μοϋ φέρνει στό νοΰ τή χαρά πού εκδηλώνει πάντα τό πλήθος γύρω άπ' τήν γκιλοτίνα, Ιδιαίτερα δταν πρόκειται γιά κάποιο «εξέχον» θύμα, καί θυμάμαι αυτές τίς γραμμές άπ' τόν «Ξένο» τοΰ Ά λ μ π έ ρ Καμύ (ξέροντας πολύ καλά τί πάει νά πει νά είσαι μιά ξένη ψυχή). Ό εισαγγελέας απευθύνει στό κοινό, πού έχει Ερθει νά παρακολουθήσει τή δίκη τοΰ «τέρατος», αυτή τή ρητορική ερώτηση: «Μήπαις έπέ-δειξεν έστω κάποιαν μεταμέλειαν; "Οχι, κύριοι, ουδέποτε. Οϋτε διά μίαν φοράν, κατά τήν διάρκειαν τής ανακρίσεως, δέν έφάνη αυτός ό άνθρωπος νά συνεκι-νήθη διά τό φρικτόν του Εγκλημα». (Προσέξτε πώς έδώ Εγκειται πάντα τό πραγματικό αδίκημα, δχι στό ίδιο τό Εγκλημα). Καί τό θύμα συνεχίζει τόν εσωτερικό του μονόλογο: « 'Εκείνη τή στιγμή γύρισε προς τό μέρος καί μ' Εδειξε μέ τό δάχτυλο του, συνεχίζοντας νά μέ κατηγορεί, οϋτε Kt έγώ ξεροί καλά γιά ποιο πράγμα. "Ισως μάλιστα νά μπορούσα νά παραδεχτώ πώς κατά κάποιο τρόπο είχε δίκιο. Δέ μετάνιωνα καί τόσο γιά τήν πράξη μου. 'Αλλά τόση μανία μοΰ φαινόταν ακατανόητη. Θά ήθελα νά επιχειρήσω νά τοΰ έξηγήσο) μ' δλη μου τήν καρδιά, σχεδόν μέ αγάπη, πώς είλικρινά δέν μπόρεσα νά μετανιώσο) γιά κάτι καθώς ήμουν απορροφημένος πάντα άπ' αυτό πού περίμενα νά μοΰ συμβεί άπό μέρα σέ μέρα. 'Αλλά βέβαια, στην κατάσταση πού βρισκόμουν, δέν ήταν δυνατό νά μιλήσω σέ κανένα σέ τέτοιο τόνο. Δέν είχα τό δικαίοιμα νά φανώ στοργικός, οϋτε νά δείξω καλή
106
θέληση. Καί προσπάθησα νά προσέξω πάλι τί λέγανε, γιατί ό εισαγγελέας άρχισε νά μιλάει γιά τήν ψυχή μου».
Στό κεφάλαιο « Ή Δημιουργία τοΰ Ποιητή» τοΰ βιβλίου «ΚΛΟΟΥΝ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΟΙ», ό Wallace Fowlie αγγίζει αυτή τή σημαντική πλευρά τής προσοιπικότη-τας τοΰ Ρεμπώ, πού τόν βγάζει άπ' τά κοινά μέτρα καί δείχνει, κατά τή γνώμη μου, τόν ηρωισμό τοΰ ποιητή. «' Η ιδιοφυΐα, γράφει, είναι μαζί καί ό κύριος τής σκοπής καί ό δούλος της. ' Ο ποιητής υπάρχει δχι μονάχα χάρη στίς λέξεις πού εγγυάται μέ τ ' δνομά του, άλλα επίσης χάρη στό λευκό πού αφήνει πάνω στή σελίδα. Νά είναι ακέραιος, αυτή είναι ή ειλικρίνεια του• καί ό Ρεμπώ Εζησε Ενδοξα ακέραιος».
Είναι περίεργο νά παρατηρούμε πώς ό ίδιος ό Ρεμπώ χρησιμοποιούσε πολύ συχνά τή λέξη «ακέραιος». «Οι εγκληματίες προκαλούν αηδία δπως οί ευνουχισμένοι• έγώ, είμαι ακέραιος, καί τό Ιδιο κάνει». Τόν αφέντη καί τό δοϋλο, τό δικαστή καί τόν εγκληματία, τόν επαναστάτη καί τό συμβιβασμένο τους βλέπει δλους ζεμένους στον ίδιο ζυγό: είναι ή κόλαση τους νά ενώνονται οί μέν μέ τους δέ, μέ τή ψευδαίσθηση πώς είναι διαφορετικοί. 'Ισχύει τό ίδιο γιά τόν ποιητή, αφήνει νά εννοηθεί. Κι αυτός είναι αλυσοδεμένος• τό πνεΰμα του δέν είναι ελεύθερο, ή φαντασία του δέ μπορεί νά πετάξει άνετα. Γ ι ' αυτό ό Ρεμπώ αρνείται νά επαναστατήσει: παραιτείται. Μέσα άπ' τήν αποφασιστική του βουβαμάρα εκδηλώνει τήν παρουσία του. Είναι μιά τεχνική πολύ συγγενής μέ κείνη τοΰ μυημένου. ( Ό Λάο Τσέ δέν ήταν αυτός πού επιχείρησε κάτι ανάλογο;). Είναι πιό αποτελεσματική άπ' τους βομβαρδισμούς. 'Αντί νά γίνει μιά άλλη φωνή, ό ποιητής γίνεται ή φωνή - ή φωνή τής σιωπής.
"Οσο είστε στον κόσμο, καί κομμάτι τοΰ κόσμου,
107
πέστε αυτό πού Εχετε νά πείτε, μετά κλείστε τό στόμα σας μιά φορά γιά πάντα. 'Αλλά μή συμβιβάζεστε, μήν υποχωρείτε! Ή τιμωρία; Ή προγραφή! Ν' αποβάλουμε τόν εαυτό μας, άφοΟ Εχουμε ήδη απορρίψει τόν κόσμο. Είναι μιά τύχη τόσο τρομερή; Ναί, άν επιθυμεί κανείς μονάχα τίς αστραφτερές πούλιες τής φήμης. Πρέπει να υπάρχουν επίσης εκείνοι πού βασιλεύουν μέσα στή σκοπή καί τή νύχτα. ' Ο κόσμος είναι διπλός, τόσο πνευματικός δσο καί φυσικός. Τό κακό καί τό καλό, ή νύχτα καί ή μέρα, αποτελούν Γσα μέρη. Σκιά καί 6λη. Πάντα ή ουσία καί ή σκιά της. Γιά τόν άνθρωπο τοΟ Θεοΰ μόνο τό λυκόφως είναι αφιλόξενο γιατί είναι ή περιοχή τής σύγχυσης. 'Εδώ τοποθετούσε ό Νίτσε τους νεκρούς Θεούς. Σ' αυτό τό βασίλειο οΰτε ό Θεός ούτε ό Σατανάς άνα-γνοιρίζονται εύκολα. Είναι ή κοιλάδα τοϋ θανάτου πού τό πνεύμα διασχίζει, τό σκοτεινό πέρασμα δπου ό άνθρα>-πος χάνει κάθε επαφή μέ τό σύμπαν. Είναι ακόμα «ό καιρός τώ.ν Δολοφόνοιν». ' Ο άνθρωπος δέ σκιρτά πιά άπό επιθυμία- στίβεται καί κομποδένεται άπό ζήλεια καί μίσος. Ό άνθρωπος τοϋ Μεσαίωνα αναγνώριζε τόν πρίγκιπα τοΰ Σκότους καί απέδιδε μιά δίκαιη τιμή στίς δυνάμεις τοΰ κακού, δπως φαίνεται μέ σαφήνεια άπό γλυπτά καί χειρόγραφα..'Αλλά ό άνθρωπος τοϋ Μεσαί-ωνα αναγνώριζε συγχρόνο>ς καί τό Θεό. "Ετσι ή ζωή του γινόταν φλογερή καί πλούσια καί ανάδινε Ινα πλήρη ήχο. 'Αντίθετα, ή ζωή τοΰ σύγχρονου άνθρωπου είναι χλωμή καί άδεια. Οί τρόμοι πού γνωρίζει ξεπερνούν όλους εκείνους πού κυρίευσαν τους ανθρώπους τών προηγούμενων εποχών, γιατί ζει σ ' Ενα κόσμο χιμαιρικό, περιτριγυρισμένος άπό φαντάσματα. Δέ διατηρεί πιά τήν ελπίδα τής χαράς καί τής απελευθέρωσης πού προσφερόταν στους δούλους τοϋ παλιοϋ κόσμου. "Εγινε τό θύμα τοϋ Ιδιου τοϋ έσωτερικοΰ του κενοϋ- ή αγωνία του είναι ή αγωνία τής στειρότητας. Ό Ά μ ι έ λ , πού γνώριζε τόσο καλά τήν εποχή του, δντας ό ίδιος «θύμα» της, μάς
108
άφησε Ενα κείμενο πάνω «στή στειρότητα τής ιδιοφυίας». Νά μιά άπ' τίς πιό άνησυχαστικές εκφράσεις πού ό άνθρωπος μπόρεσε νά χρησιμοποιήσει. Σημαίνει πώς τό τέλος πλησιάζει...
' Αφοΰ μιλώ γιά τό τέλος, δέ μπορώ νά μήν αναφέρω τίς λέξεις πού βρίσκει ό Ά μ ι έ λ γιά νά περιγράψει πόσο αποστρέφεται τό ϋφος τοΰ Ταίν. «Δέ μ' αγγίζει καθόλου-
δέν είναι παρά Ενα μέσο πληροφόρησης. Φαντάζομαι πώς αυτό τό είδος θά γίνει ή αυριανή λογοτεχνία — μιά λογοτεχνία «αμερικανική», στους αντίποδες τής ελληνικής τέχνης, πού θά μάς δίνει τήν άλγεβρα αντί γιά τή ζωή, τόν τύπο αντί γιά τήν είκόνα, τους ατμούς τής υψικαμίνου στή θέση τοΰ θείου παραληρήματος τοΰ 'Απόλλοινα. Μιά ψυχρή δράση θά διώξει τίς χαρές τής σκέψης καί θά παρασταθοΰμε στό θάνατο τής ποίησης, τραυματισμένης κι ακρωτηριασμένης άπ' τήν επιστήμη».
Μπροστά σέ μιά αυτοκτονία, δέν προσπαθοΰμε νά μάθουμε άν ό θάνατος υπήρξε γρήγορος ή αργός, άν ή αγωνία κράτησε λίγο ή πολύ. Μάς ενδιαφέρει μόνο ή πράξη, γιατί υποχρεωνόμαστε ξαφνικά νά σκεφτούμε πώς τό νά υπάρχουμε ή νά μήν υπάρχουμε είναι θέμα πράξεων, πού κάνουν συνώνυμα τή ζιοή καί τό θάνατο. ' Η πράξη τής αύτοχτονίας Εχει πάντα Ενα βάναυσο αποτέλεσμα πού ταράζει γιά λίγο τή συνείδηση μας. Μας υποχρεώνει ν ' αγγίξουμε μέ τό δάχτυλο τό γεγονός πώς είμαστε τυφλοί καί πεθαμένοι. Δέν είναι χαραχτηριστικό τοΰ πόσο άρρ(οστος είναι ό κόσμος μας, δτι δ νόμος αντιμετωπίζει ανάλογες πράξεις μέ μιά υποκριτική αυστηρότητα; Δέ μάς αρέσει νά μάς θυμίζουν αυτό πού δέν κάναμε" νιώθουμε εντελώς μηδαμινοί στή σκέψη δτι, άπ' τό βάθος τοΰ τάφου, αυτός πού ελευθερώθηκε Εχει γιά πάντα τό δάχτυλο στραμμένο καταπάνω μας.
' Ο Ρεμπώ ήταν Ενας ζωντανός αύτοχτόνος. Αυτό είναι κάτι πού δέν τό υποφέρουμε! Θά ήταν πιό ταιριαστό νά είχε
109
τελειώσει τή ζωή του στά δεκαεννιά του χρόνια- αντίθετα, παρέτεινε τή διάρκεια της ευχαρίστησης, στό μάκρος μιας ζίοής παραφροσύνης καί σπατάλης, ενός ζοιντανοΰ θανάτου πού σ ' αυτόν τιμοιρούμαστε δλοι μας. Γελοιοποίησε τό ίδιο του τό μεγαλείο οΐστε νά μπορέσουμε καλύτερα νά υποτιμήσουμε τήν ισχνή μας δημιουργία. Μόχθησε σάν Ινας νέγρος γιά νά ευφρανθούμε μ' αυτή τή ζωή δούλων πού διαλέξαμε. "Ολες οί Ιδιότητες πού φανέρωσε στή διάρκεια δεκαοχτώ χρόνων αγώνα μέ τή ζωή ήταν άπό κείνες πού όδηγοΰν στην «επιτυχία», δποις λέμε σήμερα. Τό δτι ή επιτυχία μεταβλήθηκε σέ μιαν άγρια αποτυχία, νά ποιος υπήρξε ό θρίαμβος του! Αυτό απαιτούσε ενα διαβολικό θάρρος (ακόμα κι δν υπήρξε άσύνειδο) γιά νά δώσει τήν ακριβή του απόδειξη. "Οταν συμπονάμε τόν αύτοχτόνο, είναι στην πραγματικότητα τόν εαυτό μας πού οικτίρουμε, γιά τήν έλλειψη θάρρους μας ν ' ακολουθήσουμε τό παράδειγμα του. Είμαστε ανίκανοι νά υποφέρουμε λιποταξίες στίς γραμμές μας — κάτι τέτοιο θά μας διέλυε κυριολεκτικά. Αυτό πού επιθυμούμε είναι θύματα της ζωής γιά νά μας συντροφεύουν στή δοκιμασία μας. Γνωριζόμαστε τόσο καλά μεταξύ μας. Τόσο καλά μάλιστα πού νά αισθανόμαστε αμοιβαία αηδία.
'Ενδιαφέρει νά μπορεί ό δνθροιπος νά διακρίνει τό θάνατο άπ' τή διάλυση. Ό δνθρωπος πεθαίνει γιά κάτι, δν είναι αλήθεια πώς πεθαίνει. "Η τάξη καί ή αρμονία πού άναφάνηκαν άπ' τό πρωταρχικό χάος, δπως μδς τό διδάσκει ή μυθολογία, εμπνέουν στίς ζωές μας ένα σκοπό πού μδς ξεπερνδ καί πού σ ' αυτόν θυσιαζόμαστε δταν περνούμε στό στάδιο τής συνειδητοποίησης. Αότό τό όλοκαύτ(ομα ολοκληρώνεται στό βωμό τής δημιουργίας. Αυτό πού τά χέρια μας καί ή γλώσσα μας δημιουργούν δέ μετράει- αυτό πού δημιουργεί ή ΰπαρξή μας ενδιαφέρει. Δέν αρχίζουμε νά ζοϋμε παρά δταν γινόμαστε μέρος τής δημιουργίας.
Δέν είναι ό θάνατος πού μδς προκαλεί σέ κάθε βήμα,
110
άλλα ή ζωή. Τιμήσαμε μέχρι αηδίας τους πτωματοφά-γους• άλλα αυτούς πού δέχτηκαν τήν πρόκληση τής ζοιής, πώς θά τους εγκωμιάσουμε; Ά π ό τόν 'Εωσφόρο ο5ς τόν 'Αντίχριστο αναπηδάει μιά φλόγα πάθους πού ό άνθρωπος θά δοξάζει δσο θά είναι δνθρωπος• σ ' αυτό τό πάθος πού είναι ή φλόγα τής ζωής, οφείλουμε ν ' αντιπαραθέσουμε τήν ήρεμη υποταγή των φορτισμένων. Πρέπει νά διασχίσουμε τή φλόγα γιά νά γνοιρίσουμε τό θάνατο καί νά τόν αγκαλιάσουμε. "Η δύναμη τοΰ επαναστάτη πού είναι ό Διάβολος, στηρίζεται στην ίσχυρογνωμοσύνη του, άλλα ή αληθινή δύναμη έγκειται μέσα στην υποταγή πού μ' αυτή μπορούμε ν ' αφιερώσουμε τή ζωή μας σέ κάτι πού μας ξεπερνά. Στην πρώτη περίπτ<οση είναι ή απομόνωση, ό ευνουχισμός• στή δεύτερη είναι ή ενοποίηση, ή διαρκής γονιμότητα.
'Αλλά τό πάθος έχει πάντα τό λόγο δπαρξής του. Τό πάθος τοΰ δημιουργού, πού κάνει τήν επίγεια ζωή του Ινα δρόμο μαρτυρίου, βρίσκει τό απόγειο του στό πάθος τοΰ Χριστού, πού σ ' αυτόν ενσαρκώνεται δλος ό ανθρώπινος πόνος. Τό πάθος τοΰ ποιητή είναι ή συνέπεια τής δράσης του, τής δύναμης πού έχει ν ' αποκαλύπτει τή ζωή μές στην ουσία της καί μές στή σφαιρικότητα της. Μόλις ή δράση αυτή σκορπιστεί ή θαμπωθεί, τό πάθος εξαντλείται. Στην περιοχή τής τέχνης πλησιάζει ό καιρός πού κάθε πάθος θά στεγνώσει. "Αν καί γεννάμε ακόμα μεγάλους δημιουργούς, τά έργα τους κείτονται σάν καταστραμμένοι τάφοι στους κόλπους ακέραιων μεγαλείων των παλιών καιρών. Παρ' δλη τή δύναμη της, ή κοινωνία δέ μπορεί νά βοηθήσει τόν καλλιτέχνη άν παραμένει αδιαπέραστη άπ' τήν δρασή του. 'Εδώ καί πολύ καιρό, ή κοινιονία μας μένει εντελώς αδιάφορη στό μήνυμα τοΰ καλλιτέχνη. Ή φωνή πού κραυγάζει μέσα στην έρημο δίνει θέση στή σιωπή. Στην κοινωνική αναρχία, ό καλλιτέχνης αποκρίνεται μέ τή βουβαμάρα. Ό Ρεμπώ υπήρξε ό πρώτος πού αντέδρασε έτσι. Τό πα-
111
ράδειγμά του μας συνάρπασε. 'Αλλά δέν πρέπει ν* αναζητήσουμε τους οπαδούς του μέσα στό λογοτεχνικό κόσμο τής εποχής μας- δς στραφοΟμε περισσότερο προς τους σκοτεινούς, τους ταπεινούς, προς τους νέους τους αναγκασμένους νά στραγγαλίσουν τήν ιδιοφυία τους. "Ας παρατηρήσουμε πρώτα τήν ίδια μας τή χώρα, τήν 'Αμερική, δπου 6 απολογισμός είναι ό βαρύτερος. Αυτός ό καινούργιος τρόπος νά διαμαρτυρόμαστε μάς επιτρέπει νά παρευρισκόμαστε στην καταστροφή τοΰ αύγοΰ. Είναι ό πιό σίγουρος τρόπος νά υποσκάψουμε τό κλονισμένο οικοδόμημα μιας σαρακοφαγωμένης κοιν<ονίας. Τ ' αποτελέσματα του είναι πιό γρήγορα καί πιό διαρκή απ' τίς καταστροφές πού προκαλούνται άπ' τίς ιπτάμενες υπερδυνάμεις. "Αν ό ποιητής καταδικάζεται νά μήν έχει θέση οϋτε μερίδιο στον ερχομό ενός καινούργιου κόσμου, τότε θά τόν καταστρέψει (δς τόν πυρήνα. Δέν είναι μιά φανταστική, άλλα μιά πραγματική απειλή. Είναι τό πρελού-διο σ ' ένα χορό θανάτου πολύ πιό τρομερού άπό κεΐνον τοΟ Μεσαίωνα.
Τά μόνα δημιουργικά πνεύματα τών σύγχρονοι καιρών υπήρξαν δαιμονιακά- σ ' αυτά συγκεντροινόταν τό πάθος πού διαχέεται. Είχαν ανακαλύψει τήν πηγή τής ζωής, αυτό τό συμπόσιο δπου ό Ρεμπώ προσπάθησε νά ξαναβρεί τήν δρεξή του, άλλα τά μέσα επικοινωνίας τους είχαν κοπεί. Οι άνθρωποι δέ μιλάνε πιά μεταξύ τους, αυτό είναι τό δράμα τών σύγχρονων καιρών. Ή κοινωνία Ιπαψε άπό πολύ καιρό νά είναι κοινοτική- εκφυλίστηκε σέ αδύνατα άτομα. Τό μόνο πού θά μπορούσε νά πραγματοποιήσει τήν ενότητα της —ή ευλαβική παρουσία τοϋ Θεού—, τής λείπει.
"Οταν, πολύ νέος ακόμα, ό Ρεμπώ έγραφε μέ κιμωλία «θάνατος ατό θεό» στίς πόρτες τών εκκλησιών, ήταν πολύ πιό κοντά στό Θεό άπ' τους άρχοντες τής 'Εκκλησίας. Ή αύθάδειά του καί ή πρόκληση του δέν ασκούνταν ποτέ σέ βάρος τοϋ φτωχοϋ, τοϋ
112
δυστυχισμένου, τοΰ αληθινά πιστοϋ. Πολεμοΰσε τους σφετεριστές, τους πανούργους, δ,τι ήταν λαθεμένο, ανώφελο, υποκριτικό καί καταστροφικό τής ζωής. "Ηθελε ή γή νά ξαναγίνει ό Παράδεισος πού ήταν καί πού παραμένει κάτο) άπ' τά πέπλα τής ψευδαίσθησης καί τής πλάνης. Δέν τόν ενδιέφερε διόλου ένας παράδεισος φαντασμάτ(ον, πού θά τοποθετιόταν σέ κάποιο μυθικό έπέκεινα. Ήταν γιά τά συγκεκριμένα μέλη, μιδς μεγάλης κοινότητας διάπυρης άπό ζωή πού απαιτούσε, «έδώ καί τώρα», τά Χριστούγεννα στή Γή.
«Πεθαίνουμε γι' αυτό, πού γι' αυτό μπορούμε νά ζήσουμε». Αυτή ή φράση δέν είναι δική του, ή έννοια της δμως είναι. ' Ο θάνατος είναι αποχωρισμός, ζωή χοιριστή. Δέ σημαίνει μονάχα πώς παύουμε νά υπάρχουμε. Μιά ζωή πού δέν έχει νόημα στό έντεϋθεν δέ θά έχει, πολύ περισσότερο, στό έπέκεινα. Ό Ρεμπώ, πιστεύω, τό καταλάβαινε αυτό τέλεια. "Επαψε νά μάχεται άπό μιά πλευρά, γιά νά ξαναρχίσει άλλου. Μ ' αυτή τήν έννοια, ή παραίτηση του υπήρξε θετική. Είχε καταλάβει πώς τά συστατικά τής τέχνης δέ θά μπορούσαν νά ξαναβρεθούν παρά μέσα στή σιωπή καί τή νύχτα. 'Υπάκουσε, <δς τό τέλος, στους νόμους τής ϋπαρξής του, καταστρέφοντας δλες τίς μορφές, χωρίς νά εξαιρέσει τή δική του. Στην αρχή τής σταδιοδρομίας του είχε καταλάβει αυτό πού άλλοι δέν καταλαβαίνουν παρά στό τέλος (κι δν τό καταλάβουν), πώς ή ίερή λέξη δέν έχει πιά σημασία. Είχε αντιληφτεί πώς τό δηλητήριο τής πνευματικής καλλιέργειας είχε αλλάξει σέ υποκρισία καί άπατη τήν ομορφιά καί τήν αλήθεια. Παίρνοντας τήν ομορφιά στά γόνατα του, τήν είχε βρει πικρή. Ττίν εγκατέλειψε. Ήταν ό μόνος τρόπος πού διέθετε γιά νά τής δείξει τό σεβασμό του. Τί λέει ακόμα μέσα στίς αβύσσους τής κόλασης; «Μέ φουσκώνουν ψευτιές, ξόρκια, φτηνά μυρωδικά, παιδικές μουσικές». (Είναι ή φράση πού μέ μαγεύει καί μέ συναρπάζει περισσότερο μέσα στην
113
«Εποχή»). "Οταν καυχιόταν πώς είχε δλα τά ταλέντα, ήθελε νά πει: α' αυτό τό τεχνητό επίπεδο. Ή μάλλον: «μέ τήν απατηλή προσωπίδα τής πνευματικής καλλιέργειας». Σ' αυτή τήν περιοχή, ήταν, αναμφίβολα, ένας δάσκαλος. 'Αλλά είναι ή περιοχή τής σύγχισης. 'Εδώ, καθετί είναι ίσης αξίας, δηλαδή δέν αξίζει τίποτα. Θέλετε νά σφυρίξω; Νά χορεύω τό χορό τής κοιλιάς; Ώραΐα! "Ο,τι θέλετε. Δέν έχετε παρά νά τό πείτε!
Καθετί που εξέφρασε ό Ρεμπώ μέσα στό έργο του προδιατύπωνε αυτή τήν αλήθεια, πώς «δέ ζοΰμε στό κέντρο των γεγονότων, άλλα μέσα στην αφηρημένη έννοια καί τά σύμβολα». Τό μυστήριο πού άφορα τά έργα του γλιστράει καί μέσα στή ζοιή του. Δέν μπορούμε νά εξηγήσουμε τίς πράξεις του• δέν τους επιτρέπουμε νά μδς δείχνουν παρά αυτό πού φλεγόμαστε νά μάθουμε. Μυστήριο τόσο γιά τόν ίδιο δσο καί γιά τους άλλους, εξαπατήθηκε άπ' τό δικό του λόγο, δποις καί άπ* τή μεταγενέστερη ύπαρξη του. Στον έξοπερικό κόσμο αναζητούσε ένα καταφύγιο. Καταφύγιο ενάντια σέ τί; "Ισως ενάντια στην τροιιοκοατική διαύγεια. Παρουσιάζεται σάν τό αντίστροφο ενός αγίου. Πρώτα εμφανίζεται τό φως μετά ή γνώση καί ή εμπειρία τής αμαρτίας. Ή αμαρτία τοϋ είναι ένα αίνιγμα. Πρέπει νά τήν ντυθεί, όπως άλλοτε ό μεταμελούμενος τόν τρίχινο σάκο.
"Ας πούμε, δραπέτευσε. 'Αλλά ίσως δραπέτευσε προς κάτι. Είναι σίγουρο πώς απέφυγε μιά μορφή τρέλας γιά νά γίνει τό θύμα μιας άλλης. 'Εφορμούσε στίς εξόδους, όπως ένας δαιμονισμένος μέ τό νυχτικό του. Μόλις σωζόταν άπό μιά τραγωδία, γινόταν ή βορά μιας άλλης. Ήταν ένας δνθρ(οπος σημαδεμένος. «Οι άλλοι» τόν ερέθιζαν. Τά ποιητικά του πετάγματα, πού είναι δπως οί προοδευτικές φάσεις ενός επεισοδιακού τρόμου, είχαν τό Ισοδύναμο τους σ ' αυτές τίς παράφρονες άναχοιρή-σεις πού τόν οδηγούσαν χωρίς ελπίδα άπ' τή μιά γωνιά
114
τοΰ κόσμου στην άλλη. Πόσες φορές δέν επέστρεψε συντριμμένος καί νικημένος! Ξεκουράζεται ακριβώς δσο χρειάζεται ν ' αναλάβει, δπως ένας πυροβολητής ή ένα ύπερ-καταδρομικό. Νάτος έτοιμος νά ξαναφύγει. Πετά προς τόν ήλιο. Είναι τό φώς πού αναζητεί — καί τή ζεστασιά τών ανθρώπων. Οί έκλάψεις του φαίνεται νά τόν άδειασαν άπό κάθε φυσική ζεστασιά. 'Αλλά δσο τό πέταγμα του τόν απομακρύνει, τόσο τά σκοτάδια πυκνώνουν. Ή γή περιστοιχίζεται άπό αίμα καί σκότος.
Ήταν, φαίνεται, ή μοίρα του νά έχει φτερά καί νά είναι αλυσοδεμένος στή γή. Στην προσπάθεια του ν ' αγγίξει τά πιό μακρινά αστέρια δέν κάνει τίποτ' άλλο παρά νά τσαλαβουτά μέσα στή λάσπη. Πραγματικά, δσο χτυπά τά φτερά, τόσο παραχώνεται. Σ' αυτόν, ή φωτιά κι ό αέρας μάχονται τό νερό καί τό χώμα. Είναι ένας άητός αλυσοδεμένος σ ' ένα βράχο. Καί τά μικρά πουλιά τοΰ καταβροχθίζουν τήν καρδιά.
' Η (δρα του δέν είχε έρθει ακόμα. Πολύ πρόωρη αυτή ή δράση τών Χριστουγέννων στή Γή! Πολύ νωρίς ή ελπίδα νά καταργήσει τους ψεύτικους θεούς, τίς χον-δροειδεΐς δεισιδαιμονίες! Ή σημερινή ανθρωπότητα έχει πολύ δρόμο νά διανύσει γιά ν ' αναδυθεί στό λευκό φώς τής αυγής. «Αυγή» είναι γιά τόν Χδιον ένας δρος γονιμότητας... Φαίνεται στό βάθος τής καρδιάς του ό Ρεμπώ νά τό είχε καταλάβει. Δέ θά έπρεπε ποτέ νά ερμηνεύσουμε τήν τρομερή του επιθυμία ελευθερίας, πού είναι κείνη ενός καταδικασμένου, σάν τήν ευχή νά σοιθεΐ ό ίδιος. («"Εχω ανάγκη άπό υπάρξεις πού νά μοΰ μοιάζουν», λέει ό Λωτρεαμόν). Μιλά στό δνομα τής φυλής τοΰ 'Αδάμ πού γνώρισε τήν αιώνια ζωή άλλα τήν αντάλλαξε μέ τή γνώση, πού είναι ό θάνατος. Ή ειδωλολατρική του ζέση είναι ό ενθουσιασμός μιας ψυχής πού θυμάται τίς ρίζες της. Είναι πολύ μακριά άπ' τοΰ νά ελπίζει σέ μιαν επιστροφή στή Φύση,
115
k̂
σάν ένας Ρουσώ. 'Αναζητεί τή χάρη. "Αν τοΰ ήταν δυνατό νά πιστέψει, θά είχε προσφέρει άπό πολύ καιρό τή ψυχή του. 'Αλλά ή καρδιά του είχε παραλύσει. Αυτές οί συνομιλίες μέ τήν αδελφή του, στό νοσοκομείο, είναι ένδειχτικές δχι μονάχα τής έροιτηματικό-τητας πού τόν κράτησε μέσα στην αβεβαιότητα σ ' δλη του τή ζωή, άλλα καί τής επίμονης αναζήτησης του. "Αν ή αδελφή πιστεύει μέ τόση τυφλή ειλικρίνεια, γιατί νά μήν ίσχύει τό ίδιο καί γ ι ' αυτόν; Δέν Ιχουν τό ίδιο αίμα; Δέντή ροπά πιά γιατί πιστεύει, άλλα άπλα: πιστεύεις; Είναι τό τελευταίο πήδημα πού γι ' αυτό πρέπει νά συγκεντρώσει όλες του τίς δυνάμεις. Είναι τό πήδημα 6ξ(ο άπ' τόν εαυτό του, τό σπάσιμο τών αλυσίδων. Λίγο ενδιαφέρει άπό δω καί μπρος σέ τί πιστεύει, άλλα τό δτι πιστεύει. Σέ μιά άπ' τίς απότομες εναλλαγές ψυχικής διάθεσης, πού είναι τό χαραχτηριστικό τής «'Εποχής στην Κόλαση», μετά άπό μιαν Εξαρση πού τόν βεβαιώνει δτι ή λογική τόν κατοικεί πάλι, πού βλέπει δτι ό κόσμος είναι καλός, πού ευλογεί τή ζωή καί πού άγαπα τόν πλησίον του, προσθέτει: «Δέν πρόκειται πιά γιά παιδικές υποσχέσεις. Οΰτε γιά τήν ελπίδα ν' αποφύγω τό γερατειά καί τό θάνατο. Ό θεός γεννά τή δύναμη μου, καί δοξάζω τό θεό». Αυτός ό Θεός πού είναι ή δύναμη τοΰ άνθρωπου δέν είναι περισσότερο χριστιανικός άπό ειδωλολατρικός. Είναι ό Θεός, άπλα. "Ολοι οί άνθρωποι γίνονται δεχτοί άπ' αυτόν, δποια κι άν είναι ή φυλή τους, τό γένος τους ή ή πνευματική τους καλλιέργεια. Μπορούμε νά τόν βροΰμε παντού, σ ' δλες τίς εποχές, χο>ρίς τή βοήθεια μεσολαβητή. Είναι ή ίδια ή Δημιουργία καί δέ θά πάψει νά είναι, είτε πιστεύει 6 άνθρωπος, είτε δχι.
'Αλλά δσο περισσότερο δημιουργεί Ινας άνθρωπος, τόσο αυξάνεται ή βεβαιότητα δτι θ ' αναγνωρίσει τό Δημιουργό του. Αυτοί πού αντιστέκονται μέ τή μεγαλύτερη δύναμη δέν κάνουν τίποτ' άλλο παρά νά μαρτυρούν
116
περισσότερο γιά τήν ϋπαρξή Του. Τό ν* αγωνίζεσαι υπέρ ή κατά, Εχει τήν Χδια αξία• ή διαφορά είναι πώς εκείνος πού αγωνίζεται κατά, στρέφει τήν πλάτη στό φως. Μάχεται τήν Χδια του τή σκιά. "Οταν αυτό τό παιχνίδι τών Χσκιοιν τόν εξαντλήσει, δταν τέλος καταρρεύσει, τότε, χιορίς οθόνη, μπορεί νά δει στό φώς τά μεγαλεία πού είχε πάρει γιά φαντάσματα. Είναι ή υποταγή τής αλαζονείας καί τής λατρείας τοΰ έγώ πού απαιτείται άπ' δλους, μικρούς ή μεγάλους.
' Ο καλλιτέχνης δέν κερδίζει τό δικαίωμα νά ονομάζεται δημιουργός παρά αναγνωρίζοντας πώς δέν είναι παρά Ινα δργανο. «Συγγραφέας, δημιουργός, ποιητής, αυτός ό άνθρωπος δέν υπήρξε ποτέ!». "Ετσι μιλούσε δ Ρεμπώ, δταν ήταν Ινας νέος αυθάδης. 'Αλλά εξέφραζε έδώ μιά βαθιά αλήθεια. Ό άνθρωπος δέ δημιουργεί τίποτα άπ' τόν εαυτό του καί γιά τόν εαυτό του. "Ολα έχουν δημιουργηθεί, δλα έχουν προβλεφτεί — καί δμως εΧμαστε ελεύθεροι. 'Ελεύθεροι νά πλέκουμε τά εγκώμια τοΰ Θεοΰ. Είναι τό πιό ψηλό δργο πού γ ι ' αυτό δ άνθρωπος είναι ίκανός• αυτή ή πράξη τοΰ παραχωρεί τή θέση του δίπλα στό Δημιουργό: είναι ή ελευθερία του καί ή σωτηρία του, γιατί είναι τό μόνο μέσο νά πει ναί στή ζο)ή. Ό Θεός Βγραψε τή μουσική, ό Θεός διευθύνει τήν ορχήστρα. Ό ρόλος τοΰ άνθρωπου είναι νά παίζει αυτή τή μουσική μέ τό Χδιο του τό σώμα. 'Αλλά πρέπει νά είναι, αναμφίβολα, μιά ουράνια μουσική: κάθε άλλη δέ θά ήταν παρά θόρυβος.
Μόλις τό πτώμα τοΰ Ρεμπώ επανήλθε σπίτι του ή μητέρα του αποχώρησε διακριτικά γιά νά οργανώσει τήν κηδεία. Τό σώμα του στεγνό καί ανάπηρο, μέ τάΧχνη τής αγωνίας, έπρεπε νά ενταφιαστεί σέ λιγότερο άπό δυό ώρες. Σάν νά ήθελε ν ' απαλλαγεί άπ' τήν πανούκλα. ' Α-πολύμανε αναμφίβολα τό σπίτι στην επιστροφή της άπ' τό νεκροταφείο δπου, αυτή καί ή 'Ισαβέλλα, ή αδελφή
117
του είχαν ακολουθήσει τή νεκροφόρα. Αυτές οί δυο, κανείς Αλλος, νά δλη ή συνοδεία. Τέλος απαλλαγμένη άπ' τή «μεγαλοφυία», ή κυρία Ρεμπώ μπορούσε τώρα ν* αφοσιωθεί μέ τήν ησυχία της στίς δοσοληψίες καί τίς συγκομιδές της, στίς μέτριες συναναστροφές τή"ς μέτριας επαρχιακής της ζωής.
Τί μητέρα! "Η ενσάρκωση ή ίδια τής ανοησίας, τής θρησκοληψίας, τής αλαζονείας καί τής ίσχυρογνωμοσύ-νης. Κάθε φορά πού ή καταπονημένη μεγαλοφυία άπει-λοΟσε νά βυθιστεί μέσα στην κόλαση της, κάθε φορά πού τό βασανισμένο του πνεΰμα καμπτόταν, βρισκόταν εκεί γιά νά τοϋ δώσει μιά μπαστουνιά ή νά χύσει ζεματιστό λάδι στίς πληγές του. Είναι αυτή πού τόν Ιδιωξε προς τόν Ιξω κόσμο, πού τόν απαρνήθηκε, τόν μίσησε, τόν κυνήγησε. Τοϋ στέρησε ακόμα αυτή τή χάρη πού κάθε Γάλλος ζήτα: τήν Ικανοποίηση νά Ιχει μιά όμορφη ταφή.
Μέ τό σώμα του, τέλος, παραδομένο στά σκουλήκια, ό Ρεμπώ επέστρεψε στό σκοτεινό βασίλειο, γιά ν ' αναζητήσει έδώ τήν αληθινή του μητέρα. Στή ζωή δέ γνώρισε παρά αυτή τή στρίγγλα, αυτή τή μέγαιρα πού είχε βγεϊ άπ* τά πλευρά της όπως Ινα ελατήριο εκκρεμούς. 'Επαναστατώντας ενάντια στην τυραννία της καί τήν ανοησία της, αφιερώθηκε στή μοναξιά. Ή ευαίσθητη φύση του ολοκληρωτικά άκροπηριασμένη, βρισκόταν γιά πάντα ανίκανη νά δώσει ή νά εμπνεύσει αγάπη. Δέν ήξερε παρά ν ' αντιτάσσει θέληση στή θέληση. "Ισως, τό πολύ πολύ, νά γνώρισε τόν οίκτο, άλλα ποτέ τήν αγάπη.
Στή νεότητα του, μας εμφανίζεται σάν Ενας ζηλωτής, Ινας φανατικός. Χωρίς συμβιβασμούς. 'Απαιτώντας τή μεταβολή. "Οπ<ος ένας επαναστάτης, αναζήτησε απελπισμένα μιά Ιδανική Koivcovia όπου νά μπορούν νά ξα-νακλείσουν οί πληγές πού δημιουργήθηκαν άπ' τό χοίρισμό. Είναι τό θανάσιμο τραύμα πού θά τόν τυραννάει
118
ισόβια. "Εγινε απόλυτος, γιατί τίποτα δέν μπορούσε νά γεμίσει τό κενό πού δημιουργήθηκε ανάμεσα στό πραγματικό καί στό Ιδανικό, έκτος άπό μιά τελειότητα πού φθείρει πλάνη καί ψευτιά. Μόνο ή τελειότητα μπορεί νά σβήσει τήν ανάμνηση μιδς πληγής πιό βαθιάς άπ' τήν παλίρροια τής ζωής.
'Ανίκανος νά προσαρμοστεί ή νά συγκεντρωθεί, συνέχισε τίς άτέλεκοτες αναζητήσεις του, γιά ν ' ανακαλύψει πώς δέν είναι οϋτε δω ούτε κει, οϋτε αυτό ούτε κείνο. "Εμαθε νά γνωρίζει τό δέν κάθε πράγματος. "Η περιφρόνηση του παρέμεινε τό μόνο θετικό σημείο μέσα στην άβυσσο τής άρνησης δπου πάλευε. 'Αλλά ή περιφρόνηση είναι στείρα- υποσκάπτει κάθε εσωτερική δύναμη.
"Η άρνηση αρχίζει καί τελειώνει μέ τόν κόσμο των δημιουργημάταιν, μ ' αυτές τίς χα>ρίς συνέχεια περιπέτειες πού δέ διδάσκουν τίποτα. Τί σημασία δν υπήρξε μεγάλη ή εμπειρία του τής ζωής; Δέν προχώρησε ποτέ αρκετά μακριά ώστε νά κατορθώσει ν ' αντλήσει Ινα νόημα. Χωρίς τιμόνι καί άγκυρα, ήταν καταδικασμένος νά ξωκείλει. "Οπκ>ς τό καράβι πού ξοικέλει στους αμμόλοφους ή στά βράχια, πού υπομένει απελπισμένα τά χτυπήματα των άνέμοιν, πρέπει τελικά νά εξαρθρωθεί καί νά γίνει κομμάτια. "Οποιος θέλει νά ταξιδέψει στον ωκεανό τής ζωής πρέπει νά γίνει ναυτικός• πρέπει νά μάθει νά εκτιμάει τους άνεμους καί τά ρεύματα, νά γνωρίζει τους κανονισμούς καί τίς εντολές. "Ενας Κολόμβος δέν αψηφά τους ναυτικούς κανόνες, τους εφαρμόζει. Δέν κάνει ποτέ πανιά προς μιά φανταστική ήπειρο- άν ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο, είναι άπό καθαρή τύχη. 'Αλλά ανάλογα συμβάντα είναι οί νόμιμοι καρποί τής τόλμης. Κι αύτη ή τόλμη, πού πολύ απέχει άπ' τή θρασύτητα, προκύπτει άπό μιά βαθιά βεβαιότητα.
Ό κόσμος πού αναζητούσε ό Ρεμπώ στά νιάτα του
119
ήταν αδύνατο νά υπάρξει. Τόν συνελάμβανε γόνιμο, πλούσιο, παθιασμένο, μυστηριώδη, τέτοιον πού αντιστάθμιζε τήν απουσία αυτών τών ιδιοτήτων μέσα στον κόσμο δπου είχε γεννηθεί. "Ο αδύνατος κόσμος είναι κείνος πού ακόμα κι οί θεοί δέν κατοίκησαν ποτέ• είναι ή Χώρα τών Όνείρο)ν πού αναζητεί τό παιδί δταν τοΰ στέρησαν τό μαστό... (Είναι έκεΐ πού, κατά πάσα πιθανότητα, ονειρεύονται τά βουβάλια καί δλα τ ' άλλα περίεργα ζώα, πού κατακλύζουν τίς δχθες τής Νεκρής Θάλασσας). Είναι σίγουρο πώς δέ μπορούμε νά πλησιάσουμε τό αδύνατο παρά μέ τήν επίθεση, δηλαδή μέ τήν τρέλα. "Ισως, δποις βεβαιώνουν μερικοί, αυτό νά έγινε στά οδοφράγματα, στή διάρκεια τής αίματηρής Κομμούνας, πού ό Ρεμπώ εγκατέλειψε αυτό τό μοιραίο δρόμο. "Ο,τι ξέρουμε, είναι πώς ξαφνικά, στό χείλος τής αβύσσου, Εκανε Ινα πήδημα πίσ<». 'Αρκετά, δχι αυτό! Κινείται δπως Ινας άνθρωπος πού θά είχε βυθομετρήσει τό λεπτό βάθος τοΰ ψεύδους καί τής δολιό-τητας. Δέ θά αφήσει νά εξαπατηθεί, νά διακινδυνεύσει χοιρίς δφελος. "Η επανάσταση είναι τόσο κούφια καί αποκαρδιωτική δσο μιά καθημερινή ΰπαρξη, κοινή καί καρτερική. Ή κοινωνία δέν είναι τίποτ' άλλο άπό Ενα συρφετό ανίατα ανόητων, παλιανθρώπων καί δαιμόνοιν. Ά π ό δώ καί μπρος δέ θά Εχει εμπιστοσύνη παρά στον εαυτό του. Στην ανάγκη, θά τραφεί άπ' τά ίδια του τά εκκρίματα. ' Η ώρα τής φυγής, τής αλητείας, τών τρελών περιπλανήσεων πλησιάζει. Αυτές οί ταπεινές, αποκρουστικές πραγματικότητες πού τίς αρνιόταν, θά γίνουν τό καθημερινό του ψωμί. Είναι ή αρχή τής καθόδου στά τάρταρα, άλλα δέν κρατάει νήμα πού νά μπορεί νά τόν οδηγήσει ξανά έξω άπ' τό μαύρο λαβύρινθο.
Δέν Εβλεπε σωτηρία παρά στην ελευθερία. Γ ι ' αυτόν, λοιπόν, ελευθερία ήταν ό θάνατος, καί ξεκίνησε νά τόν ανακαλύψει.
Κανένας δέ φανέρωσε καλύτερα άπ' τό Ρεμπώ αυτή τήν αλήθεια, πώς ή ελευθερία τοΰ μοναχικού άτομου είναι μιά αυταπάτη. Μονάχα εκείνος πού ελευθερώθηκε άπ' τήν ατομικότητα του ξέρει τί θά πει ελευθερία. Πρόκειται γιά μιά ελευθερία κερδισμένη. Είναι τό προϊόν μιας προοδευτικής απελευθέρωσης, ενός άργοΰ καί κοπιαστικού αγώνα γιά νά εξορκίσει τίς χίμαιρες. Δέ σκοτώνουμε ποτέ τίς χίμαιρες, γιατί τά φαντάσματα δέν είναι πραγματικά παρά μέσα στό φόβο πού τά γεννά. Τό νά γνωρίσεις τόν εαυτό σου, δπως τό συνιστούσε άλλοτε ό Ρεμπώ στην περίφημη «'Επιστολή τοΰ 'Οραματιστή», σημαίνει νά διώξεις τους δαίμονες πού σέ κατέχουν. "Η εκκλησία ανακάλυψε αυτούς τους τρόμους τοΰ πνεύματος καί τής ψυχής, καί ή κοινωνία δημιούργησε αυτά τά εμπόδια πού μάς κατατρύχουν καί μάς βασανίζουν. Πάνω στά ερείπια μιας εκκλησίας, μιά άλλη υψώνεται" Ενας τύπος κοινωνίας εξαφανίζεται, Ινας άλλος εμφανίζεται. Οί δυνάμεις τοΰ κακοΰ καί τά μιάσματα υπάρχουν \ πάντα. Οί επαναστάτες δέν κάνουν τίποτ' άλλο παρά νά δημιουργοΰν καινούργιες μορφές τυραννίας. Αυτό πού ένας άνθρωπος υποφέρει, σάν άτομο, δλοι οί άνθρωποι τό δοκιμάζουν σάν μέλη τής κοινωνίας. ("Ο Άβελάρδος Εφτασε νά σκεφτεί πώς ακόμα καί ό θάνατος ενός κου-νελιοΰ στενοχωρεί τόν ίδιο τό Θεό).
«"Ο,τι μάς διδάσκουν είναι φάρσα», υποστήριζε ό Ρεμπώ στά νιάτα του. Είχε δίκιο, απόλυτο δίκιο. Ά λ λ α ή επίγεια αποστολή μας είναι νά πολεμάμε τήν ψεύτικη διδασκαλία κάνοντας δημόσια τήν αλήθεια πού είναι μέσα μας. Α κ ό μ α καί μ ' Ενα μόνο χέρι μπορούμε νά πραγματοποιήσουμε θαύματα. Ά λ λ α τό μεγάλο θαύμα είναι νά συγκεντρώσουμε δλους τους ανθρώπους στό δρόμο τής επικοινωνίας. Τό κλειδί είναι ή Φιλανθρο)-πία. Τό ψέμα, ή δολιότητα, ή άπατη, δσο (δμές κι άν είναι, πρέπει νά ζήσουν, καί μόνο μέ τήν ολοκλήρωση θά
120 121
Γ
θριαμβεύσει κανείς πάνω τους. Αυτή ή πορεία Εχει τό αυστηρό δνομα τής θυσίας.
"Οταν ό Ρεμπώ παραιτήθηκε άπ' τήν εσωτερική πραγματικότητα γιά χάρη τής έξοπερικής, παραδόθηκε στίς σκοτεινές δυνάμεις πού κυβερνούν τή γή. Μέ τήν άρνηση του νά υπερβεί τίς συνθήκες τής γέννησης του, εγκαταλείφτηκε στά λιμνάζοντα νερά, αφέθηκε νά γλιστρήσει στους βάλτους. Γ ι ' αυτόν, τό ρολόι είχε σταματήσει. 'Από κει καί πέρα «σκότωνε τόν καιρό του», δσο κι άν δέν τό πιστεύει κανείς. Μέ τέτοια ευαισθησία πού είχε, τό βαρόμετρο δέν Εδειχνε παρά πλήξη. Οί δραστηριότητες του έκαναν απλώς πιό αισθητή τήν απομόνωση του. 'Αποτελούσαν μέρος τοϋ κενοϋ πού είχε προσπαθήσει άλλοτε νά περιτοιχίσει μ ' Ενα ουράνιο τόξο τελειότητας. "Η κλίμακα τοϋ Ιακώβου πού ονειρευόταν, κατοικημένη άλλοτε άπό κήρυκες καί αγγελιαφόρους τοϋ άλλου κόσμου, εξαφανίστηκε. Τά φαντάσματα ενσαρκώνονταν. Γίνονταν υπάρξεις εντελώς πραγματικές. Δέν ήταν πιά άπό δώ καί μπρος παιχνίδια τής φαντασίας, άλλα υλικές δυνάμεις μιας παραισθητικής πραγματικότητας. 'Επικαλέστηκε τή βοήθεια δυνάμεων πού αρνούνταν νά επιστρέψουν στά σκοτεινά βάραθρα άπ' δπου είχαν αναδυθεί. "Ολα ήταν δάνεια, αντικατάσταση. Δέν ήταν πιά Ενας συνεργός, άλλα ίνας εντολοδόχος, ή καλύτερα ό αντιπρόσωπος του. Στον κόσμο τοϋ φανταστικού απολάμβανε μιά ελευθερία χοιρίς δρια• στον κόσμο τής δημιουργίας διατηρούσε μιά ψεύτικη δύναμη, αυτό πού κατείχε ήταν ψευδαίσθηση. Τώρα πιά δέν παρακαθόταν στην τράπεζα τοΰ Κυρίου ούτε στίς τράπεζες τών κυρίων: είχε πιαστεί στό δίχτυ τών 'Εξουσιών καί τών Πριγκιπάτων. Ήταν ή σκληρή δουλειά χωρίς ανακωχή ή αναβολή. Γιά τόν 'ίδιο, ή μοναξιά τής δουλείας. Χρειάζονταν δπλα γιά Ενα στρατό; ©ά τά προμηθεύσει, μέ κέρδος. 'Ελάχιστα τόν ενδιέφερε
122
τίνος ήταν ό στρατός καί ποιόν σκοπό εξυπηρετούσε: θά συνεργαστεί μ ' δποιον θέλει νά σκοτώνει. Νά σκοτώνεις ή νά σκοτώνεσαι ήταν τό Χδιο γ ι ' αυτόν. 'Υπήρχε εμπόριο δούλων; Είχε ασχοληθεί μέ τό εμπόριο τοΰ καφέ, τών μπαχαρικών, τής γόμας, τών φτερών στρουθοκαμήλου, τών δπλων—γιατί δχι καί τών δούλίον; Αυτός, δέν διέταξε ποτέ τους ανθρώπους ν ' αλληλοσκοτώνονται ούτε νά γίνονται δοϋλοι. 'Αλλά αφού γινόταν Ετσι, θά έποιφελιόταν άπ' αυτό, δσο μποροϋσε περισσότερο. Μέ τίμια καί καθαρά κέρδη θά μποροϋσε νά πάρει κάποια μέρα τή σύνταξη του καί νά παντρευτεί μιά ορφανή.
Τίποτα δέν ήταν πολύ βρώμικο ή πολύ αηδιαστικό γιά νά τό εκμεταλλευτεί. Τί σημασία Εχει; Δέν ήταν πιά τό Σύμπαν του. Αυτό είχε οριστικά τελειώσει. Ήταν Ενας κόσμος πού είχε εγκαταλείψει, γιά νά μήν επιστρέψει πιά σ ' αυτόν παρά άπ' τήν πόρτα τής υπηρεσίας. Πώς δλα τοϋ φαίνονταν οίκεΐα τώρα! Κι αύτη ή οσμή σαπίλας, ά! τί νοσταλγία! 'Ακόμα κι αυτό τό παράδοξο τάγγισμα κρέατος απανθρακωμένου αλόγου —ή μήπως ήταν τοΰ δικοϋ του δέρματος;— ή δσφρησή του τό ήξερε μιά χαρά. "Ετσι, δπως μέσα σ ' Ενα θαμπό καθρέφτη, τά οίκεΐα φαντάσματα τής παλιάς του ναυτίας παρατάσσονταν μπροστά του. Δέν είχε βλάψει ποτέ κανέναν, δχι. Είχε προσπαθήσει ακόμα νά κάνει τό καλό, δποτε τοϋ περνοΰσε άπ' τό χέρι. Τέλεια. Είχε αηδιάσει δλη του τή ζωή. "Επρεπε νά τόν κατακρίνουμε δν προσπαθούσε τώρα νά κερδίσει κάτι γιά τόν εαυτό του, νά μουλιάσει τό ψο>μί του σ ' αυτό τό πλούσιο γεΰμα, πάντα ωστόσο πέρα άπ' τίς δυνατότητες του; "Ετσι μονολογούσε στό λεπτό πυθμένα τής Άβησσυνίας. Είναι ή ανθρώπινη καμηλοπάρδαλη πού μιλοϋσε ολομόναχη μέσα στίς θαμνώδεις εκτάσεις. Μποροϋσε τώρα ν ' άναροηηθεΐ: «Τί είναι τό μηδέν μου, μπροστά στην κατάπληξη που σας περιμένει;». Ή ανωτερότητα του προερχόταν άπό Ελλειψη καρδιάς. Είναι εκπληκτικό
123
δτι Ινας άνθρωπος «χωρίς καρδιά», δποις σημείωνε συχνά άλλοτε, μπόρεσε νά περάσει δεκαοχτώ χρόνια τής ζωής του τραγανίζοντας τήν καρδιά του; ' Ο Μποιντλαίρ, πολύ άπλα, παρουσίαζε ολόγυμνη τήν καρδιά του. Ό Ρεμπώ τήν ξερρίζωσε καί τήν καταβρόχθισε σιγά σιγά.
"Ετσι ό κόσμος αρχίζει σιγά σιγά νά ταυτίζεται μέ τήν εποχή τής δυστυχίας. Τά πουλιά πέφτουν άπ' τόν ουρανό, νεκρά πρίν συντρίβουν στό χώμα. Τά άγρια ζώα τρέχουν προς τή θάλασσα καί γκρεμίζονται σ ' αυτήν. Τό χορτάρι ξεραίνεται, οί σπόροι σαπίζουν. "Η φύση δίνει τή θλιβερή καί αποτρόπαιη δψη τής αθλιότητας καί οί ουρανοί αντανακλούν τό άδειο τής γής. "Ο ποιητής, καβάλα στην άγρια φοράδα του, πνίγεται μέσα σέ λίμνες κοχλαστικό κατράμι. Μάταια χτυπά τ ' αδύνατα φτερά του. Ή μυθική δπερα καταρρέει, ό άνεμος ξεσκίζει ουρλιάζοντας τά τεχνητά σύνεργα. "Ολα είναι στή θέση τους, τώρα, γιά τήν καταχθόνια συναυλία πού είχε άλλοτε τόσο φλογερά ζητήσει.
«Είναι ξανά ή ζωή; Ποιος ξέρει; Είμαστε επιτέλους έκεϊ, αυτό είναι τό μόνο πού μπορούμε νά ποΰμε. Ναί. Πάμε, φτάνουμε. Καί τό καράβι γλιστράει απότομα...».
Στην προσπάθεια του νά νικήσει τό δαίμονα του (αυτόν τό μεταμφιεσμένο άγγελο), ό Ρεμπώ Ικανέ μιά ζωή πού ό χειρότερος του εχθρός θά μποροϋσε νά τοϋ επιβάλλει σάν τιμωρία, γιά νά προσπαθήσει νά λιποταχτή-σει. Είναι ταυτόχρονα ή σκιά καί ή ουσία τής φανταστικής του ζωής πού είχαν ριζώσει μέσα στην αγνότητα. Είναι ή καθαρή ποιότητα τής ψυχής του πού τόν Ικανέ απροσάρμοστο καί πού, μέ τρόπο χαραχτηριστικό, τόν οδήγησε σέ μιά καινούργια μορφή παραφροσύνης: στην επιθυμία μιας ολοκληρωτικής προσαρμογής, τής τέλειας ολοκλήρωσης. Είναι ή Ίδια ολοκλήρωση τοΟ απόλυτου πού άλλοτε ανάβλυζε άπ' τό δστρακο τής άρνησης. Ή δυάδα αγγελος-δαίμονας πού τοϋ φαινόταν αδύνατο νά
124
διαχωρίσει, στερεοποιήθηκε. "Η μόνη λύση είναι νά συσσωματωθεί μέ τους πολλούς. 'Ανίκανος νά είναι ό εαυτός του, μπορεί νά γίνει πλήθος. ' Ο Γιάκομπ Μπαϊμε τό είχε πεί πολύ πρίν: «Αυτός πού δέν πεθαίνει πρίν πεθάνει, χάνεται δταν πεθαίνει». Αυτή είναι ή τύχη πού περιμένει τό σύγχρονο άνθρωπο: αρπαγμένος άπ' τό ρεΰμα, δέν πεθαίνει άλλα κονιορτοποιείται σάν άγαλμα, αποσυντίθεται, εξαφανίζεται μέσα στό χάος.
'Αλλά υπάρχει μιά άλλη δψη τής βίαιης επίγειας μοίρας τοΰ Ρεμπώ. "Η επιθυμία του ν ' αδράξει τήν αλήθεια μέσα στό σώμα του καί μέσα στην ψυχή του είναι μιά ελπίδα γ ι ' αυτόν τόν κατώτερο παράδεισο πού ό Μπλέικ ονόμαζε Beulah. 'Αντιπροσωπεύει τή χαρισματική κατάσταση πού σ ' αυτήν βρίσκεται ό τέλεια συνειδητός άνθρωπος πού, μέ τό νά δέχεται τήν 'κόλαση του ανεπιφύλαχτα, ανακαλύπτει Ιναν παράδεισο πού ό ίδιος δημιούργησε. Είναι ή ανάσταση μέσα στή σάρκα. Σημαίνει πώς ό άνθρωπος γίνεται τελικά υπεύθυνος γιά τή μοίρα του. "Ο Ρεμπώ προσπάθησε νά ξαναφέρει τόν άνθμοιπο πάνω στή γή, πάν<ο σ' αυτή τή γή καί μέ τρόπο πλήρη. 'Αρνήθηκε νά δεχτεί μιά πνευματική αίωνιό-τητα πού νά ξεκινά άπό νεκρά σώματα. Τό ίδιο, αρνήθηκε νά δεχτεί μιά Ιδανική κοινωνία συνθεμένη άπό άψυχα σώματα, σώματα πού δραστηριοποιούνται άπό κίνητρα πολιτικά ή οικονομικά. Αυτή ή τρομερή ενέργεια πού ξεδίπλωσε στό μάκρος τής σταδιοδρομίας του, ήταν, γιά κεΐνον, τό Ιργο τοΰ δημιουργικού πνεύματος. "Αν αρνήθηκε τόν Πατέρα καί τό Γιό, δέν αρνήθηκε ποτέ τό "Αγιο Πνεύμα. Λάτρευε τή δημιουργία καί I-πλεκε τό εγκώμιο της. ' Α π ' τόν πυρετό του πήγαζε μιά «ανάγκη καταστροφής» πού συχνά τήν έπικαλιόταν. Δέν ήταν μιά καταστροφή εκδικητική πού ό Ρεμπώ καλούσε μ' δλες του τίς δυνάμεις, άλλα Ινα καθάρισμα τοΰ εδάφους γιά νά βλαστήσουν καινούργιοι βλαστοί.
125
"Ολη του ή θέληση κατέτεινε προς τήν πλήρη άπε-λευθέρο>ση τοΰ πνεύματος. 'Επιπλέον, μέ τό ν ' αρνείται νά ονομάσει, νά προσδιορίσει ή νά περιορίσει τόν αληθινό Θεό, προσπαθούσε νά δημιουργήσει αυτό πού μπορούμε ν ' αποκαλέσουμε πλήρες κενό, δπου ή φαντασία θά μπορούσε νά δημιουργήσει τό Θεό. Δέν είχε τή στενομυαλιά ή τήν οίκειότητα τοΰ ίερέα πού γνίορίζει τό Θεό καί Τοΰ μιλά κάθε μέρα. Ό Ρεμπώ ήξερε πώς υπάρχει, ανάμεσα στά πνεύματα, μιά ανώτερη συναλλαγή. "Ηξερε πώς ή επικοινωνία είναι Ινας άφατος διάλογος πού θεμελιώνεται στην πλήρη σιωπή, τό βαθύ σεβασμό καί τήν απόλυτη ταπείνοιση. Μ' αυτή τήν Εννοια, συγγένευε περισσότερο μέ τή λατρεία παρά μέ τή βλασφημία. Ίδιοποιόταν Ετσι τό φωτισμό έκείνίον πού ζητοΰν ή σωτηρία νά Εχει Ινα νόημα. Τό «λογικό τραγούδι των αγγέλων», δέν είναι μιά ενθάρρυνση γιά μιά άμεση προσπάθεια; Τό ν ' αναβάλλεις γιά αύριο, είναι τό επιμύθιο τοΰ διαβόλου, πού τό συνοδεύει τό γιατρικό τής μικρότερης προσπάθειας.
«Τί πλήξη! Τί κάνω έδώ;», Εγραφε ό Ρεμπώ σ ' Ινα γράμμα του άπ' τήν Άβησσυνία. «Τί κάνω έδώ;». Αυτή ή κραυγή απελπισίας συνοψίζει τή μοίρα τών άλυσοδεμέ-νων. Μιλώντας γιά τά μακριά χρόνια εξορίας πού ό Ρεμπώ είχε προφητέψει γιά τόν εαυτό του στό «Μιά * Εποχή στην Κόλαση», ό Edgell Richword παρατηρεί: «Αυτό πού άναζητοΰσε δταν βγήκε άπ' τό κέλυφος του, ήταν ό τρόπος νά διατηρηθεί στην κατάσταση τής υψίστης καθαρότητας, τής θείας απογοήτευσης, δπου έκβαλ-λόταν». 'Αλλά δέ συντρίβουμε ποτέ αυτό τό ανθρώπινο κέλυφος, ακόμα κι άν είμαστε τρελοί. ' Ο Ρεμπώ Εμοιαζε περισσότερο μ ' Ινα ηφαίστειο πού, καθώς εξαντλείται ή δυναμικότητα του, σβήνει. "Αν εκδηλώθηκε κάπως, αυτό Εγινε γιά νά αύτοακρωτηριαστεΐ στην κορφή τής εφηβείας. Κι έδώ παρέμεινε, στό ύψιστο σημείο, σάν Ινας
126
«νεαρός βασιλιάς - ήλιος».
Αυτή ή άρνηση τής (δριμότητας, Ιτσι καθώς μάς φανερώνεται, Εχει τήν ποιότητα τοΰ τραγικού μεγαλείου. "Ωριμος ώς προς τί; Τόν φανταζόμαστε νά βάζει στον εαυτό του τό ερώτημα. Στους κόλπους μιας ανθρωπότητας πού περιέχει τή δουλεία καί τόν ευνουχισμό; "Εδωσε αναρίθμητα μπουμπούκια- άλλα ν' ανθίσει; Ή άνθιση είναι τό σημάδι τής τελικής φθοράς. Προτίμησε νά πεθάνει σά μπουμπούκι. Είναι ή υπέρτατη χειρονομία τής θριαμβευτικής νεότητας. Θά υποφέρει γιατί τά δ-νειρά του καταστράφηκαν, δχι γιατί βροιμίστηκαν. Είχε διαβλέψει τή λαμπρότητα καί τήν πληρότητα τής ζωής τοΰ κόσμου. «Αυτή ή χαμένη ψυχή ανάμεσα σέ μάς δλοος», νά πώς αϋτοπεριγράφεται πολλές φορές.
Μόνος καί χωρίς εφόδια, Εφερε τά νιάτα του στά πιό ακραία δρια. "Οχι μονάχα κυριαρχεί σ ' αυτό τό βασίλειο, δποις κανένας δέν τό είχε κάνει ποτέ πρίν, άλλα καί τό εξαντλεί —<8στε, τουλάχιστον νά τό γνωρίσουμε. Τά φτερά πού τόν φέρανε σαπίζουν στον τάφο τοΰ κουκουλιοΰ πού αρνήθηκε νά εγκαταλείψει. Πεθαίνει μέσα στή μήτρα τής ίδιας του τής δημιουργίας, ακέραιος άλλα μέσα σέ ομίχλες. Αυτή ή παρά φύση κατάσταση είναι ή προσωπική του συμβολή στή μυθολογία τών αρνήσεων. Τό στοιχείο τής προσήλοκτης (ναρκισσισμός), άλλη δψη τοΰ πίνακα, προκαλεί Ιναν τρόμο δυνατότερο άπ' δλους τους άλλους: τήν απώλεια τής ταυτότητας του. Αυτή ή απειλή, πού τήν ένιωθε πάντα, καταδίκασε τή ψυχή του σ" αυτή τή λησμονιά πού απελπιζόταν άλλοτε πώς δέ θά μπορέσει ποτέ νά πλησιάσει. Τό Σύμπαν τοΰ ονείρου τόν εξουσιάζει, τόν πνίγει, τόν έξοργίζεν νάτος πού Ιγινε μούμια, ταριχευμένη άπ' τά ίδια της τά τεχνάσματα.
Μ' αρέσει νά τόν συγκρίνω μ ' Ινα Κολόμβο τής
Νιότης, πού διεύρυνε τά δρια αυτής τής περιοχής, Εστω
127
καί κακοεξερευνημένης. Τά νιάτα τελειώνουν έκεΐ πού ή (δριμη ηλικία αρχίζει, λένε. Αυτό δέν πάει νά πει τίποτε, γιατί άπ' τήν αρχή τής 'Ιστορίας ό άνθρωπος δέν επωφελήθηκε ποτέ εντελώς άπ" τά νιάτα ούτε άπ' τίς αναρίθμητες δυνατότητες τής (δριμης ηλικίας. Πώς μπορείς νά γνωρίσεις τό μεγαλείο καί τήν πληρότητα τής νιότης δταν φθείρεις τίς δυνάμεις σου γιά νά πολεμήσεις τά σφάλματα καί τά ψέματα πού μεταδόθηκαν άπ' τους γονείς καί τους προγόνους; Είναι δουλειά τής νιότης νά σπάταλα τήν ενέργεια της γιά νά ξεσφίξει τό βρόχο τοΰ θανάτου; "Η μοναδική αποστολή τής νιότης στή γή δέν είναι λοιπόν παρά νά επαναστατεί, νά καταστρέφει, νά δολοφονεί; "Η νιότη δέν είναι καλή παρά γιά νά θυσιάζεται; Καί τά δνειρα τής νιότης; Πρέπει πάντα νά τ ' αντιμετωπίζουμε σάν ανοησίες; Δέν πρέπει νά στεγάζουν παρά χίμαιρες; Τά δνειρα είναι τά μπουμπούκια καί οί βλαστοί τής φαντασίας• έχουν κι αυτά τό δικαίωμα νά τραβήξουν τό δικό τους δρόμο. "Αν πνίξετε ή ακρωτηριάσετε τά δνειρα τής νιότης, καταστρέφετε τόν ίδιο τό δημιουργό. Δέν μπορούμε νά έχουμε αληθινά ώριμη ηλικία, άν δέν προηγηθεί αληθινή νεότητα. "Αν ή κοινοινία έφτασε νά μοιάζει μέ μιά προθήκη άσκημων πραγμάτων, δέν ευθύνονται γ ι ' αυτό οί παιδαγιογοί μας καί οί δάσκαλοι μας; Σήμερα, δπως καί χτες, ό νέος πού θά ήθελε νά ζήσει τή ζωή του δέ θά είχε χώρο νά στραφεί, νά ζήσει τή νιότη του, έκτος κι άν διπλωμένος μέσα στό κουκούλι του κλείσει δλες τίς εξόδους καί ενταφιαστεί ζωντανός. Τό δ,τι ή μάνα γή είναι «ένα αυγό γεμάτο αγαθά», αυτή είναι μιά ίδέα πού έχει όποστεΐ βαθιές αλλαγές. Τό κοσμικό αυγό έχει κλούβιο κρόκο. Αυτή είναι σήμερα ή μάνα γή. Οί ψυχαναλυτές παγίδεψαν τό δηλητήριο ώς μέσα στή μήτρα, άλλα γιά ποιο λόγο; Χάρη σ ' αυτή τή σπουδαία ανακάλυψη, μάς επιτρέπεται, νομίζω νά πηδούμε άπό τό Ινα
128
αυγό στό άλλο, τό ίδιο κλούβιο. Είναι αλήθεια πώς τό πιστεύουμε, άλλα πιστεύουμε ή δχι δέν αλλάζει τίποτε: είναι μιά ολοκληρωτική καί τέλεια κόλαση. Λένε γιά τό Ρεμπώ πώς «περιφρόνησε τίς μεγαλύτερες απολαύσεις αύτοΰ τοΰ κόσμου». Δέν οφείλουμε νά τόν θαυμάζουμε γι ' αυτό; Γιατί νά πυκνώνουμε ακόμα τίς γραμμές τοΰ θανάτου καί τών ερειπίων; Γιατί νά γεννάμε καινούργια τέρατα άρνησης καί ματαιότητας; "Ας αφήσουμε τήν κοινοινία νά λυσσομανά πάνω στό ίδιο της τό πτώμα! "Ας ζητήσουμε Ενα καινούργιο ουρανό καί μιά καινούργια γή! Αυτό ήταν τό νόημα τής επίμονης επανάστασης τοΰ Ρεμπώ.
Σάν τό Χριστόφορο Κολόμβο, ό Ρεμπώ ρίχτηκε στην ανακάλυψη ενός δρόμου προς τή Γή τής 'Επαγγελίας. Τή Γή τής 'Επαγγελίας τής Νιότης! Στην άξιολύπητη νιότη του τράφηκε μέ βιβλία δπως ή «Βίβλος» ή « Ό Ροβινσώνας Κροΰσος» πού συνήθοις δίνουμε στά παιδιά. "Ενα άπ' αυτά, πού άγαποΰσε ιδιαίτερα, ήταν « Ή κατοικία τής έρημου». Παράξενη σύμπτιοση, παιδί ακόμα, νά Ιχει βρει καταφύγιο σ ' αυτή τήν έρημο πού θά γινόταν ή βάση τής ζοιής του. Μήπως άπ' τίς μακρινές ακόμα εκείνες μέρες, έξω άπ' τό παιχνίδι κι εντελώς μόνος, έβλεπε τόν εαυτό του ν ' άποτυχαίνει, ν ' αποξενώνεται άπ' τόν πολιτισμό;
"Αν υπήρξε ένας άνθρωπος πού μπόρεσε νά δει μέ δυό μάτια, αυτός ήταν σίγουρα ό Ρεμπώ. Μιλώ βέβαια γιά μάτια τής ψυχής. Τό Ινα τοΰ επέτρεπε νά βυθιστεί μέσα στην αιωνιότητα- τό άλλο νά βυθομετρήσει «τό χρόνο καί τά δημιουργήματα», δπως λέει τό «Μικρό βιβλίο τής τέλειας ζωής». « ' Α λ λ ά αυτά τά δυό μάτια τής ψυχής δέν μπορούν νά ολοκληρώσουν τή δουλειά τους ταυτόχρονα», έγραψε. «"Αν ή ψυχή είναι Ικανή νά βλέπει μέ τό δεξί της μάτι μέσα στην αίωνιότητα, τότε τό αριστερό μάτι πρέπει νά κλειστεί, ν ' ακινητοποιηθεί καί νά ΰπο-
129
δυθεΐ τό πεθαμένο». "Ο Ρεμπώ Εκλεισε μήπως τό μάτι πού δέν Επρεπε; Πώς αλλιώς νά εξηγηθεί ή αμνησία του; Αυτός ό άλλος εαυτός πού τόν φορούσε σάν πανοπλία γιά νά δώσει μάχη μέ τόν κόσμο, τόν Εκανε άτροιτο; Θοιρακισμένος σάν αστακός, δέν μπορούσε νά έπίοφελη-θεΐ οϋτε άπ' τήν Κόλαση ούτε άπ* τόν Παράδεισο. Δέν υπήρχαν συνθήκες ή περιοχές Ικανές νά τόν κάνουν νά ρίξει άγκυρα- είναι ακριβώς σάν ν ' άγγιζε τό Εδαφος, χωρίς ποτέ νά βάλει πόδι. Σάν κυνηγημένος άπ' τίς Μαινάδες, ρίχτηκε άσπλαχνα άπ' τό Ενα άκρο στό άλλο.
'Υπήρξε ακόμα, άπό πολλές απόψεις, ελάχιστα Γάλλος. 'Αλλά ποτέ δέν υπήρξε τόσο λίγο, δσο στή νεότητα του. Τήν αδεξιότητα, πού δλοι οί Γάλλοι αποστρέφονται, τή βρίσκουμε σ ' αυτόν στον πιό ψηλό βαθμό. Ήταν τόσο ασυνήθιστος, δσο Ενας Βίκινγκ στην αυλή τοΰ Λουδοβίκου 14ου. «Νά δημιουργήσει μιά καινούργια φύση καί, κατά συνέπεια, μιά καινούργια τέχνη», ήταν δποις τό έχουν πει, ή διπλή του φιλοδοξία. Γιά τή Γαλλία τής εποχής του, ανάλογες Ιδέες ήταν τόσο κατανοητές δσο ή λατρεία Ενός πολυνησιακοϋ είδώλου. Ό Ρεμπώ εξηγούσε, στά γράμματα του άπ' τήν 'Αφρική, σέ ποιο βαθμό τοΰ ήταν αδύνατο νά επανασυνδεθεί μέ μιά ευρωπαϊκή ύπαρξη. 'Ομολογούσε πώς ή ίδια ή εύρίοπαϊκή γλώσσα τοΰ είχε γίνει ξένη. Στή σκέψη, καθώς καί στίς πράξεις, βρισκόταν πιό κοντά στό νησί τοΰ Πάσχα άπ' δ,τι στό Παρίσι, τό Λονδίνο ή τή Ρώμη. Αυτή ή άγρια φύση πού Εφερνε μέσα του άπ' τά παιδικά του χρόνια, Εντεινόταν μέ τήν πάροδο τοΰ καιροΰ- Εκδηλωνόταν περισσότερο δταν αναγκαζόταν νά συμβιβαστεί παρά στίς στιγμές τής Εξέγερσης. Παρέμενε πάντα Ενας παρείσαχτος, παίζοντας τό μοναχικό του παιχνίδι, γεμάτος περιφρόνηση γιά τους τρόπους καί τίς μεθόδους πού ήταν υποχρεωμένος νά υίοθετεΐ. Φαινόταν νά τοΰ αρέσει περισσότερο νά καταπατάει τόν κόσμο, παρά
130
νά τόν δαμάζει. "Οσο τά βουβάλια ονειρεύονταν, ονειρευόταν κι Ε
κείνος, αυτό είναι σίγουρο. 'Αλλά δέν ξέρουμε τά δ-νειρά του. Μονάχα τά παράπονα του καί οί διαμαρτυρίες του φτάνουν (δς Εμάς, δχι οί Ελπίδες του ή οί προσευχές του• ξέρουμε τήν περιφρόνηση καί τήν πίκρα του, άλλα δχι τήν τρυφερότητα καί τίς επιθυμίες του. Τόν βλέπουμε απασχολημένο μέ χίλιες υλικές λεπτομέρειες καί συμπεραίνουμε άπ' αυτό πώς σκότωσε μέσα του τόν ονειροπόλο. Ναί, είναι πολύ πιθανό νά Επνιξε τά δνειρά του, γιατί ήταν υπερβολικά. "Οπως εξάλλου είναι πιθανό νά πίστεψε περισσότερο άπ' δσο Επρεπε στην πνευματική του υγεία. Τί ξέρουμε, αλήθεια, γιά τήν Εσωτερική του ζωή στά τελευταία χρόνια; Στην πραγματικότητα τίποτα. Είχε κλειστεί σέ τείχη. "Αν Εβγαινε άπ' τή νάρκη του, ήταν μόνο γιά νά βγάλει ενα γρύλισμα, ενα παράπονο ή γιά ν ' αφήσει νά τοΰ ξεφύγει ένας όρκος.
Στην ανάβαση τής νιότης αντέταξε τήν κατάβαση τών γερατειών. Κανένα ημίμετρο, σάν τή ψεύτικη (δρι-μότητα τοΰ πολιτισμένου άνθρωπου, ή τή μετριότητα, τή φοβισμένη μετριότητα. Καθόλου περίεργο νά θεωρεί τους αγίους, τους Ερημίτες ή τους καλλιτέχνες σάν ανθρώπους τής δράσης. Είχαν τή δύναμη νά ζουν στό περιθώριο τοΰ κόσμου, αψηφώντας τά πάντα, έχτός άπ' τό Θεό. Δέν ήταν σκουλήκια πού συστρέφονται καί Ερπουν, πού επιδοκιμάζουν οποιοδήποτε ψέμα άπό φόβο μήπως χάσουν ησυχία καί ασφάλεια. 'Ακόμα, δέ φοβοΰνταν νά στρατευτοΰν μέσα σέ μιά ζωή εντελώς καινούργια! "Ομως, ή επιθυμία τοΰ Ρεμπώ δέν ήταν νά ζήσει στό περιθώριο τοΰ κόσμου. ' Αγάπησε τόν κόσμο δσο λίγοι τόν αγάπησαν. "Οπου νά πήγαινε, ή φαντασία του τόν προλάβαινε, ανοίγοντας μπροστά του λαμπρούς ορίζοντες πού, φυσικά, πάντα μετατρέπονταν σέ αυταπάτη. Μόνο
131
•
τό άγνωστο τόν ενδιέφερε. Γ ι ' αυτόν ή γή δέν ήταν μιά έρημος κρατημένη γιά τίς μετανοημένες καί θλιμμένες ψυχές πού αποποιήθηκαν τό πνεΟμα, άλλα Ινας πλανήτης ζωντανός, σπαρταριστός καί μυστηριώδης δπου οί άνθρωποι θά μπορούσαν νά ζήσουν σάν βασιλιάδες, μέ λίγη προσπάθεια. ' Ο χριστιανισμός έκανε τόν κόσμο Ινα αντικείμενο αποστροφής. Καί ή πρόοδος βάδιζε στους ήχους μιας πένθιμης ακολουθίας. Πίσοι, λοιπόν! Νά ξαναπιάσουμε τή ροή τών πραγμάτων έκεΐ δπου ή 'Ανατολή στή μεγαλοπρέπεια της τά άφησε! 'Αντίκρυ στον ήλιο, χαιρετισμός στή ζωή, δόξα στό θαΰμα! "Εβλεπε πώς ή επιστήμη είχε γίνει μιά άπατη τόσο μεγάλη δσο ή θρησκεία, πώς ό εθνικισμός ήταν κάτι γελοίο, ό πατριοπισμός μιά πλάνη, ή παιδεία ένα είδος λέπρας καί πώς ή ηθική ήταν καλή γιά τους κανίβαλους. "Ολα του τά βέλη έβρισκαν τό στόχο τους. Κανείς δέν είχε μιά δράση τόσο διαπεραστική, μιά ματιά τόσο σωστή δσο αυτό τό ξανθό αγόρι τών δεκαεφτά χρόνων μέ τά πράσινα μάτια. Κάτω οί γέροι! "Ολα έχουν σαπίσει εδώ. Πυροβολεί έκ τοϋ συστάδην προς δλες τίς κατευθύνσεις. 'Αλλά δέν πολέμησε δσο χρειαζόταν γιά νά είναι ή νίκη του τελεσίδικη. 'Ανώφελο νά τραβήξει πάνω σέ ψευτοπερίστερα, σκέφτεται. "Οχι, ή δουλειά τής κατεδάφισης απαιτεί πιό δολοφονικά δπλα. 'Αλλά ποΰ νά τά βρει; Σέ ποιο οπλοστάσιο;
Είναι ή στιγμή πού διαλέγει, αναμφίβολα, ό Διάβολος γιά νά εμφανιστεί. Είναι εϋκολο νά φανταστούμε ποια υπήρξαν τά λόγια του...« "Αν επιμείνεις ν ' ακολουθείς αυτό τό δρόμο, θά σέ οδηγήσει στό άσυλο. Μήποις φαντάζεσαι πώς έχεις τή δύναμη νά σκοτώσεις τό θάνατο; "Αφησε σέ μένα τή φροντίδα του: ό θάνατος είναι ή τροφή μου. 'Επιπλέον, δέν άρχισες ακόμα νά ζεις. Προικισμένος καθώς είσαι, ό κόσμος σοΰ ανήκει, δσο λίγο κι άν τό ζητάς. Αυτό πού σοΰ δίνει τήν
άνοπερότητά σου, είναι πώς δέν έχεις καρδιά. Γιατί νά κυλιέσαι μέσα στην αποσύνθεση αυτών τών σερνόμενων πτωμάτων;» Ό Ρεμπώ απάντησε σίγουρα: «Σύμ-φωνοι!», περήφανος πού δέ σπατάλησε τίς λέξεις του, σάν άνθρωπος λογικός πού ήταν. 'Αλλά αντίθετα άπ' τόν Φάουστ, πού τόν είχε εμπνεύσει, ξέχασε ν ' απαιτήσει τό τίμημα. "Η ή ανυπομονησία του ήταν τόσο μεγάλη πού δέν περίμενε νά μάθει τους δρους τής συμφωνίας. "Η ακόμα μπορεί νά υπήρξε τόσο αφελής, πού νά μήν υποψιάστηκε πώς είχε νά κάνει μέ μιά εμπορική πράξη. Γιατί υπήρξε πάντα άδολος, ακόμα καί μέσα στίς παρεκτροπές του. Είναι ή αθωότητα του πού τόν έκανε νά πιστεύει σέ μιά Γή τής ' Επαγγελίας, δπου θά βασίλευαν τά νιάτα. Καί τήν πίστευε ακόμα κι δταν τά μαλλιά του άρχισαν ν ' ασπρίζουν. 'Ακόμα κι δταν εγκατέλειψε γιά πάντα τήν Αιθιοπία, δέν τού περνούσε κάν ή ιδέα πώς θά πέθαινε σ ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου στή Μασσαλία, άλλα μονάχα πώς θά έκανε πανιά γιά ξένες χώρες. Τό πρό-σοιπό του ήταν πάντα στραμμένο προς τόν ήλιο. "Ηλιος καί Σάρκα. Και στην αυγή, είν' ό χρυσός κόκορας πού τραγουδάει. Μακριά, δπως Ινας άντικατοπτρισμός πού απομακρύνεται πάντα, οί λαμπρές πολιτείες. Καί στον ουρανό, οί λαοί τής γης προχωρούν, προχωρούν ασταμάτητα. Παντού μυθικές δπερες, οι δικές του καί κείνες τών άλλαιν: δημιουργία στή δημιουργία, Ινας άτέλεκοτος ύμνος πού απορροφά τό άπειρο. Δέν είναι τό όνειρο ενός ναρκομανή, είναι τό όνειρο ενός οραματιστή.
Ή διάψευση του υπήρξε ή τρομερότερη πού ξέρω. Είχε ζητήσει περισσότερα άπ' δσα τόλμησε ποτέ οποιοσδήποτε, καί είχε δεχτεί πολύ λιγότερα, δσο δέν τό άξιζε. Καταφαγωμένος άπ' τήν ίδια του τήν πίκρα, άπ' τήν απελπισία του, τά δνειρά του παραδόθηκαν στή σκουριά. 'Αλλά μένουν γιά μάς καθαρά καί χωρίς λεκέδες, δπ<ος τή μέρα τής γέννησης τους. ' Α π ' τή
132 133
^
σαπίλα πού διέσχισε, δέν υπάρχει τό παραμικρό £λκος. "Ολα είναι λευκά, λαμπερά, παλλόμενα καί δυναμικά, εξαγνισμένα άπ' τή φοπιά. Περισσότερο άπό κάθε δλλό ποιητή, καθηλώθηκε σ ' αυτό τόν τρωτό χώρο πού τόν ονομάζουμε καρδιά. Μέσα σ ' δλα αυτά πού συντρίφτηκαν —σκέψη, κίνηση, δράση, ζωή— ανακαλύπτουμε τόν περήφανο Πρίγκιπα των ' Αρδεννών. "Ας αναπαύεται έν ειρήνη!
Ό Χένρυ Μίλλερ γεννήθηκε στη Νέα 'Υόρκη τό 1891. Άφοϋ δοκίμασε αρχικά διάφορες δουλειές (ράφτης, υπάλληλος τηλεγραφικής εταιρείας κλπ.) αφοσιώθηκε, άπό τό 1924, στό γράψιμο. Τό 1930 εγκαθίσταται στό Παρίσι, οπού γράφει τόν «Τροπικό τοΰ Καρκίνου» (1934), τή «Μαύρη "Ανοιξη» (1936), τόν Τροπικό τοΰ ΑΙγόκερω» (1939). Στην Αμερική επιστρέφει τό 1940. "Αλλα έργα του: Ό Κολοσσός τοΰ Μαρονσιον», «'Αναμνήσεις, αναμνήσεις», «Σέξους», «Πλέζονς», « "Ενας διάβολος στον Παράδεισο», «Κυριακή μετά τόν πόλεμο» κΛ. «Ό Καιρός των δολοφόνων» κυκλοφόρησε τό 1955, άλλα είναι γραμμένος δέκα χρόνια νωρίτερα, ϋστερ' άπό μιά αποτυχημένη προσπάθεια —δπως ό ίδιος ό συγγραφέας αποκαλύπτει— νά μεταφράσει στ' αγγλικά τό «Μιά 'Εποχή στην Κόλαση».
134