[Γιώργος_Βέλτσος]_Inventio(Bookos.org)

96

Transcript of [Γιώργος_Βέλτσος]_Inventio(Bookos.org)

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Β Ε Λ Τ Σ Ο Σ

Inventio

Έ ργα τού ίδιου:

Σ ημειολογία τώ ν πολιτικώ ν θεσμών, Παπαζήσης, 1974.Κ είμενα πο λ ιτικ ή ς κ α ί κοινω νιολογίας, Παπαζήσης, 1976.Κ οινω νία κ α ί γλώ σσα, Παπαζήσης, 1976.Κ οινω νιολογία τών θεσμών Ι - Ό θεσμικός λό γο ς κα ί ή εξουσία , Παπα­

ζήσης, 1977.Κ οινω νιολογία τών θεσμών I I - Ο ικογένεια κ α ί φ α ντα σ ια κές σχέσεις,

Παπαζήσης, 1979.Τό έργο ά νεβάζετα ι σ ’ ολόκληρη την πόλη , "Ικαρος, 1979.Ο ί α προσδιόριστο ι π α ρ ά γο ντες - Δ οκ ίμ ιο δομικής κοινω νικής ψ υχολο­

γίας, Παπαζήσης, 1981.’Α ντικείμ ενα , Γνώση, 1982.Τό τίπ οτα , Κάκτος, 1983.Ή τερατώ δης π λευρ ά - Έ ν α δοκίμ ιο έρμηνευτικής τής λογοτεχνίας,

Γνώση, 1985.Γιά τήν έπικοινω νία , Καστανιώτης, 1985.Ή μή-κοινω νιολογία - ’Α να λυ τικ ή τοϋ μετα -μοντερνισμοϋ, Νεφέλη,

1988.Π ρός τό ν Κ ορνήλιο Κ αστορ ιά δη , Πλέθρον, 1989.Δ εξ ιά κ α ί ’Α ρ ισ τερ ά - Κ είμενα στά Ν έα , Πλέθρον, 1989.Ή Δ ια μ ά χη - Κ είμενα γ ιά τήν νεοτερικότητα , (έπιμ.), Πλέθρον, 1990.

® Γιώργος Βέλτσος καίΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΕΘΡΟΝ - Λουκάς Ρινόπουλος Μασσαλίας 20α, 106 80, ’Αθήνα, τηλ. 36.41.260 - 36.45.057

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Β Ε Λ Τ Σ Ο Σ

Inventio

Π Λ Ε Θ Ρ Ο Ν

Α Θ Η Ν Α 1 9 9 0

Στό βιβλίο αύτό καταχωροΰνται έκ μ ετα φ ορά ς κείμενα πού δημοσιεΰθηκαν στην εφημερίδα Τα Ν έα κατά τό διάστημα 4 Νοεμβρίου 1989 εως 22 Σεπτεμ­βρίου 1990.

στην Μνρτώ

ου μη φάγητε άπο παντός ξύλου τού παραδείσου.ΓΕ Ν Ε ΣΙΣ , Π 2

Un livre comme je ne les aime pas, ceux épars et privés d ’ architecture. Nul n ’ échappe décidément, au journalisme ou voudrait -il, en produit pour soi et tel autre espérons, sans qu ’ on jette par-dessus les tê­tes, certaines vérités, vers le jour.

L 'excuse, à travers tout ce hasard, que V assemblage s ’aida, seul, par une vertu com­mune.

STÉPHANE MALLARMÉ

( Έ ν α βιβλίο σάν κι ’ α υ τά π ο υ δ εν άγαπώ , σκόρπια κ α ί χω ρίς αρχιτεκτονική . Κ ανέ­νας όέν ξεφ εύγει τελικά άπό τό εφήμερο, θά τό ήθελε όμω ς κιόλας, ίσχύοντας μόνον γιά τόν έα ντό τον κ α ί ά ς ελπ ίσουμε κ α ί γιά κάποιον άλλον, χω ρίς έπαρση ω στόσο γιά τίς άλήθειες π ο ύ π ετά στό φώ ς τή ς μέρας.

Ή δ ικα ιολογία μέσα ά π ’ όλο α υτό τό τ υ ­χα ίο , πα ρέχετα ι μόνον άπό τήν συνάθροι­ση, μέσω μ ιά ς κοινής άρετής).

στό έξώφυλλο:Piero della Francesca, Invenzione della Croce

Arezzo, Basilica di S. Francesco

Μέ την επιστροφή του στό Arezzo, ό Piero ζωγράφισε γιά έναν άπό τούς συμπο­λίτες του, τόν Luigi Bacci, τό παρεκκλήσιο τοϋ κόρου τοϋ ναού τού 'Αγιου Φραγκί­σκου, τόν θόλο τοϋ όποιου είχε άρχικά άναλάβει ό Lorenzo di Bicci.

Βλέπουμε έκεϊ την 'Ιστορία τοϋ Σταυρού, πού ξεκινά μέ τήν ταφή του Ά δά μ άπ’ τούς γιούς του πού τού βάζουν κάτω άπό τή γλώσσα τόν σπόρο τού δέντρου άπό τό όποιο πήραν τό τίμιο ξύλο, μέχρι τήν Ύ ψωση τού Σταυρού άπό τόν 'Ηράκλειο πού εισέρχεται άνυπόδητος στήν 'Ιερουσαλήμ φέροντάς τον στούς ώμους του. Σ ’ αύτό τό σύνολο υπάρχουν πολλά ώραία ευρήματα καί άξιέπαινες στάσεις: τά κοστούμια τών άκολούθων τής βασίλισσας τού Σαβά, δουλεμένα μέ λεπτό καί νεοτεριστικό τρόπο, πολυάριθμες προσωπογραφίες γεμάτες ζωή, μιά κορινθιακή κιονοστοιχία μέ έξαίσιες άναλογίες, ενας χωρικός μέ τά χέρια άκουμπισμένα πάνω στό φτυάρι πού άκούει τήν 'Α γία 'Ελένη κατά τήν έκσκαφή τών τριών σταυρών, πού δέν θά μπορού­σε νά άναπαρασταθεϊ καλύτερα.

Τέλειος είναι έπίσης κι ό νεαρός πού άνασταίνεται άπό τό άγγιγμα τού Σταυρού, καί ή χαρά τής 'Α γίας Ελένης έν μέσω τών κατάπληκτων συμπαρισταμένων πού γονατίζουν.

VASARI, Ή ζωή τοϋ Piero della Francesc»

Τ',ν-ί κείμενο δέν είναι κείμενο παρά μόνον έάν κρύβει σέ πρώτη οψη, στόν πρώτο τυχόντα, τό νόμο τής σύνθεσής του καί τούς κανόνες τού παιχνιδιού tinί. ΊΊνα κείμενο εξάλλου παραμένει πάντα αδιόρατο. 'Ο νόμος καί οί * ινόν*ς του δέν καταφεύγουν στό απρόσιτο Ινός μυστικού, άπλώς δέν προσφέρονται πο- >.έ, στό παρόν, σέ οτιδήποτε θά μπορούσε κα­ν» ίς νά όνομάσει, μέ τήν αυστηρή σημασία του όρου, αντίληψη.Λι*τρέχοντας πάντα καί κατ’ ούσίαν τόν κίνδυνο νά χαθεί οριστικά. Ποιός θά μάθει lune μιά τέτοια εξαφάνιση;11 συγκάλυψη τής ύφής μπορεί έν πάση πε-

ριπτώσιι νά χρειαστεί αιώνες γιά νά ξηλώ- ί «ι τόν ιστό της. Ό ιστός περιβάλλοντας ιόν ιστό. Λΐώνες γιά νά ξηλώσει τόν ιστό.' Λνασυστήνοντάς τον έπίσης σάν έναν οργα­νισμό. Άναγεννώντας απεριόριστα τόν ΐδιο ιόν ιστό της πίσω άπό τό τέμνον ίχνος, τήν ίκόφαση κάθε ανάγνωσης. Έπιφυλάσσον- ιας πάντα ώς άπόθεμα μιάν έκπληξη στήν ί ν ι ιομία ή τή φυσιολογία μιας κριτικής πού θά πίστευε ότι είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού, ότι έπιτηρεΐ ταυτοχρόνως όλα τά νήματα, ένώ τή δελεάζει «αί τήν έξαπατά ή ίδια ή θέλησή της νά έξετάσεί τό κείμενο δίχως νά τό * γγ ίξ« . δίχως νά βάλει τό χέρι της στό «αντικείμενο», δίχως νά άναλάβει τόν κίνδυνο νά προσθέσει, μοναδική εύκαιρία νά μπει στό παιχνίδι άφήνον-

< ; νά τής μαγκώσει τά δάχτυλα, κάποιο καινούργιο νήμα. ΙΙροσθέτω, i'iiο, δέν σημαίνει τίποτα άλλο παρά δίδω πρός ανάγνωση. Χρειάζεται ηροπαρασκευή γιά νά σκεφτεϊ κανείς αύτό ακριβώς: ότι δέν πρόκειται γιά κέντημα, έκτός κι αν θεωρεί ότι τό νά ξέρει νά κεντά είναι τό ΐδιο μέ τό ν ι έχει τήν ικανότητα νά ακολουθεί τό δεδομένο νήμα. Δηλαδή, αν μέ

Κόλαφος: χτύπημα (coup) στήν παρειά, σκαμπίλι... (κολάπτω). Κολάπτω: 1.

άμύσσω, έντέμνω, ιδίως επ ί πτηνών, ραμφίζω, οθεν, ανοίγω λιανίζοντας μέ

χτυπήματα τοΰ ράμφους, κ α τ ’ à να?., ε π ί ίππου πού

χτυπά τό χώμα με τήν όπλή του. 2. κ α τ ’ ακολουθίαν

έγχαράττω , γλύφω, σκαλίζω: γράμμα εις

αίγειρον, [λεύκα] Άνθ. Παλ. 9, 341, ή κατά φλοιού [λείος φλοιός], Call. fr. 101, μιά έγγραφή στόν κορμό μιας λεύκας ή στόν φλοιό ένός

δέντρου (ρίζ. Κ λαφ, πρβλ. ρίζ. Γλυφ, κοιλαίνω, ξύνω).

παρακολουθείτε, τό κρυμμένο νήμα. Λν υπάρχει μιά ενότητα τής άνάγνω- σης καί τής γραφής, δπως μέ ευκολία υποστηρίζουν σήμερα, αν ή άναγνω- ση εί’ναί ή γραφή, αυτή ή ένότητα δεν προσδιορίζει οΰτε την άδιαφοροποιη- τη σύγχυση οΰτε τήν αδιατάραχτη ταυτότητα· τό είναι πού συμπλέκει τήν ανάγνωση μέ τη γραφή οφείλει νά ξηλώνει.

οφείλει νά ξυλώνει. Μού επιτρέπεται άραγε ή επινόηση, τό εϋρημα, τό ρήμα, ενα ξυλόω τήν ανάγνωση καί τή γραφή;

ξύλωσις: τό ξύλινον μέρος τής οικίας, τό ξύλινον ικρίωμα μιας οικοδο­μής, τής τελευταίας κατοικίας - μέριμνας όλων έν ζωή - τού μνήματος, τοΰ σήματος, τού κειμένου, ισ τού δπου ύφαίνονται οί γραμμές, ο ί νημιώ- σεις κι δπου ξηλώνονται οί άλήθειες ατό φώ ς τής μέρας, τώ ν γάρ όμμάτων στερηθείς, παλινωδώ, ξηλώνω καί ξυλώνω ένα βιβλίο δάνειο άπό τήν έφη- μερίδα, τό κείμενο πού κεϊται έδώ, ενθάδε κεϊται καί ϊσταται καί πέφτει καί ξυλεύεται άπό τόν πάντα άνδρα, ίστός, σταυρός καί δέντρο τής ζωής, ή δρϋς. Ξηλώνεται άπό τόν τέκτονα, τόν ξυλουργό άναγνώστη-ίστουργό, ίστορα κριτή πού α ποκαλύπτει τό νόμο τής σύνθεσής τον, ξυλώνει ευθύς τό εϋρημα, τό τίμιο ξύλο, τεμάχιο έκ τού Σταυρού καί φυλαχτό γιά τήν άνάγνωση καί τή γραφή, μιά ευρεσιτεχνία έκείνου πού δ ιαβάζει κα ί γράφ ει μέ μ ιά μόνον άλλά διχασμένη κίνηση καί πού du coup αισθάνεται ότι έχει τήν άδεια νά προσθέσει κάτι επιπλέοντό είναι πού συμπλέκει τήν άνάγνωση μέ τή γραφή, οφείλει νά ξυλώνει.

Ξυλώνει ό Piero, ίκριοΐ, έπινοεϊ, υφαίνει καί ξηλώνει τόν Θ ρύλο τού Σ τανρού . Σκέφτεται μιά μεταφορά τού ιδιώματος του. Γράφει μέ τής γραφής εις τής ζωγραφικής τήν γλώσσα, ζωγραφίζει, άλληγορεϊ τόν με­σαιωνικό Χ ρυσό θ ρ ύ λ ο , συνδέει πρόσωπα, συγχέει τίς Γραφές - τήν Πα­λαιό καί τήν Καινή Διαθήκη - πρός μιά τρίτη πληρέστερη γραφή, πληρέ­στερη ζωγραφή, παράσταση έγγεγραμμένη, γραφή τοΰ ζώντος, ζωντανή, έντειχισμένη, tableau vivant, τρόπο μέ τόν όποίο φαίνεται τό θέαμα τής ζωής καθώς δίνεται στόν εαυτό του γιά νά άποσυρθεϊ. Δ έν υπάρχει άραγε έκ τών προτέρω ν «tableau vivant», εκ ε ί δπ ο υ ό π ίνα κ α ς ύπάρχει;

Ξυλώνει ό Piero, αιώ νες γ ιά νά ξηλώσει τόν ιστό ό θεατής του τώρα, άνασυστήνοντάς το έπ ίσης σά ν εναν οργανισμό, τ’ άπόγευμά μας στό Arez­zo δπου τόν είδαμε μαζί φιλοξενούμενοι του, προσκεκλημένοι (invités) άπό τήν εύρεση (invenzione).

Dès lors Γ hôte aura cessé d ’ être le maître chez lui: il aura entière­ment satisfait à sa mission. A son tour il sera devenu Γ invité.

Μού είχες πει: στόν διάλογο τού Σωκράτη μέ τόν Φαιδρό, θαυμάσια καί ό Piero παρεμβαίνει du coup, ώς φαρμακεύς, ως τρίτος προσκεκλημένος συνομιλητής πού άναλαμβάνει νά πλέξει τό έγκώμιο τής ζωγραφικής χάριν σπουδής καί παιδιάς συγχρόνως, διότι τό φ άρμακον π α ρά γει τό παιχνίδι τού φαίνεσθαι χάριν τοΰ οποίου περνάει γιά άλήθεια. Κι ό Piero μάς όφεί-

12

h i , |κιιι ι Ιπες, τήν άλήθεια.I ιέλαξες άπ’ όλες τις σκηνές, την Ε ύρεση τοΰ Ά γ ιο ν Σ τα υρού όπου

livim raiverm ό νεκρός άπό τό τίμιο ξύλο, ξυλώνεται. Τό σώμα, υψώνεται γυμνό ι'ιπ' τό μνήμα, άγράμματο, έντρομο μπροστά στά μάτια αύλικών μέ ιΐ|ΐιιΐΐ|Γΐ| καί τής βασίλισσας πού άγάλλεται καί χαίρει.

Ό πνεύμα τών ίνών. Ώ έπη τών ραφών. Διηγούνται οΐ κλωστές τήν εισβολή. ’Ιστορούν τήν κάθοδο τις ιαχές τίς δάφνες.I Ινίγονν τά μανίκιατήν άνήκονστη φωνή τους πού φωτίζεται μέ άθλονς στέψεις θρύλους κα ί ύποδοχές.Ντρέπονται τώρα καί φοβούνται

Ή ρθαν νά βρουν τό σώμα, τό σώμα ήταν ή υπόσχεση, καί βρήκαν τόν σωματισμό.

Ι’ήγισσα έσύ, «ώ μεταμφίεση άπό ζωή», πρόσωπο τής ζωγραφικής ίστο- ΙΜ κό, τοΰ θρύλου, τής γραφής, μορφή τής τύχης, fantôm e blanc com m e une I'lift· />;i.s encore écrite.I h'iodiade.

Χυρράφω, ξηλώνω, ξυλόω, μεταποιώ τό είδος· νήματα, μνήμες καί πτυ­χία. στόφες, στριφώματα, στροφές, γραφές τής έβδομάδας χρονοβόρες, χιιιιιινα ικριώματα ενός άδύνατου έργου.

I ( θέλω έγώ νά διαιωνίσω , αν ή ζω γραφική βασίλισσα ήθελε τόν Σταυ­ρό;

13

Γ λ ω σ σ ά ρ ι ο

trAitοι. Μεταβάλλω εις ξύλον, κατασκευάζω έκ ξύλου.

ini' χημένον. - Κείμενον: ό,τι κεϊται έγγράφως, τό γεγραμμένον, κατά μίαν εν- νιmu ιό γραμμένο, το μοιραίο, τό τυχηρό, αυτό γιά τό οποίο «είναι φτιαγμένος γιά νιϊ καταλήξει ό κόσμος», τό Βιβλίο.

/num. "Οχι μόνον ό υφαντικός ιστός ένός «textus», μιας συνυφής ή μιάς συναρ- |ΐογΐ|ι, Λπου τό γεγραμμένον έξυφαίνεται, κλώθεται άπό τήν Κλωθώ πού εκφρά- Ι.ι ι ιόν «εΙρμόν τών συμβάντων μέ τό νήμα τής ζωής», άλλά καί συνεκδοχικώς ilit ιό ΰπό τής Πηνελόπης ύφαινόμενον («Έ νθα καί ήματίη μέν ϋφαίνεσκον μέ- yuv Ιστόν, νύκτας δ ’ άλλύεσκον», 'Ομήρου, ’Οδύσσεια, ραψ. Τ, στ. 145) καί με- ιιιΐ|<>ρικώς ώς «ιστός άράχνης», τό άράχνιον.

ι >/ νημιιύσεις. - Κλωστιάσεις, ύφασματώσεις, ίνες καί στριφώματα τής γραφής ιιιοίις Καταλόγους 7 τού Δημήτρη Δημητριάδη, ποιητή κιβωτού μαρτυρίου έκ Ιυλιιιν άσήπτων... (Έ ξοδος, ΚΕ' 9).

nut φώς τής μέρας. - ’Αναφορά στήν επιγραφή τού Mallarmé πού προτάσσω ώς f i l (>y<>ν, άναφορά καί στόν Maurice Blanchot: «Περίεργη ερώτηση πρός κάποιον in in μόλις πρό όλίγου είχε άμεση συναλλαγή μέ τήν ήμέρα» (Ή τρέλλα τής ήμέ- ι■*ΐι., Αγρα, 1984, σ. 21).

ιιιΐν γάρ όμμάτων στερηθείς. - Πλάτωνος Φαιδρός, 243, a-b.·■ Ι 'ιίτι δέ τοϊς άμαρτάνουσι περί μυθολογίαν καθαρμός αρχαίος, ον Ό μηρος

|ΐ(ν οΰκ ήσθετο, Στησίχορος δέ· τών γάρ όμμάτων στερηθείς διά τήν Ελένης χιικηγορίαν, ούκ ήγνόησεν ώσπερ Ό μηρος, άλλ’ άτε μουσικός ών έγνω τήν αί- ιΐιιν καί ποιεί εύθύς·

( >ύχ (σ τ’ ετυμος λόγος ούτος· ιιι'ιΛ' 16ας έν νηυσίν εύσέλμοις ούδ' ΐχεο πέργαμα Τροίας.

Καί ποιήσας δή πάσαν τήν καλουμένην Παλινωδίαν, παραχρήμα άνέβλεψεν». Καί στόν Σεφέρη, στήν «Ελένη», πάλι ό μύθος άπό τήν άρχή, δείγμα ότι οί

ΛνΙΙρωποι «θά ξαναπιάσουν τόν παλιό δόλο» μιάς γλώσσας αύστηρής, πού ή ιιιΐίηση ιϊις παλινωδία όφείλει άνασκευάζοντας νά μετριάζει.

Ούχ ήλβον ές γην Τρφ άδ’, άλλ’ εϊδωλον ήν. (Εύριπίδου 'Ελένη, 582) κι ι ί στόν Σεφέρη:

15

Τ άηδόνια δέ σ ' άφήνοννε νά κοιμηθείς οτίς Πλάτρες.

Παλινωδεί άραγε ή 'Ελένη, ό ποιητής, τό ποίημα;

12: δέντρο τής ζωής. - Στήν χριστιανική παράδοση δηλώνεται ή άναλογία μεταξύ τού δέντρου τής ζωής τής Γένεσης καί τοϋ δέντρου τοϋ Σταυρού. Τό δέντρο τής ζωής άλλωστε θεωρείται καί ώς εικόνα τού «πρωταρχικού άνδρογύνου», τού Φαλλού καί έπιτέλους στόν Lacan, τής barre προερχόμενης άπό τόν άναγραμμα- τισμό τής γαλλικής λέξης arbre. [barre: ράβδος ξύλου, πάσσαλος, σκόλοψ, σταυ­ρός, άλλά καί ή γραφική παράσταση τής διαγραφής, τό διάγραμμα, τό τέμνον ίχνος. Στόν Lacan, τό «σημάδι» μέ τό όποιο διαγράφεται τό υποκείμενο S. Το «S σέ σβήσιμο» (S en fading). «Συμβολίζουμε διά τού S διαγραμμένου (S) τό ύπο- κείμενο, στό μέτρο πού συγκροτήθηκε ώς δεύτερο πρός τό σημαίνον» (J. Lacan, Le Seminaire livre X I, Seuil, 1973, σελ. 129).

Κατ’ άκολουθίαν δ,τι μεταλλάσσει τό υποκείμενο σέ ύπό-κείμενο·. τό βάθρο, τό ικρίωμα, τό κείμενο ώς νπό-θεση καί υπόθεση ότι συμμετέχει δια-γραμμένο, χωρίς σημαίνον, άσύμπτωτο ώς πρός τόν συγγραφέα του τόν όποιον άλλωστε έκπροσωπεί «γιά ένα άλλο σημαίνον» (Lacan) καί γιά ένα άλλο κείμενο],

12: ή δρνς. - Διότι: δρυός πεσούσης πας άνήρ ξνλεύεται, άλλά μόνον ό ξυλουργός, ό γνώστης, ό ϊστωρ, ό τέκτων, ό άναγνώστης-σνγγραφέας τόν όποιον άναδει- κνύει ή ίδια ή «ρητορική άνάγνωση», έννοεί καί ένώνει, ξυλώνει «τό έξωτερικό νόημα μέ τήν έσωτερική κατανόηση, τήν πράξη μέ τή σκέψη σέ μιά ξεχωριστή όλότητα».

Τήν έμπειρία τής άνάγνωσης ώς μιά τέτοια ένωση - τήν περιγράφει ό Proust, δραματοποιώντας τό ρητορικό «σχήμα τής μεταφοράς». Ό Proust έκπροσωπεί έντέλει τόν αυστηρό άναγνώστη «όπως θά όφειλε νά είναι ό συγγραφέας γιά ν ’ άρχίσει νά γράφει» (Paul de Man, «Σημειολογία καί ρητορική», στό περιοδικό Λόγον χάριν, τ. 1, σελ. 83.

12: άποκαλύπτει τό νόμο τής σύνθεσής τον. - ’Εδώ ό άναγνώστης δέν είναι ό πρώτος τνχόν στόν όποίο τό κείμενο κρύβει, σέ πρώτη όψη, τό νόμο τής σύνθεσής τον, άλλά ό τυχηρός, ό ευτυχής inventor, ό δημιουργός τού συγγραφέα κατά λάθος. «Διαβάζοντας μαντεύουμε, δημιουργούμε· δλα ξεκινούν άπό ένα άρχικό λάθος» (Marcel Proust, Albertine disparue, Gallimard, 1981, σ. 331).

12: διαβάζει κα ί γράφει μέ μιά μόνον άλλά διχασμένη κίνηση. - Jacques Derrida, Πλάτωνος Φαρμακεία, ’Ά γρα 1990, σελ. 66. Ό π ω ς ό μίμος: «δέν διαβάζει μόνον τόν ρόλο του· διαβάζεται κι άπ’ αύτόν» (J. Derrida, «La double séance», στό La dissémination, Seuil, 1972, σελ. 214).

12: du coup. - Ώ ς έκ τούτου (J. Derrida, δ .π ., σ. 66. Βλέπε καί τίς σημειώσεις 2 καί 5 τού μεταφραστή X. Λάζου στίς σελίδες 237 καί 239).

12: ότι έχει τήν άδεια νά προσθέσει κάτι έπιπλέον. - Τήν γραφή - τύχης χαλεπής έφήμερον σπέρμα - πού όφείλει νά τήν γράψει στά νερά («έν ϋδατι γράψει, μέ- λανι σπείρων διά καλάμου μετά λόγων», Πλάτωνος Φαιδρός, 276 c), τό έπιπλέον ίχνος car méditer, sans traces, devient évanescent («διότι ό στοχασμός χωρίς ίχνη, έξανεμίζεται» Stéphane Mallarmé, Oeuvres Complètes, «Quant au livre», Galli­mard, Pléiade, σελ. 369). Πρόκειται γιά τήν λογοτεχνία, πού «όποιος τήν άναζη- τά, ψάχνει δ,τι υπεκφεύγει καί όποιος τήν βρίσκει, δέν βρίσκει παρά δ,τι είναι

16

ένθεν, ή άκόμη χειρότερο, δ ,τι είναι πέραν τής λογοτεχνίας» (Maurice Blanchot, Le livre à venir, Gallimard, 1971, σελ. 294).

12: ίκριοί. - ίκριόω, κατασκευάζω τήν ξύλινη σκαλωσιά άπ’ όπου γίνεται περίοπτο τό έργο.

12: θ ρ ύλο τοϋ Σταυρού, Χρυσό θρύλο. - Ό θ ρύλο ς τοϋ Σταυρού περιγράφεται στό έργο τοϋ Jacques de Voragine, 'Ο Χ ρυσός θρύλος, άπ' όπου έμπνέεται καί ό Piero della Francesca. (Βλ. τήν μετάφραση άπό τά Λατινικά, τοϋ Teodor de Wyzewa, τοϋ έργου τού Jacques de Voragine La Légende Dorée, Paris 1920, κεφ. LXVI, σελ. 259-266).

Δ έν υπάρχει άραγε έκ τών προτέρων «tableau vivant» έκεΐ όπου ό πίνακας υπάρ­χει-, - Ν’ y a-t-il pas toujours «tableau vivant» au préalable, là où il y a tableau? διερωτάται ό μυθιστορηματικός Octave στό ήμερολόγιό του, καί άπαντά: «Ναί καί όχι. Ά π ό διανοητικής άπόψεως, στον καλλιτέχνη, τό θέμα περνά άπό τό «tableau vivant» πρίν περάσει στόν μουσαμά». Καί συμπεραίνει: «ή έπιθυμητή συγκίνηση ήταν αύτή πού παρέχει ή ζωή όταν προσφέρεται ώς θέαμα στόν έαυτό της: ή ζωή πού παραμένει ίκκρεμής. (Pierre Klossowski, Les lois de Γ hospitalité, Gallimard, 1965, σελ. 16).

12: αιώνες γιά νά ξηλώσει... - Jacques Derrida, Πλάτωνος Φαρμακεία, δ .π ., σελ. 65.

12: Dès lors / ’ hôte.... - «Τού λοιπού ό φιλοξενών θά έχει πάψει νά είναι ό οικοδε­σπότης: θά έχει άπόλυτα έκπληρώσει τήν άποστολή του. Μέ τήν σειρά του, θά έχει γίνει ό προσκεκλημένος» (Pierre Klossowski, δ .π ., σελ. 113).

12: τό φάρμακον παράγει τό παιχνίδι... - (Jacques Derrida, Πλάτωνος Φαρμακεία, δ .π ., σελ. 126). «Τό στοιχείο τού φαρμάκου», σημειώνει ό Derrida, «είναι τό πε­δίο τής μάχης άνάμεσα στή φιλοσοφία καί τό έτερόν της. Έ ν α στοιχείο καθ’ έαυτό, αν αυτό μπορεϊ άκόμα νά ειπωθεί, μή-άποκρίσιμο» (δ .π ., σελ. 181-182).

Ά π ό τήν άμφισημία τού φαρμάκου, τήν δυνατότητά του γιά συμπλοκή τών ειδών, εξάρτηση τού ένός άπό τό άλλο, τροπολογία, άναστροφή, άπό τό φάρμα­κον δηλαδή ώς «κίνηση, τόπο καί παιχνίδι (παραγωγή τής) διαφορά(ς)» (δ.π ., σελ. 164-165) έπωφελούμαι πάντοτε καί βλάπτομαι συγχρόνως.

Παρενέργειες, άντενδείξεις...’Αναγνωρίζω έδώ, τήν έξάρτηση.

12: οφείλει... τήν άλήθεια. - Je vous dois la vérité en peinture, et je vous la dirai («Σάς οφείλω τήν άλήθεια γιά τήν ζωγραφική, καί θά σάς τήν πώ»). Παράξενη άνακοίνωση, γράφει ό J. Derrida σχολιάζοντας στό La vérité en peinture τήν γραπτή δήλωση τοϋ Paul Cézanne πρός τόν Emile Mâle στίς 23 ’Οκτωβρίου 1905. Ό ζωγράφος γράφει σέ μιά γλώσσα πού δέν δείχνει τίποτα. Τίποτα δέν μάς δίνει νά δούμε...

«Ή άλήθεια γιά τήν ζωγραφική», σημαίνει άλήθεια στήν ζωγραφική ή άπό τήν ζωγραφική; Είναι όμως τό ζωγραφικό ιδίωμα, ίδί-ομα ειλικρινές; Καί έπι- πλέον, ή άλήθεια πού έκθέτει, είναι άληθινή ώς πρός τήν άλήθεια ; ’Ασφαλώς, άν ή άλήθεια είναι τρόπος καί ή ίδια. (Βλ. Friedrich Nietzsche, Das Philosophen- buch (1873), καί Paul de Man, ’Ανθρωπομορφισμός καί Τρόπος στή λυρική ποίη­ση, "Αγρα, 1990, σελ. 61).

«’Αρα τί κάνει έδώ ό ζωγράφος; Ζωγραφίζει συγχρόνως διά μεταφοράς.

17

άσφαλώς, καί μέσα του, όπως ό γραμματεύς... καί εικονογραφεί ενα βιβλίο ή­δη... σχεδιάζει μέσα του [dans Ρ âme] τις εικόνες πού άντιστοιχούν στά γράμμα­τα» (J. Derrida, «La double séance», σελ. 214).

13: Έπέλεξες. - (γιά νά μέ δοκιμάσεις.) Ό πλήρης τίτλος άλλωστε τού έργου τού Piero είναι Εύρεση καί δοκιμασία τοϋ Α γ ίο υ Σταύρον.

13: άναοταίνεται ό νεκρός. - Vasari, « 'Η ζωή τού Piero della Francesca». Ή βιο­γραφία αύτή είναι ή μόνη πού πληροφορεί γιά τά χαμένα έργα τοϋ Piero (Βλ. Henri Focillon, Piero della Francesca, Armand Colin, Paris 1952, σελ. 178).

13: Ώ πνεύμα τών ίνών... - Δ. Δημητριάδης, Κατάλογοι 7. - «Νημιωμένα δλα».

fantôme blanc comme une page pas encore écrite. - Φάντασμα λευκό δπως μιά σελίδα πού δέν γράφτηκε άκόμη, Stéphane Mallarmé, Oeuvres Complètes, «Crayonné au théâtre - Mimique», δ .π ., σελ. 310.

13: Hérodiade. - Pour moi, me voici résolument à / ’ œuvre. J ’ai enfin commencé mon Hérodiade. Avec terreur car j ’ invente une langue qui doit nécessairement jaillir d ’ une poétique très nouvelle, que je pourrais définir en ces deux mots: Peindre non la chose, mais / ’ effet qu ’ elle produit.

« Ιδ ο ύ λοιπόν έγώ άποφασιστικά ατό έργο. ’Επιτέλους ξεκίνησα την Ήρω- διάδα μου. Μέ τρόμο για τί έπινοώ μιά γλώσσα πού όφείλει υποχρεωτικά νά άνα- βλύζει άπό μιά καινοφανέστατη ποιητική τήν όποία θά μπορούσα νά προσδιο­ρίσω μ ' αύτά τά δύο λόγια: νά ζωγραφίζεις όχι τό πράγμα, άλλά τό άποτέλεσμα πού παράγει». (Stéphane Mallarmé, ’Επιστολή στον Henri Cazalis, δ .π ., σελ. 1440).

13: θέλω έγώ νά διαιωνίσω. - Je les veux perpétuer: τίς νύμφες...Ces nymphes, je les veux perpétuer.

Ό πρώτος στίχος άπό τό δραματοποιημένο ποίημα «L’ après-midi d" un faune», άλλά παλινωδεί ό ποιητής:

Réfléchissons...ou si les femmes dont

tu glosesFigurent un souhait de tes sens fabuleux!("Ας σκεφτουμε...

ή &ν οί γυναίκες πού κακολογείς είκονίζουν μιάν έπιθυμία τών μυθικών σου αισθήσεων!).

13: ή ζωγραφική βασίλισσα. - Ή ζωγραφία, τό σχήμα , ή άπεικόνιση τοϋ ζώντος, ή αιχμαλωσία τοϋ ζώντος, ή ζωγρία, τό ζωγράφημα καί συγχρόνως ή γραφή, τό γράφημα, τό γράμμα ένός tableau vivant ή μιας σελίδας, ένός νεκρού φύλλου (feuille morte) δπου ή parole vivante αιχμαλωτίζεται, καταλήγει, συλλαμβάνε- ται, έγγράφεται, σιωπά, υπερβάλλει, έκβάλλει, όδηγεϊ πέραν τοϋ όμοιώματος, τού ειδώλου, τού fantôme blanc τής βασιλίσσης, πρός τήν ζωγραφική καί τήν γραφή, μέ μιάν έπανάληψη διαφοροποιό καί διαφορετική: τήν inventio.

Τ ί θέλω έγώ νά διαιωνίσω, άν ή ζωγραφική βασίλισσα ήθελε τόν Σταυρό-, Τήν έπανάληψη ένός μηδενικού κειμένου, γραμμένου χωρίς τήν «γραφή». Διαγραμ-

18

μένου. Τά κείμενα στό τέλος σωπαίνουν δπως καί τά ζωγραφήματα ή λένε τό ίδιο πάντα.

«Ταύτόν δέ καί οί λόγοι· δόξαις μέν δν ώς τι φρονοϋντας αυτούς λέγειν· έάν δέ τι ερη τών λεγομένων βουλόμενος μαθείν, ëv τι σημαίνει μόνον ταύτόν άεί («Τό Ιδιο συμβαίνει καί μέ τούς γραπτούς λόγους· θά νόμιζε κανείς πώς λέγουν σάν νά σκεφτόντσυσαν έάν δμως ρωτήσεις θέλοντας νά μάθεις κάτι άπό τά λε­γόμενο, Ινα μόνον άποκρίνονται, τό ίδιο πάντα», Πλάτωνος Φαιδρός, 275e).

19

Ή νοημοσύνη μας διακυβεύεται στίς αυριανές σκυθρωπές εκλογές."Αν τά παράλογα τεχνάσματα τών δύο μεγάλων κομμάτων πιάσουν, άν

τσιμπήσουν οί "Ελληνες στίς μεταγραφές, τούς Μπούτους καί τούς Ά ρ - σένηδες, άν τά ντελίρια τών αρχηγών πείσουν, άν - γιά νά τό πώ μέ άλλα

λόγια - επικρατήσει ή «βούληση» καί δχι ήΉ δημόσια παραφροσύνη «λογική», μην περιμένουμε πολλά γιά μιά

ζωή καλύτερη καί μέ νόημα.'Υπάρχει ενα παράδοξο, πού γιά άλλη μιά φορά θά έμφανιστεϊ: ή νομι­

μοποίηση τής έξουσίας πού γίνεται καί μ’ αυτές έδώ τίς εκλογές κι ή νο ­μιμότητα δλων τών θεσμών ετούτης τής Δημοκρατίας, νά στηρίζεται καί πάλι στην πανουργία τών πολιτικών τών δύο μεγάλων κομμάτων, πού έρ­χεται μέ τήν έτυμηγορία του νά τήν επικυρώσει ό λαός.

Καί τότε δύο τινά ισχύουν: ή ό λαός είναι άφελής ή εϊναι κι αύτός πα­νούργος.

Δείκτης λοιπόν νοημοσύνης οί εκλογές, θά άποδείξουν πώς ή «νόμιμη έξουσία» στηρίζεται στή «γνώμη».

Ποιες είναι οί συνέπειες;(α) δτι δέν υπάρχει «έσωτερικός δεσμός ανάμεσα στίς ιδέες τής ορθο-

λογικότητας καί τής ριζοσπαστικής δημοκρατίας»,(6) δτι «κανονιστικές έξιδανικεύσεις όπως ό “έξιδανικευμένος βιόκο-

σμος” είναι άνευ νοήματος».Θέτω ϋπ’ δψιν τών φρονίμων άναγνωστών μου τά δύο αύτά σημεία πού

καταθέτει ή Hannah Arendt, γιά νά έπιστήσει τήν προσοχή ώς πρός μία θεμελιακή εξακολουθητική αυταπάτη, πού εχει νά κάνει μέ τή ζωή μας: πώς ή ελευθερία μας μέσα στή Δημοκρατία εϊναι παραλογισμός. Έ φ ’ δσον ή νομιμότητα τών θεσμών πού τήν έξαφαλίζουν καί τήν προστατεύ­ουν στηρίζεται, σέ τελευταία άνάλυση, σέ μιά μορφή άπάτης, έφ’ δσον δηλαδή δέν υπάρχει «ιδανικό δριο» άλλά μόνον «ενα αμείωτο στοιχείο “βουλήσεως” έναντίον τού “Λ όγου”», λύση έλλογη στό πρόβλημα τής έλευθερίας δέν πρόκειται νά δοθεί.

’Ακόμη περισσότερο: τό «δίκαιο» καί τό «ορθό», στοιχεία άδιαμφισβή- τητα μιάς όρθολογικής επιλογής καί όροι ένός μεταξύ μας συμβολαίου, διόλου δέν συμφωνούν οϋτε μέ μιά (υποθετική) κατάσταση ισότητας, οΰ-

21

τε μέ ηθικές άρχές άλλά μ’ εναν παράλογο τρόπο καθιέρωσής τους, πού προάγει ή ίδια ή Δημοκρατία, άναδεικνύοντας έτσι τήν αδυναμία της: μιά καθολική συναίνεση στήν παραπλάνηση, πού συντελεϊται μέ έναν κατ’ έπίφαση όρθολογικό τρόπο, μέ πληροφορίες άκριβεΐς, τύπους, κε­ραίες, κανόνες καί εγγυήσεις περί όμαλής διεξαγωγής τών πάντων. Θά τήν δεχτούμε ώστόσο καί αύτή τήν άντινομία της γιατί μέ τή Δημοκρατία πάλι ή παραπλάνηση μπορεϊ νά μειωθεί, όπως μπορεϊ νά μειωθεί καί ή τάση τού λαού νά παραπλανάται.

"Ο,τι κόμισε ό Συνασπισμός - μέ κίνδυνο τού ποσοστού του - στήν ενί­σχυση τής «δημοκρατικής άρχής», είναι νομίζω ένα στοιχείο ορθού Λ ό­γου στήν άντιμετώπιση τόσο τής συμφωνίας όσο καί τής διαφωνίας. Θά πρέπει, άραγε, γ ι’ αυτήν τήν αύστηρή επιλογή του νά τιμωρηθεί;

"Οσο γιά μένα πού ξέρω, άπό άλλους δρόμους, πώς ή συναίνεση δέν εί­ναι ό τελικός σκοπός τού διαλόγου ή τής ζωής, θά άναγνωρίσω, γιά λό­γους πολιτικούς, τήν έλλογη συναινεσιακή του προσφορά, πού άποσκο- πεί - καί μέ τί κόστος! - στή μείωση τής δημόσιας παραφροσύνης. Θά πώ δτι σάν πολίτης βρίσκομαι στό πλευρό του. Κρατιέμαι όμως μακριά άπ’ τό πολιτικό του πρόγραμμα, γιατί κυρίως μέ ενδιαφέρει τό δικό μου.

’Αφού ποτέ κανείς, κανένας κριτικός, κανένας άνθολόγος τής γενιάς τού ’70, κανένας συμβεβλημένος μέ τούς άκατάλυτους δεσμούς τών μετριοτή­των, κανένας προαγωγός άπό τίς στήλες μικρών περιοδικών πού συνα­σπίζουν καί πρακτορεύουν, άφού κανένας άγοραϊος δέν έγραψε ποτέ, έστω καί μιά άράδα, γ ι’ αυτό τό έργο ως έάν νά μήν υπάρχει ούτε καί ό συγγραφέας του, πού τό άναθέτει στή γραφή μέ μιάν άνάθεση σωτήρια, ολέθρια , Ιδιωτική καί μ’ ένα πείσμα νά μήν ένδώσει, άφού κανείς λοιπόν

δέν γράφει γιά τόν Δημήτρη Δημητριάδη, σά νά έχει πεθάνει πρό πολλού, γράφω έγώ εδώ στά Ν έα, άναλαμβάνοντας αύτό πού μού ζητά τό έργο του: «νά τό ποθήσω άπό τώρα πού δέν τό ξέρω άκόμα, άπό τώρα πού δέν τό φαντάζομαι, δέν τό διανοού­μαι, τώρα πού παρά τούς έννέα τίτλους του πού παραθέτω έπιδεικτικά, είναι άκό­μα έσόμενο. Θά έλθει!Δέν πρόκειται νά κάνω κριτική στό έργο τού Δημητριάδη, στά σχήματα πού χρησι­μοποιεί γιά νά υπερβάλλει άνακοινώνο- ντας στήν Ά νθρω πω όία άριθμητικά τό

Noli me legere

«Τόν θάνατό μου ί-σπειρα». Δ.Δ.

1. Πεθαίνω σά χώρα, Λέσχη 1979, 1980- Ά γ ρ α 1980, 1981,

1986.2. Κατάλογοι 1-4, “Αγρα

1980, 1986.3. Ή τιμή τής άνταρσίας στή μαύρη αγορά, "Ακμών 1981.4. «Τό λευκό διήγημα», περ.

Ίανός, τ. 4, 1983.

22

αναμενόμενο βιβλίο στόν άριθμό 917. Μιά θεωρία τής λογοτεχνίας του, υποθέτω, θά άνίχνευε τούς λόγους αυτής τής πολυδάπα­νης γραφής, τίς σχέσεις της μέ τήν αισθητι­κή κατηγορία τού «υψηλού», τήν διηνεκή έπαναγραφή της στήν ποίηση, τό θέατρο, τό δοκίμιο ή τήν πεζογραφία, τήν κλίση της πρός ενα «άπόλυτο λογοτεχνικό» πού τής έπιτρέπει νά μελετά γιά λογαριασμό μας τή ζωή σάν «κάτι όπως τά χρώματα, οί

ήχοι καί ή δύναμη». Δέν πρόκειται τίποτα περισσότερο νά προσθέσω άπό τήν τελευταία παράγραφο του «Προλογίσματος» τού Δημήτρη Μαρωνίτη στό Π εθαίνω σά χώρα:

«Αύτός ό άνθρωπος άναψε ενα βράδυ όλα τά φώτα τοΰ μυαλοΰ του καί έφτιαξε μιάν έκρηξη, ποΰ θά μποροΰσε νά είναι καί δική μας, άν είχαμε πε­ρισσότερη τόλμη - δίχως έντόσθια στό κεφάλι καί έγκεφαλικά κύτταρα στήν κοιλιά. Ή ιδιοφυία τοΰ Δημητριάδη είναι φυσική. Τί τόν περιμένει στήν έπόμενη στροφή, άδηλο».

Αύτό πού μόνο έχω νά πώ, ύστερα άπό δέκα χρόνια συστηματικής του παρασιώπησης, είναι ότι, παρά τά όσα γράφει ό Kant στήν τρίτη Κριτική του γιά τόν ιδιοφυή δημιουργό, πού δέν γνωρίζει ούτε άπό ποΰ προέρχο­νται οί ίδέες του οϋτε πώς θά τίς μεταδώσει, ό Δημητριάδης - όριακή πε­ρίπτωση δημιουργού - άντιλαμβάνεται τό άδιεξοδο τής ίδιας τής άναπα- ράστασης γιά τό δικό του τό génie: πώς νά τό τοποθετήσει καί νά τοποθε­τηθεί, πώς δηλαδή νά γράψει μιά γραφή (ποίηση, θέατρο, πρόζα) πού δέν μπορεϊ νά άνατεθεί καί δέν μπορεί νά άπευθυνθεϊ όντας σέ σχέση μέ κάτι πού δέν είναι σέ σχέση μέ τίποτα;

Γιατί ό Δημητριάδης γράφει σ’ ενα πέραν καί τού «ώραίου» καί τού «υψηλού»: στό «άδηλο» πού άποκλείει δρομολογημένη πορεία καί πε­ριττές στροφές στίς γωνιές τών δρόμων.

"Οσοι λοιπόν περίμεναν έργο άνάλογο μέ τό Πεθαίνω σά χώ ρα, κι όσοι τό χρησιμοποιούν καί τό προβάλλουν γιά νά μειώσουν τή σημασία τής έπόμενης γραφής του - πού τόν υποχρεώνει μάλιστα νά μήν έπιζητά νά διαφημισθεϊ ή νά στρίψει - δέν λογαριάζουν τήν οδηγία τοΰ έργου πρός τόν άναγνώστη: ενα noli me legere, πού ωστόσο πρέπει εξάπαντος νά διαβαστεί, γιατί «έκεϊ πού υπάρχει μόνο ενα βιβλίο καί τίποτ’ άλλο, έκεΐ» γράφει ό Blanchot, «τό άμείλικτο “Μή μέ διαβάζεις” κάνει νά άναδυθεί ό όρίζοντας μιας άλλης δύναμης».

Αύτός ό δύσκολος άνθρωπος άπό τή Θεσσαλονίκη δέν μάς εχει άνά- γκη. Ζεί «έκεϊ πού έζησαν οί πρόδρομοί του τρεις αιώνες τώρα κάτω άπό τη σκιά τού Χερουβείμ».

5. Ή νέα έκκλησία τον αίματος, "Αγρα 1983.

6. Ή άπόρρητη άλήθεια τον κόσμου, "Αγρα 1985.

7. Ή Ά νθρωπωδία - Ή ’Ανάθεση, ’Αγρα 1986.

8. Κατάλογοι 5-8, Ά γ ρ α1986.

9. Τό "Υψωμα, "Αγρα 1989.

23

Τό φως τά είχε πάρει α π ’ εξω όλα.

’Έβγαλα άπό τήν τσάντα τό μολύβι, τό βιβλίο, τό τετράδιο.

Άφοαιώθηκα. .'Άρχιζε ή ζωή μου.

’Οκτώ είναι θαρρώ τά λήμματα πού ό Flaubert άφήνει άσχολίαστα στό Λ εξικό τών κοινοτοπιώ ν, βάζοντας πλάι τους άποσιωπητικά: «γυναίκα», «μπρατέλες», «δήμιος», «εκλογές», «ταφή», «μύθος», «τουρίστας» καί «μπακάλης».

Τά θεωρεί άραγε αυτονόητα;Ταξίδι στή Δύση Τά υπάγει σέ μιάν ά-χρηστη, δηλαδή σέ

μιά καταγωγική γλώσσα;’Αναθέτει στόν άναγνώστη νά τά προσδιορίσει ό ίδιος, έρμηνεύοντάς

τα μέσω τής ρητορικής τών άποσιωπητικών; Ή άδιαφορεϊ γιά τήν πρόσ­ληψή τους, υποθέτοντας δτι είναι τόσο κοινότοπα ώστε δέν μεταφέρονται καί δέν άναφέρονται πουθενά, εκτός άπό τόν κόσμο τοϋ Λεξικού πού τά περιέχει;

Ταξιδεύω πάλι σάν τουρίστας στό Παρίσι, ενας γυρολόγος τού πνεύμα­τος, μακριά άπό τόν μύθο τής Ε λλάδα ς καί τών δημίων της, πού δοκιμά­ζουν μέ τίς έκλογές εναν λαό πού έπιθυμεϊ νά ταφεί σάν τήν φλύαρη Γουίνη τού Beckett, μέ τό έξωμο φόρεμα καί τίς μπρατέλες, χωμένη στή γή ώς τά μισά.

Ταξιδεύω διασχίζοντας, δπως ό Benjamin - ξένος κι αύτός άπό μιά άλ­λη παράδοση - τίς παρισινές στοές πού ένώνουν τά οικοδομικά τετράγω­να, άφήνοντας νά παρασύρομαι στήν παλίρροια καί τήν άμπωτη μιάς γλώσσας πού μέ βοηθά νά άναζητώ εδώ τό πρίν πολλά χρόνια σημαντικό­τερο μέρος τής ζωής μου.

’Ανταποδίδω γιά άλλη μιά φορά τό ταξίδι τού Flaubert στή δική μου ερειπωμένη πατρίδα, στά 1850, μέ τούτο τό άνοιχτό γράμμα σ’ όσους μέ διαβάζουν κάθε βδομάδα, άποδεχόμενοι αύτήν τήν άμετάδοτη γραφή, μοναδικό τέχνασμα κάποιου πού δέν αφήνεται νά άλωθεί άπό τήν εύχρη­στη καί τρομοκρατική γλώσσα τής μαζικής έπικοινωνίας.

Λέω κι έγώ ειρωνικά, δπως ό Flaubert στό άκροτελεύτειο λήμμα τού Λ ε ­ξικού του, «νά δώ τό Yvetot καί άς πεθάνω» (Yvetot: Voir Yvetot et mourir), γνωρίζοντας καλά πόσο άνύπαρκτη είναι αύτή ή άσήμαντη νορ­μανδική κωμόπολη καί άναγνωρίζοντας τήν έννοια τού νόστου, δχι γιά τήν πατρίδα άλλά γιά τό βιβλίο, τή «λέξη» γιά τήν όποία καί μόνον άξίζει τόν κόπο τό ταξίδι καί ή νοσταλγία.

24

Σ ’ αυτό τόν «άνατολιστή» (orientaliste), σ’ αύτόν τόν «άνθρωπο πού ταξιδεύει πολύ», κατά τά γραφόμενά του, άντιπαραθέτω τόν δικό μου «δυτικισμό» μ’ ενα άκόμη ταξίδι στόν χάρτη, στό «γραμμένο» Yvetot. "Ενα ταξίδι «πού πρέπει νά γίνει σύντομα» (Voyage: Doit être fait rapide­ment) ώς έάν νά μην εϊχε κάν γίνει. Εντάσσω μάλιστα τό ταξίδι μου στίς «μεθόδους» πού όφείλουμε νά άνακαλύψουμε γιά νά διαβάσουμε καλύτε­ρα τόν έαυτό μας, διαπαιδαγωγώντας τον αισθηματικά. Τί είναι ενα τα­ξίδι παρά μιά άκόμη άφορμή γραφής καί άνάγνωσης, πού δρομολογεί τή· μνήμη;

Ξέρω πόσο δύσκολο είναι νά μιλήσω «μέ λίγα λόγια».Καί ξέρω, όπως αύτός ό ιδιοφυής «ηλίθιος τής οικογένειας», δτι

όποιος φιλοδοξεί νά πραγματώσει μέ τή γραφή του «μιά θεώρηση όλων τών νεοτεριστικών ιδεών», δποιος άντιτείνει τόν μυθιστορηματικό τρόπο στούς «θετικιστές» καί τούς «έπιστημονιστές» (scientistes) τοϋ αιώνα του- δπως εκανε καί ό Flaubert, όταν σκόπευε νά βάλει σάν υπότιτλο στό τε­λευταίο «μυθιστόρημά» του (τό Bouvard et Pécuchet) τήν φράση: «Περί τού λάθους τής μεθόδου στίς έπιστήμες» - πρέπει νά εχει ύπόψη του ότι γράφει γιά πολύ λίγους. «Είναι ϊσως άφέλεια κάτι τέτοιο;», θά άναρωτη- θεϊ στό γράμμα του πρός τήν κυρία Gertrude Tennant στίς 16 Δεκεμβρίου 1879 ό συγγραφέας.

Καί θά προσθέσει: «Ε κτός κι άν εϊναι κάτι τό πολύ δυνατό».Στό ταξίδι στή Δύση ή στό ταξίδι σέ μιά οριακή, άπελπισμένη, άπιοτη

δυτική γραφή, πού γίνεται κυρίως μέσα στό σολιψιστικό δωμάτιο τού κα- θενός μας, ή άλλη πόλη ή οί άλλοι άνθρωποι έχουν τελικά τό λιγότερο εν­διαφέρον. Πάντοτε βλέπει κανείς όχι ο,τι βλέπει άλλά ό,τι μπορεί νά δει (καί νά τόν δει). Καί πάντα έπικοινωνεϊ όχι μέ αυτό πού μπορεί νά άνταλλάξει ή μ’ αύτό στό όποίο μπορεί νά άναφερθεί συμβατικά, άλλά μέ ό,τι παραμένει άνεξήγητο καί άμετάφραστο, άκόμη καί όταν πρόκειται γιά μιά φαινομενική κοινοτοπία.

’Εντάξει. Ή δημοκρατική τάξη, δπως όλοι τήν θέλουμε, άποκαταστάθη- κε έν τάξει. 'Όμως τή Δημοκρατία πού θέλουμε, τήν θέλουμε γιατί; Πίσω άπό τό πολιτικό καθεστώς δέν προβάλλει, άραγε, ëva καθεστώς τών ηθών; Καί πίσω άπό τίς ελλογες πολιτικές τών συσχετισμών τής δύναμης,

δέν άπαιτείται μιά πολιτική τής ευτυχίας;Ό Μιχάλης Ποτέ τήν τελευταία λέξη δέν τήν λέει ό θε­

σμός άλλά τό δαιμόνιο ήθος τοϋ άνθρώ-«Γιατί ό άνεμος τοϋ αιώνα που· Τιίν λέει- άκ°μη περισσότερο, αυτό

φυσά άπό τήν μεριά τής πού ό άνθρωπος εϊναι πράγματι: τό ϋφος τρέλας. Τό βαρόμετρο τής του.

25

Τά διαθέτουμε;"Εχουμε τήν ικανότητα τής υπερβολής άλ­λά καί τοϋ ηθικού αύτο-περιορισμού, όχι μέσα άπό τήν συγκυριακή συναίνεση τών

πολιτικών γιά μιά κυβέρνηση τάχα οικουμενική, άλλά άπό τήν μόνιμη διαμάχη τοϋ έαυτοϋ μέ τήν άνυφολόγητη καί άνήθικη βούληση γιά κυ­ριαρχία;

Ποιός είναι ό ηθικολόγος τής νεοτερικότητας πού θά διδάξει φρόνηση, γούστο καί ήθος. Καί ποιός θά άναγγείλλει τήν έπικίνδυνη υπέρβασή τους;

’Ασφαλώς όχι οί ταπεινωμένοι άπό άδιέξοδη έπαρση ελληνες πολιτι­κοί.

’Α π' αύτούς δέν έχουμε τίποτα πλέον νά μάθουμε.Οί άλληλοπαραχωρήσεις τους πρός τή δημοκρατική τάξη είναι υποκρι­

σία. Ή μάσκα τής συνεννόησης στον φακό τής τηλεόρασης, ένώπιον τού Προέδρου τής Δημοκρατίας, είναι ή μάσκα τού θανάτου τής ίδιας τής πολιτικής.

Αυτή ή κυβέρνηση τού γηραιού Ζολώτα δέν είναι ό θρίαμβος τού πολι­τικού consensus άλλά ή νίκη τής συνολικής διαφωνίας τής κοινωνίας πρός την πολιτική. Δέν είναι κυβέρνηση κοινής άποδοχής, άλλά κοινής άνάγκης καί κοινής άγανάκτησης μιάς κοινωνίας πού μόνον αυτή άντιπο- λιτεύεται, άκόμα καί όταν δέν τό καταλαβαίνει.

’Ηθικολόγος είναι ό γυρολόγος. Κάποιος πού τριγυρίζει καί γυρνά τόν λόγο πίσω στό συναίσθημα. ’Ηθικολόγος είναι ό Μιχάλης, πού τριγυρνά στίς αίθουσες τής Ecole Normale καί στίς βιβλιοθήκες καί τό βράδυ έπι- στρέφει στό δωμάτιό του, στή σοφίτα μιάς άθλιας παρισινής πολυκατοι­κίας καί δέν θέλει νά γυρίσει πίσω στήν Ε λλάδα.

’Ηθικολόγος είναι ό Μιχάλης ώς δανδής, αύτός ό «άνεργος Ηρακλής» κατά τή ρήση τού Baudelaire, πού ζεϊ μέ τήν συγκίνηση τής στιγμής καί άδιαφορεϊ γιά τίς δικές μας άποταμιευμένες, σκόπιμες συγ-κινήσεις.

Αύτός ό Constantin Guys, ό «ζωγράφος τής μοντέρνας ζωής» («Le pei­ntre de la vie moderne») πού «ψάχνει αύτό τό κάτι πού θά μάς έπιτραπεϊ νά όνομάσουμε modernité» καί πού «άπελευθερώνει άπό τή μόδα 6 ,τι ποιητικό μέσα στό ιστορικό μπορεΐ νά περιλαμβάνει», έξάγοντας «τό αιώνιο άπό τό μεταβατικό».1

’Ηθικολόγος είναι έκεϊνος ό Débuisson, γιός ένός άποικου στή θεατρι­κή ’Α π ο σ το λή τού Heiner Muller, πού άνακοινώνει στούς συντρόφους του πώς ή κυβέρνηση πού τούς είχε άναθέσει νά όργανώσουν τήν εξέγερ­ση τών σκλάβων στήν Τζαμάικα δέν υπάρχει πιά, γιατί τήν διέλυσε μέ τά

1. Ch. Baudelaire, Ό ζωγράφος τής μοντέρνας ζωής, έκδ. ’Ερατώ, 1983 καί Oeuv­res complètes, τομ. II, Pléiade, σ. 694.

μοντέρνας λογικής δείχνει καταιγίδα».

CHARLES BAUDELAIRE

26

όπλα ό στρατηγός Βοναπάρτης, κάνοντας τόν κόσμο νά είναι αύτό πού πάντοτε ήταν, μιά πατρίδα γιά δούλους καί άφεντικά.

’Ηθικολόγοι καί άπόστολοι είναι ό Poe, ό Delacroix, ό Stendhal, πού εγκαινιάζουν τή νεοτερικότητά μας περισσότερο απ’ δ,τι ό Kant καί ό Hegel· καί πού μάς μαθαίνουν ότι τό «beau moderne» (τό μοντέρνο ώραίο) είναι συγχρόνως άληθινό καί ηθικό. Αυτοί καί όχι οί πολιτικοί «ξεριζώνουν άπό τήν σύγχρονη ζωή τήν έπική της πλευρά», μέ τό χρώμα ή μέ τή λέξη· κι αύτοί «άποδίδουν τήν άτμόσφαιρα του άνθρώπινου δρά­ματος». ’Εμείς άραγε εχουμε ’Αποστολή;

Γυρνώντας στήν Ε λλάδα μέ τίς τελευταίες γαλλικές έκδόσεις στήν λο­γιότατη βαλίτσα μου, πρός χρήσιν τών άρθρων καί τών παραδόσεών μου στό Πανεπιστήμιο τής άσφυκτικής ’Αθήνας, άσήμαντος σχολιαστής - καί όχι ζωγράφος - τής μοντέρνας ζωής, σκεφτόμουν πόσο λίγο είμαι «άν­θρωπος του κόσμου» (homme du monde). Πόσο έσφαλμένα έννοώ τόν κόσμο «καί τούς μυστηριώδεις καί νόμιμους λόγους όλων του τών χρή­σεων», δπως ελεγε ό ποιητής. Καί πόσο, μέσα στήν έννοιοκρατική καί άφηρημένη σκέψη μου, οΐ λόγοι αύτοί δέν έχουν καμμία θέση.

Τό κωμικό στήν ιστορία τού παρόντος, πού εκτυλίσσεται ραγδαία κάθε βράδυ στό δελτίο τών εννέα, είναι ότι ή κατάρρευση τού γραφειοκρατι­κού σοσιαλισμού σημαίνει, τήν ίδια στιγμή, τήν ένδυνάμωση τού γρα­φειοκρατικού φιλελευθερισμού. "Αραγε οΐ μάζες στήν Πράγα γνωρίζουν

ότι άλλάζουν άπλώς άφεντικά;Δέν συμμερίζομαι διόλου τήν αισιοδοξία τών πολιτικών άναλυτών γιά τόν θρίαμβο τών δημοκρατικών διαδικασιών στήν Εύ- ρώπη. "Ο,τι θά θριαμβεύσει, «τώρα πού οί άπατεώνες πού ελέγχουν τήν άνατολική Ευρώπη άντιλήφθηκαν πώς ή δυτική καί ή άνατολική κοινωνία γίνονται δλο και πε­ρισσότερο όμοιες εξαιτίας τής καταρρέου- σας κουλτούρας»,1 θά είναι ασφαλώς τό άπόρριμμα καί τού σοσιαλισμού καί τού

καπιταλισμού: ή άποξένωση, ό καταναλωτισμός καί ή δυστυχία.Μήπως πρέπει νά ξαναγίνουμε μαρξιστές χωρίς τή θεωρία καί, κυρίως,

χωρίς τόν άχρηστο πολιτικάντικο μεσσιανισμό τών άπατεώνων;Κανείς δέν πρόκειται νά ερθει. Ό μόνος πού μπορεί νά έπιστρέψει -

1. Μ. Χορκχάιμερ, Φιλοσοφικό σημειωματάριο (1958-1969), έκδ. 'Ύψιλον, ο. 100.

Aux Bourgeois

«Δέν ΐχω πεποιθήσεις, δπως τό έννοονν οί άνθρωποι τον

αιώνα μον, για τί δέν εχω φιλοδοξίες».

CHARLES BAUDELAIRE. «Mon coeur mis à nu»

27

γιά νά έκδικηθεί - είμαστε έμεις. Ό θρίαμβος τοϋ «βασιλείου τής Ε λ ευ ­θερίας» πού προαναγγέλλουν τά γεγονότα, δέν συνδεται άραγε μέ τό κα­ταστροφικό συναίσθημα πού διακρίνει ό Benjamin στόν Baudelaire;

Έ , λοιπόν ναί. Θεωρώ τόν Baudelaire καί τόν επιφανή σχολιαστή του τόν Walter Benjamin - δπως άλλοτε τόν Blanqui ή τόν Nietzsche - ώς τούς οξυδερκέστερους άναλυτές τού παρόντος. Γι’ αύτούς τούς ιδιότυ­πους «πολιτικούς» ισχύει δ,τι εγραφε ό Turgot:

«Πρίν προλάβουμε νά ενημερωθούμε γιά μιά συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων, αυτή έχει αλλάξει ήδη πολλές φορές. Πληροφορούμαστε, έτσι, πάντοτε πολύ καθυστερημένα όσα έχουν συμβεί. Καί μπορεί γ ι’ αύτόν τό λόγο νά ειπωθεί γιά τήν πολιτική ότι έξαρτάται έπίσης άπό τήν πρόγνωση τού παρόντος».

θεω ρώ ότι οί έπαγγελματίες πολιτικοί, καθιερωμένοι καί άνερχόμενοι- οί όκτώ διαφωνούντες, αίφνης, τού ΚΚΕ πού τούς είδα στό σεμνό τη­λεοπτικό τους ντεμπούτο τήν περασμένη Δευτέρα - είναι καταδικασμέ­νοι, άπό έγγενή συντηρητισμό, νά διασώσουν άπό τό παρελθόν δ,τι είναι «τελεσίδικα χαμένο τήν επόμενη κιόλας στιγμή».1 Δέν είναι σέ θέση ούτε νά άναλύσουν, ούτε νά προγνώσουν τό παρόν μας. ’Α γνοούν ότι «κανένα γεγονός δέν παίρνει κιόλας ιστορική διάσταση, έπειδή άποτελεΐ ενα αί­τιο». Δέν έννοούν ότι ή ιστορική διάσταση άποκτάται μέ τή μεσολάβηση συμβάντων πού δέν μπορούν νά τά προβλέψουν, όσο κι άν υποτεθεί δτι επηρεάζουν τά πράγματα, ωθούμενοι άλλωστε άπό τή δύναμή τους.

Τό φευγαλέο τής έπικαιρότητας θά πρέπει, όλοι αύτοί οί άχρηστοι μά­γοι, νά άναγνωρίσουν ώς τό παρελθόν ενός έσόμενου παρόντος!

Ή 'Ιστορία γράφεται άπό τήν παρουσία τού «τώρα», τό όποιο περι- φρόνησαν οί φιλόδοξοι μελλοντιστές μας πολιτικοί. Κι αύτό τό «τώρα» γίνεται άντιληπτό μόνον σέ δσους «καμμία πλευρά τής ζωής τους δέν εχει άμβλυνθεϊ», δέν εχει συρρικνωθεϊ άπό τήν καμαρίλα τών κεντρικών έπι- τροπών καί τών γραφείων, δέν εχει πεθάνει. Τό «τώρα» - ό Baudelaire τό λέει καθαρά - άνήκει στήν «παιδική ηλικία πού ξαναβρέθηκε ήθελημένα» καί όχι βέβαια στόν πολιτικό παλιμπαιδισμό, πού καταστρέφει τήν παι­δική έκπληξη μέ τήν λεκτική, διανοητική, αισθητική του πλήξη.

Τί μάς έχουν πει οί πολιτικοί γιά τό παρόν έκτός άπό θλιβερές εξαγγε­λίες «μέτρων», πού θά μάς έπέτρεπαν νά τό άναβάλλουμε συνεχώς, χάριν ένός όλοένα καί πιό άπόμακρου μέλλοντος;

Στό κείμενο τής πρώτης Μαΐου 1846 «Salon de 1846», ό Charles Baude­laire άπευθυνόμενος «Πρός τούς άστούς» (Aux bourgeois) εγραφε γιά νά τούς παροτρύνει:

1. Β. Μπένγιαμιν, Θέσεις γιά τή φιλοσοφία τής 'Ιστορίας, έκδ. Ουτοπία, σ. 48.

28

«Έ σεΐς εϊσαστε ή πλειοψηφία - αριθμός καί ευφυΐα - άρα εσείς εϊσαστε ή δύναμη, πού είναι ή δικαιοσύνη. Ο ί μέν σοφοί, οΐ δέ ιδιοκτήτες. Θά έρθει όμως ή λαμπρή ημέρα όπου οί σοφοί θά είναι ιδιοκτήτες καί οί ιδιοκτήτες, σοφοί. Τότε ή ισχύς σας θά είναι πλήρης καί κανείς δέν θά διαμαρτυρηθεϊ έναντίον της».

Νά προτρέψω κι εγώ μ’ αυτά τά λόγια τούς πολιτικούς σήμερα, πού εί­ναι άπόλυτη ή ισχύς τους;

Ν ά άπευθυνθώ σάν εκείνο τόν εκκεντρικό πού ξέρει πώς δέν είναι «οϋ- τε σωτήρας, ούτε μάρτυρας, ούτε ήρωας»; Αύτόν πού εχει κάτι άπό τόν μίμο «πού πρέπει νά παίξει τόν ρόλο τού “ποιητή” μπρός στήν πλατεία, στά μάτια μιάς κοινωνίας πού δέν εχει πιά άνάγκη άπό αύθεντικό ποιητή καί πού δέν τού παρέχει παρά έλάχιστο χώρο, μόνο καί μόνο γιά νά παί­ξει τόν μίμο»;1 Θά μέ άκούσουν, τώρα πού ένωσαν τή σοφία καί τήν ιδιο­κτησία τους;

Πραγματοποιώ κι έγώ μέ τό χρονογράφημά μου στά Ν έα τή ρήση τού Έ γελου2 άπό τήν άνάποδη. Δέν είμαι ό ευλαβικός άναγνώστης, άλλά ό άσεβής γραφέας αύτοϋ πού κάθε Σάββατο ή έπικαιρότητα μου επιτρέπει νά γράφω. Ή έπικαιρότητα, τό ξέρω, έμφανίζεται θριαμβευτικά τό μεση­

μέρι, στά οκτάστηλα. Τί άπομένει δμως γιά τόν έβδομαδιαϊο χρονογράφο, πού τόν σαρκάζει άπό παντού ό θάνατος;Σήμερα, μόνον ή γραφή ώς ά λ λ η -γ ρ α - φ ία , άλληγορία δηλαδή τής γραφής καί όχι τής ζωής, ή γραφή, έπαναλαμβάνω, ώς δια-γραφή τής ρητορείας τών πραγμάτων, αύτο-βιογραφία τών λέξεων, φροντίδα γιά τό γράμμα, όχι γιά τό γεγονός, γραφή πού γίνεται ωστόσο στό κέντρο τής δημοσιότη­τας σάν δημοσιο-γραφία, δίνει τό στίγμα τής έπικαιρότητάς μας ώς τό λανθάνον σύ­μπτωμα ένός πένθους.

Αύτή ή χωρίς Έ γώ έγωτική γραφή γιά τήν έπικαιρότητα, προϋποθέτει τό πρώτο ένικό. Τό άποτολμά ό Rousseau στίς Ε ξο μ ο λο γήσεις του άνα- ζητώντας - όπως ό Proust - τή σύμπτωση τής άνάμνησης μέ τήν έν-τύπω-

1. W. Benjamin, Ch. Baudelaire, έκδ. Payot, σ. 217.2. « Ή ανάγνωση τής πρωινής έφημερίδας είναι ëva είδος πρωινής προσευχής τοϋ ρεαλιστή».

Ή πένθιμη δυσκολία

<* Η Σάνόη είναι γιά τόν θεό τών μετριοτήτων , ό θεός τών θυρωρών κα ί τών ΰπονλων

υπηρετών. ”Έχει τούς λόγους της πού θέλει νά καταργήσει

τήν Κόλαση». CHARLES BAUDELAIRE

29

ση του παρόντος. Τό ίδιο κάνει κι ό Baudelaire, «γυμνώνοντας τήν καρ­διά του» μπροστά σ’ όλόκληρη τή Γαλλία, πού τήν «βαριέται» γιατί μοιά­ζει τού Βολταίρου. Κι άργότερα τό έπιχειρεϊ ό Benjamin στό Μ ιά βερολι- νέζικη πα ιδική ηλικία, άνακαλώντας στά 1933 - κάτω άπό τήν ένδειξη τής αυτοκτονίας καί τού φασισμού - ενα καταπιεσμένο παρελθόν πού θά άπέδιδε στό παρόν ώς «έπίκαιρο χρόνο, τίς λάμψεις ένός χρόνου μεσαιω­νικού». Ό ,τ ι μού υπαγορεύει τό κείμενο στά Ν έα κι δ,τι μέ μεταμορφώ­νει διαδοχικά σέ περιπατητή, δανδή, ρακοσυλλέκτη, ηθοποιό, έμφοβο ήρωα μιάς νεοτερικότητας προβληματικής, είναι ή ιστορία τού παρόντος ώς θρηνωδία τής νεοτερικότητας γιά τόν έαυτό της.

Τήν κίνηση τήν ξέρω. Είναι διπλή:«De la vaporisation et de la centralisation du Moi. Tout est là»·1Ζητώ λοιπόν άπό τόν άναγνώστη μου, νά άναγνώσει δ,τι διαγράφεται

έδώ, άφού ή έφημερίδα άναλαμβάνει νά έκτυπώσει τ’ άλλα.Ά ν θεωρεί κι αύτός τήν ιστορία σάν ëva κείμενο, «ό άναγνώστης (της),

πού πρέπει τότε νά σκεφθούμε, είναι ό άληθινός ιστορικός».Τόν προσκαλώ σ’ ëva ταξίδι μνήμης, in memoriam, αύτοΰ πού ή πρόο­

δος άπωθεΐ. Καί τόν προτρέπω σέ μιά τέχνη μνήμης, άναγνωστική τού ίδιου τού παρόντος, πού πρέπει πρίν άπ’ όλα νά θυμάται άν πράγματι έπιθυμεί νά τό άναμνησθεί στήν παρουσία του καί συνεπώς στή διαφορά του.

Αύτή ή δυσανάγνωστη άλληγορία τών κειμένων μου, πού έπαναλαμβά- νει καί δομεί δ,τι έχει μόλις άποδομήσει, είναι θαρρώ ό μόνος τρόπος γιά νά γράψεις, καθιστάμενος καί εσύ μνήμη, έπιθυμία, ιστορία καί γραφή.

Ειδοποιώ δμως τούς παρελθοντολόγους ελληνοκεντρικούς πού προο­δεύουν, ότι τήν άναγνωστική επιστροφή σέ μιά καταγωγή (τήν άρχαιότη- τα, τόν Μακρυγιάννη ή τόν Σεφέρη) τήν άντιλαμβάνομαι νά όπισθοχωρεί σέ δ,τι δέν υπάρχει καί «είναι χωρίς πατρίδα καί χρονολογία».

'Η άλληγορία δηλώνει δτι: έπιστροφή καί μνήμη καί έπιθυμία καί γρα­φή, άρα καί ιστορία, «υπάρχουν μόνον στήν έσχατη όπισθοχώρηση τής καταγωγής. Έ κεϊ, όπου οί θεοί έχουν άποχωρήσει, δπου ή έρημος μεγα­λώνει, όπου ή τέχνη έχει έγκαταστήσει τή δεσποτεία τής βούλησής της (καί) τό άκραΐο γίνεται τότε έγγύτερο».2

Χαίρομαι, κύριε Δήμου, πού δέν μέ καταλαβαίνουν κι ένθουσιάζομαι σάν τόν γέροντα ζωγράφο τού Balzac πού δείχνει στούς νεότερους, τόν Porbus καί τόν Poussin, τό άγνωστο άριστούργημά του. Εύγνωμονώ δσους μέ άποκλείουν. Μέ βοηθούν νά άναγνωρισθώ άπ’ δ,τι ή παρα-γνώ- ριση έπιβάλλει. Πώς, άλλωστε, μπορεί ν ’ άγαπηθεί κανείς άπόλυτα, άν

1. «Περί τής έξατμίσεως καί τής συγκεντρωτικότητας τοϋ ’Εγώ. Αύτό είναι όλο τό θέμα». Ch. Baudelaire, «Mon coeur mis à nu».2. Μ. Φουκώ, Οί λέξεις κα ί τά πράγματα, Γνώση, σ. 459.

30

δεν άποτελέσει «τό άντικείμενο μιας καταδίκης»;'Υπάρχει πάντοτε μιά Γεωργία Σάνδη, «μιά άπ’ αύτές τίς άπλές γριές

τοΰ θεάτρου πού δέν θέλουν ποτέ νά έγκαταλείψουν τό παλκοσένικο», άκόμη καί μετά θάνατον.

Ό π ω ς υπάρχει καί ή πένθιμη1 δυσκολία. Ό Παύλος Ζάννας άσφαλώς τήν καταλάβαινε.

’Αφήνοντας τήν ιστορία νά διαλευκάνει τό ένοχο μυστικό τού Βόλου καί τοΰ Γρηγόρη Φαράκου ξαναπιάνω, χωρίς ένοχές γιά τήν πένθιμη δυσκο­λία μου, τόν δόλο τής καταγωγής, τήν οδύνη τής μνήμης καί τήν άλληγο-

ρία τής γραφής, μέσα άπό ενα κεφάλαιο τοΰ βιβλίου τοΰ Γιάγκου Ά νδρεάδη , Τά πα ιδ ιά τής ’Α ντιγόνης, πού καλωσόριζα τίς προάλλες.’Αφορμή, ή άγράμματη γραφή τού Μακρυ- γιάννη («'Ότι είμαι άγράμματος καί δέν μπορώ νά βαστήσω άρχική σειρά στά γρα­φόμενα») καί οί αισθητικές του προτιμή­σεις, πού κάνουν τόν Ά νδρεάδη νά συμπε- ράνει ότι «θά πρέπει νά δεχτοΰμε πώς ό στρατηγός ήταν ευτυχώ ς ιδεολογικά άσυ- νεπής».'Ωστόσο, τήν ιδεολογική αύτή άσυνέπεια ό Ά νδρεάδης τήν άντιλαμβάνεται ώς τό στοιχείο μιας ιδιότυπης, ραγισμένης σκέ­ψης καί μιάς άσυνεχοΰς ιστοριογραφίας (τών 'Α πομνημονευμάτω ν), πού κάλλιστα μπορούν νά συγκριθοΰν μέ τήν αύτοβιο-

γραφική τριλογία τοΰ Rousseau, στό μέτρο πού καί στόν Μακρυγιάννη έπιτελεϊται μιά μετάθεση - άπό τόν στρατηγό στόν συγγραφέα - καί πού έπιπλέον, όπως στόν Rousseau, ή γραφή «κατά μήκος τού άξονά της, με­ταθέτει συνεχώς τά ϊδια άντιθετικά ζεύγη: “είναι - φαίνεσθαι” , “φύση - πολιτισμός” , “συναίσθημα - γνώση” , “χρόνος - στιγμή” , “δομή - ιστο­ρία”».

Τό ένοχο μυστικό

« Ή υπόθεση τής παιδεραστίας ήταν ή δχι

γνωστή άπό άρκετό καιρό; Πολλοί βεβαιώνουν δτι άποτελοϋσε τό “ένοχο μυστικό" τής ζωής τοϋ

Βόλον.Τά Ν ία , 11-9-89

« Ή εισβολή στήν Τσεχοσλοβακία ήταν προϊόν

του ΐόιου τοϋ ψυχρού πολέμου».

ΓΡ. ΦΑΡΑΚΟΣ, Τά Νέα, 11-12-89

1. «Τό αληθινό “πένθος” μοιάζει νά υπαγορεύει μιά μόνον τάση: τό νά αποδέχεσαι τήν ακατανοησία, νά της παρέχεις θέση καί νά μετράς ψυχρά - όπως ό ίδιος ό θά­νατος - τούς τρόπους τής γλώσσας, πού άρνεΐται συλλήβδην όλη τή ρητορικότητα τού άληθινού». J. Derrida, Mémoires, Galilée, σ. 51.

31

Στην περίπτωση Μακρυγιάννη, ό Ά νδρεάδης διαβλέπει δύο τινά: α) δτι ή έννοια τής «αυθεντικότητας» αύτοΰ πού προτείνει ή καταγωγή (ή άρχαία Ε λλάδα ) καί αυτού πού όφείλει νά άναμνησθεϊ ή έπίγονη μνήμη (ό Μακρυγιάννης), «δέν μπορεί ποτέ νά είναι τετελεσμένη καί όριστική κατάσταση οικουμενικά άποδείξιμη»1 καί 6) ότι οί σχολιαστικές άντιθέ- σεις διαχρονίας - συγχρονίας ή καταγωγής - δομής δέν ισχύουν γιά τόν άλληγοριστή ιστοριογράφο πού ζεϊ δραματικά καί γράφει ποιητικά («Διά κείνο έμαθα γράμματα εις τά γεράματα καί κάνω αυτό τό γράψιμον τό άπελέκητο») τίς έλξεις καί τίς άπώσεις, τίς άποτιμητικές κρίσεις καί τόν θυμό, έννοώντας τήν ιστορία ώς τραγική εύρεση με άποτέλεσμα «ή κ α τα ­γω γή νά χάνεται στό σκηνικό βάθος ή στήν ίντριγκα αυτού πού ή ιστορία διηγείται ώς roman vrai».2

Ή προσέγγιση τοϋ Γιάγκου Ά νδρεάδη , πού τήν άντιλαμβάνομαι ώς προβολή τής θέσης τού P. Veyne, σύμφωνα μέ τήν όποία «τίποτα δέν ύπάρχει στήν ιστορία γιατί δλα έξαρτώνται άπό όλα», μέ ένδιαφέρει στήν όση αισθηματική της έμβέλεια. Ά ς μού έπιτραπεΐ λοιπόν νά τήν μεταφέ­ρω στή σειρά αύτών τών κειμένων μου στά Ν έα γιά τό παρόν καί τήν σχέ­ση τής αισθητικής ή τής συγγραφικής έμπειρίας μέ τήν ιστορική, αποδε­χόμενος τό μεθοδολογικό προηγούμενο πού θέλει τό άμορφο «πραγματι­κό» άντικείμενο τής ιστορίας νά ύπάρχει έπειδή όνομάζεται, έφόσον τί­ποτα δέν τό συνδέει περισσότερο μέ τή μνήμη καί τή γραφή, παρά τό όνο­μα.

Ό Μακρυγιάννης είναι τό παράδειγμα. ’Ονομάζει, γράφει καί ιστορεί «χρησιμοποιώντας δ,τι ταίριαζε στίς άνάγκες τής στιγμής», μιά πού «όλα είχαν τή θέση τους στή ζωή του» καί έφόσον «ή εικόνα τής άρχαιότητας καί τής έλληνικής διαχρονίας, τήν όποία βρίσκουμε στό έργο του (τά ’Α πομνημονεύματα καί τά 'Ο ράματα), έχει οπωσδήποτε νά κάνει μέ δλα τά διαφορετικά στοιχεία (παραδοσιακά ή καινοτόμα) τά όποία συνθέ­τουν τήν ιστορία τών ιδεών τής εποχής του».3

Νά διακρίνουμε στόν αύτοδίδακτο σχετικισμό του τίς άπαρχές τού ση­μερινού άνθρώπου, γιά τόν όποιο ή καταγωγή «δέν άγγέλλει τό χρόνο τής γέννησής του, ούτε τόν άρχαιότερο πυρήνα τής έμπειρίας του» άλλά τόν προσδένει «μέ δ,τι δέν εχει τόν ίδιο χρόνο μέ αύτόν καί άπελευθερώνει μέσα του δ,τι δέν τού είναι σύγχρονο»,4 συνδέοντάς τον, έπιπλέον, μέ δ,τι «ταιριάζει στίς άνάγκες τής στιγμής»;

Νά δοΰμε στόν Μακρυγιάννη τόν πρόδρομο τής δικής μας εξαντλημέ­νης νεοτερικότητας, δπου ή έπικαιρότητα (ή «στιγμή») είναι τό ζητούμε­

1. βλ. Γ. Ά νδρεάδης, δ .π ., σ. 26.2. βλ. P. Veyne, Comment on écrit l’ histoire, Seuil, σ. 10.3. βλ. Γ. Ά νδρεάδης, δ .π ., σ. 286-287.4. βλ. Μ. Φουκώ, Οί λέξεις κα ί τά πράγματα, Γνώση, σ. 455.

32

νο μιάς παροντικής «προβληματικοποίησης» τού εαυτού καί όπου ή ίδια ή ύπαρξη (τό πληγωμένο σώμα τού στρατηγού) ώς actualitas οδηγεί στήν αυτογνωσία τής άπόλυτης υποκειμενικότητας τών ’Ο ραμάτω ν εκ τοϋ σαρκικοΰ ριζώματος της;

Νά υποθέσουμε, τέλος, πώς αύτό πού σπινθηρίζει στή γραφή του καί τήν μετατρέπει σέ «ποίηση», άποτελεί τό «είναι» χωρίς καταγωγή: «έκεϊ- νο πού δέν έχει πατρίδα καί χρονολογία» καί γ ι’ αύτό τόν λόγο άποτελεί τήν «ούσία τής πατρίδας τού νεότερου άνθρώπου», πού έναγώνια ζητά νά σκεφθεί τήν έλλειψη πατρίδας άπό τήν πατριδογνωσία τής γραφής;

Ή «ιδεολογική άσυνέπεια» τού Μακρυγιάννη δέν είναι άραγε ή άκρα ύπαρκτική συνέπειά του σέ «δ,τι δίνεται μόνο μέσα άπό τήν έσχατη όπι- σθοχώρηση τής καταγωγής», πρός αύτό πού κανένας ιδεολογικά συνεπής κύριος Φαράκος δέν μπορεΐ νά προβλέψει;

Τό ένοχο μυστικό τών παιδιών τής ’Αντιγόνης δέν ήταν ή παιδεραστία, άλλά ή προοιδιπόδεια εξάρτησή τους άπό μιά μητέρα πού ήταν άτεκνη.

Βρίσκομαι κι έγώ, όπως ό αύτοβιογραφούμενος, «έξαιρετικά μακριά άπό τά άπολύτως σύγχρονα καί άπολύτως συντριπτικά γεγονότα». "Εχοντας πάνω στή λευκή σελίδα τή «σκιά ένός κέρατου ταύρου» μπορώ νά άπου- σιάζω. Γιατί νά πρέπει ν ’ άλλάξει δ,τι μπορεΐ κάλλιστα νά διαγραφεϊ;

Μέ άπειλεϊ, κι έμένα, τό πραγματικό κέρα­το, δπως τόν ταυρομάχο σ’ αύτή τήν αυτο­βιογραφία τοϋ Leiris μέ τόν υπότιτλο: Ή λογοτεχνία θεωρούμενη ώς ταυρομαχία . 1 Κι είμαι πεπεισμένος πώς τό «γεγονός δτι γράφουμε» θά μπορούσε νά έπισύρει εναν κίνδυνο πού κι άν άκόμη δέν είναι θανάσι­μ ο ς είναι τουλάχιστον ουσιαστικός.Ό τρόπος μέ τόν όποιο μέ βλέπουν οί άλ­λοι - «ό νεαρός τότε κοινωνιολόγος» τοϋ Ταχτσή, δέν ύπάρχει πιά - ό τρόπος πού μέ θυμούνται ή μέ ξεχνούν, πού σχολιάζουν τήν υποθετική μου παρουσία, έχει προσ- διορισθεΐ άπό αύτό τό «ημερολόγιο» στά Ν έα πού ένώ μέ διασπά μέ βοηθά νά μήν

διαλύομαι.Λ έω λο ιπ ό ν π ώ ς ένα κείμενο , μ ιά π ο ύ δέν ε ίνα ι πράξη ζω ής , α ς γ ίνε ι

1. Μ. Leiris, 'Ηλικία άνόρός, μτφρ. Μ. Πέταλά, έκδ. Χατζηνικολή, 1986.

Οί έορτές καί οΐ κηδείες

«(.. ,)νά γράψεις μέ θέμα τόν έαυτό σον τό βιβλίο έκεΐνο

στό όποιο ή μέριμνα γιά τήν είλικρίνεια θά 'έφτανε σέ

τέτοιον βαθμό πού κάτω άπό τίς φράσεις τον συγγραφέα "τό χαρτί θά ζάρωνε κα ί θά φλεγόταν κάθε φορά πού θά

τό άγγιζε ή πένα τής φωτιάς”».

MICHEL LEIRIS

33

τουλάχιστον πράξη γραφής. Κι ό συγγραφέας του ας άντλήσει τήν ευκαι­ρία νά γίνει πιό δημοφιλής - καί πιό άντιπαθής - επιδεικνύοντας, όπως συνιστά ό Leiris, όλη τήν ποιότητα τού νφ ο υς του τή στιγμή πού άπειλεΐ- ται περισσότερο, όπως ό ταυρομάχος.

Χρειάζεται νά πενθείς καί νά άποσύρεσαι γιά νά μήν γίνεσαι διάσημο φάντασμα πού παρευρίσκεται συγχρόνως στό πατάρι τού Κέδρου, στή Μεγάλη Βρετανία τού Καστανιώτη, στήν «πρόβα» τού Βολανάκη καί στό Α ' Νεκροταφείο τών επωνύμων νεκρών. (Τήν περασμένη εβδομάδα σ’ αύτές τίς τέσσερις πνευματιστικές εκδηλώσεις μέτρησα, στά καλλιτεχνικά τών Νέων, δέκα τουλάχιστον περιπτώσεις μετενσαρκώσεων καί διερωτή- θηκα: μετά άπό τόση κοσμική κινητικότητα, τί μένει άραγε ώς έκτόπλα- σμα στίς άβαθεϊς σελίδες όσων ή μέρ ιμνα γ ιά τήν ειλικρίνεια δέν μοΰ επι­τρέπει νά άναφέρω τό όνομα).

Χρειάζεται νά πενθείς, γιατί μόνον τό πένθος υπάρχει γιά νά κατοικη- θεϊ τό παρόν άπό ζωή. Τό πένθος καί τό όνομα τοϋ φ ίλον πο ύ απουσιά ­ζει, δέν παρευρίσκεται, δέν εκδηλώνει, δέν άνταποκρίνεται. Τό όνομα τού πεθαμένου πού δέν είναι πιά έδώ, άλλά πού έρχεται νοητά άν τόν πενθήσεις κι άν τόν θυμηθείς, άναθέτει στή μνήμη τόν ρόλο τού τοποτη- ρητή τού όνόματός του, άφού «ή μνήμη είναι τό όνομα αύτού πού γιά μάς κρατά μιά ούσιαστική καί άναγκαστική σχέση μέ τήν δυνατότητα τού όνόματός».1

Χρειάζεται νά πενθείς διπλά: μ’ ενα πένθος φυσιολογικό πού «άπορρο- φά δσο διαρκεϊ, όλη τήν ένέργεια του ’Εγώ»,2 άλλά καί μ’ ένα πένθος π ο­λιτισμικό, πού θά έπιβάλλέις στή ζωή μέ τή γραφή ώς εργασία πένθους, άφού, τό ξέρεις, «ή επιτάφια γραφή ποτέ δέν γράφεται μετά θάνατον» άλλά «έπεξεργάζεται τή ζωή σέ ό,τι ονομάζουμε αυτοβιογραφία».

Διπλή λοιπόν ή προτροπή:Ν ’ άφήσεις τό ’Εγώ νά άπορροφηθεί άπό τήν εργασία τού πένθους,

γνωρίζοντας ποιόν έχεις χάσει καί ενσωματώνοντας τό έλλειμμά του είς έαυτόν.

Καί νά άποβάλλεις ό,τι έσωτερικεύεται, έγκαταλείποντας μονάχο τό ’Εγώ καί δίνοντας, στόν άλλον πού έφυγε, τή θέση τού όριστικά «άπωλε- σθέντος άντικειμένου»: τήν άτοπία τής γραφής, σημαντικότερη άπό τή ζωική έντοπία.

Τό ύφος πού ζητάει ό Leiris είναι λοιπόν τό πένθος, γιατί ό θάνατος μάς μαθαίνει νά τό σκεφθούμε καί νά τό σμιλεύσουμε, όπως εκείνος πού άναλαμβάνει, «σάν γλύπτης τού Μ εσαίωνα»,1 νά δώσει σέ πρόσωπα καί

1. J. Derrida, Mémoires, έκδ. Galilée, 1988, σ. 62.2. Σ. Φρόυντ, Δοκίμια μεταψνχολογίας - Πένθος κα ί μελαγχολία, έκδ. Καοτανιώ- τη ,σ . 125.3. Μ. Προΰστ, ’Αναζητώντας τόν χαμένο χρόνο. Ή μεριά τον Γκέρμαντ II, μτφρ.

34

πράγματα καινούργια όψη.Πένθος σημαίνει νά δεις τό θάνατο σάν συν-γραφέα, μοναχικό κι άπό-

κοσμο συμβίο καί νά συγκατατεθείς εύχάριστα. Νά τού άφήσεις θέση στή ζωή σου θεωριόντας τον ώς μέγιστη άλληγορία, πού ενώ φαίνεται νά πεν­θεί τόν άλλον, πενθεί έαυτόν. Δέν είναι άραγε τό πένθος, ή μνήμη τής κ α ­ταγω γή ς ;

Σ ’ αύτές τίς άχρωμες γιορτές, Μιχάλη, σ’ αύτή τή θεία γέννηση πού δέν θά γίνει, άς μάθουμε τουλάχιστον νά μήν συκοφαντούμε τό θάνατο, « θ ά κινδυνεύουμε νά πληγώσουμε στή μνήμη μας αυτούς πού εχει πάρει»1 άφήνοντας άλώβητους όσους μπορούν νά έπιζούν στίς έορτές καί τίς κη­δείες.

Είναι νομίζω προτιμότερο νά κάνουμε τόν άπολογισμό τής έπερχόμενης δεκαετίας ώς ήδη άπερχόμενης, σέ μιάν άρχή πού είναι ταυτόσημη μέ τό τέλος της, διότι αύτό πού πρόκειται νά ελθει είναι σάν νά εχει ήδη πα-

ρέλθει. Τί άλλο νά περιμένει κανείς άπ’ αυτόν τόν αιώνα, όταν ό,τι άρχισε στίς δύο πρώτες δεκαετίες του ολοκληρώθηκε καί έξαντλήθηκε στήν προτελευταία;”Α ν ή 'Ιστορία γράφεται μέ εννοιες καί όχι μέ γεγονότα καί έάν ύπάρχει, σέ σχέση μέ τίς ερωτήσεις πού τής θέτουμε, τότε τό έρ­γο όλων τών επώνυμων άπολογητών, άπο- λογιστών καί άναπολόγητων σχολιαστών γιά τό τί έχει γίνει, βάσει τού όποιου όφεί- λουμε νά σχεδιάσουμε καί κυρίως νά ύπο- στούμε αύτό πού πρόκειται νά γίνει, είναι εργο άχρηστο καί άχρείαστο. Τίς δύο προηγούμενες έβδομάδες όλοι αύτοί οί στραμμένοι πρός τά πίσω προφήτες, έπαι­

ξαν ΐδιοτελώς μέ μιά νευρωτική άντίληψη τού χρόνου καί τής μνήμης, διακρίνοντας καί προτείνοντάς μας δ,τι θά επρεπε νά λησμονηθεί, γιά νά μήν περιορισθεϊ ή 'Ιστορία στήν έπαναλαμβανόμενη καί βολική πανουρ­γία τής «επιστροφής τού άπωθημένου», πού, όπως τά άρχεία τού Φόρεϊν Ό φ ις , μπορεϊ νά δημοσιοποιείται άτιμωρητί κατά τακτά χρονικά διαστή­ματα.

Π.Α. Ζάννας, έκδ. Ή ριδανός, σ. 185.1. J. Derrida, δ .π ., σ. 71.

Τό άναπολόγητο ’89

« Ό χι αυτο ί μ έ τά ψευδώνυμα Ο ϋτε αύτοί πού ρίχνουν

προκηρύξεις Ά π ’ τά σύννεφα.

Νά τό κορμί μο υ - Ή ζωντανή πηγή τής

Ιστορίας».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, Γραφέως κάτοπτρον, έκδ. "Υψιλον, 1989

35

Τό οριακό ’89, εάν πράγματι εχει ένα πρωθύστερο νόημα, είναι γιατί τό πρόβλημα τής διαδοχής του δεν τίθεται μέ τήν έννοια ένός «πρότερον» καί ένός «ύστερον», άλλά ένός «τώρα», πού υποδεικνύει ότι είναι συγ­χρόνως πολύ νωρίς καί πολύ άργά γιά άπολογισμούς καί κρίσεις. Ό ,τ ι υπολείπεται νά σκεφτοϋμε, μέ εκείνη τήν «επιμελημένη επεξεργασία» πού προαπαιτεί ή ψυχανάλυση γιά νά εμφανίσει τήν υποτιθέμενη αιτία τής διαταραχής, δέν είναι τό τραυματικό παρελθόν, οΰτε τό ένοχοποιημένο προκαταβολικά μ έλλον μας, άλλά τό παρόν. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι θά εχουμε προηγουμένως διαγράψει τούς άπολογητές του παρελθό­ντος καί του μέλλοντος, θά εχουμε άγνοήσει τίς εκτιμήσεις τους, θά εχου­με άπορρίψει τις προβλέψεις τους, θά εχουμε εντοπίσει τίς βλέψεις τους, θά εχουμε καταγγείλλει τά μέτρα καί τά σταθμά τους, μέ τά όποια κατα­μετρώντας, δήθεν, τό παρελθόν, σταθμίζουν καί άπαγχονίζουν τό μέλ­λον, έπιβάλλοντας στήν 'Ιστορία τήν ιστορία τους.

Καί ή 'Ιστορία; Ή 'Ιστορία, άν 'Ιστορία υπάρχει, δέν εμπεριέχει τίπο­τα άπό δ,τι ήταν όταν ήταν, δέν εχει καμιά άπαίτηση νά εξηγεί καί καμιά πρόθεση νά κρίνει. Κυρίως περιφρονεΐ τούς άπολογισμούς τών άπολογη- τών, στρέφοντας τό ενδιαφέρον της πρός τίς άνιδιοτελεΐς, καί συνεπώς ειλικρινείς, άφηγήσεις τών σωμάτων, πού είναι ή ζώσα άπόδειξή της.

”Α ν πράγματι μιά μόνον σελίδα άπό τήν Γαλλική Ε πανάσταση άρκεϊ, ώστε «ή λογική τών γεγονότων νά κατανοηθεί κι ένας Μακιαβέλι ή ενας Τρότσκυ ν ’ άντλήσουν άπ’ αύτήν ολόκληρη τήν τέχνη τής πολιτικής»,1 άν δηλαδή ή 'Ιστορία διαμορφώνει περιοχές πού άποσαφηνίζονται μέ ξεχω­ριστό γιά κάθε μιά δείκτη, τότε αύτό τό ένδεικτικό ’89 είναι τό τέλος τού εικοστού αιώνα, πού έμεΐς οί Έ λληνες θά πρέπει νά τό έννοήσουμε συρό­μενοι άπό τά γεγονότα, μέ θλίψη όντολογική καί ιστορική. Γιά μάς ισχύει τό ρητό, μέ τό όποιο ολοκληρώνει ό Oswald Spengler τήν Π αρακμή τής Δύσεω ς, πού είναι ή δική μας ελληνική παρακμή: ducunt fata volentem, nolentem trahunt.2

Γιά άλλη μιά φορά σ’ αύτό τό νέο πρωτοχρονιάτικο ρεκόρ τής αισ ιοδο­ξίας (47%, έναντι 16% τών ’Ιταλών, είναι οί "Ελληνες αισιόδοξοι γιά τό 1990, σύμφωνα μέ στοιχεία τού ’Ινστιτούτου Δημοσιότητας τής ’Ιταλίας), θά άντιτάξω τή μειοψηφία τής δικής μου θλίψης, έπικρίνοντας γιά άπερι- σκεψία όσους άνιστόρητα «δοξάζουν τόν θ εό» .

Καί χαίρομαι γιατί στήν «Εισαγωγή» του στή μετάφραση τής Μ ήδειας τού Ευριπίδη πού μόλις κυκλοφόρησε, ό Χειμωνάς βλέπει στό Π ένθος τό όργανο μέ τό όποιο πλησιάζει ό ήρωας τής τραγωδίας - άλλά καί ό ήρωας τής νεοτερικότητας - τήν οχυρωμένη, άνεξήγητη, πρωτογενή συ­

1. Paul Veyne, Comment on écrit / ’ histoire, Seuil, 1971. σ. 26.2. «τά γεγονότα ήγοϋνται τών έκόντων, σύρουν τούς άκοντες».

36

γκίνηση, πού δέν έχει καμιά σχέση μέ τίς άντανακλαστικές συγκινήσεις καί τήν απολογητική-υπολογιστική άφέλεια τών ήμερών.

Υ.Γ. Τό σχόλιό μου γιά τήν παραίτηση τοϋ κυρίου Ξαρχάκου; Καλά νά πάθει.

Κι εμείς έδώ στήν άκλεή ’Αθήνα, έχουμε τόν έχθρό μέσα στό σπίτι.

«(...) θ ά χάνω δ ,τι μου ζητήσεις ’Αναγνώστη Ρουτίνα οί Συμπληγάδες κι οί Σειρήνες

Ό Ό ρφ έα ς ëva σκυλάδικο ίν περιλήψει Ή Σκύλλα κα ί ή Χάρυβδη μιά πλήξη

Κι ό Πολυδεύκης συνοικιακή σχολή καράτε»

Νά έκρομαντισθούμε; Πώς; Μέ τή μυθολο­γία μας στόν Τέρενς Κουίκ σέ τυχερό τηλε­παιχνίδι;Στά πεντοχίλιαρα πού βγάζει ό Ά γγελος- τηλεπαρουσιαστής άπό τήν τσέπη, ή δρα­στηριότητα τού ποιητή πιό υψηλή κι άπό τό ποίημα - άφοΰ μπορεϊ νά τό έγκαλεί ή νά τό άφανίζει στό κυρίαρχο παιχνίδι τής ειρωνείας - άναγνωρίζει άπό τά πρίν τήν άτυχία.

«"Αδικα γράφεις Δέν βγήκε ποτέ κανείς ’Α π ’ τή γλώσσα»

Γιά σέ «υποκριτή» ’Αναγνώστη θά γραφεί κι αΰτό τό διπλό τέχνημα στήν εφημερίδα μέ όδηγό τόν ρομαντικό Novalis:

«Οί εφημερίδες είναι ήδη βιβλία πού γράφονται άπό κοινού. Ή τέχνη τής άπό κοινού γραφής είναι ενα παράξενο σύμπτωμα πού κάνει νά προαισθανόμαστε μιά μεγάλη πρόοδο τής λογοτεχνίας. Ίσως μιά μέρα, θά γράψουμε, θά σκεφτόμαστε καί θά δρουμε άπό κοινού».

Ό ποιητής λοιπόν κι έγώ, έσχατοι μετα-ρομαντικοί τής έποχής μας, κρατώντας τήν άπό-σταση πού γοητεύει, ό ποιητής κι έγώ, μάντεις , κρι­τές ένός άπόντος έργου, γερόντια π α ιδ ιά ή ά πρ α γες γυνα ίκες («γυναίκα είναι αύτός πού δέν πιστεύει καί πού έμπαίζει») μιάς σαρκοφάγου κοι­νωνίας κοιτάζουμε προσεχτικά τά ονόματά σας στά κουδούνια.

«(..,)Τανταλιάδες Ά τρειδόπσυλοι Πελοπίδες Κάτοχοι τροχών Άπορριμματοποιοί Ά ργείοι»

Athenaeum

« Ό κόσμος όφείλει νά ίκρομαντισθε ί».

NOVALIS

«Δ έν θά σπαταλήσεις τήν πίστη κα ί τήν άγάπη σου στά πολιτικά πράγματα, άλλά θά διαφυλάξεις τόν έαντό σου

γιά τή θεϊκή περιοχή τής έπιστήμης κα ί τής τέχνης».

Athenaeum

37

Ντροπή!Ντροπή σέ ποιόν; Τόν Κύρκο ή τόν Τούνχα; Τόν Μ πάνιά ή τόν Τσαου-

σέσκου; Τόν Ά νδρουλάκη ή τόν Μάρξ; Τόν Λάιο ή τόν Ά νδρ έα; Ντροπή σ’ έσένα ’Αναγνώστη ’Ατρειδόπουλε έποχούμενε, άπορριμματοφόρε πού «αύτή άκριβώς ή τύχη σού στάθηκε ό χαμός σου» («αυτή γε μέντοι σ’ ή τύχη διώλεσεν»).

Ό Τειρεσίας, «γέροντας μέ γυναικείο στήθος ρυτιδωμένο», «δέν είναι διόλου δούλος σου, μά τού Λοξία» («ού γάρ σοί ζώ δούλος, άλλά Λ ο­ξία»)

«(■■■) Τά ’παν καλύτερα οί ποιητές Βλέπε κα ί Loeb τον εβδομήντα οχτώ Δίγλωσση έκδοση

"Εως έόώ πού κατεβαίνει πιά τιμωρημένη Ή ψυχή μου(Κι όμως σάν άπό κάτι παράξενο σνγχωρεμένη ξεχασμένη)Σ ' αυτόν τόν "Αδη τον διαμερίσματος τόν άδειοΠάροδος ΠατησίωνΚαλύτερα έτσι χαϊδεύοντας θηλέςΜικρά κονμπάκιαΚι άλλάζοντας κανάλια»

Ντροπή. Αιδώς καί Δ ίκη . Π ένθος άπό άπώ λειες προπα τορ ικές τών ’Ατρειδών πού συνεχίζουν. Λ ύ π η γιά τόν άποχο>ρισμό μας άπ’ τήν Φύση. Σ ’ α υτόν τόν "Αδη τοϋ διαμερίσματος τόν άδειο.

«Νά ζήσουμε σάν κλασικοί»; ρωτάει τό Ά πόσπασμα 147 τού A the­naeum. 1 «Θά ήταν άραγε δυνατό δίχως κανέναν κυνισμό;».

Παιδεία τραγική λοιπόν καί κυνική σ’ αύτόν τόν νεοτερικό μεταρομα- ντισμό πού έντάσσει τό ά-κοινωνικό, τό συγκινητικό στοιχείο στή νεο-ελ- ληνική δική μας τραγωδία.

«(...) Καλύτερα είναι ΐτσ ι δίχως εξουσία».

Παιδεία τραγική άπ’ τόν τυφλό Οΐδίποδα πού εύδαίμονες νά τόν θυμό­μαστε ταιριάζει (εύδαίμονες γένοισθε, κάπ' εύπραξίςι μέμνησθέ μου θα- νόντος εύτυχείς άεί).

Ν ά έκρομαντισθούμε, γιατί τό πολιτικό στοιχείο δέν επιστρέφει άσφα- λώς γιά τή Δημοκρατία μέ τά διαπραγματεύσιμα σενάρια τών άρχηγών ούτε μέ τίς γνωματεύσεις τών άκαδημαϊκών γιά τήν οικονομία καί πε­ρισσότερο μέ τό άδιέξοδο τών κομμουνιστών γιά τήν ιδεολογία, άλλά μέ

1. Τό περιοδικό Athenaeum τής έκδοτικής όμάδας τών άδελφών Schlegel φιλοξένη­σε κείμενα τοϋ «πρώτου ρομαντισμοί» ή τοϋ «ρομαντισμού τής Iena» στά Ιξι èv συ- νόλιο τεύχη του πού κυκλοφόρησαν άπό τό 1798 εως τό 1800. Διαθέτω τήν άποκλει- στικότητά του έδώ στά Νέα...

38

τήν αύτο-καταστροφική καί^χί αύτο-παραγωγική μας σύσταση, μέσα άπό τά Θραύσματα τοϋ συστήματοςος καί τό πλήρες τοϋ χάους.

Νά έκρομαντισθοΰμε σημημαίνει νά άποκαλύψουμε επακριβώ ς τή νομιμο­ποιημένη άνομία τών νεοίοτερικών, μέ τρόπο άπόλυτο καί φιλολογικό, άναδιπλασιάζοντας, στόν y καθρέφτη, τήν κυνική μελαγχολία, πρίν τόν σπάσουμε καί βγούμε στόν ,ν δρόμο.

"Ορισα δμως πάλι τόν μ μετα-μοντερνισμό. Καί τή φορά αύτή μέ τήν άνάδειξη - διά τοϋ ρομανχντισμού - τού νεοτερικού στοιχείου ώς κλασι­κού, άφού ή μοίρα τού κλκλασικού (τής τραγικής παιδείας) είναι νά μην μ π ο ρ ε ί νά έξη γη θ εϊ ως τό τι τέλος.

Πράγματι, «μένει ενα μέΐιέρος άπό τούς κλασικούς γιά νά σέ βοηθάει όλη τήν ημέρα».1

Τά άποσπάσματα τών ποιημά'κ'ιτων είναι άπό τή συλλογή τοϋ Γιάννη Πατίλη, Γρα- φέως κάτοπτρον, καί οί στίχοι οι στά άρχαία έλληνικά είναι άπό τόν Οίδίποόα τύραν­νο καί τόν Οίδίποόα έπί Κολωίωνώ χοϋ Σοφοκλή.

Δρέπουμε τούς άνεμους π πού σπείραμε ελπίζοντας. Δέκα χρόνια «προο­δευτικής» πολιτικής, δέκ^α χρόνια συστηματικής διάλυσης τού νομιμο­ποιητικού ιστού τού κ ο ιν ω ν ικ ο ύ Κράτους, δέκα χρόνια ιδεολογικών υπερβολών άπό τούς π ο λ ιτ ικ ο ύ ς πού κατευθύνουν - καί έμπαίζουν - τίς

κοινωνικές δυνάμεις στό ΠΑΣΟΚ καί τήν’Αριστερά' καί ιδού τό άποτέλεσμα: άνο-

Desperatio , ,' μια, κρίση, αγριότητα.•Πτοεί νηπίονς Μορμώ».,. Φταίει V1’ αύτό * άναρχία ή ή τά ξ η ;

Τό παράδοξο στήν Ε λλάδα τού '90 θά εί­ναι ότι τό Κράτος, τή στιγμή πού θεσμοθε­

τεί τό εννομο, δ ια μ ο ρ φ ώ νει συγχρόνως καί τίς σύννομες παρεκκλίσεις τού παράνομον, σέ μιά ί διαπραγματευτική διελκυστίνδα μεταξύ νόμου καί άνομίας, ώστε, ύπό τιτό πρόσχημα τοϋ διαλόγου καί τής συναίνεσης, τά όρια τοϋ παράνομου ) καί οί δροι τού νόμιμον, τά όρια δηλαδή τού ίδιου τού πολιτικού π α ιχ ν ιδ ιο ύ , νά προσδιορίζονται άπό σχήματα υπαλ­λαγής, δπου οί κανόνες τίίίθενται άπό τίς έξαιρέσεις τους.

Βέβαια τό Κράτος-πρό^νοιας είναι τό ίδιο μιά τέτοια μορφή Κράτους- έξαιρέσεως, διότι σέ άντιή^αστολή μέ τό Κράτος-δικαίου δέν διασφαλίζει τίς έλευθερίες, έν άναφορρά πρός σταθερές άξίες καί άμετάβλητες ρυθμί­σεις άλλά τίς συναρτά π^ρός εξαιρετικές καί διαρκώς μεταλλασσόμενες περιστάσεις. Ή έξαιρετικκή ΤΟυ δμως υπόσταση, τό ιδιαίτερο δηλαδή τής

1. Σάμουελ Μπέκετ, Ε υτυχισμένες μέρες, 1961.

39

ταυτότητας του, πού έγκειται στήν ίδια τήν μεταβλητικότητά του, προε­ξοφλεί καί τήν κανονιστική του αδυναμία πρό ένός «συστήματος» πού εξασφαλίζει τήν παραοικονομία υπό τό πρόσχημα τής κοινωνικής διανο­μής καί τών κοινωνικών δικαιωμάτων, γιά τά όποία τό Κράτος-πρόνοιας υποτίθεται δτι υπάρχει.

Γιατί νά μήν τό παραδεχθούμε; Στήν Ε λλάδα τό Κράτος είναι πιά άδνναμο καί δέν πτοεί κανέναν, έξαιτίας τού προνοητικού του χαρακτή­ρα άπέναντι στούς νηπιόφρονες άλλά καί στούς άτσίδες.

”Α ς σημειωθεί δτι ή πρόνοια υπήρξε κυρίως γιά τόν έαυτό του, δηλαδή γιά τούς κρατοδίαιτους πολιτικούς, τούς δανειοφάγους συνδικαλιστές καί τούς μπε-εμ-βαίνοντες εργατοπατέρες.

Καγχάζω δταν άκούω τήν όμοφωνία τών τριών άρχηγών γιά τήν άντι- μετώπιση τών «άγριων διεκδικήσεων» ύπό τήν φοβερή έπίκληση τού Ν ό­μου, διά στόματος τού γηραιού Ζολώτα. Θά έπρεπε νά έπικαλεσθούν τό νόμο τού «κόσμου τής ζωής», γιά τόν όποιο συστηματικά άδιαφόρησαν, όχι τόν νόμο τής άστυνομίας καί τής έπιστράτευσης.

Τί έκαναν τά μορμολύκεια γιά τήν συμβολική άναπαραγωγή τού βιωμέ- νου μας κόσμου;

Τί πρόσφεραν τά κόμματα στή ζωή καί τόν πολιτισμό, ώστε νά άγανα- κτούν όταν οί μέλλοντες άστυνομικοί, πού περιμένουν έπί δέκα μήνες τήν πρόσληψή τους, καταλύουν πρωθύστερα τό νόμο, πού θά υπερασπίζο­νταν, μέ τήν κατάληψη τής Βασιλίσσης Σοφίας; Ποιοί δίδαξαν τό βιολί τών καταλήψεων;

Κι έμείς, αισιόδοξοι προοδευτικοί, φιλόδοξοι παράσιτοι τής έξουσίας, έμείς οί καταφάσκοντες στήν πρώτη ευκαιρία, τήν πρώτη πρόσκληση, οί προφήτες τής έπανάστασης, οί κηφήνες τών βιβλιοθηκών, τά «συνοικια­κά θηρία», οί συνυπεύθυνοι παρακεντέδες τών πολιτικών γραφείων, τί λέμε τώρα; Καί γιατί νά πούμε πάλι; Ποιός μάς έρωτά; Ό σ ο ι έμαθαν νά καταλαμβάνουν, κατάλαβαν πώς ή Ε λλάδα ολόκληρη προσφέρεται γιά καταλήψεις.

Τόν υπερόπτη φίλο μου διαβάζω;

«Αύτό ήταν ή ζωή σου ώς τώρα. ’Ακόμα κι αυτή τή στιγμή αύτό είσαι άκό- μα, πολυκέφαλο πολυμήχανο πολυπλόκαμο τίποτα. Είσαι άκόμα τό τίποτα πού ήσουν πάντα (...). Πόση άνακούφιση όταν αισθάνεσαι τά όριά σου, δταν βεβαιώνεσαι δτι μπορεϊς νά μετρήσεις τά μέτρα σου. ’Εκείνο όμως πού σε κάνει περισσότερο άπ’ δλα νά είσαι αύτό πού είσαι, είναι νά μικραί­νεις νά μικραίνεις νά μικραίνεις νά μικραίνεις νά μικραίνεις.Καί λές δτι εζησες. ’Επαίσχυντο τίποτα θρασύδειλο πονηρό εύέλικτο προσ­γειωμένο κερδισμένο βραβευμένο λατρεμένο έξιδάνικευμένο κορεσμένο καί άπληστο γιά εναν ακόρεστο κορεσμό άδίστακτο τυμπανιαία μολυσμένο άγλωσσο άνοστο άχαρο μετρημένο τακτοποιημένο τυφλό μικρόλογο μικρό- καρδο μικρόνοο, άνακεφαλαίωσε τή ζωή σου».

40

Τό κείμενο τού φίλου μου πού ζεϊ νεκρός, πού ξέρει νά πεθαίνει, πού ξέρει δηλαδή νά ζεΐ, τό άπευθύνω άγωνιστικά όχι μονάχα στούς πολιτι­κούς πού γύρεψαν τή μέγιστη κατάφασή τους, άλλά καί σ’ όσους φρόνιμα πιστεύουν στήν έλάχιστη, έκλαμβάνοντας τήν καρπαζιά γιά χάδι. Σ’ όσους δέν είναι άρρωστοι άπό τή «θανάσιμη άσθένεια» τής άπελπισίας, «όπου συνεχώς ό θάνατος μεταβάλλεται σέ ζωή».1

0 ά εννοήσουν άραγε οί πραγματιστές ότι «αϋτη ή άσθένεια ούκ εστι πρός θάνατον» (κατά Ίω άννην, ΙΑ' 4), κι ότι ή Μορμώ φοβίζει μόνον τούς νηπίους;

Κανείς βέβαια δέν θά περίμενε ή δικαστική άπόφαση γιά τόν Μελίστα νά άναδείξει τό διακυβευόμενό της: τή δικαιοσύνη ώς δικα ιοφ ροσύνη καί όχι ώς άπλή δικα ιολογία προηγούμενων κανόνων. Καί δικαιοφροσύνη σημαίνει κυρίως αύτό: μιάν άντίληψη πολιτικής δικαιοσύνης θεμελιωμέ­

νης σέ δ,τι ό John Rawls όνομάζει overlap- Καίτώρα; ping consensus. Συναίνεση, δηλαδή, πού

βασίζεται σέ κατά σειράν συμφωνημένες άρχές, οί όποιες προκύπτουν άπό διαισθητικές ιδέες στή βάση τής κοινω­νίας μας καί έμπεδώνονται άπό «μελετημένες πεποιθήσεις»: έκεΐνα τά «μόνιμα-προσωρινά σημεία» πού οπωσδήποτε όφείλει ή δικαιοσύνη νά τά σεβαστεί.

"Ομως έδώ ποιά σημεία, ποιά συναίνεση, ποιές άρχές, στή βάση ποιάς κοινωνίας μπορούν νά δεσμεύσουν ποιά δικαιοσύνη ώς δικαιοφροσύνη; Ό άγριος, έγγενής θανατηφόρος άναρχισμός αύτής τής άδικαιολόγητης κοινωνίας χωρίς άρχές καί προτεραιότητες, χωρίς κάν τή μετα-νεοτερι- στική φρόνηση πού πρεσβεύει τήν άδυναμία δίκαιης κρίσης, έξαιτίας τής άδυναμίας εύρέσεως ένιαίου κανόνα, νομίζω δτι είναι τό μόνο σημείο γιά τό όποιο έχουμε μείνει δλοι σύμφωνοι, overlapping...

Ά ποσπάσματα άπό τό πρώτο κεφάλαιο τού έργου τού Rawls Μ ιά θεω­ρ ία τής δικαιοσύνης, σέ μετάφραση τοϋ ’Ιορδάνη Παπαδόπουλου, σκέ- φθηκα νά παραθέσω ώς επίμετρο σ' έναν τόμο μέ κείμενα γιά τήν προ­βληματική νεοτερικότητα πού κυκλοφορεί τή Δευτέρα άπό τίς εκδόσεις Πλέθρον. ’Α ξίζει, νομίζω, τόν κόπο νά τόν διαφημίσω.

Ά π ό τά δεκατέσσερα κείμενα τής Δ ια μ ά χης τό άρθρο του J.F. Lyotard έχει κατά τή γνώμη μου τό μεγαλύτερο διαγνωστικό ένδιαφέρον γιά δ,τι πράγματι είναι ή νεο-έλληνική κοινωνία σήμερα: ένα δράμα.

Ό Lyotard άναλαμβάνει νά μάς τό δείξει. Ή έπανάληψ η, αύτό δηλαδή

1. S. Kierkegaard, Πραγματεία γιά τήν άπελπισία (γαλλική έκδοση: Traité du dese­spoir, Gallimard (folio), σ. 70).

41

πού βλέπουμε νά συμβαίνει κάθε φορά σάν μοίρα, έδώ καί έκατόν έξήντα χρόνια, άπορρέει άπό έναν «μηχανισμό» πού έπιτρέπει, στήν άσυνείδητη επιθυμία μιάς γιγαντωμένης συρρίκνωσης, νά υλοποιείται καί νά όργα- νώνει δραματικά τήν ιδιωτική καί κοινωνική μας παρουσία.

Σάν γνήσια τέκνα τοϋ Ο ΐδίποδα, ή ζωή μας έχει σφραγισθεί καί τό μέλ­λον μας είναι εγγεγραμμένο στό ήδη ειπωμένο παρελθόν μας, τό fatum πού άγνοούμε καί έπαναλαμβάνουμε. Κατ’ αυτόν τόν τρόπο ύφαίνεται ή πλοκή πού έκτυλίσσει τή δική της ιστορία. Ζοϋμε σ’ αυτή τήν πλοκή, αΰ- ταπατώμεθα καί παραβλέπουμε τήν Ιστορία «στά όρια τής όποίας πραγ­ματοποιείται έν τέλει τό πεπρωμένο μας». "Οσες φορές, καί μέ άφορμή κάποιον παρείσακτο Κοσκωτά, επιχειρήσαμε νά έρευνήσουμε τίς πηγές αυτού τού πεπρωμένου, όσες φορές σάν σέ μυθιστόρημα άστυνομικό, διατάξαμε άνακρίσεις, καλέσαμε μάρτυρες, συστήσαμε δικαστήριο, κα­ταδιώξαμε τόν άποδιοπομπαϊο καί νομιμοποιήσαμε τόν ένοχο, ή πλάνη μας γιά δλα αυτά προέκυψε άπό τό ότι «ή έρευνα γιά τίς πηγές τού πε­πρωμένου μας υπήρξε ή ίδια τμήμα αύτού τού πεπρωμένου». Τμήμα καί τίμημα.

Πληρώνουμε άκριβά τήν έρευνα, τήν πλάνη, τόν ναρκισσισμό καί τήν άνάμνηση, άλλά εις μάτην: «δταν προσπαθούμε νά θυμηθούμε είναι ίσως ένας καλός τρόπος γιά νά λησμονήσουμε κι άλλο».

Κι ό Lyotard θά συμπεράνει: «Γιά νά ξαναθυμηθούμε, θέλουμε άκόμη πολύ. Θέλουμε νά αιχμαλωτίσουμε τό παρελθόν, νά συλλάβουμε αυτό πού έχει παρέλθει, νά έξουσιάσουμε, νά έπιδείξουμε τά άρχικό έγκλημα, τό έγκλημα πού βρίσκεται στίς άπαρχές, χαμένο, γιά νά τό καταδείξουμε ώς τέτοιο, σάν νά μπορούσε νά άπαλλαγεϊ άπό τό συγκινησιακό του πε­ριεχόμενο, άπό τά στοιχεία πού συνθέτουν τήν ίδιαιτερότητά του: τό λά­θος, τήν ντροπή, τήν έπαρση, τήν άγωνία, στά όποια είμαστε άκόμη καί τώρα βυθισμένοι...».

Θά έπιβιώσουμε;'Υπάρχει ένας Α ρνητικός ναρκισσισμός, πού διέπεται άπό τήν άρχή τής

Νιρβάνα καί πού εκπροσωπεί τό θάνατο. Έ να ς ναρκισσισμός πού συνο­δεύεται άπό τή δική μας άμνησιακή υπερμνησία, νά θέλουμε νά θυμηθού­με γιά νά ξεχάσουμε. Στίς καταλήψεις τών Σχολών, στή Θράκη, στίς ένώ- σεις τών Βορειοηπειρωτών, στίς προτροπές τού Φαράκου στήν ΚΝΕ, στά λόγια τών πολιτικών, στά λόγια τών κριτικών, στίς άποφάσεις τών δικα­στών, στά άρθρα καί τίς συνεντεύξεις μας αύτή ή ψυχική άνάγκη, πού άποζητά μέσα άπό τή μεγαλοστομία καί τήν ένεργητικότητα τήν άδρά- νεια τού θανάτου, μάς προειδοποιεί «ότι είναι ταυτόχρονα πολύ νωρίς καί πολύ άργά γιά να κατανοήσουμε κάτι τι ώς ένα "τώρα"».1 Ό ,τ ι όρι-

1. 6λ. J.F. Lyotard, «Νά ξαναγράψουμε τήν νεοτερικότητα», μτφρ. Γ. Γκότσης, στόν τόμο Ή διαμάχη - Κείμενα γιά τήν νεοτερικότητα, έκδ. Πλέθρσν, σελ. 206.

42

στικά χάθηκε μαζί του είναι καί ή δυνατότητα τής διερώτησης: « κ α ί τώ ­ρ α ,» .

Τώρα τίποτα!

Ποιός, άπ’ όλους τούς «σωτήρες» μας, σώζει τή μετα φ ορά -, Σ' αυτήν τήν ρητορική τής πειθούς πού διεκδικούν οί πάντες, υπερασπίζοντας μέ ευ­γλωττία τό «δίκιο», τόν «λαό», τήν «ελευθερία», τήν «άλήθεια» ή τήν «έπανάσταση», ποιός σκέπτεται τόν μεταφορικό τρ ό π ο ; Ποιό κείμενο π ο­

λιτικό άντί νά δημαγωγεί, θά εννοήσει τήν Salvatores ρητορική ώς σ ύ σ τη μ α τρ ό π ω ν πού άποδο-

μούν τήν ίδια τήν δύναμη τής πειθούς καί τήν εκθέτουν στόν έαυτό της, μαρτυρώντας συγχρόνως καί τό κενό τού τελεστικού της λόγου;

Στήν παράγραφο 149 ενός πρώιμου κειμένου του ,1 ό Nietzsche βεβαίω­νε πώς «δέν υπάρχει γνώση χωρίς μεταφορά». Μήπως υπάρχει καί π ρ ά -

&r.Πράττετε!Τί νομίζετε πώς κάνετε; Λέτε μήπως τήν άλήθεια; Υ πά ρχει ή άλήθεια;

Τί είναι ή άλήθεια παρά «κινούμενη πολλαπλότητα μεταφορών, μετωνυ- μιών καί άνθρωπομορφισμών;». Γράφετε, μιλάτε, έκλογικεύετε. Ξέρετε, άραγε, πόσο ή λογική σας διέπεται άπό «ρητορικούς τρόπους (τήν ούσία δηλαδή τής γλώσσας), πού δέν είναι τίποτα περισσότερο άπό έσφαλμένοι συλλογισμοί»;

’Αφιερώνω μεταφορικά στήν ’Αριστερά (άνανεωτική, δογματική, πα­ραδοσιακή, ελληνική, κοινοβουλευτική, εξωκοινοβουλευτική) τίς παρα­γράφους πού άκολουθούν άπό ενα κείμενο τού Zygmunt Bauman πού συ- μπεριέλαβα στή Δ ια μ ά χ η , τόν τόμο γιά τόν όποιο έγραφα τό περασμένο Σάββατο. Μιά πού δέν μπορώ ούτε νά κυριολεκτώ (δέν ωφελεί) ούτε νά σιωπώ (δέν γίνεται), άντιγράφω:

«Ή ’Αριστερά ήταν - καί είναι άκόμη - ή άντι-κουλτούρα τού καπιτα­λισμού. Αίτιολογικά μπόρεσε νά υπάρξει μόνο άπό τή στιγμή πού ή καπι- ταλιτική κουλτούρα κατέστρωσε ενα πρόγραμμα προσανατολισμένο πρός τήν επίτευξη μιάς όρθολογικής κοινωνίας. Λογικά άποκτά νόημα μόνο “παίρνοντας τόν καπιταλισμό κατά γράμμα” , στήν προσπάθεια νά πραγ­ματοποιήσει τήν υπόσχεση τού τελευταίου. ’Ε λ ευ θ ερ ία , 'Ισ ό τη τα , ’Α δ ε λ ­φ ο σ ύ ν η ήταν τά συνθήματα τού καπιταλισμού. Ή ’Αριστερά δέν εϊχε τί­ποτε νά προσθέσει: άπλά, πήρε τό πρόγραμμα αύτό στά σοβαρά καί ζή­τησε άπ’ όλους τούς άλλους νά κάνουν τό ϊδιο.

»'Η ’Αριστερά είναι, λοιπόν, ποικιλότροπα υποχρεωμένη στόν καπιτα­

1. F. Nietzsche, Das Philosophenbuch-Der letzte Philosoph, 1872.

λισμό. Τού οφείλει τήν πεποίθηση:«Πρώτο, δτι μπορούμε ν ’ αλλάξουμε τόν κόσμο στηριγμένοι στίς άν-

θρώπινες δυνάμεις.«Δεύτερο, ότι είναι δυνατό νά γίνει ό κόσμος καλύτερος μέσα άπό τήν

όρθολογική παρέμβαση τού άνθρώπου.»Τρίτο, δτι γιά τή βελτίωση τού κόσμου άρκεϊ ή αύξηση τών υλικών

άγαθών (...) .«Τέταρτο, ότι ή αύξηση τοΰ ύλικοΰ πλούτου συμβαδίζει μέ τήν αύξηση

τών δυνατοτήτων τής ευτυχίας, νοημένης τόσο ώς άπουσίας τής άνάγκης, όσο καί ώς άπελευθέρωσης άπό τή φυσική άναγκαιότητα.

«Πέμπτο, ότι ή άπελευθέρωση αυτή όφείλει νά προωθήσει τήν πολιτική ελευθερία, τήν ισότητα καί τήν άδελφοσύνη καί ότι μέ δεδομένη τή δυνα­τότητα πραγματοποίησης τής ορθολογικής αυτής επιλογής, οί άνθρωποι θά έπιλέξουν τόν τρόπο ζωής πού ταιριάζει καλύτερα στίς άνάγκες τους.

«Έ κτο, δτι ή άξία τών “ύφιστάμενων” κοινωνιών μπορεί νά μετρηθεί μέ μέτρο τόν βαθμό ελευθερίας, ισότητας καί άδελφοσύνης πού έχουν επιτύχει ( ...) .

«Ά φ ο ύ δανείστηκε δλες αυτές τίς καπιταλιστικές άπόψεις καί τίς έκα­νε δική της υπόθεση, ή ’Αριστερά μεταβλήθηκε σέ κριτή τής καπιταλιστι­κής πρακτικής (...) .

»'Η κριτική της μπορούσε νά άσκηθεϊ σέ δύο έπίπεδα: τό ηθικό καί τό ορθολογικό! Ισχυρίστηκε λοιπόν ή ’Αριστερά ότι άφενός ό νεοαποκτημέ- νος πλούτος δέν ετυχε σώφρονος διαχείρισης, ενώ άφετέρου ή καπιταλι­στική διαχείριση τής παραγωγής είχε σάν άποτέλεσμα τήν παραγωγή μι­κρότερης ποσότητας άγαθών ( ...) .

«’Απογοητευμένη άπό τήν καπιταλιστική διαχείριση, ή ’Αριστερά άνα- ζήτησε εναν πιό ικανό φορέα τής 'Ιστορίας. Ή επιλογή τής βιομηχανικής εργατικής τάξης ήταν σχεδόν αυτονόητη (..).

«Έ τσι, ή ’Αριστερά εμεινε γιά μακρό χρονικό διάστημα στή σκιά ένός φορέα τής 'Ιστορίας.

« Ό φορέας αυτός, προϊόν τοΰ προγράμματος της, τήν εξανάγκασε νά ξεχάσει τήν καταγωγή καί τή νομιμοποίησή της. Θεώρησε λοιπόν τόν εαυτό της συλλογικό φερέφωνο τής τάξης πού επένδυσε στούς στόχους της. Ή άνάμνηση αύτής τής περιόδου είναι δυσάρεστη γιά τή σύγχρονη ’Αριστερά. Πρέπει νά βρεί έναν τρόπο επιβίωσης χωρίς φορέα τής 'Ιστο­ρίας ( ...) .

«Δέν είναι εύκολη ή έπιβίωση χωρίς κάποιον φορέα τής 'Ιστορίας. Έ χει όμως καί τά πλεονεκτήματα της. "Ενα άπ’ αύτά, είναι ή άποστροφή τής συντόμευσης τής πορείας. Ή έπανάσταση είναι μία τέτοια συντόμευ­ση στήν πιό καθαρή μορφή της: μιά προσπάθεια εξαναγκασμού τής 'Ιστο­ρίας, δταν ό φορέας της δέν είναι έτοιμος νά την πραγματώσει. 'Η έπα­νάσταση είναι λοιπόν μιά πράξη εκβιασμού τής 'Ιστορίας καί τοΰ φορέα

44

της. Γι’ αύτό ή συντόμευση τής ιστορικής πορείας είναι ηθικά άπαράδε- κτη καί άνενεργή μεθόδευση, γιά νά όδηγηθεί ή 'Ιστορία εκεί πού “έπρό- κειτο” νά φτάσει σύμφωνα μέ τή θεωρία. Στήν 'Ιστορία, ή σύντομη όδός είναι συνήθως άδιέξοδη. Ή έπιβίωση, χωρίς ελπίδα συντομευμένης π ο­ρείας, είναι κάτι άκόμη μέ τό όποιο πρέπει νά εξοικειωθεί ή ’Αριστερά» αν, προσθέτω, «’Αριστερά» δέν είναι πιά ενας μετα φ ορ ικός όρος καί άν άξίζει άκόμη νά διασωθεί.

Ε πειδή ή έπικαιρότητα - ή έπικαιρότητά μας - δέν είναι ούτε ό «παρών- άπών» κύριος Μητσοτάκης, ούτε ό άπρόβλεπτος κύριος Παπανδρέου, άλλά εμείς, αδιάφοροι γιά τά πολιτικά τους στρατηγήματα, θά ήθελα αύ- τή καί ή έπομένη επιφυλλίδα νά προετοιμάσουν τήν «υποδοχή» στήν Ε λ ­

λάδα - καί τήν έπικαιρότητά της - τού Ό νεοδομισμός Manfred Frank, πού θά μιλήσει στό Γκαϊτε,

στίς 27 καί 28 Φεβρουάριου γιά τόν «νεο- δομισμό» [Neostructuralismus], δηλαδή γιά τό μετα-μοντέρνο.

Ό Frank θά συνοψίσει, υποθέτω, τά είκοσι μαθήματα πού άρχισαν τό 1981 στό Düsseldorf καί όλοκληρώθηκαν τό 1982 στή Γενεύη καί πού δη- μοσιεύθηκαν τό ’84 σ’ εναν τόμο μέ τίτλο Τ ί είναι νεοδομισμός; (Was ist Neostrukturalismusl) άπό τίς έκδόσεις Suhrkamp.

Κάτω άπό τόν άδόκιμο, κατά τή γνώμη μου, όρο «νεοδομισμός», ό γερ- μανός στοχαστής υπονοεί τό θεωρητικό έκεϊνο ρεύμα πού εμφανίζεται τό 1968 μέ τά συγκλίνοντα άλλά καί διαφορετικά έργα τών J. Derrida, Μ. Foucault, G. Deleuze καί J. Lacan καί πού σάν μιά «σκέψη κάτω άπό τήν σκιά τού μηδενισμού» καταλήγει σέ δ,τι ό J.F. Lyotard περιγράφει στό βιβλίο του Ή μετα μοντέρνα κατάσταση.

'Ο νεοδομισμός κατανοεί τόν έαυτό του ώς μιά «μετά τήν μ εταφ υσική σκέψη» πού έπεται τού κλασικού δομισμού τών F. de Saussure καί Claude Lévi-Strauss καί πού παρά τόν εσω τερικό δεσμό του μέ τόν τελευταίο, τόν ριζοσπαστικοποιεΐ καί τόν άνατρέπει κάτω άπό μιά διάσταση φ ιλοσοφ ι­κή καί όχι έθνο-γλωσσική, δηλαδή επ ισ τημονική . Ή φιλοσοφική άκριβώς ίδιαιτερότητά του, τόν συνδέει μέ τό εγχείρημα τού «ξεπεράσματος τής μεταφυσικής» άπό τόν Nietzsche άλλά καί τόν Heidegger καί, επιπλέον, τόν προσαρτά στήν ψυχανάλυση σύμφωνα μέ τήν όποία καμιά εννοιολό- γηση δέν θά μπορούσε νά φωτίσει τό κατ’ εξοχήν άντικείμενό της: τό άσυνείδητο.

Ή ιστορική όμως διάσταση τού νεοδομισμού, σύμφωνα μέ τόν Manfred Frank, προκύπτει άπό τό έργο τού Μ. Foucault, Ο ί λέξεις κ α ί τά π ρ ά γμ α ­τα, πού θέτει τήν διερώτηση πάνω στήν ίδια τήν «ουσία τής 'Ιστορίας»1

1. Μ. Frank, Ou' est-ce que le néo-structuralisme?, έκδ. Cerf, σ. 80.

45

καί «επιτρέπει στήν ιδέα τής άνοιχτής δομής καί τήν έννοια τοΰ σημείου νά έπιβληθούν».

Είναι νομίζω σημαντική ή παρατήρηση τοϋ Frank δτι ή «άρχαιολογία τών επιστημών τοΰ άνθρώπου» τοΰ Foucault άποδεικνύει, έν τέλει, τόν «άστάθμητο χαρακτήρα τοΰ υποκειμένου», τόν όποιο μάλιστα θά πρέπει νά τόν θεωρήσουμε δίχως νά προστρέξουμε σέ «μιά γραμμένη Ιστορία» καί νά τόν «έπιδείξουμε» λαμβάνοντας ύπ ’ οψιν τό παράδειγμα τοΰ Schleiermacher καί τών ρομαντικών του φίλων.

Ε π ιπ λέον, μποροΰμε, ύπερβαίνοντας τήν έγελιανή άποψη μιας 'Ιστο­ρίας καί μιας φιλοσοφίας προσανατολισμένης πρός ενα «τέλος», νά έν- νοήσουμε τόν νεοδομισμό ώς τήν σκέψη έκείνη πού παρατηρεί άπλώς τό «τέλος» άπό τά έξω, χωρίς νά είναι ένοικος κάποιου (μεταφυσικού) οικο­δομήματος.

Ό Frank άναφέρεται, στό σημείο αυτό, στόν Lyotard καί στήν μετα- νεοτερική σκέψη, πού μάς προσκαλεί «νά παρατηρήσουμε τόν πολιτισμό μας μέ τά μάτια τού έθνολόγου», πράγμα πού βέβαια δέν σημαίνει μιά ά- κοινώνητη στάση, άλλά μιά άπόσταση, μιά άποστασιοποίηση πού έπι- βάλλει «τό άποξενωμένο βλέμμα τής μή-συμμετοχής».

Είναι φυσικό δτι σ’ αυτήν τήν περίπτωση τό ενδιαφέρον μας γιά τήν κοινωνική συναίνεση καί τόν τρομοκρατικό, έν τέλει, λόγο γιά τήν επί­τευξή της, θά μειωθεί, έφόσον δ,τι ή συγκυρία (ή «μεταμοντέρνα κατά­σταση») άπαιτεϊ, είναι μοναδικά παίγνια γλωσσικά, αγωνιστικές άντιπα- ραθέσεις καί άντινομίες τελεστικές, ώς έάν «νά μπορούσαμε νά δούμε άφηρημένα τήν έπικοινωνία, χωρίς τούς σκοπούς πού επιδιώκει»1 μιά πού έτσι κι άλλιώς οί θεμελιωτικές πράξεις τοΰ διαλόγου - άρα καί ή έπι- χειρηματολογική διαγωγή πού προδικάζει τίς θεμελιώδεις μορφές μιας δημοκρατικής κοινωνίας - είναι έκ τών πραγμάτων ύποπτες.

Μήπως δέν είναι;

'Υποταγμένος στήν έβδομαδιαία μοίρα μιας συμπτωματικής άποσπασμα- τικότητας, πού έπιβάλλει τήν άποτυχία τοΰ ένιαίου κειμένου (τοΰ Βι­βλίου), προσποιούμαι δτι επικοινωνώ. Στήν πραγματικότητα κάνω δ,τι άκριβώς καταμαρτυρεί - μέσω τού Sartre - ό Manfred Frank στούς γάλ-

λους νεο-δομιστές, στήν κατακλείδα τοΰ Μονόλογος έργου2 πού σχολιάζω άπό τό περασμένο

Σάββατο: έπιλέγοντας τό «άμετάδοτο»,

1. Μ. Frank, «Διαφωνία καί συναίνεση κατά τόν Jean-François Lyotard καί τόν Jürgen Habermas» στόν τόμο Ή Διαμάχη, έχδ. Πλέθρον, σ. 189.2. Μ. Frank, Qu' est-ce que le neo-structuralisme?, έκδ. Cerf.

46

διακόπτω τήν έπικοινωνία καί τρομοκρατώ.Μήπως όμως ό διάλογος τρομοκρατεί καί έκβιάζει;Δ ιάβαζα, μειδιώντας, τό μικρό κατανοητό κείμενο - γραμμένο ενας

Θεός ξέρει από ποιόν καλοθελητή ελληνα νεο-διαφωτιστή - στό μηνιαίο Πρόγραμμα τού Γκαίτε γιά τό φιλοσοφικό διήμερο 27 καί 28 Φεβρουά­ριου: «Έ τσι ό Φράνκ έλέγχει τίς θεωρητικές προϋποθέσεις αύτού τού γαλλικού ρεύματος (τού νεο-δομισμού) ένώ ταυτόχρονα προωθεί τό διά­λογο μεταξύ δύο “έθνικών” φιλοσοφικών σχολών».

Τί προσποίηση καί τί αύτ-απάτη!Ποιός «διάλογος» καί ποιός «ελεγχος»;Εγκλωβισμός τών Γάλλων έπιχειρεϊται - τό ΐδιο δέν κάνει άλλωστε καί

ό Habermas τό 1985; - μέσα στό μονοπώλιο τού επιχειρηματολογικοϋ λό­γου, πού οί ρασιοναλιστές Γερμανοί - άμετανόητοι πραγματιστές - προά­γουν υπό τό πρόσχημα μιας ερμηνευτικής διαθέσεως καί μιάς έπικοινω- νίας όρθολογικής. Κι όταν ό Frank ισχυρίζεται, στόν πρόσφατο Πρόλογο τής γαλλικής έκδοσης τοΰ βιβλίου του, ότι τοποθετεί τό άναγνωστικό έγ- χείρημά του όχι «στό έπίπεδο τής μόδας», άλλά τής «έγκυρότητας» - τήν όποία μάλιστα «άξιώνουν τά ίδια τά φιλοσοφικά επιχειρήματα» - καί τό­τε άκόμη παρασιωπά ότι ή «έγκυρότητα» δοκιμάζεται άπό διαφορετικά, κα τά περίπτω οιν, κριτήρια («άποτελεσματικότητα», «νομιμότητα», «αυ­θεντικότητα»), έφόσον ή άξίωση γιά άλήθεια προϋποθέτει άλληλεξάρτη- ση τών διαφορετικών διαστάσεων της καί, άκόμη περισσότερο, έπιβολή τοΰ μετα φ ορ ικ ού τρόπον κάτω άπό έναν «ριζικό μηδενισμό» πού κα­ταγγέλλει άπό μέσα τόν ορθολογισμό.

Ό Frank, βεβαίως, δέν άπορρίπτει έντελώς τόν «άνολοκλήρωτο χαρα­κτήρα τής έπιχειρηματολογικής συμφωνίας», εκτεθειμένης στό «ελεος τής προσεχούς άπόρριψης», κρατώντας - όπως σημειώνει ό J. Rogozinski - «κάποια άπόσταση άπό τόν “ειρηνισμό" [τήν τρομοκρατία;] τού Habermas καί τοΰ Apel». 'Η θέση του όμως αύτή προκύπτει άπό τό ότι, έν άντιθέ- σει πρός τόν Habermas, πρόσεξε τόν «διαφορο-ποιητικό παράγοντα», αύτό τό «κάτι τι πού προηγείται τής γλώσσας» καί πού «μέ τή σειρά του δέν ύπόκειται στήν κατηγορία τοΰ νοήματος» έφόσον «συγχρόνως παρά­γει καί καταστρέφει τήν ταυτότητά της».1

Κι αύτό τό «κάτι τι» πού επικαλείται ή νεο-δομική θεωρία τού νοήμα­τος - φιλοσοφία, κατ’ ουσίαν, τής γλώσσας - γιά νά άπευθυνθεί καί νά άνακρίνει τόσο τήν 'Ιστορία όσο καί τόν τρόπο ύπάρξεως τής υποκειμενι­κότητας, αύτό τό «κάτι τι» πού εκθέτει τό νόημα σέ άνεξέλεγκτα διαφο- ρο-ποιητικά παιχνίδια καί πού καμιά άπολύτως «τάξη» δέν τό έξασφαλί- ζει, διότι ούτε τήν ίδια τή γλώσσα θεωρεί ώς έσχατη θεμελίωση, είναι ή «άτομικότητα» πού ό Derrida όνομάζει «διαφωρά»: κίνδυνος-θάνατος

1. Μ. Frank, ό .π ., σελ. 268.

47

τών όλοποιήσεων καί τών συστημάτων καί φόβος-τρόμος τών Γερμανών.Ό Frank άγωνιά γιά τό νόημα καί παραδέχεται ότι ή απόδοσή του, δη­

λαδή ή ερμηνεία , ουδέποτε θά ολοκληρωθεί, γιατί πάντοτε θά έξαρτάται άπό μιά «κατανοούσα υπόθεση».

Ό Schleiermacher μάλιστα πού τόν έπικαλεΐται - αναγνωρίζοντας ότι τό εγχείρημα τού προσδιορισμού τού νοήματος είναι κάθε φορά ιδιαίτερο καί άνοιχτό - έρχεται νά δικαιώσει έκ τών ύστερων τόν Derrida, πού υποστηρίζει πώς ή απόδοση νοήματος παραμένει οριστικά «άναποφάσι- στη». Ό καλεσμένος τού ’Ινστιτούτου Γκαιτε, εν τούτοις, θά προσάψει στούς νεο-δομιστές δτι είναι έχθροί τής ερμηνευτικής. Καί θά άναρωτη- θεί γιά τό πώς άπρφαίνεται κανείς;

« Υ π έρ τής “διαφωράς” ή πρός όφελος τής “ερμηνείας” ...»;Ό Frank διστάζει καί τό ομολογεί: Ό «υπερβολικός ριζοσπαστισμός»

τού Derrida διαταράσσει «τή δεινότητα τών επιχειρημάτων του» καί άπα- γορεύει τήν «όλοκληρωτική προσχώρηση» στίς απόψεις του. Δέν παύει όμως νά τού αναγνωρίζει ότι «κατά μία έννοια [ό Derrida] όρισε τό πεδίο στό όποιο ή ερμηνευτική όφείλει νά δεσμευθεΐ σέ διάλογο μαζί του».1

Νά υποθέσω ότι τό πεδ ίο αύτό είναι ή λογοτεχνία γιά τήν όποία ενας άλλος νεο-δομιστής (τί άστεϊος όρος;) ό Michel Foucault, εγραψε δτι «διακρίνεται ολοένα καί περισσότερο άπό τό λόγο τών ιδεών καί έγκλείε- ται σέ μιά ριζοσπαστική μόνωση»;2

Μ ονολογώ, σεβαστέ μου κύριε Frank, γιατί «τή στιγμή πού ή γλώσσα γίνεται αντικείμενο γνώσης ώς διαδεδομένη ομιλία, τότε άκριβώς εμφανί­ζεται μέ άκριβώς άντίθετο τρόπο: είναι σιωπηλή, περιεσκεμμένη κατάθε­ση τής λέξης πάνω στή λευκότητα τού χαρτιού, δπου δέν μπορεί νά εχει ούτε ήχητικότητα, οϋτε συνομιλητή, όπου δέν εχει νά πει τίποτα άλλο άπό τόν εαυτό της...».

Ή λογοτεχνία κερδίζει μονολογώντας.

Καί μέ ρωτάς, καλέ μου άγγελε τής φωτοσύνθεσης, τί πάει νά πει «δια­φ ορά», πού σέ υποχρεώνω νά τή γράφεις μέ «ώμέγα»;

Κι όλο μού λές, γιατί δέν γράφω απλά;Νά γράψω τί, άφού άπό καιρό προτίμησα νά μήν άνήκω σ’ όσους έξά-

Ή άνορθόγραφη διαφορά παντθζ θέλουν νά λέν,ε κάτι' Νομίζεις, άλ- . , λωστε, πως ή γραφή είναι γιά νά έπικοινω-

«οιαφερομενον εωντφ»ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ν ε ι ζ .

Κι όμως, χωρίς νά ξέρεις, καταλαβαίνεις

1. Μ. Frank, ο.π., σελ. 331.2. Μ. Foucault, Οί λέξεις κ α ί τά πράγματα, έκδ. Γνώση, σελ. 415.

48

πώς κάθε κείμενό μου είναι διπλό. Κι αυτό πού εχει τουλάχιστον γιά μέ­να σημασία είναι νά πώ πώς ή εκφραστική μορφή - ή επικοινωνία - θά όφειλε νά έγ-γραφεϊ στη σιωπή πού άπορρέει άπό τή σχέση πού εχουμε μέ τόν εαυτό μας· καλέ μου άγγελε, πού μέ φυλάς άπό τόν δαίμονα τής προ­σωπικής ματαιόδοξης τυπογραφίας.

'Η «διαφωρά» μέ «ωμέγα» είναι λοιπόν τό α νο ρ θ ό γρ α φ ο : νά γράφεις καί νά μιλάς χωρίς νά ξέρεις πιά.

Πού πάει νά πεί όχι δτι δέν ξέρεις τίποτα, άλλά ότι είσαι πέραν αύτού τοϋ ά π ό λ ν το υ γνω ρ ίζω καί πέραν τών συστημάτων του (πολιτική, ήθική, αισθητική).

Τό νά σου πώ πώς υπάρχει μιά πρωταρχική διαφορά μεταξύ «είναι» καί «σημασίας», πού ό Derrida - τό φόβητρό σου - τή γράφει «différence» άντί «différence» καί πώς έτούτο τό συμβάν, τόν νεογραφισμό αύτόν - τήν άντικατάσταση δηλαδή τού «e» άπό τό «a» - τήν καθιέρωσαν εδώ μέ τήν έκταση τοΰ «ο» τής δ ια φ ο ρ ά ς σέ «ω», γιά νά δηλωθεί ή διαφορά άνά- μεσα σέ ο,τι βλέπεται (διαβάζεται) διαφορετικά άπ’ ο,τι άκούγεται («δ ια φ ο ρ ά » καί « δ ια φ ω ρά » ) καί νά σοϋ εξηγήσω άκόμη ότι τό ρήμα «dif­férer» σημαίνει συγχρόνως «διαφέρω» καί «άναβάλλω» καί πώς τό ίδιο τό όριο τοΰ χ ρ ό ν ο ν εγκαθιδρύει διαφορά πού φέρει τό ϊχνος τοϋ παρελ­θόντος, δέν θά σέ βοηθήσει. Ά ν όμως συλλογιστείς πώς τό π α ρ ό ν πού ζεις διαφέρει άπό τόν εαυτό του, άλλά καί άναβάλλεται γ ι’ άργότερα, πράγμα πού σημαίνει δτι τό παρόν σου, εκεί στή φωτοσύνθεση πού γρά­φεις, είναι πάντα ενα άναβληθέν παρόν καί ότι εσύ υπάρχεις σάν καθυ­στέρηση καί σάν άναβολή - ώς πότε; - τού εαυτού σου κι άκόμη πώς δ,τι άσφαλώς ύπάρχει είναι ή γραφή τοϋ χειρογράφου μου στήν ήλεκτρονική σου οθόνη, ίχνο ς διπλό: δικό σου καί δικό μου, παρόν σ ημ είο ενός ά π ό - ν το ς πού είμαι εγώ καί σύ πού γράφεις, σ η μ ά δ ι πού αύτός ό κοινός ά π ώ ν μάς άφησε στό πέρασμά του; "Αν τά σκεφτείς λοιπόν όλα αύτά μέσα στή διαφορά σου πρός ενα διαβλημένο μέλλον καί μέσα στό παράδοξο τού ΐχ ν ο ν ς ένός παρελθόντος, μιας π ρ ώ τη ς δηλαδή φ ο ρ ά ς πού δέν υπάρχει, άφοΰ δ,τι άσφαλώς υπάρχει είναι ή δ εύ τερ η φ ο ρ ά πού ορίζει τελικά τή θέση δπου τό ίχνο ς (δ,τι εχεις ήδη γράψει) δίδεται σάν σημείο τοΰ σημεί­ου, παίρνοντας μάλιστα τήν δική σου θέση καί μεταβάλλοντας δ,τι σού έδωσα νά γράψεις σ’ αύτό πού ήταν ήδη: ενα ά ντ ίγρ α φ ο , ε, τότε, άγγελέ μου, θά έννοείς, μά δέν θά ζεις. Θά διαπιστώσεις, δηλαδή, πώς είσαι τό ομοίωμα τοϋ έαυτοϋ σου ή, περισσότερο, πώς είσαι ό εαυτός σου σάν άλ­λος εαυτός, ζώντας ετσι διπλά τόν βίο καί τήν έννόηση.

Μ πορείς νά γίνεις «διαφωρά»; Νά παραχθείς άνορθόγραφα άπό τήν διαφορά τήν ίδια; Νά άνα-παραχθείς, όπως στήν άνα-παράσταση τοΰ Ιχνους, πού ενώ μοιάζει «δεύτερο» είναι εντούτοις «πρώτο» μέσα σέ μιά διαδικασία επαναληπτική, μιας παράστασης πού δέν δόθηκε ποτέ καί ούτε θά δοθεί γιατί ή «πρώτη» δέν ύπάρχει;

Μπορεΐς νά πάς πέρα άπό τή λογική πού θέλει νά είσαι αύτό πού είσαι, κρατώντας ώστόσο μιάν έλάχιστη σχέση μέ τήν ταυτότητα, νά πάς πέρα άπό τήν άρνηση πού εναντιώνεται σέ δ,τι είσαι, νά διαφοροποιηθείς, νά άναδιπλασιασθεϊς, νά άπουσιάσεις, νά άποστασιοποιηθεΐς άπό τίς φαι­νομενικές ταυτότητες καί τίς άντιθέσεις, νά σφάλεις, νά καταφάσκεις, νά προσποιηθείς;

Μ πορεις μέ τήν προσποίηση ν ’ άπαλλαγεϊς, κρύβοντας πίσω άπό τόν ηθοποιό τόν δράστη;

Ό δάσκαλος1 τού Derrida, καί πρόδρομος όσων ό ε ιλ ικ ρ ιν ή ς Frank(c) όνόμασε «νεο-δομιστές», μάς τό προτείνει μέ τή δύναμη τού λόγου του, πού τίποτα δέν άλλάζει κι όμως τά άνατρέπει δλα. Μάς λέει μέ τή ρητο­ρική του, πού καταλήγει ώς τερατωδία στόν μονόλογο τού «τελευταίου φιλοσόφου» μέ τόν έαυτό του, πώς:

- Δέν υπάρχει άλήθεια παρά μονάχα οί παρωδίες της.- Δέν υπάρχουν μάσκες γιατί τό πρόσωπο τό ίδιο είναι μιά μάσκα.- Δέν ύπάρχουν Ιννοιες παρά ώς υπολείμματα μεταφορών.- Δέν ύπάρχουν μεταφορές χωρίς μεταμορφώσεις. Γιά νά μπορεΐς νά

μεταφέρεις, πρέπει νά ό ια φ ω ρ ο π ο ιη θεϊς .’Εδώ, στήν έρημη Λεπάδα τού Κουτσόγιωργα, «τό βήμα» (le pas) πού

σέ χωρίζει άπό τό χάος, βήμα πού κάνουμε μαζί «σημειωτόν» (marquer le pas), βήμα - σήμα - ίχνος ένός νευρωσικού έρεθισμού, ύπό τό πρόσχημα τής γραμματικής καί της όρθογραφίας, δέν πρέπει άραγε νά χαρακτηρι- σθεί ώς λάθος, όπως τό «δμικρον» τής δ ια φ ο ρ ά ς πού σού έπιβάλλουν νά γράφεις όρθογραφημένα;

Τά λόγια τού Εύρυξίμαχου πρός τόν ’Αριστοφάνη, πού τόν επιασε λό- ξυγγας άπό τή βαρεμάρα του ν ’ άκούει τή μακρολογία τού Παυσανία στό πλατωνικό Συμπόσιο, θαρρώ πώς τ’ άκουσα κι έγώ τίς προάλλες άπό τόν «τόνο τού πνεύματος» τού Κώστα Γεωργουσόπουλου, πού συνέκρινε τό

βιβλίο μου Δ ε ξ ιά κ α ί Α ρ ισ τ ε ρ ά - Κ είμενα α τά Ν έα μέ τόν «λόξυγγα τού ’Αριστοφάνη στό έθνικό μας συμπόσιο πού καταπίνει τόν άγλέουρα άμάσητο».Δ έν μπόρεσα ώστόσο νά διαγνώσω τήν λανθάνουσα πρόθεσή του. ”Α ν, δηλαδή, θά επρεπε άπλώς ν ’ άπαλλαγώ άπό τόν λόξυγ-

Ή ύπο-κείμενη διαφορά

«έν φ ό' αν έγώ λέγω, έάν μέν σοι έθέλη άπνενστί ΐχοντι πολνν χρόνον πανεσθαι ή

λυγξ- εί δέμή , νόατι άνακογχνλίασον».

1. «'Ολόκληρη ή σκέψη τοϋ Nietzsche δέν ήταν άραγε μιά κριτική τής φιλοσοφίας ώς δραστικής άδιαφορίας άπέναντι στή διαφορά;» (J. Derrida, La différance).

50

(«στό μεταξύ, όταν εγώ θά γα κρατώντας τήν αναπνοή μου ή νά σκά- όμιλώ, άν όεήσει ό λόξνγγας σω ...νά σταματήσει, ένώ έσν θά Χωρίς νά θέλω νά φανώ άγνώμων γιά τήν

κρατάς τήν άναπνοή σσν γιά β ιβ λ ιο α φ ική του ν ε ία ά ς ού έπ ίτραπε1 πολλή ωρα, παει καλα · , _ , , . , ,

άλλιώς κάνε γαργάρα με ν α εΧω ενδοιασμούς, που τους συνάγω απο νερό»), τόν τρ ό π ο μέ τόν οποίο ό Κ. Γεωργουσό-

π λ α τ ω ν , πουλος χαρακτηρίζει τόν τό π ο τής γραφήςΣυμπόσων, i85d. μ0υ; «προνομιούχο χώρο τής ιδιωτικής ει­

ρωνείας» άπ’ όπου, γράφει, υπονομεύω«τό δημόσιο».

Είναι δμως ό χώρος αύτός ιδιωτικός καί είναι ή γραφή μου ειρωνική καί προνομιούχα;

Θά υποστηρίξω έδώ πόσο ή άντιθετική λογική τού: «όλα ή τίποτα» ή τοϋ: «ή τό ενα ή τό άλλο» (σοβαρή δηλαδή, ή άντίθετα ειρωνική γραφή) δέν έπαρκεί γιά νά θεμελιώσει μιά ήθική τής δημόσιας γραφής πού έπιθυ- μούμε δλοι καί πώς, κατά συνέπεια, ή άπονομή τοϋ «ειρωνικού» στόν ιδιωτικό ή τού «σοβαρού» στόν δημόσιο άντίστοιχα χώρο, γίνεται άπό δσους σοβαρούς ζητούν νά προσδιορίσουν ëva «άναφερόμενο», πού νά μήν άναφέρεται σέ τίποτα άλλο εξω άπό τόν έαυτό του, περνώντας έτσι γιά ά πόλντο , δημόσιο καί σοβαρό, ένώ δέν είναι μόνον ή δέν είναι διό­λου.

Κι έδώ θά πρέπει νά τονισθούν οί δυσκολίες πού άντιμετωπίζει όποιος έπιλέγει - καί επιλέγεται - νά γράφει ειρωνικά, άποδεχόμενος κατ’ άρχάς καί κατ’ άνάγκην τήν λογική τών άντιθέσεων («σοβαρό» / «ειρωνικό», «κυριολεκτικό» / «μεταφορικό», «αυθεντικό» / «μή-αύθεντικό», «άληθές» / «άληθοφανές») γιά νά τήν ξεπεράσει.1

Ή πρώτη δυσκολία άπορρέει άπό τό περιεχόμενο τής ίδιας τής άντιθε- τικής λογικής:- πώς είναι πράγματι δυνατό νά καθορισθοΰν άλλά καί νά άρθοϋν τά δρια άνάμεσα στό «ενα» καί τό «άλλο» καί πώς ή σημασία τους, πού εί­ναι πάντοτε, «αύτή-έδώ» καί όχι «ή άλλη», μπορεί νά είναι «αύτή πού εί­ναι έκτός έαυτής»;

Ή δεύτερη δυσκολία έγκειται στό ότι ό τρόπος μέ τόν όποιο ό ειρων σχετικοποιεΐ τίς σημασίες, συσχετίζοντας μέ τόν έαυτό τους δσες προβάλ­λουν τόν ισχυρισμό τού άπόλυτου, κινδυνεύει διαρκώς νά έκπέσει σ’ ëva κομφούζιο, ëvav έξισωτικό εμπειρισμό όλων μέ όλα, πού έλάχιστα άπέχει άπό τό χυδαίο. (Τήν βλέπουμε τήν διαφορά κι έδώ στά Ν έα σέ σχόλια κάποιων «δημιουργών» καί βλέπουμε άκόμη - τί κάτοπτρο ή γραφή! - πώς άνθρωποι μέ ευαισθησία καί γνώση - ή Πολίτη, ή Γαλανάκη, ό Φα­

ί . 6λ. J. Derrida, Limited Inc, Galilee. 1990. σ. 212.

51

κίνος - στήν ειρωνική άντινομία τών γραπτών τους διόλου δέν άναζητοΰν τήν έξουσία, προβάλλοντας τήν άνασφάλεια ώς δύναμη τού άδυνάτου).

Ιδ ο ύ λοιπόν τό νόημα καί ή ηθική τής ειρωνικής γραφής: νά προβαίνει μέσω διαζεύξεων καί άποκλεισμών («σοβαρότητα» / ή / «ειρωνεία») σ’ εναν άλλο λ ό γο , μ’ εναν άλλο τρ ό π ο - ρητορικό, μεταφορικό, όχι διαλε­κτικό ή διαλεγμένο - , πού ξεπερνά τή διάζευξη καί τήν άντιθετικότητα μέσα άπό τό παράξενο καθεστώς τής ό ια φ ω ρά ς , γιά τήν όποια - εις μά- την - έχω μιλήσει.

Ή ν π ο -κ ε ίμ ενη δ ια φ ο ρ ά , αύτό σημαίνει: χωρίς νά έγκαταλείπεται τό καθοριστικό γιά τή λογική καί τήν κοινωνική ζωή σχήμα τών ά ντιθέσ εω ν , νά είναι δυνατή, μέ μιά ίπ α ν α λ η π τ ικ ό τη τα πού διαφοροποιεί μέσα στό «ϊδιο» (τό ίδιο τό γλωσσικό σημείο, τήν ίδια τήν άντιθετική λογική), μιά γ ρ α φ ή πιό ισχυρή, πού αίρει τίς άντιθέσεις καί έμφανίζει τίς σκοπιμότη­τες τους.

Στά τελευταία δυσνόητα κείμενά μου, προσπάθησα νά άναπτύξω τήν θέση αυτή όχι ώς «λόξυγγα» προσβλητικό άλλά ώς «άλλη λογική», πού έπιτρέπει νά σκεφτούμε συγχρόνως τόν κ α νό να καί τό γ εγο ν ό ς , τήν μ ο ρ ­φ ή καί τό π ερ ιεχό μ ενο , τήν σ ο β α ρ ό τη τα καί τήν ειρω νεία , μέσω τής σει­ράς εκείνων τών «οίονεί έννοιών», πού ό Derrida άνακαλύπτει μέ τούς περιορισμούς άλλά καί τήν ελευθερία τού Λεξικού, γιά νά άντιληφθούμε τίς «εννοιες στήν έννοιολογημένη σχέση τους μέ τή μή-εννοια» καί πάντο­τε μέσω αύτού, με τό όποιο τό δ ια φ ερ ό μ εν ο ν έ α ν τ φ ό μ ο λο γέε ι (τό διαφο­ρετικό συνομολογεί μέ τόν έαυτό του). Ξέρω πώς μ’ αύτό τόν άντιδημα- γωγικό τρόπο ύποσκάπτω τόν «προνομιούχο χώρο» πού βιαστικά ό Κώ­στας Γεωργουσόπουλος θεωρεί ώς άφετηρία τών κειμένων μου καί τής πολιτικής μου.

Νά ισχυρισθώ ότι «προνόμια» δίνει μόνον ό δημόσιος χώρος τής κριτι­κής, διά τού δημόσιου - καί δημοφιλούς - τρόπου τής σοβαρής άκριβολο- γίας; ”Α ν τό ί χ α ν α θά άρνιόμουν τή δ ια -φ ω ρ -ά ώς κλοπή καί, συνεπώς, καί τήν δική μου διαφορετική δημοσιο-γραφία.

Καί νά προσθέσω δτι τήν ήθική καί τήν πολιτική εύθύνη τών κειμένων μας μόνον ή δοκιμασία τής δ ια φ ω ρ ά ς - καί όχι φυσικά τής πληκτικής μα­κρολογίας τού Παυσανία ή τής εξίσου πληκτικής βραχυλογίας τών έπι- φυλλιδογράφων μας - ένισχύει; "Αν τό έκανα κι αύτό, θά έκλινα ύπέρ τής σοβαρότητας, έδραιώνοντας τήν λογική πού υπονομεύω. Καί κάτι τέτοιο, άδιαφορώντας γιά τό άντίτιμο, εχω ύποσχεθεϊ, σέ όσους στά νομ ιζό μ ε- ν α ... ά ν ιε ρ ω σ τ ίμ ν ε ϋ ν τα ι , ' νά τό άποφεύγω.

1. «στά καθιερωμένα... μυοΰνται μέ άνίερο τρόπο» (Ηράκλειτος, 14).

52

Κι δμως δέν φτάνουν.Τίποτα δέν έχουμε άκόμη πει γιά τή γραφή, ποΰ είναι διάστημα τού

χρόνου στό χαρτί (στό χώρο), σέ τούτη τή σκηνή πού παίζουμε τό Σάββα­το καί σβήνουμε ένοχα αύτό πού θά έπρεπε νά ειπωθεί.

Τίποτα δέν έχουμε πει, θύματα τής υπο­γραφής, τής ΰποτέλειας τών λέξεων καί όχι τής διασποράς τους. ’Επώνυμοι, υποτε­λείς, έγκλειστοι στήν έφημερίδα κι όχι νο ­μάδες.Τό άναγνωρίζω. "Οταν γράφω είμαι κι έγώ διαπραγματεύσιμος, άφοΰ ή ανταλλαγή εί­ναι ό δείκτης αύτής τής κοινωνίας. ’Α νίκα­νος γιά μιά ριζική μεταστροφή, άνίκανος - θά έλεγε ό Blanchot - γιά λογοτεχνία .

Κι όμως ό ποιητής, τό ξέρω...«Τό σπίτι πού χτίζει ό ποιητής είναι μιά άνάλαφρη στήν έρημο σκηνή

άπό λέξεις».Ή έπι-κείμενη διαφορά είναι λοιπόν τό ίδιο. Ή διαφορά ώς συνεχής

άναβολή αύτοΰ πού θά διαφέρει, αύτοΰ τοΰ έπί-τοΰ-κειμένου («έπί τό μέ- τωπον αύτής όνομα γεγραμμένον...») πού θά έγραφε πρός δλα τά «βδε- λύγματα τής γής» ένα: άει στό διάολο όλοι σας· καί δρόμο.

«Έ ξω οί κύνες καί οί φαρμακοί καί οί πόρνοι καί οί φονεϊς»1... Έ ξω!'Η έπι-κείμενη διαφορά· τό ίδιο, τά ίδια σκατά, τά ίδια πρόσωπα, τά

ίδια αισθήματα, οί ίδιες πάντα πράξεις - σκόπιμες, άγουστες, ΐδιοτελεϊς- ώστε δ,τι έπίκειται νά έχει ήδη γίνει.

Έ λλάδα-Βαβυλών, χώρα τών άναγραμμάτων όπου, άκόμη καί μέ τή μετάθεση γραμμάτων, πάντα τό ίδιο νόημα θά σχηματίζεται σέ άλλη λέ­ξη: Π Α Σ Ο Κ - ΚΑΠΟΣ - ΣΟΚ-ΑΠ («choc-up» όπως λέμε: τιραμι-σού). Αύτό δέν θέλουμε όλοι, μικροί, άναγραμματισμένοι, αγράμματοι, έγγράμματοι, γοητές τής δεκάρας, στυμμένοι πραγματιστές, κύνες καί πόρνοι καί φ α­νείς καί μπάτσοι «κάπος» καθηγητές κάπως συνασπισμένοι καί συσπει- νασμένοι γιά Ε ξουσία , θηρία τής ’Αποκάλυψης άριθμημένα; Έ ξω!

«Τίς ούν ό τρόπος τοΰ καλώς τε καί μή γράφειν;»2 θά έρωτήσει τόν Φαίδρο ό Σωκράτης.

Ποιός δμως γρά φ ει άπό έμάς - τούς τέττιγες τών έπιφυλλίδων - πού μόνο στήν Ε ξουσία , τήν Μούσα όλων τών Μουσών, ξέρουμε νά άναγγέλ- λουμε ποιός τήν τιμά καί πότε;

Θά έπιμείνω πάλι, θέτοντας τό έρώτημα τοΰ κατά πόσον ή γραφ ή είναι

1. Ά ποκάλυψ ις Ίωάννον, Κ Β \2. «Ποιός είναι λοιπόν ό τρόπος τοϋ νά γράφεις καλά ή κακά;» (Πλάτων, Φαι­δρός, 258 d).

666 ή ή επικείμενη δ ιαφ ορά

«Ονκοΰν ήδη πεπαίσθω μετρίως ήμΐν τά περ ί λόγων» («Λοιπόν φτάνουν πιά όσα

όιασκεδαστικά είπαμε γιά τήν τέχνη τών λόγων»),

ΠΛΑΤΩΝ.Φαιδρός, 278 c

53

έπ ικ ο ινω ν ία , όπως τουλάχιστον τήν εννοούμε ώς μετάδοση σημασιών άπό πομπό σέ δέκτη.

Ποιός εκπέμπει στή γραφή; Ποιός είναι ό συγγραφέας καί ποιός ό άνα- γνώστης-ύποκριτής, άγνωστος, άπών χωρίς ιστορία, χωρίς βιογραφία; Τί μάς υποχρεώνει νά «δεχθούμε» ένα κείμενο, όταν ή νοηματική του διά­σταση συνεχώς καί συστηματικά έκπίπτει, έξαιτίας τών άναρίθμητων ση- μασιολογικών περιβαλλόντων στά όποια έντάσσεται; Ποιό επιτέλους εί­ναι τό «άναφερόμενο» τού κειμένου; Κι εσύ ποιός είσαι καί κάτω άπό ποιές συνθήκες μέ διαβάζεις; 'Υπάρχει πράγματι σ υ νθ ή κ η , όταν δ,τι με­σολαβεί μεταξύ μας είναι ή ά π ο υ σ ία ;

Πώς ισχυρίζεσαι ότι μέ κατανοείς, όταν υπάρχει κρίση τοΰ προφανούς ώστε κι ή κατανόηση νά είναι πάντοτε έσφαλμένη καί «κάθε άνάγνωση, κακή». («Κατανόηση είναι ή “έσφαλμένη κατανόηση” τής όποίας τά σφάλματα ελάχιστα ενδιαφέρουν»).

Θά έπιμείνω λοιπόν καί πάλι διδακτικά προσφέροντας, μέ τρόπο Α σ ύγ­χ ρ ο ν ο , υπηρεσίες στή γραφή καί τήν έπικαιρότητα. Θά έπιμείνω, ξέρο­ντας πώς είναι άσκοπο νά γράφω κάτι πού δέν καταλαβαίνει ό άναγνώ- στης, άκόμη κι άν προσθέτω πώς δέν θά μπορέσει νά τό καταλάβει ή νά τό «άναγραμματίσει»: όπως τό 666.

Τό πρόβλημα είναι άκριβώς αύτό: νά επιτύχω (δηλαδή νά νομιμοποιή­σω) αύτή τή γραφή έστω «γιά έναν», διατυπώνοντας δ,τι ό Derrida στό κείμενό του «Signature, événement, contexte» έπιθυμεϊ, είς πείσμα δλων, νά υποδείξει: ή γραφή νά διαβάζεται χωρίς νά επιτρέπει, σέ «τελευταία άνάλυση», μιά άποκρυπτογράφηση τού νοήματος ή τής άλήθειας, διότι:

α) ώς γραφή, ή έπικοινωνία δέν είναι μέσον μεταφοράς τοΰ νοήματος, ούτε καί άνταλλαγή προθέσεων τοΰ «νά θ έλε ις νά π εις» , άλλά ένα ιστορι­κό άνάπτυγμα δπου τά συστήματα τής όμιλίας, τοΰ νοήματος, τής σ υ ν ε ί­δ η σ η ς καί τής π α ρ ο υ σ ία ς όφείλουν νά άναλύονται ώς τά άποτελέσματάτης.

6) ό σ η μ α ν τ ικ ό ς ορίζοντας τής επικοινωνίας διασπάται άπό τήν παρέμ­βαση τής γραφής,

γ) τό υποκείμενο τής γραφής είναι ένα σ ύ σ τη μ α σχέσεων μεταξύ στρω­μάτων (τού κειμένου, τής κοινωνίας, τοΰ ψυχισμού) ώστε τό contexte τής γραφής (τό συγκεκριμένο περιβάλλον καί τό συν-κείμενό της) νά είναι πάλι ένα κ είμ ενο καί όχι υποχρεωτικά ή κοινωνική συνθήκη.

Γιά όλα δμως αΰτά προϋποτίθεται ή άνασκευή τής (άριστοτελικής) μ ε ­τα φ ο ρ ά ς , τρόπου άκρως έπικίνδυνου γιά τήν κ υ ρ ιο λ ε ξ ία καί τήν έννο ια , χωρίς τήν όποία, έν τούτοις, έννο ια καί κυριολεξία δέν υπάρχουν.

Θά έπανέλθω γιά δσους βαριούνται νά διαβάζουν άναγραμματισμένα κείμενα γιά τόν Μηστοτάκη καί τόν Φαλίραο Χλωράκη. Γιά δσους, τέ­λος, προτιμούν τόν Κώστα Γεωργουσόπουλο, έκει ό άναγραμματισμός εί­ναι άδύνατος: ό νονός παραμένει πάντα νονός.

54

Στό έπιχείρημα τοϋ Σωκράτη δτι γράφει κανείς γιά παιδιά, ό Φαιδρός άντιλέγει:

- «Πάγκαλη λέγεις παρά φαύλην παιδιάν...» («Σωκράτη, ή διασκέδα­ση πού λες [ή γραφή] είναι εύγενέστατη, δχι φαύλη, τό νά μπορεϊ δηλαδή

κανείς νά παίζει μέ τούς λόγους καί νά άλ- ληγορεΐ περί δικαιοσύνης καί άλλων πού άνέφερες»).Κι ό Σωκράτης, πού τήν γραφή - ώς φονι­κή μεταφορά - υποτιμά, τού άπαντά ύπέρ τής φωνής καί τοϋ ζωντανού διαλόγου: «Καλύτερη δμως σπουδή [τής δικαιοσύνης καί τών άλλων] γίνεται δταν κανείς μέ τήν διαλεκτική τέχνη [τόν λόγο, όχι τή γραφή] παραλάβει ψυχή κατάλληλη γιά νά φυτεύ- σει καί νά σπείρει μέσα της λόγους έπιστη- μονικούς».Τί τέχνασμα καί αύτό σοφιστικό, νά ύποτι- μάται ό τρόπος (ή γραφή) μέ τόν όποϊο εφτασε ό Σωκράτης ώς έμάς. Καί τί άντί- φαση νά συνιστά στόν Πρώταρχο, ό ίδιος ό Σωκράτης, ότι «στά γράμματα [θά πρέπει] νά έφαρμόσουν αύτό πού λένε, γιά νά τό καταλάβουν». («Πάλιν δέ έν τοίς γράμμασι

τό νύν λεγόμενον λάβωμεν», Φίληβος, 18 d).Τόν λόγον λοιπόν ή τήν γραφ ή ό Πλάτωνας εμπαίζει;"Ο,τι ζητώ νά άποδείξω στήν Ε φημερίδα - σ’ αύτό τό συλλογικό υπ ο ­

κείμενο γρ α φ ή ς πού κατευθύνει τή ζωή πολύ περισσότερο άπ’ δ,τι ή τη­λεοπτική φωνολογία - είναι πώς ή δομή τής έπικοινωνίας παραμένει ή γραφή, δομή - θά γράψει ό Derrida - τού ίδιου τού «πολιτικού στοιχεί­ου», πού «τή στιγμή τής έσχάτης δυσκολίας, όταν καμιά άλλη παιδαγωγι­κή πρόσβαση δέν διατίθεται, κι δταν ό θεωρητικός λόγος άδυνατεϊ ν ’ άναμορφώσει τήν τάξη, ό “κόσμος” ό πολιτικός [σ’ αυτές τίς περιστάσεις] θά πρέπει νά προστρέξει στήν εγ-γραφη “μεταφορά”»1 διαβάζοντας τήν ίδια του τήν δομή ώς γραφή , τήν ώρα άκριβώς πού άπουσιάζει ή π α ρ ο υ ­σία , τήν ώρα δηλαδή πού πρόσωπα, φωνές, συνθήματα, τηλεακροάσεις καί τηλεοράσεις - ένώ άκμάζουν - καταρρέουν.

Καί τίθεται τό ερώτημα: έχει τόν τρόπο ή Εφημερίδα νά παραμένει δπως ό «κόσμος» - ό «Monde» - πάντοτε γεγραμμένη;

Τό έπιθυμεί αύτό; Ζητά νά διασώσει τό «πολιτικόν» ή άντίθετα τήν μι­

Παιδιάς χάριν

« Ό χαμός μου είναι αύτό πού όνομάζουν "διανοητική ποίηση”... Α ύτό κάνει ό Πλάτων ατούς διαλόγους

τον».J. L. BORGES

« Ά λλά τούς μέν έν γράμμασι κήπους, ώς Ιοικε παιόιάς

χάριν σπερεί τε κ α ί γράψει» ( · Ά λλά τούς κήπους τών

γραμμάτων, καθώς φαίνεται, θά τούς σπείρει κα ί θά τούς

γράψει χάριν διασκεόάσεως»).

ΠΛΑΤΩΝ,Φαϊόρος, 276 d

1. J. Derrida, «La pharmacie de Platon» στό Dissémination, Seuil, 1972, σ. 187.

55

κροπολιτική όλων τών άναγραμματισμένων αρχηγών καί τών «τπικό» τους, θέλει νά τήν πουλήσει στά περίπτερα;

Σέ ποιές σελίδες της λειτουργεί ή γραφή ώς μ ε τα φ ο ρ ά καί πού ώς τ α υ ­το λ ο γ ία , φωνή, σύνθημα, διαταγή, εικόνα, «εϊόω λον» τού προφορικού, δπως υποτιμητικά μάς τήν παρουσιάζει ό Πλάτωνας στόν Φ α ιδρό;

Πότε ή γραφή είναι φ ά ρ μ α κ ο ν μνήμης καί σοφίας («μνήμης τε γάρ καί σοφίας φάρμακον εύρέθη», ό.π., 274 e) καί πότε είναι φ α ρ μ ά κ ι, πού μάς σκοτώνει σάν γατιά στίς άμμουδιές τού Ταύρου;

Ή ε γ -γ ρ α φ η μ ε τα φ ο ρ ά - τρόπος κατ’ έξοχήν άντιπλατωνικός καί άντι- άριστοτελικός, διότι δέν άναζητά «τίς όμοιότητες πού υπάρχουν» άλλά τίς διαφορές - θά είναι τό ζητούμενο στό μέλλον, άπ’ τήν Ε φημερίδα κι ά π’ τούς συντάκτες της, πού άναγνωρίζουν ήδη, τόν παιγνιώδη ρόλο τής γραφής, σάν φ ά ρ μ α κ ο τού Τύπου.

'Η ε γ -γ ρ α φ η μ ε τα φ ο ρ ά κι όχι ή περι-γραφή - τί εκανε στή Λάρισα ό Ά νδρ έα ς - θά άνανεώσει τή δημοσιογραφία, προτείνοντας συγχρόνως ενα μ ο ν τέ λ ο δ ια ν ο η τ ικ ό στούς άναγνώστες πού θέλουν, σάν τόν Ξένο σο­φιστή, νά υποβάλουν σέ ελεγχο («άναγκαίον ήμϊν άμυνομένοις εσται 6α- σανίζειν»)1 τόν λόγο τού Πατρός, όποιος κι αν είναι («τόν τού πατρός Παρμενίδου λόγον»).

Ποιός άραγε άμφισβητεί πώς ή γραφή είναι π α τρ ο κ το ν ία κάποιου μο­νόχνοτου κυρίου Παρμενίδη;

Μιά ε γ -γρ α φ η μ ε τα φ ο ρ ά - καί κάπως όψιμη, πρέπει νά πώ, π α τρ ο κ το ­ν ία - τό κείμενο τοϋ Φάνη Κακριδή στό περασμένο Β ή μ α , πού μέ τρόπο σοβαρό συνιστά νά πούμε «όχι σέ όλους» σ’ αυτές έδώ τίς έκλογές, μέ μιά σωτήρια γραφή: «γράφοντας μέ τό χέρι μας φαρδιά-πλατιά μέ μαρκαδό­ρο τό “λευκό”».

Μιά άλλη ε γ -γ ρ α φ η μ ε τα φ ο ρ ά τό «γράμμα» τοΰ Σ.Ι. Νίστρα (τοΰ Μά­ριου Πλωρίτη) κι άκόμα ή π ρ ο εκ λ ο γ ικ ή διακήρυξη τοϋ Χρήστου Γιαννα- ρά στό ϊδιο φύλλο, πού ό,τι τόν άπελπίζει περισσότερο είναι «πώς δέν ύπάρχει γλώσσα νά μιλήσει στόν υπανάπτυκτο, τόν άκριτο ψηφοφόρο». Καί ό,τι άπομένει σάν πρόταση είναι μιά μεταφορά: «Τό κλείσιμο στά σπίτια μας, ώστε ή συλλογική σιωπή μας νά γίνει έκρηξη σαρωτικής κοι­νωνικής δυναμικής, μέ άπρόσμενες συνέπειες, άσύγκριτα πιό ριζοσπαστι­κές άπό τό όποιοδήποτε άποτέλεσμα τής κάλπης».

“Ε γ -γ ρ α φ η μ ε τα φ ο ρ ά στά σοβαρά - παιδείας χάριν - λέω κι εγώ νά κά­νω τό Σάββατο τού Λαζάρου, μιά ημέρα πρίν τίς έκλογές, κρατώντας τήν μύτη μου όπως τό πρόσωπο τοΰ βάθους τής έορτολογικής άγιογραφίας, δπου τοΰ μύριζε τό θαύμα...2

1. Πλάτων, Σοφιστής, 241 d.2. «Κύριε ήδη όζει* τεταρταίος γάρ έστι». κατά Ίωάννην, ΙΑ '. Καί στόν Σεφέρη: «Δέν θυμάμαι οϋτε τό Χριστό, ούτε τό Λάζαρο. Μόνο, σέ μιά γωνιά, τήν άηδία ζω­

56

Μ’ εναν σημαδιακό Λαχνό λέω ν ’ άσκήσω καί έγώ αύριο τά έκλογικά μου δικαιώματα, ύψιστο πολιτικό καθήκον πρός τήν Έλλάδα-Βαβυλώνα. "Ενα δελτίο τοϋ ΠΡΟ-ΠΟ, όπου σ’ όλες τίς στήλες του σημειώνεται ισοπα­λία.

Κι ή «εγ-γραφη μεταφορά» πού ύποσχέθη- κα - παιδιάς άλλά καί παιδείας χάριν - τό περασμένο Σάββατο, είναι ενα κείμενο τού Μπόρχες - κι όχι τής Κούλας ή τής Χάιδως- πού παραθέτω, Τζίνα Πολίτη, έπίτηδες, γιά νά δηλώσω - δι’ αυτού - τή μέθοδό μου: τό κείμενο νά δοκιμάζεται άναλογικά σέ μιά παραγωγή, εναν πολλαπλασιασμό, μιάν έκρηξη, νά μήν μπορεί νά σταματήσει έδώ, ούτε στή βιβλιοθήκη άλλά νά μετακι­νηθεί, νά διασπαρεί, νά πάει πρός τήν κάλπη.

Ψηφίζω «άκυρο» γραμμένο, όχι «λευ­κό», κι άψηφώ εκβιασμούς καί προειδοποιήσεις. Ψόφησε ή πολιτική καί ή έγκυρότητά της. Πάει κι ό Συνασπισμός, τό θαύμα «όζει». Ό ,τ ι χρειά­ζεται εις τό εξής είναι ή ρητορική πού θά τούς θάψει. Τό επιχειρώ, πεν­θώ καί γράφω πώς μόνον γραμματολογικά θά βγοϋμε άπό τήν κρίση. Οί πραγματολογικοί τρόποι έχουν ξοφλήσει.

«Είμαστε στό άλλο άκρο καί λέμε: “δ,τι πρέπει κανείς νά σκεφθει, όφείλει νά είναι άσφαλώς ενα πλάσμα”».

Σ’ αύτό τό «πλάσμα», τό «εϊδωλον» τοϋ Φ αίόρον, σ’ αύτό τό «μή-δν» τού Έλεάτη Ξένου πού απαιτεί «πατροκτονία», σ’ αύτόν τόν ψόφο δηλα­δή τού «έφικτού», στηρίζεται ή δύναμή μας· όχι στήν ψήφο. Οί Παρμενί- δηδες τής πολιτικής - όσοι μάς έπιβάλλουν «νά μήν σκεπτόμαστε δ,τι δέν “είναι”» - οί Παρμενίδηδες αύτοί είναι Ε παμεινώ νδες, «παράγοντες» δηλαδή ένός «σικέ» άγώνα.

«"Ακυρο», «άκυρο», κύρωση τών άκύρων!»(...) Ό πατέρας μου ελεγε πώς παλιά (μιλούσε γιά χρόνια; Γιά αιώ­

νες;) τό Λαχείο στή Βαβυλώνα ήταν παιχνίδι τών πληβείων. Έ λεγε (δέν ξέρω άν είναι άλήθεια) πώς οί κουρεϊς, γιά μερικά χάλκινα νομίσματα, σού ’διναν κάτι τετράγωνα άπό κόκαλο ή περγαμηνή, μέ ζωγραφισμένα σύμβολα. Ή κλήρωση γινόταν μέρα μεσημέρι: οί εύνοημένοι κέρδιζαν, χωρίς νά χρειάζεται άλλη συνδρομή τής τύχης, άσημένια κέρματα. 'Όπως βλέπετε, τό σύστημα ήταν στοιχειώδες (...) .

»Κάποιος είσηγήθηκε μιά καινοτομία: τήν παρείσφρηση μερικών άτύ-

γραφισμένη σ’ ëva πρόσωπο πού κοίταξε τό θαύμα σά νά τό μύριζε». (« Ό κ. Στρα- τής Θαλασσινός περιγράφει εναν άνθρωπο»).

Ό Λαχνός

« Ό Παρμενίδης είπε: "Δέν σκεπτόμαστε αυτό πού δέν είναι"». ’Εμείς είμαστε στό άλλο άκρο κα ί λέμε: “δ,τι πρέπει κανείς νά σκεφθει, όφείλει νά είναι άσφαλώς

'ένα πλάσμα’’».F. NIETZSCHE

57

χων λαχνών στόν πίνακα τών τυχερών άριθμών ( ...) .»'Η Ε ταιρεία (έτσι άρχισαν τότε νά τή λένε) κατακρατούσε τά κέρδη

καί δέν πλήρωνε τούς τυχερούς, άν δέν είχε είσπράξει τό σύνολο περίπου τών προστίμων (...) .

Κάτω άπ’ τήν ευεργετική επιρροή τής Ε ταιρείας, τά ήθη μας έχουν έμποτισθεϊ άπ’ τήν τύχη...

Ή Ε ταιρεία , μέ μιά θεία μετριοφροσύνη, άποφεύγει κάθε δημοσιότη­τα. "Οπως είναι φυσικό, οί πράκτορες της είναι μυστικοί· οί διαταγές πού έκδίδονται ή μία πίσω άπ’ τήν άλλη - σχεδόν άσταμάτητα - δέν έχουν καμιά διαφορά άπ’ αύτές πού μοιράζουν άπλόχερα οί άπατεώνες. Στό κάτω κάτω, ποιός μπορεϊ νά καυχηθει πώς είναι μόνον άπατεώνας;Ο μεθύστακας πού αύτοσχεδιάζει μιά παράλογη έντολή, ό όνειρευτής

πού πετάγεται στόν ύπνο του καί στραγγαλίζει μέ τά χέρια του τή γυναί­κα πού κοιμάται πλάι του; Μήπως έκτελούν μιά μυστική άπόφαση τής Ε ταιρείας; Αύτή ή σιωπηλή λειτουργία, πού μοιάζει μ’ έκείνη τού Θεού, μπορεϊ νά προκαλέσει κάθε είδους υποθέσεις. Μιά άπ’ αύτές κάνει τόν άποτρόπαιο ύπαινιγμό πώς ή Ε ταιρεία εχει πάψει νά υπάρχει εδώ καί αιώνες, πώς ή ιερή άταξία τής ζωής μας είναι πέρα γιά πέρα κληρονομι­κή, παραδοσιακή· μιά άλλη, άντίθετα, θέλει τήν Ε ταιρεία αιώνια καί κηρύσσει πώς θά ζεϊ μέχρι τήν τελευταία νύχτα, πού ό τελευταίος θεός θά σβήσει τόν κόσμο. Μιά άλλη δηλώνει πώς ή Ε ταιρεία είναι παντοδύναμη άλλά άσκεΐ τήν εξουσία της μόνο πάνω σέ μικροσκοπικά πράγματα: στό κελάηδισμα ένός πουλιού, στίς άποχρώσεις τής σκουριάς καί τής σκόνης, στά όνειρα πού βλέπουμε τήν αύγή, μισόξυπνοι. Μιά άλλη, διά στόματος προσωπιδοφόρων αίρεσιαρχών, πώς ή Ε ταιρεία δέν υπήρξε καί ούτε θά ύπάρξει ποτέ. Μιά άλλη, εξίσου άπαίσια, πώς είναι άδιάφορο άν δέχεσαι ή άρνεϊσαι τήν ύπαρξη αυτού τοΰ ζοφερού σωματείου, γιατί ή Βαβυλώνα δέν είναι τίποτ’ άλλο παρά ενα άπειρο παιχνίδι τής τύχης».1

Τή Μύκονο, δπως τή γνώρισα, μόνο καλύπτοντάς την μέ τό «σημείο τής διαγραφής» μπορώ εφεξής νά τήν κατονομάζω.

Ή διαγραμμένη Μύκονος σέ τούτο τό δικό μου γράμμα - γιατί νά μήν τό γράψω εδώ; - ύπάρχει ώς άπόρριμμα αύτού πού ήταν γιά τή μνήμη:

ϊχνος πού δέν μπορούσε νά συνοψιστεί ού- 'Η Μύκονος τε στό βίωμα, ούτε καί στήν κατα-γραφή

του. Τχνος αύτής τής καταγω γής πού έχα­σαν οριστικά οί Μυκονιάτες.

1. Χ.Λ. Μπόρχες, «Τό Λαχείο στή Βαβυλώνα».

58

Τόν άνθρωπο πού βλέπατε νά περπατάει στό νησί, συμπατριώτες μου, καί πού τού γράφετε νά σάς τά «γράψει» στήν εφημερίδα, νά τόν λογα­ριάσετε νεκρό. Αύτός πού χαιρετάτε τό πρωί δέν είναι πιά έκεϊνος, γιατί καί σείς δέν εισαστε έσείς. Ό Γιώργος - τό Γιωράκι - δέν ύπάρχει πιά. 'Υπάρχει μόνον ό θάνατος πού «πέρασε καί τά ’κανε όλα εύκολα καί πε­ριττά».

Νά τό θυμάστε: «δέν είναι γιατί οί άλλοι πέθαναν κι ή άγάπη μας γι’ αύτούς μειώνεται, είναι γιατί πεθαίνουμε έμείς οί ίδιοι».

Νά γράψω λοιπόν τί;Γιά τά σκουπίδια, τούς δρόμους, τά παράνομα, τίς βιασμένες πλατείες,

τούς'προβολεϊς καί τίς βιτρίνες, τά ένοικιαζόμενα, τά βρώμικα φαγιά, τά βρώμικα λεφτά, τά μεγάφωνα, τίς «ντίσκο» μέσ’ στήν πόλη, νά γράψω γιά τά παιδιά σας πού σκοτώνονται μέ τίς μοτοσικλέτες Ινα τόν μήνα, θύ­ματα στόν Μινώταυρο τής «Καβασάκι» πού άγοράσανε μέ χρήματά σας, νά πώ γιά τούς «νονούς» πού κάνουν δ,τι θέλουν, νά γίνω δικαστής, κρι­τής, άστυνόμος, νά καταγγείλω, νά πιέσω, νά έπιλύσω έγώ, ενας νεκρός, διαγραμμένος δυό φορές καί άπό σάς καί άπό τή γραφή στό ρήγμα τής όποίας κείμαι;

Γιά τήν πολιτική, τήν «εύρρυθμη επίλυση τών προβλημάτων» σας, άπευθυνθείτε σ’ δσους τήν έγχρωμη φωτογραφία τους τή βλέπουμε στίς κολόνες, ίχνος γελοίο τών περασμένων έκλογών καί τών προπερασμένων, ίχνος καί ρύπος πού προστίθεται συμβολικά στήν πιό τουριστική χωματε­ρή τού κόσμου. νΑ ς έρθουν οί ίδιοι νά καθαρίσουν πρώτα, άς έρθουν νά μαζέψουν τά πλαστικά μπουκάλια καί τίς «γόπες» στίς άμμουδιές, τίς φάτσες τους στούς τοίχους κι ύστερα νομοθετούν τούς τρόπους - τά «πα­ράθυρα» τής πιό καλής παρανομίας.

Πωλείται ή Μύκονος σέ άκριβή τιμή: εξακόσιες χιλιάδες τό τετραγωνι­κό μέτρο, όσο ενας κεντρικός τάφος στό Πρώτο Νεκροταφείο.

Νά γράψω, ναί, δέν τό μπορώ. Νά επιγράψω μόνο ενα «ενθάδε κείται ή άπόδειξη πώς τίποτα δέν είναι ισχυρότερο άπό τό χρήμα». Καμιά άλλη γραφή δέν γίνεται νά «πιάσει» εκεί δπου ή γραφή δέν εχει σημασία. Τής Μύκονος τό διάγραμμα καί σήμα τό παίρνω κάθε χρόνο άπ’ τό μικρό βι­βλιοπωλείο στό Πάνω Μ ατογιάννι, καταμετρώντας, στά κρυφά, τά ιδια άπούλητα βιβλία.

Τό μόνο γράμμα πού έννοεϊ ή Μύκονος, είναι τό X τής διαγραφής της:

Υ.Γ.: Γιά όσους παρακολουθούν τό διανοητικό μου στοίχημα στά Νέα, τούς συνι­στώ τό βιβλίο τού Derrida, Π ερί γραμματολογίας, πού μεταφράστηκε, έπιτέλους, άπ’ αύτόν τόν ήρωα, τόν Παπαγιώργη, ά π ’ τίς εκδόσεις Γνώση.

’Εδώ στή Μύκονο άπειλημένος ά π ’ τό φώς πού άντιστέκεται άκόμη, πιστός τού αίγύπτιου θεού τής γραφής Θεύθ, πού άναφέρει ό Πλάτωνας στόν Φαιδρό, έσχα­τος μύστης αυτού τού περάτη τών νεκρών, πού ήταν συγχρόνως γραμματέας καί πού σφετεριζόταν τή θέση τοϋ βασιλέα "Ηλιου, ψάχνοντας Μέγα Σάββατο στίς

59

ερημιές τής Φτελιάς τό «ήλιακό αντιστάθμισμα» στίς σελίδες τοϋ τελευταίου προ­φητικού βιβλίου τής έποχής μου, διάβαζα τά έξής πού σάς τά μεταφέρω:

«Πιθανώς ό υποκειμενικός διαλογισμός καί ή αυστηρή ερευνά γύρω άπό δ,τι άποκαλείται προσωρινά άκόμα γραφή, όχι μόνο δέν παραμένουν έντεύθεν μιάς έπιστήμης τής γραφής καί δέν τήν αποπέμπουν σπασμωδικά μέ κάποια σκοταδιστι- κή αντίδραση, άφήνοντάς της αντίθετα νά άναπτύξει τή θετικότητά της σέ όσο εύ­ρος δύναται, παρά άποτελούν τήν περιπλάνηση μιάς σκέψης πιστής καί προσηλω­μένης στόν κόσμο πού ή έλευσή του άναγγέλλεται άδήριτη σήμερα, πέρα άπό τόν κλοιό τής γνώσης. Τό μέλλον τό προεικάζουμε μόνο μέ τή μορφή άπόλυτου κινδύ­νου. Είναι έκεινο πού ξεκόβει απόλυτα άπό τήν καθιδρυμένη κανονικότητα καί συ­νεπώς δέν μπορεϊ νά άναγγελθεϊ, νά παρουσιαστεί, παρά μόνο μέ τή μορφή τής τε­ρατωδίας. ΓΓ αυτόν τόν έπερχόμενο κόσμο καί γιά κείνον πού θά τού κλονίσει τίς σημειολογικές άξίες, τήν όμιλία καί τή γραφή, γιά κείνον πού καθοδηγεί έδώ τόν τετελεσμένο μέλλοντα μας, δέν ύπάρχει άκόμα εξεργο».

'Η Μύκονος άραγε ή τό γράμμα πού τήν διαγράφει, μέ βοηθούν άκόμη;

Γιατί ή γραφή, όπως κι ό χρόνος - ό κα ιρός - «μετέχει στήν τερατωδία». Τό τερατώδες, τό ανορθόγραφο, ή άγνοια δηλαδή τοϋ χρόνου, ή διαφορά καί ή διαφω ρά τού «γέρνω» άπ’ τό «γερνώ», κι ή σύμπτωσή τους, «δέν έξαρτάται άπό καμιά αισθητή πληρότητα, άκουστή ή όρατή, φωνητική ή γραφική. ’Αντίθετα είναι ή προϋπόθεσή τους».1

Αύτή ή διαφω ρά πού χαιρετάει τό «ποτέ» ώς κάποτε, ώς χρονικό επίρρημα τοϋ «μιά φορά κι ένα καιρό πού ζούσες», άλλά συγ­χρόνως καί ώς ποτέ, ώς μόριο δηλαδή άρ- νητικό τοϋ δτι δέν εζησες π ο τέ, ουδέποτε, είναι ή διαφω ρά μέ ώμέγα, παρότι δέν υπάρχει, «παρότι δέν είναι ποτέ ένα πα- ρόν-δν έξω άπό κάθε πληρότητα»,2 παρότι είναι «ψαΐμα» αύτή ή πρότερη καί ύστερη συγχρόνως διαφω ρά, «συγκράτηση μέσα

κ ικ η δ η μ ο υ λ α , «Ά προσδοχίες» στήν έλαχιστοβάθμια ένότητα τής χρονικήςεμπειρίας»,3 ίχνος πού «συγκρατεϊ τό άλλο, ώς μέσα στό ίδιο»,4 τόν θάνατο δηλαδή τοϋ

νΑθου στή μνήμη τής Κικής ή τήν άποκατάσταση τής έπικοινωνίας άνά- μεσα στή διαφω ρά καί τή γραφή , τό «ποτέ» καί τό «χαϊρε», αυτή ή δια-

1. Ζ. Ντερριντά, Π ερί γραμματολογίας, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, έκδ. Γνώση, σ. 112 .

2. Ζ. Ντερριντά, ο .π., σ. 112.3. Ζ. Ντερριντά, δ .π ., σ. 112.4. Ζ. Ντερριντά, ό .π ., σ. 112.

A Dio?

«Μέ ρωτάει ό καιρός άπό που θέλω νά περάσει

που Ακριβώς τονίζομαι ατό γέρνω ή στό γερνώ.

’Αστειότητες. Κανένα τέλος όέν γνωρίζει

όρθογραφία».

60

φωρά, λοιπόν, είναι πού πρέπει νά τεθεί ώς προϋποτιθέμενο, άνάμεσα στή γλώ σσα καί τή σημασία.

Νά έπαναλάβω πώς τό προϋποτιθέμενο αύτό είναι ή γραφή, ώς πρό­γραμμα άνατροπής τής παρουσίας·, ’Ιδού ό χαιρετισμός της στή ζωή:

«Ό σο γιά σένα κόσμε πού καταδέχεσαι νά ζείς δσο εχει τήν άνάγκη σον ή τύχη γιά νά καρποννται τά όεινά τήν εύφορη αντοχή σον, πού έξεντελίζεοαι νά ζεΐς γιά νά σον πει μιά καλησπέρα τό πολύ κατά τόν διάπλουί'να εγγαστρίμυθα ολόγιομο φεγγάρι τί νά σοϋ πώ χαϊρε κι έσύ».1

Είναι όμως χαιρετισμός ή ϋστατο άντίο; Καί άπευθύνεται σέ ποιόν; Ποιός ζεϊ καί ποιός πεθαίνει, ποιός χαιρετά, ποιός χαίρεται, ποιός γρά­φει, ποιός θυμάται, τί καί πώς, ποιόν ύποκαθιστά καί πότε, έφόσον κι ό Θεός εχει πεθάνει.

Πάλι καί ετούτη τή φορά μ’ αφορμή τό εργο τής Δημουλά πού «άναε- ρειπώνει» δ,τι άφησε στήν ποίηση ό σύζυγός της "Αθως - έργο ή έξεργο πού θέτει τό έρώτημα τής διάζευξής τους καί πού συνδέεται μέ τήν άκρο- τελεύτεια πρόταση τοϋ Derrida στό κείμενό μου τοϋ Σαββάτου: «IV αύτό τόν έπερχόμενο κόσμο καί γιά κείνον πού θά τού κλονίσει τίς σημειολογι- κές άξίες, τήν ομιλία καί τή γραφή, γιά κείνον πού καθοδηγεί έδώ τόν τε­τελεσμένο μέλλοντά μας, δέν υπάρχει άκόμα εξεργο» - πάλι λοιπόν θά έπαναλάβω τό πρόγραμμα τής δικής μου γραμματολογίας άπό τά Ν έα : όχι μονάχα «πού άρχίζει ή γραφή;» καί «πότε;» άλλά καί πώ ς περνούμε άπό ενα είδος γραφής σέ άλλο καί γιατί·, Πώς δηλαδή μπορούμε νά άνα- λύουμε τήν ίδια τή γραφή σέ «είδη», τέμνοντας «στά φυσικά της μέλη», χωρίς νά επιχειρούμε νά συντρίψουμε κανένα μέρος, κατά τόν τρόπο τού κακού μαγείρου. («Τό πάλιν κατ’ είδη δύνασθαι διατέμνειν κατ’ άρθρα ή πέφυκεν, καί μή έπιχειρεϊν καταγνύναι μέρος μηδέν, κακού μαγείρου τρόπω χρώμενον». Πλάτων, Φ αιδρός, 265 e). Καί πώς νά άποδίδουμε στή δια ίρεσ ιν τά ίδια δικαιώματα μέ τήν συναγω γή; Πώς ν ’ ανταμείψ ουμε έξί- σου δ ιάκριση κ α ί μείξη;

Καί ώς πρός τό γ ια τ ί - γ ια τ ί ή διασπορά, ή μεταφορά, ή άποδόμηση, ό τόνος ό ειρωνικός, ό κυνισμός, τό σόφισμα, ό έμπαιγμός, ή διαβολή, ή άντικατάσταση τής λογικής άπό τήν ρητορική,2 ό τονισμός τού εξεργου, ή

1. Κική Δημουλά, Χαίρε ποτέ, έκδ. Στιγμή.2. «Ή ρητορική άντιπροσωπεύει, στή φιλοσοφία, ό,τι δέν μπορεί νά σκεφθεί κα­νείς παρά μέσα στή γλώσσα», Th. Adorno, Dialectique négative, Payot, σ. 50.

61

w

καχυποψία πρός τήν κριτική, ή δίωξη τοϋ «συστήματος», ή άποθέωση τοϋ άποσπάσματος, ή άντιστροφή τής «φυσιολογικής» προτεραιότητας τής φω νής τοϋ κυρίου Μητσοτάκη - τό ’χουμε πει πολλές φορές, τό ξανα- λέμε θυμίζοντας τό «άληθινό ενδιαφέρον τής φιλοσοφίας», πού είναι πράγματι εκεί πού ό "Εγελος εκφράζει «άδιαφορία»: στό «μη-έννοιακό», τό «άτομικό καί τό «έφήμερο». Ή άπάντηση στό «σύστημα», σέ τούτη τήν «κοιλιά πού εγινε πνεύμα»,1 στήν ράτιο τήν άστική άλλά καί τήν διανοη­τική όλων τών παροικούντων, πού ψάχνουν φωναχτά γιά ιδέες, είναι πώς «ή άρνηση ώς δύναμη θεωρησιακή διαλύει τό άδιάλυτο»,2 γιατί τό «σκέ- πτεσθαι» είναι «άρνεϊσθαι» καί συγχρόνως «χαίρετε». Χαιρετισμός τής ποίησης, αυτής τής παράδοξης γραφής «πρίν άπ’ τό γράμμα», τής «χάρα­ξης πού είναι ό στίχος», ό μόνος τρόπος νά έγγράψουμε τό νόημα στή μνήμη.

Ή άπάντηση όμως αύτή είναι πολιτική, γ ι’ αυτό θά έπανέλθω.

’Αναγνωρίζοντας στό ποίημα τό δικαίωμα τής άνορθογραφίας, άποδίδο- ντάς του, δηλαδή, τίς ϋψιστες άρμοδιότητες άποδόμησης καί έκτροχια- σμού, γιατί νά μήν διαγράψω έδώ ποιητική άδείςι, τό άνομολόγητο λάθος δύο διακεκριμένων διανοητών στό Βήμα τής περασμένης Κυριακής3 γιά

ό,τι προέβλεπαν πρίν λίγα χρόνια: ό πρώ­τος, ό Κορνήλιος Καστοριάδης, στό βιβλίο του Μ προστά στόν πόλεμο, ώς πρός τόν υπαρκτό σοσιαλισμό στή Σοβιετική "Ενω­ση. Ό δεύτερος, ό Νίκος Μουζέλης, ώς πρός τήν «ταξική άνάλυση» (τόν μαρξισμό) γιά τόν προσδιορισμό τής έννοιας «’Α ρι­στερά». Καί γιατί νά μήν συνδέσω μέ τίς νέες τους διαπιστώσεις, τήν άνάπτυξη αύ- τοϋ πού είχα τό περασμένο Σάββατο ύπο- σχεθεϊ: πώς ή υπαγωγή τής πολιτικής σκέ­ψης - τόσο ώς εμπαθούς στοχασμού στήν περίπτωση Καστοριάδη, όσο καί ώς άδρα- ματοποίητης έπιστήμης στήν περίπτωση Μουζέλη - σέ μιά ιδιότυπη γραμματολογία (όχι σέ «έπιστήμη θετική») είναι επίκαιρη,

E rrata

«Καί ή Ιστορία έκτ ροχιάσθηκε» Τό Βήμα, 29.4.90

«“Α ν κοιτάξει κανείς αυτό πού μετράει στή μεγάλη ιστορική πραγματικότητα κα ί δχι στά όργανοδιαγράμματα, θά δει ότι αναδύεται στή Ρωσία μιά

στρατοκρατία».Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ,

Μ προστά στόν πόλεμο, 1981

1. Th. Adorno, ό.π., σ. 26.2. Th. Adorno, δ .π ., σ. 29.3. «Μετά τήν κατάρρευση τοϋ ύπαρκτοΰ σοσιαλισμού - Τ ί σημαίνει σήμερα ’Α ρι­στερά», Τό Βήμα, 24.4.90.

62

γιατί υποβάλλει τίς μυθοποιήσεις τής έπι- στημονικής κριτικής στόν ελεγχο τής θεω­ρίας τής γραφής, ύπερβαίνοντας - καί μέ τί κίνδυνο! - άκόμη καί τήν ερώτηση: «τί έστί;». (Τί πράγματι έστί μιά έκτροχιασμέ- νη, διαψεύσιμη Ιστορία;)."Εγραψα λοιπόν τό Σάββατο δτι ή άπάντη- ση γιά τό π ου κ α ί πό τε άρχίζει ή γραφή κι άκόμη γιά τό πώ ς καί τό γ ια τ ί περνάμε άπό μιά γραφή (ποιητική-παρασιτική-διαψευ- σμένη) σέ μιά άλλη (άναλυτική-αύθεντική- έπαληθεύσιμη), είναι άπάντηση πολιτική, όχι γιατί ό σκοπός τής γραφής είναι πολι­τικός (ή εκμετάλλευση άνθρώπου άπό άν­θρωπο) άλλά διότι, ή ίδια ή διερώτηση γιά τή γραφή, ξεκόβει άπό τήν «καθιδρυμένη κανονικότητα» καί τίς «σημειολογικές άξίες» μιάς κοινωνίας έθνολογο-κρατικο- κεντρικής καί τών άλάνθαστων, επιστημο­νική άδείς», πολιτικών άναλυτών της.Γι’ αυτόν λοιπόν πού θά καθοδηγήσει τόν «τετελεσμένο μέλλοντά μας» κλονίζοντας τίς σημασίες, αύτόν τόν όραματιστή πού «βλέπει» κυριολεκτικά τή γλώσσα σ’ ενα άδιάβαστο είσέτι «μανέλ-θεκέλ-φαρές», γ ι’

αύτόν πού «δέν ύπάρχει άκόμα εξεργο» άλλά ή άναβαλλόμενη διαρκώς άπάντηση ένός προ-γράμματος πού πρέπει εντούτοις νά προτείνει, τό γραμματολογικό αίτούμενο - ή διαγραφή τής πα ρουσ ία ς καί τής βίας ή ή διαγραφή τής άλάνθαστης υπ ογρα φ ής - είναι έντέλει πολιτικό .

Τό ζήτημα, γι’ αύτήν τήν πολιτική γραμματολογία, είναι νά εγκαταλεί- ψει τήν άναζήτηση τής άντικειμενικότητας, ξαναγράφοντας τήν 'Ιστορία μέ τρόπο πού θά άπέκλειε τίς κατηγορίες τής προόδου , τής συνέχειας ή τής άναγω γής καί νά εισαγάγει στή δίνη τών λέξεων καί τών πραγμάτων δ,τι εχει περιφρονηθεϊ: τό συμπτω ματικό, τό μή-άναγώ γιμο, τό τυχαίο καί τό εσφαλμένο.

Στή γραμματολογία, τό ιστορικό νόημα, πού ενδιαφέρει καί τόν Κα- στοριάδη καί τόν Μουζέλη κι όλους μας, δέν τελειώνει καί δέν θεμελιώ­νει τίποτα. Δέν εχει επιπλέον τίποτα νά δικαιολογήσει, νά συστήσει ή νά έπαληθεύσει, δέν έπιδιώκει καμιά μετωνυμία ιστορική, καμιά υποταγή σέ κύρια ονόματα («τά ονόματα τών συγγραφέων ή τών διδασκαλιών δέν έχουν εδώ καμιά ουσιαστική άξία καί δέν υποδεικνύουν ταυτότητες οϋτε αίτιες»), καμιά υπαγωγή σέ κυριολεξία. Τό ιστορικό νόημα, άντίθετα.

«Συνοπτικά, τό έπιχείρημα πού πρόβαλα υποστηρίζει δτι

ή ταξική άναλνση όέν έμποδίζει, άλλά άντίθετα

καθιστά ευαίσθητο τόν μελετητή άπέναντι στίς

βολονταριστικές πλευρές τής κοινωνικής ζωής».

Ν. ΜΟΥΖΕΛΗΣ, Νεο-έλληνική κοινωνία:

δψεις υπανάπτυξης, 1978

« Ά π ’ τή σκοπιά τον καθενός ή όρθογραφία.

Πάρε παράδειγμα τ ί κινητά που γράφεται τό

ψέμα:δταν έσύ τό εξακοντίζεις πρός

τόν άλλον σωστά τό γράφεις μέσα σου,

θαρραλέα."Ομως, δταν έσύ τό δέχεσαι

κατάστηθα τότε τό γράφεις ψαΐμα».

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ,«Γράψε λάθος»

63

άναζητά τή μεταφ ορά , άφοΰ οί λόγοι καί τά κείμενα πού τό άναδει- κνύουν, τό ëva μεταφέρεται στό άλλο όπως τά κοινωνικά φαινόμενα.

Ό «φάκελος» τοϋ Β ήματος , προχθές, γιά τό «τί σημαίνει σήμερα ’Α ρι­στερά» δέν επρεπε ν ’ άνοίξει. ’Αριστερά δέν σήμαινε τίποτα ποτέ, άλλου παιζόταν τό στοίχημα τής 'Ιστορίας, σέ μιά βιωτική (ιδιωτική) καί γραμ­ματολογική πολιτική πρίν τήν άναπαράσταση καί τά σημεία, πρίν τήν άντίθεση «φύσης» - «πολιτισμού», πρίν δηλαδή τήν δήθεν νηφάλια καί αίτιακή 'Ιστορία, πού υποτίθεται ότι τώρα - εχει «έκτροχιασθεί». Τόν δημόσιο έκτροχιασμό χρειάζονται τά άναλυτικά μυαλά μας. Σέ μιά κοι­νωνία πού συνιστά τόν έαυτό της ώς κείμενο, εξεργο είναι τά errata.

’Αναδημοσιεύεται έδώ ή άπάντηση τοϋ καθη­γητή τής Κοινωνιολο- γίας κ. Γιώργου Βέλ- τσου στήν «Ερώτηση τής ήμέρας», πού δημο- σιεύθηκε στά Νέα (5-2- 90) γιά τό πώς σχολιά­ζει τήν άντίδραση τής βουλευτοϋ τών Οίκολό­γων Εναλλακτικών κ. Μαρίνας Δίζη στή Βου­λή.

«Θέατρο έν θεάτρω ή “γραφική” κίνηση τής κυρίας Δίζη νά υψώσει ëva πανώ πού εγραφε “Φτάνει τό θέατρο”. Θέατρο καί ή άντίδρα­ση τής κυρίας Συνοδι- νού πού δέν άντεξε στόν παροπλισμό της ώς “πρίμα-ντόνα” καί πε­ρισσότερο δέν έπέτρεψε νά τής κλέψει τήν παρά­σταση ενα “κοντάρι”.

'Όλη τήν περασμένη έβδομάδα βλέπαμε σέ “ριπλέι” τόν κύριο Σα- λιαρέλη νά χτυπάει τόν κάμεραμαν τής ΕΤ1 στό σύγχρονο Κολοσσαϊο τής Δημοκρατίας: τό

Τό παραπλεύρως όριακό είδος ένοχης κριτικής άπό καθηγητή πού άπαντά μέ κυνισμό καί περί πάντων κρίνει, τά κείμενα έτούτα τού Σαββάτου θά ήθελαν

άν είναι δυνατόν μέ μιά Η παρα-κείμενη διαφορά Επίμονη υπονόμευση νά τό« Εόιζησάμην εμεωυτόν» άναβάλλουν, άνακαλύ-( . 'Αναζήτησα τόν έαυτό π το ν τα ς τό ν τρ ό π ο π ο ύ τ(_

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, 101 ποτα παράδοξα δέν θά ανακαλύψει., έφόσον ό θε­

σμός - ή έφημερίδα 7α Ν έα - άνα-καλύπτει συνεχώς (δηλαδή «καλύπτει πάλι») τόν κάθε έπίδοξο, νεόκο­πο έφευρέτη.

Τό πρόβλημα έντούτοις παραμένει. Τό εθεταν εύ- κρινώς οί «Ριπές» στό κύριο άρθρο τής Δευτέρας γιά τήν παρέμβαση τής Δίζη. Έ γραφαν:

«"Οταν τό πολιτικό γίγνεσθαι περνά περίοδο πτω­χείας..."Οταν οΐ ιδέες καί ή φαντασία - στοιχεία γονιμότη­τας καί είικαρπίας - στερεύουν..."Οταν ή αυθεντική δημιουργία καθεύδει......Τότε έμφανίζονται, ώς... άπό μηχανής θεός... τά “γκάγκς” τοϋ δήθεν έξιλεωτικού, τοϋ δήθεν - τί κρί­μ α - καθαρτήριου αΰτοσαρκασμοϋ».

Τί δμως υπολείπεται στόν άμήχανο έφευρέτη δταν ή άνακάλυψη βρίσκει διαρκώς τό «ίδιο»;

'Υπάρχει «δημιουργία αυθεντική» μέσα στούς πα­ντοδύναμους θεσμούς - τή Βουλή ή τήν έφημερίδα - ή μήπως «γκάγκς» καί «αύτοσαρκασμός» - τό γραφι-

64

κό πανώ τής Δίζη, ή γραφική διπλογραφία μου έδώ στή στήλη - δηλώνουν δτι ή άνακάλυψη προϋποθέτει πάντοτε τήν άδεια καί τόν νόμο τοϋ θεσμοϋ; Καί τότε πώς άνακαλύπτεται τό «άλλο»;

'Υπάρχει «άλλο» ώς «δημιουργία αυθεντική»; Θέ­λω νά πώ - καί άπευθύνω τό έρώτημα καί στίς «Ρι­πές» καί στούς προσκεκλημένους, πρόσφατα, δη­μιουργούς τών «Επιφυλλίδων» καί τών «Δεικτών» (νοημοσύνης;) τών Νέων, πού καβγαδίζουν συνεχώς γιά τό ποιός πήρε ή δέν πήρε τό βραβείο Κούν - ύπάρχει «άλλο» ή τό «άλλο» δέν άνακαλύπεται, γιατί δέν ήταν παρά μιά άνακάλυψη: ή άνακάλυψη τού "Αλλου, δηλαδή τού ίδιου τού θεσμοϋ; Τήν άπάντηση τήν έχει δώσει πρό πολλού ό Derrida:

«Τό άλλο [ή ό Άλλος] είναι δ,τι δέν έφευρίσκεται, δέν άνακαλύπτεται ποτέ καί δ,τι ποτέ δέν περίμενε τήν άνακάλυψή σας».

Τί υπολείπεται λοιπόν στόν έφευρέτη; Ά πάντηση μάς δίνει πάλι τό Λεξικό. Νά γίνει, γράφει, ό «ψω­ρών», «ό άνακαλνπτω ν τινά έ π ’ αντοφώ ρφ», άπό τό «φωρ-φωρός» πού είναι στόν 'Ηρόδοτο ό κλέφτης. Ν ’ άνακαλύψει δηλαδή τήν δια-φω ρ-ά ώς κλοπή.

Θά ήθελα νά μού δοθεί άπ’ τήν όρθογραφία (τόν θεσμό) ή άδεια νά σημασιολογήσω Ιτσι τήν «διαφω- ρά» πού τίποτα δέν μεταβάλλει, τίποτα δέν έπιβάλλει

καί πού αύτή ή έκταση τού «όμικρον» (διαφορά) σέ «ώμέγα», αυτή ή σκόπιμη γραμματική ύπερβολή, σημαίνει πράγματι κλοπή αύτού πού έπι- τρέπεται άπό τόν ίδιο τόν θεσμό νά κλαπεί σάν τό «κλεμμένο γράμμα».

Σάν (Ιδού ή έναρκτήρια «μεταφορά» πού κλέβει τήν παράσταση) τόν Dupin, λοιπόν, στήν πασίγνωστη νουβέλα τού Poe «Τό κλεμμένο γράμ­μα», δπου άνακαλύπτει δ,τι προηγουμένως κλάπηκε γιά νά καλυφθεί στό πιό έμφανές σημείο, νά ένόιαφερθοϋμε γιά τήν όιαφω ρά. Νά άνακαλύ- ψουμε σέ πείσμα τών θεσμών - άκόμη καί τής παραπλεύρως στήλης κά­ποιου καθηγητή πού προσποιείται - πώς γίνεται διά άντι-γράφου ή κλο­πή, πώς δηλαδή κανείς διαφέρει καί πώς «δημιουργεί αύθεντικά» έκεί όπου δημιουργία είναι άδύνατον πιά νά υπάρξει παρά μονάχα ώς έλλει­ψη αύτού πού ό θεσμός - ή Βασίλισσα στό έργο τού Edgar Allan Poe ή ή εφημερίδα - ξέρει πολύ καλά πώς λείπει.

Ν ά κλέψουμε φανερά καί μέ τήν έγκρισή τους δ,τι μάς έχουν κλέψει, γνωρίζοντας πώς στήν ιδιοκτησία τους καί πάλι παραμένει.

Τό όιαφερόμενον έωντώ τού 'Ηράκλειτου γίνεται τότε, έδιζησάμην.

γήπεδο. ’Ελπίζω αύτή τήν έβδομάδα νά άπο- λαύσουμε έπαναλαμβα- νόμενα, χάριν τοϋ τη­λεοπτικού θεάματος, τά τετρακόσια χτυπήματα τού κυρίου Τσαλδάρη στά κουδούνια.

Τί είναι άληθινό στό θέατρο καί τί θεατρικό στή Δημοκρατία; Ή άπάντηση θά ήταν, ή άλληλεξάρτησή τους. Καί φυσικά ή άναγωγή τους στό ποδόσφαιρο. Αύτό όμως τό “άληθι- νό” προσθέτει τά πιό ψεύτικα συναισθήματα γιά νά άληθεύει. Γι’ αύ­τό οί ήθοποιοί τής Βου­λής είναι τόσο κακοί: ό μόνος ρόλος πού ξέρουν άληθινά νά παίζουν, εί­ναι τού πολιτικού. Έλα δμως πού ή ένσάρκωση ένός ρόλου δέν είναι “νά πάρεις τό κορμί άλ­λά τήν ψυχή του” ...».

65

’Αρκεί νά άνέστρεφες τήν εχθρική πρός τή γραφή φράση τοϋ Δοκιμ ίου τοϋ Rousseau, γιά νά έννοήσεις τή σημασία τής γραμματολογίας, παλιέ μου σύντροφε Τιμολέων - αν μέ συντρόφευσες σέ τίποτα ποτέ σου. Διάβασε λοιπόν τή φράση ώς εξής: «Γράφοντας δπως θά μιλάγαμε, ού-

σιαστικά μιλάμε διαβάζοντας». Μέ μία δμως προϋπόθεση: ότι θά ξέραμε, δπως κι ό έπιλήσμων Balibar, τή σημασία τής δια­γραφής αύτού πού πάει νά τελειώσει. Ή δια-γραφή, όχι μόνον ώς «διαγραφή τοϋ τόνου μέσω τής άρθρωσης τών συμφώνων» στή γλώσσα τοϋ Βορρά ή στόν Βορρά τής γλώσσας - δπου κατά τόν Rousseau «ή άρ­θρωση έπεκτείνεται κι ή γλώσσα γίνεται πιό άκριβής καί πιό σαφής» - άλλά καί ώς διαγραφή τής αύθεντίας τού κάθε ά-γράμ- ματου, νότιου, ιθαγενή όμιλητή πού έκ- φράζεται μέ πάθος. Δηλαδή Τιμολέων, ή δια-γραφή ώς πράξη πολιτική, δέν είναι δ,τι εσύ έπεδίωκες νά κάνεις έπί χρόνια; Καιρός νά τήν έφαρμόσεις τώρα στόν έαυ-

τό σου. Λέω καιρός, γιατί άρκετά άκούσαμε τόν αυθεντικό σου λόγο, ύπό μορφήν μιάς έν γένει κριτικής τής άδικίας.

Φτάνει μέ τά μνημόσυνα μιάς βαλσαμωμένης Ά ριστεράς, πού ή θέση της είναι στά υπόγεια τού μουσείου τής 'Ιστορίας, μαζί μέ τή μούμια έκείνου τού Φαραώ, πού άποπήρε τόν έφευρέτη τής γραφής στόν πλατω­νικό Φ αίόρο καί, φυσικά, μαζί μέ τόν ταριχευμένο Λένιν.

Κι δ,τι ειρωνικά μού καταμαρτυράς γιατί υποστήριξα μιά ένεργητική λήθη καί γιατί σοφολογιότατα , όπως λές, έγραψα πώς ή κρίση είναι σή­μερα γραμματολογική, δέν είναι άραγε ή άπώθηση αύτοΰ πού θέλησες καί σύ νά έπιβάλλεις;

«Μιλάμε διαβάζοντας», γιατί δ,τι εχουμε νά πούμε είναι τάξεως γραμ­ματολογικής, πού εύνοεϊ τή γλώσσα ώς σχέση παρουσίας-άπουσίας καί έξάγει άπ’ αύτήν τή διαφ ω ρά : μιά μή-άναγώγιμη δομή, πού έξαφανίζει δλους τούς έπιβλητικούς παρόντες. Κι ή όιαφω ρά αύτή - τό ίχνος ή ό έκ- πρόσωπός του: ή γρα φ ή - μάς έπιτρέπει νά είμαστε διαρκώς διαφορετι­κοί, έξωτερικοί, καταλυτικοί, μνήμονες, έπιλήσμονες, άλλοι μέσα στήν όμοιότητα, άλλά καί τή διαφορά μας. Νά είμαστε «άριστερά» όχι «’Α ρι­στεροί».

«Μιλάμε διαβάζοντας» κι αύτό πού πρέπει νά άναγνώσουμε, γιά νά έξηγήσουμε γραμματολογικά τήν κρίση, είναι τό διά-γραμμα πού έμφανί- ζει τό άπόν-έκτός. Πώς πράγματι κάτι άπολύτως έξωτερικό, ώς πρός τήν τρέχουσα πολιτική (ό Derrida τό ονομάζει «ή άπόλυτη έτερότητα τής

«Μή μέ λησμονεί»

«Λ ηαμόνει Τιμολέων, διότι δστις λησμονεί δέν ίνθνμείται

πλέον».Α. ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ, «"Ελληνες ξεχνάτε

γιατί χαθήκαμε». Πολίτης, τ. 104.

«Μιλώντας δπως θά γράφαμε, ουσιαστικά διαβάζουμε

μιλώντας».J.J. ROUSSEAU, Δοκίμιο γιά τήν

καταγωγή τών γλωσσών

66

γραφής») μπορεί νά έπηρεάσει, έκ τών εξω, τό σύστημα καί νά τό άλ- λοιώσει, όπως ή γραφή έπηρεάζει «έκ τών έξω, μέσα της, τήν ζώσα όμι- λία»;

Δέν είναι βέβαια ή γραφή πού ένδιαφέρει άκριβώ ς, άλλά ή άλλη λογι­κή πού άναδεικνύεται άπό τή γραμματολογία, ή λογική ένός συμπληρώ ­μ α το ς πο ύ προηγείτα ι. Ή έκφραση αύτή, όσο κι άν φαίνεται ά-νόητη γιά τή μνημονική σου σκέψη, υποδηλώνει τό ζητούμενο τής εποχής καί τής έπικαιρότητάς μας: δτι αύτό πού μοιάζει νά παγιώνει τό σύστημα καί νά τό ισχυροποιεί (ή άδιαφορία κι ή λήθη μας), τό άλλοιώνει, έν τέλει, μέ τήν έπίκληση μιάς μνήμης άμνησιακής. ’Ιδού τί γράφει ό Derrida γιά τή γραφή, παρέχοντας τό σχέδιο μιάς πολιτικής πού πρέπει νά έπεξεργα- στούμε:

«'Η εισβολή αύτής τής απόλυτης τυχαιότητας [τής γραφής] καθόρισε τό έσωτερικό μιας ουσιώδους ιστορίας καί έπέδρασε στήν έσωτερική ένότητα μιάς ζωής, κυριολεκτικά τή μόλυνε (...).

»Είναι είινόητο δτι ή υποδούλωση αύτής τής άδυνατότητας δέν ξεφεύγει άπό τή γλώσσα τής μεταφυσικής παρά μόνο σέ ένα σημείο. Κατά τά λοιπά, όφείλει νά άντλήσει τίς πηγές της μέσα άπό τήν λογική, τήν όποία άποδο- μεϊ. Καί έτσι, νά βρει τά έρείσματά της».

Στά κείμενα στά Νέα ζητώ τούτο τό έρεισμα: μιάς γραμματολογίας π ο­λιτικής, άδύνατης κι ώστόσο δυνατής, άπούσας ένώ παρίσταται, παρά- γωγης ένώ προηγείται. Ζητώ τήν άναπλήρωση αύτού πού έχει χαθεί στό κέντρο τών κοινωνικών μας σχέσεων, ζητώ, δηλαδή, τή ρήξη μέ δλα τά δεξιά/άριστερά consensus.

Τό θάνατο τής Ά ριστεράς τόν εννοώ ώς ίχνος, καί ώς συμπλήρω μά της- τό γεγονός, δηλαδή, πού πρέπει νά τό συνυπολογίσω σάν κάτι πού συγκαταλέγεται σ’ αύτή καί τήν άναγράφει. Τό ξέρω πώς ή άναγραφή θά είναι άτονική, δτι ή θέση τού ’Αριστερού θά άντικατασταθεϊ άπό κάτι άλλο καί πώς ό Τιμολέων θά θυμώσει. Καί ξέρω πώς άδυνατώ νά διατυ­πώσω πρό-γραμμα σαφές μέσα στή λογική καί τήν όντολογία τών άριστε- ρών κομμάτων (τό άφήνω γιά τόν Κύρκο, μιά πού καί ό Τιμολέων, άμή- χανος κι αύτός, θρηνεί).

Τό μόνο πού μπορώ νά κάνω είναι νά άποκρυπτογραφώ γραφ ή έντε- ταγμένη - καί όχι βέβαια έκ θεού - πού γράφει τό δυσοίωνο έκεΐνο Μ ανή θεκέλ φάρες: «τούτο τό σύγκριμα τοΰ ρήματος· μανή, έμέτρησεν ό θεός τήν βασιλείαν σου καί έπλήρωσεν αυτήν· θεκέλ, έστάθη έν ζυγώ καί εύρέ- θη ύστερούσα· φάρες, διήρηται ή βασιλεία σου καί έδόθη Μήδοις καί Πέρσαις» (Δ ανιήλ, Ε' 24-30).

Ή ίδια ή γραφή, δέν είναι άραγε «ενα άλλο όνομα συγκρότησης υπο­κειμένων»;

67

Καί νά ή παράδοξη κατάσταση πού βρίσκομαι μετά άπό δεκαπέντε χρό­νια στό Πανεπιστήμιο: μετατοπίζομαι λοιπόν άπό τόν συνήθη λόγο μου - τίς κριτικές ή προτρεπτικές μου εξαγγελίες - καί όδηγοϋμαι πρός μιά δή­λωση τελεστική. Γιά πρώτη μου φορά μιλώ γιά τό Πανεπιστήμιο σάν κά­

ποιος πού υποτίθεται ότι μπορεί νά έπιτε- λέσει κάτι χα ί νά τό πεί, γενόμενος άντιλη- πτός άπ’ δλους.Μά λέω νά γράψω πά λι λ ίγο μπερδεμένα καί νά άκυρώσω - στά λόγια καί στά εργα- ετούτη τή δοτή άρμοδιότητα τού υπευθύ­νου ειδικού μέ μιά υπόσχεση καταστατική, άνακοινώνοντας, άπό επ ιθυμία σονρρεαλι- σμοΰ καί μνήμης, πώς είμαι διαρκώς προ­σωρινός. Στ’ άλήθεια ποιόν εξαπατώ; Τόν έαυτό μου ή τόν θεσμό; Ή μήπως παρο­τρύνω γιά μιάν άλλη σχέση τών πανεπιστη­μιακών μέ τό Πανεπιστήμιο, πού θά στηρί­

ζεται σέ μιάν άντίφαση τελεστική; ’Αντίφαση ή μάλλον τέχνασμα καί τρόπο νά άντιλαμβάνεσαι πώς τίποτα δέν γίνεται νά ολοκληρώσεις, πώς τό εργο σου είναι άδύνατο, πώς μόνον λόγια εχεις κι ώστόσο νά έμβαθύ- νεις μέσα στήν άδυναμία σου, πού τήν γνωρίζεις άπό πρίν - καί τήν ομο­λογείς - δταν δέχεσαι νά όργανώνεις τή δράση σου καί νά άντλεϊς τά έπι- χειρήματά σου μέ τούς όρους καί τή λογική τού θεσμού πού σέ καθιερώ­νει, σοϋ έπιτρέπει τό τέχνασμα, άλλά καί σέ άκυρώνει, άφήνοντας στή θέση σου ενα τόσο-δά σημάδι·, τούτο τό άνάστημα γραφής στά Νέα.

Βρίσκομαι άραγε σέ σχέση σκανδαλιστική μέ τόν θεσμό ή τοποθετού­μαι επακριβώ ς έκεί όπου ήμουν πάντα: στό φρόνιμο πανεπιστημιακό κα­τεστημένο;

Καί μέ τή λογική - τή στοιχειώδη λογική - τί κάνω, άφού ή άντίφαση άνάμεσα στά λόγια καί τά εργα δέν είναι κάν άντίφαση λογική άλλά «πα- ραλογία»; Τό «έπιτελεστικό» πού πάει; Στήν ήθική, στήν ιδιοτέλεια, στόν κυνισμό, στήν ειρωνεία ή στή δική μου ποιητική έγγράμματη τεχνοτρο­πία;

« Ό ποιητής 'ένα είδος μαστροποϋ ρίχνοντας στήν πιάτσα τίς πιό μύχιες τίς πιό κοινέςτίς πιό πεποιημένες λέξεις».1

1. Τίτος Πατρίκιος, « Ό ποιητής», άπό τή συλλογή ’Α ντικριστοί καθρέφτες.

Ό μαστροπός

«Λέω νά γράψω πάλι λίγο μπερδεμένα όχι άπό θύμηση ή έπιθνμία σονρρεαλισμοϋ άλλά γιά νά μήν καταλαβαίνουνε οί

άλλοι δτι δέν έχω φτάσει νά τούς καταλαβαίνω».

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ,«Τό τέχνασμα»

68

Τό άλλοθι μου: ό ποιητής. Γιά νά παρίσταμαι πρωτοστατών στήν ίδρυση Τμήματος γιά τήν Ε πικοινω νία (κατάρτιση προγράμματος σπουδών, προκηρύξεις θέσεων, τηλεφωνική βαβούρα, έξωθεν πιέσεις καί έσωθεν άφέσεις).

Τό σχέδιο; Ή Σύγκλητος ορίζει μιά προσωρινή Διοικούσα Ε πιτροπή κι αύτή αποφασίζει οράματα καί θάματα, θέτοντας, μάλιστα, τό άμφι- σβητήσιμο σέ ψηφοφορία κατά τή λογική τού Νόμου γιά τά Πανεπιστή­μια. Ή Ε πιτροπή θα άποφανθεΐ γιά τό τί είναι ενα Τμήμα Ε πικοινω ­νίας καί Δημοσιογραφίας στήν έποχή μας. Τί είναι όμως ή Ε πιτροπή καί τί ή έποχή μας, όταν έμεΐς δέν είμαστε τής «Ε ποχής» ή όταν ή έποχή ή ίδια άθετεϊ ό,τι είναι;

Τό γράφω άλλιώς. Τί νομιμοποιεί μιά όμάδα ειδημόνων, πού έχρισε ή πιό είδήμων Σύγκλητος, νά κατονομάζει καί νά δημιουργεί ό,τι άνταπο- κρίνεται στήν έποχή της;

Ποιός πράγματι μάς εξουσιοδοτεί στήν καταστατική αύτή διαδικασία όνομασίας: μιά κάποια εκλογή σέ παρελθόντα χρόνο; Τό έργο (ποιό); Οί σχέσεις μέ τή Σύγκλητο; 'Η σχέση μέ τήν έποχή; Οί σχέσεις μέ τίς σχέσεις·, Οί σχέσεις μέ τό άσχετο;

Ποιός άξιολογεϊ τήν σχετική κριτηριολογία γιά δεύτερη φορά; «L’ esprit des Lois», «Γ esprit de corps», I’ esprit tout court?1

'Υπήρξε «πνεύμα» καθαρά επιστημονικό ή πάντοτε τό «πνεύμα» έξω- ράιζε τό «σώμα» (τό καθηγητικό), ώς μπέρδεμα πνευμάτων καί σωμάτων διά τών Νόμων;

«Προνομιούχος βούλησις» έδώ ποιός είναι; Τό «πνεύμα», τό «σώμα» ή τό «esprit de corps» επ’ άπειρον, κατά περίπτωσιν διαμελισμένο;

Δέν έχω αυταπάτες. Τόσο ή θέση μου στήν ’Επιτροπή - ώς πνεύμα - όσο καί ή θέση μου στήν κοινωνία - ώς σώμα - είναι άντικαταστατή. Κα- νέναν δέν ενδιαφέρει ουσιαστικά αύτό πού κάνω. Αύτό πού γράφω κάθε εβδομάδα έδώ. Αύτό πού λέω στά λιγοστά παιδιά στήν τάξη. Αύτό πού νιώθω, έννοώ καί μεταφέρω.

Νά πεις ότι δέν έχω φτάσει νά τούς καταλαβαίνω·,Δέν έχω λόγο νά τό κρύψω. Τό Τμήμα αύτό είναι γιά μένα ευκαιρία

γιά άπονομιμοποιητική γραφή καί ρήξεις. Γιά νά έμπαίξω τόν θεσμό στήν «περιοχή» του, νά νικηθώ άπ’ τόν θεσμό καί νά τό γράψω.

Νά βοηθήσω τούς λίγους πού έκτιμώ, στήν ίδια τή γραμμή γραφής μ’ εμένα, στήν ίδια άναζήτηση τής λέξης πού μάς λείπει.

1. «Τό πνεύμα τών Νόμων», «τό πνεύμα συναδελφότητος», απλώς τό πνεύμα;

69

Ε πιθυμώ νά υποστηρίξω τήν προχτεσινή, άπό τά Νέα, παρότρυνσή μου πρός τούς πανεπιστημιακούς συναδέλφους γιά μιάν άπονομιμοποιητική στάση άπάναντι στόν πανεπιστημιακό θεσμό. Στάση πού προκύπτει άπό τήν άντίφαση τών διαφορετικών άρμοδιοτήτων τού πανεπιστημιακού δα­

σκάλου, πού τίποτα δέν τόν έξουσιοδοτεΐ Inventio νά συνδέει - έν όνόματι δήθεν τού διαφω-

τιστικού σχεδίου τής χειραφέτησης - τό θεωρητικό μέ τόν πρακτικό του λόγο καί τίποτα δέν τόν υποχρεώνει, έν όνόματι τού κοινωνικού του ρόλου, νά άσκεΐ κοινωνική ή έργοδοτική πο­λιτική.

Καί έπιθυμώ περισσότερο νά διευκρινίσω δτι αύτή άκριβώς ή άναγνώ- ριση τής χειραφετικής λογικής, πού συνδέει διακριτά μεταξύ τους εϊδη λόγων, επιβάλλει τήν άπονομιμοποίηση όχι ώς σόφισμα άλλά ώς άναπό- φευκτο ίπ α κό λο νθό της.

Ή άπονομιμοποιητική στάση προκύπτει, συνεπώς, άπό τή διαφορά με­ταξύ έπιστήμης καί δράσης, ενός θεωρητικού δηλαδή καί ενός πρακτικού λόγου, τών όποιων ή σύμπτωση καί σύζευξη - άρα ή άλληλονομιμοποίη- σή τους - καθίσταται λογικά προβληματική.

Ή νομιμοποιημένη, όμως, άπό τόν Ιδιο τό θεσμό άπονομιμοποιητική δυνατότητα ώς λογικό έπακόλουθο, δέν εϊναι άραγε ή τελευταία πανουρ­γία τού όρθού Λόγου, όταν ό ίδιος επιδιώκει νά αύτοαναιρεθεϊ, έπινοώ- ντας δ,τι περικλείει;

Έ πιπλέον, αύτός ό όρθολογικός σολιψισμός, ή αύτοαναφορικότητα τού όρθού Λόγου, πού έπινοεί άκόμη καί τή δυνατότητα έπινόησης, δέν θά Ιπρεπε νά έννοηθεϊ ώς θεμελιακή του δομή; Δέν θά επρεπε, δηλαδή, τό δήθεν σόφισμα τών έπινοημένων τελεστικών άντιφάσεων καί τής «πα­ράλογης» άπονομιμοποίησης αύτού πού πάντοτε παραμένει νομιμοποιη­μένο, νά θεωρηθεί ώς ειδοποιό γνώρισμά του; Διότι, πράγματι, έάν γνω­ρίζαμε ήδη τό «'έτερον» τού όρθού Λ ό γο ν καί τού θεσμού (τό επινόημα), έάν κατά συνέπεια δέν έτίθετο θέμα έπινόησης, τότε άσφαλώς αύτό τό «alter» δέν θά υπήρχε, πράγμα πού έπίσης δέν θά έσήμαινε ότι ή διάθεσή μας νά τό έπινοήσουμε θά τό έκανε νά υπάρχει.

Έ χει, νομίζω, ενδιαφέρον νά παρακολουθήσουμε εδώ τό επιχείρημα, τόσο τού ύπερβατολογικού καί τυπικού (Apel καί Habermas) όσο καί τού σκεπτικιστικού (Rorty) πραγματισμού κατά τής αύτοαναιρούμενης άπο- δομιστικής στάσεως, ή όποία ζητεί νά έπινοεί χωρίς επινόηση καί νά θε­μελιώνει χωρίς θεμελιωτική καταγωγή. Στήν πρώτη περίπτωση ή διαλογι- κή ηθική, ώς έγχείρημα άνασυγκρότησης τής καντιανής ήθικής, μέσω τής θεωρίας τής έπικοινωνίας, άξιώνει καθολικότητα καί δέν περιορίζεται ούτε στήν ήθική διαίσθηση, ούτε στήν άτομική καινοτόμο διάθεση. Στή δεύτερη περίπτωση (Rorty) καμιά έπικοινωνιακή δέσμευση καί λογική θεμελίωση έν όνόματι κανενός χειραφετικού σκοπού δέν προϋποτίθεται,

70

πλήν τής μετριοπαθούς καί σκεπτικιοτικής αναγνώρισης τών άναγκών, πού ύπαγορεύει ή έκάστοτε αύτοθεμελιούμενη καί αύτονόητη συγκυρία.

Γιά τόν μελετητή τής εποχής, τόν ποιητή καί τόν δράστη, όί ώς άνω πραγματολογικοί τόποι παραμένουν κοινοί. Τόσο ό ύπερβατολογικός καί ό τυπικός πραγματισμός, πού δοκιμάζεται σέ μιά όρθολογικά ύποκινού- μενη - καί ώστόσο τρομοκρατική - συναίνεση, όσο καί ό μινιμαλιστικός σχετικιστικός πραγματισμός, πού υποκρύπτει περισσότερη (κυνική) αύ- θαιρεσία άπό αύτήν πού υποτίθεται δτι άποκαλύπτει, δέν κατανοούν ότι ή ά όννατότητα τής έπινόησης καί τής θεμελίωσης, πού έπιτρέπει τήν έπι- νόηση καί έπιβάλλει τή θεμελιωτική άξίωση μέσα στήν πτυχή όπου «ό άν­θρωπος έπεξεργάζεται μέ πλήρη άφέλεια εναν κόσμο έπεξεργασμένο έδώ καί χιλιετίες», είναι τό αίτούμενο γιά όποιον ζητεί νά προστατευθεί άπό τόν καιροσκοπισμό τών πραγματιστικών έπιλογών άλλά καί τήν ούτοπία τών διαλογικών έπιχειρημάτων.

Ε π ινοώ δέν σημαίνει άνακαλύπτω. Καί άναζητώ τή θεμελίωση δέν ση­μαίνει θεμελιώνω.

Ά ντίθετα , ή έπινόηση - ενας άναδιπλασιασμός, μιά διατάραξη καί μιά όδυνηρή σχέση μέ δ,τι δέν μπορεϊ νά έπινοηθεί, συνεπώς μιά σχέση μέ τό άόννατο - καθιστά δυνατό τόν μελλοντικό τρόπο ύπάρξεως αύτής τής πε­ρίφημης έπικοινωνιακής κοινότητας.

Καί ή άναζήτηση τής θεμελιωτικής καταγωγής πραγματώνει τή συνοχή μέσα στή διασπορά, άναδεικνύοντας δ,τι προηγείται δίχως νά βρίσκεται στήν άρχή, αύτό πού υπάρχει ήδη στήν έμπειρία χωρίς νά είναι τ ίπ ο τα : ή διαφω ρά, τό ϊχνος (ούτε «ιδεώδες, ούτε πραγματικό, νοητό ή αισθητό», ούτε «διάφανη σημασία, ούτε άδιαφανής ενέργεια»).

Θά επρεπε, άραγε, νά χρησιμοποιήσω - καί γιά πόσες φορές; - τόν δύ­σκολο αύτό λόγο, γιά νά «νομιμοποιήσω» τίς άπονομιμοποιητικές προθέ­σεις μου; Καί θά επρεπε, εις πείσμα τών ηθικών, διαλογικών καί σκεπτι- κιστικών έπιχειρημάτων νά διευκρινίσω τή δήλωση πού έκανα: δτι θά υποστηρίξω δσους βρίσκονται στήν ίδια γραμμή γραφής μαζί μου; Νομί­ζω ναί, γιατί τά κριτήριά μου δέν είναι γενικά καί δέν άνάγονται στή θε­μελιωτική δύναμη ένός πλασματικού «έμεϊς» άλλά στόν «Ά λλον» , ώς ει­δική περίπτωση έπινόησης καί ώς «συντακτική έξάρτηση μιάς λέξης άπό μιάν άλλη», δηλαδή ένός «alter» καί ένός «huic» (τού A utrui), πού ύποδη- λώνει «αύτόν τόν Ά λλ ον» ώς εύρημα.

Μίλησα γιά μιά διά-κριση στό Ϊδιο; Τή σχέση μέ τό άλλο (κομμάτι τοΰ έαυτοΰ μου); Προκάλεσα πάλι τό φθόνο (invidia) γιά τόν «inventor»;

71

Τό παράδοξο τής έπινόησης ποΰ δεν επινοεί καί τής θεμελίωσης πού δέν θεμελιώνει - παράδοξο, πρέπει νά πώ, πού εθεσα (καί μέ τί προδιάθεση αιτιολόγησης) ώς προϋπόθεση τής άπονομιμοποιητικής (μας) στάσης - θέτει σ’ αύτή τήν άχαρη σειρά πού άκολουθώ γιά νά σάς πείσω (θέση,

επιχείρημα, άνασκενή, άντίρρηση), τήν διερώτηση γιά τόν inventor ποΰ έπινοεί καί γιά τόν actor πού υποκρίνεται εμπαίζοντας αρχές καί όρους.Ποιός είναι έπιτέλους ό εφευρέτης τού οποίου τό επινόημα (ή μη χα νή ) δέν είναι άπλώς δυσεύρετο άλλά άδύνατο, έφόσον εμφανίζεται σάν εύρημα τού ίδιου επάνω στό κενό (τοϋ θεσμού) δπου παίζεται τό έργο;Καί πώς έπιχειρηματολογει όταν γνωρίζει δτι καί τό έπιχείρημά του άνήκει στήν inve- ntio; Πώς ισχυρίζεται δτι διαθέτει κριτή­ρια, δταν άρνεΐται τήν άναγωγή στό «γενι­κό» καί παραδέχεται ώς (επινοημένο) κα­νόνα του τόν «’Ά λλον», πού τόν σκηνοθε­

τεί σέ μία παράσταση σ ’ ολόκληρη τήν πό λη ;Πώς, εφευρέτης καί εύρημα συγχρόνως, υποκείμενο δηλαδή καί άντι-

κείμενο τής παράδοξης εύρεσης τοΰ έαυτοΰ του, θεμελιώνει τήν ύπαρξη τοΰ «Ά λλου» στό άθεμελίωτο καθεστώς τής έτερότητας, πού είναι ούσια- στικά ή ίδια ή ταυτότητα τοΰ έπινοοΰντος;

"Εχει ό inventor ταυτότητα, είναι «διπλός» όπως ό Ά μ λ ετ πού παγι­δεύει μέ τό θέατρο τόν βασιλιά; Ή μήπως καί αύτή ή καταστατική του ιδιότητα είναι επινοημένη; ’Επινοημένη πώς;

Ά π ό τήν διαφορά της πρός τό έτερον πού δέν υπάρχει ή τήν ομοίωσή της πρός τό ϊδιον πού υποδύεται διαρκώς τό άνόμοιό του;

Καί είναι, τότε, ό inventor ύποκριτής: ό actor (ό ήθοποιός καί δρά­στης), ό μίμος μιάς έπινόησης πού δέν άλλοιώνει άλλά καί δέν ομοιώνει, δέν ταυτίζεται καί δέν διαφοροποιείται, άλλά μιμείται τήν ίδια τήν άπε- ριόριστη άμοιβαία παραχώρηση τοΰ ετέρου στό Ιδιον, σέ μιά άνταλλαγή δπ ου όμοιο καί διάφορο δέν είναι πλέον δυνατόν νά ύπάρξουν; Παίζει ό inventor τόν ήθοποιό μιμούμενος τήν μίμηση ή, δ,τι δραματουργικά προ­τείνει, είναι ή μίμηση τής θεωρίας;

Τήν τερατώδη κατάσταση ενός «Έγώ» (τού έπινοοΰντος υποκριτή ή τού ΰποκρινόμενου εφευρέτη), πού άγνοεί τόν «"Αλλον» γιά νά τόν γνω­ρίσει καί πού τόν καταργεί γιά νά τόν καθιερώσει πέρα άπό τίς δικαιολο­γίες ένός συμβατικού διαλόγου, αύτήν τήν εντεχνη τερατωδία τής μ ίμ η ­σης τού ήθοποιοΰ, πού έπινοεί τόν εαυτό του ώς «Ά λλον» καί μιμείται

Actio

actio: ύπόκριυις, άπ αγγελία, ήθος, σχήμα τον ρήτορος,

γραφή.ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

«Γνωρίζω επίσης νά αλλοτριώνομαι, ταλέντο χωρίς

τό όποιο δέν κάνονμε τίποτα πού ν'

αξίζει».DIDEROT

72

τόν «“Αλλον» ώς εαυτό, θά ήθελα νά σάς προτείνω.Στό σημείο αύτό θά ήθελα νά πώ πώς αύτές οί δύο ρητορικές διακρί­

σεις, αύτές οί λειτουργίες: ή inventio καί ή actio, πού άνησυχούν γιατί διαφθείρουν τά «χρηστά ήθη» («τί δουλειά έχουμε μέ τούς ήθοποιούς καί μέ τούς μάγους;»), γίνονται σήμερα οί τρόποι ένός συμπλησιασμοϋ π ο λι­τικής, έκπα ίδευαης καί τέχνης. Σάς φαίνεται παράξενο ένα πολιτεύεσθα ι πού θέτει τά κριτήριά του μέ φρόνηση - άφού άσκειται μέσα στό θεσμό - άλλά καί μέ περιφρόνηση όλων τών δηλωμένων θεσμοφυλάκων; Νομίζετε άδύνατη μιά actio πού θά σκηνοθετεί τήν ηθική καί τή δικαιοσύνη άπο- καλύπτοντας τό σκόπιμο συμφέρον τους, τήν πρόθεσή τους, μέσω τής άνατρεπτικής δομής μιάς μιμητικής, σοφιστικής, μή-πραγματιστικής παι­δείας;

Τό τέρας σώζει τόν θεσμό, φτιαγμένο άπό τήν.-^ήρήγορση τού Λόγου, σάν τόν μεγάλο ήθοποιό τού Diderot πού ξέρει νά υποδύεται εναν άλλον χαρακτήρα χωρίς κανένα «αίσθημα», καμιά «άδυναμία», καμιά ψεύτικη έμμονή σέ «άξίες», καμιά «ήθική» ψευδό-αναστολή, καμιά «καθαρότητα» συμβατική, καμιά «ιδιότητα» δηλαδή άπ’ όσες διαθέτουν οί καθώς πρέ­πει άτάλαντοι τού θεσμού, «imitation» προστάτες.

Τό μάθημα τού Diderot είναι κι αύτό ενα τερατούργημα: παίζοντας θέατρο στό θέατρο τών θεσμών, ό ύποκριτής, ή μάσκα, αύτό τό τίποτα, ό τεχνουργός, ό έπινοητικός καί ερμαιος εύρέτης, αύτός ό «άνθρωπος χω­ρίς ιδιότητες», χωρίς ειδίκευση σέ ένα «ρόλο», καθαίρει τή σκηνή καί τή ζωή, τήν άπαλλάσσει άπό τήν άχρηστη (έπιχειρηματολογική καί κανονι­στική) σαβούρα, τής δίνει ήθος, σχήμα καί γραφή.

Τόν έπαινο τού ήθο-ποιοϋ - έτούτο τό παράδοξο τής μίμησης, πού «ξέ­ρει νά θεραπεύει άπό τή μίμηση» - καί έγκώμιο συγχρόνως τού πανεπι­στημιακού πού ύπερβάλλει, ποιός θά τό πλέξει; Καί ποιός θά παίξει αύτό τό έγκώμιο μπροστά σας, έντάσσοντάς το στά δρώμενα τής άδρανούς μας κοινωνίας;

Inventio καί actio λοιπόν! Καί τί λατινική μεγαλοπρέπεια δύο Σάββατα κατά σειρά.

Διακρίνετε καλά τίς λειτουργίες, κατά τόν τρόπο τών άρχαίων ρητό­ρων, καί τίς άσκείτε στό είδος τού δικού σας νόθου λόγου - εργον τοϋ ρή-

τορος ή τής ρητορικής; - καί έχετε άσφα- λώς τήν ικανότητα τής λέξεως (elocutio) καί τής μνή μης (memoria) γιά νά παρασύ­ρετε όσους σάς υπομένουν ώς τό τέλος. Ποιά είναι όμως ή τάξις (dispositio) - ή πέ­μπτη ρητορική λειτουργία - τήν όποία εΐ- σαστε έντελώς άνίκανος νά θέσετε;

Dispositio

dispositio: τάξις, όιάταξις, όιάθεσις, διενθέτησις.

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

73

Διότι δλα σας τά ευρήματα καί ή υπόκρισή σας, έξαφανίζονται προτού κάν όλοκληρώσουμε τήν άνάγνωση αύτής τής συνεχόμενης αντο-γραφ ής στά Νέα. Κι δσοι άρέσκονται στόν ααρόισμό, τή μείξη δηλαδή τών δια­φορετικών υφών, αυτοί πιθανόν σάς έννοούν. Γιά έμάς, όμως, που γνω­ρίζουμε πώς δσοι έπινοοϋν εξαφανίζονται μαζί μέ τό έπινόημά τους - πόσο κρατάει άλλωστε ή γραφή σέ μιά έφημερίδα; - γιά έμάς πού «ή κα­τίσχυση παρουσιάζεται ώς τό μοναδικό πραγματικό κριτήριο τού όρθού καί τού δικαίου»,1 γιά έμάς, ό άποκλίνων, άσθενής σας λόγος όφείλει νά άναμορφωθεϊ ή νά σιγήσει.

Τά έπιχειρήματά σας - δέν θά χρειασθεϊ νά μάς μελαγχολήσετε άλλο - μάς είναι πιά γνωστά: «ή γλώσσα δέν είναι καμωμένη γιά νά λέει τήν άλήθεια», «τίποτα δέν υπάρχει άξιο νά διδαχθεί», «ή άλήθεια σκοτώνει», «ή έρημος έπεκτείνετ'·^». Κάντε έπιτέλους μουσική κι άφήστε τίς επιχει­ρηματολογίες. 'Η μουσική δέν είναι τό συμπλήρωμα τής γλώσσας; Βγείτε στό θέατρο δπου ή υπερβολή επαληθεύει. Σκοπεύσατε άνέκαθεν τό σ υ­ναίσθημα, τήν «άμεση εικόνα» τής έπινοητικής σας βούλησης. Πρός τί λοιπόν οί περιττές έβδομαδιαϊες έννοιολογήσεις; Δέν σάς δίδαξαν, άρα­γε, οί δάσκαλοί σας δτι ή «έννοια» είναι μιά «διαρκής έντύπωση», πού καταστρέφει δ,τι περισσότερο σάς ένδιαφέρει: τή μεταφ ορά;

Ποιός είπε πώς δέν μέ ενδιαφέρει ή τάξις καί πώς αυτό πού πιθανολο­γώ - ό συμπλησιασμός πολιτικής, εκπα ίδευσης καί τέχνης μέσω μιάς μι­μητικής, έπινοητικής, μή-πραγματιστικής παιδείας - έπινοεϊται άπό ενα σχήμα λόγου; Ξέρετε ότι ή έννοια έξασφαλίζει, τελικά, τό μεταφορικό «ψεύδος»;

Τή δύναμη κι έγώ έπικαλούμαι, «π ερ ί έκαστον τοϋ θεωρήσαι τό ένόεχό- μενον πιθανόν», καί ή δύναμη - ή δύναμη τής γλώσσας - είναι τάξις.

Τή δύναμη τού άδυνάτου ρήτορος σκεφθεϊτε την συγχρόνως σάν «τέχνη εύρετική» άλλά καί «έπιστήμη τού καλώς καί πειστικώς διαθέσθαι τόν λόγον». Τό νόημα τής dispositio είναι λοιπόν ή διάθεση καί ή κατανομή τοϋ άφωνου πραγματικού υλικού στή γλώσσα. Ό τρόπος τού νά λες δ,τι ή θεματική τού Λόγου άποκλείει κι δ,τι ό πραγματιστής δέν δύναται νά πει γιατί δέν τό λέει καλά (ευ λέγειν).

Θέλω δμως νά σάς ρωτήσω κι έγώ κάτι χαρίζοντάς σας όλόκληρο τόν ’Αριστοτέλη.

Νομίζετε δτι άπέχω ετη φωτός άπό τά προβλήματα τής κοινωνίας κι άντί γιά έπιχειρήματα παραδοξολογώ μέ λέξεις-, Κι εχετε τήν έντύπωση δτι άποφασίζετε έσεΐς γιά δλα μέ τόν σιωπηρό συμβατισμό (νά πώ συμβι­βασμό;) σας, δπου οί άξιώσεις σας καί οί στρατηγικές είναι «πολιτικής

1. Τόν φανταστικό διάλογό μου μέ τόν πραγματιστή, τόν υποστηρίζει - καί τόν άκυρώνει - ή φράση αύτή που παραθέτω τοϋ Αιμίλιου Μεταξόπουλου (6λ. περ. θεω ρία κα ί κοινωνία, τ. 1, σ. 90).

υφής»; 'Υπάρχει πίσω άπό τήν πολιτική οτιδήποτε έκτός τής μετουσιωμέ- νης βίας; Καί ξέρετε πόσο έλάχιστα διαφέρουν οΐ άπειρες βουλητικές πα­ραλλαγές στήν ίδια μονότονη πραγματιστική «γραμμή» πού υποτίθεται δτι ή προσοχή σας πρός τήν συγκυρία σάς εντάσσει; Δέν εμπιστεύομαι τήν άνυφολόγητή σας δράση. Δέν ύπάρχει δράση πρίν τό ϋφος καί τή γλώσσα. "Ο,τι υπάρχει είναι ëva δίκτυο μεταφορών, ενα πεδ ίο λόγων πού όρίζεται έκάστοτε άπό κανόνες καί πού συνδυάζει τίς σχέσεις μεταξύ μας, χωρίς αύτές οί τελευταίες νά είναι τό τελικό άποτέλεσμα τών άπο- φάσεών μας. Θέλω νά πώ, τό πρόβλημα δέν είναι ούτε ή κατίσχυση ώς κριτήριο, οϋτε ή σύμβαση πού ένοποιεϊ, ούτε καί οί κανόνες πού - έπιτέ- λους - κινητοποιούνται άπό τόν κώ δικα τόν ίδιο (τή γλώσσα), άλλά ή άσυνέχεια κι ή διαφορά όλων αύτών μεταξύ τους. Θά σάς τό ξαναπώ. Καμιά υπερβατική συγκρότηση, κανένας θεμελιωτισμός, καμιά σκεπτικι- στική καχυποψία, κανένας πραγματισμός, καμιά δηλαδή τελεολογία, δέν θά δριζε ποτέ τό ά σννεχές τών πράξεών μας καί τών λόγων μας.

Ή τάξις ώς διάθεση καί διάταξη τού ετέρου στό ΐδιόν, ώς έπινόηση καί υπόκριση, έκφραση καί μνήμη, είναι διαρκώς άτακτη καί άσυνεχής. Α υ­τός είναι ό σκοπός της: νά διαμορφώνει διαφορές, άσυνεχεΐς σειρές καί ρήξεις καί νά τίς συγκροτεί σάν άντικείμενα άνησυχητικά μιάς μιμητολο- γίας. Ν ά τίς συλλέγει συνδέοντάς τες προσωρινά στήν επιφάνεια ένός κειμένου καί νά τίς διασπείρει αιφνίδια, ώθώντας τες έκεΐ δπου σπινθη­ρίζουν άρχαϊκά: στή σκοτεινή καί φωτεινή τού καθενός μας πείρα.

Θυμάμαι άκόμη τό έπιτύμβιο πού διάβαζα στήν πέτρα έκείνης τής Κ όρηςτής Μ υκόνον στό Λαογραφικό Μουσείο στήν Παραπορτιανή: EGO DORMIO ET COR MEUM VIGILAT (Έ γώ κοιμούμαι κι ή καρδιά μου ξαγρυπνά). Παιδί τήν έλεγα: ή ’Αντιγόνη. Έ φηβος, βρήκα τόν στίχο τού Σεφέρη1 λίγες σελίδες πρίν τό ποίημα γιά τή μνήμη, πού μ’ άρέσει:

M emoria

memoria: μνήμη, μνημοσύνη, άνάμνησις, μνεία, όιήγηαις,

μνημεΐον, μνήμα.ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

τύμβος, ώ νυμφείον, ώ κατασχαψής οϊκησις

άείφρονρος». ΣΟΦΟΚΛΗΣ,

'Αντιγόνη

« ...Τό ξέρει όποιος άγάπηαε' ατό φως τών άλ­λων

ό κόσμος φθείρεται-μά εσύ θυμήσου Ά δ η ς κα ί Δ ιόνυσος είναι τό ϊδιο»2

1. «"Ονειρο».«Κοιμούμαι κι ή καρδιά μου ξαγρυπνά· κοιτάζει τ ’ άστρα στόν ουρανό καί τό δοιάκι καί πώς άνθοβολά τό νερό στό τιμόνι», Γ. Σεφέρης.2. Γ. Σεφέρης, «Μνήμη Β ».

75

Προχθές ήρθε στά χέρια μου υπόμνημα άπό παλιό μου φίλο γράφει:

«Στίς τελευταίες σου αίσθητικο-δημαγωγικές αντο-γραφές στά Νέα διέ- γνωσα πάλι τό ερώτημα πού έθετε ό Lacoue-Lebarthe γράφοντας γιά τόν Hôlderlin καί τόν Σοφοκλή: μήπως ή σκέψη καί ή διαλεκτική είναι ό άπόηχος μιας τελετουργίας; Καί μήπως μάς έπιτρέπεται νά υποθέσου­με δτι ή τραγωδία μάς προμήθευσε τό «μητρασιακό σχήμα» (schéma raarticiel) τής διαλεκτικής σκέψης; Έ σύ πού άναζητάς τά πάντα μέσα στό κείμενο - υπάρχει άραγε τίποτε «έκτός κειμένου»; - δέν θά έπρεπε νά θυμηθείς τήν κόρη τών Θηβών, τήν ’Αντιγόνη; Στό γράφω αύτό για­τί ή πενθούσα μνήμη της - αύτή ή «κατεργασία» τού δικού της πένθους νά θέλει νά διδάξει σ’ δλους μας τήν «ακατανοησία», τούς τρόπους δη­λαδή τής γλώσσας πού θά άρνηθούν όχι μονάχα τήν ρητορική τής έξου- σίας, άλλά καί τής συμβατικής άλήθειας - είναι καί δική μας μνήμη. Ή ’Αντιγόνη λοιπόν γιά πολλοστή φορά εισέρχεται στή σκηνή - στό κείμε­νο - άναδεικνύοντας τή «διαφορά» πρός άλλα κείμενα - άλλες σκηνές - πού παίζεται τό δράμα. Παρά τήν πρόσταξιν τής πόλεαις, θάβει τόν Πολυνείκη καί τολμά νά κάνει τήν πράξη της λόγον σώζοντας έτσι τήν πόλη, αύτή μιαρό σπέρμα μιαράς γενιάς, άπό τό μίασμα τής τυραννίας. 'Η άνομία της - παρόμοια μέ τή δική σου τή γραφή - καί ή έκστασή της ώς actio σ’ έναν κόσμο νυκτερινό όπου μείγνυνται τά είδη τών λόγων καί τών πράξεών της μέ μιά δύναμη μανιακή, δέν υπερβαίνει άραγε τήν τελετουργία (τήν γραφή) πρός μιά inventio πολιτική πού άπευθύνεται πρός δλους; Θέλω νά πώ καιρός δέν είναι σέ μία πόλη πού νοσεί - στή σημερινή Ε λλάδα - νά θυμηθούμε δ ,τι έπί τόσα χρόνια είχαμε ξεχάσει; Πώς ύπάρχει άπό τή μιά τό δίκαιο τής πόλεως δπως τό βλέπει ό Κρέων - άλλά καί ό δήμος πού φαίνεται ότι ταυτίζεται μαζί του - καί άπό τήν άλλη τό δίκαιο δσων μέ έξοδο μυητική έξέρχονται άπό τά δρια, δέν συμφωνούν, δέν συναινούν, δέν παίζουν τό παιχνίδι, δέν γράφουν κα­νονικά, άνθίστανται, πενθούν, θυμούνται, κρατούν μιά σχέση ούσια- στική μέ τό όνομα Αντιγόνη».

Κι ή άπάντησή μου σΐήν ύπομνηματική γραφή τοΰ φίλου πού υπογρά­φει στή θέση μου πρίν άπό έμενα:

Ή τραγωδία έδώ δέν είναι δυνατή. Ε μ είς δέν είμαστε παιδιά τής ’Αντιγόνης. ’Εμείς πού κάνουμε ενα show, πού παίζουμε γιά λογαριασμό μας, πού ή μνήμη μας είναι μνημοτεχνική, πού ή καρδιά κοιμάται όταν τό σώμα ςαγρυπνά, πού δέν καταλαβαίνουμε τή σκοτεινή καί φωτεινή μας πείρα, τή μόνη δηλαδή δραματική δομή τής ύποκειμενικότητάς μας, δέν παίζουμε στό δράμα τών Θηβών ούτε άπ’ τή μεριά τοΰ Κρέοντα, οϋτε άπό τής ’Αντιγόνης. Ή τραγωδία είναι ενα μοντέλο όντολογικό πού δέν τό έξηγούμε. Θέλω νά πώ δέν τό θυμόμαστε, άν θύμηση σημαίνει άποτυ- χία.1

1. «Τί μπορεϊ νά θυμάται μιά φλόγα; ”Α θυμηθεί λίγο λιγότερο ά π’ δ ,τι χρειάζεται, σβήνει· ά θυμηθεί λίγο περισσότερο άπ’ ό,τι χειάζεται σβήνει...» (Γ. Σεφέρης, « Ό κ. Στρατής θαλασσινός περιγράφει εναν άνθρωπο»).

'Η ’Αντιγόνη είναι πιά τό σουβενίρ τών διακοπών, πού θά έχουμε μέ τή Βουγιουκλάκη· κι «ή μνήμη σβήνει τά σουβενίρ», δέν τά θυμάται. Ή τραγωδία είναι φυσική. Ό Nietzsche, άλλωστε, δέν έβλεπε στό αύθεντικό δράμα ενα πάθος φ υσικό (διονυσιακό) πού άναμιμνήσκεται συμπτωματι- κά τήν έξατομίκευση τού πεπρωμένου; Ή τραγω δία αύτοκτονεϊ...

Ή ’Αντιγόνη ήταν γόνιμη γι’ αυτούς. Γιά έμάς είναι στείρα (Ά ντ ι-γό - νη), δεμένη μέ τόν θάνατο καί μέ τήν απραξία, κο ιτάζει τ ’ άστρα στόν ου­ρανό κ α ί τό δο ιάκι κ α ί πώ ς άνθοβολά τό νερό στό τιμόνι...

Στό μεταξύ, άμνήμονες, πεθαίνουμε κι εμείς ύπό σκιάν a i μνήμα, δώμα νυφικό, ύπ ό γεια κατοικία , παντοτινή (μας) φ υλακή ...

Μού ταχυδρόμησε τούς στίχους του μέ ιδιόχειρη άφιέρωση τήν τελευταία στροφή τού ποιήματος του, πιό έπιεική άπό τήν άντίστοιχη ειδοποίηση τού παλαιού όμότεχνού του:

Δάσκαλος καί ό ίδιος γνώριζε πώς τό «άντικείμενο» τής άποστολής του είναι «άνευ άξίας» γιά τήν συνήθη, βιαστική ταχυδρομία τών «συστημέ­νων» έπί άντικαταβολή:

•Μ έ δεδομένη τήν άποτνχία τών λέξεων, τής στίξης καί τής σύνταξης νά κρατήσουν αιχμάλωτο ίνα άληθινό ποίημα».

Ε ίναι π α ντο ύ τό ποίημα ή μήπως τό έκφανέστατον (τό ποίημα) δέν ύπάρχει, άφού ή γραφή είναι ή εξαφάνισή του στήν τελευταία π α ρ ά γρ α ­φο μιάς έπουράνιας έποποιΐας δπου τό τηλε-γράφημα στέλνεται άπ’ τ’ άστρα;

•Πέμπτη παράγραφος... δέν υπάρχει άπό μιάν Ανεξήγητη αιτία ό συγγραφέας διέκοψε ξαφνικά τό ΐργο σ ’ αυτό τό σημείογεμίζοντας τό σύμπαν τοϋ κειμένου

«Είναι παντού τό ποίημα σάν τά φτερά τοϋ άγέρα μές στόν

’Αλληλογραφία

άγέρα».Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, «Μνήμη, Β'»

♦”£ / έού δυστυχισμένε αναγνώστη πόσο άπελπισμένος πρέπει νά ’σαι γιά νά περιμένεις τό θαύμα άπό τίς ιδιοτροπίες ένός δεξιού χεριού σωριασμένες στό χαρτί μ έ μιάν απλοϊκή τεχνική πού δπως δλοι διδάχτηκε στά 6 ή 7 του χρόνια άπό κάποιον αυστηρό δάσκαλο».

77

μ έ φωτεινά άποσιωπητιχάπού οί κάτοικοι τής τέταρτης παραγράφουέπιμένονν νά όνομάζουν Άστρα».

'Υπάρχει άραγε ό ποιητής; "Ονομα, μνήμη, παρελθόν, άρθρο όριστικό, πρώτο καί δεύτερο ένικό; Ό ποιητής: κανένας.

«“Α ν πέσεις μ ’ δλο σου τό βάρος στόν έαυτό σου &ν μπορούσες νά πέσεις μ ’ δλο σου τό βάρος στόν έαυτό σου τότε θά ταυτίζονταν άκαριαΐα ή σκιά μέ τόν έαυτό της τό παρελθόν μ έ τή μνήμη τον τό κρέας σου μ έ τ ' όνομά του κα ί θά ’σουν έσύ χωρίς νά 'σαι κανένας».

Μού έκμυστηρεύτηκε τή σχέση του μ’ έκείνη ώς «άνεπίόοτη» καί «άνευ διαμονής», άπό τήν άρχή μ έχρ ι τό τέλος μιάς παιδικής μονόπολης πού οί κινήσεις παίζονται στά ζάρια. («Μιά πράξη δπου παίζεται ή τύχη», θά βεβαιώσει ό Igitur. Λές νά τόν ξέρει;).

« ’Αρχικά τά λόγια τον χαράζουν τό make up της άπό Αταβιστικές καταφάσεις. "Επειτα ξεριζώνει άπό μέσα της τίς ρίζες μ ιάς μεταφυσικής αισιοδοξίας μ έ αιχμηρές κινήσεις ψαλιδίζει τή μουσική άπό τό παρελθόν της μ έ μιά σαδιστική τεχνική περιορίζει άδιάκοπα τήν άκτίνα τών βημάτων της έξαντλημένη τήν οδηγεί στό παροπλισμένο άσυλο τής μητρότητας.Κάποια νύχια τήν έγκαταλείπει άβοήθητησέ μιά κοιλάδα άπό σβησμένα άποτσίγαρα.Σχεδόν π ιά πεθαμένη τή φορτώνει στους ώμους μεταφέροντάς την στήν έπόμενη δεκαετία.Α ύτό τό πρότυπο ειδυλλιακής έπικοινωνίας μ έ τούς ίδιους πάντα πρωταγωνιστές ατούς Ιδιους άκριβώς ρόλους επαναλαμβάνεται χωρίς έξαίρεση άπό τήν άρχήμέχρι τό τέλος τών έπιτραπέζιων παιχνιδιών».

Τού άπαντά λοιπόν ό ποιητής, ό A. Rimbaud, μιά πού έγώ είμαι άπών στήν άλληλογραφία. «Θά πάω αύριο στό συνηθισμένο post restante ν ’ άναζητήσω τήν πιθανή έπιστολή» σου πού ό ταχυδρόμος - ρήμα άκλιτο πά ντο τε πρώ τον προοώ πον - δέν θά τή φέρει ώς έδώ, δέν θά τήν έπιδώ- σει. Τί αύταπάτη νά τό λές έσύ δτι έπιδίδεται ή ζωή σάν νά είναι γράμμα;

78

«Ζεΐς δηλαδή προσπαθείς έξαντλώνταςδλο τό φάσμα τών κινητικών σον δυνατοτήτωννά ξεφύγεις άπό τό πιό άμείλιχτο καί πανούργο ζώο.(,.,)ώ σπον βέβαια κάποια στιγμήάφον ή κούραση είναι κανόνας τον παιχνιδιού κα ί καμιά έκπληξη δέν μπορεϊ νά ταράξει τούς καθρέφτες άρχίζεις μ έ σπαραγμό νά κατανοείςδτι ό θάνατος είναι ρήμα άκλιτοπάντοτε πρώτον προσώπου κα ί δτι ή ιστορία σέ μιά έσχατη κίνηση σωσίβιας αυταπάτης άνάγκασε τή γραμματική νά έπινοήσει δεύτερο κα ί τρίτο πρόσωπο».

Υ.Γ.: Αυτά τά 'Αποφάγια μιάς μακρννης ευτυχίας, τοϋ φιλόλογου Τάσου Μπέ- σιου στίς έκδόσεις Πλέθρον, τά άποστέλλω - σέ «τάπερ» - στους γουλόζους συμπο­σιαστές τοΰ «Συμποσίου Ποίησης» στήν Πάτρα καί στους άνόρεκτους συνδικαλι­στές τής Ολ μ ε .

Στίς άρχές τής έβδομάδας είχα τήν τύχη νά δώ στό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης τής "Ανδρου τό τελευταίο έργο τού Balthus «Ή γάτα στόν καθρέ­φτη II», πού εκτίθεται έκεϊ γιά πρώτη φορά. Μιά νέα γυναίκα προτείνει βίαια τόν καθρέφτη της στή γάτα, πού μοιάζει νά αίφνιδιάζεται άπό τό

τέχνασμα. Θέλει νά παγιδεύσει τήν εικόνα της. Βλέπει δμως ή γάτα τό εΐδω λον, Τό ζώον άντιλαμβάνεται τό ομοίωμα-, Τό υπερβαίνει;Λίγο άργότερα διάβαζα στή βιβλιοθήκη τού Μουσείου τήν δεσμευτική έκ προοι­μίου κατακλείδα τού προλόγου τού Rilke στό εικονογραφημένο βιβλίο τού Balthus γιά τόν γάτο του Mitsou, πού έκδόθηκε στά 1921 δταν ό ζωγράφος ήταν μόλις δώδεκα χρονών.

« Ήρεμεΐστε. Είμαι έδώ. Ό Balthus υπάρχει. Ό κόσμος μας στέκει στά πό­δια του. Δέν υπάρχουν γάτες».

Τήν Τετάρτη στήν έκτη Διεθνή Συνάντηση Α ρχα ίου Δράματος στούς Δελφούς γιά τόν Σοφοκλή καί τήν ’Α ντιγό νη , μπροστά σέ άσύλληπτες, πανούργες γάτες τής κριτικής καί σέ διεθνή φιλολογικά είδωλα άναρω- τιόμουν τί βλέπει ό σύγχρονος άναγνώστης στό κάτοπτρο τοϋ σοφόκλειου κειμένου. Κατά τή συνήθειά μου έστησα τήν ξόβεργα στή μεταγραφή τοΰ τίτλου τής παρέμβασης, πού μοΰ είχε, τρόπον τινά, έπιβληθεϊ: « Ή ’Α ν τ ι­γόνη καί ή νεοτερικότητα» εγινε άμέσως: «Οί άντίγονοι καί ή νεοτερικό-

Τό ζώον

ζφον: ζών πλάσμα, ώσ. ζωγραφιά, εΐκών, γλυφή,

όμοίωμα.ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

«... σοφόν τ ί τό μηχανόεν τέχνας...».

ΣΟΦΟΚΛΗΣ, Αντιγόνη, 365

τητα», δηλαδή ό άνθρωπος, τό εϊδωλον, ό καθρέφτης, τό τέχνασμα, τό κείμενο καί τό ζώον.

Τήν μεταφέρω χάριν τής ζωολογίας έδώ, δηλώνοντας άόιαφορία γιά τό πρωτόκολλο τών άρχαιογνωστών καί τών φιλολόγων. Ό άναγνώστης μου άντιλαμβάνεται ότι ή άδιαφορία αύτή ύποκρύπτει δυσπιστία πρός τά επιστημολογικά στεγανά φιλολογίας καί ποίησης.

Ή μεταγραφή, λοιπόν, τού τίτλου θέτει ενα τί πρός ήμάς/ύμάς ή ’Α ν τ ι­γόνη. Ά ντίγονοι έμείς μιάς νεοτερικότητας άμνήμονος, φαρμακερής, έγ- γεγραμμένης σέ κείμενα, όπου ό αύτοαναφορικός άναγραμματισμός τους ένισχύει τήν άπορία καί άναδεικνύει τήν διαπιστωτική-περιγραφική τους δύναμη, μιά πού κανένα νεοτερικό κείμενο δέν θά μπορέσει νά έπιτελέσει κάτι τι.

Ά ντίγονο ι μιάς κοινωνίας κειμενικής ά-χρηστων κειμένων όπου τίπο­τα, κανένα συμβάν, καμιά Συνάντηση στούς Δελφούς, καμιά τελετή, κα­μιά μελλοντική παράσταση τού Βογιατζή, καμιά κάθαρση δέν έπιτελεϊ- ται, άλλά άντίθετα δ,τι σωρευτικά προκύπτει είναι διαπιστώσεις καί επι­κείμενα.

Ά ντίγονο ι ικανοί νά υποδεχόμαστε μόνον κείμενα, γράμματος χάριν, έφόσον τό γράμμα δέν ύποδεικνύει άπλώς τό ίχνος αύτού πού εχει πιά χαθεί - τής ’Α ντιγό νη ς - άλλά καί επιβάλλει μιά φθονερή άνάγνωση, ή όποία προϋποθέτει τόν θάνατο τού Συγγραφέα μπροστά στά μάτια ένός άναγνώστη-βρυκόλακα. Τό αίμα τού Α'ίμωνα, ώς γράμμα τού κειμένου τού Σοφοκλή καταναλώνεται στίς Συναντήσεις καί τά άναγνωστήρια, ανευ λόγου, μ’ εναν άκόρεστο γνωσιολογικό βαμπιρισμό. Ά ντίγονοι, έπαναλαμβάνω, άναγνώστες αύτοΰ πού είναι σήμερα ή τραγωδία: ενα κείμενο άποτραβηγμένο άπό τόν κόσμο του καί ώς έκ τούτου τερατώδες, κείμενο έκ τών υστέρων αύτογνωστικό τής διαφοράς του, τόσο ώς πρός αύτό πού ήταν τότε, όσο καί ώς πρός δ,τι είναι τώρα. "Ενα κείμενο μέσω άλλων κειμένων. Κ είμενο πού δέν κεϊτα ι πουθενά παρά ώς είδωλο τού νεοτερικού καθρέφτη, πού τό παγιδεύει καί τό άποδομεΐ. Καί σάν τέτοιο εχει άξία, γιά τήν άνάγνωση καί τόν άντίγονο. Θέλω νά πώ πώς ή ϊδια ή άνάγνωση είναι ή ’Α ντιγόνη καί πώς ή άνάγνωση μόνον ώς άποδόμηση (καί τού κειμένου καί τού συμβόλου τής Α ντιγόνης) μπορεΐ νά νοηθεί.

Δέν είναι άλλωστε ή άποδόμηση δ,τι «προΐσταται τού κειμένου έκ τής συστάσεώς του» καί όχι «κάτι πού προσθέσαμε στό κείμενο»;1

Τό μόνο πού έπέζησε άπό τήν ’Α ντιγό νη είναι ενα κείμενο-κλείδα άπο- δομική (κλείδα αύτογνωσίας) τού έαυτού του καί τής συν-κείμενης νεοτε­ρικότητας. "Ενα κείμενο άόιά6α(σ)το πού οδηγεί τόν φιλόλογο καί τόν άρχαιογνώστη σέ êva noli me legere έάν δέν προσφύγει στή θεωρία, δη-

1. Paul de Man, Allégories de la lecture, Galilée, 1989, a. 40.

80

λαόή έάν δέν άποτολμήσει μιά «άνάγνωση άλληγορική», πού όδηγεϊ σέ γνώση καί επίγνωση τόσο τού ιστορικού «έκτός κειμένου» (έάν ύπάρχει), όσο καί αύτού πού «έμμένει» σέ κάθε κείμενο γιά νά τό έπαναλάβει έπ’ άπειρον ώς παλίμψηστο. Οί προϋποθέσεις αύτές, καθώς έπίσης καί ή άρ­ση τών φιλολογικών άντιρρήσεων - πού παράδοξα δέν προέρχονται άπό τή φιλολογία άλλά άπό τίς φαντασιώσεις τών φιλολόγων - θά επιτρέψουν στήν ’Α ντιγόνη νά υπάρξει ώς κείμενο πρός ημάς. Στό σημείο δμως αυτό ή παρανοημένη (φιλολογική) έννόηση οδηγεί σέ έννοημένη (θεωρητική) παρανόηση. Τί ή δεύτερη μπορεί νά επιτύχει, θά τό γράψω τήν έρχόμενη έβδομάδα, άποδεικνύοντας ότι δέν μηχανεύομαι μόνον άλλά καί τιθα­σεύω.

Μέ τήν άνάγνωση συμβαίνει κάτι περισσότερο άπό τή σημασία πού τής δίνει τό Λεξικό: άναγιγνώ σκω δέν σημαίνει μόνον έννοώ τό κείμενο άλλά καί τό παρανοώ, τό δοκιμάζω σέ μιά όριακή λειτουργία, δπου ή προθε- σιακότητά μου, οί γνώσεις πού διαθέτω καί ή διάθεση νά τό κατανοήσω

δέν άρκούν, διότι ή ίδια ή διαδικασία τής εμπρόθετης νοηματικής παραγωγής συστη­ματικά άποτυγχάνει, άπό τή στιγμή πού ή άναγνωστική έννόηση διαστέλλεται στό άνέκφραστο, άπερίγραπτο, άπονενοημένο τού λόγου, μέ εκείνη τήν θερμοδυναμική διαστολή (ή μεταφορά είναι τού Γιώργου Χειμώνα) πού χρειάζεται ό υπαινιγμός τής λέξης γιά νά άνταποκριθεϊ στό πράγμα , έάν μιά τέτοια άνταπόκριση εϊναι δυνατή καί έάν έπιτέλους είναι άναγκαία. Τότε μόνον, ή παρανόηση, πού ύπάρχει άλλωστε έξ άρχής στό κείμενο, άναδεικνύει δ,τι ενα

κείμενο μεταφέρει γιά νά διευρύνει καί συγχρόνως νά περιορίσει: τήν διαφορά πραγματικότητας καί γλώσσας, κατ’ ούσίαν τήν άδυναμία κατο- νομασίας τής αμεσότητας. (“Ο,τι μπορεί νά όνομαστεί δέν είναι τό άμεσο [ή Φύση] άλλά τό εμμεσο [ό Νόμος] πού θέτει ή ίδια ή κατονομασία).

Ή άνάγνωση όφείλει νά γνωρίσει έκ νέου αύτή τήν παρανοημένη πραγματικότητα πού μεταφέρει, διά Νόμον, στό κείμενο ή γραφή κατά προσέγγισιν. ’Οφείλει νά έννοήσει τή μεταγραφή τού πραγματικού στή γλώσσα μέ τίς προϋποθέσεις τής γλώσσας, δπως ή άναντιστοιχία γραμμα­τικής καί ρητορικής, άλλά καί τίς προϋποθέσεις τής κριτικής πού έλέγχει

Lectio

άναγιγνώσκω: γνωρίζω έκ νέου, άναγνωρίζω, γνωρίζω

έπ ’ άκριβώς, διακρίνω, όιαοτέλλω, διαβάζω.

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

«Είναι πάντοτε αδύνατο νά διαβάσεις τήν Άνάγνωση».

PAUL DE MAN

81

τίς εκατέρωθεν (στή γλώσσα καί στήν πραγματικότητα) μονομερείς, άπο- λυτοποιημένες υπαγωγές.

Τή θέση αύτή πού υποδηλώνει τό ίδιο τό άναγνωστικό διάβημα, σύμ­φωνα μέ τό όποιο ή άνάγνωση δέν τελειούται παρά ώς έγγενής ατέλεια το ν τέλους (σκοπού) τής άνάγνωσης καί άτέλεια τοΰ έπιτελεστικού δια­βήματος της, κατονόμασα - τό περασμένο Σάββατο - έννοημένη π α ρ α ­νόηση, καί τήν άντέτεινα στή συνήθη άναγνωστική προσέγγιση ώς παρα- νοημένη έννόηση.

Δύο τινά μέ ένδιέφερε νά υποδείξω:(α) ότι ή παρανόηση προέρχεται άπό τήν ίδια τή γλώσσα πού παρα­

πλανά, άναλαμβάνοντας υποχρεώσεις τίς όποιες άδυνατεί νά έκπληρώ- σει, όπως, έπί παραδείγματι, ή υποχρέωση τής νοηματικής άντιστοιχίας της πρός τό «άναφερόμενο», δηλαδή ή υποχρέωση άληθολογίας.

(6) ότι ή έννόηση τής παρανόησης αύτής διαμορφώνει τούς όρους υπό τούς όποιους είναι δυνατή ή άνάγνωση ώς μεροληψ ία ύπέρ τής ρητορικής καί κατά παράβασιν τής αρχής, πού έκλαμβάνει τή γραμματική ώς κατα- νοητική προϋπόθεση. Διευκρινίζω άμέσως τό γιατί.

Μεροληπτική είναι ή άνάγνωση πού εισάγει τή ρητορική στό πεδίο τών κωδικοποιημένων, γραμματικών κρυσταλλώσεων τού κειμένου. Αύτή, έν- τούτοις, ή μεροληπτικότητα καί ή συνακόλουθη άναξιοπιστία, προβάλλει ώς ό ένδεδειγμένος τρόπος νά έμποδίσει τό κείμενο νά παγιωθεϊ, νά διο- λισθήσει πρός μίαν ερμηνευτική μονομέρεια, νά άπολυτοποιηθεϊ, νά άνα- λωθεϊ σέ σκοπιμότητα πραγματολογική, νά ταπεινωθεί άπό σκόπιμους συμβολισμούς πού ό «ειδικός» άναγνώστης διαβλέπει στίς εύκαιριακές, παρανοημένες, έπετειακές έννοήσεις του. Έ ξυπακούεται ότι ή άναγνω­στική αύτή μεροληψία έπιτρέπει στήν άνάγνωση, ώς έννοημένη παρανόη­ση, νά όδηγήσει σιωπηρά τή φραστική δυναμική τοΰ κειμένου πρός τά συμφραζόμενα, πού έγγράφονται στήν έπιστημολογικά δύσβατη περιοχή τής ρητορικής.

Ή ρητορική υπερτερεί. Ά κόμη καί όταν ή άνάλυση τής δομής τοΰ κει­μένου προϋποθέτει τή γραμματική, ή ρητορική ώς τροπολογία καί μ ετα ­βλητή συναρτημένη μέ τή γραμματική, άναλαμβάνει νά προσδιορίσει τό σημασιολογικό επ ιπλέον τοΰ κειμένου, πού υπερβαίνει καί αύτά τά ίδια τά γραμματικά καί συντακτικά (προ)υποτιθέμενα. Ή ρητορική, όμως, υπερτερεί καί ώς έπιστημολογικός δείκτης, υπερτερεί διότι πείθει «διά τής γοητείας» άλλά καί «διά τής άποδείξεως», καθιστώντας τήν άναγνω­στική μεροληψία «μεθοδική άναίρεση τής γραμματικής κατασκευής» (Paul de Man).

Σημείωνα στό κείμενο τοΰ Σαββάτου - πού καθαυτό άπαιτεΐ μιά μερο­ληπτική άνάγνωση γιά νά έξομοιώνει ρητορικά καί πάντοτε μέσω τής λε- ξικογραφικής άσφάλειας (καί άφέλειας) τόν άνθρω πο, τό εΐόωλον, τόν καθρέφ τη , τό τέχνασμα, τό κείμενο κ α ί τό ζώον - ότι ή Α ντιγόνη τοΰ Σο­

82

φοκλή όδηγεϊ σέ ενα noli me legere, έάν ό άντίγονος άναγνώστης της δέν προσφύγει στή θεωρία, δηλαδή στή «ρητορική ανάγνω ση» ώς εννοημένη παρανόηση.

Είναι δμως δυνατή ή προσφυγή αυτή;Καί ή άνάγνωση είναι εφικτή; Θά πρέπει πάλι νά συνεχίσω παραπ^-

μποντας στόν Paul de Man.

«’Εντούτοις, οί ρητορικές αναγνώσεις, στό μέτρο πού είναι θεωρία, δη­λαδή διδάξιμες, γενικεύσιμες καί σέ υψηλό βαθμό δεκτικές στή συστη- ματικοποίηση, ακόμη καί αυτές, όπως καί δλα τά άλλα είδη άνάγνω- σης, άποφεύγουν καί άπωθούν τήν άνάγνωση πού προτείνουν. Τίποτε δέν μπορεί νά ύπερβεί τήν αντίσταση στή θεωρία, έφόσον ή άντίσταση αυτή είναι ή ίδια ή θεωρία. 'Η λογοτεχνική θεωρία, δσο υψηλότεροι εί­ναι οί στόχοι της καί δσο καλύτερες οί μέθοδοί της, τόσο λιγότερο έφι- κτή γίνεται».1

"Οταν γράφω δέν υπάρχει πιά τό θέμα. 'Υποχωρεί, άφοϋ προηγουμένως μου δώσει δ,τι περισσότερο μπορεί: ενα άκόμη κείμενο.

Τό θέμα, ώς πρόβλημα, είναι τό πρόσχημα. "Οταν άφανιστεϊ ή γραφή, πού τό εχει προηγουμένως πάρει κατά γράμμα, βάζει στή θέση του ενα

σχήμα-εξεργο τοϋ άπερίγραπτου έργου τής πραγματικότητας.’Επεξεργάζομαι τό εργο σημαίνει δτι γιά άλλη μιά φορά κυριολεκτώ , δταν προβαίνω σέ άμοιβαία αντικατάσταση λέξεων καί συνδέω κείμενο, θέμα καί πρόβλημα γιά νά επιτρέψω στή διαφορά τών άναγνώσεων ένός καί τοϋ αύτοϋ ζητήματος νά δομηθεί ώς ρητορικός τρόπος άπό τό Λεξικό. Αύτό είναι, κατά τή γνώμη μου, τό θέμα : ή άνά- δειξη τοϋ προβλήματος ώς παραπλανητι­κού καί ή υπόδειξη τής άπορητικής φύσης κάθε ζητήματος.”Ας θεωρηθεί λοιπόν ή άπροσχημάτιστη

άδιαφορία μου γιά τά φλέγοντα θέματα ώς άντίσταση στήν κυριολεξία ένός κειμένου, πού γιά νά γραφτεί, οφείλει νά τήν άγνοήσει. Δέν μπορώ νά γράφω πλέον γιά τό έπίκαιρο θέμα, διότι δυσκολεύομαι νά διαβάζω

1. Βλ. τό κείμενο τοϋ de Man: « Ή άντίσταση στή θεωρία», στό περ. Λ όγον χάριν, τ. 1, σέ μετάφραση τοϋ Διονύση Καψάλη.

Τό θέμα, ή άπορ ία κ α ί τά κακέκτυπα

άπορία: ΐλλειψ ις πόρον, δυσκολία διαβάσεως, δυσχέρεια, αμηχανία.

θέμα: ζήτημα, πρόβλημα, κείμενον.

κακέκτυπος: κακοτυπωμένος, είδ. ίπ ί γραμματοσήμων, τό έμφανίζον παραλλαγάς άπό

τά γνήσια.ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

83

κείμενα πού κυριολεκτούν, άνθιστάμενα στή θεωρία, δηλαδή στή «ρητο­ρική ή τροπολογική διάσταση τής γλώσσας», πού άδιαφορει παντελώς γιά τά θέματα. Δέν μπορώ νά γράφω, γιατί δέν μπορώ νά διαβάζω τά κείμενα δλων τών σχολιαστών τής έπικαιρότητας, πού άφήνουν άσχολία- στη τή γλώσσα.

Λέω πώς δ,τι «διαβάζεται» σέ μιά έφημερίδα είναι ή είδηση, στήν όποία, τόν κίνδυνο τής παράφρασης αναλαμβάνει ή ίδια ή ρητορική τής πραγματικότητας.

'Η θέση μου αύτή φυσικά δέν άποκλείει τόν σχολιασμό. Ειδοποιεί άπλώς ότι ή σχολιαστική γραφή οφείλει νά γνωρίζει πώς ή άναφορική της λειτουργία, καί κατά συνέπεια ή άξιοπιστία της, δέν καθορίζεται άπό τίς ίδιες άρχές πού διέπουν τήν πραγματικότητα. Ή σχολιαστική γραφή θά πρέπει όχι μόνον νά έπινοεί τίς άρχές της άλλά νά έπινοεί καί τό σχό­λιο.

Περισσότερο άπό έναν κώδικα δεοντολογίας γιά τό τί γράφουμε, χρειάζεται Ινας τρόπος πού θά σχολιάζει τό πώς μπορούμε νά γράψουμε ώστε νά άποφύγουμε τή διολίσθηση πρός τή ρητορική άκυρολογία καί τήν πληκτική γραμματική κυριολεξία.

'Ό σοι διά τής γραφής ζητούν νά καθιερωθούν ώς γρ α φ είς - καί όχι ώς παράγοντες - άς λάβουν ύπόψη τους δτι, πέρα άπό τήν υποχρέωση πρός τήν έπικαιρότητα, ύπάρχει μιά υποχρέωση πρός τή γλώσσα, πού τούς άναγκάζει σέ σιωπή, δπως ή πολυγραφότατη σιωπή μου έδώ στά Νέα.

Θά μπορούσα νά φλυαρώ, θ ά μπορούσα νά κατονομάζω τούς παράγο­ντες, νά άποκαλύπτω προθέσεις πού όλοι άλλωστε γνωρίζουν. Θά μπο­ρούσα νά συν-γράφω καί νά συν-υπογράφω, γιά τά πολιτιστικά μας θέ­ματα, μέ τούς έπώνυμους τού άθηναϊκού χρονικού.

Δ έν μέ ένδιαφέρει. Τό σκάνδαλο δέν είναι τό κύριο δνομα, άλλά τό κ ύ ­ριο μέλημα. Σκάνδαλο είναι ή άπορία μπροστά στήν άθεμάτιστη γραφή. Καί ή άπορία αύτή, ή δυσχέρεια καί ή άμηχανία, δέν είναι «άντίσταση στή θεωρία» άλλά παράδοση, προσχώρηση άνευ όρων στή γρα φ ή καί δχι στήν κενότη τα τής γραμμένης σελίδας.

Έ χετε τήν έντύπωση πώς οί επώνυμοι γράφουν; Πώς στή σελίδα τους άνθίσταται δήθεν ή λευκότητα; Νομίζετε πώς τά γραπτά τους είναι τίπο­τα περισσότερο άπό κακέκτυπη παραλλαγή τού διανοητικού τους κενού;

Τό σκάνδαλο τό ύποστηρίζει μιά «ρητορική άνάγνωση» τής γραφής πε­ρί τή γραφή, μιά ρητορική δχι τής «πειθούς» άλλά τής «άποδείξεως».

Ά ποδεικνύει δμως τί;"Οτι τά κείμενα πού γράφονται δέν θέτουν, ούτε καί αίρουν κάν, «τό

κύρος τού δικού τους ρητορικού τρόπου». Κ α κέκτυπα λοιπόν διπλά: καί ώς πρός δ,τι πρέπει νά τεθεί μέ τή γραφή (ή ίδια ή γλώσσα) καί ώς πρός αύτό πού ή γραφή όφείλει νά άρει (τή γλώσσα πάλι). Ό ,τ ι ισχύει ώς έκτυπο , δ,τι έπιβάλλει καί έπιβάλλεται είναι ή ύπο-γραφή καί ό έπεξηγη-

84

ματικός άστερίσκος τής ίδιότητος τού ύπογράφοντος.Τό μάθημα πού άντλώ άπό τά τρία θεωρητικά κείμενα τού Paul de Man

καί πού τό συνεχίζω δπως μπορώ, προτείνοντάς το στούς επώνυμους έπι- φυλλιδογράφους, είναι πώς «τόσο ή λογοτεχνία όσο καί ή κριτική - ή με­ταξύ τους διαφορά είναι άπατηλή - είναι καταδικασμένες (ή έχουν τό προνόμιο) νά παραμένουν γιά πάντα ή πιό αύστηρή καί συνεπώς ή πιό άναξιόπιστη γλώσσα μέ τούς δρους τής όποίας ό άνθρωπος όνομάζει καί μετασχηματίζει τόν έαυτό του».1 Εϊθε άπό τό μάθημα αύτό νά διδαχθούν καί οί αύστηροί συντάκτες τοΰ περιοδικού πού δεξιώ νεται, γραμματοση- μασμένο, τόν Paul de Man στήν Ε λλάδα.

Έ γώ , κρατώ γιά τόν έαυτό μου - ώς «παρατύπωση» - τήν άναξιοπι- <ηία, ή όποία μέ καθιστά έντιμότερο καί πιό ισχυρό «σέ μιά Κόλαση βελ­τιωμένη άπό έμένα τόν ΐδιο».

Τό μάτι έπιθυμεί νά τυφλωθεί!Αύτή ήταν ή άντιπρότασή μου τό περασμένο Σάββατο στόν Klossowski

καί στά «tableaux vivants» του, πού είναι ή ίδια ή ζωή, δταν προσφέρε- ται, μέ μιά δπτική άνεμελιά, ώς θέαμα στόν εαυτό της.

Τό μάτι έπιθυμεί νά τυφλωθεί, γιατί ή τυ­φλότητα «είναι ένας τρόπος ζωής», «δέν

Τίγάρ έδει μ όράν... ε[ναι συμφορά», «μπορεϊ ν ’ άποτελέσει έρ-γαλεϊο».

Ό ποιητής είναι τυφλός. Στόν Μπόρχες, ή τυφλότητα προσφέρθηκε σάν δώρο. Ό Μίλτων γράφει «σ’ αύτόν τό σκοτεινό τόν κόσμο, τόν άπέ- ραντο». Λένε πώς έχασε τήν δράσή του ήθελημένα, συντάσσοντας φυλλά­δια κατά τού βασιλιά.

Ό ποιητής «έχει στό νοΰ του τό λυκόφως», τό σύθαμπο, τό τελευταίο φώς, τότε πού ό κόσμος γίνεται σκιά, δταν τά πράγματα θέλουν νά φύ­γουν. Ή ίδια ή ζωή είναι μιά άργή διαδικασία τύφλωσης, πού έπιτρέπει καλύτερα νά δεϊς σάν θά νυκτώσει, μέσ’ στή «σεμνότητα πού δίνει τό σκοτάδι» («νύκτωρ τά πολλά· σεμνότητ’ έχει σκότος», Εύριπίδης, Βάκ- χες, 485).

Ό Γκαϊτε, πού ζήτησε πεθαίνοντας τό φώς, τό όλόμαυρο ύμνεϊ τή νύ­χτα τοΰ θανάτου του, μιλώντας στόν άντιγραφέα του ’Ιωάννη γιά τούς βοστρύχους τής ώραίας ’Οττιλίας. «'Όλα τά κοντινά μου άπομακρύνο- νται».2 Δέν είναι άραγε ή δΰναμις τού σκότους πού παρεμβαίνει άργά τυ­

1. 6λ. Paul dc Man, «Σημειολογία καί ρητορική», περ. Λ όγον χάριν, τ. 1, μετάφρα­ση Ν. Καλταμπάνος, σ. 85.2. Ρήση τοϋ Γκαϊτε, πού αναφέρει ό Μπόρχες.

85

φλώνοντας τή μέρα, ώστε «τά κοντινά πού άπομακρύνονται» νά μάς μι­λούν γιά τή διαδικασία τής τυφλότητας, πού ό Μπόρχες τήν θεώρησε «σάν ένα άπ’ τά πολλά, τόσο παράξενα εργαλεία πού μάς διαθέτει ή μοί­ρα ή τό τυχερό μας»;1

Τό μάτι έπιθυμεΐ νά τυφλωθεί ένώ θά βλέπει, γιά νά συνδέσει όραση μέ τύφλωση, πλάνη μέ άλήθεια, φώς μέ σκιά. Τό άόρατο είναι τό όρατό, ό ήλιος είναι μαύρο καί γιά ό,τι περισσότερο ή όραση μάς πείθει, είναι γιά τή φαινομενικότητα αύτού πού νομίζουμε πραγματικό, γιά τό άόρατο τού όρατού, τό σκοτεινό τού φωτεινού, τό ψεύτικο τού άληθινού- τό δώ­ρο τής μεταφοράς, τό θρίαμβο τού τρόπου: θ' άόειάσονν τά μ ά τια σου ά π ’ τό φώ ς τής μ έρας...

Κι άν θέλουμε νά δούμε - νά διαβάσουμε - καθαρά τόν κόσμο, πρέπει νά τόν θαμπώσουμε μέ νύχτα καί βιβλία.

Τό δώρο είναι άντιφατικό, διπλό, ειρωνικό, δίνει καί παίρνει, μέ «ει­ρωνεία έξαίσια», θά γράψει ό Μπόρχες, «χαρίζει ταυτόχρονα τή νύχτα καί τά βιβλία», μιά βιβλιοθήκη όλόκληρη καί τήν άδυναμία νά τήν δια­βάσεις.

Πώς νά διαβάσεις τού λοιπού, έφημερίδα; Καί νά διαβάσεις τί; Γιά τούς όρχεις τού Λάτση ή τού Χουσεΐν;

Δ έν θά διστάσω νά τό πώ. Φαντάζομαι καί έπινοώ έδώ τόν τρόπο πού θά διδάξω τό φθινόπωρο στή Σχολή Ε πικοινω νίας σάν σέ Σχολή Τυ­φλών.

Στά «δοκίμιά» του γιά τή «ρητορική τής σύγχρονης κριτικής» μέ τίτλο: «Τυφλότητα καί ένόραση», ό Paul de Man θεωρεί τήν τυφ λότητα καί τήν πλάνη ώς προϋποθέσεις τής ενόρασης καί τής αλήθειας κατά τήν άνάγνω­ση. Χάρη στήν τυφλότητα καί όχι ερήμην της, ό κριτικός (ό Lukacs, ό Blanchot, ό Poulet κι ό Derrida) όνομάζεται «φιλόλογος» μέ τήν πλήρη σημασία τού όρου. «Τά ίδια τά λογοτεχνικά κείμενα είναι κριτικά άλλά τυφλά, καί ή κριτική άνάγνωση τών κριτικών», σημειώνει ό de Man, «τεί­νει στό νά άποδομήσει τήν τυφλότητα».2 Έ τσι ή τυφλότητα καί ή πλάνη προβάλλουν τήν άλήθεια τού κειμένου, ώς έάν ή διαύγεια νά άποκτήθηκε σέ μιά «άρνητική στιγμή» (μιά τύφλωση), μιάν «άρρητη άρχή» πού δια­στρέφει καί διαλύει τίς δεσμεύσεις τού άναγνώστη. Αύτή ή συμπλοκή άλήθειας καί πλάνης, ή σύν-οψις διαύγειας καί τυφλότητας, αύτή ή πα- ρα-πλάνηση καί ή παρά-βλεψη τού κριτικού, αύτή δηλαδή «ή άρνητική, φαινομενικά καταστρεπτική έργασία», οδηγεί παράδοξα «σέ δ,τι νομίμως θά άποκαλούσαμε ένόραση».

1. Χ.Λ. Μπόρχες, « Ή τυφλότητα», στόν τόμο Έ φ τά νύχτες, μτφρ. Α. Κυριακίδης, 'Ύψιλον, σ. 137.2. Paul de Man, «Rhétorique de la cécité: Derrida lecteur de Rousseau», στό περ. Poetique, 4,1970, a. 475.

86

Καί τότε τί είναι οί κριτικοί: άναγνώστες διορατικοί ή τυφλοί λογοτέ­χνες; Καί τί μπορούν νά δούν, έφόσον δ,τι σκέπτονται προέρχεται άπό τό σκότος; Σκιαμαχούν λοιπόν μ’ ενα «τυφλό σημείο»;

Τό μάτι έπιθυμεΐ νά τυφλωθεί. Κι άν ό φρόνιμος Χορός ρωτήσει: «πώς έτλης τοιαύτα σάς όψεις μαράναι; καί τίς σ’ έπήρε δαίμων;» («πώς τόλμη­σες έτσι νά σβήσεις τό φώς τών ματιών σου, καί ποιός θεός σ’ έσπρωξε;») τό μάτι, σάν τόν Οίδίποδα, θά άπαντήσει:

«Κανένας, μ έ τά χέρια μου τυφλώθηκα, μόνος ό δυστυχής. Τί γάρ εδει μ ' όράν, δ τφ γ ' όρώ ντιμηόέν ήν Ιδειν γλυκύ ;» .1

Θά ένοχλούσε άσφαλώς τούς ειλικρινείς πανεπιστημιακούς μας φίλους - αυτήν τή δυσκίνητη στρατιά τών άρθρογράφων άνευ λόγου - μιά προσέγ­γιση τής ιστορίας μέσω τής τύφλωσης, τού ψ εύδους καί τής λήθης. Γιά νά τήν έννοήσουν θά επρεπε νά διδάσκουν τό άδίδακτο κι όχι τά φούμαρα,

πού χρειάζεται ή έφημερίδα γιά νά γεμίσει μαύρο.Ά , τό άδίδακτο συνάδελφοι, τό άδίδακτο, τό τυφ λό καί τό έσφαλμένο είναι δ,τι ή ιστορία πράγματι διδάσκει εις πείσμα τού ιστορικού σας φωτισμένου πνεύματος. Προϋποθέτει βέβαια μιά εκτός ιστορίας νυχτερινή ζωή, πού έξωθεϊ, μεταστρέφο­ντας σέ μιά dramatis persona, στό Άλαλο φώς τής ήττας...Τί είναι λοιπόν ή ιστορία γιά όποιον θέλει νά ξεχάσει τό κενό τών πληκτικών κειμέ­νων σας - κάτι άναλύσεις έπανερχόμενες,

κάτι καταγγελίες, κάτι μνησίκακες προειδοποιήσεις κι δλες μέ λόγια πα­χιά, δήθεν έπιστημονικά;

Μήν περιμένετε όρισμό. 'Ό ,τι ό Klossowski (πού άμέσως τόν διαγράφω γιά νά τόν προφυλάξω άπ’ τή δική μου καταχρηστική άναφορά) προσδιο­ρίζει ώς τό συστα τικό τής ιστορίας - «τά εργα καί τίς πράξεις τών άν- θρώπων πού τίς έπιχειρούν τυχαία άπό τύφλωση ή άπό παράβλεψη, τήν ϊδια στιγμή πού δημιουργούν καί πράττουν, άρα άπό λήθη, ούτως ώστε ή ιστορία νά συντίθεται άπό δράσεις καί δημιουργίες πού άπό τή λήθη άπορρέουν» - προϋποθέτει, γιά νά τό έννοήσετε, τόν Νίτσε.

Καί δέν σάς άφορά.

1. «Τί ωφελούσε νά βλέπω, αφού κι άν είχα τό φώς μου, δέν θά μπορούσα νά δώ τό προσφιλές», Σοφοκλής, ΟΙδίπους Τύραννος, 1335.

Ή αιθάλη

«θυμήσου Τίποτα δέν είναι πιό άλ.ηθινό άπό τό Ψέμα Τίποτα πιό γενναίο πού νά

παλεύει τήν 'Αλήθεια Τίποτα πιό άπολέμητο πιό αίμα τοϋ

αίμάτου άπολέμητο γιά πάντα».

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

87

Κι o( άνειλικρινεϊς; "Οσοι άνένηψαν άπ’ τίς κοινωνιολογίες;Ό Παναγιώτης Νοϋτσος μοΰ ταχυδρόμησε άπό τά Γιάννενα μιά ιδιω­

τική συλλογή με ποιήματα στά γαλλικά - φοβάται ή έμπαίζει; - μικρό ελεγείο γιά τή φιλοσοφία ή αυτοκριτική;

Ό Γιάγκος Ά νδρεάδης μαθαίνει τή Μαχαμπαράτα άπό ίνδούς δασκά­λους στό Χόρτο τοΰ Πηλίου.

Ή Ρέα Γαλανάκη μάς εύχεται «καλό ταξίδι» στήν ίδια πάντα διαδρομή μιάς καί τής αύτής σελίδας.

Ό Δημήτρης Δημηρούλης άπήλθε φρίττοντας στούς ’Αντίποδες.Τό ξέρουν καλά πώς ό Σεπτέμβριος τών Γενικών Συνελεύσεων καί τής

υποκρισίας φτάνει. Πάλι δέν πρόκειται νά γίνει τίποτα. Οΰτε κάν αίμα .

« ’Α π ’ τούς νεκρούς πού ήτανε ν' άναστηθοννε μόνο οί προκαρχηόόνιοι ήδονιστές οί έλληνίζοντες σημίτες κ ’ έκείνοι τής γραικίας οί αλιτήριοι πού άνέβαζαν τούς ναύλους, εϊρωνες γυρίσανε τίς πλάτες τους χλευαστικοί, ρεμβώδεις».

Στό μεταξύ διαβάζουμε καί κρίνουμε άναπόφευκτα όσους βρεθούνε στή σκηνή. Ό Βαγενάς συνομιλεί μέ τόν Παλάιοκρασσά, ή Πολίτη γρά­φει στήν ’Αντιγόνη, ό Σαββίδης παρονομάζει ενα χωριό, ό Μαρωνίτης άντιλέγει στήν Βαλάση. 'Ολόκληρο τόν Αύγουστο πού ελειπε ό Φακίνος, άποτελοΰσα τμήμα τοΰ κουίζ τής παραπλεύρως στήλης, σάν νά μήν είμαι όλοχρονής («ή λύση στό έπόμενο») κουίζ προηγουμένων.

Τί είναι λοιπόν ή ιστορία·,Γιά τήν α λή θ εια , ό Νίτσε ελεγε πώς είναι μιά «ευέλικτη στρατιά μετα­

φορών, μετωνυμιών καί άνθρωπομορφισμών...».Ποιοί άπό έμάς είναι ά νθ ρ ω π ο ς καί ποιοί μ ετω ν νμ ία ;« Ό χ ι έγώ, όχι έγώ...». Τό άναγγέλλει ό τελευταίος φιλόσοφος, πολύ

πρίν γράψει ό Μπέκετ τό «Not I».

«Τώρα πού πιάσανε τά πόστααϋρε κα ί φώναζε δσο θές. Α υτο ίπήρανε τά μέτρα τουςακροβολίστηκαν στά έγκυρα προσχήματαεσύμάνιαζε τώρα δσο θέλεις-ειρωνικοί, σοϋ παραχωρούνε άσφαιρα ηχηράγιά μιάν άνευρη ένστασηγιά τήν κάποια προσφυγή σουκυρίως δχι γιά σένα... »

Τό μάθημά μου πάλι.«Ή άνθρωπότητα, αύτό τό θείο συναίσθημα, θά συμπυκνωθεί στήν

ψυχή τοΰ καθ’ ενός μόνον σάν λησμονήσουμε τό ιστορικά προσδιορισμέ­

88

νο μας παρόν» (Φ. Νίτσε, Χ αρούμενη ’Ε πιστήμη). Νά πώ πώς ή ιστορία είναι τό παρόν όταν τοϋ άφαιρέσεις τήν ιστορική αιθάλη;

«...σοϋ δόθηκε νά γίνεις άέλτος (τής ιστορίας άς πούμε) παρά που ώς τρίτο κέρατο κα ί φωνακλάς έστήνοαονν ν ’ άρνιέσαι.Σέ σύρανε λοιπόν ψηλά τών ίσταμένων κι άκούγεσαι ξυλόφωνο στίς παραφνλακές ή σύνθημα γιά βλάκες- έμείς οί κάτω τάση πρός εμετό».

Υ.Γ.: 'Εκτός άπό τό άτιτλο ποίημα τοΰ εξεργου, τά άλλα τρία ποιήματα τοΰ Έκτο- ρα Κακναβάτου, άπό τό δεύτερο τόμο τών Ποιημάτων 1978-1987, στίς έκδόσεις Άγρα, τιτλοφορούνται «Κοιλάδα τοΰ Ίωσαφάτ», «Ένδόπλασμα» καί «’Ανασύν­θεση μετάλλων».

Εμπίπτω καί έγώ στό είδος τών όνειροπόλων κριτικών πού κινητοποιούν μηχανισμούς τυφ λότη τα ς γιά νά προστατευθούν άπ’ τή δική τους σκόπι­μη, διπρόσωπη στάση. Βλέπω άπό τή μιά τό αίτιο καί κάνω πώς δέν βλέ­πω, άνάγοντας τό τέχνασμα - τήν έσκεμμένη τύφλωση - στήν ίδια τή ρη­

τορική φύση ένός κειμένου πού γράφεται γιά νά σβησθεϊ, νά καταρρεύσει πάραυτα στό μηδέν τών έξαιρέτων φράσεων - όχι τών πράξεων, τών κρίσεων ή τών συναι­σθημάτων.Πώς θά μπορούσα νά κρατώ τό ένδιαφέ- ρον φίλων καί έχθρών έδώ καί χρόνια, χω­ρίς νά λεω τίποτα «έπί τής ούσίας»;Καί παρ’ όλα αύτά - τό τέχνασμα, τήν τυ ­φλότητα , τή διπροσω πία - πώς προάγω μιά ηθική πού άπορρέει άπ’ τή γρα φ ή καί άπό τόν κανόνα πού ή γρα φ ή δίνει στόν έαυτό της; Πώς γράφω έναντίον τής γραφής γιά νά τήν προφυλάξω άπ’ τούς προστάτες της γραφιάδες;

’Ηθική; Τολμώ νά ονομάζω ήθική τή ρητορεία καί τήν άπόσταση άπό τήν κοινωνική ζωή; Κι εχω έπιπλέον τήν άπαίτηση νά προτείνω ώς παρά­δειγμα έπιστημολογικό τήν περίπτωσή μου;

Τό ζήτημα πού θίγω έδώ, τή σχέση δηλαδή τής κριτικής τυφλότητας καί τής κριτικής ενόρασης κάποιου πού θυσιάζει τό «πραγματικό» γιά νά άπολαύσει σέ έπίπεδο συμβολικό τή γραφή μέ μιά κακόπιστη έκ μέρους

Τό αίτιο

«.. .μάς παρουσιάζουν σοβαροφανώς ώς φιλοσοφία τά όνειρα κάποιων ανήσυχων νυχτών, θ ά μου ποϋν δτι κι έγώ όνειρεύομαι · συμφωνώ:

άλλά άντίθετα άπό τούς άλλους, παρουσιάζω τά όνειρά μου ώς δνειρα, κι

άφήνω τούς άλλους νά βροϋν άν αύτά προσφέρουν κάτι τό

χρήσιμο στους ξνπνούς άνθρώπονς».J.J. ROUSSEAU

89

του καταγγελία τής ζωής πού ωστόσο τοϋ επιτρέπει νά ζεϊ έντονότερα δταν γράφει, τό έθετε ό Paul de Man στό κείμενό του «Ρητορική τής τυ­φλότητας: ό Derrida άναγνώστης τού Rousseau», πού δίνει άφορμή γιά τούτη τή σειρά τών άρθρων μου στά Νέα.

"Ο,τι δέν βλέπουν στόν Rousseau, οί κριτικοί του άναγνώστες είναι πώς συνεχώς «υπολογίζει τόν ρητορικό του τρόπο».

Ό Derrida, μάλιστα, έκλαμβάνει εσφαλμένα ώς τυφλότητα τή μετάθε­ση τού περιπλανώμενου Rousseau στό κείμενό του, παραβλέποντας τήν ενορατική του σύλληψη, δηλαδή τή μετατόπιση άπό τό «κυριολεκτικό» στό «σχηματικό» έπίπεδο. Ό Rousseau «γνώριζε» πώς ή θεωρία του επι­καλύπτει τήν ένόραση αύτού πού έμοιαζε έκ πρώτης δψεως μέ τό άντίθε- τό του, άλλά έπέλεξε νά κάνει πώς δέν βλέπει. Συνεπώς θά ήταν σφάλμα νά ύποστηριχθεϊ πώς δταν ό Rousseau «άντιτάσσει τή φωνή στή γραφή δπως τήν παρουσία στήν άπουσία καί τήν έλευθερία στή δουλεία» (J. Derrida) βρίσκεται σέ «ήμι-άσυνείδητη» κατάσταση, ή πώς τόν άδικούμε έάν άπαιτήσουμε συνέπεια καί συνοχή στή σκέψη καί τούς λόγους του, ένώ ή άληθινή του παρουσία δέν βρίσκεται στό έργο του άλλά σέ δ,τι ζω­ντανό καί συγκεχυμένο προηγείται τής όμιλίας (J. Starobinski).

Τήν παρουσ ία καί τήν άπουσία θέλει συγχρόνως ό Rousseau. Καί τό παράδοξο είναι πώς τήν έπιθυμεϊ, θέλοντας καί μή θέλοντας, μέ μιά συ­νείδηση πού στρέφεται κατά τοϋ έαυτού της.

Ή διαφορά τού Paul de Man άπό τόν Derrida καί τόν Starobinski, πρώτων μεγάλων καί «τυφλών» άναγνωστών τοϋ καταδιωκόμενου άπ’ τήν παράνοια κι άπό τή λογοτεχνία Πολίτη τής Γενεύης, είναι πώς τό «κλειδί» γιά τό είδος τού λόγου τού Rousseau - «τό καθεστώς τής γλώσ­σας του» - δέν θά επρεπε νά άναζητηθεί «στή συνείδησή του», μήτε «στόν υψηλό δείκτη έλέγχου τής νοητικής άξίας τής γλώσσας του», άλλά «στή γνώση πού ή γλώσσα του ώς γλώσσα, μεταδίδει γιά τόν έαυτό της, επιβε­βαιώνοντας έτσι τήν πρωτοκαθεδρία τής γραφής ώς πρός τήν παρου­σία».1

Παρά τό ότι ή θεωρία τής ρητορικής δέν λαμβάνεται ύπ’ δψιν άπ’ τόν Rousseau κι άπό τόν Derrida πού τόν διαβάζει, δύο άπό τά πιό σημαντι­κά έργα του, Ό λό γο ς γ ιά τή ν καταγω γή τής άν ισότητας καί τό Δοκίμ ιο γιά τήν κα ταγω γή τώ ν γλωσσών, εμφανίζονται ώς κείμενα πού ή διαλογι- κή τους διάσταση θεωρητικοποιεί καί προβάλλει τόν ρητορικό τρόπο. Κριτήριο άλλωστε τής «λογοτεχνικότητάς» τους, δέν είναι ό συλλογικός τους τρόπος καθαυτός, άλλά ό βαθμός συνάφειας τής ρητορικότητάς τους, ώστε άμέσως νά έκπίπτει ή διάκριση μεταξύ φιλοσοφίας, κριτικής καί λογοτεχνίας.

1. Paul de Man, «Rhétorique de la cécité: Derrida lecteur de Rousseau», περ. Politi­que, 4, 1970, a. 461.

90

Ό Paul de Man υπερθεματίζει, άποδίδοντας παραδειγματική άξια στόν Rousseau καί άποκαλώντας λογοτεχνικό κάθε κείμενο πού «άρρητα ή ρητά σημαίνει τόν δικό του ρητορικό τρόπο καί προοιωνίζεται τή δική του παρερμηνεία ώς παρεπόμενο τής ρητορικής του φύσης».1

Ψάχνω κι έγώ ν ’ άνακαλύψω μιά παρεξηγήσιμη γραφή γι’ αυτούς πού άγρυπνούν. Στούς «ξυπνούς» άπευθύνομαι καί τούς «άπόντες», πού ονει­ρεύονται καί γράφουν2 - δέν είναι άραγε ή «σκηνή τού ονείρου» πάντοτε μιά «σκηνή γραφής»; Σ’ δσους διακρίνουν ώς «μέγιστο σημείο τής τυφλό­τητας», τήν «ζώνη τής πιό μεγάλης διαύγειας», χωρίζοντας, σάν τόν τυ­φλό, ψηλαφητά τίς λέξεις: Σ επτέμβριος, μουσταλευριά , άνίνόοτος, Α ν ­άριας, Δ εξιά , άμέσως, εκλογές, τιμάριθμος, σκατά, συνέδριο, Κ αραγκον- λές, Π αιδεία , college, ντομάτες, Τρίτσης, αϊτιο , μη δέν τώ ν ανθρώ πινων πραγμάτω ν».

Ε ντάξει, τό κατάλαβα. Ή γραφή ΐσοδυναμεί μέ αύνανισμό. Τό ίχνος τοϋ έα υτοϋ τους πού άφήνουν στόν κόσμο τό σπέρμα καί τό μελάνι, δέν άφο- ρά παρά τό αύτοπαθές υποκείμενο, κάποιον «άνώμαλο» πού τό ύφος του τόν καθιστά τμήμα τής Ιστορίας τον.

"Εναν αύνάνα δακτυλοδεικτούμενο άπό τούς «όμαλούς» πού έχουν τρόπο νά άπε- νοχοποιούνται γράφοντας τίς ένοχές τους στίς γύψινες δέλτους τής ιστορίας καί στίς έτεροπαθεϊς δήθεν διυποκειμενικότητες πού προστατεύουν οί θεσμοί, καλύπτοντας έτσι τή δική τους άποτελεσματική άνυφο- λόγητη μαλακία.Τό κατάλαβα.Γράφει αύτός πού δέν μπορεϊ νά κάνει τί- ποτ’ άλλο παρά νά γράφει. Καί νά τό γρά­φει σβήνοντας δ,τι γράφει σέ μιάν «Auto­biography as De-facement» πού δέν είναι «ούτε είδος, ούτε τρόπος, άλλά ενα άνα- γνωστικό ή κατανοητικό σχήμα, τό όποιο,

Ό αΰνάν

• Τό άνισο κα ί φυσικό μου νφος, άλλοτε βραχύ καί άλλοτε μακρό, άλλοτε

φρόνιμο κα ί άλλοτε τρελό, βαρύ ή χαρούμενο θά

άποτελέσει τό ιόιο, τμήμα τής ιστορίας μου».J. J. ROUSSEAU

•Μέσα στήν άλνοίόα τών συμπληρωμάτων ήταν

δύσκολο νά χωρίσουμε τήν γραφή άπό τόν αυνανισμό.

Α υτά τά όύο συμπληρώματα

1. Paul de Man, ό .π ., σ. 471.2. « Ή άπόφαση πού πήρα νά γράψω καί νά κρυφτώ είναι έκείνη πού μου πήγαινε. "Αν είμαι παρών, ποτέ δέν θά καταλάβουν τί άξίζω». J. J. Rousseau, ’Εξομολογή­σεις.

91

ΐχονν τουλάχιστον τό κοινό γνώρισμα δτι είναι

επικίνδυνα. Υπερβαίνουν μιάν άπαγόρενση καί

βιώνονται μέσα στήν ένοχή (...). Καί στίς δύο

περιπτώσεις, ή δυνατότητα τής αυτοπάθειας έκδηλώνεται ώς τέτοια: άφήνει ένα ίχνος τον έαυτον της μέσα στόν

κόσμο».J. DERRIDA

ώς ενα βαθμό, εμφανίζεται σέ όλα τά κεί­μενα».1Τό μέλημα συνεπώς αυτής τής άκοινώνητης αιιτο-βιο-γραφής δεν περιορίζεται στήν περιγραφή τής ζωής τοϋ γράφοντα, άλλά στή γραφή περί τής γραφής του, σέ μιά ρη­τορική γραφή καί μιά άπόδειξη συγχρόνως τής άδυναμίας όλων τών κειμένων καί όλων τών ρητορικών τρόπων νά «όλοποιή- σουν» καί νά «κλείσουν» τή ζωή.’Ιδού ή αυτοπάθεια - τό «άναφορικά-μέ- τόν-έαυτό» ή τό «δι’ έαυτόν» - στήν άπο-

λυτότητά της: «άφήνει ενα ίχνος τοϋ έαυτοΰ της μέσα στόν κόσμο».2Τό γραπτό παραμένει, ή έμπειρία όμως αύτοϋ πού άγγίζει - καί - άγγί-

ζεται (τοϋ αύνάνα) ή ή έμπειρία όμως αΰτοϋ που γράφει - καί - γράφεται (τοϋ γραφέα) είναι μιά έμπειρία καταδικασμένη νά σβηστεί, νά άποπρο- σωποποιηθεϊ, νά ξεθυμάνει, νά καταπραϋνθεϊ. «'Ολόκληρη ή σκηνή», γράφει ό Derrida in memoriam τοϋ de Man, «προσανατολίζεται πρός αυ­τόν τόν έπίλογο».3 Κι άμέσως παραπέμπει στόν πεθαμένο φίλο του:

«7ο κυρίαρχο σχήμα τον έπιτάφιον ή τον αντοβιογραφικον λόγον είναι ή προσωποποιία, τό πλάσμα μιάς μεταθανάτιας φωνής■ μιά άγραφη πέτρα θά άφηνε μετέωρο τόν ήλιο μέσα στό μηδέν».

Δέν είναι περίεργο πώς αύτή ή πλασματική γραφή κι αύτή ή εικονική, πέραν τού τάφου φωνή, λαμβάνει τή μορφή διευθύνσεω ς καί άπευθύνε- ται πρός τόν άναγνώστη μέσω τής αύτοπάθειας τού συγγραφέα, μέσα στό δίνω -στόν-έαντό μον-μ ιά -παρονσία , μ ιάν-άπόλανση ή μιά-γραφή·, Καί δέν είναι έκπληκτικό πώς τό αύτοπαθές ένέργημα έκείνου πού γράφει, «δεξιώνεται τόν άλλον [τόν άναγνώστη) μέσα στήν ισχνή διαφορά πού χω­ρίζει τό ένεργώ άπό τό πάσχω»;4

Τό άποτέλεσμα γιά τήν έπικοινωνία - καί τή «μαζική» επικοινωνία στήν έφημερίδα - είναι νομίζω έμφανές: ή άνάγνωση συνιστά μιάν έπι- κοινωνία «άνάμεσα σέ δύο άπόλυτες καταγωγές», σέ δύο μονήρεις ύπάρ-

1. Paul de Man, The Rhetoric o f Romanticism, Columbia University Press, 1984, a. 70.2. Z. Ντερριντά, Π ερί γραμματολογίας, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Γνώση 1990, σ. 283. Σημειώνω έδώ γιά όσους δέν κουράστηκαν νά μέ διαβάζουν δτι ή αύτοπάθεια «κερδίζει σέ δύναμη καί σέ έλεγχο τοϋ άλλου, στόν βαθμό πού έξιδανικεύεται ή ικανότητά της γιά έπανάληψη».3. J. Derrida, Mémoires pour Paul de Man, Galilée, σ. 47.4. Ζ. Ντερριντά, δ .π ., σ. 284.

92

ξεις, δύο ταυτότητες - τόν συγγραφέα καί τόν άναγνώστη - πού «ύφίστα- νται άμοιβαϊα τήν αυτοπάθεια καί επαναλαμβάνουν ώς άμεσο άπόηχο τήν αύτοπάθεια πού προκαλεϊ ό άλλος».1

Ή άνάγνωση είναι ενα αύτοπαθές έγχείρημα, μιά «επιχείρηση» (opera­tion) όπως τήν ήθελε ό Mallarmé, τό έργο πού ολοκληρώνεται διαλυόμε­νο, έξαφανιζόμενο άπό τή σελίδα όπως ή έπιτύμβια έπιγραφή άπό τήν π έτρα τοϋ τάφ ου. Ή άνάγνωση είναι μιά «ζα ρ ιά » (coup de dés) πάνω στόν τάφο τού κειμένου, κι ό άναγνώστης - άποπροσωποποιημένη μορφή τοΰ συγγραφέα πού τόν προσωποποιεί, τόν εγκαλεί δηλαδή μέ μιά άνά­γνωση ρητορική ώς νεκρό - γίνεται ό κριτής, ό αύτόπτης νεκροτόμος δι­καστής πού πιστοποιεί τόν τρόπο τού θανάτου, τίς άλλοιώσεις τοΰ νε­κρού γράμματος, τήν έγκυρότητα τής ύπογραφής τοΰ τεθνεώτος, πόσο σεβάστηκε ή πλαστογράφησε τή «συμφωνία».

"Εγκυρες, έντιμες, άνεξίτηλες, συμφωνημένες γραφές ολόγυρά μου έδώ στά Νέα, - καθηγητές, άναλυτές, κριτικοί, «δείκτες» αυθεντικοί. Πώς δμως ή αυθεντική γραφή , είναι ή πλαστογραφία-,

Τό περασμένο Σάββατο ύποσχέθηκα νά δείξω στούς έγκυρους δημοσιο­γράφους καί στούς πολυδιαφημισμένους δασκάλους τών δημοσιογραφι­κών σχολών πού πουλάνε διά τοΰ Τύπου φθινοπωρινά όνειρα έπαγγελ- ματικής έπιτυχίας, δτι ή αυθεντική γραφή στηρίζεται στή δομή τής άνι-

διοτελοΰς έξαπάτησης, άκριβώς γιατί ή δη­μοσιογραφία δέν «είναι μιά κουβέντα» δπως άλλωστε καί ό μπεζαχτάς. Προσδιορίζω άμέσως δτι ώς αυθεντική, έν- νοώ τή δημόσια γραφή πού έπινοεϊ καί πα­ραποιεί όχι τό ά-σήμαντο γεγονός άλλά τή σημαντική διατύπωσή του. Πρόκειται συ­νεπώς γιά μιά πλαστογραφία, πού θεμε­λιώνεται έπιστημολογικά καί ήθικά στή ρητορική ή όποία όφείλει νά άποδομεΐ ιδεολογήματα - άρα καί «γεγονότα» ώς

ιδεολογήματα - άποδομώντας κυρίως τήν δική της άποσυντακτική δράση κατά τή γραφή άλλά καί κατά τή διδασκαλία της, έκεΐ δπου ή συμπτωμα- τική κατά τά άλλα σχέση διδάσκοντος - διδασκομένου, όρίζεται άπό τόν παρά καί τήν έλλειψη... Διευκρινίζω έπίσης, ότι ή δύναμη τής δημοσιο­γραφικής πλαστο-γραφίας δέν έγκειται στή δημαγωγική πειθώ άλλά στήν

Ό πλαστογράφος

«Τό νά ψεύδεσαι χωρίς όφελος κα ί δίχως νά

ζημιώνεσαι ή νά ζημιώνεις είναι σάν νάμ ήν ψεύδεσαι:

δέν είναι ψέμα είναι πλάσμα». J.J. ROUSSEAU

1. Ζ. Ντερριντά, δ .π ., σ. 285.

93

κριτική πού άσκεϊ ή πλασματική καί «σχηματική» ποιητική γραφή, αύτός ό προωθημένος άποδομητικός τρόπος πού «διαφέρει ίσως άπό τήν κριτι­κή ή τήν συλλογιστική γραφή ώς πρός τήν οικονομία του άλλά όχι ώς πρός τό είδος».1 Τέλος, ύποσημειώνω, δτι ή γραφή ώς πλαστο-γραφία - μά τί άλλο κάνει ό έρμος ό Φακίνος; - λειτουργεί εξίσου καί ώς πραγμα­τολογική γραφή, διότι ή πραγματικότητα καταγράφεται συγχρόνως ώς πλάσμα καί ώς πράγμα , εικονικός δηλαδή λόγος καί έμπειρικό γεγονός, μέ άποτέλεσμα νά είναι έπιστημολογικά άδύνατη ή άπόφανση γιά τό τί από τά δύο ισχύει καί τί έπιτέλους είναι πραγματικό ή τί «τίθεται» άπό έμάς, διά τής λογικής, ώς πραγματικό.

Τί πράγματι ισχύει ώς κριτήριο έπιτυχίας γιά τό νέο δημοσιογράφο πού θά διδαχθεί τό «επάγγελμα»: ή βαρύτητα τού κυρίου φ ίλια ή ή ελα­φρότητα τοϋ Χάρρυ Κλύνν πού άμφότεροι θά διδάξουν δημοσιογραφία σέ ιδιωτική σχολή; Καί τί είναι πραγματικότερη: ή Ε λλάδα ώς «ιδέα καί μαλακία» ή ή Ε λλάδα ώς «νόθα» κοινωνία, δταν «'Ελλάδα είναι μόνον μία», αύτή πού διακωμωδούν καθημερινώς μέ άκρα σοβαρότητα οί ειδή­σεις γιά τή λατρευτική εικόνα τού Greco τής Έρμουπόλεως, γιά τό «τρα­γούδι τής ’Αθήνας» τού Vangelis ή γιά τά παρατράγουδα μιάς παραπαι­δείας πού εύδοκιμεί δταν ή Παιδεία παρακμάζει έξαιτίας τών προστατώντης;

Καί έπιτέλους ποιά κριτήρια άλήθειας θά άναζητηθούν άπό τούς «ένα­στρους» ή μή δασκάλους όταν ή άρχή τής ταυτότη τας στηρίζεται στήν άναλογική υποκατάσταση τής αίσθησης άπό τήν έννοια; Ποιός - χωρίς νά γελοιοποιηθεί - θά ύποστηρίξει δτι ή έννοιολόγηση δέν είναι κυρίως διαδικασία γλωσσική καί δτι ό συμπτωματικός όρος τής αίσθησης γίνεται άναγκαίος όρος τής έννοιας έπειδή ετσι τό θέλουμε;

Ζητώ τήν προσοχή σας.'Υποστηρίζω δτι ή διαφορά μεταξύ μιάς δημοσιογραφίας πού διαφημί­

ζεται καί άσκείται βάσει τής δομής τής άλήθειας καί μιάς δημοσιογρα­φίας πού άκολουθεί τή δομή τής άνιδιοτελοϋς έξαπάτησης έγκειται στό δτι οί έποπτιχές-έμπειρ ικές-νοηματιχές άποδείξεις πού παρέχει ή πρώτη, έξαρτώνται καί ισχύουν διά τών γλω σσικώ ν-σημειω τικίρν-λεκτικώ ν ένδεί- ξεων τής δεύτερης. Τό σημαντικό στό έπίπεδο τής μεταδόσιμης πληροφο­ρίας δέν είναι ή άναφορά στό γεγονός («τί εγινε») άλλά ή άναψορά στή γλώσσα καί ή ενδειξη τού λεκτικού τρόπου («πώς λέγεται»). Καί τοΰτο διότι ό δημοσιογράφος δέν καταγράφει γεγονότα (δέν είναι δελτίο ειδή­σεων τού ΟΤΕ), άλλά έγγράφει, μεταγράφει καί υπογράφει τή γραφή του στήν έφημερίδα ώς κατ’ έξοχήν σκηνή τής δημοσιότητας, δπου «δημοσι­εύω» σημαίνει «έπιθυμώ νά έκτεθώ», εκθέτοντας τήν άλήθεια στή δομή

1. Paul de Man, Allégories de la lecture, Galilée, a. 40 (6λ. καί στό περ. Λόγου χά- ριν, τ. 1, σ. 83).

94

τού ψεύδους, δηλαδή στό σκάνδαλο τής μεταφ οράς, άπ’ δπου άρχίζει, τό σφάλμα, τό κείμενο καί ή δραματοποίηση ή ή αύτοδιάψευση άκόμη κι αύτής τής είδησης. Δέν είναι άλλωστε καί ή είδησεογραφία, συσχετισμός μεταξύ κυριολεκτικού καί μεταφορικού νοήματος;

Είναι προφανές δτι στήν περίπτωση αύτή δέν άπαιτεϊται άπλώς ή νι- τσεϊκή άντιστροφή τής προτεραιότητας τής «θέλησης γιά άλήθεια» άπό «τή θέληση γιά έξαπάτηση» πού έξυπονοεϊ καί τήν Α νατροπή τής πρωτο­καθεδρίας τού νοήματος άπό τό σημείο, άλλά προϋποτίθεται καί ή ανα­σκευή τών «συνηθισμένων εκτιμήσεων» τών αίτιακών σχημάτων πού ύπη- ρετοΰν στά τυφλά οί κόλακες τής άντικειμενικότητας, προοδευτικοί καί συντηρητικοί, κιτρινιστές καί λευκαντικοί. Χρειάζεται, συνεπώς, «τόλμη γιά νά τοποθετηθεί κανείς πέραν τοϋ καλού καί τού κακού» ή τής άλή- θειας καί τού ψεύδους, άποδεχόμενος, άντί τού λογικού σχήματος τής άντίφασης, τό γλωσσολογικό σχήμα τής υπ οκατάστασης ή τού «τρ ό π ο ν» (trope), τό όποιο συνεχώς διαψεύδει «έστω καί μόνον επειδή εικάζει δτι τό νόημα άπό τό όποιο παρεκκλίνει [ή Ελλάδα, ή μαλακία, ή δημοκρατία, ή παιδεία, ή παρα-παιδεία, ή άντικειμενική δημοσιογραφία, ό μπεξαχτάς] θά μπο­ρούσε νά θεωρηθεί δτι είναι όριστικό καί έγκυρο».1 Καί χρειάζεται κυ­ρίως προσοχή γιά νά μήν εφησυχάσει ούτε καί μ’ αύτήν τή δυσνόητη γλωσσολογική άνατροπή, γιατί «μπορεί κανείς πάντοτε νά άντικαταστή- σει μιά λέξη μέ μιάν άλλη, άλλά δέν μπορεί, μέ μιά άπλή ένέργεια τής βούλησης, νά άντικαταστήσει τή μέρα μέ τή νύχτα, ή τήν άπόλαυση μέ τή θλίψη».2 Βέβαια, όποιος είναι τόσο προσεκτικός καί τόσο τολμηρός, δέν πάει σέ σχολές καί πανεπιστήμια ούτε ώς μαθητευόμενος ούτε ώς μάγος. Καί, φυσικά, δέν διανοείται νά προ-γράφει σέ έφημερίδα κάθε έβδομά- δα.

Τό δτι θά άθετοϋσα καί πάλι τήν υπόσχεση γιά μιά ενδελεχή «θεωρία τής επικοινωνίας» ήταν δεδομένο άπό τήν φύση τής ίδιας τής γλώσσας, τής όποίας τό «γεγονός» (τό fact) είναι ένα «artefact», ενα τέχνημα παρά

φύσιν. «Ή γλώσσα υπόσχεται (τόν έαυτό της)», γράφει ό de Man στά γερμανικά μι­μούμενος τό «Die Sprache spricht» («ή γλώσ­σα όμιλεί») τού Heidegger. Καί ή υπόσχεσή της πρέπει νά άθετηθεί. Τό παράδοξο είναι πώς «στό μέτρο πού είναι κατ’ άνάγκην άπατηλή, ή γλώσσα μεταδίδει, κατ’ άνάγκην έπίσης. τήν υπόσχεση τής δικής της άλή-

Ή άποτυχίαΠώς μπορεί κάτι νά γεννηθεί

άπό τό άντίθετό του; Παραδείγματος χάριν ή

άλήθεια άπό τήν πλάνη; ’Η ή θέληση γιά έξαπάτηση;

F. NIETZSCHE [Itiuiv roi' καλού καί τού κακού

1, 2. 6λ. τή βιβλιοκρισία τοϋ Paul de Man στό ’Επίμετρο τοϋ βιβλίου τοϋ Η.Bloom, Ή άγων ία τής έπίδρασης, "Αγρα, σ. 214-215.

95

«Δέν μπορείτε νά διαβάσετε θείας». Ποιά είναι λοιπόν ή άλήθεια μιας χωρίς νά μιλήσετε, νά μιλήσετε γλώσσας καί μιας επικοινωνίας έξ ορισμού

χωρίς νά ύποσχεθεϊτε, νά απατηλής; Μήπως ή πλάνη ώς «τό αντίθετό» νποσχεθεϊτε χωρίς νά γράψετε, » . , , »■· , ,,, , ' , , ,,Τ της η η πλάνη ως το ιδιο το μοντέλο τηςνα γράψετε χωρίς νά διαβάσετε , , , , , , , , , ,δ,τι έχετε ήδη ύποσχεθεΐ πρίν Υ^ωσσας, στη σχέση της με την αλήθεια, την άρχίσετε άκόμα νά μιλάτε». αιτιότητα καί τήν ταυτότητα; Καί πώς λέμε,

J. DERRIDA, γράφουμε ή διαβάζουμε τήν άλήθεια; ΠώςM ém oires pour Paul de M an ορκιζόμαστε ότι θά τήν πούμε; Μήπως χρη­

σιμοποιώντας τή δομή τής άνιδ ιοτελοϋς έξαπάτηστ]ς, τό πλάσμα τοϋ Rousseau, τή μεταφ ορά τοΰ Nietszche, τό ar­tefact τού Derrida, τήν άφάνιση τοϋ de Man, τόν δρκο τοΰ ιεροεξεταστή πού έπιμένει;

Ή θεωρία τής επικοινωνίας ώστόσο, ώς θεωρία τής άτιμίας - καί γιατί όχι, ώς ιστορία της - μπορεϊ νά διδαχθεί, διότι ή έπικοινωνία μόνον ώς θεωρία, δηλαδή ώς άποπροσωποποιημένη, άναστοχαστική διαδικασία γιά τό «πώς» (πώς μιλάς, πώς γράφεις, πώς διαβάζεις, πώς υπόσχεσαι) επιφέ­ρει τά άποσυντακτικά της άποτελέσματα, γιά τά όποια ή διδασκαλία (καί ή επικοινωνία ώς διδασκαλία) άξίζει τόν κόπο νά υπάρχει.

Τό γνωρίζω. Ή θεωρία αύτή είτε ώς στοχασμός γιά τόν σχηματισμό με­θόδου, όπως γράφει ό Paul de Man, είτε ώς μέθοδος γιά τόν σχηματισμό στοχασμού, όπως έγώ τουλάχιστον ύποστηρίζω, ε’ιτε ώς μέθοδος γιά τόν σχηματισμό μεθόδου, όπως τήν θέλει ή άγορά, πρόκειται σύντομα καί στήν Ε λλάδα νά «άνθίσει», τόσο στά δύο «ειδικά» πανεπιστημιακά τμήματα όσο καί στίς πολλά υποσχόμενες ιδιωτικές δημοσιογραφικές σχολές. "Ο,τι άσφαλώς δέν γνωρίζω είναι τό κατά πόσον «ή άνθηση αύτή άποτελεΐ θρίαμβο ή πτώση».

Μ' αύτήν τήν άπορία κλίνει ό οξυδερκής de Man τό κείμενό του «Ή άντίσταση στή θεωρία» πού θά προτείνω ενδεικτικά στά φετεινά μου μα­θήματα τής Θεωρίας τής επικοινωνίας, λαμβάνοντας ύπόψιν τήν κειμενική τον άλληγορία , όχι μόνον γιά τήν θεωρία, άλλά καί τήν άντίσταση στή θεωρία, στή γλώσσα καί στή ζωή μας μέσα στούς θεσμούς τών ιεροεξετα­στών καί τών έπιόρκων.

Ή άντίσταση στή θεωρία δέν είναι «άντίσταση στήν περί τής γλώσσας χρήση τής γλώσσας», οΰτε «άντίσταση, τής γλώσσας, καθ’ έαυτήν», άλλά άντίσταση διά τής γλώσσας στή βεβαιότητά μας καί στήν προθυμία μας «νά πιστέψουμε ότι, όταν άναφερόμαστε σέ κάτι πού ονομάζεται "γλώσ­σα”, γνωρίζουμε περί τίνος ομιλούμε, μολονότι είναι πιθανόν ότι δέν θά βρούμε άλλη λέξη στή γλώσσα τόσο ύπερ-προσδιορισμένη, φευγαλέα, πα­ραμορφωμένη καί παραμορφωτική όσο ή "γλώσσα”» .1

1. Paul de Man, «Ή άντίσταση στή θεωρία», μτφρ. Δ. Καψάλης, περ. Λόγον χάριν, τ. 1, 1990, σελ. 58.

96

Κι άν πρέπει νά πώ έδώ τά πράγματα μέ τό όνομά τους άκολουθώντας- καί παραβιάζοντας αυτόχρημα - τήν προτροπή τού Deleuze στό τελευ­ταία του βιβλίο, πού μάς ζητά νά άντισταθούμε μέ ένα «minimum» παρου­σίας στά ίδια τά πράγματα καί μάς προκαλεϊ νά βρούμε έναν τρόπο όμι- λίας άρκετά διαυγή ώστε νά τόν καταλαβαίνει ό «άντίπαλος», άν πρέπει δηλαδή νά έπιδείξω δτι οί «έννοιες» καί τά «σχήματα» δέν είναι «γενικό­τητες», άν έπιτέλους οφείλω νά είμαι «ξένος στήν ίδια μου τή γλώσσα» γιά νά τής προσδώσω δύναμη μέ δ,τι μού έπιτρέπεται άκόμη νά κάνω: μέ τήν γοαφή πού «έλευθερώνει τή ζωή άπ’ δ,τι τήν δεσμεύει», τότε ή άντίστασή μου δ ιά τής γλώσσας, είναι άντίστασή «στίς θρησκείες, στά κράτη, στόν καπιταλισμό, στήν έπιστήμη, στό δίκαιο, στήν κοινή γνώμη, στήν τηλεόρα­ση», άντίστασή πού ώστόσο είναι ή ϊδια θεωρία. Έ δώ, ή υπόσχεση δέν είναι παραπλανητική. Ή θεωρία δέν έκπίπτει σέ ρητορικές κοινοτοπίες. Ή ϊδια, έπιβάλλοντας κριτικά τήν αύτοαντίστασή της («ή γλώσσα πού όμι- λεϊ είναι ή γλώσσα τής αύτοαντίστασης»), θέτει καί αίρει πάραυτα τόν έαυτό της, τόν διαιρεί σέ άγνοια καί γνώση κι άφήνει στό πηλίκον της τό άνέφικτο: μιά «δύναμη άρνητική» πού ούτε άξιολογεΐ ούτε καί μεταβάλλει, άλλά άπλώς άναβάλλει - ώς διαφω ρά, - δ,τι πάει νά ολοκληρωθεί, νά συ­στηματοποιηθεί, νά κλείσει. 'Η θεωρία - τό σημειώνει ό Δ. Καψάλης στό κείμενό του γιά τόν de Man - έπιφέρει μιά «ριζική άναστολή κάθε άξιολο- γικού συστήματος, πού άποζητά τή νομιμότητά του στή "θεωρία”».1

0 ά έπρεπε καί πάλι νά παραδεχθώ τήν προκαταβολική, διπλή - θεωρη­τική καί έπικοινωνιακή - άποτυχία νά διαβάζω, νά μιλώ, νά ύπόσχομαι, νά γράφω;

Επιτυγχάνω;

1. Βλ. Δ. Καψάλης, «"'Η άντίστασή στή θεωρία’’: ’Αντί εισαγωγής», περ. Λόγου χάριν, t . 1, 1990, σελ. 44.