Παράδοξα

63
Α/Α: 1192448 Εντυπο: 7 Ημ/νία: 29/08/2004 Σελίδα: 29 Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Η εξαΰλωση των επιδόσεων του Ευγένιου Αρανίτση Πλέον, το θέαμα δεν μπορεί να είναι τέτοιο παρά μόνον εφόσον προσλάβει μορφή ριζικής ακρότητας. Είτε θα είναι θέαμα αιχμής είτε δεν θα είναι καν ορατό. Οπότε, το να διακρίνουμε, ακόμη σήμερα, επιμέρους ανώμαλες αιχμές στα σενάρια του θεάματος, πρέπει αυτό καθεαυτό να θεωρηθεί χάσιμο χρόνου. Μεταξύ μας, αν η ελληνική Ολυμπιάδα είχε ως διά μαγείας εναρμονιστεί με την ιδέα του αληθινού μέτρου, όπως είχαν υποσχεθεί οι διοργανωτές της σ' έναν αστεϊσμό ολκής, θα προοριζόταν επίσης να αναμεταδοθεί από ραδιόφωνα με λυχνίες. Οφείλει λοιπόν αδιάκοπα να υποδέχεται κανείς τα όσα συμβαίνουν σαν μοιραία και λογικώς αναμενόμενα επακόλουθα της τάσης να ικανοποιηθεί το ρεαλιστικώς ανικανοποίητον, η οποία χαρακτηρίζει τον κόσμο μας εν γένει ως υπαρξιακή ανισορροπία και που, από μια λιγότερο ηθική σκοπιά, δεν σημαίνει παρά την είσοδο της λεγόμενης πολιτισμένης ανθρωπότητας στον μονόδρομο της απορύθμισης. Οχημα της εισόδου είναι η υπερβολή, ο υπερθετικός βαθμός. Ξεπέρασμα των καλύτερων επιδόσεων, υπερπλειοδοσία, κυνήγι του απολύτου, θραύση των ορίων, αναβάθμιση της αμέσως προηγούμενης αναβάθμισης, ακραίος υπερθεματισμός της ίδιας της ακρότητας, αυτό είναι το πνεύμα που διέπει όχι μόνον τον αθλητισμό αλλά, εξίσου, το παραλήρημα των ΜΜΕ, την παιδεία, την τέχνη, το σεξ, τον πόλεμο, την οικονομία, τις εφαρμογές της βιολογίας, την καλλιέργεια της γης, την ανάπτυξη και, προπαντός, το τεχνολογικό μας πεπρωμένο. Κυβερνήσεις τριτοκοσμικών χωρών όπως η δική μας, είναι ικανές να ζητήσουν και τα ρέστα από τους παραγωγούς των αναβολικών, λες και αυτοί εισέβαλαν ξαφνικά απ' τον Αρη. Παλιάς σχολής φιλόσοφος, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι σε θέση να διακρίνει το ντόπινγκ στα ρεκόρ νεοπλουτισμού που εξασφάλισαν τα βεγγαλικά στη δεξίωση της Αγγελοπούλου. Επόμενο ήταν να αναγνωρίζεται ο αθλητισμός ως ο κατεξοχήν τόπος, ή έστω η βιτρίνα του, όπου τα ρεκόρ, κυριολεκτικά αστρονομικής τάξεως, στηρίζουν την αίγλη ενός ανθρώπινου όντος ολότελα αποκομμένου από την κοίτη της φυσικής του ύπαρξης. Αυτή η καθόλου εκπληκτική πρωτοκαθεδρία μάς επιτρέπει να δούμε μέχρι ποίου σημείου η δημοπρασία των ρεκόρ μπορεί να αποχαλινωθεί και μαζί της η παραισθητική λατρεία προς την εκδοχή ενός ανθρώπου ο οποίος έπαψε να είναι άνθρωπος ώστε να μπει στην κενή θέση του θεού που δεν έχουμε. Ντοπαρισμένος με οκτάνια πέραν του ορίου ασφαλείας, στο τέλος εκρήγνυται. Θα εξαφανιστεί αστραπιαία απ' την οθόνη του θεάματος όπως ο χολιγουντιανός σούπερμαν που κατέληξε στο αναπηρικό καροτσάκι. Διότι εδώ, στον αθλητισμό, πιο φανερά απ' ό,τι οπουδήποτε αλλού, ο πλειοδότης καταβάλει ευχαρίστως το αντίτιμο ενός σώματος εκ πρώτης όψεως παντοδύναμου αλλά στην πραγματικότητα εξαφανισμένου κάτω απ' τις αφόρητες πιέσεις των απαιτήσεων, του οποίου το ύστατο ορατό περίβλημα παραχωρείται στους αυτοκράτορες της διαφήμισης των πολυεθνικών σαν απομεινάρι θηριώδους βουλιμίας. Το έχουν κατασπαράξει. Αν το πετάνε στα σκουπίδια μόλις η αποδοτικότητά του ξεπεραστεί από ένα ακόμη πιο βελτιωμένο σώμα ή μόλις το συλλάβουν επ' αυτοφώρω να παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τυπικά τον ανταγωνισμό, είναι για να μας θυμίσουν, άθελά τους, ότι όλο αυτό μπορεί να φτιαχτεί από το μηδέν, όπως το λογισμικό των πληροφοριακών δικτύων ή τα σαμπουάν. Εξ ου και η χημεία ποτέ δεν ήταν, στην υπόθεση που συζητάμε, εντελώς άχρηστη. Οντως, είναι ειδικά σ' ένα τέτοιο σημείο οριακής έντασης μεταξύ φυσικής αντοχής και τεχνικής δυνατότητας όπου αναγνωρίζει κανείς τον ηγετικό ρόλο του πρωταθλητισμού ως μοντέλου ιεράρχησης των αξιών. Σ' αυτό τον ρόλο εκπαιδεύονται οι πάντες, αλλιώς πεθαίνουν. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να διαπιστώσουμε ότι η εμπροσθοφυλακή αυτής της στρατιάς είναι οι αριστούχοι μαθητές, οι ικανοί να απαντούν μηχανικά σε απειράριθμα τεστ επιλογής, όπως οι υπολογιστές που φτιάχτηκαν στα μέτρα τους. Ως προς τον σπασμωδικό τρόπο με τον οποίο όλοι αυτοί οι ντοπαρισμένοι νεαροί πρωταθλητές της υποτιθέμενης γνώσης ξεπερνούν τον εαυτό τους μέχρις ότου καταλήξουν υποκείμενα μιας ζωής χωρίς νόημα, το ντοπάρισμα αποκτά τη φήμη μιας προϋπόθεσης απαραβίαστης. Ετσι, μεταφορικό ή χημικό, το ντοπάρισμα δεν είναι στην ουσία παρά η άνευ όρων παράδοση στη λογική που διέπει την αέναη αύξηση της δόσης σε βάρος του λήπτη. Το κατά πόσον αυτό σχετίζεται με ενέσεις ορμονών ή με την πλύση εγκεφάλου, με τα φυτοφάρμακα ή με τα trends της σεζόν, η διαφορά είναι δευτερεύουσα. Κι ένα παιδί ακόμη, περπατώντας στους διαδρόμους των πολυκαταστημάτων, εκεί όπου εκτίθενται οι εκατοντάδες των απορρυπαντικών, αντιλαμβάνεται ότι η ντόπα, όπως τη χειρίζεται ο μεταμοντέρνος πολιτισμός, είναι ταυτοχρόνως χημική και πληροφοριακή. Η λαχτάρα για το απολύτως απόλυτο λευκό, δηλαδή για κάτι πιο λευκό από το ήδη λευκό, γίνεται το κύκνειο άσμα της νοικοκυράς. Θα πέσει κι αυτή μαχόμενη υπέρ μιας λευκότητας που υπάρχει μόνον στο συλλογικό φαντασιακό. Σ'αυτόν τον ιλιγγιώδη αγώνα δρόμου ανάμεσα στους αριθμούς των επιδόσεων και στη στρατηγική των απαιτήσεων του θεάματος, όπου η κάθε είδους ντόπα γίνεται ρυθμιστής, τα βαρίδια που έσερνε κάποτε ο κατάδικος με τα πόδια του γίνονται τα φτερά του Ερμή. Καταλαβαίνετε σε ποια βάρη αναφέρομαι· αφήνω τη μεταφορά ανοιχτή.

description

Κείμενα από την στήλη του Ευγένιου Αρανίτση στην Ελευθεροτυπία, περίοδος 2003-4

Transcript of Παράδοξα

Page 1: Παράδοξα

Α/Α: 1192448Εντυπο: 7Ημ/νία: 29/08/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Η εξαΰλωση των επιδόσεων του Ευγένιου Αρανίτση Πλέον, το θέαμα δεν μπορεί να είναι τέτοιο παρά μόνον εφόσον προσλάβει μορφή ριζικής ακρότητας. Είτε θα είναι θέαμα αιχμής είτε δεν θα είναι καν ορατό. Οπότε, το να διακρίνουμε, ακόμη σήμερα, επιμέρους ανώμαλες αιχμές στα σενάρια του θεάματος, πρέπει αυτό καθεαυτό να θεωρηθεί χάσιμο χρόνου. Μεταξύ μας, αν η ελληνική Ολυμπιάδα είχε ως διά μαγείας εναρμονιστεί με την ιδέα του αληθινού μέτρου, όπως είχαν υποσχεθεί οι διοργανωτές της σ' έναν αστεϊσμό ολκής, θα προοριζόταν επίσης να αναμεταδοθεί από ραδιόφωνα με λυχνίες.

Οφείλει λοιπόν αδιάκοπα να υποδέχεται κανείς τα όσα συμβαίνουν σαν μοιραία και λογικώς αναμενόμενα επακόλουθα της τάσης να ικανοποιηθεί το ρεαλιστικώς ανικανοποίητον, η οποία χαρακτηρίζει τον κόσμο μας εν γένει ως υπαρξιακή ανισορροπία και που, από μια λιγότερο ηθική σκοπιά, δεν σημαίνει παρά την είσοδο της λεγόμενης πολιτισμένης ανθρωπότητας στον μονόδρομο της απορύθμισης. Οχημα της εισόδου είναι η υπερβολή, ο υπερθετικός βαθμός. Ξεπέρασμα των καλύτερων επιδόσεων, υπερπλειοδοσία, κυνήγι του απολύτου, θραύση των ορίων, αναβάθμιση της αμέσως προηγούμενης αναβάθμισης, ακραίος υπερθεματισμός της ίδιας της ακρότητας, αυτό είναι το πνεύμα που διέπει όχι μόνον τον αθλητισμό αλλά, εξίσου, το παραλήρημα των ΜΜΕ, την παιδεία, την τέχνη, το σεξ, τον πόλεμο, την οικονομία, τις εφαρμογές της βιολογίας, την καλλιέργεια της γης, την ανάπτυξη και, προπαντός, το τεχνολογικό μας πεπρωμένο. Κυβερνήσεις τριτοκοσμικών χωρών όπως η δική μας, είναι ικανές να ζητήσουν και τα ρέστα από τους παραγωγούς των αναβολικών, λες και αυτοί εισέβαλαν ξαφνικά απ' τον Αρη. Παλιάς σχολής φιλόσοφος, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι σε θέση να διακρίνει το ντόπινγκ στα ρεκόρ νεοπλουτισμού που εξασφάλισαν τα βεγγαλικά στη δεξίωση της Αγγελοπούλου.

Επόμενο ήταν να αναγνωρίζεται ο αθλητισμός ως ο κατεξοχήν τόπος, ή έστω η βιτρίνα του, όπου τα ρεκόρ, κυριολεκτικά αστρονομικής τάξεως, στηρίζουν την αίγλη ενός ανθρώπινου όντος ολότελα αποκομμένου από την κοίτη της φυσικής του ύπαρξης. Αυτή η καθόλου εκπληκτική πρωτοκαθεδρία μάς επιτρέπει να δούμε μέχρι ποίου σημείου η δημοπρασία των ρεκόρ μπορεί να αποχαλινωθεί και μαζί της η παραισθητική λατρεία προς την εκδοχή ενός ανθρώπου ο οποίος έπαψε να είναι άνθρωπος ώστε να μπει στην κενή θέση του θεού που δεν έχουμε. Ντοπαρισμένος με οκτάνια πέραν του ορίου ασφαλείας, στο τέλος εκρήγνυται. Θα εξαφανιστεί αστραπιαία απ' την οθόνη του θεάματος όπως ο χολιγουντιανός σούπερμαν που κατέληξε στο αναπηρικό καροτσάκι.

Διότι εδώ, στον αθλητισμό, πιο φανερά απ' ό,τι οπουδήποτε αλλού, ο πλειοδότης καταβάλει ευχαρίστως το αντίτιμο ενός σώματος εκ πρώτης όψεως παντοδύναμου αλλά στην πραγματικότητα εξαφανισμένου κάτω απ' τις αφόρητες πιέσεις των απαιτήσεων, του οποίου το ύστατο ορατό περίβλημα παραχωρείται στους αυτοκράτορες της διαφήμισης των πολυεθνικών σαν απομεινάρι θηριώδους βουλιμίας. Το έχουν κατασπαράξει. Αν το πετάνε στα σκουπίδια μόλις η αποδοτικότητά του ξεπεραστεί από ένα ακόμη πιο βελτιωμένο σώμα ή μόλις το συλλάβουν επ' αυτοφώρω να παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τυπικά τον ανταγωνισμό, είναι για να μας θυμίσουν, άθελά τους, ότι όλο αυτό μπορεί να φτιαχτεί από το μηδέν, όπως το λογισμικό των πληροφοριακών δικτύων ή τα σαμπουάν. Εξ ου και η χημεία ποτέ δεν ήταν, στην υπόθεση που συζητάμε, εντελώς άχρηστη.

Οντως, είναι ειδικά σ' ένα τέτοιο σημείο οριακής έντασης μεταξύ φυσικής αντοχής και τεχνικής δυνατότητας όπου αναγνωρίζει κανείς τον ηγετικό ρόλο του πρωταθλητισμού ως μοντέλου ιεράρχησης των αξιών. Σ' αυτό τον ρόλο εκπαιδεύονται οι πάντες, αλλιώς πεθαίνουν. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να διαπιστώσουμε ότι η εμπροσθοφυλακή αυτής της στρατιάς είναι οι αριστούχοι μαθητές, οι ικανοί να απαντούν μηχανικά σε απειράριθμα τεστ επιλογής, όπως οι υπολογιστές που φτιάχτηκαν στα μέτρα τους. Ως προς τον σπασμωδικό τρόπο με τον οποίο όλοι αυτοί οι ντοπαρισμένοι νεαροί πρωταθλητές της υποτιθέμενης γνώσης ξεπερνούν τον εαυτό τους μέχρις ότου καταλήξουν υποκείμενα μιας ζωής χωρίς νόημα, το ντοπάρισμα αποκτά τη φήμη μιας προϋπόθεσης απαραβίαστης.

Ετσι, μεταφορικό ή χημικό, το ντοπάρισμα δεν είναι στην ουσία παρά η άνευ όρων παράδοση στη λογική που διέπει την αέναη αύξηση της δόσης σε βάρος του λήπτη. Το κατά πόσον αυτό σχετίζεται με ενέσεις ορμονών ή με την πλύση εγκεφάλου, με τα φυτοφάρμακα ή με τα trends της σεζόν, η διαφορά είναι δευτερεύουσα. Κι ένα παιδί ακόμη, περπατώντας στους διαδρόμους των πολυκαταστημάτων, εκεί όπου εκτίθενται οι εκατοντάδες των απορρυπαντικών, αντιλαμβάνεται ότι η ντόπα, όπως τη χειρίζεται ο μεταμοντέρνος πολιτισμός, είναι ταυτοχρόνως χημική και πληροφοριακή. Η λαχτάρα για το απολύτως απόλυτο λευκό, δηλαδή για κάτι πιο λευκό από το ήδη λευκό, γίνεται το κύκνειο άσμα της νοικοκυράς. Θα πέσει κι αυτή μαχόμενη υπέρ μιας λευκότητας που υπάρχει μόνον στο συλλογικό φαντασιακό.

Σ'αυτόν τον ιλιγγιώδη αγώνα δρόμου ανάμεσα στους αριθμούς των επιδόσεων και στη στρατηγική των απαιτήσεων του θεάματος, όπου η κάθε είδους ντόπα γίνεται ρυθμιστής, τα βαρίδια που έσερνε κάποτε ο κατάδικος με τα πόδια του γίνονται τα φτερά του Ερμή. Καταλαβαίνετε σε ποια βάρη αναφέρομαι· αφήνω τη μεταφορά ανοιχτή.

Page 2: Παράδοξα

Πηγή: 7

Α/Α: 1190548Εντυπο: 7Ημ/νία: 22/08/2004 Σελίδα: 31Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Παιδί σε χάρτινη βάρκα του Ευγένιου Αρανίτση «Δεν ξέρω τι μου λες, εμένα μου άρεσε».

Ενας συνάδελφος

Θα αποπειραθώ να φωτίσω, εμμέσως, το γιατί η σκηνή του παιδιού μέσα στη χάρτινη βάρκα, στην τελετή έναρξης, θα ήταν από τις σπουδαιότερες που έδειξε ποτέ η τηλεόραση, παγκοσμίως, από την ίδρυσή της, αν το αγόρι δεν χαμογελούσε.

Ντροπαλός, δόξα τω Θεώ, ο Παπαϊωάννου έχει το χάρισμα του τρακ μπροστά στο ηλίθιο μάτι της κάμερας. Αντιθέτως, το ταλέντο του στο να λεπτολογεί τις αντιφάσεις της μοντέρνας αισθητικής και να αυτοσχεδιάζει με το συμπέρασμα, που το κρατάει στα ακροδάχτυλα σαν άνθος, είναι ταλέντο θαρραλέο. Αλλιώς δεν θα αναλάμβανε την Ολυμπιάδα, οσονδήποτε καλή γνώμη κι αν είχε για τους μαικήνες.

Φυσικά, το θάρρος δεν αρκεί. Το ότι το υπερθέαμα της έναρξης διατηρούσε και υπέθαλπε μιαν εμπειρία μαγείας για τους πολλούς, δεν υπάρχει αντίρρηση, ωστόσο αποτελεί ζωηρή πρόκληση το να λάβουμε υπ' όψιν πως αυτή η μαγεία τροφοδοτείται, σε υψηλό βολτάζ, από τις τεχνικές της υποβολής. Θα είχα πει το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο ρωτώντας, για παράδειγμα, αν το θέαμα, εκτός από το να «μαγέψει», εκτός από το να είναι «συναρπαστικό», «καταπληκτικό», «σαγηνευτικό», «υπνωτιστικό», «εκτυφλωτικό», «φαντασμαγορικό» κ.λπ., τέλος εκτός απ' το να είναι, καθώς ειπώθηκε, «θέαμα υψηλής αισθητικής», περίπου όπως και σε μιαν επίδειξη μόδας, ήταν μήπως και κάτι περισσότερο. Θα έπρεπε; Ισως όχι, όταν πρόκειται για τηλεοπτική υπερπαραγωγή προορισμένη να αφοπλίσει τέσσερα δισεκατομμύρια τηλεθεατές.

Η ένσταση, σε ό,τι με αφορά, θεμελιώνεται επιπλέον στην αίσθηση ότι ο Παπαϊωάννου ωρίμασε σαν ένας αμιγώς δυτικός καλλιτέχνης, που σημαίνει ότι προσεγγίζει την Ανατολή του ελληνικού μείγματος Ανατολής-Δύσης από ιδεαλιστική απόσταση, μεταχειριζόμενος το περιεχόμενό της ως κάτι εξωτικό. Εξυπακούεται ότι αυτό το βλέμμα ανήκει στον ρομαντισμό. Είναι ένα βλέμμα δίχως πένθος και δίχως χιούμορ. Επομένως, το ότι τον επέλεξαν προδίδει στρατηγική σοφία, αφού το θέαμα απευθυνόταν σε δυτικούς καταναλωτές, λίγο πολύ αναθρεμμένους με την εντύπωση ότι Ελλάδα ίσον Αριστοτέλης συν Καζαντζάκης διά του δύο.

Στη γραμμή που μαρτυρούν οι τυπικές προτιμήσεις για τον Μάλερ, την Κάλλας, τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι, τι άλλο θα ακουγόταν αν όχι το λιπόθυμο λάκτισμα ενός ρομαντικού θριάμβου; Ετσι απαλείφεται αυτό που συνδέει όντως τις εικόνες της ελληνικής κληρονομιάς, κυριολεκτικά από τον Παρμενίδη μέχρι τον Ελύτη, για να μην πούμε και για τον Καζαντζίδη ή την Μπέλλου και τη Σαπφώ Νοταρά, και που είναι ακριβώς το σκοτεινό φως του μεσογειακού Ηλιου-Θανάτου, η μοίρα-κακομοίρα μας φωτισμένη από την τραγική συνείδηση.

Διότι ο κοινός παρονομαστής ουδέποτε ήταν ο Ερως, όπως δείχνει να πιστεύει εξωραϊστικά ο Παπαϊωάννου μαζί με τη Δύση σύσσωμη, και απόδειξη ότι ο αρχαιοελληνικός Ερως και η Αγάπη του ανατολικού χριστιανισμού καθόλου δεν ταυτίζονται, τουλάχιστον ως προς τη φιλοσοφική και συγκινησιακή τους διάσταση. Απεναντίας, ο παρονομαστής είναι το θαύμα και συνάμα μαρτύριο της απαρέγκλιτης υποχρέωσης των ελλήνων ανθρώπων στο να προκαλούν συγκυρίες πάντοτε διαπροσωπικές, χαμηλόφωνες, χαριτωμένες και πένθιμες, θυσιαστικές και οργίλες, πλήρεις σφαλμάτων και πλήρεις θεών ιδιοτελών και μισότρελων αλλά με όμορφα ματοτσίνορα. Είναι δυνατόν να αναφερθούμε στην ταυτότητά μας δίχως τραγέλαφους, κλαυσίγελο και αμφισημίες.

Αυτό ο Παπαϊωάννου, από ιδιοσυγκρασία, και σε πείσμα της καλλιτεχνικής του οξυδέρκειας, που είναι η οξυδέρκεια ενός εστέτ, ελάχιστα διατίθεται να το αντιληφθεί, με αποτέλεσμα να εναποθέσει τη συρραφή των εικόνων του στον ιμάντα της κυλιόμενης δυτικής ματιάς, νεοκλασικής και ρομαντικής, προσιτής σε όλους, ιδιαίτερα στις κάμερες, καθαρής, «αριστοτελικής», αβαθούς και νυχτερινής. Στην πραγματικότητα, το μυστήριο της νύχτας, για μας, βασιλεύει στη διάρκεια του καλοκαιρινού μεσημεριού, δηλαδή σαν μια ενστικτώδης παραδοχή της συνάρτησης μεταξύ φωτός και θανάτου. Είναι αλήθεια ότι αυτό, ακόμη και να το αισθανόταν ο Παπαϊωάννου, ακόμη αν υπογράμιζε ή υπονοούσε το μίσος του για τον απαθή τουρισμό των εικόνων, οι ξένοι δεν θα το καταλάβαιναν, οπότε έπραξε, άθελά του, πάρα πολύ λογικά.

Το μεγάλο κοινό, δρώντας σαν ένα ωκεάνιο πλάσμα που σαλεύει νανουρισμένο από τις αναλαμπές, οδηγείται στο να ευφρανθεί από την έλλειψη της αναμενόμενης τηλεοπτικής κακογουστιάς των σίριαλ, και αυτό, θα πίστευε κανείς, συνιστά υπολογίσιμη κατάκτηση. Εντούτοις, εξαιτίας μιας Ιστορίας απ' την οποία δεν γίνεται να ξεφύγουμε, η κακογουστιά ενεδρεύει εκεί όπου και ο

Page 3: Παράδοξα

ιδιοφυέστερος καλλιτέχνης δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει, παρά σωπαίνοντας ή διά της παρωδίας. Εν ολίγοις, είναι τέτοιων διαστάσεων η ήδη συντελεσμένη κατάχρηση εις βάρος των εμβλημάτων, ώστε αυτά έμειναν κενά και διαφανή προ πολλού. Μπορείς να παίζεις εκκεντρικά μ' αυτή τη διαφάνεια, αποκλείεται όμως να ξαναδείξεις ερωτιδείς και κίονες, αμφορείς και νύμφες, ειδώλια και δάδες, Καραγκιόζη και ναύτες του Τσαρούχη, δίχως να διεγείρεις μια αίσθηση αφόρητης κοινοτοπίας, η οποία ισοδυναμεί με την καταδίκη μας για το ότι υπερθεματίσαμε προς την κατεύθυνση της φθίνουσας επανάληψης. Ο έρως, οσονδήποτε παραπλανητικός στην αιώρησή του, καταλήγει, από μόνος του, δύο φορές αιωρούμενος, μία στη σκηνή και μία στη στάθμη του νοήματος, άρα αδιάφορος ακόμη και όταν μεσουρανεί αυγουστιάτικα.

Ασφαλώς ο Παπαϊωάννου, έχοντας αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της παραγγελίας, είναι ο τυχερός του αιώνα, και το να τον συμπαθεί κανείς επιτρέπει να μοιραστεί μαζί του κάτι από το ρίγος της αμοιβαιότητας καλλιτέχνη και κοινού, συνείδησης και θεσμών. Παράλληλα χρεώθηκε διά παντός το ότι υποτίμησε τη δυνατότητα μιας αντίστροφης λύσης, όχι εντυπωσιακής αλλά μυσταγωγικής και παιδαγωγικής, φερ' ειπείν μιας παντομίμας του παπαδιαμαντικού Ονείρου στο κύμα, όπου συναντάμε την ανατολικομεσογειακή Πεμπτουσία, όπως θα τη συναντούσαμε παραλίγο κατά τη διάρκεια της κρυφής του αναφοράς στην Ευδοκία του Δαμιανού. Ποιος θα την καλωσόριζε δίχως επιφυλάξεις; Σίγουρα όχι το BBC, ο δε «Αθήνα 2004» μάλλον θα έβρισκε το προϊόν ιδιαίτερα πενιχρό σε δολώματα.

Κοντολογίς, το ερώτημα για έναν καλλιτέχνη που τα βγάζει πέρα σε ένα τέτοιο αυτοκτονικό εγχείρημα έχει ως εξής: πού τον οδηγεί αυτό το «πέρα», ποια είναι η όχθη; Δεν εννοώ από την άποψη μιας καταξίωσης μετρημένης σε βαθμούς οικουμενικής ακροαματικότητας αλλά σε ό,τι σχετίζεται με τις ευπρόσδεκτες υποχωρήσεις που κάνει η τέχνη του ώστε να κρατήσει ανοιχτή γραμμή με το πνεύμα της ευρέως αρεστής διακόσμησης των ταμπλό βιβάν. Πόσο πιο απλά να το πω; Η δουλειά του Παπαϊωάννου ήταν το πανοραμικό έργο ενός φιλέλληνα. Πηγή: 7

Α/Α: 1188126Εντυπο: 7Ημ/νία: 15/08/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Ενας πατέρας στο Μικρό Cafe του Ευγένιου Αρανίτση Βλέπω τους τουρίστες να συνωστίζονται στα σοκάκια απ' όταν ήμουν νήπιο, αφού μεγάλωσα σε μια απ' τις προσφιλείς αποικίες τους, που ήταν τότε ένα είδος παραρτήματος της Κυανής Ακτής στην Ανατολή. Εξέπεμπαν, εκείνη την εποχή, τη μειλίχια ευχαρίστηση ανθρώπων που απολάμβαναν το παιχνίδι των έξι αισθήσεων, γύρω από ακριβοπληρωμένες παραξενιές για λίγους και εκλεκτούς, ντυμένοι στα λευκά και χαμογελώντας επειδή είχαν το δικαίωμα να αψηφούν τον χρόνο. Τώρα τους συνοδεύει η θλίψη και η ρηχότητα των ημερήσιων προγραμμάτων μαζικής μετακίνησης πάνω σ' έναν ακατανόητο χάρτη. Φωτογραφίζουν τα πάντα, απελπισμένοι, μέχρι την οριακή εξάντληση, οπότε η ματαιοπονία λήγει άδοξα με το σφύριγμα της σειρήνας του κρουαζιερόπλοιου. Τυφλοί και κουφοί, περικυκλώνουν την πόλη ώστε να βρίσκονται πάντα παντού, που θα πει να μη βρίσκονται ποτέ εδώ και τώρα.

Ομως σ' αυτό το εξαντλημένο πλήθος, σ' ένα πολυσύχναστο σταυροδρόμι της οδού Νικηφόρου Θεοτόκη, απέναντι απ' το Μικρό Cafe, η ματιά μου συνάντησε ξαφνικά το ράγισμα ενός αδιόρατου θεάματος που αναδύθηκε σαν θαυμαστό και ανεπανάληπτο έργο της σύμπτωσης, διαρκώντας έστω για ένα δευτερόλεπτο. Το θέαμα εκείνο, περί του οποίου σας μιλάω, θέαμα στιγμιαίο και συνάμα αιώνιο, δεν ήταν άλλο απ' το περιοδεύον ανάστημα ενός πατέρα που μετέφερε τον γιο του στους ώμους.

Αν το ρήμα «μετέφερε» είναι ή όχι το κατάλληλο δεν ξέρω, όπως δεν ξέρω αν το ρήμα της δικής μου αντίδρασης είναι «είδα», «παρατήρησα», «αντίκρισα» ή κάτι λιγότερο τυπικό. Πάντως το προτιμώ για τη διπλή του αντήχηση, θετική και αρνητική, μοιρασμένη ανάμεσα στη μεταφορά ενός άχθους και στη λογοτεχνική μεταφορά, τη μητέρα όλων των εσωτερικών μας τοπίων.

Θα πίστευε κανείς πως η σκηνή ήταν απλώς μουδιασμένη απ' την επαφή της με τη δική μου συναισθηματική πραγματικότητα, όμως υπήρχαν στο βάθος της νεύματα πέρα απ' τη συγκίνηση. Τη χαρακτήριζε φυσικά η στοργή, η κάπως εύθυμη, εγκάρδια και καλόγουστη υπακοή εκείνου του στωικού πατέρα στο καθήκον. Ωστόσο ήταν πρόδηλο ότι ο άνθρωπος μετέφερε στους ώμους κάτι περισσότερο απ' το παιδί του. Και σ' αυτό το περισσότερο ένιωσα την επιθυμία να σταθώ, ενώ αυτός εκινείτο.

Ψηλός και αδύνατος, αφυδατωμένος από τον ήλιο και το αλάτι, με τη γαμψή μύτη που συναντάς σε ορισμένες επιμειξίες της κεντρικής Μεσογείου, μάλλον άσχημος, ο πατέρας είχε έναν τρόπο να προσθέτει τα πέντε ή έξι χρόνια της ηλικίας του γιου του στα δικά του χρόνια, και ταυτοχρόνως να τα αφαιρεί. Αυτό εξυπηρετούσε την ανάγκη μου να συλλάβω τη σκηνή σ' έναν διπλό αντικατοπτρισμό, να πειστώ ότι ήταν οφθαλμαπάτη. Επειδή η μεταφορά παραμένει αμφίσημη, όπως το σκοτεινό φως των ποιητών μας.

Αρχετυπικές αναλογίες ξυπνούσαν ήδη μέσα μου μ' ένα ευχάριστο τρικύμισμα. Θυμήθηκα ότι το

Page 4: Παράδοξα

παιδί, σαν σύμβολο, τροφοδοτεί τόσες και τόσες εικόνες αγγελιοφόρου, οδηγού, περάτη ή συμβούλου. Εμφανίζεται σε αμέτρητα οράματα, στο κατώφλι κρίσιμων διλημμάτων, και προτείνει στον ενήλικο μιαν αστραπιαία λύση, απέριττη όσο και οι αυτοματισμοί με τους οποίους η φύση προσπερνάει τα αινίγματα που η ίδια δημιουργεί. Το παιδί, στις αλληγορίες, είναι κάτι σαν άγγελος που εισβάλλει στον φωτισμένο νου με φράσεις όπως «Πήγαινε από κει!», «Στάσου εδώ!», «Ξύπνα!», «Τι ποιείς ώδε;», «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!» και τα συναφή.

Το παιδί πάνω στον πατέρα, ένας μικρός άνθρωπος πάνω σ' έναν μεγάλο άνθρωπο, μου θύμισε ακόμη τη σταθερά διαταραγμένη συνάρτηση μεταξύ πνεύματος και σώματος, η οποία δυναστεύει, από την ίδρυσή του, ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό σαν σχίσμα ή όνειρο χαμένης ενότητας. Εδώ, το σύστημα των δύο σωμάτων έμοιαζε ιδιαίτερα εύγλωττο, χάρη στην ενάρετη συγκατοίκηση μιας μαθητευόμενης συνείδησης με το πλάσμα που τη γέννησε, προικίζοντάς την με τη στάση του ιππέα, ψυχική και ορθοπεδική. Εκδηλώνοντας την κληρονομική ικανότητα της ελαφίνας που ακολουθεί το κύμα της χλόης, το σώμα του παιδιού ήταν απαθές και, παρ' ολ' αυτά, γεμάτο έξαψη.

Τέλος, όταν το παιδί καθισμένο στους ώμους του πατέρα του έδειχνε προς τα δεξιά, διόλου δεν έδειχνε όπως το άγαλμα του Καποδίστρια προς την Ηπειρο. Ούτε όπως τραβάμε το χαλινάρι του αλόγου για να στρίψει, ούτε όπως διατάζουμε έναν υπηρέτη, αλλά με την ήρεμη ένταση με την οποία ο Βούδας δείχνει το άνθος στο κήρυγμα του Ζεν. Πραγματικά, δεν υπήρχε τίποτα να δεις προς την υποδεικνυόμενη κατεύθυνση, αφού, εξάλλου, αν κάτι στον κόσμο άξιζε την προσοχή του πατέρα, αυτό το κάτι ήταν ακριβώς η εξαιρετική και δίχως κατάλοιπα συμφιλίωση του ίδιου με το παιδί του. Περιέργως, μπορούσε να δει τα πάντα, π.χ. τα αξιοθέατα, εκτός απ' αυτό το μοναδικό θέαμα του φορτωμένου εαυτού του. Θα του χρειαζόταν οπωσδήποτε ένας καθρέφτης.

Ο καθρέφτης ήμουν εγώ, που υπήρξα, κάποτε, ορφανός. Ετσι, θυμήθηκα, επιπλέον, σκηνές που έδιναν στην αναλογία αρνητικό πρόσημο, φέρ' ειπείν τον αμνό που μεταφέρουν στους ώμους οι πατριάρχες των Εβραίων ή ο Ιησούς 12ετής. Αυτός ο αμνός πηγαίνει για σφάξιμο. Είναι καταδικασμένος αλλά και ιερός, επειδή χορηγεί το απαραίτητο έμβλημα στην έννοια της θυσίας ως ακραίας εξωτερίκευσης της αγάπης.

Ισως κι εκείνο το παιδί που είδα εγώ να πήγαινε για σφάξιμο, τρόπος του λέγειν, εφόσον επρόκειτο να εγκαταλειφθεί σ' έναν κόσμο αδηφάγο, παράλογο, ασυνάρτητο, κόσμο συντριπτικό στη βιασύνη του και υπερβολικά αβέβαιο για να ελπίζει κανείς σε μιαν αδιατάρακτη αρμονία σώματος και ψυχής, όπως εδώ, στη χαριτωμένη επαλήθευση της υιοθεσίας. Δηλαδή, τι θα μπορούσε κανείς να πει σ' εκείνο το συγκεκριμένο παιδί; Να του πει ότι μια μέρα θα αρρωστήσει εξαιτίας αυτού ειδικά του διχασμού σώματος και ψυχής, και ότι, μόλις πεθάνει, τριάντα υποκριτές με κοστούμια θα μαζευτούν γύρω απ' το φέρετρο για να ξεστομίσουν ένα σωρό μπούρδες;

Εντούτοις, η αγάπη του πατέρα ήταν παρήγορη, αλληλέγγυα, ειλικρινής, αμέριμνη, αποφασιστική, φανερή και κρυφή. Γι' αυτό κι εγώ, σήμερα, αναρωτιέμαι αν το παιδί στους ώμους αποτελούσε βάρος ή ελάφρυνση, καταλήγοντας να αναγνωρίσω και τα δύο. Οταν ο Ατλαντας σηκώνει τον ασήκωτο ουρανό, το παιδί μεταφέρεται στη γλαυκότητα της αγάπης του πατέρα, διότι ο ουρανός είναι μια σκέπη αβαρής και αιθέρια. Κάτι που προσθέτει βάρος στο περπάτημά μας και συνάμα αφαιρεί: να τι είναι εκείνο που χάνεται μαζί με την πατρότητα, και που κάποτε το ονόμαζαν «περιεχόμενο της εμπειρίας», «σημασία των πραγμάτων», φορτίο που δίνει φτερά.

Ο λαός λέει τη φράση «Μου κάθισε στο σβέρκο». Εγώ αγάπησα εκείνον τον πατέρα που πέρασε μπροστά μου και τον λαό τον αφήνω να απολαύσει την Ολυμπιάδα του. Πηγή: 7

Α/Α: 1186451Εντυπο: 7Ημ/νία: 08/08/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Το μυστικό των οργανώσεων του Ευγένιου Αρανίτση Δύσκολα αντιστέκεται κανείς στο λογικό και ηθικό ελατήριο ενός πειραματισμού όπως ο σημερινός. Δεν ζητάω κάτι περισσότερο από τη συγκατάθεση του αναγνώστη στο προφανές της αναλογίας που θα επισημάνω.

Ο Λίον Φέστινγκερ1 μελέτησε τη δυναμική που αναπτύσσεται μέσα σε κλειστές ομάδες ατόμων, όπως είναι οι αμερικάνικες αιρέσεις που προέβλεπαν το τέλος του κόσμου. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θέληση, επομένως η διαθεσιμότητα των μελών αυτών των ομάδων ισχυροποιείται ακριβώς από τη στιγμή που η προφητεία διαψεύδεται. Προφανώς, θα λέγαμε, η επένδυση υπήρξε υπερβολικά δαπανηρή για να την εγκαταλείψουν εξαιτίας μιας διάψευσης, οσονδήποτε μεγαλοπρεπούς. Ο Φέστινγκερ έδωσε στην αντίφαση το πομπώδες όνομα «Θεωρία της Γνωστικής Διαφωνίας» (Cognitive Dissonance Theory). Αυτό, αν μου επιτρέπετε μια παρένθεση, μοιάζει αρκετά με την «παράδοξη εμπιστοσύνη» για την οποία μιλάει ο Μποντριγιάρ. Ο όρος «παράδοξη» χρησιμοποιείται εδώ κατά το «παράδοξος ύπνος», φάση REM, περίοδος στη διάρκεια της οποίας ο κοιμισμένος ονειρεύεται. Σημαίνει δε την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στον κόσμο του εμπορεύματος, ακριβώς στο μέτρο που οι, απ' αυτόν διαρκώς

Page 5: Παράδοξα

ακτινοβολούμενες, υποσχέσεις για καταναλωτική ευτυχία αποδεικνύονται ασύστατες.

Οχι ότι ο Φέστινγκερ ανακάλυψε κάτι καινούριο αλλά μπορεί κανείς να δανειστεί τα συμπεράσματά του ενδεικτικώς συστηματοποιημένα. Καταγράφονται στην πεποίθηση ότι «αν αλλάξεις τη συμπεριφορά ενός ατόμου, αυτό αλλάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η διαφωνία». Γεγονός που «συμβαίνει επειδή ένα άτομο μπορεί να αντέξει μια συγκεκριμένη στάθμη αντίφασης ή ασυμφωνίας μεταξύ των στοιχείων που συνιστούν την ταυτότητά του».

Και: «Ο Στίβεν Χασάν, συγγραφέας του Πολεμώντας εναντίον του Ελέγχου του Νου από τις Σέκτες, πρόσθεσε ένα τέταρτο στοιχείο σε αυτά του Φέστινγκερ: ελέγχοντας τις πληροφορίες που λαμβάνει κάποιος, μπορείς να ελέγξεις και να περιορίσεις την ικανότητά του να σκέπτεται για τον εαυτό του...» Και: «η σέκτα έχει τη δική της γλώσσα, η οποία επιπλέον καθορίζει τον τρόπο που σκέπτεται το μέλος της». Αυτό ευνοεί το αίσθημα απομόνωσης των μελών απέναντι στην κοινωνία. Ετσι, «οι άνθρωποι παγιδεύονται στις διάφορες λατρείες επειδή τους απαγορεύουν την πρόσβαση σε ζωτικές πληροφορίες που χρειάζονται για να εκτιμήσουν την κατάστασή τους». Επειδή «ο έλεγχος της ανθρώπινης επικοινωνίας είναι το πιο βασικό χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος όπου σχηματίζονται οι σκέψεις».

Εν συνεχεία: «Οτιδήποτε άλλο εκτός από τα πιστεύω τους αποκλείεται (...) Η οργάνωση φαίνεται να είναι παντογνώστης (...) Η πραγματικότητα είναι αποκλειστική της ιδιοκτησία. Στο περιβάλλον αυτό, το άτομο στερείται της δυνατότητας συνδυασμού εξωτερικών πληροφοριών και εσωτερικού συλλογισμού που απαιτείται για τον έλεγχο της πραγματικότητας και τη διατήρηση ενός κριτηρίου ταυτότητας ανεξάρτητου από το περιβάλλον (...) Επιδίωξη της οργάνωσης είναι να διεγείρει συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς και συναισθήματος με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται ότι αυτά προέκυψαν στους ίδιους πηγαία, μέσα από το περιβάλλον. Αποκτούν μια αίσθηση ανώτερου σκοπού και θεωρούν τους εαυτούς τους ως φύλακες της αλήθειας. Με το να γίνονται τα εργαλεία του δικού τους μυστηριακού καθήκοντος, δημιουργούν μια μυστικιστική αύρα γύρω από τον οργανισμό που τους χειραγωγεί, όποιος και αν είναι αυτός...».

Επιπλέον: «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Μπορείς να πεις ψέματα, να εξαπατήσεις ή να κάνεις οτιδήποτε άλλο σε εκείνους που βρίσκονται εκτός της οργάνωσης (...) Μερικές λατρείες όπως του Μουν και του Χάρε Κρίσνα αποκαλούν την εξαπάτηση αυτή ουράνια εξαπάτηση ή υπερβατική πονηριά (...) Ολα είναι άσπρο-μαύρο... Το αγνό και το μη αγνό καθορίζονται από την ιδεολογία της οργάνωσης (...)». Οπότε, «Η συνείδηση του ατόμου δεν είναι αξιόπιστη. Υπό τις συνθήκες αυτές το άτομο πρέπει να περιμένει ταπείνωση, εξοστρακισμό και τιμωρία εξαιτίας της αδυναμίας του να υπάρξει σύμφωνα με τα κριτήρια, με αποτέλεσμα να ζει σε ένα μόνιμο καθεστώς ενοχής και ντροπής...» Εφόσον «η οργάνωση είναι ο υπέρτατος κριτής του καλού και του κακού», η ενοχή γίνεται πηδάλιο υποβολής εντολών μετανοίας, η δε οργάνωση ταυτίζεται με την άσκηση του προνομίου να «συγχωρεί».

Πιο πρωτότυπη είναι η παρατήρηση ότι ο συνειδησιακός ορίζοντας του ατόμου περιορίζεται ακριβώς λόγω της γλώσσας που χρησιμοποιεί η σέκτα, στενή όσο και μια επιστημονική διάλεκτος ειδικών και χρωματισμένη με το ύφος ενός άκαμπτου κατηγορητηρίου. Αυτό καθιστά την υποτιθέμενη αλήθεια απόλυτη και συνάμα ακοινώνητη, μη μεταδόσιμη. Σαν τέτοια, απαιτεί από τα μέλη ρόλο θεματοφύλακα. Αγγελιοφόροι μιας εξουσίας που έχασε του θρόνο της, κομιστές μηνυμάτων δίχως εγγύηση, αφού οι βασιλιάδες έχουν χαθεί, όπως στη γνωστή παραβολή του Κάφκα, τα μέλη της οργάνωσης περιφρουρούν πάση θυσία το υπέρτατο μυστικό τους, δηλαδή το ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα μυστικό, του οποίου η αποκάλυψη θα ήταν, πλέον, κυριολεκτικά, κρίσιμη για την επιβίωσή τους.

Ετσι εξηγείται και ο κατά Μποντριγιάρ «παράδοξος ύπνος εμπιστοσύνης». Αν οι οργανωμένοι κοιμούνται για να προστατεύσουν εκείνο που δεν πρέπει να ειπωθεί, η στάση τους πάντως δεν προστατεύει πλέον το άκρως απόρρητον κάποιας στρατηγικής από τον εχθρό αλλά το σκάνδαλο της ματαιότητας της προσπάθειας από την ίδια την οργάνωση. Χρειάζεται ιδιαίτερο πάθος για να κρύψεις κάτι από τον εαυτό σου.

Το παραπάνω μου χρησιμεύει, λοιπόν, σε μια σύγκριση αυτών των αιρέσεων με τις αριστερές οργανώσεις όλων των ειδών, λενινιστικές, σταλινικές, μαοϊκές, τροτσκιστικές, αναθεωρητικές κ.λπ. Δείτε σε ποιο βαθμό ταιριάζουν μεταξύ τους οι μεταμοντέρνες σέκτες υπερφυσικής αναζήτησης, αυτοί ο μολυσματικοί μικροοργανισμοί στο παχύ έντερο της δεισιδαιμονίας του new age, με το εσωστρεφές στιλ των πολύκλαυστων πολιτικών νεολαιών, των τόσο ευαίσθητων στο τι αποτελούσε ιεροσυλία και τι όχι. Η ομοιότητα είναι συναρπαστική και βεβαιώνει, για χιλιοστή φορά, το μεγάλο υπονοούμενο κάθε μεσσιανικής προοπτικής, δηλαδή ότι Εξουσία και Μυστικισμός πάνε στην κηδεία της ελευθερίας αγκαζέ.

1. Αντλώ τα στοιχεία από το δοκίμιο του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη «Μυστική τεχνολογία: ο απόλυτος έλεγχος των ανθρώπων στη νέα τάξη πραγμάτων», στον τόμο Νέα παγκόσμια τάξη: η αθέατη όψη, εκδ. «Εσοπτρον». Πηγή: 7

Α/Α: 1184505Εντυπο: 7Ημ/νία: 01/08/2004

Page 6: Παράδοξα

Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Για τους πανηγυρισμούς του Ευγένιου Αρανίτση Από τη στιγμή της απελευθέρωσης, δηλαδή από την ιδρυτική στιγμή τού «Ανήκουμε εις την Δύση», το ζήτημα υπήρξε, σχεδόν αποκλειστικά, το αν και κατά πόσον θα εισπράξουμε, έστω με γραμμάτια, την αναγνώριση των λεγόμενων πολιτισμένων λαών, οι οποίοι υποτίθεται ότι μας οικτίρουν επειδή καθυστερήσαμε στην αντικατάσταση του πετεινού με το ηλεκτρικό ξυπνητήρι.

Υπόθεση που πρέπει μάλλον να προαχθεί σε ωμή πραγματικότητα, αφού οι δυτικοί μάς λυπούνται όντως, και με το δίκιο τους, ένεκα της πελώριας έλλειψης εμπιστοσύνης στον εαυτό μας, ορατή στο ασυγκράτητο τουριστικό ξεπούλημα των πάντων, αρχής γενομένης απ' οτιδήποτε αντιπροσώπευε πιστά τον ψυχισμό μας.

Σε αποζημίωση του ότι δεχόμαστε να είμαστε ένας λαός υπερήφανων σερβιτόρων, μας θαυμάζουν συχνά για τον παιδικό εξωτισμό μας, επανεισαγόμενες μετωνυμίες του οποίου αποτελούν τα φορτικά σλόγκαν της Ελλάδας των δύο Νόμπελ, του Νανόπουλου και της άρσης βαρών, για να μην πούμε και για την Ακρόπολη, ξεθωριασμένο αντικείμενο θαυμασμού, όπου δύσκολα διαχωρίζει κανείς τον μεταμοντέρνο εφησυχασμό της φθίνουσας αναπαραγωγής αντιγράφων από το δέος των αυθεντικών ερειπίων.

Αξίζει να προσθέσει εδώ κανείς μυθολογίες τύπου Ζορμπά, με την ψύχραιμη εκτίμηση ότι τέτοιου τύπου ελληνικός χαρακτήρας δεν υπήρξε ποτέ, τουλάχιστον όχι αρχετυπικά, παρά μόνον σαν προσωπείο της απαυγάζουσας έλλειψης χιούμορ του μακαρίτη Καζαντζάκη. Αφού αυτός ο τελευταίος παράγγειλε ν' αναγράψουν στον τάφο του τη διαβεβαίωση ότι «δεν ελπίζει ούτε φοβάται τίποτα», διότι είναι, λέει, απολύτως «ελεύθερος», δικαιούμαστε να συμπεράνουμε μελαγχολικά πως είναι ακριβώς με κάτι τέτοιες κορώνες που μας πήρανε οι ξένοι στο ψιλό.

Εκτοτε, τους ατενίζουμε άναυδοι, μη ξέροντας ούτε οι ίδιοι ποιοι περίπου υποτίθεται ότι είμαστε ή ποιους παριστάνουμε.

Σαν επακόλουθο αυτού του διχασμού προσωπικότητας, ο οποίος προσφέρει ταυτόχρονες όψεις του αφέντη και του σκλάβου, του δουλοπρεπή και του πολέμαρχου, του ξενολάτρη και του ξενόφοβου, η χαρά που εξωτερικεύεται στις επευφημίες του συλλογικού μας υποκειμένου, εκείνου του οποίου η αγάπη συνέπιπτε με την ισχύ του βασιλιά και ολυμπιονίκη Γκλίξμπουργκ, γίνεται λύπη για τη ζωή που το υποκείμενο είδε να του αρπάζουν μέσα από τα χέρια οι διευθυντές της διαφημιστικής καμπάνιας της κ. Δασκαλάκη.

Το να αποσπάσουν την ύστατη συγκατάθεση του λαού με τον θρίαμβο της Εθνικής στο ποδόσφαιρο ήταν η τελευταία πράξη της Γιουροβίζιον. Εκ των υστέρων, για όσους επιτρέπουν στον εαυτό τους να το αισθανθεί, οι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν την κατάκτηση του Κυπέλλου έσβησαν σ' έναν απόηχο λιγότερο αντάξιο του αρχικού ευαγγελισμού της σωτηρίας του ελληνικού έθνους από τα συμπλέγματα της τουρκοκρατίας. Το έθνος (Εθνος>Εθνική) παραπατάει κιόλας προς την επόμενη φάση, σύμφωνα με το σενάριο της οποίας ο θρίαμβος πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί ώστε να πουληθεί στους μεταπράτες σαν τουριστικό αξιοθέατο. Με αυτή την προοπτική, εντάσσεται στο ευρύτερο πακέτο του ολυμπιακού κιτς, υπό την αιγίδα της Αρχιεπισκοπής και του Echelon.

Πανεύκολο είναι να διακρίνει κανείς τον επίπλαστο χαρακτήρα της ευφορίας που μας κυρίευσε, συγκρινόμενη με τη συμπεριφορά του πλήθους σε ανάλογες συγκυρίες του παρελθόντος, όταν το ενοχικό σύμπλεγμα κατωτερότητας ήταν ακόμη απλός επαρχιωτισμός, χωρίς τις ευλογίες της εκσυγχρονιστικής καμπάνιας. Εδώ, τώρα, ο λαός, διά των εμπροσθοφυλακών του, αφηνιάζει με έναν τρόπο που εικονογραφεί πλήρως αυτό στο οποίο ο μεταμοντέρνος αθλητισμός βρίσκει το ιδανικό του, τουτέστιν: το ντοπάρισμα.

Οι άνθρωποι πανηγύριζαν κάποτε στο φως ενός άλλου είδους ενθουσιασμού, λησμονημένου σήμερα μαζί με τον παλιό, αφελή, ανυπόκριτο αλτρουισμό των εθνικών επιτυχιών. Τώρα η ευθυμία βρίσκει τη θέση της κατειλημμένη από εκείνο το συστατικό της αγχώδους κατάθλιψης που αντιστρέφεται εύκολα σε μανιακό οίστρο. Στοιχεία ακατέργαστης οργής, μορφές χουλιγκανικής καταστρεπτικότητας, φυλετική όξυνση των αντιθέσεων, όλα αυτά, για όποιον δεν είναι τυφλός, ενυπάρχουν, διαθέσιμα, στην τηλεοπτική εικόνα των πανηγυρισμών, όταν, εξάλλου, οι συσπάσεις των προσώπων γίνονται οι αψευδέστεροι μάρτυρες.

Ακόμη πιο αποκαρδιωτική, η πραγματικότητα εκείνης της νύχτας επεφύλαξε, σε όποιον την έζησε ξεμέθυστος, έναν ηχηρό αντίλαλο της καταπίεσης που βρήκε διέξοδο σε σπασμωδικές κινήσεις παραφροσύνης. Υπήρχε διάχυτη στον αέρα μια αίσθηση βίας που ξεσπάει τυφλά, σκηνές που θύμιζαν τη Νύχτα Των Κρυστάλλων στη ναζιστική Γερμανία, κάτι που άγγιζε τον βαθύτερο φόβο των ανθρώπων απέναντι στο ενδεχόμενο μιας ξαφνικής κατάρρευσης των σκηνικών. Θα αποδεικνυόταν τότε πως ολόκληρο το επεισόδιο ήταν στημένο για να τους υποχρεώσει να λοξοδρομήσουν από την αληθινή τους επιθυμία, δηλαδή την αποσιωπημένη ανάγκη μιας ζωής με περισσότερο νόημα.

Φανερό ήταν ήδη, από τη στιγμή του θριάμβου, ότι αυτός εμπεριείχε αρκετό μίσος για το κάθε τι κακό που είχε μείνει εκεί γύρω, ανονομάτιστο. Σαν ένας ολόκληρος λαός να ήθελε να ξεσπάσει ενάντια σ' εκείνο που ο ίδιος ανέκαθεν περιέγραφε με τη νευρική ομολογία ότι δεν ξέρει τι του φταίει. Φαύλος κύκλος, αφού το να μην ξέρεις τι ακριβώς φταίει ισοδυναμεί με μια επιπλέον

Page 7: Παράδοξα

ενόχληση, που προστίθεται στο φταίξιμο, και ούτω καθεξής. Απ' αυτόν τον φαύλο κύκλο θα πάρει ρεύμα η ηλεκτρική φαντασμαγορία της τελετής έναρξης. Πηγή: 7

Α/Α: 1169355Εντυπο: 7Ημ/νία: 06/06/2004 Σελίδα: 31Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Ο θάνατος της γεύσης του Ευγένιου Αρανίτση Ισως επειδή το ψάρι έδινε κάποτε περιεχόμενο στις προσφορές προς τους νεκρούς, φέρ' ειπείν στο πλαίσιο της λατρείας του Αδωνη, πράγμα που εξηγεί επίσης το γιατί υπήρξε σύμβολο του βαβυλωνιακού Θαμούζ ή Ταμούζ, οι νέοι γευσιγνώστες, εν αγνοία τους πάντοτε, εκδηλώνουν σήμερα την τάση να απολαμβάνουν τα νοστιμότερα φιλέτα ξιφία με σάλτσα καυτερής πιπεριάς, τη σφυρίδα με δεντρολίβανο και τα λιθρίνια στη σχάρα με μάραθο και φλούδα μανταρινιού. Το να αναφερθούμε επιπλέον στην ιταλική γκρεμολάτα που συνοδεύει τους κολιούς κατά τρόπο αληθινά εκρηκτικό, θα ήταν μάταιο, αφού η εικόνα είναι κιόλας τρισδιάστατη.

Δοκιμάζοντας ύστερα τον σολομό με αρωματική σάλτσα ρίγανης, οδηγούνται προοδευτικά σ' εκείνο το σιγανό, σχεδόν ενδόμυχο ρέψιμο με το οποίο ο οισοφάγος αποσυμπιέζει τον κορεσμό. Ακόμη και αν ελευθερώνεται για να σημάνει τη βασιλεία ενός πνεύματος εκλεπτυσμένων ηδονών, το μουλωχτό ρέψιμο του γευσιγνώστη αυτού του τύπου διατηρεί εντούτοις μια μακρινή συγγένεια με τη διαδικασία αποδέσμευσης ποσοτήτων μεθανίου από τον βυθό του ωκεανού, όταν το νερό και το μεθάνιο γίνονται πάγος σχηματίζοντας κρυστάλλους. Σ' αυτόν τον πάγο κατοικεί η ψυχή του και εκτονώνεται.

Τέτοιες νότες λανθάνουσας χυδαιότητας υπεισέρχονται στο σκηνικό για να θυμίσουν πως ό,τι και αν γευτεί ο ουρανίσκος του γκουρμέ, ο τελευταίος δεν παύει να αντιπροσωπεύει πρωτίστως έναν καταναλωτή, για τον οποίο το τελικό αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, δηλαδή τέτοιο ώστε θα μπορούσαμε άφοβα να το περιγράψουμε πιστοποιώντας ότι πρόκειται για 50 κιλά στερεών αποβλήτων ανά έτος.

Μ' άλλα λόγια, εκείνο που ξεχνούν οι αμέτρητοι νεο-γευσιγνώστες αρκετά βολικά ώστε να μην κάμπτεται η παροιμιώδης αδιαφορία τους απέναντι σε ζητήματα λιγότερο χονδροειδή, όπως αυτά της ζωντανής συντροφικότητας, είναι το γεγονός πως οτιδήποτε και αν απολαύσουν καταλήγει να πάρει τη μορφή του σκατού την επομένη το πρωί. Μπορεί το ψάρι να βρομάει απ' το κεφάλι, όμως ο άνθρωπος, γευσιγνώστης ή όχι, βρομάει από τον πάτο. Θεωρήστε αυτόν τον πάτο ως κοινό παρονομαστή των πεπρωμένων μας.

Αποχαλινώνεται έτσι η επιθυμία του ατόμου να αποδείξει τη λογική συνέπεια του «Είσαι ό,τι τρως», θετικά αναθεωρημένη υπό το πρίσμα των ευρωπαϊκών γαστρονομικών εξελίξεων, των οποίων το αδιάψευστο επισκεπτήριο είναι το τσιγαρισμένο σκόρδο. Ταιριαστό υποτίθεται, ξαφνικά, με όλες τις γευστικές προτιμήσεις του γαλλο-γερμανικού άξονα, το τσιγαρισμένο σκόρδο εικονογραφεί εκ νέου, εδώ και 15 χρόνια τουλάχιστον, με τη χαρακτηριστική δυσοσμία του, την λεπταίσθητη αποστροφή που όφειλαν να δείχνουν οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας όταν δοκίμαζαν κάτι πολύτιμο, έστω κι αν το συνοδευτικό πιάτο περιείχε ριζότο με πεταλίδες.

Επομένως, αυτό δεν πρέπει να θεωρείται, περιοριστικά, σαν μια ύστατη επιβίωση της παλιάς αντίληψης για το καλό γούστο, που ο θρύλος τού παραχώρησε μιαν αιθέρια οικουμένη με πρωτεύουσα το Παρίσι. Διότι, τώρα, επεμβαίνει εδώ η δύναμη ενός αναντίρρητου καταναλωτικού προστάγματος «λαϊκών» προδιαγραφών, με συνέπεια να καταληφθεί η Ελλάδα από ψυχαναγκαστικούς γευσιγνώστες συγκροτημένης άποψης σχετικά με τα δώδεκα είδη ξιδιού.

Αυτοί, χάρη στη δυναμική μιας αγέρωχης, ανερχόμενης πλειοψηφίας, εδραιώνουν τη διαφορά τους απ' τους παλιούς αστούς γευσιγνώστες πάνω στην αντίληψη ότι η ηλιθιωδώς αμετακίνητη προσήλωση στα ζητήματα της διατροφής όχι μόνον δεν προσθέτει υποβλητικές αποχρώσεις στο ταξικό προφίλ του υποκειμένου αλλά συνιστά καθήκον εγκεκριμένο απ' τους θεσμούς ενός κόσμου που εκσυγχρονίζεται σε ευρεία κλίμακα. Αν οι παλιοί αριστοκράτες γνώριζαν ότι ο καλοφαγάς πρέπει να είναι συνάμα ανορεξικός, αυτοί εδώ μπερδεύουν βουλιμία και ανορεξία σαν εναλλασσόμενα συμπτώματα του μηχανισμού της πληροφορίας, το καθένα εκ των οποίων καθρεφτίζεται στο άλλο, αντεστραμμένο. Προτιμώντας να βλέπουν τις ειδήσεις στο CNN, οι εκλεκτικοί ομολογούν ότι λατρεύουν την πλήξη ως είδος υποχρεωτικής δίαιτας.

Ετσι συνήθισαν να συνωστίζονται γύρω απ' τα ιερά της γεύσης, είτε πρόκειται για ενημερωτικές και ψυχαγωγικές νησίδες των ΜΜΕ είτε για ακριβά στέκια όπου ασκούνται ανεμπόδιστοι στην προσποίηση των θεμιτών εκείνων τρόπων συμπεριφοράς που επισημοποιούν τη λαϊκή συμμετοχή στη ροή της γευστικής πληροφορίας.

Εν ολίγοις, μπορεί να έμαθε και η κουτσή Μαρία να κρατάει το ποτήρι του κρασιού απ' το πόδι, όμως δεν έφτασε ώς εκεί επειδή προσπάθησε να γίνει βαρόνη αλλά για τον λόγο ότι έτσι την

Page 8: Παράδοξα

προστάζουν το Κλικ και το Nitro, κοινά πολιτιστικά αγαθά που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, διαφέρουν ριζικά από το Ρομάντσο, αν και μόνον στην εμφάνιση. Αυτό επειδή, στις μέρες μας, ο ριζικός χαρακτήρας ενός πράγματος και η εμφάνιση συμπίπτουν απόλυτα.

Οταν η γλώσσα της πληροφορικής μιλούσε για menu εντολών, κάτι γνώριζε γι' αυτό που εμείς μέχρι χθες αγνοούσαμε και που τώρα προσφέρεται σαν πρόγευση του τι μας περιμένει στο επίπεδο του σκέπτεσθαι. Να τι κρυβόταν στο υπονοούμενο του ρήματος digest, χωνεύω, αφομοιώνω. Φάε τη γλώσσα σου, η πείνα είναι το αίσθημα του χορτασμένου. Καθώς χάνεται η γεύση, πολλαπλασιάζονται οι γευσιγνώστες. Πεθαίνοντας, η θεωρία αφήνει πίσω της χιλιάδες θεωρητικούς, που όλοι τρώνε του σκασμού, ενώ ταυτόχρονα λιμοκτονούν. Πηγή: 7

Α/Α: 1167701Εντυπο: 7Ημ/νία: 30/05/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Φωτογράφοι ερειπίων του Ευγένιου Αρανίτση Ο Ζεράρ Βαζμάν πέτυχε να δώσει, σε μια διάλεξή του, το όνομα του κατ' εξοχήν χαρακτηριστικού αντικειμένου της νεωτερικότητας, του Αντικειμένου των Αντικειμένων, αυτού που ξεχωρίζει από τον συρφετό των κατασκευών και τις υποτάσσει. Το δε όνομα του αντικειμένου αυτού είναι: Ερείπια.

Ανάμεσά τους δεσπόζει, ως κάτι ιλιγγιώδες, το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, το απύθμενο ερείπιο του 20ού αιώνα, το άκρον άωτον της ερήμωσης. Κενό και μαύρο, το ερείπιο των ερειπίων, προβάλλει σαν ένα γιγαντιαίο τίποτα, είναι αυτό που δεν γίνεται ούτε να ειπωθεί ούτε να γραφτεί, πόσο μάλλον να ιδωθεί. Κι έπειτα, προκειμένου να πετύχουμε την αναπαράσταση της φρίκης, θα έπρεπε να έρθουμε αντιμέτωποι με την ασύλληπτη σημασία της, να επωμιστούμε ακραία ελλείμματα της γλώσσας, με πρώτο το εξωφρενικό γεγονός ότι η λέξη «φρίκη» παραμένει ανεπαρκής.

Κι ακόμη δεν υπάρχει τίποτα να δείξεις από τη διαλεκτική της τραγωδίας, μια και το έγκλημα διαπράχτηκε έξω απ' τα όρια της εγκληματικότητας, στην περιοχή της λογιστικής και των αριθμών της. Τα κλασικά ερείπια αντιπροσωπεύουν το πνεύμα συγκεκριμένων παθών πάνω απ' τα έργα των οποίων έγειρε ο ήλιος, ενώ οι στρατιές των SS έδρασαν τρόπον τινά δίχως πάθος, σαν υπνωτισμένες. Εξηγείται επομένως το ότι πρόκειται για ερείπια διαφορετικού είδους, αόρατα. Οσο αληθεύει ότι για να δεις κάτι πρέπει προηγουμένως να παρέμβει η σημασία, άλλο τόσο αληθεύει ότι εδώ η σημασία έχει εκλείψει.

Θα προσθέσω λοιπόν, για να απομακρυνθώ από τη σκέψη του Βαζμάν προς τα εκεί που αυτή διστάζει να πάει, ότι μια ορισμένη κενότητα παρόμοιου τύπου προσβάλλει, σιγά σιγά, όλα τα αξιοθέατα ανεξαιρέτως. Ισως οι Εβραίοι να ήταν για τους ναζί αυτό ακριβώς: πειραματόζωα, εμπροσθοφυλακή μιας περιήγησης στην ανυπαρξία. Ο διαβόητος ζωτικός χώρος του Τρίτου Ράιχ αναδύθηκε κατ' ουσίαν ως χώρος προοπτικής του φονικού βλέμματος προς το σκοτάδι. Από τις μυρμηγκοφωλιές όπου τα παιδιά των Εβραίων υποτίθεται ότι κουβαλούσαν τα ψίχουλα του Ταλμούδ και της τοκογλυφίας, κάποιος σαν τον Χάινριχ Χίμλερ, όχι λιγότερο μυστικιστής απ' ό,τι καλός χασάπης, και διαισθανόμενος ότι το βλέμμα ήταν ο απόλυτος τρόπος αυτοκτονίας του μέλλοντος, μπορούσε να αντλήσει μετακινούμενους θεατές κατά χιλιάδες. Αν αυτοί αγνοούσαν πως οτιδήποτε αντίκριζαν έμελλε να χαθεί μαζί τους, η αθωότητα πάντως τους καθιστούσε ιδεώδεις μεταφορείς της προδιαγεγραμμένης απώλειας.

Αναλόγως, για κάθε αξιοθέατο που πουλιέται σήμερα σε τιμή ευκαιρίας, και με δεδομένο ότι το ορατό επιβάλλεται συνολικά σαν αξιοθέατο, προϋποτίθεται ένας θεατής που του επιφυλάσσουν τη μοίρα του Εβραίου, την εκμηδένιση. Το βλέμμα αγγίζει κάτι που δεν απαιτεί την ψυχική απάντηση κανενός υποκειμένου και, μάλιστα, την απωθεί. Εξού και η τρελή βιασύνη των μοντέρνων περιηγητών. Για να απολαύσεις τα αξιοθέατα με τον μοντέρνο τρόπο πρέπει να είσαι νεκρός, εκμηδενισμένος. Αυτά υψώνονται σε μια θέση αδρανούς υποδοχής και δεν προκαλούν καμία εμπειρία εκτός από την ψυχρή, αποκλειστικά τυπική ικανοποίηση ότι τα φωτογράφισες. Υπ' αυτήν την έννοια συνιστούν ερείπια, δηλαδή κατάλοιπα που επέζησαν του πολιτισμού των συναισθημάτων για να βεβαιώσουν ότι ο τελευταίος, μη αντέχοντας την κατάρρευση των θεών, αυτοκτόνησε στρέφοντας πάνω του την ίδια του τη ματιά.

Να ποια είναι επίσης η σκοπιά απ' όπου θα έπρεπε να αισθανθούμε τον πολυδιαφημισμένο παραλληλισμό μεταξύ της εποχής μας και της ρωμαϊκής παρακμής. Δεν είναι τόσο η αχαλίνωτη εξιδανίκευση της ύλης, στο ρήγμα της οποίας θεμελιώνονται τα μεγαλοπρεπή θεάματα της προσομοιωμένης ψυχής, όσο το έλλειμμα αντικτύπου, η δίχως συμβολική συνέπεια κίνηση, αυτή η μαζική έξοδος προς το πουθενά με οδηγό το βλέμμα που τυφλώθηκε από την κατάχρηση.

Ετσι, επιτρέπεται να ισχυριστεί κανείς ότι το Κολοσσαίο ήταν ήδη ερείπιο πριν καταστραφεί, το ίδιο και οι δίδυμοι πύργοι. Αυτά τα μνημεία, που η αλαζονεία, εντέλει, δεν αποτελούσε το πιο ανάγλυφο χαρακτηριστικό τους, ήταν ερείπια επειδή είχαν φτιαχτεί ώστε να προσφέρονται στην ενατένιση της αδιαφορίας ενός ματιού ξεκομμένου από το νεύρο, ενός ματιού που έλειπε.

Page 9: Παράδοξα

Αμερικάνοι και Ιάπωνες δίδαξαν οι μεν τους δε την εντελώς ανήθικη ευκολία του να φωτογραφίζεις δίχως πρόθεση, ακόμη και δίχως φιλμ, σε όφελος ενός αυτοματισμού που ερωτοτροπεί με την παγωμένη ουδετερότητα της θέας. Δίδαξαν οι μεν τους δε να βλέπουν δίχως τη συμμετοχή του ψυχισμού, μη επιστρέφοντας τίποτα σε ό,τι έβλεπαν και απομυζώντας από το ορατό όλο του το αίμα, μέχρις ότου αυτό συρρικνωθεί στην αντανάκλαση μιας ακαριαίας χειρονομίας.

Κάτω απ' το βάρος αυτού του απρόσωπου τελετουργικού, το να βλέπεις κατέληξε συνώνυμο του να φωτογραφίζεις. Να ανεβοκατεβάζεις τα βλέφαρα δεν διαφέρει από το πάτημα του πλήκτρου, ενώ επιβάλλεται σήμερα να ατενίζει κανείς το αξιοθέατο απλώς εστιάζοντας φακούς, και ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τη μεγάλη πυραμίδα ή για το αεροδρόμιο Κένεντι. Ενα κλικ έδινε κάποτε την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι δεν είδες στ' αλήθεια τίποτα, ότι διέγραψες αυτό που προοριζόταν να βιωθεί, τώρα η ίδια σιγουριά παρέχεται κατευθείαν από το μάτι.

Αρα είμαστε οι Εβραίοι των μεγάλων θεαμάτων, οι Εβραίοι της τυφλότητας. Αυτό αιτιολογεί και το ύφος των μαζικών τουριστικών μετακινήσεων, απελπισμένα δρομολόγια εδώ και εκεί προς αναζήτησιν σεληνιακών τοπίων, προεκτάσεις των βάλτων της Πολωνίας όπου ο Χίτλερ ήθελε να «παρκάρει» τους Εβραίους του, όπως έλεγε, δηλαδή να αποθηκεύσει έναν ολόκληρο λαό σβήνοντας τα ίχνη του. Και τα δικά μας ίχνη είναι σβησμένα, αφού η επιθυμία της ψυχής, που τα χάραζε στην ύπαιθρο και στην πόλη, έχει ακυρωθεί. Τα αξιοθέατα περιμένουν τα γκρουπ των επισκεπτών σαν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ατομα που ξεχύνονται στην ομίχλη με ανακλαστικά τυφλών, εκκενώσεις πόλεων, γενοκτονίες, ανταλλαγές και αυστηρός προγραμματισμός, όλ' αυτά έχουν προ πολλού διαπιστωθεί στη λειτουργία του τουριστικού μηχανισμού. Είναι αδύνατον να κοιτάζεις και να βλέπεις ταυτόχρονα, είναι αδύνατον να κινείσαι και να μετακινείσαι την ίδια στιγμή.

Οπως σωστά προέβλεψαν οι Ρωμαίοι, μολονότι άθελά τους, η αναγκαιότητα του να ταξιδεύεις και η αναγκαιότητα του να ζεις έρχονται σε ριζική αντίθεση. Πηγή: 7

Α/Α: 1165923Εντυπο: 7Ημ/νία: 23/05/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Πού γεννιούνται οι συνειδήσεις του Ευγένιου Αρανίτση Το σύνθημα διαλαλούσε ότι «Ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις» κι ότι οι συνειδήσεις γεννιούνται στον δρόμο, π.χ. αυτή η συγκεκριμένη. Οσο για την υπογραφή, Αλφα-σε-κύκλο.

Διαβάζοντάς το, σχημάτισα μιαν εντύπωση της σύγχυσης που πλήττει τα πιο ζωηρά μυαλά της νεολαίας, αφού, εν αγνοία του, ο άνθρωπος που το έγραψε είχε δανείσει την έμπνευσή του στο ίδιο το Σύστημα, του οποίου τον παχυδερμισμό καυτηρίαζε. Διότι το «Ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις» πα' να πει ότι ο πόλεμος, στο πεδίο της μάχης, είναι αληθινός. Περί αυτού ειδικά μας βεβαιώνουν και οι βαρόνοι των media, μας βεβαιώνουν ότι μας δείχνουν την εικόνα ενός αληθινού πράγματος. Δείχνοντάς την με τον τρόπο που τη δείχνουν, μας στέρησαν τη διάσταση της αλήθειας, που η αναγνώρισή της είναι πλέον μόνον «τυπική», μ' άλλα λόγια φαντασιακή.

Ο αναρχικός μας, εν προκειμένω πιστεύοντας, ποιος ξέρει πώς και γιατί, ότι ο πόλεμος, στη ζωή του, είναι κάτι περισσότερο από εικόνα, μας καλεί να συναινέσουμε στην οργή που του προκαλεί η πλαστογράφηση. Ομως δεν πρόκειται για πλαστογράφηση, οπότε θα ήμαστε εξαπατημένοι, αλλά για προσομοίωση, οπότε τα μάτια μας είναι συνένοχοι. Ας πούμε ότι ο αναρχικός ελπίζει πως, έτσι, ο πόλεμος θα αποκτήσει ξανά, στο εσωτερικό μας θέατρο, τη θέση ενός πράγματος χειροπιαστού. Δύσκολα θα τον πείσει κανείς ότι αυτή η ρομαντική προοπτική βολεύει πρωτίστως το CNN, που εμπορεύεται εικόνες πολέμου ως θραύσματα αλήθειας. Στους αντιπάλους του Συστήματος, απεναντίας, ταιριάζει η άποψη που φωτίζει τη θεμελιώδη καταστροφή του χειροπιαστού, ως προς την οποία η φενάκη της τηλεόρασης αποτελεί το μέτρο. Οχι «Ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις» αλλά ίσα ίσα: «Ο πόλεμος κατάντησε εικόνα στις ειδήσεις», αφού περί αυτού πρέπει να συζητήσουμε - αλλοτρίωση ανυπολόγιστη!

Εδώ που τα λέμε, ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να μας συμβεί, δηλαδή το να μη μας συμβαίνει τίποτα πια. Αφανισμένη πραγματικότητα για της οποίας την αφάνιση δεν διαμαρτύρονται ούτε καν οι αναρχικοί, παρά τους ακούμε να διορθώνουμε εμάς τους τρίτους, που δεν είμαστε ούτε ακριβώς επαναστατημένοι γιοι ούτε ακριβώς τυραννικοί πατεράδες, αλλά κάτι σαν νεκροί που επιστρέφουν τις νύχτες, λέγοντάς μας πως είναι λάθος να διαπιστώνουμε το έλλειμμα πραγματικότητας, μολονότι αυτό χάσκει σαν βάραθρο. Αλλωστε κι εμείς από κει μέσα βγαίνουμε μόλις νυχτώσει. Ψέματα;

Νεκροί ναι, τυφλοί όχι. Η διαφορά μεταξύ της πεποίθησης ότι ο πόλεμος που προσλαμβάνουμε ως τηλεοπτικό θέαμα είναι εντούτοις αληθινός και της διαπίστωσης ότι ο πόλεμος, εξαιτίας της φθίνουσας επανάληψης του θεάματός του, είναι όντως εικόνα, παραμένει ριζική. Ο αναρχικός της περίπτωσής μας δεν το διαισθάνεται. Απασχολημένος καθώς είναι με τις δυσεπίλυτες στρεβλώσεις του οιδιποδείου, πέφτει θύμα υποβολής εκείνου που μιλάει κρυφά μέσα απ' την εκφορά του υποκειμένου, εν ολίγοις του Αφέντη, του Κυρίου, του Γλωσσικού Θεσμού. Από κει και το λογικό

Page 10: Παράδοξα

λάθος που εμφιλοχωρεί στη σκέψη ότι «στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις», λες και θα ήταν ποτέ δυνατόν να βγει κάποιος στον δρόμο δίχως να έχει προηγουμένως συγκροτήσει συνείδηση.

Αισιόδοξος υπαινιγμός ότι εκκρεμεί ακόμη εδώ το ενδεχόμενο μιας πηγαίας αφύπνισης από την εμπειρία της συλλογικής δράσης, η οποία θα έρθει τάχα σαν συνέπεια της ακρόασης ενός ενδόμυχου σαλπίσματος. Ολο αυτό δυστυχώς προϋποθέτει τις συνειδήσεις, δεν τις εγκυμονεί. Post hoc ergo ante hoc, το αποτέλεσμα προηγείται του αιτίου, και ο αναρχικός μας καταλήγει να πιστεύει στη μαγεία του φαύλου κύκλου κι ότι η επαναστατική δράση εμπνέει το ίδιο της το πολιτικό και υπαρξιακό προαπαιτούμενο.

Παρόμοιο σφάλμα, αρκετά πιο χονδροειδές, προκαλείται στο επόμενο σύνθημα, όπου η γλώσσα απιστεί ξανά στην αλήθεια μέσα απ' τις κρυμμένες της αντιφάσεις, διά των οποίων ο Θεσμός της Εξουσίας περιπαίζει και, εντέλει, χαλιναγωγεί τα όρια του λόγου. Το σύνθημα αυτό, γραμμένο δίπλα στο πρώτο με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, συνοψίζει μιαν επίκληση: «Λευτεριά στους 7 προφυλακισμένους διαδηλωτές». Που σημαίνει τι; Προφανώς ότι εκτός φυλακής βασιλεύει ελευθερία. Λοιπόν αυτή είναι μια πολύ περίεργη σκέψη, τουλάχιστον για αναρχικό.

Συμβαίνει μάλλον επειδή ο νεαρός εκείνος γαλουχήθηκε με τα υπολείμματα του λεξιλογίου της Αριστεράς, «λευτεριά», «ψωμί» και τα παρεμφερή, αμελώντας το καθήκον να συλλάβει τη μετατόπιση του διακυβεύματος από το υλικό περιεχόμενο της πραγματικότητας στην ίδια της τη φύση. Ενα ωραίο πρωί, για να χασομερήσουμε λίγο, θα καταλάβει ότι, άπαξ και γράφει λέξεις ξένες προς τον «φυσικό» λόγο της εμπειρικής του ζωής (λέξεις όπως «λευτεριά»), μιλάει ήδη τη γλώσσα του Αφέντη, από τον οποίο πηγάζουν όλες ανεξαιρέτως οι προσποιήσεις. Μη σαν φανεί αστείο -εάν έγραφε «Ελευθερία στους προφυλακισμένους κ.λπ.», ίσως η λέξη τού θύμιζε ότι, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του αν μη τι άλλο, η ελευθερία είναι κάτι ξένο προς το καθεστώς που διέπει την εκτός φυλακής επιβίωση. Συ είπας.

Κι έπειτα, τι σημαίνει «προφυλακισμένος»; Καλά απ' τη σκοπιά των δικηγόρων, όμως απ' τη σκοπιά της αναρχικής πάλης σε τι διαφέρει ο φυλακισμένος από τον «προφυλακισμένο»; Και η μικροαστή σύζυγος που ξεσκονίζει χαρούμενη υπό το φεγγοβόλημα της Μενεγάκη, είναι ή όχι φυλακισμένη στις παραστάσεις του φαντασιακού της ισοβίως; Να τη χαρακτηρίσουμε «φυλακισμένη», ναι ή όχι; Εχουμε άρα έλλειμμα ορολογίας. Ελεύθερη και ωραία! μια γυναίκα με πάθος: Εσύ!

Πού να ξέρεις, φίλε, σε τι κόσμο έμπλεξες. Ο,τι κι αν πεις, το λέει πάντα κάποιος άλλος με τη φωνή σου. Η μόνη λύση θα ήταν να λογοκρίνεις τον άλλο, όμως τότε γινόσαστε συνάδελφοι. Πηγή: 7

Α/Α: 1163929Εντυπο: 7Ημ/νία: 16/05/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Τα πιο σκληρά συνθήματα του Ευγένιου Αρανίτση Στην κινηματογραφική οδό Καποδιστρίου, στην αριστερή πτέρυγα των παλαιών ανακτόρων της Κέρκυρας, που χρησίμευε κάποτε, υποθέτω, σαν συγκρότημα στάβλων ή κατάλυμα υπηρετικού προσωπικού, ευκίνητοι αναρχικοί γράφουν μακροσκελή συνθήματα μήκους 20 μέτρων, με μαύρο σπρέι, σφραγίζοντάς τα με το Αλφα-μέσα-σε-κύκλο, το σημαίνον της εκμηδένισης του Αφέντη. Συμβολικής εκμηδένισης εννοείται, όμως ο Αφέντης δεν είναι πια συμβολικός αλλά φάντασμα. Ετσι διαφεύγει και κυκλοφορεί ανάμεσά μας σαν κάτι το διάχυτο.

Εξού και η μελαγχολία που μου προκαλεί το αποτέλεσμα αυτής της χειρονομίας. Η θλίψη μου διασταυρώνεται με τη γλυκόπικρη αναπόληση της εποχής που η αναρχική περιπέτεια σου επέτρεπε να διαπραγματεύεσαι λύσεις του οιδιποδείου. Τώρα χορεύουμε σε κενό βαρύτητας, σε σημείο να βλέπω τα συνθήματα, από το παράθυρο του σπιτιού του φίλου μου του Φρέντυ, και να μην ξέρω αν πρόκειται για πολιτικό λόγο ή για διαφήμιση προϊόντος. Λέω «βλέπω» και όχι «διαβάζω», διότι τα γράμματα είναι πελώρια σαν την αφέλεια. Αυτοί εδώ οι άνθρωποι διαμαρτύρονται ενάντια σ' έναν Πατέρα του οποίου η ήδη συντελεσθείσα κοινωνική και ψυχολογική έκλειψη τους άφησε στο κενό. Απ' το κενό, το πατρικό φάντασμα, ο φαντασιακός Κύριος, ξαναγλιστράει στην επιφάνεια και υπαγορεύει συνθήματα σε θυμωμένους γιους, απορροφώντας την έξαψή τους.

Η μία απ' αυτές τις ρήσεις παρελαύνει με τη μορφή μιας κάπως παρωχημένης ομοιοκαταληξίας, ως εξής: «Ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις / στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις». Σαν να λέμε, ο ποιητής πιστεύει ότι ο Πατέρας είναι ακόμη σε θέση να σκοτώνει τον κοσμάκη για να αρπάζει τον πλούτο των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Εν προκειμένω, δυστυχώς, η αναρχική γλώσσα, μη ξέροντας από πού αλλού να αντλήσει λέξεις, καθώς οι λέξεις έπαψαν να σημαίνουν, παλινδρομεί στο ύφος της σταλινικής βίας, της στρατευμένης στα συμφέροντα της πολύκλαυστης εργατιάς, η οποία σφυρηλατούσε τα πεζοδρόμια με τον εμβρυουλκό της Ιστορίας. Κρίμα που η Ιστορία τελείωσε, η αγάπη εγκαταλείφθηκε στη φάρσα, η οξυδέρκεια ανταγωνίζεται εκείνη των μηχανών.

Page 11: Παράδοξα

Θυμάμαι κι εγώ με τη σειρά μου την παράξενη ομορφιά μιας λαμπαδηφορίας παιδιών, εξόριστων και συγχυσμένων, που έκλεισαν με την οργή τους απέναντι στον Νόμο του Πατέρα το χάσμα της πραγματικής τους επιθυμίας, το ανομολόγητο αντικείμενο της οποίας δεν ήταν φυσικά το γκρέμισμα του Κηδεμόνα αλλά ένας άλλος κηδεμόνας, τρυφερός και λογικός, ο οποίος θα τους πρόσφερε έναν χάρτη των αστεριών κατάλληλο για νυχτερινή ναυσιπλοΐα δίχως ναυτικές τραγωδίες. Εντούτοις, ήταν μια γόνιμη παρεξήγηση. Πλέον, μαζί με την εξήγηση χάθηκε και η παρεξήγηση.

Ετσι, διέκρινα τώρα τον κακό, αγύρτη, φαντασιακό Πατέρα να εμφιλοχωρεί στα συνθήματα που τον καυτηρίαζαν σαν συμπαγή τύραννο, ενώ εκείνος είχε την υφή των υδρατμών. Απ' τη μία, ο γραφέας του συνθήματος, κάποιος πιτσιρικάς, ενδεχομένως αρκετά θαρραλέος, αμελούσε να συνειδητοποιήσει πως το υποκείμενο, σήμερα, δεν πλήττεται από έλλειμμα υπεραξίας αλλά από έλλειμμα σημασίας, κι ότι το ζήτημα δεν είναι να ανατρέψουμε τον Πατέρα αλλά να ανατρέψουμε μια κατάσταση που εξαφάνισε τα πάντα, μαζί και τον Πατέρα.

Απ' την άλλη, η ίδια η γραφή του συνθήματος γνώριζε κάλλιστα το έλλειμμα και το ομολογούσε διακριτικά. Το «Ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις», και με δεδομένο ότι ο αληθινός πόλεμος απορρέει ακριβώς από τον νόμο του Πατέρα - όλο αυτό δεν σημαίνει μήπως ότι ο γραφέας ονειρευόταν εν αγνοία του έναν πατέρα αυθεντικό; Που θα πει πως ο υπό κατεδάφισιν πατέρας ήταν από γύψο, σαν το άγαλμα του Λένιν. Ισως γι' αυτό οι Αρχές δεν τα σβήνουν πια τα συνθήματα. Αφήνουν τα σκληρότερα απ' αυτά να εκτίθενται σαν διακοσμητικό εκχύλισμα της βαριεστημένης ζωτικότητας μιας πόλης-μουσείου.

Ομως ο Πατέρας που παρασιτεί στη λογική του συνθήματος ερήμην του θερμόαιμου γραφέα, είναι ακόμη πιο αποτελεσματικός στην παραπλανητική προπαγάνδα του. Διότι οι συνειδήσεις, ολοφάνερα, δεν γεννιόνταν στον δρόμο αλλά στο σπίτι της περίφημης πρώην οικογένειας, όπου θεμελιώνονταν η γλώσσα μιας αρρωστημένης επικοινωνίας και όπου οι ίσκιοι της τρέλας και του ανταγωνισμού, της κτητικότητας και των συναισθηματικών παγίδων, οι ίσκιοι όλης αυτής της κακής έντασης μεταξύ των ρόλων πολεμούσαν λυσσαλέα ή βιάζονταν να συνάψουν αλλόκοτες εκεχειρίες, με τη συνείδηση σε θέση φιμωμένου αυτόπτη μάρτυρα. Από κει, οι συνειδήσεις έβγαιναν στον δρόμο για να γιατρευτούν.

Αναρχικός λοιπόν αν ήταν ο γραφέας, θα έπρεπε να ξέρει ότι ο δρόμος αποτελεί πολυτέλεια. Με όσο πάθος και αν πιστεύει ότι στρέφεται ενάντια στον Πατέρα, ο Πατέρας οδηγεί το χέρι του όταν γράφει πως «Ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις». Ο πόλεμος είναι ακριβώς αυτό: εικόνα στις ειδήσεις και, μάλιστα, ειδήσεις που είναι τέτοιες μόνον κατ' όνομα. Οχι ότι πραγματικά σώματα πραγματικών υπάρξεων δεν ανακόπτουν την πορεία πραγματικών πυρών, αλλά ο τρόπος πρόσληψης του γεγονότος από την ανθρωπότητα, ο τρόπος στον οποίο το γεγονός έχει την «αντικειμενική» έδρα του, κατέληξε εντελώς και αμετάκλητα ξένος προς οιανδήποτε αίσθηση δέους ή τρόμου. Πόσο μάλλον εκείνης της ενδόμυχης, ατομικής και συνάμα συλλογικής, λειτουργίας, χάρη στην οποία μπορούσαμε κάποτε να περιμένουμε από την Ιστορία ένα στοιχειώδες δίδαγμα.

Και η ερώτηση διαμορφώνεται ως ακολούθως: άραγε, το να διακόψω εδώ μέχρι την επόμενη Κυριακή, είναι δικαίωμα ή υποχρέωση; Πηγή: 7

Α/Α: 1162019Εντυπο: 7Ημ/νία: 09/05/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Οι φωνές επιτίθενται του Ευγένιου Αρανίτση Ο Ντέιβιντ Κούπερ παρατήρησε πρώτος ότι οι ίδιοι εκείνοι γονείς που ενθάρρυναν τα παιδιά τους να επικοινωνούν με το Θεό διά της προσευχής, πανικοβάλλονταν μόλις το παιδί ανακοίνωνε ότι ο Θεός του απάντησε. Τα παιδιά είχαν απλώς συντονιστεί με το πρόσταγμα. Τα προέτρεπαν από το πρωί ίσαμε το βράδυ να ακούνε τη φωνή της συνείδησής τους, τη φωνή της λογικής, τη φωνή του καθήκοντος, όμως εάν και όταν αυτές οι φωνές άρχιζαν να ακούγονται όντως, ο ακροατής κατέληγε στον ψυχίατρο. Αυτός ο τελευταίος, στη σπάνια περίπτωση που δεν ήταν κουφός ο ίδιος, ήξερε ίσως ότι οι φωνές ανήκαν στον θεσμικό Αλλο, τον κύριο του συμβολικού συστήματος, και ότι είχαν ενσαρκωθεί εξαιτίας κάποιας πρωτογενούς ανεπάρκειας στις λειτουργίες της μεταφοράς. Τα παιδιά σας, κύριοι, έμαθαν να διαβάζουν τη μεταφορά κυριολεκτικώς, και αυτός είναι ένας επαρκής ορισμός του προτεσταντικού ιδεώδους.

Σήμερα, η παρανόηση τείνει να γίνει ο κανόνας, αφού η μεταφορά πνέει τα λοίσθια και ο προτεσταντισμός βρίσκεται παντού, από το Μπέβερλι Χιλς μέχρι το Τόκιο. Ο παραλογισμός, δεν είναι πλέον ιδιότυπος αλλά κυριαρχεί παντού όπου παιδιά διδάσκονται την ένταξη στην αλυσίδα της κοινωνικότητας. Φερ' ειπείν, στις ΗΠΑ, παρόλο που τα ωθούν καθημερινά να απευθύνονται στο σχολικό σύμβουλο για βοήθεια, ο τελευταίος αυτός, το μόνο που κάνει είναι να τα πείθει ότι μπορούν να τα καταφέρουν από μόνα τους, κάτι που άλλωστε συνιστά, στις μέρες μας, το θεμέλιο της προσαρμογής στο περιβάλλον της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή, για να το πούμε ωμά, της συμφιλίωσης με μιαν εμπειρία ριζικής μοναξιάς. Ο σύμβουλος συμβουλεύει αυτοπεποίθηση ως τον καλύτερο τρόπο να ανεξαρτητοποιηθεί το παιδί απέναντι στην ανάγκη για συμβουλές. Εντέλει, του

Page 12: Παράδοξα

ψιθυρίζουν να ακούει τις «φωνές», υπό την προϋπόθεση ότι αυτές δεν θα ακούγονται πραγματικά.

Θα πίστευε κανείς πως κάτι τέτοιο συμβαίνει για το λόγο ότι, μεσούσης της νέας εποχής, κοινωνικότητα και μοναξιά συμπίπτουν απολύτως, όμως δεν θα έπρεπε να περιορίσουμε την αντίφαση μόνον εκεί. Στο βάθος, αυτή αποτελεί την ουσία της μοντέρνας επικοινωνίας, όπου το μήνυμα, επειδή είναι κενό περιεχομένου, ακυρώνεται κατά την ίδια την εκπομπή του. Γενικευμένη, η αντίφαση παύει να είναι αντίφαση.

Είχε διαπιστωθεί, από πολύ νωρίς, ότι εφόσον επικαλείτο κανείς τους ποιητές ήταν αρεστός, εάν όμως άρχιζε να απαγγέλλει, η διάθεση της παρέας άλλαζε προς το χειρότερο. Εδώ που φτάσαμε, αυτή η μερική ασυνέπεια είναι μια πολυτελής ανάμνηση, γιατί το να είσαι αρεστός και το να μην είσαι ταυτίζονται πλήρως, κατά το παράδειγμα του Γουόρχολ, του punk ή των εξωγήινων, ακόμη και των δεινοσαύρων, που διεγείρουν τη συμπάθεια και τη φρίκη, δύο σε ένα. Η αναπόφευκτη απέχθεια που προκαλεί κάθε κακόγουστη συμπεριφορά έχει συγχωνευθεί με την απόλαυση που αυτή εξασφαλίζει άπαξ και την υιοθετήσεις. Αμέτρητα παραδείγματα συνηγορούν σ' αυτή την εξάλειψη του παρονομαστή της σημασίας, και οι πάντες καταλαβαίνουν ας πούμε ότι, αν η παχυσαρκία περιγράφεται από τους διαφημιστές σαν κάτι το οικτρό, αυτό επιτρέπεται ΕΙΔΙΚΑ στη φάση που η κοινωνία τής παραχωρεί αμέριστη κατανόηση και αγάπη.

Παλιά, μπορούσες να πεις ότι ενώ τα σχολεία δίδασκαν τη λογοτεχνία μέσω των μαθημάτων γλώσσας, η χαρά του γονέα μόλις υποψιαζόταν ότι το παιδί του έδειχνε κλίση στον λυρισμό, παραήταν αμφίβολη για να τη θεωρήσει κανείς ευθυγραμμισμένη με τις κατευθυντήριες προσδοκίες, επομένως η επιφύλαξη έμοιαζε αν μη τι άλλο παράδοξη. Τώρα, η παραδοξότητα, αυτή καθεαυτήν, έχει εξαλειφθεί, καθώς επιπλέει διάχυτη παντού, στους ωκεανούς της κοινοτοπίας. Μόνον τυφλός δεν βλέπει ότι μια οποιαδήποτε διαφήμιση υποβάλλει την ιδέα να λατρεύεις και να μισείς ταυτόχρονα, να είσαι δέσμιος της εικόνας σου και συνάμα να την παραμελείς, να εμπιστεύεσαι τις παρορμήσεις σου και την ίδια στιγμή να τις έχεις υπό έλεγχο. Σκλαβιά και ελευθερία κατέληξαν αξεδιάλυτες. Σου επιβάλλουν να τρέχεις ώστε να αξιοποιείς τον ελεύθερο χρόνο. Και σε διαβεβαιώνουν ότι το εκεί είναι εδώ, ότι το αύριο είναι τώρα, ότι το ακαριαίον ισοδυναμεί με την αιωνιότητα. Η ψυχή είναι το σώμα, το ξέρουμε και, κυρίως, αντιλαμβανόμαστε πως η βλακεία είναι η εξυπνάδα προσωποποιημένη. Τέλος, δικαίωμα και υποχρέωση πολύ λίγο διακρίνονται πια.

Δεν έχουμε λοιπόν μια διάσταση αντιφατική, δεν έχουμε διπλό μήνυμα αλλά μιαν επέλαση του μηνύματος Μηδέν. Πριν είκοσι χρόνια, η οικογένεια επέμενε να γαλουχεί τα παιδιά της υπό την αιγίδα της αστικής μυθολογίας της εντιμότητας, αν όμως κάποιο από αυτά κατέληγε να πάρει στα σοβαρά τις ηθικές απαγορεύσεις στο παιχνίδι του πλουτισμού, το μέμφονταν για την ατολμία του. Αυτό ήταν ένα διπλό μήνυμα. Σήμερα, ατολμία και τόλμη συναιρούνται στην ίδια κίνηση, για παράδειγμα στην πολιτική του λεγόμενου μεσαίου χώρου. Κοινοβουλευτική δραστηριότητα και πολιτική απάθεια είναι ένα και το αυτό, και πουθενά δεν το βλέπουμε με τρόπο περισσότερο χαρακτηριστικό απ' ό,τι στη σκηνή της δημοκρατίας των δημοσκοπήσεων.

Ομορφιά και ασχήμια συναντιόνται και ενώνουν τη δυναμική τους κάνοντας σημαία το αποστεωμένο προφίλ της άοσμης Κέιτ Μος και των άπειρων αντιγράφων της. Το να ισχυριστούμε εδώ ότι αναγνωρίζουμε ένα οξύμωρο θα ήταν σκέτη αισιοδοξία. Εκείνο που όντως συντελείται πολύ απέχει απ' το να είναι η εκτόξευση, στο στερέωμα, του κοριτσιού της διπλανής πόρτας ή του ασχημόπαπου που έγινε κύκνος, και πρέπει μάλλον να το συγκρίνουμε με οριστική σβέση της αντίθεσης ανάμεσα στο άσχημο και το ωραίο. Ετσι και οι «φωνές» του φαντασιακού «ακούγονται» επειδή (και στο μέτρο που) οι αληθινές φωνές του συμβολικού σωπαίνουν. Φωνή και σιωπή συσσωματώνονται σ' αυτό που ονομάζουμε επικοινωνιακό μοντέλο. Οι νεκροί ηχογραφούν CD, οι ζωντανοί κυκλοφορούν στον Αδη. Ο Θεός μιλάει στον άνθρωπο όχι γιατί ο άνθρωπος τρελάθηκε χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο της αντίφασης αλλά γιατί η κοινωνία συνολικά υποπτεύεται ότι Θεός δεν υφίσταται.

Αναλόγως, διασημότητα και αφάνεια, «επωνυμία» και «ανωνυμία», είναι συνώνυμα. Αυτό το γράφω για όσους πιστεύουν ότι η προφητεία περί 15λεπτης διασημότητας του ηλίθιου Γουόρχολ έκρυβε έναν τόνο αλτρουιστικό. Πηγή: 7

Α/Α: 1160162Εντυπο: 7Ημ/νία: 02/05/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Δεν την ξάφνιασε, λέει του Ευγένιου Αρανίτση Η βουλευτής της Ν.Δ. Ελενα Κουντουρά, παλαίμαχη καλλονή, επιχειρηματίας και, εντέλει, εκδότης του λαμπερού περιοδικού «Glam», δίνει την αρτιότερη μέχρι σήμερα δημοσιευμένη περιγραφή του τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνει η συγκεκριμένη παράταξη το μέλλον της ευτυχίας σε σχέση με την αποτρίχωση. Ηδη, στα δεκατρία του τεύχη, το «Glam» έχει αγγίξει τη νιρβάνα απεικονίζοντας μέχρι κορεσμού θεσπέσια στιγμιότυπα εκθαμβωτικών αστέρων του κοινωνικοκαλλιτεχνικού στερεώματος, πρωτίστως εμβρόντητων κοσμικών κυριών με υπερμεγέθη πετράδια του οίκου Καίσαρης. Οι τελευταίες, σχεδόν δίχως εξαίρεση, συνδυάζουν ανέμελα τις ετήσιες διορθωτικές επεμβάσεις προσώπου σε

Page 13: Παράδοξα

χειρουργεία Α' κατηγορίας του εξωτερικού με μιαν ασυγκράτητη όρεξη για φιλανθρωπίες. Προβάροντας απαράμιλλες λαμπερές τουαλέτες με ψηλό σχίσιμο, η νεαρή προς το παρόν Εβελίνα Παπαντωνίου, κάνει στους αγαπημένους αναγνώστες του «Glam» την τιμή να ορίσει την ευτυχία, με όρους μόντελινγκ, ως «το μεγαλύτερο μυστικό ομορφιάς».

Αναλόγως λάμπει στα ενδότερα του τεύχους η κυρία Αντα Βωβού, έχοντας εκτεθειμένα σε κοινή θέα τα 4/5 της θωρακικής της πρόσοψης με τη βοήθεια ενός μαύρου, εξωτικά πρωτοποριακού, λαμπερού βραδινού τοπ της Kathy Heyndels, και με προμετωπίδα την αινιγματική φράση «Πρέπει να ξεγυμνώσεις την ψυχή σου», όπου, όμως, εφόσον κρίνουμε από την πρόοδο του ξεγυμνώματος, η ψυχή ακολουθεί δεύτερη με διαφορά, εξ ου και το αίτημα για εσπευσμένα αποκαλυπτήρια. Περιφρονώντας όλο και πιο επιδεικτικά την τυραννία του σουτιέν, όσο και τις σοσιαλιστικές επιφυλάξεις απέναντι στις ακρότητες του μανικιούρ και του πεντικιούρ, το αγαπημένο περιοδικό «Glam» διεκδικεί λοιπόν θέση ναυαρχίδας του λαμπερού νεοδημοκρατικού lifestyle, από τη σκάλα της οποίας λαμπερές κυρίες του Κολωνακίου αποβιβάζονται μαζί με τις ανησυχίες τους για το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας, εκεί όπου η μόδα αναθεωρεί την έννοια του chic και μεταμορφώνει κλασικά τουίντ και pencil φούστες σε αναπάντεχα σέξι σύνολα και απαστράπτουσες πουκαμίσες του οίκου Dior. Λίγο πιο κάτω, η απαυγάζουσα Μαριέττα Χρουσαλά παρουσιάζει στον ελληνικό λαό κρεμώδεις σκιές από την παλέτα Golden Glitz, Νο 01, και λαμπερό χρυσό εφέ στα μάτια δημιουργημένο από το Eye Sheen, Νο 04, όλα από τη Revlon.

Η κυρία Κουντουρά ανοίγει το λαμπερό αυτό τεύχος μ' ένα εκπληκτικό editorial, ως εξής: «Καθισμένη αναπαυτικά στον καναπέ, παρακολουθούσα την τηλεοπτική κοκορομαχία δύο γνωστών πολιτικών... Ο Αλέξανδρος και ο Μάριος μπήκαν φουριόζοι στο σαλόνι... Χάιδεψα τα κεφαλάκια τους και τους πήρα στην αγκαλιά μου. "Η μανούλα σας αγαπάει πολύ και τους δύο και προτείνει ειρήνη και αγάπη. Δώστε τα χέρια σαν καλά παιδάκια, αγκαλιαστείτε και πάμε να υποδεχτούμε μαζί τον πατέρα σας". Πέσαμε όλοι στην αγκαλιά του και ανταλλάξαμε φιλιά. Οταν βάλαμε τα παιδιά για ύπνο, άρχισε να μου μιλάει για το πώς πέρασε την ημέρα του. Για άλλη μια φορά είχε στενοχωρηθεί με κάποιους νέους που ήλθαν για την αγγελία μας: "Ζητούνται νέοι και νέες με όρεξη για δουλειά". "Ολοι τους με πτυχία και Masters και όλοι άνεργοι. Δεν φαντάζεσαι πόσο λυπήθηκα. Θα ήθελα να τους προσλάβω όλους" μου είπε...». Τελειώνει ομολογώντας: «Η πρόταση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, Κώστα Καραμανλή, δεν με ξάφνιασε. Ηταν σαν να το περίμενα. Παρ' ότι απέμεναν λίγες ημέρες μέχρι τις εκλογές, απάντησα καταφατικά. Να κατεβώ υποψήφια βουλευτής στην Α' Αθηνών».

Ξέροντας τι σημαίνει να είσαι ο λαμπερός εκδοτικός βραχίονας του αλτρουισμού που συνταράζει τις αποικίες των celebrities στα βόρεια προάστια, το «Glam» δίνει ρέστα με την κάλυψη της φιλανθρωπικής εκδήλωσης της πολυαγαπημένης, λαμπερής δημάρχου Αθηναίων, για τις ανάγκες της οποίας το επιτελείο του αποτόλμησε ένα εξαίσιο flash back στα πιο εκτυφλωτικά χαμόγελα της ελληνικής show biz, με ιδιαίτερη έμφαση στα συναρπαστικά αποτελέσματα της ενυδάτωσης της επιδερμίδας. Ομολογουμένως, η politically correct τελειότητα αυτού του απείρως λείου και θεϊκά αψεγάδιαστου κόσμου, όπου λαμπερές σύζυγοι υποδέχονται καθημερινά τον σύζυγο ορμώντας στην αγκαλιά του με δάκρυα συγκίνησης, ενώ οι σύζυγοι διαθέτουν ατιμωρητί το συναισθηματικό περίσσευμα να λατρέψουν στιγμιαία άνεργους πτυχιούχους, είναι εδώ όχι απλώς προφανής αλλά και συμβατή με τη nouvelle gastronomie των συμπεριφορών που αναδύονται χάρη στους προβολείς της δημοκρατίας μιας χρήσεως. Αμοιβαιότητα στην κατανόηση και ευγενής άμιλλα καθηκόντων συνδυάζονται υπέροχα με λαμπερά κοστούμια Armani και ψυχεδελικά βελούδινα μοτίβα ή φωσφοριζέ κολάν της DKNY.

Πριν διαρρεύσει η λάμψη των στρας στο κοινοβουλευτικό περιβάλλον, η εκδότης του «Glam» και ο πρώην make-up artist και φωτογράφος Serge Lutens λειτουργούν ήδη σαν ενιαία ψυχοσωματική συσκευή, μόνον που η Ελενα, ενόψει της καμπάνιας του νέου αρώματος της σειράς Beauty and Perfumes, «έχει μεταλλαχθεί σε θηλυκό αίλουρο...», όπως παρατηρεί αλλού μια αγαπημένη της συνεργάτης. Τα ντεσιμπέλ της μουσικής ανεβαίνουν κατακόρυφα και η αγαπημένη Ελενα, όχι ακόμη υποψήφια βουλευτής, απολαμβάνει τον απόλυτο επαγγελματισμό του αγαπημένου της λαμπερού Serge, αναμένοντας την εκτόξευση της απήχησης του νεοδημοκρατικού προγράμματος μεταξύ των VIPs υπό την αιγίδα της Ταυτολογίας Μπούρστιν.1

Η λαμπερή Ελενα Κουντουρά ευθυγραμμίζεται έτσι, μακάρια, με την παράδοση που εγκαινίασε η βασίλισσα Μαργαρίτα της Ναβάρας, γνωστή για τη δήλωση: «Είμαι πολύ χαρούμενη κι ευτυχισμένη, σας το λέω απροκάλυπτα», ενώ η Βουλή των Ελλήνων, αν υποθέσουμε ότι περί αυτού πρόκειται, αποκτάει δωρεάν τη χλιδάτη ακτινοβολία των δισεκατομμυρίων Watt που της έλειπαν μέχρι τώρα και που, κυριολεκτικά, σε στραβώνει. Και να 'ταν μόνον η Κουντουρά στον αγώνα για περισσότερο glamour, θα μπορούσα να παρηγορηθώ μ' ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και μπαστούνι, ίσως και σκύλο.

1 Ορισμός που έδωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο αμερικανός ιστορικός Ντάνιελ Μπούρστιν: «Διασημότητα είναι κάποιος που είναι γνωστός επειδή είναι γνωστός». Πηγή: 7

Α/Α: 1158406Εντυπο: 7Ημ/νία: 25/04/2004 Σελίδα: 29

Page 14: Παράδοξα

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Κορίτσια σε κατάρρευση του Ευγένιου Αρανίτση Ακολουθώντας τον κύκλο των παρατηρήσεων πάνω στο πολιτικό σύστημα, που διακόπηκε από μια αναγκαία παράκαμψη δύο εβδομάδων (κι έτσι φάνηκε ότι δεν είναι φαύλος), πρέπει σήμερα να σταθώ στο ζήτημα του λεγόμενου εκσυγχρονισμού, με την ελπίδα να σας θυμίσω περί τίνος πρόκειται.

Αναφορικά με την κακή ένταση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος προέβλεψε ότι θα υπομείνουμε τη δυτική μας μοίρα περίπου όπως υπομείναμε και την ανατολίτικη, για τετρακόσια χρόνια, στην τουρκοκρατία. Ηταν ευφυής άνθρωπος με μια λεπτή αίσθηση της διάκρισης που επιβάλλεται απέναντι σε φαινομενικώς όμοια πράγματα, κι έτσι μπορούσε να συλλάβει το νόημα αδιόρατων αποκλίσεων απ' αυτές που, ωστόσο, άπαξ και τις εντοπίσεις, γίνονται κραυγαλέες. Το μεταδοτικό του χαμόγελο υπήρξε σήμα κατατεθέν της καυτηρίασης των κωμικοτραγικών μεταμφιέσεων που μας περιτριγυρίζουν, όταν η account executive του διπλανού γραφείου δείχνει ανυποχώρητη προτίμηση για τον αμερικάνικο καφέ αντί του ελληνικού, ενώ τα σαββατοκύριακα της λείπει αφόρητα, λέει, το γιαπωνέζικο σούσι.

Μήπως ο εκσυγχρονισμός ήταν εξαρχής κάλπικος; Ούτε λόγος να γίνεται! Τη στιγμή κατά την οποία εκατοντάδες κοριτσάκια μαθαίνουν να χειρίζονται τις τηλεπικοινωνίες με τον τρόπο ενός μηχανήματος που μιλάει, θα ήταν αφέλεια να πιστέψουμε ότι τα όντα αυτά έχουν μεταμορφωθεί σε λευκούς προτεστάντες ορθολογιστές ημι-εξωγήινους που διοικούν τη Σίλικον Βάλεϊ από τηλεφώνου.1 Η πίστη στα αποτελέσματα της αποπροσωποποιημένης απέχθειας για οτιδήποτε αρκετά αληθινό ώστε να μην εμφανίζεται συμβατό με τη λογική των μικροτσίπ, δεν τις αιχμαλωτίζει ολοκληρωτικά. Οχι, οι κοπέλες γυρίζουν στο σπίτι τους, π.χ. στην Ανω Ηλιούπολη, όπου ξαναβρίσκουν, μαζί με μια μερίδα λαδερά, τη χαμένη επιθυμία να τσακωθούν με την πεθερά τους, προς μεγάλη τέρψη της γειτονιάς. Με ικανοποιεί το να υπερασπίζομαι την ψυχή αυτών των κοριτσιών, αφού μπορεί να είναι κανείς παραπάνω από βέβαιος ότι διατηρούν, κάτω απ' τους μηχανικούς τρόπους που επιβάλλει η επαγγελματική αποστήθιση των κωδικών, έναν αψευδώς ανατολικομεσογειακό τρόπο, ιδιαζόντως συγκεχυμένο και τρελό αλλά και πηγαίο, στο να αντιλαμβάνονται τον χρόνο, τον θάνατο, τις συγκρούσεις, τη συμφιλίωση και το ξεμάτιασμα. Για να τον τιμήσουν, διδάχτηκαν να μην ενοχλούνται από την κακογουστιά, εκτός και αν ο ταξιτζής τις ρωτήσει: «Δεσποινίς ή κυρία;»

Εξυπακούεται ότι τα κοριτσάκια έχουν αλλάξει το όνομά τους και πολλές απ' αυτές ονομάζονται Ντέμπι, Βάσια, Ντορίν, Λόρι κ.λπ. Ομως εδώ η αξερίζωτη δεισιδαιμονία που τρέφει την πεποίθηση ότι αλλάζοντας το όνομα αλλάζεις το πράγμα δεν αρκεί για να θεραπεύσει την οφθαλμοφανή ασυνέπεια μεταξύ της νεοϋορκέζικης άνεσης και του γούστου που διέπει την επιλογή του ταγιέρ από το συνοικιακό κατάστημα. Αξίζει να τα αγαπάς αυτά τα μπερδεμένα κορίτσια! Επιστρέφοντας στο σπίτι τους με το λεωφορείο, ονειρεύονται τα νυφικά και τους οργασμούς που περιγράφει το Cosmopolitan, παριστάνοντας κάτι που δεν ήταν ποτέ και ούτε θα γίνουν, πράγμα που κάνουν άλλωστε με τέτοιο πείσμα, σχεδόν λαγνεία, ώστε διαισθάνεται κανείς ότι το βράδυ, μετά τη δουλειά, η υποψία του επικείμενου hangover είναι τόσο αποκαρδιωτική όσο το θέαμα των μαύρων κύκλων γύρω απ' τα ματάκια τους.

Πράγματι, η προφητεία του Βακαλόπουλου γίνεται πολύ λιγότερο σιβυλλική μόλις διαπιστώσει κανείς ότι ο χαρακτήρας της αναγκαιότητας των πιο δημοφιλών κοινωνικών προσποιήσεων είναι επιδερμικός. Τα δάνεια που πήραμε απ' τους Οθωμανούς στο επίπεδο της συμπεριφοράς δεν άλλαξαν παρά το κομμάτι εκείνο του ψυχισμού που ήταν ανοιχτό σε βολικές, επιπόλαιες συνομιλίες με την ετερότητα, ενώ ο πυρήνας έμεινε αναλλοίωτος. Οχι ότι διαφέραμε και πολύ, αυτό να λέγεται, όμως υπήρχε σ' εμάς κάτι τολμηρά αλλιώτικο στην ιδιοσυγκρασιακή προσέγγιση του κόσμου, μείγμα Ανατολής και Δύσης, προβληματική αλλά ενδιαφέρουσα ισορροπία μεταξύ θεσμών και διαπροσωπικής συναλλαγής, κάτι του οποίου η κυρία Δασκαλάκη ας πούμε αναγνωρίζει μόνον την καρικατούρα. Καθώς το επιτελείο της εξοντώνει μαζικά τους αδέσποτους σκύλους, ώστε να μην προσβάλλουν την αισθητική των γιων του τέως, εγώ ασκούμαι στο να πιστεύω ότι η σχέση αγάπης-μίσους με το βλέμμα της κοινότητας, των σκύλων περιλαμβανομένων, μας ενθαρρύνει, εφόσον την ακροαστούμε, στο να αλλάξουμε όχι τον ορίζοντά της, δηλαδή τα ίδια τα όρια της κοινότητας, αλλά την ψυχολογική του διάσταση. Κρίμα που η κοινότητα περιορίζεται, επισήμως, στο κομμωτήριο.

Αναλόγως προσποιητή είναι η δυτική μας μοίρα στον πολιτισμό συνολικά, η διεστραμμένη βιασύνη να υιοθετήσουμε (λες και τη δική μας συναίνεση περίμενε!) αυτό του οποίου η δυναμική σαρώνει τα πάντα με μια καταιγίδα από παροχές τεχνολογικών εξυπηρετήσεων. Παριστάνοντας ότι είναι μηχανές, τα κοριτσάκια της λεγεώνας των γραμματέων και των executives αρπάζουν την ευκαιρία να ξεφύγουν ανακουφιστικά από το μικροαστικό βάσανο του οποίου τη μοιραία ηχώ διαιωνίζουν με τη λίστα γάμου και τα ρεσιτάλ κουτσομπολιού στο σπίτι της φιλενάδας τους. Απορεί κανείς με το πόσο γρήγορα, πόσο ανώδυνα, το κάθε συγκεκριμένο αγαθό της παράδοσης κατέληξε σε γελοιογραφία, αρχής γενομένης από τα ρουσφέτια και τα απειράριθμα σκανδαλιστικά κρούσματα αναξιοκρατίας. Ολ' αυτά, αν υπήρξαν κάποτε αδρανείς εκδηλώσεις του μέτρου που προφύλασσε την κοινότητα απ' τις ατομικές ακρότητες, τώρα σέρνονται στις οθόνες της τηλεόρασης σαν πατσαβούρες της απογευματινής ζώνης.

Τα κοριτσάκια πιστεύουν πως ο εκσυγχρονισμός αυτού του είδους τα ελευθερώνει από το κακό μάτι και πως τους αξίζει να τα ερωτευθεί ο Χατζηνικολάου. Το ότι καταλήγουν, στην καλύτερη περίπτωση, με τους μιμητές του Κακαουνάκη, δείχνει και σε τυφλούς ακόμη πως το δίλημμα είναι και πάλι πλαστό. Εδώ που τα λέμε, ευτυχώς.

1. Τα κοριτσάκια παπαγαλίζουν την Ηλεκτρονικά Επεξεργασμένη Φωνή: «Ποιος τον ζητεί, παρακαλώ;»,

Page 15: Παράδοξα

«Είναι σε σύσκεψη αυτή τη στιγμή», «Εχει το τηλέφωνό σας;», «Θα σας καλέσουμε εμείς», «O.k., ευχαριστούμε που μας καλέσατε». Πηγή: 7

Α/Α: 1154257Εντυπο: 7Ημ/νία: 10/04/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Ο Χριστός ξαναξανασταυρώνεται του Ευγένιου Αρανίτση Η ταινία του Μελ Γκίμπσον πάνω στα πάθη του Χριστού προκαλεί ένα σπάνιο συναίσθημα αμηχανίας, επειδή δυσκολεύεται κανείς να αντιληφθεί τι ακριβώς διαπραγματεύεται και με ποιον στόχο. Μιλάω για σπανιότητα επειδή η περίπτωση κατά την οποία η συνείδηση του θεατή θα απέρριπτε ένα τέτοιο προϊόν, αμιγώς αμερικάνικων προδιαγραφών, είναι τετριμμένη και ανώδυνη. Εδώ, απεναντίας, πριν αποφανθείς για το περιττόν του πράγματος περνούν τουλάχιστον σαράντα οκτώ ώρες, στη διάρκεια των οποίων εξουδετερώνεσαι από την αναμονή της στιγμής που η βία θα χωνευθεί έτσι ώστε να διαπιστώσεις τι απέμεινε. Πέραν πάσης αμφιβολίας, δεν απέμεινε τίποτα.

Αυτό το τίποτα δεν είναι διδακτικό. Ενα ωραίο απόγευμα, ο Διογένης ο Κυνικός, ακούγοντας τον Ζήνωνα να αναπτύσσει στο ακροατήριό του επιχειρήματα διά των οποίων προσπαθούσε να αναιρέσει, αναιρείν εδόκει, το πιο φανερό πράγμα, δηλαδή την κίνηση, το εναργέστατον εν τοις ούσι, την κίνησιν, δεν είπε τίποτα, για να τα αντικρούσει, μηδέν μεν ειπείν προς αυτάς, παρά σηκώθηκε και βάδισε, αναστάντα δε βαδίσαι, και με τούτη την εύλογη πράξη αναίρεσε τα σοφίσματα, και διά της εναργείας αυτής λύσαι τα εν τοις λόγοις σοφίσματα. Το τίποτα της ταινίας για την οποία μιλάω είναι το αντίθετο αυτού του εύγλωττου μηδενός. Το τίποτα του Γκίμπσον είναι ένα μηδέν αλγεβρικό. Περιγράφει την αντήχηση της ιστορίας των Παθών στον ψυχισμό μας. Αντήχηση: καμία.

Φυσικά, εξακολουθεί να νιώθει κανείς ένα φρικτό μούδιασμα, ενώ το άγχος που ξυπνάει η θέα του αίματος είναι αναπόσπαστο από την επιθυμία να κλείσεις τα μάτια. Ομως αυτό το αίμα, η σάρκα, τα κόκαλα που σπάνε, οι εκκρίσεις του σώματος που πεθαίνει και τα βγαλμένα μάτια, μιλάνε στη γλώσσα της σαδιστικής τάξης, όχι τη γλώσσα της αλληγορίας, οπότε παραμένουν στην επιφάνεια, η ψυχή τα συγκρατεί στον φλοιό της. Η γλώσσα του σαδισμού, όπως έχει παρατηρηθεί αμέτρητες φορές, διαπνέεται από λεπτολόγο καθαρότητα προθέσεων, λογική οργάνωση και μανιώδη προσκόλληση στην τεμαχισμένη λεπτομέρεια, εν ολίγοις διατηρεί έναν τόνο επιστημονικό. Εδώ, μας ξεναγούν σ' ένα σφαγείο όπου οι πληγές χαμογελούν ψυχρά, εκτεθειμένες στην εποπτεία σαν να ήταν χειρουργικά αντικείμενα. Ο σαδισμός παρουσιάζεται πρώτ' απ' όλα αντισηπτικός. Η λογική που τον εμπνέει είναι αντίθετης φοράς από τον ψυχικό πόνο που ριζώνει κάτω απ' την πληγή· ο σαδισμός έρχεται στην πληγή από έξω και την ανοίγει τελετουργικά.

Πράγματι, η απολυμαντική σκηνοθεσία, εξαφανίζοντας κατ' αρχάς τις μεταφορικές σημασίες του δράματος, σε προσκαλεί να δεις το κέτσαπ από πάρα πολύ κοντά, ενώ σου υπόσχεται συνάμα ότι δεν θα λερωθείς, δεν θα μυρίσεις σπέρμα ή κόπρανα, ούτε τις πορδές των Ρωμαίων ή τους μύκητες των ποδιών τους. Αυτό λέει πολλά για τη μοντέρνα αντίληψη του σώματος, ως σύνθεσης σπαραγμάτων μέσα σε φορμόλη, από κείνα που θαυμάζουν τα τελευταία χρόνια οι επισκέπτες των εικαστικών εκθέσεων. Υπεραναπλήρωση: όσο πιο δραστικά του αφαιρούμε την πνευματικότητα, τόσο πιο αμφίβολη, παραδόξως, γίνεται η ύλη του. Επειτα, πουθενά δεν φωλιάζει η παραμικρή συγκίνηση. Νοσταλγία ή πένθος, αγωνία και δέος, ελπίδα, τύψεις, θυμός, όλ' αυτά έχουν απομακρυνθεί μ' έναν τρόπο αμετάκλητο και αποστραγγιστικό, μη αφήνοντας παρά την κεραυνοβόλο και συνάμα αποχαυνωτική πειθώ των εικόνων του βασανισμού, σαν να επρόκειτο για μάθημα ανατομίας. Οπως ξέρουμε και επιβεβαιώνεται εδώ πανηγυρικά, το ύφος που απέχει απ' την πραγματικότητα περισσότερο απ' οποιοδήποτε άλλο, είναι ο λεγόμενος ρεαλισμός.

Ο ρεαλισμός αυτής της ταινίας, κίβδηλος όπως όλοι οι ρεαλισμοί που σχηματοποιούνται απ' την τεχνολογία της εικόνας, θέλει πάση θυσία να σοκάρει εκτοπίζοντας την πραγματικότητα μέχρις ότου να την υποκαταστήσει πλήρως και χωρίς κατάλοιπα. Εντούτοις, το προς υποκατάστασιν, δηλαδή η θυσία του Χριστού, δεν είναι παρά ένας ερωτικός θρύλος, κι έτσι, εκτοπιζόμενο απ' αυτή τη μεγαλοπρεπώς πειστική ρέπλικα, παίρνει μαζί του και την ψυχή μας. Το να πούμε ότι δεν απομένει η ελάχιστη επίδραση σε συμβολικό επίπεδο, ισοδυναμεί με την παρατήρηση πως όλα είναι τόσο αληθινά, μέσα στη χημική ομίχλη του ντεκόρ, ώστε μοιάζουνε ψεύτικα. Ή μάλλον, ανάποδα, όλα πρέπει να είναι ολοφάνερα ψεύτικα ώστε να δείχνουν αληθινά. Μάλιστα, εν ονόματι της αληθοφάνειας, οι Εβραίοι μιλούν τη μητρική τους γλώσσα, ενώ οι λοχίες του Πιλάτου τραυλίζουν στα λατινικά με μιλανέζικη προφορά και με γνήσιες ιταλικές γκριμάτσες, που θυμίζουν τους κωμικούς του Παζολίνι.

Προαιωνίως αλυσοδεμένη στη λειτουργία του συμβόλου, του οποίου αποτελεί την πεμπτουσία, η αφήγηση των Παθών ανθίσταται ηρωικά στην κινηματογράφηση, ό,τι και αν κάνει το Χόλιγουντ. Αφού παρέλασαν απ' την οθόνη όλων των ειδών οι επίδοξοι θεάνθρωποι, αρχής γενομένης με τους μαστουρωμένους απ' τις αναθυμιάσεις του χιπισμού και της κουλτούρας του χασίς, και τελειώνοντας στους θυελλώδεις ταραξίες και Δον Ζουάν, τώρα, ο Υιός του Ανθρώπου ως αντικείμενο μιας ανυπόφορα ορατής βίας φαίνεται σαν η μοναδική ανεκμετάλλευτη εκδοχή, που θα άξιζε να της

Page 16: Παράδοξα

εξασφαλιστεί ένας καλός προϋπολογισμός. Η ακρότητα της ιδέας αγγίζει το απόλυτο και το νόημα της ιστορίας των Παθών διαγράφεται απ' άκρη σ' άκρη. Εξού και η πλήξη, η οποία ανεβαίνει τον Γολγοθά μαζί με την Παναγία.

Απ' όλες τις ανάλογες προσπάθειες τα τελευταία τριάντα χρόνια, θυμάμαι μόνον μία, της δεκαετίας του '60, εκείνη όπου το πρόσωπο Χριστός δεν εκτίθεται ποτέ στην κάμερα, με εξαίρεση τη ζώνη των ματιών του σε γκρο πλαν ή την εικόνα του σώματος κινηματογραφημένου από πίσω ή από ψηλά, σε μακρινό πλάνο, σαν το στιγμιαίο κυμάτισμα μιας πορφύρας που λάμπει πριν απορροφηθεί από τα ρούχα των κομπάρσων. Τότε, μου επέτρεψαν να νιώσω σαν τον Ζακχαίο. Λοιπόν, η όχι και τόσο μεταφυσική δύναμη που συντηρεί αυτή τη ζωηρή ανάμνηση δεν είναι η σύμπτωση αλλά κάτι αληθινό, που συνδέεται με το γεγονός ότι μια τέτοια ιστορία μπορεί να δειχτεί μόνον συμβολικά. Με δυο λόγια, ο χειρισμός του θέματος, εδώ, θα 'πρεπε να 'ναι η παράσταση και όχι η αναπαράσταση.

(Την επόμενη Κυριακή, θα επανέλθω στον σχολιασμό της πολιτικής σκηνής. Χαίρε, παρένθεση, τιμιοτέρα και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των χερουβίμ!) Πηγή: 7

Α/Α: 1151227Εντυπο: 7Ημ/νία: 04/04/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Η μικρομεσαία συνείδηση του Ευγένιου Αρανίτση Στο προηγούμενο, υπογράμμισα το γεγονός ότι το έλλειμμα της μικρομεσαίας τάξης, επομένως και το αντικείμενο της αρπακτικότητάς της, ισοδυναμούσε μάλλον με το δικαίωμα στον λόγο παρά με τον πλούτο. Δικαίωμα σε μιαν αυτοτελή και εξωραϊσμένη εικόνα του εαυτού της - παρουσία μέσα στην Ιστορία, θεμελίωση του προνομίου να εκδίδει επίσημα αποφάσεις για τις τύχες της κοινωνίας. Ασφαλώς, η μεγαλοπρέπεια εκείνη έδωσε νέα ώθηση στη βασιλεία του πλαστικού και του κόντρα πλακέ, μεταφορική και κυριολεκτική.

Εχοντας αγνοηθεί σε όλους τους απολογισμούς σαν να μην υπήρχε, δίχως την ηθική ακτινοβολία της «εργατιάς», δίχως τα πρωτεία των διανοουμένων (οι οποίοι άλλωστε ξεπηδούσαν, προδοτικά, από τα σπλάγχνα της), δίχως καμία εξοικείωση με την πολυτέλεια του ύφους που χαρακτήριζε τα ανώτερα στρώματα, η μικροαστική τάξη ήταν επίσης δίχως ορατή ταυτότητα. Αν και αποτελούσε το ίδιο το γαστρεντερικό σύστημα της κοινωνίας, τον μηχανισμό διά του οποίου η τελευταία μπορούσε να αλέθει την εμπειρική πραγματικότητα ώστε να παράγει τα αναλώσιμα πολεμοφόδια της εθνικής και οικονομικής περιπέτειάς της, υπήρξε πάντα σιωπηλή και αφανής. Ηταν μια τάξη χωρίς ιδεολογικό στίγμα και χωρίς ευθύνη πάνω στις συγκρούσεις για τις οποίες τη στρατολογούσαν. Σ' αυτό το έλλειμμα ήρθαν να απαντήσουν η πολιτική δράση και η προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου.

Εξυπνος άνθρωπος, ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος που κατάλαβε την αληθινή δύναμη της τηλεόρασης, η οποία έμελλε να γίνει το παυσίπονο της εσωστρέφειας του μικροαστού σε επίπεδο παραστάσεων, εν ολίγοις ο καθρέφτης του μικρομεσαίου νου. Ομως η τηλεόραση δεν έπαιρνε αιχμαλώτους, επειδή η βουλιμία την οδηγούσε σε κανιβαλικές εφορμήσεις πάνω στους ίδιους εκείνους ανθρώπους που την είχαν αναγορεύσει σε θρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι, μπορεί μεν να έριχνε φως σε χαμόσπιτα εκτός σχεδίου πόλεως, νομιμοποιώντας τα, αλλά ήταν επίσης παρούσα για να απαθανατίσει τον Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, χτυπημένο από την ένταση των συγκυριών, πάνω στο έδρανο του Ειδικού Δικαστηρίου. Στην ουσία, τον είχε σκοτώσει η ίδια.

Αναπόφευκτα, ο μικροαστισμός εκτροχιάστηκε. Με το που απόκτησε λόγο και εικόνα του εαυτού του (π.χ. Αυριανή), βρέθηκε στην καρδιά της παραφροσύνης, αφού είχε πλέον πρόσβαση σε κάτι αδιανόητο. Το αδιανόητο, εν προκειμένω, ήταν ο πολιτικός αντίκτυπος του ψυχισμού του - κάτι όντως πρωτοφανές. Συνήθειες που προάσπιζαν τη μικροκλίμακα της γειτονιάς, αμοραλισμός, μαλλιοτραβήγματα, συκοφαντία και κονοβουλευτικές μπουγάδες που έμοιαζαν λευκότερες από άλλες χάρη στο σοσιαλιστικό απορρυπαντικό των συνειδήσεων, για να μην πούμε και για τα ταγιέρ των συζύγων των υπουργών, ήρθαν τώρα στο προσκήνιο πάνω σ' ένα ανοδικό κύμα που σάρωσε τα πάντα. Αποκρουστικά παραδείγματα ρητορικής ωμότητας εκθειάστηκαν με τυμπανοκρουσίες σαν πρότυπα πολιτικής ειλικρίνειας, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να τα ανεχθεί χωρίς ωτασπίδες. Και ιδού πώς καταλήξαμε κουφοί.

Αχαλίνωτος, ο ρεβανσισμός απέναντι στις προαιώνιες καταχρήσεις της λεγόμενης Δεξιάς έδρασε σε όλα τα μέτωπα συνοδευόμενος από μια πρωτοφανή απόλαυση οικειοποίησης των πάντων, η οποία, αν και πρωτοφανής, διέφυγε εντελώς της προσοχής των αναλυτών. Αυτή η απόλαυση της εξουσίας, ως πράσινο φως για την αρπαγή των προνομίων, έφερε επίσης στην επιφάνεια το Αίτιο που ο Ανδρέας βάφτισε εθνική υπερηφάνεια, και το οποίο αποτελεί, ελλείψει καλύτερου, το σύνηθες καταφύγιο της μικροαστικής νεύρωσης σε αναζήτηση ταυτότητας. Οπως στην προπολεμική Ευρώπη ας πούμε, μόνον που εδώ το ζήτημα άγγιζε την γελοιογραφία, η εθνική ταπείνωση, χρεωμένη στους ιμπεριαλιστές και τους συνοδοιπόρους τους, έπρεπε να αποζημιωθεί με μιαν επίδειξη εξωτερικής πολιτικής στα μέτρα του μελλοντικού ενθουσιασμού της κ. Δήμητρας Λιάνη.

Page 17: Παράδοξα

Αυτή η άνωση εγκατέστησε νέους θεσμούς, εξαρτημένους απευθείας από τις κυκλοθυμικές αποφάσεις του αρχηγού και ανταποκρινόμενους στο καταπιεσμένο και χωρίς λογοκρισία θυμικό όλων των μη προνομιούχων, ειδικά εκείνων που ήταν τέτοιοι σε αποθέματα αντισωμάτων. Η διαφθορά, ανέκαθεν απαραίτητη, αναβαθμίστηκε σε πρωτόκολλο, ενώ η πληροφόρηση, σαν κοινό αγαθό, δόθηκε σε όλους εκείνους που δεν ήξεραν καθόλου πώς να την υποδεχτούν. Απαξ και τα αυθαίρετα αποκτούσαν δορυφορική τηλεόραση, η τηλεόραση έγινε η ίδια ένα αυθαίρετο. Εκεί, στη μεθόριο βαλκανικής επαρχίας και παγκοσμιοποιημένης ερήμου, τόπο σίγουρα ιδεώδη, οι περίφημες νέες ιδέες που ρίζωναν εξίσου στον κυνισμό των μεσαίων στελεχών και στην κουτοπονηριά του δημοσιοϋπαλληλικού πνεύματος είχαν γίνει ηρακλειδείς ενός κράτους γενικευμένου δικαίου, εφόσον κάθε επιμέρους κρούσμα αδικίας έμενε πανηγυρικά ατιμώρητο.

Το ότι αυτή η δυναμική εξανεμίστηκε μέσα σε είκοσι χρόνια, δεν είναι για να απορεί κανείς, δεδομένου ότι η μικροαστική συνείδηση δεν είχε τίποτα περισσότερο να κερδίσει. Ο,τι της ανήκε, της είχε ήδη δοθεί. Παντοδυναμία του λαϊκισμού και απογευματινά σίριαλ, κρατικός καπιταλισμός και ρημαγμένα οικόπεδα, ψευτοδάνεια και ανατριχίλες του κοινόχρηστου πλέον life style, κοινωνικός τουρισμός και τσιμέντο, χρηματιστήριο και δωρεάν μεροκάματα Αλβανών, όλ' αυτά πολτοποιήθηκαν στη χωματερή της φθίνουσας επανάληψης, μέχρι που και ο ίδιος ο μικροαστός έπαψε να ακούει την αντήχηση της φωνής του, είτε την έλεγαν Ευαγγελάτο είτε αλλιώς.

Το όνειρο τελείωνε, εδώ, και το δικαίωμα στον λόγο έπρεπε, υποχρεωτικά, να έρθει αντιμέτωπο με τη διαπίστωση ότι δεν επρόκειτο ούτε για δικαίωμα (το είχαν οι πάντες) ούτε για Λόγο (δεν έλεγε τίποτα).

Εκκρεμεί η επισκόπηση του κεφαλαίου «εκσυγχρονισμός».

Εκ παραδρομής ο τίτλος της προηγούμενης εβδομάδας αντί για «Επιστολή για την Αριστερά» έγινε «Επιλογή για την Αριστερά» Πηγή: 7

Α/Α: 1149086Εντυπο: 7Ημ/νία: 28/03/2004 Σελίδα: 27 Μίκης, αριστερά και εμβατήρια Ακόμη μία επιστολή αναγνώστριας με αφορμή τα «Παράδοξα» του Ευγένιου Αρανίτση: «Παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον την αρθρογραφία του κ. Αρανίτση πάνω στη μουσική ή καλύτερα την τύχη της μουσικής του Μ. Θεοδωράκη. Την επιχειρηματολογία μέσα από την οποία θέλησε ν' αποδείξει ότι η μουσική αυτή δεν έχει πια τίποτα να πει, ότι έχει πεθάνει, θα μπορούσαμε να την συνοψίσουμε ως εξής: 1. Η μουσική του Μίκη γράφτηκε προς κατανάλωση της στιγμής, είχε ένα σκοπό (να γεμίζει στάδια). 2. Δεν αποτέλεσε ποτέ την γνήσια έκφραση του συναισθήματος των ελλήνων πολιτών αλλά ήταν ένα τυποποιημένο από τον εμπνευστή του κατασκεύασμα. 3. Ηταν απλά και μόνο το όχημα επιβολής ενός αριστερού πολιτισμικού οράματος και νομοτελειακά ναυάγησε μαζί του.

Ο κ. Αρανίτσης ανοίγει ουσιαστικά το γνωστό θέμα της "στρατευμένης" τέχνης, θέμα για το οποίο και πολύ μελάνι έχει χυθεί καιγια πολύ καιρό πολλούς διανοητές ταλαιπώρησε. Εμείς όμως σήμερα, έπειτα από συζητήσεις επί συζητήσεων, ξέρουμε πια ότι στρατευμένη είναι σχεδόν πάντα η μεγάλη τέχνη. Στρατευμένη τέχνη έγραψε για παράδειγμα ο Αισχύλος, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Σολωμός, ο Κάλβος κ.ο.κ. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι ο κ. Αρανίτσης συγχέει απλώς τη στράτευση της τέχνης με την τελείως διαφορετική περίπτωση όπου η τέχνη έχει ταυτότητα κομματική. Για παράδειγμα το γεγονός ότι η μουσική αυτή σε κάποια σημεία της στρατεύτηκε σ' ένα αριστερής έμπνευσης πολιτισμικό όραμα δεν μπορεί καθεαυτό να αναιρέσει τη γνησιότητά της. Από την άλλη, εάν ο ίδιος ο κ. Αρανίτσης θέλει να βάλει την ετικέτα της κομματικής τέχνης πάνω στη μουσική του Θεοδωράκη, ας το κάνει περισσότερο ξεκάθαρα, αφού όμως προηγουμένως σταματήσει να παλινδρομεί ανάμεσα στην άποψη εκείνη που θέλει τον Θεοδωράκη να γράφει από επιταγή -άρα να παράγει κομματική τέχνη- και σ' εκείνη που αντίθετα τον θέλει να διαμορφώνει την εποχή του, τη στάση των ανθρώπων απέναντι στα πράγματα, τα μουσικά τους ακούσματα κ.λπ. Γιατί δεν μπορεί, είναι αδύνατο να συμβαίνουν και τα δύο, αφού όπως γνωρίζουμε η κομματική τέχνη, η τέχνη δηλαδή που παράγεται από επιταγή, είναι μια τέχνη φτηνή που δεν θα μπορούσε ασφαλώς ποτέ να επηρεάσει κατ' αυτόν τον τρόπο, πόσο μάλλον να διαμορφώσει ανθρώπους, ακούσματα, συνειδήσεις.

Η μουσική του Θεοδωράκη υπήρξε πράγματι το γέννημα μιας εποχής που πίστεψε και στρατεύτηκε σ' ένα μεγάλο όραμα. Κατά τη δική μας άποψη, δεν ήταν τόσο ο Μίκης που θέλησε να εκφράσει την εποχή αυτή, όσο ήταν η εποχή που είχε ανάγκη, που απαιτούσε επιτακτικά να εκφραστεί. Κυρίως επειδή στο όραμα αυτό δεν πίστεψε μόνο ο ίδιος, ερχόμενος από τον ουρανό για να το επιβάλει, αλλά σχεδόν όλοι εκείνοι που "γέμιζαν τα στάδια". Γιατί η πείνα, η ανέχεια, η λογοκρισία είναι καταστάσεις αναξιοπρεπείς για τον άνθρωπο, είναι "πληγές από φριχτό μαχαίρι", όπως και για τον ποιητή τα γηρατειά, που σημαίνει εκείνη την ώρα πληγές πιο χαίνουσες και από "σημασίες ισχυρότερες", όπως αυτή για παράδειγμα της "ραγισμένης ταυτότητας".

Το μυστικό λοιπόν δεν βρίσκεται απλά ούτε στους διεγερτικούς τονισμούς αυτής της μουσικής, ούτε πολύ περισσότερο στον κανόνα της επιπόλαιης προσκόλλησης των λαών σε θούριους και "ολύμπια

Page 18: Παράδοξα

υποκείμενα". Το μυστικό είναι ακριβώς ότι στη μουσική του Θεοδωράκη και για πρώτη φορά το ολύμπιο υποκείμενο γίνεται ο ίδιος ο άνθρωπος και η μοίρα του, ο Ελληνας της εποχής, ο οποίος, αν τουλάχιστον θυμηθούμε τη ρεμπέτικη αλλά και την καθ' όλου λαϊκή μουσική του τότε -δεν μπορούσε να δει στη μουσική τέχνη παρά τη δουλική πλευρά του εαυτού του, τη μίζερη και κακομοίρικη, την πλευρά του αιώνιου θύματος που δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να τα βάλει με την κακούργα κοινωνία και να κλάψει την άδικη τύχη του να γεννηθεί. Στη μουσική του Μίκη -κι εδώ σφάλλει ξανά ο κύριος Αρανίτσης- δεν αγορεύει η ίδια ή ο συνθέτης αλλά ο άνθρωπος στη μετάλλαξή του σε επικό υποκείμενο, σε μια πιο μπαρόκ αλλά ταυτόχρονα και πιο αξιοπρεπή έκφανση της ταυτότητάς του. Γιατί σε αυτή τη μουσική ακριβώς βρήκε όχι ένα τονωτικό φάρμακο, όπως μονοδιάστατα θέλει να το βλέπει, αλλά το φάρμακο εκείνο της Τέχνης, το μόνο άλλωστε που ξέρει πάντοτε να κάνει -για λίγο- "να μη νιώθεται η πληγή". Οσο για τη ραγισμένη μας ταυτότητα, σημειώνουμε απλώς ότι η Μακρόνησος, τα βάσανα, η λογοκρισία, η πείνα, υπήρξαν και ότι αν συνεχίσουμε την ακατανόητη αυτή άρνηση απέναντι σε ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας, πολύ φοβόμαστε ότι αυτή η "ραγισμένη ταυτότητα" θα γίνει η χρόνια και ανίατη ασθένειά μας.

Η σύγχυση κομματικής-στρατευμένης τέχνης δεν είναι όμως η μόνη που συναντάμε στα άρθρα του κ. Αρανίτση. Παρακολουθώντας την ανάλυσή του, με έκπληξη πληροφορούμαστε ότι η αυθεντικότητα της μουσικής εξαρτάται όχι από τον πανδαμάτορα χρόνο αλλά από την τύχη και τα παιχνίδια της ιστορίας. Με τη λογική αυτή, δηλαδή, αν το αριστερό πολιτισμικό όραμα είχε επιτευχθεί και η αριστερά δεν είχε "ηττηθεί", τότε η μουσική του Θεοδωράκη δεν θα ήταν παιάνας και εμβατήριο αλλά θα είχε προσφέρει αυθεντικό μουσικό βίωμα. Πληροφορούμαστε ακόμη ότι η αυθεντική τέχνη προϋποθέτει τόσο την απουσία της ταυτότητας του υποκειμένου και της "βαρέων βαρών" θέλησής του, όσο και την -με κάποιο μαγικό τρόπο- πλήρη αποδέσμευσή του από την συνισταμένη εκείνη της ιστορικότητας. Η τέχνη ούτε τυραννική μπορεί να έχει πάνω της τη σφραγίδα του δημιουργού, ούτε επίσης να παρεμβαίνει στην ιστορία, γιατί σε διαφορετική περίπτωση εμείς μπορούμε να μιλάμε για "υπέρογκο εγώ" ή για υπερβολική αγάπη και δημοσιότητα. Πρόκειται άραγε για κανόνες που πρέπει επιλεκτικά να εφαρμόσουμε στη μουσική του Μίκη, ή για μερικούς μόνο κανονιστικούς ορισμούς που άθελά του -πλην όμως ανοιχτά- εισάγει στη θεωρία της τέχνης ο κ. Αρανίτσης; Ο ίδιος θα επιμείνει πάνω απ' όλα στην ύπαρξη αυτού του "ακατανίκητου εγώ" στο συνθέτη για να το καταδείξει ως την πηγή της κακοδαιμονίας που, κατά την άποψή του, συνοδεύει τη μουσική του παραγωγή. Οτι δηλαδή είναι η αγάπη για δημοσιότητα που οδήγησε το Μίκη να γράψει "μουσική για το λαό" και που κατόπιν ήρε τα βήματά του από αυτό το μονοπάτι για να τα οδηγήσει στο Μέγαρο Μουσικής.

Στο σημείο αυτό εμείς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αν ο Θεοδωράκης ήθελε- και αν τελικά χρωστούσε σε κάποιον- να αποδείξει ότι δεν αγάπησε τη δημοσιότητα, τότε ή έπρεπε να συνεχίσει να γράφει επαναστατική μουσική σήμερα ή τα μαύρα εκείνα χρόνια να βρει τον τρόπο να βγει στο προσκήνιο με συμφωνικές και μελοδράματα. Προσωπικά πάντως με ενοχλούσε πάντα αυτή η τάση να απαιτούμε όλοι ένα είδος χριστιανικής ηθικής από τους αριστερούς. Οχι απλά ταπεινός και αγνός, αλλά καλός Σαμαρείτης πρέπει να είναι ο αριστερός για να αποδείξει ο δύσμοιρος σε μας τους αμείλικτους κριτές του, ότι είναι αριστερός. Κι όμως. Η αλήθεια είναι ότι "θυσιαστική σεμνότητα" δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιδεικνύει κανένας, ούτε ασφαλώς και ο "αριστερός" καλλιτέχνης, απλώς γιατί διαφορετικά δεν θα γινόταν ποτέ καλλιτέχνης.

Η δική μας άποψη γι' αυτό το ακατανίκητο "εγώ" του Θεοδωράκη, αν όντως υπάρχει, είναι ότι όχι μόνο δεν έβλαψε τη μουσική του αλλά κανονικά δεν θα έπρεπε να ενοχλεί και κανέναν. Με τόσα άνευ αιτίας διογκωμένα "εγώ" γύρω μας, οι καιροί είναι μάλλον χαλεποί για να πετροβολάμε. Ή τι θα έλεγε ο κ. Αρανίτσης αν κάποιος αναλαμβάνοντας να αναλύσει τη δική του ιδιοσυγκρασία κατέληγε ότι διογκωμένο "εγώ" δεν έχει ο Θεοδωράκης, αλλά εκείνος που αποφασίζει έτσι, άνευ λόγου, να τα βάλει μαζί του;

Γιατί ακόμα κι αν όλα όσα ισχυρίζεται ήταν αληθή, εμείς αδυνατούμε τελικά να δούμε την αιτία όλης αυτής της φασαρίας. Βέβαιο είναι ότι το ίδιο το σημείο εκκίνησης είναι λάθος, αφού η δική μου η γενιά, για όσους δεν το γνωρίζουν, ακούει τη μουσική του Μίκη και την απολαμβάνει, που σημαίνει ότι το ακατανίκητο εγώ δεν την έβλαψε και τόσο. Το Μίκη τον ακούμε, χωρίς να ανήκουμε στους παλαίμαχους, και χωρίς να λαμβάνουμε μέρος σε επετειακές αναβιώσεις. Εμείς που δεν ζήσαμε τις εποχές εκείνες, που δεν έχουμε τίποτα να θυμηθούμε και να νοσταλγήσουμε, καμία πίκρα ή απογοήτευση να μας βαραίνει, καμία ενοχή να μας κυνηγάει, τον ακούμε και τον απολαμβάνουμε, όχι βέβαια επειδή ήταν κομμουνιστής, αλλά επειδή έχει γίνει μέρος και της δικής μας ζωής, όπως άλλωστε και ο αγώνας της αριστεράς μέρος της ιστορίας αυτού του τόπου, όπως επίσης και η μουσική του αυτή καθεαυτή μέρος της σημερινής μουσικής. Γιατί εμείς για όλους τους παραπάνω λόγους μπορούμε και τον ανακαλύπτουμε και μέσα σε μουσικέ καινούριες και σε ακούσματα τωρινά, βλέποντας ότι η μουσική του Μίκη εξακολουθεί να γονιμοποιεί τη μουσική μας παραγωγή. Αυτό δεν είναι άλλωστε η δικαίωση του καλλιτέχνη;

Επειδή λοιπόν τα τελευταία χρόνια τα πράγματα γύρω μας αλλάζουν τόσο γρήγορα, σοφό θα ήταν να μη βιαζόμαστε να φτάνουμε σε συμπεράσματα, να μην αφήνουμε να μας παρασύρει ο ήχος του καλπάσματος. Διαφορετικά θα εξακολουθούμε να τρέχουμε ξέροντας και ξέροντας και ξέροντας τα πάντα, χωρίς ποτέ να προκύπτει η παραμικρή σκέψη.

Ειρήνη Πολίτη» Πηγή: 7

Α/Α: 1149092

Page 19: Παράδοξα

Εντυπο: 7Ημ/νία: 28/03/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Μαύρο μέσα σε πράσινο του Ευγένιου Αρανίτση Οσα έγραψα για την Αριστερά ισοδυναμούν, κατά προσέγγιση, μ' αυτό που πιστεύω ότι αποτελεί το ηθικό της πορτρέτο, τις σκιές, τη λανθασμένη προοπτική. Απεναντίας, όσα θα γράψω για το ΠΑΣΟΚ συνθέτουν ένα προρτρέτο εντελώς κενό αν το θαυμάσει κανείς από τη γωνία της ηθικής του όψης, αφού η σοσιαλδημοκρατική παράταξη ουδέποτε διέθετε όψη αυτού του τύπου. Το ΠΑΣΟΚ ιδρύθηκε, τρόπον τινά, πάνω στο έλλειμμα ηθικού προσανατολισμού, ακριβώς για να προστατέψει το έλλειμμα, ως ευρυχωρία τακτικών κινήσεων για τη νομή της εξουσίας και τη συνακόλουθη λεηλασία των προνομίων. Το ότι η τρύπα του ελλείμματος γέμισε με πολιτικό χρήμα, δεν είναι για να απορεί κανείς, εκτός βέβαια και αν εργάζεται στην τηλεόραση, κρατική ή άλλη, όπου ο Χατζηνικολάου, κύριος ή όχι εσείς θα το κρίνετε, μόνον πρόσφατα άρχισε να προσκαλεί τον Κακαουνάκη και τον Σπηλιωτόπουλο ταυτόχρονα.

Λέγοντας ηθική, εννοώ κατ' ουσίαν τη διάκριση, την αναγνώριση της διαφοράς, τη λεπτότητα, το γούστο, τη σιγουριά που προσφέρει η πολιτική καταγωγή και η πολιτισμική ταυτότητα σε όσους την επικαλούνται, όταν η επίκληση δεν στερείται εντελώς αυθεντικότητας. Τι είναι η ηθική αν όχι ο νόμος που σου επιτρέπει να διαλέγεις πέρα από το συμφέρον μιας άμεσης ικανοποίησης της αρπακτικής ενόρμησης; Εδώ χρειάζεται λίγο γούστο για να διαλέξεις παντελόνι, δεν θα χρειαζόταν για να διαλέξεις τρόπο ζωής; Υπό τον πράσινο ήλιο, λοιπόν, δεν υπήρξε καμία καταγωγή, καμία προέλευση αντάξια του ονόματός της και επομένως καμία επιφύλαξη, ευθύς εξαρχής. Το ζήτημα ήταν, προπαντός, η εκμηδένιση των διαφορών.

Αυτό ξεκίνησε πολύ ρομαντικά με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε την εντυπωσιακή ιδέα να εμφανιστεί σαν εξολοθρευτής των διαφορών, με την ελπίδα ότι ο κόσμος, παρακολουθώντας τες για χρόνια να γιγαντώνονται στο επίπεδο των ταξικών ανισοτήτων, θα τις είχε μισήσει αρκετά ώστε να τον ακολουθήσει με το μαχαίρι στα δόντια. Ομως ο Παπανδρέου και η ομάδα του υπήρξαν κάθε άλλο παρά λεπτολόγοι άνθρωποι, πόσο μάλλον που το κύμα της λαϊκής επευφημίας τούς ανέβαζε στα ύψη, απ' όπου, εάν κοιτάξεις κάτω, οι διαφορές, ως σημασίες, μοιάζουν αφομοιωμένες στο δημοσιονομικό χάος. Οπότε, δεν είχαν την παραμικρή πρόθεση να μας εξηγήσουν αν τελικά η Τζοκόντα χαμογελούσε ή όχι. Ετσι, οι διαφορές που εξαφανίστηκαν, πολύ απείχαν εντέλει από το να είναι αυτές της πολιτικής εχθρότητας μεταξύ των δύο αιώνιων στρατοπέδων, οι οποίες τουναντίον αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο της σκληρής αντιδεξιάς γλώσσας, παρά κατέληξαν να αποτελούν διαφορές ηθικής και οικονομικής τάξης συλλήβδην. Εκτοτε, ηθική και οικονομία συγχωνεύθηκαν. Ο φτωχός έγινε φτωχός σε αναστολές. Ηταν και ο γρηγορότερος τρόπος να πλουτίσει.

Ησυγχώνευση υπήρξε τόσο θεαματική ώστε το ίδιο το θέαμα την έκανε νούμερο επιθεώρησης με το όνομα Κοσκωτάς. Δισεκατομμυριούχος από τη μία μέρα στην άλλη, ο Κοσκωτάς ενσάρκωνε εντούτοις την πεμπτουσία του μικροαστικού πολιτισμού, δηλαδή του πολιτισμού μηδέν. Μηδενίζοντας τον πολιτισμό των διακρίσεων, με την ηθική έννοια του όρου, το ΠΑΣΟΚ άνοιξε τη σκηνή της πολιτικής αντιπροσώπευσης στα στρώματα εκείνα για τα οποία οι διακρίσεις ήταν αδιανόητες και τα οποία δεν είχαν όχι απλώς στον ήλιο μοίρα, αλλά κυρίως φωνή και εικόνα. Κακογουστιά και ανοησία μέχρι τρέλας ασφαλώς δρούσαν ανέκαθεν στις αθέατες διαστρωματώσεις της πολιτικής ζωής αλλά τώρα ερχόνταν στην επιφάνεια, πρωτίστως τηλεοπτική, για να πάρουν κεφάλια επί τη βάσει μιας πρωτάκουστης αντιστροφής των ρόλων. Κακοχωνεμένες τροφές βγήκαν από το έντερο στον αέρα και μπορούμε σήμερα, δίχως δισταγμό, να διαβεβαιώσουμε ο ένας τον άλλον ότι δεν μύριζαν τριαντάφυλλο.

Ηλογική των μικροαστικών στρωμάτων, στην οποία η εκλογική πελατεία του ΠΑΣΟΚ στήριξε τη συνοχή της, ήταν συμβατή μ' αυτήν ακριβώς την εξαφάνιση των διακρίσεων ανάμεσα στο ωραίο και το άσχημο, το ωφέλιμο και το επιβλαβές, το ιερό και το χυδαίο, το κρυφό και το φανερό. Χωρίς υπερβολή, ένα τέτοιο κοινωνικό στρώμα, στη φάση της θριαμβικής ευφορίας του, είναι απολύτως ικανό, όσο και πρόθυμο, να εκπροσωπηθεί από όντα που παρουσιάζουν το άσπρο για μαύρο ατενίζοντάς σε κατάματα. Μια τόσο κυνική μεταχείριση του πολιτικού λόγου, τη στιγμή που αυτός ξεκινάει τον πόλεμο κατά των διακρίσεων σαρώνοντας κατ' αρχάς τα προσχήματα, δεν διαφέρει από το κριτήριο της κυρίας που εμφανίζεται φορώντας όλα τα κοσμήματά της, το ένα πάνω στο άλλο, προκειμένου να τιμήσει μια πρόσκληση σε φιλανθρωπικό πάρτι.

Αναλόγως οι καναπέδες της νεόπλουτης γειτόνισσας, με καλύμματα από διάφανο πλαστικό για να προστατεύονται από τη σκόνη, συνθέτουν ένα ντεκόρ ιδιαιτέρως ομιλητικό αν ενδιαφέρεται κανείς για την ιδιοσυγκρασία του Κουτσόγιωργα και του Τόμπρα, των οποίων οι ανδριάντες θα έπρεπε να σκαλιστούν σε οβελίσκους από όνυχα. Και στα μουσικά γούστα του Παπανδρέου, που δεν είναι εύκολο να λησμονηθούν, αναγνωρίζουμε μια προφητεία για την τύχη των φεστιβάλ στις κωμοπόλεις της επαρχίας. Η μαγείρισσα κυρία Βέφα βρισκόταν ήδη καθ' οδόν προς το μέγαρο Μαξίμου και τίποτα δεν έμοιαζε περισσότερο ταιριαστό στο κοινοβουλευτικό φρόνημα των υπουργών από το να έχουν κρεμασμένο, πίσω από την καρέκλα τους, το μεγαλοπρεπές πορτρέτο του εαυτού τους.

Επαγγελματίες τρίτης κατηγορίας, μεσαία στελέχη του συνδικαλισμού και ερασιτέχνες οικονομολόγοι χωρίς πτυχίο, από κοινού με την οπισθοφυλακή των διανοουμένων εκείνων που δεν διανοήθηκαν ποτέ

Page 20: Παράδοξα

τίποτα αφότου ο μαρξισμός κρίθηκε στις εκλογές σαν μια δύναμη εκτός συναγωνισμού, ανέλαβαν να δώσουν στο δίχως ταυτότητα μικροαστικό στρώμα το ελεύθερο να αλωνίζει, με τις πιο βάναυσες διαθέσεις, στο αβυσσαλέο χάσμα που άφησε ανοιχτό η εξαφάνιση των διακρίσεων επί τη βάση της καλλιέργειας ή των θεσμών.

Μοιραίως, το σύνθημα σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχουν θεσμοί παρά μόνον ο λαός, που ο ναζιστικός του απόηχος έφτανε πειστικά στα αφτιά του Ανδρέα, αποδείχτηκε κατάλληλο να εμπλακεί στη συνειδησιακή ευκολία με την οποία δρομολογήθηκε η αλλοτρίωση των έργων τέχνης, αρχής γενομένης από τα Carmina Burana. Οι ιαχές του πλήθους κάλυψαν οτιδήποτε δεν σχετιζόταν άμεσα με την απερίφραστη έλλειψη συστολής και οι αθεράπευτες αρρώστιες του μικροαστού, η υστερία και ο αριβισμός, η θρασύτητα και η τάση προς επίδειξη, ο συντηρητισμός και η μικρόνοια, ασθένειες σε διαρκή όξυνση αλλά κρυμμένες από το φως της διάγνωσης, έγιναν εν μια νυκτί, πανηγυρικώς, η καινούρια πραγματικότητα. Θα σας προτείνω να δούμε μαζί (στο επόμενο) πού κατέληξαν. Πηγή: 7

Α/Α: 1147447Εντυπο: 7Ημ/νία: 21/03/2004 Σελίδα: 28,29 Διαξιφισμοί για τον ΜίκηΤα «Παράδοξα» του Ευγ. Αρανίτση για τον Μ. Θεοδωράκη και την αριστερά προκάλεσαν πολλές επιστολές. Αλλοι συμφωνούν, άλλοι διαφωνούν. Σε κάθε περίπτωση, ο διάλογος έχει μεγάλο ενδιαφέρον «Ως πότε θα γυρίζουμε το μάγουλο;»

Αγαπητή «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»,

Σου γράφω, πεπεισμένος ότι στο άρθρο «Παράδοξα» στις 8/2/2004 και 29/2/2004 ο κ. Αρανίτσης εξέφρασε προσωπικές του απόψεις και όχι την εφημερίδα. Υπό το μανδύα της εφημερίδας (που αν δεν συνεργαζόταν με σας δεν ξέρω ποιος θα τον διάβαζε) αν μη τι άλλο χρειάζεται πολλά παραπάνω από μια σειρούλα στο τέλος του άρθρου του για να μας πείσει ότι δεν είναι υποκινούμενος από αντιπάθεια για το Θεοδωράκη και που στο κάτω κάτω μού (μάς) είναι παντελώς αδιάφορο πώς αισθάνεται ο ίδιος. Αλλωστε ο Μίκης, ως ατσάλινος που είναι, αφού δοκιμάστηκε σ' όλα τα καμίνια της ζωής και βγήκε αποδεδειγμένα αλώβητος και όρθιος, δεν έχει ανάγκη να ασχολείται με τις όποιες μολόχες φυτρώνουν ανά τα λιβάδια.

Ο λίβελος προσβάλλει πρωτίστως εμάς, τους αναγνώστες που βρισκόμαστε σε διαρκή έμπνευση από το Μίκη μέσω της μουσικής του αλλά και της στάσης της ζωής του. Και ποιος μπορεί να πει έτσι άνετα ότι σήμερα δεν ακούμε Μίκη στα σπίτια μας; Δεν με ενδιαφέρει τι κάνει τόσα χρόνια το ραδιόφωνο. Αλλωστε για πολλά χρόνια είχε κοπεί εντελώς ως φωνή και ο Στέλιος. Και αυτόν δεν τον ακούει πλέον ο κόσμος; Μήπως γιατί και οι δύο έχουν αναφερθεί στο Ισραήλ και τις δισκογραφικές εταιρείες; Η αυταπάτη του κόσμου δεν προέρχεται από το Μίκη αλλά από την αριστερά, αφού όντως η υπαρξιακή της ρίζα έχει μισοξεραθεί. Αλλωστε, ο κόσμος την αριστερά και τους ηγέτες της μπορεί να άδειασε όχι το Μίκη, αφού ακόμα γεμίζει στάδια (Πάριος-Λυκαβηττός).

Αποποιούμαι την όποια σύγκριση εποχών ή συμβολισμών όσον αφορά τη μουσική για μάζες -τότε με το Μίκη και τώρα με τον Καρβέλα. Ανούσιον. Δεν ξέρω άλλωστε τι έκανε ο κύριος Ευγένιος στην εφηβεία του και πόσο πληγωμένη είναι. Αντί όμως να επιτίθεται στο Μίκη μ' αυτό το επιχείρημα -που έτσι κι αλλιώς κρυφό κόμπλεξ δείχνει- θα του έλεγα στοργή να έψαχνε να έβρισκε στο αντίθετο φύλο (διαχρονική παρακίνηση).

Μήπως λέγοντας για μουσεία και επετειακές τυμπανοκρουσίες εννοεί κάποιες πολιτικές της εποχής της εφηβείας του; Οι οποίες έχοντας ανίκανους ηγέτες νόμιζαν ότι όσο ψηλά στέκεται η μουσική του Μίκη θα συνέχιζαν να στέκονται και αυτοί, χωρίς ουσιαστικά να μπορούν να εμπνεύσουν τις όποιες μάζες, αφού μέσα σ' αυτές ανήκε ο εν λόγω κύριος.

Μήπως εδώ γίνεται συνειδητή σύγχυση όσον αφορά τον τόσο μεγαλόπνοο αγώνα της αριστεράς (σαφώς και ήταν) με τη μουσική του Μίκη;

Μ' αυτήν την έννοια λοιπόν, να αφεθούμε στα φιλιά των όποιων παπακαλιάτηδων, γιατί ο Χατζηχρήστος κι ο Αυλωνίτης πέρασαν στο μουσείο. Στο μουσείο επίσης είναι και ο Μακρυγιάννης με τον Κολοκοτρώνη. Ετσι, λοιπόν, να μην τους διαβάζουν οι νέοι μας, μην τυχόν μάθουν την ιστορία τους (μας).

Και τι νόμιζαν δηλαδή μερικοί; ότι ο Μίκης με τη μουσική του θα σήκωνε μια ζωή στους ώμους του την αριστερά; Αλλά ακόμη κι έτσι, για ποια αριστερά μιλάμε; Για την ηγεσία της; Γι' αυτούς που την καπηλεύτηκαν; Ή για τον απλό κόσμο της, που τυραννήθηκε; Αυτός ο κόσμος μάλλον από την αριστερά και τους ηγέτες της νιώθει ακάλυπτος και όχι από τον Μίκη -για να το πω ευγενικά. Δεν με ενοχλεί το αντίθετο· οι ηγέτες να νιώθουν ακάλυπτοι από το Μίκη. (Αλήθεια, ποια ηγεσία της αριστεράς έχει τιμήσει ή έστω αναφερθεί στον Παναγούλη τα τελευταία 25 χρόνια;) Ολους μας έχει πονέσει το γεγονός ότι η αριστερά κάποτε ήταν η πλειοψηφία στην Ελλάδα και κατάντησε στο 5%. Ας

Page 21: Παράδοξα

βρούμε τι φταίει αντί να τα βάζουμε με το Μίκη, κρυφοστηρίζοντας έτσι το όποιο σύστημα.

Γιατί δεν ενώνονται όπως τους προτρέπει δεκαετίες τώρα ο Μίκης; Κατά τ' άλλα μας βολεύει να τον κατηγορούμε για έπαρση και μεγαλομανία. Μήπως μας ενόχλησε η δήλωσή του ότι δεν υπάρχουν εθελοντές τραγουδιστές; Μα δίκιο έχει. Και ξέρουμε για ποιους μιλάμε, αφού οι ίδιοι είναι το σύστημα πλέον.

Δεν ξέρω να έχει παιδιά ο κύριος Ευγένιος, αλλά θα τον παρακινήσω πάλι να κάνει κάτι που κάνω κι εγώ. Ας βάζει λοιπόν ο ίδιος τα cd του Μίκη σπίτι του, φροντίζοντας για τη μουσική παιδεία του παιδιού του, καθ' ότι Σάκη και Καρβέλα δεν θα δυσκολευτεί να ακούσει όπου κι αν βρίσκεται.

Πολλά ήθελα να γράψω, μα θα σταθώ σε ένα τελευταίο. Δεν έχει την ανάγκη υπουργικών διορισμών ο Μίκης. Αλλοι έχουν την ανάγκη της διαρκούς λάμψης της προσωπικότητάς του. Θα ήθελα να έβλεπα -μαζί κι όλος ο κόσμος- κι άλλους επιφανείς μακρονησιώτες υπουργούς -σε ποιο κόμμα θα είναι μας μάρανε; Γιατί δεν το τολμάνε τότε κι άλλοι πρωθυπουργοί; (...)

Με τιμή

Βλάχος Γεώργιος του Ηλία, Καρέας Αττικής

Μη τον λοιδορείτε

Τον Ευγένιο Αρανίτση δεν μπορείς να τον λοιδορήσεις. Ούτε και να τον παινέψεις. Θα έλεγα πως ούτε καν μπορείς να τον υπερασπιστείς. Οι επιφυλλίδες του, οι βιβλιοκριτικές του, τα βιβλία, όλο αυτό το σύνολο της εργασίας του είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους δυσανασχετούν μαζί του. Ο ίδιος είναι ο μόνος αρμόδιος για να υπερασπιστεί την προσωπική του αλήθεια. Μέσα από αυτήν φωνάζει πως τα σύμβολα είναι γαλήνια. Και τα σύμβολα σημαίνουν απώλεια. Και ο κ. Θεοδωράκης δεν μπόρεσε ποτέ να αποχωριστεί το Θεοδωράκη του παρελθόντος.

Οχι, ο μουσικοσυνθέτης δεν με παραπέμπει σε καμία απώλεια. Μαρία Σταθοπούλου, θα μου επιτρέψεις να μην τον θεωρώ σύμβολο; Εχω την άδειά σου;

Ολα τα σύμβολα είναι γαλήνια και ο Ευγένιος Αρανίτσης πορεύεται γαλήνιος. Κανένας αρνητικός χαρακτηρισμός δεν πρόκειται να ανακόψει αυτήν την πορεία...

Ξενίδης Ιωάννης

Σύρου 6, Κάτω Τούμπα, Θεσσαλονίκη

Ας έκοβε κάτι ο Μίκης

Θα ήθελα να δώσω μιαν απάντηση στην κ. Μαρία Σταθοπούλου για την επικριτική εναντίον του Αρανίτση επιστολή της, διεκδικώντας αυτή τη φορά το δικαίωμα της δημοσιότητας, μια και φιλοξενήθηκα μαζί της στα ίδια περιθώρια της σελίδας, επειδή κάτι μου λέει πως, αν μείνει στην κρίση του κυρίου Αρανίτση αποκλειστικά, μπορεί εκείνος να μην το κάνει. Από σεμνότητα βέβαια. Την κυρία Μαρία Σταθοπούλου δεν την γνωρίζω. Διαβάζοντας όμως την επιστολή της είδα ότι έχουμε ένα κοινό: αντιμετωπίζουμε τον Ευγένιο Αρανίτση με τελείως διαφορετική ματιά. Θα ήθελα λοιπόν να της κάνω μία σύσταση. Προηγουμένως όμως θα περιβληθώ τα ελαφρυντικά που θέλω, όχι γιατί έχω ανάγκη, αλλά γιατί έτσι θέλω, ας πούμε, να συστηθώ. Ελπίζω να καταλάβει.

Φοιτητής δεν υπήρξα ποτέ και άρα δεν διαθέτω ούτε τα diploma, ούτε τα doctora, ούτε τα bacaloreat (δεν εγγυώμαι την ορθογραφία) που πιθανόν εκείνη να διαθέτει. Ενα απλό μπακαλοτεφτερά πρώην εξαταξίου Γυμνασίου διαθέτω κι έτσι είναι πολύ πιθανόν να μην κατορθώσω να μείνω ξανά στο ίδιο επίπεδο μαζί της. Αν θέλουμε να διεκδικούμε επαξίως κάθε φορά το συνοδευτικό προσωνυμιακό επίθετο του ονοματεπώνυμού μας, καλόν είναι να μην λέμε: «και μένα τι με νοιάζει;» Διότι αν δεν με νοιάζει σιωπώ, κοινώς κάνω μόκο και μένω στην κουζίνα ατενίζοντας από το παράθυρο του νεροχύτη τη θέα στον τάφο του ακάλυπτου.

Συνεχίζω. Παρατηρώντας τις φωσφορίζουσες διαγραμμίσεις της επιστολής της (ρόλος κι αυτός για μια γυναίκα, να θέλει σώνει και καλά να κάνει τον τρελόν αξιωματικό, έφιππη στο λοξό άνυσμα της επιθετικότητας...

Αμάν πια με τις Αμαζόνες), θα ήθελα να της επισημάνω ότι η βαρκούλα της έμπνευσης είναι πάντοτε μέλαινα, γιατί μόνο μέσα σ' αυτό το ρούχο της, «πάνω στην άηχη πλεύση της» κι όταν «το κύμα πέφτει να κοιμηθεί σ' ένα επίπεδο», κατορθώνει Εκείνη να υψώνει τα Ποιήματά της, όταν τα δάχτυλα των ποδιών σου, κυρία Σταθοπούλου, κάνουν πλεξούδες με τον παφλασμό των υδάτων πάνω στο νήμα του φλοίσβου, ενώ οι φτέρνες σου φορούν βότσαλα.

Εξοπλισμένη η κυρία Μαρία Σταθοπούλου με τα ρόπαλα από κόκαλα μηριαίου, όπως ο πίθηκος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, καλόν είναι να αποφεύγει τα χτυπήματα κάτω από τη μέση λιλαιομένη, γιατί τότε σίγουρα κάποιος θα πρέπει να την συνοδεύσει στην ξαπλώστρα της μισανδρίας. (...)

Δεν τα γράφω αυτά για να υποστηρίξω τον Αρανίτση, δεν το χρειάζεται. Εμείς, έχουμε ανάγκη εμείς από πολλούς Αρανίτσηδες, έτσι όπως έχει ανάγκη από πολύ νερό το τσιμέντο για να δέσει, πάνω στα στήθη μας. Στο κάτω κάτω ας έκοβε κάτι κι ο Μίκης!

Page 22: Παράδοξα

Ευχαριστώ

Κελλίδης Βασίλειος, Καλογρέζα

Καταλαβαίνουμε μια χαρά...

Αγαπητέ κύριε Αρανίτση, Πραγματικά με άφησε έκπληκτο το κείμενό σας υπό τον τίτλο «Βρώμικο ψωμί, σκοτεινή μητέρα». Είναι φαινόμενο των ημερών να μοιράζει ευθύνες η πολιτική εξουσία στους πολίτες χρησιμοποιώντας την αμερικανιά του «μην ρωτάς τι μπορεί να κάνει η πατρίδα σου για σένα· ρώτα τι μπορείς να κάνεις εσύ για την πατρίδα σου». Δεν περίμενα, όμως, να χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα και η πνευματική εξουσία. (...)

Αντιπαθείτε την κριτική των κειμένων σας. Μας το ξεκαθαρίσατε με τον τρόπο σας. Αλλά το να μοιράζετε ευθύνες στους αναγνώστες των κειμένων σας με το επιχείρημα «μην ρωτάς τι μπορεί να σου δώσει το κείμενο, ρώτα πόσο χρόνο έδωσες εσύ στην ανάγνωσή του» επιτρέψτε μου να το χαρακτηρίσω εξωφρενικό.

Να ξέρετε κάτι, στο κάθε κείμενο δίνουμε τον χρόνο ανάγνωσης που του αξίζει. Οπως αδιαφορείτε εσείς για τη γνώμη που έχουν οι αναγνώστες για τα κείμενά σας, ίσως έτσι να αδιαφορούν κι εκείνοι για την αποκωδικοποίηση των «λεπτών αποχρώσεών» σας.

Αντιλαμβάνομαι πλήρως τη προσπάθειά σας να δημιουργείτε κάθε φορά κείμενα δυσνόητα. Πέρα από ελιτίστικο, είναι και μία καταπληκτική ευκαιρία δημιουργίας άλλοθι. «Δεν καταλάβατε, άλλο ήθελα να πω, δεν διαβάσατε καλά το κείμενο, καταβροχθίζετε τις παραγράφους» και άλλα. Κι, όμως, κύριε Αρανίτση, καταλαβαίνουμε μια χαρά. Ναι, δυστυχώς, ακόμη καταλαβαίνουμε. Βασίλης Μαρουλάς

Ο πάπας και το αλάθητο

«Τη σκέψη σας που νείρεται πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας εγώ θα την τσιγκλάω. Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται, από την σχισμάδα των χειλιών ένα μικρό-μικρό φιλί απανθρακωμένο προβαίνει να ριχθεί στο δρόμο... Μητέρα, δεν μπορώ να τραγουδήσω, στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου τα ψαλτήρια καίγονται».

Μαγιακόφσκι

Μητέρα -κατά μια εκδοχή- ο κ. Αρανίτσης στις 15/2/04 ονομάτισε την «Αριστερά». Εγώ μέσα από τον «αριστερό» Μαγιακόφσκι ονομάζω τις γεννομάνες συνειδήσεις όλων μας. Εδώ ας συστηθώ. Ονομάζομαι Πίκος Απίκος, είμαι 27 χρόνων και είμαι ένας άν-εργος εραστής της δημοσιογραφίας. Γιατί αρχίζω έτσι; Για να εκθέσω τον εαυτό μου και το «νεαρό» των χρόνων μου σ' ένα αναγνωστικό κοινό που είναι συνήθως αδηφάγο για γνωματεύσεις και αφορισμούς.

Να ξεκαθαρίσω εδώ τρία πράγματα. Πρώτον· για το ότι έχω αποτύχει να επιτύχω αποκλειστικά υπεύθυνος είμαι εγώ, το ότι δεν έχω μπορέσει να βρω καταφύγιο έρωτα στη δημοσιογραφία. Δεύτερον· το μόνο δεδομένο είναι ότι τίποτα δεν μπορεί και πρέπει να είναι δεδομένο. Πόσο δεδομένα δεν είναι τα δεδομένα μας; Τρίτον· τούτο το γράμμα θα είναι μια κατηγορία στα «πλαδαρά μυαλά», με όλη την ερωτική διάθεση που μου δωρίζει η ζωή στα 27 χρόνια μου.

Εχετε καταφέρει με τις συνειδήσεις σας να απανθρακώνετε κάθε τι νέο, κάθε τι διαφορετικό, κάθε τι αμφισβητήσιμο, κάθε φιλί που σώνει και καλά μπορεί και να μην είναι αυτό το στοργικό των γονιών που δίνουν με αυτόν τον τρόπο τις φοβικές συμβουλές τους, αλλά μπορεί να είναι και ένα φιλί ενός έρωτα λάγνου, που θέλει γόνιμα να αμφισβητήσει τις ασθένειες, να τα δοκιμάσει όλα και να μετουσιωθεί ή σ' ένα ώριμο φρούτο αγάπης ή σ' έναν άγουρο καρπό που καταστράφηκε από το χαλάζι των ερωτημάτων.

Θέλω να διευκρινίσω εδώ ότι δεν υπερασπίζομαι τον κ. Αρανίτση. Υπερασπίζομαι τον νέο που ονειρεύτηκε κάποτε, ρεύτηκε μετά όμως τις ελπίδες του και υπ-αντρεύτηκε τη νύφη που εσείς ορίσατε. Μητέρες μου και πατεράδες μου μην ξεχνάτε πως οι αυθεντίες σε οποιονδήποτε χώρο και αν είναι -είτε λέγονται «Θεοδωράκης», είτε όχι- ήταν οι πρώτοι γόνιμοι «επικριτές» των αυθεντιών στην εποχή τους όταν ήταν νέοι. Γι' αυτό και μπόρεσαν να δημιουργήσουν.

Καταναλώσατε φαιά ουσία, μελάνι, χρόνο -σε μια εποχή που τον εκλιπαρούμε είτε για να βρεθούμε με τα έσω του εαυτού μας, είτε για όσους είναι γονείς με τα παιδιά τους- γιατί προσβλήθηκαν οι βεβαιότητες των αξιών σας. Μόνο και μόνο επειδή αμφισβητήθηκε κάποια διαχρονική αξία. Αξία διαχρονική είναι αυτή που αμφισβητείται διαρκώς ή διακαώς. Αμφισβήτηση σημαίνει γονιμότητα. Γι' αυτό και η Ελλάδα πονάει. Γι' αυτό και η Ελλάδα ζει με συνταξιοδοτημένα μυαλά. Η Ελλάδα επαναστατεί στο τώρα, προσκολλημένη σε μια χούντα ή σε μια Μακρόνησο του παρελθόντος. Μα αυτά είναι εκεί και εμείς είμαστε εδώ. Αμφισβήτηση ή κριτική για ένα πρόσωπο που σε μια ιστορική περίοδο συμβόλιζε για σας ή εξέφραζε την επ-ανάσταση, την αλλαγή για έναν καλύτερο κόσμο, το ρεύμα ορμής δεν σημαίνει ότι έχει το αλάθητο του πάπα. Ενοχληθήκατε γιατί φοβάστε να ακυρώσετε τις βεβαιότητες των ζωών σας. Γράψατε ποτέ, έστω για να διαμαρτυρηθείτε για την εκμετάλλευση των παιδιών στα φανάρια ή τέλος πάντων ένα γράμμα σ' ανθρώπους κοντινούς σας για να πείτε πόσο

Page 23: Παράδοξα

τους αγαπάτε; (...)

Τάσκος Αγγελος

Παύλου Μελά 46, Χαϊδάρι 12461, τηλ. 210-5818485

Γιατί τόσο μένος;

(...) Με μεγάλη μου λύπη διακρίνω ένα ανεξήγητο μένος προς δύο αποδέκτες. Ο πρώτος είναι η αριστερά και ο δεύτερος ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μίκης αγωνίστηκε ανώνυμα αρχικά μέσα από τον λαό υπερασπιζόμενος έμπρακτα με αγώνες, εξορίες, κόπο και μέγα προσωπικό κόστος το κοινό όραμά του που ταυτιζόταν απόλυτα με το όραμα της γενιάς του και το όραμα της Ελλάδας. (...)

Οσο για την αναφορά σας στον «Αξιον Εστί» και στον τρόπο που ο συνθέτης μελοποίησε αυτό το μεγαλειώδες έργο του Οδυσσέα Ελύτη και στις επιλογές του ως προς τους ανθρώπους που επέλεξε να ερμηνεύσουν το έργο αυτό, είναι η προσωπική σας άποψη και πιστεύω ότι δεν έχει καμία σχέση τόσο με την αντικειμενική πραγματικότητα όσο και με την τεράστια αποδοχή που έχει το έργο μέσα στον ελληνικό λαό και παγκοσμίως.

Ο ίδιος ο ποιητής, αν δεν το γνωρίζετε, συμφώνησε στην αυτή εκτέλεση του έργου και στις επιλογές των ερμηνευτών. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει στο ποίημά του «Ο Μικρός Ναυτίλος»: «Αδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. "Μόνον τ' απαραίτητα" είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή -και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να καταγράψω τα ένα-ένα... Θεοδωράκης-η Μυρτιά, Στο περιγιάλι το κρυφό, Δοξαστικόν από το Αξιον Εστί... » (...)

Οσο για το αν οι μεγάλοι ποιητές υπήρξαν ιδεολογικά αριστεροί ή όχι, όπως ο Πάμπλο Νερούδα και ο Ελύτης, δεν είναι η ουσία, αλλά συνδέεται άμεσα με την ουσία της τέχνης τους και του λόγου τους. Εξάλλου η αριστερά παραδοσιακά και ιστορικά έχει στους κόλπους της αριστερούς ιδεολογικά καλλιτέχνες. Μόνο παρήγορη δεν είναι αυτή η κοινή διαπίστωση. Ο Ελύτης στο «Αξιον Εστί» γράφει στο πέμπτο ανάγνωσμα: «...Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε ν' ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που 'γερνε μες στις φλόγες τις ύστερες να καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων...» Αναφέρεται στον εμφύλιο σπαραγμό. Αναφέρεται στη θυσία και στα βασανιστήρια τόσων και τόσων Ελλήνων αριστερών που βασανίστηκαν και εξορίστηκαν. Και συντάσσεται μαζί τους. Η αριστερά υπήρξε και θα υπάρχει για πάντα. Είναι το ιδεολογικό ρεύμα των σκεπτόμενων, ελεύθερων και ανεξάρτητων ανθρώπων...

Ενας αναγνώστης σας

Σίνης Βασίλειος Πηγή: 7

Α/Α: 1147453Εντυπο: 7Ημ/νία: 21/03/2004 Σελίδα: 31Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Επιλογή για την Αριστερά του Ευγένιου Αρανίτση Γιε μου1,

Οταν σου μίλησα για την επανίδρυση της Αριστεράς, δεν εννοούσα να το γράψεις κιόλας. Θα μπλέξουμε άσχημα! Βέβαια, ο λόγος περί πολιτικής νομιμοποιείται στο ζύγι αυτής της λογικής ανωμαλίας. Παύει να είναι απλώς φούμαρα μόλις βρεθεί στο στόμα πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα. Ομως ακόμη και στο περιβάλλον μιας αναδυόμενης μειοψηφίας που η στάση της θα ενέπνεε σε όλους μας αισιοδοξία, το ερώτημα, μεταξύ μας, θα παρέμενε αναπάντητο και θα ήταν το εξής: πώς μπορεί μια ιδέα να γίνει ευρύτερα δεκτή χωρίς να καταλήξει σε απολίθωμα; Μοιάζει κάπως με το να πυροδοτείς την άλυτη ένταση ανάμεσα στο Είναι και το Γίγνεσθαι. Το περιεχόμενο, εδώ, θα έπρεπε να σταθεροποιηθεί δίχως να πετρώσει. Ζήσε Μάη μου.

Το πρόβλημά μας, στην Αριστερά, ήταν ανέκαθεν η αναπόφευκτη ακαμψία του ιδεολογικού καθεστώτος που επικρατούσε στις τάξεις μας ως ανάχωμα απέναντι στην εκάστοτε βιωμένη ποιότητα των καταστάσεων. Προκειμένου να μετέχει κανείς στην εμπειρία, οφείλει να σκέφτεται τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια. Δυστυχώς, το καθήκον της ιδεολογικής πίστης μάς επέβαλλε να παραιτηθούμε από τη σκέψη, εκτός και αν αυτή κατευθυνόταν σε ελιγμούς τακτικής. Ετσι, οι Αριστεροί υπήρξαμε όντα διχασμένα και θα πρόσθετα ότι, συχνά, ο ενθουσιασμός μας, κάτι πολύτιμο, κάτι εκ των ων ουκ άνευ, λειτουργούσε, για τον καθένα μας χωριστά, σαν ένα είδος φαντασιακής απάντησης σ' αυτόν τον διχασμό. Ο ενθουσιασμός μας μας εξασφάλιζε ένα θεμέλιο ενότητας ψευδαισθησιακό ίσως, πάντως θεμέλιο. Απ' αυτή την απόψη, ήταν θείο δώρο.

Page 24: Παράδοξα

Μετά βίας εξασφάλιζε, ωστόσο, ενότητα στις τάξεις μας, όπου η ιδεολογική αστυνόμευση έπαιρνε κεφάλια με το παραμικρό ολίσθημα, εφόσον τα διοικούντα στελέχη δρούσαν σαν ανελέητοι τοποτηρητές της ορθοδοξίας. Τους ανεχθήκαμε. Γεγονός το οποίο προσμετράται στους παράγοντες διάλυσης αυτού του ιστορικού φαντάσματος που εμείς οι ίδιοι είχαμε ονομάσει Οραμα. Εκείνο που τους απασχολούσε ήταν η αυστηρή επαλήθευση των επιρροών στην επιφάνεια της σκακιέρας όπου, μοιραία, αλώνιζε ο δαίμονας της διάσπασης. Εξού και τα αιματηρά παρατράγουδα γύρω από τις βέβηλες διαφωνίες, μέχρι που η εκάστοτε γραμμή, πολύ απέχοντας απ' το να είναι οτιδήποτε εκτός από ένα ταμπού, άρχισε να διαιρεί εκείνους που ώς τότε συνέδεε, δηλαδή εμάς. Κομμουνιστές στην ταυτότητα, φτάσαμε να μισούμε τους κομμουνιστές της διπλανής απόκλισης περισσότεορ απ' ό,τι μισούσαμε τους φασίστες.

Αυτό συνέβαινε, προφανώς, επειδή ήταν φυσικό να μισούμε οτιδήποτε μας θύμιζε τον διχασμό μας, το ανυπόφορο σχίσμα που προκαλούσε η ετερογενής κατανομή ψυχικού φορτίου και δράσης, ανάγκης και προπαγάνδας, ελεύθερης σκέψης και πολιτικής πειθαρχίας. Απασχολημένοι μ' αυτό το αίνιγμα της εσωτερικής αντίφασης, επιτρέψαμε στην ελίτ της κομματικής εξουσίας να μας ρυμουλκήσει μαζικά σε μια περιοχή όπου οι ξύλινες γλώσσες και τα χωρίς πνοή ανακλαστικά είχαν γίνει μια αισχρή συνήθεια. Τρεις ολόκληρες γενιές Αριστερών είδαμε αυτό που είχαμε αγαπήσει να μεταμορφώνεται κατ' επανάληψιν σε πίνακα εκλογικών αποτελεσμάτων, τα οποία το ιερατείο παρουσίαζε σαν τη μόνη πραγματικότητα. Καταδικασμένοι σε μαρασμό, ακούσαμε τις καλύτερες φωνές να συνοδεύουν λέξεις όπως «σύντροφος» και «αλληλεγγύη» στην εξαφάνιση. Με συγχωρείς αν γίνομαι μελοδραματικός, είναι η κατάρα της οικογένειάς μας.

Ετσι, χάσαμε όχι το τρένο της Ιστορίας, όπως λένε όσοι ταυτίζουν την Αριστερά με την αριστερή πτέρυγα της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αλλά το τρένο της επαφής μεταξύ Ιστορίας και προσωπικής εμπειρίας. Ξεχάσαμε τι ήταν αυτό που μας οδήγησε, δηλαδή το Ελλειμμα - ξεχάσαμε τι στ' αλήθεια μας έλειπε, αρχής γενομένης από την ίδια την αλήθεια. Αντί να επανέλθουμε στη σκηνή αναθεωρώντας τον ορισμό του Ελλείμματος, επανήλθαμε αναθεωρώντας τις καταχρήσεις της σταλινικής δικτατορίας.

Ξαναρχόμαστε τώρα αναθεωρώντας τη σεμνότυφη καχυποψία που είχαμε δείξει αρχικά για το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και ανεβαίνουμε στο επόμενο τρένο δίχως καλά καλά να ξέρουμε γιατί. Οπωσδήποτε, δεν πήραμε είδηση ότι το Ελλειμμα είναι έλλειμμα ελευθερίας, ακριβώς σε μια κοινωνία που διατυμπανίζει ελευθερίες σε όλα τα μέτωπα, το οποίο βαθαίνει από τον βομβαρδισμό της ανθρωπότητας με τις αιθέριες ουσίες του μοντέρνου συστήματος, εικόνες, πληροφορίες, ακτινοβολίες, φαντασιώσεις κορεσμού, απειράριθμα δολώματα κατανάλωσης - τα ξέρεις καλύτερα από μένα.

Μ'άλλα λόγια, το Ελλειμμα που λησμονήσαμε είναι Ελλειμμα ζωής. Δεν νοείται πολιτικό αίτημα ανεξάρτητο από τον πόθο για μια κοινωνία υπαρξιακά ανώτερης συγκρότησης, δηλαδή μια κοινωνία όχι απλώς δικαιωμάτων αλλά και συναισθημάτων· πρωτίστως συναισθημάτων εχθρότητας προς το μοντέλο αποθηρίωσης του Ανθρώπου. Το τι θα ήταν όντως μια κοινωνία Ανθρώπων μοιάζει να μη μας ενδιαφέρει ούτε στο ελάχιστο. Φερθήκαμε λες και πιστεύαμε ότι η υποδειγματική ζωή ολοκληρώνεται με την είσοδο σ' έναν κόσμο όπου η απασχόληση παρέχεται σε όλους, μαζί με την εκπαίδευση στον χειρισμό μηχανημάτων και την τροφή, προ πολλού δηλητηριασμένη. Οσο για το μυστικό της χρήσης του ελεύθερου χρόνου, αφήνουμε να εννοηθεί ότι κρύβεται στις ρυθμίσεις του ωραρίου. Εμένα μου λες!

Για τους λόγους που έθιξα εδώ τροχάδην, αποτύχαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι, από ένα σημείο και ύστερα, το Ελλειμμα δεν ήταν πλέον έλλειμμα οικονομικής τάξεως αλλά μια πελώρια τρύπα στην οθόνη των συμβολικών συμβάντων, από τα οποία παίρναμε οξυγόνο. Μας βολεύει, ακόμη σήμερα, να μηρυκάζουμε υποσχέσεις για μια κοινωνία συνώνυμη με την πληθώρα των καταναλωτικών αγαθών και αποφεύγουμε πάση θυσία να κριτικάρουμε την πλαστότητα αυτών των υποτιθέμενων αγαθών καθώς και του αυτονόητου δήθεν χαρακτήρα της ανάγκης που καλύπτουν: Να πώς φτάσαμε στην αριστερή προσποίηση του Κουναλάκη και του Μπίστη, της Δαμανάκη και του Βούγια.

Αυτά στη θεωρία. Στην πράξη, τώρα; Στην πράξη, λέω να μην αγαπάμε τον πλησίον αλλά να πλησιάσουμε τον αγαπώντα. Πού ξέρεις;

Ο πατέρας σου

1Δημοσιεύω εδώ, χωρίς περικοπές, το γράμμα που μου έστειλε ο πατέρας μου στις 16/3. Πηγή: 7

Α/Α: 1145261Εντυπο: 7Ημ/νία: 14/03/2004 Σελίδα: 31Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Η σωτηρία της Αριστεράς; του Ευγένιου Αρανίτση Ολοφάνερα, αυτή δεν θα επισπευτεί με την είσοδο του Συνασπισμού στη Βουλή και, εν τω μεταξύ, οι

Page 25: Παράδοξα

αναφορές μου θα είναι μελαγχολικές όσο και ένα ηλιοβασίλεμα στην ομίχλη.

Οπως όλες οι μεγάλες πολικότητες του παρελθόντος, που καθόρισαν τη ζωή μας, το διώνυμο Αριστερά/Δεξιά έχει καταρρεύσει στη χοάνη μίας μοναδικής κατηγορίας κατά συγχώνευση. Την ονομάζουν μεσαίο χώρο, σφαίρα της επικοινωνίας και των δημοσκοπήσεων, αλλά θα μπορούσε κανείς να της αποδώσει επίσης το χαρακτήρα ενός απέραντου κενού στον ουρανό του πολιτικού νοήματος. Ολα τα κίνητρα αντίστασης στο σύστημα δείχνουν να έχουν υπονομευθεί, με αποτέλεσμα εκπληκτικές ανατροπές που εμφανίζονται σαν κάθε άλλο παρά ανατρεπτικές, αφού τις υιοθετεί μεγαλοπρεπώς το κοινοβουλευτικό lifestyle υπό την αιγίδα της τηλεόρασης. Η φωνή του Ανδριανόπουλου συναιρείται μ' εκείνη του Ανδρουλάκη και της Δαμανάκη. Εδώ που τα λέμε, θα ήταν μια ισχυρή σάλπιγγα εάν υπήρχε ακόμη Ιεριχώ.

Από την ημέρα που εμφανίστηκε, η Αριστερά ήταν αντιμέτωπη με το αίνιγμα του ορισμού της. Η απορία για το τι είναι η Αριστερά διαιωνίστηκε ακριβώς σαν το σημάδι μιας ρωγμής στην ενότητα που διακυβευόταν διαρκώς. Πολλοί πίστεψαν ότι η διάσπαση του λαϊκού μετώπου ήταν εγγενής επειδή το μέτωπο μετέφερε στο μοντέλο του τον διαχωρισμό μεταξύ λαού και κομματικής πρωτοπορίας από την εποχή του Λένιν. Αναπόφευκτα, το παραμύθι της κοινοβουλευτικής αριστερής δράσης πέρασε απ' τον κινητήρα τόσων και τόσων εξωραϊσμών και τροποποιήσεων ώστε το ιδεολογικό καυσαέριο εμποδίζει να βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Ευτυχώς, γιατί θα τρομάζαμε.

Σήμερα, η Αριστερά ακολούθησε απλώς την ύφεση της σκέψης και της θέλησης, σ' έναν κόσμο όπου οι αριθμοί προηγούνται κάθε αλήθειας και οι μηχανές σκέφτονται αντί για τους ανθρώπους. Στο λίγο που μας μένει να σκεφτούμε, θα μπορούσαμε να κρίνουμε με κατανόηση μια διασπασμένη Αριστερά, μιαν ετοιμοθάνατη Αριστερά, ακόμη και μιαν Αριστερά που μονολογεί σαν τρελός βασιλιάς δίχως βασίλειο. Αλλά δεν μπορείς να δεχτείς μια τηλεοπτική Αριστερά, μιαν Αριστερά που εκλιπαρεί να της δώσουν μερίδιο στην ακροαματικότητα υποσχόμενη ότι θα περιοριστεί στην ανησυχία για τα παρκόμετρα και την επιδότηση των πολυτέκνων. Τέτοιοι παραλογισμοί, πέραν του ότι έπαψαν να συνιστούν ένα άνευ προηγουμένου οξύμωρο, ή μάλλον ειδικά γι' αυτό, τροφοδοτούν την άβυσσο της θλίψης.

Η θλίψη είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα και πυκνώνει, σαν κακό φωτοστέφανο, γύρω από στελέχη που αγωνίζονται για την αποζημίωση μιας βουλευτικής έδρας, παραδίδοντας τα τελευταία ίχνη αξιοπρέπειας στην κάμερα, εν ονόματι τάχα του ρεαλισμού των κεντροαριστερών συγκλίσεων. Φυσικά, η κάμερα τους επιστρέφει τη φιλοφρόνηση υπό μορφήν συστάσεων για καλή διαγωγή, την οποία εκείνοι πετυχαίνουν πράγματι με τις φωτογενείς αναθεωρήσεις της δυσπιστίας προς τα «αστικά» ηλεκτρονικά ΜΜΕ, έτσι όπως τα κατάντησε ο αδηφάγος κρατικός καπιταλισμός της μίζας. Αφού έμειναν για χρόνια προσηλωμένοι στην οικονομική αντίληψη της ευτυχίας, βλέπουν πλέον την ευτυχία σαν αντίληψη της οικονομίας χρόνου - τηλεοπτικού, εννοείται. Αν η συζήτηση για τις ψηφιακές τεχνολογίες προϋποθέτει να ασπαστείς ασυζητητί τα όσα αποκαλούν πρόοδο και ανάπτυξη, η Αριστερά αυτού του είδους θα καταπιεί το σάλιο της. Αραγε, τέτοιοι άνθρωποι, π.χ. οι πρωτεργάτες της γέφυρας Συνασπισμού-ΠΑΣΟΚ, υπήρξαν κάποτε νέοι με μια ζωηρή έφεση στις ονειροπολήσεις; Ισως. Τώρα, συγκλονισμένοι από το μηχανογραφικό σύστημα της Κομισιόν, έγιναν οι ενσαρκώσεις της κοινοβουλευτικής κατάθλιψης.

Κυριολεκτικά στον ύπνο φαίνεται να πιάστηκαν όλοι οι ειδικοί της αριστερής πολιτικής ανάλυσης, άπαξ και έπαψαν να αναλύουν οτιδήποτε εκτός από τον συσχετισμό δυνάμεων. Κατάπληκτοι από τον κόσμο που αναδύθηκε στην προφάνεια τα τελευταία είκοσι χρόνια, βιάζονται να ενσωματώσουν άρον άρον στη ρητορική τους συνθήματα που υπαινίσσονται την οικολογία και τη συνείδηση της παγκόσμιας σκηνής, ενώ η καταστροφή, για όποιον δεν ήταν εντελώς τυφλός ή αφοσιωμένος μέρα νύχτα στις ίντριγκες, διαγραφόταν στον ορίζοντα από τη δεκαετία του '60. Εχοντας πάψει να αναρωτιούνται για το τι σημαίνει ζωή, κατέληξαν να ξεμυτίσουν από το φέρετρο της ξύλινης γλώσσας για να σιγοντάρουν τους υμνητές της επιβίωσης, με σημαία την αύξηση, κατά 3,5%, των συντάξεων. Θα κόψουν δρόμο, μαζί με τον Ράμφο, προς το αμερικανικό ξέφωτο των ανοιχτών κοινωνιών της κρυονικής και της ευθανασίας.

Πολλοί απ' αυτούς επιμένουν να μιλούν για καπιταλισμό, λες και υπήρξε ποτέ οτιδήποτε άλλο. Δίχως ίχνος θάρρους στο να κοιτάξουν κατάματα το τι ακριβώς στέρησαν τα ολοκληρωτικά κράτη από την ψυχή της νεολαίας, παρασιτούν στο τηλεοπτικό σύμπαν σαν μουσειακές εκφράσεις μιας κοινωνικής αντιπολίτευσης η οποία απολιθώθηκε ένεκα της οφειλόμενης λατρείας προς τον παραγοντισμό που τη γέννησε. Περιέργως, αντί να διδαχτούν το πλεονέκτημα μιας αληθινής κίνησης προς τα Αριστερά, δηλαδή προς την κριτική της πλαστότητας της ζωή μας, υπόσχονται ότι θα εκσυγχρονήσουν τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και τον συνδικαλισμό μέσω υπολογιστών. Είναι αδύνατον να σκεφτούν κάτι διαφορετικό από την υπαγωγή στο πνεύμα βελτίωσης του συστήματος, αφού το αληθινά διαφορετικό δεν θα μπορούσε παρά να είναι κάτι που θα τους έφερνε πλησιέστερα στη ζωτική ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης για οξυγόνωση των ιστών της και ανυστερόβουλη αμοιβαιότητα, με συνέπεια να απειληθούν οι καρέκλες και τα σκαμνάκια τους.

Αν υπήρχε αυθεντική Αριστερά, δεν θα χρειαζόταν να ζητάμε την ενότητα της Αριστεράς, διότι αυθεντική Αριστερά και Ενότητα είναι συνώνυμα. Η Αριστερά, ή θα υπάρξει κατ' αρχήν και κατ' αρχάς ΜΕΣΑ ΜΑΣ, σαν πιεστική ανάγκη για αυθόρμητη ζωή και ανυποχώρητο αίσθημα συμπόνιας προς τα θύματα του παγκόσμιου κυνισμού, αρχής γενομένης από τον εαυτό του καθενός, ή θα εκλείψει, όπερ έδει δείξαι. Ας την επανιδρύσουμε. Πηγή: 7

Α/Α: 1143246

Page 26: Παράδοξα

Εντυπο: 7Ημ/νία: 07/03/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Λίγα λόγια για το «Αξιον Εστί» του Ευγένιου Αρανίτση Η φράση «δεν υπάρχει μια αριστερή μουσική», που έγραψα στο προηγούμενο, μπορεί, πιστεύω, να γίνει οδηγός πάρα πολλών αποσαφηνίσεων. Σήμερα καταλαβαίνουμε πως η στράτευση της τέχνης υπήρξε μόνον υποκατάστατο εκείνου που θα κατόρθωνε να προσμετρήσει κανείς από τη σκοπιά του, προοδευτική ή συντηρητική, σαν καθαρή ψυχική ωφέλεια. Δεν διαβάζεις τον Νερούντα (γράφω κοινοτοπίες;) επειδή ήταν κομμουνιστής αλλά επειδή είναι ποιητής απ' τους μεγαλύτερους.

Συνεπώς, οι παιάνες εκείνοι, της μεταπολίτευσης, μολονότι δημοφιλείς για ένα φεγγάρι, ή ίσως ακριβώς γι' αυτό, ελάχιστα συνέβαλαν στην εξασφάλιση αυθεντικών μουσικών βιωμάτων. Δεν λέω ότι θα έπρεπε να ακούμε μόνον Σκαλκώτα και Χρήστου· η μουσική παιδεία θα μπορούσε να τελειώνει στον Καζαντζίδη ή στην Μπέλλου χωρίς να νιώσουμε εξαπατημένοι. Φτωχοί, οπωσδήποτε, από την έλλειψη ισχυρότερων σημασιών αλλά όχι εξαπατημένοι. Εν ανάγκη, το αφτί μας θα τρεφόταν με τη μελωδία που έφερνε ο αέρας από εκείνο το μπαράκι στην παραλία, όπου ένας συγκινημένος άνθρωπος, ανίδεος για τα βάσανα της Μακρονήσου, πάντως άνθρωπος, έπαιζε στο πικάπ τη φωνή της πληγής του, αφού οι πληγές μιλούν. Μολυσμένη από τους ιούς του ροκ της καλής εποχής, η πληγή επουλώνεται σιγά σιγά χάρη σε μια χρονικότητα όχι ηρωική αλλά μνημόσυνη, της οποίας εμείς δεχόμαστε το χάδι με ευγνωμοσύνη.

Εξυπακούεται πως όλα τα παραπάνω θα τα αισθανόταν μάλλον κανείς παρά θα περίμενε να τα βρει τεκμηριωμένα με επιχειρήματα. Εντούτοις, στο ρόλο του ακροατή της μουσικής, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η σχέση μεταξύ της τέχνης του Θεοδωράκη και της ιδιοσυγκρασίας του, σχέση αυτονόητη μεν αλλά και διδακτική εν προκειμένω, επειδή μας δείχνει πού οδηγείται ένας χαρισματικός καλλιτέχνης υπό την πίεση του ενστίκτου της δημοσιότητας, πολιτικής ή άλλης, η οποία φαίνεται πως τον ωθεί στην «ένδοξη» οργάνωση του υλικού του από άποψη ευρημάτων, ύφους, δομής, ηχοχρώματος, ενορχήστρωσης και αριθμού εκτελεστών. Θα μπορούσα να αποδώσω μεταφορικά την εντύπωσή μου λέγοντας ότι συνθέτει κυρίως με το Εγώ του, και λιγότερο με το ταλέντο του. Η ίδια η ανοικονόμητη περιπλάνησή του στις προσόψεις της συμφωνικής μουσικής και του μελοδράματος προδίδει την αφοσίωση σ' έναν στόχο που, έχοντας πάψει να αποτελεί «μουσική για τον λαό», δεν έγινε ούτε μουσική βαθύτερης αναζήτησης, παραμένοντας κάτι μετέωρο, μια παράδοξη τελετουργία του ονόματος.

Δεν είναι διόλου εκπληκτική η διαπίστωση ότι όσο περισσότερο ακούγεται το όνομα τόσο σπανιότερα ακούγεται η μουσική, δηλαδή τόσο πιο σπάνια αυτή σε προσκαλεί σε μια συνάντηση ουσιώδους και πεπειραμένης συγκίνησης, έξω απ' τις επετειακές αναβιώσεις υπό την αιγίδα των θεσμών ή την αναπόληση στον στενό κύκλο των παλαιμάχων. Αυτό ήμουν πάντα υποχρεωμένος από τα πράγματα να το συσχετίσω με την προθυμία του Θεοδωράκη να δίνει τροφή σε μιαν επικαιρότητα, κατά κύριον λόγο μηρυκαστική, η οποία εξακολουθεί να ανανεώνεται με τιμές και διακρίσεις. Οπως πολλοί απ' τους παλαιούς αριστερούς, ο Θεοδωράκης απέτυχε άλλωστε να συλλάβει το γεγονός ότι η τηλεόραση δεν είναι όπλο των αντιπάλων αλλά ο ίδιος ο αντίπαλος αυτοπροσώπως. Παρομοίως και η λεγόμενη «επικοινωνιακή» πολιτική συνολικά.

Λέγοντας «να το συσχετίσω» δεν εννοώ φυσικά ότι η δημόσια διαγωγή του Θεοδωράκη επηρέασε τη μουσική του -αυτό έλειπε! Εννοώ μάλλον ότι η δημόσια διαγωγή του, ως αντίληψη κάθε άλλο παρά σεμνή σε μιαν υπόθεση θυσιαστικής σεμνότητας όπως η Αριστερά, προδίδει έναν διχασμό εκ των υστέρων κατάλληλο να φωτίσει την αχίλλειο πτέρνα της δημιουργικότητάς του. Φωτίζεται έτσι και ολόκληρη η δεξιά λωρίδα μιας στραδιοδρομίας που οικοδομήθηκε σε συνέπεια προς την ιδέα του μεγαλείου. Δυστυχώς, αλλά και αναπόφευκτα, αυτή η στάση του ανθρώπου και πολιτικού πάσχει από μιαν αντίφαση ανάλογη ή συγγενική με εκείνη που ροκανίζει τη μουσική του.

Φέρ' ειπείν, η εργασία του κατευθύνθηκε, κάποια στιγμή, προς το Μέγαρο Μουσικής, δηλαδή ως πρόθεση εκλεπτυσμένων ακουστικών επιτευγμάτων, όμως η φήμη που ολοφάνερα εξαργυρώθηκε για τον επίμαχο στόχο είναι εκείνη του πάλαι ποτέ πρωταγωνιστή των λαϊκών διεκδικήσεων. Το οξύμωρο αυτό μοιάζει εγγενές. Γνώμη μου είναι ότι ο Μίκης Θεοδωράκης, ως συνθέτης, το έκρυψε κάτω απ' τα ρητορικά προνόμια της μουσικής του, υπέρ των οποίων απολογείται πεισματικά και τα οποία κράτησαν κάποτε, μέσα στο δράμα της ταξικής πάλης, ανοιχτή γραμμή με την ελπίδα της νεολαίας.

Δεν μου διαφεύγει ότι το Αξιον Εστί θεωρείται από πάρα πολλούς ανθρώπους κορυφαίο έργο. Μπορεί να σφάλλω, αλλά, αν ήμουν μουσικός, θα το ονειρευόμουν σε χαμηλότερους τόνους και σε πολύ πιο «εύθραυστες» μορφές κλιμάκωσης, ώστε η ρητορική του Ελύτη, συχνά μεγαλοπρεπής με θρησκευτικό τρόπο αλλά ποτέ πομπώδης, να γειώνεται μάλλον, εξ αντιδιαστολής, παρά να ίπταται προς τα νέφη. Οπότε θα ευνοούσε όντως την επαφή μας με τους εσωτερικούς κήπους που έγιναν θάλασσες και σπηλιές. Το αυτό ισχύει ως προς την απαγγελία του Κατράκη, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου πάντα, θα έπρεπε να διαβάζει μουρμουρίζοντας και μιμούμενος τον αναγνώστη μιας παλιάς, μικρής εκκλησίας. Το ποίημα Αξιον Εστί δεν είναι «ελπιδοφόρο» ούτε «εξαγγελτήριο», σαν το ομώνυμο ορατόριο, είναι μυσταγωγική συνομιλία με τα ρεύματα ενός πένθιμου εξαγνισμού. Επειδή πρέπει να την κλαις τη Ρωμιοσύνη κι όχι να μην την κλαις όπως απερίσκεπτα συμβουλεύουν τα Λιανοτράγουδα του Ρίτσου. Από πλευράς Ελύτη, ένας γρύλος, στη σιωπή της νύχτας, μας ζητούσε να απαλλαγούμε

Page 27: Παράδοξα

από την πολιτική ρητορεία, πριν αυτή μας καταβροχθίσει, όπως κι έγινε.

Η ρητορεία είναι ακριβώς το πρόβλημα. Ο Ντεμπισί είχε πει: «Ο λόγος που εγκατέλειψα τη φούγκα είναι ότι την ξέρω». Ο λόγος που ο Θεοδωράκης εγκατέλειψε τη μουσική, όπως και την Αριστερά, είναι ότι τις ξέρει. Προτιμότερο να μην ξέρουμε ορισμένα πράγματα. Διότι δεν αποκλείεται, για να παραφράσω έναν διάσημο στοχαστή, να καλπάζουμε επί χρόνια, ξέροντας και ξέροντας και ξέροντας τα πάντα, δίχως να προκύπτει η παραμικρή σκέψη. Μακάρι να προέκυπτε. Αυτές εδώ, οι δικές μου, ίσως σας φαίνονται λανθασμένες ή πρόωρες αλλά είναι, με τη σειρά τους, καρπός μιας απορίας όχι λιγότερο βασανιστικής από τη βεβαιότητα ότι ο Θεοδωράκης, μια φορά κι έναν καιρό, αγκάλιασε το παιδί σας, παρηγόρησε τον πατέρα μου. Πηγή: 7

Α/Α: 1140929Εντυπο: 7Ημ/νία: 29/02/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Ω, οι ευτυχισμένες μέρες! του Ευγένιου Αρανίτση Πώς να αρχίσω; Θα μπορούσαμε άραγε, εγώ κι εσύ, να ζυγίσουμε την αυθόρμητη προτίμηση του ελληνικού λαού για τη μουσική του Θεοδωράκη, δίχως ο αυθορμητισμός να μας χαλάσει το ζύγι; Αν εξαιρέσουμε τους κουφούς και μερικές ηλικιωμένες κυρίες του Κολωνακίου που απολαμάνουν μόνον τις μεγάλες όπερες σε ιστορικές ηχογραφήσεις, όποιος πει ότι δεν επηρεάστηκε από τη μουσική αυτή ασφαλώς υπερβάλλει. Ωστόσο εδώ, η διάκριση ανάμεσα σε έννοιες πιο λεπτές απ' ό,τι θα συγχωρούσε η αγανάκτηση των φίλων του συνθέτη είναι απαραίτητη, επειδή, αν μας διαφύγει, χάνουμε την ουσία της ένστασης εντελώς. Της χρωστάμε μιαν ύστατη απόπειρα απροκατάληπτης αξιολόγησης.

Κάποτε, η αγάπη για τον Θεοδωράκη υποσχόταν ό,τι καλύτερο, μάλιστα! Η χαρά που ενίσχυε αυτή την αγάπη έβρισκε ανταπόκριση στο πλεονέκτημα μιας λαϊκής μουσικής κατάλληλης ν' αποτελέσει το περιβάλλον όπου οι άνθρωποι θα σφυρηλατούσαν την τρέχουσα ιδέα περί συντροφικότητας και κοινής γλώσσας. Μόνον που υπήρχε εκεί, σταθερά, ένας υπαινιγμός προγραμματικής αυταρέσκειας, σαν η μουσική να είχε γραφτεί ειδικά για να την καταναλώνουμε με την κεκτημένη ταχύτητα ενός διεγερτικού μηνύματος, απ' αυτά που τονώνουν το ηθικό. Θα προσθέσω ότι το ηθικό, περιέργως, δεν είναι Ηθικό μέγεθος. Καθώς επενέβαινε να μας τονώσει, η μουσική άρχισε να μοιάζει περισσότερο με τονωτικό παρά με μουσική. Το θυμάμαι.

Ετσι, κυκλοφορούσε στον αιθέρα της εποχής σαν μια ρυθμική εξαγγελία που δεν άντεξε στην εμπειρία της επαλήθευσής της. Δεν άντεξε επειδή, για να πεις την αλήθεια στον κόσμο, έστω μέσω της μουσικής, δεν αρκεί το να τολμάς να την πεις, πρέπει και να την ξέρεις. Ο Θεοδωράκης δεν ήξερε την αλήθεια σχετικά με τη μοίρα ενός λαού για τον οποίο η μελαγχολία της ραγισμένης ταυτότητας ήταν πολύ περισσότερο επώδυνη απ' ό,τι η λογοκρισία ή η πείνα και η ανέχεια. Λοιπόν, η επαλήθευση δεν ήρθε στο ραντεβού. Δεν αναφέρομαι στην ήττα της Αριστεράς, μια τραγωδία που τροφοδότησε ωκεανούς απογοήτευσης και θλίψης, αλλά στο ναυάγιο της ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης. Τόσο οι πυρετώδεις προσπάθειες εγκαθίδρυσης ενός αριστερού πολιτισμικού ορίου που άφηνε απέξω τις λιγότερο χονδροειδείς δονήσεις της ύπαρξής μας, όσο και οι φανφάρες της αλάνθαστης γνώσης του μέλλοντος, που δεν ήταν ούτε γνώση ούτε αλάνθαστη, αυτό το ναυάγιο είχαν προαναγγείλει, νομίζω.

Ηίδια εκείνη αυταπάτη επιβιώνει αντεστραμμένη, σήμερα, στο τρελό επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται να σχολιάσεις την τέχνη και τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου επειδή αυτός ταλαιπωρήθηκε άσχημα στις εξορίες. Και στη Μαρία Δαμανάκη θα πρέπει να πληρώνουμε, επί μία ζωή, τόκους τιμής ένεκεν, επειδή βρέθηκε στο Πολυτεχνείο. Εν πάση περιπτώσει, η γοητεία του μουσικού μηνύματος, μολονότι ακαταμάχητη, ήταν επίκαιρη και ευκαιριακή, και υποχώρησε γρήγορα μαζί με την εκλογική απήχηση της Αριστεράς, η οποία, απροετοίμαστη εν τω μέσω της νυκτός λόγω της μακάριας και απερίγραπτα στενόμυαλης αφοσίωσης στις εσωτερικές ίντριγκες, συγκρούστηκε μετωπικά με ό,τι αποκαλούν «νέα εποχή» και έμεινε στήλη άλατος. Τώρα, το πασοκικό επιτελείο δανείζεται λίγο αλάτι για τους μεζέδες του.

Πράγματι, η αγάπη προς τον Θεοδωράκη αντλούσε το οξυγόνο της από διαφορετικές όψεις της αναστάτωσης που επικρατούσε τότε. Ηταν αγάπη για μια μουσική που συνάρπαζε τους προοδευτικούς και τους εκδρομείς, και ήταν ακόμη ελπίδα, σύνθημα, μόδα, πολιτικό στίγμα, μια εντύπωση άνοιξης και πρόχειρος θούριος πάσης χρήσεως. Δυστυχώς, οι λαοί αναλαμβάνουν το καθήκον να προσκολλώνται στους θούριους κάπως επιπόλαια, αφού τέτοια είναι η φύση του θούριου, θυελλώδης, ανυπόμονη, επιφανειακή, και με το τύμπανό της να υπογραμμίζει δυναμικά τη γενικόλογη αισιοδοξία της στιγμής.

Οπωσδήποτε η διάσταση του θούριου δεν είναι παρούσα στη μουσική του Θεοδωράκη με τρόπο αποκλειστικό, ούτε λόγος να γίνεται! Η μουσική αυτή ερωτοτροπεί με μια μεγάλη ποικιλία διαθέσεων, είναι ερωτική και πένθιμη, είναι εύθυμη και πνευματώδης, όπως στον Ομηρο, είναι αφηγήτρια παραμυθιών, όπως όταν εκλιπαρεί τον άνεμο να μη χτυπάει το παραθυρόφυλλο που

Page 28: Παράδοξα

ονειρεύτηκε ο Ελύτης στον ομφαλό του γαλάζιου, ή ενδέχεται να στραφεί προς το ορατόριο και τους ρεμπέτικους οδυρμούς. Ομως η κατάσταση «θούριος» για την οποία μιλάω δεν είναι μουσικό είδος -προσοχή!-, είναι ο πολεμικός τονισμός ενός Εγώ παραπλανημένου από τον ίλιγγο των συσχετισμών μεταξύ αισθητικού αποτελέσματος και πολιτικής εξουσίας. Η κατάσταση «θούριος» είναι η ηχώ της ανελαστικής σχέσης του ανθρώπου με τις αντιξοότητες. Ο Θεοδωράκης πίστεψε ότι μπορούσε να δημιουργήσει μιαν αριστερή μουσική, δηλαδή την καλλιτεχνική μεταφορά του αγώνα για επιβίωση. Ετσι η μουσική του διαιώνιζε έναν τύπο διαίρεσης ο οποίος, σε επίπεδο ψυχισμού, ήταν και έμεινε απατηλός. Διότι, όπως έδειξε άλλωστε η Ιστορία ειρωνικά, η επιβίωση της Αριστεράς, δηλαδή του Ανθρώπου, δεν εξαρτιόταν από την υποταγή των αντιπάλων της αλλά από την ανυπόκριτη στροφή τους αιτήματός της προς τον ορίζοντα μιας ομοψυχίας που δεν θα κατέστρεφε την ετερότητα της γνώμης και που το δράμα της θα παιζόταν στη σκηνή της εμπράγματης συμπόνιας για τους αδικημένους.

Αναπόφευκτα, η τυραννική άσκηση της θέλησης του Θεοδωράκη πάνω στο πρότυπο μιας τέτοιας μουσικής κατέληξε στην τυποποίηση του οράματός του, δηλαδή σε οξύμωρο. Αυτή η ένταση μεταξύ μιας τέχνης που προϋποθέτει την υπερευαίσθητη ακρόαση των αφανών ρευμάτων της κατάστασής μας και μιας βαρέων βαρών θέλησης -ένταση εκατό τοις εκατό ιδιοσυγκρασιακή, όχι πολιτική-, διαρρέει ολόκληρη την αισθητική του έργου του Θεοδωράκη, συγκρατώντας την στην επιφάνεια. Διφορούμενη πραγματικότητα, η επιφάνεια μεσουράνησε αρχικά σαν πλατιά ακροαματικότητα για να φτάσει να επικρέμαται ως επιφάνεια κατασκευής, δηλαδή κοινοτοπία. Ακόμη και στα πιο χαμηλόφωνα σκιρτήματά της, η μουσική εκείνη επέμενε να αγορεύει. Υπολόγιζε φανερά στην εκκρεμότητα μιας επικής χειρονομίας της οποίας το ολύμπιο υποκείμενο φιλοδοξούσε να υποτάξει εντέλει όλες τις αντιφάσεις στην παντοδυναμία μιας ενορχήστρωσης σχεδιασμένης για να γεμίζει τα στάδια με κόσμο. Τα στάδια άδειασαν, ο κόσμος γύρισε στα σπίτια του, η μουσική πού πήγε;

Αυτά σαν εισαγωγή. Στο επόμενο θα επιχειρήσω να δείξω πώς επηρέασε το περί ου ο λόγος μειονέκτημα τη σταδιοδρομία του Θεοδωράκη στο πολιτικό στερέωμα. Μετά, θα ακούσουμε μαζί το Αξιον Εστί. Πηγή: 7

Α/Α: 1139020Εντυπο: 7Ημ/νία: 22/02/2004 Σελίδα: 27Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Βρώμικο ψωμί, σκοτεινή μητέρα του Ευγένιου Αρανίτση Προχωρώντας στην εξέταση της αντοχής των ζωντανών μύθων, όπως υποσχέθηκα, θα αφοσιωθώ στη διαλεύκανση ενός σημείου σχετικού με την υποτίθεται βέβηλη σύγκριση ανάμεσα στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Σαββόπουλο, που πυροδότησε την ιερή αγανάκτηση μερικών απ' τους φίλους μου. Αυτό επειδή το θέμα της διάκρισης, που με συναρπάζει όσο κανένα άλλο, μοιάζει όλο και πιο δύσκολο στον χειρισμό του κι έτσι, αν φιλοδοξώ να φωτίσω στη ρίζα του, αυτή η κάθοδος πρέπει αναγκαστικά να οργανωθεί γύρω από επιμέρους μικρούς φωτισμούς των επίμαχων σημείων. Ακολουθώ τις πυγολαμπίδες.

Τώρα, αν έγραψα ότι συλλαμβάνω ορισμένες φορές τον εαυτό μου να θεωρεί τον Σαββόπουλο σαν πιο σημαντικό μουσικό απ' τον Χατζιδάκι, πάντως έσπευσα να διευκρινίσω ότι το «πιο σημαντικός» δεν σημαίνει πιο ικανός και, πολύ λιγότερο, σημαίνει άνθρωπο μιας ανώτερης μουσικής ιδιοφυΐας. Αναφέρθηκαν στον Χατζιδάκι σαν έναν καλλιτέχνη που ζωγράφισε τη μουσική του με βήματα αγγέλων αλλ' αυτό δεν ήταν αρκετό για τους φανατικούς. Οποιος ξέρει να διαβάζει, αντιλαμβάνεται ότι τον περιέγραψα σαν έναν μουσικό ουρανό, κάτω απ' τον οποίον αναβόσβηνε η αστραπή του Σαββόπουλου.

Γραμμένη και δημοσιευμένη, αυτή η ένοχη προεξόφληση των αντιρρήσεων δεν έφερε την ανακούφιση. Ασυγκίνητος μένει επίσης ο βιαστικός αναγνώστης από την αναγωγή του ζητήματος σε μια κλίμακα ψυχικής εμπειρίας του γράφοντος, οπότε, ακόμη και ομολογώντας ότι «συλλαμβάνω τον εαυτό μου θα θεωρεί κ.λπ.», εξακολουθώ να μπαίνω στο τέμενος με λασπωμένα παπούτσια. Ο βιαστικός αναγνώστης, το τιμώμενο πρόσωπο σήμερα, δυσανασχετεί κάθε που οι ταξινομητικοί του αυτοματισμοί παύουν να βρίσκουν ανταπόκριση. Νομίζω ότι παλιομοδίτικες δημοσιογραφικές στήλες, σαν αυτή εδώ, συγκεντρώνουν την αντιπάθεια εκείνων στους οποίους η προσεκτική ανάγνωση λεπτών αποχρώσεων του αντικειμένου θυμίζει σχολική αγγαρεία. Να μειώσουν λίγο τον ρυθμό τους σε ό,τι αφορά την καταβρόχθιση κυριακάτικων παραγράφων, θα ήταν ευτύχημα.

Οπως αμέτρητοι άνθρωποι, αφού δεν πρόκειται για κάτι το ακατόρθωτο, συνειδητοποιώ την αξία του Χατζιδάκι σχεδόν αξιωματικά. Εντούτοις, μπορώ να πω ότι, αν η αποκάλυψη του Σαββόπουλου ήταν για τη γενιά μου ένας έρωτας, η μουσική του Χατζιδάκι υπήρξε μια Μητέρα -προσοχή στον όρο Μητέρα! Ας την παρομοιάσω με μια θερμή κοιλάδα ψιθύρων που τη διασχίσαμε σε μιαν ονειρική ύπαιθρο της ψυχής, με τη μεθυστική αντήχηση εκείνης της μακρινής κωδωνοκρουσίας των Εσπερινών. Μητέρα σημαίνει μήτρα, θάλασσα, γλώσσα, καταγωγή, νοσταλγία, το ίδιο το λίκνο της πρωτογενούς ταυτότητας Χατζιδάκις = Ελληνικό Τραγούδι.

Νά γιατί είπα ότι στον Χατζιδάκι δεν υπάρχει πένθος, και πράγματι αυτό είναι το θεμελιακό χαρακτηριστικό της Μητέρας, διότι η Μητέρα είναι αιώνια, όχι επαναστατική, και μας θηλάζει με

Page 29: Παράδοξα

το γάλα μιας πεμπτουσίας παραδείσιας, δηλαδή αδιαφοροποίητης. Δεν υποτιμώ την ακτινοβολία της. Η αστείρευτη μελωδική φλέβα του Χατζιδάκι πήγε βαθύτερα απ' όλους τους εξωραϊσμούς του σαλονιού και άγγιξε τη μεγαλοπρέπεια μιας θλίψης απείρως εκφραστικής αλλά το πένθος (να το τολμήσω να πω: η Ανατολή;) απουσίαζε. Στον Χατζιδάκι, η Ανατολή βρήκε τη θέση της κατειλημμένη από έναν υπερβολικά φίνο λατινικό εξωτισμό, που τον συναντάει κανείς στον Ρότα και στην ηχητική παλέτα των καλύτερων ιμπρεσιονιστών. Η Ελλάδα αποτελούσε, εδώ, την αιώνια νοσταλγία ενός ανθρώπου εξόριστου στον ουρανό, όπου το φεγγαράκι είναι πάντοτε χάρτινο, βρέξει χιονίσει. Εκπληκτική εικονοποιία, αναμφίβολα, αλλά της έλειπε εκείνος ο μυϊκός σπασμός που, αν τον είχε, η κατά τα άλλα υπέροχη επιρροή της θα ήταν λιγότερο πλατωνική και περισσότερο εμπράγματη στην ακτίνα δράσης μιας νεολαίας που διέσχιζε την καταιγίδα. Ο Χατζιδάκις άγγιξε, πιστεύω, αυτόν τον δαίμονα σε αριστουργήματα όπως Τα παράλογα και οι Μύθοι μιας γυναίκας.

Στο μεταξύ, η βίαιη τρέλα του αδιεξόδου μας, η χαρούμενη κακοδαιμονία που σημάδεψε το παλαβό χιούμορ των ραδιοπειρατών και των ελεύθερων πολιορκημένων της νυχτερινής μεγαλούπολης, ήρθε με τον Σαββόπουλο να μας μιλήσει για ένα νέο είδος συμμετοχής. Ο Σαββόπουλος γνώριζε ενστικτωδώς ότι ο ουρανός είναι μονίμως συννεφιασμένος, όπως στον Τσιτσάνη ή στις βιομηχανικές παρακαμπτηρίους του ροκ, κι έτσι η αίσθησή του της εξορίας δεν λογοδοτούσε σε καμιά ρομαντική θεότητα του ύψους αλλά διοχετεύτηκε στα ξόρκια και στα τύμπανα του πολέμου. Ιδού τι εννοούσα λέγοντας ότι εκείνη τη στιγμή ήταν πιο σημαντικός.

Στ' αλήθεια, έρχεται μια κρίσιμη στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, όταν ο έρωτας είναι σημαντικότερος από την αγάπη της μητέρας και η στιγμή εκείνη ονομάζεται αποχωρισμός. Αυτή η στιγμή συνδέει τον συγκριτικό βαθμό που υπαινίχθηκα («σημαντικότερος...») με τον ρεαλισμό και τον κίνδυνο, και εγκαινιάζει ξανά τη σκηνή της Ιστορίας. Η γενιά μου έπρεπε να αποχωριστεί απ' τον ουρανό της αισθητικής της, οσονδήποτε αιθέριας, προκειμένου να μυηθεί σε μια γλώσσα της ταραγμένης εσωτερικότητας, σ' εκείνη τη μυστηριακή γλώσσα των ερωτημάτων που δεν έβρισκαν απάντηση. Κοντολογίς, έπρεπε να παραδοθεί σ' ένα πρωτόγνωρο άκουσμα που θα την απομάκρυνε από τη γαλήνη της Μητέρας, ακριβώς ώστε να μπορέσει να επιστρέψει σ' αυτήν με τη νοήμονα αγάπη την οποία ενθαρρύνει η απόσταση. Ας μην κρυβόμαστε: έχοντας ακούσει Χατζιδάκι και, κατόπιν, Σαββόπουλο, αγαπάμε τον Χατζιδάκι πολύ πιο δυνατά.

Ηψαύση αυτής ειδικά της απόστασης ανάμεσα στους δύο περίφημους μουσικούς, έναν πανταχού παρόντα (Χατζιδάκις) κι έναν οδηγό (Σαββόπουλος), όχι μόνον δεν είναι βέβηλη αλλά εξάπτει δημιουργικά την ακουστική περιφέρεια του ψυχισμού μας. Για να σε πουν αναιδή επειδή αναθεωρείς την απόσταση στο μήκος κύματος της εμπειρίας, πα' να πει ότι ξεχνούν πως η αναίδεια είναι απλώς μια μορφή κουφαμάρας. Δεν είμαι κουφός. Φίλοι, πιθανόν σας ενοχλεί ότι απομακρύνομαι απ' τα πρωταθλήματα και καλλιστεία, όπου η αμφισβήτηση του πρωτείου προκαλεί πανικό. Και ναι μεν ο πανικός ίσως γέννησε την πρώτη μουσική στο σύμπαν (θεός Πάνας) αλλά εμείς τώρα δεν γιορτάζουμε καμία γέννηση, εμείς κηδεύουμε. Ποιον; Τους εαυτούς μας, αν δεν το καταλάβατε ακόμη. Πηγή: 7

Α/Α: 1139021Εντυπο: 7Ημ/νία: 22/02/2004 Σελίδα: 28Κατηγορία: ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Αντίλογος για τον Μίκη «Επίσκεψη στον Θεοδωράκη» τιτλοφορούσε ο Ευγένιος Αρανίτσης το (επί)κριτικό του κείμενο της προπερασμένης Κυριακής. Η αναγνώστριά μας Μαρία Σταθοπούλου αντιμετωπίζει τις επιλογές του Μίκη με τελείως διαφορετική ματιά:

«Ωστε έτσι, ε; Μισός και πλέον αιώνας καλλιτεχνικής και πολιτικής έκφρασης και δημιουργίας του Μίκη Θεοδωράκη αντιστοιχούν στο παραλήρημα ενός έφιππου φανφαρόνου και μιας εγγενούς ψωνάρας που θεώρησε εαυτόν υπουργό από τα γεννοφάσκιά του. Πάλι καλά που βγήκαμε όλοι ζωντανοί από Δεκεμβριανά και Ιουλιανά και άλλους αλγεινούς μήνες, προκειμένου εμείς να του τα ψάλουμε ένα χεράκι και αυτός, ο υπερφίαλος, ο μεγαλομανής, να τ' ακούσει. Βέβαια, εμείς ζωντανοί θα βγαίναμε ούτως ή άλλως, διότι δεν είμαστε γεννημένοι υπουργοί· αισθαντικοί και ευαίσθητοι άνθρωποι είμαστε, που, με πένθιμο εκ προοιμίου αμφιβληστροειδή, βουλιάζουμε στα "μελαγχολικά τοπία του Χατζιδάκι που διαγράφονται με φόντο το σεληνόφως του Γκάτσου", ενόσω "μελωδίες από βήματα αγγέλων" σπρώχνουν απαλά την ωχρομέλαινα βαρκούλα της έμπνευσης.

Ο "υπουργός" όμως είχε άγιο, διότι, όσο εμείς κεντάγαμε τον αραχνοΰφαντο ψυχισμό μας, αυτός μέτραγε τα σπασμένα του πλευρά και τα βγαλμένα του νύχια, λουσμένος στον εμετό (κυριολεκτικά!) της "μάζας", από το κούνημα του σαπιοκάραβου που τους μετέφερε όλους μαζί στη Μακρόνησο και την Ικαρία. Και αυτός εκεί, υπουργός με το έτσι θέλω. Αντί να πεθάνει, προσθέτονταςς έναν ακόμα σταυρό στο απέραντο νεκροταφείο των αφανών ηρώων, αντί να τρελαθεί, σέρνοντας το χορό του Ζαλόγγου με την αγαπημένη μας αδελφούλα, την "Τρελή του φεγγαριού", αντί, στο τέλος τέλος, να το βουλώσει και να κάτσει στ' αβγά του γλείφοντας μέχρι να του βγει η ψυχή, σαν το τελευταίο κοπρόσκυλο, τις πληγές του, επέστρεψε λύκος, που έκαψε το πάλλευκο και μαλακό γουνάκι των αμνών, την ώρα μάλιστα που βόσκανε εν πλήρει αμεριμνησία και αθωότητι στο λιβάδι των ηδονών.

Page 30: Παράδοξα

Πάντοτε κορόιδευα όσους ξεκινούσαν τα ανούσια, κατά κανόνα, υμνολόγιά τους στον Θεοδωράκη με το αφόρητο κλισέ: "Πώς να κλείσεις σε λίγες λέξεις τον μεγάλο αυτόν άνδρα". Διαβάζοντας όμως την "Επίσκεψη στον Θεοδωράκη" σκέφτηκα ότι ενδέχεται η εν λόγω ατάκα να μην συνιστά μια φυγόπονη μανούβρα αλλά ένα υπολογίσιμο εμπόδιο. Ο Αρανίτσης, που προσπάθησε να τον τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί, απ' το σκόπευτρο του λίβελου στη δική του περίπτωση, την πάτησε ωσάν αγράμματος. Ο παραπονιάρικος οίστρος του τον ξέβρασε αλλού γι' αλλού, φτάνοντας να συγχέει την πολιτική έκφραση του Θεοδωράκη με αυτήν του Τσουκάτου, ας πούμε, και τη μουσική του δημιουργία με τα αντάρτικα του Τζαβέλα.

Η εφηβεία μου συνέπεσε με τη δεκαετία του '80, πράγμα που σημαίνει ότι καμία "Ανάγκη" δεν με έφερε κοντά στην καλλιτεχνική και πολιτική έκφραση του Θεοδωράκη. Βρήκα τα βιβλία και τους δίσκους του σε σπίτια φίλων -ούτε καν στο δικό μου. Δεν χρειάστηκε να τον διαλέξω δίχως να τον αγαπήσω κι ύστερα να γκρινιάζω δημοσίως γι' αυτό ωσάν αποπλανημένη αρσακειάδα. Τα φίδια με ζώσανε αργότερα, όταν στο φοιτητικό μου πια διαμέρισμα έμπαζα το έντυπο και δισκογραφημένο έργο του, έχοντας το θλιβερό προνόμιο να συνωμοτώ με τον ίδιο μου τον εαυτό: έβλεπα ότι το ξύλο δεν θα μου το έδινε η Ασφάλεια, όπως ήξερα ότι συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά διάφορα σπασμένα κόκαλα, που, για να μην παραδεχτούν ότι βλακωδώς αυτοτραυματίστηκαν, άρχισαν να ψάχνουν δεξιά και αριστερά την αιτία των δεινών και των ματαιώσεών τους. Ε, το αμέσως βολικότερο από τον Θεοδωράκη κουτί παραπόνων είναι ο ίδιος ο Διάβολος.

Λοιπόν, δεν τελειώνουν αυτά. Κλείνοντας, μόνο, να διευκρινίσω κάτι. Δεν γράφω ούτε για να υποστηρίξω τον Θεοδωράκη (δεν το χρειάζεται) ούτε για να αντιπαρατεθώ στον Αρανίτση (δεν θα τον πείσω). Εξάλλου τον ίδιο -μην πω και μεγαλύτερο- εκνευρισμό που αισθάνθηκα διαβάζοντας τη συγκεκριμένη επιφυλλίδα τον έχω αισθανθεί με κάτι ξεκούδουνους διθυράμβους, που ο ενθουσιασμός τους για τον "μεγάλο μας Μίκη" αδυνατεί να κρύψει τα γνωστά τους ελλείμματα, την ταξινομική τους αμηχανία, τη βερμπαλιστική τους υποδούλωση. Αλλά αυτά λέγονται και θα λέγονται. Ο Θεοδωράκης, είτε μας αρέσει είτε όχι, πρωταγωνίστησε στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα και, μοιραία, έχει ν' ακούσει πολλά.

Πάει καλά μέχρι εδώ. Το πράγμα όμως χοντραίνει όταν πρόσωπα του διαμετρήματος του Αρανίτση "ξαπλώνουν" στην εφημερίδα με τον τρόπο που θα το έκαναν στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή τους. Ο Ευγένιος είναι πληγωμένος και γι' αυτό φταίει ο αλαζών και επιφανειακός Θεοδωράκης, που τα έργα του δε τον συναρπάζουν (και μένα τι με νοιάζει;), γιατί, λέει, όταν τ' ακούει "περιμένει να λυτρωθεί από την έγκαιρη επέμβαση του ιππικού".

Η πονηριά της περιγραφής έγκειται στο ότι είναι εν μέρει αληθινή. Αλλά εν μέρει, διάολε! Η εστίαση σε συγκυριακά "κατ' εξαίρεσιν" θα αδικούσε, αν δεν ακύρωνε πλήρως, όλη τη νεότερη πνευματική παραγωγή. Ο Ρίτσος θα ήταν μόνο τα "Επικαιρικά" του, ο Ελύτης το "Ασμα ηρωικό και πένθιμο...", ο Θεοδωράκης "Τα τραγούδια του Αγώνα". Τώρα, μπορεί κανείς και στα πιο χαμηλών τόνων τραγούδια του συνθέτη να οραματίζεται ρωμαϊκά θεάματα και μυστικές συνεννοήσεις με το ενδεχόμενο της αποθέωσης. Σεβαστό ως αίσθηση, δεν βλέπω όμως πού στοιχειοθετεί κριτική που να με αφορά. Στην τελική, άρθρο σε εφημερίδα διαβάζω, δεν πάω για καφεδάκι με τον συντάκτη του.

Δεν είναι ακίνδυνες οι επισκέψεις στον Θεοδωράκη. Η πυρετώδης χορογραφία του βίου του, η παραγωγική και πολυσχιδής έκφραση του ταλέντου του (επιτρέψτε μου: "Οι δρόμοι του Αρχάγγελου" τον καθιστούν συγγραφέα πρώτου μεγέθους), η ίδια του η σωματική διάπλαση, η γενναιοδωρία των φυσικών και πνευματικών του προσόντων, το προκλητικό του τζογάρισμα με τον χρόνο, τον πόνο και τον θάνατο, όλ' αυτά συνιστούν ένα ανθρωποτυπικό παράδειγμα, ας πούμε, πρόσφορο τόσο στο προσκύνημα όσο και στη λεηλασία. Του τα χορηγήσαμε και τα δύο αφειδώς, ρυθμίζοντας τις δόσεις με γνώμονα τις εκάστοτε ανάγκες μας. Τέλος πάντων, να συμφωνήσω ότι ο Θεοδωράκης ήταν υπουργός από τη μέρα που γεννήθηκε -γιατί όχι; Η διαφορά η μεγάλη είναι ότι υπηρέτησε αποκλειστικά και μόνο την κυβέρνηση του Αισχύλου. Τα προμηθεϊκά του αιτήματα τον εκσφενδόνισαν στα πέρατα του κόσμου, και αυτός, τραγουδώντας πιο πολύ με τα χέρια του παρά με τη φωνή του, αλλόκοτος μ' αυτό το μπόι, τη λεόντειο κόμη και την ιερατική του ένδυση. Δεν θα του συγχωρήσουμε ποτέ ότι μας μπέρδεψε και τον περάσαμε για πανδαμάτορα Δία, ενώ δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά ένας από τους προικισμένους και αυθάδεις δαίμονες, που, όπως αυτοί, προσπάθησε να του κλέψει τη φωτιά για να μας την προσφέρει. Οσοι θεωρούν τον εαυτό τους εξαπατημένο, εμπρός, ήρθε η ώρα: ας κάνουν πάρτι στο συκώτι του».

Εξάλλου, ο αναγνώστης μας Βασίλης Κελλίδης, αναφερόμενος στις κρίσεις του Ευγ. Αρανίτση περί aριστεράς, σημειώνει:

«Βλέποντας κάθε τόσο το πορτρέτο της μελαγχολίας να γέρνει σταθερά προς τα αριστερά μέσα στο ξεθωριασμένο ροζ ρούχο της, τόσες και τόσες φορές πλυμένο στο ίδιο πλυντήριο με τη λευκότητα της αγνής ιδεολογίας, είπα αυτή τη φορά να πλησιάσω τον αγαπώντα θυμωμένος· εφ' όσον πρέπει.

Ομως θυμωμένος με ποιον; Αποδέκτης κι εγώ της "ατέρμονης νουθεσίας για τα αδιαμφισβήτητα κοινωνικά" θέσφατα της παιδικότητάς μας, έμεινα απολιτικός -ίσως και στρεβλά πολιτικοποιημένος για ικανό διάστημα της ζωής μου- μαζί με πάμπολλους άλλους του απομακρυσμένου επαρχιωτισμού μας. Μετεωρισμένος εκών άκων τώρα πάνω σ' εκείνη την έλικα των ελληνοχριστιανικών καθηκόντων και εν γνώσει της αδυναμίας μου να κάνω διαφορετικά, βλέπω σήμερα πίσω από κάθε μαύρο τσεμπέρι να κρύβεται ένας αμφιταλαντευόμενος Νεοπτόλεμος και πίσω από κάθε αγνή πρόθεση ένας φαρμακωμένος Φιλοκτήτης με το θησαύρισμα των ρακών του από το κόκκινο αίμα του, μαυρισμένο στο χρώμα της παντιέρας που ανεμίζει ο Μίμης Ανδρουλάκης αμελητί, όπως ο Θησέας, δηλαδή με απαζάρευτη ιστορικότητα, έχοντας για παραστάτες τον Ανδριανόπουλο, τον Μάνο, τη Δαμανάκη.

Page 31: Παράδοξα

Οποία αλουργία!

Κι αυτό γίνεται ακόμη φοβερότερο, γιατί σήμερα ο πόνος είναι ανέστιος, με ολωνών τα βλέμματα εστιασμένα πάνω στο γυαλί με τις αυτόμολες εικόνες του κακού, και τη φτώχεια να εξαπλώνεται κι αυτή, σαν το κακό.

Οι αριστεροί βέβαια έχουν κάτι για το οποίο πενθούν· επόμενο ήταν. Ομως ό,τι στοίχειωσε είναι σήμερα κοινό κτήμα όλων. Τελικά ποιος νίκησε; Ή, για να το θέσω αλλιώς: Είναι κανείς που ηττήθηκε; Και ποιος; Ο Καμύ ο ανήλικος από το ράφι μού το ψιθυρίζει σ' όλες τις παραλλαγές: "Η πείρα είναι ήττα". Αυτή είναι το έπαθλό μας κι εμείς, οι από μηχανής άθεοι, οι αδιαμφισβήτητοι νικητές!

ΥΓ.: Τώρα τι κάνουμε; Ο Σημίτης ήτο μία κάποια λύσις!» Πηγή: 7

Α/Α: 1136964Εντυπο: 7Ημ/νία: 15/02/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Το άγχος των ψευδαισθήσεων του Ευγένιου Αρανίτση «Αριστερά» ονομάζω τη στιγμή ή κατάσταση κατά την οποία η ατομική διαμαρτυρία για τον ανθρώπινο πόνο γίνεται συλλογική και λάμπει σαν πανσέληνος. Τα υπόλοιπα είναι φούμαρα και επαναδιανομή των θέσεων εξουσίας. Απ' αυτή την άποψη, η Αριστερά είναι μάνα μας. Και απ' την ίδια αυτή άποψη, επιτρέπεται να την κατηγορήσουμε για εγκατάλειψη ανηλίκου. Σε ό,τι με αφορά, αισθάνομαι ότι της οφείλω ορισμένες διευκρινίσεις, τις οποίες θα δώσω μετά χαράς. Τις διευκρινίσεις θα οργανώσω γύρω από την παραδοχή ότι κανένα πρόσωπο δεν μπορεί ούτε πρέπει να είναι ιερό και καμία κριτική ιερόσυλη. Οσο για την ίδια την άρση του ταμπού, ως αίτημα ψυχικής ευρυχωρίας, θα τη συνδέσω με την αρετή της διάκρισης. Το ότι η μάνα μας στερείται αυτής της αρετής καθόλου δεν σημαίνει ότι η αρετή είναι μονοπώλιο της αντίδρασης.

Από πού ν' αρχίσω; Παιδιά ακόμη, σε πολύ νεαρή ηλικία, γίναμε αποδέκτες μιας ατέρμονης νουθεσίας σχετικής με το είδος εκείνο της ιερότητας που απέκλειε ρητώς την αμφισβήτηση και που η κοινωνία και η εκπαίδευση θεωρούσαν σαν προπύργιο των ελληνοχριστιανικών καθηκόντων. Εδώ πέρα, πρόσωπα και γεγονότα παρέλαυναν από τα έκθαμβα μάτια μας συνοδευόμενα από τη φήμη μιας απαραβίαστης κατοχύρωσης. Φωνές νεκρών και ζωντανών είχαν τιμηθεί με το παπικό αλάθητον και τα περιθώρια εφαρμογής της κριτικής ικανότητας που περίσσευαν ήταν τόσο στενά ώστε μας έμεινε το κουσούρι, ολοφάνερο σήμερα, να βαδίζουμε ακροποδητί ακόμη και στη μέση της λεωφόρου.

Ηδη στα νηπιαγωγεία καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια ώσπου να μάθουμε να σεβόμαστε, ανεξαιρέτως, τις γριούλες με το μπαστούνι τους και τα άσπρα τους μαλλιά. Ολα τα παιδιά, εκτός από τα καθυστερημένα, είχαν κάνει τη σκέψη ότι δεν είναι βέβαια φυσιολογικό να σέβεσαι την αισχρή και μουλωχτή παλιόγρια της απέναντι μονοκατοικίας, που περνάει την ώρα της βασανίζοντας τους άλλους, ενώ η ίδια δεν αρρωσταίνει ποτέ. Μ' άλλα λόγια, το σκάνδαλο μπορούσε εύκολα να εντοπιστεί σ' αυτό που οι ενήλικοι υποκριτές εννοούσαν με τη φράση «Σέβομαι τα χρόνια της». Απλωμένα για να στεγνώσουν, στον αριθμητή του κλάσματος, τα χρονάκια παραπλανούσαν. Αξιζε τον κόπο να ρίξεις μια ματιά στον παρονομαστή, οπότε θα διαπίστωνες ότι ουδέποτε το να γερνάς αποτέλεσε, από μόνο του, ανδραγάθημα, ειδικά όταν ο διάβολος σε είχε φτύσει στο στόμα.

Στο Δημοτικό, τα ιερά πρόσωπα ξεπηδούσαν πλέον από τις ρωγμές της ελληνικής ιστορίας κατά εκατοντάδες. Και πρώτ' απ' όλα, για να χαριτολογήσω, ό,τι έκανε ο Μέγας Αλέξανδρος φαινόταν υπέροχο και εμπνευσμένο. Μικρός, ο Αλέξανδρος καθόταν με τις ώρες στα γόνατα των θεών, όμως για μένα η ιερότητα ήταν στιγμιαία. Αναμφίβολα, ιερό πρόσωπο ήταν ο Διογένης ο Κυνικός όταν είπε στον Μακεδόνα να παραμερίσει ώστε να μην του κρύβει τον ήλιο. Και ο ίδιος ο Αλέξανδρος ίσως να υπήρξε ιερό πρόσωπο εκείνο το πρωί που αντίκρισε την ανατολή του ηλίου στην Περσία και κατάλαβε το μάταιον της απόπειρας να γίνει ο Δίας. Πιθανόν να συνειδητοποίησε, μάλιστα, ότι ο λόγος που έφυγε μακριά, όσο το δυνατόν πιο μακριά, ήταν η επιθυμία να γλιτώσει από μια, μεταφορικώς και κυριολεκτικώς, κυκλώπεια πατρική επαγρύπνηση.

Ο,τι είπε ο Αριστοτέλης ήταν επίσης ιερό. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι κροκόδειλοι ζουν 60 χρόνια και ότι ο πάγος διατηρεί τον ίδιο όγκο με το νερό απ' το οποίο προήλθε. Αυτό το δέχονταν οι πάντες ασυζητητί επειδή το είχε γράψει ο Αριστοτέλης. Ωσπου, τον Μεσαίωνα, κάποια νοικοκυρά στο χωριό Τιερζεβίλ της Νορμανδίας, διαπίστωσε ένα πρωί ότι το πήλινο δοχείο που είχε αφήσει το βράδυ έξω απ' την πόρτα της ήταν σπασμένο και τότε της πέρασε η ιδέα ότι αυτό συνέβη επειδή το νερό είχε γίνει πάγος. Μοιραίως, η νοικοκυρά δεν ήταν επιρρεπής στις φιλοσοφικές διαμάχες κι έτσι η αριστοτελική αυθεντία παρατάθηκε για αρκετό διάστημα με ευθύνη των καλογέρων.

Μετά ήρθαν τα πρόσωπα των ηρώων. Ολοι οι καπετάνιοι της Επανάστασης του 21 ήταν ιερά πρόσωπα, μολονότι υποπτευόμαστε ότι οι περισσότεροι ενδιαφέρονταν ζωηρά για την επαναδιαπραγμάτευση της στρατιωτικής και πολιτικής τους δικαιοδοσίας. Αν και τα κίνητρα αρκετών απ' αυτούς έμοιαζαν σε

Page 32: Παράδοξα

απελπιστικό βαθμό αδιευκρίνιστα, ουδέποτε συγκεντρώθηκαν τόσα πολλά ιερά πρόσωπα γύρω από τόσους πολλούς ιερούς αγώνες. Αυτοί έσφαζαν τους Τούρκους μόνον και μόνον για να ζήσουμε εμείς ελεύθεροι, καταλαβαίνετε. Απέτυχαν φυσικά να προβλέψουν ότι η ελευθερία θα περιοριζόταν μια μέρα απ' την πολιορκία των must της χειμερινής σεζόν, πεπεισμένοι, και με το δίκιο τους, ότι η φουστανέλα ήταν διαχρονική.

Αλλα ιερά πρόσωπα ανέβηκαν στη σκηνή με τους αγώνες της Αριστεράς και νέες μορφές του πανικού της ιεροσυλίας, κατά τη μεταπολίτευση, οδήγησαν στη θέσπιση αντίστοιχων περιορισμών της λογοκρισίας ώστε να ελεγχθεί το ταμπεραμέντο μας το οποίο, εν αναμονή της αυτοκριτικής του κόμματος, κόντευε να γίνει το δεξί χέρι της κοινής λογικής. Επαναχρονολογημένα ιερά κείμενα, σαν αυτά του Λένιν, περνούσαν κατευθείαν από το πεπτικό σύστημα της νεολαίας, όπου η επαναστατημένη συνείδηση χώνευε όπως όπως τη μεγάλη παραδοξότητα της σταλινικής ξεροκεφαλιάς, με μιαν ενόχληση ισχυρή σαν κολικό, αλλά κανείς δεν διενοείτο να διαμαρτυρηθεί από φόβο ότι αυτό θα μπορούσε να ηχήσει σαν πορδή μέσα στον Ναό της Διαλεκτικής. Η συνέχεια έδειξε ότι υπήρχε σοβαρό ηθικό και φιλοσοφικό σφάλμα σε όλα αυτά, ωστόσο, και πάλι, κανείς δεν έδειξε να ταράζεται, αφού το σφάλμα ήταν αναμενόμενο. Το προεξοφλούσε η υποχρέωση να παριστάνεις ότι απεχθανόσουν τη ραφινάτη μελαγχολία τόσων και τόσων πραγμάτων που αγαπούσες κρυφά.

Οσο για τους λιγότερο φανατικούς θαυμαστές των λενινιστικών εκδοχών του μαρξισμού, αυτοί ήταν σίγουροι, ένεκα του φωτοστέφανου που περιέβαλλε τον Μάη του '68, ότι για να λέει ο Ντεμπόρ πως η αυθεντική ζωή συμπίπτει με την προθυμία του προλεταριάτου να γίνει το υποκείμενο της Ιστορίας, πα' να πει ότι έτσι ήταν και δεν μπορούσε να είναι αλλιώς, ανεξαρτήτως του αν οι ίδιοι οι Καταστασιακοί, με επικεφαλής τον Βανεγκέμ, είχαν αντιληφθεί και διατυμπανίσει πως, άπαξ και οι άνθρωποι μετέχουν στο παιγνίδι των ρόλων εξίσου, το να είσαι προλετάριος υποβαθμιζόταν σε μια γενική και συνεπώς δευτερεύουσα ιδιότητα του είδους μας. Δεν επρόκειτο λοιπόν για πόλεμο, όπερ έδει δείξαι. Οχι γιατί είμαστε λίγοι απέναντι σε πολλούς αλλά διότι, τουναντίον, τις αλυσίδες τις φορούσαμε όλοι κι έτσι δεν υπήρχε πλέον ταξικός αντίπαλος στον ορίζοντα. Από κει και η αμηχανία της εποχής.1

1. Εδώ θα πρέπει να διακόψω τη βέβηλη διαδρομή μου ώς την επόμενη Κυριακή. Και από κει στη μεθεπόμενη. Επειδή το θέμα είναι τεράστιο. Πηγή: 7

Α/Α: 1134769Εντυπο: 7Ημ/νία: 08/02/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Επίσκεψη στον Θεοδωράκη του Ευγένιου Αρανίτση Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Γράφω και ξαναγράφω ότι μας είναι όλο και πιο δύσκολο να πενθούμε, δηλαδή να αποχωριζόμαστε υγιώς από το αντικείμενο της αγάπης, συνειδητοποιώντας περί τίνος επρόκειτο, τι ακριβώς υπήρξε αυτό που απομακρύνθηκε. Ηταν πολύτιμο; Ηταν αγοραίο; Ηταν αποκύημα ψευδαισθήσεων; Αυτό που επιθυμεί η κοινωνία, πρωτίστως, δεν είναι βέβαια ψωμί ή παιδεία, πόσο μάλλον ελευθερία, αλλά τον εφησυχασμό. Για να τον εξασφαλίσει πρέπει να αφήνει τα πράγματα να παλιώνουν σιγά σιγά, να ξεθωριάζουν. Δεν θα της άρεσε να ανοίγει ξαφνικά ντουλάπες με σκελετούς, κάθε διάψευση την ενοχλεί στο έπακρο και το να πέφτει στη σκοτοδίνη της κατάρρευσης των ιδεολογιών με πλήρη συνείδηση της ευθύνης που φέρει, της φαίνεται ανυπόφορο. Προτιμάει να αφήνει τις μεγάλες Εικόνες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν οι πολιτικές και ψυχολογικές επενδύσεις του παρελθόντος να ξεθωριάζουν και να ξεχνιούνται. Και ιδού γιατί οι εικόνες στοιχειώνουν.

Σ' αυτό το εκ πρώτης όψεως βολικό ξεθώριασμα, το αντικείμενο σβήνει ανώδυνα, στα μουλωχτά. Περιέργως, όσο πιο εκτυφλωτικά είναι τα αστέρια του πολιτιστικού θεάματος τόσο πιο στενά εξαρτημένη από τη λειτουργία της εξάχνωσης καταλήγει η σταδιοδρομία τους. Ο,τι λάμπει μοιάζει προορισμένο να λησμονηθεί σε μια προοπτική σταδιακής μείωσης του φωτισμού, η οποία προδιαγράφεται κιόλας στα χαμόγελα που σημαδεύουν οι φωτογράφοι ενισχύοντάς τα με το φλας. Τα χαμόγελα δεν διακόπτονται από το ξάφνιασμα της αλήθειας, η μελαγχολία των αντιφάσεων τα αφήνει ανέγγιχτα. Η αδαμαντίνη τους απορροφάται από το fade out.

Αυτό ισχύει εξίσου για τη γοητεία της αμερικανικής δεκαετίας του '50 και για τη ρητορική της Αριστεράς, ισχύει εξίσου για όσα αγαπήσαμε δίχως να τα διαλέξουμε και για όσα διαλέξαμε δίχως να τα αγαπήσουμε. Ας μείνουμε στο δεύτερο. Ως απορία ψάλτου, ο διακεκομμένος βήχας των σημερινών αριστερών ή πρώην αριστερών που στέκουν στα πόστα τους αμετακίνητοι, σκοπεύοντας στα σοβαρά να εκσυγχρονίσουν τον πολιτισμό με εντολές από το κινητό τηλέφωνο, ακουγόταν ανέκαθεν αλλά εμείς δεν τον ακούγαμε. Γνωρίζοντας κατά βάθος ότι ο ασθενής δεν τραγουδούσε άριες αλλά έβηχε επειδή είχε μόλις επιστρέψει από τη Μόσχα συναχωμένος, δίνουμε τώρα, με αφοπλιστική προθυμία, τη συγκατάθεσή μας όταν η περίπτωση εξελιχθεί σε πνευμονία. Φοβόμαστε, και πολύ σωστά, πως αν η ίωση αξιολογηθεί στο φως της εμπειρίας της, θα κληθούμε, με τη σειρά μας, για εξετάσεις αίματος. Ετσι φτάνουμε στο διορισμό του Θεοδωράκη σε θέση υπουργού της Ν.Δ., προετοιμασμένοι να εντάξουμε την προαγωγή στο τελετουργικό της εθνικής συμφιλίωσης. Δεν

Page 33: Παράδοξα

επρόκειτο περί αυτού. Απλώς ο Θεοδωράκης ήταν υπουργός από την ημέρα που γεννήθηκε. Είναι το στιλ του τέτοιο.

Οχι, δεν υπήρξε συμφιλίωση αριστεράς και δεξιάς, όπως δεν νοείται συμφιλίωση μεταξύ μουσικού δαίμονα και υπουργικού γραφείου. Υπήρξε μόνον η κούραση του κοινού, με συνέπεια την αποχαλίνωση της μεγαλομανίας καλλιτεχνών σαν τον Θεοδωράκη. Τα έργα του δεν με συναρπάζουν. Ξέρω ότι είναι ικανότατος συνθέτης, αναμφίβολα προικισμένος με το ένστικτο της αισθαντικής ευτυχίας, αλλά αυτό το χάρισμα το παγιδεύει ο ίδιος σε μια μορφή χωρίς μυστήριο. Τα κατάφερε πολύ καλά με τις δυνάμεις που πηγάζουν απ' την υπακοή των συγκυριών της ζωής μας στις αντιδράσεις της μουσικής κλίμακας, μόνον που ήταν επιρρεπής στο να αναγνωρίζει τις συγκυρίες ως κάτι το επιφανειακό, τη δε ζωή τη συνέδεσε με κάτι τόσο μεγαλόπνοο όσο ο αγώνας της Αριστεράς, ενώ η ζωή είναι κυρίως ψυχικά σημάδια πάνω στο χρόνο, που πηγαίνουν σ' ένα βάθος εντελώς άσχετο με την προσποιητή πνευματικότητα της γιγαντοαφίσας και των φεστιβάλ νεολαίας. Τον γονάτισε η λατρεία του μεγαλοπρεπούς και του κολοσσιαίου, πράγμα που φαίνεται, κατά τρόπο πανηγυρικό, στις λεγόμενες συμφωνικές του συνθέσεις, όπου περιμένει κανείς να λυτρωθεί από την έγκαιρη επέμβαση του ιππικού.

Κάνω αυτές τις σκέψεις θαυμάζοντας το εξώφυλλο του βιβλίου «Αξιος Εστί - Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του στον Γ. Π. Μαλούχο και συνθέτει την ιστορία της νεότερης Ελλάδας». Κόψε κάτι. Η λέξη σεμνότητα του είναι άγνωστη. Θέλει να συνεπαίρνει τα πλήθη μ' εκείνη την ιαχή που κυριαρχούσε στα ρωμαϊκά θεάματα, και η μουσική του, ακόμη και στους πιο χαμηλούς τόνους, συνεννοείται κρυφά με το ενδεχόμενο της αποθέωσης. Πες καλύτερα ότι τα τραγούδια του Θεοδωράκη δεν ακούγονται πια επειδή αναφέρονται σ' έναν κόσμο που προσχώρησε στην αυταπάτη αφήνοντας την υπαρξιακή του ρίζα να ξεραθεί μαζί με το συναισθηματικό εκείνο περιεχόμενο που θα μπορούσα να ονομάσω αλληλεγγύη. Κακή ή καλή, υστερόβουλη ή αυθόρμητη, πάντως αλληλεγγύη, έστω μαγειρεμένη στην κατσαρόλα του ιδεολογήματος της λαϊκής τέχνης, μαζί με τα ένσημα του ΙΚΑ. «Μουσική για τις μάζες», το έλεγε, δίχως να τον απασχολεί τι καπνό φουμάρουν οι μάζες. Τώρα τις ανέλαβε ο Καρβέλας.

Η αλληλεγγύη χάθηκε κι έτσι η μουσική εκείνη πέρασε στο μουσείο. Κι επειδή στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί, αποφεύγω να ρωτήσω εάν κανείς επισκέφθηκε πρόσφατα το μουσείο ώστε να διαπιστώσει ότι είναι κλειστό λόγω αναπαλαίωσης. Ο,τι απομένει συνοψίζεται στις δίχως χιούμορ απόπειρες λιτάνευσης ενός κύκλωπα της καλλιτεχνικής φήμης, με ανδριάντες ως εφάπαξ εξόφληση υπηρεσιών και επετειακές τυμπανοκρουσίες για τη μετέωρη ασυναρτησία μιας εποχής ζωντανών μνημείων, που η ιστορική της φυγόκεντρος ουδέποτε κατανοήθηκε και γι' αυτό τη βλέπουμε να επιστρέφει, στο έρημο τηλεοπτικό τοπίο, σαν παράδοξο όνειρο που υποδαυλίζει τις ενοχές του κοσμάκη. Να μιλούσε η μουσική για να μας πει ότι το στεφάνι της δόξας τής έρχεται κάπως μεγάλο, θα ισοδυναμούσε με αγαλλίαση.

Τα παραπάνω δεν τα γράφω υποκινούμενος από αντιπάθεια για τον Θεοδωράκη, αφού δεν αισθάνομαι τίποτα τέτοιο, αλλά από στοργή για την εφηβεία μου. Πρέπει να περιποιηθώ την πληγή της. Πηγή: 7

Α/Α: 1132151Εντυπο: 7Ημ/νία: 01/02/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Επίσκεψη στον Σαββόπουλο του Ευγένιου Αρανίτση Δεν με βρίσκουν σύμφωνο τα όσα λέει στις συνεντεύξεις και δεν μένω εκστατικός εν αναμονή της Ολυμπιάδας του 2004. Κάθισα όμως με το φίλο μου τον Θάνο και ακούσαμε όλους τους δίσκους απ' την αρχή. Να, τι κατάλαβα:

Ο Σαββόπουλος υπήρξε ο μεγάλος μου έρωτας πολύ πριν αντιληφθώ τον χαρακτήρα της ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Σήμερα, προσπαθώντας να υπολογίσω τι απέμεινε απ' αυτόν τον έρωτα, διαπιστώνω, σχεδόν με έκπληξη, ότι βρίσκονται όλα εκεί, άθικτα. Αισθάνομαι ότι η αντοχή τους παρακολουθεί την ανάπτυξη ενός μέρους του εαυτού μου, στο οποίο φιλοξενείται η εσωτερική ηχώ αυτής της μουσικής σαν προάγγελος μιας εξαιρετικής και θαυματουργού σημασίας. Εχει μέσα μου τη φωλιά της, κάπου στο ηλιακό πλέγμα ή, πιθανόν, επάνω απ' το συκώτι. Αν μιλάμε για συγκίνηση, παραμένει αμείωτη.

Βέβαια, η συγκινησιακή σχέση με τον Σαββόπουλο απαιτεί να φέρνω σε πέρας ένα σωρό λεπτές διακρίσεις. Εδώ που τα λέμε, το να του καταλογιστούν οι πολιτικές υπαναχωρήσεις ή το lifestyle της κοινωνικής συμπεριφοράς που τον εκθέτει στα φώτα της δημοσιότητας σαν έναν ακόμη αναλώσιμο παράγοντα του πολιτισμικού κυκλώματος, θα ήταν άδικο, έστω και όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους ο μουσικός και η μουσική του θεωρούνται σαν δύο οντότητες ταυτόσημες. Αν με απωθούν οι αισιόδοξες δηλώσεις του σε μια εποχή που ελάχιστη αισιοδοξία δικαιολογείται, ξέρω ότι η μουσική του μιλάει ερήμην των συνθηκών που ευνοούν τη συναίνεση και ότι η φωνή του παραμένει αυτό το μαγικό εργαλείο διά του οποίου μια μυστηριώδης συμφιλίωση των αντιθέτων λαβαίνει χώρα σ' ένα αθέατο υπόστρωμα ψυχικής και πολιτικής αναζήτησης. Και αν τον παρατηρώ

Page 34: Παράδοξα

ανήσυχος καθώς αποσύρεται απ' τη διεκδίκηση εκείνου που μας στέρησαν, ξέρω πως, εντέλει, δεν μπορεί να χειραφετηθεί απ' τον δαίμονα της μαντικής υπαγόρευσης που στοιχειώνει τη στιχουργική του.

Η παλινδρομική κίνηση κατά μήκος της σταδιοδρομίας αυτού του μουσικού είναι μια μένα ταυτισμένη με τον ίλιγγο μιας βύθισης στον ανιμιστικό πυρήνα της τέχνης ως θεραπείας. Δεν πρόκειται απλώς για τουρισμό με οδηγό τη νοσταλγία αλλά για κάτι που εξάπτει τη μουσική πραγματικότητα μέσα μου μ' έναν τρόπο αινιγματικό και αιωνίως καινούριο. Κυριολεκτικά, το αίνιγμα είναι αυτή η αιωνιότητα, ο διαρκής ενεστώτας αυτών των τραγουδιών που επιβιώνουν ακριβώς επειδή το μυστικό της μεταφυσικής τους προέλευσης έμεινε ακατανόητο. Δεν είναι δυνατόν να πεις ποιο είναι το συγκεκριμένο πλεονέκτημα, φυσικό ή μουσικό, χάρη στο οποίο ο ήχος, οι στίχοι και η φωνή παρουσιάζονται αδιαίρετα δίχως κανένα κατάλοιπο. Σε τούτη την αεροστεγή και συνάμα απείρως εύκαμπτη ενότητα ενυπάρχει κάτι το τρομακτικό, εντελώς ασυνείδητο στο επίπεδο των προθέσεων, που η εμπειρία του είναι μάλλον θρησκευτικής τάξης. Εξ ου και αναγνωρίζει κανείς, ακόμη και στους πιο χαριτωμένους ελιγμούς της μουσικής του Σαββόπουλου, την ανάσα ενός ισχυρού δέους.

Εδώ, όπως συμβαίνει με τους μεγάλους ποιητές και συχνά σκέφτομαι ότι ο Σαββόπουλος δεν αποκλείεται να είναι ένας απ' αυτούς, η χαρά δίχως τη λύπη είναι αδιανόητη. Ούτε υπάρχει ερωτική ένταση δίχως τον θανάσιμο δεσμό μας με τα σύμβολα. Αυτή η πρωτοφανής και ανεπανάληπτη σύνθεση των αντιθέτων υπήρξε εξαρχής το ψυχικό προφίλ του Σαββόπουλου και, μεταδοτικώς, των ακροατών του. Κατ' ουσίαν, αυτός είναι ο καλλιτέχνης με τον οποίο τελειώνει ο Εμφύλιος, όχι ο Θεοδωράκης. Ανατολή και Δύση, λαϊκή μουσική και ροκ, συναντήθηκαν δίχως ρωγμές. Ολες ανεξαιρέτως οι όψεις του γεγονότος (φωνή, χροιά, στίχος, μελωδία, ρυθμός, σκηνική παρουσία, θεραπευτική επιρροή στο κοινό) οργανώθηκαν γύρω από κάτι αξεδιάλυτο και μοναδικό. Χάρη σ' αυτή την αδιευκρίνιστη δύναμη, στην καρδιά της οποίας ο Σαββόπουλος έχει το στρατηγείο του, τα τραγούδια εκτίθενται στο φως μιας υπαρξιακής λειτουργίας απέναντι στην οποία η ηλικία και η επανάληψη μένουν καθαρά εξωτερικές.

Φτασμένη στα άκρα, η διάκριση για την οποία μίλησα με παρασύρει να ομολογήσω πως, ορισμένες φορές, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αξιολογεί τον Σαββόπουλο σαν έναν μουσικό σημαντικότερο απ' τον Χατζιδάκι. Πριν με κατηγορήσουν για βλασφημία, υπογραμμίζω: σημαντικότερο, όχι υποχρεωτικά καλύτερο ή πιο ιδιοφυή. Στον Χατζιδάκι δεν υπάρχει πένθος και η τρέλα ουδέποτε παίρνει τον λόγο, μολονότι η εποχή ήταν και είναι αποτρελαμένη. Θεϊκή αναμφίβολα, η μουσική του επισκιάζεται εντούτοις απ' τις υπερβολές της λατρείας του θηλυκού και εκλεπτυσμένου στοιχείου, και συχνά, πολύ συχνά, επιμένει να περιγράφει ένα σύμπαν που δεν μας αφορά, παρά μόνον με όρους αναπόλησης. Τρόπον τινά, ο Χατζιδάκις έμεινε έξω απ' τον σαρκασμό και τις ακρότητες του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Σαββόπουλος αναμετέδωσε το σοκ που είχε διεγείρει την επικαιρότητά μας, μ' έναν τρόπο αποκαλυπτικά αδιαμεσολάβητο, με τον σχεδόν βίαιο τρόπο μιας άνευ προηγουμένου αμεσότητας και σαγήνης. Απ' αυτή την άποψη ίσως να είναι σημαντικότερος απ' τον Χατζιδάκι, δεν ξέρω. Δηλαδή πιο στενά δεμένος με το αναπάντητο ερώτημα της περιπέτειας που ζήσαμε.

Χατζιδάκις ήταν το όνομα ενός ζωγράφου υπέροχων, μελαγχολικών τοπίων που διαγράφονταν με φόντο το σεληνόφως του Γκάτσου. Ονειρεύτηκε μελωδίες φτιαγμένες από βήματα αγγέλων. Ο Σαββόπουλος εμπιστεύθηκε την ειρωνεία των πνευμάτων που ελέγχουν μέσα μας το κακό, τη σάτιρα, τις γιορτές, άκουσε το γέλιο των κρουστών, τους χρησμούς που συνοδεύουν την αφοσίωση σε πράγματα ακόμη άγνωστα. Διαισθάνθηκε τη συνάφεια ανάμεσα στον ήλιο και στο σκοτάδι, κατάλαβε πως η κραυγή μας δεν ήταν απλώς διαμαρτυρία αλλά το βαθύ αναφιλητό ενός χρόνου που δεν βιώθηκε. Συνέλαβε εικόνες μιας διαστρικής καταιγίδας από κείνες που πλήττουν μικρούς χώρους, οικόπεδα, ακάλυπτους, ανελκυστήρες, προθαλάμους νοσοκομείων.

Συνηθίζουν να λένε ότι ο Σαββόπουλος υπήρξε «τραγουδοποιός», όχι συνθέτης. Περίεργο! -να αρνούνται τον τίτλο του συνθέτη σε κάποιον που πέτυχε να συνθέσει τα διεστώτα όσο άλλος κανείς... Πηγή: 7

Α/Α: 1129610Εντυπο: 7Ημ/νία: 25/01/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Πλαίσιο Στήριξης, «Σ' αγαπώ!» του Ευγένιου Αρανίτση Το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, όπως το ονομάζουν, επιβαρύνεται με μια σειρά ολοσέλιδων διαφημίσεων στον τύπο, μέσα απ' τις οποίες εκθειάζεται η Μητέρα Ολων Των Προϊόντων: η «ανάπτυξη». Οχι οποιαδήποτε ανάπτυξη, εν προκειμένω, αλλ' αυτή που αντλεί τους πόρους της από το «Κοινοτικό πλαίσιο στήριξης». Το ερώτημα είναι αν αυτό το μείζον προϊόν ανήκει στη σφαίρα του φυσιολογικού ή όχι. Αν η «ανάπτυξη» είναι, όπως και είναι, κάτι αφύσικο, ένας τρελός αυτοσκοπός, «πρόοδος» για την «πρόοδο», καταστροφή όλων όσα μας συνδέουν με την ανθρώπινη κλίμακα -αν είναι απλώς μια διαρκής κίνιση προς τα εμπρός ώστε να αποφύγει το σύστημα την κατάρρευση, ποιος ο λόγος να την εκθειάζουμε; Αν, πάλι, έχουμε να κάνουμε με ουσιαστική βελτίωση του περιεχομένου της ζωής μας, γιατί η άσκηση πειθούς γίνεται τόσο θορυβώδης; Τι

Page 35: Παράδοξα

ακριβώς πανηγυρίζουν εδώ;

Το «τι» καθρεφτίζεται πολύ ωραία στο «πώς». Επειδή, ο χαρακτήρας της «ανάπτυξης» για την οποία μιλούν, και που τη βλέπουμε γύρω μας σαν έναν καταιγισμό αλλαγών που σκοτώνουν την ψυχή μας, το διακρίνει κανείς αμέσως, με γυμνό οφθαλμό, στην ίδια την ιδέα της γιγαντιαίας διαφήμισης, προφανώς από αθέλητη ειλικρίνεια των διαφημιστών. Σε μια απ' αυτές, ένα κορίτσι που μόλις πληροφορήθηκε τα αποτελέσματα των πανελληνίων, αναπηδάει ελευθερώνοντας απ' τα πνευμόνια της το ρήμα της ανακούφισης «ΠΕΡΑΣΑ!» φωνάζει η μικρή. Πέρασε όντως. Ομως ο υπότιτλος λέει: «Αυτή η φωνή είναι ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΗ γιατί βγαίνει κάθε χρόνο από ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΜΑΘΗΤΕΣ». Αλλη διαφήμιση της σειράς παρουσιάζει τα πρόσωπα μιας μητέρας και της κορούλας της με το πηχυαίο σύνθημα «Σ' ΑΓΑΠΩ!». Υπότιτλος: «Αυτή η φωνή είναι ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΗ γιατί βγαίνει από ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ».

Λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο οι διαφημίσεις τράβηξαν την προσοχή μου είναι η παράδοξη φιλαλήθεια που εμπνέει τη στρατηγική τους. Προσέξτε ότι, αν το «ΠΕΡΑΣΑ!», το «Σ' ΑΓΑΠΩ!» κ.λπ. είναι φωνές «πολύ δυνατές», αυτό, σύμφωνα με το μάρκετινγκ, συμβαίνει επειδή ξεπηδούν από χιλιάδες στόματα ταυτόχρονα. Προσέξτε, μ' άλλα λόγια, την απέχθεια αυτών των ανθρώπων για τη σύλληψη ενός γεγονότος με ποιοτικά κριτήρια, τα οποία ασφαλώς τους αφήνουν παγερά αδιάφορους. Εδώ, όπως και οπουδήποτε αλλού, το ζήτημα είναι αμιγώς ποσοτικό, η κραυγή προέρχεται από χιλιάδες μαθήτριες, μητέρες κ.λπ. σαν ιαχή φιλάθλων σε γήπεδο. Γι' αυτούς, η δύναμη μπορεί να αναγνωριστεί μόνον στην πολεμική της διάσταση, ένας αυθόρμητος λόγος της μάζας. Είναι η έκφραση της κοινής, επομένως απρόσωπης θέλησης, που θα την αξιολογήσουν τώρα στην κλίμακα των ντεσιμπέλ.

Και αντίστροφα: η συγκίνηση, που την αισθάνονται σαν έναν ύποπτο ψίθυρο, και με το δίκιο τους αφού ποτέ η συγκίνηση δεν υπήρξε «παραγωγική», τους ενοχλεί αφόρητα και βρίσκονται όλοι τους εδώ ειδικά για να τη λογοκρίνουν. Η συγκίνηση, ως ψυχικό περιεχόμενο της έντασης που εμψυχώνει το «ΠΕΡΑΣΑ!» ή το «Σ' ΑΓΑΠΩ!», επ' ουδενί δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή σαν προσωπικό άνθισμα, γιατί αυτό θα άφηνε την «ανάπτυξη» άναυδη. Ξέρετε, η «ανάπτυξη» έρχεται πάντα σαν τεχνική απάντηση σε καταστάσεις όπως η «ανεργία», η «υποβάθμιση», η «συρρίκνωση των επενδύσεων», το «αίτημα εξυγίανσης του δημόσιου τομέα» και ούτω καθεξής. Η «ανάπτυξη» δεν αντιλαμβάνεται τίποτα το προσωπικό, παρά επιμένει να βομβαρδίζει ομογενοποιημένους καρκινικούς όγκους της «καθυστέρησης» αποκλειστικά. Σαρώνει κατηγορίες «προβλημάτων» με κοινό παρονομαστή τη γλώσσα των αριθμών. Η συγκλονιστική δύναμη του «Σ' αγαπώ!» μιας μάνας βρίσκει την «ανάπτυξη» κουφή σαν έναν τοίχο. Σκοπός της «ανάπτυξης» είναι να συμψηφίσει 100.000 «Σ' αγαπώ!» για να διαπιστώσει ότι το αίτημα διαπερνάει το τείχος της κουφαμάρας, πίσω απ' το οποίο συνεδριάζει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα με αντικείμενο τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων.

Εν πάση περιπτώσει, η «ανάπτυξη» δεν συγκινείται με το «Ω, γλυκύ μου Εαρ», γιατί αυτό το τελευταίο υπαγορεύει πολύ βραδύ βηματισμό. Το «Σ' αγαπώ!», σαν προσωπικός λόγος μίας και μόνον μάνας, συγκεκριμένης κάθε φορά, δεν μπορεί να έχει πάρ- δώσε με την «ανάπτυξη». Εάν αυτή κατανοούσε τη στεντόρεια δύναμη του Ηχου της καρδιάς, δεν θα ήταν «ανάπτυξη», εφόσον δεν υπάρχει καμία δυνατή ανάπτυξη του «Σ' αγαπώ!». Το «Σ' αγαπώ!» είναι ολοφάνερα το όριο. Οχι, κύριε, θέλει να της το τραγουδάει χορωδία 100.000 ατόμων, όπως στις γιορτές του Ναζιστικού Κόμματος, στη Νυρεμβέργη. Τότε θα το μετρήσει όπως σε μια σφυγμομέτρηση και θα δεχτεί επιτέλους να διοχετεύσει την ενέργεια που το διαπερνάει, και απ' την οποία το ρίγος έχει αφαιρεθεί σαν ψυχικό παράσιτο, σε κυκλώπειους ελιγμούς ανταμοιβής.

Δευτερεύοντα συμπεράσματα προκύπτουν απ' αυτού του είδους τις αφοπλιστικές διαφημίσεις, εάν θέλουμε να χαριτολογήσουμε. Θέλουμε; Δεν ξέρω. Πάντως, το «Πέρασα!», ισχυρό ακριβώς επειδή πολλαπλασιάζεται επί 100.000, αδυνατίζει τραγικά και καταντάει δηλωτικό μιας κοινοτοπίας, ενός άθλου που τον πετυχαίνουν οι πάντες. Λογική πληθωρισμού πλήττει και τις μαμάδες, αφού το «Σ' αγαπώ!» αντηχεί σαν πιστοποιητικό διπλής απασχόλησης όλου του θηλυκού πληθυσμού. Και μάνα και υπάλληλος, το είδος αφθονεί και επελαύνει μαζικά υπό την αιγίδα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, το οποίο στηρίζει ακριβώς αυτές που, η καθεμία μόνη της, αδυνατούν να στηριχτούν στο «Σ' αγαπώ!» μιας ιδιωτικής μητρότητας. Με προϋπόθεση ότι το «Σ' αγαπώ!» θα πολλαπλασιαστεί επί ένα εκατομμύριο προκειμένου να ακουστεί, φαντάσου για τι είδους «Σ' αγαπώ!» μιλάμε, διαφημιστή μου. Σε ό,τι αφορά εμένα, η φωνή είναι πολύ αδύνατη γιατί βγαίνει από εμένα και μόνον. Συνεπώς, δεν είναι να απορεί κανείς που σας ξεφεύγει από τις χαραμάδες. Πηγή: 7

Α/Α: 1127524Εντυπο: 7Ημ/νία: 18/01/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Συνωμοσία των κωφαλάλων του Ευγένιου Αρανίτση Επειδή τα πράγματα έρχονται στην επιφάνεια για να φωτιστούν με τόσο πρόστυχο τρόπο, περνούν σχεδόν απαρατήρητα. Συνήθως λένε ότι, άπαξ και πάψεις να βλέπεις κάτι, το ξεχνάς. Η αλήθεια είναι, απεναντίας, ότι ξεχνάς εκείνο που βλέπεις διαρκώς μπροστά σου, δηλαδή στο βαθμό που ο

Page 36: Παράδοξα

πληθωρισμός το οδηγεί στην εξασθένηση, ενώ η ενόχληση που προέρχεται απ' αυτό γίνεται υποσυνείδητη και αόριστη. Εξ ου και ένας καλός τρόπος να επισημάνεις την τρέλα εξασφαλίζεται με την προσπάθεια να ακούσεις τον ήχο της. Το μάτι έπαψε να τη βλέπει. Πρέπει να εμπιστευθείς το αφτί.

Το να ακούς τον βαθύτερο αντίλαλο των πραγμάτων θεωρείται αρρώστια. Είναι ένας κακός μπελάς που δυσκολεύει αφόρητα στην επανάπαυση. Οι μανάδες διδάσκουν τα κοριτσάκια τους να μην ακούνε τα πάντα αλλά μόνον ό,τι συμφέρει. Εδώ που τα λέμε, οι άντρες δεν υστερούν καθόλου. Αντρες και γυναίκες ξέρουν από ένστικτο πως αυτό που ακούς, πίσω απ' το προφανές, δεν είναι καθόλου ευχάριστο και, συνεπώς, διαλέγουν να προστατεύονται από την κώφωση του παλιμπαιδικού κύκλου εμπιστοσύνης. Η ικανότητα να παριστάνεις ότι δεν ακούς τι σου λένε, εκθειάζεται σαν ιδανικός τρόπος για να πας μπροστά. Πόσο μπροστά, μένει να αποδειχτεί.

Φυσικά, όσο λιγότερο ακούνε οι άνθρωποι τόσο πιο κραυγαλέα αντηχεί η φωνή της τρέλας που διαπερνάει καταστάσεις και συμπεριφορές. Λες και το είδος αυτό της αγνοημένης αλήθειας καταφεύγει πεισματικά στα επίπεδα συναγερμού για να τραβήξει το ενδιαφέρον. Σ' αυτό πρωτοστατεί ο διαφημιστικός λόγος, σχήμα οξύμωρο, αφού δεν έχει κανένα απ' τα γνωρίσματα του λόγου και εντούτοις ακούγεται σαν κάτι εκκωφαντικό που περιμένει άμεση απόκριση. Ετσι, όταν ακούς το σλόγκαν «Δίνει ζωή στην επικοινωνία σου», δεν απαιτείται μεγάλος κόπος για να αντιληφθείς ότι, εδώ, η επικοινωνία σου είναι νεκρή. Αυτός ο τύπος υπερχειλίζουσας ειλικρίνειας είναι, πραγματικά, αφοπλιστικός.

Εχοντας βαρεθεί να ακούω τις εταιρείες να υπερηφανεύονται για τις «αλυσίδες καταστημάτων» τους, κάνω μια προσπάθεια να ακούσω αυτή τη λέξη σαν να ήταν παρθένα. Παύω να είμαι η μεμβράνη πάνω στην οποία η λέξη γλιστράει και την υποδέχομαι για να τη σκεφτώ. Ασφαλώς, το σημαίνον «αλυσίδα» έχει κι αυτό την ιστορία του, που αντηχεί σαν ψίθυρος πλέον, αφού η επανάληψη το έχει βυθίσει στη λευκότητα της σιωπής. Αρχικά σήμαινε τη σκλαβιά ενώ, στη συνέχεια, έγινε συνώνυμο του ρυθμού της παραγωγής, η οποία στηρίζεται στην πανομοιότυπη, σπασμωδική κίνηση του προϊόντος πάνω στον ιμάντα. Τέλος, καθώς η χημεία τού επιφύλαξε μεταφορική μεταχείριση, αναβαθμίστηκε προσλαμβάνοντας το επιστημονικό κύρος των μοριακών συστημάτων και των αμινοξέων. Τώρα πρόκειται για αλυσίδα καταστημάτων που η αντοχή της έχει γραφτεί, υποτίθεται, στο DNA του καταναλωτή ως δεσμώτη της Ανάγκης. Μοίρα όντως προμηθεϊκή, οικογενειάρχες κλέβουν το απορρυπαντικό των θεών!

Με το σύνθημα «Η ομορφιά ξεκινάει από μέσα», πέντ' έξι κοπέλες του μόντελινγκ, των οποίων το «μέσα», ως περιβάλλον εσωτερικής ζωής, δεν ξεπερνάει σε περιπλοκότητα την επιλογή επώνυμων εσωρούχων, κηρύσσουν εκστρατεία ενημέρωσης κατά του καρκίνου του μαστού. Δεν πιστεύω ότι οι διαφημιστές είναι βλάκες. Μπορείς μάλλον να ακούσεις σ' αυτό το σύνθημα την τρομακτική ευκολία με την οποία το μαύρο γίνεται άσπρο για να περάσει απαρατήρητο. Είναι τόσο φανερό ότι ειδικά αυτές που επικαλούνται την εσωτερική ζωή είναι εσωτερικά άψυχες, ώστε ο συνειδητός νους έρχεται κάθετα αντιμέτωπος με μιαν αντίφαση πελωρίων διαστάσεων, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την παραγραφή της. Περνώντας απαρατήρητο, το σύνθημα εκμηδενίζεται· η ανέκαθεν υπονοούμενη σχέση καρκίνου και ψυχικής ζωής περνάει λαθραία και το μόνο που απομένει στη σκηνή είναι και το μόνο που μετράει: η αναγνωρισιμότητα, όπως τη βάφτισαν, των ίδιων των κοριτσιών, σαν ταυτολογία.

Οταν ακούω σε βάθος το περίφημο σλόγκαν «Εχετε το λόγο, έχουμε τη λύση», συμπεραίνω, θέλοντας και μη, ότι ο λόγος, εδώ πέρα, είναι ακριβώς το πρόβλημα. Διαφορετικά, δεν θα του άρμοζε λύση. Πράγματι, για τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, ο λόγος είναι ο μεγάλος αντίπαλος, εφόσον η τηλεπικοινωνία εξακολουθεί να χρησιμεύει σαν το βασικό υποκατάστατο της επικοινωνίας μεταξύ συνειδήσεων. Ο ευφημισμός είναι, και εδώ, τόσο προφανής, που σχεδόν δεν ακούγεται. Εφόσον και τα νήπια ακόμη ξέρουν ότι η φλύαρη ανταλλαγή πληροφοριών στο κινητό μεταξύ πομπού και δέκτη είναι καρικατούρα της συνομιλίας ανθρώπου με άνθρωπο, το να επαναλαμβάνεις το αντίθετο απ' το πρωί μέχρι το βράδυ σε όλους τους τόνους, καταλήγει τόσο επώδυνο για τη λογική ώστε το δέχονται οι πάντες πειθήνια προκειμένου να μην το ακούσουν.

Εκείνο λοιπόν που ακούς, όταν ακούς σε βάθος, είναι ο λόγος μιας παράδοξης φιλαλήθειας σαν αυτή του παιδιού ή του τρελού, απ' τους οποίους, καθώς λένε, μαθαίνεις εκείνο που οι άλλοι δεν ομολογούν. Η πρωτοτυπία είναι ότι, στην περίπτωση που εξετάζουμε, δηλαδή αυτήν της σημερινής μας κατάστασης, δεν έχουμε να κάνουμε με το παιδί ή τον τρελό που είναι εκτάκτως φορείς της αλήθειας, αλλά με μια μοντέρνα αλήθεια που είναι η ίδια τέτοια, από τη φύση της: παιδική και τρελή. Εντούτοις, πρέπει να την ακούσουμε. Πέτα τα γουόκμαν στα σκουπίδια. Πηγή: 7

Α/Α: 1125458Εντυπο: 7Ημ/νία: 11/01/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Για το τέλος των φύλων του Ευγένιου Αρανίτση Το ότι τα φύλα συναιρούνται αποτελεί γεγονός. Στην καινούρια πραγματικότητα, όσο αυτή μπορεί να θεωρείται τέτοια, το υβρίδιο σπάει ταμεία. Το ανθρώπινο σώμα τείνει, όντως, να γίνει «ένα

Page 37: Παράδοξα

κύκλωμα» (Μποντριγιάρ) με δύο πόλους, αρσενικό/θηλυκό, όπως το Θετικό/Αρνητικό μιας μπαταρίας. Είναι και ο λόγος που το σώμα πρέπει να παρουσιάζεται πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, λειτουργικό. Αλλιώς, η ιατρική αρχίζει να διαμαρτύρεται και το θέαμα την ακολουθεί με κροκοδείλια δάκρυα. Αν κάτι έλκει τυφλά την πρωτοπορία των καταναλωτών, είναι η χιμαιρική ουδετερότητα του Μάικλ Τζάκσον, ούτε μαύρος ούτε λευκός, ούτε ενήλικος ούτε παιδί, ούτε άντρας ούτε γυναίκα, μόνον συναρμολογημένα μέλη που στροβιλίζονται μέχρις ότου αποκολληθούν και σκορπίσουν. Από κει θα τα μαζέψουν, στη συνέχεια, οι υπεύθυνοι δημοπρασιών του οίκου Σόθμπι'ς.

Ολο αυτό δεν μένει στο επίπεδο μιας υψηλής εκκεντρικότητας, αφού το είδαμε προ πολλού να διαχέεται στις μάζες, που το υποδέχτηκαν με μιαν άνευ προηγουμένου ευλάβεια, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του '60, όταν επιβλήθηκε το unisex, το οποίο δεν ήταν διόλου μια μόδα αλλά η έναρξη του επιτάφιου των φύλων. Για την εκθήλυνση του άντρα ακολουθήθηκε μια λοξή στρατηγική, το πρώτο στάδιο της οποίας ήταν η ενδυματολογική μεταμόρφωση των κοριτσιών σε αγόρια εν ονόματι εκείνου του εικονικού τύπου ισότητας που, ελλείψει νοήματος, κατέληξε αναπόφευκτα σε ομοιότητα. Αφού τα κορίτσια έγιναν αγόρια, το αντίστροφο ήταν καθ' οδόν. Boys will be girls, με τη σειρά τους, μέσω μιας μακράς αλληλουχίας μεταμορφώσεων που η λογική τους πλήττει βάναυσα το αρσενικό πρότυπο συμπεριφοράς. Τώρα, οι άντρες έχουν κι αυτοί, επίσημα, το μερίδιό τους στα γκάτζετ, τα τσαντάκια και τα καλλυντικά κάθε είδους, από κρέμες νυκτός μέχρι σκιές και ρουζ. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα έντυπα που τροφοδοτούνται από το παραλήρημα όλων αυτών των τρελών διαφημιστών και κοσμικογράφων.

Στα μέσα της δεκαετίας του '80, έχοντας δημοσιεύσει ορισμένα άρθρα πάνω στο ζήτημα, δηλαδή σχετικά με τη δρομολογημένη εκθήλυνση του άντρα ως αναπόδραστη προοπτική ενός παλιμπαιδικού κόσμου ελαφρότητας και ανέσεων, παρατήρησα ότι το επιχείρημά τους δεν γινόταν αντιληπτό. Ούτε η αιθέρια επιτάχυνση του μηχανισμού αναπαραγωγής της lifestyle βλακείας δεν στάθηκε ικανή να κλονίσει τους δύσπιστους, παρά εξακολούθησαν να πιστεύουν ότι τέτοιες επισημάνσεις πρέπει να καταδικάζονται σαν υπερβολές. Παραξενεμένοι, τότε, μερικοί φίλοι μου, της αριστερής διανόησης, βλέπουν τώρα, ευτυχώς όχι εμβρόντητοι πλέον, να εισάγονται στην ευρεία κατανάλωση καινοφανείς ανθρώπινοι τύποι όπως τα bored-to-death ερμαφρόδιτα όντα των διαφημίσεων υψηλής αισθητικής και ο metrosexual, ο άντρας που δήθεν υπερηφανεύεται για τη θηλυκή του πλευρά. Υποχρεώνονται λοιπόν στην καθυστερημένη παραδοχή του μοιραίου. Εντούτοις, συνεχίζουν, για την τιμή των όπλων να υποβαθμίζουν τη δυναμική του.

Τελοσπάντων, η ιδέα του ενός και μοναδικού φύλου, θηλυκών προδιαγραφών, στο οποίο θα καταλήξουν, λέει, τα δύο ημίσεα, κυκλοφορεί σαν κοινοτοπία οπουδήποτε κοιτάξεις. Οσοι δεν είναι εντελώς τυφλοί μπορούν να την αναγνωρίσουν ακόμη και στη σεμνή συσκευασία σοβαρών άρθρων με τίτλους όπως «Είναι ο άντρας η γυναίκα του μέλλοντος;», «Σε τι χρειάζονται ακόμη οι άντρες;» και ούτω καθεξής. Γενετική, μελλοντολογία, καλλιτεχνικές αναζητήσεις στην άβυσσο που ανοίγεται πέρα από την κατάργηση των στυλίστικων δυϊσμών, όλ' αυτά ενορχηστρώνονται για να μας πουν ότι ο άντρας πρόκειται να συρρικνωθεί σ' έναν μικροσκοπικό κηφήνα με τα συζυγικά του καθήκοντα υποθηκευμένα στις ψυχρές φιλοδοξίες της εργαστηριακής βιοχημείας. Τεχνητή αναπαραγωγή, τράπεζες σπέρματος, επιλογή του φύλου του εμβρύου, γάμοι μέσω Internet και «νομιμοποίηση», αν όχι θεοποίηση, του τρανσεξουαλισμού, δίχως να ξεχνάμε τη μαζική εξόρμηση «dominant» γυναικών - αυτές οι πρωτοτυπίες στέλνουν τον αρσενικό άνθρωπο στα αζήτητα.

Ετσι, ο τρανσβεστισμός, ως θεατρικό ή ερωτικό παιχνίδι, υποχωρεί και εκείνος σε μια γωνιά του μουσείου, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει πια δυνατότητα προσποιητής μεταπήδησης από το ένα φύλο στο άλλο όταν δεν υπάρχουν φύλα σε ουσιαστικό ανταγωνισμό. Ερχομαι λοιπόν στην ουσία του σημερινού θέματος: αν η μεταμφίεση διώχτηκε απ' τη σκηνή, πού ακριβώς έχει καταφύγει; Δίνω την απάντηση ότι η μεταμφίεση επανέρχεται πλαγίως -παρατηρήστε το!- στην κάπως τρομακτική διαφορά ανάμεσα στο casual και στην τελετουργική βραδινή έξοδο (clubbing κ.λπ.) των θυμάτων. Εδώ, για πρώτη φορά στην Ιστορία, οι γυναίκες μοιάζουν κυριολεκτικά μεταμφιεσμένες.

Αυτή η παράδοξη επιστροφή της μεταμφίεσης ως νοσταλγίας του φύλου, χτυπάει κατακέφαλα τα κοριτσάκια και τις νεαρές με ένα πάθος για την έμφαση στη θηλυκότητα, που προσλαμβάνει τώρα αποκριάτικο τόνο. Τον υπογραμμίζει η απόσταση από το καθημερινό τζιν+μακό ή πουκάμισο, δηλαδή από τον κοινό παρονομαστή ενός ενδυματολογικού καθεστώτος για το οποίο η φούστα και το φόρεμα αποτελεί ταμπού. Αυτή η δεύτερη ζώνη δραστηριότητας, του σαββατόβραδου, γίνεται λοιπόν, επίσης, ένα κινητό μουσείο. Είναι η περιοχή όπου διατηρούνται, με όρους προσποίησης, τα σύμβολα της γυναίκας φωτισμένα απ' το γκροτέσκ που συνοδεύει όλα τα βεστιάρια. Κρίνοντας την αμηχανία που επικρατεί σ' αυτά τα μέρη, και που εύκολα την αναγνωρίζει κανείς παρά τον εκκωφαντικό θόρυβο και τις αυτεπάγγελτες δηλώσεις ικανοποίησης και ευτυχίας υπό το φως των προβολέων, επιτρέπεται να υποθέσεις ότι και οι ίδιες οι γυναίκες έχουν, ασαφή έστω, επίγνωση του ότι είναι μεταμφιεσμένες. Το ερώτημα είναι: σε τι; Πηγή: 7

Α/Α: 1123732Εντυπο: 7Ημ/νία: 04/01/2004 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Εννέα φορές η λέξη «ακριβώς»

Page 38: Παράδοξα

του Ευγένιου Αρανίτση Το ότι είμαστε όντα που τα καθησυχάζει η υπαγωγή του κόσμου σε μια ποσοτική τάξη, παραμένει αδιαμφισβήτητο. Δεν γίνεται επίσης να παραγνωρίσεις το ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να ζει με, και από, το μέτρημα. Αυτό ήταν ήδη φανερό από τη συλλεκτική περίοδο του είδους μας, πριν ακόμη ο προπάτοράς μας γίνει γεωργός. Εκεί, μετρούσαν πέτρες και κουκουνάρια με τα δάχτυλα, ούτως ώστε, καθώς παρατήρησε ο Μπόρχες, «το άπειρο να αρχίζει από τον αντίχειρα». Λυπάμαι που, όσον αφορά τη γενιά μου, το μέτρημα έφτασε μόλις και μετά βίας μέχρι τον ωτίτη.

Αν θέλετε τη γνώμη μου, ο σκοπός της μέτρησης και καταμέτρησης είναι το να περισπά τον άνθρωπο από τη σκέψη του θανάτου. Αυτό, σήμερα, μπορεί να συγκριθεί με γενικό συναγερμό. Ή ας πούμε ότι η οικουμένη έχει παραδοθεί σ' έναν πρωτοφανή λογιστικό ίλιγγο, κυρίως στατιστικού χαρακτήρα, οπότε οι αιώνιοι οπαδοί της αποτελεσματικότητας των αριθμών παίζουν δίχως αντίπαλο. Αναρίθμητες συσκευές μετρούν και ξαναμετρούν οτιδήποτε μπορείς να διανοηθείς, ενώ το παραλήρημα του ψηφιακού κόσμου βομβαρδίζει τα ερείπια του ψυχισμού με ριπές ποσοτικών δεδομένων. Τάσεις, αξίες, τιμές, ψήφοι, φαινόμενα, αντικείμενα, ρυθμοί, ενέργεια, άτομα, κύτταρα, χρόνος, βάθη, ύψη, θερμοκρασίες, ενδεχόμενα και νεκροί, τα πάντα έχουν μετρηθεί και ξαναμετρηθεί, μέχρις ότου να σβήσει από πάνω τους κάθε σημάδι ποιοτικής αναγνώρισης.

Σ' αυτό το τσίρκο ενσωματώνονται πλέον, αναπαλαιωμένες, οι γραφικές εξαιρέσεις του ημερολογίου, έχοντας χάσει φυσικά κάθε περιεχόμενο, π.χ. αστρονομικό ή ψυχολογικό. Ετσι, όταν μιλάμε για την πρώτη μέρα του έτους, αναφερόμαστε υποχρεωτικά στην ταυτολογία Πρωτοχρονιά=Πρωτοχρονιά, και θα ήταν πραγματικά αδύνατον να υποθέσεις οτιδήποτε διαφορετικό. Με το βίωμα του παρόντος υπό διωγμόν, δισεκατομμύρια ψυχαναγκαστικών πολιτών του δυτικού κόσμου απαιτούν να γνωρίζουν σε ποιο ακριβώς σημείο του χωροχρόνου θα βρίσκονται όταν και αν βρεθούν. Μη γνωρίζοντας τίποτα περισσότερο για το ετοιμόρροπο Είναι τους, και προπαντός μη θέλοντας να μάθουν, η πεποίθηση ότι η λεγόμενη 1η 1ου είναι όντως η 1η 1ου, μπορεί να συγκριθεί με αληθινή παρηγοριά.

Ακριβώς επειδή οι λειτουργίες της εναρμόνισης με τη χρονικότητα έχουν εξασθενήσει πλήρως, η ανάγκη να ζει κανείς υπό καθεστώς τυφλής υπακοής στο μέτρημα των ημερών γιγαντώνεται. Μοιάζουμε όλο και περισσότερο με τους γέρους, που δεν έχουν άλλο σταθερό σημείο για να κρατηθούν ώστε να ισορροπήσουν στα λικνίσματα της άνοιας, εκτός από το ρολόι πάνω στο κομοδίνο. Αυτό είναι που κάνει μιαν όψη της πρωτοχρονιάς εφιαλτική, συγκεκριμένα εκείνη που απολαμβάνουν τόσο συχνά οι θεατές των αμερικάνικων θρίλερ, όταν ο Αϊ-Βασίλης εκμεταλλεύεται το πλεονέκτημα της μεταμφίεσης για να ακονίζει ανοξείδωτα κουζινομάχαιρα. Θα έλεγε κανείς ότι αυτές οι φιγούρες στέκονται σαν εμβλήματα του συναισθηματικού κενού που πλήττει τη σκηνοθεσία της οικογενειακής ευτυχίας. Επιπλέον, πιστεύω, συνιστούν μεταφορές ενός άλλου κενού, εκείνου που προκαλεί η δίχως βάθος πίστη στο ανυποχώρητο μέτρημα, σχεδόν ιερή στην περίπτωση, που ακριβώς, ω του θαύματος!, δεν υπάρχει τίποτα να μετρήσεις.

Η υπεραναπλήρωση δουλεύει και εδώ μια χαρά. Οσο περισσότερο μοιάζουν οι μέρες μεταξύ τους, τόσο πιο θεαματική γίνεται η πρόνοια να τους κρεμάνε πιστοποιητικά γνησιότητας τα οποία υποτίθεται ότι τις καθιστούν διακριτές και ανεπανάληπτες. Φτωχό αντίδοτο στην Ημέρα της Μαρμότας, η Πρωτοχρονιά παίρνει διαστάσεις κοσμοϊστορικές: γίνεται απείρως εκκωφαντική ακριβώς επειδή δεν σημαίνει τίποτα πέραν ενός μονού αριθμού, του πρώτου στη σειρά. Για τα Χριστούγεννα, πόσο μάλλον για τη Μεγάλη Εβδομάδα, έχει κανείς ακόμη σήμερα, αν όχι το δικαίωμα τουλάχιστον το περιθώριο, να ισχυριστεί ότι η διάθεση της κοινωνίας παρακολουθεί την πορεία κάποιου μείζονος υπαινιγμού, συγκινησιακού, κλιματολογικού, συμβολικού κ.λπ. Ακόμη και η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, παρά την ηλιθιότητα που προϋποτίθεται για να δεχτείς ότι ο έρωτας μπορεί να έχει εξάψεις σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία και χάρη σ' αυτήν, στηρίζει εντούτοις, όπως όπως, την πρόταση ενός είδους αρνητικής νοσταλγίας για κείνο που, ολοφάνερα, χάθηκε μαζί με τον ψυχισμό μας: το φλερτ. Απεναντίας, εδώ, κάποιοι που κανείς δεν τους θυμάται, αποφάσισαν ότι η ημέρα αυτή, η Πρωτοχρονιά, πρέπει να θεωρείται η πρώτη στην τάξη των ημερών και να γιορτάζεται μέσα στον τρόμο του ολοκληρωτικού black out. Το black out είναι ακριβώς αυτό: η οθόνη του νοήματος των πραγμάτων, οριστικά σκοτεινή.

Ακριβώς επειδή «Πρωτοχρονιά» δεν σημαίνει τίποτα, οι Αμερικάνοι ξεκίνησαν προ πολλού να τη λατρεύουν σαν τη θεότητα που προστατεύει τον πολιτισμό τους, δηλαδή τον κόσμο της προστακτικής κατανάλωσης αγαθών. Κύμα προσποιήσεων ευδαιμονίας, το κιτς σε αποθέωση, ποταμοί από μαζορέτες και ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης με μαύρο καλσόν και φουφούλες, όποια ακρότητα και αν προτείνουν, η προπαγάνδα τους στηρίζεται ουσιαστικά σ' ένα απλό τέχνασμα της δημοκρατίας των δημοσκοπήσεων: επικαλείται τάχα τη συμφωνία της ανθρωπότητας γύρω από μια εντελώς αυθαίρετη ημερομηνία, την οποία, ακριβώς επειδή δεν στηρίζεται πουθενά αλλού πλην της δυνητικής συναίνεσης στο πρόσταγμα, πρέπει να τιμούν απαρεγκλίτως και παντί τρόπω. Καθώς τα πάντα πολλαπλασιάζονται, η Πρωτοχρονιά, η 1η, αυτή η περίεργη επέτειος κανενός γεγονότος, η γιορτή της αμνησίας, συμπιεσμένη ανάμεσα σε τεχνικούς απολογισμούς και επιστημονικές προβλέψεις, γίνεται ακριβώς ό,τι θα έπρεπε να είναι: η μονάδα στον πολλαπλασιασμό. Να πεις ότι γιορτάζουμε την περιτομή του Χριστού, θα ήταν υπερβολή. Πηγή: 7

Α/Α: 1121958Εντυπο: 7Ημ/νία: 28/12/2003 Σελίδα: 26,27,28

Page 39: Παράδοξα

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Κάτια, το κοριτσάκι με τους αναπτήρες του Ευγένιου Αρανίτση Es war einmal, χιόνιζε όπως στην οθόνη της τηλεόρασης όταν ο άνεμος ταρακουνάει την κεραία. Μόνον που εκεί το κρύο ήταν αληθινό σαν την οστεοπόρωση ή όπως μέσα στο βιβλίο με τίτλο Οδηγός για το τέλειο μάνατζμεντ. Και να γιατί το επιφώνημα μπρρρρ!, ψύχους δηλωτικό, δεν έχει ούτε ένα φωνήεν. Επειδή το στόμα πρέπει να μένει κλειστό, ώστε να μην κρυώνει η γλώσσα. Και πάνω σ' αυτό το επιφώνημα, που το σέρνανε τάρανδοι, ταξίδευε ο θάνατος ντυμένος Αϊ-Βασίλης. Αγνωστον γιατί, τον περίμεναν οι πάντες ανυπόμονα και, μαζί, το ορφανό κοριτσάκι, η Κάτια, που πουλούσε αναπτήρες Bic κοντά στη διασταύρωση των οδών Ακαδημίας και Βουκουρεστίου. Καθισμένη στο σκαλοπάτι, η αθώα Κάτια, 9 χρόνων, φορούσε την ομορφιά της για παλτό και τα δοντάκια της χτυπούσαν τόσο γρήγορα από το κρύο ώστε ένας μουσικόφιλος που περνούσε νόμισε ότι άκουγε το θέμα «αλά τούρκα» της γνωστής σονάτας του μακαρίτη του Μότσαρτ.

Δεδομένου ότι εκτός από ωραίο ήταν και έξυπνο, το κοριτσάκι σκέφτηκε: «Να δεις που το κρύο ΚΑΤΙ θα μου ζητήσει!» Το κρύο, πράγματι, είχε σήμερα όρεξη γι' αστεία, ΚΡΥΑ αστεία φυσικά κι έτσι αγκάλιασε την κοπελίτσα και ψιθύρισε στο αφτί της την τρομερή φράση:

«Δεν αν-αν-ανάβεις κα-κανέναν αναπτη-πτη-πτήρα να ψη-ψήσουμε ψάρι στα χείλη;» Γιατί ήταν τέτοιο το κρύο που τουρτούριζε και το ίδιο.

Δυστυχώς, η μικρούλα βρήκε την ιδέα εξαιρετική.

«Κρύο, έχεις δίκιο!». Συμπλήρωσε: «Να δεις που η ζέστη θα μας φερθεί ψυχρά, στο τέλος!».

Εγώ, στο ανοιχτό κουτάκι που κρατούσαν τα τρεμάμενα χεράκια της Κάτιας, είχα μετρήσει αρχικά έξι αναπτήρες, όμως, χμμ, τώρα έβλεπα μόνον πέντε. Α, ναι, το ξέχασα, ο πρώτος πουλήθηκε σ' έναν φοιτητάκο της φιλοσοφικής που βάδιζε τρεκλίζοντας και που το χνώτο του μύριζε τυρόπιτα ψημένη σε αφρό μπίρας. Εννοείται ότι το πέντε ήταν σημαδιακός αριθμός. Θυμίζω ότι οι Βαβυλώνιοι έβλεπαν μόνο πέντε χρώματα, ενώ, σύμφωνα με κάποιον Πρόκλο, η Πεντάδα είχε την ικανότητα, λέει, να διορθώνει την άνιση κατανομή των αποκτημάτων. Οχι για να το παινευτούμε, εμείς οι Αθηναίοι, αλλά καθώς φαίνεται ΤΙΠΟΤΑ δεν συνέβαινε τυχαία στο κέντρο της μεγαλούπολης. Φώτα, glamour, styling, prive parties, αναπτήρες, παιδιά των φαναριών, τα πάντα υπάγονταν, για να το πω ,πιστημονικά, στη διαλεκτική δικαιοδοσία του νόμου Δράσης/Αντίδρασης. Οπου Αντίδραση, ΕΚΕΙ και Δράση.

Με πιάνεις;

Και να πεις ότι δεν το είχα προβλέψει; Λόγω του κρύου και κυρίως λόγω της πείνας, το κοριτσάκι μισολιποθύμησε, με αποτέλεσμα να γλιστρήσει σιγά σιγά σ' έναν κόσμο ψευδαισθήσεων. Από παιδική επιπολαιότητα μάλλον, απέδωσε αυτά τα παραμιλητά, αυτές τις ονειρικές αντανακλάσεις της καταπονημένης ψυχής της στο φως της φλόγας των αναπτήρων. Αλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε, δηλαδή. Ε, δεν πειράζει! Υπάρχουν πολύ πιο δύσκολες περιπτώσεις, όπως εκείνοι, με συγχωρείς που θα το πω, οι οποίοι ζητάνε από τη φλόγα να κρατάει τσίλιες μήπως εμφανιστεί το ολυμπιακό Πνεύμα για αιφνιδιαστική επιθεώρηση.

«Να δεις που εδώ θα τραγουδάνε και οι μουγκοί...» προέβλεψε το κορίτσι μας μόλις άναψε τον αναπτήρα και είδε το χριστουγεννιάτικο δέντρο ύψους τεσσάρων μέτρων, στολισμένο με δωροεπιταγές. Είχε βρεθεί σ' ένα μεγαλοπρεπές event, όπου οι νιφάδες έπεφταν απαλά μέσα στα κρύα ντεκολτέ των φιλάνθρωπων κυριών σαν προκηρύξεις του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Μαζί έπεφταν πληροφορίες κάθε είδους, tips, τεστ, τόνοι spam και e-mails. Επίσης έπεφταν προσπέκτους για κλιματιστικά, ορμόνες σε κάψουλες, αυτόγραφα της Μαντόνας, σερβιετάκια Always flexible, συμπληρώματα διατροφής και προσκλήσεις για τη βραδιά των Οσκαρ. Τέλος, έπεφταν χιλιάδες χάπια κάθε είδους, κυρίως Prozac. «Πάρε τα μαλλιά σου απ' το ποτό μου, βρε Ντέμπι, μην είσαι ζώον!!!» είπε κάποια σε κάποιαν άλλη, η οποία έσκυβε για να παρατηρήσει από κοντά ένα μονόπετρο του οίκου Kaisaris. Αν ήθελες να ακούς τις φωνές των νεκρών, το δαχτυλίδι λειτουργούσε και σαν modem. Μαμά μου!!!

Για να μην πολυλογώ, εκεί, οι άνθρωποι είχαν το χάρισμα της σιωπής επειδή ο διάβολος έχει φτύσει λίγο κρύο μέσα στ' αφτί τους. Απεναντίας, ένα πλήθος από ρομαντικές εσάρπες σε συνδυασμό με διχτυωτά σι θρου συζητούσαν με εκλεπτυσμένες συλλογές ανδρικών αξεσουάρ, στα οποία κυριαρχούσαν σαφείς αναφορές στα '70s. Οσο για τα σι θρου, ήταν αγορασμένα σε on line εξωτικά προσκυνήματα στην ψηφιακή Μέκκα των σκλάβων της μόδας, όπου το σύστημα των 119 άτοκων δόσεων παρέμενε σε ημερήσια διάταξη.

«Ξεκι-κι-κινάμε από μηδενι-νική βάση...» πρότεινε το κρύο. Εν συνεχεία, όρμησε στην Κάτια να τη φιλήσει βάζοντας τη γλώσσα του στο στόμα της σαν τηλεκάρτα. Το κρύο ήταν, σημειωτέον, όχι απλώς μοντέρνο αλλά ό,τι πιο μοντέρνο υπήρχε εκείνη την εποχή. Η Κάτια απάντησε: «Θα πάρω ένα Perrier, παρακαλώ...». Οικειότητα, ματς μουτς, δροσιά, φρεσκάδα, όλοι φιλιόντουσαν στον αέρα, οι πιο glam σκιές ματιών, τα πιο sexy κραγιόν, τα πιο εντυπωσιακά βερνίκια νυχιών, η θερμοκρασία είχε τεθεί σε καθεστώς ανακύκλωσης και ο πάγος έσπαγε με πάγο, όπως η πυρκαγιά που σβήνει μόνον με άλλη πυρκαγιά. Ισως γι' αυτό ο πατέρας μου έλεγε πως, όταν κοιτάς τη θλίψη, έχει την τάση να σε κοιτάξει κι αυτή. Αντίθετα απ' το editorial του Marie Claire, ο πατέρας μου απέφευγε να αποδώσει τη θλίψη σε εγγενή ανωμαλία του γονιδίου Sert.

Page 40: Παράδοξα

Επιστρέφοντας γοητευμένη στη γωνία Βουκουρεστίου και Ακαδημίας, η κοπελίτσα, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν παρά να ανάψει και τον δεύτερο αναπτήρα. Ομως, με το που το έκανε, αντί να μεταφερθεί στο γκαλά, διακτινίστηκε κατά μήκος μιας σκουληκότρυπας του χωροχρόνου μέχρι που βρέθηκε στο πάρτι κάποιου Γαβαλά, Λάκης νομίζω το μικρό του, στη νήσο Μύκονο. Εκεί, αν και Ιούλιος μήνας, το κρύο σχημάτιζε σταλακτίτες πάνω στα ντιζάιν φωτιστικά. Οι εφημερίδες είχαν γράψει, την επομένη, ότι επρόκειτο για ψύχος οφειλόμενο σε βλάβη του θερμοστάτη των δημοσίων σχέσεων μεταξύ των VIPs, ιδίως αυτών που έπαιρναν υπόθετα σεροτονίνης. Το πιστεύω. Κι έπειτα, φαίνεται πως αυτή η περιβαλλοντολογική ιδιοτροπία εξασφάλιζε ένα παράδοξο τεχνικό πλεονέκτημα τύπου air condition, το οποίο, σε περίπτωση βαρομετρικού χαμηλού, όπως π.χ. στη διασταύρωση Ακαδημίας και Βουκουρεστίου στις 24 Δεκεμβρίου, θα μπορούσε κάλλιστα να επιδράσει ομοιοπαθητικά. Και θα επιδρούσε όντως αν δεν έσβηνε η φλόγα του αναπτήρα. Με το τρεμάμενο νεύμα ενός ύστατου αποχαιρετισμού στην παιδική ηλικία, θεωρούμενη ως ένα ακόμη βιολογικό λάθος, η φλόγα κρύφτηκε στην ανυπαρξία, δαγκώνοντας το νυχάκι της χαριτωμένης Κάτιας.

«Αουτς! γαμώτο μου! κάηκα!!!» ούρλιαξε αυτή. Σαν να την ακούω!

«Βάλε-λε το δάχτυλο στο-στο-στο χιόνι-νι να σ' το πιπιλίσω» είπε το κρύο σιγανά και σ' έναν τόνο κάπως πρόστυχο. Από τέτοιο ψοφόκρυο, τι περιμένεις! Πάντως, όχι απλώς κρυοπαγήματα.

Πού είχαμε μείνει; Α, ναι, είχε έρθει πλέον η σειρά του τρίτου αναπτήρα. Ανάβοντάς τον, η κοπέλα μας, ποιος θα το πίστευε, πέρασε σαν μέσα από καθρέφτη στο σαλόνι του διαμερίσματος μιας πολύ σικ account executive, απ' αυτές που έχουν κατορθώσει να συνδυάσουν οικογένεια και καριέρα με σοφιστικέ εφαρμογές διαιτολογικής πειθαρχίας. Αναπόφευκτα, τα παιδιά της εν λόγω executive, δύο τον αριθμό ως συνήθως, είχαν σταλεί για διακοπές στη γερμανική Ελβετία, μαζί με άλλους snowboarders, και η μητέρα παρηγοριόταν στη σκέψη ότι θα τα συναντούσε τα επόμενα Χριστούγεννα όταν, καλώς εχόντων των πραγμάτων, το πρόγραμμά της δεν θα είναι τόσο απελπιστικά φορτωμένο.

«Να δεις που εδώ το κρύο θα καταφέρει να ξαναβάλει την οδοντόπαστα στο σωληνάριο» συμπέρανε η Κάτια. Πράγματι, η οικοδέσποινα κοιτούσε το ρολόι της και, παράλληλα, καθ' υπόδειξιν του ψυχοθεραπευτή της, εκμυστηρευόταν τις παραπάνω σκέψεις στο ένα απ' τα τρία επαγγελματικά μίνι-μαγνητόφωνα, που εντούτοις ήταν κλειστό, περιβαλλόμενο από ένα σπειροειδές μαγνητικό πεδίο ειδικά ρυθμισμένο κατά των επιθέσεων του στρες. Κρυμμένη πίσω από το πελώριο δέντρο, η κοπελίτσα με τον αναπτήρα μελετούσε αφηρημένη το concept της επίπλωσης, υποταγμένο στις αρχές του minimal εργονομικού σχεδιασμού, με διάσπαρτα στοιχεία animal print και op art. Πάνω σ' ένα χαλί στο χρώμα του πάγου αναπαυόταν ένα ερπυστριοφόρο ρομπότ σε μορφή βαβουίνου με ορθωμένο φαλλό-ανιχνευτή, ο θεός να με συγχωρέσει, ενισχυμένο με πολυουρεθάνη και συνοδευόμενο από 12μηνη εγγύηση αντικατάστασης. Τολμηρό και πιστό σε προτάσεις εκτός mainstream, το ρομποτάκι αντιμετώπιζε κι εκείνο την πιεστική χρονικότητα με funky διάθεση, περιμένοντας τους εκκεντρικούς πρωταγωνιστές της σεζόν, υψηλόβαθμα στελέχη, βαρόνους του τύπου, image makers, μοντέλα ελευθέρας βοσκής, υπευθύνους marketing, φωτογράφους, art directors, digital ηθοποιούς και εθελοντές της σταυροφορίας του οίκου Dolce & Gabbana υπέρ των θυμάτων της ανορεξίας. Είδες πόσα ξέρω;

Εδώ που τα λέμε, πώς αλλιώς θα γραφόταν η ιστορία της περίφημης αναβάθμισης της συνειδητότητας;

Αλλά υπήρχαν και χειρότερα μόλις το κοριτσάκι άναψε τον τέταρτο αναπτήρα, οπότε βρέθηκε καθισμένο, σαν χερουβίμ, στον τεράστιο πολυέλαιο, πάνω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι κάποιας Μισέλ Karapοstolopoulos. Πώς βρέθηκε εκεί ψηλά; ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ. Ισως το θαύμα να οφειλόταν στην άνωση που προκαλούσαν τα προϊόντα light σε συνδυασμό με την high tec διαχείριση των αντιλήψεων περί ακραίων σπορ, του είδους «Η ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗ ΣΤΑ ΥΨΗ». Υπογραμμίζω και πάλι ότι η έλλειψη βαρύτητας επιβραδύνει τη γήρανση. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει ασφαλέστερη κρυψώνα απ' αυτήν που προσφέρει η μοναξιά της κορυφής. «Να δεις που το φοράω και πετάω!» σκέφτηκε η κοπέλα. Οι καλεσμένοι, μολονότι είχαν βγει από τις στάχτες των deal '60s, ή ίσως ακριβώς γι' αυτό, τρελαίνονταν να κουβεντιάζουν σχετικά με την ενυδάτωση της επιδερμίδας και την απολέπιση, δίχως ωστόσο να παραβλέπουν ότι αυτή η τελευταία τους άφηνε εκτεθειμένους στη μολυσματική μετάδοση ποικίλων must. Λόγω των ημερών, οι άντρες μέσης ηλικίας αντάλλασσαν επίσης γνώμες γύρω απ' τις εφόδους κασετοπειρατείας στα σοκάκια του Ιντερνετ, όπου οι λιγότερο ράθυμοι χρήστες του Yahoo προσαρμόζονταν αυτομάτως και οικειοθελώς σε συνθήκες ολότελα ξένες προς το παλιό τους οικοσύστημα, με κωδικούς όπως RISKY BUSINESS και ΘΑ ΣΕ ΒΡΩ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΩΝ ATTITUDES. Πες το ψέματα!

Με δυο λόγια, εκεί συζητιόνταν τα πάντα, χορτοφαγία, βελονισμός, delivery ωαρίων, δυσλεξία, παραβατική συμπεριφορά και τα νέα ορθοδοντικά τόξα από τιτάνιο και πλατίνα. Τέτοια θέματα θίγονται με απόλυτη ελευθερία και δίχως προκαταλήψεις, ακόμη και από την κ. Μαργελοπούλου, την ιδιοκτήτρια του οίκου SSoma. Πώς; Μάλιστα SSοma! Νά και ο Τάκης Μητρακόπουλος, υποδιευθυντής της κλινικής διαταραχών μνήμης στο «Ωνάσειο», με το πρώην face of the year Τζένη Φουρκουράκη. Να και η Δάφνη Παπαλυκούργου, ιδιοκτησίας πρακτορείου Elite, 23, διαστάσεις 90-60-90. Σε τέτοια μέρη, είν' ολοφάνερο, το κρύο δεν έπαιρνε αιχμαλώτους, έστω και αν επρόκειτο για μεταλλαγμένους celebrities. Νά και ο ανιψιός του κ. Τζον Ντελιδάκη, ιδιοκτήτη του Οίκου B.D.34, που προωθούσε επαναστατικά ντεσού νανοτεχνολογίας, προσφέροντας επιπλέον στον πελάτη δωρεάν χάρτες του Περλ Χάρμπορ τυπωμένους πάνω σε εμπριμέ εσώρουχα της Channel. Νά και ο σωσίας του Αλεξάντερ ΜακΚουίν, του enfant terrible της τρομοκρατικής μόδας, με δηλωμένο εθισμό στα energy drinks και ακλόνητη την πίστη στο σύνθημα «Το βάθος σάς περιμένει στην επιφάνεια». Μόλις τον ενημέρωσαν σχετικά με τη μείωση της θερμοκρασίας στην Ανταρκτική, της τάξης των 2,5 βαθμών Κελσίου, αρχής

Page 41: Παράδοξα

γενομένης από το έτος 1940.

Οπως βλέπεις, αγαπημένο μου παιδί, πάμε προς τα πίσω με REWIND. Ω, νά και ο άγγλος στρατηγός σερ Τζέφρι Αμχιρστ που είχε χαρίσει στους Ερυθρόδερμους κουβέρτες μολυσμένες με τον ιό της ευλογιάς για να τους εξολοθρεύσει μέχρις ενός, πράγμα που πέτυχε. Αυτό συνέβη τα Χριστούγεννα του έτους 1763, απ' όπου είχαν φέρει, απόψε, στο δείπνο της Μισέλ Karapostolopoulos, τον στρατηγό με CUT AND PASTE, τάχα προσκεκλημένο του Τσέλιου για μια επίδειξη ανοιξιάτικης κολεξιόν σε ύφος μιλιτέρ. Στην ατμόσφαιρα βασίλευε το άρωμα Oblique της Givency. Αγαπημένο θέμα της γυναίκας του στρατηγού ήταν τα XX-small tops για σωστό outing, σαν μοναδική διέξοδος από το υπερκορεσμένο σεξ. Ξαφνικά -με προσέχεις;- η οικοδέσποινα κραύγασε: «ΝΑΙ στην πλήρη έλλειψη μυϊκού τόνου από τη στάση των σωμάτων! Είναι challenge!» Και μετά: «Καλέ, ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ! Η Κουλιανού!!!»

«Η καημένη, έχει σπάσει!» είπε η αμπιγιέζ Ελίνα Bogdanos.

Τότε το κρύο σκούντησε την Κάτια που είχε σχεδόν αποχαυνωθεί καθώς εισέπνεε τα κύματα της υποθερμίας και πρόλαβε να πετάξει τον αναπτήρα πριν το πυρακτωμένο μέταλλο της αχρηστεύσει και τον άλλο αντίχειρα. «Σας παρακαλώ, έχετε τον νου σας μην μου κάψετε τους καναπέδες με κανένα πούρο!» παρατήρησε η οικοδέσποινα ψυχρά, ενώ η σκηνή σκοτείνιαζε. Μια αντρική φωνή που είχε υποστεί ηλεκτρονική επεξεργασία με τεχνικές γλωσσικού επαναπρογραμματισμού πήρε τον λόγο: «ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ... ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ...» Ο συγκεκριμένος ομιλητής είχε και εκείνος το κατάλληλο υγρό σέξι βλέμμα χάρη στις νέες κρεμώδεις σκιές Touch Tint For Eyes της Clinique, μια πρωτοποριακή σύνθεση με διαφανή υφή, που μπορούσε να απλωθεί ομοιόμορφα στα βλέφαρα δίχως να τα μουντζουρώσει κι έτσι εγγυόταν ένα αστραφτερό αποτέλεσμα που διαρκούσε για οκτώ ολόκληρες ώρες.

Ομως η φλόγα του αναπτήρα διαρκούσε λιγότερο.

Πόσο λιγότερο; «Να δεις που θα πρέπει ν' ανάψω και τον πέμπτο αναπτήρα» σκέφτηκε το κοριτσάκι, «αλλιώς θα μου πούνε ότι ο φόβος μου ξέρει να βήχει κι από τον κώλο»! Και στο επόμενο κρατς, βρέθηκε, πού νομίζεις, σε μιαν αίθουσα συνεντεύξεων τύπου.

«Τώρα έχετε 10 δευτερόλεπτα στη διάθεσή σας για να κάνετε τις επιλογές σας» έλεγε ένας αρρενωπός γυμναστής, πρώην δικηγόρος ειδικευμένος σε αγωγές κατά ασφαλιστικών εταιρειών, δείχνοντας διάφορα σημεία πάνω σ' έναν αναρτημένο πίνακα με μια μπαγκέτα διευθυντή ορχήστρας. «Αφήστε τον καλεσμένο σας να θαυμάζει τα έπιπλα από λουστραρισμένο ναυτικό μαόνι και αδιάβροχο ύφασμα, κατόπιν στρίψτε δεξιά, και, όταν φτάσετε στο καθιστικό σχήματος L με το πτυσσόμενο τραπέζι, εξουδετερώστε το σόναρ του ηχοσυστήματος. Υστερα συνεχίστε την πορεία σας πετώντας στο κρύο. Feel the magic? Ακολούθως, μιλήστε ξανά στον λοστρόμο της θαλαμηγού προκειμένου να ξεκλειδώσετε τις πόρτες που οδηγούν πουθενά. Θα συναντήσετε αρκετούς αντιπάλους, ως επί το πλείστον Men in Black που δουλεύουν για μεγαλοπαράγοντες του νορβιγικού ποδοσφαίρου. Μην σπαταλήσετε ενέργεια για να τους αντιμετωπίσετε όταν εμφανίζονται μπροστά σας, αλλά να λέτε σε όλους "Later" με το ειδικό πλήκτρο ψύχους. Περιοριστείτε στην παρακολούθηση των σκηνών χρησιμοποιώντας την εφεδρική κάμερα της Sony. Εν συνεχεία, ελέγξετε τα δρομολόγια. Προσοχή: σε κάθε καμπίνα υπάρχουν δύο επιγραφές: ΔΩΡΕΑΝ PEELING και Η ΑΓΑΠΗ ΣΚΟΤΩΝΕΙ. Είναι γραμμένες στα αγγλικά και στη γλώσσα των Εσκιμώων. Διαλέξτε τη σωστή. Αυτό είν' όλο. Το σχέδιο ονομάζεται ΜΕΝΟΥ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΕΤΙΝΟ ΧΕΙΜΩΝΑ. Ερωτήσεις;»

Ενας αδύνατος φαλακρός άντρας γύρω στα 45, με τεράστια γκρίζα μάτια σήκωσε το χέρι του νωχελικά, σαν σε δημοπρασία.

«Τζακ Τομαΐδης, από το Ρόιτερς. Δύο απορίες: Πρώτον, τι σχέση έχουν όσα μας είπατε με το... ε... παραμύθι του Αντερσεν. Δεύτερον, η ενσωματωμένη πλατφόρμα του μπάνιου ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ή ΟΧΙ ντους ζεστού/κρύου; Ευχαριστώ».

Ο κομψός γυμναστής ανοιγόκλεισε τα μάτια λες και φταρνιζόταν.

«Αρχίζω από τη δεύτερη ερώτηση: η απάντηση είναι ΝΑΙ. Ως προς την πρώτη τώρα, δεν έχω το περιθώριο να είμαι απόλυτα σαφής. Ενημερωτικά, ωστόσο, θα πω ότι το αφτί είναι πολύ κοντά στο μάτι και όμως ΔΕΝ φαίνεται, διότι το μάτι, απλούστατα, δεν μπορεί να το δει. Ψάξτε γι' αυτά που ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ».

Μπα; Η μικρή κοπέλα αντιλήφθηκε πλέον ότι παρακολουθούσε τη συνεδρίαση των μετόχων μιας τράπεζας πληροφοριών. «Να δεις που ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ...» Χωρίς να το σκεφτεί, σηκώθηκε όρθια.

«Εσείς!» Ο γυμναστής την έδειξε με το πιγούνι του. Ομως, με το που σηκώθηκε η Κάτια, η αίθουσα άρχισε ήδη να επιμηκύνεται και να στενεύει. Το κορίτσι, δεν υπήρχε αμφιβολία, βρισκόταν στην πρώτη θέση κάποιου δρομολογίου της Swisse Air, ίσως Μόσχα-Βανκούβερ μέσω Γενεύης. Ενδεχομένως, η ελαφρότητα του Είναι, κυριολεκτικά ιπτάμενου εντέλει, να άγγιζε το ζενίθ εκείνου του διάφανου πολικού τόξου, που επάνω του είχε δύσει ο ήλιος της πληροφορικής μ' έναν πελώριο αναστεναγμό από φωσφορίζοντα pixels.

«Προσδεθείτε παρακαλώ. Θα συναντήσουμε κενά αέρος...»

«Μήπως επιτρέπεται να χαϊδεύω ελληνικά το ατομικό μου τραπεζάκι για να περάσει η ώρα;»

Page 42: Παράδοξα

«Αυτό αποκλείεται, δεσποινίς. Κι έπειτα, η ώρα δεν είναι μόδα για να περάσει. Είναι REAL ΤΙΜΕ! Μια στιγμούλα... με ειδοποιούν από το κοντρόλ ότι υπάρχει πιθανή βλάβη στις βαλβίδες τροφοδοσίας...»

Μια δεύτερη συνοδός με γερμανική προφορά πλησίασε μουρμουρίζοντας:

«Μήπως σου αρέσουν τα αγόρια με σπασουάρ, μικρή μου;»

«Μα, ΤΙ ΜΟΥ λέτε;;»

«Μήπως ή μαμά σου εργάζεται ως υπεύθυνη του οίκου δημοπρασιών Christie's;»

«Ξέρετε, πάσχω από...»

«Ακου, σε παρακαλώ! Σύμφωνα με τις στατιστικές, το αεροπλάνο είναι το πιο ασφαλές μεταφορικό μέσο»

«Παναγιά μου...»

«Θα σου δώσω ένα Tavor των 2,5 μιλιγκράμ...»

«ΗΡΕΜΗΣΕ, κοπέλα μου, ΗΡΕΜΗΣΕ!»

Ο γυμναστής πηγαινοερχόταν στον διάδρομο κρατώντας σημειώσεις για το editorial του Φεβρουαρίου, ώσπου ο φωτισμός μειώθηκε στο ένα τρίτο. Αριστερά, δέσποζαν οι Αλπεις. Τα φώτα τρεμόπαιξαν κι ύστερα έσβησαν. Μια τρίτη αεροσυνοδός, 23 ετών, λεπτή, καστανή, στενό σκούρο μπλε ταγεράκι, βάδιζε τώρα κυματίζοντας ανάμεσα σε αμέτρητες φλόγες αναπτήρων, σαν σε συναυλία της Αλεξίου. Παίρνοντας θάρρος απ' αυτή την έκρηξη αυθόρμητης ομοψυχίας του επιβατικού κοινού, η κ. Μαργελοπούλου, που έτρεμε στην ιδέα των γηρατειών, την οποία ενίσχυε το σκοτάδι, πετάχτηκε απ' το κάθισμα και φώναξε:

«Παγώστε την εικόνα. ΠΑΓΩΣΤΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!»

Ε,αυτό πήγαινε πολύ! Τα κενά αέρος είχαν πυκνώσει υπερβολικά, η pop ελαφρότητα χτυπούσε κατευθείαν στο μαλακό υπογάστριο του συστήματος ανέσεων. Τα φώτα ξανάναψαν, αλλά το θερμόμετρο κατρακυλούσε προς το απόλυτο μηδέν. Ακολούθησε πανικός! Οι συνοδοί έτρεχαν πάνω κάτω με φορητά αερόθερμα. Ο κυβερνήτης αυτοσχεδίαζε απ' το μεγάφωνο μπούρδες σχετικά με το Grundfrage nach dem Sein selbst, σαν να λέμε το θεμελιακό ερώτημα σχτικά με το Είναι καθεαυτό. Αμέσως μετά, σκληροπυρηνικοί μπάτσοι του συστήματος διαγαλαξιακής ασφάλειας μαζί με άνδρες του FBI όρμησαν κραυγάζοντας: «FREEZE!!! FREEZE!!!» Πολλές κυρίες μαζί υπάκουσαν παγώνοντας ακριβώς στη στάση που βρίσκονταν. Ηταν φανερό ότι το απολάμβαναν. Για να είμαστε δίκαιοι, το σταμάτημα του χρόνου με μεθόδους κρυονικής θα μπορούσε να αποτελέσει τη ριζική λύση για τις ρυτίδες. Ομως η ζέστη απ' τα αερόθερμα, σ' εκείνη τη φάση της γενικής απορύθμισης, ορμούσε πάνω στους επιβάτες και ξήλωνε όλες τις ραφές των πλαστικών επεμβάσεων, αρχίζοντας από τις διορθωτικές μύτης. Μέσα στο πανδαιμόνιο, το κοριτσάκι με τον αναπτήρα δέχτηκε το σοκ κάποιου που του αποκάλυψαν, εντελώς απρόοπτα, ότι δεν ήταν ο εαυτός του αλλά ένας άλλος:

«ΒΟΗΘΕΙΑ! ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ Η ΙΔΙΑ!!! ΠΕΦΤΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!!!»

Ομως δεν υπήρχε «τώρα». Το βεβαίωνε εξάλλου η φωτεινή επιγραφή έξω απ' το πιλοτήριο:

- ΠΡΟΣΟΧΗ! ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΨΥΧΟΥΣ, ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΤΕ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΕΙΤΕ ΕΠΟΝΤΑΙ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΡΟΝ. ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ, ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΕΠΙΝΟΗΣΟΥΜΕ.

Τότε ήταν που η Κάτια, το ορφανό κοριτσάκι, συνειδητοποίησε επιτέλους ότι αυτή η επινόηση υπήρξε η φλόγα του δικού μου αναπτήρα, εκείνου που της πήρα από τα χέρια, αφού, αν θυμάμαι καλά, ο μεθυσμένος φοιτητής της φιλοσοφικής ήμουν εγώ. Εν ολίγοις, καλό μου παιδί, off the record δηλαδή, θα μπορούσε να είναι και μάνα σου.

Ψάχνεις ακόμη για σπίρτα; Αδικα κουράζεσαι. Λεζάντες: Η εικονογράφηση είναι της Anastassija Archipowa από «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» (εκδ. Παπαδόπουλος)Πηγή: 7

Α/Α: 1120111Εντυπο: 7Ημ/νία: 21/12/2003 Σελίδα: 08,09Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΟ 40 χρόνια κομμάτια της Σταυρούλας Παπασπύρου

Page 43: Παράδοξα

Σούμα σημαίνει άθροισμα, λογαριασμός. Σούμα όμως λέγεται και το οινόπνευμα έπειτα από την πρώτη απόσταξη, αυτό που οδηγεί στη μέθη. Στην περίπτωση της «Σούμας» του Διονύση Σαββόπουλου, δεν χρειάζεται να διαλέξουμε ερμηνεία πριμοδοτώντας τη λατινική ή την τουρκική ρίζα της λέξης. Ισχύουν και οι δύο. Η ομότιτλη πολυτελής έκδοση του «Ιανού» που μόλις δόθηκε στη κυκλοφορία, συγκεντρώνει το σύνολο των στίχων που έγραψε ο Σαββόπουλος τα τελευταία σαράντα χρόνια μαζί με πλήθος δημοσιευμάτων και φωτογραφιών, και προκαλεί ένα μεθύσι ιδανικό. Αυτό που προκύπτει από το πάντρεμα της μουσικής με την ποίηση.

Το πόσο οργανικά δένονται οι στίχοι με τη μουσική στα τραγούδια του Σαββόπουλου, έγινε αντιληπτό και εκθειάστηκε ευθύς μόλις εμφανίστηκε με το «Φορτηγό». Την άνοιξη του '65, ο Γιάννης Καλιόρης συστήνει στους αναγνώστες της «Επιθεώρησης τέχνης» έναν νέο 21 περίπου ετών, με φωνή παράξενη κι υπόβραχνη, που τα τραγούδια του ούτε «μελωδικά» είναι ούτε «μαγνητικά» σημεία διαθέτουν για ν' αποτυπωθούν. Εναν τροβαδούρο σαν κι εκείνους τους «ραψωδούς» του Μεσαίωνα, που, χρησιμοποιώντας λέξεις με «τραχιά αφή», εκσφενδονίζει πολύτιμες αισθήσεις και ανεκτίμητα βιώματα κι υπενθυμίζει τα ρήγματα στην «αρμονία» του κόσμου μας.

Μια ζωή μεσολάβησε από τη «Συννεφούλα», το «Ηλιε ήλιε αρχηγέ», «Το Βιετνάμ γιε-γιε», αλλά αυτό που διαπίστωσε ο Καλιόρης ισχύει ακόμα: «Η διαφάνεια των τραγουδιών του, ή καλύτερα η ίδια τους η ζωή, εξαρτάται από τη δική μας προσπάθεια ν' αυτενεργήσουμε πάνω τους. Προϋποθέτουν και προκαλούν τη δική μας πρωτοβουλία. Και κάτι περισσότερο: προϋποθέτουν μιαν αίσθηση εσωτερικής ελευθερίας, που μόνο μέσα της μπορεί ν' αποκρυπτογραφηθεί και να γονιμοποιηθεί ο πλούτος τους».

Απλωμένη σε 680 σελίδες κι επιμελημένη από την Ασπα Χασιώτη, τόσο στην απλή (των 25 ευρώ) όσο και στη συλλεκτική της εκδοχή (1.000 υπογεγραμμένα και πανόδετα αντίτυπα έναντι 50 ευρώ), η «Σούμα» διακρίνεται σε δύο μέρη.

Στο πρώτο περιλαμβάνονται οι στίχοι των 19 δίσκων του τραγουδοποιού, από το «Φορτηγό» και το «Περιβόλι του τρελού» έως τον «Χρονοποιό» και το «Σαββόραμα», ενώ στο δεύτερο μέρος παρατίθενται οι στίχοι που έγραψε κατά παραγγελία για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση ή για συναυλίες-αφιερώματα. Ολη δε η σαββοπούλειος παραγωγή συνοδεύεται από δημοσιεύματα και κριτικά σημειώματα.

Ο «πάντα προφητικός Νιόνιος», σύμφωνα με τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, που επιστρέφει στην ποίηση του Σολωμού, του Ντίλαν, του Ασλάνογλου και του Μπρασένς και «ξαναφτιάχνει το προσωπικό του κράμα», αυτός που «δεν αρκέστηκε σε προτηγανισμένες κασέτες αλλά ξανάψαξε όλα τα μεγάλα από την αρχή» -Ευρώπη, ορθοδοξία, γλώσσα, έθνος, παράδοση, Βαλκάνια, Βυζάντιο, λαϊκή τέχνη, Μαρξ, Ιστορία, Αμερική... - και ποιον δεν κέντρισε να συνδιαλλαγεί με τη δουλειά του. Από τους Γ. Π. Σαββίδη, Δ. Μαρωνίτη, Στ. Ράμφο και Κ. Γεωργουσόπουλο έως τον πρωτοπρεσβύτερο Σταμάτη Σκλήρη, κι από τους Τ. Φαληρέα, Χρ. Βακαλόπουλο, Γ. Νοταρά και Λ. Λιάβα, έως τους Ν. Ξυδάκη, Δ. Νόλλα και Α. Δαβαράκη.

Διονύσης, ο πανελλαδικός

«Θεωρώ τον Σαββόπουλο τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της γενιάς που διαδέχτηκε τη δική μας!», δήλωνε ο Μάνος Χατζιδάκις στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, σε συνέντευξή του στα «Νέα» το 1978 που αναδημοσιεύεται στη «Σούμα».

«Ο Σαββόπουλος δεν κατέβηκε στην Αθήνα φτιάχνοντας ένα ωραίο τραγουδάκι», συνεχίζει. «Κατέβηκε κουβαλώντας μια προσωπική μυθολογία, η οποία είναι συνδυασμός καταγωγής (Μακεδονία), ενός κλίματος της εποχής που έζησε και έγινε νέος κι ενός κλίματος ποιητικού από μια ομάδα ποιητών της Θεσσαλονίκης που βγήκε. Μπορεί, βέβαια, με όλ' αυτά να γινόταν απλώς ένας επαρχιακός καλλιτέχνης. Εγινε όμως πανελλαδικός. Αυτό είναι το μεγάλο ταλέντο του».

Υπήρξε όμως μια περίοδος, που μέχρι και φανατικοί του θαυμαστές ένιωσαν δυσπιστία απέναντί του. Η δήλωσή του για την ψήφο που θα έδινε στον Κ. Μητσοτάκη, συν το ξύρισμα και το κούρεμα που έδωσε τίτλο και στον 13ο δίσκο του, δεν ταίριαζαν με το στερεότυπο του «μάχιμου περιθωριακού» που είχαν στο μυαλό τους. Τα χνάρια αυτής της περιόδου αποτυπώνονται στη «Σούμα» σ' ένα κείμενο-ποταμό του Ε. Αρανίτση, απ' όπου και η χαρακτηριστική φράση: «Παλιά, ντρεπόμαστε που δεν μοιάζαμε με τον Σαββόπουλο, σήμερα (1989) ντρεπόμαστε που μας μοιάζει». Λίγο πριν εκπνεύσει το 2003, πάντως, απολαμβάνουμε να τον τιμάμε. Εσωτερικά: Ο Διονύσης Σαββόπουλος κάνει τη «Σούμα» του σε μια νέα, φροντισμένη έκδοση, με άρθρα, στίχους, ιστορίες και φωτογραφίεςΛεζάντες: Πάνω, γύρισμα από την εποχή του «Φορτηγού». Αριστερά, με τον Τσιτσάνη, τον Τ. Φαληρέα και την Αλεξάνδρα.Πηγή: 7

Α/Α: 1120137Εντυπο: 7Ημ/νία: 21/12/2003 Σελίδα: 29

Page 44: Παράδοξα

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Η ηλικία των πραγμάτων του Ευγένιου Αρανίτση Το κρασί, που η γεύση του βελτιώνεται με το πέρασμα του χρόνου, είναι η πιο παραστατική μεταφορά προκειμένου να αναδείξει κανείς την ανταύγεια ορισμένων αμφιλεγόμενων ποιητών όπως ο Εγγονόπουλος ή ο Ράντος, τους οποίους συνηθίζω να αναφέρω σαν πειστικές περιπτώσεις κατακόρυφης ανόδου της πολυτιμότητας του έργου ερήμην του συγγραφέα. Αυτός στον τάφο του, κοιμισμένος, ακούει την ποίηση που έγραψε κάποτε να γίνεται, κάθε λεπτό που περνάει, περισσότερο δελεαστική. Το όριο αυτής της ενίσχυσης είναι ακόμη αθέατο.

Το κρασί επανέρχεται στη σκέψη μου σαν μια μυθολογία που η οπτική της φωτίζει επίσης την παράδοση συνολικά, ή τέλος πάντων αυτό που αποκαλούν έτσι, και θα τη μεταχειριστώ εδώ με ειρωνική πρόθεση, μια και η γευσιγνωσία κατοπτρίζει, σήμερα, το γενικό πρόσταγμα, την παγκόσμια τάση. Το μοντέλο αξιολόγησης του κρασιού θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε πώς λειτουργεί αυτό που ακόμη εξελίσσεται στα κρυφά και πώς μαραζώνει αυτό που, φανερά, πρέπει να εγκαταλειφθεί.

Δεν παλιώνουν όλα τα κρασιά κατά τρόπον ευτυχή· ορισμένα μεταστοιχειώνονται αρνητικά, καταλήγοντας στο ξίδι, όπως το αίμα του Χριστού στον σταυρό, το αρχέτυπο όλων των αιμάτων. Απ' αυτό κρίνει κανείς ότι η παλαιότητα, συνθήκη αναγκαία αλλά όχι ικανή, πρέπει να συντελείται πάνω σ' ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, όχι σε οποιοδήποτε. Κρίσιμο συμπέρασμα, επειδή ο μεταμοντερνισμός ανακατεύει με την κουτάλα κάθε στοιχείο του άναρχου και ακατανόητου πλέον παρελθόντος, δηλαδή ενός χρόνου στερημένου από την ιστορικότητά του, και εγκαθιστά τα πάντα στα μουσεία ή τα ρυμουλκεί μέχρι το προσκήνιο της καταναλωτικής λόξας. Αναλόγως και τα προσφυγικά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, δείγμα αυτής της ψυχρής αρχιτεκτονικής που της αναγνωρίστηκε μια υποτίθεται αξιομνημόνευτη πειραματική ταυτότητα, ενώ που δεν ήταν παρά η άνευ προηγουμένου κακογουστιά τού δίχως φως ανθρώπου. Επρεπε, λέει, κι αυτά να διατηρηθούν ως εικόνα μιας τρελής Ιστορίας που θαυμάζει τον ουρητήρα του Μαρσέλ Ντισάν επειδή της θυμίζει τον επιθανάτιο ρόγχο της. Οι νεκροί δεν λησμονάνε πια αλλά θυμούνται για λογαριασμό μας κι έτσι επιτρέπεται να ξεχνάμε εμείς. Είδαμε όμως ότι ορισμένοι πονηροί νεκροί εξακολουθούν να ξεχνούν (δηλαδή να γράφουν) κι έτσι εμείς θυμόμαστε τα κείμενά τους.

Ηίδια οπτική έχει συλλάβει στα δίχτυα της ολόκληρο τον κόσμο. Οτιδήποτε στερείται του πιστοποιητικού κυριολεκτικής επικαιρότητας, οτιδήποτε αφήνει αμφιβολίες για το κατά πόσον έχει παραχθεί, πρωταρχικά, αυτή τη στιγμή, θεωρείται αυτόματα διατηρητέο, ανεξαρτήτως του αν διακρίνεται ή όχι από τη δυνατότητα να παλιώνει. Εξυπακούεται ότι, για να παλιώσει κάτι, πρέπει να είναι ακόμη νέο, μ' άλλα λόγια ζωντανό. Ολοφάνερα, το κρασί που η γεύση του εξακολουθεί να βελτιώνεται μέχρις ότου οδηγηθεί στο γευστικό ιδεώδες αποτελεί ένα ζωντανό πράγμα, όχι απλώς κάτι που ανατιμάται εξωτερικά, με λογική πληθωριστικών πιέσεων. Το καλό κρασί είναι παλιό ακριβώς επειδή είναι αιωνίως καινούριο.

Στο μεταξύ, η συρρίκνωση της ζωής των πραγμάτων τα καθιστά παλαιά μ' έναν ψευδαισθησιακό τρόπο. Αξίζει να παρατηρήσουμε τη στοργή που περιβάλλει το κιτς. Αυτό γεννιέται νεκρό και έτσι κρίνεται απ' την αρχή διατηρητέο. Του κρεμούν μια ταμπέλα, π.χ. 1950, και έκτοτε κυκλοφορεί σαν ταριχευμένο σκουπίδι, ακολουθώντας την επιχρυσωμένη φτήνια της περίφημης δεκαετίας στις περιπλανήσεις της. Η δεκαετία εκείνη, ολόκληρη, δηλαδή με όλο το χαζοχαρούμενο περιεχόμενό της, σφραγισμένο αεροστεγώς στο τυπικό μια ρηχής λατρείας του ποπ κορν, περιφέρεται από δω κι από κει, επανερχόμενη αδιάκοπα σαν ένα ανεντόπιστο σημείο της Ιστορίας που ψάχνει κάποιον τάφο για να ησυχάσει.

Κι ένα παιδί ακόμη παρατηρεί την ταχύτητα με την οποία παλιώνουν αυτά ειδικά που παρουσιάζονται σαν η τελευταία λέξη της πρόβλεψης του μέλλοντος, φέρ' ειπείν η επιστημονική φαντασία. Οι πελώριοι υπολογιστές και τα ρομπότ στις πρώτες ταινίες Τζέιμς Μποντ, άρχισαν από τη μια μέρα στην άλλη να μοιάζουν με χοντροκομμένα παλιοσίδερα. Αυτή η αστραπιαία υποβάθμιση της γοητείας του κιτς αντισταθμίζεται από μιαν ηλίθια διάθεση να χαρακτηρίσουμε τα παλιοσίδερα αντίκες.

Με τη σειρά τους, οι σκουπιδοαντίκες απαιτούν ένα νέο κύμα φετιχισμού. Και ούτω καθεξής, ώσπου το ζωντανό πράγμα, όποιο κι αν είναι, να βρει τη θέση του κατειλημμένη. Η υποψία ότι παραμένει ακόμη νέο, επομένως εξακολουθεί να παλιώνει στ' αλήθεια, μας είναι ανυπόφορη. Το πράγμα, βέβαια, ψυχορραγεί αλλά δονείται. Το θάβουμε πρόωρα κάτω από τόνους αποκυημάτων της ποπ αρτ.

Ετσι, ουσιαστικά, διατηρητέο είναι οτιδήποτε εχθρικό στις αισθήσεις, εφόσον, ως τέτοιο, είναι συγκινησιακά νεκρό, συνεπώς «παλιό». Επειδή δεν ανέπνευσε ποτέ, του αξίζει, μας λένε, να μετατραπεί σε μνημείο. Σ' αυτή τη σύγχυση θεμελιώνεται η τρέλα των γκάτζετ, η τρέλα των αφισών, των τηλεκαρτών, του αποκριάτικου ρουχισμού που παρηγορεί το έλλειμμα εμπειριών της προχωρημένης, όπως την αποκαλούν, νεολαίας η οποία φέρει περήφανα όλα τα σημάδια των γηρατειών. Εδώ, στη θέση του φάσματος παλιό/νέο βρίσκεται η αντίθεση επαναστατικό/συντηρητικό. Το κύρος της εδραιώνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: οτιδήποτε εμφανίζεται τόσο άσχημο και βλακώδες ώστε να προσβάλλει το μάτι, για παράδειγμα το piercing, αναγγέλλεται σαν επανάσταση στα ήθη.

Στο κέντρο αυτής της μέθης του κακού κρασιού, ο Μικ Τζάκερ χρίζεται ιππότης από τον Κάρολο της Αγγλίας. «Να γερνάς», λέει ο Σαρλ Πεγκύ, «σημαίνει να έχεις επιμείνει πάρα πολύ στην ίδια ηλικία». Ο κύκλος ολοκληρώνεται: αν το ψεύτικο κρίνεται διατηρητέο, ως κάτι νεκρό, τι καλύτερο απ' το να σκοτώσεις το αληθινό, όπως το πνεύμα ενός τέτοιου καλλιτέχνη, αποδίδοντάς του τον χαρακτήρα διατηρητέο! Από τη νιότη στα γεράματα, η απόσταση είναι μηδενική, αρκεί να βγει απ'

Page 45: Παράδοξα

τη μέση εκείνο που παρεμβάλλεται ως ενόχληση, εν προκειμένω η μουσική. Πηγή: 7

Α/Α: 1118021Εντυπο: 7Ημ/νία: 14/12/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Ακόμη λίγα για τη μητρότητα του Ευγένιου Αρανίτση Στο προηγούμενο αποπειράθηκα την περιληπτική ανάπτυξη ορισμένων σκέψεων με αφορμή την ταινία του Τάσου Μπουλμέτη «Πολίτικη Κουζίνα». Σχολιάζω, σημειωτέον, την ιδέα, δηλαδή το σενάριο σαν πλοκή καταστάσεων και χαρακτήρων, πάντως όχι την εκτέλεση. Αναπόφευκτα, το σχόλιό μου σκοντάφτει στη διαπίστωση της αναπηρίας που πλήττει τη φιγούρα του πατέρα, την οποία (αναπηρία), ο σκηνοθέτης παρουσιάζει, με υπερβολική αθωότητα, σαν δώρο των ουρανών.

Αυτό προκύπτει επιπλέον, και μάλλον αβίαστα, από σωρεία επιπτώσεων, π.χ. από το γεγονός ότι οι ομοτράπεζοι απολαμβάνουν το ούτως ειπείν πλεονέκτημα μιας δημοκρατίας κατ' επίφασην μόνον εκκλησιαστικής, αφού καμία προσωπικότητα από τις εμπλεκόμενες, δεν αναλαμβάνει τον ρόλο της κεφαλής, ο δε μυστικός δείπνος είναι ολοφάνερος, με το μυστικό να έχει μετακινηθεί στα απόκρυφα των συνταγών. Τα τελευταία ταξιδεύουν αλέ ρετούρ από στόμα σε στόμα, μεταξύ γυναικών αποκλειστικά. Οι ομοτράπεζοι είναι ίσοι διότι είναι όμοιοι. Τίποτα δεν ανακουφίζει τη μάνα περισσότερο από την ομοιότητα των παιδιών της.

Για τον ίδιο λόγο, οι άνθρωποι γύρω από το τραπέζι, σ' αυτόν τον παράδεισο των ενήλικων νηπίων, αποκλείουν τον εαυτό τους από κάθε είδους εντάσεις. Δεν τσακώνονται ποτέ για κανέναν λόγο, συνεπώς ούτε συμφιλιώνονται, τόσο που σου 'ρχεται να τους ψεκάσεις με αδρεναλίνη. Διαψεύδουν έτσι την ανάγκη επινόησης του Μέτρου, διότι το μέτρο είναι ας πούμε ετοιμοπαράδοτο, και κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να επωμιστεί τον ορισμό του, αφού καμία περίπτωση εκτάκτου ανάγκης δεν προκύπτει σ' αυτή τη σκανδαλωδώς γαλήνια θεολογία του φαγητού, όπου ο Θεός αντιπροσωπεύει τη θέση ενός παραλυτικού ελλείμματος κυκλοθυμίας. Οπότε, η φιλική ατμόσφαιρα που βασιλεύει, πρέπει να συγκριθεί μ' έναν μανδύα ανοχής απέναντι στο ευνουχιστικό πεπρωμένο των ανδρών, το οποίο, με συγχωρείτε για την τρελή μεταφορά, αναδύεται υπό τύπον ιπτάμενου κρεμμυδιού με αστρονομικές ιδιότητες πλανήτη.

Αν μας φαίνεται σημαντική η επίγνωση του ότι η χαμένη ελληνο-Ανατολική κοινότητα της Πόλης είναι ο τόπος μιας ευτυχισμένης διαχείρισης του χωροχρόνου, αυτό μπορεί να εικονογραφηθεί με δύο τρόπους. Ο ένας είναι εσφαλμένος. Και στους δύο τρόπους, πρέπει να γίνει αντιληπτό, φερ' ειπείν, πως το φαγητό δεν είναι κατ' ουσίαν σημαντικό και ότι ακριβώς γι' αυτό, πρωταγωνιστεί ως μετωνυμία. Σωστό είναι να πούμε πως το φαγητό δεν είναι σημαντικό παρά μόνον ως διαμεσολαβητικό αντικείμενο-σημαντικοί είναι οι άνθρωποι. Λάθος είναι να πούμε (όπως ο Μπουλμέτης) ότι το φαγητό δεν είναι σημαντικό διότι το σημαντικό είναι τάχα τα μπαχαρικά, τα καρυκεύματα, και η τέχνη να τα συνδυάζεις. Καρυκεύματα στη θέση συναισθημάτων: ιδού η γεύση που κράτησα.

Οι μητέρες, οι θείες, οι αδελφές, εδώ πέρα, καταπίνουν οτιδήποτε τους αντιστέκεται. Κυρίως καταπίνουν τις αναμνήσεις, στις οποίες αδυνατεί κανείς να έχει πρόσβαση χωρίς να περάσει μέσα από τα δικά τους μάτια και αφτιά, απ' τους δικούς τους αφαλούς και οισοφάγους. Διαιωνίζοντας το μυστικό του ιδεώδους μπαχαρικού, μετατρέπουν ιδεωδώς τα μπαχαρικά σε μυστικό της διαιώνισης: εκεί πέρα, δεν αλλάζει τίποτα, περίπου όπως στον ουρανό. Η Σελήνη περνάει πάντα απ' το προβλεπόμενο σημείο την προβλεπόμενη ώρα για μια δόση γήινης γαλακτοφορίας, που το ολοφάνερο μυστικό της είναι ότι οι άντρες εξακολουθούν να δουλεύουν σαν μάγειρες, σερβιτόροι και δοκιμαστές δωρεάν. Νομίζουν ότι έχουν το μάτι στο τηλεσκόπιο, όμως το έχουν στο κέρας της Αμαλθείας, απ' όπου η αφθονία ξεπηδάει χωρίς διακοπές σαν η πηγαία δύναμη μιας φύσης μονότονης και αποχαυνωτικής, επιπλέον αναντίρρητης. Μάταια περίμενα δύο ώρες μήπως χτυπηθεί η καταβροχθιστική Μάνα από κανέναν αστεροειδή. Αυτός έρχεται, και όλο έρχεται, και ποτέ δεν φτάνει, όπως ο παππούς. Σ' ό,τι με αφορά, αν ήμουνα εγγονός τέτοιου παππού, θα έτρωγα μόνον στα Goody's.

Σ, αυτήν την ανάποδη χύτρα που συμπίπτει με τον ουράνιο θόλο, κοχλάζει, το είπαμε, η δίχως λύτρωση ανάμνηση του πρώτου έρωτα, το αιώνιο αντικείμενο της ανωριμότητάς μας, το οποίο ουδέποτε κατορθώσαμε να αποχαιρετίσουμε πραγματικά, εξ ου και την έλλειψή του παρηγορούμε με το αγαθό της ακόρεστης κατανάλωσης. Βυζαίνουμε επ' άπειρον μιαν ελαστική εικόνα που επανεμφανίζεται διαρκώς στην ίδια θέση, περιβεβλημένη με την αύρα του αναλλοίωτου, απ' όπου και το μπουλμετικό λογοπαίγνιο «ονειρεύομαι/ρεύομαι». Μου χρειάζεται μία ακόμη σελίδα, που δεν διαθέτω, προκειμένου να υποστηρίξω με χαρά ότι το «ρεύομαι» συνιστά το αντίθετο του «ονειρεύομαι», εκτός και να έχει κανείς παραδοθεί στη σιέστα που συνοδεύει ένα βαρύ γεύμα με ιμάμ μπαϊλντί, οπότε οι δημόσιες σχέσεις της χώνεψης γίνονται όλο και λιγότερο διακριτικές. Κυριολεκτικά, το «ρεύομαι» σημαίνει την απάντηση της χώνεψης σε μιαν αποτυχημένη απόπειρα κατανόησης που δεν της μένει παρά η επανάληψη. Ποτέ δύο όνειρα δεν υπήρξαν τα ίδια και ποτέ δύο ρεψίματα δεν υπήρξαν διαφορετικά.

Page 46: Παράδοξα

Σήμερα, η Δύση προτείνει τη δική της Μαμά: την ονομάζουν Matrix, μήτρα όλων των μορφών αλλοτρίωσης. Βύθιση στο είναι της μητέρας των αγαθών, παραίτηση από τον λόγο, επανενσωμάτωση στο βυθό δίχως βάθος. Η αντίρρησή μου στην ιδέα του σεναρίου του Μπουλμέτη έγκειται στον εντοπισμό αυτού του μικρού εγκλήματος: ξεγελάει τη συνείδηση πείθοντας ότι οι δύο Μάνες, αντιτίθενται στη σκηνή της σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης. Πρόκειται για την ίδια μαμά, που η αγάπη της κυκλοφορεί στο πεπτικό σύστημα του κόσμου επί τη βάσει μιας τεχνολογίας απόκρυφων συνταγών. Οποιονδήποτε παραγωγό ταινιών ρωτήσεις θα σ' το πει. Πηγή: 7

Α/Α: 1115767Εντυπο: 7Ημ/νία: 07/12/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Καλή νεράιδα, κακή μάγισσα του Ευγένιου Αρανίτση Θα πίστευε κανείς ότι η Πολίτικη κουζίνα, του Τάσου Μπουλμέτη, δεν είναι για χορτασμένους. Γιατί; Διότι πρόκειται για μια ταινία νοσταλγίας, για ένα τραγούδι που τραγουδάει την έλλειψη -αυτό που χάθηκε, υποτίθεται. Εντούτοις, αισθάνομαι πως το φιλμ απευθύνεται μάλλον σ' εκείνους που έχουν χορτάσει και βάρυναν από την προοπτική μιας χώνεψης, η οποία κατέληξε συνώνυμη της αγάπης. Λοιπόν, θα τους ταρακουνήσω λιγάκι, προσέχοντας να το κάνω κατά το δυνατόν ευγενικά.

Τι νοσταλγεί αυτή η ταινία; Σίγουρα όχι τα νερά του Βοσπόρου· όχι, η ταινία νοσταλγεί μια μητέρα, την ίδια τη Μάνα, με κεφαλαίο Μ, που εκπροσωπεί όλες τις δυνατές μητρότητες, πραγματικές, συμβολικές και φαντασιακές. Μπορείς να την πεις Θηλή Του Μαστού, μπορείς να την πεις Μήτρα, Αγκαλιά, Πρωταρχικό Αντικείμενο, Πρώτον Ερωτα, Παράδεισο ή Εδέμ, πες την Γεύση, πες την Γλύκα, πες την Κουζίνα, Πόλη, Κωνσταντινούπολη, Ανατολή, Κοινότητα, Γειτονιά, Παιδική Ηλικία, Καλή Νεράιδα, Χώρα Παραμυθιού -όποιο όνομα και να της δώσουμε, αυτή μεσουρανεί στην ταινία του Μπουλμέτη σαν η μόνη διάσταση του κόσμου. Μ' άλλα λόγια, η ταινία -παράδοξο παραδόξων!- περιγράφει τελικά ως ζητούμενο όχι αυτό που χάσαμε αλλά αυτό που έχουμε, το μόνο που μας μένει σ' ένα σύμπαν δίχως πατέρα, δίχως θεό ή νόμο, δίχως Λόγο και σύστημα διαφορών: τον φαντασιακό άξονα της άλυτης σχέσης με τη Μάνα, η οποία, διαιωνιζόμενη, εκθειάζεται σήμερα απ' όλες τις φωνές. Εξ ου και το γαστριμαργικό παραλήρημα της μοντέρνας κοινωνικότητας.

Η διατύπωση αυτής της άποψης προϋποθέτει εξηγήσεις. Η πρώτη που θα δώσω είναι εκείνη την οποία παραχωρεί ο πιο κοινότοπος στοχασμός: για να υπάρξει ο άνθρωπος απαιτούνται αυτά τα δύο: μάνα και πατέρας, «ύλη» και «πνεύμα», «μορφή» και «περιεχόμενο», γλώσσα και νόμος -πείτε το, και πάλι, όπως προτιμάτε. Ανθρωπος <άνω+θρώσκω= κοιτάζω ψηλά· ο άνθρωπος είναι το μόνον ζώο που κοιτάζει θαυμαστικά τον ουρανό. Ετσι, αν ο παππούς του ήρωα δοκιμάζει ετυμολογικές συνταγές για να συμφιλιώσει την αστρονομία με τη γαστρονομία, εγώ θα του απαντούσα ότι, για μεν τη γαστρονομία αρκεί μια μάνα που ξαγρυπνάει ώστε να ονειρεύεται το παιδί της τα εδέσματα, όμως για την αστρονομία πρέπει να συναινέσει και ο πατέρας. Διότι όλα είναι γραμμένα στον ουρανό και δεν είναι η μάνα που τα έγραψε, Τάσο! Το ίδιο σφαλερό θα 'ταν π.χ. να πούμε ότι, αν οι καλόγεροι είχαν το βλέμμα στραμμένο στον αφαλό τους επί ώρες, κατά την προσευχή, είν' επειδή αναρωτιόνταν πώς δουλεύει το παχύ τους έντερο.

Η νοσταλγία, επομένως, του Μπουλμέτη παραγνωρίζει την κακοδαιμονία της έλλειψης πατέρα και, μου φαίνεται, την σερβίρει με καρυκεύματα ώστε να περάσει απαρατήρητη ή έστω σαν αντιπαροχή στην θροΐζουσα ευτυχία του γυναικωνίτη. «Για να πετύχει η πολίτικη κουζίνα», ισχυρίζεται ο ίδιος, «πρέπει κάτι ή κάποιος να λείπει». Να «λείπει» δεν λες τίποτα! η πολίτικη κουζίνα, όπως τη βλέπει ο σκηνοθέτης, είναι αυτή η αδιαφοροποίητη καταγωγή, ο κόσμος της Μάνας -δίχως- Πατέρα, της μάνας που επανενσωματώνει το παιδί της και το τρελαίνει (δεν είναι άραγε τρέλα να περνάει το αγόρι τις ώρες του στην κουζίνα;). Ως φανατικοί της μητριαρχικής μπελ επόκ, είμαστε όλοι παιδιά μιας μάνας και κανενός πατέρα. Που θα πει: είμαστε όλοι καταναλωτές. Ζούμε απ' το πρωί μέχρι το βράδυ σ' ένα παγκόσμιο εστιατόριο εικόνων, όπου η βουλιμία ποδηγετείται από κανόνες ορθής συμπεριφοράς.

Προφανώς, η έλλειψη πατρικού νόμου κατοπτρίζεται λιγότερο στην καλοσυνάτη και άβουλη ηπιότητα του φυσικού πατέρα και περισσότερο στην επιμορφωτική μεσολάβηση του παππού, αγαθοποιού παρουσίας που αναδύεται σε πρώτο πλάνο ακριβώς επειδή ο μπαμπάς λείπει (αν και παρών). Εξάλλου, και ο ίδιος ο παππούς είναι μια γυναίκα, δηλαδή όπως τη σκιαγραφεί η μυθολογία μας, προδοτική, αναξιόπιστη, ικανή και πρόθυμη να προκαλεί στον άντρα αισθήματα ματαίωσης. Πρώτη φορά ένας τόσο συμπαθής παππούς αποδεικνύεται κάθαρμα, με τρόπο τόσο επώδυνο. Ερχομαι / δεν έρχομαι, μία, δύο, τρεις, εκατό φορές, αυτό, τι άλλο δείχνει αν όχι ότι ο παππούς τούς έχει όλους ουσιαστικά διαγεγραμμένους, αρκεί να βρίσκεται μονίμως στον κόρφο της Μαμάς; Πείτε την Πόλη, πείτε την κουζίνα ή όπως αλλιώς νομίζετε, πάντως έχει πάρει τον γέρο αιχμάλωτο με τη συγκατάθεσή του. Πονηρέ παππού! Δεν σου έμαθαν ότι όταν υπόσχεσαι στο παιδί σου πρέπει να τηρείς την υπόσχεση εξάπαντος; Δεν υπήρξες ποτέ πατέρας; Εδώ που τα λέμε, πού να προλάβεις με τόσες κατσαρόλες στη φωτιά!

Page 47: Παράδοξα

Αν η παράξενη αυτή ταινία νοσταλγεί λοιπόν κάτι, το κάτι είναι αυτό που έχουμε ούτως ή άλλως: ο ανώριμος ψυχικός κόσμος του μεσογειακού άντρα, για τον οποίο η γυναίκα αποτελεί έναν φαρδύ σωλήνα τροφοδοσίας. Δεν πειράζει που, εξαιτίας της έλλειψης πατέρα, δεν ωριμάσαμε, δεν γίναμε άντρες -το σημαντικό, μας λέει ο Μπουλμέτης, είναι η έλξη του παντοδύναμου και μυστηριακού κόρφου, ξέρετε, εκείνου που ο μεσογειακός ανδρισμός αναζητάει απεγνωσμένα στις πουτάνες, καλές πουτάνες πάντοτε, χρυσές καρδιές και πρώτης τάξεως μαγείρισσες, τόσο σ' αυτή την ταινία όσο και σ' όλες τις ελληνικές, ιταλικές και ισπανικές ταινίες, από ιδρύσεως κινηματογράφου. Τα υπόλοιπα κορίτσια είναι παρθένες -οι αδελφούλες μας, οι πρώτοι μας έρωτες. Η περίφημη καθήλωση, το μεγάλο κόλλημα, είναι εδώ ορεκτικό και επιδόρπιο ταυτοχρόνως.

Να γιατί σε όλα ανεξαιρέτως τα εξωτερικά πλάνα της Κωνσταντινούπολης φιγουράρει η Αγιά Σοφιά. Ανατολή, κουζίνα και σημαίνον μνημείο συγχωνεύονται στη μήτρα της νοσταλγίας για κείνο που ήδη έχουμε: για τα ωραία πλάνα μιας Αγιάς Σοφιάς που, όντως, δεν είναι κάτι περισσότερο από πανταχού παρούσα τουριστική εικόνα, και για τις νοστιμιές μιας γραφικής Ανατολής προ πολλού γνωστές σε όλους τους καλοφαγάδες της από 'δω πλευράς, καθώς και για τις αναλλοίωτες συνήθειες της μεσογειακής σεξουαλικότητας, σύμφωνα με τη λογική της οποίας, ο άντρας πρέπει να θηλάζει μέχρι τα γεράματα υπό την αιγίδα τού ΕΙΣΑΙ Ο,ΤΙ ΤΡΩΣ, ώστε να αναβάλλεται νομίμως ο απογαλακτισμός του. Στο δοχείο αυτής της αναβολής ετοιμάζονται τα κόλλυβα της πατρότητας. Γυναίκες, νικήσατε!

* Ραντεβού την επόμενη Κυριακή για τα υπόλοιπα. Πηγή: 7

Α/Α: 1113528Εντυπο: 7Ημ/νία: 30/11/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Σύντροφοι και συντρόφισσες του Ευγένιου Αρανίτση Η σύγχυση που βασιλεύει στις ανθρώπινες σχέσεις πλήττει πρωτίστως αυτό που κάποτε ονόμαζαν «ζευγάρι» και που ο Κάμινγκς το χαιρέτησε με τη φράση «Το ένα δεν είναι το μισό του δύο αλλά τα δύο μισά του ένα». Ομορφος στίχος! Ιδεωδώς, εκεί θα έπρεπε να ωριμάζει το έργο του έρωτα, το οποίο, σήμερα, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ακόμη συγκριτικός βαθμός, μοιάζει όλο και περισσότερο με μια τυπική αλληλουχία ασύνδετων συμβάντων στο πλαίσιο επαγγελματικών συμφωνιών. Αδιαφορία και ενδιαφέρον συγχωνεύονται· ό,τι απομένει είναι χειρονομίες λογιστικού τύπου για το κλείσιμο του ταμείου, κατάλληλες να ανακυκλώνουν κάποιου είδους καθημερινή ένταση, συνδυασμένη οικονομικά με τη χρήση του κινητού. Ελξη και απώθηση εναλλάσσονται χλιαρά όπως η άνοδος και η πτώση στις τιμές των μετοχών. Ολοφάνερα, οι συμβαλλόμενοι γνωρίζουν όλο και λιγότερο ποιο είναι το αντικείμενο της συνδιαλλαγής. Σεξ, αγάπη, αλληλεγγύη, φλερτ, μαρτύριο, υπαναχωρήσεις, όλα βαδίζουν προς την εξάχνωση. Αντηχούν σ' ένα δεύτερο ή τρίτο επίπεδο και η ηχώ τους απομακρύνεται.

Απ' τη στιγμή που η προσφυγή στη διατύπωση «αιτημάτων» έγινε υποχρεωτική, ο άνθρωπος έπαψε να ξέρει τι ζητάει. Εξίσου γελοία, όσον αφορά το περιεχόμενο, είναι τα «δικαιώματα» και οι περίφημες «επιλογές». Οσο πιο γρήγορα εξαντλεί κανείς τις «επιλογές» τόσο πιο οδυνηρά διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει τίποτα να διαλέξει. Και όσο πιο πιστά ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού ως προς την κατανομή των ρόλων, τόσο πιο σκανδαλιστική είναι η ομοιότητα μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Εχεις κι εσύ το δικαίωμα να φορέσεις ρούχα με το λογότυπο DKNY. Τι νόμιζες; Οτι δεν έχεις;

Αυτή η έλλειψη αναφοράς στη συμμετρία ή την αντιπαλότητα, πόσο μάλλον την επιθυμία, απειλεί να πνίξει τα ζευγάρια σ' έναν ωκεανό αμήχανης υποταγής στις εξελίξεις, που τον διασχίζουν πάνω στη σχεδία καινούριων δικαιωμάτων και «επιλογών». Ο ίδιος ο φθόνος που δηλητηρίαζε το κουτσομπολιό μεταξύ φιλενάδων είναι μάλλον μια προσποίηση. Η συναισθηματική λιποθυμία επισκιάζει ακόμη και το μίσος. Οσο για το κλαψούρισμα που παρηγορούσε κάποτε τις ζωντοχήρες, όπως τις έλεγαν, δηλαδή τις κυρίες που πέρασαν τα 40 έχοντας εκπαιδευτεί στη μοναξιά, περιγράφεται τώρα σαν ζήτημα αποκλειστικά ορμονικό. Πολυγαμία και μονογαμία, αλλά και αγαμία, εγγράφονται πλέον στο DNA, σαν προφητείες, ώστε να ανακουφίζονται οι ενοχές που συσσωρεύει στο αδιέξοδό της η αποσιώπηση του ψυχολογικού παράγοντα. Τέλος, η ψυχολογία αυτή καθεαυτήν πέρασε στα χέρια ατόμων όπως η Δρούζα και η Τένια Μακρή, γεγονός που επιτρέπει να την αντιληφθούμε σαν ένα απάνθισμα συνταγών μαγειρικής με υλικά τα αμινοξέα και το pH των δακρύων.

Ολο το παραπάνω καθρεφτίζεται στη γλώσσα μας που, περιγράφοντας το απερίγραπτο, ξέμεινε από λέξεις. Είναι αδύνατον να πεις «η γυναίκα μου» αφού σ' αυτό ανθίσταται σθεναρά η σε πολλές αμαρτίες περιπεσούσα κριτική του αισθήματος ιδιοκτησίας, φεμινιστική ή άλλη, με αποτέλεσμα να καταλήξει εντελώς απρόσφορο για συστάσεις. «Το κορίτσι μου», «η κοπελιά μου», αυτά πέρασαν στο μελό των περιοδικών για μικρούλες («το αγόρι μου»), τα δε γυναικεία έντυπα μεταχειρίζονται πια το «Εκείνος» («Οταν Εκείνος κοιτάζει άλλες») με μια χροιά εύθυμης επίγνωσης του ότι το κύρος της αντωνυμίας έχει χαθεί οριστικά και δεν απομένει παρά να κηδευτεί με έξοδα του lifestyle, αρχής γενομένης από τις πλερέζες τύπου black is back. Σχίζεις το πλαστικό περιτύλιγμα του

Page 48: Παράδοξα

περιοδικού και το πάτωμα γεμίζει κόλλυβα.

Μερικοί προσπάθησαν να διατηρήσουν το «η σύζυγός μου», πολύκλαυστη μεταφορά της μεταφυσικής του γάμου, όταν η γυναίκα έδειχνε ακόμη πρόθυμη να παίξει έναν ρόλο σταυρικό πάνω από τη μπουγάδα. Μπροστά στο φακό, μισότρελες νοικοκυρούλες επιμένουν να προφέρουν φράσεις όπως «Δεν ξέρω, εξαρτάται τι θα αποφασίσει ο σύζυγος». Ανταύγειες του παλιού πατρικού νόμου, με τον πατέρα, ωστόσο, να μένει άφαντος, χρωματίζουν τα ατυχή επακόλουθα της εγκυμοσύνης. Τουλάχιστον κάποτε ξέραμε ότι ο μπαμπάς βρισκόταν στο πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ και παρακολουθούσε το ματς.

Στη συνέχεια, ο εκσυγχρονισμός προχώρησε στην κατάσχεση της λέξης «γκόμενα», γύρω απ' την ετυμολογία της οποίας δεν σημειώθηκε ποτέ ομοφωνία (ανήκω σ' εκείνους που πιστεύουν ότι προέρχεται από τη λέξη woman). Στο νέο γλωσσικό αισθητήριο, η λέξη «γκόμενα» υποβαθμίστηκε ξαφνικά, αλλά όχι αδικαιολόγητα, σε κάτι βδελυρό. Αφότου γέρασε η νεολαία της δεκαετίας του '70, το γκομενιλίκι, που καλώς ή κακώς αντιπροσώπευε πολύ ρεαλιστικά όλα τα είδη μη έγγαμης σχέσης, ενδεχομένως και έγγαμης, άπαξ και αυτή έπεσε στον παρονομαστή, έκλεισε τον κύκλο του μαζί με τα μπαράκια εκείνα των Εξαρχείων ή του Κολωνακίου όπου μπορούσες ακόμη να κουβεντιάσεις.

Αυτή η παραγραφή άφησε ανοιχτό ένα σημαίνον κενό στη γλώσσα και, ταυτόχρονα, απειράριθμες σχέσεις αποχαρακτηρισμένες, δηλαδή ανώνυμες. Εκ των υστέρων, διαπιστώνουμε τη θετική πλευρά της αλλαγής, δηλαδή ακριβώς τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε ότι το κενό δεν είναι μόνον διακοσμητικό αλλά αντιστοιχεί σε μιαν αληθινή έλλειψη αναπαράστασης στον χάρτη των σχέσεων: με δυο λόγια, δεν υπάρχουν πλέον γκόμενες και γκόμενοι. Δεν θα πείραζε ίσως αν αυτοί, εξαφανιζόμενοι απ' το προσκήνιο, δεν έπαιρναν μαζί τους έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Ποιον τρόπο; Ας πούμε εκείνον που αντιτίθεται ενστικτωδώς στην politically correct βλακεία του νεοπροτεσταντικού κόσμου.

Η τελευταία φρόντισε ώστε να φυτρώσει αμέσως στην τρύπα ένας καινούριος χαρακτηρισμός στα όρια της απόλυτης ουδετερότητας: «η σύντροφός μου». Πρώτα η τηλεόραση (Τριανταφυλλόπουλος, Χατζηνικολάου...) και κατόπιν το σύνολο των ΜΜΕ, βρήκαν σε αυτό το επινόημα (το χρησιμοποιούσε στη δεκαετία του '60 ο Ν. Β. Ρούτσος, συγγραφέας του Γκαούρ-Ταρζάν: «Η Ταταμπού, η συντρόφισσα του Γκαούρ...») τη λύση της εκκρεμότητας που αφήνει η θεσμική και ουσιαστική αποσυναρμολόγηση του νόμου της αμοιβαιότητας ο οποίος ρύθμιζε τις σχέσεις των φύλων. Από την τρύπα της χαμένης λέξης, βλέπεις τώρα τους «συντρόφους» να διατηρούνται, ανά δύο, σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Οπως έλεγαν κάποτε οι γριούλες: «Εχω μια γάτα να μου κρατάει συντροφιά». Οντως, τη συντροφιά δεν τη δίνεις αλλά την κρατάς. Πηγή: 7

Α/Α: 1111520Εντυπο: 7Ημ/νία: 23/11/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Η λησμονιά δεν είναι αμνησία του Ευγένιου Αρανίτση Ενα πλήθος δημοσιογράφων και παραγόντων του θεάματος, τηλεοπτικού και πολιτικού, αγανακτούν κάθε χρόνο, όλο και περισσότερο, με τη διαπίστωση ότι οι 15χρονοι παρουσιάζονται ανιστόρητοι. Οντως, τα περί Πολυτεχνείου τα ακούνε βερεσέ ή τα αποστηθίζουν. Γιατί άραγε; Αστεία ερώτηση. Μας παραπέμπουν συνήθως στην περίφημη θεωρία της λήθης. Πιο έντιμο θα ήταν να μιλάμε για αμνησία. Ξέρετε τώρα πώς δουλεύει ο μηχανισμός της ταυτολογίας: το ότι ξεχνάμε, σου λέει, οφείλεται στην αμνησία. Εκεί, στα βάθη της ταυτολογικής σκέψης, Αριστερά και Δεξιά κλαίνε μαζί, αντιλαμβανόμενες ότι η Ιστορία έχει πέσει σε κώμα. Αν ψάχνεις για ξυπνητήρι, πάντως οι επετειακές φανφάρες δεν είναι το κατάλληλο.

Η μοντέρνα αμνησία συνιστά ένα πελώριο ζήτημα και δεν έχω φυσικά την πολυτέλεια να το διαπραγματευτώ εδώ. Θα προτείνω απλώς να διακρίνουμε την αμνησία από τη θεραπευτική λησμονιά (ας την ονομάσουμε έτσι: λησμονιά), δηλαδή από τη βιωμένη ιστορικότητα και το ευεργετικό πένθος των γεγονότων. Μολονότι πρόκειται τυπικά για συνώνυμα, αντιπαραβάλλω τους δύο όρους ποιητική αδεία, ώστε να γίνει αντιληπτός ο γνώμονας που μεταχειρίζομαι.

Η αμνησία, όπως την εννοώ, πρέπει να συγκρίνεται με την κατάσταση της συλλογικής άνοιας, είναι η τομή, ριζική και αμετάκλητη, στο λοβό που μας συνδέει με την εμπειρία του παρελθόντος· με μια λέξη: λοβοτομή. Η λησμονιά αντιπροσωπεύει το βαθμιαίο πέρασμα στην εξάχνωση, στο σταδιακό σβήσιμο, εκείνου που έχουμε κατανοήσει. Η αμνησία είναι απώθηση, απόλυτο σκοτάδι· απεναντίας, η λησμονιά καταλήγει εγγεγραμμένη σ' ένα μήκος χρόνου που το υφαίνει η συνείδησή μας, όταν το πράγμα ξεθωριάζει επιτρέποντας να αναδυθεί η πείρα ως γνώση της αιτίας. Εξού και συγχωρούμε.

Καλότυχοι λοιπόν οι νεκροί που λησμονάνε, όπως γράφει ο ποιητής, ωστόσο όλοι οι νεκροί δεν είναι ίδιοι. Σήμερα είμαστε νεκροί δεύτερης κατηγορίας, από κείνους τους οποίους προστατεύει η αμνησία, όχι η λησμονιά. Υποχρεωτικά, έχουμε απωθήσει την Ιστορία μας, αμελώντας εντελώς την κατανόησή της και κάνοντας ό,τι είναι δυνατόν, στο επίπεδο της διαθεσιμότητας, προκειμένου να

Page 49: Παράδοξα

αποφύγουμε τη στιγμή που αυτή, δηλαδή η Ιστορία, θα περίμενε απ' το υποκείμενο να τη μετατρέψει σε δίδαγμα. Ετσι, όταν παρεμβάλλεται ενοχλητικά, με τη μορφή μιας ημερομηνίας (17 Νοεμβρίου, 28 Οκτωβρίου...), μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η ημερομηνία εκείνη ζητάει επειγόντως ένα περιεχόμενο. Δεν υπάρχει κανένα. Η αμηχανία μας είναι απερίγραπτη.

Τι είδους συγκίνηση θα έπρεπε να βαραίνει την ανάμνηση των ημερών του Πολυτεχνείου; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε, για τον λόγο ότι όλα τα συλλογικά υποκείμενα που εμπλέκονται έχουν εξαφανιστεί. Κυριολεκτικά, πήγαν άκλαυστα. Η Αριστερά όχι μόνον δεν είναι αυτό που ήταν αλλά δείχνει όλο και πιο πηγαίο εκνευρισμό μπροστά στο κυκλοφοριακό πρόβλημα και στην απέλπιδα προσπάθεια εκσυγχρονισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οσο για τις δικτατορίες, απαρχαιωμένες ήδη από τη δεκαετία του '60, έχουν αφομοιωθεί στους απειράριθμους διακανονισμούς της μεταμοντέρνας κατάστασης, όπου οι απαγορεύσεις και οι λογοκρισίες έχουν συγχωνευθεί με τα δικαιώματα και τις ανέσεις.

Το χαρακτηριστικό της λήθης, της αμνησίας, είναι ότι το λανθάνον δεν μπορεί να αναπαρασταθεί. Στη λησμονιά, αυτό που λησμονήθηκε παραμένει ανακλητό, είναι η τρύπα όπου φωλιάζει η σημασία εκείνου που παρήλθε. Αντί να λησμονήσουμε τον κύκλο του αίματος (βία, σκοπός, συντροφικότητα, συγκίνηση, επιτυχία, αποτυχία, συμβιβασμός...), αφήσαμε το αίμα να πέσει στη χοάνη της αμνησίας - βλέπε πολιτική εκμετάλλευση σε συνδυασμό με την υποχρέωση αποσιώπησης της δυστυχίας του αυταρχικού κομματικού μοντέλου. Αυτή η παραγραφή επικυρώθηκε αμέσως μετά, καθώς η κοινωνία έπαψε να αναγνωρίζει οτιδήποτε επισκίαζε την καλοπέρασή της. Η αμνησία ήταν βολική και για τις δυο πλευρές.

Μ' άλλα λόγια, το ότι μας είναι αδύνατον να εξηγήσουμε στα παιδιά τι συνέβη τότε έχει να κάνει με την αδυναμία να προσδιορίσουμε τους πρωταγωνιστές, με σημερινούς όρους, δίχως να αποδώσουμε ευθύνες στην ίδια μας την ψυχική τεμπελιά και δίχως να καταγγείλουμε τις ιδεολογίες συλλήβδην. Αυτό είναι η αμνησία· αποτύχαμε στο να συλλάβουμε το νόημα της Ιστορίας και το απωθήσαμε κατευθείαν. Από κει και η ενοχή των αριστερών, η οποία αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το βασικό ψυχολογικό χαρακτηριστικό τους.

Παλιά πίστευαν ότι η ενοχή απαντούσε στο αίσθημα της ήττας. Τώρα έχουμε τη δυνατότητα να δούμε πιο καθαρά: η ενοχή των Αριστερών είναι το βάρος που άφησε στον ψυχισμό τους η έλλειψη κατανόησης όλων όσων ακολούθησαν τους αγώνες τους. Ο κόσμος άλλαζε γύρω τους με τέτοια ταχύτητα, ώστε δεν πρόλαβαν να καταλάβουν πως η αντιπαλότητα, στο άμεσο μέλλον, δεν επρόκειτο να είναι ταξική και, σίγουρα, δεν θα ήταν μεταφράσιμη σε οικονομικούς όρους, αλλά θα εκκρεμούσε πάνω από έναν κόσμο του οποίου η κριτική θα προϋπέθετε την καυτηρίαση της παλιάς προγραμματικής φαντασίωσης του «εφαρμόσιμου» μαρξισμού. Η Αριστερά, αντί να αλλάξει, μεταλλάχτηκε.

Οτι δεν πρόλαβε ή δεν θέλησε ή δεν είχε την ικανότητα να συνειδητοποιήσει την αλλαγή και έτσι έχασε την ευκαιρία μιας δημιουργικής λησμονιάς του εμφυλίου, τον οποίο απλώς απώθησε μ' ένα σωρό ντροπαλές και ένοχες χειρονομίες, συμπεριλαμβανομένης της παράκλησης για μερτικό στα τηλεοπτικά ταβερνεία, την ακολουθεί κατά πόδας. Δεν εννοεί να το αντιμετωπίσει. Ακόμη και οι διανοούμενοι αριστεροί, φοβούνται πως αν φανερώσουν αυτό που τους χωρίζει από το ΚΚΕ, θα φανερώσουν ταυτόχρονα και εκείνο που τους συνδέει. Στη σκιά αυτής της ατολμίας των μπαμπάδων, οι 15χρονες κόρες διαβάζουν το αφιέρωμα του Cosmopolitan με τίτλο Εδώ Πολυτεχνείο, όπου η φοιτητική ιδιότητα προικίζεται με το αίτημα για ένα επαναστατικό κραγιόν της Revlon.

Τι άλλο είναι η μνήμη, ρωτάει ο Σκαρίμπας, αν όχι μια ευκαιρία να ξεχνάμε; Συμπληρώνω: Τι άλλο είναι η λησμονιά αν όχι μια ευκαιρία να θυμόμαστε; Πηγή: 7

Α/Α: 1109528Εντυπο: 7Ημ/νία: 16/11/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Το ωράριο του θανάτου του Ευγένιου Αρανίτση Μια διαφήμιση της Φιλοζωικής Εταιρείας, που κορυφώνεται με την προτροπή να «απαγορεύσουμε τα ταξίδια των ζώων» προς το σφαγείο για διάστημα «μεγαλύτερο των οκτώ ωρών», άρχισε να προβάλλεται στα ΜΜΕ σαν υπόμνηση του ότι, στον κόσμο μας, το μέγεθος της φρίκης μπορεί και πρέπει να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Διακινείται και αυτή, για να μην πούμε κυρίως αυτή, σαν μερικό περιεχόμενο του πακέτου, μαζί με τον τρόμο του θανάτου, την ιδέα της εξαΰλωσης του σώματος και την αντισταθμιστική αποστροφή μπροστά στα μολυσμένα ή σάπια έντερα. Η φρίκη δεν είναι πλέον αντίπαλος αλλά συνομιλητής. Επάνω της εφαρμόζουν τώρα όλα τα εργαλεία της χειραγωγήσιμης μερικότητας, δευτερεύοντα οφέλη, ακύρωση προσαυξήσεων, ποσοστά, εκπτώσεις, περικοπές, σταθερές και μαθηματικοί τύποι. Απέναντι στη φρίκη, είμαστε δανειολήπτες.

Απ' αυτή την άποψη της μοντέρνας πολιτικής ορθότητας, η μερίδα της φρίκης που αναλογεί στη μεταφορά των ζώων προς το σφαγείο επανακοστολογείται με γνώμονα τα παιχνίδια των αριθμών. Ακριβής και προσιτή, η αριθμητική της φρίκης διατηρεί κάτι από το σύστημα του Σαντ ή των Ες Ες

Page 50: Παράδοξα

που διοικούσαν τα στρατόπεδα μέσω μιας τυφλής γραφειοκρατίας, μόνον που, εδώ, λανσάρεται σαν περίσσευμα φιλανθρωπίας. Μπορείς να περιστείλεις τη φρίκη με την πίεση φιλελεύθερων αιτημάτων, π.χ. δικαίωμα των ζώων σε μια φρίκη κάτω των οκτώ ωρών. Μπορείς και ενδείκνυται να ζητάς μια φρίκη πολιτισμένη.

Το σύμπαν της πολιτισμένης φρίκης λειτουργεί πάνω στη βάση της «κατανόησης». Τη στιγμή που ο άνθρωπος, ολοφάνερα, δεν καταλαβαίνει τίποτα πια, ο κόσμος απαιτεί απ' αυτόν να «κατανοεί». Στο βαθμό που το να καταλαβαίνεις αποτελεί όλο και πιο δύσκολη υπόθεση, η «κατανόηση» γίνεται ένα με το θεαθήναι. Οι πάντες «κατανοούν» τους πάντες, δικαιώματα, υποχρεώσεις, παγκόσμιες ημέρες μνήμης, πρωταθλητισμός ατόμων με ειδικές ικανότητες και μεγαλοπρεπής επίδειξη αντιρατσιστικών ανακλαστικών με χορηγό την Bennetton -όλο αυτό εγκαινιάστηκε ταυτόχρονα με την ψευδαίσθηση της «κατανόησης». Ακολουθώντας τον συναινετικό τρόπο που αρμόζει στο νέο στιλ των ακαριαίων τηλεπικοινωνιών, η «κατανόηση» όλων από όλους, στην soft εκδοχή της, θριαμβεύει αφήνοντας τον κόσμο ριζικά ακαταλαβίστικο. Δύσκολα θα έλεγες ότι η φράση «δείχνω κατανόηση» είναι τυχαία. Οντως, την «κατανόηση» τη δείχνεις.

Ετσι, «κατανοούμε» και το δράμα των ζώων που μεταφέρονται προς τη σφαγή δηλητηριασμένα από την αδρεναλίνη, της οποίας η φαρμακερή γεύση πρέπει κατόπιν να συσκοτίζεται με τα νέα, τεχνητά καρυκεύματα. Το να «κατανοούμε» σημαίνει να χειριζόμαστε. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα, δεν μπορείς να απαλλαγείς από την πληρότητα της φρίκης, η δε στροφή της κεφαλής αλλού είναι μια λύση ασύμφορη, εφόσον τότε θα έχανες το θέαμα, για το οποίο ζεις και υπάρχεις. Δεν απομένει λοιπόν παρά η διαπραγμάτευση των ποσοστών, π.χ. με δέλεαρ μιαν οριακή φρίκη διάρκειας μικρότερης των οκτώ ωρών. Πρόκειται για το περίφημο οκτάωρο, υπέρ της θέσπισης του οποίου δόθηκαν τόσες μάχες από τους εργατοπατέρες, θεός σχωρέστους. Τώρα μπορείς να καταπιείς τα πάντα, αρκεί να φέρουν σφραγίδα ελέγχου. Digest, χώνεψη, «κατανόηση», η πολιτισμένη φρίκη έρχεται να συναντήσει όλα τα μεγάλα χαμένα περιεχόμενα της ψυχής, που κατάντησαν απλές συσπάσεις του πεπτικού συστήματος.

Αυτό απαυγάζει οπουδήποτε κοιτάξεις και αναγγέλλει τον ερχομό ενός θανάτου σε δώδεκα άτοκες δόσεις, ήδη σκιαγραφημένου στη λογιστική της ευθανασίας και της κρυονικής. Συνδεδεμένος, άλλωστε, με τον υπολογιστή, μπορείς να πεθάνεις κατά ποσοστό υψηλότερο ή χαμηλότερο του επιτρεπτού, αναλόγως. Επιτέλους οι ζωντανοί, εν ονόματι του συναινετικού πνεύματος, «κατανοούν» τα δικαιώματα του πεθαμένου και δέχονται πρόθυμα να τον επανεντάξουν στην κοινωνία τους των ποσοστών. Υπάρχει πάντα κάτι να βγάλεις και από τον πεθαμένο, άσε που δεν αρρωσταίνει ποτέ ούτε τεμπελιάζει, εννοείται. Ο γιάπις, ας το πούμε επί τη ευκαιρία, είναι ακριβώς το πρότυπο του παραγωγικού νεκρού, στον οποίο λογοδοτούν οι μηχανισμοί της κοινωνικής ασφάλισης, της Βασίλισσας Των Ποσοστών.

Η υπαγωγή του θανάτου στο νόμο των ποσοστών επαληθεύεται πανηγυρικά στους λεγόμενους πολιτικούς αγώνες, όπου το πνεύμα των αιματηρών ιστορικών κατακτήσεων εξατμίζεται γύρω απ' τις υποεπιτροπές που επιδιώκουν κατόπιν εορτής δοσοληψίες με την αριστοκρατία της συναίνεσης. Τα λείψανα της εργατικής τάξης λιτανεύονται κατά μήκος μιας ατέρμονης συγκατάθεσης στη μείωση των προνομίων. Εκφυλισμένοι σε μικρές πικετοφορίες, οι απεργιακοί αγώνες κρίνονται παράνομοι από το πρωτοδικείο, η επαναστατική δράση παίρνει αριθμό πρωτοκόλλου. Μπορείς να βολευτείς με το 17% της λεγόμενης κοινωνικής εξέγερσης; Αν όχι, πέρνα αργότερα.

Παρομοίως και οι μεταμοντέρνοι πόλεμοι, φερ' ειπείν στο Ιράκ, όπου το επιτρεπτό υπάγεται σε μια ορισμένη ρύθμιση των ορίων. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τόσες -και- όχι περισσότερες βόμβες, χειρουργικής αποτελεσματικότητας πάντοτε, ώστε να σκοτώσεις μόνον τόσα -και- όχι περισσότερα άτομα. Ο θάνατος δεν είναι πλέον σκηνοθέτης αλλά παραγωγός και η δουλειά του περιορίζεται στο να εξωραΐζει τον προϋπολογισμό της καταστροφής. Για να μην μακρηγορώ, ο μεταμοντέρνος θάνατος είναι φιλικός στον χρήστη, όπως οι σκεπτόμενες μηχανές και τα μπλέντερ.

Απαξ και η «κατανόηση» μεσουρανεί στη θέση ενός ήλιου που το φως του εξαφανίζει τις διαφορές, το να «κατανοείς» (το δράμα των ζώων, ας πούμε) μοιάζει απείρως προτιμότερο απ' το να καταλαβαίνεις. Ξέρετε, όπως τα μοντέλα, η Βίκυ Καγιά και οι υπόλοιπες, που «κατανοούν» το πρόβλημα του καρκίνου του μαστού χαμογελώντας. Δεν αντιλαμβάνονται βέβαια πως οι αιτίες της αρρώστιας μόλις και μετά βίας ξεχωρίζουν από την ψυχική ανισορροπία που χαρακτηρίζει τους φορείς αλλά «κατανοούν» με το παραπάνω ότι το σύνθημα συνδυάζεται πολύ ωραία με κολλητά μακό και καρό φουστίτσες. Οπως το έθεσε και ο (πώς να τον πω; δεν βρίσκω επίθετο) Τίμοθι Λίρι, «Σήμερα, η δεσποινίς Καρκίνος επισκέφθηκε το σώμα μου». Καλέ τι μας λες! Μήπως φορούσε και γόβες-στιλέτο; Τέτοιοι άνθρωποι δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτα, αρκεί να επιστρέψουν στην κατάσταση του άψυχου. Πηγή: 7

Α/Α: 1104877Εντυπο: 7Ημ/νία: 02/11/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Δυνατότητες και χρήση των σκουπιδιών

Page 51: Παράδοξα

του Ευγένιου Αρανίτση Τα σκουπίδια ισοδυναμούν με την εικόνα της αληθινής μας κατάστασης. Υπάρχει κάτι, στα σκουπίδια, που δεν είναι ανακυκλώσιμο: αυτό το κάτι συνιστά την αυθεντικότητά τους, και, κατ' επέκτασιν, τη δική μας, που ψυχορραγεί. Σαν να λέμε, η απεργία των εργατών καθαριότητας αποτελεί ένα δώρο. Νά και ο ερωτευμένος που μόλις διέκρινε ένα σκουπιδάκι κάτω από το βλέφαρο της καλής του. Θα έπρεπε, γράφει ο Ναμπόκοφ, να τολμούσε να το αφαιρέσει με την άκρη της γλώσσας, όπως κάνουν οι ελβετοί χωρικοί.

Καθώς τα σκουπίδια κατακλύζουν τα πεζοδρόμια, η πόλη ικανοποιεί, για μια μοναδική φορά, τη νοσταλγία της μυρωδιάς της ζωής. Είναι μια δυσάρεστη, μια κακή μυρωδιά, αναμφίβολα, και επομένως μια μυρωδιά με σημασία. Προδίδει ότι μερικά εκατομμύρια ανθρώπων ζουν ακόμη, και ότι, αν αυτό μοιάζει απίθανο όταν μπαίνει κανείς στα σουπερμάρκετ ή στη σφαίρα του τηλεοπτικού κόσμου ή στον κυβερνοχώρο, όπου βασιλεύει η ασηψία ως έλλειψη οσμών, πάντως δεν πρόκειται ευτυχώς παρά για μια σκηνοθεσία. Στην πραγματικότητα, είμαστε ακόμη ζωντανοί: ιδού τις μας λένε τα σκουπίδια. Είναι κι ο λόγος, πιστεύω, που ενοχλούν την Μπακογιάννη.

Σε δεύτερο πλάνο, επιτρέπουν να αναδυθεί από τα βάθη τους η μεταφορά. Αλλωστε, οτιδήποτε ζωντανό είναι υποχρεωτικά συνδεδεμένο μαζί της. Αυτή μας πείθει ότι όντως περιπλανιόμαστε σ' έναν τόπο συγκέντρωσης απορριμμάτων, απ' όπου δεν λείπουν οι σκουπιδοδιαφημίσεις υπέρ της καθαριότητας. Σημειωτέον ότι η παρανοϊκή αμερικάνικη ιδέα της απολύμανσης των πάντων συγχωνεύεται με αυτό ακριβώς του οποίου την εξαφάνιση επιδιώκει: ό,τι είναι φλούδα, συσκευασία, επιφάνεια, ό,τι πετιέται σαν απόρριμμα, επανεμφανίζεται στις επιμέρους ιδεοληψίες της αποστείρωσης ως σύνθημα-μηδέν, ως άνευ νοήματος ψυχαναγκαστική χειρονομία της τρελής νοικοκυράς ή του υποχόνδριου γιάπι. Εξ ου και υπάρχουν εκατό διαφορετικά καλλυντικά για την απομάκρυνση των μαύρων κύκλων γύρω από τα μάτια. Οι κύκλοι μετακινούνται τώρα στο βάθος των ματιών, όπου το μαύρο της τύφλωσης είχε ανέκαθεν το στρατηγείο του.

Η αγάπη για τα σκουπίδια είναι μια συγκινητική στιγμή του ναρκωμένου ψυχισμού· σκέφτεσαι, εξάλλου, ότι, για να υπάρχουν απορρίμματα, πα' να πει ότι ο άνθρωπος έχει ακόμη την ικανότητα να απορρίπτει. Εκεί που πιστεύαμε ότι καταπίνουμε τα πάντα ανεξαιρέτως, τα σκουπίδια μάς θυμίζουν ότι, όχι, καταναλώσαμε βέβαια το ζαμπόν αλλά πετάξαμε την κονσέρβα· είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Μπορεί τα μοντέρνα κοτόπουλα να μη μυρίζουν, αλλά τα αποφάγια, καθώς αποσυντίθενται, ξαναφέρνουν στην ατμόσφαιρα την ξεχασμένη αύρα της ζωικής καταγωγής των πουλερικών, λες και η φύση, λίγο πριν την εξολοθρεύσουμε τελειωτικά, πρόλαβε να εκπέμψει μιαν ουρονομήκη πορδή ώστε να μας υπενθυμίσει ότι η χώνεψη λογοδοτεί σ' έναν αληθινό θάνατο. Τα σκουπίδια πολεμούν στο πλευρό του υποδειγματικού ανθρώπου. Είναι το όριο.

Αν βιάζεσαι να κλείσεις τη μύτη σου όταν περνάς πλάι απ' το σωρό των σκουπιδιών, θυμήσου ότι η σκούπα είναι η αδελφή του ανθρώπου, όπως έλεγε ο Σουίφτ, και πως εκείνο που η παλιά, αχυρένια σκούπα μάζευε και ξαναμάζευε ήταν οι αλήθειες του ανθρώπου ως ζωντανού όντος. Δύσκολα θα λέγαμε το ίδιο για το scanning. Σκανάρω = σκουπίζω, σαρώνω· τη σκούπα την ονόμαζαν κάποτε σάρωθρον. Σάρωση είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί πλέον το βλέμμα μας όχι μόνον μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή αλλά απέναντι στον κόσμο συνολικά. Δεν βλέπουμε, αλλά σκουπίζουμε. Αρχισε ήδη από την εποχή που το Ψεκάστε-Σκουπίστε-Τελειώσατε καταχωρίστηκε στη συνείδηση σαν συνώνυμο της επιβίωσης.

Πληροφορίες, εικόνες, επιλογές, ρόλοι - πού καταλήγουν όλ' αυτά; Καταλήγουν στη χωματερή της πελώριας τρύπας που εμφανίστηκε στον ψυχισμό με την καταστροφή του συμβολικού μας συστήματος. Ζούμε μιαν ανώδυνη φαντασία, ριζικά ξένη προς τη βιολογία, εξ ου και το αντισταθμιστικό παραλήρημα γύρω απ' το θαύμα του DNA. Τίποτα δεν σαπίζει εκεί, αφού όλα είναι δυνητικά. Ετσι, η νοσταλγία της αληθινής σαπίλας παίρνει τον λόγο και καλωσορίζει τα σκουπίδια, σαν απόδειξη της ύπαρξης μιας ψυχής κλεισμένης σ' ένα πραγματικό σώμα, το οποίο πάσχει απ' την ανάγκη να κάνει εμετό. Τα σκουπίδια μάς βεβαιώνουν ότι η ναυτία που νιώθαμε τόσον καιρό απ' τον βομβαρδισμό των καταναλωτικών μηνυμάτων των ΜΜΕ δεν ήταν απλή κόπωση αλλά μια υγιής αντίδραση του οργανισμού στην επίθεση των εικόνων. Επιτέλους το κακό ΜΥΡΙΖΕΙ. Αυτό είναι το καλό κέρδος από ένα κακό τέτοιου είδους.

Οι εργάτες καθαριότητας, αφού καθάρισαν πρώτα, με τη βοήθεια της μετωνυμίας, το ίδιο τους το όνομα, πετυχαίνοντας να μην τους αποκαλούν πλέον σκουπιδιάρηδες, γίνονται τώρα ευεργέτες των συγγραφέων όπως ο υποφαινόμενος, οι οποίοι ψάχνουμε εδώ κι εκεί, απεγνωσμένα, για τις τελευταίες μεταφορές. Ζητώντας να περιληφθεί το επάγγελμά τους μεταξύ των βαρέων και ανθυγιεινών, μας επιτρέπουν να χαιρετίσουμε το γεγονός ότι, επιτέλους, κάποιοι γυρίζουν την πλάτη στις μπουρμπουλήθρες του light. Βαρέων βαρών προλεταριάτο ενάντια στην ελαφρότητα του Είναι, κύματα απειλητικής δυσοσμίας στον ωκεανό των χρωμοσαμπουάν, η επανάσταση αρχίζει από τους κάδους. Απίστευτο και όμως αληθινό. Ή μάλλον: αληθινό, άρα απίστευτο. Πηγή: 7

Α/Α: 1103131Εντυπο: 7Ημ/νία: 26/10/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα

Page 52: Παράδοξα

Αστέρια δίχως ουρανό του Ευγένιου Αρανίτση Από τη στιγμή που τα φώτα της μεγαλούπολης, ακόμη και μιας πόλης μεσαίου μεγέθους, προκάλεσαν την εμφάνιση εκείνου του θόλου της γαλακτώδους νυχτερινής ανταύγειας, ο κόσμος παραιτήθηκε απ' το πλεονέκτημα του προσευχόμενου βλέμματος. Η ματιά προς τον ουρανό εξασθενεί. Παλιά, όταν ο καιρός ήταν αίθριος, ο άνθρωπος μπορούσε να συνομιλήσει με την αιθρία κοιτάζοντας τις φωτεινές κηλίδες, διάσπαρτες στο μαύρο βελούδο σύμφωνα με τους κανόνες μιας ψυχικής γεωμετρίας. Τώρα, αδυνατεί να πετάξει προς τα κενά του διαστήματος και να τα διαβάσει· τα αστέρια είναι αόρατα. Ο ουρανός δεν σημαίνει πια. Είναι ένας κενός χάρτης. Μεταφορικά μιλώντας, αυτή η κενότητα αντιστοιχεί στην αστρολογική ερημιά, στη δίχως μάτια λατρεία των ανύπαρκτων άστρων του τροχού της τύχης.

Ο Ρομπέρτο Καλάσο, εξαιρετικός συγγραφέας, το θέτει ως εξής: «Σύμπτωση είναι η εμφάνιση ενός αστερισμού στη ζωή του ατόμου. Στις μεγάλες πόλεις ο νυχτερινός ουρανός δεν φαίνεται: από τότε αυτός μορφοποιείται ξανά μέσα μας μ' αυτές τις εφήμερες εμφανίσεις». Είμαστε τυφλοί και συνάμα εγκαταλελειμμένοι στην τύχη. Τύχη και τύφλωση γίνονται συνώνυμα. Δεν μπορούμε πια να δούμε τι παίζεται, τι διακυβεύεται, διότι τα ζάρια είμαστε εμείς οι ίδιοι.

Μαζί με τα αστέρια του ουρανού, που χρησίμευαν στον προσανατολισμό των ταξιδιωτών, χάθηκε και το ταξίδι, το είδος της μετακίνησης που λογοδοτούσε σε έναν στόχο. Το ταξίδι αντικαταστάθηκε από τον τουρισμό, η μετακίνηση έγινε διακίνηση, εμπόριο ανθρώπων. Ξεχνώντας η ματιά την τέχνη του να στρέφεται προς τα επάνω και να αντλεί τον προορισμό της, μπαινοβγαίνει στη μονοτονία των τοπίων ακριβώς όπως στην οθόνη της τηλεόρασης. Με τον ουρανό σβησμένο, φυσικό περιβάλλον και στούντιο συγχωνεύθηκαν. Ανθρωπος >άνω+θρώσκω = κοιτάζω ψηλά. Ο άνθρωπος παρήλθε.

Η ανάγκη να κοιτάς ψηλά παρηγοριέται όπως όπως με την υποχρέωση να κοιτάς γύρω· οι ξένοι απ' τους μακρινούς πλανήτες, οι διαγαλαξιακοί συνομιλητές, οι εξωγήινοι είναι εδώ. Τους αναγνωρίζει κανείς στο σύμπαν του lifestyle, όπου φασματικές παρουσίες άψυχων όντων καραδοκούν για να αποκτήσουν τη σκέψη μολυσματικά, σαν ιοί. Η αλήθεια είναι εκεί έξω· είμαστε ήδη αλλού και το αληθινό Αλλού, ως σκέπη, μένει αδιάφορο. Δεν χρειάζεται πια να σκεπάζεσαι, δεν υπάρχει ανάγκη να είμαστε καλυμμένοι. Νοσηρή ευχαρίστηση, για την ακρίβεια ανακούφιση, προκαλεί το γεγνός ότι γιγαντιαίοι προβολείς σαρώνουν τα πάντα, φέρνοντάς τα στη ζώνη του απροκάλυπτου. Εκεί όπου εκτεινόταν ο έναστρος ουρανός, στήθηκε το star system.

Εσωτερικευμένη, η αστρολογία μπορεί να γίνει αντιληπτή σαν ένα σύστημα εντολών: σήμερα κάνεις αυτό, αύριο θα σου συμβεί εκείνο. Κατ' ευφημισμόν, το ονομάζουν «επιλογές». Οι κανόνες, τα must, οι μόδες, όλα αυτά τα σκουπίδια που παρασιτούν στη συνείδηση σαν κατσαρίδες, ροκανίζουν μέρα νύχτα τα υπολείμματα αυτονομίας του ακίνητου και δίχως νυχτερινό στερέωμα ψευτοταξιδιώτη (ζάπινγκ, shopping therapy, σερφάρισμα στο Διαδίκτυο, επιφανειακές γνωριμίες της σπασμωδικής κοινωνικότητας), ώσπου αυτός απομένει μια γυμνή και κουφή κεραία που υποτίθεται ότι συλλαμβάνει εκατομμύρια μηνυμάτων, έχοντας εκχωρήσει, εν είδει αντιπαροχής, τον μηχανισμό γείωσης που τον συνέδεε με την πραγματική του θέληση. Διότι μαζί με τον ουρανό εξαφανίστηκε και η γη. Αυτή η απώλεια είναι η περίφημη ανεδαφικότητα, για την οποία γίνεται τόσος λόγος.

Οι άνθρωποι της πόλης δεν συνειδητοποιούν τις ριζικές αλλαγές που συνοδεύουν την κατάργηση του ανω+θρώσκω, την απίσχνανση της ικανότητας να απολαμβάνουν τη λαμπρότητα των αστεριών, τα γυρίσματα μιας μοίρας κατάλληλης να γραφτεί σε αυθεντικούς συγκλονισμούς, στις συγκινήσεις της έκπληξης. Η μοντέρνα μοιρολατρία είναι ψυχαναγκαστικού τύπου, απλή υπακοή. Η πραγματικότητα ήταν αρκετά έντονη ώστε να νιώθει κανείς την επιθυμία της ανάπαυλας, που την ικανοποιούσε κοιτάζοντας επάνω ή κάτω, τα αστέρια ή τα ίχνη στο χώμα. Τώρα, η δυνατότητα ονειροπόλησης εξαφανίζεται διωγμένη από την επιτάχυνση. Κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή, παύεις να αισθάνεσαι την ανάγκη να στρέψεις το βλέμμα Αλλού, αφού το αλλού που χάσκει εμπρός σου σαν το στόμιο του Αδη απορροφά όλες τις προοπτικές διαμιάς. Δεν κοιτάζεις τ' αστέρια, σε κοιτάζουν εκείνα. Το σημείο φυγής είσαι εσύ. Ο μετεωρίτης πλησιάζει. Πηγή: 7

Α/Α: 1098880Εντυπο: 7Ημ/νία: 12/10/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Η ενενηκοστή ένατη νύχτα του Ευγένιου Αρανίτση Στο editorial του τεύχους του Οκτωβρίου του περιοδικού «Voyager», συνάντησα ξανά μιαν όμορφη ιστορία της απωανατολίτικης παράδοσης, την οποία, κάπως αδέξια είν' αλήθεια, ο συντάκτης παρουσιάζει σαν επιχείρημα υπέρ της ονειροπόλησης που παρηγορεί την αναμονή: «Κάποτε ένας μανδαρίνος ερωτεύτηκε μιαν εταίρα. Οταν της το εξομολογήθηκε εκείνη του ζήτησε να μείνει ασταμάτητα κάτω από το παράθυρό της για εκατό νύχτες και το χάραμα της εκατοστής θα γινόταν επιτέλους δική του. Οι μέρες περνούσαν και ο μανδαρίνος έμπλεος του πάθους του καθόταν

Page 53: Παράδοξα

ευτυχισμένος κάτω από το παράθυρο της γυναίκας, απολαμβάνοντας τη σιλουέτα της να κινείται νωχελικά πίσω από την κουρτίνα. Στην ενενηκοστή ένατη ημέρα η γυναίκα τού άνοιξετην πόρτα και εκείνος σηκώθηκε, πήρε το σκαμνί του και αποχώρησε».

Ο Μπαρτ, στο Αποσπάσματα ενός ερωτικού λόγου, παρουσιάζει την ιστορία σε μια πιο λακωνική εκδοχή, όπου η αντήχηση της σημασίας αγγίζει την πληρότητα ακριβώς επειδή λείπει το καταληκτικό άνοιγμα της μοιραίας πόρτας: «Ενας μανδαρίνος ερωτεύτηκε μιαν εταίρα. "Θα γίνω δική σου" του είπε εκείνη, "αφού πρώτα θα 'χεις περάσει εκατό βραδιές περιμένοντάς με, στον κήπο μου, καθισμένος σ' ένα σκαμνάκι, κάτω από το παράθυρό μου". Την ενενηκοστή ένατη βραδιά ο μανδαρίνος σηκώθηκε, πήρε το σκαμνί του υπό μάλης και απήλθε».

Προφανώς, έχουμε να κάνουμε με το θέμα της σταγόνας που ξεχειλίζει το ποτήρι, δηλαδή της απειροελάχιστης αλλά θανάσιμης εκείνης δόσης που, μολονότι ρέει από τον δίαυλο της μετρήσιμης ποσότητας, μεταβάλλει ριζικά την ποιότητα του αντικειμένου. Περίεργη μεταβολή, κατ' αρχάς, αφού η εταίρα δεν κάνει τίποτε περισσότερο απ' το να απολαμβάνει απλώς τον εξευτελισμό του μνηστήρα στην οθόνη της εκπνέουσας προθεσμίας. Ωστόσο, αυτή η μηδαμινή ποσότητα, εάν απομονωθεί, π.χ. μέσω ενός χαρακτηριστικού που την καθιστά ανεπανάληπτη («ενενηκοστή ένατη νύχτα»), έρχεται να συγκριθεί με το μέγεθος της δαπάνης που προηγήθηκε, οπότε η αποφασιστική της επίδραση προσλαμβάνει επίσης μορφή παραδόξου. Περιμένει κανείς επί 99 νύχτες: ε, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να περιμένει για μία νύχτα ακόμη;

Η στιγμή έχει διπλή λειτουργία. Αφενός αποτελεί την τελευταία δόση του χρέους, αφετέρου (και αντιθέτως) είναι η τελευταία ευκαιρία που προσφέρεται στον ερωτευμένο προκειμένου να συνέλθει. Η πρώτη διάσταση υπάγεται στη ρύθμιση της ποσότητας: 99% του χρέους εξοφλήθηκε. Η δεύτερη ανήκει στην ποιότητα: ο μανδαρίνος φτάνει στο κατώφλι της συνείδησης του ματαίου και την κοπανάει. Το λογικό σκάνδαλο προκαλείται απ' το ότι αυτή η συνείδηση έρχεται κυριολεκτικά στο παρά πέντε. Στην ελληνική παράδοση, και όχι μόνον, συναντάμε παραλλαγές ενός παραμυθιού με το ίδιο αινιγματικό δίδαγμα. Ο πρίγκιπας προσφέρει στην αγαπημένη του όλων των ειδών τα υλικά αγαθά και ικανοποιεί όλες τις παραξενιές της, φτάνοντας στο σημείο να θυσιάσει την ίδια του τη μάνα· όμως, όταν η γυναίκα τού ζητάει κάτι ελάχιστο, κάτι τιποτένιο (συνήθως ένα παλιό δαχτυλίδι), της το αρνείται και τη διώχνει.

Η αναλογία αυτού του θέματος με τη ζωή μας, στον μοντέρνο κόσμο, είναι όντως εκτυφλωτική, κυρίως επειδή, πέραν πάσης αμφιβολίας, κινούμαστε σε μια χρονικότητα αντίστροφης μέτρησης, αρνητικής συσσώρευσης στιγμών, περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα που οδηγεί στο πουθενά, στη φενάκη. Αναλογία, επιπλέον, επειδή η σταγόνα που θα περίμενε κανείς να ξεχειλίσει το ποτήρι πέφτει πάντοτε σαν κάτι άνευ τυπικής αξίας, όπως τα δίχως νόημα επεισόδια της λεγόμενης καθημερινότητας. Η διαφορά έχει να κάνει με το γεγονός ότι, εδώ, το όριο της 99ης μέρας μετατίθεται διαρκώς, επ' άπειρον. Μαζί του εξασθενούν όλα τα όρια, όλα τα μεταίχμια, όλες οι παλιές, νόμιμες υποδηλώσεις της τελικότητας.

Καθώς τα όρια σβήνουν, η ζωή μας ταυτίζεται με μιαν ατέρμονη αναμονή της σταγόνας που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, για την οποία ξέρουμε, υποσυνείδητα, ότι έχει ήδη πέσει προ πολλού. Αν και μετράμε τις μέρες για κάποιο λόγο, αδυνατούμε πλέον να μπούμε στη θέση του μανδαρίνου που νικάει το χρόνο της εταίρας «πηγαίνοντας με τα νερά του», αφήνοντάς τον να εξαντληθεί. Ο δικός μας χρόνος μάς νικάει επειδή είναι πανταχού παρών και συνάμα ανύπαρκτος ως αληθινή εμπειρία· δεν εκπνέει ποτέ, μόνον επιταχύνεται. Σίγουρα, δεν πρόκειται για αναβολή της πρόσκρουσης στο όριο, αφού τα όρια μεταξύ των πραγμάτων και των καταστάσεων έχουν ουδετεροποιηθεί, αλλά για ένα ιστορικό καθεστώς που επιτρέπει σε όλες τις πόρτες να είναι ανοιχτές, οπότε περιττεύει να ερωτευθείς. Το καλό με τη χαμένη δυνατότητα να ξεπερνάμε τα όρια ήταν το ότι υπήρχαν όρια. Αλλιώς πώς θα τα παραβιάζαμε;

Ετσι, ο μανδαρίνος (εσείς, εγώ, ο καθένας) δεν πρόκειται να φωτιστεί, δηλαδή να εγκαταλείψει τον διχασμό του υποκειμένου, διότι αυτό έχει συμβεί μ' έναν πραγματικά αρνητικό τρόπο εδώ και χρόνια. Περιμένοντας να πέσει η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, μισοθυμόμαστε, μελαγχολικά, ότι η σταγόνα έχει πέσει την ημέρα που γεννηθήκαμε, και αυτό μας σακατεύει. Δεν φτάνει που η εταίρα μάς κλέβει το 98% του διαθέσιμου χρόνου, αλλά το κάνει, επιπλέον, με την πόρτα διάπλατη. Θα μείνουμε καθισμένοι στο σκαμνί αιωνίως ως θεατές εκείνου που μας προσφέρουν και μας στερούν ταυτόχρονα - κατοχή και έλλειψη συγχωνεύονται. Ενα τέτοιο σκαμνί είναι και ο γάμος, όπως τον αποκαλούν οι συμβαλλόμενοι. Πηγή: 7

Α/Α: 1096756Εντυπο: 7Ημ/νία: 05/10/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Νησί στο Internet! του Ευγένιου Αρανίτση Αν και το Διαδίκτυο αναπτύχθηκε σαν ένα εργαλείο χρήσης του κόσμου, κυριολεκτικά μεταχείρισης ενός σύμπαντος ήδη μεταχειρισμένου, με την καταναλωτική σημασία του όρου, δύσκολα κρύβεται το

Page 54: Παράδοξα

γεγονός ότι αυτό το περίπλοκο σύνολο από λαβίδες και διόδους, άγκιστρα και θηλιές, ακολουθίες, καταπακτές, κλίμακες, διπλές πόρτες και κρυφά περάσματα, αυτή η αχανής διαστρωμάτωση από γαλαρίες και εναέρια συστήματα αρχείων, έγινε τελικά ο ίδιος ο κόσμος καθώς το πρωτότυπο εξανεμίστηκε. Πήρε τη θέση του. Κι έτσι, αφού το Διαδίκτυο συνιστά έναν κόσμο, ίσως τον μόνο, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε το γιατί ο κόσμος είναι πλέον μόνον Διαδίκτυο, άθροισμα διασυνδέσεων.

Αυτή η παρατήρηση μοιάζει εκ πρώτης όψεως κοινότοπη επειδή η μυθοπλασία της πόλης ως δικτύου μας βομβαρδίζει από παντού με τα ευρήματα μιας σκέψης γαλουχημένης απ' τα βιντεοπαιγνίδια. Θέλοντας και μη, είσαι ένας χάκερ που ψάχνει γλιστρώντας για μια μετάβαση προς ένα ανεντόπιστο «κάπου». Εξού και, οπουδήποτε και αν κινείσαι, κινείσαι πάντα στις παρυφές της νομιμότητας, στα όρια του στατιστικού λάθους, στο ίχνος του διλήμματος που διαγράφεται μπροστά σου από τους ελιγμούς της τυχαίας προσπέλασης. Είσαι ένας χάκερ κυρίως για το λόγο ότι το άθροισμα όσων σε περιβάλλουν καθηλώνεται αιωρούμενο στην καρδιά μιας προφάνειας περιέργως μυστικής και απόκρυφης. Το κάθε τι διακυβεύεται εκατέρωθεν της υλικότητας που κάποτε το συγκροτούσε σε πράγμα. Πλέον, είτε το φαντάζεσαι είτε σε φαντάζεται εκείνο, όπως συμβαίνει με τους θεσμούς.

Στο μεταξύ, το καθεστώς ανεδαφικότητας επηρεάζει την υφή του κόσμου, δηλαδή, κατ' ουσίαν, την οδηγεί στην αναστολή, σε μια φύση πλατωνική. Ο κόσμος, το ξέρουμε, είναι ελαφρύς και άυλος, διαφανής και σκιώδης. Ο κόσμος, σαν δια-δικτυακός τόπος, είναι απολύτως διαπερατός και συνάμα διάσπαρτος από κώχες που φέρουν τον χαρακτήρα του απροσπέλαστου, διαβαθμισμένη πληροφόρηση που η παροχή της ρυθμίζεται από το ιερατείο. Ομως, το ιερατείο δεν προορίζει αυτό το απόρρητο παρά για να ξεπουληθεί, να διαχυθεί, να φανεί. Οπότε το απαγορευμένο αίρεται αδιάκοπα σε όφελος μιας αναγκαίας επέκτασης προς όλες τις κατευθύνσεις. Πού έχει κρυφτεί λοιπόν το απαγορευμένο;

Ισως, σκέφτομαι, η έννοια του μη προσπελάσιμου να είναι σήμερα δηλωτική των σημείων όπου κατοικεί όχι το απαγορευμένο αλλά το ακατανόητο. Η απουσία αντήχησης - ιδού ποια είναι η αληθινή απαγόρευση! Στον κόσμο, οι τόποι, οι διευθύνσεις που δεν μπορείς να διαβείς το κατώφλι τους, είναι πυκνώσεις του πραγματικού με την ψυχαναλυτική σημασία της λέξης, δηλαδή παραστάσεις δίχως νόημα, καθαρά αντικείμενα όπως τα τρίγωνα και οι κύκλοι της γεωμετρίας. Είναι τμήματα του περιβάλλοντος που απολιθώθηκαν επειδή το ζωντανό περιεχόμενο τα εγκατέλειψε.

Από τυπική άποψη, τα πάντα επιτρέπονται, το ίδιο το σημείο σύγκλισης όλων των διευθύνσεων βρίσκεται πουθενά και παντού σύνορα και μεταίχμια κάθε είδους έχουν αφανιστεί, οι διαδρομές παραπέμπουν, αενάως, κυκλικά, σε ανώτερες λειτουργίες του ίδιου του εαυτού τους. Απ' όποια σκοπιά και αν το δεις, το απαγορευμένο μοιάζει να διαλύθηκε κάτω απ' τον καταιγισμό των διεκδικήσεων, των δικαιωμάτων, των δυνατοτήτων, των εξυπηρετήσεων, των προσφορών, του φιλικού προφίλ των αναβαθμισμένων συστημάτων. Τίποτα δεν μας αντιστέκεται εκτός από το θεμελιώδες που, ως εκ τούτου, έπαψε να είναι τέτοιο και πέρασε στη ζώνη του επουσιώδους: με μια λέξη η κατανόηση.

Η Κέρκυρα, η ιδιαίτερη πατρίδα μου, που δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ούτε ιδιαίτερη (αφού ανήκει στον κοινό πολιτισμό της τηλεόρασης) ούτε πατρίδα (αφού η γλώσσα της και ο φυσικός της κόσμος, ως μείζονες χαρακτήρες της αλληγορικής μητρότητας, έχουν προ πολλού υποθηκευτεί για την απόσπαση κεφαλαίων τουριστικής ανάπτυξης), μου θύμισε παραδόξως τις λειτουργίες του Διαδικτύου, τόσο συνηθισμένες στις μεγαλουπόλεις ώστε να περνούν απαρατήρητες. Το ότι δεν βρίσκεις θέση πάρκινγκ πολύ λίγο μπορεί να συγκριθεί με μοντέρνο μικρο-ατύχημα στη σφαίρα της κυκλοφορίας μέσα στην κοινότητα· τώρα πρόκειται για μια κατάσταση ανάλογη της καθυστέρησης ή αδυναμίας που πλήττουν την πρόσβαση σε κάποια ιστοσελίδα. Νά και τα ερείπια ενός θερινού σινεμά. Κάνε κλικ στη λέξη ΠΡΟΣΕΧΩΣ.

Μια φίλη μου μπήκε σ' ένα κατάστημα οικολογικών ειδών διατροφής, που το εκθείασε σαν πηγή αληθινών προϊόντων - the real thing. Κανείς δεν φαινόταν να το σκέφτεται, αλλά εκείνο που συνειδητοποίησα αμέσως ήταν η απόλυτη αοσμία. Το αληθινό πράγμα ήταν κι αυτό μια διεύθυνση στο Διαδίκτυο της πόλης. Ο φοβερός επαμφοτερισμός αληθινού/φαντασιακού, το παράδοξο της αβίαστης εισόδου σε μιαν αλήθεια ανυπόστατη, ήταν και εδώ κυρίαρχο. Εκεί όπου υποτίθεται ότι βρίσκονταν εκτεθειμένα τα αληθινά λαχανικά, φρούτα, γαλακτοκομικά κ.τ.λ., βασίλευε ήδη το πλαστικό, διαφανές και λεπτό όπως η ψευδαίσθηση αντικειμενικότητας που περιβάλλει τη λεγόμενη επιστημονική μέθοδο. Στο λίκνο της αυθεντικής τροφοδοσίας των αισθήσεων, οι μυρωδιές ήταν νεκρές, αδρανοποιημένες όσο και σ' ένα εργαστήριο βιολογίας, στο Πρίνστον.

Ετσι, η διαφορά ανάμεσα στο οικολογικό και το αληθινό παρουσιάστηκε αβυσσαλέα. Να ψωνίζεις το Αληθινό απ' το Διαδίκτυο της πόλης έγινε το οξύμωρο ενάντια στο οποίο πάλεψε η νοσταλγία μου για τις υπέροχες ευωδίες των παλιών παντοπωλείων, μπαχαρικά του φεγγαριού, για να θυμηθώ τον Ζαν-Πιερ Ντιπρέ. Τότε κατάλαβα για μια ακόμη φορά πως ο μοναδικός τρόπος να βγω από το Internet της πόλης ήταν η μεταφορά. Οχι η μεταφορά αρχείων, όπως λένε, αλλά η απόσταση που συγκρατείται στο φως της αναλογίας.

Συνέχισα λοιπόν την περιπλάνηση στα δαιδαλώδη σοκάκια της παλιάς Κέρκυρας (την αποκαλούν Ιστορικό Κέντρο, λες και το επίθετο «παλιός» θα προκαλούσε ντροπή), μεταφέροντας την ονειροπόληση της ατέρμονης κίνησης γύρω από μια καρδιά που έπαψε να χτυπάει εξαιτίας της επιβράδυνσης του τικ τακ από την αιωνιότητα. Στενά και υγρά δρομάκια, ελαφρώς καμπύλα με κομβικές διασταυρώσεις σε λιλιπούτειες πλατείες με πηγάδια, αυτό είναι το Διαδίκτυο του ονείρου. Οχι πλέον ένα κακό όνειρο που μου προσφέρει τα πάντα εκτός από την κατανόηση του κόσμου αλλά ένας ρεμβασμός βαθιάς κατανόησης μέσα στη στέρηση. Σε τέτοια μέρη, καμία στέρηση δεν είναι περισσότερο παρήγορη από τη στέρηση εξόδου, και σ' αυτήν λογοδοτούν όλες οι άλλες.

Page 55: Παράδοξα

Πηγή: 7

Α/Α: 1092619Εντυπο: 7Ημ/νία: 21/09/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Ποιος είσαι; Τι ζητάς; του Ευγένιου Αρανίτση Τα γλωσσικά σχήματα δεν είναι άραγε κατοπτρισμοί των συλλογικών φαντασιώσεων που ευθύνονται για τη συγκρότησή τους; Βεβαίως, όμως, αυτές έχουν εκκενωθεί, οπότε τα καινούρια σχήματα αντανακλούν το κενό ή μάλλον, για να το πούμε λιγότερο μελαγχολικά, την ίδια την αντανάκλαση. Γεγονός που εξηγεί την κεραυνοβόλο διάδοσή τους στο επίπεδο της εφήμερης κυκλοφορίας του λόγου, αν μπορούμε ακόμη να τον ονομάζουμε έτσι.

Η γλώσσα πλημμυρίζει με ταυτολογίες που επιδρούν σαν ναρκωτικά και που τις καταβροχθίζει η επανάληψη προκειμένου να τις ανακυκλώσει. Φυσικά, όσο λιγότερο αντηχούν στη συνείδηση τόσο πιο επιτακτική αποδεικνύεται η επιθυμία να τις χρησιμοποιήσεις σαν παυσίπονα και τανάπαλιν. Πάρτε τον χορό των τρελών γύρω απ' την έκφραση «το ζητούμενο». Στη γραπτή του μορφή, ο όρος δεν είναι εθιστικός, θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στην άλγεβρα ή στην ιατροδικαστική. Απεναντίας, καθώς εισβάλλει στο τηλεοπτικό σύμπαν, σπάει ταμεία και προστίθεται πανηγυρικά στις αιτίες του εθισμού που προκαλούν οι γλωσσικές προσποιήσεις της κενότητας όταν γίνονται εκκωφαντικές. Θυμίζω ότι τίποτα δεν γοητεύει περισσότερο από το ίδιο το τίποτα, έστω αραιωμένο στη φορμόλη των υποσχέσεων.

Κορόνες του είδους «το ζητούμενο» ταιριάζουν επίσης σαν διακοσμητικός αντιπερισπασμός στη γλωσσική ωμότητα εκείνων που γαλουχήθηκαν με ξύλινα γλωσσικά ιδιώματα, εντελώς ακατάλληλα να περιγράψουν το γεγονός της ζωής, ιδιώματα πολιτικά ή επιστημονικά, οι οποίοι τώρα προσχωρούν ενστικτωδώς στις νέες κατακτήσεις της επιτήδευσης, παλιές όσο και η μυγιάγγιχτη αστική περιφρόνηση για τα ελληνικά που δεν άντεχαν δήθεν τον ανταγωνισμό με τα αγγλικά του λόρδου Κάριγκτον. «Το «Δέστε» αντί του «Κοιτάξτε» στην αρχή μιας πρότασης, που χρησιμοποιεί ο Σιφουνάκης, ή το «πως» αντί του «ότι», του Ανδριανόπουλου, το «σε κάθε περίπτωση» κι ένα σωρό άλλα, είναι περενέργειες της αμήχανης επίγνωσης ότι το αντικείμενο της διεκδίκησης έχει στην ουσία εξαφανιστεί ως ζωτικό περιεχόμενο και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να του φερόμαστε με το γάντι.

Ειδικά επειδή το αντικείμενο έχει χαθεί, όλο και πιο πολλοί ανάμεσα σ' εκείνους που αποκαλούμε δημόσια πρόσωπα το εκθειάζουν, αναγκασμένοι να ζητούν όλο και περισσότερα «ζητούμενα» για να ικανοποιήσουν όλο και λιγότερη ζήτηση, όπως ένας ναρκομανής. Η έλλειψη «ζητούμενου» στην πιάτσα διαπερνάει τα χαρμάνια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της τηλεοπτικής δημοκρατίας μ' ένα ρίγος κακοήθους νευρικότητας.

Διαφορετικοί άνθρωποι, από τον Παυλόπουλο και τον Κώστα Γείτονα μέχρι την Μπακογιάννη και τον Κίμωνα Κουλούρη, εμφανίζονται πλέον να λογοδοτούν σ' έναν κοινό παρονομαστή, που δεν είναι άλλος από την πίεση της υποχρέωσης να παριστάνουν τους πολυάσχολους εν όψει εξελίξεων οι οποίες διευθύνονται από το ανακλαστικό της αρπακτικότητας, τη στιγμή που δεν απέμεινε τίποτα άλλο να αρπάξουν. Αυτός ο σπασμός αποτελεί σύμπτωμα εθισμού στο «ζητούμενο». Ο εθισμός δεν αστειεύεται. Βαποράκια διακινούν «ζητούμενο» από εκπομπή σε εκπομπή. Αυτή η κινητικότητα κάνει τους πελάτες να δείχνουν βιαστικοί και να συμπεριφέρονται προδίδοντας το άγχος ενός περισσεύματος που εξαντλείται από λεπτό σε λεπτό. Είναι μονίμως ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΟΙ. Ολα όσα έχεις έγιναν, δυνάμει, τα ζητούμενα της απληστίας τους. Χρόνος, χρήμα, πληροφορίες, εξυπηρετήσεις, εμπιστοσύνη, ευκαιρίες, επιλογές, απαντήσεις σε δημοσκοπήσεις και ψήφοι, είναι μεταμορφώσεις εκείνου που φιγουράρει καθησυχαστικά ως «ζητούμενο», μπροστά στο οποίο η κοκαΐνη μοιάζει με χαμομήλι.

Γι' αυτό και το «ζητούμενο» δεν αναγγέλλεται ποτέ ρητώς, αφού μια τέτοια ειλικρίνεια, και μάλιστα εν ονόματι της πελατείας, θα απέβαινε μοιραία. Μερικοί το υπονοούν με χειρονομίες ή μ' ένα τικ, όπως ο Μητσοτάκης ή ο Βουλγαράκης, άλλοι με μιαν άσπρη τούφα μαλλιών, όπως η Παναγιωταρέα. Πολιτικοί και τηλεσχολιαστές, ανεξαρτήτως παραταξιακής τοποθέτησης, το μοιράζονται σε ρυθμό καθημερινής δόσης. Μήπως σου βρίσκεται τίποτα να φτιαχτούμε, ρε φίλε; Δεν χρειάζεται να πεις στην «άκρη» τι ακριβώς σε ενδιαφέρει. Απαξ και ζητάς, τι άλλο θα ζητάς αν όχι «ζητούμενο»; Σημειωτέον ότι η έλλειψη «ζητούμενου» ενδέχεται να πυροδοτήσει μανιακές εξάρσεις όπως αυτές των τηλεπαρουσιαστών με την έναρξη της σαιζόν, όταν τα στερητικά οργιάζουν λόγω της απραξίας που προηγήθηκε.

Εννοείται ότι το «ζητούμενο» δεν μπορεί παρά να είναι το «ζητούμενο», ο ταυτολογικός χαρακτήρας του συνιστά την πρώτη του αρετή. Αυτή είναι κυρίως που εξασφαλίζει στον χρήστη το «φτιάξιμο». Πολιτικοί και δημοσιογράφοι της τηλεόρασης είναι εθισμένοι στην ταυτολογία, οπότε το «ζητούμενο» επιδρά παρηγορητικά. Το φαινόμενο ονομάζεται συναίνεση και επιτρέπεται να το συγκρίνουμε με τη γαλήνη που βασιλεύει όταν οι πάντες έχουν «φτιαχτεί». Και η παραμικρή ποσότητα νοήματος μπορεί να τους σκοτώσει, ιδίως αν τύχει να είναι εκείνη την περίοδο «καθαροί» από ταυτολογίες και «ζητούμενα».

Page 56: Παράδοξα

Για τους εμπόρους, το «ζητούμενο» αντιπροσωπεύει το ιδεώδες ναρκωτικό αφού, όπως μαρτυράει το όνομά του, το να το έχει ο πελάτης σημαίνει να εξακολουθεί να το ζητάει. Νόμιμο και βολικό στη διακίνηση, μια και μπορείς να πάρεις τη δόση κατευθείαν απ' την τηλεόραση, καταγράφεται σαν το απαρέγκλιτο must της εποχής. Ωστόσο, ο χρήστης οφείλει να ξέρει πως δεν υπάρχει θεραπεία διότι, όσο περισσότερο καταναλώνεις τόσο περισσότερο «ζητούμενο» καταναλώνεις και η ζήτηση τραβάει στο άπειρο. Περιττό να πω ότι εθίζεσαι με την πρώτη δοκιμή. Χρειάζεται λοιπόν ιδιαίτερη προσοχή, καλά μου παιδιά. Αν πέσεις με τα μούτρα στο «ζητούμενο», οδηγείσαι σχεδόν αυτόματα στη δόση εκείνη πέραν της οποίας δεν υπάρχει επιστροφή, όπως κάποτε οι οπαδοί του αγγλικού θετικισμού, που το παράκαναν με τη λατρεία τού ΝΟ MEANS ΝΟ, ώσπου βρέθηκαν σ' ένα σύμπαν απολύτως ακατανόητο. Μια ολόκληρη παράταξη, η αριστερά, πήγε χαμένη επειδή κάποιοι διοχέτευσαν στην πιάτσα νοθευμένο «ζητούμενο», με αποτέλεσμα να ερημώσουν τα στέκια εν μιά νυκτί. Πηγή: 7

Α/Α: 1090489Εντυπο: 7Ημ/νία: 14/09/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Η αγωνία της απογείωσης του Ευγένιου Αρανίτση Το ότι τη ζωή την υπολογίζουν όλο και περισσότερο σαν μια πρακτική στην οποία πρέπει κανείς να εκπαιδεύεται όπως στη χρήση μηχανημάτων ή στο χόκεϊ, ήταν ήδη αισθητό από τα μέσα του περασμένου αιώνα· καλλιτέχνες και φιλόσοφοι το είχαν επισημάνει με όλους τους τρόπους. Δεν πρόκειται για κάτι καινούριο. Εντούτοις, ακόμη σήμερα, εντυπωσιάζει η κλίμακα αυτής της απάνθρωπης ταύτισης ζωής και τεχνικής επιδεξιότητας, καθώς και ο βαθμός συναίνεσης των ατόμων στο να τη θεωρήσουν αυτονόητη. Με δεδομένη την ποιοτική αλλαγή, η αποχαλίνωση του ποσοτικού παράγοντα αξίζει την προσοχή μας. Κάποτε έγραφαν «απίστευτο αλλά αληθινό»· εγώ θα έλεγα «αληθινό, άρα απίστευτο».

Νά κι ένας ψυχίατρος που κλήθηκε στο Mega (ή στο Alter, δεν θυμάμαι), όπου του δόθηκε η ευκαιρία να υπογραμμίσει ότι ο φόβος για τις αεροπορικές πτήσεις είναι παθολογικός. Η απέχθεια για την ιδέα της μετακίνησης με αεροπλάνο αποτελεί το επισκεπτήριο της ψυχικής ανισορροπίας και, επιπλέον, έναν λόγο να ντρέπεσαι. Ευτυχώς δεν θυμάμαι το όνομα του γιατρού, όμως το όνομα του φόβου αναγγέλθηκε με τον νεολογισμό «πετοφοβία». Η πρώτη κίνηση, στην αντιμετώπιση ενός φόβου, είναι να τον ονομάσεις. Αυτό το γνώριζαν οι μάγοι από το τέλος της λίθινης εποχής.

Ομως, ο θεσμικός λόγος της νέας τάξης είναι ριζικά ξένος προς εκείνον του παρελθόντος. Δεν υποχρεούται πλέον να είναι μαχητικός, δεν υπάρχει εδώ αναπαράσταση της παλιάς μανιχαϊστικής σκηνής. Δεν έχουμε να κάνουμε με πόλεμο του «σωστού» ενάντια στο «λάθος»· μάλλον ψεκάζουν τους ελάχιστους αντιρρησίες λες και είναι παράσιτα. Ο λόγος τώρα θεμελιώνεται στην προσποίηση του κύρους που πρέπει να αποδίδεται στο αυτονόητο, όπως συμβαίνει ήδη σε ένα μεγάλο μέρος του διαφημιστικού σύμπαντος· εκφέρεται με την άνεση που προσφέρει η πεποίθηση ότι η μάχη έχει ήδη κερδηθεί, και έχει όντως. Δεν είναι προπαγάνδα αλλά έκρηξη ομοφωνίας, μεσουράνημα ενός ενιαίου και μονοδιάστατου φαντασιακού που δεν πλήττεται από κανενός είδους κριτική ή ερμηνεία, επειδή αυτή είναι αδιανόητη. Γιατί αδιανόητη; Στην εποχή μας δεν έχει γιατί - γιατί έτσι! Το να μη σου αρέσουν τα αεροπλάνα μοιάζει απλώς απαράδεκτο, περίπου σαν το να αρνείσαι να ζήσεις για το μέλλον, όπως σε συμβουλεύουν οι πάντες, ή το να μην γοητεύεσαι από τις πρόβες της Ολυμπιάδας.

Θέλω να επιμείνω σε τρεις όψεις της λειτουργίας αυτής της καινούριας «φυσικότητας». Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός, όλο και πιο φανερό, όπου κι αν κοιτάξεις, της λεγόμενης αντιστρεψιμότητας. Το αυτονόητο εμφανίζεται πάντα σαν το ανάποδο εκείνου που συμβαίνει. Εχουμε φτάσει στα άκρα. Το αυτονόητο δεν είναι μια απ' τις πολλές πιθανές πραγματικότητες, η οποία αποκτάει το πρωτείο επειδή συμφέρει τους κατασκευαστές της συναίνεσης, το αυτονόητο είναι το αντίστροφο της κατάστασης που οι πάντες αντιλαμβάνονται. Κι ένα παιδί ακόμη ξέρει ή διαισθάνεται ότι το ταξίδι με αεροπλάνο είναι επιθανάτια εμπειρία. Το επιβεβαιώνουν τα κενά αέρος και η ναυτία, η κλειστοφοβική απειλή και επίγνωση του υποκειμένου ότι αποτελεί έρμαιο δυνάμεων εντελώς ανεξάρτητων απ' αυτό, καθώς στερείται την οιανδήποτε δυνατότητα αντίδρασης. Τουλάχιστον, στον γήινο θάνατο μπορείς να πας καπνίζοντας.

Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με τη «θεραπεία» εκείνου του ανακλαστικού που ανθίσταται στο «αυτονόητο». Είναι -πρέπει να το τονίσουμε- καθ' όλα ταιριαστή με το αμιγώς φαντασιακό θεμέλιο της νέας ιατρικής σκέψης, η οποία δεν καταδέχεται να αναγνωρίσει αίτια αλλά περιορίζεται στη σάρωση των συμπτωμάτων. Οπως εξήγησε ο γιατρός του παραδείγματός μας, η θεραπεία αυτή προτείνεται σαν βαθμιαία εξοικείωση με το φοβικό αντικείμενο. Καταλαβαίνετε ότι, εδώ, δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν οι αιτίες, για τον απλούστατο λόγο ότι οι αιτίες είναι απολύτως φυσιολογικές. Τι θα μπορούσαν να σου πουν; Οτι αν φοβάσαι να βρεθείς σε αναταράξεις, σε ύψος 30.000 ποδιών πάνω από τον Ατλαντικό, φταίει κάτι άλλο από τις ίδιες τις αναταράξεις;

Ετσι, η μεταμοντέρνα ιατρική επιστρέφει με χαρά στις μεθόδους ψυχιατρικής καταστολής του 19ου αιώνα, π.χ. στη λεγόμενη θεραπεία καταιγισμού. Η κυρία που φοβάται τους ποντικούς κλείνεται σ'

Page 57: Παράδοξα

ένα δωμάτιο μαζί με εκατό αρουραίους και υποτίθεται ότι βγαίνει θεραπευμένη. Αρχίζει βέβαια να φοβάται το σκοτάδι ή τα μαχαιροπίρουνα, αλλ' αυτό αφορά το επόμενο επεισόδιο. Η φασιστική αδιαλλαξία αναδύεται πάντοτε τη στιγμή που καρατομούνται οι αιτίες των συμβάντων. Εδώ που τα λέμε, στο ελάχιστο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη συγγραφή αυτού του άρθρου και στη δημοσίευσή του, κάποιος ειδικός επιστήμονας, όπως τους αποκαλούν, στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, ενδέχεται να εισβάλει στο Διαδίκτυο πανηγυρίζοντας επειδή ο φόβος του αεροπλάνου ήταν εντέλει προεγγεγραμμένος στον γενετικό κώδικα.

Η τρίτη διάσταση που αναδεικνύει το παράδειγμα αφορά τον κύκλο της μυθοπλασίας που στηρίζει το εκάστοτε «αυτονόητο», το οποίο έχει ως καθήκον να γίνεται «ιδεολογικός» τοποτηρητής της γενικής τάσης. Φέρ' ειπείν, αν ενθαρρύνουν τον κοσμάκη να παραιτηθεί απ' τη δυσπιστία απέναντι στην τεχνολογία της πτήσης, αυτό δεν είναι καθόλου άσχετο με την υπονοούμενη λατρεία της ελαφρότητας που κυριολεκτικά δομεί το μεταμοντέρνο φαντασιακό, περιλαμβανομένων των υπερβολικά φανταχτερών επιδείξεων αιώρησης στην οθόνη του lifestyle. Είμαστε στον αέρα!, όπως λένε, ή το φοράω και πετάω: για να είσαι μοντέρνος, για να ανήκεις στον κόσμο του light, πρέπει να έχεις χάσει το έδαφος κάτω απ' τα πόδια σου. Στην ουσία, το αίτημα που προσπαθούν να παρηγορήσουν είναι η νοσταλγία του ανθρώπου για τη γη και, ίσως, για τη Γη. Το σώμα πλέον φοριέται και σαν αλεξίπτωτο. Πηγή: 7

Α/Α: 1088491Εντυπο: 7Ημ/νία: 07/09/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Ο Τομ Κρουζ στην Ιαπωνία του Ευγένιου Αρανίτση Ο υποτιθέμενος ηθοποιός ονόματι Τομ Κρουζ βρέθηκε στην Ιαπωνία για κατόπτευση του χώρου, όπως λέγεται επιστημονικά. Ολα πλέον περνούν από το φίλτρο της επιστημονικής έγκρισης, εκείνης για την οποία μπορούμε σήμερα, δίχως τύψεις, να πούμε ότι κατέληξε παραδουλεύτρα της τεχνολογίας. Εκεί τον περίμενε ο Πρωθυπουργός αυτοπροσώπως. Συναντήθηκαν και τραγούδησαν μαζί στίχους του Ελβις, του ανθρώπου που, πεθαίνοντας, έκανε μόδα τον θάνατο.

Οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων του Κρουζ δηλώνουν ότι ο πελάτης τους θα είναι πρωταγωνιστής ενός γιαπωνέζικου πολεμικού έπους, χαριτωμένος ξεναγός μαθητριών του Λυκείου στον πλανήτη των σαμουράι. Εδώ, χρειάστηκε η άδεια των καθηγητών. Εξασφαλίζοντάς την, καθώς μας ενημερώνουν, ο Κρουζ μόχθησε επί οκτώ ολόκληρους μήνες κάνοντας μαθήματα όχι μόνον πολεμικών τεχνών αλλά και ασιατικής ιστορίας. Να πούμε ότι, σε μια παρόμοια μέριμνα, ομολογούνται απλώς οι δευτερεύουσας σημασίας εκπαιδευτικές φιλοδοξίες του θεάματος, θα 'ταν υπερβολή. Στην πραγματικότητα, το θέαμα είναι ο κατεξοχήν δάσκαλος των επιστημών.

Εκείνο που μου αρέσει να παρατηρώ, μέσα στο σκοτάδι, και για το οποίο δεν μιλάει ποτέ κανείς, είναι η σοβαρότητα προθέσεων που αποδίδεται στο θέαμα, το ηθικό του κύρος. Πρωθυπουργοί που τραγουδούν στη σκηνή, Γερουσιαστές που εμφανίζονται σε σίριαλ, κομπάρσοι που βάζουν υποψηφιότητα για πρόεδροι, όλ' αυτά καταχωρήθηκαν στη συλλογική συνείδηση, μονομερώς, σαν συμπτώματα της στρέβλωσης του κοινοβουλευτικού συστήματος. Αιμορραγία της ιδέας της αστικής δημοκρατίας, προοδευτικός μαρασμός των αξιών, έλλειμμα πειθούς, απαξίωση εκείνων που κυβερνούν κτλ. κτλ.: μιλώντας για συγχώνευση πολιτικής και θεάματος, μάθαμε να εννοούμε συνήθως τη διολίσθηση της πολιτικής προς το έδαφος της showbiz με αντάλλαγμα την ενίσχυση της ακροαματικότητας.

Εν τούτοις, το αντίστροφο είναι ευδιάκριτο. Αν η πολιτική καταφεύγει στο στούντιο για να γίνει ένα απ' τα επεισόδια του θεάματος, υποθηκεύοντας αυτό που κάποτε αποτελούσε την υπόληψή της, το θέαμα ανέρχεται, συμμετρικά, στο επίπεδο των θεσμών. Είναι σφάλμα να λέμε πως η τηλεόραση και το Χόλιγουντ καταβρόχθισαν τους θεσμούς δίχως να προσθέτουμε ότι τώρα πια συνιστούν θεσμούς αυτά τα ίδια. Ολο και πιο καθοριστικά, το θέαμα, και μάλιστα του φτηνότερου είδους, απαιτεί τον σεβασμό που αρμόζει στην Εκκλησία ή στις νοσοκομειακές μονάδες, δηλαδή σε οργανισμούς όπου διακυβεύεται το έσχατο δυνατόν, η ψυχή, η ζωή, η ύπαρξη. Το θέαμα περιβλήθηκε την ιερότητα.

Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του δυτικού κόσμου, περιλαμβανομένης ουσιαστικά της Ιαπωνίας, το θέαμα απαιτεί να του αναγνωρίσουν τον χαρακτήρα ενός τόπου κοινωνικοπολιτικών θεσπίσεων. Αν είχε ανέκαθεν λόγο στη συγκρότηση κυβερνήσεων ως κάτοπτρο της κοινής γνώμης, πλέον θέλει να έχει λόγο ελέω Θεού, ως μοναδικός ρυθμιστής του λόγου, έστω σιωπηλού από άποψη νοήματος, πάντως μονοπωλιακού. Η διαφορά ανάμεσα στην παλιά «αυθόρμητη» δύναμη του θεάματος σε επίπεδο κατανάλωσης εικόνων και στην καινούρια δύναμή του, εκείνη που απορρέει απ' το ότι το έχουμε αποδεχτεί σαν τη θεμελιακή πραγματικότητα, επομένως και μοναδική πηγή αποφάσεων, είναι λεπτή.

Μπορεί στην Ευρώπη, όπου κυριαρχούν ώς έναν βαθμό τα ανακλαστικά παλαιού τύπου, να χαμογελάμε με την υποψηφιότητα του Σβαρτσενέγκερ, μελαγχολώντας στην ιδέα ότι το πρότυπο της ζωώδους αποτελεσματικότητας έφτασε να διεκδικεί τον θώκο του κυβερνήτη με τη βοήθεια της σιλικόνης, όμως γι' αυτούς, εκεί, το ζήτημα δεν είναι καθόλου αστείο. Εξαιτίας της εύθυμης χροιάς που ο

Page 58: Παράδοξα

κοινός νους επενδύει επιπόλαια σε μια τέτοια υπόθεση, ο κυριολεκτικά πραγματιστικός χαρακτήρας της διαφεύγει.

Για τον λαό της Καλιφόρνιας, όπου χτυπάει η καρδιά του κόσμου της προσομοίωσης, ένα τέτοιο τόλμημα πολύ απέχει απ' το να θυμίζει φάρσα, απεναντίας στηρίζεται σ' εκείνη τη σχεδόν μεταφυσική συγκίνηση της δυνατότητας, δηλαδή του εφικτού. Γι' αυτούς τους ανθρώπους, το εφικτό είναι εγκατεστημένο στη θέση της θεότητας. Να τι εννοούν λέγοντας ότι οι ΗΠΑ είναι το σύμπαν των ευκαιριών, in God we trust, εμπιστευόμαστε το εφικτό ως απόλυτο κύριο. Οτιδήποτε παρουσιάζεται στον ορίζοντα των πιθανοτήτων που εγκαινιάζει το εφικτό, ενσωματώνεται νόμιμα στη θεσμική οργάνωση, μ' άλλα λόγια τού αποδίδεται πίστη, εμπιστοσύνη, πίστωση χρήματος και χρόνου.

Το θέαμα, ειδικά το ηλίθιο θέαμα, αποκτάει αυτή την πίστη διευρύνοντας απεριόριστα την περιοχή δικαιοδοσίας του εφικτού με τη συναίρεση πραγματικότητας και φαντασίας. Η διαφορά, επαναλαμβάνω, είναι λεπτή.

Για παράδειγμα, σ' εμάς εδώ, η φράση «Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» σημαίνει περίπου ότι «Δυστυχώς, η πολιτική είναι μόνον η τέχνη του εφικτού», πρόκειται για αναγκαίο κακό, κάτι σαν τον συμβολικό διχασμό που επιβάλλει ο λόγος. Σ' αυτούς εκεί, η φράση σημαίνει ότι ευτυχώς και δόξα τω Θεώ πολιτική και εφικτό ταυτίζονται δίχως κατάλοιπα, και απόδειξη ότι in God we trust. Ο,τι συνέβη με το χρήμα συμβαίνει τώρα με το θέαμα. Ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας δεν υπερέχει θεσμικά απέναντι στον Κρουζ, ούτε ο πολιτικός καριέρας απέναντι στον Σβαρτσενέγκερ· θεοί και οι δύο με κοινό παρονομαστή την εμπιστοσύνη στο εφικτό, απωθούν συνεταιρικά το ανέφικτο εκεί όπου φώλιαζε κάποτε η σκέψη, ακόμη και η πιο απλή. Πηγή: 7

Α/Α: 1086634Εντυπο: 7Ημ/νία: 31/08/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Ο θάνατος του νερού του Ευγένιου Αρανίτση Αν δεις στον ύπνο σου, μια νύχτα με βροχή, φωτιά να καίει, είν' η καρδιά μου που στενάζει μοναχή και σιγοκλαίει. Ετσι διατυπώθηκε από τους ποιητές. Διότι κάποτε η βροχή ήταν το ηχείο των συναισθημάτων. Οταν έβρεχε, δεν μπορούσες να τα παραγνωρίσεις.

Σαν να επρόκειτο για την εκπνοή ενός στοιχείου που μετέφερε την οργανική προϋπόθεση της ζωής, ο κάθετος θάνατος του νερού ήταν πάντα ένας ύμνος στη διάρκεια που χάνεται και στη μονότονη ανακούφιση αυτής της απώλειας. Οπως όλες οι ζωές, όπως όλες οι εκδηλώσεις θυσίας, έτσι και η ζωή της βροχής έσβηνε χάριν της γονιμότητας. Οπως όλοι οι σπόροι, το νερό έπρεπε να πεθάνει για να ανακυκλωθεί σ' έναν κόσμο που το ονειρευόταν. Η βροχή έφτανε για ν' αναγγείλει τον πτωτικό χαρακτήρα κάθε δημιουργίας, μας δίδασκε πως οτιδήποτε υψώνεται, υπακούει ταυτόχρονα στην κλήση μιας καθόδου που το ρευστοποιεί για να το ζωογονήσει εκ νέου. Μ' άλλα λόγια, η βροχή ήταν η πεμπτουσία της επανάληψης του θανάτου που ρυθμίζει όλους τους κύκλους ζωής. Το θρόισμά της στη λαμαρίνα τραγούδησε τον νόμο αυτού του παράδοξου.

Να βλέπεις στη βροχή μιαν απρόσωπη εκδήλωση των στοιχείων, να πιστεύεις πως η βροχή είναι απλώς νερό που πέφτει, ήταν μέχρι πρότινος μικροψυχία. Στον ήχο της ο άνθρωπος αναγνώριζε τον θρίαμβο ενός απ' τα θεμελιακά νοήματα, της πλησμονής που εκχυλίζει σαν δωρεά, του μάννα εξ ουρανού, ακόμη και του από μηχανής θεού. Ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο οτιδήποτε αγαθό προέρχεται «από ψηλά», έβρισκε ανέκαθεν, στη βροχή, την ιδεώδη κατάφαση· η βροχή ήτανε στεναγμός εκπληρούμενης προσδοκίας.

Οουρανός έδινε λόγο στην ομορφιά αλλά και στη ματαίωση, ενώ η γη παρέμενε ο τόπος της πραγμάτωσης, της επαλήθευσης. Η βροχή ανακούφιζε τη γη απ' το βάρος του πραγματικού. Ο ήλιος μας έκανε ερωτιάρηδες ή παράλογους, η βροχή καθησύχαζε τα πνεύματα, ήταν μαλακτική, κατευναστική, θεραπευτική. Το φως της υπήρξε γαλακτερό. Ηταν ένας ύπνος πάνω στα πράγματα, και σαν τέτοια τους επέτρεπε να κοιτούν δίχως ταραχή, πίσω απ' την κουρτίνα και τους υδρατμούς, τη σκηνή μιας δοκιμασίας εξ υποθέσεως παροδικής. Η βροχή ήταν το ον εκείνο που ξαγρυπνούσε για να ονειρευόμαστε το θάνατο με τρόπο ειρηνικό. Οι χειρονομίες της δεν απέπνεαν καμιάν οξύτητα, θύμιζαν βάλσαμο, θωπείες, μουσικές γέφυρες ανάμεσα σε ήπιες εντάσεις.

Ηβροχή υπήρξε ο θυρωρός της ευτυχισμένης παιδικότητας, περιβαλλόταν απ' τους θρύλους των Χριστουγέννων, τη μυρωδιά των κυπαρισσιών, τα σαλιγκάρια και τα πετάγματα των ελαφιών στην ομίχλη. Το παιδί συνέλαβε εκεί τις πρώτες απορίες. Κατανόησε τη διαφορά κι ότι καμιά καλοκαιρινή υπερβολή δεν θα μπορούσε να διεγείρει το βλέμμα αν δεν είχε προηγηθεί ο χειμώνας με το μισόφωτο, οι αστραπές, οι λιτανείες της υγρασίας. Ζήσαμε όλοι, πριν από καιρό, μια εποχή που τη νανούριζαν οι αντιθέσεις.

Μέσα στο παιδί, η βροχή διασκέδαζε την αγωνία του χρόνου, διότι ο χρόνος γινόταν φιλικός,

Page 59: Παράδοξα

κουλουριαζόταν γύρω του και άκουγαν μαζί τον μονόλογο του νερού στα παραθυρόφυλλα. Το παιδί διασκέδαζε την αγωνία από την εναλλαγή των εποχών με το παιγνίδι που ονομάζεται κινέζικο πορτρέτο αφού, αν η βροχή ήταν γυναίκα, θα ήταν η μάνα του, εκείνη τη στιγμή. Διασκέδαζε δηλαδή τη βιασύνη της μεταμόρφωσης των πραγμάτων με την εντύπωση μιας παρουσίας στην οποία μπορούσε κάλλιστα να επιστρέψει με την πρώτη δυσκολία. Η βροχή γαλήνευε και γαληνευόταν. Οταν άγγιζε τη σφοδρότητα της καταιγίδας, προσελάμβανε το χαρακτήρα μιας φύσης μαστιγωτικής αλλά ποτέ εκδικητικής, ορμούσε πάνω στην υλικότητα του κόσμου αλλά με τρόπο ποτέ χαιρέκακο. Η βροχή ήταν η διαυγής ορατότητα σε ώρα μελαγχολίας. Η λύπη της για κείνο που πεθαίνει ποτέ δεν γινόταν κατάθλιψη, πάντοτε έμενε στον ρεμβασμό και τον μετέδιδε σαν βύθιση στο αόρατο.

Αυτή η βροχή δεν υφίσταται πια, ακριβώς όπως δεν υφίσταται το καλοκαίρι, απορροφημένο απ' τις διεκπεραιώσεις του τουριστικού τομέα. Στην εξαφάνιση των συμβολισμών της βροχής επιφυλάχθηκε μια μοίρα ακόμη πιο άδικη, γιατί μπορεί η βροχή, η όξινη βροχή της τρίτης χιλιετίας, να βλάπτει όσο και ο ήλιος, όμως αυτή, επιπλέον, μπορεί να σε πνίξει κυριολεκτικά με τον ρεαλισμό της. Εισβάλλει στα υπόγεια και αναγκάζει τη φτώχεια να βγει στο δρόμο, δηλαδή εκεί απ' όπου ήρθε και να δείξει στις κάμερες την ώς τότε καμουφλαρισμένη προσωρινότητα των επίπλων. Τέσσερα και μισό εκατομμύρια άνθρωποι που κατέληξαν να ζουν στο Λεκανοπέδιο με τη νοοτροπία του πρόσφυγα, φοβούνται τώρα την τιμωρία. Η βροχή ξυπνάει την ανάμνηση της γενοκτονίας.

Εχοντας φορτιστεί μ' αυτή τη μιασματική φιλαλήθεια, η βροχή γίνεται αληθινό μίασμα η ίδια κι έτσι οι μεταφορικές της χρήσεις στη γλώσσα παύουν να είναι μεταφορές. Τώρα κυκλοφορούν στον λόγο σαν κυριολεξίες. Για παράδειγμα, η βροχή των καταγγελιών, η βροχή των παραπόνων, η βροχή των σκανδάλων, όλες αυτές οι βροχές είναι ό,τι το δηλητήριο που πέφτει στις στέγες μας, διότι το βρόχινο νερό άρχισε ήδη να ισοδυναμεί με καταγγελία, με παράπονο, με σκάνδαλο. Δεν υπάρχει πια φιλική πτώση, ό,τι πέφτει πέφτει για να μας συντρίψει. Πηγή: 7

Α/Α: 1085005Εντυπο: 7Ημ/νία: 24/08/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Θάνατος δίχως αναβάτη του Ευγένιου Αρανίτση Το δέλεαρ αγώνων μοτοσικλέτας κάπου στη ρωσική επαρχία, πριν από μια εβδομάδα, προσέλκυσε θεατές που πίστευαν ότι θα δουν κάτι μοναδικό, και όντως είδαν. Χωρίς να το σκεφτούν πολύ, στήθηκαν κατά μήκος της διαδρομής, αμελώντας να πάρουν τις προφυλάξεις που θα ταίριαζαν σε καθυστερημένους και το πλήρωσαν ακριβά όταν ένας αναβάτης τινάχτηκε μακριά απ' τη μηχανή του, ενώ αυτή εισέβαλε στο πλήθος και σκότωσε ένα αγοράκι. Η βαριά μηχανή προχώρησε δέκα μέτρα ισορροπώντας δίχως τον αθλητή, λόγω αδράνειας, και δεν σταμάτησε παρά μόνο πέφτοντας πάνω στον ανθρώπινο στόχο. Αυτό το είδος θανάτου οι Ρώσοι δεν το είχαν συναντήσει ακόμη. Μέχρι πρόσφατα, δηλαδή μέχρι τη στιγμή που τους μετέφεραν μαζικά στο υποτιθέμενο παρόν της μετανεωτερικότητας με μια γιγαντιαία πολιτική επιχείρηση απόψυξης, ήταν βέβαια εξοικειωμένοι με το θέαμα του θανάτου αλλά όχι με το θέαμα που σκοτώνει το ίδιο. Είχαν την εμπειρία του θεάματος του δολοφόνου, όμως το θέαμα-δολοφόνος τούς ήταν άγνωστο.

Μπήκαν έτσι στην εποχή του Ρόλερμπολ με ψυχρολουσία. Μαζί με την αποκάλυψη του θεάματος που σκοτώνει, εισέπραξαν τη διαβεβαίωση μιας αλήθειας που την είχαν ίσως συλλάβει ενστικτωδώς και που τώρα ερχόταν στο προσκήνιο πανηγυρικά: οι μηχανές που σκοτώνουν, όπως όλες οι μηχανές άλλωστε, δουλεύουν από μόνες τους μια χαρά. Ο αναβάτης του θανάτου δεν είναι πια απαραίτητος. Το όνομα του πραγματικού αναβάτη είναι Κεκτημένη Ταχύτητα. Τα παιδιά της Χιτλερικής Νεολαίας κάποτε τραγουδούσαν: «Ο θάνατος είναι ο δικός μας άνεμος».

Αυτό, σίγουρα, από μια εποχή και ύστερα, αποτέλεσε τη μοιραία διάσταση του δυτικού πολιτισμού, η οποία έγινε ολοφάνερη μετά τον πόλεμο και ανακηρύχτηκε απόλυτος κύριος του παιγνιδιού από τον αυτοματισμό και τις σκεπτόμενες μηχανές. Οι Ρώσοι το υποπτεύονταν διότι είχαν κι εκείνοι θυσιάσει ένα μεγάλο κομμάτι του ψυχισμού τους στη λατρεία της μηχανής, και διαισθάνονταν πως η μηχανή, από ένα σημείο και πέρα, δεν έχει ανάγκη τον άνθρωπο ούτε λογοδοτεί στη λογική κανενός τύπου προόδου, εκτός από εκείνη ενός αυτοσκοπού που παρακολουθεί την επιταχυνόμενη χρονικότητα των τεχνολογικών κατακτήσεων μέχρι την άβυσσο.

Ξαφνικά, η σκηνή του συγκεκριμένου ατυχήματος φάνηκε στα μάτια μου σαν μια συνταρακτική αλληγορία της δράσης του μοντέρνου θανάτου, που αφορά όλους μας, του θανάτου δίχως αναβάτη. Πέραν πάσης αμφιβολίας, τα πράγματα κινούνται από μόνα τους προς τα εμπρός, αδιαφορώντας για το είδος της προοπτικής που συναρπάζει την κίνησή τους, αφού τέτοια είναι η φύση τους, δηλαδή αδιάφορη. Προ πολλού, ο κόσμος μας, ιδωμένος σαν μια σύνθετη, συνολική μηχανή, κινείται με αυτόματο πιλότο, η θέση του υποκειμένου είναι κενή. Το υποκείμενο μοιάζει να έχει εκτιναχτεί, όπως στο παράδειγμά μας, ή πιο σωστά εκτροχιαστεί, ένεκα της υπερβολικής ταχύτητας των εξελίξεων, κι έτσι οι εξελίξεις είναι πια αυτοαναφορικές.

Συνειδητοποιώντας κανείς το μέγεθος της απειλής μιας μείζονος απορύθμισης όλων αυτών των

Page 60: Παράδοξα

βάναυσων και συνάμα αιθέριων λειτουργιών που συνθέτουν το μεταμοντέρνο σύμπαν, όπως είναι το χρηματιστήριο, η πυρηνική τεχνολογία, η δορυφορική επικοινωνία, η γονιδιακή μηχανική κ.λπ., πράγμα που ήταν ήδη αρκετά εύκολο στις αρχές της δεκαετίας του '80, κατανοεί ότι οι μηχανές κινούνται όντως δίχως αναβάτη προς τα εκεί που θέλουν αυτές, δηλαδή προς το κρίσιμο όριο, μέσω της υπερθέρμανσης των κυκλωμάτων. Αν και δεν απέμειναν πολλά να πούμε γι' αυτόν τον εφιάλτη, που το θέμα του είναι σήμερα κοινότοπο, μπορούμε εντούτοις, πάντοτε, να αναρωτιόμαστε για τη θέση του ανθρώπου, δηλαδή εκείνου που εκτροχιάστηκε. Γιατί δεν αντιδρά;

Η απάντηση που με ενδιαφέρει εδώ, σήμερα, και η οποία μου υπαγόρευσε τα παραπάνω, είναι πως ο άνθρωπος αρνείται ίσως να αντιδράσει στο μονοπώλιο των αφηνιασμένων μηχανών επειδή αυτή η έκκεντρη και ουδέτερη θέση που καταλαμβάνει έχοντας εκτοπιστεί από τη σαρωτική ταχύτητα του κόσμου, τον ανακουφίζει από το ψυχικό βάρος της ευθύνης. Αν ο κόσμος πρόκειται να καταστραφεί από την τρέλα των μηχανισμών που αυτονομήθηκαν, ο άνθρωπος δικαιούται, ή έτσι νομίζει, να βυθιστεί στην ψευδαίσθηση ότι δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη τώρα πια, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού η άποψη της μηχανής δεν είναι συζητήσιμη. Ακούς τον βρυχηθμό; Περί αυτού πρόκειται.

Αμέσως μετά την επιτυχία του, ο Δρ Εκαρντ Βίμερ, επικεφαλής της ομάδας που πειραματιζόταν για την κατασκευή του πρώτου συνθετικού ιού, έσπευσε να δηλώσει σαν να ήταν κάτι φυσικό: «Το κάναμε μόνον και μόνον για να αποδείξουμε ότι μπορεί να γίνει». Θράσος; Ηλιθιότητα; Ο,τι κι αν είναι αυτό που πυροδοτεί τέτοια κρούσματα αλαζονείας, σημασία έχει κυρίως ότι το άτομο παρουσιάζεται ανεύθυνο τη στιγμή που οι εξελίξεις ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του, αναθέτοντάς του ρόλο απλού συνεργού ή επιστάτη. «Κάναμε», «αποδείξουμε», «μπορεί», «γίνει», τα ρήματα που χρησιμοποίησε ο Βίμερ, καθόλου τυχαία, εγγράφονται στον άξονα μιας συμπεριφοράς δίχως βούληση, ψυχισμό ή υποκειμενικότητα. Αυτός ο Βίμερ και οι άλλοι που έχουν σαν στόχο να ανατινάξουν τον πλανήτη απλώς και μόνο για να εξακριβώσουν «αν μπορεί να γίνει», δεν είναι πλέον εγκληματίες πολέμου αλλά γρανάζια, ή μάλλον αξεσουάρ, της μηχανής που σκοτώνει παιδάκια. Οχι μιας μηχανής-ως-μεταφορά, π.χ. του ναζισμού ή του σταλινισμού, αλλά κυριολεκτικά ενός κινητήρα.

Ετσι και στο παράδειγμα του Ρώσου. Φταίει άραγε εκείνος για το θάνατο του παιδιού ή η μοτοσικλέτα; Είναι δύσκολο να πεις, και σ' αυτήν ακριβώς τη δυσκολία επωάζεται η υπναλέα συναίνεση στην εγκληματικότητα του πολιτισμού. Πηγή: 7

Α/Α: 1083552Εντυπο: 7Ημ/νία: 17/08/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Η αγάπη μου για τα τζιτζίκια του Ευγένιου Αρανίτση Το παρελθόν είναι για μένα δύο χάρτες, ο ένας πάνω στον άλλο. Στον έναν καταγράφονται όλοι οι χειμώνες από την ημέρα που γεννήθηκα μέχρι σήμερα και στον άλλο, ανάποδα, όλα τα καλοκαίρια από το φετινό μέχρι εκείνο του έτους ένα της ζωής μου. Οι χάρτες αυτοί δεν είναι επιτελικοί, δεν έχουν κέντρο· ορίζονται από μια αφηρημένη κυκλοφορία καταστάσεων που πηγάζουν από την ίδια τους την εμπειρική επιμονή να επανέρχονται ζητώντας λησμονιά και νοσταλγία αντίστοιχα. Ο πρώτος χάρτης είναι γκρίζος και δυσανάγνωστος· ο δεύτερος λάμπει μ' ένα οξύ γαλάζιο φως, τόσο σκληρό ώστε οι ενδείξεις και τα ονόματα, οι δρόμοι και τα υψόμετρα, εξαφανίζονται. Το φως λοιπόν είναι Πραγματικό, πέρα από κάθε γλωσσική σημασία: το φως, κατά κάποιον τρόπο, είναι αυτό που πρέπει να λείπει ώστε να έχει ο χάρτης νόημα.

Το φως διαθέτει δική του γεύση, που θα μπορούσαμε να την συγκρίνουμε μ' εκείνη του αλατιού στην αλισάχνη των βράχων, και όσο για το απιτικό του ισοδύναμο, ας πούμε ότι συγγενεύει με την αίσθηση του καραβόπανου όταν το αγγίζουν οι ρώγες των δαχτύλων. Ισως αυτή η κάπως απόκρυφη αναλογία να ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο, όμως κανείς δεν θα αμφέβαλλε ότι τουλάχιστον ο ήχος του, ο ήχος αυτού του καλοκαιρινού φωτός για το οποίο μιλάω, είναι το τερέτισμα του τζίτζικα, το ίδιο μ' εκείνο που αντηχεί στο όνομά του. Ηχος ενός παράδοξου και περίπλοκου μουσικού οργάνου στη βάση της κοιλιάς, με την ίδια την κοιλιά σε θέση ηχείου. Ποιητική αδεία, το χαρακτηρίζουν σαν τραγούδι, επειδή το τζιτζίκι είναι το αγαπημένο σύμβολο των ποιητών της Μεσογείου, όμως θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μοιρολόι, ομηρική εξιστόρηση, απλό βόμβο, ή και ρύπανση της μεσημεριανής ησυχίας. Κοιμάσαι; Ξύπνα και ξανακοιμήσου.

Η ετυμηγορία κυμαίνεται ανάλογα με τον άνθρωπο και υπάρχουν επαμφοτερίζουσες καταστάσεις, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα παιδιά που η ψυχή τους βασανίζεται από την κυκλοθυμική δικαιοδοσία του ηθικού νόμου. Αν και τα λάτρευα τα τζιτζίκια, αφού ήταν σύμβολο καλοκαιριού, δηλαδή ελευθερίας, τα βασάνιζα κι εγώ, μαζί με τους άλλους της παρέας, όχι βέβαια με σαδισμό, απλώς τα πιάναμε απαλά στη χούφτα, σκαρφαλώνοντας στα δέντρα και επιχειρώντας έναν αιφνιδιασμό από τα μετόπισθεν του κάθε ανύποπτου βάρδου, στη δε συνέχεια τα μετρούσαμε σαν σε διαγωνισμό, ή απειλούσαμε τα κορίτσια ότι θα τα ρίχναμε στα μαλλιά τους. Εκείνες στρίγκλιζαν υστερικά κι εμείς επαληθεύαμε έτσι τον βαθμό πίεσης του ελατηρίου πάνω στο οποίο η διαφορά των φύλων θα οικοδομούσε μια μέρα την ετοιμόρροπη ιδέα του γάμου, λες και το ουρλιαχτό ξεπηδούσε από το

Page 61: Παράδοξα

σημείο G.

Μετά αφήναμε τα υπέροχα ζωντανά λάφυρα να πετάξουν επιστρέφοντας στα δέντρα τους, όπως κάνουν οι Αμερικάνοι με τις πέστροφες. Μόνον που αυτοί το κάνουν από σεβασμό στον κανόνα της πολιτικής ορθότητας, ενώ εμείς θέλαμε μάλλον να δούμε το χέρι μας να σηκώνεται στον αέρα σαν το STOP ενός μεθυσμένου τροχονόμου, το οποίο μετατρέπεται σε αγέρωχο χαιρετισμό προς τον παραβάτη.

Είναι μια αλήθεια που την ξέρουν όλες οι μανάδες, ότι προκειμένου να κοιμηθεί ο άνθρωπος πρέπει κάποιος να ξαγρυπνάει για χάρη του, τέτοια ήταν ανέκαθεν η λειτουργία όλων των νανουρισμάτων. Το τζιτζίκι είν' αυτό που ξαγρυπνάει ώστε να κοιμάται, τα μεσημέρια του καλοκαιριού, αυτός που ονειρεύεται τη μάνα του τη φύση. Τώρα πια, μαζί με τη συνήθεια της σιέστας, για την οποία ο μεσογειακός άνθρωπος, χτυπημένος από την παράνοια του μοντέρνου μεγαλείου, έχει αρχίσει να ντρέπεται, εξαφανίζεται και το είδος Cicada plebeja, Τέττιξ ο πληβείος. Στο σπίτι μου, γύρω απ' το οποίο στέκονται αμήχανα ένα σωρό δέντρα, το πρώτο τζιτζίκι αντήχησε στις 13 Ιουλίου. Μέχρι τότε κοιμόμουν λυπημένος, μ' άλλα λόγια η λύπη ξαγρυπνούσε ώστε να μπορέσω να παραδοθώ στον ύπνο. Εξ ου και αυτού του είδους η λύπη, με την οποία σας ταλαιπωρώ σήμερα, είναι κουρασμένη αλλά και τρυφερή, όπως μια μάνα που θηλάζει.

Το αγαπάω το τζιτζίκι ακόμη περισσότερο, τώρα πια, επειδή ο χάρτης του καλοκαιριού έχει αρχίσει να γίνεται σκοτεινός και δύσβατος, κι αυτό το πλάσμα τον φωτίζει με μια φλόγα μυστικής αντίστασης κατά της αισχρής και απάνθρωπης βιασύνης που υποτίθεται ότι πρέπει να μας συνοδεύει σαν κάτι ιδανικό. Στην αισώπεια διάστασή του, είναι το σύμβολο της ανέμελης ευτυχίας, αυτής της ήσυχης αγάπης για το Είναι, σε αντιδιαστολή προς το άγχος του Γίγνεσθαι, η οποία χαρακτηρίζει την Ανατολή. Τρομερή κοινοτοπία, το τζιτζίκι δεν δίνει τίποτα για εκμετάλλευση, κι έτσι τραβάει επάνω του τη μνησίκακη περιφρόνηση του νεόπλουτου κατεστημένου. Παραμένοντας το έμβλημα του παρόντος, η ενσάρκωση της αθρόας τωρινής στιγμής, δηλαδή αυτού που μας άρπαξαν, ενοχλεί την αυταρέσκεια των αρπακτικών -κι εμείς, με συγχωρείτε για τη έκφραση, τους έχουμε γραμμένους εκεί που ξέρουν.

Να κι ο Ανιέλι, ο έξυπνος ιταλός κροίσος που δωροδόκησε κάτι παιδάκια του χωριού, στους Παξούς, το 1977, για να μαζέψουν όλα τα τζιτζίκια γύρω απ' τη μεγαλοπρεπή του έπαυλη, επειδή ο θόρυβος λέει ενοχλούσε τους υψηλούς προσκεκλημένους που το πέρασαν για ροχαλητό του Θεού. Εκεί, στη Λάκκα, ακόμη το θυμούνται. Λέω έξυπνος διότι δεν τους έδωσε τη δουλειά κατ' αποκοπήν, αλλά υποσχέθηκε μία δραχμή για κάθε έντομο, γεγονός που ενθάρρυνε την κινητικότητα ώσπου τα παιδιά γέμισαν πέντ' έξι τεράστιες σακούλες με τζιτζίκια και του τα πήγαν. Οι υπηρέτες τα πέταξαν στα σκουπίδια. Θυμίζω το όνομα: Τζίτζικας ο πληβείος.

«Σακούλες», «σκουπίδια», «Ανιέλι», υποχρεώνομαι να μεταχειριστώ κακόηχες λέξεις σήμερα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς· η περίφραση έχει τα όριά της. Πηγή: 7

Α/Α: 1071334Εντυπο: 7Ημ/νία: 06/07/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Εξω οι βάσεις απ' την Ελλάδα του Ευγένιου Αρανίτση Ο Χάρης Βλαβιανός αποπειράθηκε να τραβήξει την προσοχή μου στο νεολογισμό «μηδενική βάση», αμερικανικής προέλευσης όπως όλοι τους, που έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των στελεχών του πολιτικού συστήματος, αριστερών, δεξιών και κεντρώων. Οπως βλέπετε, η ανταπόκρισή μου υπήρξε φλογερή.

Οχι πως με εκπλήσσει η ακαταμάχητη γοητεία που ασκούν τέτοια σχήματα στους τεχνοκράτες. Η ταχύτητα με την οποία πολιτογραφούνται σαν πρωτεύοντα στοιχεία γλωσσικού επαναπρογραμματισμού ισοδυναμεί με την ευκολία στη χρήση, που ευαγγελίζονται όλα τα κενά σημαίνοντα. Ετσι, η έκφραση «μηδενική βάση» έγινε μόδα αυθημερόν, ακριβώς επειδή δεν σημαίνει τίποτα. Ομως, αυτή ειδικά, σε αντίθεση προς τις άλλες, ή έστω περισσότερο απ' ό,τι αυτές, διαλαλεί το τίποτα κετευθείαν, μέσα στο ίδιο της το εκφερόμενο.

Είναι λογικό να πιστέψουμε ότι το να ξεκινήσεις «από μηδενική βάση» σημαίνει να αρχίσεις από το μηδέν. Αυτό άπτεται του περίφημου, όσο και άλυτου φιλοσοφικού προβλήματος γύρω απ' το εάν και κατά πόσον το μηδέν έχει υπόσταση, δηλαδή αν το μηδέν είναι όντως «κάτι». Και εδώ, στην περίπτωσή μας, το πρόβλημα ανακύπτει με τον ίδιο τρόπο, αφού οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες, ενώ είναι τίποτα, ολοφάνερα, είναι εντούτοις «κάτι», είναι υποτιθέμενοι νομοθέτες, αστέρες της τηλεόρασης, συνυπεύθυνοι για την ομαλή ροή του θεάματος της δημοκρατίας κ.τ.λ. Ξεκινώντας λοιπόν από μηδενική βάση, πράγμα που κάνουν καθημερινά, εφόσον η βάση φαντάζει σαν ένα πελώριο έλλειμμα θεμελίων αυτού που είναι και κάνουν, πάνω σε ποια ακριβώς βάση στηρίζονται;

Μια λύση θα 'ταν να πούμε πως η βάση αυτή είναι ο αέρας (με την πολεοδομική έννοια της

Page 62: Παράδοξα

μεταφοράς), εξ ου και η έκφραση «είμαστε στον αέρα». Πράγματι, με συμβολικούς όρους, ο αέρας αυτού του είδους είναι και δεν είναι «κάτι». Αν και υπάρχει, μένει άπιαστος και διαφεύγει σαν μια ποιότητα ανυπόστατη. Αυτό διαγράφεται καθαρά στο παλιό, προφητικό κλισέ, «πήραν τα μυαλά του αέρα». Οταν παίρνουν τα μυαλά σου αέρα, τι ακριβώς παίρνουν; Οταν κάποιος «σου παίρνει τον αέρα», τι ακριβώς σου παίρνει; Και όταν «πουλάς αέρα», τι ακριβώς πουλάς; Καταλαβαίνετε εντούτοις πως, αν και είναι «τίποτα», ο αέρας εδώ παράγει ένα έργο πολύ πιο θαυμαστό απ' ό,τι στην ιστιοπλοΐα.

Φαίνεται πως η «μηδενική βάση» αντιπροσωπεύει, επίσης, μίαν έμμεση ομολογία της πολιτικής για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τις τύχες μας, δηλαδή για τη στρατηγική της, διαρθρωμένη ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο πόλους, το «τίποτα» και τη «βάση», το σύνθημα και τον ήχο του, την απουσία και την εικόνα της. Η βάση εδώ είναι σαν το Πραγματικό του Λακάν, μολονότι δεν υφίσταται, έχει την ικανότητα να προκαλεί δομικές και οντολογικές συνέπειες. Διότι, αφού η βάση είναι μηδέν, δηλαδή ανύπαρκτη, τί ακριβώς είναι αυτό στο οποίο εκείνη θα χρησιμεύσει σαν έρεισμα; Και όμως, χρησιμεύει σ' έναν ολόκληρο κόσμο. Είναι ο κόσμος μας, άλλωστε, έτσι όπως κατέληξε, δηλαδή τυφλός και κλειστός απέναντι στις συμβολικές αναπαραστάσεις, ένα σύμπαν που το ζούμε αλλά δεν ξέρουμε καθόλου περί τίνος πρόκειται. Βαδίζουμε με τη σιγουριά του υπνοβάτη, σε «μηδενική βάση» και με τα χέρια προτεταμένα, όπως απαιτεί η καταναλωτική παρόρμηση.

Στο φως του βολταϊκού τόξου που σχηματίζουν οι δύο πόλοι, «μηδέν» και «βάση», γίνεται λοιπόν προφανές ότι η έκφραση «μηδενική βάση», όταν την προφέρει ας πούμε η Παναγιωταρέα ή ο Καραμανλής, δεν σημαίνει καθόλου «από την αρχή», «από τη γραμμή της αφετηρίας» κ.λπ., αλλά μάλλον αναπαριστά μια ουδετεροποίηση του πράγματος, τη σκηνή της αμοιβαίας απαλοιφής δύο ίσων και αντιθέτων που συμψηφίζονται. Και «βάση» και «μηδέν», το αποτέλεσμα της εκκίνησης είναι μια μετεώριση, η παραγωγή ενός σημείου νεκρής ισορροπίας. Εξυπακούεται ότι αυτό περιγράφει ανάγλυφα την πολιτική κατάσταση ενός κόσμου όπου, ακατάπαυστα, κάτι συμβαίνει δίχως να συμβαίνει, κάτι αποδεικνύεται χωρίς να αποδειχτεί, κάτι διαπιστώνεται δίχως να διαπιστωθεί, και ούτω καθ' εξής.

Επομένως, εκείνο που μένει σαν κέρδος όταν κάποιος μεταχειρίζεται φράσεις όπως η επίμαχη, και ειδικά αυτήν, δεν είναι παρά η ταυτολογική της αντήχηση, εν είδει αναβολής εκείνου που εκκρεμεί αλλά δεν πρέπει επ' ουδενί να ειπωθεί. Τέτοια στερεότυπα της νέας πολιτικής τεχνολογίας προσφέρουν το παράδοξο δικαίωμα να είσαι ειλικρινής μη λέγοντας το παραμικρό. Διότι, μπορεί μεν η φράση να συμπίπτει με το κενό, απ' την άλλη ωστόσο, δεν πρόκειται για ψέμα, αφού η βάση βρίσκεται όντως καθηλωμένη στο βαθμό μηδέν. «Βάση», «πλαίσιο», «άξονες», «συνιστώσες», «οροφή», «προοπτική», «οικοδόμημα», όλο αυτό το αρχιτεκτονικό πανόραμα είναι κατ' ουσίαν απαραίτητο στην πολιτική (πολιτική-πόλις) ενός κόσμου ακατοίκητου από ανθρώπους. Καταλήγουμε έτσι στην επιγραμματική διαπραγμάτευση του ζητήματος της βάσης, με το γνωστό δίστιχο ποίημα του Κάμινγκς: «a politician is an arse upon / which everyone has sat except a man» (c,550). Πηγή: 7

Α/Α: 1068063Εντυπο: 7Ημ/νία: 29/06/2003 Σελίδα: 29Κατηγορία: Παράδοξα Η καινούρια πνευματικότητα του Ευγένιου Αρανίτση Δίχως να είναι κανείς ιδιαίτερα παρατηρητικός διαπιστώνει ότι εκείνοι που καλούν τα πνεύματα στο τραπεζάκι για συζήτηση είναι, γενικά μιλώντας, άνθρωποι απ' τους οποίους το πνεύμα λείπει εντελώς. Κατά συνέπεια, έχουν κάθε λόγο να το περιμένουν, έστω υπό μορφήν εκτοπλασματική. Αναμφίβολα, αρκετοί ερασιτέχνες του είδους, κατά το παρελθόν, θα μπορούσαν να περιγραφούν σαν πνευματώδεις συγγραφείς απομνημονευμάτων, καλλιεργημένοι μπον βιβέρ της υψηλής κοινωνίας με πάθος για την κομψότητα, άριστοι παίκτες του μπριτζ και ξιφομάχοι ή συλλέκτες σπάνιων βιβλίων ή εραστές κυριών που έπλητταν περιμένοντας τον Αρσέν Λουπέν απ' την μπαλκονόπορτα· αλλά, ευτυχώς, επρόκειτο μόνον περί απατεώνων.

Βλάκες ή όχι, πάντως εδώ, σήμερα, στην περιοχή δικαιοδοσίας του παντοδύναμου new age, πνευματιστές και μέντιουμ, διάμεσοι ή φερέφωνα του Αιγύπτιου Σεθ, άτομα στα οποία τα πνεύματα υπαγόρευσαν ολόκληρα βιβλία, ενεργούμενα άυλων οντοτήτων που ξετρυπώνουν χαμένες διαθήκες χρεώνοντας τις συμβουλές με την ώρα, όλοι αυτοί αντεπιτίθενται κατά μέτωπον. Είναι μάλλον δύσκολο να φανταστεί κανείς την κλίμακα της αντεπίθεσης αν δεν έχει ζήσει στην Αμερική ή, έστω, αν δεν περιπλανήθηκε για λίγο στα σοκάκια του Διαδίκτυου με τις απαραίτητες λέξεις-κλειδιά. Εκεί θα αισθανθεί την ατμόσφαιρα του νεκρομαντείου σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Αφού τίποτα δεν είναι πιο προφανές από το απόκρυφο.

ΟΑντόρνο, στο θρυλικό «Minima Moralia», είχε πλησιάσει το ζήτημα από την απέναντι πλευρά· κατάλαβε ότι το πνεύμα έλειπε όχι από τα μέντιουμ αλλά, πρωτίστως, από τα ίδια τα πνεύματα. Αυτό μας προσφέρει έναν καλό προϊδεασμό της πειθούς με την οποία η προσομοίωση, στον νεωτερικό κόσμο, επρόκειτο να εκθειάσει τη διαφάνεια των πραγμάτων σαν καμουφλάζ της απουσίας τους. Οπως έμελλε να συμβεί με το κάθε τι που θα γινόταν μόδα ακριβώς επειδή έπαψε να υφίσταται, το πνεύμα

Page 63: Παράδοξα

ήταν το πρώτο που εξαφανίστηκε ώστε ν' αφήσει χώρο στα πνεύματα.

Ετσι, παραδόξως, αυτό που φέρνουν οι ασώματες υποστάσεις απ' το υπερπέραν είναι, και πάλι, το σώμα, η σωματικότητα.(1) Ψάχνοντας κανείς στα άδυτα του πνευματιστικού κόσμου, συναντάει τα εμβληματικά σημεία ενός λογοκριμένου και γι' αυτό πολύ ισχυρού ερωτισμού, που έχει σαν όχημα οριακές υστερικές εμπειρίες, ίδιες και απαράλλαχτες με τις λεγόμενες εμπειρίες αιχμής των μεγάλων μυστών και μυστικιστών του παρελθόντος -έκσταση, συντονισμό με τα λανθάνοντα μήκη κύματος μιας απόκοσμης γοητείας, ακρόαση φωνών, παραληρηματική βεβαιότητα ότι το παν αποτελεί μουσική ή φως και κορυφώσεις εντυπώσεων ενός σύμπαντος που ξαφνικά προσλαμβάνει ένδοξο περιεχόμενο, σαν το υποκείμενο να έχει αναληφθεί στους ουρανούς. Τέλος, την κατάργηση της προτεραιότητας του αιτίου πάνω στο αποτέλεσμα· μ' άλλα λόγια, την αχρονία που τόσο προσιδιάζει στη λογική του ίδιου του Ιντερνετ.

Σημειωτέον ότι οι οπτασίες όμορφων γυναικών έχουν χαθεί απ' το καινούριο ρεπερτόριο της ενισχυμένης πραγματικότητας· τώρα τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες απολαμβάνουν την προτίμηση αρσενικών επισκεπτών οι οποίοι, κυρίως εφόσον πρόκειται για όντα από παράλληλες διαστάσεις ή εξωγήινους κόσμους, είναι όλοι ανεξαιρέτως ψηλοί, πανέμορφοι, γυμνασμένοι και με βαθιά φωνή, είτε ξανθοί (σημαίνον γαλαξιακής προέλευσης) είτε μελαχρινοί, όπως οι ήρωες των Χιλίων και Μιας Νύχτας, και με ρούχα σεΐχη. Το χαρακτηριστικό αυτό επιστρέφει τόσο επίμονα στις μαρτυρίες των ευαίσθητων σε επαφές συνειδήσεων, ώστε είναι δύσκολο να μην υποπτευθεί κανείς πως οι τελευταίες θα ηρεμήσουν μόνον μετά από μια νύχτα οργίων με τις αγγελικές οντότητες, που άλλωστε εμφανίζονται διαθέσιμες on line.

Αυτό απαυγάζει στη ρηχότητα της προσέγγισης, δηλαδή στη, δίχως διανοητική αναφορά, είσοδο μιας παρουσίας που υποτίθεται ότι είναι -ειδικά αυτή- αμιγώς διανοητική. Σε πείσμα της ίδιας τους της προέλευσης, τα πνεύματα είναι όλα απόφοιτοι δημοτικού, με κάτι το ζωώδες, που υπόσχεται να μετασχηματιστεί σε σιντριβάνια τεστοστερόνης. Τηρουμένου του κανόνα που διαδίδουν τα ΜΜΕ, σύμφωνα με τον οποίο οι κυρίες και οι ομοφυλόφιλοι έλκονται από μυώδεις προγλωσσικούς ή εγγαστρίμυθους άντρες, πασιφανώς απρόθυμους για βαθυστόχαστες εξομολογήσεις, τα πνεύματα στέκουν λιγομίλητα και αινιγματικά, σαν τους ωραίους τύπους του κινηματογράφου ας πούμε, των οποίων τα πελώρια αποτέτοια χρησιμεύουν υποτίθεται σαν θελκτική μεταφορά για τη δύναμη του χαρακτήρα.

Ετσι, τα πνεύματα γίνονται αιτία επιστροφής μιας σωματικότητας που βρίσκεται, με τη σειρά της, στο κατώφλι της εξαφάνισης. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν χάθηκε το πνεύμα, το σώμα δεν διατηρήθηκε περισσότερο αληθινό. Σώμα αιθέριο, όπως το περιγράφουν οι διαφημίσεις καλλυντικών και προϊόντων παραϊατρικής, σώμα μυστικό και συνάμα κοινόχρηστο όπως μια θεότητα, σώμα διάτρητο και αβαρές, σώμα που λειτουργεί σαν ένα κύκλωμα, σώμα κατάλληλο για τον άνθρωπο του διαστρικού περιβάλλοντος: ιδού ποια σώματα επιστρέφουν μαζί με τα πνεύματα στο δωμάτιο του μέντιουμ. Διωγμένα και τα μεν και τα δε από τον τόπο που λέγεται ψυχή.

(1) Εκανα αυτές τις σκέψεις γράφοντας μια σημείωση για τον Καβάφη και τα «σώματα» που προσκαλούσε στον ρεμβασμό του. Πηγή: 7