Labour Market Reforms in the European Union

30
1 Εισαγωγή. Η αγορά εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελεί ένα οµογενές σύνολο που περικλείει αυτές των κρατών µελών της. Ως εκ τούτου και η µεταρρύθµιση της δεν είναι το άθροισµα των µεταρρυθµίσεων που πραγµατοποιούν τα κράτη µέλη. Με στόχο λοιπόν την απόκτηση µιας περισσότερο διαυγούς εικόνας για την διαδικασία της µεταρρύθµισης θα προχωρήσουµε στην µελέτη παραδειγµάτων που λόγω της δυναµικής τους, τα αποτελέσµατα τους επηρεάζουν το ευρωπαϊκό status quo. Η ∆ανία που εξετάζεται πρώτη βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος την τελευταία δεκαετία κυρίως λόγω της flexicurity και των αξιόλογων αποτελεσµάτων που της χρεώνονται. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι µεταρρυθµίσεις στην Γερµανία και στην Γαλλία, που εκτός του ότι συναποτελούν το ηπειρωτικό µοντέλο, έχουν µία ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα µέσα στου κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το µέλλον των αγορών εργασίας στην Ε.Ε. Στο τέλος της εργασίας γίνεται µια απόπειρα να βρεθούν αφενός οι κοινές συνισταµένες των µεταρρυθµίσεων που παρουσιάσθηκαν και αφετέρου της σκέψης που τις υπαγόρευσαν.

description

An essay written during postgraduate studies, about the reforms in the European Labour systems.

Transcript of Labour Market Reforms in the European Union

Page 1: Labour Market Reforms in the European Union

1

Εισαγωγή. Η αγορά εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελεί ένα οµογενές σύνολο που περικλείει αυτές των κρατών µελών της. Ως εκ τούτου και η µεταρρύθµιση της δεν είναι το άθροισµα των µεταρρυθµίσεων που πραγµατοποιούν τα κράτη µέλη. Με στόχο λοιπόν την απόκτηση µιας περισσότερο διαυγούς εικόνας για την διαδικασία της µεταρρύθµισης θα προχωρήσουµε στην µελέτη παραδειγµάτων που λόγω της δυναµικής τους, τα αποτελέσµατα τους επηρεάζουν το ευρωπαϊκό status quo. Η ∆ανία που εξετάζεται πρώτη βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος την τελευταία δεκαετία κυρίως λόγω της flexicurity και των αξιόλογων αποτελεσµάτων που της χρεώνονται. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι µεταρρυθµίσεις στην Γερµανία και στην Γαλλία, που εκτός του ότι συναποτελούν το ηπειρωτικό µοντέλο, έχουν µία ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα µέσα στου κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το µέλλον των αγορών εργασίας στην Ε.Ε. Στο τέλος της εργασίας γίνεται µια απόπειρα να βρεθούν αφενός οι κοινές συνισταµένες των µεταρρυθµίσεων που παρουσιάσθηκαν και αφετέρου της σκέψης που τις υπαγόρευσαν.

Page 2: Labour Market Reforms in the European Union

2

1.Μεταρρυθµίσεις στην Αγορά Εργασίας της ∆ανίας. Μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ∆ανία ξεχωρίζει για το χαµηλό ποσοστό ανεργίας που έχει επιτύχει κρατώντας ταυτόχρονα τον πληθωρισµό της οικονοµίας της σε εξαιρετικά χαµηλό επίπεδο. Ο συνδυασµός αυτών των δύο µεγεθών καθιστά τουλάχιστον ενδιαφέρουσα την περίπτωση της ∆ανίας και επιτάσσει µία πιο ενδελεχή µελέτη των παραγόντων που οδήγησαν στην επίτευξη ενός τέτοιου αποτελέσµατος. Ενός αποτελέσµατος που αποκτά ιδιαίτερη αξία αν ειδωθεί µέσα από ένα αντιπαραθετικό πρίσµα µε τις προσπάθειες των υπολοίπων κρατών µελών για µείωση της ανεργίας χωρίς την παρουσία υψηλού πληθωρισµού. Ως έτος σταθµό για τις µεταρρυθµιστικές ενέργειες της ∆ανίας θα θεωρήσουµε το 1994. Η κυβέρνηση συνεργασίας που προέκυψε από τις εκλογές του 1993, εισήγαγε µία δέσµη µεταρρυθµίσεων της αγοράς εργασίας µε στόχο αφενός την µείωση της ανεργίας και αφετέρου της χρονικής διάρκειας που κάποιος παρέµενε άνεργος. Αιχµή της µεταρρύθµισης αλλά και σηµείο τοµής σε σχέση µε τις προγενέστερες αποτέλεσαν τα προγράµµατα ενεργητικής πολιτικής για την αγορά εργασίας (active labour market policies, στο εξής ALMP). Η στόχευση των προγραµµάτων αυτών εστιάσθηκε κυρίως σε τρείς κατηγορίες ανέργων (Holm,2001):

1. Άτοµα που χρειάζονται την κρατική αρωγή µόνο στην προσπάθεια τους για εύρεση εργασίας.

2. Άτοµα που χρήζουν επανεκπαίδευσης και απόκτησης νέων εφοδίων και δεξιοτήτων ώστε να απορροφηθούν από την αγορά εργασίας.

3. Άτοµα που ενώ υφίστανται το πρόβληµα της ανεργίας βρίσκονται αντιµέτωποι και µε άλλης φύσεως κοινωνικές παθογένειες.

Είναι σηµαντικό σε αυτό το σηµείο να αναφερθεί ότι ταυτόχρονα µε την εισαγωγή των νέων µέτρων άλλαξε και ο τρόπος µε τον οποίο το κράτος όριζε την ανεργία. Αρχικά για να ενταχθεί ένας ενδιαφερόµενος σε πρόγραµµα ALMP έπρεπε να παραµείνει τέσσερα χρόνια άνεργος ενώ µετά το 1994 η περίοδος παραµονής µειώθηκε στον ένα χρόνο. Παράλληλα µειώθηκε και η χρονική διάρκεια (από εφτά έτη σε τέσσερα) που ο άνεργος επωφελείται από το επίδοµα ανεργίας χωρίς να συµµετέχει ταυτόχρονα σε κάποιο πρόγραµµα ALMP. Όπως γίνεται φανερό από το γράφηµα που ακολουθεί η περίοδος αυτή µηδενίστηκε. Η αλλαγή νοοτροπίας και πολιτικής που βρίσκεται πίσω από αυτή την αλλαγή συµπυκνώνεται από την αρχή “right and duty” (Andersen and Svarer,2007). Σύµφωνα µε την αρχή αυτή κάθε άνεργος έχει το δικαίωµα να ζητήσει και να λάβει βοήθεια από την πολιτεία, ταυτόχρονα όµως έχει και την υποχρέωση απέναντι της να εντείνει τις προσπάθειες του για εύρεση εργασίας. Εποµένως τίθεται πλέον περισσότερο επιτακτικά το ζήτηµα

Page 3: Labour Market Reforms in the European Union

3

της προσωπικής ευθύνης που φέρει ο άνεργος και η ανεργία ως φαινόµενο παύει να αντιµετωπίζεται αποκλειστικά από παρεµβάσεις του κράτους που θα έχουν ως στόχο µόνο τη διατήρηση του εισοδήµατος του ανέργου κοντά στα προηγούµενα επίπεδα του. Στο διάγραµµα που παρατίθεται παρακάτω βλέπουµε τη σταδιακή µείωση του χρόνου που ο άνεργος έχει τη δυνατότητα να µην συµµετέχει σε κάποιο πρόγραµµα ενώ λαµβάνει κανονικά το επίδοµα ανεργίας. Ακόµη, η συµµετοχή του ανέργου σε κάποιο πρόγραµµα συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώµατος καταβολής του επιδόµατος σε περίπτωση που αποφασίσει να διακόψει την παρακολούθηση του. Παρόλο που η αρχή “right and duty” δεν θίγει το επίπεδο των υψηλών επιδοµάτων ανεργίας και κοινωνικών παροχών της ∆ανίας, η κατάσταση όσον αφορά τους νέους σε ηλικία ανέργους είναι διαφορετική. Οι άνεργοι ηλικίας µέχρι 25 ετών είναι υποχρεωµένοι να παρακολουθούν προγράµµατα επιµόρφωσης µετά από 13 εβδοµάδες ανεργίας και ταυτόχρονα το ύψος του επιδόµατος µειώνεται δραστικά. Figure 10: Changes to the social security system—eligibility and activation periods Note: The ‘‘right and duty’’ principle in the activation period was introduced in 1995. As of 2003, there is no distinction between the two periods. Sources: The Danish Ministry of Finance (1999), The Danish Ministry of Labour (2000) and The Danish Ministry of Employment (2002).

Όσον αφορά στη θεσµική της διάσταση η µεταρρύθµιση του 1994 εστιάζει κυρίως στην αναδιοργάνωση της λειτουργίας των γραφείων εργασίας, τα οποία κλήθηκαν να ανταπεξέλθουν σε ένα βαρύ και ολοένα αυξανόµενο φόρτο εργασίας. Στις αρµοδιότητες τους εµπίπτει από το ΄94 και µετά η προσωπική επαφή µέσω της διαδικασίας της συνέντευξης µε κάθε άνεργο και η εξεύρεση µιας εξατοµικευµένης λύσης ικανής να ανταποκρίνεται µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις δυνατότητες και τις προσδοκίες του. Για το λόγο αυτό τα έτη 1994-1995 παρουσιάζεται µία πτώση στη συµµετοχή των ανέργων σε προγράµµατα “ενεργοποίησης”, που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη προετοιµασίας των γραφείων εργασίας να διαχειρισθούν και να φέρουν εις πέρας την ένταξη των ανέργων σε πληθώρα νέων προγραµµάτων.

Page 4: Labour Market Reforms in the European Union

4

Στον τοµέα της νοµοθετικής προστασίας των εργαζοµένων (EPL) η συνεισφορά της µεταρρύθµισης απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί καίρια. Η ∆ανία από το παρελθόν έχει διαµορφώσει µία αγορά εργασίας µε ιδιαίτερα ελαστικούς κανόνες τόσο για την πρόσληψη όσο και για την απόλυση εργαζοµένων. Από το 1980 και µετά η µόνη παρέµβαση για τη νοµοθετική προστασία των εργαζοµένων αφορούσε τις συµβάσεις ορισµένου χρόνου και τον περιορισµό στην δυνατότητα ανανέωσης τους(Andersen and Svarer,2007). Μετά το 1994 οι περιορισµοί άρθηκαν αλλά η επιπτώσεις είναι αµελητέες µιας και µόνο ένα µικρό ποσοστό εργαζοµένων απασχολείται µε τέτοιου είδους συµβάσεις. Αντίθετα στο πεδίο του εργάσιµου χρόνου οι αλλαγές είναι σηµαντικές. Μετά τη µεταρρύθµιση γίνεται επιτρεπτή µία µεγαλύτερη ελαστικότητα στον καθορισµό των εργάσιµων ωρών ανά ηµέρα και ανά εβδοµάδα αρκεί µέσα στο έτος να µην ξεπερνούν τις συνολικές ώρες που καθορίζονται από τη συλλογική σύµβαση εργασίας. Τέλος στον καθορισµό των µισθών πραγµατοποιείται µία µετακίνηση από ένα κεντρικό επίπεδο καθορισµού τους σε ένα περισσότερο αποκεντρωµένο. Υπό το νέο αυτό πλαίσιο διαπραγµάτευσης όπως είναι αναµενόµενο προκύπτει ένα εύρος διαφορετικών συµβάσεων εργασίας και ταυτόχρονα µειώνονται οι εργαζόµενοι που καλύπτονται από την συλλογική σύµβαση.

Αν κάναµε µια απόπειρα να απεικονίσουµε την κατάσταση στην αγορά εργασίας της ∆ανίας όπως διαµορφώθηκε µετά την µεταρρύθµιση του 1994 θα ήµασταν αναγκασµένοι να κοιτάξουµε δύο θεµελιώδη µεγέθη, την ανεργία και τον πληθωρισµό. Από τα γραφήµατα που παρατίθενται παρακάτω γίνεται φανερό ότι πράγµατι η ∆ανία κατάφερε να επιτύχει τους στόχους που είχε θέσει. Unemployment rates: Euroland and Denmark, 1970–2006 Source: OECD. Inflation rate in E.U , source:OECD S

Page 5: Labour Market Reforms in the European Union

5

Αν στρέφαµε την προσοχή µας µόνο στο γράµµα και όχι στο πνεύµα της µεταρρύθµισης του 1994 θα οδηγούµασταν µοιραία σε ένα συµπέρασµα αν όχι λανθασµένο τουλάχιστον αστήριχτο. Ότι η υιοθέτηση µιας περισσότερο ενεργής πολιτικής απασχόλησης καταπολέµησε αποτελεσµατικά την ανεργία και ταυτόχρονα κράτησε χαµηλά τον πληθωρισµό. Για να αποφύγουµε λοιπόν µια προδήλως σχηµατοποιηµένη εξήγηση της επιτυχίας της ∆ανίας είναι απαραίτητο να διευρύνουµε την µελέτη µας και να εστιάσουµε στο πλαίσιο που παρήγαγε την προαναφερθείσα µεταρρύθµιση και µέσα στο οποίο αυτή προσετέθη.

2.Από τον Keynes στον Schumpeter.

Στο πρόσφατο παρελθόν της ∆ανίας, κατά τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, η αγορά εργασίας χαρακτηριζόταν από ένα υψηλό ποσοστό ανεργίας και ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας. Παράλληλα οι εργαζόµενοι όπως έχει προαναφερθεί δεν προστατεύονταν µε νοµοθετικές ρυθµίσεις. Το κράτος της ∆ανίας στις επαναλαµβανόµενες προσπάθειες του για µείωση της ανεργίας στρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά στην πλευρά της ζήτησης εργασίας. Με κύριο εργαλείο την αύξηση των δηµοσίων δαπανών στόχευε στην τόνωση της κατανάλωσης και προσδοκούσε ως αποτέλεσµα την δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας από τις επιχειρήσεις που θα εµφάνιζαν αυξηµένα κέρδη. Η αύξηση όµως των κρατικών δαπανών οδήγησε αφενός σε µια παράλληλη αύξηση του κρατικού ελλείµµατος και αφετέρου σε αύξηση του πληθωρισµού (Torfing,1999).

Το χρόνιο αδιέξοδο των πολιτικών που εφαρµόζονταν οδήγησε σταδιακά στην λήψη της απόφασης για αλλαγή όχι µόνο των ρυθµίσεων στην αγορά εργασίας αλλά και του Κεϋνσιανού µοντέλου (Keynesian Welfare State) που ως τότε επικρατούσε. Ως κεϋνσιανό σύµφωνα µε τον Torfing θεωρείται το µοντέλο που έχει ως συνισταµένες την συγκέντρωση και την αξιοποίηση του κεφαλαίου µέσα σε µία κοινωνία πλήρους απασχόλησης. Το µοντέλο αυτό προϋποθέτει µία οικονοµία η οποία εµφανίζει σχετικά µικρή αλληλεπίδραση µε τις οικονοµίες τρίτων κρατών. Η πλήρης απασχόληση σε ένα κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας έγκειται στην υπόθεση ότι η οικονοµίας ακολουθεί ένα Φορδικό µοντέλο ανάπτυξης σύµφωνα µε το οποίο η κοινωνία µαζικά παράγει και µαζικά καταναλώνει. Η µαζική αυτή κατανάλωση αποτελεί το κανάλι διαµοιρασµού των κερδών και για όσους δεν απασχολούνται ως εργαζόµενοι σε φορδικούς τοµείς παραγωγής έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ένα πιο δίκαιο σύστηµα διαµοιρασµού που ωφελεί συλλογικά την κοινωνία.

Η αποτυχία του µοντέλου αυτού να βγάλει την ∆ανία από έναν φαύλο κύκλο ανεργίας και πληθωρισµού οδήγησε στη σταδιακή εφαρµογή ενός µοντέλου διαφορετικού στη σύλληψη και στην πρακτική. Παράλληλα όµως άλλες τρεις κυρίως αιτίες συνηγορούσαν υπέρ της αλλαγής:

1. Η ολοένα και περισσότερο παγκοσµιοποιήµενη οικονοµία που δεν άφηνε περιθώρια για κέρδη σε µικρές ¨κλειστές¨ οικονοµίες.

2. Η ραγδαία ανάπτυξη νέων τεχνολογιών στον τοµέα της παραγωγής.

Page 6: Labour Market Reforms in the European Union

6

3. Η µετάβαση από ένα φορδικό µοντέλο µαζικής παραγωγής σε ένα µέτα-φορδικό µοντέλο όπου η παραγωγή είναι αποκεντρωµένη και διαµοιρασµένη όχι µόνο σε διαφορετικές περιοχές στο εσωτερικό ενός κράτους αλλά σε όλα τα µήκη και πλάτη της γης.

Οι λόγοι λοιπόν αυτοί οδήγησαν τη ∆ανία στην υιοθέτηση ενός σουµπετεριανού µοντέλου (Schumpeterian Workfare State1) που εισήχθη κατά τη δεκαετία του ΄80. Το εν λόγο µοντέλο ενώ διατηρεί ως στόχους την συγκέντρωση και την αξιοποίηση του κεφαλαίου όπως και το ΚWS, διαφέρουν οι στόχοι του ως προς την προώθηση της ανάπτυξης της παραγωγής σε µία ανοιχτή, ευέλικτη µετά φορδική οικονοµία, µέσω της καινοτοµίας και της ανταγωνιστικότητας (Jessop,1993). Τέλος, αντίθετα µε το KWS παρεµβαίνει από την πλευρά της προσφοράς εργασίας. Φαντάζει εποµένως περισσότερο ταιριαστό για την οικονοµία της ∆ανίας που βασίζεται σε µικρές καινοτόµες επιχειρήσεις που απευθύνονται όχι αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά αλλά και στην παγκόσµια.

Στην πράξη έχουν εφαρµοσθεί τρία µοντέλα SWS προσαρµοσµένα αναλόγως στην εγχώρια οικονοµική πραγµατικότητα κάθε χώρας: (Torfing, 1993)

• Νέο Φιλελεύθερο µοντέλο (neo liberal), όπου οι αποφάσεις λαµβάνονται από τις δυνάµεις της ελεύθερης αγοράς.

• Νέο Κρατικό Μοντέλο(neo statist), στο οποίο το κράτος είναι ο βασικός δρων και οι αποφάσεις λαµβάνονται σε κεντρικό επίπεδο ή υπό την εποπτεία του.

• Νέο Κορπορατιστικό (neo corporatist), όπου οι αποφάσεις λαµβάνονται µετά από συµφωνία των κοινωνικών εταίρων. Μία διαδικασία στην οποία συµµετέχει και το κράτος έχοντας συνήθως το ρόλο του διαιτητή.

Η ∆ανία είναι προσανατολισµένη σε ένα neo statist SWS. Οι λόγοι που οδήγησαν

στην επιλογή αυτή και όχι για παράδειγµα στην εφαρµογή του φιλελεύθερου µοντέλου εντοπίζονται κυρίως στην πολιτική κουλτούρα της ∆ανίας. Για την πλειοψηφία των ∆ανών πολιτών το ισχυρό κράτος πρόνοιας δεν ήταν ένα ζήτηµα υπό διακύβευση και αυτό έγινε σεβαστό και από τα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα. Τη δεκαετία του 80 η κυβέρνηση της ∆ανίας επιχείρησε µια φιλελεύθερη στροφή που θα συνεπαγόταν µείωση των επιδοµάτων ανεργίας και πρόνοιας καθώς και µια διαστολή των αρµοδιοτήτων των δυνάµεων της αγοράς. Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές και οι µεταρρυθµίσεις δεν προχώρησαν. Τα επόµενα όµως χρόνια η κοινή γνώµη ευρισκόµενη µπροστά σε αδιέξοδα έγινε πιο διαλλακτική και έδειξε έτοιµη να προχωρήσει σε αλλαγές. Οι αντιδράσεις των εργατικών συνδικάτων κάµφθηκαν διότι από την µία πλευρά βρίσκονταν αντιµέτωποι µε ένα συνεχώς διευρυνόµενο φάσµα ανεργίας και από την άλλη πλευρά τους επιφυλάχθηκε ένας αναβαθµισµένος και υπεύθυνος ρόλος τόσο στα προγράµµατα ¨ενεργοποίησης ανέργων¨ όσο και στις συµβάσεις εργασίας που διαµορφώνονταν πλέον και σε τοπικό επίπεδο.

1 Αναφέρεται και ως Schumpeterian Workfare Regime, η διαφορά έγκειται στο επίπεδο που λαµβάνονται οι αποφάσεις. Αν λαµβάννονται δηλαδή κετρικά ή αποκεντρωµένα.Στην περίπτωση της ∆ανίας συναντάµε το µοντέλο Schumpeterian Workfare Regime

Page 7: Labour Market Reforms in the European Union

7

Ως αποτέλεσµα, η στροφή της ∆ανίας προς το SWS αποτέλεσε το εφαλτήριο για ακόµη µεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας και άσκησε πιέσεις στις κοινωνικές δαπάνες (στις οποίες περιλαµβάνονται και τα επιδόµατα ανεργίας) και στους µισθούς µιας και σε µια ανοιχτή οικονοµία το υψηλό τους επίπεδο λογίζεται ως κόστος που µειώνει την ανταγωνιστικότητα. Θα ήταν όµως παράλειψη να µην αναφερθεί ότι η µεταστροφή της ∆ανίας προς το SWS δεν την εµπόδισε από το να ασκήσει στην ίδια περίοδο µία επεκτατική δηµοσιονοµική πολιτική µε στόχο την τόνωση της ζήτησης και την δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η παράµετρος αυτή αν και δείχνει ότι η ∆ανία διατηρεί ορισµένα λειτουργικά στοιχεία του κεϋνσιανού µοντέλου φαίνεται να υποεκτιµάται στη διεθνή βιβλιογραφία.

Μέσα από την αλλαγή του συνολικού µοντέλου στο οποίο στηριζόταν η ∆ανία βλέπουµε να ανακύπτουν µε περισσότερη ευκρίνεια δύο θεµελιώδη ζητήµατα που θα µας απασχολήσουν στη συνέχεια. Το πρώτο αφορά την αρχή της flexicurity, µιας ελαστικότητας δηλαδή στην αγορά εργασίας που εκφράζεται µέσα από την απουσία ρυθµίσεων και έχει ως αντίβαρο την αρωγή ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας. Το δεύτερο ζήτηµα σχετίζεται µε την αντιµετώπιση της ανεργίας από την πλευρά του κράτους και την µεταφορά του κέντρου βάρους των ενεργειών από ένα κεντρικό επίπεδο άσκησης οικονοµικής πολιτικής για την απορρόφηση των ανέργων σε ένα αποκεντρωµένο που ο ίδιος ο άνεργος καλείται να διαχειριστεί την κατάσταση του.

3.H Flexicurity ως έννοια και ως πρακτική.

Η flexicurity ως έννοια ορίζεται µε διαφορετικό τρόπο ανάλογα µε το συγγραφέα που την ορίζει. Οι διαφορές στον ορισµό αντικατοπτρίζουν ως ένα βαθµό τον τόσο τον τρόπο που ο συγγραφές την αντιλαµβάνεται όσο και την διαφορετική πολιτική που ακολουθεί η χώρα που την εφαρµόζει στην αγορά εργασίας της. Σύµφωνα µε τους Wilthagen and Tros (2004) η flexicurity αποτελεί την πολιτική στρατηγική που από τη µία πλευρά απελευθερώνει την αγορά εργασίας από τις υπάρχουσες ρυθµίσεις (καθιστώντας τις προσλήψεις και τις απολύσεις εργαζοµένων µία υπόθεση µη χρονοβόρα και ταυτόχρονα χαµηλού κόστους) και από την άλλη πλευρά προωθεί την εργασιακή και κοινωνική ασφάλεια ιδίως για τις ευπαθείς κοινωνικές οµάδες που για µια πληθώρα λόγων βρίσκονται εκτός της αγοράς εργασίας. Παρατηρούµε εποµένως τη στενή διασύνδεση που υπάρχει µεταξύ των δύο συνισταµένων της flexicurity,µια διασύνδεση που επιβάλλει και στις δύο πλευρές να υπάρχουν και να αναπτύσσονται ταυτόχρονα. Έτσι επιτυγχάνεται η ισορροπία ανάµεσα τους που παράγει το επιθυµητό αποτέλεσµα. Ακόµη γίνεται ξεκάθαρο ότι η ασφάλεια της flexicurity στοχεύει όχι µόνο σε όσους βρίσκονται εντός της αγοράς εργασίας αλλά και σε όσους έχουν µείνει εκτός. Ο Burchell (2009) στον ορισµό της flexicurity σηµειώνει και άλλες δύο διαστάσεις που περιγράφουν µε µεγαλύτερη πληρότητα τον τρόπο εφαρµογής της στη ∆ανία. Τον δηµόσιο διάλογο που περιβάλλεται από υψηλή εµπιστοσύνη ανάµεσα στους µετέχοντες (συνδικάτα, εργοδοτικές οργανώσεις, οργανισµοί) καθώς και τα προγράµµατα ¨ενεργοποίησης¨ των ανέργων ώστε µέσα από την απόκτηση νέων δεξιοτήτων και γνώσεων να

Page 8: Labour Market Reforms in the European Union

8

επανενταχτούν στην αγορά εργασίας. Η τελευταία αυτή διάσταση είναι που έδρασε ως καταλύτης στην ∆ανία µετά την µεταρρύθµιση του 1994, απελευθερώνοντας στην ουσία την δυναµική της flexicurity. ∆ιότι όπως έχουµε ήδη αναφέρει, στην περίπτωση της ∆ανίας, σχεδόν καµία αλλαγή δεν συντελέστηκε στις νοµοθετικές ρυθµίσεις προστασίας των εργαζοµένων τα τελευταία 50 χρόνια. Το ίδιο συνέβη και µε την παρουσία του ισχυρού κράτους πρόνοιας που δεν υπέστη αλλοιώσεις και περικοπές. Εποµένως θα ήταν πλησιέστερο στην πραγµατικότητα να πούµε ότι η έννοια της flexicurity δεν εισήχθη το 1994 αλλά τότε απέκτησε την πλήρη και συνεκτική µορφή της. Παραστατικά θα µπορούσε να απεικονισθεί (Larsen,Bredgaard,Madsen,2005) ως ένα τρίγωνο που η καθεµία από τις τρείς κορυφές του έχει εξίσου βαρύνουσα σηµασία, και εξασφαλίζει µια συνεχή ροή επιστροφής στην αγορά εργασίας µέσω των προγραµµάτων ¨ενεργοποίησης¨ των ανέργων.

Ένα σηµαντικό στοιχείο που εξάγεται από την γραφική απεικόνιση του

δανέζικου µοντέλου είναι η ισχυρή θετική αλληλεπίδραση µεταξύ των τριών συνιστωσών του µοντέλου της flexicurity που καθιστά φανερό ότι µία µείωση της έντασης στην εφαρµογή ενός από τα τρία στοιχεία που τα απαρτίζουν θέτει σε κίνδυνο την ισορροπία και ως εκ τούτου την αποτελεσµατικότητα του.

Ακόµη παρατηρούµε ότι ο βασικός άξονας κίνησης του µοντέλου της flexicurity απαρτίζεται από την ασφάλεια του κοινωνικού κράτους και από την ελαστικότητα στην αγορά εργασίας, µια ελαστικότητα που αφορά τους µισθούς, τις εργάσιµες ώρες καθώς και την ελευθερία προσλήψεων και απολύσεων. Η κοινή αντίληψη θεωρούσε και δεν έχει παύσει να θεωρεί ότι οι δύο αυτές έννοιες εµπεριέχουν ως ένα βαθµό µία θεµελιώδη αντίθεση

Page 9: Labour Market Reforms in the European Union

9

(Larsen,Bredgaard,Madsen,2005). Οι επιχειρήσεις πιέζουν για µεγαλύτερη ευελιξία που θα τους διασφαλίζει µία περισσότερο αποτελεσµατική διαχείριση του ανθρώπινου δυναµικού τους, µεγαλύτερα κέρδη κάνοντας τις πιο ανταγωνιστικές µέσα σε µία παγκοσµιοποιηµένη αγορά. Από την άλλη πλευρά οι εργαζόµενοι αναζητούν περισσότερη ασφάλεια και σταθερότητα στην εργασία τους. Φαίνεται λοιπόν ότι η flexicurity ως έννοια δεν συνθέτει δύο διαφορετικές επιδιώξεις αλλά παραφράζει και ξεπερνά αυτή την διπολική αντίληψη µεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας. Τα δύο αυτά αιτήµατα από τους µετέχοντες στην αγορά εργασίας είτε ως εργοδότες είτε ως εργαζόµενοι, µέσα στο πλαίσιο της flexicurity όπως εφαρµόζεται στη ∆ανία, διαπλέκονται και µειώνεται ο βαθµός αντιδιαµετρικότητάς τους. Το αποτέλεσµα είναι τόσο οι εργοδότες των επιχειρήσεων να επιζητούν ένα περισσότερο σταθερό εργατικό προσωπικό που γνωρίζει το αντικείµενο της εργασίας του καλύτερα εξασφαλίζοντας έτσι ένα πιο παραγωγικό περιβάλλον εργασίας, και οι εργαζόµενοι έχουν την δυνατότητα να προσαρµόζουν την εργασία τους στις διαφορετικές ανά περιόδους απαιτήσεις της προσωπικής και οικογενειακής τους ζωής. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι ως πρακτική η flexicurity απευθύνεται σε µία εξελιγµένη αγορά εργασίας που έχουν αλλάξει οι κλασσικοί όροι αντιπαράθεσης.

Το δανέζικο παράδειγµα εφαρµογής της flexicurity όµως δεν αποτελεί το µοναδικό στις αγορές εργασίας παγκοσµίως. Και άλλες χώρες έχουν εφαρµόσει ανάλογες ρυθµίσεις χωρίς να επιτύχουν όµως τα θεαµατικά οµολογουµένως αποτελέσµατα της ∆ανίας. Γενικεύοντας την στρατηγική της flexicurity, χώρες όπως η Βρετανία και οι Η.Π.Α έχουν αποπειραθεί µία διαφορετική µίξη µεταξύ των κύριων στοιχειών που απαρτίζουν την εν λόγω στρατηγική µιας και τόσο η ασφάλεια όσο και η ευελιξία έχουν πολλές διαστάσεις, γεγονός που δίνει σε κάθε χώρα τη δυνατότητα να θέσει διαφορετικές προτεραιότητες και ισορροπίες µεταξύ τους. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι αυτό προσφέρει ως ένα βαθµό µία εξήγηση για το παγκόσµιο ενδιαφέρον που επιφυλάχθηκε στην flexicurity. Σύµφωνα µε τους Larsen,Bredgaard,Madsen,(2005,p.23) οι τέσσερις διαστάσεις της ευελιξίας που έχουν συνοπτικά αναφερθεί προηγουµένως, πρέπει να συµβαδίζουν και µε τις τέσσερις διαστάσεις της ασφάλειας, όπως απεικονίζεται παραστατικά στον παρακάτω πίνακα.

Πρώτον µε την εργασιακή σταθερότητα που έχει τη σηµασία ο εργαζόµενος να νοιώθει ασφαλής στη θέση εργασίας που ήδη κατέχει, δεύτερον µε την ασφάλεια της απασχόλησης που σηµαίνει ότι ακόµα και αν ο εργαζόµενος απολυθεί θα βρεί

Page 10: Labour Market Reforms in the European Union

10

γρήγορα µία ανάλογη θέση σε άλλη επιχείρηση. Τρίτον µε την διασφάλιση του εισοδήµατος του εργαζοµένου µέσω κοινωνικών παροχών σε περίπτωση για παράδειγµα απόλυσης ή εργατικού ατυχήµατος. Στο τέλος βρίσκεται µια µορφή ασφάλειας που διασφαλίζει στον εργαζόµενο δυνατότητες όπως πρόωρη συνταξιοδότηση και εκπαιδευτικές άδειες. Βλέπουµε λοιπόν ότι δυνητικά προκύπτουν δεκαέξι συνδυασµοί µέσα στο πλαίσιο της flexicurity. Οι συνδυασµοί όµως αυτοί πρακτικά δεν έχουν τα ίδια αποτελέσµατα. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτηµα αν είναι ωφέλιµο και µε ποιο τρόπο είναι δυνατόν να εφαρµοσθεί η στρατηγική της flexicurity σε άλλα κράτη. Αυτή την παράµετρο θα εξετάσουµε στη συνέχεια.

4.Η flexicurity ως υπόδειγµα.

To 1993 στην Λευκή Βίβλο του Delor για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστρεψε την προσοχή της στην flexicurity, µετά τα πρώτα επιτυχή αποτελέσµατα που σηµειώθηκαν στη ∆ανία η αρχή αυτή θα µπορούσε να ειπωθεί ότι υιοθετήθηκε από την Επιτροπή ως επίσηµη άποψη για το ποιο θα είναι το µοντέλο που πρέπει να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωση ώστε να επιτύχουν τον στόχο της χαµηλής ανεργίας κρατώντας ταυτόχρονα σε χαµηλά επίπεδα τον πληθωρισµό (Lang,2006).H πρόταση αυτή της Επιτροπής έχει συναντήσει τόσο ένθερµους συµπαραστάτες όσο και σκεπτικιστές που ασκούν κριτική για το αν η εφαρµογή της flexicurity θα επιτύχει τα ίδια θετικά αποτελέσµατα µε αυτά της ∆ανίας καθώς και αν πράγµατι η επιτυχία αυτή προήλθε από την εφαρµογή αυτής της στρατηγικής και όχι από κάποιο άλλο παράγοντα. Πρέπει όµως σε αυτό το σηµείο να προσθέσουµε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διευκρινίζει ότι ο τρόπος εφαρµογής της flexicurity δεν είναι δεσµευτικός και προτείνει κοινές αρχές και ¨µονοπάτια¨ (pathways) που πρέπει να ακολουθηθούν. Κάθε κράτος µέλος έχει τη δυνατότητα να προσαρµόσει τη δική του στρατηγική στην εγχώρια πραγµατικότητα και στην πολιτική ιδιοσυγκρασία του έτσι ώστε να εξασφαλίσει την αποτελεσµατικότητα της εφαρµογής της µε όσο το δυνατόν καλύτερο τρόπο.

Παρόλα αυτά τα συµπεράσµατα της συζήτησης που έχει ανοίξει µε κεντρικό ζήτηµα την εξαγωγή της flexicurity θέτουν υπό αµφισβήτηση τις προθέσεις της Επιτροπής. Σηµείο τοµής στην κριτική τόσο του Lang (2006) όσο και των Larsen,Bredgaard,Madsen (2005), αποτελεί το γεγονός ότι η flexicurity δεν ήταν τόσο µια σαφής και συγκροτηµένη στρατηγική που εφάρµοσε η ∆ανία όσο το αποτέλεσµα από µία πληθώρα παραγόντων που περιστρέφονται γύρω από την θεσµική πραγµατικότητα και την πολιτική κουλτούρα της χώρας.

Επιστρέφοντας στο παρελθόν από το 1899 και τον «Συµβιβασµό του Σεπτεµβρίου» που ήταν η κατάληξη εργατικών αγώνων µεγάλης έντασης διαµορφώθηκε µια κουλτούρα συναίνεσης στη ∆ανία που δεν συναντάται (ιδίως σε τέτοιο βαθµό) στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και θέτει ένα µεγάλο ερώτηµα κάτα

Page 11: Labour Market Reforms in the European Union

11

πόσον η εφαρµογή της flexicurity είναι δυνατόν να εφαρµοσθεί σε αυτά χωρίς όµως να πληρούν την προϋπόθεση της κοινωνικής συνεννόησης και συνοχής.

Ο Lang υποστηρίζει επίσης ότι οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν την πλειοψηφία στη ∆ανία είναι πιο εύκολο να προσαρµοστούν και να ωφεληθούν από την απουσία ρυθµίσεων στην αγορά εργασίας χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει η απειλή να διευρυνθεί το εύρος της ανεργίας. Ακόµη το µικρό µέγεθος των επιχειρήσεων σε σύγκριση µε την ισχύ των εργατικών συνδικάτων διευκολύνει την διαπραγµάτευση και την επίτευξη µιας δίκαιης συµφωνίας. Στον αντίποδα οι µεσαίες και µεγάλες επιχειρήσεις σε κράτη µε περισσότερο ανεπτυγµένη οικονοµία είναι πιθανόν να θέσουν σε κίνδυνο χιλιάδες θέσεις εργασίας µιας και δεν πληρούν κανένα από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

Αντίθετη άποψη αν και όχι για το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών παρά µόνο για τη Γερµανία, διατυπώνουν οι Brown, Merkl, Snower (2009). Χρησιµοποιώντας ένα µικροοικονοµικό υπόδειγµα καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι η εφαρµογή του δανέζικου µοντέλου της flexicurity θα µειώσει την ανεργία κατά 40%, και προτείνουν την αλλαγή στρατηγικής της Γερµανίας που έχει ως κύριο στόχο την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας µε νοµοθετικές ρυθµίσεις και την εισοδηµατική εξασφάλιση των ανέργων µέσω κοινωνικών παροχών.

Μια πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση πραγµατεύεται ο Keune and Jepsen (2007),προσπαθώντας να απαντήσουν στο ερώτηµα γιατί η Επιτροπή προωθεί µε ιδιαίτερη θέρµη την εφαρµογή της flexicurity.Η άποψη που διατυπώνουν ξεφεύγει από µία κλασσική οικονοµική ανάλυση και δίνει µεγαλύτερο βάρος στην συνάφεια που υπάρχει µεταξύ της flexicurity και του τρόπου που αντιλαµβάνεται η Επιτροπή το ρόλο της µέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια συνάφεια που έγκειται στον ρόλο της Επιτροπής ως αναµεταδότη τεχνογνωσίας και καλών πρακτικών στα κράτη µέλη, στην διαµεσολάβηση της µεταξύ αντιτιθέµενων συµφερόντων και τέλος στην ρητορική της για ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος και τη σχέση µεταξύ ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής συνοχής. Ακολούθως υποστηρίζουν την άποψη ότι λόγω της suis generis φύσης της flexicurity και την πληθώρα τρόπων που µπορεί να εφαρµοστεί, η Επιτροπή δίνει δυσανάλογο βάρος µεταξύ των δυο κυρίαρχων συστατικών της. Ενώ τονίζει ιδιαίτερα την επίσπευση της άρσης των νοµοθετικών ρυθµίσεων στις αγορές εργασίας, δεν δίνει το ίδιο βάρος και στην διαµόρφωση ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας που θα προστατεύει µε κοινωνικές µεταβιβάσεις τους εργαζοµένους. Παράλληλα δίνει µεγαλύτερη έµφαση στην κινητικότητα των εργαζοµένων και στην προσαρµοστικότητα που πρέπει να επιδείξουν µέσα σε µία παγκόσµια πλέον οικονοµία χωρίς να τονίζει σε ανάλογο βαθµό την προστασία και την σταθερότητα των εργασιακών θέσεων παρά µόνο της απασχόλησης συνολικά. Ως εκ τούτου προκύπτει το συµπέρασµα ότι ενώ η ερµηνεία που δίνει η Επιτροπή στην flexicurity ανταποκρίνεται στην δική της οπτική για την εργασιακή πραγµατικότητα, τα κράτη µέλη δεν έχουν αναπτύξει προς το παρών κάποια ιδιαίτερη θεώρηση ή στρατηγική που να δείχνει ποια πρακτική θα εφαρµόσουν και αν τελικά είναι συµβατή µε τους στόχους τους και τα αποτελέσµατα που επιθυµούν.

Page 12: Labour Market Reforms in the European Union

12

Χωρίς να παραγνωρίζουµε το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλες διαφορετικές θεωρήσεις για την εφαρµογή της flexicurity και η συζήτηση είναι ακόµη σε εξέλιξη, θα ήταν παράλειψη να µην αναφερθούµε και σε µία άλλη οπτική που θέτει σε αµφισβήτηση την ίδια την υπόθεση που εµπεριέχει η flexicurity αν όχι ως έννοια τουλάχιστον ως πρακτική. Ότι είναι επαρκής και εφικτή η αντιµετώπιση της ανεργίας µε µεθόδους, πρακτικές και µεταρρυθµίσεις που αφορούν την αγορά εργασίας και όχι µε παρεµβάσεις του κράτους στο µακροοικονοµικό επίπεδο µε στόχο την δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας και την διατήρηση της απασχόλησης.

5.Μεταρρύθµιση της νοµοθεσίας προστασίας της απασχόλησης

Νοµοθεσία προστασίας της απασχόλησης (Employment Protection Legislation, EPL) καλείται το σύνολο των ρυθµίσεων που θέτουν περιορισµούς στην ελευθερία των εργοδοτών, µε σκοπό την προστασία των εργαζοµένων.

Η παρούσα ανάλυση εστιάζει στους περιορισµούς που τίθενται στη διαδικασία απόλυσης, οι οποίοι συνίστανται κυρίως στην ανάγκη προειδοποίησης του εργαζοµένου και καταβολής ορισµένης χρηµατικής αποζηµίωσης (firing costs).

Κατά την άποψη ορισµένων οικονοµολόγων, µε κύριο εκπρόσωπο τον Lazear (1990), τέτοιοι περιορισµοί επιδρούν αρνητικά στην αγορά εργασίας. Συγκεκριµένα, το κόστος της απόλυσης διαδραµατίζει κρίσιµο ρόλο στην απόφαση των επιχειρήσεων για προσλήψεις, εφόσον περιορίζει τη δυνατότητα να προσαρµόζουν κατά βούληση το προσωπικό τους στις µεταβαλλόµενες οικονοµικές συνθήκες. Εποµένως, ένα υψηλό τέτοιο κόστος αποθαρρύνει τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας και κατ’επέκταση, αυξάνει την ανεργία2.

Σύµφωνα µε στοιχεία του ΟΟΣΑ, όπως παρουσιάζονται διαγραµµατικά στη συνέχεια, η EPL στην Ευρώπη (µε εξαίρεση το Ηνωµένο Βασίλειο και τις Ιρλανδία, Ελβετία, ∆ανία) υπήρξε αρκετά αυστηρή σε σχέση µε άλλες χώρες (π.χ.Αµερική). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, ∆ανία, Γερµανία, Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία, Σουηδία, Γαλλία, Ισπανία) µεταρρύθµισαν τη νοµοθεσία τους, προκειµένου να αντιµετωπίσουν τους υψηλούς δείκτες ανεργίας.

Οι παραπάνω µεταρρυθµίσεις κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της «χαλάρωσης» των περιορισµών απόλυσης και υπήρξαν, µε εξαίρεση την περίπτωση της Ισπανίας, µερικές (partial) : αφορούσαν µόνο την προσωρινή απασχόληση και συγκεκριµένα, διευκόλυναν τη χρήση συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου ενώ διατήρησαν τις αυστηρότερες διατάξεις για την προστασία των µονίµων θέσεων. Η επιλογή αυτή εξηγείται από λόγους πολιτικής οικονοµίας : οι συνολικές µεταρρυθµίσεις αναµένεται να συναντήσουν την έντονη αντίδραση των µονίµως 2 Ωστόσο, κατά τον Blanchard, οι αυστηροί περιορισµοί µειώνουν τις απολύσεις ενώ παράλληλα αυξάνουν τη διάρκεια της ανεργίας. Οι δύο αυτές επιδράσεις κατά κάποιο τρόπο αλληλοεξουδετερώνονται, ώστε η συνολική επίδραση των περιορισµών στους δείκτες ανεργίας να είναι µηδενική (Blanchard and Portugal, 2000).

Page 13: Labour Market Reforms in the European Union

13

απασχολούµενων που, εκτός από την πλειοψηφία των εργαζοµένων, αποτελούν συγχρόνως και τον κύριο όγκο των ψηφοφόρων, γεγονός που προκαλεί τη διστακτικότητα των κυβερνήσεων στην προώθησή τους. Κατά τον πολιτικό σχεδιασµό, οι συµβάσεις ορισµένου χρόνου πρόκειται να γνωρίσουν τέτοια διάδοση, ώστε οι τότε διαµορφούµενοι συσχετισµοί να επιτρέψουν τη µεταρρύθµιση και της λοιπής νοµοθεσίας (Ochel, 2008). Ωστόσο, το σενάριο αυτό έχει µέχρι στιγµής επιβεβαιωθεί µόνο στην Ισπανία.

Επιπλέον, η κατεύθυνση των µεταρρυθµίσεων είναι εναρµονισµένη προς τη

γενικότερη κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για µεγαλύτερη ευελιξία των αγορών εργασίας3.

Στη συνέχεια, παρατίθενται δύο παραδείγµατα τέτοιων µεταρρυθµίσεων. Α. Το παράδειγµα της Γαλλίας

Αντιµέτωπη µε υψηλούς δείκτες ανεργίας για πολλά χρόνια (περίπου 10% , το 2005), η γαλλική κυβέρνηση έθεσε σε εφαρµογή έκτακτο σχέδιο, µε στόχο την ενίσχυση της ζήτησης εργασίας. Η µεταρρύθµιση του 2005 εισήγαγε ένα νέο τύπο σύµβασης εργασίας, τα λεγόµενα CNEs (contrats nouvelle embauche), που ήρθε να προστεθεί στους ήδη

3 Πρόκειται για έναν τύπο ευελιξίας που αφορά στην εισροή εργαζοµένων στις επιχειρήσεις (external numerical flexibility).

Page 14: Labour Market Reforms in the European Union

14

υπάρχοντες τότε, τις συµβάσεις αορίστου χρόνου (CDIs) και ορισµένου χρόνου (CDDs). Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο, ευέλικτο τύπο σύµβασης που παρέχει στους εργοδότες ακόµα χαµηλότερο κόστος απόλυσης του εργαζοµένου, συγκριτικά προς τα εισαχθέντα το 1979 CDDs. Πιο συγκεκριµένα, παρέχεται µία «δοκιµαστική περίοδος» δύο ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργοδότης µπορεί να καταγγείλει τη σύµβαση

- χωρίς παροχή εξηγήσεων (προβολή προσωπικών ή οικονοµικών λόγων), - µε προειδοποίηση του εργαζοµένου µόλις 2 εβδοµάδες πριν, - καταβάλλοντας αποζηµίωση που υπολογίζεται µε ακόµα ευνοϊκότερο

τρόπο για τον ίδιο, και - γενικά, µε µία απλοποιηµένη και ανέξοδη διοικητική και νοµική διαδικασία

Μετά την ολοκλήρωση της διετούς δοκιµαστικής περιόδου, το CNE λήγει ή µετατρέπεται υποχρεωτικά σε CDI4. Ο µερικός χαρακτήρας της µεταρρύθµισης έγκειται ακριβώς στο οτι, παράλληλα προς την εισαγωγή µιας ευέλικτης σύµβασης εργασίας, διατηρήθηκε η πολύ αυστηρή προστασία των εργαζοµένων υπό CDIs. Τα CNEs, τα CDDs παλαιότερα και οι µερικές µεταρρυθµίσεις συνολικά, δέχθηκαν την κριτική πολλών οικονοµολόγων που αµφισβήτησαν την αποτελεσµατικότητά τους. Στη συνέχεια, παρατίθενται τα βασικά σηµεία αυτής της κριτικής. Κριτική Σύµφωνα µε διάφορες µελέτες5, η επίδραση των µεταρρυθµίσεων αυτού του τύπου δεν είναι κατ’ανάγκη η µείωση της ανεργίας. Το χαµηλότερο κόστος των απολύσεων ευνοεί τις προσλήψεις αλλά διευκολύνει παράλληλα και τις απολύσεις. Η τελική επίδραση στην ανεργία εξαρτάται από το ποιά είναι ισχυρότερη, ανάµεσα στις δύο επιµέρους επιδράσεις. Πράγµατι, τα CNEs της Γαλλίας έκαναν τις επιχειρήσεις - πιο πρόθυµες να προσλαµβάνουν εργαζοµένους σε νέες θέσεις (job creation), αλλά και - πιο διστακτικές στο να τους διατηρούν σε µόνιµες πλέον θέσεις, όπως επιβάλλει η νοµοθεσία: λύνουν εύκολα αυτές τις συµβάσεις (job destruction), προκειµένου να αποφύγουν τη µετάβαση στην πιο δεσµευτική φάση ενός CDI, µε υψηλότερο κόστος απόλυσης. Κατά συνέπεια, παρατηρείται δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας βραχυπρόθεσµα (short-run effect), οπότε είναι ακόµα άγνωστη η διάρκεια 4 Ένα χρόνο αργότερα, το 2006, η κυβέρνηση επεχείρησε να επεκτείνει τη µεταρρύθµιση, µε εφαρµογή της νέας σύµβασης σε όλους τους νέους εργαζοµένους, κάτω των 26 ετών. Η ειδική σύµβαση θα ονοµαζόταν CPE. Τελικά, το νοµοσχέδιο συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση φοιτητών και συνδικάτων ώστε η κυβέρνηση αναγκάστηκε να το αποσύρει. Από τότε αναφέρεται ως παράδειγµα αποτυχηµένης µεταρρυθµιστικής απόπειρας (Ochel:2008). 5 Για παράδειγµα, βλ. Blanchard and Landier (2001) .

Page 15: Labour Market Reforms in the European Union

15

«επιβίωσης» µιας CNE θέσης, αλλά ισχυρότερη καταστροφή θέσεων εργασίας µακροπρόθεσµα (long-run effect). Εποµένως, σύµφωνα µε την παραπάνω ανάλυση, το µέτρο των CNE και άλλα παρόµοια όχι µόνο δε µειώνουν την ανεργία αλλά ενδεχοµένως την αυξάνουν ελαφρώς. Οι Cahuc και Carcillo (2007), αν και θεωρούν πιθανή µία ελαφρά µείωση της ανεργίας, µέσα από τη δηµιουργία θέσεων µακροπρόθεσµα6, προβλέπουν παράλληλα µία µείωση της ευηµερίας των εργαζοµένων σε αυτές, οι οποίοι διανύουν µεγάλα χρονικά διαστήµατα µεταξύ ανεργίας και προσωρινών θέσεων, προτού αποκτήσουν µία κανονική δουλειά (precarite)7. Η παρατήρηση αυτή θέτει την έλλειψη επαγγελµατικής σταθερότητας ως δείκτη ευηµερίας . Εποµένως, η κύρια επίδραση των εν λόγω µέτρων δε φαίνεται να είναι µία –τουλάχιστον δραστική- µείωση της ανεργίας αλλά η αύξηση του λεγόµενου turnover (higher turnover rates)8. Αυτό σηµαίνει οτι ένας εργοδότης προσλαµβάνει και απολύει εργαζοµένους µε ταχύτερους ρυθµούς ενώ οι τελευταίοι διατηρούν τις θέσεις τους για λιγότερο χρόνο (low job tenure). Οι παραπάνω εκτιµήσεις επιβεβαιώνονται άλλωστε και από στοιχεία για τις συµβάσεις ορισµένου χρόνου (Fixed-Term Contracts, FTCs) στη Γαλλία9. Συγκεκριµένα, παρατηρήθηκε αυξανόµενος αριθµός CDDs επί του συνόλου των συµβάσεων: 5% στα µέσα της δεκαετίας του 1980, γύρω στο 15% το 2001. Το τελευταίο ποσοστό περιλαµβάνει περίπου το 80% των συνολικών νέων προσλήψεων. Εποµένως, τα CDDs αφορούν κυρίως νέους εργαζοµένους (15-24 ετών) που είναι η πλειοψηφία των νεοπροσληφθέντων.

Πίνακας:Η ανεργία στην Γαλλία 2002-2004

Από τα στατιστικά στοιχεία του πίνακα που ακολουθεί διαπιστώνεται οτι η αύξηση της ανεργίας στη Γαλλία κατά την περίοδο 2002-2004 έπληξε πράγµατι δυσανάλογα αυτήν την ηλικιακή οµάδα, καθώς και τους εργαζοµένους µε χαµηλού επιπέδου κατάρτιση, που συνηθέστερα προσλαµβάνονται υπό CDDs (Zhou,2006). Οι Blanchard και Landier (2001), κατά τη µελέτη στοιχείων για την ίδια οµάδα των νέων εργαζοµένων (20-24 ετών), διαπιστώνουν αυξηµένo turnover και αρνητική επίδραση

6 Κατά την εκτίµησή τους, η εφαρµογή των CNEs στη Γαλλία θα οδηγήσει στη δηµιουργία περίπου 70.000 νέων θέσεων εργασίας µακροπρόθεσµα. 7 Ο όρος συναντάται στον Blanchard (2001) . 8 Η έννοια “job turnover” ορίζεται ως το άθροισµα των θέσεων εργασίας που δηµιουργούνται και των θέσεων που καταστρέφονται µέσα στις επιχειρήσεις (Nickell,1997). 9 Τα CDDs εφαρµόζονται ήδη αρκετά χρόνια (από το 1979), ώστε τα διαθέσιµα εµπειρικά στοιχεία να είναι πιο κατατοπιστικά.

Page 16: Labour Market Reforms in the European Union

16

στην ευηµερία τους. Σε παρόµοιες διαπιστώσεις καταλήγουν και µελέτες για την ισπανική αγορά εργασίας. Β. Το παράδειγµα της Ισπανίας Η περίπτωση της Ισπανίας παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί πρόκειται για την αγορά εργασίας µε τους περισσότερους προσωρινώς απασχολούµενους στην Ευρώπη. Ο αριθµός τέτοιων εργαζοµένων αυξανόταν συνεχώς από την απελευθέρωση των συµβάσεων ορισµένου χρόνου, το 1984 και από το 1990, κινείται σε επίπεδα πάνω από το 30% επί του συνόλου των εργαζοµένων. Ως εκ τούτου, η ισπανική αγορά εργασίας παρουσίαζε υψηλό βαθµό δυισµού (dual labour market): - από τη µία πλευρά, οι µονίµως απασχολούµενοι (περίπου 68%) απολάµβαναν υψηλή προστασία και την υψηλή διαπραγµατευτική ισχύ των συνδικάτων στον καθορισµό των µισθών. - από την άλλη πλευρά, οι προσωρινώς απασχολούµενοι (περίπου 32%) υπέφεραν από υψηλό turnover (δηλαδή, συχνές αλλαγές εργασίας) , µικρή διάρκεια παραµονής στην εργασία και χαµηλότερους µισθούς (Dolado, Garcia-Serrano, Jimeno, 2002). Κατά τους ίδιους οικονοµολόγους10, η µεγάλη αύξηση του turnover σε συνδυασµό µε τη µείωση της διάρκειας της ανεργίας (reduction of long-term unemployment) έχουν ως αποτέλεσµα µια ουδέτερη επίδραση στην ανεργία, ή ελαφρώς θετική11.

Επισηµαίνονται µερικές ακόµη ενδιαφέρουσες επιδράσεις της χρήσης FTCs: - η µικρή διάρκεια παραµονής των εργαζοµένων στις θέσεις τους αποτελεί αντικίνητρο για επένδυση των επιχειρήσεων σε ανθρώπινο δυναµικό και κατ’επέκταση µειώνει την παρεχόµενη επανεκπαίδευση (on-the-job training). Αυτό ενδεχοµένως έχει αρνητική επίπτωση στην παραγωγικότητα. - ως προς τη διαδικασία του προσδιορισµού των µισθών, οι µειωµένοι περιορισµοί απόλυσης φαίνεται να µειώνουν τη διαπραγµατευτική δύναµη των εργαζοµένων ενώ χαµηλότεροι µισθοί των προσωρινά απασχολούµενων οφείλονται συχνά στην τάση των εργοδοτών να τους αξιολογούν ως κατώτερους από τους αντίστοιχους µόνιµους (“under classification”). - τα FTCs συνεπάγονται εργασιακή ανασφάλεια τέτοια, που µειώνονται τόσο οι µετακινήσεις προς άλλες περιοχές της χώρας (regional migrations), όσο και οι δείκτες γεννητικότητας (fertility rate). Το τελευταίο αποτέλεσµα δηµιουργεί ισχυρές πιέσεις στο συνταξιοδοτικό σύστηµα.

Αναζητώντας µία πιο ισορροπηµένη κατάσταση, η Ισπανία προέβη σε πρόσθετες µεταρρυθµίσεις το 1994,1997 και 2001, οι οποίες κινήθηκαν προς την

10 Βλ. σελ.12 11 Στην Ισπανία, υπήρξε σχετική ανάπτυξη της απασχόλησης που έριξε αρχικά την ανεργία. Ωστόσο, η ανεργία άρχισε ξανά να ανεβαίνει τη δεκαετία του 1990 και στα µέσα της, ξεπέρασε το 24%.

Page 17: Labour Market Reforms in the European Union

17

κατεύθυνση αφενός διευκόλυνσης των απολύσεων και για τα permanent contracts και αφετέρου, περιορισµού της χρήσης FTCs.

Οι νεότερες µεταρρυθµίσεις κρίνονται επιτυχείς. Σε αυτές αποδίδεται η πτώση της ανεργίας κατά 10 µονάδες, από το 1994 έως το 2001 (Zhou,2006)12. Οι Dolado, Garcia-Serrano και Jimeno εξηγούν οτι οι µεταρρυθµίσεις, σε συνδυασµό µε µία επεκτατική φάση του οικονοµικού κύκλου, οδήγησαν στη δηµιουργία 1.5 εκατοµµυρίου θέσεων. Ωστόσο, ένα πρόβληµα παρέµεινε άλυτο: ο αριθµός των συµβασιούχων ορισµένου χρόνου στην Ισπανία εξακολουθεί να κινείται περίπου στα ίδια υψηλά επίπεδα µε πριν, παρά το περιορισµένο κόστος απόλυσης που συνοδεύει πλέον τις συµβάσεις αορίστου χρόνου. Μεταξύ των τελευταίων µέτρων υπήρξε η επιδότηση των προσλήψεων υπό permanent contracts και της µετατροπής των FTCs σε permanent contracts. Μέχρι το 2001, η συνολική µείωση των συµβασιούχων FTCs ήταν µόλις 1% µε την αντίστοιχη µείωση στον ιδιωτικό τοµέα να είναι 4%. Εποµένως, στο δηµόσιο τοµέα παρατηρήθηκε αύξηση του αριθµού τους. Η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί και στα όρια που έθεσαν η Συνθήκη Μάαστριχτ και το Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης: σε κάθε 4 συνταξιοδοτήσεις αντιστοιχεί πλέον µόνο 1 πρόσληψη σε µόνιµη θέση.

Η επιτυχία της ισπανικής µεταρρύθµισης έχει οδηγήσει κάποιους οικονοµολόγους να πιστεύουν στη λύση των συνολικών µεταρρυθµίσεων (Cahuc , Blanchard). Ωστόσο, η αυστηρή νοµοθεσία για την προστασία των εργαζοµένων υπάρχει για λόγους δικαιοσύνης και η αλλαγή της έρχεται αναγκαία αντιµέτωπη µε ερωτήµατα, ως προς τη θέση του εργαζοµένου στη σχέση του µε την εργοδοσία.

6.Μείωση των ωρών εργασίας στη Γαλλία.

Όπως προαναφέρθηκε η µεταρρύθµιση της νοµοθεσίας προστασίας της απασχόλησης στοχεύει σε µεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας και συνακολούθως, στη µείωση της ανεργίας. Η µείωση των ωρών εργασίας αποτελεί µία άλλη µεταρρυθµιστική προσπάθεια προς την ίδια κατεύθυνση. Στη συνέχεια παρουσιάζεται το σχετικό εγχείρηµα στη Γαλλία και οι επιπτώσεις που εµφάνισε στους εργαζοµένους.

Η µείωση των ωρών εργασίας (RWT) για τους πλήρους απασχόλησης εργαζοµένους, αν και ξεκίνησε από τις Ηνωµένες Πολιτείες, έχει επεκταθεί στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Αρχικά οι πρώτοι νόµοι που θεσπίστηκαν για την µείωση των ωρών εργασίας, ήταν άρρηκτα συνδεδεµένοι µε την «κοινωνική πρόοδο» και την βελτίωση των συνθηκών εργασίας.

Οι πρόσφατες µειώσεις των ωρών εργασίας σε 35 ώρες την εβδοµάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα στη Γαλλία, δηµιουργεί χάσµα ανάµεσα στους εργαζόµενους της Αµερικής και στους εργαζόµενους της Ευρώπης .Ο µέσος Αµερικάνος εργαζόµενος δουλεύει 46.2 εβδοµάδες το χρόνο ενώ σε αντίθεση ο µέσος Γάλλος εργαζόµενος δουλεύει 40.5 εβδοµάδες το χρόνο. 12 Βλ. σελ.11

Page 18: Labour Market Reforms in the European Union

18

Alesina,Sacerdote,Glaeser ,2005). Ταυτόχρονα, στοιχεία αποδεικνύουν ότι η µείωση των ωρών εργασίας δεν συνδέεται απαραίτητα µε τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Συγκεκριµένα, η RWT αποδεικνύεται ως εργαλείο της βιοµηχανικής στρατηγικής και ίσως τελικά οι συνέπειες να είναι αρνητικές για τις συνθήκες εργασίας των εργαζοµένων. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα τόσο η ευηµερία των εργαζοµένων, όσο και οι συνθήκες κάτω υπό τις οποίες εργάζονται να δηµιουργούν ένα διφορούµενο κλίµα απόψεων.

Η µείωση των ωρών εργασίας τα τελευταία χρόνια έχει συνδεθεί µε την ευελιξία των ωρών εργασίας χωρίς όµως να είναι ξεκάθαρη η άνοδος της ευηµερίας στον εργασιακό χώρο (Marcello Estevao and Filipa Sa, 2008). Η ευελιξία δίνει την δυνατότητα στον εργοδότη να µεταβάλλει τόσο το πρόγραµµα εργασίας όσο και τις ώρες αυτής, σύµφωνα µε τις προσδοκίες του. Άµεσο αποτέλεσµα αυτού είναι η αύξηση αβεβαιότητας και οι δυσκολίες που γίνονται µεγαλύτερες στη ζωή του εργαζόµενου, τόσο σε εργασιακό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, προκαλώντας ακόµη και δυσµενής επιδράσεις στην υγεία του και στην ασφάλειά του.

Από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η Γαλλία ήταν αυτή που συνέβαλλε αποφασιστικά στη µείωση των ωρών εργασίας. Συγκεκριµένα, το 1996 ο Gilles de Robien, ο οποίος διατελούσε υπουργός εργασίας, θέσπισε ένα νόµο δίνοντας οικονοµικά κίνητρα στις επιχειρήσεις για να µειώσουν τις ώρες εργασίας. Εν συνεχεία, το 1998 και το 2000 ο Martin Aubry, επίσης υπουργός εργασίας, εισήγαγε δύο νόµους οι οποίοι επέβαλλαν την υποχρεωτική µείωση ωρών εργασίας από 39 σε 35 ώρες εβδοµαδιαίως. Οι νόµοι αυτοί έπρεπε να τεθούν σε εφαρµογή πριν τον Ιανουάριο του 2000 από τις µεγάλες επιχειρήσεις, ενώ στις µικρές επιχειρήσεις δόθηκε παράταση Πολλές µεγάλες επιχειρήσεις δεν εφάρµοσαν τον νόµο µε αποτέλεσµα να υποχρεώνονται να πληρώνουν bonus στους εργαζόµενους οι οποίοι εργάζονταν άνω των 35 ωρών εβδοµαδιαίως. Αντιθέτως, χιλιάδες µικρές επιχειρήσεις αποφάσισαν να µειώσουν τις ώρες εργασίας και να προβούν σε συµφωνίες µε τους εκπροσώπους των εργαζοµένων.

Οι νόµοι αυτοί επέτρεψαν στους κοινωνικούς εταίρους την διαπραγµάτευση των µισθών, την οργάνωση του προγράµµατος εργασίας, ιδίως την ευελιξία των ωρών εργασίας και σε κάποιο βαθµό να ορίζουν οι ίδιοι τις ώρες εργασίας. Οι αλλαγές που επήλθαν στους µισθούς λόγω της µείωσης των ωρών εργασίας, ήταν σε µικρότερο βαθµό από εκείνες που επήλθαν στην οργάνωση αυτής, όπου ήταν και καθοριστικές. Οι νόµοι του Aubry επέτρεψαν στους κοινωνικούς εταίρους να συνάψουν συµφωνίες που στην πραγµατικότητα ήταν ασυνεπής µε τους υπάρχοντες κανόνες. Μία από αυτές τις συµφωνίες ήταν να µπορεί ο εργοδότης να επιβάλλει 48 ώρες εργασίας εβδοµαδιαίως, χωρίς να υποχρεούται να πληρώσει επιπλέον χρήµατα, εφόσον ο µέσος όρος ωρών εργασίας όλου του έτους, θα ήταν 35 ώρες την εβδοµάδα. Αυτού του είδους η ευελιξία δεν προάγει την αυτονοµία του εργαζοµένου, αλλά αντιθέτως είναι άλλο ένα µέρος του δικαιώµατος που έχει ο εργοδότης στο να καθορίζει το εργασιακό πρόγραµµα και να αυξάνει τον φόρτο εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό µειώνει την πληρωµή υπερωριών καθώς επίσης και το εργατικό κόστος. Η διαπραγµάτευση σχετικά µε την ευελιξία, µπορεί να επιτευχθεί µόνο εάν οι ώρες εργασίας έχουν µειωθεί. Μία σηµαντική παράλειψη

Page 19: Labour Market Reforms in the European Union

19

ωστόσο των νόµων ήταν ότι δεν λάµβαναν υπόψη τις συνέπειες στις εργασιακές συνθήκες, οι οποίες θα διαµορφώνονταν µετά από την παραπάνω αλλαγή: αύξηση της προσπάθειας για καλύτερη απόδοση στην εργασία ή µείωση της ασφάλειας στον εργασιακό χώρο.

Το 2003 ο Francois Fillon, συντηρητικός υπουργός εργασίας της Γαλλίας, εξαίρεσε από τον νόµο σχετικά µε τη µείωση των ωρών εργασίας τις µικρές επιχειρήσεις, αφήνοντας µόνο τις µεγάλου µεγέθους επιχειρήσεις να υπόκεινται στον νόµο. Στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι µισοί από όλους τους εργαζοµένους οι οποίοι απασχολούνταν στον ιδιωτικό τοµέα δούλεψαν σχεδόν 1600 ώρες το 2003. Αυτό ήταν αποτέλεσµα των διαπραγµατεύσεων που έγιναν σε επιχειρήσεις ή µεγάλες εταιρίες βάση των νόµων που εισήγαγαν ο Robien και ο Aubry. Αυτή η τάση για ευελιξία στο πρόγραµµα εργασίας, παρατηρείται επίσης σε πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε. και κυρίως στη Γερµανία κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Ωστόσο, αυτή η ευελιξία στις ώρες εργασίας φαίνεται επίσης να είναι σηµαντική όσον αφορά την εφαρµογή λειτουργικής ευελιξίας για την ίδια την επιχείρηση.

Σύµφωνα µε τον παρακάτω πίνακα ο οποίος περιλαµβάνει στοιχεία από την έρευνα σχετικά µε την µείωση των ωρών εργασίας και την ευηµερία των εργαζοµένων, τα αποτελέσµατα είναι διαφορετικά των αναµενόµενων. Πιο αναλυτικά, το στρες των εργαζοµένων έχει αυξηθεί κατά 30%, οι διαπληκτισµοί µεταξύ τους έχουν επίσης αυξηθεί παρόλο που οι εργαζόµενοι αισθάνονται περισσότερη αυτονοµία στην εργασία τους. Ένα σηµαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων ισχυρίστηκε ότι έχουν λιγότερο χρόνο τώρα για να διεκπεραιώσουν τα ίδια καθήκοντα που είχαν και πριν την µείωση των ωρών εργασίας. Φυσικά πρέπει να αναφερθεί ότι αυτοί οι ισχυρισµοί είναι υποκειµενικοί. Ωστόσο µία πιο αντικειµενική ένδειξη είναι ότι τα εργατικά ατυχήµατα ανά εργαζόµενο, δεν έχουν µειωθεί παρά το γεγονός ότι οι ώρες εργασίας έχουν µειωθεί 4% κατά µέσο όρο. Τα παρακάτω στοιχεία αποδεικνύουν ότι η θεωρητική ανάλυση των επιπτώσεων της πρόσφατης µείωσης των ωρών εργασίας στις Ευρωπαϊκές χώρες, πρέπει να λαµβάνει υπόψη της τις σχετικές οργανωτικές αλλαγές.

Page 20: Labour Market Reforms in the European Union

20

Βάσει µίας έρευνας που διεξήχθη στη Γαλλία µε σκοπό να συµπεριλάβει επιπλέον στοιχεία όσον αφορά τη σχέση µεταξύ της ευελιξίας των ωρών εργασίας, της νοητικής κόπωσης και των κινδύνων στον εργασιακό χώρο, αποδείχθηκε ότι υπάρχουν κι άλλες αρνητικές συνέπειες στις συνθήκες εργασίας λόγω µείωσης των ωρών (Philippe Askenazy ,2004). Η έρευνα περιλαµβάνει λεπτοµερείς πληροφορίες που αφορούν τα χαρακτηριστικά των εργαζοµένων ως προς το ποια τεχνολογικά µέσα χρησιµοποιούν καθώς επίσης ως προς την ανάµειξή τους σε καινούριες εργασιακές πρακτικές. Για την αποπεράτωση της έρευνας χρησιµοποιήθηκαν δύο οµάδες εργαζοµένων εκ των οποίων η µία αντιµετώπιζε ευέλικτα προγράµµατα εργασίας και η δεύτερη αντιµετώπιζε σταθερά προγράµµατα εργασίας. Η τελική εκτίµηση βρίσκεται στην πρώτη στήλη του πίνακα που ακολουθεί. Εδώ η ευελιξία απεικονίζεται µέσω δύο διαφορετικών δεικτών. Ο πρώτος αφορά σε έναν ποικίλο αριθµό ωρών και ο δεύτερος σε έναν ποικίλο αριθµό ηµερών από την µία εβδοµάδα στην επόµενη. Κάποιοι εργαζόµενοι εµφανίζονται και στους δύο παραπάνω δείκτες ευελιξίας. Προκειµένου να ελεγχθεί η εγκυρότητα των ευρηµάτων, έχουν δοκιµαστεί ποικίλες προδιαγραφές. Σύµφωνα µε τον παρακάτω πίνακα, ένα µεγάλο ποσοστό εργαζοµένων που ισχυρίζονται ότι δέχονται αντιφατικές εντολές, εκτιµάται ανάµεσα σε 5,4 και 6,3%, το οποίο είναι ποσοστό υψηλότερο για τους εργαζοµένους που αντιµετωπίζουν ευελιξία στις ώρες εργασίας από ότι οι εργαζόµενοι που αντιµετωπίζουν ευελιξία στις εργάσιµες ηµέρες (0,7 και 2,6%). Όπως φαίνεται λοιπόν, η ευελιξία των ωρών εργασίας είναι συνδεδεµένη µε την αύξηση νοητικής κόπωσης, που σχετίζεται συγκεκριµένα µε την πίεση του χρόνου. Μία άλλη όψη της ευελιξίας των προγραµµάτων εργασίας είναι ότι είναι πιο υποφερτά όταν οι ώρες εργασίας είναι λίγες. Στην αντίθετη περίπτωση, οι επιδράσεις στους εργαζοµένους είναι συντριπτικές.

Βάσει των παραπάνω δεδοµένων καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι η µείωση των ωρών εργασίας δεν συνεπάγεται απαραιτήτως της αύξησης της ευηµερίας των εργαζοµένων εάν υπάρχει µία διαπραγµάτευση µεταξύ εργοδοτών και εργαζοµένων σχετικά µε την ευελιξία των προγραµµάτων εργασίας, που µε τη σειρά τους επηρεάζουν την προσπάθεια των εργαζόµενων για υψηλές αποδόσεις. Η συµµετοχή της Γαλλίας στις συγκεκριµένες µεταρρυθµίσεις στην αγορά εργασίας, κατά την τελευταία δεκαετία, αποδεικνύει ότι το αντίκτυπο των µειωµένων ωρών εργασίας έχει διφορούµενα αποτελέσµατα στην συνολική απόδοση εργασίας. Τόσο θεωρητικά όσο και εµπειρικά, η χρησιµότητα των εργαζοµένων δεν έχει απαραίτητα αυξηθεί µε την µείωση των ωρών εργασίας.

7.Πρόσφατες µεταρρυθµίσεις στη Γερµανία: The Hartz Reforms

Ένα δραστικό πακέτο µεταρρυθµίσεων της αγοράς εργασίας προώθησε η γερµανική κυβέρνηση κατά την περίοδο 2002-2005, προκειµένου να αντιµετωπίσει τη διαρκώς αυξανόµενη ανεργία. Η ιδιαιτερότητα του πακέτου έγκειται στο οτι

Page 21: Labour Market Reforms in the European Union

21

αποτελεί ένα συνδυασµό ενεργητικών και παθητικών πολιτικών, µε χαρακτηριστική όµως έµφαση στις ALMPs (Active Labour Market Policies). Η στρατηγική που ακολουθεί θέτει 3 στόχους: 1. βελτίωση των πολιτικών απασχόλησης και των αντίστοιχων δηµοσίων υπηρεσιών (public employment services) 2. ενεργοποίηση-κινητοποίηση των ανέργων 3. ενίσχυση της ζήτησης εργασίας µέσα από την απορρύθµιση της αγοράς Για την επίτευξή τους, σε γενικές γραµµές, η µεταρρύθµιση : 1. εκµοντέρνισε την οργανωτική δοµή των δηµοσίων υπηρεσιών απασχόλησης, τροποποίησε πολλές από τις ήδη υπάρχουσες ALMPs και εισήγαγε νέες. 2. άλλαξε ριζικά το θεσµικό και νοµικό πλαίσιο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των ανέργων, κυρίως το σύστηµα των επιδοµάτων ανεργίας. 3. µείωσε το επίπεδο προστασίας των εργαζοµένων σε κάποιες πτυχές της αγοράς. Για πρώτη φορά, σύστηµα είκοσι ειδικών ερευνητικών ινστιτούτων προορίζεται για αποτίµηση του µεταρρυθµιστικού έργου (µεµονωµένων µέτρων και ως συνόλου). Η ακόλουθη ανάλυση εστιάζει στον εκσυγχρονισµό του συστήµατος επιδοµάτων ανεργίας και των Active Labour Market Policies. 7.1.Το σύστηµα των επιδοµάτων ανεργίας (benefit system) Α. Το σύστηµα, πριν από τη µεταρρύθµιση του Hartz: Ο θεσµός του επιδόµατος ανεργίας εισήχθη στη Γερµανία το 1927. Μετά το Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, το σύστηµα υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρο: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, τα επιδόµατα προοορίζονταν να διατηρούν το κοινωνικό status του ατόµου κατά τη διάρκεια της ανεργίας. Τα ποσά υπολογίζονταν επί τη βάσει των προηγουµένων απολαβών και καταβάλλονταν για τους πρώτους έξι έως τριάντα δύο µήνες ανεργίας. Επιπλέον, υπήρχε δυνατότητα είσπραξης βοηθήµατος ανεργίας, χωρίς χρονικό περιορισµό. Β. Η κριτική: Το εν λόγω σύστηµα κατηγορήθηκε οτι δηµιουργεί αντικίνητρα για εργασία και αυξάνει τη µακροχρόνια ανεργία. Αυτό δε σηµαίνει µόνο οτι οι άνεργοι επαναπαύονται σε υψηλά και µακροχρόνια επιδόµατα, αλλά ενδεχοµένως οτι ήδη εργαζόµενοι καταφεύγουν στην ανεργία λόγω των ελκυστικών επιδοµάτων13. Επίσης, αποδυναµώνει τις δεξιότητες και έτσι χειροτερεύει το mismatch στην αγορά εργασίας. 13 Haisken-DeNew, Vorell: 2009 (σελ.11)

Page 22: Labour Market Reforms in the European Union

22

Γ. Οι αλλαγές: - λιγότερο υψηλά ποσά επιδοµάτων που δε συνδέονται µε προηγούµενες αποδοχές. - η αρχή των «δικαιωµάτων και υποχρεώσεων», ως κεντρικό στοιχείο του συστήµατος14. - εισαγωγή κυρώσεων: ελέγχεται αποτελεσµατικά η προσωπική προσπάθεια του υποψηφίου εργαζοµένου για αναζήτηση εργασίας. Επιπλέον, ο υποψήφιος είναι υποχρεωµένος να δέχεται οποιαδήποτε προσφορά κατάλληλης εργασίας15. Οι κυρώσεις υπό µορφή προσωρινής µείωσης του επιδόµατος σπάνια εφαρµόζονται στην πράξη. 7.2.Active Labour Market Policies.

Ως θεσµός, εισήχθησαν στη γερµανική αγορά εργασίας τη δεκαετία του 1970, όταν η ανεργία άρχισε να αυξάνει. Τα πρώτα χρόνια, όταν η ανεργία ήταν ακόµα σε χαµηλά επίπεδα, σχεδιάζονταν περισσότερο για να την προλαµβάνουν, παρά για να την καταπολεµούν: προσάρµοζαν το εργατικό δυναµικό σε δοµικές αλλαγές. Μετά την επανένωση της Γερµανίας, οι ALMPs διαδραµάτισαν κεντρικό ρόλο στην αγορά. Η επανένωση αύξησε το εργατικό δυναµικό περίπου κατά 1/3, ένα µεγάλο µέρος του οποίου ήταν ανεπαρκώς εκπαιδευµένο για να εργαστεί άµεσα σε µία ανοιχτή οικονοµία. Οι ALMPs εξυπηρέτησαν ακριβώς αυτήν την ανάγκη επανεκπαίδευσης. Τα κύρια χαρακτηριστικά των µέτρων (training, public job creation schemes) ήταν το υψηλό κόστος και η µακρά διάρκεια. Έτσι, καθώς η ανεργία αυξανόταν κατά τη δεκαετία του 1990, το σύστηµα κοινωνικής ασφάλειας διέτρεξε κίνδυνο οικονοµικής κατάρρευσης. Η µεταρρύθµιση προσπάθησε να µειώσει το κόστος των ALMPs, µέσα από το καλύτερο targeting των προγραµµάτων και τη συνακόλουθη µείωση των συµµετεχόντων, καθώς και µέσα από τη µείωση της διαρκείας τους. Η τελευταία αλλαγή συµβάλλει και στην εξάλειψη των λεγόµενων “lock-in effects”: τα µακροχρόνια προγράµµατα κατηγορήθηκαν οτι κρατούν τους συµµετέχοντες έξω από την ανοιχτή αγορά εργασίας. Γενικά, η γερµανική πολιτική προσανατολίστηκε σε πιο ενεργητικούς ανέργους που µε υπευθυνότητα προσπαθούν να ενταχθούν στην αγορά. Για τον ίδιο λόγο δόθηκε λιγότερο βάρος σε παλαιές πολιτικές (training, job creation schemes) ενώ επεκράτησαν νέες, όπως διαφόρων τύπων επιδοτήσεις (start-up subsidies, wage subsidies, social security subsidies). Μία πρώτη αξιολόγηση των ALMPs επιχειρήθηκε από τους Jacobi και Kluve (2006). Η συνολική εικόνα είναι ικανοποιητική. Ωστόσο, µέτρα που φαίνεται πως δεν

14 Μόνον όσοι δεν είναι ικανοί να εργαστούν λόγω ασθενείας ή ανικανότητας εξαιρούνται των καθηκόντων. 15 Σύµφωνα µε το νέο, ευρύτερο ορισµό της «κατάλληλης εργασίας», ο υποψήφιος υποχρεούται υπό όρους να µετακοµίσει σε άλλη πόλη, προκειµένου να εργαστεί.

Page 23: Labour Market Reforms in the European Union

23

αποδίδουν, µε χαρακτηριστικό παράδειγµα τα job-creation schemes, χρειάζεται να αποσυρθούν, προκειµένου να µην επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισµό. Εξάλλου, όπως διευκρινίζουν οι Eichhorst και Zimmermann (2007), τέτοιου είδους micro µελέτες αξιολόγησης δεν είναι σε θέση να απαντήσουν πλήρως στο ερώτηµα αν η οικονοµία ωφελείται από τις ALMPs. Αναγκαία είναι αφενός η µελέτη και των macro επιδράσεων16, αφετέρου ο υπολογισµός κόστους-οφέλους των πολιτικών. Το µοντέλο της γερµανικής πολιτικής για την αγορά εργασίας, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες µεταρρυθµίσεις, είναι το λεγόµενο “demanding” ή “activating”: σε αντιδιαστολή προς το “supportive”, συνδέει (εξαρτά) την προσβασιµότητα σε επιδόµατα ανεργίας µε τη συµµετοχή σε “active measures” και µία έντονη δραστηριότητα προς αναζήτηση εργασίας17. 8.Απορρύθµιση. Το ζήτηµα της φύσης και της έκτασης.

Η προηγηθείσα καταγραφή καίριων µεταρρυθµίσεων σε διαφορετικές χώρες

της ΕΕ καταδεικνύει έναν κοινό προσανατολισµό: στην πλειοψηφία τους, επιδιώκουν να περιορίσουν το ρόλο των θεσµών στην αγορά εργασίας (labor market institutions). Η επιλογή της λεγόµενης “απορρύθµισης” εκφράζει την κυρίαρχη οικονοµική σκέψη, σύµφωνα µε την οποία θεσµοί και κρατικές παρεµβάσεις προκαλούν στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς.

Η άποψη αυτή προϋποθέτει την παραδοχή οτι η αγορά εργασίας διαθέτει ήδη ένα µηχανισµό αυτορρύθµισης. Πράγµατι, η νεοκλασική θεωρία αντιµετωπίζει την αγορά εργασίας όπως οποιαδήποτε άλλη αγορά, όπου η τοµή προσφοράς και ζήτησης στο σηµείο ισορροπίας Ε προσδιορίζει την ποσότητα της απασχόλησης και την τιµή (w*), δηλαδή το µισθό ισορροπίας (Βαλρασιανή ισορροπία).

16 Σύµφωνα µε τους ίδιους, οι macro µελέτες είναι γενικά πιο επιφυλακτικές και κριτικές. ∆εν εντοπίζουν σηµαντικές θετικές επιδράσεις των ALMPs στην απασχόληση, µε εξαίρεση τις “business start-up grants” (σελ.7-8). Πρβλ.Fahr, Sunde (2006): βρίσκουν οτι οι µεταρρυθµίσεις του Hartz επιταχύνουν τη διαδικασία του “matching” στην αγορά εργασίας. 17 Eicchorst, Zimmermann:2007 (σελ.12-13)

Αριθμός Εργατών

LD LS

Πραγματικός μισθός

W*

Page 24: Labour Market Reforms in the European Union

24

Σε περίπτωση που ο πραγµατικός µισθός είναι για κάποιο λόγο υψηλότερος από τον w*, η επαναφορά στην ισορροπία Ε οφείλεται σε πτωτικές πιέσεις που ασκούνται από εργαζοµένους διατεθειµένους να εργαστούν µε χαµηλότερο από τον επικρατούντα µισθό.

Σε ένα τέτοιο σύστηµα, ακούσια ανεργία δεν µπορεί να υπάρξει µακροχρόνια, γιατί η αγορά προσαρµόζεται στις νέες συνθήκες. Εκκινώντας από µία τέτοια αφετηρία, οι νεοκλασικοί οικονοµολόγοι αποδίδουν το φαινόµενο της ανεργίας στους θεσµούς που εµποδίζουν την ελεύθερη και αποτελεσµατική λειτουργία της αγοράς. Συγκεκριµένα, οι θεσµοί επηρεάζουν τα κίνητρα των οικονοµικών παραγόντων, επιδρώντας αρνητικά σε ζήτηση ή (και) προσφορά. Για παράδειγµα, το άκαµπτο ωράριο εργασίας (work-time) ή η αυστηρή νοµοθεσία προστασίας της απασχόλησης (EPL) αποδυναµώνουν τη ζήτηση ενώ τα γενναιόδωρα (βάσει ποσού/διάρκειας καταβολής) επιδόµατα ανεργίας αποτελούν αντικίνητρο για προσφορά εργασίας.

Οι παραπάνω παραδοχές αποτέλεσαν συχνά µία βάση, προκειµένου να εξηγηθούν οι «κακές επιδόσεις» της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, σε σύγκριση µε την αµερικανική. Για το λεγόµενο “πρόβληµα της Eurosclerosis” υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Χαρακτηριστική είναι η εργασία του Siebert (1997). Ο τελευταίος αποκλείει τις εξωγενείς διαταραχές (π.χ.πετρελαϊκή κρίση) ως παράγοντα ευθυνόµενο για τις διαφορές ανάµεσα στις δύο αγορές. Ο λόγος είναι απλός: Ευρώπη και Αµερική αντιµετώπισαν εξ ίσου τέτοιες διαταραχές. Ο Siebert οδηγείται έτσι στο να θεωρήσει υπεύθυνες τις ακαµψίες (rigidities) των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, αποτέλεσµα της υπερβολικής ρύθµισής τους. Ο ίδιος παραθέτει ενδεικτικές θεσµικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη, κατά τις δεκαετίες του 1960 (τέλη) και κυρίως,1970: αυξηµένος κατώτατος µισθός, αυστηρότερες προϋποθέσεις για απόλυση εργαζοµένων, κράτος πρόνοιας για τους ανέργους, κ.ά. Από τότε, η λειτουργία θεσµικού πλαισίου αποτελεί χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, σε χαρακτηριστική αντίθεση προς το αγγλοσαξωνικό µοντέλο. Κατά τη γνώµη του Siebert και πολλών άλλων οικονοµολόγων, η αύξηση της ανεργίας µέσα στα επόµενα χρόνια οφείλεται ακριβώς σε αυτές τις πολιτικές επιλογές.

Οι µεταρρυθµίσεις των τελευταίων είκοσι περίπου ετών, όπως τις περιγράψαµε προηγουµένως, ακολουθούν κατά κάποιο τρόπο την αντίστροφη πορεία. Υπό το βάρος των παραπάνω θεωριών και βέβαια, κατευθύνσεων που δίνονται από οργανισµούς, όπως ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ, οι ευρωπαϊκές χώρες προέβησαν σε αναθεώρηση του λεγόµενου “institutional setting”, µε απώτερο στόχο να προσδώσουν στις αγορές εργασίας µεγαλύτερη ευελιξία.

Ωστόσο, επί της ορθόδοξης προσέγγισης που ενοχοποιεί θεσµούς και κρατικές παρεµβάσεις για την υψηλή ανεργία έχουν ήδη διατυπωθεί αρκετές αντιρρήσεις. Για παράδειγµα, ο Nickell (1997), αν και συγκαταλέγεται στους λεγόµενους «ορθόδοξους» οικονοµολόγους, δεν υιοθετεί την απόλυτη άποψη ότι όλοι οι θεσµοί βλάπτουν την αγορά εργασίας αλλά προβαίνει σε σηµαντικές διακρίσεις. Εξετάζοντας πλήθος χωρών του ΟΟΣΑ, καταλήγει ότι κάποιοι θεσµοί όπως η υψηλή φορολόγηση της εργασίας επιδρούν αρνητικά στην ανεργία. Αντίθετα, τέτοια επίδραση δεν επιβεβαιώνεται για την αυστηρή νοµοθεσία προστασίας της

Page 25: Labour Market Reforms in the European Union

25

απασχόλησης. Ως προς τα επιδόµατα ανεργίας, ο Nickell διευκρινίζει ότι συµβάλλουν στην αύξηση της ανεργίας, εφόσον υιοθετείται ένα αµιγώς «παθητικό» σύστηµα. Αυτό σηµαίνει οτι χορηγούνται υψηλά επιδόµατα για µεγάλα χρονικά διαστήµατα, χωρίς ταυτόχρονα να ασκείται κάποιου είδους πίεση στους ανέργους προς εύρεση εργασίας ή ακόµα, χωρίς να λαµβάνονται µέτρα για την ενίσχυση των ικανοτήτων τους («ενεργητικό» σύστηµα). Στην αντίθετη περίπτωση, η ύπαρξη κράτους πρόνοιας για τους ανέργους δε συνδέεται µε υψηλή ανεργία.

Η κριτική ανάλυση των ευρωπαϊκών µεταρρυθµίσεων, όπως επιχειρήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, µας φέρνει κοντά στα συµπεράσµατα του Nickell και άρα στην άποψη ότι η απορρύθµιση δεν είναι ενδεχοµένως η αποδοτικότερη επιλογή για την αντιµετώπιση της ανεργίας. Σηµειώνεται ότι, πέρα από τις ενστάσεις του Nickell, η δηµοφιλής προσέγγιση που «δαιµονοποιεί» τις κρατικές παρεµβάσεις έχει δεχτεί συστηµατική κριτική από εκπροσώπους µιας ετερόδοξης προσέγγισης. Αφετηρία της είναι το επιχείρηµα ότι η νεοκλασική θεωρία αγνοεί τις θετικές επιδράσεις της ύπαρξης θεσµών στην αγορά ενώ υπερπροβάλλει τις αρνητικές; έτσι, καθιστά αδύνατη τη σύγκριση των δύο αντιθετικών µεγεθών.

9.Κράτος-παρεµβάσεις-ανεργία.

Τα παραδείγµατα των µεταρρυθµίσεων που εξετάστηκαν στα προηγούµενα κεφάλαια δεν ήταν προϊόν µιας τυχαίας επιλογής από µέρους µας. Επελέγησαν διότι επιτρέπουν να διαφανεί µε ένα τρόπο περισσότερο διαυγή η αλλαγή που έχει συντελεστεί όσον αφορά ένα ζήτηµα θεµελιώδες. Πως µπορεί το κράτος µέσα από την πολιτική που εφαρµόζει να διαχειριστεί την ανεργία.

Η ανεργία, ως το κυριότερο πρόβληµα στην αγορά εργασίας µε συνέπειες που επηρεάζουν όλο το φάσµα του κοινωνικού ιστού και τη συνοχή του, είναι λογικό να διεκδικεί το µεγαλύτερο µέρος της προσοχής τόσο των κρατών και αυτών που είναι επιφορτισµένοι να χαράσσουν πολιτική όσο και των µελετητών.

Χωρίς να παραγνωρίζουµε το γεγονός ότι η οµογενοποίηση διαφορετικών πολιτικών όπως αυτές που παρουσιάστηκαν είναι λανθασµένη ωε πρακτική και αφελής ως σκέψη, εν τούτοις επιτρέπει ως ένα βαθµό να διαφανούν ορισµένα κοινά προτάγµατα που τα ευρωπαϊκά κράτη επιλέγουν αλλά και καλούνται να ακολουθήσουν. Η κατεύθυνση λοιπόν είναι κατά κάποιο τρόπο κοινή, υπακούοντας στην όχι αδικαιολόγητα κοινή σοφία που θέλει λιγότερες ρυθµίσεις στην αγορά εργασίας και ένα κράτος αρωγό κοντά στον άνεργο. Η αρωγή αυτή όπως είδαµε εκφράζεται τόσο µέσω των κοινωνικών επιδοµάτων όσο και µέσα από προγράµµατα ¨ενεργοποίησης¨ ανέργων ούτως ώστε να αποκτήσουν περισσότερες δεξιότητες. Σε αυτό το σηµείο λοιπόν έγκειται µία σηµαντική µεταστροφή από τις πρακτικές των περασµένων δεκαετιών. Το κράτος πλέον δεν καλείται µέσω της εφαρµογής µακροοικονοµικών δηµοσιονοµικών πολιτικών να υποβοηθήσει στην δηµιουργία θέσεων εργασίας, είναι πλέον ένα ζήτηµα που ρυθµίζει η αγορά. Επιπρόσθετα ο

Page 26: Labour Market Reforms in the European Union

26

άνεργος δεν λογίζεται αποκλειστικά ως θύµα ορισµένων αποτυχηµένων πολιτικών αλλά φέρει µερίδιο της ευθύνης σε προσωπικό επίπεδο λόγω του ότι οι δεξιότητες τους δεν ήταν ποιοτικά και ποιοτικά επαρκείς ώστε να του εξασφαλίσουν µία θέση στην αγορά εργασίας. Μεταφέρεται λοιπόν ως ένα βαθµό, η ευθύνη για την αντιµετώπιση της ανεργίας από το κράτος στον ίδιο τον άνεργο.

Η σκέψη που κυριαρχεί πίσω από αυτή την µεταστροφή υποστηρίζει ότι η παρέµβαση του κράτους για αύξηση της συνολικής ζήτησης δεν επιφέρει µακροπρόθεσµα κάποιο αποτέλεσµα στο ¨φυσικό¨ ποσοστό ανεργίας (NAIRU, Non Accelerating Inflation Rate of Unemployment )18 παρά µόνο βραχυπρόθεσµα. Εποµένως η λύση για το επίµονα υψηλό ποσοστό ανεργίας είναι δυνατόν να προέλθει αποκλειστικά από την µεταρρύθµιση του πλαισίου της αγοράς εργασίας. Είναι δηλαδή οι µικροοικονοµικές πολιτικές που θα δώσουν τη λύση, εποµένως οι περιοριστικές νοµισµατικές και δηµοσιονοµικές πολιτικές που ακολουθούνται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και από τα κράτη µέλη (ακόµη και όσα βρίσκονται εκτός της νοµισµατικής ένωσης) δεν στέκονται ως εµπόδιο στην προσπάθεια αύξησης του επιπέδου απασχόλησης.

Στην ορθόδοξη αυτή οπτική αντιπαρατίθεται από άλλους συγγραφείς το επιχείρηµα ότι οι αλλαγές στη συνολική ζήτηση πράγµατι επηρεάζουν το ποσοστό της ανεργίας τόσο βραχυπρόθεσµα όσο και µακροπρόθεσµα. Ο Ball (1999) εξετάζοντας εµπειρικά στοιχεία από τα παραδείγµατα της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας , της Βρετανίας και της Πορτογαλίας που κατάφεραν να µειώσουν την ανεργία (µετά από σχεδόν δύο δεκαετίες που το ποσοστό της ήταν ιδιαίτερα υψηλό) από το 1985 και ύστερα διατυπώνει την άποψη ότι η αξιοποίηση των εργαλείων της νοµισµατικής πολιτικής, η επεκτατική δηµοσιονοµική πολιτική και η αύξηση της συνολικής ζήτησης, ήταν η κινητήριος δύναµη που οδήγησε στο εν λόγο επίτευγµα. Όσον αφορά το επίπεδο του πληθωρισµού παρόλο που σηµειώθηκαν βραχυχρόνιες αυξήσεις, στο τέλος σταθεροποιήθηκε σε χαµηλότερα επίπεδα από το παρελθόν. Είναι χρήσιµο επίσης να τονιστεί λόγω και της επικαιρότητας ότι στις χώρες που µελέτησε ο Ball οι οικονοµίες τους βρίσκονταν σε περίοδο ύφεσης. Τα κράτη που προαναφέρθηκαν κατάφεραν όµως βγαίνοντας από την ύφεση να επιστρέψουν στο επίπεδο απασχόλησης που υπήρχε πριν ενώ αντίθετα άλλα κράτη που ενώ αντιµετώπισαν την ίδια ύφεση, διατήρησαν αργότερα µια περιοριστική νοµισµατική και δηµοσιονοµική πολιτική δεν είχαν την ίδια επιτυχία. Η ανεργία παρέµεινε υψηλή και ο πληθωρισµός σταθεροποιήθηκε οδηγώντας όµως σε ένα µεγαλύτερο ποσοστό ΝΑΙRU. Ο παράγοντας λοιπόν που οδήγησε σε πτώση της ανεργίας δεν ήταν σύµφωνα µε αυτή την παραδοχή οι θεσµικές µεταρρυθµίσεις των αγορών εργασίας, τουλάχιστον όχι στον βαθµό που τους αποδίδεται από τους περισσότερους συγγραφείς. ∆ιατυπώνει λοιπόν το συµπέρασµα ότι σε περιόδους ύφεσης οι ενέργειες που οδηγούν σε αύξηση της ζήτησης είναι δυνατόν να προφυλάξουν την οικονοµία από µια µόνιµη αύξηση της ανεργίας. Ακόµη µέσω της αντίστροφης λειτουργίας του φαινοµένου της hysteresis µία διαστολή της ζήτησης µπορεί να οδηγήσει σε µείωση του ποσοστού της ¨φυσικής ανεργίας¨. Αυτό έχει ως 18 Ως NAIRU ορίζεται το ποσοστό ανεργίας που δεν επιταχύνει τον πληθωρισμό. Πρόκειται ουσιαστικά για μια νέα εκδοχή της Philips Curve ώστε να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της ανοιχτής οικονομίας.

Page 27: Labour Market Reforms in the European Union

27

αποτέλεσµα την επίτευξη ενός υψηλότερου επιπέδου απασχόλησης που δεν οδηγεί όµως σε πληθωριστικές πιέσεις (Βall,2009,p 228).

O Howell (2005) αµφισβητώντας και αυτός την χρησιµότητα των µεταρρυθµίσεων στις αγορές εργασίας διατυπώνει την άποψη ότι το κράτος πρέπει να ασκεί ισορροπηµένες µακροοικονοµικές πολιτικές ώστε να επιτυγχάνει καλύτερα αποτελέσµατα στο ζήτηµα της καταπολέµησης της ανεργίας. Χρησιµοποιώντας ως παράδειγµα χώρες όπως τη ∆ανία, Ιρλανδία, Αυστρία και Ολλανδία τονίζει ιδιαίτερα την συνοχή, την ισορροπία καθώς και την κοινωνική αποδοχή που είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζουν τις πολιτικές του κράτους στην προσπάθεια του να εξισορροπήσει την µακροοικονοµική πολιτική και το κράτος πρόνοιας µε τα αιτήµατα των εργαζοµένων και των επιχειρήσεων αντίστοιχα.

Η διατύπωση µιας οριστικής απάντησης για το ποιος είναι ή πρέπει να είναι ο ρόλος των κρατικών πολιτικών όσον αφορά το ζήτηµα των αγορών εργασίας και της ανεργίας δεν αποτελεί ένα εγχείρηµα µονοδιάστατο, ούτε µπορεί να παρουσιαστεί ολοκληρωµένα στα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Στην ίδια τη φύση του ερωτήµατος περικλείεται µια διαµάχη που διεξάγεται σε πολύ ευρύτερο πλαίσιο και µε διαφορετικούς κάθε φορά όρους. Η διαµάχη για το ρόλο ενός σύγχρονου κράτους σε µια σύγχρονη οικονοµία.

Page 28: Labour Market Reforms in the European Union

28

Παραποµπές. Alesina , A., Glaeser,E., Sacerdote,B., 2005. "Work and Leisure in the U.S. and Europe: Why So Different?," NBER Working Papers 11278, National Bureau of Economic Research, Inc. Andersen T. & Svarer M. , 2007. "Flexicurity – labour market performance in Denmark," Economics Working Papers 2007-09, School of Economics and Management, University of Aarhus Askenazy ,P., 2004. "Shorter Work Time, Hours Flexibility, and Labor Intensification," Eastern Economic Journal, Eastern Economic Association, vol. 30(4), pages 603-614, Fall. Ball,L., Mankiw, G., and Nordhaus, W., ,Brookings Papers on Economic Activity, Vol. 1999, No. 2 (1999), pp. 189-251 Blanchard,O., Landier ,A., 2001. "The Perverse Effects of Partial Labor Market Reform: Fixed Duration Contracts in France," NBER Working Papers 8219, National Bureau of Economic Research, Inc. Blanchard,O.,Portugal,P., 1998. "What Hides Behind an Umemployment Rate: Comparing Portuguese and U.S. Unemployment," NBER Working Papers 6636, National Bureau of Economic Research, Inc.

Bredgaard, T., Larsen F. & Madsen P.K., (2005): The Flexible Danish Labour Market , A Review, Aalborg: Centre for Labour Market Research, CARMA Research Papers 2005:01. Brown A. & Snower D., 2009. "Incentives and Complementarities of Flexicurity," Kiel Working Papers 1526, Kiel Institute for the World Economy. Burchell,B. , 2009. "Flexicurity as a moderator of the relationship between job insecurity and psychological well-being," Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, Oxford University Press for Cambridge Political Economy Society, vol. 2(3), pages 365-378. Cahuc,P.,Carcillo,S., 2007. "Drawing Lessons From The Boom Of Temporary Jobs In Spain," Economic Journal, Royal Economic Society, vol. 112(721), pages F270-F295, June. "Drawing Lessons From The Boom Of Temporary Jobs In Spain," Economic Journal, Royal Economic Society, vol. 112(721), pages F270-F295, June. Dolado,J.,Garcia—Serrano,C.,Jimeno,J., 2002. "Drawing Lessons From The Boom Of Temporary Jobs In Spain," Economic Journal, Royal Economic Society, vol. 112(721), pages F270-F295, June.

Page 29: Labour Market Reforms in the European Union

29

Eichhorst,W., Zimmermann K., 2007. "And Then There Were Four...How Many (and Which) Measures Labor Market Policy Do We Still Need?," Applied Economics Quarterly (formerly: Konjunkturpolitik), Duncker & Humblot, Berlin, vol. 53(3), pages 243-272. Estevão,M., Sá ,F., 2008. "The 35-hour workweek in France: Straightjacket or welfare improvement?," Economic Policy, CEPR, C Fahr,R.,Sunde,U., 2006. "Did the Hartz Reforms Speed-Up Job Creation? A Macro-Evaluation Using Empirical Matching Functions," IZA Discussion Papers 2470, Institute for the Study of Labor (IZA ES, MSH, vol. 23, pages 417-463, 07 Haisken-DeNew,J., Vorell M., 2009. "Killing them with Kindness: Negative Distributional Externalities of Increasing UI Benefits," Ruhr Economic Papers 0121, Rheinisch-Westfälisches Institut für Wirtschaftsforschung, Ruhr-Universität Bochum, Universität Dortmund, Universität Duisburg-Essen Holm,A., April 2001 “Danish labour market policy measures - an evaluation” University of Copenhagen Howell, D., (2005). Fighting Unemployment: Why Labor Market Reforms Are Not The Answer. CEPA Working Papers. New York: Schwartz Center for Economic Policy Jacobi,L.,Kluve,J., 2006."Before and After the Hartz Reforms: The Performance of Active Labour Market Policy in Germany," IZA Discussion Papers 2100, Institute for the Study of Labor (IZA). Jessop, B. , (1993) Towards a Schumpeterian Workfare State? Preliminary Remarks on Post-Fordist Political Economy . Studies in Political Economy (40). pp. 7-40. ISSN 0707-8552

Keune,M., Jepsen M., 2007."Working Paper 1/2007 - Not balanced and hardly new the European Commission's quest for flexicurity," Working Paper 1, ETUI-REHS, revised Oct 2007. LANG,D. (LEREPS-GRES), 2006. "Can the Danish model of flexicurity be a matrix for the reform of European labour markets?," Cahiers du GRES 2006-18, Groupement de Recherches Economiques et Sociales. Lazear, Edward P, 1990. "Job Security Provisions and Employment," The Quarterly Journal of Economics, MIT Press, vol. 105(3), pages 699-726, August Nickell, S., 1997. "Unemployment and Labor Market Rigidities: Europe versus North America," Journal of Economic Perspectives, American Economic Association, vol. 11(3), pages 55-74, Summer. Siebert, Horst, 1997. "Labor Market Rigidities: At the Root of Unemployment in Europe," Journal of Economic Perspectives, American Economic Association, vol. 11(3), pages 37-54, Summer.

Page 30: Labour Market Reforms in the European Union

30

Torfing,J. , (1999) “Workfare with welfare: Recent reforms of the Danish welfare state”, Journal of European Social Policy, Vol 9 (1): 5-28 Wilthagen, T & Tros F. (2004): The concept of ‘flexicurity’: A new approach to regulating employment and labour markets, TRANSFER – European Review of Labour and Research, 10(2), pp. 166-187

Zhou,J., 2006. "Reforming Employment Protection Legislation in France," IMF Working Papers 06/108, International Monetary Fund.