33325297-Μέγας-Φαράντος-Κριτική-στη-θεολογία-του-Μητροπολίτη-Ζηζιούλα...

5

Click here to load reader

Transcript of 33325297-Μέγας-Φαράντος-Κριτική-στη-θεολογία-του-Μητροπολίτη-Ζηζιούλα...

Page 1: 33325297-Μέγας-Φαράντος-Κριτική-στη-θεολογία-του-Μητροπολίτη-Ζηζιούλα

πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον - http://www.egolpion.com/zhzioulas_uperfusiko.el.aspx

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟ∆ΟΞΙΑ;

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ

Εις τα επόµενα ασχολούµαι µε την παρουσίαση και την κριτική θεώρηση των θεολογικών ιδεών και απόψεων του Μητροπολίτου Περγάµου και καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα , όπως αυτές εκτίθενται εις το προσφάτως δηµοσιευθέν βιβλίο του: «Η κτίση ως ευχαριστία, θεολογική προσέγγιση στο πρόβληµα της Οικολογίας», Αθήνα 1992.

Έναντι του θεοκεντρικού χαρακτήρος της «παραδοσιακής» ορθοδόξου δογµατικής θεολογίας, ήτις θεολογεί µε αφετηρία και βάση την εν Ιησού Χριστώ θεία αποκάλυψη, όπως αυτή βιώνεται και διδάσκεται υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας, παρουσιάζει η εις το ως άνω βιβλίο του θεολογία του κ. Ζηζιούλα (εφεξής : κ. Ζ.) εµφανή την απόκλιση προς ένα ανθρωποκεντρισµό. Ενταύθα πρόκειται ουχί περί επί µέρους επιδράσεων εκ της δυτικής θεολογίας, τις οποίες συναποκοµίζει πας ορθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εις τας θεολογικάς σχολάς της ∆ύσεως, αλλά περί ενός νέου τρόπου του θεολογείν στο χώρο της ορθοδόξου δογµατικής θεολογίας, µε ισχυρά τη ροπή προς την φυσική, τ.έ. την φιλοσοφική, θεολογία, όστις, εκρίθη σκόπιµο να καταστεί γνωστός ευρύτερο, προς θεολογική συζήτησιν, αντιπαράθεση και αξιολόγηση, και ένταξη εκεί, ένθα ανήκει, δεδοµένου ότι απηχεί απόψεις ενός ουχί τυχαίου Έλληνος ορθοδόξου θεολόγου και επισκόπου.

Οι εντός παρενθέσεως αριθµοί παραπέµπουν εις το ως άνω βιβλίο του κ. Ζ., για δε τις υπογραµµίσεις, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί η δέουσα τάξη, παρακαλώ τον αναγνώστη, όπως ανατρέχει στο κείµενο προς επαλήθευση. Οι τίτλοι των περιεχοµένων της δικής µου εργασίας έχουν ως ακολούθως:

4o ΚΕΦΑΛΑΙΟ «...δεν υπάρχει... υπερφυσικό»

1. Η θεολογία του κ. Ζηζιούλα αποµακρύνεται εκ της «παραδοσιακής» ορθοδόξου θεολογίας, ήτις κατανοεί το έργον της ως λειτουργίαν εντός της Εκκλησίας προς υποβοήθησιν του σωτηριώδους έργου Αυτής προς τους πιστούς της. Η θεολογία τον κ. Ζ. απευθύνεται προς «το σύγχρονο άνθρωπο», µε τον οποίον επιδιώκει να διαλεχθεί και να πείσει, επιζητούσα «µια έντιµη, συνεπή συνοµιλία µε την επιστηµονική ή φιλοσοφική σκέψη», και «µε τους φυσικούς επιστήµονες»(88. 89). Ποίος είναι «ο σύγχρονος άνθρωπος» εις την εικόνα του κ. Ζ.; -Είναι εκείνος, πού «αποτινάζει µε αγανάκτηση τους ηθικούς κανόνες» της χριστιανικής παραδόσεως(32), που δεν πείθεται µε «τα δογµατικά κηρύγµατα»(33), πού «δεν συλλαµβάνει πλέον το υπερφυσικό»(25). Και εδώ παρατηρείται κάτι το εκπληκτικόν, ουχί µόνον δι' ορθόδοξον, αλλά και δι' οιονδήποτε άλλον θεολόγον -επιστήµονα: Ο κ. Ζ. αποδέχεται ανεπιφυλάκτως -και µάλιστα υπερθεµατίζει- την πολεµικήν ταύτην «του συγχρόνου ανθρώπου», δια της οποίας απορρίπτει ούτος σύνολον την χριστιανικήν - ορθόδοξον παράδοσιν, διότι «δεν την συλλαµβάνει πλέον». Χωρίς την άσκησιν οιασδήποτε κριτικής προς «τον σύγχρονον άνθρωπον», όστις είναι πλήρης προλήψεων, δεισιδαιµονιών, αιρέσεων, ανηθικότητος, εγκληµατικότητος κλπ., επιρρίπτει ούτος όλα τα βάρη «της κρίσεως του συγχρόνου ανθρώπου στη σχέση του µε το Χριστό» εις την Εκκλησίαν και εις την θεολογίαν της, δια τον λόγον και µόνον, ότι διδάσκει αυτή, ο,τι απορρίπτει ούτος. Και δια να µην επανέρχοµαι: «Και µέσα στην Εκκλησία», κατά τον κ. Ζ., το άτοµον δεν σώζεται, αλλά κακοποιείται και αλλοτριούται(29)! Ειδικώτερον, ως προς την περί Θεού διδασκαλίαν, όπως κατανοεί ταύτην ο κ. Ζ., αξία σηµειώσεως είναι

Page 2: 33325297-Μέγας-Φαράντος-Κριτική-στη-θεολογία-του-Μητροπολίτη-Ζηζιούλα

τα ακόλουθα: Ο κ. Ζ. εις τον περί Θεού λόγον του απαξιοί, σχεδόν, να «εργασθεί» µε χριστιανικάς εννοίας, όπως: Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύµα, ενέργειαι του Θεού κλπ. Ακόµη δε και την λέξιν «Θεός» χρησιµοποιεί κατά συγκατάβασιν: «...σε κάποιο "επέκεινα" - στο Θεό, αν θέλουµε να χρησιµοποιήσουµε αυτή την παραδοσιακή ορολογία»(45)! Αντί δε τούτων επιδεικνύει προτίµησιν ούτος προς τους φιλοσοφικούς όρους: «υπερφυσικό», «υπερβατικό», «επέκεινα» κλπ., οίτινες υπεµφαίνουν το ουδέτερον, το απρόσωπον, το ανενέργητον «επέκεινα», καθώς και προς µίαν «απόλυτα µονοθεϊστική έννοια περί Θεού» (103), ακατανόητον δια τα ορθόδοξα θεολογικά δεδοµένα. Ωσαύτως ασκείται υπό του κ. Ζ. δριµύτατη πολεµική κατά της «παραδοσιακής» ορθοδόξου περί Θεού διδασκαλίας, µε µόνον κριτήριον «τον σύγχρονο άνθρωπο». Ο κ. Ζ. δηλ. δεν ερωτά θεολογικώς, εάν η «παραδοσιακή» περί Θεού διδασκαλία αντιστοιχεί ή όχι προς το περιεχόµενον της εν Ιησού Χριστώ θείας αποκαλύψεως, και εκείθεν να κρίνει ή και να απορρίψει ταύτην, αλλά θέτει ως κριτήριον του περί Θεού λόγου της ορθοδόξου θεολογίας «το σύγχρονο άνθρωπο».

Έπονται τα ακόλουθα «σχιζοφρενικά»: Εδώ έχοµεν θεολογικήν ασυδοσίαν. Ουδείς ποτέ σοβαρός θεολόγος απέρριψε θεολογικάς προτάσεις µε εξω-θεολογικά κριτήρια. 1. ∆ια την υπό «του συγχρόνου άνθρωπου» απόρριψιν του Θεού ευθύνεται η θεολογία, «εφ' όσον η θεολογία του Τον τοποθέτησε σε µια σφαίρα πού δεν µπορεί πια να κατανοήσει»(26), ήτοι «τοποθέτησε» «το σύγχρονο άνθρωπο» «σε σχήµατα δυαλιστικά»(36). Τί είναι «τα δυαλιστικά» ταύτα «σχήµατα»; -Απλούστατα: Ο υπό της θεολογίας «διαχωρισµός ανάµεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό»(25). 2 . «Η θεολογική παράδοση», µε την περί Θεού και κόσµου «δυαλιστική» διδασκαλία της, έβλαψε «το σύγχρονο άνθρωπο»: «τον διχοτόµησε και τον έκανε σχιζοφρενικό»(36). Και εδώ, λοιπόν, η µαρξιστική - φροϋδική κριτική της αλλοτριώσεως του ανθρώπου δια της εις Θεόν πίστεως! Και 3., τέλος, η αντίφασις: «Ο σύγχρονος άνθρωπος» «το Υπερφυσικό... δεν το συλλαµβάνει πλέον»(25). ∆ιατί, λοιπόν, ευθύνεται η παραδοσιακή θεολογία δια την υπό «του συγχρόνου ανθρώπου» απόρριψιν του Θεού, αφού ούτος «δεν συλλαµβάνει πλέον το υπερφυσικό»; Και πως θα πρέπει, άραγε, να οµιλήσει η θεολογία περί του Θεού «στο σύγχρονο άνθρωπο», δια «να µπορέσει να τον κατανοήσει»; Ο κ. Ζ. δίδει την απάντησιν: Να απορρίψει το «υπερφυσικό», να ταυτίσει αυτό µε «το φυσικό», να διακηρύξει µία, «ενιαία πραγµατικότητα». Εν τη απορρίψει δηλ. «του υπερφυσικού», «ο σύγχρονος άνθρωπος» θα «συλλάβει» και θα «κατανοήσει» αυτό. Παρακολουθούµε, πώς ο κ. Ζ. διατυπώνει τον θεολογικόν του Μονισµόν: «...δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό... Υπάρχει συνάντηση πλήρης, µέχρι ταυτισµού, (η υπογράµµισις είναι του κειµένου), της ουράνιας µε την επίγεια πραγµατικότητα,.., µια συνάντηση, στην οποία και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως "επέκεινα" της φύσεως»(25 - 26).

Ο κ. Ζ. εις άλλα, νεώτερα, κείµενα του αυτού βιβλίου του εκφράζεται συµφώνως προς την «παραδοσιακήν» περί Θεού διδασκαλίαν, όταν αναφέρει: δεν υπάρχει «φυσική συγγένεια ανάµεσα στο Θεό και στη δηµιουργία» (93), αλλά «φυσική ετερότητα του Θεού και της δηµιουργίας»(90) κ.ά. Τι συµβαίνει εδώ: κραυγαλέα αντίφασις ή θεολογική σκοπιµότης;

Εν τούτοις εν παραµένει βέβαιον: Ο κ. Ζ. πρεσβεύει ένα θεολογικόν Μονισµόν, όστις απαγορεύει «την διχοτόµηση µεταξύ φυσικού και υπερφυσικού» και αποδέχεται «την ταύτισιν» Θεού και κόσµου. Απόδειξις τούτου το γεγονός, ότι προσπαθεί να κατοχυρώσει τούτον και µε επιχειρήµατα, τα οποία συνοψίζονται εις τα ακόλουθα:

1. Αναφέρει ο κ. Ζ.: «Αυτή η θεώρηση τον κόσµου µέσα στην Ευχαριστία δεν αφήνει περιθώρια για διχοτόµηση µεταξύ φυσικού και υπερφυσικού»(25). Επί της θέσεως ταύτης αι ακόλουθοι

Page 3: 33325297-Μέγας-Φαράντος-Κριτική-στη-θεολογία-του-Μητροπολίτη-Ζηζιούλα

ενστάσεις: Καταργεί, άραγε, η θεία Ευχαριστία το χριστολογικόν δόγµα της Οικουµενικής συνόδου της Χαλκηδόνος, ήτοι το: «ασυγχύτως, ατρέπτως - αδιαιρέτως, αχωρίστως»; Το «ασυγχύτως, ατρέπτως» δεν διασώζει τας «δυο φύσεις» του Ιησού Χριστού, την άπειρον, ποιοτικήν, διαφοράν ακτίστου και κτιστού, την «διαίρεσιν» «ανάµεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό»; Το δε «µέχρι ταυτισµού» (25) δεν οδηγεί, άραγε, εις «ταύτισιν» των δύο -«φυσικού και υπερφυσικού»- µε όλας τας ακολουθίας: σύγχυσιν, µονοφυσιτισµόν, µονισµόν, θεολογίαν του θανάτου του Θεού κλπ.;

-Η υπό του κ. Ζ. αποδοχή «ενιαίας πραγµατικότητος», «µέχρι ταυτισµού... φυσικού και υπερφυσικού», φαίνεται να έχει ως αιτίαν και την συγκεχυµένην ορολογίαν, την οποίαν χρησιµοποιεί προκειµένου να αποδώσει το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, όταν λέγει: «Η Ευχαριστία είναι... αυτός ο ίδιος ο Χριστός, ο όλος Χριστός», «το όλο µυστήριο του Χριστού»(20, 21) κλπ. Τοιαύτας εκφράσεις χρησιµοποιούν όλαι αι χριστιανικαί «εκκλησίαι» δια και κατά την τέλεσιν της Ευχαριστίας των, προκειµένου να δηλώσουν την «παρουσίαν» του Χριστού «εν τω µέσω» της κοινότητος των. ∆εν αµφισβητώ την αλήθειαν των εκφράσεων τούτων, επισηµαίνω, όµως, ότι εις την δογµατικήν γλώσσαν της ορθοδόξου θεολογίας η «παρουσία του Χριστού» εις το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας προσδιορίζεται µόνον δια της φράσεως: « σώµα και αίµα Χριστού», και δι' ουδεµιάς περαιτέρω. Η ορολογία αυτή έχει µεγάλην σηµασίαν δια την ορθόδοξον θεολογίαν των «ενώσεων» και των «διακρίσεων», ήτις δεν γνωρίζει ορολογίαν των «ταυτίσεων» και «συµβολισµών». 2. Ο κ. Ζ. αποδίδει «την κρίση του συγχρόνου άνθρωπου στη σχέση του µε το Χριστό... στη θεολογική παράδοση», η οποία, διδάσκουσα εις τον περί Θεού λόγον της την «διχοτόµηση µεταξύ φυσικού και υπερφυσικού», «τον τοποθέτησε σε σχήµατα δυαλιστικά» και έτσι «τον διχοτόµησε και τον έκανε σχιζοφρενικό»(36, 25). Εις το βιβλίον του, λοιπόν, ο κ. Ζ, παρουσιάζει, εκτός των θεολογικών του ιδεών, και «το πρότυπο» του συγχρόνου ορθοδόξου «δογµατολόγου», κατά την ιδικήν του ορολογίαν, όστις διαπρέπει εις γνώσεις ουχί µόνον των δογµατικών αληθειών της χριστιανικής πίστεως, αλλά και σχεδόν όλων των «συγχρόνων» κοσµικών επιστηµών, όπως π.χ. της Φυσικής, της Βιολογίας, του ∆αρβινισµού κλπ. Εν προκειµένω δε, προβάλλει ούτος τας επί της Ψυχολογίας και της Ψυχαναλύσεως γνώσεις του, υιοθετών ανοποδείκτους θεωρίας περί «νευρώσεων», προκαλουµένων δια της εις Θεόν πίστεως, και διαπιστώνων «φροϋδικά» πλέγµατα, τα οποία προεκάλεσε «στο σύγχρονο άνθρωπο» «η θεολογική παράδοση», ήτις «τον τοποθέτησε σε σχήµατα δυαλιστικά ή σε ασφυκτικά ηθικά κατασκευάσµατα» και, έτσι, «τον διχοτόµησε και τον έκανε σχιζοφρενικό». ∆ια να αρθεί, λοιπόν, «η κατάσταση της σχιζοφρένειας», θα πρέπει η θεολογία να αποδεχθεί µίαν πραγµατικότητα, υπό την έννοιαν: «δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό»(25), συµφώνως και προς την αρχήν: «πονάει δόντι, βγάζει δόντι»!

Το ερώτηµα, πού προκύπτει είναι, εάν, τώρα, πού «ο σύγχρονος άνθρωπος» απέρριψε «το υπερφυσικό», διότι «δεν το συλλαµβάνει πλέον», έπαυσε να ζει «σε µια κατάσταση σχιζοφρενείας»(25)! Ο,τι εκπλήσσει εις την προκειµένην περίπτωσιν, είναι ότι ο κ. Ζ. χρησιµοποιεί ουχί θεολογικά, αλλά εξωθεολογικά κριτήρια και επιχειρήµατα προς απόρριψιν δογµατικών και ηθικών διδασκαλιών της χριστιανικής πίστεως. Επαναλαµβάνω: Ουδείς σοβαρός θεολόγος επί διαχριστιανικού επιπέδου θεολογεί µε τοιούτου είδους επιχειρηµατολογίαν. Το αίτηµα, όµως, περί άρσεως της «διχοτοµήσεως» της χριστιανικής ζωής, εγείρει και θεολογικά προβλήµατα, αφού η ύπαρξις και η ζωή του κατά Χριστόν ζώντος πιστού και θεολόγου είναι «διαλεκτική», ήτοι ζει ούτος διαρκώς εις µίαν κατάστασιν «διχασµού».

Ακούοµεν, πως εκφράζεται ο απόστολος Παύλος: «ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώµεν,... ως λυπούµενοι αεί δε χαίροντες,... ως µηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β' Κορ. 6, 9 - 10), ή: «Ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητήτε,... τα άνω φρονείτε, µη τα επί της γης «Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υµών

Page 4: 33325297-Μέγας-Φαράντος-Κριτική-στη-θεολογία-του-Μητροπολίτη-Ζηζιούλα

κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ... Νεκρώσατε ουν τα µέλη υµών τα επί της γης» (Κολοσ. 3, 1 εξ.), ή το: «εκ του κόσµου τούτου ουκ εστέ» (Ιω. 15, 19); Τι δηλούν τα χωρία ταύτα και το πλήθος των παροµοίων: άραγε ουχί το παράδοξον, το µυστήριον της ζωής των Χριστιανών, οίτινες, ζώντες «επί της γης», καλούνται εις το φρονείν «τα άνω, µη τα επί της γης»; Ο τρόπος ούτος του ζειν, δεν είναι, «διχασµός» της υπάρξεως, εκφραζόµενος κατά τρόπον ανεπανάληπτον µε τας φράσεις: «Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υµών κέκρυπται, νεκρώσατε τα µέλη υµών» κλπ., και αντιστοιχών προς την εν Ιησού Χριστώ «αποκάλυψιν µυστηρίου χρόνοις αιώνιοις σεσιγηµένον, φανερωθέντος δε νυν» (Ρωµ. 14, 24 - 25);

Κατανοεί, λοιπόν, «ο σύγχρονος άνθρωπος» την «εσωτερικήν ταύτην γλώσσαν» ή το «εσωτερικό τούτο γκέτο»(112, 88) των κατά Χριστόν «σαλών» δια να προσαρµόσουν ούτοι την χριστιανικήν πίστιν εις τα δικά του µέτρα και κριτήρια; Ιδού, τί αναφέρει σχετικώς Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Αι γλώσσαι του κόσµου τούτου διάφοροι εισι... Οι δε Χριστιανοί µίαν καινήν γλώσσαν µανθάνουσι,... ου του κόσµου τούτου ούτε του αιώνος του παρερχοµένου». -Η θεολογία καλείται, άραγε, να προσαρµόζεται εις τα κριτήρια «του συγχρόνου ανθρώπου», ή να προσαρµόζει τον κόσµο» προς τα περιεχόµενα του χριστιανικού Ευαγγελίου; 3. ∆ια την «µέχρι ταυτισµού της ουράνιας µε την επίγεια πραγµατικότητα», µέχρι σηµείου, που «και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως "επέκεινα" της φύσεως»(25, 26) θεωρίαν του, και προς στήριξιν του θεολογικού του Μονισµού, προσάγει ο κ. Ζ. εν ακόµη εξωθεολογικόν, δηλ. «επιστηµονικόν», επιχείρηµα: «Ο σύγχρονος άνθρωπος... το υπερφυσικό, ως κάτι το ‘'επέκεινα'' της φύσεως, λόγω των νεωτέρων επιστηµονικών και φιλοσοφικών εξελίξεων δεν το συλλαµβάνει πλέον»(25). Η συνέπεια δε τούτου είναι: Η θεολογία θα πρέπει να απορρίψει «το υπερφυσικό», προκειµένου να έλθει εις «διάλογον» µε «το σύγχρονο άνθρωπο» και ενδεχοµένως να «κερδίσει» αυτόν. Το θέµα «των φιλοσοφικών εξελίξεων» αφήνω κατά µέρος, αφού η Φιλοσοφία είναι µεν επιστήµη ουχί όµως «ακριβής», ήτοι «αντικειµενική», όπως η Φυσική, εκφράζουσα υποκειµενικόν, και, εν πολλοίς, αυθαίρετον στοχασµόν. ∆ια «τας νεωτέρας επιστηµονικάς εξελίξεις», όµως, έχω να αναφέρω τα ακόλουθα: Ακόµη και αν η επιστήµη απεφαίνετο: «δεν υπάρχει υπερφυσικό» (25), θα έπρεπε, άραγε, να απορρίψει ο Χριστιανισµός την πίστιν εις τον υπερβατικόν Θεόν; -Τι είναι η Εκκλησία: «φούρνος του Χότζα», δια να την µετακινούµεν διαρκώς και προς κάθε κατεύθυνσιν, συµφώνως προς τας επιθυµίας και τας υποδείξεις του εκάστοτε «περαστικού»; -Μπορεί η επιστήµη να καταργήσει την εις Θεόν πίστιν, χωρίς και να αυτοκαταργηθεί; -Μπορεί, π.χ. να αποφανθεί: «δεν υπάρχει υπερφυσικό», χωρίς συγχρόνως να αυτοκαταργηθεί, ένεκα υπερτάσεως των επιστηµονικών της ορίων και προϋποθέσεων; -Εάν κάποιος επιστήµων απορρίπτει την εις Θεόν πίστιν, τούτο αποτελεί ουχί επιστηµονικών πόρισµα, αλλά προσωπικόν «πιστεύω»: πίστιν ως αθεΐαν. Ο κ. Ζ. επαίρεται, ότι είναι εις θέσιν να διεξάγει διάλογον «µέ τους φυσικούς επιστήµονες»(89). ∆εν αναφέρει, λοιπόν, συγκεκριµένως δια ποίων εκ «των νεωτέρων επιστηµονικών εξελίξεων» απορρίπεται «το υπερφυσικό, ως κάτι το "επέκεινα" της φύσεως» (25); -Σήµερον, ούτε αρχάριοι φοιτηταί εκφέρουν τοιαύτας απόψεις, εις µίαν εποχήν δηλ., καθ' ην µε επιστηµονικά δεδοµένα., «απεδείχθη πλέον, ότι και αυτή η πραγµατικότης της καθηµερινής µας ζωής αποτελεί αντικείµενον πίστεως» (H.Ditfurth,Wir sind nicht nur von dieser Welt, 1981, 166).

Επαναλαµβάνω: Η επιστήµη ουδέποτε δύναται να αποδείξει επιστηµονικώς ως πλάνην την πίστιν εις το «υπερφυσικό», εις τον Θεόν. Μόνον την δεισιδαιµονίαν καταρρίπτει η επιστήµη, ήτοι δοξασίας τύπου µαγείας, αστρολογίας, θεοσοφίας κλπ., αι οποίαι προσκρούουν εις θεµελιώδεις λογικάς κατηγορίας και εις εγνωσµένα επιστηµονικά δεδοµένα. Η θεµελιώδης και αδιαµφισβήτητος θέσις της συγχρόνου επιστήµης και ειδικώτερον της Φυσικής περί της «υπερφυσικής» πραγµατικότητος έχει ως εξής: «η υπερφυσική πραγµατικότης κατ' ουδένα τρόπον δύναται να απορριφθεί λογικώς ή επιστηµονικώς» (H.Ditfurth, 214).

Page 5: 33325297-Μέγας-Φαράντος-Κριτική-στη-θεολογία-του-Μητροπολίτη-Ζηζιούλα

Ουχί µόνον δε τούτο, αλλά η επιστήµη της Φυσικής του Αιώνος µας ανεκάλυψεν εκ νέου: «το µυστήριον της ζωής και της θαυµαστής δοµής του κόσµου, αποτελούσης εκδήλωσιν του εν ούτω αποκαλυπτοµένου Λόγου» (A.Einstein), το «απροσδιόριστον» της κοσµικής πραγµατικότητος (W.Heisenberg), και το συγκλονιστικώτερον: κατέληξεν εις το τελεσίδικον -µη επιδεχόµενον αναθεώρησιν- πόρισµα, ότι και εντός του κόσµου υπάρχει «υπερβατικότης», ουχί εν τη έννοια του - µη - εισέτι - γνωσθέντος, δυναµένου όµως να γνωσθεί υπό του ανθρώπου, αλλ' εν τη εννοία του παντελώς απροσίτον καί ακατάληπτου: του τελείου µυστηρίου (πρβλ. H.Ditfurth, 157 εξ.). Ο Ρ. Jordan θα εκφράσει το νέον αίσθηµα «πίστεως» της συγχρόνου Φυσικής µε την φράσιν: «Βαδίζοµεν επάνω σ' ένα λεπτό στρώµα πάγου µιας λίµνης, µε άγνωστα τα βάθη της κάτω από µάς». Ο δε sir James Jeans αναφέρει και επικυρώνει την περίφηµον εικόνα του Πλάτωνος (Πολιτ. Ζ') περί των δέσµιων εις «το σπήλαιον»: «Παραµένοµεν ακόµη έγκλειστοι εις το σπήλαιον ηµών, µε τα νώτα µας εστραµµένα προς το φως, και δυνάµεθα να παρατηρώµεν µόνον τας σκιάς εις τον τοίχον» ! Τοιαύτα και ανάλογα πορίσµατα της συγχρόνου Φυσικής, αλλά και άλλων επιστηµών, όταν αγνοούν οι επαιρόµενοι δι' επιστηµοσύνην και της θύραθεν σοφίας θεολόγοι, µεταβάλλονται εις ψευδοαποστόλους της χριστιανικής πίστεως και της αληθείας του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.