ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα...

328
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα

Transcript of ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα...

Page 1: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ

Μυθιστόρημα

Page 2: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:
Page 3: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣΜυθιστόρημα

Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς

Μερική γλωσσική επιμέλεια: Χρήστος Τουμανίδης

Page 4: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Πρώτη έκδοση, εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Α.Ε. • Θεσσαλονίκη, 2019© εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Α.Ε., 2019

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ήτμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλ-λευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τένης σύμφωνα με τιςδιατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκεμε τον ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποί-ησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυ-πίες, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

Eπιμέλεια έκδοσης: Δήμητρα ΑσημακοπούλουΕκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Α.Ε.

Αθήνα: Kιάφας 5 - ΤΚ 10678τηλ.: 210 3811077 • fax: 210 3811086Θεσσαλονίκη: Καμβουνίων 9 - ΤΚ 54621τηλ.: 2310 256146 • fax: 2310 256148

www.epikentro.gr • e-mail: [email protected]

ISBN:

Page 5: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

«Κανένας λαός δεν πρέπει να αφήνεται να χαθεί»Ισμαήλ Κανταρέ, Η ταπείνωση στα Βαλκάνια

Στους Βλάχους, ως στερνό μνημόσυνοΟ συγγραφέας

Σημείωση: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματαείναι εντελώς συμπτωματική.

Page 6: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:
Page 7: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

7

Πολλά χρόνια αργότερα, ένα σούρουπο που έμοιαζε σανκατάκοπος Βλάχος γαμπρός, ήρθαν στο νου του, βυθισμέναστην καταχνιά και το φεγγαρόφωτο, τα Μαύρα Χώματα,και η σημαδιακή εκείνη μέρα που μαζί με τον πατέρα τουπήγαν να δούνε τη νύφη. Ήταν Άγιο Πάσχα και οι Βλάχοισούβλιζαν αρνιά. Το λίπος έσταζε από τη σούβλα τσιριχτάπάνω στη θράκα, το κρέας έπαιρνε το χρώμα της ξαναμ-μένης γάστρας και ο καπνός μετέφερε την τσίκνα όλο καιπιο μακριά. Αφού άπλωνε τους βραχίονές του για να σκε-πάσει τις καλύβες στις δύο όχθες του ποταμού, που κυ-λούσε από αιώνες ανάμεσα στις γέρικες ιτιές, έβγαζε νέ-ους βραχίονες ώστε η τσίκνα να φτάσει ακόμα πιο πέρα:στη Λιμνοθάλασσα με τις καλαμιές, στον Αϊ-Θόδωρο, εκείόπου κοινωνούσαν τα κορίτσια αφού γίνονταν νύφες, σταΛιμνάζοντα νερά, στο Λιβάδι της Συμφιλίωσης, στοΜπούφο και στις στάνες του βουνού της Ντόμπρας, στοπαλάτι του ξεπεσμένου τσέλιγκα, στον μεγάλο κάμπο όπουθέριζε το κουνούπι και απλώνονταν ως εκεί που αρχίζει ηθάλασσα, στις αποθήκες του καλαμποκιού και ως πέρα σταχτισμένα με σκαλιστή πέτρα σπίτια της Γορίτσας.

Εκτός από τη μυρωδιά του ψημένου κρέατος, ο καπνόςμετέφερε μακριά και τις κραυγές των παιδιών, που δεν χόρ-

Κεφάλαιο 1

Page 8: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ταιναν το νέο τους παιχνίδι. Καβάλα στις δύο πλευρές ενόςδοκαριού, που περιστρέφονταν πάνω σε ένα ξύλινο δοκά-ρι αλειμμένο με ψαρόλαδο, ήταν σαν να πετούσαν στοναέρα. Μια από εκείνες τις κραυγές ήταν η δική του, η οποίαείχε ξεμείνει εκεί μακριά, στο Μπούφο, σαν τραγούδι, πουδεν χάνεται ποτέ, σαν νοσταλγία και σαν θλίψη.

Ανάμεσα στα παιχνίδια που παίζανε τότε, ήτανε και τογκάρο, το λέγανε έτσι επειδή όπως έπαιζαν τα παιδιά φώ-ναζαν, έβγαζαν τόσο μεγάλες τσιρίδες, «γκάρες» δηλαδή,που γινόταν χαλασμός κόσμου. Αυτό ήταν το αγαπημένοτους παιχνίδι. Κανείς δεν ήξερε ποιος το πρωτόπαιξε, αλ-λά ένα ήταν σίγουρο: τα παιδιά της Γορίτσας, με τα οποίααυτοί ανταγωνίζονταν σε όλα, είχαν σκάσει από τη ζήλειατους. Οι μικρούληδες των αχυροκαλύβων στα άλλα παι-χνίδια χαρίζονταν, αλλά το γκάρο, το ήθελαν αποκλει-στικά για τον εαυτό τους. Ήταν και έπρεπε να παραμείνειεκεί, στις μικρές πλατείες, στα Μαύρα Χώματα, μπροστάαπό το σαμαράδικο και το ξύλινο παράπηγμα τουΣχολείου, στους ελεύθερους χώρους ανάμεσα στις καλύ-βες, στις δύο όχθες του ποταμού, που αιώνες κυλούσε τώ-ρα κάτω από γέρικες ιτιές σαν μια ατέρμονη κραυγή νο-σταλγίας και ευτυχίας.

Αυτός, ο Σωκράτης Μπούμπας, τσίριζε όπως οι άλλοι,όταν κάποια στιγμή είδε τη γιαγιά του, την Αρχοντούλα, νατου κάνει, κρυφά, νεύμα με το χέρι της. Σημάδι, ότι όλο καικάτι θα του είχε φέρει να φάει, που δεν έπρεπε να το μάθεικανείς. Ήταν το μυστικό τους. Στα παιδικά του χρόνια, μέ-χρι που έγινε δώδεκα –και συμπληρώνονταν ακριβώς τηνημέρα που μαζί με τον πατέρα θα πήγαιναν να δουν τη νύ-φη– ήταν καχεκτικός και φιλάσθενος. Έπασχε από χρόνιαεντερίτιδα την οποία η γιαγιά του προσπαθούσε να για-τρέψει με ψαρόλαδο. Κάθε πρωί, του έδινε να πιει ένα φλι-

8

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 9: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

9

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

τζάνι και στεκόταν μπάστακας μέχρι να μην αφήσει στάλα. Το ψαρόλαδο του γύριζε τ’ άντερα και η Αρχοντούλα,

που το ήξερε αυτό, τον φρόντιζε περισσότερο από τ’ άλλαεγγόνια της. Όλο και κάτι του έφερνε να φάει, πάντα κρυμ-μένο κάτω από την ποδιά της: καλαμποκίσιο ψωμί πυρω-μένο με λίγες ελιές, τυρί φρέσκο πασαλειμμένο με ζάχαρη,μπουκουβάλα με τυρί, καθαρόπιτα ψημένη στη γάστρα –παραγγελιά στο παζάρι της Κορυτσάς, όπως συνήθιζε ναπαινεύεται η γιαγιά στις γειτόνισσες–, μπουρέκι με τσου-κνίδες, κι ακόμα καμιά μερίδα κρέας ψημένο βιαστικά στηθράκα. Άλλες φορές, μόλις έβλεπε το νεύμα της γιαγιάς,έτρεχε, αλλά εκείνη την ημέρα ούτε που κουνήθηκε. Τουάρεσε να στριφογυρίζει πάνω στο δοκάρι και με ανάμικτοαίσθημα φόβου και ευτυχίας, να γεμίζει τον αέρα με τα ξε-φωνητά του. Άργησε λίγο, αλλά πήγε. Πήρε εκείνο που τουείχε φέρει, ένα κομμάτι κοκορέτσι από το Πάσχα, κι έκα-νε να απομακρυνθεί, αλλά τον κράτησε η γιαγιά.

– Άσε το παιχνίδι, του είπε και τον έπιασε από το χέρι,θα πάτε με τον πατέρα να δείτε τη νύφη!

Τη νύφη του την ήξερε. Την είχε ιδεί μια μέρα που πέ-ρασε το ποτάμι και τόλμησε να βγει και να περπατήσειστην άλλη όχθη, αλλά μέχρι τότε δεν ήταν υποχρεωμένοςνα πηγαίνει στο σπίτι της. Κάπου βαθιά μέσα του αντιλή-φθηκε ότι μια τέτοια επίσκεψη δεν ήταν παρά ένα καπρί-τσιο του πατέρα του, του Γεράσιμου Μπούμπα. Η επίσκε-ψη από τη μια και η ιδέα ότι για πρώτη φορά θα την έβλε-πε από τόσο κοντά, τον τρόμαξαν περισσότερο απ’ ό,τι οιατέλειωτες περιστροφές πάνω στο φλύαρο παιχνίδι.

– Δεν θέλω να ’ρθω, της είπε.Πήγε να τραβήξει το χέρι του απότομα και να τρέξει

στους φίλους του, χωρίς να αποτελειώσει το κοκορέτσι,αλλά η γιαγιά τού θύμισε τον πατέρα.

Page 10: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

10

– Μην τον ντροπιάζεις, του είπε και του ’σφιξε πιο δυ-νατά το χέρι, έστειλε χαμπέρι στους συμπεθέρους κι εκεί-νοι τώρα περιμένουν…

Περισσότερο φοβήθηκε τους συμπέθερους παρά τη νύ-φη και ακολούθησε τη γιαγιά. Ήθελε να αποφύγει τυχόντσακωμούς, που θα μπορούσαν να βλάψουν τον πατέρα.Ωστόσο, υπήρχε και κάποιος άλλος λόγος. Ήταν η ευκαι-ρία να επουλώσει το πλήγμα που δέχτηκε η αξιοπρέπειάτου, την ημέρα που πέρασε το ποτάμι και τόλμησε να περ-πατήσει στην άλλη όχθη. Δεν μπορούσε καν να προφέρειτο όνομα Κατερίνα, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε ψυχή τρι-γύρω. Προσπαθούσε να το πει, το έφερνε μέχρι τα χείλη,αλλά δεν το έβγαζε προς τα έξω. Ήταν σαν μια μικρή βάτοςμέσα του αυτό το όνομα και αν θα έβγαινε στο φως θα τουμάτωνε τα χείλη. Η Κατερίνα, όμως, δεν ήξερε τίποτα γιατο βάσανό του κι αυτός ήταν ο λόγος της τραυματισμένηςτου αξιοπρέπειας. Είχε μεγαλώσει με το όνομα τηςΚατερίνας, ανεξάρτητα αν έμοιαζε με βάτο. Όπως και μετην ιδέα ότι αυτός θα ήταν ο μελλοντικός άντρας της. Σταπρώτα του χρόνια, οι φίλοι τον κορόιδευαν φωνάζονταςεν χορώ Κατερίνα! Κατερίνα! ενώ οι άντρες της φυλής τονσταματούσαν στον δρόμο για να του κατεβάσουν τα παν-τελόνια. Έπιαναν το σκουληκάκι του, το κουνούσανε πέ-ρα-δώθε και του λέγανε:

– Μεγάλωσέ το γρήγορα, γιατί σε περιμένει η Κατερίνα!Τότε όλο αυτό έμοιαζε με παιχνίδι και συχνά βιαζόταν

να τα κατεβάσει ο ίδιος τα παντελόνια. Έπιανε το κοιμι-σμένο σκουληκάκι και το έδειχνε στους άντρες με καύχη-μα σα να τους έλεγε: Να, βλέπετε πόσο μεγάλωσε! Από τό-τε όμως, που τόλμησε να περάσει το ποτάμι και η νύφη στηναπέναντι όχθη πλήγωσε την αξιοπρέπειά του, δεν καταδέ-χτηκε να το δείξει στους άντρες. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μι-

Page 11: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

11

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

σούσε κι όλους εκείνους που επέμεναν να του λένε «μεγά-λωσέ το γιατί περιμένει η Κατερίνα». Απ’ όλα τα παιδιά τωνΜαύρων Χωμάτων, αυτός ήταν ο μόνος που δεν είχε πε-ράσει το ποτάμι και δεν είχε περιπλανηθεί στην απέναντιόχθη. Αλλά και αν ακόμα το περνούσε, θα πήγαινε μέχριτις καλύβες, πιο πέρα δεν μπορούσε, γιατί εκεί έμενε η νύ-φη του. Και μόνο η συνάντηση μ’ εκείνη, τον φόβιζε.

Τότε, τα Μαύρα Χώματα ήταν ο μεγαλύτερος οικισμόςτων τελευταίων νομάδων Βλάχων εκείνης της περιοχής.Με εβδομήντα σπίτια χωρισμένα σε δυο συνοικίες, με σχο-λείο ξύλινο στο οποίο δίδασκε ένας δάσκαλος από τηΓορίτσα κι ένα σαμαράδικο. Ήταν σαν σε βαθούλωμα. Στηνπιο επίπεδη πλαγιά του Μπούφου, που συνέχιζε και πιοπέρα, στους πρόποδες του βουνού της Ντόμπρας.Χωριζόταν στα δυο από έναν χείμαρρο, που πιο κάτω γι-νότανε ποτάμι. Το ποτάμι πήγαζε από έναν γκρεμό μεσκουρόχρωμη άργιλο, από την οποία πήρε το όνομα ολό-κληρος ο οικισμός, Μαύρα Χώματα. Πιο κάτω το ποτάμιγλιστρούσε σαν ψάρι κάτω από τις γέρικες ιτιές, διάβαινεξυστά στον Αϊ-Θόδωρο, άφηνε δίπλα το τυροκομείο τουξεπεσμένου τσέλιγκα, προχωρούσε στους καλαμιώνες τηςΛιμνοθάλασσας και την ώρα που χύνονταν στα Λιμνάζοντανερά, φούσκωνε σαν βαρβάτο κριάρι. Οι καλύβες, οι πε-ρισσότερες στο σχήμα μανιταριού με φούντα στην κορυ-φή κι άλλες σαν σπιρτόκουτα, εκτείνονταν και στις δυοόχθες του ποταμιού. Το ίδιο το ποτάμι, ρηχό, κεχριμπαρέ-νιο, και στρωμένο με λείες πλάκες, στο πλατύτερο σημείοείχε έναν πόρο με λιθάρια στη σειρά, όπως οι συμπέθεροιτην ώρα του γάμου, ενώ στο στενότερο, είχε ένα γεφύριξύλινο που πιανόταν δυνατά από τις γέρικες ιτιές.

Όταν πέρασε αντίπερα, με τη σκέψη ότι δεν θα γύριζεπίσω αν δεν πατούσε τα χώματα της νύφης, διάλεξε το πέ-

Page 12: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

12

ρασμα με τα λιθάρια. Τον περισσότερο χρόνο όλοι απ’ εκείπερνούσαν, ενώ τη γέφυρα τη χρησιμοποιούσαν τις μέρεςπου έβρεχε πολύ και το ποτάμι φούσκωνε σαν αγριεμένοκριάρι. Εκείνη την ημέρα ήταν σχεδόν στεγνό και τα λι-θάρια έμοιαζαν …με συμπέθερους που, γυμνοί από τη μέ-ση κι απάνω, δρόσιζαν το στήθος τους με νερό κεχριμπα-ρένιο. Ανάμεσά τους σαν να πήρε το μάτι του ένα τζιτζίκι,που τρομαγμένο πάλευε να ανοίξει τα φτερά του.

Σαν βρέθηκε στην άλλη μεριά, αντίπερα, μπερδεύτη-κε αμέσως με ένα σμάρι παιδιά, που άκουγαν με προσοχήτον Λευτέρη, τον πρόεδρο. Ήταν από το μικρό σόι τωνΚατσέτων και πίστευε πως ήταν ο ηγέτης όλων των Βλάχων.Ίσως να ’ταν και ξαδέρφια, κοντινά μάλιστα, γιατί οιΚατσέτοι δεν ήταν παρά ένα παρακλάδι από το μεγάλοσόι των Μπουμπαίων, από το οποίο είχαν ξεπεταχτεί καιάλλα παρακλάδια όπως οι Ζηκαίοι, οι Γουναίοι, οι Σόλα,Κωστίκου, Τοπάλλαϊ, Μπιτζόκαϊ και Μπέκα. Απ’ όλα ταπαρακλάδια οι Κατσέτοι ίσως να ’ταν οι πιο αλαφροΐ-σκιωτοι. Δεν ήταν τυχαίο που η Ζωίτσα από το σόι αυτόεκλεγόταν πάντα υπεύθυνη στις γυναίκες, ενώ ο γιος τηςο Λευτέρης έβγαζε φλογερούς λόγους πιστεύοντας ακρά-δαντα ότι ήταν ο μόνιμος πρόεδρος των Βλάχων του βου-νού. Να, όπως τώρα, που μιλούσε στα παιδιά, όρθιος, απά-νω σε μεγάλη πέτρα, δίπλα στη σκεπασμένη με φύλλα γα-λατσίδας βρύση, στην οποία τα κορίτσια της άλλης πλευ-ράς ερχόντανε με βαρέλες ξύλινες να πάρουν νερό.

Ο Σωκράτης έγινε ένα με τα παιδιά γιατί ήθελε να χα-θούν τα ίχνη του και να μην αντιληφθεί κανείς ότι βρέθη-κε εκεί με μοναδικό σκοπό να ιδεί τη νύφη, αν και το τε-λευταίο διάστημα όλο και πιο σπάνια του το θυμίζανε.Μόνον στους παιδικούς καυγάδες οι αντίπαλοι των παι-χνιδιών του φωνάζανε εν χορώ «Κατερίνα! Κατερίνα!» και

Page 13: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

13

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

τότε παρακαλούσε τη γη ν’ ανοίξει και να τον καταπιεί.Έριξε μια φευγαλέα ματιά στα πιο γνωστά πρόσωπα μή-πως αρχίσουν τη χορωδία, αλλά διαπίστωσε ότι κανείς δενείχε αντιληφθεί την παρουσία του. Τα βλέμματα των παι-διών ήταν καρφωμένα στο πλατύ πρόσωπο του Λευτέρη,του πρόεδρου. Ξερακιανό πρόσωπο, αλλά φωτισμένο απόμια εσωτερική έξαψη, που ξεχυνόταν και μετέτρεπε τα λό-για του σε χείμαρρο. Τον λόγο τον διέκοπτε όλο και πιοσυχνά, γιατί έπρεπε να φωνάξει με πάθος «Ζήτω ο βλάχι-κος λαός» ή «Ζήτω η βλάχικη Δημοκρατία με πρωτεύουσατη Μοσχόπολη». Όταν φώναζε τέτοια συνθήματα, ένωνε τιςπαλάμες πάνω από το κεφάλι, χειροκροτούσε ή και χαιρε-τούσε με υψωμένη τη γροθιά όπως ο Ενβέρ, κουνώνταςμάλιστα και ένα ψάθινο καπέλο, που το είχε αγοράσει πριντρία χρόνια από τους γύφτους. Το ψάθινο καπέλο άντεχεακόμα χάρη στους σπάγκους των σαμαριών, ένα κουρέλιδηλαδή, όπως όλα όσα φορούσε ο πρόεδρος. Τα λάστιχάτου ήταν δεμένα με σύρματα, τα παντελόνια του χωρίςκουμπιά και στη μέση αντί για ζώνη είχε ένα κομμάτι τρι-χιά απ’ αυτές των μουλαριών. Στον λαιμό ο πρόεδρος φο-ρούσε μαντίλι, για να κρατάει τον ιδρώτα.

Ίδρωνε πολύ ο Λευτέρης Κατσέτας, γιατί περνούσε τοποτάμι εκατό φορές την ημέρα. Έπρεπε να βγάζει λόγουςστους δυο οικισμούς των καλυβιών. Έπρεπε, επίσης, ναπείσει τα βλαχόπουλα ότι τώρα είχαν τη δική τους δημο-κρατία. Το σύνορό της περνούσε στη Λένια, στα βουνάτου Βυθκούκι, στην Τσουμουρίτσα, στην Κολόνια, στοΦράσερι, στην Πρεμετή, στη Μουζίνα, στη Ντόμπρα, σταΞαμίλια και έφτανε στα Μαύρα Χώματα. Πρωτεύουσά τηςη Μοσχόπολη, πρόεδρος αυτός ο ίδιος και ως σήμα κα-τατεθέν είχε τα τρία μπαϊράκια, το κόκκινο, το κίτρινο καιτο λευκό, οι τρεις σημαίες, δηλαδή, που υψώνονταν την

Page 14: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ημέρα των γάμων. Οι ομιλίες του κρατούσαν από το πρωίμέχρι το βράδυ, εκτός από τις περιπτώσεις που υποχρεω-νόταν να τις διακόψει και να το βάλει στα πόδια, φοβού-μενος τη μητέρα του, τη Ζωίτσα. Έστω και για πλάκα, άμαάκουγε «έρχεται η Ζωίτσα», τα εγκατέλειπε όλα και έτρε-χε. Ο φόβος της Ζωίτσας του είχε μπει στο μεδούλι απότότε που πάτησε για πρώτη φορά στην παράγκα του σχο-λείου, όπου δίδασκε ο Ριζά Κέρπι από τη Γορίτσα. Για ναμην παραμελεί τα μαθήματα, εκείνη τον έδερνε με σκου-ρόχρωμες τσουκνίδες, με λιγνές βίτσες ιτιάς ή και με τηρόκα της.

Η Ζωίτσα είχε τη φήμη της πιο ξεβγαλμένης γυναίκας.Μόλις πάτησε νύφη στα Μαύρα Χώματα, πέταξε το νυφι-κό βέλο, για να ιδεί, όπως είπε, πως είναι οι αχυρένιες κα-λύβες. Αφού είδε πώς ζούσαν οι Βλάχοι του Βουνού, τρό-μαξε τόσο που ήθελε να το βάλει στα πόδια και να γυρί-σει ξανά στον τόπο της, αλλά δεν τα κατάφερε. Την κλεί-σανε με τον άντρα της σε ένα αχούρι κι εκείνος ξελασκά-ρισε τις δυνατές δαγκάνες του μόνον όταν άκουσε να τουλέει, εξαντλημένη:

– Δεν φεύγω, μόνον άφησέ με να πάρω λίγη ανάσα,γιατί πέθανα!

Η Ζωίτσα ήταν από το Ελμπασάν, από οικογένειαΝτόπιων Βλάχων. Οι συμπεθεριές ανάμεσα στους Βλάχουςτου Βουνού και τους Ντόπιους ήταν σπάνιες. Ωστόσο, μιακοπέλα του βουνού μπορούσε πιο εύκολα να παντρευτείστους Ντόπιους, αλλά μια κοπέλα ντόπια ήταν δύσκολονα πάει νύφη στο βουνό. Η περίπτωση της Ζωίτσας εν-τασσόταν στις σπάνιες και τούτο λόγω του εθίμου της συμ-πεθεριάς από κούνια, που κανένας δεν μπορούσε να πειπώς και πότε έγινε. Η Ζωίτσα την αναθεμάτιζε με ή χωρίςαιτία: «Η μαύρη εγώ, που χώθηκα!» έλεγε. Ξεχνιόταν μόνο

14

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 15: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τις στιγμές που κλεινόταν στην καλύβα με τον άντρα τηςγια να εξαντληθεί. Εκείνος δεν ξελασκάριζε τις δυνατέςδαγκάνες του και τούτο ήταν το πιο γλυκό πράγμα που εί-χε βρει η Ζωίτσα εδώ στο βουνό.

Για να τη γλυκάνει ακόμα περισσότερο, ο άντρας τηςκατέβαινε νύχτα από τη στάνη. Έμπαινε στην καλύβα σανκλέφτης και προσπαθούσε να βρει πού ήταν ξαπλωμένη,για να την τραβήξει έξω. Την έβρισκε, την έπιανε από τοναστράγαλο, την έσερνε ελαφρά για να μην ξυπνήσει από-τομα και άκουγαν οι υπόλοιποι. Υπήρχε ο κίνδυνος αντίτης γυναίκας του να πιάσει τον αστράγαλο άλλης, όπωςέγινε με την κουνιάδα, που του είπε «δεν είμαι εγώ, ψάξεπιο πέρα!» Το μπέρδεμα ήταν εύκολο, γιατί όλοι κοιμότα-νε σαν σαρδέλες και τις περισσότερες φορές σκεπασμένοιμε την ίδια βελέντζα. Από τότε που τη μπέρδεψε με τηνκουνιάδα, της είπε να κοιμάται στην ίδια θέση, γιατί έτσιδεν θα δημιουργούσε προβλήματα την ώρα που θα τηνέσερνε έξω. Αλλά και έξω, τα προβλήματα δεν τελείωναν.Πλάγιαζαν όπου να ’ναι. Πίσω από την καλύβα, στο αυ-λάκι του αχουριού, που τους είχαν κλείσει την πρώτη φο-ρά, δίπλα στους ξένους φράχτες, στο σαμαράδικο που ήτανκάπως απόμερα, στο παράπηγμα του σχολείου κι ακόμαστο χορτάρι της όχθης του ποταμού. Κι αφού το έκανανμέχρι που ξελιγώνονταν, εκείνος ανηφόριζε για τη στάνη,ενώ εκείνη έμπαινε στην καλύβα για να κοιμηθεί ξανά.

Μια νύχτα, κάποιος την είδε να έρχεται από το ποτάμικαι της είπε:

– Πώς δεν ντρέπεσαι, καημένη!...Κι η Ζωίτσα του έδωσε τέτοια απάντηση που από εκεί-

νη τη στιγμή και πέρα θα τρόμαζε όλες τις γυναίκες καιόλες τις κοπέλες στα Μαύρα Χώματα.

– Και γιατί να ντραπώ; του είπε και χτύπησε το πράμα

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

15

Page 16: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

16

της με την παλάμη, με τον άντρα μου το κάνω, δεν το κά-νω με τα μούτρα σου!

Από τότε έβγαιναν όλο και πιο σπάνια έξω, αλλά ηΖωίτσα κατάφερε να βρει μια λύση ώστε και οι άλλοι ναμην την έβλεπαν, και με την κουνιάδα να μην την μπέρ-δευαν και να γλυκαίνονταν όσο ήθελε με τον άντρα της.Η λύση ήταν η νέα δομή της αχυροκαλύβας. Όχι πια σανμανιτάρι με φούντα στην κορυφή όπου μπορούσε να σειδεί κάθε μάτι, αλλά όπως τα σπίτια στο Ελμπασάν, τε-τράγωνη και με ξεχωριστά δωμάτια. Έτσι στα ΜαύραΧώματα εμφανίζονταν η μια μετά την άλλη τέτοιες καλύ-βες, σαν σπιρτόκουτα, με επένδυση άχυρου από βρώμη καιδιαχωρισμένες μέσα με λεπτούς φράχτες που σοβατίζον-ταν με λάσπη για να μην ακούγονται τα επίμαχα ερωτικάαγκομαχητά.

Η προσπάθεια για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίω-σης δεν πέρασε απαρατήρητη από τις τοπικές αρχές, οιοποίες ξαφνικά ανακάλυψαν ότι η Ζωίτσα ήταν «Γυναίκαμε πλατύ ορίζοντα». Διορίστηκε έτσι υπεύθυνη σε όλο τογυναικαριό στα Μαύρα Χώματα και από τότε την έβλεπεςπαντού. Από τότε δεν της πέρασε πια από το νου να επι-στρέψει στο Ελμπασάν. Κι όταν ήρθε η στιγμή, στρίμωξετον μεγάλο της γιο, τον Λευτέρη, να γίνει ο καλύτερος απ’όλους στο σχολείο. Ήθελε να τον κάνει γιατρό, όπως οΒικτόρ Σιόνης από τη Γορίτσα. Τον χτυπούσε με μαύρεςτσουκνίδες, με λιγνές βίτσες ιτιάς ή και με τη ρόκα της, αλ-λά του Λευτέρη το όνειρο ήταν να γίνει βοσκός. Πιο πολύαπό τα βιβλία του άρεσε η φλογέρα. Τα βράδια έπαιζε τό-σο γλυκά, που μπορούσε να αποκοιμίσει και το πιο κλα-ψιάρικο μωρό στα Μαύρα Χώματα. Η Ζωίτσα είχε ορκι-στεί να τον κάνει να εγκαταλείψει αυτό το όνειρο και κατάκάποιον τρόπο τα κατάφερε. Ο Λευτέρης στρώθηκε, έπε-

Page 17: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

17

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

σε με τα μούτρα στα βιβλία, παράτησε τα παιχνίδια με ταάλλα παιδιά, άρχισε να μιλάει μόνος του, ενώ τη φλογέρατη θυμόταν μόνον όταν η μάνα του έλειπε και ασχολούν-ταν με θέματα γυναικών. Κάποιοι της συνέστησαν να μηνπιέζει τον γιο της, να τον αφήσει να ακολουθήσει το όνει-ρό του, αλλά η Ζωίτσα τους αποστόμωνε:

– Ζηλεύετε που θα γίνει γιατρός σαν τον Βικτόρ Σιόνη,γι’ αυτό τα λέτε αυτά!

Αφού τελείωσε το σχολείο του χωριού, τον έστειλε στοΛύκειο του Αργυροκάστρου όπως της είχε συστήσει σε μιασύσκεψη ένα τοπικό στέλεχος. Εκεί μπορεί να βάλει μυα-λό ο άνθρωπος, της είπε. Ο Λευτέρης όμως δεν μπόρεσε νατα βγάλει πέρα, παράτησε το Λύκειο γιατί το μυαλό τουθόλωσε από τα πολλά μαθήματα. Στο μάθημα της Ιστορίας,όταν ο καθηγητής τον είχε σηκώσει στον πίνακα, με ξα-ναμμένο πρόσωπο και χωρίς να έχει καμιά σχέση με τηνερώτηση, φώναξε «Ζήτω ο βλάχικος λαός!» Και ότι αυτόςήταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας των Βλάχων, ότι ηΔημοκρατία των Βλάχων είχε για πρωτεύουσα τηΜοσχόπολη, τα νότια σύνορά της ήταν στα Μαύρα Χώματακαι ως σύμβολό της ήταν οι τρεις σημαίες του γάμου, η κόκ-κινη, η κίτρινη και η λευκή. Με τον τίτλο του «προέδρου»της Δημοκρατίας των Βλάχων επέστρεψε στα ΜαύραΧώματα και από τότε έβγαζε λόγους στα βλαχόπουλα στιςδύο όχθες του ποταμού, όπως και τώρα που μιλούσε με πά-θος κοντά στη βρύση όπου τα κορίτσια της άλλης όχθηςέρχονταν με τις βαρέλες να τις γεμίσουν νερό.

Από πέρα φάνηκαν να πλησιάζουν τέσσερα κορίτσιακαι κάποιος, για πλάκα, φώναξε: «Έρχεται η Ζωίτσα», αλ-λά ο «πρόεδρος» δεν κουνήθηκε από τον τόπο του. ΟΣωκράτης κοίταξε τα κορίτσια. Τα τρία ήταν σχεδόν συ-νομήλικα, ενώ η τέταρτη ήταν μικρή. Τα μεγάλα κορίτσια

Page 18: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

18

είχαν ρίξει τις βαρέλες στον ώμο, αλλά η μικρή, τη δική τηςβαρέλα που δεν ήταν μεγαλύτερη από μια χελώνα, τηνκρατούσε στα χέρια. Τα τρία μεγάλα κορίτσια ήταν μελα-χρινά, και η μικρότερη ήταν άσπρη.

Καθώς πλησίαζαν, ο Σωκράτης είχε αρκετό χρόνο νατις περιεργαστεί. Οι τρεις μελαχρινές δεν του γέμισαν τομάτι, ενώ η μικρή ήταν πολύ όμορφη. Όλοι στην οικογέ-νεια Μπούμπα είχαν να πουν πως η νύφη του η Κατερίναήταν άσπρη και πολύ όμορφη, γι’ αυτό και μια ιδέα πέρα-σε από το νου του: «Μήπως είναι αυτή;» Τρόμαξε σα ναπετάχτηκε και πετάριζε στο σβέρκο του ένα βρεγμένο τζι-τζίκι. Δεν θυμόταν πόσων χρονών ήταν τότε που, σύμφω-να με το έθιμο, μπορούσε κι αυτός να παρακαθίσει με τουςάντρες της οικογένειας. Όταν τους πλησίαζε, εκείνοι έλε-γαν «ανοίξτε τόπο, γιατί ήρθε ο γαμπρός» κι εννοούσαναυτόν. Κι ο τόπος ήταν η κορφή, δίπλα στο τζάκι. Καθότανεεκεί και προσπαθούσε να τα ακούει όλα, να μην πέσει τί-ποτα καταγής από όσα έλεγαν οι μεγάλοι.

Εκείνα που καταβρόχθιζε, σαν πεινασμένος λύκος, ήταντα λόγια που λέγανε για την Κατερίνα. Όταν δεν την ανέ-φεραν, τον κυρίευε θλίψη κι ένιωθε ένα κενό στο στομάχισαν να τον είχαν αφήσει έναν μήνα νηστικό, ενώ όταν τηνανέφεραν, η καρδιά του αναπηδούσε σαν κατσικάκι απότη χαρά του. Κι είχε ακούσει τόσα πολλά για εκείνη, πουήξερε πώς ντυνότανε, πώς γελούσε, πώς έκλαιγε, πώς έπαι-ζε, πώς κοιμότανε, πως μια φορά παραλίγο να πεθάνει,πώς αναστήθηκε, πως ομόρφαινε από μέρα σε μέρα και τιείχαν πει οι άλλοι την ώρα που γεννήθηκε. Είχαν πει ότιστο σόι των Χολέβα είχε γεννηθεί ένα κορίτσι, που ανάμε-σα στα άλλα έμοιαζε με κάτασπρο μάλλινο νήμα ανάμε-σα σε νήματα σκούρα. Αργότερα, την παρομοίαζαν με τοφεγγάρι, με το λουλούδι, με την τρεντελίνα, με τον

Page 19: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

19

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Αυγερινό, με τη δροσιά, με το κεράσι, με το κυδώνι, με τοσταφύλι και με πολλές άλλες οπώρες, αλλά στο μυαλό τουείχε σκαλώσει η σύγκριση με το μάλλινο νήμα. Το άσπρο.

Τώρα που την έβλεπε να έρχεται με τη μικρή, σα χελώ-να, βαρέλα στα χέρια της, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι αυ-τή ήταν η νύφη του, η Κατερίνα. Αν και στο σβέρκο τουσυνέχιζε να πεταρίζει εκείνο το βρεγμένο τζιτζίκι, κάρφω-σε το βλέμμα πάνω της και την κοίταξε από τον πάτο στηνκορφή. Έμοιαζε με τούφα από τρεντελίνες, που ανασηκώ-θηκαν απότομα από το νερό. Χοροπηδούσε σαν κατσικά-κι, ενώ οι άλλες την παρότρυναν να κάνει φρόνιμα γιατίτην έβλεπαν τα παιδιά, που άκουγαν τον Λευτέρη. Εκείνη,όμως, δεν ήθελε να ξέρει. Όταν οι αδερφές της κατέβηκανστη βρύση, που ήταν σκεπασμένη με φύλλα γαλατσίδας,να γεμίσουν, εκείνη πλησίασε τα παιδιά, στάθηκε ένα βή-μα μακριά από τον Σωκράτη, που αν και συνεσταλμένοςαπό την αγωνία του, μπόρεσε να διακρίνει ότι η νύφη τουείχε μάτια γραμμένα, σαν μια χούφτα κουμπιά στα χρώ-ματα του ουράνιου τόξου. Ένιωσε μεγάλο θαυμασμό καιδεν χόρταινε να τα κοιτάζει, αλλά η Κατερίνα ρώτησε μεδυνατή φωνή, για να την ακούσουν όλοι:

– Ποιος είναι ο Σωκράτης Μπούμπας;Τότε ήταν που μέσα του ένιωσε κάτι σαν τσαλάκωμα

της αξιοπρέπειάς του. Από την αγωνία και τον πόνο πουένιωσε τον έβγαλε η μεγαλύτερη αδερφή της.

– Κατερίνα, γύρνα πίσω, της φώναξε, μην πηγαίνειςκοντά του!

– Γιατί; ρώτησε η μικρή ομορφιά με τα γραμμένα μά-τια.

– Γιατί αυτός είναι ο άντρας σου!Από εκείνη την ημέρα ο Σωκράτης Μπούμπας ένιωσε

επιτακτικά την ανάγκη να αποκατασταθεί η τραυματισμένη

Page 20: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

20

αξιοπρέπειά του, γι’ αυτό πύκνωσε τις επισκέψεις του στοτζάκι και δυνάμωσε τις σχέσεις με τους μεγάλους. Είχε τηνεντύπωση πως όσο περισσότερο θα καθότανε μαζί τους,τόσο γρηγορότερα θα μεγάλωνε. Κι άμα μεγάλωνε, ούτεη νύφη του, ούτε και κανένας άλλος δεν μπορούσε να τουπληγώσει την αξιοπρέπεια. Προπαντός η νύφη του. Δενθα τη συγχωρούσε ποτέ που τόλμησε να αναφέρει το όνο-μά του μπροστά στους άλλους. Στο μεταξύ, για να μεγα-λώσει όσο γίνεται γρηγορότερα, σκέφτηκε σαν λύση ναμοιάσει σε κάποιον από τους μεγάλους, κι αυτός ο κάποι-ος δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του. Αυτός ήταν το στή-ριγμα που μπορούσε να ακουμπήσει με σιγουριά πάνω του.Και να ηρεμήσει γιατί, αν έμοιαζε στον πατέρα του, κανείςδεν θα τολμούσε να του πληγώσει την αξιοπρέπεια.

Για τον πατέρα του, στα Μαύρα Χώματα, από τη μιαάκρη ως την άλλη, λέγανε «Ο Γεράσιμος με τ’ όνομα!» Ήτανψηλός, δυνατός και αν δεν υπήρχε εκείνη η μικρή καμ-πούρα στη μύτη του, θα συγκαταλεγόταν στους πιο εμ-φανίσιμους άντρες. Ήταν άνετος, γελαστός, και κάθε δυ-σκολία στη ζωή την ξεπερνούσε με ανεμελιά, λες και δενείχε να κάνει με δυσκολία, αλλά με τραγούδι. Φορούσε κα-πέλο με γείσο, πάντα στραβά, στα χείλη του κρεμόταν ένατσιγάρο σαν γκλίτσα, και το χαμόγελό του ήταν τόσο ξέ-γνοιαστο που μπορούσε να ημερέψει ακόμα και τον μεγα-λύτερο εχθρό του. Τη ζωή την έπαιρνε όπως ερχότανε καιποτέ δεν έχανε τον μπούσουλα, όσο σκούρα κι αν ήταν ταπράγματα. Μια τέτοια δύσκολη στιγμή, που την αφη-γούνταν ακόμα όσες φορές μαζεύονταν γύρω στο τζάκι,ήταν εκείνη όταν το σόι των Πλασάρηδων αποφάσισε νατον χωρίσει από την κόρη τους, που την είχε αρραβωνιά-σει από την κούνια, επειδή, όπως έλεγαν, η μύτη του ήτανκαμπουρωτή. Εκείνος δεν πτοήθηκε. Έκανε κάτι που δεν

Page 21: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

21

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

το είχε κάνει άλλος Βλάχος του βουνού. Πήγε μόνος τουστους Πλασάρηδες και τους είπε σταράτα:

– Εγώ που με βλέπετε είμαι ο Γεράσιμος Μπούμπας απότον πάτο ως την κορφή. Αν δεν θέλετε να μου δώσετε τηνκόρη σας, τότε θα την πάρω μόνος μου, γιατί μου αρέσει!

Οι Πλασάρηδες όχι μόνο δεν τον έστειλαν απ’ εκεί πουήρθε, αλλά τον φιλοξένησαν εκείνη τη νύχτα στην καλύ-βα τους, ήπιαν ρακή και τραγούδησαν. Από τότε, όλοι σταΜαύρα Χώματα τον έλεγαν «Ο Γεράσιμος με τ’ όνομα!»ενώ για την Αναστασία έλεγαν πως είπε «Εγώ αυτόν θαπάρω άντρα και δεν με νοιάζει αν η μύτη του είναι λίγοκαμπουρωτή!» Με την Αναστασία αγαπιόντουσαν πολύκαι απόχτησαν ένα κάρο παιδιά. Κάθε δύο χρόνια κι απόένα. Αραδιάστηκαν έτσι πριν και μετά τον Σωκράτη έναμπουλούκι αδερφές, αλλά που ποτέ δεν τον πίκραναν.

– Θα κάνω κι άλλες, έλεγε ο πατέρας, γιατί είναι καλές.Ποιος ξέρει πόσες θα είχε κάνει ακόμα αν αργότερα, η

μάνα δεν άρχισε να κουβεντιάζει με τους πεθαμένους. Αυτόήταν βαρύ χτύπημα για τον πατέρα, γιατί όσες φορές ήθε-λε να πλαγιάσει με τη μάνα, να σου οι πεθαμένοι, να του’κοβαν τον δρόμο. Παρ’ όλα αυτά, μπόρεσε να ξεπεράσεικι αυτό το εμπόδιο, επιστρατεύοντας τα όπλα που θεω-ρούνταν τα πιο ισχυρά του: την ξεγνοιασιά και το τρα-γούδι. Με τον καιρό, το τραγούδι ήταν εκείνο που ανέβα-σε τη φήμη του σε τέτοιες κορφές, που κανείς άλλος δενμπορούσε να πατήσει. Όταν τραγουδούσε, οι γυναίκες ξε-χνούσαν να πάρουν αναπνοή, ενώ οι άντρες, που νόμιζανότι τραγουδούσαν, παραιτούνταν για πάντα από το τρα-γούδι. Εκείνος είχε εκατό τραγούδια στο ρεπερτόριό τουκαι δεν τραγουδούσε με το στόμα, αλλά με την καρδιά.Έτσι έλεγε ο πατέρας, ότι δεν τραγουδάει το στόμα, αλλάη καρδιά. Και δεν ήθελε να τραγουδάει μόνον η καρδιά

Page 22: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

22

του, αλλά να τραγουδάνε οι καρδιές όλων. Το πίστευε τού-το τόσο πολύ που πολλές φορές έδιωχνε από το τραπέζιόσους δεν τραγουδούσαν.

– Τραγούδα, έστω κακά, αλλά τραγούδα! έλεγε. Τουςάντρες δεν τους δοξάζει το ντουφέκι, αλλά το τραγούδι.

Με την αξιοπρέπεια τσαλακωμένη από τη νύφη του,δύο χρόνια μικρότερη από τον ίδιο, ο Σωκράτης Μπούμπαςπείστηκε ότι για να μοιάσει τον πατέρα του έπρεπε πρώ-τα να μάθει να τραγουδάει όπως εκείνος. Αλλά κι ο πατέ-ρας, λες και διάβαζε τη σκέψη του, δεν τον άφησε μόνοτου. Άρχισε να τον παίρνει μαζί του ολοένα και συχνότε-ρα. Και πιο πολύ εκεί που υπήρχαν τραγούδια: σε γάμουςκαι σε γλέντια της οικογένειας Μπούμπα. Για να ιδεί πώςτραγουδάνε, πώς κρατούνε ίσο, πώς «πίνονται οι υγείες».Του έβαζε μπροστά ένα ποτήρι τόσο δα, το γέμιζε με νερόκαι του έλεγε:

– Τούτο και άλλα δέκα τέτοια αποτελούν το ντολί.Άκουγε τα τραγούδια μαζεμένος σαν σκαντζόχοιρος

στην αγκαλιά του πατέρα, σκούπιζε τις μύξες με το μανίκικαι έπινε τις υγείες όπως κι οι μεγάλοι. Μια φορά ο πατέ-ρας αντί για νερό, του έριξε ρακί. Τα μάτια του πετάχτη-καν σαν τα αχαμνά του κριαριού, αλλά κρατήθηκε.

– Είναι καλό, είπε.Έβαλε στο στόμα ένα μεγάλο κοψίδι, το έφαγε κι ύστε-

ρα άρχισε το τραγούδι. Ο πατέρας έσπευσε να το γυρίσεικαι μια ντουζίνα άντρες κρατούσαν ίσο. Διάλεξε ένα από ταομορφότερα τραγούδια του πατέρα, το «Γραμμένα μάτιαμου», αλλά το παράτησε στη μέση. Τόσο χάλια το είπε πουοι ισοκράτες παραλίγο να κατουρηθούν από τα γέλια.Δοκίμασε κι άλλα τραγούδια από το ρεπερτόριο του πα-τέρα, αλλά του βγήκανε το ένα χειρότερο από άλλο καιόλα χειρότερα από τα «Γραμμένα μάτια μου». Δεν ήταν εύ-

Page 23: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

23

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

κολη δουλειά το άτιμο το τραγούδι. Γι’ αυτό και από εκεί-νη τη μέρα αποφάσισε να μάθει καλά, τουλάχιστον ένα,εκείνο που του άρεσε περισσότερο, το «Γραμμένα μάτιαμου». Το τραγουδούσε μόνος του, σε πλήρη σιωπή, ή βου-βά ανάμεσα στα δόντια, όπου κι αν βρισκότανε, μακριάόμως από το μάτι των ανθρώπων, με την ελπίδα ότι μια μέ-ρα στα Μαύρα Χώματα δεν θα υποκλίνονταν μόνον στονπατέρα του, αλλά και σ’ αυτόν τον ίδιο. Θα έλεγαν και γιακείνον «Ο Σωκράτης Μπούμπας με τ’ όνομα».

Αργήσανε να πάνε στη νύφη, γιατί η μάνα, που έπρε-πε να τον ντύσει, είχε αρχίσει την κουβέντα με τους πεθα-μένους.

– Περίμενε εδώ, του είπε η γιαγιά και τον άφησε στημέση της αυλής, γιατί σήμερα βρήκαν να έρθουν κι αυτοί!...

Η αυλή μπροστά στην καλύβα τους είχε πήξει από αν-θρώπους. Λίγοι οι άντρες, πολλές οι γυναίκες. Όλοι είχαναφήσει στη μέση τις προετοιμασίες του Πάσχα με την ελ-πίδα πως θα ξανάβλεπαν τους αγαπημένους τους. Αυτόγινότανε χρόνια στην αυλή τους, αλλά το τελευταίο διά-στημα οι μακαρίτες έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στη μά-να του. Την επέλεξαν, ποιος ξέρει, ίσως επειδή ήταν φρό-νιμη και λιγομίλητη.

Ο Σωκράτης τους φοβότανε πολύ τους πεθαμένους,αλλά από εκείνη την ημέρα που έμεινε μόνος με τη μάνατου, τη γιαγιά και έναν από τους μακαρίτες, έγινε παλικά-ρι. Αυτό δεν ήταν τυχαίο, γιατί από καιρό έκανε σχέδια ναμείνει μαζί τους. Στους μικρούς δεν επέτρεπαν να ακού-σουν το πώς συνομιλεί ένας πεθαμένος με έναν ζωντανό.Ήταν αλήθεια ότι φοβότανε, αλλά ταυτόχρονα καιγόταννα ακούσει το πώς μιλούσαν «εκείνοι». Την περιέργεια τηνείχαν φυτέψει στο μυαλό του οι μεγαλύτεροι που γύρω απότη φωτιά μιλούσανε για τον πεθαμένο που είχε επισκεφτεί

Page 24: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τη μάνα του αυτή τη φορά. Ήταν τόσο συχνές οι επισκέ-ψεις των νεκρών και τόσες οι αφηγήσεις γι’ αυτούς, που οΣωκράτης ήξερε καλύτερα τις συνήθειες και τις παραξε-νιές εκείνων που αποδήμησαν από τον μάταιο τούτο κό -σμο, παρά τις παραξενιές και τις δυσκολίες των ζωντανών.Οι πεθαμένοι δεν έλεγαν ποτέ το όνομά τους, δηλαδή δενέλεγαν ποτέ «είμαι ο τάδε» λες και το φταίξιμο που έφυ-γαν, ήταν δικό τους. Αυτούς τους έβρισκε η γιαγιά, πουτους έλεγε «Εσύ είσαι ο τάδε;» γιατί η γιαγιά τους γνώριζεαπό τη φωνή που έμοιαζε με θρόισμα στα ξερά καλάμια,από τον χρόνιο βήχα, από το πνιχτό γέλιο, που οι μακαρί-τες τα είχαν όταν ήταν εν ζωή.

Είχαν κι ένα άλλο κουσούρι οι πεθαμένοι. Έρχονταν πιοπολύ σε μέρες γιορτινές, όπως εκείνη η Κυριακή του ΑγίουΠάσχα που οι άνθρωποι έψηναν κρέατα στη σούβλα. Ίσωςνα ζήλευαν τη χαρά των ζωντανών. Επίσης δεν καταδέ-χονταν να μιλήσουν σε ζωντανό ή σε ζωντανή, που φο-ρούσαν κάτι το χαρούμενο. Όπως ένα λαμπερό τσιμπιδά-κι στα μαλλιά, μια λουλουδάτη ποδιά, ένα καπέλο βαλμέ-νο στραβά, μια χρυσή καδένα, ένα άσπρο μαντίλι. Ο μό-νος που δεν είχε καμιά τέτοια απαίτηση ήταν ο θείος του,ο μάρτυρας Βασίλης Πλασάρης. Όσες φορές ερχότανε, πα-ρακαλούσε τη γιαγιά να πείσει τη Αναστασία, δηλαδή τηνύφη της και αδερφή του, να διώξει τη λύπη, που κρατού-σε για κείνον επί τόσα χρόνια, να ράψει έστω ένα άσπροκουμπί στο μαύρο φόρεμά της. Μιλούσε με πολύ χαμηλήφωνή εξαιτίας του τραύματος που είχε πάρει στον πόλε-μο, αλλά η γιαγιά τον γνώριζε επειδή ερχότανε πιο συχνάαπό όλους τους άλλους. Σε αντίθεση με τη θεία Αθηνά, ηοποία είχε πεθάνει νέα και ερχότανε πιο αραιά.Εμφανιζόταν μόνον όσες φορές είχε να ανακοινώσει κά-ποια σημαντική πρόβλεψη. Κι ήταν τόσο ακριβείς οι προ-

24

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 25: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

βλέψεις της που οι άνθρωποι στα Μαύρα Χώματα έλεγαν,«να ρωτήσομε πρώτα την Αθηνά».

Εκείνη την ημέρα, που έμεινε μόνος με τη μάνα, τη για-γιά και έναν από «εκείνους», η θεία Αθηνά ήταν που τονβοήθησε να γίνει πιο γενναίος. Είχε αντιληφθεί ότι εκείνοςο ένας «απ’ αυτούς», δεν ήταν άλλος από τη θεία του τηνΑθηνά. Μάλλον, είχε ακούσει τη γιαγιά που της είπε «Μαγιατί έρχεσαι τόσο αραιά, μωρ’ Αθηνά μου;» Μόλις η για-γιά έκλεισε την πόρτα της καλύβας και πλησίασε τη μάνα,που ήταν ξαπλωμένη δίπλα στη γωνιά, σε ψάθα με χοντρήβελέντζα πάνω της και σκεπασμένη με άλλη βελέντζα, λε-πτότερη, κρύφτηκε σαν ποντίκι πίσω από το σεντούκι μετα καλά σκεπάσματα. Στο μέτωπό της είχε δέσει σφιχτάμαντίλι μαύρο, τα μάτια της ήταν επικεντρωμένα στο κε-νό, τα χείλη σφαλιστά και το πρόσωπο άσπρο σαν πανί, λεςκαι δεν της είχε απομείνει ούτε σταγόνα αίμα. Όλα τούτατα είδε καθώς έβγαζε πότε πότε το κεφάλι πίσω από το σεν-τούκι, όπου είχε κρυφτεί σαν ποντίκι. Λυπήθηκε τόσο πολύγια το πρόσωπο της μάνας, που δεν είχε σταλαματιά αίμα,αλλά περισσότερο τον έκαιγε η περιέργεια να ιδεί και ν’ακούσει πώς μιλούσαν «εκείνοι». Όταν είδε τη μάνα του ναψελλίζει λόγια ακατανόητα με τη γιαγιά, παραλίγο να κα-τουρηθεί πάνω του. Ήταν μια φωνή σαν θρόισμα ξερών κα-λαμιών, που αυτός έβαζε το χέρι του στη φωτιά ότι δεν ήτανδική της. Και πράγματι, δεν ήταν δική της, αλλά της θείαςΑθηνάς. Το όνομά της το ανέφερε η γιαγιά, που της είπε«Μα γιατί έρχεσαι τόσο αραιά, μωρ’ Αθηνά μου;»

Τη θεία του λίγο τη θυμότανε, γιατί είχε πεθάνει νωρίς,πριν ακόμα αρραβωνιαστεί με την Κατερίνα, αλλά ήξερεαπό τους μεγάλους ότι είχε χρυσή καρδιά και αγαπούσεπολύ τα παιδιά. Αυτό τον βοήθησε να διώξει τον φόβο καινα γίνει πιο γενναίος όταν η θεία, που τον είδε να κρύβεται

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

25

Page 26: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

26

πίσω από το σεντούκι σαν ποντίκι, είπε:– Είναι κι ο Σωκράτης εδώ, πείτε στο παιδί, να βγει…. Μόνον τότε τον αποκάλυψε η γιαγιά και έκανε να τον

βγάλει έξω, αλλά του συμπαραστάθηκε η θεία Αθηνά.– Τι σου κάνει; είπε, άφησέ τον ν’ ακούσει, έγινε άντρας

πια, που να τον χαρώ, αλλά μην του κόψετε το ψαρόλαδο!Από τότε, κλεινότανε μαζί με τη μάνα του, τη γιαγιά

και κάποιον από «εκείνους» όσες φορές ήθελε. Σιγά σιγάέγινε και βοηθός της γιαγιάς. Πήγαινε πόρτα την πόρτανα ειδοποιήσει εκείνον που «ήταν» ότι τον ζητούσε ο τά-δε που «δεν ήταν». Ανήμερα του Πάσχα, που τον είχε αφή-σει μονάχο του στη γεμάτη από κόσμο αυλή τους, εκείνοςπερίμενε να βγει η γιαγιά και να τον στείλει κάπου. Εκείνηπράγματι βγήκε, αλλά όχι για να τον στείλει κάπου με ει-δική αποστολή. Είχε βγει να τους διώξει όλους αυτούς, πουείχαν πλακώσει στην αυλή. Όπως έμαθε αργότερα, εκτόςαπό την Αθηνά που είχε έρθει να αναγγείλει πως οι Βλάχοιθα τα εγκαταλείψουν τα Μαύρα Χώματα και ότι θα τουςσυμβούν πράγματα που θα τους συνταράξουν, δεν δέχτη-κε άλλους από «εκείνους». Τους είπε να φύγουν και να πά-νε απ’ εκεί που ήρθανε, γιατί η Αναστασία εκείνη την ημέ-ρα του Πάσχα, είχε πολλές δουλειές να κάνει. Θα ετοίμα-ζε το γιο της να πάει να ιδεί τη νύφη.

Η μάνα κουραζότανε πολύ όταν επικοινωνούσε με τουςπεθαμένους, αλλά επειδή έπρεπε να ξεπροβοδήσει τον γιοτης, βρήκε τη δύναμη να τον ντύσει σαν έναν μικρό άν-τρα. Με μάλλινα, στενά παντελόνια, που στο τέλος κουμ-πώνονταν με τρία κουμπιά. Βαμβακερό πουκάμισο με μα-νίκια και γιακά κατιφέ, τέτοια που φορούσαν οι νέοι τηνώρα που γινότανε γαμπροί. Και γελέκι με εξωτερική τσέ-πη, στην οποία έβαλε μια σκελίδα σκόρδο για τη βασκα-νία. Ντυμένος έτσι και με μια ώρα μέρα πριν το σκοτάδι

Page 27: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

27

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

χώσει το κεφάλι του στους καλαμιώνες, άπλωσε το χέριστον πατέρα του, για να ριχτούν στις πέρα καλύβες, στηνάλλη όχθη του ποταμού.

Μόλις βρέθηκαν αντίπερα, ο πατέρας του υποσχέθη-κε να του αγοράσει ένα γλειφιτζούρι από τους γύφτους καιτου είπε:

– Σήμερα θα τραγουδήσεις τα «Γραμμένα μάτια μου».Το ξέχασε κιόλας το γλειφιτζούρι και ένιωσε να τρέ-

μουν τα γόνατά του, αλλά για να μην φανεί ότι φοβότα-νε τη νύφη, άρχισε να ρίχνει πλακουτσωτές πετρίτσες στονερό. Η απέναντι όχθη είχε αφθονία από τέτοιες πέτρες.Όταν πηδούσαν στην επιφάνεια του νερού έμοιαζαν μεξετρελαμένα κοτσύφια. Καμιά φορά έφταναν μέχρι τιςαχυρένιες στέγες των αχυροκαλύβων της απέναντι όχθηςκαι έπεφταν σαν οβίδες στα πόδια των ανθρώπων. Κι ακό-μα μέσα στις γωνιές, στην τάβλα, στα σεντούκια, στα ει-κονίσματα, στα ασκιά με το τυρί και στα σαγάνια με ταφασόλια.

Ο πατέρας δεν τον άφησε να ρίξει πάνω από δυο-τρειςφορές.

– Βασιλεύει ο ήλιος, του είπε.Το σπίτι της νύφης έπρεπε να το πατήσουν δίχως άλ-

λο με ήλιο. Αυτή ήταν η αυστηρή εντολή της μητέρας καιτης γιαγιάς.

– Να είστε στου Χολέβα, τους είπαν, πριν ο ήλιος πνι-γεί στη θάλασσα.

Η θάλασσα ήταν μακριά κι αυτός δεν την είχε ιδεί ακό-μα, γιατί τον εμπόδιζαν οι καλαμιές. Πάντως είχε κακή εν-τύπωση για τη θάλασσα, γιατί όπως έλεγαν οι μεγάλοι,γεννούσε κυκλώνες και τους έστελνε να ρίξουν κάτω τιςστέγες των καλυβόσπιτων στα Μαύρα Χώματα. Η πρό-βλεψη του ερχομού των κυκλώνων ήταν δουλειά ενός γέ-

Page 28: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ρου από το σόι των Μισαίων. Ή πήγαινε πόρτα την πόρταή σκαρφάλωνε στις ιτιές του ποταμού και φώναζε, κάνο-ντας τα χέρια του χωνί:

– Ω άνθρωποι, σβήστε τις φωτιές, γιατί σήμερα θα φυ-σήξει η θάλασσα.

Στην καλύβα του Σωκράτη τη φωτιά την έσβηνε η για-γιά, ενώ ο πατέρας έδενε τα δοκάρια με τριχιές μουλαριών.Ο πατέρας ήταν αγωγιάτης, γι’ αυτό και σε σύγκριση μετα άλλα αδέρφια του, που ήταν βοσκοί, ήταν πιο ελεύθερος.Και πιο δεμένος με το σπίτι. Όταν η γιαγιά ασχολούντανμε τη φωτιά και ο πατέρας με τα δοκάρια, αυτός κοίταζετρομαγμένος προς τους καλαμιώνες, γιατί οι καλαμιώνεςένιωθαν πρώτοι την ανάσα της θάλασσας. Έριξε μια ματιάτη στιγμή που ο ήλιος βασίλευε, αλλά δεν υπήρχε λόγοςνα φοβηθεί, γιατί οι καλαμιώνες κοιμούνταν. Παρ’ όλα αυ-τά δεν μπορούσε να πει ότι ήταν εντελώς απαλλαγμένοςαπό τον φόβο και ήθελε οι καλαμιώνες να μην κοιμούνται.Αν οι καλαμιώνες δεν κοιμούνταν, θα ήταν πιο εύκολο νακαλύψει το τρέμουλο στα γόνατα. Ο φόβος απέναντι στηνύφη ήταν μεγαλύτερος από του κυκλώνα και μια που εκεί-νος δεν κατέφθανε, το μόνο πράγμα που θα μπορούσε νασκεπάσει τον φόβο του ήταν το σούρουπο.

Όταν φτάσανε στους Χολεβαίους το σούρουπο σπαρ-τάριζε στην άκρη του καλαμιώνα σαν πληγωμένος κοκκι-νολαίμης.

Εκείνοι είχαν βγει όλοι στην αυλή για να τους υποδε-χτούν, αλλά τον Σωκράτη έτρεξε να τον υποδεχθεί η για-γιά της Κατερίνας, η Παρασκευή. Ήταν γυναίκα μεγαλό-σωμη, με σκασμένα χείλη και όταν άνοιξε τα χέρια να τοναγκαλιάσει, εκείνος φοβήθηκε μην τον πνίξει. Χάθηκε στονκόρφο της, τον φίλησε ματς μουτς με τα σκασμένα χείλητης μέχρι που τον γέμισε σάλια και του είπε:

28

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 29: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Καλώς ήρθες, μικρούλη της γιαγιάς.Οι άλλοι ούτε τον φίλησαν, ούτε τον άγγιξαν. Μόνον

μία από τις νυφάδες του σπιτιού, ίσως η νεότερη, αυτή μετα μαύρα σγουρά μαλλιά, τον πλησίασε και του σφούγγι-σε το μάγουλο με την άκρη της ποδιάς. Και όταν στο μά-γουλό του δεν είχε μείνει ίχνος από σάλι, είπε γελώντας:

–Αυτό είναι το αηδόνι των Μπουμπαίων; Από τη στιγμή αυτή ο Σωκράτης δεν αποχωρίστηκε τον

πατέρα του, που γελούσε με όλους, έλεγε ώριμα κι άγου-ρα, έβαζε ακόμα πιο στραβά το καπέλο και ζητούσε να τουβγάλουν τη νύφη.

– Φέρτε μου τη νύφη, έλεγε, τι να σας κάνω εσάς, εγώγια τη νύφη ήρθα…

Η νύφη δεν φαινότανε και μια που όλοι ασχολούνταν μετον πατέρα, ο Σωκράτης έριξε κλεφτή ματιά προς τις τρειςμελαχρινές αδερφές, αυτές που είδε στη βρύση, τότε πουη Κατερίνα φώναξε δυνατά μπροστά σε όλους «Ποιος εί-ναι ο Σωκράτης Μπούμπας» κι η αξιοπρέπειά του είχε σω-ριαστεί σαν ετοιμόρροπος τοίχος. Με εξαίρεση τη μεγάλη,οι άλλες δυο του έριχναν κρυφές ματιές και δάγκωναν ταχείλη, για να μην ξεσπάσουν σε γέλια. Είχαν καθίσει όλοιστο δωμάτιο, που ήταν στρωμένο με ψάθες και πάνω τουςήταν ριγμένα κιλίμια και πολύχρωμα στενόμακρα χαλά-κια. Πάνω από τα κεφάλια τους υπήρχαν μαυρισμένα άχυ-ρα από την καπνιά, τα τοιχώματα ήταν από πλεγμένες βέρ-γες και τριγύρω έβλεπες ράφια με σκεύη της κουζίνας, δέ-ματα με μαλλί, σακιά γεμάτα με ρούχα. Σε μία από τις πλευ-ρές του τετράγωνου χώρου υπήρχε ένας στενός διάδρο-μος, που οδηγούσε σε τρία-τέσσερα δωμάτια μικρά σανκοτέτσια. Από τα κοτέτσια έβγαιναν συχνά πυκνά μικράπαιδιά που τσούγκριζαν κόκκινα αυγά, καυγαδίζανε, έπαι-ζαν, αλλά εκείνη που του είχε πληγώσει την αξιοπρέπεια, η

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

29

Page 30: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

30

Κατερίνα, δεν φαινότανε πουθενά.Μετά τις πρώτες χαιρετούρες, αυτός, ο πατέρας και οι

άντρες από το σόι των Χολεβαίων, καθίσανε γύρω από ένανμεγάλο σοφρά καλυμμένο με πανί όμοιο με την ποδιά εκεί-νης που είχε αναφωνήσει «τούτο είναι το αηδόνι τωνΜπουμπαίων;» Πίσω τους καθίσανε οι γυναίκες, οι οποί-ες έβαλαν στη μέση τη γιαγιά Παρασκευή, αυτή που τονείχε κολυμπήσει στο σάλι. Μια από τις γυναίκες έδινε αγώ-να για να μπορέσει να κρατήσει στα κοτέτσια τα μικρά παι-διά. Όρθια είχε μείνει μόνον εκείνη με τα μαύρα σγουράμαλλιά και φρόντιζε να γεμίζει ο σοφράς με φαγητά. Στοκατώφλι είχε βάλει φωτιά σε μεγάλο σωρό από ξηρές σβου-νιές για να διώχνουν τα κουνούπια, άναψε και δυο μεγά-λα φανάρια πετρελαίου, γιατί το σκοτάδι όπου να ’ταν έπε-φτε στα Μαύρα Χώματα.

Ο Σωκράτης στεναχωρήθηκε που όλοι είχαν βαλθεί ναεμποδίσουν τη νύχτα να κατέβει, ενώ αυτός την περίμενεπώς και πώς για να κρυφτεί και να μη δουν ότι φοβότανετην Κατερίνα. Αυτή, που δεν έλεγε να φανεί. Τη νεαρή γυ-ναίκα με τα μαύρα σγουρά μαλλιά και που κανένας δενήξερε γιατί τον είχε αποκαλέσει «αηδόνι τωνΜπουμπαίων», τη λέγανε Πανδώρα. Άκουσε να τη φωνά-ζουν έτσι αυτοί που τη βοηθούσαν να φέρνει τα φαγητάστον μεγάλο σοφρά. Εν τω μεταξύ, ο μεγάλος σοφράς είχεγεμίσει με μικρά ποτήρια και πλήθος από μεζέδες. Τα πα-σχαλινά αυγά με το κόκκινο χρώμα τους δέσποζαν ανά-μεσα στο ψημένο κρέας, στο κοκορέτσι, όπως εκείνο πουτου είχε φέρει η γιαγιά την ώρα που του είχε κάνει νεύμανα αφήσει το παιχνίδι και να την ακολουθήσει. Στον πα-τέρα έβαλαν, όπως ήθελε το έθιμο, την ουρά, αλλά εκεί-νος τους είπε:

– Εγώ δεν θέλω κρέατα, τη νύφη θέλω να μου φέρετε!…

Page 31: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

31

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Θύμωσε με τον πατέρα που δεν άφηνε ήσυχη τη νύφη,εκεί που ήταν. Θύμωσε και με τα φανάρια, που έκαναν τηνύχτα μέρα. Όταν φέρανε τη νύφη, αυτός ένιωσε να κλο-νίζεται σαν από χτύπημα κυκλώνα. Δεν ήξερε τι να κάνει ταμάτια, που δεν στέκονταν σε ένα σημείο. Ρίχνονταν μιαεδώ, μια εκεί σαν τις πλακέ τις πέτρες που πετούσαν στοποτάμι. Στην αρχή είδε το καπνισμένο άχυρο, ύστερα τιςαναμμένες καβαλίνες και τον καπνό τους που έδιωχνε τακουνούπια, τα φανάρια που έφεγγαν, το κοκορέτσι πουάχνιζε και, τέλος, σαν να μη ήξερε τι να κάνει, είδε τη νύ-φη. Είχε σταθεί εκεί που άρχιζε ο στενός διάδρομος, σχε-δόν κρυμμένη πίσω από την Πανδώρα, που ανήγγειλε:

– Σας την έφερα τη νύφη!Με γραμμένα μάτια που δεν τα σήκωνε από τη γη. Με

μακρύ φουστάνι όλο πιέτες μέχρι τα νύχια, με ποδιά κεν-τημένη πολύχρωμα πουλιά, με κίτρινο μαντίλι στο κεφάλικαι κοτσίδες που οι μάλλινες πλεξούδες τις κάνανε πιο μα-κριές. Ήταν τόσο όμορφη! Παράξενο, όμως, πώς ήταν δυ-νατό να μην του τρέμουνε πια τα γόνατα! Και για πρώτηφορά του πέρασε από το νου να αγγίξει ένα κομμάτι κο-κορέτσι. Η Πανδώρα προσπάθησε να τη φέρει πιο κοντά,γιατί την είχε ζητήσει επανειλημμένα ο πατέρας, αλλά ημέλλουσα νύφη του της επιτέθηκε με τέτοια οργή, που τηνάκουσαν όλοι:

– Αν με τραβήξεις πάλι, θα σου ανοίξω το κιβούρι!Οι άντρες γέλασαν, οι γυναίκες τράβηξαν τα μάγουλά

τους και δυο από τις αδερφές της είπαν ταυτόχρονα:– Κατερίνα, φρόνιμα!Η γιαγιά Παρασκευή ζήτησε να μην στριμώξουν την

κοπέλα. Κι αφού εκείνη δεν ερχότανε, σηκώθηκε ο πατέ-ρας και πήγε κοντά της. Ποιος; Ο Γεράσιμος Μπούμπας μετ’ όνομα! Με κείνο το ξέγνοιαστο χαμόγελο και το καπέλο

Page 32: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

32

στραβά, που το έβγαλε όταν έσκυψε μπροστά της.– Νύφη τέτοια δεν είδε άλλη η πόρτα των Μπουμπαίων,

είπε και προσπάθησε να της κρεμάσει στον λαιμό μια λεπτήαλυσίδα, που την έβγαλε από την τσέπη του γελεκιού, αλ-λά δεν τα κατάφερε. Η Κατερίνα είχε γίνει καπνός. Έτρεξεστον στενό διάδρομο και χάθηκε σε ένα από τα κοτέτσια.

Ο πατέρας, για να διασκεδάσει την αμηχανία των συμ-πεθέρων από το ξαφνικό τρέξιμο της Κατερίνας, πήρε τοτραγούδι. Εκείνη ήταν η νύχτα του πατέρα, που έγινε καινύχτα του Σωκράτη. Και της Πανδώρας. Η Πανδώρα ήταντο καύχημα των Χολεβαίων και το ευχάριστο ξάφνιασματου πατέρα. Μετά απ’ αυτόν, τη σειρά στο τραγούδι τηνείχαν οι νοικοκυραίοι του σπιτιού, οι οποίοι άνοιξαν αμέσωςτόπο στην Πανδώρα.

– Τραγούδα, νύφη, για να μην γελάσουν μαζί μας οιΜπουμπαίοι!

Της έκαναν τόπο στον σοφρά, γιατί μια γυναίκα πουτραγουδάει τη δικαιούται μια τέτοια θέση όσο και οι άν-τρες, αλλά εκείνη προτίμησε μια μέση λύση. Κάθισε πίσωαπό τους άντρες και μπροστά από τις γυναίκες, που έμοι-αζαν με σοβαρή επιτροπή κριτών.

– Καλά είμαι κι εδώ, είπε, ρίχνοντας πίσω τα σγουράτης μαλλιά.

Πήρε ένα τραγούδι που δεν είχε ακουστεί άλλη φοράστα Μαύρα Χώματα. «Έσφαξε ο δερβίσης τη Σοφία». Ηφωνή της σου κομμάτιαζε την ψυχή, πράγμα που φάνηκεαμέσως γιατί τα μαλλιά των αντρών ανασηκώθηκαν σανκαρφίτσες, ενώ οι γυναίκες δεν μπόρεσαν να συγκρατή-σουν τα δάκρυα. Ο πατέρας δεν μπόρεσε κι αυτός να κρα-τήσει άλλο τον θαυμασμό του.

– Ήξερα ότι δεν μου έβγαινε άλλος άντρας στο τραγούδι,είπε, αλλά δεν ήξερα ότι θα νικηθώ από μια γυναίκα!

Page 33: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

33

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Ο Σωκράτης τον έβλεπε ως ηττημένο τον πατέρα, αλ-λά δεν ένιωθε κακία για την Πανδώρα, που τον νίκησε.Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε γυναίκα να τραγουδάειτόσο όμορφα. Που παράβγαινε με τους άντρες και τολ-μούσε να τους επισκιάσει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήθελενα μοιάσει στον πατέρα, ενώ τώρα το μόνο που επιθυμού-σε ήταν να ξεπεράσει την Πανδώρα. Έτσι, θα μπορούσε νααποκαταστήσει την τιμή του πατέρα καθώς και την αξιο-πρέπεια τη δική του, που την είχε τραυματίσει τόσο ηΚατερίνα. Όταν τραγουδούσε ο πατέρας, οι γυναίκες πί-σω από τον σοφρά ξεχνούσανε να πάρουν ανάσα, ενώ όταντραγουδούσε η Πανδώρα δεν συγκρατούσαν τα δάκρυα.Τότε κατάλαβε ότι ο καλύτερος τραγουδιστής είναι εκεί-νος που κάνει τους άλλους να δακρύσουν. Ένιωθε πως εί-χε έρθει η ώρα του, για την οποία προετοιμαζόταν σιωπη-ρά από καιρό. Τον βοήθησε κι ο πατέρας.

– Ας ακούσομε και τον Σωκράτη, είπε κατά το τέλος,γιατί το λέει ωραία το τραγούδι «Γραμμένα μάτια μου».

Θόλωσε σα να έπεσε πάνω του όλη η πλαγιά με ταΜαύρα Χώματα, αλλά τον πρόλαβε η Πανδώρα. Για ναμην ντροπιαστεί ο γαμπρός εκείνη δέχτηκε να καθίσει στονσοφρά με τους άντρες. Κάθισε δίπλα του, του πέρασε τηνπαλάμη στο μέτωπο, να ιδεί αν έκαιγε και, κοιτάζοντάς τονόπως τον κοίταζε η μάνα του την ώρα που κουβέντιαζε μετους πεθαμένους, του είπε:

– Τραγούδα όμορφα, για γινάτι της Κατερίνας!Σε λίγο, εκείνος άκουγε τη φωνή του, που έτρεμε σαν

τουλούπα μεταξένια κάτω από τα καπνισμένα άχυρα.Ένιωσε τα δάχτυλα της Πανδώρας να του χαϊδεύουν ταμαλλιά, είδε τον πατέρα, που πέταξε το καπέλο από τη χα-ρά του, είδε τις γυναίκες, που δεν συγκρατούσαν τα δά-κρυα και τα αυτιά του αχούσαν από τις ευχές που ξεχύ-

Page 34: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νονταν από παντού σαν τα νερά του ποταμού κάτω απότις γέρικες ιτιές. Όλοι, ίσως και η άφαντη Κατερίνα, τονκαμάρωναν. Ενώ εκείνος καμάρωνε για την αποκατάστα-ση της τραυματισμένης του αξιοπρέπειας κι ακόμα ότι απ’εδώ και πέρα οι κάτοικοι στα Μαύρα Χώματα δεν θα υπο-κλίνονταν μόνο στον πατέρα, αλλά θα λέγανε και γι’ αυ-τόν «Ο Σωκράτης Μπούμπας με τ’ όνομα!»

34

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 35: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Εις υγείαν των βλάχων

Όπως κάθε Πάσχα, περιπλανήθηκε από φωτιά σε φωτιά κιεπειδή από κάθε θράκα ανέβαιναν τραγούδια, δεν χωρού-σε αμφιβολία ότι κι αυτή τη φορά θα γύριζε αργά στο σπίτιτου. «Έμεινες στα Μαύρα Χώματα» του παραπονιότανε ηγυναίκα του, αλλά αυτός το ’ξερε καλύτερα από κάθε άλ-λον ότι δεν μπορούσε να αποχωριστεί εύκολα τα τραγού-δια. Τα τραγούδια ήταν αυτά που τον κρατούσαν στις αυ-λές και στις καλύβες των Βλάχων. Και μόνο όταν κοιτούσεψηλά τα άστρα, τότε μόνο θυμότανε τη φωλιά του στηΓορίτσα. Κατά την επιστροφή, τα άστρα τού έδειχναν τονδρόμο, ενώ τα τραγούδια του ζέσταιναν την ψυχή. Μια ψυ-χή ζεσταίνεται όταν είναι κρύα και η ψυχή του Ριζά Κέρπιέπασχε από μόνιμα κρυοπαγήματα. Γιατί μόνιμη ήταν και ηαγωνία για τη ζωή του γιου του, του Δημήτρη. Ο Δημη τράκηςήταν υγιέστατο παιδί και έπαιζε χαρούμενος το ντέφι, αλ-λά ο θάνατος οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να αναπηδή-σει από τους θάμνους και να μπει στο κορμί του. Η μόνιμηπαρουσία του θανάτου πάγωνε την ψυχή του, γι’ αυτό καισυχνά-πυκνά ένιωθε μια εσωτερική ανάγκη να τη ζεσταίνειμε τραγούδια.

Το ότι ένα τραγούδι μπορεί να ζεστάνει την ψυχή το ήξε-ρε από τότε που κρατούσε και ο ίδιος ίσο. Ή τραγουδούσετο μοναδικό τραγούδι, που ήξερε καλά, το «Θα το πω καιας πεθάνω». Ως ισοκράτης ήταν πολύ καλός, αλλά για τοτραγούδι του εφεύρισκε αφορμές κι αιτίες να το αποφύγει.Οι άλλοι τον παρότρυναν να το τραγουδήσει, εκείνος τουςανέμιζε μια λίστα ολόκληρη με τραγούδια που τα είχε συλ-λέξει ανάμεσά τους κι εκείνοι του λέγανε εν χορώ:

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

35

Page 36: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

36

– Εντάξει, αλλά για πάρε λίγο το «Θα το πω και ας πε-θάνω»…

Από τότε, όμως, που του πέθαναν τα τρία μικρά αγόριατο ένα μετά το άλλο, οι φίλοι δεν τον πείραζαν πια. Μεγάλησυμφορά! Η ατέλειωτη λύπη είχε στερέψει κι εκείνο το λι-γοστό τραγούδι, που είχε μέσα του. Ο Δημητράκης ωστό-σο έζησε επειδή είχε πάρει το όνομα ενός Βλάχου και τώραήταν ένα υγιέστατο παιδί. Ήταν φανερό πως ο θάνατος εί-χε χάσει τον δρόμο και δεν υπήρχε λόγος για άλλη λύπη. Κιόμως εκείνος δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια να ξαναβρείτο τραγούδι. Φοβότανε μήπως ξυπνήσει τον θάνατο και θυ-μηθεί ξανά τον δρόμο προς το σπίτι του.

Πάντως, δεν είχαν κοπεί όλα τα νήματα με το τραγού-δι, γιατί τη στιγμή που νόμισε πως είχε κόψει κάθε σχέσημαζί του, το βρήκε με έναν άλλο, εντελώς διαφορετικό τρό-πο. Όχι ως επιθυμία να το τραγουδήσει, αλλά ως πάθος νατο ακούσει, να το συλλέξει και να το μελετήσει. Ο ΡιζάΚέρπι, εκτός από δάσκαλος στο σχολείο της Γορίτσας, ανέ-λαβε και την αποστολή της συλλογής των δημοτικών τρα-γουδιών. Συνέλεγε τραγούδια βλάχικα, τα οποία έλιωναντον πάγο της καρδιάς του. Πρώτα ζεσταινόταν τραγου-δώντας ο ίδιος, τώρα ακούγοντας τους άλλους. Και με τους«άλλους», πιο πολύ από τους Γοριτσάρηδες ή τουςΛιάμπηδες του χωριού, Όπως κάθε Πάσχα, περιπλανήθη-κε από φωτιά σε φωτιά κι επειδή από κάθε θράκα ανέβαι-ναν τραγούδια, δεν χωρούσε αμφιβολία ότι κι αυτή τη φο-ρά θα γύριζε αργά στο σπίτι του. «Έμεινες στα ΜαύραΧώματα» του παραπονιότανε η γυναίκα του, αλλά αυτός το’ξερε καλύτερα από κάθε άλλον ότι δεν μπορούσε να απο-χωριστεί εύκολα τα τραγούδια. Τα τραγούδια ήταν αυτάπου τον κρατούσαν στις αυλές και στις καλύβες τωνΒλάχων. Και μόνο όταν κοιτούσε ψηλά τα άστρα, τότε μό-

Page 37: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

37

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

νο θυμότανε τη φωλιά του στη Γορίτσα. Κατά την επι-στροφή, τα άστρα τού έδειχναν τον δρόμο, ενώ τα τρα-γούδια του ζέσταιναν την ψυχή. Μια ψυχή ζεσταίνεται ότανείναι κρύα και η ψυχή του Ριζά Κέρπι έπασχε από μόνιμακρυοπαγήματα. Γιατί μόνιμη ήταν και η αγωνία για τη ζωήτου γιου του, του Δημήτρη. Ο Δημητράκης ήταν υγιέστα-το παιδί και έπαιζε χαρούμενος το ντέφι, αλλά ο θάνατοςοποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να αναπηδήσει από τουςθάμνους και να μπει στο κορμί του. Η μόνιμη παρουσίατου θανάτου πάγωνε την ψυχή του, γι’ αυτό και συχνά-πυ-κνά ένιωθε μια εσωτερική ανάγκη να τη ζεσταίνει με τρα-γούδια.

Το ότι ένα τραγούδι μπορεί να ζεστάνει την ψυχή το ήξε-ρε από τότε που κρατούσε και ο ίδιος ίσο. Ή τραγουδούσετο μοναδικό τραγούδι, που ήξερε καλά, το «Θα το πω καιας πεθάνω». Ως ισοκράτης ήταν πολύ καλός, αλλά για τοτραγούδι του εφεύρισκε αφορμές κι αιτίες να το αποφύγει.Οι άλλοι τον παρότρυναν να το τραγουδήσει, εκείνος τουςανέμιζε μια λίστα ολόκληρη με τραγούδια που τα είχε συλ-λέξει ανάμεσά τους κι εκείνοι του λέγανε εν χορώ:

– Εντάξει, αλλά για πάρε λίγο το «Θα το πω και ας πε-θάνω»…

Από τότε, όμως, που του πέθαναν τα τρία μικρά αγόριατο ένα μετά το άλλο, οι φίλοι δεν τον πείραζαν πια. Μεγάλησυμφορά! Η ατέλειωτη λύπη είχε στερέψει κι εκείνο το λι-γοστό τραγούδι, που είχε μέσα του. Ο Δημητράκης ωστό-σο έζησε επειδή είχε πάρει το όνομα ενός Βλάχου και τώραήταν ένα υγιέστατο παιδί. Ήταν φανερό πως ο θάνατος εί-χε χάσει τον δρόμο και δεν υπήρχε λόγος για άλλη λύπη. Κιόμως εκείνος δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια να ξαναβρείτο τραγούδι. Φοβότανε μήπως ξυπνήσει τον θάνατο και θυ-μηθεί ξανά τον δρόμο προς το σπίτι του.

Page 38: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Πάντως, δεν είχαν κοπεί όλα τα νήματα με το τραγού-δι, γιατί τη στιγμή που νόμισε πως είχε κόψει κάθε σχέσημαζί του, το βρήκε με έναν άλλο, εντελώς διαφορετικό τρό-πο. Όχι ως επιθυμία να το τραγουδήσει, αλλά ως πάθος νατο ακούσει, να το συλλέξει και να το μελετήσει. Ο Ριζά Κέρπι,εκτός από δάσκαλος στο σχολείο της Γορίτσας, ανέλαβε καιτην αποστολή της συλλογής των δημοτικών τραγουδιών.Συνέλεγε τραγούδια βλάχικα, τα οποία έλιωναν τον πάγοτης καρδιάς του. Πρώτα ζεσταινόταν τραγουδώντας ο ίδιος,τώρα ακούγοντας τους άλλους. Και με τους «άλλους», πιοπολύ από τους Γοριτσάρηδες ή τους Λιάμπηδες του χωριού,εννοούσε τους Βλάχους στα Μαύρα Χώματα. Τους ξεχώρι-σε, όχι μόνο επειδή στο ξύλινο παράπηγμα μάθαινε στα παι-διά τους γραφή κι ανάγνωση ή επειδή ένιωθε χρέος για τοόνομα του γιου του. Τους ξεχώρισε επειδή πάντα τους θεω-ρούσαν περιθωριακούς. Πολίτες δεύτερης σχεδόν κατηγο-ρίας, που κανένας δεν φρόντισε να τους βγάλει από τις αχυ-ρένιες καλύβες, πόσο μάλλον να τους ακούσει πώς τρα-γουδάνε. Στους Βλάχους αναγνωρίζονταν μόνον οι στάνες,οι μάλλινες γούνες και, τέλος, κανένα μοναχικό τραγούδιόπως το «Η γκλίτσα σου, η πλουμιστή». Συλλέγοντας καιμελετώντας τα τραγούδια τους και με την ιδέα ότι, ίσως στομέλλον, να προέκυπτε και κανένα βιβλίο περί της βλάχικηςλαογραφίας, ήταν σαν να προσπαθούσε να τους ξεκολλή-σει από την Πλαγιά στα Μαύρα Χώματα και να τους βγά-λει στον μεγάλο κόσμο.

Αφού πέρασε από δεκάδες καλύβες, αφού συναντήθη-κε με εκατοντάδες άτομα, αφού ήπιε πλάι στις γωνιές με σω-ρούς από στάχτες μια νταμιτζάνα με ρακή, αφού έκατσεσταυροπόδι στη φρέσκα φτέρη των γάμων, αφού έγινε φί-λος με σοφούς γέρους και με γριές με σταυρό χαραγμένοστο μέτωπο, συνέλεξε ένα κάρο με τραγούδια και στο νου

38

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 39: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

39

του χαράχτηκε το περίγραμμα του μελλοντικού του βι-βλίου για τους βλάχικους λαϊκούς θησαυρούς. Έλειπε μό-νον ο τίτλος, που σίγουρα θα συμβόλιζε τη νομαδική ζωήτους πάνω στα σαμάρια των μουλαριών.

Ωστόσο, δεν αρκούνταν μόνον στη συλλογή και τηνκαταγραφή των τραγουδιών. Ήθελε να γίνει κάτι σαν κρι-τής τους. Να τα κρίνει, να τα στύψει και να βγάλει την ψυ-χή που έκρυβαν μέσα τους. Δάσκαλος, με μόνο δυο τάξειςτης Ζωσιμαίας σχολής, πριν από χρόνια στα Γιάννενα, ήθε-λε να βρει εκεί μέσα την ψυχή ενός έθνους. Και μάλισταμη αναγνωρισμένου, ανομολόγητου, που κανείς δεν τολ-μούσε να το πει με το όνομά του. Μέχρι τότε, τους Βλάχουςτους γνώριζε επιφανειακά, ενώ τα τραγούδια τού άνοιξαντην πόρτα να μπει στα ενδότερα. Να τολμήσει μια κάποιααυτοψία της ψυχής, μια και η ψυχή κάθε έθνους κατοικείστο τραγούδι.

Μέσα από τον λαβύρινθο του νου ξεπρόβαλε κι ο πρώ-τος τίτλος, αλλά που αργότερα απορρίφτηκε ως μη κα-τάλληλος: «Η έμμετρη αυτοψία των Βλάχων». Αν προ-σπαθούσε περισσότερο ίσως να έβρισκε έναν άλλο τίτλο,πιο ταιριαστό, που δεν θα περιείχε μέσα του τη μυρωδιάτου θανάτου με «αυτοβιογραφίες» και «ραδιογραφίες»,αλλά του βγήκε τέτοιος επειδή από την αρχή είχε την αί-σθηση ότι είχε να κάνει με το σώμα ενός νεκρού. Ή ενόςζωντανού νεκρού. Με την ιδέα ότι τον θεωρούσαν οι άλ-λοι νεκρό, ενώ ο ίδιος ζούσε και βασίλευε στα παρθένα λι-βάδια των Μαύρων Χωμάτων. Οι άλλοι –κι εδώ ο δάσκα-λος εννοούσε τους Γοριτσάρηδες με επικεφαλής τον πρώ-το τους, τον Στέφανο Μούσκα– προσπαθούσαν να τονπνίξουν και όχι να τον σώσουν. Να τον παραχώσουν καιόχι να τον αναδείξουν. Δεν τον έβλεπαν σαν ένα λουλού-δι, που μπορούσε να σταθεί άνετα και με αξιοπρέπεια ανά-

Page 40: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

40

μεσα στα άλλα λουλούδια, αλλά σαν βάτο που μπορούσενα ματώσει τα πόδια τους. Σαν λουλούδι μπορούσε να τονιδεί μια ψυχή ταλαιπωρημένη και παγωμένη όπως του ΡιζάΚέρπι, αν και στις αρχές, η αντίληψή του περί των Βλάχωνδεν διέφερε σε τίποτα από την αντίληψη των άλλων. Πίστευεότι οι Βλάχοι στα Μαύρα Χώματα ανήκουν σε ένα έθνοςσχεδόν νεκρό. Ή που πεθαίνει ώρα την ώρα. Αυτός ήταν ολόγος που στο νου του για το μελλοντικό βιβλίο του σκέ-φτηκε την «αυτοψία», λες και θα ανακάλυπτε τις αιτίες τουθανάτου. Άλλαξε γνώμη, γιατί κάτι τέτοιο δεν το επιθυμούσεγια κανέναν και για τίποτα. Από την άλλη, ήταν σα να σι-γοντάριζε τον Στέφανο Μούσκα. Ήθελε να το σώσει και νατο προβάλει, για να ζεστάνει και η ψυχή του.

Από τα τραγούδια ή τις εστίες των τραγουδιών που τονπεριτριγύριζαν, είχε την εντύπωση ότι εκείνα που τον ζέ-σταιναν ήταν μόνο τα βλάχικα. Κι όχι επειδή ο γιος του είχεπάρει όνομα Βλάχου ή επειδή είχαν κάποια ιδιαιτερότητασε σύγκριση με τα ντόπια, αλλά επειδή μέσα τους είχαν πο-λύ καημό. Στα ντόπια ο Ριζά έβαζε και τα τραγούδια τωνΓοριτσάρηδων, που αν και δεν είχαν καμιά σχέση με τα τρα-γούδια των Λιάμπηδων, τραγουδιότανε όμοια. Όταν οι πρό-γονοι του Ριζά Κέρπι εγκατέλειψαν το Κούτσι και τοΚουρβελέσι για να ριζώσουν στη Γορίτσα, οι Γοριτσάρηδεςτους επέτρεψαν να μπουν στο χωριό μόνον και μόνον επει-δή τραγουδούσαν όμοια μ’ αυτούς. Δεν τους ήθελαν τουςΛιάμπηδες, γιατί θα τους λερώνανε το χωριό, αλλά όταν εί-δαν ότι τα τραγούδια τους ήταν ίδια σχεδόν, τους δεχτήκα-νε. Ίσως γιατί βρήκαν από νωρίς τα μονοπάτια που οδη-γούσαν τους μεν προς τους δε. Τέτοια μονοπάτια άνοιγανκαι οι Βλάχοι με τα τραγούδια τους, αλλά όταν έβλεπαν πό-σο ξένοι ήταν για τη Γορίτσα, προτιμούσαν να στηριχτούνο ένας στον άλλο. Έτσι, ήταν δεμένοι μεταξύ τους σαν να

Page 41: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

41

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

προστάτευαν περισσότερο εκείνο που τους ξεχώριζε τόσοαπό τους Γοριτσάρηδες όσο κι από τους Λιάμπηδες του χω-ριού. Αν και με τους τελευταίους έδειχναν πιο φιλικοί επει-δή τους ένωνε η στάνη, αλλά κι επειδή ήταν «ερχόμενοι»,όπως κι οι ίδιοι.

Τα τσιγκέλια, από τα οποία μπορούσες να κρατηθείς γιανα δείξεις τη ιδιαιτερότητά σου, ήταν τα τραγούδια. Τα τρα-γούδια που ζέσταιναν περισσότερο από κάθε άλλο την καρ-διά του Ριζά Κέρπι, επειδή είχαν μέσα τους πολύ καημό.Όταν οι Βλάχοι τραγουδούσαν, εκείνος είχε την εντύπωση ότιμοιρολογούσαν. Του άρεσε αυτό από τότε που άκουσε γιαπρώτη φορά τραγούδι στα Μαύρα Χώματα. Ίσως επειδή ηψυχή του ήταν πάντα κλαμένη. Ίσως επειδή ο φόβος για τονΔημητράκη ήταν πάντα υπαρκτός. Όλοι ήξεραν στη Γορίτσαότι εκείνος, πριν πέσει για ύπνο θα περνούσε από το δωμά-τιο του Δημητράκη για να ιδεί αν αναπνέει. Έσκυβε πάνωτου, σιγουρευόταν ότι ζει και μετά πήγαινε στην κάμαράτου. Η πιθανότητα να πεθάνει ο Δημητράκης έστεκε σαναναμμένο καντήλι στην ψυχή του. Ή σαν μοιρολόγι που μα-ραζώνει την ψυχή, κι οι Βλάχοι δεν είχαν καταφέρει να τοξεχωρίσουν από το τραγούδι τους. Λες και στέκονταν πλάιπλάι η ζωή κι ο θάνατος, το δάκρυ και η χαρά. Η παρουσίατου μοιρολογιού στο τραγούδι την έκανε τη ζωή πιο όμορ-φη και τον θάνατο πιο αποδεκτό. Ήταν κάτι σαν κατανόη-ση. Και τα τραγούδια που αποδέχονταν τον θάνατο ζέ-σταιναν περισσότερο. Γιατί έτσι αποκτούσε μεγαλύτερο βά-ρος η αξία της ζωής. Η αξία της ζωής φαινότανε και σταλιάμπικα τραγούδια, αλλά αυτά, ακόμα κι όταν μιλούσανεγια τον έρωτα, ήταν σαν ξεκίνημα για πόλεμο. Ενώ στα βλά-χικα ήταν σα ξεκίνημα για να μαζέψεις μανουσάκια.

Αυτά συλλογιζόταν ο Ριζά Κέρπι την ημέρα που περι-πλανιότανε από φωτιά σε φωτιά, όπου γυρίζανε στις σού-

Page 42: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

42

βλες τα κρέατα του Πάσχα, κι από παρέα σε παρέα, που τρα-γουδούσανε λυπητερά τραγούδια. Από κείνη την ημέρα τουφαινότανε λιγότερο λυπητερά. Ίσως επειδή είχε νιώσει σταχείλη του ένα σκίρτημα τραγουδιού. Η ατέλειωτη λύπη σαννα είχε ραγίσει και από τις ρωγμές είχε ξεπεταχτεί το μονα-δικό τραγούδι που ήξερε καλά, το «Θα το πω και ας πεθά-νω». Ίσως κι επειδή ήταν μια όμορφη και χαρούμενη μέρα.Με τις πλατείες στρωμένες με κόκκινες βελέντζες όπου οιΒλάχοι καθότανε σόγια σόγια και τον άσπρο καπνό να αι-ωρείται πάνω από την πλαγιά των Μαύρων Χωμάτων. Κάτωαπό τον καπνό τα πιτσιρίκια τσίριζαν περιστρεφόμενα πά-νω στο μακρύ δοκάρι, οι άντρες γυρίζανε τους οβελίες καιελέγχανε το ψήσιμο χώνοντας τον αντίχειρα στο μπούτι,κάποιοι ξένοι από τα γύρω χωριά πουλούσαν βρίζα και άγριακορόμηλα, ενώ οι γυναίκες είχαν γίνει ένα με τις γύφτισσες,που διαλαλούσαν καλάθια από βέργες ιτιάς, γλειφιτζούριασε μορφή πετεινών πάνω σε ξύλινη ουρά, σκουλαρίκια, καρ-φίτσες, καθρεφτάκια, τζοβαϊρικά ψεύτικα που άστραφτανστον ήλιο και κάτι μικρά μπουκαλάκια με ένα ροζ υγρό, πουεκείνες το λέγανε λεβάντα. Έλεγαν και τη μοίρα, χαλούσανμάγια, διάβαζαν την τύχη στις παλάμες ή στις πλάτες τωναμνών. Οι νεαρές κοπέλες δοκίμαζαν τα σκουλαρίκια, χτε-νίζονταν με τα δάχτυλα, κοιτάζοντας το πρόσωπό τους στακαθρεφτάκια, ραντίζανε η μια την άλλη με λεβάντα.

Μια από τις γύφτισσες είχε πάρει στο κατόπι τον ΡιζάΚέρπι. Ορκιζόταν ότι θα του διάβαζε τι ήταν και τι δεν ήτανγραμμένο στην παλάμη του, αλλά εκείνος αντιστεκόταν μεόλες του τις δυνάμεις. Δεν φοβόταν να μάθει τι ήταν γραμ-μένο για τον εαυτό του, τρόμαζε όμως μήπως αποκαλυφθείτο μέλλον του γιου του, του Δημητράκη. Όπως και να ήταντο μέλλον του γιου του, εκείνος δεν ήθελε να το γνωρίζει.Κι αν ήταν μαύρο; Γι’ αυτό και απέφευγε τις γύφτισσες. Ποτέ

Page 43: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

43

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

δεν πίστευε στις προβλέψεις τους και τις θεωρούσε αρ-λούμπες, αλλά για να τις αποφεύγει με τέτοιο πείσμα, θα πειότι μέσα του τον βασάνιζε η πιθανότητα, μία στις χίλιες, ναανακαλύψουν κάτι το ανεπιθύμητο. Για να αποφύγει το ανε-πιθύμητο έπρεπε να πιστέψει με κλειστά τα μάτια στις ζωο-γόνες αξίες του άλλου δέρματος. Με το άλλο δέρμα εννο-ούσε το όνομα που έφερε τώρα ο Δημητράκης, το όνομαενός παιδιού από το σόι των Μπουμπαίων. Παρομοιά ζονταςτο όνομα με δέρμα, συχνά του άρεσε να λέει πως ο γιος τουέζησε επειδή φόρεσε το δέρμα ενός Βλάχου, τον οποίο καισυναντούσε όσες φορές περνούσε από τα Μαύρα Χώματα.

Ρώτησε για το παιδί αυτό, μόλις γλίτωσε από τη γύ-φτισσα. Του είπαν ότι μπορεί να το βρει στο σαμαράδικο ήστο ξύλινο παράπηγμα του σχολείου. Το σαμαράδικο με τοπαράπηγμα ήταν σχεδόν κολλητά, αλλά για το σχολείο εί-χε ιδιαίτερη νοσταλγία, όχι μόνο ως πρώτος δάσκαλος, αλ-λά ως άτομο που το μετέτρεψε από αχυρώνα σε ξύλινο οι-κοδόμημα. Στις αρχές του δείξανε μια καλύβα ψηλή καιφουσκωμένη σαν μανιτάρι, με την ελπίδα ότι θα τα εγκα-τέλειπε όλα και θα γύριζε απ’ εκεί που ήρθε. Με εξαίρεσηλίγους Βλάχους, που είχαν κάνει κάποιες τάξεις σχολείοστα ελληνικά πέρα από τα σύνορα, πριν εκείνα κλείσουνερμητικά, οι άλλοι δεν γνώριζαν γραφή κι ανάγνωση. Είχεεπικρατήσει η αντίληψη ότι οι Βλάχοι δεν είναι για σχολείο.Θόλωνε το μυαλό τους από τα πολλά βιβλία, γι’ αυτό καιπίστευαν ότι λίγα τα έχει τα ψωμιά του ο δάσκαλος σταΜαύρα Χώματα. Ως επιβεβαίωση της νοοτροπίας τουςέφερναν δύο παραδείγματα, ένα παλιό και ένα νέο. Το πα-λιό είχε να κάνει με τον γιο του ξεπεσμένου τσέλιγκα, πουόσες φορές επέστρεφε από τις σπουδές στην Ιταλία, ζη-τούσε από τον πατέρα του να μοιράσει τα πρόβατα στουςφτωχούς. Με τούτο αποδεικνυόταν η θολούρα του μυαλού

Page 44: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

44

του. Το φρέσκο παράδειγμα ήταν του Λευτέρη Κατσέτα,που εγκατέλειψε το Λύκειο στο Αργυρόκαστρο, επειδή τουκάπνισε να γίνει πρόεδρος. Έτσι, τα δείγματα της αδυνα-μίας του βλάχικου μυαλού για κάτι υψηλότερο, ήρθαν καιέδεσαν. Κάποιοι προσθέτανε ως αρνητικές και τις ιδιότη-τες του γλυφού νερού στα Μαύρα Χώματα.

Όλα αυτά τα ανέτρεψε ο Ριζά Κέρπι, ο οποίος λίγο μετάτην έναρξη του σχολικού έτους έκανε μια δήλωση που έπε-σε σαν βόμβα, ότι «Οι καλύτεροι μαθητές στον κόσμο είναιοι Βλάχοι». Και για να τους ανταμείψει για την πρωτιά τους,κατεδάφισε την υψηλή καλύβα που ήταν σαν μανιτάρι γιανα ανεγερθεί στη θέση της ένα ξύλινο παράπηγμα. ΤαΜαύρα Χώματα του έδιναν πάντα την εντύπωση μιας καρ-δάρας, που τη χώριζε στη μέση ένα ποτάμι, ενώ αυτή τη φο-ρά, την ημέρα του Πάσχα, του φάνηκε ως καρδάρα γεμάτημε τραγούδια. Ήταν τόσο συνδεδεμένος με τα βλάχικα τρα-γούδια, που μπορούσε να ξεχάσει το όνομα ενός ανθρώπου,αλλά ποτέ δεν ξεχνούσε το τραγούδι που αγαπούσε και τρα-γουδούσε το άτομο αυτό. Κάθε σόι είχε τον πιο ικανό τρα-γουδιστή του και κάθε τραγουδιστής το αγαπημένο του τρα-γούδι. Πολλές φορές στα Μαύρα Χώματα αντί να πουν τοόνομα του ανθρώπου, έλεγαν το τραγούδι του. Έτσι κάποι-ον τον ονόμαζαν «Μέτωπο με τζοβαΐρι», λες και έτσι ήταν εγ-γεγραμμένος στο ληξιαρχικό μητρώο, τον άλλον «Γκοριτσιάμε τα αγκάθια», τον άλλο «Κίνησα πρωί, με νύχτα» ή «Ηγκλίτσα μου η πλουμιστή» ή «Έσφαξε ο Ντερβίσης τη Σοφία»ή «Έλα να βγούμε στο βουνό» ή «Μαυρομαντιλούσα μου»ή «Γραμμένα μάτια μου».

– Ήρθες να μαζέψεις τραγούδια, ε; του φώναξε από μα-κριά ο ανεπανάληπτος Γεράσιμος Μπούμπας. Έλα, κάτσεστη θέση μου, γιατί θα σηκωθώ, θα πάω με τον Σωκράτηστους συμπέθερους.

Page 45: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

45

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Ήταν εφτά νομάτοι, καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, όπουμόλις είχε ψηθεί το κρέας, στην πλατεία που χώριζε το σα-μαράδικο από το ξύλινο παράπηγμα του σχολείου. Πιο πέ-ρα ήταν και δυο άλλες παρέες, σταυροπόδι, πάνω στο γρα-σίδι, στις κόκκινες βελέντζες ή στη φρέσκα φτέρη. Ήταν μιαπροσωρινή μάζωξη λίγο πριν πάνε στα σπίτια τους να γιορ-τάσουν το Πάσχα με τις οικογένειές τους. Τα κρέατα, κα-λοψημένα και αχνιστά, ήταν ακουμπισμένα στο ξύλινο τοί-χωμα του σχολείου και αρκετά σακατεμένα γιατί συχνά-πυ-κνά έπρεπε να κόψουν λίγη πλάτη, λίγη ραχοκοκαλιά ή άλ-λα πιο μαλακά κομμάτια, έτσι για να αναζωπυρώνονται ηκουβέντα, η ρακή και τα τραγούδια.

Ο Ριζά Κέρπι είχε διαπιστώσει ότι οι Βλάχοι έστηναν τρα-γούδι όπου να ’ναι. Στο σημείο αυτό έμοιαζαν με τουςΛιάμπηδες. Και οι Γοριτσάρηδες το έκαναν αυτό, αλλά ήτανκάπως πιο εκλεκτικοί. Έτσι, Βλάχους και Λιάμπηδες τουςένωνε η απλότητα, αλλά τους χώριζε εκείνο το κάτι πουακουγόταν σαν σπαρακτικός θρήνος στη μέση στο τρα-γούδι.

– Τώρα που κάθισες εδώ, δεν θα το γλιτώσεις το τρα-γούδι, του είπε ο Γεράσιμος Μπούμπας, αφήνοντάς του τηθέση δίπλα σ’ αυτόν που πρόσφερε το όνομά του στον γιοτου, τον Δημητράκη, και πρόσθεσε: Έδωσα εντολή στα παι-διά να σε διώξουν αν δεν τραγουδήσεις…

Του βάλανε μπροστά ψημένο κρέας κι ένα φλιτζάνι ρα-κή. Εκείνος πήρε το φλιτζάνι, το μυρίστηκε μια και δυο, γιανα καταλάβει από τη μυρωδιά αν και πόσο θα τον κάψει τηνώρα που θα το γυρίσει. Το ρακί του έψενε τα σωθικά, ενώτα τραγούδια, και μόνον με το άκουσμα, έλιωναν την πα-γωνιά της ψυχής του. Του είπαν να φάει, να πιει, αλλά τοτραγούδι δεν θα το γλυτώσει. Του θυμίσανε την εντολή τουΓεράσιμου Μπούμπα και του είπαν πως το αμανάτι δεν το

Page 46: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

46

λιώνει ούτε το χώμα. Είχε ακουστά για ένα νόμο που ίσχυεστα τραπεζώματα και που τον είχαν «θεσπίσει» οιΜπουμπαίοι. Όποιος δεν τραγουδάει, διώχνεται από το τρα-πέζι, έλεγε ρητά το μοναδικό άρθρο εκείνου του νόμου, αλ-λά ο Ριζά δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να υποστεί ο ίδιοςτις συνέπειές του. Κάποιος πήρε τον λόγο και είπε:

– Να πιούμε στην υγειά του δάσκαλου που συλλέγει τατραγούδια μας.

– Να πιούμε στην υγειά όλων των Βλάχων στα ΜαύραΧώματα, απάντησε αυτός και γύρισε άσπρο πάτο το φλι-τζάνι του.

Όταν ήπιε αρκετά, ένιωσε σαν να αναζωογονούνταν οιρίζες της ζωής του. Τόσο του άρεσε αυτή η αναζωογόνηση ήτο μπλέξιμο των ριζών, που πάει να φωνάξει ξανά: «Στηνυγεία των Βλάχων!»

– Τουλάχιστον κράτα ίσο, του είπαν, όταν είδαν πως δενείχε σκοπό να τραγουδήσει, ούτε «εεε» δεν ξέρεις να κάνεις;

«Εεε» ήξερε να κάνει. Ήξερε και ένα τραγούδι, ένα μο-νάχα, το «Θα το πω και ας πεθάνω», αλλά το είχε παγώσειη ατέλειωτη λύπη για τους τρεις γιους του, που έφυγαν απότη ζωή ο ένας μετά τον άλλο. Μετά τον πρώτο θάνατο, δεντραγούδησε, και τα τραγούδια ήταν μέσα του σαν κιβούρια.Δοκίμασε να τραγουδήσει αργότερα, όταν ο τέταρτος γιοςτου, ο Δημητράκης, αφού πήρε όνομα Βλάχου, αυτού πουείχε δίπλα του, επέζησε. Αλλά ξανά δεν τα κατάφερε. Τονφρενάρανε τα κιβούρια που είχε μέσα του. Θα ήταν σαν ναπροκαλούσε τον χάρο, για να έρθει να του πάρει και τον τέ-ταρτο γιο. Το τραγούδι του φάνηκε σαν πουλί που είχε χά-σει τη φωλιά του. Τότε ήταν που άρχισε να συλλέγει τα τρα-γούδια των Βλάχων στα Μαύρα Χώματα κι είχε την αίσθη-ση ότι απόχτησε φωλιά. Τα τραγούδια όμως είχαν γίνει που-λιά που αναζητούσαν τη χαμένη φωλιά τους.

Page 47: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

47

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Μετά από μεγάλη επιμονή της παρέας, αλλά και απόφόβο μην τον διώξουν, ίδρωσε αλλά, άρχισε να κάνει απλώς«εεε», κάτι που δεν το είχε κάνει στα τόσα χρόνια της λύ-πης του. Ένιωθε πως κάτι έλιωνε μέσα του. Η ατέλειωτη λύ-πη σαν να είχε ραγίσει και από τις ρωγμές είχε ξεπεταχτείτο μοναδικό τραγούδι που ήξερε καλά. Δεν περίμενε άλλοούτε να τον παροτρύνουν, ούτε να του υπενθυμίσουν τοννόμο του τραπεζιού. Το τραγούδι πια ήταν πουλί που είχεβρει τη χαμένη του φωλιά. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο, όπωςκάνουν οι Λιάμπηδες όταν θέλουν να δείξουν το στήθος,σφούγγισε τον ιδρώτα από το μέτωπο και πήρε το τραγού-δι με φωνή βαθιά, βαριά και τρανταχτή.

Θα το πω και ας πεθάνωΜες στο καλοκαίρι απάνω

Στο τέλος όλοι ήπιαν στην υγεία του, ενώ αυτός σηκώ-θηκε όρθιος και είπε δυνατά, για να τον ακούσουν και οιτρεις παρέες:

– Πίνω εις υγείαν των Βλάχων!Το είπε αυτό πολλές φορές κατά τη διαδρομή από τα

Μαύρα Χώματα προς το σπίτι του, ενώ το σκοτάδι κρεμό-ταν στον ώμο του σαν γούνα και τα άστρα μπερδεύοντανστα πόδια του σαν χαρούμενα πιτσιρίκια. Το είπε ξανά πρινκοιμηθεί, τη στιγμή που πήγε να ιδεί την ανάσα τουΔημητράκη και διαπίστωσε κάτι που δεν το είχε προσέξεινωρίτερα. Όταν έλεγε «στην υγεία των Βλάχων» ήταν σανα αύξαινε τη ζωή του Δημητράκη.

Page 48: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:
Page 49: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Συνήθως τέτοιους εφιάλτες η Παρασκευή Χολέβα τους κα-ταπολεμούσε πιάνοντας με το χέρι το …δικό της, του γέ-ρου της ή το κοιμισμένο σκουληκάκι των εγγονών, αλλάεκείνο το πρωί προτίμησε τα περιττώματά της, επειδή μετον τρόπο αυτό το χάλασμα ήταν πιο σίγουρο. Βγήκε μεδυο δάχτυλα ήλιο από το σπίτι, στάθηκε για λίγο στην αυ-λή, προσευχήθηκε στον ουρανό που ήταν ο μόνος αληθι-νός θεός, πήρε το κοντινότερο μονοπάτι προς το ποτάμι,έπλυνε το πρόσωπό της με κρύο νερό, ένιωσε τον σταυρόστο μέτωπό της να σκιρτάει στη χούφτα της και μπήκε κά-τω από την πιο φουντωμένη ιτιά. Έκατσε ανακούρκουδα,ανασήκωσε το φουστάνι και σφίχτηκε αρκετές φορές μέ-χρι που καταγής έπεσαν μερικές ξερές μπαλίτσες σαν κα-καράντζες. Έμπηξε στις ξερές μπαλίτσες τέσσερις μικρέςβεργούλες, που τις έκοψε από ένα κλαρί της ιτιάς και αφη-γήθηκε το κακό όνειρο από την αρχή μέχρι τον πάτο. Όταντελείωσε ανασήκωσε τα χέρια στον ουρανό σα να τον μούν-τζωνε και είπε:

– Μην μου το παίρνεις το κορίτσι. Αν είναι να πάρειςκάποιον από τους Χολεβαίους, πάρε εμένα, το κοριτσάκιδεν στο δίνω!

49

Κεφάλαιο 2

Page 50: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

50

Το κακό όνειρο είχε να κάνει με την Κατερίνα, το πεν-τάχρονο κοριτσάκι, που όλοι στα Μαύρα Χώματα περίμε-ναν να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή. Σαν έπεφτε η νύχτα,από τις καλύβες των Χολεβαίων ανέβαινε προς τον ουρανόένα σκούξιμο βαθύ και σπαραχτικό και που δεν ήταν τίπο-τα άλλο από την ψυχούλα της Κατερίνας, που είχε ξεκινή-σει το φτερούγισμα.

– Είναι η ψυχή της δυστυχισμένης της Κατερίνας, πουβγαίνει, έλεγαν όσοι άκουγαν το σκούξιμο.

Για κανένα άλλο παιδί δεν πονούσαν τόσο στα ΜαύραΧώματα, όσο για την Κατερίνα. Γιατί από την ημέρα πουγεννήθηκε, διαδόθηκε παντού ότι στο σόι των Χολέβα γεν-νήθηκε ένα κορίτσι όμορφο σαν άστρο. Αυτό λέγανε καιτώρα που πέθαινε. Δεν λέγανε «πεθαίνει η δύστυχηΚατερίνα», αλλά «η όμορφη Κατερίνα». «Κάνει φτερά ηψυχή της όμορφης Κατερίνας», λέγανε. Το σόι τωνΧολεβαίων ξεχώριζε για την καλοσύνη του, αλλά ποτέ γιατην ομορφιά του, γι’ αυτό και ο ερχομός της όμορφηςΚατερίνας ήταν σάμπως το αγκάθι να έβγαλε ρόδο.

Οι Χολεβαίοι το διαπίστωσαν αυτό πρώτοι απ’ όλους,γιατί δεν ανέμεναν τόση καλοσύνη από τον Θεό, αφού μέ-χρι τότε ήταν πάντα φειδωλός μαζί τους. Το τελευταίο κο-ριτσάκι δεν είχε ούτε το μέτωπο στενό, ούτε τη μύτη ζου-λιγμένη, ούτε τα ζυγωματικά σαν χειμωνιάτικα απίδια, ού-τε το δέρμα σκούρο και πολλές φορές προς κιτρινωπό. Ήτανλευκή σαν πούδρα, σαν μαλλί πλυμένο στο ποτάμι, σαν χιό-νι απάτητο σε ψηλή πλαγιά. Τα μάτια της ήταν μεγάλα καιγραμμένα, το μέτωπο ψηλό, η μύτη σαν κερί και τα χείλησαν μπουμπούκια. Όταν ήρθε στο φως, το φως απέκτησεμεγαλύτερη λάμψη και αντί να κλάψει όπως όλα τα μωρά,γέλασε. Η Παρασκευή που την πήρε στην ποδιά της και τηςέκοψε τον αφαλό με το ψαλίδι που κουρεύανε τα γίδια, σκέ-

Page 51: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

51

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

πασε απορημένη τα μάτια της με την παλάμη και μάλωσετον ουρανό, που ήταν ο μόνος αληθινός θεός, με τόση ορ-γή, που δεν το είχε κάνει ποτέ άλλη φορά:

– Αν νομίζεις ότι μπορείς να με κοροϊδεύεις εμένα, νασε ιδώ γκαβό, του είπε.

Πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο χάρος άπλωσε το χέρινα της το πάρει από την αγκαλιά, η Παρασκευή μετάνιω-σε βαθιά για εκείνο το μάλωμα τότε. Η πούντα που είχε χτυ-πήσει τη μικρή εγγονή της σα να είχε σχέση με την αλαζο-νική της στάση απέναντι στο Μεγαλοδύναμο. Ή με τον κο-ρεσμό της κοιλιάς, που πάντα σε οδηγεί στην έπαρση. Απόκαιρό, η Παρασκευή είχε διαμορφώσει μια ιδιαίτερη σχέσημε τον Θεό και συνεννοούνταν μαζί του με τον τρόπο της.Τον αποδεχόταν, τον αναζητούσε και επειδή δεν τον έβρι-σκε πουθενά, τον παρομοίαζε με τον ουρανό. Όταν κου-βέντιαζε με τον Θεό, ο ουρανός στεκότανε αντίκρυ από τομάτι της σαν ένα αγκάθι, που δεν ξέρει πού να μπηχτεί.Αλλά μπορεί και να μην μπηγόταν καθόλου μια και δενυπήρχε πουθενά. Αυτή η απουσία του ίσως να ήταν η αιτίατης αλαζονικής συμπεριφοράς της, τόσο που δεν μπόρεσενα συγκρατηθεί ούτε τη στιγμή που γεννήθηκε η Κατερίνα.Η ομορφιά για το σόι της ήταν μια πολυτέλεια. Ίσως να ήτανκαι από τον κορεσμό της κοιλιάς ή από το πλημμύρισματης καρδιάς. Η Παρασκευή είχε περιμένει στην ποδιά τηςένα κοπάδι με εγγόνια και εγγονές, αλλά ποτέ δεν είχε «χορ-τάσει η κοιλιά της» τόσο, όσο χόρτασε με την Κατερίνα.Ένας χορτασμός που της πήρε τα μυαλά, τόσο που τα ’βα-λε και με τον Θεό. Αφού του έριξε κι ανάθεμα, «να σε ιδώγκαβό», του είπε.

Με τον κορεσμό της κοιλιάς εννοούσε το πλημμύρισματης καρδιάς, και επειδή είχε την εντύπωση ότι η καρδιά πέ-φτει κάπου κοντά στην κοιλιά, έλεγε πάντα «Χόρτασε η

Page 52: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

52

κοιλιά μου!» Ο χορτασμός της καρδιάς μηνούσε ευχή καιευλογία, όπως το άδειασμά της μηνούσε κατάρα. Απ’ ό,τιθυμούνται οι άνθρωποι που έζησαν στα Μαύρα Χώματα,εκείνη δεν έβγαζε κατάρα από το στόμα της και, όταν κά-ποιος ή κάποια την ενοχλούσε, έλεγε πάντα: «Δεν θέλω νακαταραστώ κανέναν, φοβάμαι μην αδειάσει η κοιλιά του».

Ήταν τόσο σίγουρη για τούτο, που στον χορτασμό ή στοάδειασμα της καρδιάς έβλεπε την παρουσία του Θεού. ΤουΘεού με κεφάλι και με πόδια. Γι’ αυτό και είχε κάνει τόπομέσα της η αλαζονεία για τον αληθινό θεό, τον ουρανό. Μιααλαζονεία που την ώθησε να ρίξει το ανάθεμα, λες και δενήταν αυτός ο ρυθμιστής της ζωής των ανθρώπων, αλλά ήτανένας τσομπάνος, που έβοσκε τα πρόβατα στα ΜαύραΧώματα. Έπρεπε η μικρή Κατερίνα να κλείσει το στοματά-κι της και να μην δέχεται τον τραχανά της γιαγιάς, να καί-γεται από τον πυρετό της πούντας και να πιάσει το κρεβά-τι, για να μετανιώσει βαριά για το ανάθεμα που έριξε πριναπό πέντε χρόνια. Μετανιωμένη βαριά, παρακάλεσε τονΘεό του Ουρανού να χαλάσει το κακό όνειρο και να σώσειτην εγγονούλα της. Και του είπε πως αν ήθελε να πάρει κά-ποιον από το σόι των Χολεβαίων, ας έπαιρνε την ίδια κι όχιτο κοριτσάκι της, γιατί αλλιώς θα γύριζε τον κόσμο ανά-ποδα και την Κατερίνα δεν θα την άφηνε από τα χέρια της.

Για να μην της την πάρει, σηκωνότανε νωρίς το πρωί,στεκότανε στον φράχτη της αυλής, κοιτούσε την ανατολήκαι όταν ο ήλιος σκαρφάλωνε στην κορυφή του βουνού τηςΝτόμπρας έκανε έναν μεγάλο σταυρό, αρχίζοντας από τοσημείο του σταυρού στο μέτωπό της, τον οποίο τον είχεκεντήσει με το βελόνι η καρδιακή της φίλη, η Αρχοντούλα,από το σόι των Μπουμπαίων. Την ώρα που έκανε τον σταυ-ρό όσο πιο μεγάλο μπορούσε, ψιθύριζε του θεού στ’ αυτίνα μην κάνει καμιά ανοησία και της πάρει την Κατερίνα.

Page 53: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

53

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Από τα εννιά παιδιά που γέννησε, τα δυο της τα είχε πάρει,αλλά για κανένα δεν είπε να τα βάλει μ’ Εκείνον. Γιατί όλοιήξεραν πως Αυτός δίνει τους ανθρώπους, αυτός τους παίρ-νει. Αλλά για την Κατερίνα, την όμορφη εγγονή της, θα γύ-ριζε τον κόσμο ανάποδα. Γι’ αυτό και τον παρακαλούσε, τουαντιστεκόταν, τον απειλούσε, τον αναθεμάτιζε. Με τηνΚατερίνα ο θεός τής είχε δώσει κάτι πολύ παραπάνω απότο φως των ματιών της, ενώ αν την έπαιρνε ήταν σα να τηςξερίζωνε τα δυο τα μάτια.

Μετά από μερικές μέρες, όταν η κατάσταση τηςΚατερίνας πήγαινε προς το χειρότερο, της είπαν να αφή-σει ήσυχο το θεό, γιατί μπορεί να είχε πολλές δουλειές, καινα πάει στον γιατρό της Γορίτσας, τον Βίκτορ Σιόνη. ΠολλοίΒλάχοι τότε δεν είχαν εμπιστοσύνη στους γιατρούς. Τόσοπερισσότερο στον γιατρό του χωριού που δεν γνώριζε τι θαπει πούντα. Η πούντα ήταν η ασθένεια από την οποία αρ-ρώσταιναν και πέθαιναν οι περισσότεροι Βλάχοι στα ΜαύραΧώματα. Όποιος υποτιμούσε μια τέτοια ασθένεια, σήμαινεότι ήταν για τα πανηγύρια. Τόσο περισσότερο ένας γιατρόςόπως ο Βικτόρ Σιόνης που όχι μόνο δεν είχε ιδέα, αλλά διέ-διδε απ’ εδώ κι απ’ εκεί ότι την πούντα δεν την περιείχε κα-νένα από τα ιατρικά βιβλία του κόσμου, από την εποχή τουΙπποκράτη. Γύριζε στα χωριά με μια μαύρη τσάντα, πάνταφουσκωμένη και σίγουρα το κεφάλι του θα ήταν πιο άδειοκι από κολοκύθα. Είχε σπουδάσει κτηνίατρος σε μια πόλητου Βορρά, εργάστηκε για ένα διάστημα στον τομέα τηςΚτηνοτροφίας, όπου και ανέγειρε τον πρώτο σταθμό τε-χνητής γονιμοποίησης των ζώων, όπως οι σταθμοί στη μα-κρινή Ρωσία, και μιας και αργότερα έδωσε κάποιες επιπλέ-ον εξετάσεις, διορίστηκε γιατρός για τους ανθρώπους.Διέμενε στη Γορίτσα, σε ένα ισόγειο απέναντι από την εκ-κλησία της Παναγιάς όπου ένα από τα δωμάτια χρησίμευε

Page 54: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

για τις εξετάσεις των ασθενών. Πότε πότε έβγαινε και σταΜαύρα Χώματα, για να συλλέξει βότανα που, όπως έλε-γαν, τα έκανε φάρμακα, ή να περάσει και από την καλύβακάποιου Βλάχου άρρωστου από πούντα. Την οποία δεν τηνγνώριζε και δεν την είχε βρει σε κανένα από τα ιατρικά βι-βλία του κόσμου, αλλά που μετά από κάθε τέτοια εξέταση,αμφέβαλε για την άποψή του.

Παρ’ όλα αυτά, αν και ήξεραν ότι οι ιατρικές γνώσειςτου Βίκτορ Σιόνη ήταν για κλάματα, οι επισκέψεις τωνΒλάχων στο δωμάτιο των εξετάσεων θα ήταν πιο συχνές,αν ο ίδιος δεν θα εμφάνιζε με τον καιρό μια παράξενη τάση,που είχε υποπέσει στην αντίληψη πολλών. Κυκλοφορούσεότι ο γιατρός δεν έμπαινε στις βλάχικες καλύβες να για-τρέψει την πούντα, αλλά να κοιτάξει τα πόδια των γυναι-κών. Εκείνο το κάτι, που υπέπεσε στο μάτι πολλών, έγινερυάκι και το ρυάκι έγινε ποτάμι, όταν τον είδαν να χαριεν-τίζεται με τη Ζωίτσα των Κατσέτων. Και να της λέει πωςπρέπει να ανοίξει ραφτάδικο για σώβρακα μια που οιΒλάχισσες του βουνού δεν φορούσαν τέτοια. Όσα ακού-γονταν για τον γιατρό την είχαν κάνει θηρίο την ΠαρασκευήΧολέβα, γιατί όπως έλεγε, εκείνο που κρατάει τον άνθρω-πο είναι η τσίπα. Γι’ αυτό και τον απέκλεισε ως άτομο πουμπορεί να κάνει καλά την Κατερίνα της και σήκωσε τα μα-νίκια της. Όπως έκαναν πάντα, από γενιά σε γενιά.

Αν και περασμένης ηλικίας, η Παρασκευή ήταν η καλύ-τερη στο θέμα της γιατρειάς της πούντας. Με το δίκιο τουςοι Βλάχοι την έβαζαν στη σειρά αμέσως μετά τηνΑρχοντούλα των Μπουμπαίων. Άλλο αν πετύχαινε, αλλάο τρόπος θεραπείας ήταν πανεύκολος. Κοκκίνιζες καλά κα-λά το μασιά στη φωτιά και την ώρα που ο άρρωστος κοι-μότανε, του κατάκαιγες τη φτέρνα. Μετά τον τύλιγες μεμάλλινη βελέντζα και τον άφηνες δυο-τρία βράδια δίπλα

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

54

Page 55: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

55

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

στο τζάκι. Το κάψιμο του πυρακτωμένου μασιά και η θαλ-πωρή της βελέντζας, απελευθέρωναν ποτάμι τον ιδρώτα κιέπαιρνε μαζί του ψηλούς πυρετούς και πούντες.

Για την Κατερίνα, που ακόμα ήταν μωρό, δεν μπορούσενα εφαρμόσει τη μέθοδο του πυρακτωμένου μασιά, γι’ αυ-τό έστυψε το μυαλό και βρήκε άλλον τρόπο. Την τύλιξε μεάπλυτο μαλλί, αφήνοντας απ’ έξω μόνο τη μυτούλα της καιτην άφησε μια νύχτα ολόκληρη κοντά στο τζάκι για να τηβαρέσει καλά η πύρια. Είχε κοκκινίσει σαν ψαράκι στο τη-γάνι και κολύμπησε στον ιδρώτα, αλλά ο πυρετός δεν έπε-φτε. Ή ήταν η χειρότερη πούντα που είδαν ποτέ τα ΜαύραΧώματα και που ζητούσε θάνατο, ή ήταν κάτι άλλο. ΗΠαρασκευή Χολέβα, που είχε αποφασίσει να παλέψει με νύ-χια και με δόντια με τον χάρο, έκλινε περισσότερο προς εκεί-νο το άλλο ή τα άλλα, ανάμεσα στα οποία το χειρότερο απ’όλα ήταν το κακό μάτι με τη δολοφονική του δύναμη. Κι όχικάθε μάτι, αλλά το γαλανό. Το γαλανό μάτι το φοβότανεόλοι, γιατί χτυπούσε θανατηφόρα. Σε κάποιον γαλανομά-τη αρκούσε μόνο να του «πλημμυρίσει η καρδιά» και να εκ-φράσει ανοιχτά το θαυμασμό του. Ακόμα και τη ζήλια του.

Μολονότι δεν ήταν γαλανομάτα, η Παρασκευή στο θέ-μα της βασκανίας, έτρεμε ακόμα και τον εαυτό της. Έτσι,θα μπορούσε και η ίδια να ματιάσει την εγγονή της, γιατίπολλές φορές δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και εξέφρα-ζε ανοιχτά το θαυμασμό της για το κορίτσι, που ομόρφυνεόσο κανένας άλλος την καλύβα των Χολεβαίων. Το ίδιοόπως τότε που πήρε στα χέρια την Κατερίνα και τα ’βαλεμε τον θεό, που της φάνηκε σαν να την κορόιδευε. Ήτανπολλές οι περιπτώσεις που έκανε προσπάθειες να ξεκολ-λήσει από τη φύση της, γιατί ήταν σκεπτόμενο άτομο, και ναχαρεί όπως όλοι οι άλλοι. Το έκανε με όλη τη δύναμη τηςψυχής και ξεχνώντας ότι το μάτι μπορούσε να αποφέρει

Page 56: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

56

θανατηφόρο χτύπημα. Τα γνώριζε καλά τα θέματα του κα-κού ματιού, τόσο καλά όσο ότι δεν έπρεπε να προδώσει τοντρόπο σκέψης της, αλλά πολλές φορές ακόμα και η δύνα-μη της σκέψης μειωνόταν. Κι όταν μειώνεται η δύναμη τηςσκέψης, τότε βρίσκει την ευκαιρία και εισέρχεται η βασκα-νία για να κάνει το κακό· ακόμα και στην ίδια που ήξερε ταλόγια για το κακό μάτι από τότε που ήταν κοριτσάκι, λίγομεγαλύτερη από την Κατερίνα.

Η γριά των Χολεβαίων είχε έρθει στη ζωή ως άτομο σκε-πτόμενο. Λέγεται ότι όταν γεννήθηκε, αντί να κλάψει όπωςόλα τα μωρά του κόσμου, είχε βάλει τον δείχτη της στονκρόταφο και κοίταξε προσεχτικά τα άχυρα της σκεπής. Τασυνομήλικά της έκλαιγαν συνέχεια, γιατί πεινούσαν, ενώεκείνη δεν τσίριζε, σαν να γνώριζε ότι το τσίριγμα αυξαίνειπερισσότερο την πείνα. Με τον καιρό, η τάση της για περι-συλλογή έγινε πιο έντονη και δεν ήταν τυχαίο που λέγανεότι με τις απαντήσεις της άφηνε με το στόμα ανοιχτό τουςμεγαλύτερους. Είχαν χαραχθεί στη μνήμη των περισσότερωντα λόγια που είχε πει κάποτε στη μάνα της, όταν έβρεξε τοάχυρο για να σβήσει τον ήλιο. Τις ακτίνες του, που διαπερ-νούσαν το άχυρο της σκεπής, η μάνα τις είχε πάρει για φω-τιά, γι’ αυτό και απόρεσε όταν η Παρασκευή της είπε:

– Τι κάνεις, μωρή μάνα, με νερό θα τον σβήσεις τον ήλιο;Από τότε η μάνα την κοίταζε ξέχωρα από τα άλλα παι-

διά της και όταν μεγάλωσε και λίγο της εμπιστεύτηκε ταλόγια της βασκανίας, μαζί με τους τρεις απαραίτητους όρουςμε σκοπό να ήταν όσο πιο αποτελεσματικά: 1. Τα λόγια πουχαλούν το κακό μάτι θα πρέπει να τα ξέρει μόνον ο χρή-στης. 2. Οι χρήστες πρέπει να είναι μόνο γυναίκες, ενώ οιάντρες δεν πρέπει να τα πληροφορηθούν ποτέ. 3.Μεταδίδονται μόνο μια φορά τον χρόνο, τη ΜεγάληΠέμπτη.

Page 57: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

57

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Στους Βλάχους, πρώτη αιτία θανάτου ήταν η πούντα κιαμέσως μετά ερχόταν το κακό μάτι. Το κακό μάτι ράγιζετην πέτρα και έπαιρνε ζωές ανθρώπων, χωρίς να αντιλη-φθεί κανείς το πώς γίνεται ένα τέτοιο πράγμα. ΗΠαρασκευή, χωρίς να εξαιρέσει τον θεό, πίστευε ότι το κα-κό μάτι είχε σχέση με τη δύναμη της ψυχής. Δεν μπορούσενα προχωρήσει στα βαθύτερα της σκέψης αυτής, αλλά ήτανσίγουρη πως η ψυχή, όταν θέλει κάνει καλό και όταν θέλεικάνει κακό. Ήταν ένα είδος υπερκορεσμού της κοιλιάς ήτης καρδιάς. Ή μια υπερβολική στράτευση της ψυχής, πουχτυπάει άξαφνα και χωρίς διακρίσεις, πράγμα που την κά-νει ακόμα πιο επικίνδυνη. Στην περίπτωση αυτή, το χειρό-τερο απ’ όλα ήταν το γαλανό μάτι, που δεν το είχε σε τίπο-τα να επιφέρει θάνατο και να προκαλέσει φριχτά βάσαναστον χρήστη των λόγων ο οποίος στρεφόταν εναντίον του.

Όσο συλλογιζόταν τούτα κι ενώ έσφιγγε το κεφάλι ναμην της ανοίξει στα δυο, παρατηρώντας και τα κάρβουναπου σβήνονταν στο γεμάτο με βρόχινο νερό δοχείο, ηΠαρασκευή προσπαθούσε να θυμηθεί ποια από τις γυναί-κες στα Μαύρα Χώματα είχε γαλανά μάτια κι ίσως να είχειδεί την Κατερίνα, την ομορφιά που είχε χτυπήσει ξαφνικάτην πόρτα των Χολεβαίων. Θυμήθηκε ένα βράδυ βροχερό,που η Ζωίτσα των Κατσέτων, η γαλανομάτα, έψαχνε τη χα-μένη γίδα της και χτύπησε την πόρτα τους. Ρώτησε για τη γί-δα, αλλά μόλις είδε την Κατερίνα, την μάτιασε. Γιατί είπεμε έναν θαυμασμό ή καημό της ψυχής, χωρίς να διστάσεικαθόλου:

– Αχ, που δεν έκανε κι η τρύπα μου μια τόσο όμορφηκοπέλα σαν ετούτη!

Το «αχ!» εκείνο, όπως φαίνεται, συγκεντρώθηκε στο μά-τι της. Και το μάτι, ευχαριστημένο ή πικραμένο, χτύπησεθανατηφόρα σαν ντουφέκι. Απ’ αυτόν τον θάνατο, που ζυ-

Page 58: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

58

μώθηκε εκείνο το βράδυ με νερό της βροχής, υπόφερε τώ-ρα η Κατερίνα. Πλήρωνε την τιμή της ομορφιάς, που είχεμπερδέψει τον δρόμο και χτύπησε εκεί που δεν την περί-μενε κανείς, στην καλύβα των Χολεβαίων.

Σ’ αυτά κατέληξε τελικά η Παρασκευή μετά από τόσεςπροσπάθειες που είχε κάνει για να σώσει την εγγονή τηςκαι τώρα όλες τις ελπίδες τις είχε εναποθέσει στον άγριοπόλεμο που έπρεπε να κάνει με το γαλανό μάτι. Ξόδεψεένα καζάνι ολόκληρο με νερό της βροχής, έδεσε το κεφάλιτης με εφτά μαύρα μαντίλια για να μην της ανοίξει στα δυο,έσβησε ένα βουνό με αναμμένα κάρβουνα, αλλά το απο-τέλεσμα ήταν απελπιστικό. Η κατάσταση της Κατερίναςαντί να βελτιωθεί, χειροτέρευε. Μια απελπισία που το σού-ρουπο έφερνε το βαθύ και σπαραχτικό σκούξιμο, το οποίοτρυπούσε τον ουρανό στα Μαύρα Χώματα, που λέγανε ότι«είναι η ψυχή της δυστυχισμένης της Κατερίνας, που βγαί-νει», ή ότι «κάνει φτερά η ψυχή της όμορφης Κατερίνας».

Σε αντίθεση με τους άλλους συγγενείς της, που είχανπαραδοθεί και περίμεναν το μοιραίο, η Παρασκευή άντε-χε ακόμα. Αφού απέρριψε και πάλι όσους της συνέστησαννα χτυπήσει την πόρτα του Βικτόρ Σιόνη, αποφάσισε ναστείλει άνθρωπο στον χότζα Μπαϊράμι της Απάνω Ρίζας.Η Απάνω Ρίζα ήταν ένα απομονωμένο χωριό κάπου ανά-μεσα στα βουνά της Τσουμουρίτσας. Τον χότζα Μπαϊράμι,που είχε εκεί έναν παλιό τεκέ και μιλούσε με τους δαίμο-νες, τον γνώριζαν όλοι οι Βλάχοι. Κατά τις καλοκαιρινέςτους αποδημήσεις έστηναν τις καλύβες σ’ αυτά τα βουνάκαι πάντοτε ζητούσαν τη βοήθειά του. Η φήμη του είχε τα-ξιδέψει πέρα από τα βουνά, αλλά για τους Βλάχους είχε γί-νει περιζήτητος για θέματα όπως οι νυφάδες που δεν έμενανέγκυες, τα ζευγάρια που ζητούσαν διαζύγιο, οι γυναίκες πουδεν έκαναν παιδιά, οι άντρες που έπασχαν από ανικανό-

Page 59: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

59

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

τητα και προπαντός για να τους σώζει από την εκδίκησητων δαιμόνων.

Οι Βλάχοι ένιωθαν πως απειλούνται μόνιμα, επειδή ζού-σαν στα βουνά, εκεί που είχαν την κατοικία τους και χό-ρευαν οι δαίμονες. Ο χότζας Μπαϊράμι είχε πολύ δουλειάμ’ αυτούς, γιατί για το παραμικρό αρχίζανε τη βεντέτα. ΟΒλάχος που είχε συγκρουστεί περισσότερο από όλους μετους δαίμονες ήταν ένα παιδί από το σόι των Γουναίων.Ήταν ο μοναδικός στα Μαύρα Χώματα που είχε παντρευ-τεί με δαιμόνισσα. Την είχε αρπάξει την ώρα που χόρευανκαι την έκλεισε στην καλύβα για να την κάνει γυναίκα του,αλλά να που άρχισε η βεντέτα με τους συγγενείς της. Ούτετην πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε μαζί της ούτε και τις επό-μενες, δεν μπόρεσε να γίνει άντρας. Και σαν να μην έφτα-νε αυτό, μετά από λίγο του παρουσιάστηκε μια αρρώστια,κάτι σαν το χτικιό. Από το χτικιό και την ανικανότητα, πουβαραίνει πολύ στον αντρισμό, τον γλίτωσε ο χότζαςΜπαϊράμι, που ήξερε τη γλώσσα των δαιμόνων και που τη-ρούσε ένα μεγάλο μητρώο όπως εκείνο στα ληξιαρχεία,όπου σημείωνε τον τόπο κατοικίας τους. Αφού γύρισε απότην Απάνω Ρίζα το παιδί από το σόι των Γουναίων είχε γίνειθηρίο στο κρεβάτι και κάθε δυο τρία χρόνια έκανε κι απόένα παιδί. Είχε γεμίσει την πλαγιά στα Μαύρα Χώματα καιόλοι λέγανε «Τα παιδιά της δαιμόνισσας». Η Παρασκευήείχε κόψει τον αφαλό σε ένα απ’ αυτά και ίσως αυτό ακριβώςνα της θύμισε τον χότζα Μπαϊράμι.

Ο άνθρωπος που έστειλε στην Απάνω Ρίζα επέστρεψεμετά από τρεις μέρες με το αναντίρρητο συμπέρασμα τουχότζα ότι η μικρή όμορφη εγγονή της πάσχει από μια συ-νηθισμένη εκδίκηση των δαιμόνων. Μια από τις γυναίκεςτης οικογένειας Χολέβα είχε πατήσει ένα παιδί δαιμόνισσαςτην ημέρα που έκοβε ξύλα στο βουνό και τώρα η πικραμέ-νη μητέρα του εκδικούνταν με την Κατερίνα. Ο χότζας έστει-

Page 60: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

λε μια σκόνη άσπρη σαν αλεύρι τυλιγμένη σε χαρτί. Αφούθα τη λιώνανε σε ένα λίτρο νερό, θα το δίνανε στην άρρω-στη γουλιά-γουλιά στην ανατολή και στη δύση του ήλιου.

Με τη δουλειά αυτή ασχολήθηκε η ίδια η Παρασκευή,αλλά τη διέκοψε την κούρα αφού είδε το κακό όνειρο τοοποίο πήγε να το χαλάσει στο ποτάμι, κάτω από την πιοφουντωμένη ιτιά. Για να σώσει την Κατερίνα είχε μαλώσει μετον θεό, είχε συγκρουστεί με την πούντα, είχε παλέψει μετο έρημο το μάτι, με τους δαίμονες και τα κακά όνειρα καιποτέ δεν άκουσε εκείνους που τη συμβούλευαν να την πά-ει για εξέταση στον γιατρό της Γορίτσας. Όταν, όμως, είδε ότιη ζωή της Κατερίνας κρεμότανε από ένα νήμα, αποφάσισενα πάει στον γιατρό.

Ο Βικτόρ Σιόνης την υποδέχτηκε χαμογελαστός κι εκεί-νη μετάνιωσε που δεν ζήτησε νωρίτερα τη βοήθειά του. Τηςείπε να καθίσει σε ένα μακρύ μιντέρι όσο να τελειώσει τηνεξέταση του ασθενή από τη Γορίτσα, που έπασχε από μα-γουλάδες. Κάθισε σε μια άκρη με την Κατερίνα τυλιγμένη σεμάλλινη βελέντζα με μαλακά κρόσσια. Απέναντι στο πα-ράθυρο με τις σιδεριές, αλλά που μπορούσε να αγναντέψειμια χαρά την εκκλησία της Παναγιάς, για την οποία λέγα-νε πως ήθελε να φύγει, να πάει μακριά από τον τόπο αυτό.Και που σε θεράπευε με ένα μόνο άγγιγμά της, αλλά αυτήμόνο τότε θυμήθηκε να την επισκεφτεί έστω και την ώραπου έφευγε. Εκτός από την εκκλησία, έβλεπε τις αποθήκεςτου καλαμποκιού, τον φούρνο, τη θολωτή βρύση, μερικάπέτρινα σπίτια και την αρχή του κύριου δρόμου με το καλν-τερίμι. Λέγανε ότι τον δρόμο αυτό οι Γοριτσάρηδες τονσκουπίζανε με τη σκούπα και ότι οι περαστικοί από τα γύ-ρω χωριά, αν περνούσαν απ’ εκεί, έβγαζαν τα παπούτσιατους. Οι Γύφτοι και οι Βλάχοι απαγορευόταν να περάσουναπό τον δρόμο αυτό, γιατί τον λέρωναν.

60

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 61: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Η Κατερίνα κοιμότανε λες και της έκανε καλό το χαμό-γελο του Βικτόρ Σιόνη και η Παρασκευή σκέφτηκε ότι γιαπρώτη φορά έβλεπε ένα Γοριτσάρη που χαμογελούσε. Είχεπροσέξει από παλαιότερα ότι οι Γοριτσάρηδες μπορούσαννα χαμογελάσουν μεταξύ τους, αλλά όχι με τους Βλάχους.Αν καμιά φορά συναντιόντουσαν με Βλάχους από ταΜαύρα Χώματα το χαμόγελό τους το πολύ πολύ να ήταναπλώς ένας μορφασμός, ενώ στις περισσότερες περιπτώ-σεις τους πάγωνε στα χείλη. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι οιΓοριτσάρηδες δεν τους ήθελαν τους Βλάχους στα ΜαύραΧώματα, από τον φόβο μήπως ρίζωναν σε καμιά γωνιά καιτους λέρωναν το χωριό. Τελευταία, μάλιστα, ήταν έντονεςοι φήμες ότι οι νομάδες, που ζουν στο σαμάρι του μουλα-ριού, θα εγκατέλειπαν τα ταξίδια τους και θα έχτιζαν το χω-ριό τους δίπλα στη Γορίτσα. Θα άφηναν τις αχυρένιες κα-λύβες και θα έφτιαχναν πέτρινα σπίτια. Οι άντρες θα συ-νέχιζαν το επάγγελμά τους πίσω από τα κοπάδια, ενώ οιγυναίκες που μέχρι τότε έγνεθαν μαλλί, θα εντάσσοντανστις αγροτικές ταξιαρχίες. Για να θερίζουν στάρι ή λιοτήριή να κάνουν διαλογή καλαμποκιού. Η Γορίτσα που τότεήταν Στρατιωτική Γεωργική Επιχείρηση θα ενωνόταν μετους Βλάχους και θα γινότανε από κοινού Κρατική ΓεωργικήΕπιχείρηση. Οι ψηλομύτηδες Γοριτσάρηδες, όμως, όλο αυ-τό το βλέπανε ως ένωση με την ακαθαρσία, γι’ αυτό και τοχαμόγελο τους έβγαινε ως μορφασμός, ή πάγωνε εντελώςστα χείλη τους.

Η Παρασκευή ένιωσε ζεστασιά από το χαμόγελο τουγιατρού που δεν ήταν ψυχρό ούτε για την ίδια, ούτε για τηνΚατερίνα. Την ώρα που ο γιατρός εξέταζε την Κατερίνα,αυτή είχε κρεμαστεί από εκείνο το χαμόγελο σα να κρεμό-ταν από ένα λεπτό κλαράκι ιτιάς, που μπορούσε, όμως, νατσακιστεί και τότε θα την έπαιρνε το ποτάμι. Να, το χαμό-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

61

Page 62: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

62

γελο σβήστηκε και πάγωσε. Όταν είδε ότι η Κατερίνα τηςδεν ήταν καλά, ένα κλαδί ιτιάς τσακίστηκε μέσα της.

– Είναι πολύ αργά, της είπε ο γιατρός και τη βοήθησενα ρίξει την Κατερίνα στη ράχη της. Και μην την ταλαιπω-ρείτε άλλο, μόνο δυο τρεις μέρες της απέμειναν. Κρίμα! Κιείναι τόσο όμορφη!

Η Γριά βγήκε σαν σίφουνας από το δωμάτιο, σέρνον-τας πίσω τη βελέντζα με την οποία είχε σκεπάσει τηνΚατερίνα, αλλά όταν βγήκε στον δρόμο, δεν άντεξε να μηνγυρίσει και να μουντζώσει τον Βικτόρ Σιόνη.

– Αστραπή να σε βαρέσει! Νααα! είπε και τρύπησε τονουρανό με τα δάχτυλα της δεξιάς παλάμης.

Ήταν η πρώτη φορά που μούντζωνε άνθρωπο τόσο ανοι-χτά. Και δεν λυπότανε καθόλου αν πάνω του θα ξεχύνοντανμονοκοπανιά όλες οι βροντές της κοιλιάς ή της πικραμέ-νης ψυχής, που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με μαυρισμένο ου-ρανό. Και παρηγορήθηκε με την ιδέα ότι σιγά μην περίμε-νε κάτι καλύτερο από τον γομαρογιατρό της Γορίτσας. Κιεπειδή ήθελε ξανά να πιαστεί από κάπου, κοίταξε με μάτιαδακρυσμένα την εκκλησία της Παναγίας. Η πρόσοψη ήτανσχεδόν μπροστά της. Από τη μεριά των Μαύρων Χωμάτωνείχε έναν ψηλό τείχος, ενώ από την άλλη την έσφιγγε σάμ-πως ήθελε να την πνίξει ένα δάσος από βάτα. Πίσω της μαυ-ρολογούσαν τα μνήματα σαν ένα λησμονημένο βασίλειολιθοσωρών.

Από τον φόβο του χαμού της Κατερίνας, την είχε λη-σμονήσει εντελώς την άγια γυναίκα μαζί με τα θαύματα καιτις ευεργεσίες της. Τούτο μπορεί να μην συνέβαινε αν τε-λευταία δεν δημιουργούνταν γύρω της ένα κλίμα απαξίω-σης και ταπείνωσης. Είχε διαδοθεί, μάλιστα, πως η άγια γυ-ναίκα προετοιμαζόταν να αναχωρήσει από τα μέρη αυτά,αν δεν είχε φύγει κιόλας. Είχε περάσει η χρυσή εποχή που ηάγια γυναίκα μπορούσε να θεραπεύσει δεκάδες άτομα μέ-

Page 63: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

63

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

σα σε μια νύχτα μόνο με ένα απλό άγγιγμα. Οι παθόντεςκαι οι ταλαιπωρημένοι από τους γύρω τόπους κοιμούντανστην αυλή της κι εκείνη περνούσε από τον έναν στον άλ-λο και τους θεράπευε. Τώρα, όμως, την είχαν περικυκλώ-σει με κακία και ήθελαν να την εκδιώξουν. Κι όπως είχε πεισε μια Βλάχα, που της παρουσιάστηκε στο όνειρο, ίσως καινα αναχωρούσε για πάντα από τον τόπο αυτό, γιατί οι άν-θρωποι είχαν αρχίσει να μην την αγαπούν. Η ΠαρασκευήΧολέβα την αγαπούσε, γι’ αυτό και πλησίασε στο κατώφλιτης με τη μισάνοιχτη πόρτα, έχωσε το κεφάλι μέσα, είδε τηνεικόνα της, που ήταν μεγαλύτερη απ’ όλες και της μίλησεμε το χέρι στην καρδιά:

– Αν είναι ότι δεν έφυγες, μην τ’ αφήσεις τούτο το κο-ρίτσι να πεθάνει!

Είχε απομακρυνθεί αρκετά από τη Γορίτσα και περπά-ταγε στο Λιβάδι της Συμφιλίωσης, απ’ όπου αγναντεύον-ταν όλες οι καλύβες στα Μαύρα Χώματα, όταν άκουσε μιααύρα ή φωνούλα να της ψιθυρίζει στο αυτί ότι την Κατερίναθα μπορούσε να τη σώσει αυτό που οι Βλάχοι το λένε «Έθιμοτης ζωής». Μέχρι που έκλεισε τα μάτια, η Παρασκευή τωνΧολεβαίων δεν αμφέβαλε ούτε στιγμή ποιανού ήταν εκείνηη φωνή, που της ψιθύρισε σαν αόρατη αύρα παρηγοριάς.Ήταν της Παναγιάς, που όπως φαίνεται, δεν είχε αναχω-ρήσει ακόμα. Ενώ τη συνήθεια εκείνη, που είχε την καλο-σύνη να της υπενθυμίσει, την είδε όπως βλέπει ο ναυαγόςτην ακτή της σωτηρίας. Το έθιμο της «Συνήθειας της ζωής».

Το «Έθιμο της ζωής» ήταν γνωστό στα Μαύρα Χώματακαι πιο πέρα, αν και τελευταία είχε ξεθυμάνει και εφαρμο-ζότανε ολοένα και πιο αραιά. Ήταν τόσο παλαιά η αντίλη-ψη αυτή στους Βλάχους του βουνού όσο και το ποτάμι πουκυλούσε επί αιώνες κάτω από τις γέρικες ιτιές. Χάρη σ’ αυ-τό είχαν σωθεί από τον βέβαιο θάνατο δεκάδες μικρά παι-διά. Και δεν ήθελε κόπο. Αρκούσε να αφήσεις στη μέση του

Page 64: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

64

δρόμου τη μικρούλα ή τον μικρούλη που είχε μετρημένεςτις μέρες, για να το βρει και να το υιοθετήσει ο πρώτος πε-ραστικός. Κάνοντάς το δικό του ήταν σαν να του έδινε μέ-ρες από τις μέρες του. Έκοβε από τις δικές του και αύξαινετου αλλουνού. Έτσι, σβηνόταν το κερί του θανάτου για ναανάψει, επιτέλους, η φλόγα της ζωής.

Η Παρασκευή Χολέβα δεν έτυχε να το κάνει αυτό γιακάποιον από τους δικούς της, αλλά πίστευε στο έθιμο τηςζωής όσο πίστευε και στον χορτασμό της κοιλιάς ή της ψυ-χής που κατοικούσε εκεί. Όλα ήταν σαν ένα θαύμα της ψυ-χής, που γινότανε από κάποιον άλλο. Από έναν τυχαίο δια-βάτη, που είχε την καλή θέληση να μετατρέψει την ψυχικήτου δύναμη σε ενέργεια για να σωθεί η ζωή ενός άλλου.

Χωρίς να σκεφτεί περισσότερο, άφησε την Κατερίνα στημέση του δρόμου. Ενός δρόμου που οδηγούσε απευθείαςσε ένα πλάτωμα, που οι Βλάχοι το ονόμαζαν Λιβάδι τηςΣυμφιλίωσης. Την σκέπασε καλά με την απαλή βελέντζακαι της άφησε έξω μόνο τη μυτούλα της. Μαζί με μια τού-φα μαλλιών που αναδεύονταν στο μέτωπό της σαν τούφααπό τρεντελίνες. Τα ανάδευε η αύρα, που λίγο νωρίτερατης είχε ψιθυρίσει στο αυτί. Τώρα σαν να είχε διπλασιαστεί,για να γίνει άνεμος και να παλέψει με τα συνοφρυωμένασύννεφα εκείνου του αργοπορημένου φθινόπωρου. Έδιωχνετη μαυρίλα του ουρανού, γιατί τον ήθελε πιο γελαστό καιπιο χαρούμενο. Όπως τον ήθελε και η Παρασκευή Χολέβα,που μόλις άφησε την εγγονούλα της στον δρόμο, έτρεξε νακρυφτεί. Τα ξερά φύλλα την πήραν από πίσω σαν παιδιά,που ήθελαν να παίξουν με την Κατερίνα. Κρύφτηκε πίσωαπό τον κορμό μιας βαλανιδιάς, που τα κλαριά της έπια-ναν το μισό Λιβάδι της Συμφιλίωσης. Το λιβάδι όπου συμ-φιλιώνονταν οι τσακωμένοι και οι μαλωμένοι, από την κά-τω μεριά ήταν πιο ανοιχτό, ενώ στα άλλα σημεία του ορ-

Page 65: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

65

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

θώνονταν πελώριες βαλανιδιές που έκαναν το βαλανίδι ίσαμε τον αντίχειρα, γκορτσιές σαν αχλαδιές, σφεντάμια πουτσακίζονταν με το πρώτο άγγιγμα, ασφάκες που σε πνίγα-νε, γλοντιές φορτωμένες με κόκκινους καρπούς σαν κατα-κερματισμένη θράκα.

Πίσω από τον κορμό της βαλανιδιάς, η Παρασκευήαγνάντευε τον δρόμο, μέχρι πέρα στο ποτάμι, καθώς καιδυο μεγάλους σωρούς από καλύβες. Έβλεπε και τηνΚατερίνα τυλιγμένη με την απαλή βελέντζα και το άγχοςγια τον διαβάτη που θα περνούσε πρώτος, την είχε εξαντ-λήσει. Πολλοί Βλάχοι το ’χουν ξεχάσει το έθιμο της ζωής,γι’ αυτό και μπορεί να περνούσαν χωρίς να ρίξουν ματιάστην Κατερίνα. Ή ακόμη και να γελάσουν ειρωνικά, θεω-ρώντας τα ξεπερασμένα πράγματα που η εποχή τους είχεβασιλέψει. Την κατέτρωγε η αγωνία μήπως πέσει σε τέτοιαάτυχη περίπτωση, αλλά όταν είδε τον άνθρωπο που ερχό-τανε, η αγωνία έγινε φύλλο που το παρέσυρε ο αγέρας.

Ήταν γυναίκα και δεν ήταν άλλη από τη φίλη της τηνγκαρδιακή, την Αρχοντούλα των Μπουμπαίων. Ρίγη χαράςδιαπέρασαν το κορμί της και σκέφτηκε ότι το πέρασμά τηςδεν ήταν τυχαίο. Την Αρχοντούλα την είχε φωνάξει η ίδιαφωνή, που λίγο νωρίτερα είχε ψιθυρίσει στο αυτί της. Ήτανφίλες από παλιά και η φιλία τους είχε γίνει γεφύρι για ναενωθούν ακόμα περισσότερο τα δυο σόγια, των Χολεβαίωνκαι των Μπουμπαίων. Παντρευτήκανε τον ίδιο μήνα, στε-φανωθήκανε στην ίδια εκκλησία και ήρθαν νύφες σταΜαύρα Χώματα από τόπους το ίδιο μακρινούς. ΗΠαρασκευή από την Πλάσα της Κορυτσάς, ενώ ηΑρχοντούλα από το Δελβινάκι των Γιαννίνων. Η απόστα-ση από τη γενέτειρα ήταν αυτό που τις συνέδεσε πριν απ’όλα, γιατί συχνά πυκνά, παράμερα από τις άλλες, μιλού-σαν η μια για την Πλάσα και η άλλη για το Δελβινάκι. Για τα

Page 66: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

66

σπίτια, τους δρόμους, τις βρύσες, τους χείμαρρους, για τοχιόνι που έπεφτε πιο πολύ στην Πλάσα και για τις εκκλη-σίες που ήταν πιο πολλές στο Δελβινάκι. Είχαν το ίδιο ανά-στημα, ίδιες κοτσίδες, ντυνόντουσαν το ίδιο, αλλά δεν εί-χαν τον ίδιο χαρακτήρα και τον ίδιο χαραγμένο σταυρό στομέτωπο. Ο σταυρός ήταν εκείνος που, μετά τις ιδιαίτερεςπατρίδες τους, τις ένωσε ακόμα περισσότερο. Αλλά που τονείχε εκείνη που ερχότανε από τον τόπο των εκκλησιών καιδεν τον είχε η άλλη που ερχότανε από τον τόπο των μήλων.

– Θα σου κάνω εγώ σταυρό, της είπε η Αρχοντούλα, καιθα γίνουμε αδερφές.

Πήρε ελαιόλαδο, το έριξε σε ένα φλιτζάνι του καφέ, τοανακάτεψε με καρβουνόσκονη, βούταγε εκεί τη μύτη τουβελονιού και τρύπαγε το δέρμα στο μέτωπο τηςΠαρασκευής σε μορφή σταυρού.

– Να, τώρα γινήκαμε αδερφές, είπε, όταν τελείωσε, αδια-φορώντας για το αν ως χαρακτήρες ήταν αντίθετες.

Αργότερα, στα Μαύρα Χώματα απορούσανε με τη φι-λία αυτή, γιατί η Αρχοντούλα των Μπουμπαίων ήταν σί-φουνας, ενώ η Παρασκευή των Χολέβα ήταν αύρα. Η μιαέμοιαζε με ουρανό που βροντάει, ενώ η άλλη με ουρανόπου της πνίγει τις βροντές. Ήταν σαν να κάθονταν πλάιπλάι το άγριο με το ήμερο. Παρ’ όλα αυτά μόνον ηΠαρασκευή γνώριζε την κρυφή πλευρά της καρδιάς τηςΑρχοντούλας, γιατί μόνον σ’ αυτή επέτρεπε να την ιδεί.Μονάχα αυτές ήξεραν ότι μπορεί να τις χώριζε αυτό πουφαινόταν στην πλατεία, αλλά τις ένωνε εκείνο που στεγά-ζανε στην κοιλιά τους. Μια ένωση που έγινε ακόμα πιο δυ-νατή από τότε που η μεταφορά των οικογενειών άρχισε ναγίνεται με φορτηγά Skoda ή Zis, που το κράτος έβαλε στηδιάθεσή τους για να διευκολύνει την αποδήμησή τους. Καιπρος τα βουνά και προς τους κάμπους, το ταξίδι γινότανε

Page 67: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

67

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

κατά οικογένειες, που ταίριαζαν τα χνώτα τους. Δυο σε κά-θε φορτηγό όταν οι οικογένειες ήταν μεγάλες και τρεις ήτέσσερις όταν ήταν μικρές. Οι Μπουμπαίοι και οι Χολεβαίοιταξιδεύανε πάντα μαζί. Το μισό φορτηγό το πιάνανε οι άν-θρωποι και το άλλο μισό τα πράγματα, που υψώνονταν σανβουνό πίσω τους. Το κοινό ταξίδι είχε δυναμώσει ακόμα πε-ρισσότερο τη φιλία μεταξύ τους, την πρώτη πέτρα της οποί-ας την είχαν βάλει η Αρχοντούλα και η Παρασκευή. Τα θε-μέλιά της τσιμενταρίστηκαν γιατί ανακατεύοντας τις σα-μαρίτσες, τα σεντούκια, τα ρούχα, τα σκεπάσματα, τις γά-στρες, τις πυροστιές, τα καζάνια, τα σκεύη, τους κάδους,τα ασκιά, τα τσικρίκια, τους αργαλειούς, τα αντίσκηνα ή τακοτέτσια, ήταν σαν να ανακάτευες στην ίδια κοιλιά τα εν-τόσθια δυο κοιλιών.

Η Παρασκευή Χολέβα ένιωσε ένα ξαφνικό πλημμύρι-σμα της καρδιάς, όταν είδε την Αρχοντούλα να πλησιάζει.Κι ένα ακόμα μεγαλύτερο πλημμύρισμα όταν την είδε νατρέχει αναμαλλιάρα προς την Κατερίνα. Την άρπαξε σταχέρια, της φίλησε την τούφα των μαλλιών, που ήταν σαντούφα με τρεντελίνες, την ανασήκωσε στον αέρα, γύρισεπρος τον ήλιο, που τη στιγμή εκείνη είχε προβάλει ανάμε-σα στα σύννεφα και φώναξε τρεις φορές:

– Δική μου! Δική μου! Δική μουουου!...Μόνον τότε βγήκε πίσω από τη βαλανιδιά η Παρασκευή.

Για να πάει κοντά στη φίλη της. Και για να ανταλλάξουνλίγα λόγια, αλλά που μπορούσαν να είναι βάλσαμο για τηνΚατερίνα.

– Τι είπε ο γιατρός; ρώτησε η Αρχοντούλα.– Ότι δεν είναι για τούτον τον κόσμο. Τρεις μέρες ζωή

της έδωσε ο γιατρός, που να του βγει το σπυρί το αχαμνόστη γλώσσα, της είπε η Παρασκευή. Κουράστηκα πολύ όλεςαυτές τις μέρες για να τη σώσω, αλλά αυτός με κούρασε πιοπολύ. Μου το είπε κατάμουτρα ότι θα πεθάνει…

Page 68: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

68

– Τάξε τη νύφη στον εγγονό μου τον Σωκράτη και θαιδείς που θα ζήσει, της είπε η Αρχοντούλα.

– Δική σας! είπε μεμιάς η Παρασκευή. Μόνο να ζήσει.Εμείς να ακούμε το καλό της κι εσείς να τη χαίρεστε.

Οι τρεις επόμενες μέρες ήταν βασανιστικές. Δεν είχεμείνει άνθρωπος στα Μαύρα Χώματα, που να μην πικρά-θηκε για την Κατερίνα. Μαθεύτηκαν και τα λόγια του για-τρού στη Γορίτσα και η συμπεθεριά, που μόλις είχε δεθείανάμεσα στους Χολεβαίους και στους Μπουμπαίους. Επίτρεις μέρες η λύπη και η χαρά περιπλανήθηκαν από καλύ-βα σε καλύβα. Και καθίσανε γωνιά τη γωνιά σαν κουρα-σμένοι συμπέθεροι. Ωστόσο, όλα βάραιναν από το σκού-ξιμο που τρυπούσε τον ουρανό κάθε που κατέβαινε το σού-ρουπο και που δεν ανήγγειλε τίποτα άλλο, παρά τον θά-νατο της Κατερίνας. Ή από κάποια σπάνια οιμωγή, που τι-ναζόταν σαν φαρμακερή έκρηξη πάνω από τις καλύβες τωνΧολεβαίων.

Αν και είχαν μια κρυφή ελπίδα από τη συμπεθεριά μετους Μπουμπαίους και την πνευματική υιοθέτηση του κο-ριτσιού τους, οι Χολεβαίοι είχαν πάρει όλα τα μέτρα ώστε οθάνατος της Κατερίνας να μην τους βρει απροετοίμαστους.Η Κατερίνα δεν θα πήγαινε στον άλλο κόσμο τυλιγμένη μεβελέντζα, αλλά με ξύλινο φέρετρο, που έγινε παραγγελιάστην πόλη. Βρέθηκε επίσης και ο τόπος στο νεκροταφείοτης Γορίτσας. Γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Βλάχοι σταΜαύρα Χώματα δεν είχαν δικό τους νεκροταφείο και τουςχωμάτιζαν τους νεκρούς τους οπουδήποτε.

Όλα αυτά αποδείχτηκαν άχρηστα, γιατί την τέταρτη μέ-ρα η Κατερίνα άρχισε να γυρίζει από τον δρόμο που είχεπάρει. Είχε ανοίξει τα μάτια, και χαμογελούσε σαν ένα μικρόφως. Ύστερα ζήτησε να φάει τραχανά και ήθελε να βγει στηναυλή, για να παίξει με τις φίλες της.

Page 69: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

69

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα έγινε ο αρραβώνας τηςΚατερίνας με τον Σωκράτη, που ήταν δύο χρόνια περίπουμεγαλύτερός της. Οι Μπουμπαίοι ένα απόγευμα έστειλαν τοαμανάτι: ένα μαντίλι, ένα χάρτινο νόμισμα των 100 λεκ καιένα μεταλλίκι που οι Χολεβαίοι θα έπρεπε να το φυλάξουνμέχρι τη μέρα του γάμου, όταν οι Μπουμπαίοι θα ερχότανενα πάρουν τη νύφη. Μαζί με τη νύφη οι συμπέθεροι θαέπαιρναν και το αμανάτι.

Για να στεριώσει ο αρραβώνας και για να αποτρέψουνοποιαδήποτε σκιά που θα μπορούσε να πέσει πάνω στη ζωήτης Κατερίνας στο μέλλον, από το σόι των Μπου μπαίωνξεκίνησαν ένα καραβάνι από άντρες. Επικεφαλής ήταν οπρώτος συμπέθερος, ο Γεράσιμος Μπούμπας. Από την άλ-λη μεριά, το σόι των Χολεβαίων είχε φέρει την ζυγή τηςΓορίτσας, όπου ο Φερίκ όπως πάντα θα έπαιζε κλαρίνο, ενώγια τον ντεφιτζή λέγανε ότι εκείνο το Σάββατο θα έπαιζεγια πρώτη φορά ντέφι. Γύρισαν σούβλες, καθάρισαν τηναυλή για να μην σκοντάψει η Κατερίνα καθώς θα ήταν φο-ρεμένη με όλα τα νυφικά της, κατασκεύασαν τη σήραγγααπό κλαριά όπου θα στρώνονταν οι άντρες να πιούνε καινα τραγουδήσουν, ενισχύθηκαν και οι φράχτες της αυλής,για να αντέξουν καθώς θα ακουμπούσαν πολλοί περίεργοιπου θα ερχότανε για σεργιάνι.

Πήγαν εκεί όλα τα Μαύρα Χώματα, εκτός από τον γαμ-πρό, ο οποίος εκείνο το απόγευμα θα άρχιζε την κούρα τουψαρόλαδου για τους κοιλόπονους. Το πρώτο ποτήρι «στηνυγεία» της Κατερίνας το σήκωσε ο πρώτος των συμπεθέ-ρων, ο Γεράσιμος Μπούμπας, ο οποίος είπε εκείνο το βρά-δυ εκατόν ένα τραγούδια. Εκατό που ήταν δικά του και ένααπ’ αυτά που τραγουδιότανε στη Γορίτσα.

Page 70: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Δώσε στο γιο σου όνομα βλάχου!

Η είδηση ότι πέθανε και ο τρίτος γιος του Ριζά Κέρπι, χτύ-πησε κατακέφαλα τη Γορίτσα. Οι άνθρωποι τρομαγμένοιρωτούσαν «Από τι;» και όταν άκουγαν πως απλά σταμά-τησε να αναπνέει, τρόμαζαν ακόμα περισσότερο. Έφαγεμε μεγάλη όρεξη ένα τσανάκι με ζεστή παπάρα, αγκάλια-σε τη μητέρα λέγοντάς της «Σ’ αγαπώ πολύ» και έπεσε νακοιμηθεί, σκεπασμένος με τη βελέντζα που είχαν αγορά-σει από τους Βλάχους στα Μαύρα Χώματα, χωρίς να γνω-ρίζει ότι μετά από μια ώρα θα σταματούσε να αναπνέει. Ημητέρα του πήγε να ιδεί αν το είχε πάρει ο ύπνος. Τα λό-για του «Σ’ αγαπώ πολύ», που της είπε για πρώτη φορά,την είχαν βάλει σε υποψίες. Κι όταν τον είδε ότι είχε κρυώ-σει για πάντα, έβαλε τα ουρλιαχτά.

Ο ήρεμος θάνατος του τρίτου Γκεζίμ ήταν πιο φρικια-στικός από τους δυο πρώτους θορυβώδεις θανάτους. Τατρία αγόρια είχαν το ίδιο όνομα, Γκεζίμ, κι οι άνθρωποι γιανα τα ξεχωρίζουν ή για να ενθυμούνται τον θάνατό τουςπιο εύκολα, έλεγαν ο δεύτερος Γκεζίμ, ο τρίτος Γκεζίμ. Οιγονείς του, τον πρώτο τους γιο τον είχαν ονομάσει Γκεζίμκαι, μετά τον θάνατό του, για να τον κρατήσουν στη ζωή,πιάστηκαν από το όνομα. Ήταν σαν παρηγοριά και σαν ελ-πίδα αν ο δεύτερος γιος θα έπαιρνε το ίδιο όνομα.Παρηγοριά για εκείνον που είχε φύγει και ελπίδα για εκεί-νον που τον αντικαθιστούσε. Γιατί, ό,τι γίνεται δεν ξανα-γίνεται, αλλά το πνεύμα του πρώτου Γκεζίμ θα βοηθούσενα μην χαθεί το πνεύμα του δεύτερου Γκεζίμ. Υπήρχαν καικάποιοι που στην κηδεία του δεύτερου Γκεζίμ είπαν ότιήταν λάθος η επανάληψη του ονόματος, γιατί έτσι μετα-φέρεται η καταραμένη τύχη του πρώτου. Αλλά ο Ριζά Κέρπι

70

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 71: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

δεν κουνήθηκε ρούπι από την πεποίθησή του ότι αν δενεπαναλάμβανε το όνομα του πρώτου γιου, που τόσο πολύτον αγαπούσε, θα ένιωθε τεράστιο κενό στην ψυχή. Όπωςτο κενό μιας στείρας γυναίκας. Κι όπως ένα έρημο σπίτι.

Ο πρώτος Γκεζίμ γεννήθηκε κατάλευκος σαν ένα κομ-μάτι τυρί και πέθανε δυο-τρία χρόνια αργότερα, πέφτονταςστο πηγάδι της αυλής. Λέγανε τότε πως τον θάνατο τοναναζητούσε ο ίδιος γιατί δεν άφηνε λιθάρι απανωτό. Μιαφορά τον είδαν να πνίγει ένα φίδι και μια άλλη να προ-σπαθεί να κόψει το λαρύγγι του με το ψαλίδι που του εί-χαν κάνει περιτομή. Από τότε έκαναν το παν για να τονεμποδίσουν να φύγει από τον κόσμο τούτο. Αλλά το κα-κό, όταν είναι να γίνει, έρχεται απ’ εκεί που δεν το περιμέ-νεις. Του ήρθε από το πηγάδι του σπιτιού, που το είχανανοίξει στο μακρινότερο σημείο της αυλής, πριν από με-ρικά χρόνια, βαθύ και με ξερολίθι. Το στόμιο εξείχε τρειςσπιθαμές πάνω από το έδαφος, όσο ακριβώς ήταν και οπρώτος Γκεζίμ όταν πνίγηκε. Είχε κλείσει τον τρίτο χρόνοτης ηλικίας του και καθώς τριγυρνούσε γύρω από το στό-μιο του πηγαδιού, βάλθηκε να ιδεί τι γίνεται εκεί μέσα, αλ-λά τον εμπόδιζε το ξύλινο καπάκι, που οι γονείς του δενλησμονούσαν ποτέ να το βάλουν. Είναι αλήθεια ότι κά-ποιες φορές το ξεχνούσαν ανοιχτό, αλλά από την ημέραπου ο μικρός έκανε μια παράξενη δήλωση λες και ήταν σο-φός γέρος, φρόντισαν να το κλείνουν πάντοτε.

– Ω, δεν είμαι καλά, είπε ένα βράδυ, σφίγγοντας το κε-φάλι του με τα δυο χέρια, νομίζω ότι θα πεθάνω.

Η μάνα του έδωσε κάνα δυο μπατσούλες στον ποπό του,ενώ ο πατέρας, αν και ένιωσε ρίγη απ’ αυτό που άκουσε,έβαλε τα γέλια, όπως γελούν οι Λιάμπηδες όταν βλέπουνμε περηφάνια τα παιδιά τους να μεγαλώνουν πιο σοφά καιπιο νωρίς από τους ίδιους. Κι όμως, από τότε, δεν παρέλει-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

71

Page 72: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

72

ψε κανένα βράδυ να περάσει από το κρεβατάκι του για ναιδεί αν αναπνέει. Ο φόβος για έναν πιθανό θάνατο τον εί-χε επισκεφθεί νωρίτερα, αλλά από εκείνο το βράδυ, μετάτην παράξενη δήλωση λες και ήταν σοφός γέρος, του έγινεκαθημερινός εφιάλτης. Για να μπορέσει να διώξει τον εφιάλ-τη, ο Ριζά Κέρπι τον πήγε στον γιατρό και έλαβε τη διαβε-βαίωση ότι ο γιος του θα ζήσει και θα πατήσει τα εκατό.

Ωστόσο, άρχισε να υψώνει το τείχος στο στόμιο του πη-γαδιού, τουλάχιστον και μια σπιθαμή ακόμα, γιατί είχε δια-πιστώσει ότι ο μικρός το είχε βάλει στο μάτι. Το γυρόφερ-νε γεμάτος περιέργεια. Κι ο πατέρας του, που ήξερε ότι δενάφηνε λιθάρι απανωτό, αλλιώς την ερμήνευσε εκείνη τηνπεριέργεια, ως ασυγκράτητη επιθυμία να πηδήξει στο νε-ρό. Ίσως να ήταν αυτό ακριβώς που έφερε και το δυστύ-χημα. Και που τον έκανε τον Ριζά Κέρπι να αισθάνεται ένο-χος μέχρι τη στιγμή που έκλεισε τα μάτια του. Την ημέραπου τελείωσε το τείχος στο στόμιο, πήρε τον γιο του καιτον ανέβασε ο ίδιος στο τείχος λες και ήθελε να του σβήσειμια για πάντα την περιέργεια. Εκείνη τη στιγμή κάποιοςτου φώναξε. Γύρισε να αποκριθεί και το παιδί το ξέχασεπάνω στο τείχος. Το θυμήθηκε μόνον όταν άκουσε ένανθόρυβο όπως ακριβώς ο θόρυβος μιας μεγάλης πέτρας πουπέφτει στο νερό. Ο μικρός Γκεζίμ ίσως να είχε πεθάνει πρινπέσει στο νερό, αλλά τούτο δεν αρκούσε να ηρεμήσει ένανπατέρα, που δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι είχε ανοίξει τοκιβούρι του γιου του με τα χέρια του.

Μια κάποια παρηγοριά ένιωσε την ημέρα που ήρθε στηζωή ο δεύτερος Γκεζίμ, γιατί το θεώρησε ως επιστροφή τουπρώτου Γκεζίμ. Τούτο συνέβη δεκαοχτώ μήνες μετά τονθάνατο του πρώτου, όταν είχε αρχίσει ο πόλεμος και στονουρανό της Γορίτσας εμφανίστηκαν τα πρώτα μαύρα αε-ροπλάνα. Τον ερχομό του δεύτερου Γκεζίμ υπό τέτοιες συν-

Page 73: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

73

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

θήκες δεν τον είδαν με καλό μάτι οι Γοριτσάρηδες που εί-παν «βρήκαν κι αυτοί καιρό να κάνουν παιδί!»Ειρωνεύτηκαν και τον Ριζά, που πριν προλάβει να κλάψειτο πρώτο, έβαλε μπρος για το δεύτερο. Αλλά ο δύστυχοςπατέρας έκανε πως δεν άκουγε και σαν να ήθελε να δι-καιολογήσει τη βιασύνη του, σε στενό κύκλο εξομολογή-θηκε ένα όνειρο, που έβλεπε συχνά για τον πρώτο Γκεζίμ.Ότι βουτηγμένος ως το λαιμό στο νερό, τον παρακαλού-σε να τον πάρει στο σπίτι κι ότι απ’ εδώ και μπρος θα ήτανφρόνιμο παιδί.

Τον ερχομό του δεύτερου Γκεζίμ τον βίωσε ως ανάδυ-ση από το νερό του πρώτου Γκεζίμ. Όσο για το όνομα, δενείχε κανέναν ενδοιασμό, γιατί από τότε που κλώτσαγε τηνκοιλιά της μάνας του, εκείνος έλεγε πάντα «Άντεξε και λί-γο, Γκεζίμ του μπαμπά». Αυτό το κλότσημα, από την κοιλιάτης μάνας, τον φόβισε και τον έκανε να σκεφτεί ότι κι αυ-τός δεν θα άφηνε λιθάρι απανωτό όπως ο πρώτος, αλλάπολύ γρήγορα πείστηκε ότι μάταια φοβήθηκε. Ο δεύτεροςΓκεζίμ ήταν φρόνιμος και ο πατέρας δεν είχε πια αμφιβολίαούτε για τον ερχομό του πρώτου Γκεζίμ ούτε για την υπό-σχεσή του. Ο δεύτερος ήταν κι αυτός κατάλευκος σαν τυ-ρί, αλλά σε αντίθεση με τον αδερφό του, δεν έδωσε κανέ-να σημάδι ότι δεν θα άφηνε λιθάρι απανωτό. Ήταν φρόνι-μος. Τόσο φρόνιμος που οι γονείς του φοβήθηκαν μήπωςστις φλέβες του δεν κυλάει λιάμπικο αίμα. Τον άφηναν σεένα σημείο και ύστερα από ώρες, εκεί τον ξαναβρίσκανε,λες και είχε βγάλει ρίζες. Όταν περπάτησε και μπορούσενα πατήσει την αυλή από τη μια άκρη ως την άλλη, δεν εί-δαν καμιά τάση να τα κάνει όλα άνω κάτω, αντίθετα, φυ-λαγότανε μην λερωθεί, έπαιζε πιο πολύ με τα κορίτσια, τουαρέσανε τα λουλούδια, μιλούσε με τα χελιδόνια, που είχανχτίσει τη φωλιά τους κάτω από το γείσο της εξώπορτας,

Page 74: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

74

κοιτούσε τις κότες αν έκαναν το αυγό τους. Αλλά έτρεμετις σαύρες.

Μολονότι πολλές φορές νοσταλγούσε την κινητικότη-τα του πρώτου Γκεζίμ, ο Ριζά Κέρπι βρήκε μια κάποια ηρε-μία με την αδράνεια του δεύτερου, που ήταν ξένη προς τονεκρηκτικό λιάμπικο τύπο. Το μεράκι του ήταν να τον κά-νει λίγο πιο εύστροφο, για να μπορέσει να νικήσει τηναδράνεια. Για να είχε, έστω θαμπά, κάτι από τον πρώτοΓκεζίμ. Όχι να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, αλλά ναήταν τουλάχιστον ένα ξεθωριασμένο αντίγραφο του πρώ-του. Για να το πετύχει τούτο, μετά το δεύτερο έτος, άρχισενα ασχολείται πιο πολύ μαζί του. Τρέχανε και οι δυο γύρωαπό το σπίτι για να πιάσουν πεταλούδες, τον έμαθε να στέ-κεται στο σαμάρι του γάιδαρου, τον φόβιζε καμιά φορά,πρόσεξε μην σου φάει η σαύρα το σκουληκάκι σου, κρυ-βότανε πίσω από τις θημωνιές του χορταριού και παίζανετον πόλεμο, σκαρφάλωναν στα δέντρα, έστηναν παγίδεςγια κοτσύφια και σκότωσαν με τη σφεντόνα μια διμοιρίαμε πουλιά. Η σφεντόνα έγινε το πιο αγαπητό παιχνίδι γιατον δεύτερο Γκεζίμ, γιατί μπορούσε να παραμείνει όλη τηνημέρα στον ήλιο, ελπίζοντας να ρίξει από τον ουρανό κα-νέναν κοκκινολαίμη, χωρίς τη βοήθεια του πατέρα. Δεν τοκατόρθωσε ποτέ, γιατί αντί για τον κοκκινολαίμη, από τονουρανό κατέβηκε ο ίδιος ο θάνατός του. Με τη μορφή με-ταλλικού θραύσματος, που είχε ξεπεταχτεί από την κοιλιάενός μαύρου αεροπλάνου. Απ’ αυτά που εμφανίζονταν συ-χνά πάνω από τον ουρανό της Γορίτσας. Και δεν ήταν ού-τε τριών χρονών.

Αν ο θάνατος του πρώτου Γκεζίμ ήταν τυχαίος, του δεύ-τερου θεωρήθηκε αναγκαιότητα. Για τον πρώτο είπαν «έτυ-χε και έγινε», ενώ για τον δεύτερο δεν αρκέστηκαν στο«έπρεπε να συμβεί». Ότι έπρεπε, δεν υπήρχε αμφιβολία.

Page 75: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

75

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Η αμφιβολία περιστρεφόταν γύρω από τις σκιές που άφη-νε ένας απαραίτητος θάνατος. Όλη η Γορίτσα έβραζε απότις έντονες συζητήσεις για την αιτία που κόπηκε το νήματης ζωής του δεύτερου Γκεζίμ. Και οι αιτίες ήταν τρεις: ητιμωρία για τον άκρατο ερωτισμό του Ριζά Κέρπι, η υπο-ψία ότι ο τόπος στον οποίο χτίσανε τα σπίτια οι Λιάμπηδεςήταν καταραμένος και τρίτη η ανώφελη ως ανεπίτρεπτηεπανάληψη του ίδιου ονόματος. Από τις τρεις αιτίες, η τρί-τη επικράτησε ως η πιο επικίνδυνη, γιατί με την επανάλη-ψη του ονόματος, μεταφερόταν στον δεύτερο η τύχη τουπρώτου. Αν προκληθεί αυτό που λέμε τυχαίο, μπορεί ναμετατραπεί σε αναγκαιότητα. Κι ήταν φανερό ότι όσον και-ρό ο δύστυχος πατέρας θα είχε κόλλημα με το όνομα Γκεζίμ,δεν θα του ζούσαν τα παιδιά. Του το είπαν σταράτα, αν θαέκανε άλλο αγόρι, έπρεπε δίχως άλλο να ξεχάσει το αγα-πημένο του όνομα, αλλά έπεσαν πάνω στο λιάμπικο πεί-σμα που για τους Γοριτσάρηδες ήταν σα να χτυπούσες τοκεφάλι στον τοίχο.

– Όχι δυο, αλλά δώδεκα παιδιά να κάνω, δήλωσε ο πλη-γωμένος πατέρας, όλα θα τα ονομάσω Γκεζίμ.

Στην κηδεία του τρίτου Γκεζίμ ήρθαν τόσοι πολλοί γιαπαρηγοριά, που το χώμα της αυλής πατήθηκε τόσο, όσοδεν είχε πατηθεί επί τριάντα χρόνια. Ήρθαν από τα γύρωχωριά, κατέφθασαν φίλοι και συγγενείς από το Κουρβελέσι,Βλάχοι από τα Μαύρα Χώματα, ενώ από τους Γοριτσάρηδεςδεν είχε μείνει κανείς στο σπίτι του. Συνήθως, στις κηδείεςπήγαιναν όλοι για παρηγοριά. Στους γάμους μπορεί να μηνπήγαιναν όλοι, αλλά από τις κηδείες δεν έλειπε κανείς.Γιατί η χαρά είναι ελαφριά και δεν χρειάζονται πολλοί ώμοινα την κρατήσουν, ενώ ο θάνατος είναι βαρύς, γι’ αυτό καιδεν έπρεπε να βαρύνει μόνον έναν ώμο. Τόσο το περισσό-τερο σε περιπτώσεις όπως τούτη, που το κακό τιμωρούσε

Page 76: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

76

μια οικογένεια, οδηγώντας την στα ορθόδοξα μνήματα τουχωριού, για να ανοίξει το τρίτο μνήμα.

Μετά από τις δύο πρώτες δυστυχίες ήταν σαν να ξε-περάστηκε το κακό για τον Ριζά Κέρπι, γιατί ο τρίτος Γκεζίμμεγάλωσε σαν ένα παιδί υγιέστατο και ροδομάγουλο. Είχεπάρει κάτι από τον περιπετειώδη τύπο του πρώτου, κάτιαπό την ωριμότητα του δεύτερου και πολύ υγεία από τουςδύο μαζί. Χειμώνα καλοκαίρι το μάγουλό του ήταν σανκόκκινο μήλο. Ο πατέρας του, αν εξαιρέσεις τις στιγμέςπου έλεγχε την αναπνοή του, πράγμα που το έκανε χωρίςνα πάρει είδηση κανείς άλλος, δεν του είχε αφιερώσει κά-ποια ιδιαίτερη φροντίδα. Είχε πειστεί πια ότι όσο περισ-σότερο φροντίζει κανείς, τόσο πιο ντελικάτο γίνεται το νή-μα που κρατάει τη ζωή των ανθρώπων. Ήταν φανερό ότιη κρίση του πάνω στα πράγματα είχε πάθει μια κάποια αλ-λοίωση. Σε όσους τον ρωτούσαν για την υγεία του τρίτουΓκεζίμ, εκείνος απαντούσε χωρίς περιττολογίες:

– Αν είναι δικός μου, θα μείνει, αν δεν είναι, θα βρει τονδρόμο των άλλων αδελφιών του…

Τον δρόμο αυτό, ο τρίτος Γκεζίμ τον πήρε όταν έγινετεσσάρων ετών, γι’ αυτό και μέχρι τη μοιραία στιγμή το χω-ριό ήλπιζε ότι επιτέλους ο Ριζά Κέρπι το ξεπέρασε το με-γάλο κακό. Αλλά διαψεύστηκαν. Ο τρίτος έζησε κάτι πα-ραπάνω και είχε μάγουλα σαν το κόκκινο μήλο. Η παρά-ταση της ζωής, έστω και λίγους μήνες, καθώς κι εκείνο τοροδοκοκκίνισμα του μάγουλου μπορεί να ήταν αρκετά, αλ-λά όταν είδαν ότι δεν ήταν το παν, οι υποψίες ξεχύθηκαναπό παντού. Ο τρίτος Γκεζίμ έφυγε σα να ήθελε να πει πωςάλλο είναι το παν για τη διακοπή ή την παράταση της ζωής,πράγμα που οι συγχωριανοί έσπευσαν να το ανακαλύψουνμόλις ο θάνατος χτύπησε κατακέφαλα τη Γορίτσα. Καμιάφορά ο κλονισμός της ελπίδας είναι βαρύτερος κι από τον

Page 77: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

77

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

ίδιο τον θάνατο. Με την προσπάθεια που έκαναν να βρουντα βαθύτερα αίτια, που ανάγκασαν τον Ριζά Κέρπι να ανοί-ξει την πόρτα του για τρίτη φορά στον θάνατο, ήταν σα ναήθελαν να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα. Αφού αναρω-τήθηκαν «από τι;» και έμαθαν ότι ο τρίτος Γκεζίμ απλά δενπήρε ανάσα, μια ώρα αφού έπεσε να κοιμηθεί, φυσικό ήταννα ξεμυτίσει η άλλη ερώτηση «γιατί;» «Γιατί του Ριζά Κέρπιδεν του ζούσαν τα παιδιά;» Και, «τι έπρεπε να κάνει για νατου ζήσουν;»

Η ερώτηση αυτή είχε ριζώσει με τον θάνατο του δεύτε-ρου Γκεζίμ, ενώ τώρα με τον θάνατο του τρίτου, είχε βγά-λει φύλλα. Όλο το φταίξιμο έπεφτε στον πεισματάρη πα-τέρα, που είχε σκαλώσει στο ίδιο όνομα της θρησκείας τουσαν το σκαθάρι στην καβαλίνα. Ήταν φανερό ότι τα παι-διά δεν θα του ζούσαν όσο εκείνος επέμενε να παραμένεισκλάβος στο όνομα Γκεζίμ με τη μουσουλμανική του χροιά.Η κατάρα του ονόματος θα τον ακολουθούσε μέχρι να πα-ραιτηθεί όχι μόνο από αυτό το όνομα, αλλά από όλα ταονόματα που είχαν την ίδια ή και εντονότερη μουσουλμα-νική χροιά απ’ αυτό. Τα ονόματα είναι ίδια, αφού ανήκουνσε μια θρησκεία, αλλά η ζωή μπορούσε να αλλάξει δρόμο,αν άλλαζε η σκεπή της θρησκείας. Τούτη η σκέψη ήταν ηευρύτερη και η διαυγέστερη που έγινε τη μαύρη εκείνη μέ-ρα, γι’ αυτό και βιάζονταν να παρηγορήσουν τον Ριζά Κέρπισα να βιάζονταν να του προσφέρουν ένα τσιγκέλι να πια-στεί. Ένα τσιγκέλι απ’ το οποίο θα πιανότανε η ζωή τωνεπόμενων τέκνων για να μην έχουν την ίδια τύχη με τα προ-ηγούμενα. Και δεν πήγαν μόνο Γοριτσάρηδες και φίλοι απότα γύρω χωριά, αλλά και Βλάχοι από τα Μαύρα Χώματα,που για τη Γορίτσα ήταν κάτι σαν ξένο σώμα.

Την ημέρα της κηδείας ψιλόβρεχε. Μια φθινοπωρινήβροχούλα ήσυχη σαν ψίθυρος θανάτου. Νότιζε τους φρά-

Page 78: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

χτες, τις αυλές, τους δρόμους, τις σκεπές και με ελαφράβηματάκια προχωρούσε προς τα Μαύρα Χώματα. Ήτανένας ήρεμος καιρός, και οι άνθρωποι τον κουβαλούσανστους ώμους όπως το χώμα που θα σκέπαζε την άλλη μέ-ρα τον τρίτο Γκεζίμ. Όλοι όσοι κατέφθαναν για παρηγο-ριά, είχαν κυρτούς τους ώμους, λες και τους βάραινε το αυ-ριανό χώμα και ο ψίθυρος της ήρεμης βροχής. Τους ανα-σήκωναν κάπως όταν έμπαιναν στην αυλή κι ακόμα πε-ρισσότερο όταν έμπαιναν στο σπίτι, σαν να ήθελαν να αφή-σουν έξω από το κατώφλι εκείνο που είχε συμβεί και ναπάρουν μέσα εκείνο που ήθελαν να συμβεί.

Για την υποδοχή των ανθρώπων είχαν προετοιμάσειδύο δωμάτια, ένα για τις γυναίκες και ένα για τους άντρες.Οι άντρες παρηγορούσαν, ενώ οι γυναίκες έκλαιγαν. Γιανα μοιρολογήσει είχε φτάσει επί τούτου η καλύτερη μοι-ρολογίστρα όλου του Κουρβελεσιού. Στις δυο πρώτες κη-δείες δεν είχε έρθει, ενώ στην τρίτη ήρθε απρόσκλητη.

– Θα πήγαινα, είπε αργότερα, ακόμα κι αν ήξερα ότιθα με πάρουν με τις πέτρες.

Ήταν περασμένης ηλικίας, με μάτια ξεραμένα από ταπολλά δάκρυα που είχε χύσει. Ήταν γνωστό ότι καμιά μοι-ρολογίστρα δεν κλαίει από καρδιάς, αλλά για τούτη ορκί-ζονταν ότι το μοιρολόι δεν το βγάζει από το μυαλό, αλλάαπό την ψυχή. Δεν μπορούσε να βγάλει δάκρυ αν τον θά-νατο του άλλου δεν θα τον βίωνε ως δικό της θάνατο.

Το μοιρολόι το άρχισε με το που μπήκε στην αυλή, μετα χέρια ανασηκωμένα λες και κράταγε ακέριο τον συν-νεφιασμένο ουρανό εκείνου του Νοέμβρη. Μοιρολογούσεόμορφα, με φωνή βαθιά και καμπανιστή, που δεν σε άφη-νε να κατεβάσεις το κεφάλι, αλλά να το κρατάς ψηλά. Ναμην φαίνεσαι ηττημένος μπροστά στον θάνατο, αλλά ναστέκεσαι με αξιοπρέπεια. Όταν διηγούνταν τα κατορθώ-

78

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 79: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ματα του τρίτου Γκεζίμ ήταν σαν να μετρούσε τα βόλιαπου είχε δεχτεί ένα γενναίο παλικάρι στον πόλεμο. ΣτηΓορίτσα λέγανε ότι οι Λιάμπηδες έπαιρναν μοιρολογίστρεςνα κλάψουν τους νεκρούς τους, γιατί έτσι νικούσαν πιοεύκολα τον θάνατο. Οι μοιρολογίστρες ήξεραν πώς νακλάψουν ώστε οι άλλοι να μάθουν πώς πρέπει να ζήσουν.Τον ίδιο συμβολισμό είχαν και τα λόγια των αντρών στοάλλο δωμάτιο. Ήταν τέτοια που συγκρατούσαν το κλάμαβαθιά μέσα τους. Για να μην δείχνουν τη θλίψη, αλλιώςτραυματιζόταν εκείνο που ήταν το ακριβότερο στους άν-τρες: η λεβεντιά.

Το δωμάτιο των αντρών ήταν μεγαλύτερο απ’ αυτό τωνγυναικών. Και πιο αδειανό. Το κενό το γέμιζε ο καπνός απότα τσιγάρα και οι στεναγμοί της παρηγοριάς. Το θαμπόφως που έμπαινε από τον διάδρομο μεταξύ των δύο δω-ματίων, έκανε ακόμα πιο θαμπή κι απόκοσμη την εικόνατων αντρών. Κάθονταν γύρω γύρω σταυροπόδι, πάνω σελασπωμένο κιλίμι με μαύρα κρόσσια. Στην κορφή καθό-ταν ο Ριζά Κέρπι σαν ναυαγός σε μια θάλασσα πίκρας. Καιπου δεν πίστευε ότι του είχε πετάξει από τα χέρια και ο τρί-τος Γκεζίμ. Οι άντρες προχωρούσαν στο δωμάτιο τινά-ζοντας από τους ώμους τις λίγες στάλες του ψιλόβροχου,ύστερα χαιρετούσαν τον Ριζά, του άπλωναν την ταμπακέ-ρα με τον καπνό και βγαίνανε για να κάνουν τόπο στουςάλλους που περίμεναν στην αυλή. Ο Ριζά Κέρπι με τα αδέρ-φια του και έναν ξάδερφο από το Κουρβελέσι, δεν κου-νιόνταν από τη θέση τους. Ο ξάδερφος κράταγε όλο τοβάρος της δύσκολης περίστασης. Είχε φρύδια βαριά σαντα λόγια που έλεγε στον νοικοκύρη του σπιτιού για να κρα-τηθεί και να μην τον πάρει από κάτω η θλίψη. Έλεγε πολ-λά, αλλά πάντα τον βασάνιζε ένα άγχος, λες και δεν είχεβρει ακόμα τη μαγική λέξη. Τη λέξη που θα έσωζε τον Ριζά

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

79

Page 80: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

από τα νύχια της πίκρας, και την αναζητούσε τόσο στονεαυτό του όσο και στους άλλους που μπαινόβγαιναν στοδωμάτιο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, όμως, όλοι όσοι μπαι-νόβγαιναν έλεγαν τα συνηθισμένα λόγια, που λένε στιςκηδείες.

Οι άνθρωποι ήταν σαν καθηλωμένοι εντός των ορίων.Έλεγαν λόγια που επαναλαμβάνονταν από γενιά σε γενιάκαι πιο πολύ ενδιαφέρονταν να μην βγουν από τον κανό-να, παρά να αποσπάσουν τον Ριζά Κέρπι από τα νύχια τηςπίκρας. Απ’ αυτούς περίμενε ο βαρύς άντρας να πουν εκεί-νη τη λέξη που δεν είχε ειπωθεί ακόμα αν και είχαν περά-σει τα μεσάνυχτα. Μιλώντας συνέχεια ήταν σάμπως προ-σπαθούσε να τους βγάλει οριστικά από τον κανόνα. Γιατίμια τέτοια έξοδος από τον κανόνα θα μπορούσε να ελα-φρύνει τον πόνο του Ριζά.

Ήλπιζε ότι τώρα ακριβώς, τα μεσάνυχτα, θα πέσει σαναπό τον ουρανό εκείνη η λέξη. Στο δωμάτιο των αντρώνμπήκε μια μεγάλη παρέα Βλάχων από τα Μαύρα Χώματα.Ήταν πιο βρεγμένοι από τους άλλους. Φορούσαν σκούραμάλλινα ρούχα όπως όλοι οι παρήλικες Βλάχοι και μοι-άζανε με μαύρη αποστολή, κουρασμένη από τον δρόμο καισυντετριμμένη από τη λύπη. Η πίκρα ήταν φανερή σταπρόσωπά τους γιατί κυλούσε σαν βροχή στις ρυτίδες τους.Και μόνον απ’ αυτό, ο βαρύς άντρας τους είδε ως έξοδοαπό τον κανόνα. Οι Βλάχοι από τα Μαύρα Χώματα ήταν δι-ψασμένοι να βγουν από τα όρια και με μια τάση προς τιςλέξεις που πηγάζανε από την καρδιά, παρά από το μυαλό.

Άνοιξε κιόλας η κορφή του δωματίου, γιατί οι μακρινοίκαι κουρασμένοι φίλοι τιμούνται πιο πολύ. Κι ήταν η πρώ-τη φορά που κατέφθαναν τόσοι πολλοί Βλάχοι για θάνα-το στη Γορίτσα. Οι σχέσεις των Βλάχων με τουςΓοριτσάρηδες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Δύσκολο να επι-

80

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 81: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

κοινωνήσουν αυτοί που κατοικούν προσωρινά στους πρό-ποδες του βουνού με εκείνους που κατοικούν μόνιμα σεύψωμα πάνω από τον κάμπο. Που ήταν ντόπιοι, χωρίς ναέχουν τόπο και έλεγαν ξένους τους ντόπιους. Σε τέτοιεςπεριπτώσεις, όμως, αυτά δεν ισχύανε.

Όταν τον συνάντησαν, ο Ριζά ήταν σαν να έβλεπε σ’αυτούς τον λόγο για να συνεχίσει να ζει. Ενώ αυτοί τονέβλεπαν ως άτομο που πρέπει να του δώσουν χείρα βοη-θείας, για να μην καταρρεύσει. Στηρίχτηκε στον καθένααπ’ αυτούς, αλλά πιο πολύ σαν να αφέθηκε σ’ αυτόν πουέμοιαζε να’ ναι ο πρώτος τους, ο μόνος που κρατούσε τοκαπέλο στραβά. Τούτος, όταν μιλούσε ήταν σα να άνοιγετο στήθος και σου πρόσφερε την καρδιά. Σ’ αυτόν μπο-ρούσες να διακρίνεις αμέσως την πίκρα, αλλά και τη σκαν-δάλη που έπρεπε να τραβήξεις για να σκοτώσεις την πί-κρα. Το χέρι του, εκτός από τον Ριζά, το κράτησε στις πα-λάμες του αρκετά και ο βαρύς άντρας. Γιατί του φάνηκεπως, περισσότερο από τον καθένα, ήταν σαν να έφερε ένανφρέσκο αέρα στο σκοτεινό δωμάτιο της παρηγοριάς. Έναναέρα που έφερε σε δύσκολη θέση τον θάνατο, ενώ τη ζωήτην έκανε να ζητάει ξανά εκείνο που είχε χάσει. Και που ονοικοκύρης του σπιτιού είδε τον εαυτό του λιγότερο πι-κραμένο και τον βαρύ άντρα να ελπίζει σε κείνο που ανα-ζητούσε όλο το βράδυ. Στη λέξη που θα έπεφτε από τονουρανό. Και την είπε ο πρώτος των Βλάχων, που ήρθαναπό τα Μαύρα Χώματα, ο μόνος που φορούσε στραβά τοκαπέλο, την ώρα που σηκώθηκαν να φύγουν.

– Να κάνεις άλλο, ακόμα κι αν πιστεύεις ότι ο θεός θασου το πάρει κι αυτό, είπε, κοιτάζοντας επίμονα τον ΡιζάΚέρπι. Αν αυτός σε πολεμάει με πέτρες, εσύ χαστούκισέτον. Μην τα φοβάσαι τα παιδιά, γιατί μεγαλώνουν μόνατους. Να, εμείς οι Βλάχοι έχομε από ένα κοπάδι. Και διά-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

81

Page 82: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

λεξε ένα άλλο όνομα, γιατί ονόματα είναι τόσα να φάνεκαι τα σκυλιά.

Ο βαρύς άντρας τον συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα. Καιπαρέμεινε εκεί μέχρι που η αποστολή από τα ΜαύραΧώματα να μπει ξανά στον δρόμο, σαν μια ενιαία ύπαρξηπου ανανεώνει μονίμως την αιωνιότητα κάτω από το ψι-λόβροχο. Όταν ξαναμπήκε στο δωμάτιο, είπε στον νοικο-κύρη του σπιτιού:

– Το είπαν εκείνοι, πριν το πω εγώ. Κάνε άλλο γιο Ριζά.Και δώσε του όνομα Βλάχου, γιατί αυτοί δεν πεθαίνουνποτέ.

82

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 83: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Κεφάλαιο 3

Όταν επέστρεψε από τα Τίρανα, Μάρτιο του 1969, με τοΠιστοποιητικό στην τσέπη, που βεβαίωνε ότι αυτός, οΣωκράτης Μπούμπας, ήταν πια ειδικός της τεχνητής γο-νιμοποίησης ζώων, δεν μπορούσε να κρύψει μια έντονηεσωτερική ανάγκη του να ιδεί και προπαντός να αγγίξειτην Κατερίνα. Ήταν σχεδόν δεκαεννιά χρονών, είχε απαλ-λαχτεί από τη στρατιωτική του θητεία χάρη σε μια ιατρι-κή γνωμάτευση που την εξασφάλισε με μέσον για κάποιαπαλαιά εντερίτιδα, η οποία είχε θεραπευτεί χρόνια πριν μεψαρόλαδο.

Από τότε που κατοικούσαν στα Μαύρα Χώματα, ήτανο αρραβωνιαστικός της Κατερίνας, αλλά ποτέ μέχρι τότεδεν την είχε αγγίξει. Τον έπαιρνε ο πόνος για τη μάνα, τονπατέρα, τη γιαγιά, τις αδερφές, τα ξαδέρφια και τις ξα-δέρφες, για τον Βέλιο, το σκύλο τους, αλλά στους έξι μήνεςτου φροντιστηρίου στον λόφο της Κάμζας, είχε ανακαλύ-ψει ότι πιο πολύ καιγόταν για την Κατερίνα. Ήταν μια φλό-γα η οποία θα έσβηνε μόνον αν την έβλεπε και προπαντόςαν την άγγιζε. Μέχρι τότε την έκρυβε καλά μέσα στα σκο-τάδια του γιατί ήταν ντροπή για ένα παιδί Βλάχου, μεγα-λωμένο στο βουνό, να πέσει τόσο χαμηλά ώστε να δείχνει

83

Page 84: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

84

ότι υποφέρει για μια γυναίκα. Ακόμα κι αν η γυναίκα αυτήήταν η ίδια η αρραβωνιαστικιά του από τότε που ήταν καιοι δυο στην κούνια.

Ωστόσο, στους έξι μήνες που έζησε στα Τίρανα είχε χα-λαρώσει αρκετά, αλλά τον παρηγορούσε το γεγονός ότιαυτό το γνώριζε μόνον ο ίδιος και ένας φίλος του στο φρον-τιστήριο, ο Κοσμάς από το Ροσκοβέτσι. Το Ροσκοβέτσι έπε-φτε πολύ μακριά από τα Μαύρα Χώματα κι έτσι δεν υπήρ-χε φόβος να μάθει κανείς εκεί κάτω για τη χαλάρωση τουΣωκράτη. Όταν γύρισε στην αχυρένια καλύβα, όσες φο-ρές θυμότανε εκείνη τη χαλάρωση ένιωθε σαν άπλυτος πα-τσάς. Από την άλλη, δεν μπορούσε να μην λάβει υπόψηότι χωρίς εκείνη την εμπειρία των Τιράνων δεν θα καιγό-ταν τώρα από τη σιχαμερή ανυπομονησία να ιδεί και νααγγίξει την Κατερίνα.

Στα Τίρανα είχε φτάσει ένα απόγευμα με ωτοστόπ.Κοιμήθηκε στο ξενοδοχείο «Βιόσα», κάπου στο κέντρο τηςΠρωτεύουσας και την άλλη μέρα εγγράφηκε στο φροντι-στήριο για την τεχνητή γονιμοποίηση στα ζώα, το οποίοθα παρακολουθούσε για έξι μήνες. Το κτίριο στο οποίοστεγαζόταν το φροντιστήριο, μαζί και ο κοιτώνας, ήτανστο ψηλότερο σημείο του λόφου της Κάμζα. Ένας ιταλικόςστρατώνας από την εποχή του πολέμου, παλιός, ψηλός καιμε φθαρμένους και ετοιμόρροπους από τις βροχές σουβά-δες. Του Σωκράτη, όμως, του είχε φανεί σωστό παλάτι σεσύγκριση με τις αχυρένιες καλύβες της Γορίτσας.

Στο φροντιστήριο συμμετείχαν είκοσι νεαρά παιδιά απ’όλα τα διαμερίσματα της χώρας, τα οποία θα ταχτοποι-ούνταν σε δυο μεγάλα δωμάτια, από πέντε κουκέτες τοκαθένα σαν τα στρατιωτικά κρεβάτια. Αυτός έπιασε το πά-νω κρεβάτι, γιατί στο κάτω ένιωθε αγκούσα και δεν έβλε-πε το βουνό. Από το πάνω, μπορούσε να το ιδεί έστω και

Page 85: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

85

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

μέσα από ένα στενό παράθυρο με λερωμένα τζάμια καιιστούς αράχνης που κρέμονταν σαν τσαντίλες τυριού. Απότη μέρα που αναχώρησε από το σπίτι του, το βουνό και τοδάσος τα αναζητούσε παντού σαν δυο φίλους που δεν μπο-ρούσε να ζήσει μακριά τους. Στον κάμπο ένιωθε χωρίς ρί-ζες και ανάλαφρος, ενώ στο βουνό σαν να αποκτούσε ξα-νά το βάρος που είχε χάσει. Η ψυχική του σχέση με το βου-νό είχε πέσει στην αντίληψη και του Κοσμά, που κοιμότα-νε στο κάτω κρεβάτι και που αργότερα έγιναν φίλοι.

– Πώς είσαι έτσι εσύ; του είπε μια από τις πρώτες μέ-ρες.

– Πώς είμαι; απόρεσε ο Σωκράτης.– Σαν βουνίσιος λύκος είσαι…– Είναι κακό να είσαι βουνίσιος λύκος;– Όχι, δεν είναι, αλλά εγώ θα σε αλλάξω.– Τι θα με κάνεις;– Πουλί καμπίσιο.Ο Κοσμάς όχι μόνο δεν εξέφρασε κανένα παράπονο,

αλλά ήταν ευχαριστημένος που θα κοιμότανε στο κάτω κρε-βάτι. Τον πρώτο μήνα δεν κοιμήθηκε καμιά νύχτα εκεί, για-τί έβγαινε στα Τίρανα. Είχε, λέει, μια θεία, στη συνοικία τωνΤσομπάνων. Η νέα ονομασία της συνοικίας ήταν άλλη, αλ-λά οι κάτοικοι συνέχιζαν να τη λένε με το παλιό της όνο-μα, λες και δεν μπορούσαν να αποχωριστούν από κάτι πουείχαν και δεν ένιωθαν καλά που τους έλειπε. Όλα τα παι-διά του φροντιστηρίου είχαν συγγενείς στα Τίρανα, εκτόςαπό τον Σωκράτη κι έναν άλλον, που το εγκατέλειψε από τηδεύτερη κιόλας μέρα, επειδή, όπως είχε πει, «εδώ έχει πολ-λούς ανθρώπους». Τον Σωκράτη δεν τον είχε τρομάξει ηπολυκοσμία, αν και οι πρώτες εβδομάδες ήταν δύσκολες.Προπαντός τα απογεύματα, που έμενε μόνος. Βρήκε τοντρόπο, όμως, να αντιπαλεύει τη μοναξιά. Βυθιζόταν στις

Page 86: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

86

διαλέξεις του φροντιστηρίου, αγνάντευε το βουνό, με την αί-σθηση ότι κοιμότανε πίσω από το λερωμένο τζάμι, χτυ-πώντας τη φλογέρα, που του την είχε δώσει ο ίδιος ο πατέ-ρας με τα χέρια του, για να τη χτυπάει «όταν στεναχωριέ-ται», διάβαζε την εφημερίδα Zëri i popullit, που την άφη-ναν στα θρανία οι καθηγητές, ή βγαίνοντας πιο πέρα, σταγύφτικα τσαντίρια, που έμοιαζαν από μακριά όπως τα βλά-χικα τότε στις αλλοτινές …αποδημήσεις.

Ο ίδιος είχε γεννηθεί σε ένα τέτοιο τσαντίρι ένα βράδυφθινοπωρινό που φυσούσε άνεμος, κάπου ανάμεσα σταβουνά της Στίκα. Ίσως γι’ αυτό είχε ιδιαίτερη αδυναμία σταβουνά, όπως και στα τσαντίρια στις όχθες των ποταμώνκαι στους ίδιους τους τσιγγάνους, που στριφογυρίζανε εκείμέσα σαν οι μύγες. Με τους τσιγγάνους ίσως να υπήρχεκαι μια άλλη, αόρατη σχέση γιατί όπως οι Βλάχοι ήταν συν-δεδεμένοι με το βουνό, εκείνοι ήταν συνδεδεμένοι με τοποτάμι. Αυτός ήταν ο λόγος που στη Γορίτσα, Βλάχους καιΤσιγγάνους τους έβαζαν σε ένα τσουβάλι, αλλά όπως εί-χε πει ο δάσκαλος ο Ριζά μια μέρα που είχε πάει φίλος στιςκαλύβες τους «Εκείνο που φαίνεται απ’ έξω δε δείχνει πάν-τα αυτό που είναι μέσα». Ο δάσκαλος ο Ριζά μιλούσε μελόγια που ο Σωκράτης δυσκολευόταν να τα κατανοήσει,αλλά θυμότανε μια φράση που την επαναλάμβανε πάντασαν ρητό: «Το ποτάμι οι Αθίγγανοι το έχουν στο αίμα τους,ενώ στους Βλάχους το βουνό τούς επιβλήθηκε».

Σε μια από τις εξόδους του προς τα τσαντίρια τωνΤσιγγάνων, ο Σωκράτης έμαθε τι είναι η τύχη. Τα μάτιατου είχαν γεμίσει με καπνούς από τις φωτιές που τις κρα-τούσαν πάντα αναμμένες. Ξαφνικά τον πλησίασε μια νε-αρή γυναίκα, φορτωμένη καλάθια, βραχιόλια και καρφί-τσες. Χωρίς καν να τη ρωτήσει, του είπε ότι είναι η μάναΝουρίε και για πέντε γρόσια θα μπορούσε να του διαβά-

Page 87: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σει στην παλάμη τι γυναίκα θα πάρει, πόσο ψηλά θα αναρ-ριχηθεί και πόσα χρόνια θα ζήσει. Άπλωσε το χέρι ανεπαί-σθητα και η μάνα Νουρίε, άρχισε κιόλας να ψάχνει τα ίχνητης τύχης, τη γραμμή του έρωτα, της σταδιοδρομίας καιτης ζωής. Όταν βρήκε τη γραμμή του έρωτα το πρόσωπότης συννέφιασε, στη γραμμή της ζωής μαύρισε, ενώ στηγραμμή της σταδιοδρομίας, γέλασε.

– Θα ανεβείς ψηλά, του είπε, αλλά πρόσεξε γιατί στιςκορυφές χτυπούν πιο πολλοί κεραυνοί.

Από τις προβλέψεις της Νουρίε εκείνο που του έμεινεπερισσότερο στο νου ήταν η κορυφή της αναρρίχησης καιλιγότερο η αδημονία για την κατάκτησή της. Όσο για τουςκεραυνούς, που χτυπούν περισσότερο στα ψηλά, το θεώ-ρησε ως γύφτικη αρλούμπα. Όταν, όμως, έγραψε το όνομα«Σωκράτης Μπούμπας» κάτω από το πρώτο και τελευταίοάρθρο του που τυπώθηκε δυο εβδομάδες αργότερα στηνεφημερίδα Zëri i popullit, μαζί με την αίσθηση της αναρ-ρίχησης, ένιωσε και κάποια ρίγη φόβου. Αυτά τα εξομο-λογήθηκε στον Κοσμά, που κοιμότανε στο κάτω κρεβάτι,αφού πλέον είχαν γίνει φίλοι.

– Για να σου φύγει ο φόβος, τον συμβούλεψε εκείνος,πρέπει να αφήσεις έγκυο μια τσιγγάνα.

Πριν από τις προφητείες της Νουρίε, την εφημερίδα τηδιάβαζε έτσι για να πολεμάει τη μοναξιά τα απογεύματα,ενώ αργότερα ήταν σαν να αναζητούσε ένα μονοπάτι γιανα αναρριχηθεί στην κορυφή. Αναρρίχηση στην κορφή γιατον Σωκράτη ήταν να φτάσει το όνομά του κάτω στα αχυ-ρένια σπίτια της Γορίτσας. Κι απ’ εκεί στα αυτιά τηςΚατερίνας. Ότι ο Σωκράτης Μπούμπας ήξερε τόση γρα-φή κι ανάγνωση όσο να γράψει ένα γράμμα στην αρρα-βωνιαστικιά του, αλλά επειδή τούτο ήταν αδύνατο να συμ-βεί, η εφημερίδα ήταν ο μοναδικός τρόπος να έρθει σε επα-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

87

Page 88: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

φή μαζί της. Και να της αποδείξει ότι μπορούσε να γράψεικαι δεν ήταν όπως οι άλλοι, που ήξεραν μόνο να βόσκουντα πρόβατα και να κάνουν από ένα κοπάδι παιδιά. Τόσοτο περισσότερο στη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας,στην οποία έγραφαν σημαντικοί άνθρωποι. Όταν ήταν μι-κρός, έγινε σημαντικός επειδή τραγούδησε το «Γραμμέναμάτια μου» σε ένα γλέντι αντρών. Τώρα ήθελε να γίνει ξα-νά σημαντικός με το όνομά του στη μεγαλύτερη εφημερί-δα της χώρας. Τότε για να λέγανε, γελώντας, «Ο ΣωκράτηςΜπούμπας με τ’ όνομα», ενώ τώρα να πουν το ίδιο, αλλάχωρίς να γελάνε. Κι εκείνη που ο Σωκράτης ήθελε να γε-λάσει λιγότερο, ήταν η Κατερίνα. Για την Κατερίνα την ήθε-λε τη φήμη και τότε που δεν ήξερε τη σημασία της και τώ-ρα που γνώριζε ότι η λέξη αυτή έχει σχέση με υψηλά καισημαντικά πρόσωπα.

Με την εφημερίδα μέσα από την οποία θα γινότανε διά-σημος, είχε κάποιες παλαιότερες σχέσεις. Πολύ πριν απότις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν στο διάστημα τουφροντιστηρίου. Για τους Βλάχους, που άφησαν τα ΜαύραΧώματα για να εγκατασταθούν στους πρόποδες των δύολόφων δίπλα στη Γορίτσα, η εφημερίδα, που τυπωνότανεδώ και πολλά χρόνια, ήταν σαν να μην υπήρχε ποτέ. Ήτανκάτι σαν καινούργιο και ακατανόητο και ταυτόχρονα ασή-μαντο και άχρηστο. Την αξία της την γνωρίζανε λίγα άτο-μα και στα λίγα άτομα έβαζε τον δάσκαλο τον Ριζά, τονΣτέφανο Μούσκα, που ήταν ο πρώτος του χωριού, τον τα-ξίαρχο της αποθήκης του καλαμποκιού, που πριν έπαιζεντέφι στα γλέντια των Βλάχων, τον μετεωρολόγο των κυ-κλώνων, με τη βοήθεια του οποίου ήλπιζε να διευρύνει τιςγνώσεις του για τους ανέμους που φυσούσαν από τη θά-λασσα, τον Πάνο του σαμαράδικου, που τη διάβαζε ανά-ποδα, τον ποιητή του αχυρένιου οικισμού, που του χρησί-

88

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 89: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

μευε ως απαραίτητη σπίθα για την έμπνευσή του και τηΖωίτσα των Κατσέτων, που είχε αναλάβει να διευρύνει τονορίζοντα των γυναικών.

Ο ίδιος αρχικά πλησίασε την εφημερίδα όχι για να δι-ευρύνει τον ορίζοντα, αλλά επειδή είχε γίνει περίεργος γιατα γραφόμενα. Η περιέργεια του έστησε αργότερα μια πα-γίδα, από την οποία δεν μπορούσε να απαλλαγεί. Διάβαζεοτιδήποτε, αρκεί να ήταν γραμμένο: άρθρα εφημερίδων,φυλλάδια με γράμματα του λαού προς τον καθοδηγητή,κανένα έργο, που το φέρνανε μέχρι τις στάνες οι υπεύθυ-νοι των κοπαδιών. Η τάση του προς τα γραφόμενα θεω-ρήθηκε ύποπτη από την οικογένειά του και δεν ήταν λίγεςοι φορές που η γιαγιά του υπενθύμιζε τον Λευτέρη τωνΚατσέτων, που σπάραξε από το πολύ το διάβασμα, ενώ οπατέρας του επαναλάμβανε πάντα «Μωρέ δεν τα στέλνειςστο διάβολο, λέω εγώ!» Κι όμως τα γραφόμενα δεν τα απο-χωρίστηκε ποτέ και τώρα τα ευγνωμονούσε. Γιατί χωρίςεκείνα δεν θα του περνούσε από τον νου να πάρει μολύβι,να γράψει άρθρο και να το στείλει στη μεγαλύτερη εφη-μερίδα της χώρας. Ένα άρθρο που θα έκανε το όνομά τουπιο φωτεινό και πιο μελωδικό. Και θα ηχούσε τόσο όμορ-φα στα αυτιά της Κατερίνας.

Μετά από πολλές προσπάθειες, επιτέλους, μπόρεσε νααρθρώσει κάτι όπως εκείνα που είχε διαβάσει στην εφημε-ρίδα. Με τη διαφορά ότι εκείνα έκαναν λόγο για εξορμή-σεις, κάμπους, ταράτσες, εργοτάξια, βάλτους, θερισμούς,αλωνισμούς, ενώ αυτός μιλούσε για την τεχνητή γονιμο-ποίηση στα ζώα. Τον βοήθησαν πολύ και οι διαλέξεις, απότις οποίες είχε πάρει ολόκληρα κομμάτια και τα έβαλε ατό-φια. Έγραψε πολλά στο άρθρο του με τίτλο «Το μέλλον τηςαλβανικής κτηνοτροφίας». Αναφέρθηκε και στον ΙταλόΣέβεν Κουκ, τον πρώτο στον κόσμο που εφάρμοσε τη μέ-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

89

Page 90: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

90

θοδο αυτή, κι ακόμα ότι οι Βλάχοι κρατούν στις πλάτες τοεβδομήντα τοις εκατό της αλβανικής κτηνοτροφίας, ότιστα Μαύρα Χώματα είχαν φτάσει τα σαράντα πρώτα κριά-ρια της ράτσας από μια φιλική χώρα και άλλα τέτοια.

Το διάβασε πρώτα στον Κοσμά, ο οποίος ανέλαβε νατο προωθήσει στην εφημερίδα με τη βοήθεια του άντρατης θείας του, που στη συνοικία των Τσομπάνων τον θεω-ρούσαν άτομο με μεγάλα καρύδια και που είχε φίλο τονδημοσιογράφο Θωμά Γκάλο, υπεύθυνο της στήλης«Γεωργία και Κτηνοτροφία» στην εφημερίδα. Το άρθρο τυ-πώθηκε μετά από μια εβδομάδα και η μέρα εκείνη για τονΣωκράτη ήταν η πιο ευτυχισμένη από την αρχή του φρον-τιστηρίου. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, στις ώρες της μο-ναξιάς, έβγαλε τη φλογέρα του πατέρα, που την έκρυβεκάτω από το κρεβάτι, και έπαιξε αρκετή ώρα με το βλέμμαπρος το βουνό. Τραγούδησε με δυνατή φωνή και το αγα-πημένο του τραγούδι «Γραμμένα μάτια μου». Τη μια έπαι-ζε τη φλογέρα, την άλλη τραγουδούσε.

Ο ήχος της φλογέρας γλύκαινε το τραγούδι και η γλύ-κα του τραγουδιού έσταζε πόνο για τα Μαύρα Χώματα,για τις ιτιές του ποταμού, τις αχυροκαλύβες, τη Γορίτσα,αλλά περισσότερο απ’ όλα για την Κατερίνα. Τόσο πόνοένιωσε για τη νύφη του εκείνο το απόγευμα, που ήταν έτοι-μος να φωνάξει το όνομά της δυνατά. Ανέβηκε μέχρι ταχείλη του, αλλά βυθίστηκε ξανά σαν το χέλι που ξέρει να ζειστο νερό και δεν ζει στις όχθες. Του συνέβηκε όπως τότεπου ήταν μικρός και δεν μπορούσε να προφέρει το όνομάτης ούτε ψιθυριστά. Τότε, όμως, δεν το έλεγε, επειδή άμαστεκότανε μέσα του, άστραφτε περισσότερο, ενώ τώραεπειδή αν έβγαινε έξω, θα έχανε τη λαμπράδα του. ΗΚατερίνα, αν και δεν της είχε αγγίξει ούτε τρίχα, ήταν γι’αυτόν η πιο εκτυφλωτική λάμψη, που δεν έπρεπε να τη χά-

Page 91: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σει με τίποτα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ήταν αυτή ηλάμψη, αλλά μπορούσε να πει γιατί του συνέβαινε αυτό.Επειδή την αγαπούσε τρελά. Και η μεγάλη αγάπη είναι βα-ριά, γι’ αυτό και παραμένει μέσα. Βαθιά. Όπως τα βράχιαστον πυθμένα της θάλασσας.

Ο Κοσμάς γύρισε νωρίς εκείνο το απόγευμα και τονβρήκε να τραγουδάει για πολλοστή φορά το «Γραμμέναμάτια μου». Κρύφτηκε και τον άκουσε μέχρι τέλος. Τονσυγκίνησε τόσο, που δάκρυσε.

– Τι τραγούδι είναι τούτο; τον ρώτησε. Μ’ έκανες ναδακρύσω.

– Ερωτικό, είπε με κάποια περηφάνια ο Σωκράτης, τοείχα τραγουδήσει με τους άντρες από τότες που ήμουνμωρό.

– Μα στην αγάπη οι άνθρωποι γελούνε, δεν κλαίνε…– Έτσι είμαστε εμείς του βουνού, επειδή δεν γελάμε,

κλαίμε.Τότε ήταν που το παιδί απ’ το Ροσκοβέτσι του είπε ότι

από λύκο του βουνού θα τον κάνει πουλί του κάμπου. Κάθεαπόγευμα τον έπαιρνε μαζί του, για να ιδεί τα Τίρανα. Στιςαρχές κάνανε μια μικρή βίζιτα στη θεία του, στη συνοικίατων Τσομπάνων. Ο Σωκράτης εκεί έφαγε ασουρέ και γνω-ρίστηκε με τον άνθρωπο που τον βοήθησε για την έκδοσητου άρθρου, αλλά που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατίο Κοσμάς έλεγε πως είχε μεγάλα καρύδια. Εκείνος μιλού-σε συνέχεια για τον δημοσιογράφο Θωμά Γκάλο και ήτανμουντός, σε αντίθεση με τη θεία, που ήταν γελαστή και τουπρόσφερε γλυκό. Το σπίτι τους ήταν από πλίνθους, χαμη-λό και με δύο σκάλες που καταλήγανε στο έδαφος.Καθίσανε στο μισοφωτισμένο σαλόνι, που από τη μία πλευ-ρά είχε ημικύκλια μορφή, ενώ ψηλά είχε δυο μικρά παρά-θυρα. Στο βάθος ήταν τρεις πόρτες δωματίων, ένα μεγά-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

91

Page 92: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

λο ραδιόφωνο με ξύλινο πλαίσιο, εντοιχισμένο, ένα τρα-πέζι αλειμμένο πρόσφατα με βερνίκι και ένας καναπές πλα-τύς με μια μάλλινη βελέντζα ριγμένη πάνω. Η παρουσίατου μαλλιού έκανε το σαλόνι πιο ζεστό και πιο εγκάρδιο,γι’ αυτό και όταν βγήκαν, ο Σωκράτης είπε στον Κοσμά ότικάποια άλλη φορά θα ξανάρχονταν για να φάνε ασουρέ.

Μέσα σε λίγα απογεύματα είδε τόσα χτίρια χαμηλά καιψηλά, τόσους δρόμους χωρίς λάσπες, τόσα καταστήματακαι τόσους πολλούς ανθρώπους, που δεν είχε ιδεί στα δε-καεννιά του χρόνια μαζί. Ο Κοσμάς τον πήγε εκεί που διέ-μενε ο καθοδηγητής του λαού, εκεί που τυπωνόταν η εφη-μερίδα και είχε το γραφείο ο δημοσιογράφος Θωμάς Γκάλο,εκεί που έπαιζαν μπάλα, εκεί που προβάλλονταν ταινίες,σε κατάστημα που αγόρασε καπέλο για τον πατέρα, παν-τελόνι για τον ίδιο από συνθετικό ύφασμα και ένα φωνό-γραφο, που θα του χρειαζότανε όταν θα κατέβαινε στηΓορίτσα. Τον πήγε κι εκεί που μπορούσαν να ιδούν μεγάλακορίτσια, στο σχολείο «Μάρτυρες του έθνους», πολύ κον-τά στο φροντιστήριο της τεχνητής γονιμοποίησης. Το σχο-λείο με τα μεγάλα κορίτσια ήταν το αγαπημένο τους μέ-ρος, όπου πήγαιναν πιο συχνά.

– Τον έβρεξες καμιά φορά; τον ρώτησε ο Κοσμάς τηνπρώτη μέρα όταν σταθήκανε απέναντι από την αυλή, πουέσφυζε από μεγάλα κορίτσια, φυσικά έξω από τον αυλό-γυρο, που δεν ήταν ούτε τέσσερις σπιθαμές ψηλός.

Ο Σωκράτης που δεν ήξερε τι απάντηση να δώσει στονφίλο του από το Ροσκοβέτσι κοκκίνισε και σιώπησε σανκλωνί χορτάρι. Μετά χαμογέλασε αχνά, όπως χαμογελούνοι τσομπάνοι την ώρα του ασυγκράτητου βατέματος τωνπροβάτων. Ήταν η πρώτη φορά που του μιλούσαν τόσοανοιχτά για ένα πράγμα που αυτός δεν ήθελε να υποκύ-ψει σ’ αυτό με κανέναν τρόπο μπροστά στους άλλους. Και

92

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 93: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

που οι εμπειρίες του ήταν μηδαμινές, αν εξαιρέσεις κάποιαφορά που είχε ιδεί κρυφά πώς το έκαναν ο πατέρας με τημάνα του. Η εικόνα αυτή του είχε κάτσει στο μυαλό σανθολούρα και ερχότανε πέρα από την πρώιμη παιδική ηλι-κία, όταν όλοι κοιμότανε στρωματσάδα σε ανοιχτό χώρο.Τη μάνα και τον πατέρα του τους είχε απέναντι, στην άλ-λη άκρη της γωνιάς, όπου έβραζε μέχρι αργά ένα μαυρι-σμένο τσουκάλι και που το καπάκι ξεφυσούσε και χορο-πηδούσε από τους ατμούς. Εκείνο το χοροπήδημα τουέφερνε ύπνο, αλλά καμιά φορά και τον ξυπνούσε. Όπωςμια νύχτα, που νόμισε ότι τον ξύπνησε ο ήχος του τσου-καλιού και κάτω από τη βελέντζα είδε τι γινότανε απέναντι.Η μάνα καυγάδιζε με τον πατέρα. Φαινότανε κουρασμέ-νη και τον ικέτευε να την αφήσει ήσυχη, γιατί μόλις είχεμιλήσει με τους πεθαμένους, ενώ ο πατέρας φρέσκος καιακμαίος έβριζε τους πεθαμένους μέχρι εφτά ζωνάρια, πουδεν καθότανε στα κιβούρια τους, αλλά ερχότανε να χαλά-σουν δουλειά σ’ αυτούς που ήταν ζωντανοί ακόμα.Αργότερα, ο καυγάς έγινε πάλεμα κι αυτός, έτσι θαμπάάκουγε πότε τη μάνα να λέει «κακομοίρη, δεν χόρτασεςποτέ» και πότε τον πατέρα να ξεφυσάει σαν το μαυρισμέ-νο τσουκάλι και να βρίζει τους πεθαμένους που δεν τονάφηναν ήσυχο.

– Δεν είναι τίποτα, μην το παίρνεις κατάκαρδα, του εί-πε ο Κοσμάς, γιατί εμάς εδώ μας βοηθούν και οι διαλέξειςτου φροντιστηρίου.

Από τα κορίτσια της αυλής ο Κοσμάς έβαλε στο μάτιμια που την έλεγαν Φρίντα και κατά τη γνώμη του δεν ήτανόπως οι άλλες. Η Φρίντα, που δεν ήταν σαν τις άλλες, με-τά το τελευταίο κουδούνι, έβγαινε στα μνήματα με έναν νε-αρό ψηλό σα λέλεκα. Τα μνήματα ήταν εκεί κοντά, με αυ-λόγυρο και κυπαρίσσια και ήταν φανερό ότι ο λέλεκας την

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

93

Page 94: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πήγαινε εκεί για να το «κάνουν». Ο Κοσμάς είχε κρυφτείκάνα δυο φορές πίσω από τον αυλόγυρο, αλλά δεν ήταντυχερός να τους ιδεί. Δεν τον άφηναν και κάποια πιτσιρί-κια που έβγαζαν το κεφάλι από τα κυπαρίσσια και φώνα-ζαν στον λέλεκα «Κάνε το ρε κόπανε, γιατί μας σκότισεςτον πισινό». Γιατί, ο λέλεκας όλη την ώρα φλυαρούσε καιδεν έκανε τίποτα άλλο. Για να της δώσει να καταλάβει ότιαυτός ήταν άπαιχτος, ενώ αυτή ένα συνηθισμένο κορίτσι.

– Οι φίλες σου λένε για σένα ότι είσαι ένα χαμένο κο-ρίτσι, ενώ για μένα λένε ότι είμαι μεγάλος τσαχπίνης.

Τα πιτσιρίκια, όταν τον άκουγαν να λέει για τον εαυτότου πως ήταν τσαχπίνης, δεν άντεχαν, γι’ αυτό έβγαζαν τοκεφάλι από τα κυπαρίσσια και του φώναζαν «Κάνε το ρεκόπανε!»

Ακόμα και μετά από δυο-τρεις αποτυχημένες παρακο-λουθήσεις, ο Κοσμάς εκτιμούσε πως αυτό δεν είναι τίπο-τε σπουδαίο. Μέχρι που ήρθε ένα Σάββατο και του είπεότι «το σπίτι της θείας στη συνοικία των Τσομπάνων ήτανστη διάθεσή τους». Φυσικά, όχι για να φάνε ασουρέ, αλ-λά να μάθουν να χορεύουν ζευγαρωτά, αγόρι με κορίτσι,τον χορό που τον λέγανε foxtrot. Θα τους μάθαινε η κόρητης θείας, που θα έφερνε και μια φίλη της. Η φίλη της ήτανη Φρίντα. Όταν την γνώρισε, ο Κοσμάς τα έχασε, αλλάαποδείχτηκε γενναιόδωρος

– Χόρεψε εσύ με τη Φρίντα, και κάνε τη ό,τι θέλεις! τουείπε στ’ αυτί ο νεαρός από το Ροσκοβέτσι και του έριξε μιαβρώμικη ματιά από την οποία ο Σωκράτης ένιωσε να απει-λείται η τάξη και ηρεμία του, γιατί αντιλήφθηκε αμέσως τισήμαιναν τα λόγια «κάνε τη ό,τι θέλεις». Του ήρθε στο νουκαι μια παράγραφο από τη διάλεξη για τη συμπεριφοράτου βαρβάτου κριαριού όταν κυριευόταν από ερωτική διέ-γερση. Του εμφανίστηκε θαμπά και η εικόνα του καυγά

94

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 95: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

των γονέων του, όπου ο πατέρας έβριζε τους πεθαμένους,που δεν τον άφηναν στην ησυχία του. Του έλειπε παντε-λώς η εμπειρία με τις γυναίκες, γι’ αυτό και προσπαθούσενα μάθει περισσότερα. Της Φρίντας δεν της έλειπαν οι εμ-πειρίες. Μπήκε με βήμα ελαφίνας, κι έδωσε να καταλά-βουν ότι ένιωθε σαν στο σπίτι της. Παίνεψε το σαλόνι λέ-γοντας, «Ουά, εδώ είναι φανταστικό μέρος!», άνοιξε το εν-τοιχισμένο ραδιόφωνο, επέλεξε τη μουσική και είπε: «Τούτηείναι ό,τι πρέπει». Βρήκε ένα καθρεφτάκι, κοιτάχτηκε καιαπευθύνθηκε στη φίλη της: «Είμαι καλή;»

Ότι ήταν καλή, ο Σωκράτης Μπούμπας το είχε διαπι-στώσει με την πρώτη ματιά στην αυλή του σχολείου«Μάρτυρες του έθνους», όταν ο Κοσμάς την ξεχώρισε απότις άλλες. Την ομορφιά της, και τότε και τώρα, την έβλεπεστα πόδια της, που διακρίνονταν μέσα από το σχεδόν διά-φανο κίτρινο φουστάνι, στη λεπτή μέση της, ό,τι πρέπειγια χορό, και στους κόρφους, που ήταν σαν να αχνίζανε.Όταν έγινε ένα μαζί της, για να του μάθει fox, απόφυγε τοναχνό των κόρφων και την κοίταξε φανερά τρανταγμένοςμόνο στα μάτια. Τα μάτια της δεν ήταν γαλανά, ήταν μαύ-ρα σαν ελιά κι εκείνος ηρέμησε αμέσως, λες και το τράν-ταγμα μπορούσε να το πάθει μόνο από γαλάζια μάτια. Ηηρεμία του είχε πάει περίπατο από τα πρώτα βήματα, όχιμόνο επειδή το fox ήταν ένας μπερδεμένος χορός, αλλάεπειδή και η ίδια η Φρίντα ήταν ένα μπέρδεμα. Τα δάχτυ-λά του πιασμένα με τα δικά της, είχαν ιδρώσει, το χέρι στηλεπτή μέση της είχε μουδιάσει χωρίς λόγο, τα μάτια τουαναζητούσαν τα δικά της και η ανάσα του είχε γίνει ένα μετη δική της.

– Πρώτη φορά χορεύεις; του είπε και τον μπέρδεψε πε-ρισσότερο.

Η φωνή της ήταν σαν λιωμένη ζάχαρη, ενώ το πρόσω-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

95

Page 96: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

96

πο και τα μάτια της ήταν παγωμένα. Έναν πάγο, που εκεί-νη ήθελε να τον λιώσει σφίγγοντας όλο και πιο πολύ τονπαρτενέρ της. Η επιθυμία της Φρίντας για επαφή ήταν ολο-φάνερη και ο Σωκράτης σκέφτηκε ότι το ξεχωριστό στηΦρίντα ήταν ακριβώς η ειλικρίνεια και η αμεσότητα. Όσοπιο απροσποίητη ήταν η συμπεριφορά της, τόσο μεγαλύ-τερη ήταν η σύγχυσή του. Κι έτσι συγκεχυμένος έμοιαζεμε ένα μάτσο κουδούνια που δεν μπορούν να συντονίσουντους ήχους τους.

Από την πλήρη σύγχυση, έστω για λίγο, τον έβγαλε ηξαφνική διακοπή του φωτός και το σκοτάδι, που επιθυμούσενα είναι ατελείωτο. Ο Κοσμάς άναψε δυο μεγάλα κεριά,που τα πήρε πίσω από το ραδιόφωνο και βγήκαν με την κό-ρη της θείας, να ιδούν τι γίνεται με τα φώτα. Ο Σωκράτης μετη Φρίντα συνέχιζαν να χορεύουν στα βουβά, χωρίς μου-σική, αλλά όταν εκείνοι αργούσαν να γυρίσουν, τότε αντι-λήφθηκαν ότι ήθελαν να τους αφήσουν μόνους.

Στη μοναξιά και κάτω από το θαμπό φως των κεριών ηΦρίντα έμοιαζε με ελαφίνα, που είχε αποκοιμηθεί στην αγ-καλιά του. Τον εαυτό του, το παιδί από τα Μαύρα Χώματατον έβλεπε λιγότερο συγκεχυμένο, καθόλου νυσταγμένοκαι γεμάτο σφρίγος. Είπε στη Φρίντα:

– Χορεύεις όμορφα! και ανεπαίσθητα την τράβηξε προςτον καναπέ με τη μάλλινη βελέντζα.

– Τι κάνεις; του είπε εκείνη σκουντώντας τη νύστα απότους ώμους της, ενώ από τα βλέφαρά της άφηνε μιαν ειλι-κρίνεια και μια ζεστή άχνα.

Το άχνισμα των ματιών της μετέδιδε ζεστό κύμα στοκορμί του. Αυτό το κύμα, ο καθηγητής του φροντιστηρίουτο ονόμαζε οργασμό. Που έβαζε σε κίνηση το σπέρμα τουβαρβάτου κριαριού, που ανάγκαζε τον πατέρα να βρίζειτους πεθαμένους και ωθούσε τα παιδιά να φωνάζουν στον

Page 97: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

97

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

λέλεκα «κάνε το, ρε κόπανε!» Και που συνοδευόταν απόμια γελοία έκχυση. Τρομαγμένος μήπως γίνει γελοίος αναφηνόταν, σταμάτησε το σύρσιμο της Φρίντας προς το κα-ναπέ καθώς και το κύμα που γινότανε ολοένα και πιο καυ-τερό. Στάθηκε σαν άγριο βουνό, που οι αύρες δεν ημερεύουντην αγριάδα του. Σαν ένας αληθινός Βλάχος που γεννήθη-κε και μεγάλωσε στα πλάγια. Αλλά όταν εκείνη στριμώ-χτηκε στο στήθος του σαν ζεστή άχνα και αναζητούσε τοφιλί του, εκείνος αφέθηκε πλήρως. Κι ούτε που κατάλαβετο πώς βρέθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι στον καναπέ.

Αργότερα, για τη χαλάρωση αυτή ο Σωκράτης Μπού -μπας θα μετάνιωνε οικτρά και για μεγάλο διάστημα πά-λευε με την αίσθηση ότι δεν είναι παρά ένας άπλυτος πα-τσάς. Μέχρι τη λήξη του φροντιστηρίου δεν πήγε ξανά μετη Φρίντα. Αντιστάθηκε στα ίσια, κι εκείνο που τον έκανενα αντέξει ήταν το γεγονός ότι όσο αισθανόταν λερωμέ-νος δεν μπορούσε να τραγουδήσει όπως πριν το αγαπη-μένο του τραγούδι «Γραμμένα μάτια μου». Παρηγο ρούντανότι το συμβάν με τη Φρίντα δεν θα το μάθαιναν ποτέ στιςαχυροκαλύβες της Γορίτσας, αλλά και πάλι δεν ήταν αρ-κετό να γίνει καθαρός σαν κεχριμπάρι, όπως ήταν πριν πά-ει στο Φροντιστήριο. Η μόνη σωτηρία ήταν η αγνότητατης Κατερίνας και μια βιαστική επαφή, άμεση και αδιάν-τροπή μαζί της. Με την εμμονή του να την αγγίξει οπωσ-δήποτε ήλπιζε να μπορέσει να ξεριζώσει μια κι έξω την αί-σθηση ότι είναι άπλυτος πατσάς.

Οι πρώτες μέρες μετά την επιστροφή ήταν γεμάτες απότην εμμονή αυτή, την αδήριτη ανάγκη για εξαγνισμό καιτις ατέλειωτες περιπλανήσεις του που στόχο είχαν μια τυ-χαία συνάντηση με την Κατερίνα. Ήταν σίγουρος ότι απόστιγμή σε στιγμή θα τη συναντούσε, γι’ αυτό και μονίμωςτον έβλεπες καλοντυμένο, καλοχτενισμένο και με λου-

Page 98: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στραρισμένα παπούτσια. Το φροντιστήριο των Τιράνων,εκτός από το Πιστοποιητικό ότι πια ήταν τεχνικός τεχνη-τής γονιμοποίησης, του είχε εμφυτεύσει και μια διάθεσηγια κομψότητα, πράγμα άγνωστο ως τότε για τα παιδιάπου μεγάλωσαν στις αχυροκαλύβες,

Όλοι όσοι τον έβλεπαν εκείνες τις μέρες της περιπλά-νησης ορκίζονταν στα παιδιά τους ότι ο Σωκράτης που κί-νησε για το φροντιστήριο δεν ήταν ο Σωκράτης που γύρι-σε από το φροντιστήριο. Αυτός που πήγε φορούσε πα-πούτσια με χοντρό λάστιχο, παντελόνι σαγιάκι με τρίακουμπιά στο τέλος και ζακέτα μάλλινη με λίγο κατιφέ στογιακά και στα μανίκια, όπως ακριβώς φοριότανε οι γαμ-προί. Αυτός που επέστρεψε φορούσε παπούτσια μαύρα,γυαλιστερά και με αιχμηρή μύτη, παντελόνι με συνθετικόύφασμα, αγορασμένο στα Τίρανα, ζακέτα βελούδο με λε-πτές ριγώσεις και ρολόι με ασημένια αλυσίδα τύπουPobjeda. Στην τσέπη της ζακέτας κρατούσε και μια φιλν-τισένια χτένα με γερά δόντια, μαντίλι διπλωμένο για τονιδρώτα και φυσικά την εφημερίδα με το άρθρο του. Το όνο-μά του είχε φτάσει στη Γορίτσα πριν από τον ίδιο και, όσοιτον συνάντησαν, με εξαίρεση τον Ιωσήφ Σιόλα, διορισμέ-νος πρόσφατα αστυνόμος της περιοχής, του εξέφρασαντον ενθουσιασμό τους. Πιο χαρούμενος απ’ όλους ήταν οπατέρας του, που αν και ποτέ δεν έγινε περίεργος να μάθειτι λέει εκείνο το άρθρο, καυχιότανε μπροστά στους άλ-λους, βάζοντας το καπέλο του ακόμα πιο στραβά.

– Ο Σωκράτης μου θα γίνει μεγάλος!Οι άλλοι, όχι μόνο δεν απηύδησαν με τους κομπασμούς

του, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να παραδεχτούν πως οΣωκράτης Μπούμπας, εκτός του ότι συγκέντρωνε όλες τιςπιθανότητες να γίνει μια μέρα μεγάλος, ήταν και ένας ωραί-ος νέος, σγουρομάλλης, με ανοιχτό μυαλό και που αν δεν

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

98

Page 99: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

99

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

ήταν αρραβωνιασμένος με την Κατερίνα των Χολεβαίωνεδώ και δώδεκα χρόνια πριν, ο καθένας θα τον ήθελε γιαγαμπρό. Την απότομη αλλαγή και την περίπτωσή του ωςαξιοζήλευτου πιθανού γαμπρού, την είδαν πρώτα πρώταοι γυναίκες. Οι γυναίκες που κουτσομπολεύουν τον κό-σμο, γνέθοντας μαλλί με τη ρόκα στο ζωνάρι, οι γριές πουενώ κάνουν πως ελέγχουν τα μαλλιά των παιδιών τάχα μουγια ψείρες, δεν αφήνουν τίποτα να πέσει κάτω, οι συνομή-λικες της Κατερίνας, που έριχναν φθονερά βλέμματα πί-σω από τον φράχτη της αυλής τους.

Κατά την περιπλάνησή του στους δρομάκους ανάμε-σα στις αχυροκαλύβες, με την ελπίδα ότι μετά από κάθεβήμα θα μπορούσε να πέσει πάνω στην Κατερίνα, είχε γί-νει αντικείμενο του φθόνου τους. Την εποχή αυτή οι Βλάχοιείχαν εγκαταλείψει τα Μαύρα Χώματα και είχαν ρίξει τιςπρώτες ρίζες στους πρόποδες των δύο χαμηλών λόφων,στη βόρεια πλευρά της Γορίτσας. Τώρα είχαν μπροστά στημύτη τους τα χτισμένα με σκαλιστή πέτρα σπίτια του χω-ριού, όπως και τα απόμερα απομονωμένα των Λιάπηδων,το έμπα του κύριου δρόμου, που ήταν στρωμένος με καλν-τερίμι, τον κάμπο με τις αποθήκες του καλαμποκιού, τοεφτάχρονο σχολείο, το αρτοποιείο, το ιατρείο του ΒικτόρΣιόνη, τη θολωτή βρύση, το νεκροταφείο και την παλιά εκ-κλησία της Παναγιάς με τη μεγάλη της καμπάνα, που ότανχτυπούσε, τρανταζόταν όλη η πλαγιά στα Μαύρα Χώματα.

Τα είχαν εγκαταλείψει τα Μαύρα Χώματα για να χτί-σουν έναν μόνιμο οικισμό με πέτρες στην τοποθεσία Κιάφα,έναν λοφώδη τόπο απ’ όπου φαινότανε σαν στην παλάμητου χεριού οι αποθήκες του καλαμποκιού, αλλά δεν τουςεπέτρεψαν οι Γοριτσάρηδες να χτίσουν. Δεν άφησαν ναμπει λιθάρι στο λιθάρι (απανωτό) μέχρι που πείσανε τιςΑρχές του Νομού ότι σε περίπτωση που εκεί, στην καλύ-

Page 100: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τερη τη τοποθεσία τους, θα γινότανε η εγκατάσταση τωνΒλάχων με τις αχυροκαλύβες τους, θα ανατίναζαν τηΓορίτσα στον αέρα. Έτσι βρέθηκε μια ενδιάμεση λύση. Τοχωριό με τις αχυροκαλύβες ανεγέρθηκε στους πρόποδεςτων δύο λόφων. Ένα χωριό με δύο συνοικίες όπως και σταΜαύρα Χώματα και που συνήθως οι ντόπιοι τους αποκα-λούσαν ως «τσέτα του Μπούφου». Στο Μπούφο, τις δυοσυνοικίες τους τις χώριζε το ποτάμι, που κυλούσε από αι-ώνες κάτω από τις γέρικες ιτιές, ενώ τώρα μια λωρίδα γηςμε σκληρό χώμα, εκεί ακριβώς που ενώνονταν οι δύο λόφοι.Στην αρχή της λωρίδας ήταν το σαμαράδικο του Πάνου, οοποίος διάβαζε την εφημερίδα ανάποδα, και χρησιμοποι-ούσε τον χώρο αυτό και σαν κουρείο, αλλά ακόμα και σανκαπηλειό, για να κατεβάζουν κανένα ρακί οι χασομέρηδες.Εκεί που τελείωνε η λωρίδα, τα παιδιά των δύο συνοικιώνείχαν διευρύνει έναν τόπο που έμοιαζε με καπάκι κατσα-ρόλας, αλλά που αυτά το λέγανε γήπεδο. Οι δυο συνοικίεςδιατήρησαν τη δομή που είχαν στα Μαύρα Χώματα. Έτσι,οι Μπουμπαίοι και οι Χολεβαίοι ήταν ξανά στις δυο άκρες.Με μια μικρή διαφορά: ο λόφος στον οποίο κατοικούσαν οιΜπουμπαίοι έμοιαζε με κεφάλι κουρεμένο σύρριζα, ενώστον λόφο των Χολεβαίων υψωνόταν ένας ανεμοδείχτης,απαραίτητο εργαλείο για τον γέρο των Μισαίων, για ναμην καταλήγει σε πρόχειρα συμπεράσματα όσον αφοράτην επέλαση των κυκλώνων.

Η μεγάλη διαφορά με τα Μαύρα Χώματα ήταν ο τρόποςανέγερσης των αχυροκαλύβων. Δεν υπήρχε καμιά απ’ εκεί-νες με φούντα στην κορυφή, που μοιάζανε με μανιτάρια.Όλες είχαν το σχήμα του σπιρτόκουτου όπως εκείνες πουκατασκευάστηκαν πρώτες, ακολουθώντας το παράδειγματης Ζωίτσας των Κατσέτων. Όμοιες με τα πέτρινα σπίτιατης Γορίτσας. Ήταν με δοκάρια και σκεπές αχυρένιες, αλ-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

100

Page 101: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

101

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

λά είχαν και εσωτερικούς χώρους με σουβάδες, ξεχωριστάδωμάτια, ξύλινες πόρτες και ξύλινα κρεβάτια και έναν χώ-ρο που έμοιαζε με σαλόνι για την υποδοχή των φίλων. Κάθεσπίτι είχε αυλή περιφραγμένη με κλαδιά ή καλαμιές ηλίαν-θων, τουαλέτα στο μακρινότερο σημείο της αυλής και υπό-στεγο για τη γάστρα.

Στη ζωή των Βλάχων είχε εισβάλει τώρα το νέο, σανένας αργοπορημένος και διστακτικός διαβάτης, που πα-τούσε προσεχτικά στους άγνωστους δρόμους. Είχαν πλέ-ον σταματήσει τα ταξίδια και είχαν εγκαταλείψει τα βου-νά του Βυθκούκι. Ενταγμένοι σε ταξιαρχίες δουλειάς καιεργαζόμενοι όπως και οι Γοριτσάρηδες, μπήκαν στους νέ-ους ρυθμούς της ζωής, με πειθαρχία που επιβαλλόταν ωςμοναδική λύση. Διατηρούσαν κάποια απόσταση από τουςΓοριτσάρηδες κι έπαιρναν απ’ αυτούς μόνον εκείνα που τακρίνανε ως θετικά. Οι γριές λόγου χάριν ντύνονταν καλύ-τερα και τις Κυριακές πήγαιναν στην εκκλησία. Οι γυναί-κες, παρακινούμενες από τη Ζωίτσα των Κατσέτων, σή-κωναν κεφάλι στην εξουσία των αντρών.

Οι νυφάδες, μετά από λίγο καιρό, ζητούσαν να ξεκο-πούν από τον κορμό της οικογένειας, γιατί ήθελαν να γευ-τούν τη ζωή μόνο με τους συζύγους τους. Οι νεαρές κοπέ-λες φορούσαν κυλόττες και αντί για μάλλινα προτιμούσανφουστάνια από συνθετικό ύφασμα ραμμένα με πιέτες, πουτα έκαναν παραγγελιά στην πόλη. Οι άντρες κρατούσανμαντίλια για τον ιδρώτα και κάποιον που το παράκανε μετα μαντίλια, άρχισαν να τον αποκαλούν Μαντίλι. Οι νέοιεμφανίζονταν ολοένα και πιο συχνά στις χοροεσπερίδες,που διοργάνωνε η νεολαία της Γορίτσας, για να μάθουν ναχορεύουν fox. Οι Βλάχοι του βουνού, άρχισαν να μιμούν-ται σε πολλά πράγματα τους Γοριτσάρηδες και την ίδιαστιγμή ωθούμενοι από κάποια αρχέγονη τάση, προσπα-

Page 102: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

θούσαν να τους ξεπεράσουν. Διαδιδόταν ότι οι Βλάχοι εί-ναι διαφορετικοί από τους άλλους επειδή ήθελαν πάντανα κάνουν κάτι παραπάνω από τους άλλους. Σ’ αυτό πρω-τοπόρες ήταν οι γυναίκες. Αν οι Γοριτσάρισσες κοπέλεςέφτιαχναν τα φουστάνια τους τρεις πόντους κάτω από τογόνα, οι Βλαχοπούλες τα έφτιαχναν με δύο πόντους.Πέταξαν και τα πλουμιστά μαντίλια, κόντεψαν και τα μαλ-λιά, αποχαιρετώντας τις μακριές παραδοσιακές κοτσίδες.

Τις κοτσίδες τις είχε κόψει και η Κατερίνα την περίοδοπου αυτός συνέχιζε το φροντιστήριο στα Τίρανα. Την εί-δηση ότι η Κατερίνα δεν κρατούσε πια ούτε μαντίλι, ούτεκοτσίδες, του την έδωσαν οι ξαδέρφες του, όταν τους μά-θαινε fox με το φωνόγραφο που είχε αγοράσει στα Τίρανα.Είχαν μαζευτεί γύρω από το φωνόγραφο σαν βρεγμένεςκοτούλες την πρώτη κιόλας νύχτα που γύρισε. Τον έβλε-παν και δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε να βγάλει μελωδίεςμια τόση δα βελόνα σαν αγκάθι γκορτσιάς σε κυκλική πλά-κα. Τον τοποθέτησαν πάνω στην αναποδογυρισμένη ξύ-λινη σκάφη της μπουγάδας. Το σαλόνι που υποδέχονταντους φίλους το απάλλαξαν από τα περιττά πράγματα καιτο μετέτρεψαν σε πίστα χορού. Όταν από το αγκάθι τηςγκορτσιάς άρχισε να ρέει σαν μέλι το γνωστό τραγούδι «Τιέχεις πουλάκι μου και κλαις», πετάχτηκαν σαν ξετρελα-μένες. Έδεσαν και την πόρτα από μέσα με μια λωρίδα για ναμην μπουκάρει η γριά της οικογένειας, η Αρχοντούλα, καιαγκάλιασαν με τη σειρά τον πολύξερο ξάδερφό τους, πουτους έδινε μαθήματα fox. Φυλάγονταν από τηνΑρχοντούλα γιατί το fox το θεωρούσε κατάρα. Είχε ορκιστείότι δεν θα επιτρέψει ποτέ στις εγγονές της να χορέψουνκοιλιά με κοιλιά με οποιονδήποτε ξένο.

Ο Σωκράτης Μπούμπας ασκούσε με ιδιαίτερο ζήλο τακαθήκοντα του δάσκαλου του χορού και στο διάστημα αυ-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

102

Page 103: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

103

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

τό πληροφορήθηκε τα νέα για την Κατερίνα. Η Κατερίναδεν κράταγε μαντίλι, τα μαλλιά τα είχε κόψει και χόρευεπολύ καλά fox γιατί την είχε μάθει ο γιος του Ριζά Κέρπι,ο Δημητράκης. Αυτός που έπαιζε ντέφι στους γάμους καιπου τώρα ήταν ταξίαρχος στις αποθήκες του καλαμποκιούκαι που κανένας δεν ήξερε γιατί είχε βλάχικο όνομα. Οιξαδέρφες ήταν διστακτικές όταν λέγανε τα νέα τηςΚατερίνας, γιατί όλα αυτά, για μια κοπέλα αρραβωνια-σμένη κι από σπίτι, όπως ήταν των Χολεβαίων, ήταν αρ-κετά μεγάλο αμάρτημα. Αλλά, όταν είδαν ότι ο ξάδερφόςτους, που είχε σπουδάσει στα Τίρανα, έβαλε τα γέλια καιρώτησε αν της πήγαιναν όλα αυτά της νύφης του, απαλ-λάχτηκαν από την αγωνία.

Το ότι της πήγαιναν, το διαπίστωσε ο ίδιος όταν την εί-δε την τελευταία μέρα των περιπλανήσεων. Αφού περίμε-νε του κάκου να πέσει τυχαία πάνω της, έκρινε πως θα ήτανπροτιμότερο να κάνει έναν σύντομο περίπατο κατά τα σπί-τια των Χολεβαίων. Δεν τους είχε επισκεφτεί ποτέ από τημέρα που είχε πάει με τον πατέρα και τραγούδησε για πρώ-τη φορά μπροστά στους άντρες το τραγούδι «Γραμμέναμάτια μου». Κι ούτε θα τολμούσε να περάσει απ’ εκεί ανδεν ήταν στη μέση εκείνος ο πόνος για την Κατερίνα μαζίμε τον ασυγκράτητο πόθο να την αγγίξει. Ήταν κι αυτόένα είδος χαλάρωσης, διαφορετική από εκείνη στο σπίτιτης θείας του Κοσμά και χωρίς την αίσθηση ότι ήταν σανάπλυτος πατσάς. Εκείνο που είχε κάνει με την Φρίντα τονείχε λερώσει, ενώ εκείνο που ήθελε να κάνει με τηνΚατερίνα πίστευε ότι θα τον εξαγνίσει.

Ήταν καλός ο καιρός όταν ξεκίνησε για τον άλλο λό-φο, γι’ αυτό ούτε ανέμους είχε για να τους μετρήσει ο ανε-μοδείχτης, ούτε κυκλώνες για να τους προβλέψει ο γέροςτων Μισαίων. Ο μόνος κυκλώνας ήταν η ανυπομονησία

Page 104: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

104

του να ιδεί την Κατερίνα και μια γλυκιά ζάλη για τα κον-τά μαλλιά της, που ακόμα δεν ήξερε αν της πήγαιναν. Έτσιανυπόμονος και ζαλισμένος δεν πρόσεχε πού πατούσε καιότι τα γυαλιστερά του παπούτσια πατούσαν πάνω σε φρέ-σκες σβουνιές, ότι τα βάτα του γρατζούνιζαν το συνθετι-κό του παντελόνι, ότι κάποιο σπουργίτι τον κουτσουλού-σε στα χτενισμένα με μεράκι μαλλιά ή ότι το ρολόι του μετη ασημένια αλυσίδα τύπου Pobjeda, σκάλωνε σε κλαδιά.

Την Κατερίνα τη βρήκε στην αυλή του σπιτιού της.Ανάμεσα σε ένα σμάρι από μικρά παιδιά που έτρεχαν πί-σω από μια λαστιχένια μπάλα, με χρώμα κίτρινο και κόκ-κινο. Μαζί με τα παιδιά, πίσω από τη μπάλα έτρεχε και ηΚατερίνα. Στο σπίτι δεν υπήρχαν μεγάλοι, γιατί όσες φορέςτα πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα, εκείνοι δραπέτευαν. Από τουςμεγάλους ήταν μόνον η Κατερίνα, με κοντή φούστα, πουτης άφηνε τα πόδια ακάλυπτα, με μπαμπακερή φλογάτημπλούζα, με κόρφους που αναταράζονταν κάτω από τημπλούζα όσες φορές έστριβε να πάρει τη μπάλα, με τη μέ-ση λεπτή λες και ήταν καμωμένη επίτηδες για fox και ταμαλλιά σαν τούφα από τρεντελίνες. Που όχι μόνον της πή-γαιναν, αλλά της έδιναν τέτοια κομψότητα, που ένιωσε τοκορμί του να κυριεύεται από ένα ζεστό κύμα, σαν εκείνοπου πριν από κάμποσο καιρό τον είχε βγάλει εκτός ελέγχου,ακυβέρνητο, ενώ τώρα τον ωθούσε να περάσει χωρίς ανα-στολές την πόρτα της.

Η Κατερίνα τον είδε όταν η μπάλα, που η ίδια είχε χτυ-πήσει, πήγε ίσα στο κεφάλι του και του χάλασε τη χωρί-στρα. Γέλασε δυνατά, με μια ικανοποίηση σαν να έβγαζε τοάχτι της σε κάποιον λιμοκοντόρο της Γορίτσας, ντυμένο ευ-ρωπαϊκά, αλλά μετά σοβαρεύτηκε και έτρεξε να κρυφτεί.Εκείνος την ακολούθησε και τη βρήκε στο αχούρι, καθώςπροσπαθούσε να χαθεί πίσω από ένα σωρό με τσικρίκια.

Page 105: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Βγες απ’ εκεί, της είπε, γιατί για σένα ήρθα.– Δεν βγαίνω και αν δεν πας απ’ εκεί που ήρθες, θα σου

ρίξω κανένα τσικρίκι στο κεφάλι. – Χτύπα με αν σου βαστάει.Εκείνος έτρεξε κατά πάνω της, έσπρωξε με τα πόδια τα

τσικρίκια και άπλωσε τα χέρια να την αγγίξει. Επιτέλους,την είχε αγγίξει, έστω και με κάποιο φόβο. Μετά έδιωξετον φόβο, την άρπαξε από τη μέση και ετοιμάστηκε να τηφιλήσει, αλλά τον φρενάρισε εκείνη.

– Τι κάνεις; είπε με φωνή σβησμένη.– Θέλω να σε φιλήσω.– Πήγαινε να φιλήσεις τις αδερφές και τις ξαδέρφες

σου.Η Κατερίνα συνήλθε γρήγορα και του κατάφερε ένα

τόσο ξαφνικό χαστούκι που του άστραψαν τα μάτια.

105

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 106: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Αναζητώντας ένα όνομα

Ανηφορίζανε ταυτόχρονα στον Αυχένα της Μουζίνας, αυ-τός με ένα παλιό Zis κι εκείνοι με τα μουλάρια. Ο κρύος αέ-ρας του Οκτώβρη σφύριζε στο τζάμι του φορτηγού και οήλιος, καθώς βασίλευε, του φάνηκε σαν σκουριασμένος τε-νεκές. Τους άλλους με τα μουλάρια τους είδε μέσα από τοτζάμι και ο οδηγός τον πρόλαβε πριν καν γυρίσει το κεφά-λι του:

– Και τούτοι οι Βλάχοι, χειρότερα κι από τους τσιγ γά-νους!

Ένιωθε στενάχωρα όταν άκουγε να κακολογούν τουςΒλάχους, γιατί ήταν σαν να κορόιδευαν την οικογένειά του.Η αίσθηση αυτή για τους μόνιμους ταξιδευτές, του είχε γεν-νηθεί σαν τρυφερό βλαστάρι, τη νύχτα που του ήρθαν γιαπαρηγοριά στον τρίτο Γκεζίμ, ενώ αργότερα, μέρα με τηνημέρα το βλαστάρι μεγάλωνε και γινόταν φυντάνι. Το χώ-μα για να γίνει φυντάνι ήταν η τελευταία του απόφαση, πουγια να ωριμάσει έπρεπε να κάνει ολόκληρη διαδρομή. Είχεαποφασίσει να δώσει στον νεογέννητο γιο του, όνομαΒλάχου. Ήταν μια ιδέα που τον τρυπούσε σαν ακίδα απότην τρίτη κηδεία, όταν ο ξάδερφός του από το Κουρβελέσι,στον οποίο είχε καταλύσει ένα βράδυ νωρίτερα, του είχε πειγια τον άλλο γιο: «Δώσε του όνομα Βλάχου, γιατί αυτοί δενπεθαίνουν ποτέ!» Και μόνον η ιδέα αυτή που τον τρυπού-σε σαν ακίδα, τον έκανε να τους βλέπει ως ανθρώπους τηςοικογένειάς του. Και να στεναχωρείται όταν τους ειρω -νεύονται. Ήταν σαν να ειρωνεύονταν και τον νεογέν νητογιο του, αυτόν που θα είχε όνομα Βλάχου.

Οι μέρες που ακολούθησαν τη γέννα ήταν μέρες ανα-ζήτησης ενός ονόματος. Και της εξοικείωσης μ’ αυτό. Μετά

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

106

Page 107: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

την εμφάνιση της ιδέας και, πριν ακόμα επιλεγεί, ήρθε ησειρά της συμβίωσης. Υπό την έννοια του αν και πώς μπο-ρούν να συνυπάρξουν δυο αντίθετα πράγματα, το χρι-στιανικό όνομα με το μουσουλμανικό επώνυμο. Ήταν σανα έβαζες στο ίδιο κλουβί δυο πουλιά που καυγαδίζανε, γι’αυτό και χρειαζότανε πολλή σκέψη ώστε τα πουλιά να μηνξεπουπουλιαστούν μεταξύ τους.

Του έγιναν προτάσεις από τη Γορίτσα να αλλάξει καιτο επώνυμο, γιατί έτσι θα υπήρχε μεγαλύτερη εγγύηση γιατη ζωή του γιου του, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να τοδεχτεί. Γιατί η αλλαγή του επωνύμου τού φαινότανε ως αλ-λαγή αίματος. Το όνομα το έβλεπε ως δέρμα, ενώ το επώ-νυμο ως αίμα. Άρα, μετά από μια τέτοια αλλαγή, το αίμαθα έρεε κάτω από άλλο δέρμα. Μπορούσε να κάνει κάποιαπαραχώρηση για το λιάμπικο δέρμα, αλλά ποτέ για το αί-μα, το οποίο έπρεπε να παραμείνει δικό του. Τις θεωρούσεαπαραίτητες τις ανταλλαγές ανάμεσα στον έναν και στονάλλο, αλλά δεν δεχότανε η ζωή του ενός να θεμελιωθεί πά-νω στον θάνατο του άλλου. Ή και το αντίθετο. Του συνέ-στησαν ακόμα να επιλέξει ένα όνομα από τα πολλά τωνΓοριτσάρηδων, γιατί κι αυτοί χριστιανοί ήταν, αλλά εκεί-νος τους είπε ότι το πρόβλημά του περισσότερο από θέμαθρησκείας, ήταν θέμα ράτσας. Και προτίμησε τους νομάδεςΒλάχους γιατί του άρεσε να πιστεύει πως εκείνοι δεν πε-θαίνουν ποτέ.

Όταν το Zis έφτασε αγκομαχώντας στην κορυφή τηςΜουζίνας, τα μουλάρια των Βλάχων ήταν κάπου στη μέσητου χειμάρρου. Τους έβλεπε θολά πίσω από το τζάμι και εί-χε την εντύπωση ότι έβλεπε παμπάλαιες υπάρξεις, κατα-σκονισμένες. Και σκαλωμένες αιώνια σε βουνοπλαγιές ήκάτω από σκουριασμένους ήλιους. Απέναντι, στους λόφουςτης Σούχας τα κοπάδια γλιστρούσαν σιγά-σιγά σαν νυ-

107

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 108: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σταγμένη ομίχλη. Είχε ρωτήσει αρκετές φορές για τα ταξί-δια τους και είχε την αίσθηση ότι τους έβλεπε μονίμως κά-τω από σύννεφο σκόνης, ήξερε πότε ξεκινούσαν, που ξη-μέρωναν και που έφταναν.

Τώρα κατηφορίζανε από τα βουνά του Βυθκούκι για ναξεχειμωνιάσουν στις πλαγιές του Μπούφου. Όπως στον πη-γαιμό έτσι και στον ερχομό ακολουθούσαν την ίδια δια-δρομή και έκαναν τις ίδιες στάσεις για να διανυκτερεύσουν.Στον πηγαιμό, μετά το Μπούφο, η πρώτη στάση ήταν ηΝτόμπρα, για να συνεχίσουν μετά στην Κρανιά, στηΜουζίνα, στο Σκοταράτι, στην Πολύτσανη, στην Πρεμετή,στην Ελεούσα, στου Πιέτρη, στην Κιάφα της Γλοντιάς, στηΜπορόβα, στην Ερσέκα, στην Κιάφα του Κιάρη, στοΒυθκούκι. Παλαιότερα υπήρχε και μια διακλάδωση άλλη,που άρχιζε από την Πρεμετή και προχωρούσε προςΦράσερι, Οργκότσκα, Σαν Μίτρι, Ρουγκάγια, Μνήματα τωνΣυμπεθέρων, Στρατομπέρδα.

Τα κοπάδια ξεκινούσαν πριν από το ανθρωπολόι, αλλάέφταναν αργότερα. Σε όλη τη διαδρομή τα βουνά αχολο-γούσαν από τα κυπροκούδουνα. Ήταν παράδοση, η πορείατων κοπαδιών να συνοδεύεται από το αρμονικό ηχολόγη-μα των κυπροκούδουνων. Μπροστά οδηγούσαν οχτώ ρω-μαλέοι τράγοι, οι εφτά από τους οποίους είχαν στον τρά-χηλό τους μπρούτζινα κυπριά διαφόρων μεγεθών και μεποσοστά χρυσού στη σύνθεσή τους, ενώ ο ένας, ο πρώτοςαπ’ όλους, φορούσε και ταρακούναγε το μεγάλο κουδού-νι, που το λέγανε μπίμπα. Με τα κυπριά και τη μπίμπα αν-τιλαλούσε ο τόπος. Όπως αντιλαλούσαν και τώρα οι πλα-γιές της Σούχας.

– Σταμάτα εδώ, γιατί θα κατέβω, είπε ο Ριζά, όταν τοφορτηγό έφτασε στον επίπεδο χώρο του Αυχένα τηςΜουζίνας.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

108

Page 109: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Τι θα κάνεις εδώ, απόρησε ο οδηγός, έξω θα κοιμη-θείς;

– Όχι, θα κοιμηθώ με τους Βλάχους, έχω έναν φίλο…– Θα τη βγάλεις με τους Γύφτους;– Γιατί, τι έχουν οι Γύφτοι; είπε και κατέβηκε αποχαιρε-

τώντας τον με μισή καρδιά.Έξω τον περίμενε ο παγωμένος αέρας και κοίταξε γύρω

του να βρει κάποιο απάνεμο μέρος να προστατευτεί. Ένατέτοιο μέρος ήταν απέναντι, εκεί που το βουνό ήταν σα νατου είχαν κόψει το κεφάλι με μαχαίρι, για να υψωθούν ταυ-τόχρονα οι δύο του ώμοι. Προχώρησε προς το μέρος εκεί-νο, που έμοιαζε με κομμένο κεφάλι βουνού και με το βλέμ-μα πάντα προς τον χείμαρρο και το καραβάνι των μουλα-ριών, που πλησίαζε προς την κορυφή. Τώρα το έβλεπε απόπιο κοντά. Άκουγε το λαχάνιασμα, την ανάσα, την ψυχήμιας πορείας. Μια ψυχή που τρεμόπαιζε σαν κυπρί μέσαστον κρύο αέρα του Οκτώβρη. Ήταν ένας αχός από γρα-τζούνισμα πετάλων στην πέτρα, κλάμα πεινασμένων παι-διών, κραυγές γυναικών, βρόντημα δοχείων στα κοφίνια,εκκλήσεις και προσταγές ημιονηγών, φρούμασμα μουλα-ριών, ήχους κυπριών, γαύγισμα σκύλων και αραιά βελά-σματα. Ένας ακέφαλος ρόγχος που ανηφόριζε λαχανιά-ζοντας και σκουπίζοντας τον ιδρώτα με το σκονισμένο μαν-τίλι.

Είχε κατεβεί από το φορτηγό σχεδόν ασυναίσθητα, πα-ρακινούμενος από την ελπίδα ότι αν κοιμηθεί μια νύχτα μετους Βλάχους θα ήταν πιο εύκολα να επιλέξει το όνομα πουθα ταίριαζε στον γιο του. Και που θα απέτρεπε έναν πιθα-νό καυγά, ο οποίος μπορεί να προέκυπτε κατά τη συνύ-παρξη δύο πραγμάτων, που είχαν γεννηθεί για να είναι αν-τίθετα. Συλλογιζόταν αν ο καυγάς ανάμεσα στο όνομα καιτο επώνυμο θα μπορούσε να συγκριθεί με τον καυγά αν-

109

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 110: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

θρώπων, όταν είδε το πρώτο μουλάρι να εμφανίζεται εκείπου η Μουζίνα γίνεται αυχένας και το βουνό μένει χωρίςκεφάλι για να υψωθούν οι δύο ώμοι. Μετά το πρώτο μου-λάρι κατέφθασαν και τ’ άλλα. Φορτωμένα με πλήθος απόσυμπράγκαλα, απαραίτητα για τους ανθρώπους των βου-νών: μεγάλα σακιά με ρούχα, σκεπάσματα, σεντούκια, κο-φίνια γεμάτα με είδη κουζίνας, η γάστρα και ο σωρός απόπυροστιές με τα πόδια προς τον ουρανό, κοντάρια και μου-σαμάδες για τα αντίσκηνα, τσικρίκια, ρόκες και σανίδια τουαργαλειού, ο ασκός του τυριού, ο ασκός που τηρούνταν τοφρέσκο γάλα, οι βαρέλες του νερού, το μπρούτζινο καζάνιμε τις βαριές χειρολαβές, ο σοφράς σαν πανσέληνος με κον-τά πόδια και κούνιες, όπου οι νεαρές μητέρες κουνούσανόνειρα και μωρά. Πίσω από τα μουλάρια ακολουθούσανεοι άνθρωποι, οι οποίοι από μακριά έμοιαζαν κι αυτοί μεσυμπράγκαλα. Ή σαν σκελετοί ξεχασμένοι στις βουνο-πλαγιές. Το βουνό γινότανε πορφυρό από το ηλιοβασίλεμακαι ο Ριζά Κέρπι τον ήλιο δεν τον έβλεπε πια ως σκουρια-σμένο τενεκέ.

Από τους πρώτους που αναγνώρισε ήταν ο ΓεράσιμοςΜπούμπας: ψηλός, με το καπέλο στραβά και με πρόσωποπου είχε το χρώμα του ήλιου.

– Απόψε θα κοιμηθώ σε σας, Γεράσιμε, θα με φιλέψετε;Θέλω να δοκιμάσω πώς είναι να ξημερώνεις μια κρύα νύ-χτα σε αντίσκηνο.

– Να σε φιλέψομε δυο φορές, του είπε μεμιάς οΓεράσιμος, για φίλους όπως εσύ η πόρτα μου είναι πάνταανοιχτή.

Μια ώρα αργότερα τα ισώματα του Αυχένα της Μου -ζίνας γέμισαν από τα αντίσκηνα των Βλάχων του Μπούφου.Έτσι συνέχισαν να τους λένε οι Γοριτσάρηδες ακόμα κι ότανεκείνοι είχαν εγκαταλείψει τις πλαγιές. Επειδή τον περισ-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

110

Page 111: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σότερο χρόνο διέμεναν στο Μπούφο, το όνομα του τόπουείχε γίνει και κοινό όνομα των ανθρώπων. Μπροστά σε κά-θε αντίσκηνο άναψαν κιόλας οι φωτιές. Τα αντίσκηνα καιοι φωτιές προσδώσανε άλλη εικόνα στο τοπίο. Ήταν μενη γνωστή εικόνα της προσωρινής εγκατάστασης των νο-μάδων, αλλά έμοιαζε και ως στρατοπέδευση φαντάρων,που πρέπει να κοιμηθούν νωρίς, γιατί την άλλη μέρα τουςπεριμένει ο πόλεμος. Οι Μπουμπαίοι κατασκήνωσαν κά-τω από τα άσπρα βράχια, που στο σούρουπο μοιάζανε σαννυσταγμένες προβατίνες. Βοήθησε και ο Ριζά Κέρπι, για-τί οι άντρες ήταν λίγοι. Εκείνοι δεν μπορούσαν να εγκα-ταλείψουν τα κοπάδια, γι’ αυτό ανασήκωσαν τα μανίκια κιοι γυναίκες, οι κοπέλες και τα μικρά παιδιά. Οι μόνοι πουδεν συμμετείχαν ήταν τα μωρά στην κούνια και οι γριές,που τα κουνούσανε. Οι γυναίκες και οι κοπέλες ασχο-λούνταν με τη φωτιά, το δείπνο και την τοποθέτηση τωνσυμπράγκαλων. Αυτός, ο Γεράσιμος και μερικά παιδιάασχολήθηκαν με την ανέγερση των αντίσκηνων. Έμπηξαντις δυο κύριες φούρκες, έβαλαν πάνω τους τον καβαλάρη,έριξαν τους μουσαμάδες, τους τέντωσαν και τους έδεσανστους πασσάλους.

Ο Ριζά Κέρπι ένιωθε ωραία ανάμεσα στα παιδιά και δενέχανε καιρό να τα ρωτάει για τα ονόματά τους. Κάθε όνο-μα που άκουγε έσπευδε να το τοποθετήσει πλάι στο επώ-νυμό του, Κέρπι. Λες και ήθελε να διαπιστώσει ποιο από ταονόματα θα καυγαδίσει λιγότερο με το επώνυμό του. Ή πουθα αποδεχότανε να συμβιώσει με κάποια φωνήματα άλλουαίματος. Ο ίδιος ο καυγάς ήταν μια φιλονικία φωνημάτων,από τη συμφιλίωση ή μη των οποίων ίσως να εξαρτιόταν ημακροημέρευση της ζωής ενός ανθρώπου. Ή κάτι που θαανάγκαζε ένα παιδί, το οποίο είχε έρθει στη ζωή με προ-βλήματα, να μην φύγει, αλλά να μείνει. Όπως είχε συμβεί

111

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 112: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

και στη Γορίτσα, που ένα παιδί παρέμεινε στη ζωή επειδήτου είχαν δώσει όνομα Λιάπη, μολονότι υπήρχε η πιθανό-τητα του καυγά.

Τα ονόματα που άκουσε μέχρι εκείνη τη στιγμή ρω-τώντας τα παιδιά, του φάνηκαν ότι ήταν έτοιμα να αρπα-χτούν με το επώνυμό του. Μόνον ένα είχε μείνει ακόμα χω-ρίς να το ρωτήσει, εκείνο το κοκκινομάγουλο. Δεν πρόλα-βε, γιατί τον φώναξε ο Γεράσιμος.

– Τελειώσαμε, του είπε, τώρα κάτσε, θα πιούμε ρακή.Καθίσανε στη φωτιά, που ήταν κοντύτερα στην πόρτα

του αντίσκηνου ώστε να ζεσταίνονται οι άνθρωποι. Στηνάλλη, λίγο πιο πέρα, οι γυναίκες είχαν αρχίσει το μαγείρε-μα. Κάθισε με τις πλάτες προς το αντίσκηνο και το πρό-σωπο προς τις γυναίκες. Τις έβλεπε μέσα από τους καπνούςτης φωτιάς, που ερχότανε πιο πολύ από τα αντίσκηνα τωνΧολεβαίων, ένα σόι που το γνώριζε λιγότερο από τουςΜπουμπαίους. Οι δυο γυναίκες που μαγείρευαν είχαν μοι-ράσει τις δουλειές. Η μια έψενε το ψωμί και η άλλη την κα-θαρόπιτα. Εκείνη του ψωμιού ήταν πιο παχουλή, ενώ τηςκαθαρόπιτας ξερακιανή.

Για το ψήσιμο του ψωμιού, η παχουλή είχε διαλέξει μιαβαριά πέτρα, την καθάρισε και τη ζέστανε στη θράκα. Αφούζεστάθηκε αρκετά, τη σφούγγισε από τις στάχτες, έριξε πά-νω της δυο χούφτες καλαμποκίσιο αλεύρι, έβαλε και το προ-ζύμι, που θα γινότανε ψωμί κι ύστερα τα σκέπασε με τη βα-ριά γάστρα. Η άλλη γάστρα, της καθαρόπιτας, ήταν ελα-φρότερη από τη γάστρα του ψωμιού. Η ξερακιανή τη ζέ-σταινε στη φωτιά και με τη βοήθεια ενός μασιά με γυριστήουρά, όσες φορές έριχνε την απαραίτητη ποσότητα ζυμα-ριού την ανασήκωνε και την ξανάβαζε πάνω στο ταψί πουήταν τοποθετημένο σε ψηλή πυροστιά, λίγο πιο πέρα απότην πέτρα του ψωμιού.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

112

Page 113: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Οι αναλαμπές της φωτιάς, όσες φορές οι δύο γυναίκεςέσκυβαν να βάλουν τις γάστρες, να κοιτάξουν το ψωμί ήνα ανακατέψουν τη θράκα, αποκάλυπταν τα πόδια τους.Λίγο, δυο-τρία δάχτυλα πάνω από τον αστράγαλο, αλλάέφτανε για να αισθανθεί άβολα που έτυχε να πέσουν εκείτα μάτια του έστω και μια φορά. Τράβηξε το βλέμμα τουσαν ένοχος, το έριξε ψηλά στον ουρανό και κοίταξε ταάστρα. Είχε σκάσει το μάτι τους από τον καπνό, που προ-ερχόταν από τους Χολεβαίους. Ακόμα κι αυτή, όμως, η μο-ναδική φορά ήταν αμαρτία για τον Ριζά, γιατί θυμήθηκετους Γοριτσάρηδες. Πολλοί Λιάμπηδες δίσταζαν να τουςφιλοξενήσουν στα σπίτια τους, γιατί είχε επικρατήσει η εν-τύπωση ότι εκείνοι κοιτούσαν τις γυναίκες από τα πόδια.Πράγμα που δεν συνέβαινε με τους Βλάχους στα ΜαύραΧώματα. Στο σημείο αυτό ήταν πολύ αυστηροί. Πιο αυ-στηροί και από τους ίδιους του Λιάμπηδες. Αισθάνθηκε κα-λά που βρήκε κοινό σημείο με τους Βλάχους και όχι με τουςξενέρωτους άντρες της Γορίτσας.

– Απόψε θα φάμε καθαρόπιτα, είπε ο Γεράσιμος, πουσηκώθηκε, γιατί τον είχε ζητήσει ένα μικρό παιδί.

Το ροδομάγουλο παιδί, το οποίο δεν είχε προλάβει νατο ρωτήσει πως το λέγανε, είπε στο Γεράσιμο ότι τον περι-μένουν οι Χολεβαίοι στο αντίσκηνό τους κι ότι έπρεπε ναπάει δίχως άλλο γιατί είχε γυρίσει η νύφη τους από την επί-σκεψη στους γονείς της.

– Είμαι με φίλο, είπε ο Γεράσιμος.– Πάρε και το φίλο μαζί σου, είπε το ροδομάγουλο

παιδί. Ο δρόμος προς τους Χολεβαίους φωτιζόταν από τις φω-

τιές, τα άστρα και το φεγγάρι, που είχε φυτρώσει σαν ρο-διά στο βουνό της Λιουντζεριάς. Το φεγγάρι και το τρα-γούδι μιας γυναίκας, που άγγιζε τα άστρα, την έκαναν πιο

113

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 114: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

φιλική τη νύχτα. Και την παρακινούσαν να ανοίξει την καρ-διά της, όπως ανοίγει ένα ώριμο ρόιδο. Η ανοιχτή καρδιάτης νύχτας ανοίγει με τη σειρά της και την καρδιά των αν-θρώπων. Όπως άνοιξε η καρδιά του Γεράσιμου Μπούμπα, οοποίος χωρίς να τον ρωτήσουν, άρχισε να μιλάει για τηνπαλαιά φιλία που είχαν με τους Χολεβαίους. Οι Βλάχοι κρα-τούνταν στη ζωή επειδή ανοίγανε μονοπάτια φιλίας ο έναςπρος τον άλλο. Δεν τους πτοούσε το γεγονός ότι ήταν απο-μονωμένοι, μακριά από τις άλλες υπάρξεις του πλανήτη,γιατί τους αρκούσε η φιλία μεταξύ τους. Κι ήταν κάτι μο-νοπάτια που προχωρούσαν από γενιά σε γενιά. Δίσταζαννα γίνουν ένα με τους άλλους, επειδή βολεύονταν άνεταμέσα στις φιλίες τους. Καρπός αυτής της νοοτροπίας ήτανκι η γυναίκα που τραγουδούσε μαζί με τους άντρες. Ήξερανόλοι ότι το τραγούδι της το έχει δώσει η μέλλουσα πεθερά,μαζί με το γάλα της. Γιατί όταν ήταν μικρή, η μάνα της δενείχε γάλα και για έναν χρόνο ήπιε από το βυζί της καρδια-κής φίλης της μάνας, που ήταν παντρεμένη στο σόι τωνΧολεβαίων. Από το ένα βυζί έπινε αυτή και από το άλλο ογιος της. Με τον γιο της είχαν μεγαλώσει μαζί και παν-τρευτήκανε πριν από έναν μήνα στο βουνό. Τώρα που αφή-σανε πίσω το βουνό, μετά την ταχτοποίηση στον Μπούφο,θα στεφανώνονταν στην εκκλησία του Αγίου Θόδωρου.

– Εγώ της δίνω γάλα τώρα, εγώ θα την πάρω νύφη! είχεπει η πεθερά της, τότε.

Και την πήρε. Μια νύφη πανέμορφη όπως το τραγούδι. – Το τραγούδι, καυχιότανε η πεθερά, της το έδωσα εγώ

τότε μαζί με το γάλα.Οι Χολεβαίοι τραγουδούσαν έξω, γύρω από έναν σο-

φρά με κοντά πόδια, δυο βήματα από τη φωτιά. Ήταν μιαπαρέα άντρες, που νόμιζαν ότι είχαν βρεθεί στον ομφαλότου κόσμου κι όχι σε μια απόμερη, χαμένη γωνιά του όπως

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

114

Page 115: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ήταν ο Αυχένας της Μουζίνας. Τόσο το περισσότερο πουτα άστρα δακρύζανε από το κρύο. Τραγουδούσαν, έπιναν,μιλούσαν δυνατά όπως συνηθίζουν οι Βλάχοι και γελού-σαν. Στον άνθρωπο, σκέφτηκε ο Ριζά Κέρπι, λίγα πράγ-ματα χρειάζονται για να νιώσει ότι βρίσκεται στην καρδιάτου κόσμου: τα τραγούδια, η ρακή, λίγα ξερά κρεμμύδιακαι η φιλία.

– Εσύ δάσκαλε, κάτσε εδώ, του είπαν και τον έβαλανστην κορφή του σοφρά, ο φίλος τιμάται περισσότερο, όταντιμάει τον φίλο του.

Κάθισε σε μάλλινη βελέντζα με πυκνά κρόσσια, απαλήκαι ζεστή. Του βάλανε μπροστά ένα ποτήρι με χοντρή βά-ση και το γεμίσανε με ρακή από μια μπουκάλα με προστα-τευτικό πλέγμα από άσπρα κουμπιά. Τον ρώτησαν αν κρύω-νε ή αν πεινούσε, αν και γι’ αυτό το τελευταίο θα έπρεπε ναπεριμένει λίγο, γιατί το κρέας ήταν ακόμα στη φωτιά. Τουςείπε πως ούτε κρύωνε, ούτε πεινούσε. Και πρόσθεσε κάτιγια τους ανθρώπους που αντέχουν και το κρύο και την πεί-να. Κάτι σαν δικό του συμπέρασμα, από τη ζωή, για τις γε-μάτες από καλοσύνη καρδιές. Οι οποίες είναι σαν το ψω-μί, που δεν χορταίνει ποτέ τον άνθρωπο.

– Έτσι μαζεύεστε όσες φορές οι νυφάδες σας επιστρέ-φουν από τους γονείς τους; ρώτησε.

– Όχι, του διευκρίνισαν, μόνον την πρώτη φορά μετάαπό τον γάμο, που τις φέρνουν οι συμπέθεροι.

Γύρω από τον σοφρά κάθονταν μόνον άντρες. Οι γυ-ναίκες, διψασμένες για να ακούνε, κάθονταν ανάκατα πί-σω τους. Μετά από κάθε τραγούδι, εύχονταν στον παρτή:«Τραγούδι να’ ναι η καρδιά σου!» κι ύστερα παρότρυνανάλλον να τραγουδήσει, λες και δεν βγαίνει σε καλό αν μιακαρδιά δεν τραγουδάει. Τον φίλο δεν τον παρότρυναν, για-τί την καρδιά του την είχαν κάψει οι τρεις θάνατοι, ο ένας πί-

115

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 116: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σω από τον άλλο. Στα Μαύρα Χώματα όλοι ήξεραν ότι δεντου ζούσαν τα παιδιά. Το τραγούδισμα από τους άλλουςίσως του θεράπευε την πληγωμένη καρδιά. Ευχαρίστησεσιωπηλά τις γυναίκες για τη διακριτική τους στάση και γύ-ρισε το κεφάλι πίσω μόνο μια φορά, όταν ήρθε η νύφη, πουείχε επιστρέψει από την επίσκεψη στους γονείς της, και πουλίγο νωρίτερα, τραγούδαγε. Αυτή, που είχε πιει το τραγούδιαπό το βυζί, μαζί με το γάλα. Οι γυναίκες την υποδέχτη-καν με επευφημίες γιατί ένιωθαν πως με τη φωνή της τρα-γουδούσαν οι ίδιες. Ταυτόχρονα ήταν σαν να σημείωνανμια νίκη επί των αντρών.

Η νύφη είχε βγει από το άλλο αντίσκηνο. Φορούσε μα-κρύ φουστάνι μέχρι τα νύχια των ποδιών, που φαίνοντανσα να σέρνεται στις αιχμηρές πέτρες του Αυχένα τηςΜουζίνας. Τα μαλλιά της τα έσφιγγε ένα μαντίλι, ενώ τιςμαύρες τούφες που έπεφταν στο μέτωπό της, τις είχε πιά-σει με καρφίτσες. Η ενθουσιώδης υποδοχή την έκανε ναροδοκοκκινίσει κι ήταν σαν να αναζητούσε μια σκοτεινήγωνιά να κρυφτεί. Εκείνος είδε τη νεαρή νύφη όταν γύρισετο κεφάλι. Μάλλον βιαστικά και φευγαλέα την είδε, έτσιόπως την φώτιζε η φωτιά, πρόλαβε όμως να ιδεί ότι έσφυ-ζε από υγεία κι εκείνος θυμήθηκε το γάλα της πεθεράς. Ηνύφη κάθισε πίσω από τους άντρες. Της ανοίξανε θέση στονσοφρά, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε.

– Όχι εκεί, είπε με σβηστή φωνή, έτοιμη να καταρρεύσειαπό τη ντροπή της.

Την παρότρυναν όλοι ν’ αρχίσει, αλλά εκείνη τραγού-δησε μόνον όταν τα άστρα είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Ηγλυκιά φωνή της, σαν γελαστή, έκανε τα κορμιά να ριγή-σουν. Μέσα στο σκοτάδι δεν διακρινόταν κι ήταν σαν νατραγουδούσε η ίδια η νύχτα. Μαζί με τον φορτωμένο άστραουρανό. Τίποτα δεν κουνιότανε. Ούτε ο αέρας της μακριάς

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

116

Page 117: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νύχτας του Οκτώβρη, που γινότανε ολοένα και πιο κρύος.Όλα είχαν γίνει ένα: η σιωπή των γυναικών, ο σταθερόςβουερός ίσος και η φωνή, που είχε γίνει τόσο γλυκιά από τογάλα της πεθεράς. Ήταν ένα τραγούδι για τα άστρα:

Τ’ άστρα παν να κοιμηθούνε,καραβάνια ξεκινούνε…

Σήκωσε το βλέμμα σα να ήθελε να ιδεί τα άστρα πουαραίωναν και τότε ήταν που άκουσε μια φωνή να του λέει:

– Τραγούδα κι εσύ, Ριζά Κέρπι.Συνέχιζε να κοιτάει τα άστρα που αραιώνανε. Δεν αραί-

ωναν επειδή χάνονταν, αλλά επειδή ενώνονταν το ένα μετο άλλο. Κι έτσι ενωμένα, φώτιζαν ακόμα περισσότερο. Γιαπρώτη φορά ο Ριζά Κέρπι είδε τον εαυτό του ενωμένο άρ-ρηκτα με αυτούς που κάθονταν γύρω από τον σοφρά, τουςσυνδαιτυμόνες. Μια ένωση που εξαφάνισε ως δια μαγείαςτον καυγά όλων εκείνων των ημερών μεταξύ του βλάχικουονόματος, που έπρεπε να δώσει στον γιο του, και του επώ-νυμού του Κέρπι.

Την άλλη μέρα ξύπνησε νωρίς, γιατί κρύωσε. Του είχανπει αν ήθελε δύο βελέντζες, αλλά από τη ζεστασιά και τηγλύκα των ανθρώπων και των τραγουδιών είχε πλημμυρίσειη καρδιά του και δεν υπολόγισε σωστά την κρύα νύχτα τουΟκτώβρη. Μέσα στο αγουροξύπνημα, μαζί με το κρύο, πουγρατζούνιζε με τα παγωμένα νύχια του τους μουσαμάδεςτου αντίσκηνου, φτάσανε στο αυτί του και κάποιες τσιρι-χτές κραυγές ή σαν θρήνοι γυναικών.

– Γεράσιμε, ε Γεράσιμε, γιατί κλαίνε; Μην πέθανε κανέ-νας απόψε από το κρύο;

– Όχι, δεν πέθανε κανένας, είπε ο Γεράσιμος, που κοι-μότανε στην άλλη πλευρά του αντίσκηνου. Είναι οι φωνέςτων παιδιών που παίζουν.

117

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 118: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Τέντωσε το κεφάλι έξω από το αντίσκηνο και σαν ναμην πίστευε εκείνα που έβλεπε, είπε:

– Χαρά στο κουράγιο σας! Πράγματι, έπαιζαν τα παιδιά. Ξυπόλητα τα περισσότε-

ρα, έτρεχαν ευτυχισμένα πίσω από μια μπάλα φτιαγμένηαπό μπαλώματα και γέμιζαν τον αέρα με τις τσιριχτές φω-νές τους. Όταν πήγε κοντά τους, τα γνώρισε. Ήταν αυτάπου το περασμένο βράδυ βοηθούσανε να στηθεί το αντί-σκηνο και που τα είχε ρωτήσει ένα ένα το όνομά τους, ψά-χνοντας εκείνο το όνομα που θα καυγάδιζε λιγότερο με τοεπώνυμό του, Κέρπι. Ήταν εκεί και το ροδομάγουλο παιδί,που δεν είχε προλάβει να το ρωτήσει. Το ρώτησε τώρα:

– Πώς σε λένε;– Δημητράκη, του απάντησε το ροδομάγουλο.Ο Ριζά έβαλε το επώνυμο Κέρπι στη θέση του επώνυ-

μου Μπούμπα και άκουσε τον εαυτό του να λέει:– Δημητράκης Κέρπι…Μίλησε με φωνή σαν να ήθελε να διώξει κάθε πιθανή

σκιά υποψίας. Και διαπίστωσε ότι για πρώτη φορά όλες αυ-τές τις μέρες, το μελλοντικό όνομα του γιου του δεν καυ-γάδισε καθόλου με το επώνυμό του. Το νέο δέρμα δεν πρό-δωσε το αίμα και το αίμα αισθανόταν καλά κάτω από τοδέρμα.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

118

Page 119: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Η Κατερίνα είχε χαστουκίσει τον αρραβωνιαστικό της. Η εί-δηση διαδόθηκε ταχύτατα σε όλες τις αχυροκαλύβες. Τηνανήγγειλαν τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα στην αυλή τωνΧολεβαίων. Δυο απ’ αυτά είχαν μπει στο αχούρι να αναζη-τήσουν τη μπάλα και τότε είδαν τα χείλη του ΣωκράτηΜπούμπα έτοιμα για φιλί κι αμέσως μετά έγιναν μάρτυρεςσ’ αυτό που αργότερα όλοι το αποκάλεσαν «το χαστούκιτης Κατερίνας». Τότε, το ένα σπίτι μάθαινε αμέσως οτιδή-ποτε συνέβαινε στο παραδίπλα. Ακόμα κι ένα φτάρνισμα.Τούτο δεν οφειλόταν μόνο στις ασήμαντες αποστάσεις απόκαλύβα σε καλύβα, αλλά και λόγω συγγένειας αίματος ανά-μεσα στις οικογένειες, που αν τις έψαχνες βαθύτερα έβγαι-ναν όλοι κοντινά ή μακρινά ξαδέρφια. Οι παντρειές γίνον-ταν μεταξύ τους, τηρώντας απαρέγκλιτα ως όριο το κατώ-φλι του πρώτου ξάδερφου, του δεύτερου και ενίοτε του τρί-του. Το όριο αυτό το φρουρούσε ο φόβος μήπως από μιατέτοια παντρειά γεννηθούν τέρατα και όχι μωρά. Με εξαί-ρεση την περίπτωση του Ντερβίση της Κολόνιας, που ερω-τεύτηκε τη Σοφία των Τοναίων και μετά από ένα χρόνοπαντρειά την έσφαξε και την έθαψε στην αυλή του σπιτι-ού του, κανένας ξένος δεν είχε καταφέρει να διασπάσει το

Κεφάλαιο 4

119

Page 120: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πυκνό πλέγμα των ξαδέλφων. Οι ξένοι στέκονταν μακριάλες και νιώθανε περιττοί στα δρώμενα, στις χαρές, στις λύ-πες, στα μοιρολόγια, στα τραγούδια, στους γάμους κι ακό-μα στα κουτσομπολιά των Βλάχων. Οι Βλάχοι στέκοντανακόμα πιο μακριά, γιατί η περίπτωση του ντερβίση τηςΚολόνιας τους είχε πείσει ότι οι ξένοι δεν ήταν το γούριτους, αλλά η δυστυχία τους.

Αυτό που ονομάστηκε «χαστούκι της Κατερίνας» κα-ταχειροκροτήθηκε απ’ όλους: νέες και νέους, γυναίκες καιάντρες, γριές και γέρους, ακόμα και από τα μικρά παιδιά,που βιάζονταν να μεγαλώσουν. Προκάλεσε ακόμα και τοενδιαφέρον του πρόεδρου, του Λευτέρη, ο οποίος σε έναναπό τους λόγους του, αντί να πει «Ζήτω ο βλάχικος λαός»,αναφώνησε «Ζήτω η Κατερίνα». Δεν είχε μείνει κανείς χω-ρίς να εγκρίνει την πράξη της. Οι ίδιοι οι Μπουμπαίοι δενπροσπάθησαν να κρύψουν ούτε τη λύπη τους για τον γαμ-πρό, ούτε την περηφάνια για τη νύφη τους. Ήταν πρωτά-κουστο ο γαμπρός να φιλάει τη νύφη πριν παντρευτούν, γι’αυτό και το χαστούκισμα θεωρήθηκε το καλύτερο μάθημαγια έναν νεαρό, που είχαν πάρει τα μυαλά του αέρα, επειδήείχε ιδεί τα Τίρανα. Κι επειδή είχε βάλει στην τσέπη έναΠιστοποιητικό τεχνητής γονιμοποίησης των ζώων.Ικανοποιημένος έδειχνε κι ο μελλοντικός πεθερός, ο άν-θρωπος του τραγουδιού, του μόνιμου χαμόγελου και τουκαπέλου που το έβαζε στραβά, ο Γεράσιμος Μπούμπας.Αυτός, όχι μόνον δεν έλαβε στα σοβαρά τα λόγια του γιουτου «δεν θέλω να την ξαναδώ με τα μάτια», που τα είπεαμέσως μετά το χαστούκισμα, αλλά έτρεξε στους συμπέ-θερους να συγχαρεί την Κατερίνα. Τη φίλησε στο μέτωπο,της κρέμασε στο λαιμό μια χρυσή αλυσίδα, που την είχε γιατην ημέρα του γάμου, της άφησε στο χέρι ένα τετράγωνομπουκαλάκι λεβάντα με άρωμα δάφνης, που το είχε αγο-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

120

Page 121: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ράσει στην πόλη, όταν πήγε να βρει πέταλα για τα μουλά-ρια, και της είπε γεμάτος περηφάνια:

– Εύγε σου, νύφη μου!Οι Χολεβαίοι τον υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες,

έστρωσαν τον σοφρά να πιούνε ρακή, να τραγουδήσουνκαι να γελάσουν με τον γαμπρό που πήγε για μαλλί και γύ-ρισε κουρεμένος.

Όταν οι άλλοι γελούσανε, η Κατερίνα ήθελε να κλάψει.Κι επειδή δεν μπορούσε να κλάψει μπροστά τους, κρύφτη-κε στον χώρο του αργαλειού, πίσω από την καλύβα. Εκείμπορούσε να κλάψει όσο ήθελε. Ήταν ο ιδανικότερος κρυ-ψώνας για να κλάψει και να διαβάσει στο φως του καντηλιούτο γράμμα, που το έθαβε στο σκεύος με τα πίτυρα, ανάμε-σα στον σωρό με τα χαλασμένα τσικρίκια. Κανείς δεν ήθε-λε να ξέρει πια για πίτυρα, γι’ αυτό και ξεχάστηκε εντελώςτο παλιό σκεύος. Παρ’ όλα αυτά είχε πάρει τα μέτρα της.Το γράμμα το έχωνε πρώτα σε μια μάλλινη παντούφλα καιτην παντούφλα την έχωνε στο σκεύος με τα πίτυρα, πουήταν παραχωμένο ανάμεσα στα τσικρίκια. Όταν το έβγα-ζε να το διαβάσει, τίναζε πρώτα την παντούφλα, για να πέ-σουν τα πίτυρα.

Το είχε διαβάσει πολλές φορές, αλλά όταν έφτανε στηντελευταία λέξη, την έπαιρνε ο πόνος για την πρώτη. Καιόταν διάβαζε την πρώτη ανυπομονούσε να φτάσει στην τε-λευταία. Γιατί το μέλι και το φαρμάκι ήταν στο τέλος. Γι’ αυ-τό και ανυπομονούσε να φτάσει όσο πιο γρήγορα, χωρίς ναξέρει, όμως, αν πρέπει να γλυκαθεί από το μέλι ή να πι-κραθεί από το φαρμάκι. Όλες εκείνες τις μέρες ο νους τηςήταν στο σκεύος, να το βγάλει από τα τσικρίκια και να τι-νάξει τα πίτυρα από τη μάλλινη παντούφλα. Από το πολύτο διάβασμα το γράμμα είχε τόσο τσαλακωθεί και κηλιδω-θεί, που φοβόταν μήπως δεν μπορέσει να το διαβάσει πια.

121

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 122: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Η μεγάλη αγωνία της ήταν για την τελευταία πρόταση,γραμμένη με κεφαλαία γράμματα: «Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΚΑΤΕΡΙ-ΝΑ», και που περιείχε όλο το μέλι και όλο το φαρμάκι. Στοκάτω κάτω ας κηλιδωνόταν και ας τσαλακωνόταν όλο τοχαρτί, εκτός από την τελευταία πρόταση, αυτή έπρεπε ναπαραμείνει καθαρή.

«Σου γράφω γιατί όσες φορές είσαι κοντά μου, μου στε-ρεύουν οι λέξεις και όσες φορές σε βλέπω από μακριά, μεσυντρίβει η ομορφιά σου. Αν δεν σου γράψω, ή θα γίνω σαντον Λευτέρη Κατσέτα, τον πρόεδρό σας που τώρα βγάζειλόγους και στα παιδιά της Γορίτσας, ή θα αποχαιρετήσωτον κόσμο με το δίκαννο του πατέρα. Σε αγάπησα από τό-τε που ήσουν πέντε χρονών κι εγώ εφτά χρόνια μεγαλύτε-ρός σου κι έπαιζα το ντέφι στις αρραβώνες σου με τονΣωκράτη Μπούμπα. Όταν τελείωσε ο αρραβώνας, δάκρυ-σα και τότε κατάλαβα ότι σε αγαπώ. Όπως και αργότερα,που όσες φορές σε έβλεπα, δεν μπορούσα να συγκρατήσωτα δάκρυα. Σε έβλεπα να μεγαλώνεις για έναν άλλο καιέκλαιγα σιωπηλά επειδή δεν μεγάλωνες για μένα. Σε κάθεδάκρυ που έσταζε, έπεφτες κι εσύ. Και κάθε μέρα που περ-νούσε, γινόταν και πιο βαριά, γιατί κι εσύ μεγάλωνες κάθεμέρα. Μαζί με τα δάκρυα, έσταζαν και τα λόγια “Σε αγα-πώ, Κατερίνα”, χωρίς να ελπίζω ότι τα λόγια αυτά θα μπο-ρούσα να τα πω καμιά φορά με φωνή κι όχι σιωπηλά. Ότανήρθες για επιλογή καλαμποκιού στην ταξιαρχία μου, κα-τάλαβα ότι πρέπει να μιλήσω με φωνή. Γι’ αυτό σου γράφωτούτο το γράμμα, για να μην πω με σιωπηλή φωνή αυτό πουπάντα ήθελα να το πω δυνατά: ΣΕ ΑΓΑΠΩ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ».

Το πρώτο τσαλάκωμα του γράμματος το έκανε από τονθυμό της προς έναν ξένο, που τολμούσε να της γράψειγράμμα. Και που στο τέλος έγραφε με κεφαλαία γράμμα-τα «ΣΕ ΑΓΑΠΩ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ». Αγανάκτησε τόσο που το

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

122

Page 123: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πέταξε σαν κουρέλι πάνω στις λασπωμένες καλαμιές τουκαλαμποκιού, αλλά το ξαναπήρε αμέσως, γιατί φοβήθηκεμην το βρούνε οι συντρόφισσές της. Το έχωσε στον κόρφοκαι τσουρουφλίστηκε από την περιέργεια, να το διαβάσεικαι μια φορά. Αν όχι όλο, τουλάχιστον μόνο την τελευταίαπρόταση. Εκείνη με κεφαλαία γράμματα. Την πιο κατά-πτυστη, την πιο ξετσίπωτη και ταυτόχρονα την πιο αγα-πημένη. Και που δεν μπορούσε να βγάλει άκρη πώς είναιδυνατό να χύνει ταυτόχρονα και μέλι και δηλητήριο. Τογράμμα ο ταξίαρχος της το έδωσε σ’ έναν κλειστό φάκελο.Έτρεμε σύγκορμα και η παραγγελία του έβγαινε σαν αυ-στηρή εντολή:

– Μην το δείχνεις σε κανέναν και πήγαινε να το διαβά-σεις στη σκοτεινότερη γωνία της αποθήκης!

Η Κατερίνα, μόλις το πήρε, της ήρθαν γέλια, επειδή οπιο ισχυρός ταξίαρχος της Κρατικής Γεωργικής Επιχείρησης,της φάνηκε τόσο ανίσχυρος. Και σχεδόν αμήχανος, όπωςακριβώς τον είχε ιδεί στην τελευταία χοροεσπερίδα, στηναυλή της, που κάνανε το μεγάλος λάθος, μια κίνηση πουδεν είχε καμιά σχέση με το fox. Η Κατερίνα πήγε τελευταίαστην ταξιαρχία και ήταν η πιο τρυφερή και η πιο όμορφηαπό τις άλλες νεαρές βλαχοπούλες, που ο ΔημητράκηςΚέρπι είχε υπό τις διαταγές του. Όταν συναντήθηκαν, εκεί-νη ως η νεότερη εργάτρια κι εκείνος ως ο ισχυρότερος τα-ξίαρχος, το χέρι του έτρεμε και το πρόσωπό του ήταν τόσοωχρό λες και τον είχε δαγκώσει φίδι. Έπρεπε να περάσειαρκετός καιρός για να συνέρθει. Και να της δώσει να κα-ταλάβει ότι αυτός έκανε κουμάντο σε όλη αυτή την έκτα-ση γης με σιτηρά, τρακτέρ, ελκυστήρες, κάρα και αποθή-κες καλαμποκιού. Με τις κοπέλες της ταξιαρχίας συμπερι-φερόταν ευγενικά και φρόντιζε να μην πτοηθούν από τοαπότομο βάρος της δουλειάς που έπεσε στις πλάτες τους.

123

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 124: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Ακόμα πιο ευαίσθητος ήταν με τις βλαχοπούλες των αχυ-ροκαλύβων που ήξεραν να γνέσουν το μαλλί στη ρόκα, ναπλύνουν ρούχα στο ποτάμι, αλλά δεν είχαν ιδέα από όρ-γωμα, θέρο ή ξεφλούδισμα καλαμποκιού. Μια απ’ αυτέςήταν κι η Κατερίνα, για την οποία όχι μόνο ήταν έτοιμοςνα δείξει ξεχωριστό ενδιαφέρον από την αρχή, αλλά και νατης πει κάτι που δεν το είχε πει μέχρι τότε σε καμιά άλλη:

– Εσύ, όσο θα είμαι εγώ ταξίαρχος δεν θα αγγίξεις τί-ποτα με τα χέρια.

– Γιατί; ρώτησε εκείνη και τον κοίταξε σάμπως ήθελε ναβρει πού τον είχε δαγκώσει το φίδι.

– Γιατί είσαι μικρή και πρέπει να μεγαλώσεις.Την ξεχώριζε από τις συντρόφισσες, της έδινε ελαφρές

δουλειές, την έστελνε για νερό, την έβαζε να συμπληρώσειτα μισθολόγια, να ανάψει τη φωτιά για να στεγνώσουν ταρούχα τους όσες είχαν βραχεί, να καθαρίζει τα δάπεδα τωναποθηκών, να ξεφλουδίζει και να ξεχωρίζει τα καλά από τασκουληκιασμένα αστάχια. Μια μέρα ξεσήκωσε τον κόσμοόλο, γιατί, λέει, της είχε γίνει στην παλάμη μια ροζ φου-σκάλα. Της έπιασε το χέρι με φανερό τρέμουλο και πόνοκαι της έδειξε με υπέρμετρο ζήλο ότι έπρεπε να την πλύνειμε ορό, ή να βάλει πάνω της φρέσκο ανθότυρο και πίτυρα.

Ήταν η δεύτερη φορά που της έπιανε το χέρι, από τότεπου ωχρός σαν να τον είχε δαγκώσει φίδι, την καλωσόρισεστην ταξιαρχία. Μετά από λίγες μέρες, όταν της έδωσε τογράμμα, με ρητή παραγγελία να το διαβάσει στην πιο σκο-τεινή γωνία της αποθήκης, δεν το θυμήθηκε καθόλου τοχέρι της. Ήταν τόσο αγχωμένος και σαστισμένος, που ηΚατερίνα θυμήθηκε την τελευταία χοροεσπερίδα, με τοασυγχώρητο λάθος, τη στιγμή που μπερδεύτηκαν τα δά-χτυλά τους και ήταν έτοιμη να γελάσει. Μόνο που λίγα λε-πτά αργότερα, αφού το διάβασε και το πέταξε τσαλακω-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

124

Page 125: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

μένο στις λασπωμένες καλαμιές του καλαμποκιού, αλλάπου το πήρε ξανά για να μην το βρουν οι συντρόφισσές της,η διάθεσή της να γελάσει, είχε κάνει φτερά. Για να γίνει βρο-χή από δάκρυα το ίδιο απόγευμα, που μπήκε στο αχούρι νατο διαβάσει υποτίθεται για τελευταία φορά και που ορκί-στηκε να μην πατήσει πια στην ταξιαρχία. Έκλαιγε γιατίτην αγαπούσε ένας ξένος. Την ίδια στιγμή ένιωθε και γλύ-κα και πίκρα όταν διάβαζε την τελευταία πρόταση με τακεφαλαία γράμματα: «ΣΕ ΑΓΑΠΩ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ».

Ήταν τα πρώτα δάκρυα, μετά από τα οποία η ΚατερίναΧολέβα κατάλαβε ότι είχε μεγαλώσει. Και τελείωσε η παι-δική της ηλικία. Μια παράξενη παιδική ηλικία, που είχεκρατήσει πολύ, τόσο που έγινε γυναίκα χωρίς να είναι κο-ρίτσι και έγινε νύφη χωρίς να καμαρώσει. Ανάμεσα στη νύ-φη και το κορίτσι τριγύριζε η παιδική της ηλικία σαν έναανεξήγητο γέλιο, ανάμεσα στα άλλα γέλια, που δεν ήθελαννα καταλάβουν. Ανεξήγητο, αλλά ευτυχισμένο, επειδή όλοιτην αγαπούσαν πολύ, τόσο που κι όταν μεγάλωσε δεν πέ-ρασε ποτέ από το νου της να αγαπήσει κι αυτή άλλους. Ενώτώρα που είχε λάβει ένα ερωτικό γράμμα και είχε ανοίξειένα μονοπάτι για να αγαπήσει η ίδια, έκλαψε επειδή είχεμεγαλώσει. Κι επειδή ποτέ πια δεν θα γελούσε η παιδικήτης ηλικία.

Η πρώτη σκέψη ότι αυτή δεν ήταν όπως τα άλλαπαιδιά γεννήθηκε μέσα της την ημέρα που η μεγάλη τηςαδερφή της είπε στη βρύση για τον Σωκράτη Μπούμπα«Μην πας εκεί, γιατί είναι ο άντρας σου». Τότε η Κατερίναήταν μια μικρή ομορφιά που μάκραινε τις κοτσίδες της μεπλεξούδες μαλλιού. Και η χαϊδεμένη όλων. Που δεν κατα-λάβαινε τι σήμαινε να έχεις άντρα, αλλά καταλάβαινε τισήμαινε να σου απαγορεύουν κάτι. Στην απαγόρευση αν-τέδρασε με κινήσεις που δεν μπορούσε να τις εξηγήσει, ενώ

125

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 126: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

οι μεγάλοι μπόρεσαν να δώσουν μια κάποια εξήγηση μετάαπό πολύ χρόνο. Τότε ξαφνικά είχε αρχίσει να χαστουκίζειτους μεγάλους για ασήμαντη αφορμή. Προσπαθούσε νααρρωστήσει λερώνοντας το ψωμί στο δάπεδο, ή τρώγον-τας διάφορα έντομα. Έπαιρνε με τις πέτρες όσους της έλε-γαν πως είναι νύφη του Σωκράτη, έφτιαξε μια νύφη απόμπαλώματα με κάρβουνα στη θέση των ματιών και ζυμάριγια μύτη και δεν την αποχωριζόταν όλη την ημέρα. Το βρά-δυ την αποκοίμιζε με το τραγούδι που αποκοιμίζανε και τηνίδια, όταν ήταν μωρό:

Νύφη μου κρυφό καμάριθα ’ρθει ο άντρας να σε πάρει.

Η Κατερίνα έλεγε μεγαλοφώνως και με πεποίθηση «Εγώείμαι μεγάλη» ή «Εγώ είμαι όμορφη». Και έβαζε μπαλώμα-τα στα στήθη της να δείχνει σαν oι μεγάλες γυναίκες.Αντίθετα από τις συνομήλικες, βιαζόταν να μεγαλώσει καιήταν πεπεισμένη ότι τούτο θα μπορούσε να συμβεί αν θασυντροφεύεται με μεγάλες. Ξεχώρισε προπαντός τις νεα-ρότερες και ομορφότερες νυφάδες μέσα στο σόι και τις μι-μούνταν με ακρίβεια. Καμάρωνε ώρες ολόκληρες με τα χέ-ρια σταυρωμένα στην κοιλιά της. Έπαιρνε το σπίρτο καιάναβε το τσιγάρο των αντρών. Φιλούσε το χέρι των γριών.Αποκοίμιζε τα μωρά και καμιά φορά τα φοβέριζε όπως κιεκείνες: «Κλείστε το έρημο, που να σας παραχώσω!»Ζέσταινε νερό και έπλενε τα πόδια του πατέρα όταν γύρι-ζε από τη στάνη. Έλεγχε τις αδελφές της μήπως πιάσανεψείρες και έτριβε τα μαλλιά τους με νερό αντί για φάρμακο.Έβαζε μπρος τον αργαλειό και αν δεν προλάβαιναν να τονσταματήσουν θα μετατρεπόταν σε κουβάρι από λωρίδεςκαι τσικρίκια. Έπιανε προζύμι στο σκεύος που αργότερα θαέκρυβε το γράμμα του Δημητράκη Κέρπι. Έγνεθε μαλλί και

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

126

Page 127: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στη ζώνη της έβαζε για ρόκα μια βέργα κουτσουπιάς.Ζαλωνότανε ξύλα, ρίχνοντας στη ράχη της μόνο την τρι-χιά. Χτένιζε τα μαλλιά με τα δάχτυλα και τα έπιανε με καρ-φίτσες, άλειφε τα φρύδια με φως πυγολαμπίδας, κοιταζό-τανε αρκετά στον καθρέφτη του νιφτήρα, έψαχνε στα σεν-τούκια για αλυσίδες, γιορντάνια και λωρίδες κεντημένες μεπολύχρωμα κουμπιά. Όλες οι κινήσεις των μεγάλων ήτανγι’ αυτή παιχνίδια και ο καλύτερος τρόπος να μεγαλώσειόσο πιο γρήγορα.

Ένα τέτοιο παιχνίδι ήταν και τα γλέντια στο σπίτι της,όταν οι Μπουμπαίοι συμπεριφέρονταν μαζί της σα να ήτανμεγάλη νύφη. Η ίδια αγωνιούσε το πότε θα την πάρουν κιαυτή στον χορό. Να ανέμιζε το μαντίλι και να στριφογύρι-ζε όλο χάρη και νάζι τη μέση της. Στις περιπτώσεις αυτέςτη φορούσανε σα μικρή νυφούλα με όλα τα στολίδια. Σταπρώτα χρόνια θα μπορούσε να λείψει και κάτι από τη στο-λή της, αλλά αργότερα τα ζητούσε όλα με το νι και με τοσίγμα. Φουστάνι κατιφέ με λεπτές ριγώσεις, ατλάζι κόκκι-νο, τα στολίδια του στήθους, ζώνη πλατιά σαν λωρίδα μου-λαριού, λεβάντα στα μαλλιά, που αργότερα της την έφερ-νε ο πεθερός της, ο Γεράσιμος Μπούμπας και που άδειαζετο μπουκαλάκι την ίδια μέρα ρίχνοντας λεβάντα σε μικρέςκαι μεγάλες, λέγοντας «μου την έφερε ο πεθερός μου».Γελούσε πολύ, αλλά μέχρι την ημέρα που πάτησε τα δε-καεφτά της. Εκείνη την ημέρα καθώς γύριζε απ’ εδώ κι απ’εκεί με τη λεβάντα στο χέρι, λέγοντας «μου την έφερε ο πε-θερός», για πρώτη φορά σκέφτηκε στα σοβαρά τονΣωκράτη Μπούμπα, όταν άκουσε κάποια να λέει ειρωνικά:«Τη λεβάντα έπρεπε να της τη φέρει ο άντρας της».

Για τον άντρα της, εκτός από εκείνη την ημέρα στη βρύ-ση που ρώτησε τα παιδιά «ποιος είναι ο ΣωκράτηςΜπούμπας», φανερά δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον, αν

127

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 128: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

και με τη φαντασία της τον έβλεπε ως ένα ομιχλώδες πράγ-μα, στο οποίο ήταν δεμένη κι ότι αν προσπαθούσε να λυ-θεί, θα πέθαινε από πούντα. Η πούντα πια ήταν υπό εξα-φάνιση, αλλά είχε βρει καταφύγιο ανάμεσα στους Βλάχουςτου βουνού και είχε απειλήσει τη ζωή της Κατερίνας ότανήταν πέντε ετών. Από την πούντα και τον σίγουρο θάνατοείχε σωθεί μόνον επειδή αρραβωνιάστηκε με τον ΣωκράτηΜπούμπα. Τούτο της το λέγανε συχνά-πυκνά, αλλά όσεςφορές την αποκαλούσαν «νύφη του Σωκράτη», αντιδρού-σε και ορκιζόταν πως θα τον χαλάσει τον αρραβώνα. Ότανεπέμενε στο χωρισμό, οι μεγάλοι στο σόι της πικραίνοντανκαι ηρεμούσαν μόνον όταν εκείνη έκανε πίσω. Η Κατερίναείχε μεγαλώσει ανάμεσα στον φόβο από την πούντα καιστη χαρά, στην οποία συμμετείχαν όλοι εκτός από τονΣωκράτη. Την απουσία του την διαπίστωσε όταν της είπανμε ειρωνικό τόνο ότι τη λεβάντα «έπρεπε να της τη φέρειο άντρας». Κι αν μέχρι τότε ήταν μια ομίχλη, τώρα ήταν μιααπουσία. Ήταν ένα όνειρο που το βλέπεις συχνά, αλλά πο-τέ δεν σε μαγεύει και χάνεται γρήγορα.

Τη σκέψη ότι όντας αρραβωνιασμένη δεν είχε δικαίω-μα ούτε στην προσμονή, ούτε στο όνειρο, την έβρισκε μοι-ραία. Μέσα της, επειδή υπήρχε ο άντρας, σκοτώθηκε τοόνειρο της προσμονής του παλικαριού, που είναι το ομορ-φότερο και μεγαλύτερο όνειρο για κάθε ελεύθερη βλαχο-πούλα. Η Κατερίνα ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να αγγίξει τιςφτερούγες αυτού του θαύματος, που είχε και άλλη μορφή,συγκεκριμένη και δεν ήταν μόνο ονειροπόληση.

Με τη ζωντανή μορφή του θαύματος ίσως να ήρθε σεεπαφή κατά την τελευταία χοροεσπερίδα στην αυλή της,όταν ο αρραβωνιαστικός της ήταν ακόμα στα Τίρανα, στοφροντιστήριο για την τεχνητή γονιμοποίηση των ζώων. Καιπου η ίδια έκανε το μεγάλο και ανεπανόρθωτο λάθος, πα-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

128

Page 129: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ραβιάζοντας κατάφωρα τους στοιχειώδεις κανόνες του fox.Είχε συμβεί ένα Σαββατόβραδο, όταν τα μάτια όλων, απόκάποιες εβδομάδες πριν, είχαν στραφεί στην αυλή της. Τηθεώρησαν ως την καταλληλότερη για κοινά γλέντια, πουμόλις είχαν αρχίσει, αλλά που γρήγορα μετατράπηκε σε«αίθουσα» χοροεσπερίδας και που οι νέοι και οι νέες ξεχύ-νονταν με μανία στο fox.

Μέχρι τότε η καταλληλότερη αυλή για λαϊκά γλέντια,που αρχίσανε μετά την εγκατάσταση κοντά στη Γορίτσα,ήταν εκείνη των Μπουμπαίων. Διαδόθηκε τότε ότι με κυ-βερνητική εντολή ο λαός πρέπει να διασκεδάζει οργανω-μένα. Και να χαρεί, αφού δεν υπήρχε λόγος για πίκρες καικατήφειες. Ήταν η πιο εντυπωσιακή εντολή, μετά από εκεί-νη της κρατικοποίησης των περιουσιών. Έφτασε πρώτα στηΓορίτσα και απ’ εκεί στους Βλάχους, που εντυπωσιάστηκανγιατί ήταν σαν ένας γάμος, που τον έκανε η Κυβέρνηση καιπου θα μπορούσαν να διασκεδάσουν όλοι, γέροι και γριές,άντρες και γυναίκες, νέοι και νέες, γνωστικοί και αλλο-παρμένοι. Πράγματι, ήταν ένας γάμος που μπορούσαν ναπάνε σύσσωμα, και μάλιστα χωρίς κάλεσμα. Ένας γάμοςόλων και ταυτόχρονα κανενός.

Στις αρχές τη μάζωξη αυτή την είπανε γλέντι και αργό-τερα χοροεσπερίδα. Όπως και να την είπανε, για τουςΒλάχους όλων των ηλικιών ήταν χαρά, γιατί μπορούσαν νασυναχτούν και να διασκεδάσουν. Τίποτα δεν έλειπε, ούτεη όρεξη των ανθρώπων, ούτε η ορχήστρα του Φερίκ, αν καιτο ντέφι, που έπαιζε ο Δημητράκης του Κέρπι είχε αντικα-τασταθεί πια με τύμπανο, που από πάνω είχε κάτι σαν κα-πάκι κατσαρόλας. Εκτός από τον κατάλληλο χώρο. Στηναρχή είπαν για την αυλή των Μπουμπαίων, οι οποίοι είχανκαι μια σχετική εμπειρία σε τέτοια από τα Μαύρα Χώματα.Ήταν ευρύχωρη και στο κέντρο του οικισμού, αλλά εκείνο

129

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 130: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

που συνηγόρησε περισσότερο ήταν το ίδιο το σόι τωνΜπουμπαίων. Με όμορφες γυναίκες, εμφανίσιμους άντρες,του χορού και του τραγουδιού. Οι Μπουμπαίοι άνοιξαν τηναυλή τους και την καρδιά τους και τα γλέντια, που πριν ορ-γανώνονταν μια φορά το μήνα, τώρα είχαν αρχίσει να γί-νονται κάθε εβδομάδα. Όλοι ήταν έτοιμοι για χορό. Ακόμακαι τα παιδιά με τον Λευτέρη Κατσέτα, τον αλλοπαρμένοπρόεδρο, δεν άφηναν Σαββατόβραδο χωρίς να κατέβουνστην αυλή των Μπουμπαίων. Δεν έμπαιναν στον χορό μό-νον οι γέροι κι οι γριές, που περιορίζονταν στο σεργιάνι,αλλά και τα μωρά στην κούνια. Οι χοροί ήταν λαϊκοί:Πωγωνίσιος, Μανουσάκια, Κωσταντάκης, Πατιούσκα, Σανροβολάς απ’ τη Μοσχόπολη, Κάτω από τα λιόδεντρα, κλπ.Στο τέλος το ρεπερτόριο εμπλουτιζόταν και με έναν νέο χο-ρό, που οι νέοι και οι νέες χορεύανε ζευγαρωτά, κοιλιά μεκοιλιά και όλο το βάρος της ορχήστρας έπεφτε στο τύμ-πανο που είχε από πάνω κάτι σαν καπάκι κατσαρόλας. Αυτόπου εκτόπιζε ολοένα και πιο πολύ το ντέφι του ΔημητράκηΚέρπι.

Τον πρώτο χορό στην αυλή των Μπουμπαίων, για σε-βασμό προς τους συγκεντρωμένους, τον έσυρε η γεροντό-τερη σε όλο το σόι, η Αρχοντούλα. Ήταν χορός κομψός καιδύσκολος, που μόνον λίγα άτομα τόλμησαν να μπουν. ΗΑρχοντούλα είπε ότι τον ήξερε από τότε που ήταν κοπέλαστο Δελβινάκι και ότι ήθελε να τον αφήσει πίσω μια και δενείχε τίποτα το ομορφότερο να αφήσει στους επόμενους.Χόρευε κι είχε την εικόνα συλλογισμένου αετού και τα μαύ-ρα ρούχα της κουνιόντανε στο σώμα σαν αμανάτια. Οι άλ-λοι δυσκολεύτηκαν να την ακολουθήσουν. Ακόμα κι οΦερίκ, που είχε βάλει την καρδιά του στο στόμιο του κλα-ρίνου κι ο Δημητράκης Κέρπι που είχε γδάρει τα δάχτυλάτου στο ντέφι. Το όνομα του χορού δεν το ήξεραν και ίσως

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

130

Page 131: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

γι’ αυτό τον ονομάσανε «Χορός της Αρχοντούλας». Μετάτον χορό, η γριά των Μπουμπαίων, είπε:

– Οι γέροι έχουν άλλη δουλειά, ετοιμάζουν την προίκατου θανάτου, δεν έχουν θέση στις χαρές των νέων.

Ίσως να κρατούσαν πολύ τα χαρούμενα γλέντια στηναυλή των Μπουμπαίων, αν δεν είχε αρχίσει μια κάποια φθο-ρά και να μετατρέπονται από γλέντια κοινά σε γλέντια τωννέων, που χορεύανε κοιλιά με κοιλιά. Ακόμα και η ονομασίατους είχε αλλάξει. Από κοινά γλέντια, λέγονταν πια χορο-εσπερίδες. Πριν, όλο και καλούσαν κανένα γέρο να ρίξειχορό, αλλά τώρα ακουγόταν από την αρχή ότι «τη σειράτην έχουν οι νέοι» ή «τη σειρά την έχουν οι νέες». Ήταν έναείδος σύγκρουσης «γενεών», όπου η γενιά των παρήλικωνήταν χαμένη από πρώτο χέρι. Το χειρότερο ήταν άλλο, ηεγκατάλειψη των παραδοσιακών χορών και η προτίμησητου νέου χορού, όπου ένας νέος και μια νέα κολλούσαν κοι-λιά με κοιλιά χωρίς να’ ναι ούτε ξαδέρφια, ούτε γνωστοί.Που ήταν ξένοι. Όσο γλυκό ήταν αυτό το κώλυμα για τουςνέους, τόσο πικρό ήταν για την Αρχοντούλα. Γι’ αυτό καιαπό fox, που το λέγανε οι άλλοι, του έδωσε το όνομα «τοδικό μου και το δικό σου». Τούτο ήταν αρκετό να πάρει μιαμέρα το μασά που ανακάτευε τη θράκα και να τον πετάξειπάνω στο μεγάλο τύμπανο.

Από τότε η αυλή των Μπουμπαίων εγκαταλείφθηκε καικέρδισε πόντους η αυλή των Χολεβαίων, γιατί η γριά τωνΧολεβαίων, η Παρασκευή, που ήταν καρδιακές φίλες με τηνΑρχοντούλα, δεν είχε την ίδια άποψη για τον χορό των νέ-ων.

– Ας χορέψουν οι νέοι, είπε, όταν τη ρώτησαν για τηναυλή της, το κακό δεν έρχεται από τον χορό.

Τις πιο εγκάρδιες ευχές για τη γενναιοδωρία αυτή ηΠαρασκευή των Χολεβαίων τις πήρε από την πιο χαϊδεμέ-

131

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 132: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νη της εγγονή, την Κατερίνα. Της είχε αρέσει τόσο πολύ οχορός κοιλιά με κοιλιά που όταν άκουσε τη γιαγιά της ναδέχεται, της ρίχτηκε στο λαιμό:

– Τέτοια γιαγιά δεν έχει άλλος στον κόσμο, της είπε.Δεν πέρασε πολύς καιρός και από μαθήτρια του fox, η

Κατερίνα έγινε δασκάλα. Στις αρχές έμαθε από τα ξαδέρ-φια της, που κάτι ήξεραν για τα βήματα του νέου χορού,γιατί πήγαιναν στις χοροεσπερίδες των νέων της Γορίτσας.Αυτή, όμως, ένα της έλεγαν, δύο καταλάβαινε, γι’ αυτό καιτους ξεπέρασε. Τόσο καλή χορεύτρια έγινε, που οι νέοι τσα-κίζονταν ποιος να την πρωτοπάρει. Στριφογύριζε σαν πε-ταλούδα και πάντα θα τον εμπλούτιζε τον νέο χορό με κά-τι νέο, τον χορό που ήταν σα να ανακαλύφτηκε για να έβλε-παν οι άλλοι πόσο όμορφα χόρευε η Κατερίνα, πόσο γρή-γορα μεγάλωσε και πόσο όμορφη είχε γίνει. Η ίδια δεν σκο-τιζόταν καθόλου να δείξει στους άλλους πόσο γρήγορα με-γάλωσε και πόσο όμορφη είχε γίνει. Η μόνη της επιθυμίαήταν να δείξει πόσο πολύ της άρεσε το fox. Είχε αρχίσει ναμαθαίνει τα ξαδέρφια που ήξεραν λίγα και τις ξαδέρφες πουδεν γνώριζαν τίποτα. Το πώς ρίχνανε τα βήματα με τον ρυθ-μό του μεγάλου τύμπανου, πώς ενώνονταν οι παλάμες, πώςτο άλλο χέρι στηριζόταν στην πλάτη του νέου, και του νέ-ου στη μέση της νέας, πόση απόσταση έπρεπε να διατηρή-σουν μεταξύ τους ώστε η κοιλιά να μην αγγίζει την κοιλιά.Η Κατερίνα γελούσε τόσο πολύ την ώρα που χόρευε, πουμάθαινε τους άλλους, ή όταν πλησίαζε και απομάκρυνε τηνκοιλιά, που μια φορά λιποθύμησε και όλοι τρόμαξαν μηντης συμβεί εκείνο από το οποίο γλίτωσε όταν ήταν πέντεχρονών. Όλοι γνωρίζανε την ιστορία της και όσες φορές ηΚατερίνα εμφάνιζε κάποιο πρόβλημα, στο νου τους ερχό-τανε ξανά ο παλιός εφιάλτης. Ανησυχούσαν πολύ λες καιθα της κοβότανε το νήμα της ζωής, αν και ήταν δεμένο σφι-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

132

Page 133: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

χτά στα χέρια του αρραβωνιαστικού από κούνια, τουΣωκράτη Μπούμπα. Όπως ανησυχήσανε και τώρα, που λι-ποθύμησε καθώς τους μάθαινε fox, γι’ αυτό και μόλις συ-νήλθε, κρίνανε εύλογο να της υπενθυμίσουν πως ο θάνα-τος μπορεί να έρθει και από το γέλιο.

– Μη γελάς πολύ, της είπαν, αν δεν θέλεις να πεθάνειςσε καμιά χοροεσπερίδα.

Αυτή δεν τους άκουσε και γελούσε ακόμα περισσότερο.Μέχρι που ήρθε η στιγμή και το γέλιο της κόπηκε σαν μεμαχαίρι, την ώρα που ένας ξένος διέσχισε με μια ανάσα τοπλήθος των ξαδέλφων και των γνωστών, της βγήκε μπρο-στά και της είπε:

– Κατερίνα, μπορούμε να χορέψουμε;Έγινε παπαρούνα στο πρόσωπο και τα ’χασε τόσο πο-

λύ, επειδή έπρεπε να χορέψει με έναν ξένο. Μαζί με το γέ-λιο, που της κόπηκε σαν με μαχαίρι, της έμεινε και το στό-μα μισάνοιχτο σαν του καναρινιού που περιμένει να το ταΐ-σουν. Έκλεισε το στόμα και ετοιμάστηκε να το σκάσει, λέ-γοντάς του «βρες καμιά άλλη» ή «τελείωσαν τα κορίτσια,που ήρθες σε μένα;», αλλά εκείνος την κοίταζε με τόση λα-τρεία και έμοιαζε τόσο σαστισμένος, που λυπήθηκε γιατίνα μην είναι κάποιος από τους γνωστούς Βλάχους ή απότα ξαδέλφια της. Τόσο το περισσότερο, που έδειχνε ευγε-νικός και την παρακαλούσε για ένα fox. Με τους Βλάχους,τους γνωστούς ή τα ξαδέλφια δεν έτυχε να της συμβεί κά-τι τέτοιο, γιατί αυτοί ή την παίρνανε χωρίς να τη ρωτήσουνή της φωνάζανε από δέκα μέτρα μακριά «Κατερίνα, έλαεδώ».

Αισθάνθηκε πως δεν μπορούσε να του αρνηθεί. Άφησετα χέρια της να πέσουν σαν να έλεγε «τι με βρήκε εμένα μετούτον» και παραδόθηκε. Κι ούτε κατάλαβε πώς μπήκε στοστήθος του, πώς του παρέδωσε τη μέση της και πώς έσμιξε

133

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 134: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

την παλάμη της με τη δική του. Ούτε και πώς μπόρεσε νακάνει τόσο μεγάλο λάθος, το οποίο το αντιλήφθηκε μόνονόταν τελείωσε ο χορός. Αν και ήξερε καλά τους κανόνεςτου fox και ότι έπρεπε να παραμένει όσο πιο ψύχραιμη μετους ξένους. Κι ας ήταν ο πιο γνωστός ανάμεσά τους, όπωςο Δημητράκης Κέρπι. Τον γνωρίζανε όλοι οι Βλάχοι τουαχυρένιου οικισμού, γιατί από μικρός έπαιζε ντέφι στουςγάμους, είχε όνομα Βλάχου και τελευταία είχε διοριστεί τα-ξίαρχος στην ταξιαρχία του καλαμποκιού. Παρ’ όλα αυτά,επειδή δεν ήταν Βλάχος, ήταν κι αυτός όπως όλοι οι άλλοι,ξένος.

Οι ξένοι, πιο πολύ τα νέα παιδιά από τη Γορίτσα, απόπεριέργεια που και οι Βλάχοι είχαν γίνει φανατικοί οπαδοίτου fox, έβγαιναν πιο ταχτικά στον αχυρένιο οικισμό.Συνήθως παρέμεναν πέρα από τον φράχτη της αυλής καιδεν τολμούσαν να τον περάσουν και να ζητήσουν κάποιοκορίτσι να χορέψουν. Όχι ότι δεν τους άρεσε, αλλά φο-βόντανε μήπως οι βλαχοπούλες τους απορρίψουν και μεί-νουν με το στόμα ανοιχτό. Ήταν σαν αγριόγιδες που ότανσυναντιόντουσαν στον δρόμο, στη θολωτή βρύση, στο αρ-τοποιείο, μπροστά στην εκκλησία της Παναγιάς ή στο ρα-φτάδικο, ροδοκοκκίνιζαν σαν νυφάδες που μόλις είχαν χά-σει την παρθενιά τους. Όπως κάποτε και οι κοπέλες του χω-ριού τους.

Τη συμπεριφορά αυτή οι παρήλικες Γοριτσάρηδες τηνείδανε με συμπάθεια, ενώ κάποιοι αρχίσανε να λένε πως οιΒλαχοπούλες είναι ιδανικές νύφες, όμορφες και νοικοκυ-ρές, ντροπαλές και παρθένες. Δεν ήταν τυχαίο το τραγού-δι, που διαδόθηκε εκείνο το διάστημα, ξεπέρασε γρήγορα τασύνορα της Γορίτσας και τραγουδιότανε στα γλέντια:

Ή από την Κορυτσάή απ’ αυτές χωρίς βρακιά.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

134

Page 135: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Ο μόνος από τους Γοριτσάρηδες νέους που δεν σύχνα-ζε στα Βλάχικα από περιέργεια, ήταν ο γιος του δάσκαλουΡιζά Κέρπι, αυτός που του είχε μείνει στη ζωή, οΔημητράκης. Από τότε που έμαθε ότι σε αντίθεση με τουςάλλους Λιάμπηδες του χωριού αυτός είχε ορθόδοξο όνο-μα, δεν ήταν πια περίεργος για τους Βλάχους, που κατοι-κούσαν εκεί γύρω. Κι όχι όνομα από τους ορθόδοξους τηςΓορίτσας, αλλά του βλάχικου οικισμού, ενός Βλάχου απότο σόι των Μπουμπαίων. Όταν ρώτησε «γιατί μου βάλατεόνομα Βλάχου;», του απαντήσανε «για να μην πεθάνεις».Τούτο όχι μόνο δεν το αμφισβήτησε ποτέ, αλλά βίωνε καιμια παράξενη αίσθηση. Του φάνηκε ότι του έπεσε το δέρμαπου είχε ως τότε και φόρεσε δέρμα Βλάχου. Αργότερα τονκυρίεψε μια ασυγκράτητη επιθυμία να ιδεί από κοντά τουςανθρώπους με τους οποίους τον ένωνε το δέρμα. Έτσι, στηναρχή γνωρίστηκε με το σόι των Μπουμπαίων και μετά μετους υπόλοιπους. Ίσως να ήταν αυτή η γνωριμία, που από μι-κρή ηλικία τον είχε κυριεύσει το πάθος να παίζει ντέφι στουςγάμους, στα γλέντια και στις χοροεσπερίδες των Βλάχων.

– Εγώ σε γνωρίζω, άκουσε η Κατερίνα μια φωνή, πουμετά από πολλές σιωπηλές στροφές, της κούφανε το τύμ-πανο. Σε θυμάμαι από τότε που ήσουν έξι χρονών. Τότεέπαιξα ντέφι για πρώτη φορά. Με είδες κι εσύ, γιατί δεν έχωαφήσει γάμο και γλέντι στα Βλάχικα, μαζί με τη ζυγή τουΦερίκ.

– Σε έχω δει, του είπε η Κατερίνα.– Τώρα θα το παρατήσω εντελώς, γιατί μπήκε το τζαζ

και επειδή άρχισα δουλειά ταξίαρχος στις αποθήκες τουκαλαμποκιού. Εσύ θα έρθεις στην ταξιαρχία μου. Έχω πολ-λές γυναίκες και κοπέλες από τις δικές σας.

– Δεν ξέρω, του είπε η Κατερίνα και αναρίγησε σαν βέρ-γα ιτιάς, επειδή συνειδητοποίησε ότι της άρεσε η κουβέν-

135

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 136: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τα με έναν ξένο. – Τώρα μεγάλωσες, έγινες κοτζάμ κοπέλα, συνέχισε ο

ξένος κι εκείνη δεν μπορούσε να μην αναριγήσει για δεύ-τερη φορά.

Ωστόσο, διαπίστωσε ένα πλησίασμα κοιλιάς εκ μέρουςτου, που το θεώρησε κατάφορη παραβίαση των κανόνωντου fox. Όπως κι ένα πεινασμένο βλέμμα, που ταίριαζε σεοποιονδήποτε άλλο, αλλά όχι σε κάποιον εντελώς σαστι-σμένο. Το πεινασμένο βλέμμα το διαπίστωσε τυχαία, ότανσε μια στιγμή χαλάρωσης, έγινε περίεργη να δει τα χαρα-κτηριστικά του προσώπου του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κοί-ταζε πέρα από τους ώμους του καβαλιέρου σαν να ήθελενα πει στους γνωστούς, στα ξαδέρφια και τις ξαδέρφες ότιπερίμενε πότε να κάνει πέρα τον γνωστό ντεφιτζή, αλλάδεν ήξερε ότι το κακό μπορεί να έρθει από μια τέτοια στιγ-μή χαλάρωσης. Η οποία ήρθε μαζί με το σούρουπο, ότανκάποιος κρέμασε κάτι μεγάλα φανάρια στον φράχτη τηςαυλής. Τα φανάρια μοιάζανε με κομμάτια φεγγαριού, που εί-χαν πέσει από τον ουρανό, ενώ το θαμπό φως τους διαχέ-ονταν πάνω στα ζευγάρια σαν χαλαρωτική σκόνη. Η σκό-νη αυτή χαλάρωσε και την Κατερίνα, γιατί αλλιώς, ποτέ δενθα της πήγαινε ο νους να δει τα χαρακτηριστικά του προ-σώπου του. Αφού κοίταξε με την άκρη του ματιού, διαπί-στωσε ότι το πρόσωπο του ταξίαρχου ήταν τόσο κανονικόόσο και συνηθισμένο. Στενό μέτωπο, μικρό πηγούνι, φρύ-δια ήρεμα, μάτια βαθουλωτά, δέρμα λίγο πιο λεπτό από τοδέρμα των άλλων Λιάμπηδων και ζυγωματικά σχεδόν εξα-φανισμένα. Τίποτα δεν σου θύμιζε πάνω του έναν πραγμα-τικό Λιάμπη, γνωστό για τη σκληράδα του. Γι’ αυτό και επέ-τρεψε στη χαλάρωση να προχωρήσει και λίγο. Τόσο το πε-ρισσότερο που ήταν στην αυλή της και προστατευμένη απόγνωστούς, ξαδέρφια και ξαδέρφες. Τότε ήταν που έπεσε

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

136

Page 137: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στα νύχια του πεινασμένου βλέμματος. Ήταν σαν να είχεπεταχτεί ξαφνικά μέσα από μια ήρεμη γούβα και που τηνέκανε να αναριγήσει για τρίτη φορά.

Αποφάσισε να του δείξει τα όριά του. Και πρώτα-πρώ-τα είχε υπόψη της την απόσταση από κοιλιά σε κοιλιά, όπωςπροβλέπανε οι κανόνες του fox, αλλά τρόμαξε που την εγ-κατέλειψαν οι δυνάμεις και δεν μπορούσε να το κάνει. Τηνκυρίεψε κάτι σαν ανεξήγητη γοητεία και ευχάριστη απο-χαύνωση, που άρχισε ως αθώα επιθυμία να συνομιλήσειμαζί του κι έγινε επιτακτική που την ανάγκαζε να παρα-μείνει για λίγο ακόμα στα χέρια του. Το ίδιο ανεξήγητα,ένιωσε να της ξυπνάει το γέλιο, που λίγο πρωτύτερα είχεκοπεί σαν με μαχαίρι. Μόνο που δεν ανέβηκε μέχρι την επι-φάνεια, παρέμεινε βαθιά μέσα της σαν κελάρυσμα, που δενήθελε να σιγήσει ποτέ! Να μείνει για πάντα. Για όλα αυτάη Κατερίνα έριξε το φταίξιμο στους κανόνες του fox, πουείναι οι ίδιοι και όταν χορεύεις με τα ξαδέρφια και όταν χο-ρεύεις με ξένο.

– Χορεύεις ωραία. Πού έμαθες;– Με τα ξαδέρφια.– Εγώ ήθελα να σε μάθω, αλλά εσύ γεννήθηκες μαθη-

μένη.Αυτός είχε κατευνάσει αρκετά το πεινασμένο βλέμμα

του και αποζητούσε μόνο ένα αθώο σήκωμα των ματιώντης. Όπως και πριν, ήταν κυριευμένος από πλήρη αφηρη-μάδα. Και προσπαθούσε να φανεί ολοένα και περισσότε-ρο τέτοιος, χωρίς να υπολογίσει ότι μπορεί να γίνει χώμακαι σκόνη να τον πατήσει. Ωστόσο, πείστηκε γρήγορα ότιτην Κατερίνα δεν μπορούσε να τη ρίξει. Ως απάντηση στηναυτοθυσία του, η Κατερίνα έκανε εκείνο, που θα έκανε κά-θε βλάχικο κορίτσι από οικογένεια, απομάκρυνε την κοι-λιά της όσο μπορούσε περισσότερο, πάντα εντός των αυ-

137

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 138: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στηρών κανόνων του fox, συνήλθε από τη χαλάρωση, στα-μάτησε το κελάρυσμα του γέλιου μέσα της, έδιωξε κάθεγοητεία και ευχάριστη αποχαύνωση και του έδωσε να κα-ταλάβει πως τα μάτια της Κατερίνας Χολέβα δεν είναι απ’αυτά που σηκώνονται για να κοιτάξουν οποιονδήποτε ξέ-νο. Τη ίδια στιγμή ανακάλυψε ότι μπορούσε να κερδίσει τημάχη των ματιών, αλλά να χάσει τη μάχη των δαχτύλων.Είχε γίνει ένα τεράστιο λάθος ή μια παραβίαση των στοι-χειωδών κανόνων του fox. Τα δάχτυλα δεν ήταν απλά ενω-μένα, αλλά είχαν γλιστρήσει και είχαν μπλέξει μεταξύ τους,όπως τα κλαριά της ιτιάς. Με αποτέλεσμα να γίνει μια ένω-ση δερμάτων, έτσι που ήταν αδύνατο σχεδόν να ξεμπλέ-ξουν μεταξύ τους.

Τη φοβερή ανακάλυψη την έκαναν ταυτόχρονα και οιδύο, όταν ο χορός πήγαινε να τελειώσει. Η Κατερίνα Χολέβαξέχασε ότι δεν έπρεπε να σηκώσει τα μάτια σε έναν ξένο.Και τα σήκωσε. Λες και ήθελε να διορθώσει ένα ασυγχώ-ρητο λάθος, που είχε προκληθεί από την αφηρημάδα, αλλάαντιλήφθηκε ότι είχε γίνει και δεύτερο λάθος. Και που μπο-ρούσε να μην διορθωθεί ξανά. Κάτω από το βάρος του, εκεί-νη γινότανε βορά μιας ανεξήγητης γοητείας, ενώ εκείνοςπαρέμενε αμήχανος και άτολμος.

Μερικές μέρες αργότερα, η Κατερίνα έλαβε το γράμμαπου το έκρυβε στο σκεύος με τα πίτυρα και που οΔημητράκης Κέρπι θέλησε να το κλείσει με κεφαλαία γράμ-ματα «Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ». Μετά από άλλες τόσες μέ-ρες τιμώρησε τον αρραβωνιαστικό της, τον ΣωκράτηΜπούμπα, με ένα χαστούκι που έμεινε ως «Το χαστούκι τηςΚατερίνας», επειδή τόλμησε να τη φιλήσει.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

138

Page 139: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Η «Προθήκη των Βλάχων» είχε μείνει χωρίς τίτλο κι έμοιαζεσαν μνήμα χωρίς όνομα. Μετά από επίπονες προσπάθειεςτου δάσκαλου Ριζά Κέρπι και του γραφίστα της ΚρατικήςΓεωργικής Επιχείρησης, έγινε δεκτό από τις Αρχές ώστε καιοι Βλάχοι να είχαν τη δική τους προθήκη στο μουσείο τουχωριού. Το πράγμα σκάλωσε στον τίτλο που θα είχε πάνωη προθήκη. Η απλούστερη εκδοχή, όπως επέμενε και ο δά-σκαλος, ήταν να έγραφε πάνω «Η προθήκη των Βλάχων»,αλλά βρέθηκε μπροστά στη σθεναρή αντίσταση του πρώ-του της Γορίτσας, ο οποίος διατεινόταν ότι έπρεπε να γρα-φτεί «Η προθήκη των ερχόμενων». Έδωσε, μάλιστα, ρητήεντολή στον υπεύθυνο του μουσείου Ριζά Κέρπι να απο-φύγει με κάθε τρόπο τη λέξη «Βλάχοι». Στη θέση της, όσεςφορές κι αν χρειαζότανε, να έγραφε «ερχόμενοι».

– Γιατί πρέπει να το κάνομε αυτό; ρώτησε ο Ριζά Κέρπιαπορημένος με την επιμονή του πρώτου της Γορίτσας.

– Για το καλό του έθνους, είπε ο Στέφανος Μούσκα.– Γιατί, τι κακό μπορεί να συμβεί στο έθνος αν αναφέ-

ρομε τους ανθρώπους με το όνομά τους;– Πολλά κακά.– Πείτε ένα, το μεγαλύτερο.– Το μεγαλύτερο είναι η διάσπασή του από την αφύ-

πνιση ενός άλλου έθνους. Οι Βλάχοι είναι ένα κοιμώμενοέθνος και αν τους αναφέρεις δημόσια, όπως στις προθή-κες ενός μουσείου, είναι σαν να τους ξυπνάς από τον ύπνομε τα ίδια σου τα χέρια. Και να τους κάνεις να σκέπτονταιότι είναι διαφορετικοί από τους άλλους. Κάθε κακό προ-έρχεται από την αφύπνιση της σκέψης. Η αναφορά τουονόματός τους θα ξυπνούσε μέσα τους την έννοια του

Βλάχοι ή ερχόμενοι;

139

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 140: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

έθνους, δηλαδή αυτό που πράγματι είναι και, απ’ εκεί καιπέρα, θα προβάλουν μεγαλύτερες απαιτήσεις. Ωστόσο, τοόνομα «ερχόμενοι» είναι ουδέτερο κι όχι μόνον δεν τουςξυπνάει, αλλά αντίθετα, τους αποκοιμίζει, τους κάνει νακοιμούνται ακόμη περισσότερο.

Ο Ριζά Κέρπι έμεινε έκπληκτος από την αναπάντεχηκαι οξύτατη κρίση του πρώτου του χωριού, τόσο ώστε ηεκτίμησή του για εκείνον να χωράει σε πέντε λέξεις: «τό-σο του κόβει το τσερβέλο». Ποτέ δεν είχε πάρει στα σοβα-ρά τη συνεχή αναβάθμιση του Στέφανου Μούσκα σε άτο-μο που σ’ έχει στο χέρι και ότι μπορεί να σου κάνει τον τά-φο. Κάποτε μάλιστα, το εξέφρασε ανοιχτά. Είπε ότι με τουςΓοριτσάρηδες και τους Βλάχους μπορεί να κάνει ότι ήθελεο πισινός του, αλλά με τους Λιάμπηδες δεν του βαστάει.Η υποτίμηση προς το άτομο αυτό δεν προερχόταν από τογεγονός ότι είχε γίνει παρτιζάνος για μια μέρα όλο κι όλο,γιατί κάτι ήταν κι αυτό, αλλά επειδή το «παρτιζάνικο» τοεκμεταλλεύτηκε για να πουλάει εξυπνάδες ή να φαίνεταιπιο έξυπνος απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα.

Όλοι στο χωριό είχαν προσέξει ότι μόλις επέστρεψε απότο βουνό με ένα θραύσμα οβίδας κάτω απ’ το κρανίο του,άρχισε να του κόβει το τσερβέλο περισσότερο απ’ ό,τι μέ-χρι τότε. Αυτό έγινε φανερό προπαντός μετά τον πόλεμο,όταν από μέρα σε μέρα μεταμορφωνόταν σε άτομο πουμπορούσε να σου ανοίξει τον τάφο. Έδειξε δαιμονική ευ-στροφία και εξυπνάδα, που κατέπληξε και τους πιο σο-φούς του χωριού, τόσο που βάλθηκαν να ψάχνουν στις οι-κογενειακές ρίζες του Στέφανου Μούσκα. Πώς είναι δυ-νατό να γίνει τόσο γόνιμο το μυαλό ενός ανθρώπου πουάνηκε σε στείρο οικογενειακό χωράφι! Το ίδιο το επώνυ-μο «Μούσκα» ήταν το καλύτερο δείγμα στειρότητας τουμυαλού τους. Τη μεγαλύτερη ζημιά το άγονο οικογενειακό

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

140

Page 141: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

χωράφι την είχε κάνει στον Στέφανο, γι’ αυτό και τη μετα-πολεμική ευστροφία του την είδαν με έντονη αμφιβολία.Θυμήθηκαν τη μοναδική μέρα συμμετοχής του στον πό-λεμο και το θραύσμα της οβίδας κάτω από το κρανίο του.Ίσως αυτό το θραύσμα να του άγγιξε το μυαλό και τον έκα-νε πιο έξυπνο. Όπως τον έκανε να του πετάγεται ο βολβόςτου ματιού του όσες φορές θύμωνε και τότε οι άνθρωποιάνοιγαν δρόμο, γιατί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουνεκείνο που το λέγανε «σημάδι του πολέμου».

Αργότερα, το «θραύσμα» έγινε η αιτία και για άλλα…κατορθώματα του Στέφανου Μούσκα, τα οποία με τονκαιρό μεγάλωναν τη φήμη του, τόσο που το όνομά του επι-σκίαζε ακόμα και το ίδιο το όνομα της Γορίτσας. Επιθυμούσεμια αναμέτρηση με το χωριό και έφτανε σε σημείο να ονει-ρεύεται μιαν εξίσωση του ονόματός του με το όνομα τουχωριού. Υπό την έννοια ότι όταν οι άνθρωποι θα λέγανεΓορίτσα να εννοούσαν τον Στέφανο Μούσκα και όταν θαπροφέρανε το όνομα Στέφανος Μούσκα, να εννοούσαν τηΓορίτσα. Για να πετύχει τον στόχο του, έγινε το πανταχούπαρόν πρόσωπο, πεπεισμένος ότι αν ανέβαζε ψηλά τηΓορίτσα, ανέβαζε ταυτόχρονα και τον εαυτό του. Τη δου-λειά του την είδαν με καλό μάτι οι σύντροφοι της Επαρχίαςκαι δεν άργησαν οι προσφορές και οι προτάσεις για αναρ-ρίχηση, για ζηλευτή καριέρα στην πόλη, αλλά εκείνος τις εί-χε πετάξει όλες σαν «χαλασμένες τηγανίτες». Με μόνη αι-τιολογία ότι δεν μπορούσε, λέει, να αποχωριστεί το χωριό.Και ότι θα ξηραινόταν σαν το δέντρο χωρίς ρίζες αν δενέπινε νερό από τις βρυσομάνες της Γορίτσας.

Ωστόσο, η βρυσομάνα για την οποία ενδιαφέρθηκε μετο παραπάνω ήταν αυτή που τη λένε «λαϊκή βρυσομάνα».Διείσδυσε στον χώρο των δημοτικών τραγουδιών, στα ήθηκαι έθιμα, στις παραδόσεις, στις λαϊκές εκφράσεις, στα αι-

141

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 142: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νίγματα και στα παραμύθια της Γορίτσας, που τα έβλεπεως πέτρα πάνω στην οποία θα πατούσε για να περάσειστην αιώνια δόξα.

Οι συγχωριανοί του, μετά την πρώτη έκπληξη με το θέ-μα της εξυπνάδας, πάθανε τώρα και δεύτερη: Είδαν ένανΣτέφανο Μούσκα του τραγουδιού, του χορού και της ρα-κής. Μέσα σε λίγο διάστημα είχε μετατραπεί στον καλύ-τερο ντολιμπάση όχι μόνο της Γορίτσας, αλλά όλων τωνγύρω χωριών. Μέχρι τότε, είχε τη φήμη του ανθρώπου πουμπορούσε να σου κάνει τον τάφο, τώρα με τον τρόπο αυτόσαν να ήθελε να καλοπιάσει όσους είχε θάψει. Δημιουργή -θηκε έτσι ένα λαογραφικό παραλήρημα γύρω του όχι μό-νον ως ισχυρή, αλλά και απαραίτητη προσωπικότητα. Οίδιος αξιοποίησε το παραλήρημα γύρω του, από τη μια γιανα κλείσει στο σακί εκείνους που τον λάτρευαν και απότην άλλη για να ποδοπατήσει όσους τον λοξοκοιτάζανε.Ήρθε η στιγμή που οι πρώτοι έγιναν χώμα να τους πατεί,ενώ οι δεύτεροι γέφυρα για να περνάει.

Δύο ήταν τα συμβάντα που αξιοποίησε αργότερα γιανα ενισχύσει ακόμα πιο πολύ την εικόνα του: η ανακάλυ-ψη των ερειπίων αρχαίας πόλης κοντά στη Γορίτσα και οθαυμασμός ενός Γάλλου πρόξενου για την παραδοσιακήνυφική φορεσιά της Γορίτσας. Η ανακάλυψη της αρχαίαςπόλης και η πιθανή σχέση της με τη Γορίτσα του έδωσαντην ευκαιρία να ανεμίσει τη σημαία της αρχαίας καταγω-γής του. Αργότερα προέβη σε συγκεκριμένα διαβήματα,όπου με έπαρση απηύθυνε αίτημα προς τις αρμόδιες αρ-χές για αλλαγή του ονόματος του χωριού του και η Γορίτσα,ως ένδειξη τιμής, να πάρει το όνομα του βασιλιά της αρ-χαίας πόλης.

Ήταν φανερό ότι τον είχε κυριέψει ο πυρετός της φι-λοδοξίας, που δεν έλεγε να τον αφήσει ούτε στιγμή. Μια

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

142

Page 143: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

άλλη ανακάλυψη, μολονότι δεν σχετιζόταν με αρχαία ερεί-πια, ίσως να ήταν πιο σημαντική από την πρώτη. Γινότανλόγος για τον θαυμασμό του Γάλλου προξένου. Σε μια απότις περιοδείες του, κατά τη διανυκτέρευσή του στην πόλη,έτυχε να δει τη νυφική στολή της Γορίτσας. Και ήταν τόσοενθουσιασμένος με την κομψότητα, τη μεγαλοπρέπεια, ταμοτίβα των κεντημάτων, τα χρώματα, τις καδένες και ταστολίδια με τη βασιλική τους χάρη, που άνοιξε μ’ αυτά έκ-θεση στο κέντρο των Παρισίων, για να την επισκέπτονταιοι κυρίες από τη Γαλλία και από όλον τον κόσμο.

Το συμβάν με τον πρόξενο ήταν παλαιό, αλλά στα αυ-τιά του Στέφανου Μούσκα ήρθε με μεγάλη καθυστέρηση.Ή ίσως τότε του έδωσε σημασία, μια και του φάνηκε ωςτέλεια ευκαιρία για την περαιτέρω αναβάθμιση του εαυ-τού του. Δεν το πληροφορήθηκε από τους γεροντότερουςτου χωριού, αλλά από τον νέο υπεύθυνο του Πολιτισμούτης Επιχείρησης, που μόλις είχε διοριστεί και που έκανεκαι τη δουλειά του γραφίστα. Αυτός, όχι μόνο του υπεν-θύμισε τη σχεδόν λησμονημένη ιστορία με τον πρόξενο,αλλά του ανέφερε και ένα προσχέδιο των αρμόδιων ορ-γάνων για τη νυφική στολή. Διαδιδόταν ότι η στολή αυ-τή είχε επιλεγεί για να πάρει τις διαστάσεις ενός εθνικούσυμβόλου και ότι θα εκτίθεται στο γραφείο του καθοδη-γητή και σε όλες τις επίσημες κρατικές εκδηλώσεις. Τα αρ-χαία ερείπια και η διάσημη στολή, που η φήμη της είχε πά-ει μέχρι το μακρινό Παρίσι, ήταν δύο κλαριά από τα οποίαπιάστηκε εκείνος γερά για να ανεβεί περισσότερο στα μά-τια των άλλων. Γιατί η αναβάθμιση της Γορίτσας σήμαινεκαι αναβάθμιση του ίδιου.

Υπό αυτές τις συνθήκες και στα πλαίσια ενός λαογρα-φικού φεστιβάλ, που διαδιδόταν ότι θα ξεκινούσε από όλατα χωριά για να λάβει διαστάσεις Εθνικού Πα ραδοσιακού

143

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 144: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

(ή Λαϊκού) Φεστιβάλ, γεννήθηκε στο μυαλό του η ιδέα γιατην ανέγερση ενός μουσείου. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά οίδιος υπέδειξε και τον χώρο του. Ήταν μια αίθουσα εντόςτου σχολικού κτιρίου, που προβλεπόταν να γίνει νηπια-γωγείο. Το νηπιαγωγείο ήταν ένα μακρινό όνειρο τηςΓορίτσας και σχετιζόταν με παλιά επιθυμία του χωριού ναγίνει κάτι ανάλογο μ’ εκείνα της πόλης, αλλά κάνονταςένα μουσείο θα μπορούσε να ανταγωνιστεί στα ίσια τηνπόλη. Γιατί, όπως δεν νοείται πραγματική πόλη χωρίς μου-σείο, έτσι και ένα πραγματικό χωριό δεν μπορεί να νοηθείχωρίς γιδοπρόβατα και γαϊδούρια.

Η αίθουσα ήταν ευρύχωρη, χαμηλοτάβανη, μισοφωτι-σμένη και εξέπεμπε κάτι σαν εγκαρδιότητα. Ένα μουσείοείναι άχαρο χωρίς αυτή την εγκαρδιότητα, και όντως, τομουσείο του Στέφανου Μούσκα άρεσε σε όλους τόσο γιατην ευρύτητα του χώρου όσο και για το φως που ερχότα-νε απ’ έξω λιγοστό. Από την πρώτη στιγμή, όμως, οιΓοριτσάρηδες είδαν το μουσείο σαν κάτι που το χρειαζό-ταν περισσότερο ο Στέφανος Μούσκα για να ενισχύσειακόμα πιο πολύ τη θέση του, και όχι ότι ήταν απαραίτητογια το χωριό. Γι’ αυτό από την αρχή κιόλας ξεχάστηκε τοόνομα που του δώσανε οι αρχές και έμεινε μ’ εκείνο πουτου δώσανε οι ίδιοι οι Γοριτσάρηδες: «Μουσείο τουΣτέφανου Μούσκα». Για την αλλαγή του ονόματος, οΣτέφανος Μούσκας όχι μόνον δεν εξέφρασε ποτέ καμιάδυσφορία ή αντίρρηση, αλλά αντίθετα, ένιωθε υπερηφά-νεια, όπως αυτή ακριβώς που νιώθουν οι αρχηγοί των κρα-τών όταν τιμούν τη σημαία του έθνους.

Είπε για να τον ακούσουν όλοι, ότι στο χώρο που προ-οριζόταν για νηπιαγωγείο, θα έστηνε τη φωλιά της η εθνι-κή ψυχή της Γορίτσας, παραλείποντας, ασφαλώς, να πειότι την εθνική ψυχή δεν θα την υπολόγιζε διόλου, σε πε-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

144

Page 145: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ρίπτωση που δεν θα εξυπηρετούσε την προβολή του. Ταπρώτα εκθέματα για το μουσείο τα πήραν από τον αρχαίοοικισμό, που είχε ανακαλυφθεί εκείνες τις μέρες: ένα ξίφοςμε σκουριασμένη θήκη, κάτι κεραμικά είδη, που οι ειδή-μονες δυσκολεύονταν να προσδιορίσουν σε ποιον πολιτι-σμό ανήκανε και ένα άγαλμα που παρίστανε βοσκό παί-ζοντας τη φλογέρα. Δεν πρόλαβαν να πάρουν άλλα, γιατίπαρενέβη το Κρατικό Μουσείο και τους απαγόρευσε. Έτσι,αναγκάστηκαν να περιοριστούν σ’ αυτά που είχαν άμεσησχέση με την ίδρυση του χωριού, τις παραδόσεις, τα τρα-γούδια, τους χορούς, τις βιοτεχνίες, τα μουσικά όργανα καιτις λαϊκές ενδυμασίες.

Εξέχουσα, τιμητική θέση στο μουσείο πήρε η στολή,που είχε καταπλήξει τις κυρίες του Παρισιού. Η νυφικήστολή, που θα μπορούσε να γίνει το σύμβολο του ίδιου τουκράτους, τοποθετήθηκε σε κλειστή θήκη από ξύλο πεύκουκαι τζάμι, για να μην το τρώει το σαράκι. Κάθε προθήκηενημέρωνε σωστά τον επισκέπτη, ενώ ταυτόχρονα οι καλ-λιγραφημένες πινακίδες μαζί με τις πληροφορίες που έδι-ναν, προσέφεραν και κάποια αισθητική απόλαυση. Η γρα-φή ήταν του υπεύθυνου του Πολιτισμού, που αν και ανα-βαθμίστηκε από γραφίστας σε «υπεύθυνο», δεν είχε ξεχά-σει το επάγγελμά του. Ήταν τόσο καλαίσθητη η γραφή του,που ακόμα και οι πιο απλές σημειώσεις αποχτούσαν εν-διαφέρον. Χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα γράμματα ήταναυτά πάνω στις καρτέλες των προθηκών που μιλούσαν γιατο μακρινό παρελθόν, την ομορφιά των τραγουδιών, τη χά-ρη των χορών και την κομψότητα των κεντημάτων. Με τονγραφικό χαρακτήρα του, με τη διάταξη των θεμάτων καιτην τοποθέτηση των φωτογραφείων, ο γραφίστας κέρδισετην καρδιά των κατοίκων του χωριού. Και την καρδιά τουΣτέφανου Μούσκα, που έβλεπε το μουσείο σαν μια αγιο-

145

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 146: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ποίηση του εαυτού του. Όμως αυτά, μέχρι τη στιγμή πουο ταλαντούχος γραφίστας ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση μα-ζί του, επειδή είχε κάνει μια διαπίστωση η οποία κατά τηναντίληψή του ισοδυναμούσε με πλήρη αποσιώπηση. Όλαείχαν ξεκινήσει σαν μια προσπάθεια αποκατάστασης τωνΒλάχων.

– Για τους Βλάχους δεν θα υπάρξει κάποιος χώρος στομουσείο; είπε την ημέρα που τοποθέτησαν τη διάσημη νυ-φική στολή. Τώρα, που εγκατέλειψαν το βουνό, είναι κι αυ-τοί κομμάτι της Γορίτσας.

Ο μεγάλος του χωριού δεν μίλησε, γιατί ένιωσε κάτισαν… κατολίσθηση, που παρέσερνε τις ρίζες του.Αντέδρασε, όμως, έντονα ο Ριζά Κέρπι:

– Καλά που το θυμήθηκες, είπε ενθουσιασμένος, είμα-στε απαράδεκτοι που τους ξεχάσαμε.

Οι Βλάχοι, εν τω μεταξύ, είχαν εγκαταλείψει από χρό-νια τα Μαύρα Χώματα και εγκαταστάθηκαν μόνιμα δίπλαστη Γορίτσα. Μετά από τόσες περιπλανήσεις, ΜαύραΧώματα – Βυθκούκι, είχε έρθει η ώρα να ρίξουν ρίζες.Μερικές οικογένειες είχαν εγκατασταθεί σε άλλα μέρη, ενώοι περισσότερες έμειναν κοντά στη Γορίτσα, αφού βασα-νίστηκαν αρκετά από το δίλημμα αν έπρεπε να φύγουν κιαυτές ή να παραμείνουν δίπλα στο πέτρινο αριστοκρατικόχωριό, που δύσκολα θα χώνευε μια συγκατοίκηση μαζί τους.Η παρουσία της πέτρας στη ζωή αυτών των ανθρώπωνήταν φανερό πως τους είχε επηρεάσει ώστε να γίνει πέτρακαι η καρδιά τους. Οι Γοριτσάρηδες δεν γύριζαν εύκολα ταμάτια να ιδούνε τους ανθρώπους του αχυρένιου χωριού. Ηεξαίρεση έγινε το τελευταίο διάστημα, όπου και οιΒλάχισσες βγήκαν για δουλειά, μαζί με τις Γοριτσάρισσσεςστις ταξιαρχίες του κάμπου. Μια άλλη περίπτωση και μά-λιστα η τρανότερη, ήταν αυτή του Ριζά Κέρπι, ο οποίος

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

146

Page 147: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

έδωσε στον γιο του όνομα Βλάχου. Τότε μόνον θυμήθηκαννα πάρουν στα σοβαρά τους βουνίσιους γείτονές τους ανκαι ταράχτηκαν που ο συγχωριανός τους είχε επιλέξει όνο-μα Βλάχου και όχι ένα από τα δικά τους. Προχώρησαν καιπιο πέρα, μήπως δηλαδή οι Λιάμπηδες έβλεπαν το όνομαενός Βλάχου ως ευλογία, ενώ το όνομα ενός Γοριτσάρη ωςκατάρα. Αυτός που είχε προχωρήσει ακόμη περισσότεροήταν ο Στέφανος Μούσκα, ο οποίος θεώρησε πως το φι-λότιμο του είχε δεχθεί μεγάλο πλήγμα όταν, στο θέμα τουμουσείου, ο δάσκαλος υποστήριξε τους Βλάχους, ενώ εκεί-νος τους είχε αγνοήσει εντελώς.

– Οι Βλάχοι δεν έχουν καμιά θέση στο μουσείο του χω-ριού μου, είπε μεγαλοφώνως, αν θέλουν μουσείο ας κά-νουν ένα με άχυρο εκεί που έχουν τις καλύβες τους.

– Αυτοί είναι φίλοι μας, του απάντησε ο Ριζά Κέρπι, φι-λοξενούμενοι. Και μάλιστα, μέρα νύχτα, καυχιόμαστε γιατις δικές μας παραδόσεις και για τη φιλοξενία μας.

– Είναι ξένοι, ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν από πού ήρθαν.Κι αν θέλεις να ξέρεις, δεν παθαίνουν τίποτα οι παραδό-σεις μας αν μείνουν απ’ έξω οι Βλάχοι. Σιγά το πράγμα.Δεν κουτσαίνει ο γάιδαρος από τ’ αυτί.

– Κουτσαίνει η φιλοξενία, του είπε ο Ριζά Κέρπι, καιήταν σαν να τον κάρφωσε και συνέχισε χτυπώντας κι άλ-λο την περόνη: Φιλοξενία δεν σημαίνει πώς φιλοξενείςέναν γνωστό, αλλά πώς φιλοξενείς έναν ξένο.

Ο Στέφανος Μούσκα ένιωθε και καρφωμένος και αμή-χανος. Σαν να έψαχνε την κατάλληλη λέξη ανάμεσα σεένα κουβάρι λέξεων που συνωστίζονταν στο κεφάλι τουμε το θραύσμα εκείνο από την εποχή του πολέμου. Ο Ριζάφοβήθηκε μην πεταχτεί ο βολβός του αριστερού του μα-τιού και θυμήθηκε ξανά τη φράση «τόσο χωράει το κολο-κύθι του». Ο πρώτος του χωριού, θέλοντας να αποδείξει

147

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 148: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πως το «κολοκύθι» του χωράει περισσότερα, έγινε πιο γεν-ναιόδωρος και είπε:

– Ας κάνομε μια σημείωση: «Το έτος τάδε ήρθαν γιαπρώτη φορά στο χωριό μας…».

– Ας γίνει ξεχωριστή προθήκη, επέμεινε ο γραφίστας,μια προθήκη αποκλειστικά για τη ζωή τους.

– Και τι μπορείς να βάλεις στην προθήκη τους, είπε μεειρωνικό τόνο ο Στέφανος Μούσκα, που λόγω της καλαί-σθητης γραφής, δεν ήθελε καυγά με τον άνθρωπο τουΠολιτισμού. Τη ρόκα, το τσικρίκι ή τον αργαλειό;

– Ωραία τα είπες, πήρε τον λόγο ο δάσκαλος. Θα βά-λομε οτιδήποτε έχει σχέση με τη ζωή τους. Και πάνω πά-νω θα γράψομε με ωραία μεγάλα γράμματα «Η προθήκητων Βλάχων». Μπράβο, Στέφανε, καλά, που θυμήθηκες…

– Ποτέ! ξέσπασε ο Στέφανος, όπως ήξερε να ξεσπάειαυτός και ο βολβός του αριστερού του ματιού κουνήθηκεαπό τη θέση του λες και ήθελε να πεταχτεί έξω. Αν είναινα γράψετε κάτι, θα είναι «Η προθήκη των ερχόμενων»,χωρίς να φαίνεται πουθενά η λέξη «Βλάχοι».

Αυτή ήταν η στιγμή που τον άφησε έκπληκτο τον ΡιζάΚέρπι. Είχε δει ένα βάθος σκέψης που δεν το περίμενε πο-τέ από τον πρώτο του χωριού. Λες και είχε ωριμάσει μέσασε μια νύχτα, ο Στέφανος μίλησε για τη μοίρα του έθνουςτου, που απειλούνταν με διάσπαση από ένα πιθανό ξύ-πνημα του έθνους που κοιμότανε. Ή που ήταν υπό εξα-φάνιση. Καμιά φορά, είπε, τα υπό εξαφάνιση έθνη γίνονταιφθονερά και θέλουν να παρασύρουν μαζί τους κι εκείνατα έθνη που είναι προορισμένα να μην εξαφανιστούν. Τοθέμα είναι πως θα αναγραφόταν σε μια προθήκη μουσείου,που εκτίθεται δημόσια. Δεν είναι τυχαίο όταν λένε πως άμαχαθεί το όνομα, χάνεται και η σφραγίδα, που σήμαινε ότιστους Βλάχους πρέπει να χαθεί το όνομα. Άρα, αντί της

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

148

Page 149: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

λέξης «Βλάχοι» να γραφτεί η λέξη «Ερχόμενοι». Αν γρα-φόταν «Βλάχοι» θα εξαφανιζόταν ο «ερχομός» κι αν γρα-φόταν «Ερχόμενοι» θα εξαφανιζόταν η λέξη «Βλάχος».

– Αν είναι υπό εξαφάνιση, τον διέκοψε ο Ριζά Κέρπι,θυμωμένος και έτοιμος για καυγά, τότε εμείς δεν πρέπεινα τους πατήσομε στο λαιμό, για να τους εξαφανίσομε πιονωρίς. Πρέπει να τους δώσομε το χέρι για να μείνουν ζων-τανοί.

Ακριβώς αυτό, το να μείνουν «ζωντανοί», δεν το δεχό-ταν ο Στέφανος Μούσκα. Το φύτευμα μιας ρίζας δίπλα τουτο θεωρούσε ξερίζωμα της δικής του ρίζας. Γι’ αυτό καιέστυψε το μυαλό να βρει μια ενδιάμεση λύση όπου οιΒλάχοι να έμεναν ζωντανοί, αλλά να λέγονταν«Ερχόμενοι».

– Κανείς δεν τους εξαφανίζει, είπε, ρίχνοντας το φιλο-σοφικό του βλέμμα έξω από το παράθυρο του μουσείουκαι τώρα πιο ήρεμος σαν να είχε βρει την ενδιάμεση λύσησυνέχισε, θα εξαφανιστούν από μόνοι τους, όταν ξεχάσουνποιοι είναι και γιατί διαφέρουν από τους άλλους. Μόνοπου τούτο το εγχείρημα απαιτεί μια καλή αρχή. Και η κα-λή αρχή είναι να χαθεί το όνομα, δηλαδή να μην τους πού-με «Βλάχους», αλλά «Ερχόμενους».

– Δεν είναι σωστό! Δεν είναι σωστό! προσπάθησε νααντισταθεί ο Ριζά Κέρπι. Είναι σαν να πνίγεις κάποιον με ταίδια σου τα χέρια.

– Και ποιος θέλει να ξέρει; Οι Βλάχοι μόνον πρόβαταξέρουν να βόσκουν και να κάνουν ένα κάρο με παιδιά.

– Ξέρω εγώ, είπε ο δάσκαλος, που αν και αγανακτι-σμένος θυμήθηκε ένα παλιό χρέος που είχε στους πρώηνκάτοικους πέρα στα Μαύρα Χώματα. Και θα μάθω περισ-σότερα. Πιστεύω ότι κατάφεραν με τις αξίες τους να πα-ραμείνουν ζωντανοί και να μην μας επιτρέψουν εμάς να

149

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 150: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

αποφασίσομε για το αν πρέπει να τους ονομάσομε«Βλάχους» ή «ερχόμενους».

Ωστόσο, η προθήκη των Βλάχων έμεινε κενή και χωρίςκανέναν άλλον προσδιορισμό. Κι έμοιαζε έτσι σαν ένας τά-φος χωρίς όνομα.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

150

Page 151: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Εκείνο που άνοιξε διάπλατα τον δρόμο του για μια θυελ-λώδη καριέρα, αλλά και για να συγχωρήσει πλήρως τηνΚατερίνα, ήταν η επιστολή που έστειλε στον καθοδηγητή,γραμμένη με κινέζικο στυλό. Την έγραψε όχι μόνον από τηθέση ενός απλού Βλάχου, αλλά και από τη θέση ενός επι-τυχημένου υπεύθυνου του Σταθμού Τεχνητής Γονιμοποίησηςτων ζώων. Ο Σωκράτης Μπούμπας απευθυνόταν προς τονκαθοδηγητή με τη συνήθη προσφώνηση «Αγαπητέ σύν-τροφε Ενβέρ», όπως αρχίζανε όλα τα γράμματα που τουέστελνε ο λαός. Τότε ο λαός δεν έκανε και τίποτα άλλο, ερ-γαζότανε με το κεφάλι σκυμμένο και έγραφε γράμματα.

Η επιστολή του Σωκράτη, μετά από ενέργειες του δη-μοσιογράφου Θωμά Γκάλο, τυπώθηκε στην εφημερίδα Zërii popullit, υπό τον πλαγιότιτλο «Οι Βλάχοι γράφουν στονκαθοδηγητή» και που στο τέλος έφερε τη χειρόγραφη υπο-γραφή του, κάτι σαν ορνιθοσκάλισμα με κινέζικο στυλό.Κύριο αντικείμενο της επιστολής ήταν μια λοφώδης τοπο-θεσία, η Κιάφα, που άνηκε στην Γορίτσα, αλλά που την ήθε-λαν οι τελευταίοι νομάδες Βλάχοι εκείνης της περιοχής, γιανα ιδρύσουν, επιτέλους, το χωριό τους. Τόνιζε την απέραν-τη αγάπη που ο βλάχικος λαός έτρεφε προς τον καθοδη-γητή, το περίφημο τραγούδι «Ποιος τους γνώριζε τους

Κεφάλαιο 5

151

Page 152: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Βλάχους», που το τραγουδούσε βλάχικος όμιλος σε στί-χους δικού τους παιδιού, τον οποίο τον προσφωνούσαν«ποιητή των καλυβόσπιτων», το φλογερό τους πόθο να ζή-σουν κι αυτοί σε πέτρινα σπίτια κι όχι όπως τώρα σε καλύ-βες με άχυρο σίκαλης, και που θα του δίνανε το όνομα τουπεσόντα τους, Βασίλη Πλασάρη, ο οποίος είχε πέσει ηρωι-κά στη μάχη του Λαζαρατιού. Φυσικά, αναφερόταν και στονκαυγά με τους Γοριτσάρηδες, οι οποίοι δεν ήθελαν να πα-ραχωρήσουν ούτε σπιθαμή από τη γόνιμη γη στην Κιάφα.Άλλωστε, η αφορμή της επιστολής ήταν ακριβώς αυτή ησύγκρουση, που οι Βλάχοι θα την είχαν χαμένη από χέρι,αν δεν παρενέβαινε ο ίδιος. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο υπεύ-θυνος του σταθμού Τεχνητής Γονιμοποίησης της ΚΕΓ(Κτηνοτροφικής Επιχείρησης Γορίτσας), ζητούσε ξεκάθα-ρα από τον καθοδηγητή να συνετίσει τους Γοριτσάρηδες,που είχαν ανθρώπους μέχρι την Κυβέρνηση, για να παρα-χωρήσουν την Κιάφα στους Βλάχους.

Πριν γράψει το γράμμα, για να αποφύγει τη δυσφορίαόλων αυτών που αποτελούσαν την κεφαλή τηςΚτηνοτροφικής Επιχείρησης, «μα, γιατί δεν ήρθες πρώτασε μας, αλλά πήγες κατευθείαν στον Ενβέρ», είχε κατά νουνα τους συναντήσει όλους. Από τις άσκοπες περιπλανήσειςτον έσωσε ο καλοθελητής των Βλάχων και φίλος τωνΜπουμπαίων, ο Ριζά Κέρπι.

– Μην κουράζεσαι με τους άλλους, ασχολήσου μόνονμε τον Στέφανο Μούσκα, τον συμβούλεψε. Τα καρύδια τουζυγιάζουν ίσα με τα οφίκια όλων των υπόλοιπων μαζί.Κατάλαβες;

Αν έπειθε τον Στέφανο ήταν το ίδιο σαν να έπειθε όλη τηΓορίτσα. Έτσι θα μπορούσε να αποφύγει και την επιστολήπρος στον καθοδηγητή. Μια φορά, που ακούστηκαν φω-νές «γιατί να εκλέγεται πάντοτε ο Στέφανος στην τοπική

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

152

Page 153: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

οργάνωση» κι ότι «δεν τηρούνταν οι παραγγελίες του κα-θοδηγητή», εκείνος θύμωσε με τους φιλόδοξους αμφισβη-τίες και τους έδωσε να καταλάβουν πως Ενβέρ στη Γορίτσαείναι αυτός. Κι έκατσαν όλοι στ’ αυγά τους, όταν είδαν νατου ανάβει σα λαμπάκι το σημάδι του πολέμου. Γιατί απ’όλο το χωριό μόνον αυτός είχε βγει παρτιζάνος και από τημοναδική μάχη στην οποία πήρε μέρος, είχε ως ενθύμιο τοθραύσμα της οβίδας κάτω από το κρανίο του. Μετά τοντραυματισμό, επέστρεψε στο χωριό και σε όλη την υπόλοι-πη ζωή του έζησε με τη βλάβη που του προξένησε το θραύ-σμα: όσες φορές θύμωνε, ο βολβός του αριστερού του μα-τιού κοκκίνιζε σαν κουκούτσι κορόμηλου, τσουρουφλισμέ-νο σε φωτιά, έτοιμο να πεταχτεί έξω. Αυτό ήταν το σημάδιτου πολέμου, που το ήξεραν όλοι, όπως ήξεραν ότι σε τέ-τοιες στιγμές έπρεπε να κάνουν πίσω. Με τον καιρό, ενώόλοι περίμεναν να βελτιωθεί η κατάσταση του τραύματος,αυτή οξυνόταν πιο πολύ. Τελευταίο δείγμα της όξυνσηςήταν, όταν θύμωσε χωρίς λόγο, μόνον και μόνο επειδή τουφορτώσανε επιπλέον στις πλάτες και το καθήκον τουΔιευθυντή της Κτηνοτροφίας στη Γορίτσα.

Εδώ και πολλά χρόνια ο Στέφανος Μούσκα ήταν το ξε-χωριστό πρόσωπο της ιδιαίτερης πατρίδας του. Ανέπνεε μετους πνεύμονες του χωριού του και το χωριό ένιωθε τυχε-ρό κάτω από τη σκιά του. Μέσα στο κλίμα λατρείας τωνσυγχωριανών του, ο μόνος που τον κοντράριζε ήταν ο πά-τερ Χαράλαμπος, ο οποίος γέρασε χτυπώντας την καμπά-να της Παναγίας, αλλά τον ξεπέρασε κι αυτόν. Έτσι, αντέ-κρουσε δυναμικά την ιδέα της εγκατάστασης των Βλάχωνστους δύο λόφους πλησίον της Γορίτσας, τους έκοψε το μη-νιαίο μερίδιο του καφέ, διέταξε τον φούρναρη να τους δί-νει ψωμί μπαγιάτικο, εξέφρασε ανοιχτά την νοσταλγία τουγια την πεταγμένη στην άκρη του κεντρικού δρόμου και

153

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 154: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σαπισμένη από τις βροχές πινακίδα, που έγραφε καθαράκαι ξάστερα «Απαγορεύεται η έλευση τσιγγάνων καιΒλάχων». Ένα από τα πρώιμα μεράκια του ΣτέφανουΜούσκα ήταν η διατήρηση της φυλετικής καθαρότητας τουχωριού, το οποίο με την κάθοδο των Λιάμπηδων δέχτηκετην πρώτη αλλοίωση, ενώ τώρα με τους περιπλανούμενουςΒλάχους των Μαύρων Χωμάτων απειλούνταν να αλλοι-ωθεί δέκα φορές περισσότερο. Από καιρό είχε υποπέσειστην αντίληψή του ότι οι περιπλανούμενοι ζητούσαν το φι-λέτο της Γορίτσας, την Κιάφα, για να ιδρύσουν το χωριότους, αλλά όταν είδε ότι το ’χαν πάρει στα σοβαρά, προέβησε έναν απότομο μορφασμό, τόσο που παραλίγο να τουανάψει σα λαμπάκι το σημάδι του πολέμου.

– Όταν πεθάνω εγώ θα πάρουν το καλύτερο φιλέτο τηςΓορίτσας!

Ο Σωκράτης Μπούμπα, αν και τα γνώριζε αυτά, το τε-λευταίο διάστημα είχε έρθει πιο κοντά με τον ισχυρό άν-τρα του χωριού. Ως προϊστάμενος του τομέα τηςΚτηνοτροφίας, είχε εκτιμήσει τη δουλειά του και τον διόρι-σε υπεύθυνο του σταθμού Τεχνητής Γονιμοποίησης τωνΖώων, ενώ ως πρόεδρος μιας Νομαρχιακής επιτροπής δια-γωνισμού για τη φροντίδα προς τα κοπάδια, του απένειμε τοπρώτο βραβείο. Ένα δίπλωμα, στο σκεπτικό του οποίου οΣωκράτης Μπούμπα χαρακτηριζότανε ως «το μέλλον τηςΤεχνητής Γονιμοποίησης». Τον τίμησε, επίσης με ένα πορ-τρέτο του καθοδηγητή σε ξύλινη κορνίζα και με ένα κινέ-ζικο στυλό. Που το χρησιμοποίησε αργότερα για να γρά-ψει την επιστολή, η οποία του άνοιξε τον δρόμο για την κα-ριέρα και για τη συμφιλίωση με την Κατερίνα. Ο ΣτέφανοςΜούσκα, για να τον συγχαρεί, του έκανε επίσκεψη στο σπί-τι καβάλα στον Μέρτζο, τον ντορή του Διευθυντή τηςΕπιχείρησης με χαλινάρι, σέλα και σπιρούνια.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

154

Page 155: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Η Κτηνοτροφική Επιχείρηση του Μπούφου, όπως λε-γότανε απλά, που συστήθηκε με τα κοπάδια των Βλάχωνκαι του γνωστού ξεπεσμένου τσέλιγκα, ήταν από τις μεγα-λύτερες στη χώρα, στο είδος της. Σ’ όλο αυτό τον χώρο, οΜέρτζος ήταν το πιο όμορφο, το πιο δυνατό και το πιο ανυ-πότακτο άλογο. Απόγονος επιλεγμένης ράτσας, με γονείςπου τους λιώσανε τα κόκαλα στα σαράγια του ξεπεσμένουτσέλιγκα. Με τρίχα αστραφτερή, καπούλια γεμάτα, λευκήβούλα ανάμεσα στα φρύδια σαν μαδημένη μαργαρίτα καιδυο μάτια μεγάλα με φανερή μέσα τους την πρόκληση τηςανυποταξίας. Διαδιδόταν ότι υποτάχτηκε στον ΣτέφανοΜούσκα, όταν από το αριστερό του μάτι του πετάχτηκε έξωκάτι σαν φλόγα ή σαν κουκούτσι κορόμηλου.

Στους Μπουμπαίους τον υποδέχτηκαν τα παιδιά, οι γυ-ναίκες και ο Σωκράτης, που εκείνη την ημέρα είχε φύγει πιονωρίς από τον σταθμό. Ο μουσαφίρης έδεσε τον Μέρτζοστον ξεφλουδισμένο κορμό μιας κρανιάς στην εξωτερικήπλευρά του φράχτη. Πέρασε το κατώφλι της καλύβας κιήταν έτοιμος να φωνάξει τη γνωστή σε τέτοιες περιπτώσειςφράση «Καλώς σας βρήκα», αλλά η σκηνή που είδε να ξε-τυλίγεται μπροστά στα μάτια του, τον πάγωσε εντελώς. Ένασμάρι παιδιά πετούσαν ο ένας στον άλλο, λες και ήταν μπά-λα, την κορνίζα με τη γελαστή φωτογραφία του καθοδη-γητή με στολή στρατηγού. Αυτή, με την οποία τιμήσανε τονΣωκράτη στον διαγωνισμό της Τεχνητής Γονιμοποίησης.Οι μεγάλοι είχαν αδιαφορήσει για την κορνίζα. Δεν αντι-λαμβάνονταν τη σημασία του βραβείου και της κορνίζας,που το συνόδευε, γι’ αυτό και αδιαφόρησαν. Προσπάθησαννα την κρεμάσουν στον τοίχο, πάνω από το σεντούκι με ταγιορτινά ρούχα, δίπλα στην εικόνα του Αϊ-Θόδωρου, αλλάπαραιτήθηκαν, γιατί σκέφτηκαν ότι ο καθοδηγητής δεντους πήγαινε τους αγίους.

155

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 156: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Αργότερα τη βάλανε και σε άλλες θέσεις: δίπλα στο ρά-φι, όπου μαυρολογούσαν τα τεντζερέδια της κουζίνας, σεμια καλαθούνα όπου και την ξεχάσανε για αρκετό καιρό,ανάμεσα στα κουβάρια του αργαλειού, σε ένα σακί με ταχειμωνιάτικα ρούχα, στο αχούρι με τα ξερά κρεμμύδια καιμια τούφα ρίγανη, που τη χρησιμοποιούσαν για τις αιμορ-ροΐδες και ποτέ δεν αποφάσιζαν ποια είναι η καταλληλό-τερη και η μόνιμη θέση της. Αναζητώντας τη θέση αυτή,την μετακινούσαν αδιάκοπα σαν να φοβόνταν κάποια πα-ρεξήγηση. Από την οποία δεν γλίτωσαν, όταν είδαν να ανά-βει σα λαμπάκι ο βολβός του αριστερού ματιού του επι-σκέπτη τους.

– Δεν παίζουν μ’ αυτή, είπε στα παιδιά και άρπαξε τηνκορνίζα να την κρεμάσει στη θέση του Αϊ-Θόδωρου. Μετούτον, κάντε ό,τι θέλετε, κρεμάστε τον ακόμα και στο κο-τέτσι, τόσο μου κάνει. Πάει ο καιρός των αγίων. Σήμερα εί-ναι ο καιρός του Ενβέρ

Όταν ξεπόρτισε, ο ισχυρός άντρας της Γορίτσας εξέ-φρασε μια κάποια οικειότητα προς τον Σωκράτη, γιατί τουχτύπησε την πλάτη για να τον συγχαρεί ακόμα μια φοράγια το βραβείο και τον πήρε παράμερα σαν να ήθελε να τουεμπιστευτεί κάποιο μυστικό. Φτάσανε μέχρι τον Μέρτζο,που ρουθούνιζε δεμένος στον κορμό της κρανιάς και τουείπε:

– Αυτό, που μόλις έκανα εγώ με σας, να το κάνεις κι εσύμε τους άλλους. Όσο για κορνίζες με τη φωτογραφία τουκαθοδηγητή, θα σας προμηθεύσω εγώ. Εσύ να τις δώσειςστους Βλάχους και να τους μάθεις πού να την κρεμάσουν.

Η εντολή του Στέφανου Μούσκα εκτελέστηκε εντόςολίγων ημερών, αλλά η ζήτηση για κορνίζες ήταν μεγαλύ-τερη απ’ ό,τι περιμένανε. Οι περισσότεροι από τους Βλάχουςείχαν την εντύπωση ότι κάποιος νέος άγιος είχε εμφανιστεί

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

156

Page 157: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

και έσπευσαν στους Μπουμπαίους να προμηθευτούν τηνεικόνα του. Ήταν η πρώτη φορά που συνωστίζονταν τόσοιΒλάχοι για μια εικόνα, αλλά ο Σωκράτης στάθηκε δίκαιος.Τους πρόσφερε μια για κάθε σόι, δίνοντας προτεραιότηταστα πιο έμπιστα και πρωτοπόρα. Αυτούς που δεν πήραν,τους ησύχασε λέγοντάς τους ότι θα φέρει κι άλλες, ενώ σ’αυτούς που πήραν, τους παρήγγειλε πού να την τοποθε-τήσουν.

Την κορνίζα με τη φωτογραφία του καθοδηγητή οΣτέφανος Μούσκα την κρέμασε στην πιο περίοπτη θέσητου μεγάλου του οντά. Τούτο, ο ειδικός της ΤεχνητήςΓονιμοποίησης το πρόσεξε κατά την επίσκεψή του ένα βρα-δάκι, την ώρα που ο ήλιος είχε απομακρυνθεί πολύ και εί-χε μικρύνει σαν κορόμηλο. Ήλπιζε ότι με τέτοιες επαφές,θα μπορούσε να κάνει πιο εύκολη την υπόθεση της Κιάφας.Αλλιώς είναι να πεις στον άλλο, έξω στον δρόμο, θέλω ναμου δώσεις τον τάδε τόπο για να στήσομε το βλάχικο χω-ριό και αλλιώς όταν κάθεσαι δίπλα δίπλα σε ένα ντιβάνιτου μεγάλου οντά του.

Οι επισκέψεις του σε σπίτια Γοριτσάρηδων μετριόντανστα δάχτυλα του ενός χεριού. Γιατί οι Γοριτσάρηδες ήτανεπιφυλακτικοί απέναντι στους νέους φίλους. Δεν σου λέ-γανε εύκολα «πέρνα από το σπίτι». Πρώτα σε κοσκίνιζανκαλά για να ιδούν ποιος είσαι. Ήταν σαν να σε παρακο-λουθούσαν πίσω από την πόρτα τους, πριν την ανοίξουννα περάσεις. Με τους Βλάχους ήταν ακόμα πιο διστακτι-κοί, γιατί οι Βλάχοι γι’ αυτούς ήταν τόσο κοντά, αλλά καιτόσο μακριά. Κοντά ως σώματα και μακριά ως πιθανότητασυγχώνευσης. Κανείς δεν ήξερε ποιος φταίει περισσότερογια μια τέτοια ψυχική διάσταση μεταξύ τους, γι’ αυτό και ηζυγαριά βάραινε πότε από την πλευρά των Βλάχων και πό-τε από τη μεριά των Γοριτσάρηδων. Η αιτία ίσως να μην βρι-

157

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 158: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σκόταν ποτέ. Οι Βλάχοι, ωστόσο, είχαν την τάση της αυ-τοαπομόνωσης και της υποστήριξης ο ένας στον άλλο, ενώη τάση των Γοριτσάρηδων ήταν να βλέπουν τους ανθρώ-πους των αχυροκαλύβων αφ’ υψηλού.

Οι Βλάχοι είχαν όλη την πικρή γεύση της αλαζονείαςστη γλώσσα τους και αυτό τους έκανε ακόμα πιο κουμπω-μένους. Οι Γοριτσάρηδες πάλι, έχοντας ροπή προς τον κομ-πασμό, ήταν υπερήφανοι, είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτότους και περιφρονούσαν όλους τους άλλους. Για τουςΒλάχους, που ζούσαν σε αχυροκαλύβες, κοντά στα κοπά-δια, υπήρχαν Γοριτσάρηδες που πίστευαν ότι αυτοί δενέχουν περισσότερο μυαλό από τα πρόβατα. Και ότι είχανπόδια, γιατί δεν είχαν μυαλό. Βαυκαλίζανε έτσι το φιλότιμότους με την έννοια «αχ, τι καλά που είναι αυτοί και δεν εί-μαστε εμείς τέτοιοι!» Η ικανοποίησή τους στηριζόταν πρώ-τα πρώτα στα χτισμένα με σκαλιστή πέτρα σπίτια τους, πουδιέφεραν σαν η μέρα με τη νύχτα από τις αχυροκαλύβες.

Η Γορίτσα διέφερε από τα γύρω χωριά του λεκανοπεδί-ου, όπως διέφερε και ο τρόπος σκέψης των κατοίκων της.Επειδή είχε σπίτια ψηλά με σκαλιστή πέτρα, εξώστες μελουλούδια, οντάδες με βαριά έπιπλα, πεζούλια στα οποίακαθότανε και κουτσομπολεύανε τους άλλους και δρόμουςμε καλντερίμι, από καιρό είχε εδραιωθεί μέσα τους μια φι-νέτσα και μια ευγένεια, που τις συναντάει κανείς στους αν-θρώπους της πόλης. Κι όχι πόλης ό,τι κι ό,τι. Η Γορίτσα με-τρούσε τον εαυτό της με τη σκιά της. Μια τέτοια ιδεοληψίατους έκανε να νιώθουν τους εαυτούς τους πιο πολίτες απότους πολίτες και τους Βλάχους, πιο Βλάχους απ’ ό,τι ήταν.Τότε, που κατοικούσαν στα Μαύρα Χώματα, δεν τους επέ-τρεπαν ούτε να διασχίσουν το χωριό και γινόταν λόγος γιατην περιβόητη ταμπέλα, που εμφανιζόταν πότε-πότε σανφάντασμα στην αρχή του στρωμένου με καλντερίμι, δρό-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

158

Page 159: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

μου. Αργότερα, όταν οι Βλάχοι εγκαταστάθηκαν στους πρό-ποδες των δύο λόφων και οι Βλάχισσες εντάχτηκαν στιςταξιαρχίες του κάμπου, οι Γοριτσάρηδες παρηγορήθηκανμε την ιδέα ότι απ’ εδώ και πέρα θα δούλευαν οι Βλάχοι ενώαυτοί θα κάθονταν και ταυτόχρονα θα ήταν το μυαλό, τοοποίο έλειπε από το κεφάλι των Βλάχων.

Ο Στέφανος Μούσκα, ο πρώτος της Γορίτσας, είχε τοψηλότερο και το ομορφότερο σπίτι στο χωριό. Με εξώστηστην πρόσοψη ο οποίος ήταν σκεπασμένος με κεραμιδέ-νια στέγη, τοιχώματα από τις τέσσερις πλευρές, σοβατι-σμένα και ασβεστωμένα και σε κάθε πλευρά παράθυρο φορ-τωμένο με λουλούδια. Ο Σωκράτης Μπούμπας είδε την αυ-λή, το στρωμένο με μαύρη πέτρα υπόστεγο και τις σκάλες,που σε οδηγούσαν στον ευρύχωρο οντά του. Οι πλάκες στησκάλα ήταν όμοιες με εκείνες στο υπόστεγο, αλλά ασβε-στωμένες γύρω-γύρω. Ο Βλάχος του αχυρένιου χωριού τιςανέβηκε πατώντας στα νύχια και προσέχοντας μην πατήσειτις γραμμές του ασβέστη. Όταν μπήκε στον οντά προσπά-θησε να μην αφήσει κηλίδες στις σανίδες που άστραφταναπό καθαριότητα. Η σύζυγος του Στέφανου μόλις είχε τε-λειώσει το σφουγγάρισμα και, όταν τον είδε το πώς φυλα-γόταν, γέλασε και του είπε:

– Δεν πειράζει, γιε μου, περπάτα όπως θέλεις, τις κα-θαρίζω ξανά.

Για τις γυναίκες της Γορίτσας, ο Σωκράτης είχε άλλη εν-τύπωση απ’ αυτή που είχε για τους άντρες. Ήταν πολύ κα-λές και είχαν μόνο ένα κακό, ότι παντρευτήκανε με κακούςάντρες. Αν και λίγο απορημένος για την επίσκεψη, οΣτέφανος Μούσκα τον υποδέχτηκε χαμογελαστός.

– Καλώς ήρθες, βολέψου όπου μπορείς καλύτερα. Ο ευρύχωρος οντάς ήταν ορθογώνιος, με μακρύ ντιβά-

νι, ψηλό ταβάνι από σανίδες πεύκου, δύο μεγάλα παράθυ-

159

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 160: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ρα με άσπρη κουρτίνα, που έπεφτε μέχρι τη μέση τους. Στηνπιο περίοπτη θέση η κορνίζα με τη φωτογραφία του καθο-δηγητή και αντίκρυ ένα πορτρέτο του νοικοκύρη του σπι-τιού με το πολυβόλο στον ώμο που θύμιζε το θραύσμα τηςοβίδας, το οποίο είχε σφηνωθεί κάτω από το κρανίο του καιμια αρμαθιά με ξηραμένα κορόμηλα σαν κάλυκες. Ο άν-θρωπος με το πολυβόλο στον ώμο, που τώρα στεκότανεκάτω από την αρμαθιά με τα ξηραμένα κορόμηλα, είπε στονφίλο, που μόλις μπήκε:

–Πάμε στον εξώστη καλύτερα.Ο εξώστης ήταν γύρω-γύρω με ντιβάνια, όπως και ο ον-

τάς. Ο Σωκράτης Μπούμπας κάθισε αντίκρυ στο κεντρικόπαράθυρο, για να μπορεί να βλέπει έξω. Ο ήλιος στη δύσηέδειχνε μακρινός και μικρός σαν κουκούτσι κορόμηλου, πουκαιγότανε σιγανά. Η νοικοκυρά του ’βγαλε ρακή σε μικρόποτήρι, ρετσέλι πορτοκάλι και νερό, βαλμένα όλα με τάξησε κρυστάλλινο δίσκο.

– Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε απ’ εδώ; τον ρώτησε οΣτέφανος Μούσκα. Μην μου πεις ότι οι Βλάχοι επιθυμούνκι άλλα πορτρέτα του συντρόφου Ενβέρ, γιατί άλλα δενέχω.

– Οι Βλάχοι δεν θέλουν κορνίζες, είπε ο Σωκράτης, θέ-λουν πέτρινα σπίτια, γιατί τους πάει η ψυχή στην κούλου-ρη με τις αχυροκαλύβες. Θέλουν ένα χωριό δικό τους, όπωςη Γορίτσα. Με τοίχους που δεν πέφτουν ποτέ και σκεπέςπου δεν παίρνουν φωτιά. Με πλατιούς δρόμους έστω καιχωρίς καλντερίμι, με κεντρική πλατεία, σχολείο, ραφτάδικο,αρτοποιείο και βρύση, όπως εσείς.

– Για να γίνει η Γορίτσα αυτή που είναι χρειάστηκε ναπέσουν πολλά φλουριά, του είπε ο Στέφανος.

Ο Σωκράτης, που γνώριζε ότι για την οικοδόμηση τουχωριού έβαλε το χέρι βαθιά στην τσέπη κάποιος συγχω-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

160

Page 161: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ριανός τους, που είχαν λιώσει τα κόκαλά του στην ξενιτιά,πετάχτηκε αμέσως:

– Εμείς θα τα οικοδομήσομε ισόγεια και μικρά τα σπί-τια, με λίγα χρήματα. Την άμμο, την πέτρα, τον ασβέστη θατα εξασφαλίσομε με τη δουλειά μας. Άμμο έχει το ποτάμιμας, ασβέστη κάνομε με τα χοχλάδια του, ενώ την πέτραθα τη βγάλομε στα νταμάρια πάνω από το παλάτι του τσέ-λιγκα. Θέλομε μόνον έναν καλό τόπο, που δεν θα τον πά-ρομε ποτέ αν δεν βάλεις εσύ το χέρι σου.

– Ποιο μέρος θέλετε;– Την Κιάφα.Ο βολβός του αριστερού ματιού του Στέφανου τρεμό-

παιξε και στριφογύρισε έτοιμο να πεταχτεί έξω. – Την Κιάφα δεν την δίνω, είπε ψυχρά, έτσι κάνουν όλοι

οι Γοριτσάρηδες, που φορούν μάσκα ευγένειας ακόμα κιόταν μπροστά τους έχουν έναν ενοχλητικό συνομιλητή –να ιδούμε κανένα άλλο μέρος. Αλλά και στα ΜαύραΧώματα μπορεί να γίνει ένα τέτοιο χωριό.

– Τα Μαύρα Χώματα είναι βουνό. Οι Βλάχοι τη γευτή-κανε τη ζωή του βουνού και τώρα αποφάσισαν να ζήσουναλλιώτικα.

Ο διευθυντής της Κτηνοτροφίας παραλίγο να ξεστομί-σει «πού ξέρετε εσείς τι θα πει ζωή», αλλά δεν επέτρεψεστον εαυτό του να εκτεθεί, όπως κάνει πάντα ένας μορ-φωμένος Γοριτσάρης.

– Πάντως, εδώ είμαστε, είπε σαν να ήθελε να αλλάξειθέμα συζήτησης, θα τον βρούμε έναν τόπο.

– Εμείς εκείνον τον τόπο θέλομε, επέμεινε ο ΣωκράτηςΜπούμπας.

– Μη μου ζητάτε την Κιάφα, δεν τη δίνω σάμπως να πε-ταχτείτε πάνω σαν αρκούδια, δεν την δίνω, είπε και σήκω-σε απειλητικά τον δείχτη του χεριού.

161

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 162: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Διαπίστωσε ότι ο συνομιλητής του ήταν θρασύς και γιαμια στιγμή ξέχασε ότι οι κανόνες της καλής συμπεριφοράςλειτουργούσαν όμοια για όλους τους φιλοξενούμενους, ανε-ξάρτητα ποιοι ήταν, αλλά ο Βλάχος έδειχνε τόσο σίγουροςγια τις απόψεις του, που τον ζήλεψε και ο ίδιος. Κι αυτό για-τί πίστευε πως μόνον αυτοί δεν θα έπρεπε να νιώθουν μιατέτοια σιγουριά. Γιατί θεωρούσε τους Βλάχους ένα ξεριζω-μένο, άμορφο πλήθος, που μπορούσες να το μεταχειριστείςόπως ήθελες εσύ χωρίς καμιά συνέπεια. Κι αυτό γιατί πί-στευε πως τους έλειπε εκείνη η σιγουριά, που για τον άν-θρωπο είναι ό,τι οι ρίζες για το δέντρο. Οι Βλάχοι ήταν δέν-τρα χωρίς ρίζες λοιπόν, γι’ αυτό και όταν κάποιος από αυ-τούς τολμούσε να εκφράσει κάποια σιγουριά, ήταν σαν νατην στερούσαν από σένα τον ίδιο. Έτσι ένιωσε και οΣτέφανος Μούσκα όταν ο φιλοξενούμενός του, επέμενεγια την Κιάφα και δεν ήθελε καμιά άλλη τοποθεσία.

– Εμείς θα τον πάρομε και χωρίς την συγκατάθεσή σου!– Αυτό θα το δούμε!Η σιγουριά του Βλάχου άγγιξε σαν αιχμή μαχαιριού το

θραύσμα, αυτό που είχε κάτω από το κρανίο από τον καιρόπου πολεμούσε με το πολυβόλο στην πλάτη.

– Εσείς θα κάνετε καλά να επιστρέψετε εκεί που ήσα-σταν, στα Μαύρα Χώματα. Αρκούν οι αχυροκαλύβες γιασας!

– Το τι θα κάνομε εμείς, είναι δουλειά δική μας!– Όταν πεθάνω εγώ θα πάρετε την Κιάφα! – Θα την πάρομε πιο νωρίς, δεν μπορούμε να περιμέ-

νουμε μέχρι να πεθάνεις εσύ. – Σε ποιον μιλάς έτσι, μωρέ!Ο Στέφανος Μούσκα σηκώθηκε απότομα όρθιος, πε-

πεισμένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι το θραύ-σμα του πολέμου είχε ταραχτεί από τη θέση του και ότι ο

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

162

Page 163: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

βολβός του αριστερού του ματιού είχε πάρει φωτιά. – Σε σένα μιλάω και μην συμπεριφέρεσαι σαν τσέλιγ-

κας, γιατί τους τσέλιγκες τους έχουμε φυλακίσει.– Έξω, ούρλιαξε και του έδειξε την πόρτα, παραβιάζον-

τας κάθε κανόνα καλής συμπεριφοράς, που χαρακτήριζετους Γοριτσάρηδες. Πώς τολμάς και ποιος είσαι εσύ που μι-λάς στο όνομα των Βλάχων;

Για πρώτη φορά από τότε που είχε αναλάβει να κάνειτους Βλάχους με χωριό, τα ’χασε τόσο, που δεν ήξερε τι νααπαντήσει. Διέσχισε τον μεγάλο οντά με βιαστικά βήματακαι μίλησε μόνον όταν έφτασε στο κεφαλόσκαλο:

– Εγώ είμαι ο Σωκράτης Μπούμπας!Παραλίγο να προσθέσει το γνωστό «Σωκράτης

Μπούμπας με τ’ όνομα», όπως ποθούσε να τον λένε οι άλ-λοι τότε που ήταν μικρός και που τραγούδησε για να σκά-σει η Κατερίνα το «Γραμμένα μάτια μου», αλλά δεν θα άλ-λαζε τίποτα. Όταν βγήκε από το χωριό, αντιλήφθηκε ότι οΣτέφανος Μούσκα δεν ήθελε να ξέρει ούτε πώς τον λένε,ούτε αν ήταν διάσημος. Ήθελε να ξέρει μόνον το οφίκιο,που του έδινε το δικαίωμα να μιλάει εξ ονόματος τωνΒλάχων. Μέχρι στιγμής, πέρα από το οφίκιο του υπεύθυ-νου του Σταθμού Τεχνητής Γονιμοποίησης, δεν είχε κανέ-να άλλο, που να τον θέτει επικεφαλής του αχυρένιου οικι-σμού. Τα οφίκια, εκτός από αυτό στις γυναίκες, όπου τοκρεμούσαν σαν κουδούνι στο λαιμό της Ζωίτσας τωνΚατσέτων, τα κρατούσαν Γοριτσάρηδες. Οι Βλάχοι, μολονότιδιοικητικά εντάσσονταν στη Γορίτσα, κρατούσαν μόνον τακλειδιά του αχυρώνα. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν είχαν εκδη-λώσει την τάση να κοντράρουν τους Γοριτσάρηδες. Κι ού-τε φιλοδοξούσαν να κατακτήσουν πόστα, να γίνουν οι κε-φαλές στα τοπικά πράγματα. Αν υπήρξε μέσα τους κάποιαφιλοδοξία, την έριχναν στη μάχη για να συντρίψουν τον

163

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 164: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

δικό τους κι όχι εκείνον που ερχότανε απ’ έξω. Τον απ’ έξωτον δεχότανε χωρίς όρους, ενώ τον από μέσα τον φθονού-σαν θανάσιμα και έκαναν το παν για να τον θάψουν. Όνταςπολύ κοντά ο ένας με τον άλλο και το ίδιο φτωχοί, έτρεφαντο ίδιο μένος για τους πρώτους.

Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, που αποτελούσε κα-νόνα τον οποίο έπρεπε να τον σεβαστούν όλοι, βολευόταντέλεια και ο Σωκράτης Μπούμπας, αλλά ανατράπηκε χω-ρίς να αντιληφθεί πώς, από τη στιγμή που επέστρεψε απότο φροντιστήριο και τον χαστούκισε η Κατερίνα. Η περί-φημη αυτή στιγμή και το αχαλίνωτο μίσος προς την αρ-ραβωνιαστικιά του, ήταν που ξύπνησαν ξανά μέσα του τηδόξα για καριέρα. Όσον αφορά την κορυφή και τον τρό-πο με τον οποίο θα έπρεπε να την κατακτήσει, ήταν θολάμέσα του. Γιατί και το πόστο στον σταθμό της ΤεχνητήςΓονιμοποίησης δεν ήταν ποιος ξέρει τι. Ένα πράγμα ήταν ξε-κάθαρο: Θα γινότανε ο πρώτος στους Βλάχους για να σκά-σει η Κατερίνα. Και να χύσει ένα ποτάμι δάκρυα μετανοί-ας για το χαστούκισμα.

Μετά το χαστούκισμα η ψυχή του είχε πλημμυρίσει μί-σος για εκείνη που μέχρι τότε την αγαπούσε τρελά. Όλα ταμισούσε πάνω της, εκτός από τα γραμμένα μάτια. Τα μά-τια της δεν μπορούσε να τα μισήσει ούτε στιγμή. Όσες φο-ρές θυμότανε την ομορφιά τους, το μίσος ημέρευε μέσα τουκαι δεν είχε τη δύναμη να την περιφρονήσει. Δημιουργήθηκεέτσι μια περίπλοκη ψυχική κατάσταση, που δεν ήξερε πώςνα την ονομάσει, αλλά που ήταν η αιτία να του εμφανιστείξανά ο κοιλόπονος, αυτός που δεν τον είχε αποχωριστείστα παιδικά του χρόνια. Και που θεραπεύτηκε, αφού ήπιεένα καζάνι με ψαρόλαδο. Ρώτησε τη γιαγιά Αρχοντούλα ανυπήρχε ακόμα από εκείνο το σιχαμερό υγρό, που σου γυ-ρίζει τα εντόσθια κι εκείνη του είπε πως τελείωσε αλλά ας

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

164

Page 165: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

δοκίμαζε σπορέλαιο. Η κούρα με σπορέλαιο έφερε θετικάαποτελέσματα, γι’ αυτό και παρ’ όλη την αδυναμία του σταγραμμένα μάτια, δεν ξέχασε το μίσος. Είχε πει, να τον ακού-σουν όλοι, ότι δεν ήθελε να την ξαναδεί στα μάτια την κό-ρη των Χολεβαίων. Και άντεξε σαν πραγματικός άντραςόλες τις πιέσεις της οικογένειας για συμφιλίωση.

Οι δυο οικογένειες γέλασαν όσο μπόρεσαν με το πάθη-μα του γαμπρού, αλλά όταν είδαν ότι αυτός δεν έκανε πίσω,τότε τις έζωσαν φόβοι, επειδή μαύρο σύννεφο περιτριγύ-ριζε τη συμπεθεριά τους. Προπαντός επειδή απειλούνταντο νήμα της ζωής της Κατερίνας, που επί τόσα χρόνια τοκρατούσε στα χέρια του ο Σωκράτης Μπούμπας σαν νακρατούσε εκεί την ίδια τη ζωή του. Οι Μπουμπαίοι και οιΧολεβαίοι, αντί να απομακρυνθούν οι μεν από τους δε,πλησίασαν περισσότερο. Σαν να ήθελαν να αντιμετωπί-σουν ένα κακό που δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις μό-νος. Ήταν πεπεισμένοι ότι ο τσακωμός του ζευγαριού θαμπορούσε να μετατραπεί σε αγάπη, αν οι δυο οικογένειεςήταν αγαπημένες. Ακολούθησαν συχνότερες επισκέψεις κιαπό τις δυο πλευρές, γλέντια χωρίς καμιά αφορμή και μετη συνοδεία μόνον του γραμμόφωνου, το ξόρκισμα των κα-κών ονείρων, της βασκανίας και των μαγικών, που συνή-θως τα βρίσκανε θαμμένα στο αυλάκι πίσω από το σπίτι,κοινές προσευχές μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, διά-βασμα από κοινού του φλιτζανιού, συχνότερες συναντή-σεις με τους πεθαμένους…

Οι πεθαμένοι θεωρήθηκαν η καλύτερη βάρκα σωτηρίαςτης συμπεθεριάς και φυσικά της ζωής της Κατερίνας. Τομεγαλύτερο βάρος έπεφτε στην Αναστασία, τη μητέρα τουΣωκράτη. Η Αναστασία μαζί με την πεθερά της, τηνΑρχοντούλα, ήταν από τις σπάνιες Βλάχισσες της περιο-χής, που είχαν κάνει επάγγελμα την επικοινωνία με τους

165

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 166: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πεθαμένους. Κι άλλες γυναίκες, είχαν μπει σ’ αυτό τον δρό-μο, αλλά καμιά δεν κατάφερε να φτάσει στο τέρμα, όπωςη Αναστασία. Ιδιαίτερη συμβολή σ’ αυτό είχε η Αρχοντούλα,η οποία ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους ζωντα-νούς και τους πεθαμένους. Καλύτερα από κάθε άλλον, ηγερόντισσα των Μπουμπαίων ήξερε πώς να προστατεύειτους ζωντανούς από τις υπερβολές των πεθαμένων, πώς νασυμπεριφέρεται στους πεθαμένους, που δεν αποχωρίζον-ταν τους ζωντανούς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άρπαζετη σκούπα για να διώξει τους πεθαμένους που το παράκα-ναν, αν και ποτέ δεν την πέταξε στο κεφάλι τους. Πόσομάλλον τώρα, που τους θεωρούσαν «βάρκα σωτηρίας» τηςσυμπεθεριάς.

Οι μακαρίτες έρχονταν γιατί ήθελαν να βοηθήσουν, έστωκαι με έναν καλό λόγο, για να μην τσακώνεται πια οΣωκράτης με την Κατερίνα κι η Κατερίνα να μην χαστουκίζειτον Σωκράτη. Από τους πρώτους πεθαμένους που εκείνεςτις μέρες μπήκαν στην αυλή των Μπουμπαίων, ήταν οΒασίλης Πλασάρης, θείος του Σωκράτη, και η θεία Αθηνά.Ο Βασίλης Πλασάρης δεν ασχολήθηκε πολύ με το χαστούκιπου έφαγε ο ανιψιός του, γιατί είχε το παλιό πρόβλημά του,εκείνο του λευκού κουμπιού, που η αδερφή του η Αναστασίαδεν ήθελε να ράψει στο φόρεμά της για να μην χαλάσει τηλύπη και το μεράκι του να ομολογήσει το πώς σκοτώθηκεστη φονική μάχη του Λαζαρατιού. Αυτός ομολογούσε πάν-τοτε πως δεν είχε πολεμήσει καθόλου στη μάχη τουΛαζαρατιού και ήταν πικραμένος, που κανένας δεν τον πί-στευε. Ούτε και η Αρχοντούλα, που του είχε υποσχεθεί πωςμια μέρα θα το κάνει γνωστό το μεράκι του. Μια και δενέδωσε καμιά σημασία στο χαστούκισμα του ανιψιού, έφυ-γε νωρίς από την αυλή, σε αντίθεση με τη θεία Αθηνά, πουήταν καλόψυχη και που φρόντιζε για όλους, όπως τότε που

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

166

Page 167: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ήταν ζωντανή. Αφού ρώτησε λεπτομερειακά για εκείνο πουζωντανοί και πεθαμένοι το λέγανε «χαστούκι τηςΚατερίνας», δεν έφυγε χωρίς να αφήσει πρώτα δυο προ-βλέψεις και μια συμβουλή. Μια από τις προβλέψεις αφο-ρούσε όλους τους Βλάχους ότι θα εγκαταλείπανε τα ΜαύραΧώματα για να χτίσουν πέτρινο χωριό στην Κιάφα. Η άλ-λη ήταν για τον Σωκράτη, που θα γινόταν μεγάλος του χω-ριού. Αλλά και η συμβουλή, πάλι τον Σωκράτη αφορούσε.

– Να πείτε στο παιδί, είπε με καταλυτική ψυχοπονιά, ναμην τσακώνεται με τη νύφη, γιατί η ζωή είναι γλυκιά.

Η συμβουλή της θείας Αθηνάς άδειασε όλο το μίσος απότην ψυχή του Σωκράτη, αφήνοντας εκεί μια γλύκα, που δενήταν τίποτα άλλο παρά νοσταλγία. Νοσταλγία για δυογραμμένα μάτια, που δεν μπόρεσε να τα μισήσει, καθώς καιγια την αρραβωνιαστικιά του, την Κατερίνα, που δεν θα λυ-πότανε πια σάμπως να ’τρωγε κι άλλο χαστούκι. Η γλύκααυτή τον έπεισε ότι το μίσος είχε κυριέψει την καρδιά τουόχι γιατί δεν την αγαπούσε, αλλά ακριβώς επειδή δεν μπο-ρούσε να μην την αγαπήσει. Κι ότι για να την ξανακερδί-σει έπρεπε να την πλησιάσει γλυκά, παρακαλεστικά κι όχισαν να πήγαινε να την αρπάξει. Όχι απλώνοντας το χέρινα πάρει κάτι που του ανήκει, αλλά ανοίγοντας την αγκα-λιά, να κλείσει μέσα της κάτι που σου δίνει χαρά. Η Κατερίναήταν μέσα του σαν όνομα και έβγαινε στα χείλη του σαντραγούδι. Μέχρι τότε, το όνομά της ποτέ δεν το είχε προ-φέρει με φωνή, όπως ήταν, με τους πραγματικούς ήχουςτου, γιατί του είχε φυτρώσει σαν τριαντάφυλλο στα χείλητο τραγούδι «Γραμμένα μάτια μου». Το κακό ήταν ότι όνταςκατά φαντασία άντρας της, δεν ήταν ο πραγματικός άν-τρας της. Ήταν μεγάλο βάσανο για τον Σωκράτη Μπούμπαμέχρι να γίνει ο αληθινός άντρας της. Γιατί δεν μπορούσενα της πει έστω έναν γλυκό λόγο. Δεν μπορούσε να κόψει

167

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 168: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ένα λουλούδι και να της το δώσει, όπως έκαναν τα αγόριατης Γορίτσας με τις αγαπητικιές τους. Δεν μπορούσε να τηςκάνει ένα δώρο, να της φέρει μια λεβάντα ή μια καρφίτσααπό τους τσιγγάνους, για τα μαλλιά της. Ήταν πράγματιμια κόλαση, γι’ αυτό επειδή δεν μπορούσε να γίνει ο αλη-θινός άντρας της, αποφάσισε να γίνει ο τέλειος άντρας της.

Ωστόσο, την τελειότητα την έβλεπε στην αναρρίχησηνα φτάσει ψηλά και να γίνει ο πρώτος των Βλάχων. Κι όχιγια να την κάνει να σκάσει, αλλά για να την προσελκύσει.Η τύχη ήταν μαζί του. Η απόφαση να φτάσει ψηλά ήρθετην κατάλληλη στιγμή, όταν οι Βλάχοι ζητούσαν να ιδρύ-σουν χωριό στην Κιάφα. Οι Βλάχοι ζητούσαν τόπο, ενώ αυ-τός να γίνει ο ιδανικός άντρας της Κατερίνας. Ή ο πρώτοςανάμεσα στους Βλάχους, που δεν θα ξυπνούσε τον φθόνομέσα τους, επειδή θα πάλευε για το καλό τους. Και μεγά-λωνε μαζί τους. Αυτό ακριβώς, οι Βλάχοι το έχουν αποδεχτείαπό πολύ παλιά, από τότε που ο Σωκράτης καθότανε σταγόνατα του πατέρα του, του Γεράσιμου, γύριζε τα ποτήριαμε το νερό άσπρο πάτο για τις υγείες και τραγουδούσε σαναηδόνι το «Γραμμένα μάτια μου». Ή όταν χόρευε το «Εμέναη μάνα μ’ έστειλε να μάσω μανουσάκια». Δεν ήταν τυχαίοπου αργότερα τα κορίτσια ονειρεύονταν να τον κάνουν άν-τρα τους, ενώ οι μανάδες, που είχαν κορίτσια για παντρειά,να τον κάνουν γαμπρό. Προπαντός οι μανάδες, όταν τονβλέπανε το πώς τραγουδούσε, πώς χόρευε, πώς ντυνότανκαι πώς ομόρφαινε από μέρα σε μέρα, ψιθύριζαν με μεράκι:

– Ας κάνω έναν γαμπρό σαν τον Σωκράτη Μπούμπα κιας πεθάνω ίσα αύριο.

Τώρα θα τον έβλεπαν να γίνεται και μεγάλος στουςΒλάχους, όπως είχε προβλέψει η πεθαμένη Αθηνά. Αλλάτο πώς ρίχνεται το πρώτο βήμα στη σκάλα της καριέρας,τον έμαθε ένας ζωντανός, ο γνωστός φίλος των Μπουμ -

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

168

Page 169: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

παίων, ο Ριζά Κέρπι. Είχε βγει από τα ρούχα όταν έμαθε ότιο Στέφανος Μούσκα έδιωξε από το σπίτι του το παιδί τωνΒλάχων και πιστεύοντας ότι μόνον έτσι θα τελείωναν ταβάσανα, του άνοιξε νέο ορίζοντα.

– Να γράψεις γράμμα στον καθοδηγητή, του είπε, για-τί μόνον αυτός μπορεί να τους βρει την άκρη. Και τότε έχο-με να ιδούμε το πώς χορεύουν οι Γοριτσάρηδες στο ταψί.

Δεν είχαν περάσει ούτε δυο εβδομάδες από την ημέραπου η επιστολή με το όνομα «Σωκράτης Μπούμπας» κά-τω και με μια υπογραφή σαν ορνιθοσκάλισμα με κινέζικοστυλό, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα και η είδηση ότι ο κα-θοδηγητής θα επισκεφτεί τη Γορίτσα, έπεσε σαν αστραπή.Οι Γοριτσάρηδες, μικροί και μεγάλοι, αναστατώθηκαν.Ασβέστωσαν τα σπίτια μέσα κι έξω, τοποθέτησαν στα πα-ράθυρα μεγάλες γλάστρες με λουλούδια, που μόνον σταμέρη αυτά μεγάλωναν υγιέστατα, καθάρισαν τους δρόμουςμε τη σκούπα και απομάκρυναν τα ζώα για να καθαρίσει οαέρας από τη μυρωδιά της κοπριάς. Έφτιαξαν και τραγού-δι που θα το τραγουδούσαν μπροστά του, γι’ αυτό και έκα-ναν πολλές πρόβες: «Αυτοί οι ψωροέλληνες/ ζηλεύουν τηζωή μας». Έγινε έπαρση της σημαίας στο σπίτι του ΣτέφανουΜούσκα. Ορίστηκε η γριά που θα τον υποδεχόταν με τηνευχή «Καλώς ήρθες, γιε μου», ο μαθητής που θα του πρό-σφερε λουλούδια, η κοπέλα που θα φορούσε τη διάσημηνυφική στολή και που θα του πρόσφερε ρετσέλι πορτοκα-λιού. Χαμένος κόπος. Την τελευταία στιγμή ειδοποιήθηκανότι ο καθοδηγητής αυτή τη φορά είχε δουλειά μόνον μετους Βλάχους στα Μαύρα Χώματα.

Η συνάντηση με τους Βλάχους είχε αφήσει ανεξίτηλεςεντυπώσεις στον καθοδηγητή, τόσο που αργότερα τις κα-τέγραψε και μια και δυο φορές στις αναμνήσεις του. Η μέ-ρα ήταν χαρά θεού. Τα λίγα συννεφάκια στην κορφή τουβουνού της Ντόμπρας, είχαν διαλυθεί κι αυτά, μόλις ακού-

169

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 170: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στηκε το βροντερό γέλιο των Βλάχων. Οι ντόπιοι έλεγανειρωνικά ότι «όταν γελούν οι Βλάχοι, βρέχει», αλλά ούτεεκείνη τη μέρα ούτε και τις επόμενες, δεν έπεσε σταλαμα-τιά, έτσι για να αποδειχτεί ότι αυτό που έλεγαν οι ντόπιοιδεν ήταν παρά μια κακία για τους νομάδες των βουνών. ΟιΒλάχοι γέλασαν πολύ εκείνη την ημέρα, ίσως επειδή έβλε-παν τον καθοδηγητή ότι δεν επηρεαζόταν διόλου από τηνκακία των ντόπιων. Το διαπίστωσαν από τα πρώτα λόγιαπου είπε, και τα είπε στη βλάχικη γλώσσα.

– Kum esht, gjini? είπε στο βλάχικο πλήθος που είχεσυγκεντρωθεί στον χώρο ανάμεσα στους δύο λόφους.

Όλοι γέλασαν. Έτσι βροντερά, δεν είχαν γελάσει ποτέμέχρι εκείνη την ημέρα. Είχαν ξεσπάσει σαν βροντή, πουδιαλύει τα σύννεφα. Όλοι ήταν εκεί. Ακόμα και τα μωράτης κούνιας, οι γριές με τον σταυρό στο μέτωπο, τα παιδιά,που δεν ήξεραν για ποιον να επευφημήσουν πρώτα, για τονφίλο που ήρθε από μακριά ή για τον πρόεδρο τον Λευτέρη.Για τον καθοδηγητή και τον Ντέμο, τον πρώτο γραμματέατου Κόμματος στον Νομό, είχε στηθεί πρόχειρη εξέδρα,στρωμένη με μάλλινες βελέντζες, που πρώτα τις ελέγξανελεπτομερειακά κάτι άτομα που κατέβηκαν βιαστικά απόσκούρα αυτοκίνητα και από το γκρι αυτοκίνητο τηςΑσφάλειας, το οποίο συχνά έκανε την εμφάνισή του καιστις στάνες κι οι τσομπάνοι το φώναζαν «Μπάρτζα».

Από την εξέδρα με τις βελέντζες, καθισμένος σταυρο-πόδι, ρώτησε τους Βλάχους ο καθοδηγητής «Kum esht, gji-ni?» Που ήταν και οι μόνες λέξεις που ήξερε στη γλώσσατους. Μετά, αφού επαίνεσε το γέλιο τους και έκανε καλαμ-πούρια με τις γριές και τις μάθαινε το πώς να αφαιρέσουν μεξυραφάκι τον σταυρό από το μέτωπο, εξήγησε γιατί αυτήτη φορά προτίμησε να επισκεφτεί τους ανθρώπους των κα-λυβόσπιτων. Ο λόγος ήταν η επιστολή του ΣωκράτηΜπούμπα και η Κιάφα. Συνήθως στις επιστολές του λαού

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

170

Page 171: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

απαντούσε γραπτά, αλλά για τους Βλάχους έκανε εξαίρεση,ήρθε να τα πούνε από κοντά. Γιατί ήταν λαός εργατικός καισυνετός. «Όλοι οι λαοί, είπε, καυχιούνται ότι είναι γενναί-οι και μόνον οι Βλάχοι καυχιούνται ότι είναι εργατικοί καισυνετοί». Έναν τέτοιο λαό τον είχε στην καρδιά του. Καιγια να το αποδείξει αυτό, ρώτησε «Ποιος είναι ο ΣωκράτηςΜπούμπας;» Τον κάλεσε να καθίσει ανάμεσα στον ίδιο καιστον πρώτο του Νομού και είπε με βροντερή φωνή, για νατον ακούσουν όλοι:

– Να τη χαρείτε την Κιάφα!Μια βδομάδα αργότερα, ο Σωκράτης Μπούμπας αντι-

κατέστησε τον Στέφανο Μούσκα. Μια εντολή από ψηλάήταν αρκετή να κατέβει ο ένας από τον Μέρτζο και να ανέ-βει ο άλλος. Σφραγίστηκε έτσι η τροχιά μιας λαμπρής κα-ριέρας για τον Σωκράτη Μπούμπα. Ήταν μεγάλη η από-σταση ανάμεσα στο πόστο του υπεύθυνου ενός σταθμούΤεχνητής Γονιμοποίησης Ζώων και στο πόστο τουΔιευθυντή της Κτηνοτροφικής Επιχείρησης. Ο διευθυντήςείχε υπό τις διαταγές του έναν λόχο με τσομπάνους, χιλιά-δες κεφάλια λιανών ζώων και ένα τάγμα με μουλάρια. Τομόνο που του είχε απομείνει πια, ήταν να συμφιλιωθεί μετην Κατερίνα.

Την είχε συγχωρέσει από καιρό για το χαστούκι και σ’αυτό επηρέασε πολύ η συμβουλή της θείας Αθηνάς, αλλάη αρραβωνιαστικιά του δεν γνώριζε τίποτα ακόμα. Δεν γνώ-ριζαν ούτε οι Χολεβαίοι. Τους επισκέφτηκε την τρίτη μέραμετά την ανάληψη των νέων καθηκόντων του. Οι δυο πρώ-τες μέρες τού χρειάστηκαν να στρώσει τον Μέρτζο. Μόλιςέκανε να τον καβαλικέψει, αναστατώθηκε σαν να ήθελε νατου πει ότι η σέλα του δεν ήταν για Βλάχους. Του έριξεάγριο, αλαζονικό, ανυπότακτο βλέμμα, που του θύμισε τηνΚατερίνα την ημέρα που τον χαστούκισε, όταν την αγκά-λιασε και προσπάθησε να τη φιλήσει. Τον γρονθοκόπησε

171

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 172: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στο μέτωπο, ακριβώς εκεί που είχε την άσπρη βούλα σανμαδημένη μαργαρίτα, του κατασπάραξε τα καπούλια μεράβδο από κρανιά και ορκίστηκε ότι θα του βγάλει τα αλα-ζονικά μάτια. Ύστερα τον καβαλίκεψε και όρμησαν στουςαγροτικούς δρόμους του Μπούφου. Μετά απ’ αυτά, είχετην εντύπωση ότι τις δυο αυτές μέρες πάλευε με την αλα-ζονεία της Κατερίνας. Ταράχτηκε σύγκορμα όταν διαπί-στωσε ότι ακόμα και ως διευθυντής, ως πρώτος ανάμεσαστους Βλάχους, κι ακόμα ως τέλειος άντρας ίσως να μηννικούσε εκείνο το ανυπότακτο βλέμμα της Κατερίνας. Ωςδιευθυντής είχε αναρριχηθεί απότομα στα μάτια των άλ-λων, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν κάτι τέτοιο είχε γίνει καιστα μάτια της Κατερίνας. Κατάλαβε, επίσης, ότι όσο εύκο-λο ήταν να γίνει ο πρώτος των Βλάχων, τόσο δύσκολο ήταννα γίνει πρώτος στην καρδιά της. Και δεν αμφέβαλε πια ότιήταν καλύτερα να ήσουν ο αληθινός άντρας, παρά ο τέ-λειος άντρας. Πείστηκε, έτσι, ότι όσο πιο γρήγορα θα γι-νότανε αληθινός, τόσο πιο γρήγορα θα του άνοιγε την καρ-διά της η Κατερίνα.

Μ’ αυτή την ελπίδα επισκέφτηκε τους Χολεβαίους, τηντρίτη μέρα μετά την ανάληψη των υψηλών καθηκόντων κιαφού στον Μέρτζο δεν είχε μείνει ούτε σημάδι από αλαζο-νεία. Τον έδεσε μακριά από την αυλή τους για να μην έδινετην εντύπωση ότι τώρα ήταν μεγάλος και ότι του είχαν πά-ρει τα μυαλά αέρα. Πέρασε το κατώφλι ήρεμος, πράγμαπου τον βοηθούσε να φαίνεται ως πραγματικός άντρας. Τοόνομα της Κατερίνας σπάραζε στα χείλη του και δεν τοέδιωξε ούτε όταν πέρασε την αυλή, ούτε όταν άκουσε ναλένε «Ήρθε ο διευθυντής». Το δωμάτιο που οι Χολεβαίοιυποδέχονταν τους φίλους, ήταν γεμάτο, άλλοι καθισμένοι,άλλοι όρθιοι, αλλά όλοι χαρούμενοι, που είχαν στο σπίτιτους τον γαμπρό και διευθυντή.

Του άνοιξαν τόπο να καθίσει στην κορυφή, αλλά αυτός

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

172

Page 173: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

προτίμησε έναν καναπέ με μαυρισμένα πόδια, που έτριζε.Γύριζε το κεφάλι προς τον έναν και τον άλλο, χαιρετούσετους Χολεβαίους, αλλά η αγωνία του ήταν να ιδεί τηνΚατερίνα. Τώρα δεν την έκρυβε τη νοσταλγία του όπωςπριν, που φαινότανε πως ήταν αγάπη για όλους τουςΧολεβαίους.

Η Κατερίνα άργησε να μπει. Από την ανοιχτή πόρτα έμ-παιναν οι ακτίνες σαν βελόνες, που διασταυρώνονταν πά-νω της και του Σωκράτη του φάνηκε πως φλεγόταν. Στά -θηκε με χαμηλωμένα τα γραμμένα μάτια της και με μια ακτί-να που της είχε μείνει στα χείλη. Ο Σωκράτης Μπούμπας, ανκαι μπροστά σε όλους, δεν δίστασε όπως πάντα, να την κοι-τάξει ίσα στο πρόσωπο. Ήταν τόσο όμορφη, που παραλίγονα λιποθυμήσει. Η ομορφιά τον συνέφερε, τον ανάγκασενα σηκωθεί και να πάει κοντά της με τέτοια ορμή που δεν εί-χε γίνει άλλη φορά στις αχυροκαλύβες. Οι Χολεβαίοι τρό-μαξαν. Όλοι περίμεναν να σκύψει ξανά να τη φιλήσει καιη Κατερίνα να τον χαστουκίσει. Ηρέμησαν όταν είδαν ότιο Σωκράτης ήθελε απλώς να την αγγίξει. Την άγγιξε, τηςπήρε το δεξί χέρι στο δικό του, το σήκωσε ψηλά, τόσο πουφάνηκαν τα ίχνη από τις κοκκινωπές φουσκάλες και είπεδυνατά για να ακούσουν όλοι:

– Με τούτο το χέρι με χαστούκισε!Οι Χολεβαίοι γέλασαν δυνατά όπως την ημέρα που τους

επισκέφθηκε ο καθοδηγητής. Η Κατερίνα δεν γέλασε.Έκλεισε βιαστικά την παλάμη της και απομακρύνθηκε, έτοι-μη να βάλει τα κλάματα.

– Αφήστε τη να φύγει, είπαν όλοι με μια φωνή, κλαίειαπό τη χαρά της.

173

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 174: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Αν ο Στέφανος Μούσκας δεν τους έλεγε «ερχόμενους», αλ-λά απλώς «Βλάχους», ο Ριζά Κέρπι δεν θα αναρωτιόταν πο-τέ «ποιοι είναι τούτοι οι άνθρωποι;» Ρώτησε τον εαυτό του,γιατί ήταν σίγουρος πως οι άλλοι δεν γνώριζαν τίποτα. Ήγνώριζαν όσα γνώριζε και ο ίδιος: ότι τούτοι οι άνθρωποιαποδημούσαν πότε στα βουνά του Βυθκούκι και πότε σταχειμάδια του Μπούφου, ενώ τα τελευταία χρόνια ρίζωσανκάπως στους λοφίσκους δίπλα στη Γορίτσα. Για κάποιονπου ήθελε να ξέρει λίγα, τούτα ήταν αρκετά, ενώ για κά-ποιον άλλο, που ήθελε να μάθει περισσότερο, δεν ήταν πα-ρά ψίχουλα. Από τη στιγμή, όμως, που ο πρώτος του χωρι-ού, ο Στέφανος, τους είχε προσδιορίσει ως «ερχόμενους»,ο Ριζά τάχτηκε με τους δεύτερους.

Μέχρι τότε, είναι αλήθεια ότι τους είχε πλησιάσει πε-ρισσότερο από κάθε άλλον Γοριτσάρη. Αρχικά ως δάσκα-λος των παιδιών τους στο ξύλινο σχολείο, αργότερα ως πα-τέρας του αγοριού που είχε πάρει όνομα Βλάχου και τέλοςως συλλέκτης των τραγουδιών τους. Οι επαφές αύξησαντις γνωριμίες, οι γνωριμίες αύξησαν τις γνώσεις, αλλά πο-τέ δεν είχε αναρωτηθεί «ποιοι είναι τούτοι οι άνθρωποι».Γιατί τους θεωρούσε ντόπιους, όπως και τον εαυτό του. Πουαπό καιρό είχαν μοιράσει τον τόπο αυτό μεταξύ τους, όπωςθα τον μοίραζαν και στο μέλλον. Αν τους προσδιόριζες ως«ερχόμενους», όπως διατεινόταν ο Στέφανος Μούσκα, ήτανσαν να τους υπενθύμιζες ότι τους έλειπε ο τόπος. Ότι δενείχαν ποτέ τόπο και ποτέ δεν θα έχουν. Ότι ο τόπος πουπατούσαν ήταν μάνα για τους άλλους και μητριά γι’ αυ-τούς. Ήταν κατανοητό ότι σκοπός του Στέφανου Μούσκαήταν να τους υπενθυμίσει πως δεν ήταν παρά ορφανοί και

Η μεγάλη απόκρυψη

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

174

Page 175: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νόθοι στον τόπο αυτό. Μια προσέγγιση, δηλαδή, που θαγινότανε πιο πιστευτή, αν τους έμενε το παρατσούκλι «ερ-χόμενοι». Και που μπορούσε να ήταν τέλειος χαρακτηρι-σμός για τους Γοριτσάρηδες, αλλά όχι για τον Ριζά Κέρπι.Γι’ αυτόν ήταν μια ώθηση για να μάθει περισσότερα και ναδώσει απάντηση σε σειρά ερωτήσεων, που χοροπηδούσανμπροστά στη μύτη του.

Τι είναι τούτοι οι άνθρωποι, που όταν τους ρωτάς, σουλένε «ούτε εμείς δεν ξέρουμε τι είμαστε»;

Γιατί διαφέρουν απ’ αυτόν;Γιατί ντύνονται, μοιρολογούνε και τραγουδούνε δια-

φορετικά;Γιατί αγάπησαν το βουνό και φοβούνται τον κάμπο;Γεννήθηκαν νομάδες ή έγιναν με τον καιρό τέτοιοι;Κυκλοφοράει στις φλέβες τους αίμα περιπλανούμενου

ή έγιναν τέτοιοι κάτω από ορισμένες συνθήκες;Γιατί οι άλλοι τους λένε «Βλάχους» και οι ίδιοι προσ-

διορίζονται ως «Ρουμάνοι»;Αν τους χαρακτηρίζαμε ως ξεριζωμένο έθνος, ποιος εί-

ναι ο τόπος όπου έριξαν τις πρώτες ρίζες και ποιος ο τόποςαπό τον οποίο ξεριζώθηκαν τελευταία;

Πόσο διατήρησαν την εθνική τους υπόσταση και πόσοεντάχτηκαν στα άλλα έθνη;

Είναι προσφορότερη η ένταξη ή η διατήρηση της εθνι-κής υπόστασης;

Τι έχουν προσφέρει στους άλλους και τι έχουν πάρει απ’αυτούς;

Γιατί τη γλώσσα τους στο σπίτι τη μιλούν ελεύθερα, ενώέξω την φυλακίζουν στο στόμα τους;

Γιατί ο ίδιος καυχιότανε για ό,τι ήτανε, ενώ αυτοί δι-στάζανε για εκείνο που είναι;

175

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 176: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Γιατί στα Μαύρα Χώματα ένιωθαν πιο ελεύθεροι, ενώτώρα στο χωριό σα να τη χάσανε την ελευθερία τους καιένα σύννεφο εξάρτησης, ταπείνωσης και μυστηρίου τουςτύλιγε από παντού; Λες και οι Γοριτσάρηδες φαίνονταν πιοπολύ απ’ ό,τι ήταν, ενώ αυτοί πιο λίγο απ’ ό,τι ήταν;

Μετά από όλες αυτές τις ερωτήσεις ο Ριζά Κέρπι κα-τάλαβε ότι αν τους Βλάχους τους περιτύλιγε ένα μυστή-ριο, αυτόν τον ίδιο τον τριγύριζε κάτι το ανείπωτο ή πουειπώθηκε μισό εξαιτίας του φόβου, που εμπεριέχεται στηλαϊκή έκφραση «Μην σκαλίζεις πολύ γιατί θα βγάλεις ταμάτια σου». Έτοιμος να μπει στα βαθύτερα, άρχισε να κο-λυμπάει στα τραγούδια τους. Είχε συλλέξει ένα σακούλιμε τραγούδια, στην αρχή επειδή του ζέσταιναν την ψυχήκαι αργότερα με την ιδέα να κάνει ένα βιβλίο. Μέχρι εδώ,όμως, ήταν σαν να περπατούσε στα ρηχά, ενώ τώρα το βύ-θισμα στην καρδιά των τραγουδιών ήταν ταυτόχρονα βύ-θισμα στις ρίζες των Βλάχων. Με μόνιμο στόχο να βρει ποι-οι ήταν. Αλλά βρέθηκε σε αδιέξοδο μονοπάτι. Γιατί τα τρα-γούδια είχαν να κάνουν με την ψυχή των ανθρώπων καιόχι με τις ρίζες τους.

Για να μπορέσει να βρει διέξοδο και να προχωρήσει προςτις ρίζες, διεύρυνε τις διαστάσεις του μελλοντικού βιβλίου.Εκτός από τα τραγούδια, αντικείμενο της έρευνάς του έγι-ναν τα ήθη και τα έθιμα, οι παραδόσεις, οι στολές, οι θρύλοικαι τα παραμύθια. Για τη συλλογή τους συνάντησε γέρουςμε το ένα πόδι στον τάφο, ενώ στους γάμους προσπαθού-σε να είναι όλος αυτιά και να μην αφήνει τίποτα να πέσεικάτω. Ερεύνησε πιο πολύ αυτό που το ονομάζανε «επαφή μετους πεθαμένους». Μελέτησε τους αργαλειούς κι ακόμα τοπαραλήρημα ενός μισότρελου, που διατεινόταν πως ήτανπρόεδρος των Βλάχων. Έκπληκτος είχε μείνει με τους αρ-γαλειούς, που τους έβρισκε σε κάθε καλύβα, πότε πάνω από

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

176

Page 177: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τη γη και πότε χωμένους μέσα στη γη. Του προκαλούσανίλιγγο η δομή τους, οι άξονες, οι λωρίδες, τα τσικρίκια. Όπωςκαι η διαδικασία της επεξεργασίας του μαλλιού, η κουρά,το πλύσιμο, το στέγνωμα, το λανάρισμα, το γνέσιμο, τα νή-ματα, η ύφανση, το βάψιμο, η κατεργασία στη νεροτριβή,το ράψιμο των ρούχων ή των σκεπασμάτων, όλα αυτά πουτα ονόμαζε «η βιομηχανία των Βλάχων». Στη βιομηχανίααυτή ήθελε να αφιερώσει μια προθήκη ολόκληρη, που έμει-νε άδεια και χωρίς τίτλο, σε πείσμα του Στέφανου Μούσκα,που επέμενε να τους ονομάσει «ερχόμενους».

Ωστόσο, εκείνο που δεν ήξερε πώς να το προβάλει στηνπροθήκη, ήταν η Μοσχόπολη. Όχι μόνον ο ΣτέφανοςΜούσκας, αλλά όλοι οι Γοριτσάρηδες θα του έλεγαν «Τισχέση έχουν οι Βλάχοι με τη Μοσχόπολη;» Ήταν γνωστόκαι καθιερωμένο ότι εκεί, πριν από δυο αιώνες, είχε λάμψειένα αλβανικό θαύμα, που το ζήλευαν όλοι οι λαοί τωνΒαλκανίων. Γι’ αυτό και δεν θα άρεσε σε κανέναν να μοι-ραστεί με τους άλλους τη δόξα των πρώτων ιδρυτών. Πόσομάλλον με τους Βλάχους που στη χάση και στη φέξη ανα-φέρονταν ότι έχουν παίξει κι αυτοί κάποιο ρόλο, αν και ασή-μαντο, σ’ αυτό που ονομαζόταν «Ο λαμπρός αιώνας τηςΜοσχόπολης». Για τον ρόλο αυτό κάτι είχε υποπέσει καιστην αντίληψη του Ριζά Κέρπι, αλλά πάντα με την τάσητης συσκότισης και της απόκρυψης της αλήθειας. Μια συ-σκότιση που δεν προερχόταν από την ίδια τη Μοσχόπολη,αλλά που σαν μάλλινη βελέντζα, τη ρίχνανε πάνω της άλ-λοι. Με σκοπό να φαίνεται όσο έπρεπε να φανεί.

Αυτός που τον έσυρε πρώτος στα βαθιά και τον παρα-κίνησε να κάνει τις απαραίτητες έρευνες και να βρει τι κρυ-βόταν κάτω από την καταχνιά που σκέπαζε τη Μοσχόποληήταν ένας μισότρελος. Ο πρώτος γιος της Ζωίτσας τωνΚατσέτων, της μόνιμης υπεύθυνης των Γυναικών. Ο πρό-

177

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 178: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

εδρος ο Λευτέρης. Αναμφίβολα, στο θέμα της Μοσχόποληςυπήρχε κάτι σαν απαγόρευση ή κάτι που θύμιζε τη λαϊκήφράση «Μην σκαλίζεις πολύ, γιατί θα βγάλεις τα μάτια σου».Ήξερε ακόμα ότι ο Λευτέρης είχε κηρύξει τον εαυτό τουπρόεδρο της Δημοκρατίας των Βλάχων με πρωτεύουσα τηΜοσχόπολη. Είχε ιδεί, επίσης, δεκάδες φορές τη συνάθροισητων παιδιών γύρω του κατά την οποία ο πρόεδρος τα χαι-ρετούσε όπως ο καθοδηγητής, αλλά ποτέ δεν είχε αναρω-τηθεί γιατί είχε επιλέξει ως πρωτεύουσα το χωριό με τηνπιο λαμπρή και ταυτόχρονα την πιο συγκεχυμένη ιστορία.Αναρωτήθηκε τώρα, που αποφάσισε να ερευνήσει τις ρίζεςτων τελευταίων νομάδων, και η πρώτη ερώτηση που ανέ-κυψε ήταν «Τι θέλει η Μοσχόπολη στο στόμα ενός μισό-τρελου; Και γιατί επέλεξε αυτή ως πρωτεύουσα και δεν έβα-λε το δάχτυλο στα Μαύρα Χώματα ή στη Γορίτσα;»

Δεν ήταν εύκολο να διεισδύσει στο θολό μυαλό ενόςμισότρελου, γι’ αυτό και αναρωτήθηκε ξανά: αυτός ο ίδιοςτι ξέρει για τη Μοσχόπολη; Ήξερε όσα έπρεπε να ξέρει καιόσα λέγονταν, πάντα με την τάση της απόκρυψης της αλή-θειας. Που δεν σου επέτρεπε να ρωτήσεις περισσότερα,αλλά που ταυτόχρονα σε παρότρυνε να ψάξεις και να βρειςεκείνο που αποκρυπτόταν. Και να φτάσεις σ’ εκείνο πουδεν λεγόταν. Τον ενθάρρυνε η σκέψη ότι αφού για τηΜοσχόπολη γνώριζε ένας μισότρελος, τότε οι γνωστικοίσίγουρα θα γνωρίζουν περισσότερα. Ρώτησε πολλούςΒλάχους, αλλά έλαβε την ίδια απάντηση: η Μοσχόποληείχε σπουδαία βοσκοτόπια. Μόνον από τη Ζωίτσα τωνΚατσέτων πληροφορήθηκε κάτι περισσότερο, ότι οι γονείςτης ήταν με καταγωγή από τη Μοσχόπολη. Μ’ αυτή τηνευκαιρία έμαθε ότι υπήρχαν δύο είδη Βλάχων, οι ντόπιοικαι του βουνού. Αυτοί του βουνού, όπως φαίνεται, είχανσχέση μόνον με τα βοσκοτόπια της Μοσχόπολης, ενώ οι

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

178

Page 179: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ντόπιοι ήταν οι ξεριζωμένοι της άλλοτε Μοσχόπολης. Αλλάταυτόχρονα ήταν το ίδιο, σαν ένα σώμα με δύο πρόσωπα.

Η παρουσία των δύο προσώπων στο ίδιο σώμα και ηαναμφισβήτητη σχέση του σώματος αυτού με τη λαμπρήΜοσχόπολη, ήταν αρκετά ώστε ένας δάσκαλος όπως ο ΡιζάΚέρπι, να βάλει μπρος τη φαντασία του. Και να νιώθει ντρο-πή που δεν γνώριζε περισσότερα. Ό,τι έκανε μετά απ’ αυ-τά για να διευρύνει τις γνώσεις για τους Βλάχους, τηΜοσχόπολη και για την καταχνιά κάτω από την οποία τηνέκρυβαν, δεν είχαν σχέση με την ολοκλήρωση μια απλήςπροθήκης μουσείου, με τη συγγραφή ενός βιβλίου, που τοθεωρούσε χρέος του, αλλά ήταν πιο πολύ θέμα γοήτρου καιαποστομωτικής απάντησης προς τον ισχυρό άντρα του χω-ριού, τον Στέφανο Μούσκα, που προσπαθούσε να τους μει-ώσει, προσδιορίζοντάς τους ως «ερχόμενους».

Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι έπρεπε να επιστρέψειστα βιβλία. Ανασκαλεύοντας βιβλία, σίγουρα θα έπεφτεπάνω σε κάποια από τις φανερές ρίζες των Βλάχων. Ή σείχνη στάχτης της καταχωνιασμένης Μοσχόπολης. Κατέβηκεαρκετές φορές στην πόλη. Στην αρχή πέρασε την πόρτατου μοναδικού βιβλιοπωλείου. Ήταν πάνω στον δρόμο μετο καταστραμμένο πεζοδρόμιο, δίπλα σε γαλακτοπωλείο,που κάποιες νεκρές πεταλουδίτσες στολίζανε τη τζαμαρίατου. Στην πάνω πλευρά, η πόρτα έλαμπε από το βερνίκι,ενώ στην κάτω είχε σαπίσει από τις βροχές. Μόλις πέρασετο κατώφλι, τον χτύπησε η μυρωδιά της μούχλας, αλλά καιτο άγρυπνο και ταυτόχρονα αποχαυνωμένο βλέμμα του βι-βλιοπώλη, με τα κοκκινωπά φρύδια, που ανασηκώνοντανσαν αγκάθια όσες φορές ακόνιζε την επαγρύπνηση. Ο ΡιζάΚέρπι δεν έδωσε καμιά σημασία στα άγρυπνα φρύδια του,γιατί τους ήξερε καλά. Όντας ολημερίς ανάμεσα στα βι-βλία, είχαν την εντύπωση ότι ήξεραν περισσότερα από αυ-

179

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 180: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τούς που έμπαιναν στο βιβλιοπωλείο για να αγοράσουν ένα,το πολύ δυο βιβλία. Έριξε πρώτα μια ματιά στα ράφια κιύστερα στον βιβλιοπώλη σαν να του έλεγε πως δεν ανα-γνωρίζει τον θρόνο στον οποίο έβαζε τον εαυτό του.

– Θέλω ένα βιβλίο, του είπε.– Τι βιβλίο;– Ένα βιβλίο για τους Βλάχους. – Τι δουλειά έχεις εσύ με τους Βλάχους; Στο πρόσωπο του βιβλιοπώλη έκανε την εμφάνισή της

η επαγρύπνηση και στα ματοτσίνορά του σαν να είχε ζων-τανέψει μια νεκρή πεταλούδα. Ο Ριζά Κέρπι θυμήθηκε τονΣτέφανο Μούσκα. Ίσως επειδή και οι δυο, ο Στέφανος καιο βιβλιοπώλης, είχαν κάτι το κοινό μεταξύ τους, την τάσηνα κρατούν στο σκοτάδι κάποιους άλλους, που ήταν δια-φορετικοί από τους ίδιους. Μια τάση που το μυαλό τουΣτέφανου Μούσκα το έκανε πιο γόνιμο, ενώ το βλέμμα τουβιβλιοπώλη λιγότερο αποχαυνωμένο.

– Θέλω να μάθω περισσότερα γι’ αυτούς. Είναι κακό; Τιείναι τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι, Ρουμάνοι, Έλληνες,Αλβανοί, ή εκλατινισμένος πληθυσμός από τη ρωμαϊκήεποχή;

Ο Ριζά Κέρπι ήταν σαν να λογοδοτούσε στον εαυτό του,παρά σαν να δικαιολογούνταν σε κάποιον άλλο. Ο βιβλιο-πώλης τόνωσε περισσότερο την επαγρύπνηση και προ-σπάθησε να φανεί όσο λιγότερο αποχαυνωμένος, αν καιδεν κατόρθωσε να αποφύγει ένα είδος εκθρόνισης.

– Από τότε που έγινα κοκκινοτρίχης, είπε μετά από αρ-κετή ώρα, δεν ξέρω να υπάρχει στα ράφια αυτά κάποιο βι-βλίο για τους Βλάχους. Και δεν ξέρω αν τους ανέφερε κά-ποιος, με εξαίρεση το Σαμί Φράσερι, που στο βιβλίο του «ΗΑλβανία, τι ήταν, τι είναι και τι θα γίνει» μας παροτρύνεινα τους αγαπάμε.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

180

Page 181: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Όταν χωρίστηκαν, σαν να μην ήθελε να αποχωριστεί τονθρόνο του, συνέστησε στον δάσκαλο του χωριού έναν πο-λυδιαβασμένο άνθρωπο, που είχε τόσα βιβλία στο σπίτι τουόσα δεν είχε ούτε η νεοϊδρυθείσα βιβλιοθήκη της πόλης.

Τον πολυδιαβασμένο άνθρωπο τον βρήκε στο υπόγειοτου σπιτιού του, να στοιβάζει βιβλία, που έπιαναν όλη τηνεπιφάνεια του τοίχου. Για να φτάσει ως εκεί κατέβηκε πέν-τε σκαλοπάτια μέσα στο σκοτάδι και ώθησε μια πόρτα, πουείχε κρεμασμένα μια αρμαθιά με κυπριά όλων των μεγεθών.Ο άνθρωπος του υπογείου, μόλις σταμάτησε η συναυλίατων κυπριών, γύρισε το κεφάλι. Ήταν γέρος, ασπρομάλληςκαι με λείο δέρμα, σχεδόν χαλαρωμένο όπως του πεθαμένου.Ήταν φανερό πως για να ελαφρύνει το βάρος που είχε κα-θίσει στους ώμους του και για να τρομάξει τον θάνατο, εί-χε πιαστεί από τα βιβλία. Που ήταν το μεγάλο του πάθοςκαι με διαφορά από τα άλλα τρία χόμπι του: τα γραμματό-σημα, τα κυπροκούδουνα και τα ρόιδα. Διέθετε ένα σωρόαπό γραμματόσημα με το στέμμα των κρατών, μια ατέλει-ωτη σειρά με κυπροκούδουνα και άλλη μια, μικρότερη, μερόιδα. Τα ρόιδα και τα κουδούνια τα είχε κρεμάσει στοντοίχο απέναντι από τα βιβλία. Όταν του είπε από πού ήρθεκαι ενώ περίμενε ο γέρος να καυχηθεί για τα βιβλία του,εκείνος του μίλησε για τα κουδούνια και τα ρόιδα.

– Έχει ροϊδιές στο χωριό σου;– Έχει.– Να μου φέρεις την άλλη φορά που θα ’ρθεις.– Θα σου φέρω. – Κανένα κουδούνι, μεγαλύτερο απ’ αυτά τα δικά μου,

μπορείς να μου βρεις;– Σου βρίσκω. Θα σου πάρω από τους Βλάχους, είπε,

σα να ήθελε να τον προϊδεάσει για τον λόγο που τον έκανενα κατεβεί στο υπόγειό του.

181

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 182: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Πάρε το όπου θέλεις και να μου το φέρεις μαζί με ταρόιδα.

– Θα σου το φέρω.Τα ρόιδα και τα κυπροκούδουνα ήταν τόσο μακριά από

τα βιβλία, που ο Ριζά άρχισε να βλέπει τον πολυδιαβασμέ-νο άνθρωπο με κάποια δυσπιστία.

– Εγώ ήρθα για βιβλία, του είπε, ύστερα από λίγο κι όχινα χτυπήσω τα κουδούνια. Δεν βλέπω κάποια σχέση μετα-ξύ τους…

– Κι όμως, υπάρχει κάποια σχέση, είπε ο πολυδιαβα-σμένος άνθρωπος, γιατί τα κουδούνια μάς έφεραν πιο κον-τά εμάς τους δυο. Και τώρα θα μιλήσομε για τα βιβλία.

Όταν μιλούσε για βιβλία ήταν σαν να έπινε καφέ με σο-φούς ανθρώπους. Ενώ όταν πληροφορήθηκε ότι ο φίλοςείχε έρθει να συγκεντρώσει περισσότερες γνώσεις για τουςΒλάχους, συλλογίστηκε, πριν μιλήσει. Σαν να βάδιζε σε με-ταίχμιο. Αλλά μίλησε. Είπε ότι οι Βλάχοι ή Αρομούνοι(Κουτσόβλαχοι) όπως τους λένε στη γλώσσα των βιβλίων,στην εποχή της Τουρκίας είχαν το Αλφάβητό τους, το σχο-λείο τους και την εκκλησία τους. Ότι η πλειονότητα τωνΑλβανών Αναγεννητών, με επικεφαλής τον ΝαούμΒεκιλχάρτζη, ήταν Βλάχοι. Και ζητούσε να τους προσηλυ-τίσει η Ρουμανία, μια και τους θεωρούσε Ρουμάνους, αλλάκαι η Ελλάδα, επειδή τους θεωρούσε Έλληνες. Την ώρα πουτους κρατάει η Αλβανία και δεν θέλει να τους αναδείξει,αλλά να τους αποκρύψει, όπως κάνει επί τόσα χρόνια μετη Μοσχόπολη.

– Πού μπαίνει εδώ η Μοσχόπολη; είπε βιαστικά ο ΡιζάΚέρπι. Η Μοσχόπολη είναι αλβανική.

– Πρώτα είναι Βλάχικη. Ένας τόπος ανήκει σ’ αυτούςπου τον θεμελιώνουν. Οι Βλάχοι με τους αργαλειούς τουςίδρυσαν τη Μοσχόπολη.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

182

Page 183: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Από το υπόγειο βγήκε με το βιβλίο «Η ΜεγάληΑπόκρυψη» παραμάσχαλα. Είχε χοντρό εξώφυλλο, όπουέδειχνε τα ερείπια ενός εξαφανισμένου χωριού. Και σελί-δες κιτρινισμένες και εδώ κι εκεί ξεκολλημένες από τη θέ-ση τους.

– Δεν είσαι ο πρώτος που το διαβάζει, του είχε πει ο άν-θρωπος των κουδουνιών και των ρόιδων, αλλά φρόντισενα είσαι ο τελευταίος. Η Μοσχόπολη είναι ένα κουδούνιαπό το οποίο βρίσκεις το μπελά σου αν δεν το χτυπήσειςόπως το χτυπούν οι άλλοι. Και σου προκαλεί δυσχέρειες ανψάξεις να βρεις πώς πραγματικά γεννήθηκε και πώς ερη-μώθηκε.

Μετά από τρεις μέρες, ο Ριζά Κέρπι, χάρη στο βιβλίο «ΗΜεγάλη Απόκρυψη» γνώρισε τόσα πολλά για τους Βλάχουςκαι τη Μοσχόπολη, που δεν είχε γνωρίσει όλα τα προ-ηγούμενα χρόνια του. Το είχε πραγματικά καταβροχθίσει.Και κατάλαβε γιατί τη Μοσχόπολη προσπαθούσαν να τηνσκεπάσουν με ομίχλη. Αυτό γινότανε επειδή την είχαν ιδρύ-σει Βλάχοι. Η Μοσχόπολη έπασχε από έλλειψη ταυτότη-τας. Επειδή βρισκότανε σε αλβανικό έδαφος, έπρεπε να εί-χε αλβανική ταυτότητα. Ή κάθε ταυτότητα, εκτός από βλά-χικη, γιατί μια τέτοια ταυτότητα δεν υπήρχε. Αυτό ήταν τομεγάλο ψέμα και που μπορούσε να απορριφθεί με το βιβλίο«Η Μεγάλη Απόκρυψη». Η Μοσχόπολη ήταν δημιούργη-μα των Βλάχων. Δημιούργημα κάποιων άλλων ανθρώπων,γι’ αυτό και εμφανίστηκε με άλλο πρόσωπο.

«Ιδρύθηκε αρχικά από λίγες αχυρένιες καλύβες…».Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ο Ριζά Κέρπι έριξε το βλέμ-μα στα Μαύρα Χώματα και στους δυο λόφους κοντά στηΓορίτσα.

Με τη βόσκηση των κοπαδιών και τους αργαλειούς ωςπρώτα επαγγέλματα και με την αναμονή ότι κάποια μέρα

183

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 184: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

θα τους ευνοήσει η τύχη, κυλούσε η ζωή τους. Και η τύχητους ευνόησε. Ίσως επειδή η αυλή του Σουλτάνου τους έβα-λε στα δεξιά της, ίσως η ζήτηση για μάλλινα προϊόντα ναήταν μεγάλη. Οι αργαλειοί, που ο Ριζά Κέρπι τους έλεγεβιομηχανία των Βλάχων, μετέτρεψαν την ευκαιρία σε χρή-μα. Το χρήμα, έλεγαν τότε, μπορεί να γυρίσει και ποτάμια,αλλά δεν ήξεραν ακόμα τι μπορούσε να κάνει αν έπεφτε σεχέρια Βλάχων. Τούτο το απέδειξε η Μοσχόπολη με τη λάμ-ψη της. Σε κάποια σελίδα αναφερόταν ως «η πολυτιμότε-ρη ευκαιρία για να αναδείξουν τις ικανότητές τους».

Μετά από τα πρώτα επαγγέλματα ξεχύθηκαν άλλαεπαγγέλματα. Οι Βλάχοι είχαν κυριευτεί από τον πυρετότης ανάδειξης, της προβολής του εαυτού τους και τον ζή-λο να ασχοληθούν και με άλλες εργασίες. Σαν ήθελαν ναπουν ότι δεν είναι ικανοί μόνον να βόσκουν πρόβατα καινα επεξεργάζονται το μαλλί, αλλά ότι ήταν ικανοί και ωςσαμαράδες, γανωματήδες, κηροποιοί, αρτοποιοί, τενεκε-τζήδες, χαλκωματάδες. Κι αφού χόρτασαν τα επαγγέλμα-τα, αρπάχτηκαν με νύχια και με δόντια από τις πνευματι-κές εργασίες. Έγιναν έμποροι, τραπεζίτες, ακαδημαϊκοί, ιε-ρείς, ποιητές, ζωγράφοι, αρχιτέκτονες. Έχτισαν και πέτρι-να σπίτια. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το αχυρέ-νιο χωριό, έγινε πραγματική κωμόπολη. Μια κωμόπολη πουονειρεύονταν να γίνει πόλη. Και όταν έγινε πόλη με δρό-μους, πεζοδρόμια, εργαστήρια, γραφεία, εκκλησίες, σχο-λεία και τυπογραφεία, που η Αθήνα τα απόκτησε μόνον με-τά έναν αιώνα, ονειρεύονταν να γίνει πρωτεύουσα. ΤηΜοσχόπολη την ίδρυσε η περίσταση και την τράνεψε η φι-λοδοξία ενός ζωντανού έθνους. Που ποιος ξέρει πριν απόπόσα χρόνια πάλευε να αναδειχτεί.

Το βιβλίο «Η Μεγάλη Απόκρυψη» είχε διπλή επίδρασηστο Ριζά Κέρπι. Τον βοήθησε όχι μόνον να σβήσει την πε-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

184

Page 185: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ριέργειά του γύρω από τους Βλάχους, αλλά και να πάρεικατά κάποιον τρόπο το αίμα του πίσω από τον άνθρωποπου θεωρούνταν μεγάλο κεφάλι της Γορίτσας, τον ΣτέφανοΜούσκα. Από την ημέρα που επέμενε πεισματικά να επι-βάλει την άποψή του ότι οι Βλάχοι στην προθήκη του μου-σείου έπρεπε να σημειωθούν ως «ερχόμενοι», δεν τον είχεσυναντήσει ξανά. Τον απόφευγε, γιατί δεν είχε στα χέριατου κάποια επιχειρήματα να του τα τρίψει στη μούρη. Τώρα,όμως, που τα χέρια τα είχε γεμάτα με επιχειρήματα, έψαξεκαι τον βρήκε. Για να τον πείσει ότι οι άνθρωποι των καλυ-βόσπιτων δεν ήταν «ερχόμενοι», γιατί ήταν κι αυτοί απότον ίδιο τόπο, όσο και οι Γοριτσάρηδες, αλλά όταν συναν-τήθηκαν, του είπε άλλα για άλλα:

– Ξέρεις εσύ ποιοι είναι οι Βλάχοι, εσύ που τους λες «ερ-χόμενους»;

– Ποιοι είναι; είπε απορημένος ο Στέφανος Μούσκα.– Αυτοί που ιδρύσανε τη Μοσχόπολη!Και απομακρύνθηκε ικανοποιημένος που πήρε το αίμα

του πίσω.

185

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 186: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:
Page 187: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Μόνον όταν θεραπεύτηκε και η τελευταία ροζ φουσκάλααπό τα χέρια της, η Κατερίνα Χολέβα είπε στη μάνα της ναετοιμάσει το σακούλι με το ψωμί, γιατί την άλλη μέρα θαπήγαινε στις αποθήκες του καλαμποκιού. Τα μάτια της ήτανπαγωμένα, το πρόσωπό της ωχρό, τόσο που οι άλλοι τηνσυμβούλεψαν να παραμείνει ακόμα λίγες μέρες, γιατί έτσιήταν σα να πήγαινε σε κηδεία και όχι σε δουλειά.

– Το ίδιο είναι, είπε με φωνή σοφής γριάς, μέχρι τώραδεν έχω δει κανέναν να λέει ότι πάει στη δουλειά τραγου-δώντας.

Μετά το γράμμα που έκλεινε με την πρόταση «Σ’ ΑΓΑ-ΠΩ ΚΑΤΕΡΙΝΑ» γραμμένη με κεφαλαία γράμματα και πουαυτή το έκρυψε στο γεμάτο με πίτυρα σκεύος, δεν ήθελενα πατήσει πια στην ταξιαρχία. Φοβόταν πως αν της βγειμπροστά ο Δημητράκης Κέρπι, θα πεθάνει. Για να μείνειόσο περισσότερο μακριά του, ερέθιζε από μόνη της τις ροζφουσκάλες, που τις είχε ενθύμιο από τη δουλειά στις απο-θήκες. Χτυπούσε τις παλάμες για να της βγουν κι άλλες.Εκτός από καμιά σπάνια περίπτωση, που έβγαινε στην αυ-λή να παίξει μπάλα με τα παιδιά, όλες τις μέρες έμενε κλει-σμένη στην καλύβα, προσπαθώντας να ερεθίζει περισσό-τερο τις ροζ φουσκάλες και να τις μεγαλώνει.

Κεφάλαιο 6

187

Page 188: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Ήταν σα να είχε μεγαλώσει απότομα και είχε αποκτή-σει τόση ωριμότητα, που μια Βλάχα δεν την αποκτάει ούτεστα τριάντα της. Η ωριμότητα φαινότανε όχι μόνον σε αυ-τά που έλεγε, αλλά στο πώς περπατούσε, πώς κοίταζε, πώςγελούσε, πώς σκυθρώπιαζε και πώς ντυνότανε. Το βήματης είχε μεγαλύτερη σιγουριά, το βλέμμα της ήταν πιο βα-θύ, το γέλιο της πιο λαμπερό και η συνοφρύωσή της είχεπερίσσια χάρη. Με το βλέμμα σαν να δάγκωνε, με το γέλιοσαν να έδερνε, με τη συνοφρύωση σαν να σκότωνε. Η στο-λή της ήταν όμοια με των άλλων γυναικών, αλλά στο σώ-μα της αποκτούσε άλλη χάρη. Ίσως τούτο να προερχόταναπό κάποια κλίση που είχε από μικρή στο κόψιμο και στοράψιμο, τόσο που η μάνα της καυχιότανε πως η Κατερίνατης μια μέρα θα γινότανε μοδίστρα.

Κάθε σόι είχε και μια γυναίκα με κλίση στο να κόβει καινα ράβει παντελόνια, φουστάνια, κιλότες, γούνες, γελέκια,σεγκούνια. Η καλύτερη στο σόι των Χολεβαίων ήταν η μά-να της Κατερίνας, που στην κόρη της είχε δει σημάδια κλη-ρονομικότητας. Κι ότι μια μέρα θα την ξεπερνούσε. Ήτανμόλις δέκα χρονών, τότε που ο Σωκράτης Μπούμπας έκα-νε την πρώτη του επίσκεψη στο σπίτι τους, και η μικρήΚατερίνα της είπε ότι πρέπει να μετράει με το μέτρο και νατραβάει γραμμές με την κιμωλία, γιατί το μέτρημα με τηνπαλάμη που έκαναν οι Βλάχισσες, δεν ήταν ακριβές. Έφερεστο σπίτι ένα μέτρο ταινία, που της το χάρισε η κουτσή μο-δίστρα της Γορίτσας, πήρε και ένα μάτσο κιμωλίες από τοσχολείο και άρχισε να μαθαίνει πώς να μετράει και πώς νατραβάει ευθείες γραμμές, χρησιμοποιώντας αντί του χάρα-κα, την ουρά του τηγανιού, το καλαμίδι ή το μπαστούνι τηςγιαγιάς. Έτσι, εξαιτίας των ερασιτεχνισμών της Κατερίνας,στις αχυροκαλύβες μπήκαν νέοι τρόποι στο κόψιμο και στοράψιμο των ρούχων. Η Κατερίνα, στο μεταξύ, έβγαλε την

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

188

Page 189: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πρώτη δική της δουλειά, μια γυναικεία κυλόττα από λεπτόύφασμα. Όταν την τελείωσε, τα κορίτσια των Χολεβαίωντην πήραν και την ανέμισαν σαν σημαία γάμου, αλαλά-ζοντας «κοιτάξτε την κυλόττα της Κατερίνας». Μετά απότην επιτυχία στο γυναικείο εσώρουχο, η μάνα τής εμπι-στεύτηκε κι άλλες δουλειές, δυσκολότερες, κι εκείνη, χάρηστη φαντασία και την επιμονή, μπόρεσε να τις βγάλει πέ-ρα. Δυσκολευόταν, όμως, στα μάλλινα ρούχα, αλλά παρη-γορούνταν, που η εποχή τους, επιτέλους, είχε περάσει καιείχε έρθει η εποχή του ατλαζιού, του κατιφέ, των υφασμάτωνή του ταφτά.

Τις μέρες που έμενε κλεισμένη στο σπίτι, εκτός από τηνπροσπάθεια να ερεθίσει τις ροζ φουσκάλες, τις εξόδουςστην αυλή και την ανάγνωση του γράμματος, που το έκρυ-βε στα πίτυρα, είχε ράψει κι ένα φουστάνι να το έχει όταν μιαμέρα θα θεραπεύονταν οι ροζ φουσκάλες της και θα έπρε-πε να επιστρέψει ξανά στις αποθήκες, όπου σίγουρα θα πέ-θαινε αν έβγαινε μπροστά της ο Δημητράκης Κέρπι. Είχεαρκετό καιρό να επιλέξει το ύφασμα, να το ράψει και να τοκρεμάσει στην καρφίτσα. Ήταν από ύφασμα σε χρώμα ξη-ραμένης σβουνιάς, σαν ξεθωριασμένο, που της έφτανε μέ-χρι τον αστράγαλο. Είχε και μια κόκκινη κλωστή, που στρι-φογύριζε σαν φωτιά στα μανίκια, στον γιακά και στο κεμέ-ρι της μέσης. Στην αρχή διάλεξε μαύρο ύφασμα, αλλά φο-βήθηκε ότι θα φανεί σαν γριά και, μια και δεν της είχε πε-θάνει κανένας εκείνες τις μέρες, προτίμησε το άλλο, σε χρώ-μα ξηραμένης σβουνιάς. Ήθελε να ήταν όσο πιο συνηθι-σμένο το ρούχο που θα φορούσε, για να μην τραβούσε τοβλέμμα κανενός, τόσο το λιγότερο του ταξίαρχου, αλλάόταν το δοκίμασε, το πρόσωπό της έγινε ωχρό σαν του πε-θαμένου. Όπως το χρώμα της γιαγιάς της όσες φορές έπαιρ-νε στα χέρια την προίκα του θανάτου, που ήταν τοποθετη-

189

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 190: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

μένη με τάξη στον πάτο του παλιού σεντουκιού. Γι’ αυτό,μετανιωμένη για το χρώμα, αλλά και ότι δεν είχε έρθει ηώρα ακόμα να πεθάνει, πρόσθεσε το κόκκινο νήμα, πουέμοιαζε με λιγνή λωρίδα φωτιάς.

Καθώς το έραβε, πότε γελούσε χωρίς να καταλάβειγιατί γελούσε και πότε έκλαιγε, τυραννώντας το μυαλότης να καταλάβει γιατί έκλαιγε. Γελούσε και έκλαιγε επει-δή την αγαπούσε ένας ξένος. Που ονομαζόταν Δημη -τράκης όπως ένας Βλάχος και που ποτέ δεν διευκρινί-στηκε γιατί είχε πάρει όνομα Βλάχου. Που πριν έπαιζεντέφι στους γάμους και στα γλέντια και τώρα ήταν τα-ξίαρχος, τον οποίο τον φοβότανε μέχρι θανάτου. Που εί-χε μπλέξει τα δάχτυλά του με τα δικά της, χωρίς να σε-βαστεί ούτε τους στοιχειώδεις κανόνες του fox και πουεπωφελήθηκε από μια αθώα στιγμή χαλάρωσης. Που πό-τε-πότε είχε ένα πρόσωπο σαν αφηρημένος, πράγμα πουφάνηκε πιο έντονα τη στιγμή που της έδωσε το γράμμα, τοοποίο το έκρυβε στα πίτυρα. Το γράμμα είχε αποφασίσεινα του το τρίψει στη μούρη μόλις επιστρέψει στην απο-θήκη. Η απόφαση να του το επιστρέψει και μάλιστα μεδυναμικό τρόπο, ωρίμασε σιγά σιγά, από μέρα σε μέρα,από γέλιο σε γέλιο, από διάβασμα σε διάβασμα και απόκλάμα σε κλάμα. Αφού το διάβασε πολλές φορές, μέχριπου το χόρτασε. Κι αφού της πέρασε ο πρώτος ενθουσια-σμός κι επικράτησε μέσα της η κρύα λογική. Που ήταν τοκυριότερο προτέρημα κάθε Βλαχοπούλας, γεννημένηςστα Μαύρα Χώματα και από καλή οικογένεια. Το οποίοπροτέρημα εδραιώθηκε χάρη στην αγωγή που πήρε από τημάνα της με μούντζες, κατάρες, κραυγές και σκούπες πε-ταμένες στα πόδια της. Ή με τις πάμπολλες και ενοχλη-τικές συμβουλές της να ελέγχει αυστηρά τα αισθήματάτης και να κρίνει σωστά τους άντρες.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

190

Page 191: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Στην αρχή σκέφτηκε έναν ομαλό χωρισμό με τον αφη-ρημένο Δημητράκη Κέρπι. Σκέφτηκε ακόμα να μην το επι-στρέψει καθόλου το γράμμα και να το κρατάει κρυμμένοστα πίτυρα, αλλά ένας απρόοπτος φόβος, που την κυρίε-ψε μια νύχτα πριν από την επιστροφή της στην ταξιαρχία,την έκανε να επιλέξει τη σκληρή μορφή χωρισμού. Εκείνη τηνύχτα οι άντρες είχαν συγκεντρωθεί στη θεία της τηνΠανδώρα, γιατί είχε διαδοθεί πως θα συγκροτούνταν έναςόμιλος όπου θα μάθαιναν οι γυναίκες να τραγουδάνε. ΗΠανδώρα ήταν η μοναδική που δεν είχε ανάγκη από μα-θήματα τραγουδιού και μια που θα καθότανε με τους άν-τρες, το τραπέζι το άφησε στα χέρια της Κατερίνας.

– Στρώσε το εσύ, Κατερίνα, γιατί έγινες ολόκληρη φο-ράδα, εγώ απόψε θέλω να τραγουδήσω.

Δεν θα είχε συμβεί τίποτα κι η Κατερίνα δεν θα υιοθε-τούσε τις σκληρές μορφές για το γράμμα, αν η θεία της δενθυμότανε να τραγουδήσει, κατά το τέλος, το τραγούδι τουΝτερβίση της Κολόνιας. Ήταν από τα τραγούδια που ηΚατερίνα τα αγαπούσε πολύ, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν εί-χε ενδιαφερθεί να μάθει την ιστορία που έκρυβε μέσα του.Η αδιαφορία άρχιζε από τα μικράτα της, από τότε που άκου-σε για πρώτη φορά το όνομα του Ντερβίση, το οποίο εκτόςαπό τραγούδι στα γλέντια, είχε γίνει ο φόβος των μωρών.Με το όνομά του οι γριές τρομάζανε τα κλαψιάρικα μωρά.«Κοιμήσου, γιατί θα έρθει ο Ντερβίσης να σε σφάξει». Έτσιφοβέριζε και η Κατερίνα τα κλαψιάρικα παιδιά, αλλά ποτέδεν είχε ρωτήσει να μάθει τι είχε κάνει η Σοφία, ποιος ήτανο Ντερβίσης και γιατί αυτός ο τρελός την έσφαξε σαν αρ-νάδα. Ρώτησε, όμως, εκείνο το βράδυ κι έμαθε ότι οΝτερβίσης ήταν Λιάμπης από την Κολόνια, ενώ η Σοφίαήταν η μικρότερη κόρη της οικογένειας των Τοναίων. Πριναπό χρόνια ο Ντερβίσης είχε ερωτευτεί τρελά τη Σοφία,

191

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 192: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

γιατί ήταν πολύ όμορφη. Κι αυτή τον αγαπούσε, αλλά επει-δή η οικογένειά της δεν την έδινε, την άρπαξε, την ώρα πουκεντούσε το νυφικό βέλο. Παντρεύτηκαν και μετά από εν-νιά μήνες, επειδή τον κορόιδευαν οι φίλοι του που παν-τρεύτηκε βοσκοπούλα, την έσφαξε όντας έγκυος και τηνέθαψε στην αυλή του σπιτιού του.

Και τη σφάζει σαν αρνί,γέμισε αίμα το σινί.

Εκείνη τη νύχτα η Κατερίνα έμαθε τι σημαίνει Λιάμπης.Κι έπεσε σε βαθιά συλλογή. Θυμήθηκε ότι ο σαστισμένοςπου της έγραφε με κεφαλαία γράμματα «Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΚΑ-ΤΕΡΙΝΑ» και που την άλλη μέρα θα τον συναντούσε στιςαποθήκες, ήταν τόσο Λιάμπης όσο κι ο Ντερβίσης. Την κυ-ρίεψε φόβος από έναν ξένο, που την έκανε να γελάει καινα κλαίει. Και που την όψη του σαστισμένου την είχε μόνογια να κρύψει την αγριότητα. Με ωχρό πρόσωπο, το πρωίτης άλλης μέρας πήρε το γράμμα από τα πίτυρα και το έχω-σε στο σακούλι, με την ιδέα όχι μόνο να του το επιστρέψει,αλλά να του το τρίψει στη μούρη.

Όταν πάτησε στον χώρο της αποθήκης, από το άγχοςτης συνάντησης με τον ταξίαρχο, η καρδιά της ταράχτηκετόσο πολύ από τη θέση της, που τρόμαξε μην πεθάνει. Τηνταραχή την είδαν και οι συντρόφισσες γιατί το χρώμα τουπροσώπου της το συγκρίνανε με το χρώμα του φουστανιούτης, που ήταν σαν ξηραμένη σβουνιά.

– Γιατί έγινες έτσι σαν σβουνιά; της είπε μια από τις συν-τρόφισσες.

Η Κατερίνα δεν στεναχωρήθηκε από μια τέτοια παρα-τήρηση, αντίθετα, ευχαριστήθηκε. Χάρηκε που δεν ήτανόμορφη. Αφού δεν ήταν όμορφη, θα μπορούσε πιο εύκο-λα να βγει μπροστά στον Δημητράκη. Από την άλλη, ούτε

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

192

Page 193: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

εκείνος θα είχε λόγο να την αγαπήσει. Είχε ακούσει απότις σοφές γριές ότι οι άντρες τυφλώνονται και σέρνονταιπίσω από την ομορφιά, γι’ αυτό όντας άσχημη, ο άλλος δενθα την αγαπούσε και δεν θα της έγραφε άλλα ερωτικάγράμματα.

Με τέτοιες σκέψεις, που ταίριαζαν σε μια αρραβωνια-σμένη κόρη Βλάχισσα κι από οικογένεια όπως αυτή τωνΧολεβαίων, περπάτησε με σταθερό βήμα προς την απο-θήκη. Για να προσπεράσει ένα βουνό με χαλασμένα στά-χυα και να πλησιάσει σε μια γωνία, χωρισμένη με φύλλααπό ροκανίδια, που όλοι το λέγανε «Γραφείο του ταξίαρ-χου». Υπήρχαν, όμως, και φωνές που το λέγανε «Το χαρέ-μι του Δημητράκη». Κανείς δεν ήξερε ποιος το ονόμασεέτσι πρώτος, αλλά είχε μείνει από τότε που στην ταξιαρ-χία του καλαμποκιού έρχονταν ομάδες ομάδες οι νυφάδεςκαι τα νεαρά κορίτσια από τις αχυροκαλύβες. Οι φήμεςέλεγαν ότι ο ταξίαρχος τις περιτριγύριζε δίχως να δίνει κα-μιά σημασία στα περίεργα βλέμματα και τα λόγια. Υπήρχανπολλοί που ορκίζονταν ότι οι φήμες δεν ήταν απλώς κου-τσομπολιά, αλλά ότι ήταν αλήθειες. Ο αχυρένιος οικισμόςαναστατώθηκε τόσο που οι γριές δεν επέτρεπαν στις γυ-ναίκες να πάνε στη δουλειά. Τους έβγαιναν μπροστά καιτους φώναζαν:

– Πού πάτε, μωρέ μαύρες, θα σας πιάσει ο ταξίαρχος!Η πόρτα του γραφείου στη γωνία της αποθήκης ήταν

κι αυτή από ροκανίδια και μικρή. Από τις χαραματιέςέβγαινε ένα φως θαμπό σαν φως καντηλιού. Εκεί μέσα τηνπερίμενε εκείνος που της έγραφε ότι την αγαπούσε, κι αυ-τή, επειδή ήταν έτοιμη να πεθάνει, άργησε κάπως να χτυ-πήσει. Έριξε ένα βλέμμα τριγύρω σαν να περιεργαζότανμε νοσταλγία την αποθήκη. Οι αποθήκες είχαν ανεγερθείσε βαθούλωμα, κάτω από την Κιάφα, με ένα δάσος από

193

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 194: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

βάτα στην πάνω πλευρά. Από μακριά έμοιαζαν με σκου-ριασμένα βαγόνια τρένου εγκαταλειμμένα στον σταθμό.Γιατί ήταν στενόμακρες, με στήλες μπετόν αντί για τοίχοκαι σκεπή με κόκκινα κεραμίδια. Τα στενορύμια μεταξύτους ήταν σκονισμένα, με λακκούβες και, εδώ κι εκεί, κομ-μάτια τσιμενταρισμένα χωρίς φινίρισμα. Το μόνο φίνο κομ-μάτι ήταν αυτό μπροστά στην πόρτα του γραφείου τουταξίαρχου.

Η Κατερίνα Χολέβα έσπρωξε την πόρτα, χωρίς να χτυ-πήσει. Κι ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε πίσω της, γιατίένιωσε πως η καρδιά της είχε φύγει από τη θέση της. Μεταραγμένη καρδιά κοίταξε τριγύρω και τότε μόνο αντιλή-φθηκε ότι είχε κλειστεί σε ένα στενό κουτί σαν αποχωρη-τήριο. Απ’ αυτά που κατασκεύαζαν τελευταία οι Βλάχοιστην πιο ακρινή γωνία της αυλής. Οι τοίχοι ήταν άδειοι καιμόνο στην πρόσοψη ήταν κρεμασμένη μια αρμάθα από στά-χυα που έμοιαζαν με οβίδες. Κάτω από το θαμπό φως μπό-ρεσε να διακρίνει ένα ξύλινο τραπέζι με ανοιχτά πόδια καιτον Δημητράκη, που είχε παγώσει σαν μούμια μπροστά της.Μετά κιτρίνισε και μετά το κιτρίνισμα είχε γίνει όπως εκεί-νη την ημέρα που της έδωσε το γράμμα, σαστισμένος. ΗΚατερίνα αργά το κατάλαβε τι σημαίνει να κλειστείς σεέναν τέτοιο στενό χώρο με έναν ξένον άντρα και ήθελε ναφύγει το γρηγορότερο. Γύρισε προς την πόρτα, αλλά τηνπρόλαβε ο Δημητράκης. Την έπιασε από το χέρι σαν ναέπιανε μια οβίδα, που δεν ξέρεις πότε θα σκάσει…

– Μην φύγεις, Κατερίνα, της είπε συντετριμμένος απότην ευτυχία, που την έβλεπε ξανά στην ταξιαρχία. Η μιαμέρα χωρίς εσένα, μου φαίνεται για εκατό.

– Ας σου φανεί για χίλιες.Τράβηξε το χέρι και η καρδιά πήγε ξανά στον τόπο της,

ίσως λόγω της όψης του, που δεν ήταν καθόλου όψη αν-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

194

Page 195: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

θρώπου που σφάζει. Ήταν όψη σαστισμένου, που θα κιτρί-νιζε αν έσφαζε έστω κι ένα κοτόπουλο. Και πριν μετανιώ-σει για τη σκληρή μορφή του χωρισμού της, του πέταξε στοπρόσωπο το τσαλακωμένο γράμμα, που τόσες μέρες τοέκρυβε στα πίτυρα.

– Μου ’γραψες κι άλλες τέτοιες βλακείες, μαύρο φίδι,που σ’ έφαγε, να ξέρεις.

– Κατερίνα, σ’ αγαπώ πολύ! Δεν είδαν τα μάτια μουομορφότερη από εσένα. Όταν σε βλέπω, αυξαίνει η ζωήμου.

– Εμένα λιγοστεύει η δική μου.– Πες μου να πεθάνω στα πόδια σου και θα πεθάνω.

Μα την ψυχή της μάνας μου, θα πεθάνω!– Κόψε το λαιμό σου, εμένα μόνο άφησέ με ήσυχη. – Εντάξει, της είπε ο Δημητράκης, που αντί να απομα-

κρυνθεί, την πλησίασε περισσότερο. Θα σε αφήσω, αλλάμόνον με έναν όρο.

– Τι θέλεις από μένα; είπε φοβισμένη, γιατί στο πρό-σωπό του είδε τον άνθρωπο που μπορεί να σφάξει, παράότι είναι σαστισμένος.

– Κατερίνα, άφησέ με να σε φιλήσω μόνον μια φορά σταχείλη και πια δεν θα μπερδεύομαι στα πόδια σου.

Είπε αυτά και πλησίασε περισσότερο προς τα χείλη της,ενώ εκείνη έβλεπε τρομαγμένη το πώς στέγνωναν σαν ίσκατα δικά του. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν είχε στόμα. Ήθελενα φύγει, αλλά δεν είχε πόδια. Ήθελε να κλάψει, αλλά δενείχε δάκρυα. Ήθελε να γελάσει, αλλά ήταν θλιμμένη. Είχεπαγώσει και περίμενε το σώριασμα της αποθήκης. Συνήλθεμόνο όταν τα στεγνωμένα σαν ίσκα χείλη του θα κολλούσανκαι θα δροσίζονταν στον χυμό των χειλιών της. Έκανε πί-σω σαν τρομαγμένη από εφιάλτη, αλλά με κάποια λύπη πουδεν μπόρεσε να ιδεί πως θα ήταν ένα καλό όνειρο.

195

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 196: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Μην κουνηθείς! πήγε να τον χαστουκίσει, αλλά το χέ-ρι δεν την υπάκουσε. Πλησίασες περισσότερο, σε χαστού-κισα!

– Μην θυμώνεις, της είπε ο ταξίαρχος και της άνοιξετην πόρτα από ροκανίδια να φύγει. Λυπάται η καρδιά σου,να με χαστουκίσεις.

Από τη στιγμή αυτή η Κατερίνα Χολέβα είχε τόσα προ-βλήματα με την καρδιά της, που καλύτερα να μην την είχεκαθόλου. Παρακαλούσε την Παναγιά της Γορίτσας, πουμπορούσε να κάνει θαύμα μόνον με ένα άγγιγμά της, νατην ξεριζώσει από το στήθος της και να τη ρίξει στα βάτα.Να τη φάνε τα σκυλιά. Είχε πειστεί πια ότι η καρδιά μπο-ρεί να σε προδώσει τόσο που δεν μπορείς να σηκώσεις τοχέρι και να χαστουκίσεις κάποιον. Τι καλά θα ήταν αν ο άν-θρωπος θα είχε μόνον την καρδιά της κοιλιάς!

Για την Κατερίνα, μέχρι αργά, η καρδιά ήταν στην κοι-λιά. Πιο σωστά, εκεί που τελειώνει το στήθος και που πρέ-πει να είναι το στομάχι. Τα ήξερε αυτά από τη γιαγιά της,τη συνετή Παρασκευή των Χολεβαίων. Όταν έλεγε «Μεπονάει η καρδιά μου από τη στεναχώρια» ή «Πλημμύρισε ηκαρδιά από χαρά», έβαζε το χέρι στην κοιλιά της. Εκεί πουείναι το στομάχι. Η καρδιά της γιαγιάς σαν να τρεφόταν μεψωμί κι όχι με αίμα. Για πολλά χρόνια, η Κατερίνα δεν είχεαμφισβητήσει τις γνώσεις της γιαγιάς της. Γιατί η καρδιάτης κοιλιάς δούλευε σαν μικρό ρολόι, όπως δουλεύουν όλεςοι καρδιές. Πότε έντονα και πότε χαλαρά. Σύμφωνα με τιςπεριστάσεις. Οι περιστάσεις ήταν πολλές, αλλά αυτή ξε-χώριζε την παιδική ηλικία και τα γέλια με τις φίλες της ότανγέμιζε νερό στη βρύση, όταν έκανε ξύλα στο βουνό, ότανκεντούσε στα χορτάρια, όταν έπλενε τα ρούχα στο ποτά-μι, όταν ανέμιζε το μαντίλι στους γάμους ή όταν οιΜπουμπαίοι την έβγαζαν μπροστά στο χορό ως μελλοντι-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

196

Page 197: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

κή τους νύφη. Κι οι άνθρωποι γύρω της ήταν οι γνωστοίτης, το σόι της κι ακόμα ο αρραβωνιαστικός της από τηνκούνια, ο Σωκράτης Μπούμπας. Κατά κάποιον τρόπο συγ-καταλεγόταν κι αυτός στο σόι, γιατί η καρδιά της κοιλιάςχτυπούσε και γι’ αυτόν, σχεδόν το ίδιο όπως για όλο το σόι

Χρειάστηκε το μπλέξιμο των χεριών με έναν ξένο κα-θώς χορεύανε fox στην αυλή της και ένα ερωτικό γράμμα,που το έκρυβε στα πίτυρα, για να καταλάβει πως εκτός απότην καρδιά στην κοιλιά, υπάρχει και μια άλλη καρδιά πουχτυπούσε στο στήθος. Τότε, η καρδιά του στήθους μόλιςπου αναδεύτηκε σαν κλωνί χορτάρι, απλά για να μηνύσει«εδώ είμαι κι εγώ». Την ημέρα, όμως, που τα στεγνωμένασαν ίσκα χείλη του Δημητράκη παραλίγο να δροσιστούνστον χυμό των δικών της, χόρεψε σαν τρελή, σάμπως ήθε-λε να πει «εδώ είμαι μονάχα εγώ».

Από εκείνη την ημέρα η καρδιά τής προκαλούσε μόνοπροβλήματα, γι’ αυτό ήθελε να την ξεριζώσει και να την πε-τάξει στα βάτα. Την έκανε να τρέμει όταν δεν έπρεπε νατρέμει, να κιτρινίζει όταν δεν έπρεπε να κιτρινίζει, να κοκ-κινίζει σαν παπαρούνα, όταν δεν έπρεπε να κοκκινίζει καινα γελάει για ασήμαντο λόγο. Απ’ όλα αυτά, μεγαλύτεροπονοκέφαλο της προκαλούσε το γέλιο για ασήμαντο λό-γο. Έβγαινε κάτω από τα βάθη της σαν κελάρυσμα ρυακιού,που δεν πρέπει να το βλέπει κανείς και που δεν στέρευε πο-τέ. Πολλές φορές έβγαινε προς τα έξω σαν χείμαρρος, πουδεν υπάρχει κοίτη να τον συγκρατήσει. Αυτό το πλημμύρι-σμα το φοβότανε η Κατερίνα, γι’ αυτό και το πίεζε προς ταμέσα σαν να ήταν δέμα άπλυτου μαλλιού. Κι όταν δεν μπο-ρούσε, τότε έβριζε τον μόνο υπαίτιο, τον Δημητράκη Κέρπι,που άφησε στη μέση το φιλί.

Στις επόμενες μέρες ο Δημητράκης δεν την ενόχλησεπια λες και ήξερε ότι θα σπάραζε περισσότερο από ένα φι-

197

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 198: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

λί που δεν δόθηκε, παρά από ένα φιλί που δόθηκε. Το φιλίπου δεν δόθηκε την κρατούσε πιο σφιχτά δεμένη. Της έβα-ζε στο κεφάλι κάτι όνειρα, που δεν τα είχε ιδεί ποτέ άλληφορά, και της άναβε στην καρδιά του στήθους μια φωτιά,που δεν έλεγε να σβήσει ποτέ. Τότε ακριβώς η ΚατερίναΧολέβα μπόρεσε να διακρίνει τη διαχωριστική γραμμή ανά-μεσα στις δυο καρδιές. Και συλλογίστηκε ότι η καρδιά τηςκοιλιάς τρέφεται με ψωμί, ενώ η καρδιά του στήθους μό-νον με φωτιά. Ίσως αυτή η φωτιά να ήταν η αιτία του κε-λαρυστού γέλιου, πότε φανερού και πότε άφαντου. Όπωςμπορεί να ήταν και η κύρια αιτία που η Κατερίνα άλλαξεεντελώς. Είχε γίνει πιο ώριμη, αλλά χωρίς να της περνάειαπό τον νου η ιδέα να φρενάρει την ομορφιά της.

Είχε αρχίσει να ντύνεται πιο κομψά, αποφεύγοντας ταμάλλινα. Σκεπτότανε περισσότερο. Μιλούσε πιο λίγο.Δέχτηκε να αρχίσει δουλειά στον αργαλειό. Καθάριζε τιςμύτες των μικρών παιδιών και τα κούρευε σύρριζα για ναμην πιάσουν ψείρες. Ήθελε παραδειγματική καθαριότηταμέσα και έξω από την καλύβα. Αγόρασε ένα μοσχοσάπου-νο για τα χέρια, αντί του άλλου, που ήταν στενόμακρο σανκιβούρι. Όσες φορές άκουγε την καμπάνα της Παναγιάςνα χτυπάει, έκανε τον σταυρό της με το πρόσωπο γυρι-σμένο προς την ανατολή, όπως η γιαγιά της. Αγόρασεβούρτσα και οδοντόκρεμα, που τα έκρυβε πίσω από τοννιφτήρα, εκεί που πρώτα βάζανε το μακρόστενο, σαν κι-βούρι, σαπούνι. Δεν σπαταλούσε τη λεβάντα του πεθερού.Έριχνε πάντα, αλλά με μέτρο. Έβλεπε με λύπη τα κορι-τσάκια που ήταν αρραβωνιασμένα από κούνια και μια μέ-ρα, όταν της έδειξαν το νυφικό της φουστάνι, έβαλε τακλάματα.

Τη μεγάλη αυτή διαφορά την προσέξανε όλοι. Κι όλοικάτι είχαν να πουν. Οι συντρόφισσες στις αποθήκες δεν εί-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

198

Page 199: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

χαν καμιά αμφιβολία ότι η αρραβωνιαστικιά του ΣωκράτηΜπούμπα, ήθελε άντρα. «Όλο ξύνεται τούτη και μετά βίαςπεριμένει να την ανεβάσουν στο άλογο οι Μπουμπαίοι». Ηγιαγιά Παρασκευή την έφτυνε στον ύπνο, της μετρούσε τηνκνήμη με τη σπιθαμή να ιδεί πόσο είχε μεγαλώσει και θυ-μήθηκε να πει στον γιο της ότι ήρθε η ώρα να ορίσουν τηνημέρα του γάμου. Το σόι και πίσω από το σόι όλοι οι Βλάχοιεκφράσανε την απορία τους «πώς άλλαξε έτσι η Κατερίνα!»Είχαν μείνει άναυδοι σαν να είδαν μπροστά στα πόδια τουςτο ουράνιο τόξο, αλλά και τρομαγμένοι σαν να ερχόταν κα-ταπάνω τους ένα πελώριο κύμα που σε πνίγει. Ταράχτηκεακόμα και ο Λευτέρης, ο πρόεδρος, που όσες φορές την συ-ναντούσε στον δρόμο, έτρεχε το στόμα του σάλιο, έπαιρνεστάση προσοχής και χαιρετούσε με τη γροθιά στο μηνίγγι.Ενώ ο ποιητής του αχυρένιου οικισμού, που είχε γίνει γνω-στός με τους στίχους του τραγουδιού «Ποιος τους γνώρι-ζε τους Βλάχους» λέγανε πως έγραφε μια ποιητική σύνθε-ση με τίτλο «Με τρελαίνεις, Κατερίνα».

Όταν η Κατερίνα αντιλήφθηκε ότι κάτι συνέβαινε γύ-ρω της, πήρε όλα τα μέτρα να αλλάξει ξανά και να γίνειόπως ήταν πριν. Την αλλαγή αυτή τη χρέωσε στην καρδιάτης που τρεφόταν με φωτιά. Και που της άξιζε να τη ρίξειςστα βάτα να τη φάνε τα σκυλιά. Με την επιμονή που δια-κρίνει μόνο τις Βλάχισσες, μέσα σε λίγο διάστημα έκανεπολλά, αλλά εκείνο που την νίκησε ήταν το κελαρυστό γέ-λιο, που ξεκινούσε αναίτια κάτω από τα βάθη της και έβγαι-νε προς τα έξω, επίσης αναίτια. Το είχε ξεριζώσει εκατό φο-ρές, αλλά και τις εκατό φύτρωνε ξανά σαν τριανταφυλλιά.Τις ρίζες τις είχε στα βάθη της, ενώ το τριαντάφυλλο τοέβγαζε έξω. Για να το ιδούν όλοι. Και να υποψιαστούν ότικάτι κακό συνέβαινε με την Κατερίνα. Όταν είδε ότι εκεί-νο το γέλιο όσον καιρό θα δούλευε στην ταξιαρχία του

199

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 200: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Δημητράκη Κέρπι, δεν θα μπορέσει να το ξεριζώσει, πήρερητή απόφαση. Μια μέρα, καθώς γύρισε από τη δουλειά,πέταξε το σακούλι και είπε:

– Δεν πατάω πια στις αποθήκες ακόμη κι αν ξέρω ότιθα μου κόψετε το κορμί κομμάτια κομμάτια με το ψαλίδι!

Όταν την επόμενη μέρα του είπαν ότι η Κατερίνα πιαδεν έρχεται στην ταξιαρχία, ο Δημητράκης Κέρπι αρρώ-στησε. Έπαθε οξεία επίσχεση ούρων και ένα είδος στέγνω-μα των χειλιών πολύ βαρύτερο από το στέγνωμα που έπα-θε εκείνο το πρωί, που παραλίγο να τη φιλήσει. Αργότερα,από τον υψηλό πυρετό πήρε φωτιά το κεφάλι του. Τόσο με-γάλη ήταν η φωτιά που έτρεξε στη βρύση της αποθήκης νατη σβήσει. Μπήκε ολόκληρος κάτω από το κρύο νερό καιτότε συνέβη κάτι που δεν το περίμενε κανείς. Το νερό ζε-σταινόταν, ενώ οι φλόγες δεν σβήνονταν. Δεν έκανε τίπο-τα ούτε για τα χείλη, που παρέμειναν όπως ήταν, ξηραμένασαν παλιά ίσκα. Στην πραγματικότητα, τα χείλη του, απότη στιγμή που πήγαν να φιλήσουν την Κατερίνα, τα ένιωθεσυνεχώς ξηραμένα. Έβαλε πάνω τους ρετσέλι κυδώνι, γλυ-κό τυρί, φρέσκο ανθότυρο, ακόμα και λίπος σκύλου, πουθεωρούνταν το αποτελεσματικότερο για τέτοιες περιπτώ-σεις, αλλά τα χείλη του δεν απάλυναν. Όταν του είπαν ότιη Κατερίνα δεν θα ξανάρθει στην ταξιαρχία, πίστεψε ότιδεν θα γιατρευόταν ποτέ πια. Όπως πίστεψε αργότερα ότιτον είχε πιάσει πούντα.

Τις πρώτες υποψίες ότι τον είχε χτυπήσει πούντα, μιαπαλιά ασθένεια των Βλάχων στα Μαύρα Χώματα, η εποχήτης οποίας, όπως λέγανε, είχε περάσει πια, αν και χτυπού-σε πότε πότε, ξαφνικά. Αυτές τις υποψίες τις είχαν εκφρά-σει οι γυναίκες της ταξιαρχίας. Όταν λοιπόν άκουσαν ότιτο νερό της βρύσης ζεσταινόταν από το φλογισμένο κεφά-λι του ταξίαρχου, είπαν «τον έπιασε πούντα». Ήταν σίγου-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

200

Page 201: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ρες γιατί είχαν δει και τα δυο σημάδια της αρρώστιας, τηνανάφλεξη του κεφαλιού από τον υψηλό πυρετό και το στέ-γνωμα των χειλιών. Ωστόσο, οι Γοριτσάρηδες, ακόμα και οΔημητράκης Κέρπι, τη λέγανε «ασθένεια των Βλάχων».Αυτό κάποιοι το λάμβαναν υπόψη τους, κάποιοι άλλοι είχανεπιφυλάξεις και ο μόνος που το απέρριπτε ασυζητητί ήτανο γιατρός του χωριού, ο Βικτόρ Σιόνη. Πολλά φορές ειρω-νευόταν, λέγοντας πως πρέπει να εφαρμοστούν οι ιατρικέςμέθοδοι των Βλάχων του αχυρένιου χωριού και όχι οι συμ-βουλές του Ιπποκράτη.

Ο Δημητράκης συγκαταλεγόταν σ’ αυτούς που είχαντις επιφυλάξεις τους, αλλά όταν είδε το πώς ζεσταινόταντο νερό και πώς αγρίευαν τα χείλη του, πείστηκε ότι τον εί-χε χτυπήσει πούντα. Για τη θεραπεία της εμπιστεύτηκε τουςΒλάχους και όχι τον αμφιλεγόμενο γιατρό του χωριού του.Έκλινε προς την πλευρά των Βλάχων όχι μόνο επειδή δενχώνευε την ειρωνεία του συγχωριανού του ή επειδή αρχι-κά ήταν κτηνίατρος, αλλά επειδή ήλπιζε να ιδεί τηνΚατερίνα. Πήγε στους Μπουμπαίους, που ήταν παλιοί φί-λοι του πατέρα του και που τους θεωρούσε δικούς του αν-θρώπους. Είχαν γίνει δικοί του όχι μόνο επειδή έφερε τοόνομα ενός απ’ αυτούς, αλλά κι επειδή πίστευε, όπως ένακι ένα κάνουν δύο, ότι αν δεν είχε γίνει έτσι, αυτός δεν θαέβλεπε τώρα το φως του ήλιου, δεν θα ήταν ερωτευμένοςμε τη νύφη τους και δεν θα έτρεχε τώρα να του θεραπεύ-σουν την πούντα.

Τη ζωή του τη χρωστούσε, όπως πίστευε, στο βλάχικοόνομα, γι’ αυτό και έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τουςΜπουμπαίους και για όλους τους Βλάχους. Τους σεβότα-νε περισσότερο κι από τους συγγενείς του, μέχρι που ήρθεεκείνη η στιγμή στα δεκατρία του χρόνια, που έπαιξε τοντέφι στους αρραβώνες της Κατερίνας. Για πρώτη φορά

201

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 202: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τότε ένιωσε να σωριάζεται κάτι στην ψυχή του, που δενήταν παρά ένας απροσδιόριστος θυμός για τους Βλάχουςγενικά και για τους Μπουμπαίους, ειδικότερα. Για τουςΒλάχους, που τηρούσαν ακόμα κάποια ανόητα έθιμα, ενώγια τους Μπουμπαίους επειδή αρραβωνιάζανε με τόση χα-ρά ένα κορίτσι τόσο μικρό, τόσο όμορφο και τόσο ισχνό,πετσί και κόκαλο, την Κατερίνα. Τα κόκαλα της Κατερίναςτον πόνεσαν όλη εκείνη την ημέρα όπως τον πονούσαν τατρυφερά δάχτυλα από το παίξιμο στο ντέφι. Αργότεραένιωσε πόνο για όλη την Κατερίνα. Κατά κάποιον τρόπο, ηΚατερίνα είχε γίνει μέλος του σώματός του, που πονούσεπερισσότερο εκεί που ήταν η καρδιά. Τόσο περίεργα συν-δέθηκε με τη μικρή αρραβωνιαστικιά του ΣωκράτηΜπούμπα, τέτοια σαστισμάρα τον είχε καταβάλει όλα αυ-τά τα χρόνια, που μια μέρα, αντί να πει «με πονάει η καρ-διά», είπε «με πονάει η Κατερίνα». Ο πόνος που λεγότα-νε Κατερίνα έσταζε κάθε μέρα και το σώμα του έμοιαζε μεσκεύος που, αντί για νερό, γέμιζε με τη μικρή κόρη τωνΧολεβαίων.

Η Κατερίνα ήταν νερό που τον μεθούσε. Που του έδινεδύναμη να παίζει το ντέφι και φωνή να τραγουδάει, γι’ αυ-τό και διακρίθηκε ανάμεσα στους συνομήλικους του χωρι-ού, που συναγωνίζονταν στο ντέφι. Ήταν περιζήτητος απότις λαϊκές ορχήστρες όχι μόνο επειδή είχε διακριθεί πάνωαπό όλους στο ντέφι, αλλά κι επειδή τραγουδούσε. Όνταςκαι τραγουδιστής, εξοικονομούσε μια θέση στις ορχήστρες.Από την άλλη, έκανε τους ανθρώπους να λένε με δάκρυαστα μάτια «Χαρά στη φωνή σου, μωρέ Δημητράκη! Είσαιαηδόνι!» Ωστόσο, μόνον αυτός ήξερε το μυστικό, ότι πε-ρισσότερο έκλαιγε, παρά τραγουδούσε. Τραγουδούσε γιατους άλλους και έκλαιγε για την Κατερίνα. Αυτό που γιατους άλλους ήταν μελωδία, για τον Δημητράκη ήταν κλά-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

202

Page 203: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

μα. Ένα κλάμα για την πιο όμορφη αρραβωνιασμένη τουαχυρένιου οικισμού.

Νωρίτερα, πριν ακόμα αρχίσει το ντέφι, μαζί με τουςΓοριτσάρηδες συνομήλικους έβγαιναν μπροστά στα κορί-τσια των καλυβιών, τους έκοβαν τον δρόμο, για να τουςαπαγγείλουν κάποιους σατιρικούς στίχους, που κανείς δενήξερε ποιος τους είχε φέρει στο χωριό.

Τις θυμάστε τις κοπριέςρε κορίτσια απ’ τις καλύβεςκαι πώς ρίχνονταν οι ψύλλοιλες και ήτανε οβίδες;

Ήταν φτηνοί στίχοι για να τις ειρωνεύονται, αλλά απότότε που είδε για πρώτη φορά την Κατερίνα, δεν του πέ-ρασε πια από το νου να κόβει τον δρόμο και να ειρωνεύεταιτα κορίτσια του αχυρένιου οικισμού. Αντίθετα, εξαιτίας τηςαδυναμίας του προς την Κατερίνα, ένιωθε σεβασμό για όλεςτις βλαχοπούλες. Και μεγάλωσε εντελώς διαφορετικά απότα άλλα λιάμπικα αγόρια. Ένα λιάμπικο αγόρι, σύμφωναμε την άποψη των Βλάχων, διακρινόταν για την ανούσιαπαλικαριά του, το θράσος και την κούφια αποκοτιά να απευ-θυνθεί στην κοπέλα που αγαπούσε με τα λόγια «Σ’ αγαπώ,μωρή σκύλα!» αλλά ο περιζήτητος ντεφιτζής μεγάλωσε έξωκαι μακριά απ’ αυτές τις αιώνιες ιδιότητες.

Αυτός, όσες φορές έβλεπε την Κατερίνα, έτρεμε το βλέ-φαρό του, σβηνόταν η φωνή του, χανόταν η ορμή του.Έπεφτε σε μια κατάσταση χαύνωσης, που ταυτόχρονα τονέδενε με δυνατές τριχιές, τις οποίες τις έκοψε μόνο την ημέ-ρα που της έδωσε το γράμμα κι ακόμα περισσότερο τηνημέρα που παραλίγο να τη φιλήσει στα χείλη. Τώρα, όμως,που πήρε τον δρόμο για τους Μπουμπαίους, να του γιά-νουν την πούντα, έμοιαζαν με παλαμάρια, που δεν κόβον-

203

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 204: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ται ποτέ. Τη θεραπεία του την ανέλαβε η μεγάλη γερόν-τισσα, η Αρχοντούλα. Ήταν ακόμα δυο ώρες μέρα και οήλιος έμοιαζε με ματωμένο δάκρυ, όταν το πόδι του πάτη-σε στα μέρη των Μπουμπαίων. Τα Μαύρα Χώματα ανέμε-ναν το σούρουπο, ενώ η θάλασσα έβγαζε από τους κόρφουςτης στροβίλους ανέμων, για να στροβιλίζονται στις αυλέςκαι στα στενά σοκάκια ανάμεσα στις καλύβες.

Όσο περνούσε η ώρα, οι στρόβιλοι κατέφταναν ολοέ-να και περισσότεροι και όπως είχε διαπιστώσει από καιρόο γέρος των Μισαίων, αποτελούσαν τη μοναδική πηγή τωνκυκλώνων. Όλοι πίστευαν στην εμπειρία του, γιατί εκτόςαπό τους κυκλώνες, είχε προβλέψει και όλες τις αντιξοό-τητες του καιρού. Ήξερε ποιον μήνα θα πέσει περισσότερηβροχή, πότε θα πέσει χαλάζι, τι σημαίνει το μισοφέγγαροόρθιο ή δίπλα και τι μέρα θα ξημερώσει όταν ο ήλιος μοι-άζει με ματωμένο δάκρυ.

– Θα έχομε καλό καιρό, είπε η Αρχοντούλα, αφού ετοί-μασε τα σύνεργα που της χρειάζονταν για τη θεραπεία τηςπούντας και αφού ρώτησε να μάθει κάθε λεπτομέρεια γιατη φωτιά στο κεφάλι και το στέγνωμα των χειλιών.

Είχε πειστεί ότι το λιάμπικο αγόρι το είχε χτυπήσει ηπούντα, γιατί πέρα από τα δυο πρώτα σημάδια, είδε και ένατρίτο, μια κατάσταση ασυγκράτητης ευφορίας. Ένα είδοςκούφιου ενθουσιασμού, που ο ασθενής δεν ξέρει από πούπροέρχεται. Και που ήταν το χειρότερο σημάδι, γιατί οιΒλάχοι μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τα κεφάλια πουφλέγονται και με τα χείλη που ξηραίνονται, αλλά μπροστάστην ευφορία, παραδίνονται. Η ευφορία είχε κυριέψει πλή-ρως το σώμα του άρρωστου και υπήρχε κίνδυνος να φέρεικι άλλες ασθένειες.

Να, που ο Δημητράκης Κέρπι ήταν στην καλύβα τουΣωκράτη Μπούμπα, του νέου διευθυντή της Κτηνοτροφίας

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

204

Page 205: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

και ταυτόχρονα του μεγαλύτερου εμπόδιου, που έπρεπενα ξεπεράσει, για να κατακτήσει το φρούριο που λεγότα-νε «Κατερίνα». Το ότι ήταν το σπίτι του διευθυντή, φαι-νότανε καθαρά: ήταν νέο και διέφερε από τα άλλα. Έμοιαζεμε σπιρτόκουτο τέσσερις πιθαμές πάνω από το έδαφος,κατασκευασμένο με δοκάρια δρυός από το δάσος του βου-νού της Ντόμπρας και με σκεπή από άχυρο βρίζας. Ο νέοςδιευθυντής, σαν να ήθελε να δείξει ότι αυτός τώρα είναι οπρώτος των Βλάχων, έκανε κάτι το διαφορετικό από τουςάλλους. Ανύψωσε το σπίτι τέσσερις πιθαμές πάνω από τοέδαφος, έκανε εξωτερικές σκάλες, σανιδένιο πάτωμα, πόρ-τες οξιάς, εσωτερικό άλειμμα και ασβέστωμα των τοιχω-μάτων, διαχωρισμό σε ευρύχωρα δωμάτια με ξύλινα κρε-βάτια στο καθένα και ράφια ρούχων, σαλόνι στρωμένο μεψάθα. Στο σαλόνι υπήρχε κάτι σαν ντιβάνι με βελέντζακόκκινη από πάνω, το σεντούκι με μια εικόνα στο καπάκι,η φωτογραφία του καθοδηγητή κρεμασμένη απέναντι καιη γωνιά με τσιμέντο. Γύρω από τη γωνιά, εκτός από το μαυ-ρισμένο τσουκάλι, υπήρχαν αναποδογυρισμένες πυροστιές,κουβάρια με νήματα όλων των χρωμάτων, ρόκες παραπε-ταμένες, άδειες κούνιες, βαρέλες νερού και ένα σμάρι πι-τσιρίκια, που μάχονταν να βρουν σπυριά σε ένα δοχείο μεφασούλια. Η Αρχοντούλα προσπάθησε να βάλει κάποιατάξη, παραμερίζοντας με τα πόδια ρόκες και άξονες καιλέγοντας στα παιδιά «που να μη χορτάσετε καμιά φορά!»Ύστερα έδειξε στον μουσαφίρη πού να ξαπλώσει και τι δυ-νατό πισινό πρέπει να έχει για να αντέξει τη θεραπεία τηςπούντας.

– Θα σου κάψω τη φτέρνα, του είπε, ρίχνοντάς του έναμολυβένιο βλέμμα ως προειδοποίηση για ό,τι τον ανέμενε.

Ξάπλωσε μπρούμυτα στο ντιβάνι με την κόκκινη βε-λέντζα και γύρισε το κεφάλι σε μεριά, για να βλέπει τι κά-

205

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 206: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νει η μεγάλη γερόντισσα των Μπουμπαίων. Την είδε να γυ-ροφέρνει στη φωτιά, με ένα μακρύ μασά στο χέρι και με με-ρικά μπαλώματα κάτω από τη μασκάλη. Ανακάτευε τη θρά-κα, φύσαγε φουσκώνοντας τα μάγουλα και σκούπιζε τονιδρώτα στον χαραγμένο στο μέτωπο σταυρό της. Ήταν ηκαλύτερη απ’ όλες στη θεραπεία της πούντας. Όχι πως έκα-νε κάτι παραπανίσιο στη διαδικασία της θεραπείας, αλλάοι άλλες της παραχώρησαν την πρώτη θέση, επειδή ήτανανένδοτη σαν σίδερο, καθώς και για κάποια άλλα, πέρααπό την πούντα κατορθώματα, που την έκαναν γνωστή καιτην αποδέχτηκε ακόμα και το πέτρινο χωριό. Πράγμα σπά-νιο για το πέτρινο χωριό, το οποίο μπορούσε να κάνει τέ-τοιες παραχωρήσεις σε ξένους μια φορά στα δέκα χρόνια.Την είχε ξεχωρίσει από τις άλλες γριές του αχυρένιου οικι-σμού και από τότε δεν την προσφωνούσαν με το όνομά της,Αρχοντούλα, αλλά ως Γερόντισσα των Μπουμπαίων, λεςκαι το όνομα περιόριζε τη φήμη της. Η φήμη της είχε ξεπε-ράσει προ πολλού τον αχυρένιο οικισμό και στο πέτρινοχωριό δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην γνώριζε ότι επι-κοινωνούσε με τους πεθαμένους. Ότι με τη σιδερένια τηςθέληση έβαζε στη θέση τους και τους ζωντανούς. Ότι συμ-περιφερόταν στη οικογένεια σαν αληθινός άντρας, ότι επι-βαλλόταν πλήρως στις νύφες κι ότι λατρευόταν από το σόιτης κι ακόμα πιο πέρα.

Από την Αρχοντούλα, ο Δημητράκης Κέρπι είχε ως εν-θύμιο μια γεύση πικράδας. Από τότε που για να αποτρέψειτο fox να μαγαρίσει την αυλή της χτύπησε το μεγάλο τύμ-πανο με το μασιά, με τον ίδιο μασιά που τώρα προετοιμα-ζόταν να του θεραπεύσει την πούντα. Και που αργότερα, ηπικρή γεύση μετατράπηκε σε γλυκιά, γιατί η μεταφορά τηςχοροεσπερίδας στην αυλή των Χολεβαίων, του έδωσε τηνευκαιρία να πλησιάσει περισσότερο την Κατερίνα.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

206

Page 207: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Από τους Μπουμπαίους έφυγε την επόμενη μέρα. Μετις φτέρνες τσουρουφλισμένες από τον πυρακτωμένο μα-σιά, με πυρετό πεσμένο, με χείλη κάπως πιο μαλακά, αλλάη ευφορία του αντί να μειωθεί, είχε γίνει πιο έντονη. Βίωνεμια παράξενη κατάσταση, που εκτός από το φλεγόμενο κε-φάλι και τα ξηραμένα χείλη, ένιωθε εντελώς απαλλαγμέ-νος από τους δισταγμούς και τις συστολές του, που τον έκα-ναν αφηρημένο. Τώρα σαν να τον είχε κυριέψει ένα αίσθη-μα περιφρόνησης ακόμα και για τα πιο ιερά πράγματα.Εμφάνιζε χαρακτήρα αλαζονικό, που οι Λιάμπηδες τον επι-δεικνύουν περισσότερο όταν πλαγιάζουν με τις γυναίκεςτους και όταν πηγαίνουν στους γάμους.

Για όλα όσα διέπραξε αργότερα, το φταίξιμο, μια και δενβρέθηκε άλλη σοβαρότερη αιτία, το ρίξανε στη νύχτα πουκοιμήθηκε στους Μπουμπαίους, για να θεραπευτεί από τηνπούντα. Μετά από τη νύχτα εκείνη, ξημέρωσε αλαζονικός,περιφρονούσε και ειρωνευόταν τα ιερά και τα όσια και τουάρεσε να προξενεί πόνο στους άλλους. Τις μέρες που ακο-λούθησαν, όχι μόνο δεν ένιωθε καμιά ανάγκη μετανοίας,αλλά έκανε παρέα με μια ομάδα νεαρών που αυτοονομά-ζονταν «Οι αθεϊστές της Γορίτσας». Είχε εμφανιστεί από τοπουθενά και από μέρα σε μέρα ενισχυόταν επικίνδυνα. Ήτανεικοσάχρονοι νεαροί, που παρασύρθηκαν από τη νέα λέξη«αθεϊστής» και που αργότερα πήραν τα μυαλά τους αέρακι άνοιξαν πόλεμο με τον θεό. Τον αποκαλούσαν ηλίθιο,κριό, γάιδαρο, μοσχάρι. Μετά από τους σκληρούς αυτούςχαρακτηρισμούς, επιδόθηκαν σε ανίερες πράξεις. Η πρώτηπράξη ήταν να λοιδορήσουν και να διασύρουν τον παπάΧαράλαμπο, που επί τόσα χρόνια οι ορθόδοξοι Γοριτσάρηδεςκαι οι Βλάχοι του ασπάζονταν το χέρι, θεωρώντας τον ένανμικρό θεό στη γη. Οι αθεϊστές τον ξυρίσανε στην αυλή τηςΠαναγίας και τον ανάγκασαν να απευθυνθεί στους πιστούς

207

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 208: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

με μια επιστολή, όπου να αποδεχόταν ότι επί τόσα χρόνιατους έλεγε ασύστολα ψέματα. Ταυτόχρονα παρότρυναν τουςπιστούς να κατεδαφίσουν τις εκκλησίες, να κάψουν τις ει-κόνες των αγίων, να τοποθετήσουν τους παπάδες στη θέσητων σκιάχτρων που φοβίζουν τις κότες, να απαλλαχτούναπό τα οπισθοδρομικά έθιμα και να διαλύσουν άμεσα τουςαρραβώνες από κούνια.

Η διάλυση των αρραβώνων από κούνια είχε γοητεύσειτόσο πολύ τον Δημητράκη Κέρπι και τον ώθησε να εντα-χτεί ανεπιφύλακτα στη φουριόζικη ομάδα των νεαρών.Μέσα σε λίγο διάστημα, έγινε ο αρχηγός τους και τον ασυγ-κράτητο ζήλο τον επέδειξε στο μεγάλο καμπαναριό της εκ-κλησίας της Παναγίας, που το κατεδάφισε με τα ίδια τουτα χέρια. Πήρε και την καμπάνα και την κρέμασε στις απο-θήκες του καλαμποκιού σαν σήμαντρο για την έναρξη καιτη λήξη της δουλειάς. Πρώτος ήταν και στο κάψιμο των ει-κόνων στους δρόμους της Γορίτσας. Όταν, όμως, η ομάδατων φουριόζων νέων αποφάσισε να επιτεθεί στον αχυρένιοοικισμό, επειδή έλειπε η θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς,που θεράπευε τις αρρώστιες μόνον με ένα άγγιγμα, διαχώ-ρισε τη θέση του. Είχε διαδοθεί, μετά κι από σήμα του αστυ-νομικού της περιοχής, Ιωσήφ Σιόλα, ότι την είχαν πάρει οιΒλάχοι για να τη γλιτώσουν από τη φωτιά. Όταν ένας απότην ομάδα των αθεϊστών φώναξε έξαλλος, «Εμπρός, να κά-ψουμε τους Βλάχους σαν ποντίκια!», του Δημητράκη τουφάνηκε πως είπε «Εμπρός να κάψομε την Κατερίνα!» Ένιωσενα αναποδογυρίζεται η ψυχή του. Και ταυτόχρονα να απαλ-λάσσεται πλήρως από την ανόητη εκείνη ευφορία που τουείχε προκαλέσει η πούντα. Να μετανιώνει για τα ρεζιλίκιαπου είχε κάνει εκείνες τις μέρες και να μετράει καλά τα επό-μενα βήματά του.

– Δεν έχομε δουλειά με τους Βλάχους, είπε στους πιο

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

208

Page 209: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

φανατισμένους αθεϊστές και τα χείλη του στέγνωσαν με-μιάς, όπως τότε που παραλίγο να φιλήσει την Κατερίνα. Αντους πειράξετε, θα λογαριαστείτε με μένα.

Ήταν, όμως, πολύ αργά. Όχι μόνον δεν τον λογάριασαν,αλλά ξεχύθηκαν σαν ασυγκράτητη ορδή ενάντια στις κα-λύβες. Για να βρουν την εικόνα της Παναγιάς, αλλά και άλ-λες εικόνες, που μπορεί να κρύβανε. Για να τις συγκεντρώ-σουν και να τις κάψουν στις μικρές πλατείες ανάμεσα στιςαχυροκαλύβες.

Οι φλόγες που ξεπηδούσαν δεν ήταν μόνον από τις ει-κόνες. Κάποια στιγμή όλοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν πάρειφωτιά και οι αχυροκαλύβες. Ο θαλασσινός αέρας, που σύμ-φωνα με τον γέρο των Μισαίων ήταν απ’ αυτούς που γεν-νούσε κυκλώνες, βοήθησε τη φωτιά να ξεχυθεί σαν πεινα-σμένο αγρίμι στις καλύβες με το ξηραμένο άχυρο. Είχε συμ-βεί και άλλες φορές να καούν μια ή δυο καλύβες, αλλά νακαίγονται στη σειρά, συνέβαινε για πρώτη φορά. Όλα φλέ-γονταν σαν να ήταν από ρετσίνι πεύκων, οι φράχτες, ταδοκάρια, τα ράφια, οι προβιές, οι κούνιες, οι αργαλειοί, τασεντούκια, τα τσικρίκια, τα γεμάτα με ρούχα σακιά, οι ψά-θες, τα στρώματα και οι βελέντζες. Ο ήλιος του δειλινούείχε ασπρίσει και πίσω από τους καπνούς έμοιαζε με φεγ-γάρι που έκλαιγε. Οι κραυγές των γυναικών που ζητούσανβοήθεια ήταν σαν διχάλες που τρυπούσαν τον ουρανό.Σηκώθηκε στο πόδι όλη η Γορίτσα κι έτρεξε να βοηθήσει,εκτός από κανέναν φανατισμένο οπαδό του ΣτέφανουΜούσκα, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του όταν η φωτιάείχε σχεδόν ξεψυχήσει. Ήταν σαν να ήθελαν να ξεπλύνουνμια παλιά αμαρτία. Ή μια σειρά από λάθη, για τα οποία πο-τέ δεν συναισθάνθηκαν ότι ήταν λάθη. Η μετάνοια και οιτύψεις, τους έκαναν να ριχτούν για την κατάσβεση της φω-τιάς. Για να σώσουν παιδιά που είχαν κρυφτεί στα σεντού-

209

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 210: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

κια, γέρους ανάμεσα στα δοκάρια και γυναίκες τσουρου-φλισμένες από τις φλόγες.

Ο πιο τολμηρός στη μάχη για τη κατάσβεση της φωτιάςήταν ο Δημητράκης Κέρπι. Είχε ξεχάσει ότι λίγο νωρίτεραήταν ο αρχηγός της ομάδας και τώρα δεν ήθελε τίποτα άλ-λο παρά να θυσιαστεί για τους πυρόπληκτους. Την αυτο-θυσία του, ώρες που ήταν, την δέχτηκαν ευνοϊκά οι Βλάχοικαι ούτε που πέρασε από τον νου τους να του υπενθυμί-σουν τις ανόσιες πράξεις του, όταν ήταν αρχηγός της φου-ριόζικης ομάδας. Την ώρα που οι φλόγες ξεψυχούσαν καιοι άλλοι χαλάρωναν, η δουλειά του Δημητράκη αυξήθηκε.Γιατί τον φώναζαν από όλες τις μεριές για να ζωντανεύειτους νεκρούς. Και τους ζωντάνευε μόνον με ένα φίλημα.Βγάζανε λιπόθυμους γέρους μέσα από τα καμένα δοκάριακαι φώναζαν:

– Γρήγορα στον Δημητράκη, να τον ζωντανέψει!Ο Δημητράκης εφάρμοζε την τεχνητή αναπνοή. Έδινε

στους λιπόθυμους το φιλί της ζωής. Οι Βλάχοι νόμιζαν ότιτα χείλη του είχαν θαυματουργές ικανότητες. Αφού ηΠαναγιά, έλεγαν, σε θεραπεύει με ένα άγγιγμα, δεν υπήρ-χε λόγος να αμφιβάλουν ότι κι ο Δημητράκης σε ζωντα-νεύει μόνον με ένα φιλί.

Ο ίδιος δεν βιάστηκε να εξηγήσει την αλήθεια για τιςθαυματουργές του ικανότητες. Σκεφτόταν πως όσο πιο απα-ραίτητο θα τον έβλεπαν οι Βλάχοι, τόσο πιο εύκολα θα μπο-ρούσε να διεισδύσει στην καρδιά της Κατερίνας. Οτιδήποτεχρειαζόταν να γίνει, για το χατίρι της θα το έκανε. Για τηνΚατερίνα εγκατέλειψε τους αθεϊστές, πάλεψε με τις φλό-γες και φίλησε τα χείλη δεκάδων εγκύων γυναικών, σαστι-σμένων γραιών και τσουρουφλισμένων γερόντων. Φιλώνταςτα χείλη ενός κατακαμένου Βλάχου ήταν σα να φιλούσε ταχείλη της Κατερίνας., αλλά όταν ήρθε η στιγμή να κάνει

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

210

Page 211: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πράγματι κάτι τέτοιο, τον έπιασε πανικός. Ένας πανικόςπου του στέγνωσε τα χείλη, όπως την ημέρα που τον χτύ-πησε η πούντα. Και ο οποίος, περισσότερο από όλες τις φυ-λές του κόσμου πιάνει τους Λιάμπηδες. Αυτό συνέβη ότανάκουσε να λένε για την Κατερίνα «Γρήγορα στονΔημητράκη!» Και του ψιθύριζαν στο αυτί ότι «είναι βαριά»,γι’ αυτό έπρεπε να βιαστεί.

Την είχαν ξαπλώσει πάνω σε μάλλινο χαλάκι, που ακό-μα κάπνιζε. Τα μαλλιά της ήταν τσουρουφλισμένα και τοπρόσωπό της άσπρο σαν πανί, με εξαίρεση τα ζυγωματικάόπου το αίμα έμοιαζε με σκορπισμένη θράκα. Το κεφάλι τηςήταν γυρισμένο στο πλάι, τα βλέφαρα κλειστά, και τα χεί-λη που έπρεπε να φιλήσει, μισάνοιχτα. Σαν ράμφος κανα-ρινιού που περιμένει την τροφή. Είπε σ’ αυτούς που τον πε-ριτριγύριζαν να κάνουν πίσω, πιο πίσω, γιατί της δυσκο-λεύουν την αναπνοή. Την είχαν καταβρέξει για να συνέλ-θει και το πρόσωπό της έμοιαζε σαν φεγγάρι στα νερά.Έσκυψε από πάνω της σαν να ήθελε να πιει νερό στη βρύ-ση και όταν τα χείλη του πλησίασαν έτοιμα να αγγίξουν ταδικά της, έγινε κάτι που δεν το περίμενε. Η Κατερίνα κου-νήθηκε λίγο και πρώτη αυτή κάλυψε την ελάχιστη από-σταση που έμενε μέχρι τα χείλη του. Τότε, ψιθυρίζοντάς της«Σ’ αγαπώ Κατερίνα!», της έδωσε γλυκό φιλί, τόσο γλυκό,που ένιωσε πως, επιτέλους, η πολυκαιρισμένη ίσκα είχε γί-νει χλωρή.

211

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 212: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Η αιτία για ό,τι συνέβη τις επόμενες μέρες ήταν ένας προ-κλητικός λόγος που ξεστόμισε ο Ριζά Κέρπι για την πόρπη.Όχι για οποιαδήποτε πόρπη, αλλά για το επιστέγασμα όληςτης νυφικής στολής της Γορίτσας. Που η φήμη της είχε φτά-σει μέχρι το μακρινό Παρίσι, το οποίο είχε κι αυτό το μερί-διό του στην οργή των Γοριτσάρηδων με επικεφαλής τονΣτέφανο Μούσκα. Την οργή που την ανέμιζαν τώρα σανσημαία θριάμβου.

Η πόρπη στα μάτια και στην καρδιά των Γοριτσάρηδωνείχε αναβαθμιστεί και είχε αποκτήσει διαστάσεις αντικει-μένου με το οποίο δεν μπορείς να αστειεύεσαι. Είχε απο-κτήσει την αξία εμβλήματος όπως είναι η σημαία, ή όπωςη σφραγίδα του κράτους. Οι Γοριτσάρηδες, αντί της ση-μαίας και της σφραγίδας, διαλαλούσαν την πόρπη.

– Η πόρπη είναι το έμβλημά μας, είπαν εκείνες τις μέ-ρες της οργής, όπως είναι ο δικέφαλος αετός στη σημαίατου έθνους.

Για την πόρπη φτιάχτηκε ειδική προθήκη στο μουσείοτου χωριού, δίπλα στην προθήκη των Βλάχων, που είχε πα-ραμείνει άδεια και χωρίς τίτλο, επειδή δεν είχαν αποφασί-σει ακόμα πώς θα τους προσδιορίσουνε. Στην προθήκη τηςπόρπης, εκτός από μια μεγάλη φωτογραφία, τοποθέτησανκαι ένα σημείωμα, το οποίο το είχε εξασφαλίσει ο ίδιος οΣτέφανος Μούσκα, φτάνοντας μέχρι τα Τίρανα, στον κα-λύτερο ειδήμονα περί λαϊκών ενδυμασιών και παραδόσεων,οι ρίζες του οποίου κρατούσαν από τη Γορίτσα. Το σημεί-ωμα για την πόρπη είχε γραφτεί με καλαίσθητη και έντονηγραφή, τόσο που μπορούσε να τη διαβάσει και ο γεροντό-τερος του χωριού από απόσταση δέκα μέτρων και βάλε.

Για την τιμή μιας πόρπης

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

212

Page 213: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

213

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

«Η πόρπη της ζώνης στην νυφική ενδυμασία τηςΓορίτσας είναι ταυτόχρονα και το διακριτικό έμβλημα τηςΓορίτσας. Πάνω της είναι αποτυπωμένη η καλλιτεχνική ψυ-χή και η ευγένεια των κατοίκων της περιοχής. Είναι έναφύλλο πάχους δύο χιλιοστών από κράμα μετάλλων, στοοποίο δεσπόζει το ασήμι. Η παρουσία του ασημιού δίνειστην πόρπη εκείνη τη χαρακτηριστική λάμψη, που με τονκαιρό λάμπει ακόμα πιο πολύ. Το μήκος της δεν είναι πα-ραπάνω από το εύρος της μέσης. Με δύο θηλυκωτάρια απότη μέσα μεριά, προσαρμόζεται στη μορφή του σώματος καιδίνει στη Γοριτσάρισσα γυναίκα μοναδική ομορφιά και με-γαλοπρέπεια. Το κέντρο της έχει το σχήμα ενός επίπεδουορθογώνιου και μαζί με τα δυο ακρινά μοτίβα μοιάζει μεκυκλικό στεφάνι με πριονωτά φύλλα μαντζουράνας. Το κυ-ριότερο μοτίβο σ’ αυτή την επιφάνεια είναι ο δικέφαλος αε-τός, ανάμεσα σε τσαμπιά σταφύλια, φουντούκια και αμύ-γδαλα, πέταλα μαργαρίτας, κλαριά ελιάς, θόλους γεφυριών,περιγράμματα πυραμίδων, γυριστά νύχια γερακιού, τούφεςμανουσάκια, κλπ. Όλα τοποθετημένα με τάξη και αρμονία.Η αρμονία των αντικειμένων, η συνοχή μεταξύ τους, τα ατέ-λειωτα σχήματα, η φαντασία, η φανερή κομψότητα και ηλάμψη του ασημιού, κάνουν την πόρπη της Γορίτσας απα-ράμιλλη σε όλον τον κόσμο».

Από την τελευταία αυτή φράση πιάστηκε αργότερα οΡιζά Κέρπι, για να εκστομίσει τον προκλητικό του λόγο.Που προκάλεσε πραγματικό στρόβιλο, ο οποίος περιφε-ρόταν στους δρόμους, στις πλατείες, στα αλώνια, στους ον-τάδες, στα κατώφλια, στα πεζούλια, στα γραφεία, στις τα-ξιαρχίες και στις στάνες. Μια μέρα μετά την τοποθέτησητης προθήκης στο μουσείο με τη φωτογραφία και το ση-μείωμα με τα έντονα γράμματα για την πόρπη, είπε ότι δενήταν ανάγκη να ψάξει κανείς σε όλα τα πλάτη και τα μήκη

Page 214: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

της γης για ένα τέτοιο αντικείμενο. Αν περνούσε από τοναχυρένιο οικισμό θα μπορούσε να βρει όχι ένα αλλά μάτσομε παρόμοια αντικείμενα. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, διατεινό-ταν πως και οι Βλάχοι είχαν πόρπες για τις νυφάδες τους.Ίσως να ήταν μικρότερου μεγέθους ή να είχαν λιγότερη λάμ-ψη, αλλά πόρπες ήταν κι εκείνες, όπως όλες οι πόρπες τουκόσμου. Ήταν στοιχείο της νυφικής στολής και φοριότανεπάνω από την πέτσινη λωρίδα πλάτους τεσσάρων εκατο-στών. Η λωρίδα που έσφιγγε την παιχνιδιάρα μέση των βλά-χικων κοριτσιών και, με δύο τσέπες στις άκρες της, σε μιααπό τις οποίες πιανόταν η καδένα.

Μέσα σε λίγους μήνες από τότε που άνοιξαν τα μάτιατου με όσα διάβασε στο βιβλίο «Η Μεγάλη Απόκρυψη»»μέχρι την αντιπαράθεση με τον Στέφανο Μούσκα, ο οποί-ος επέμενε να προσδιορίζει τους Βλάχους ως «ερχόμενους»,ο Ριζά Κέρπι είχε προχωρήσει πολύ σ’ αυτό που ονόμαζε«Ο άγνωστος κόσμος των ανθρώπων του βουνού».Μάλλον αυτός θα ήταν και ο τίτλος του μελλοντικού τουβιβλίου. Του βιβλίου για τους Βλάχους, που ήταν ακόμασαν σακί με συμπράγκαλα και εκτός από τα δημοτικά τρα-γούδια υπήρχαν εκεί μέσα και οι χοροί, τα έθιμα, οι παρα-δόσεις, οι ενδυμασίες, τα παραμύθια, τα νανουρίσματα, τασοφά λόγια, οι θρύλοι, τα μοιρολόγια, οι μπαλάντες, κλπ.Όλα αυτά με τα οποία ένας λαός σμιλεύει το πρόσωπό τουγια να σταθεί ισότιμος ανάμεσα στους άλλους λαούς. Απότην άλλη μεριά, έπρεπε να αποδείξει ότι οι Βλάχοι του βου-νού είχαν παραμείνει τόσο ζωντανοί μέσα στο διάβα τωναιώνων, που δεν μπορούσες να τους προσδιορίσεις ως «ερ-χόμενους».

Στη φάση αυτή, το βιβλίο, εκτός του ότι προσέφερεγνώσεις για τη ζωή ενός αγνοημένου μέχρι τότε πληθυ-σμού, εκπλήρωνε ένα παλιό χρέος απέναντι στους αν-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

214

Page 215: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

θρώπους του αχυρένιου οικισμού, και ταυτόχρονα ήτανμια μορφή συμπαράστασης γείτονα προς γείτονα. Μια πουοι Βλάχοι ήταν ένας γείτονας περιορισμένου μορφωτικούεπίπεδου. Λίγοι ήταν εξάλλου εκείνοι που είχαν πάει σεσχολείο. Κάποιοι είχαν τελειώσει το δημοτικό στην Ελλάδα,η Ζωίτσα, η υπεύθυνη των γυναικών είχε εγκαταλείψει τηνΠαιδαγωγική Σχολή του Ελμπασάν στο δεύτερο έτος, ο δι-ευθυντής της Κτηνοτροφικής Επιχείρησης, ο ΣωκράτηςΜπούμπας, ήταν τελειόφοιτος φροντιστηρίου ΤεχνητήςΓονιμοποίησης των Ζώων, στα Τίρανα, κι εκείνος που όλοιτον προσφωνούσαν ως «ποιητή του αχυρένιου οικισμού» ήαπλώς «ποιητή», είχε τελειώσει το Λύκειο της Κονίσπολης.

Πείστηκε όμως, γρήγορα ότι το πρόβλημα των Βλάχωνδεν ήταν η εκπαίδευση, αλλά ένας είδος πτώσης του ηθι-κού τους. Ήταν σαν να αποδέχονταν οι ίδιοι την ταπείνωση.Ότι την οπισθοδρομικότητα την εμφάνιζαν ως περηφάνιακαι ένιωθαν βολεμένοι μέσα στον οίκτο των άλλων. Τηνηθική αυτή κατάπτωση ο Ριζά Κέρπι τη διαπίστωσε και σεέναν κύκλο ποιημάτων του αποκαλούμενου «ποιητή». Τουτα είχε εμπιστευτεί να τους ρίξει μια ματιά πριν τα εκδώσειως βιβλίο. Ήταν ένα τετράδιο γεμάτο κι απ’ ότι δείχνανε τακουκιά, το «Ποιος τους γνώριζε τους Βλάχους», που ήτανγραμμένο στο εξώφυλλο, θα ήταν και ο τίτλος της ποιητι-κής του συλλογής. Το ποίημα με τον τίτλο αυτό που θα άνοι-γε τη συλλογή, τον είχε κάνει ευρύτερα γνωστό, γιατί απόποίημα είχε γίνει τραγούδι, που τραγουδιότανε στα γλέν-τια και που χάρη στον λαογραφικό όμιλο των αντρών καθώςκαι τον γραφίστα που κάλυπτε τα πολιτιστικά στηνΕπιχείρηση, είχε ξεπεράσει τα σύνορα της περιοχής τηςΓορίτσας, για να γίνει το αντιπροσωπευτικό τραγούδι τωνΒλάχων όλης της χώρας. Μεταδιδόταν συχνά από το τοπι-κό ραδιόφωνο, αλλά και από τα κεντρικά των Τιράνων και

215

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 216: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

μπορούσες ακόμα να το βρεις και ως πλάκα φωνόγραφου.Όποιος δημοσιογράφος ερχότανε να γράψει κάτι για τουςΒλάχους, συναντούσε τον Σωκράτη Μπούμπα ως διευθυντήκαι αμέσως μετά τον δημιουργό του διάσημου τραγουδιού.Δεν υπήρχε άρθρο που να μην αναφερόταν στον «ποιητήτων Βλάχων», στον «ποιητή του αχυρένιου οικισμού», μα-ζί με τους δυο πρώτους στίχους.

Μαύρε βλάχε ποίος σε ξέρειΤο σαμάρι είχες λημέρι.

Ήταν σαν να επικροτούσαν την ταπείνωση των Βλάχωνκαι, ενθουσιασμένοι, τους παρότρυναν να ταπεινωθούνακόμα περισσότερο. Για τους δημοσιογράφους το τρα-γούδι είχε γίνει τόσο οικείο που κατά το τέλος των άρ-θρων, απευθύνονταν στον δημιουργό του με την ιδιότη-τα του «ποιητή». Έτσι τον προσφωνούσε και ο Ριζά Κέρπι,επηρεασμένος από το γενικότερο κλίμα, αλλά κι επειδήξεχνούσε πάντα το όνομά του. Όσο και αν προσπαθούσε,το όνομά του βυθιζόταν και χανόταν στο παρατσούκλι«ποιητής».

Ο «ποιητής» καταγόταν από σόι νταήδων. Κανένα κο-ρίτσι από το σόι αυτό δεν παντρεύτηκε χωρίς να φορέσειστο κεφάλι το βαρυφορτωμένο με χρυσά νομίσματα καπέ-λο και χωρίς να στολίσει τη μέση της με πόρπη. Οι άντρεςήταν όλοι μουστακαλήδες και θεριακλήδες στο κάπνισμα.Ο μόνος που αποτελούσε εξαίρεση ήταν ο ποιητής. Ούτεμουστάκια είχε, ούτε κάπνιζε, ούτε κληρονόμησε έστω καιμια σταλιά από το νταηλίκι τους. Ήταν φρόνιμος και συνε-τός, τόσο που καμιά φορά τον περνούσαν για χαζό. Στηνπαιδική ηλικία, όταν τα άλλα παιδιά έτρεχαν στις σκόνεςκαι έπαιζαν τσιλίκι, αυτός έπαιζε τρουμπέτα. Στα χρόνιατης νιότης έγινε ταμίας-προμηθευτής και σε αντίθεση με

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

216

Page 217: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τους άλλους συνομήλικους, που πήγαιναν στις στάνες, εκεί-νος έγραφε ποιήματα. Η μεγαλύτερη περιπέτεια της νεα-νικής του ζωής ήταν αυτή της πρώτης νύχτας του γάμου,όταν προέκυψε η υποψία ότι ήταν ανίκανος. Το ανάθεμαέπεσε πάνω στα ποιήματα. Όταν τη Δευτέρα το βράδυ, ηνύφη τον περίμενε ξαναμμένη στο δωμάτιό τους, εκείνοςείχε κλειστεί στο αχούρι του αργαλειού και έγραφε ποι-ήματα. Μετά από αρκετή ώρα, τον μαζέψανε, τον κλείσα-νε στο δωμάτιο και όλη τη νύχτα, σύμφωνα με το έθιμο τωνΒλάχων, οι αδερφές του παρακολουθούσαν από την κλει-δαρότρυπα. Κι είδαν ότι η νύφη παρέμεινε παρθένα, ενώ οαδερφός τους ένας… τζούφιος. Μια τέτοια αποτυχία ήτανχειρότερη κι από τον θάνατο, γι’ αυτό το σόι του δεν μπο-ρούσε να μην αντιδράσει, αφού η στάση αυτή απέναντι σετζούφιους υπαγορευόταν από το έθιμο. Οι άντρες μόλις τονσυναντούσαν, άλλαζαν δρόμο, ενώ οι γυναίκες ψιθύριζανκαταλυπημένες «δεν πάει να πνιγεί στο ποτάμι, καλύτερα!»Μόνον ο γεροντότερος της οικογένειας τον πήρε ιδιαιτέ-ρως και τον συμβούλεψε:

– Κοίτα να καβαλήσεις τη γυναίκα και άσε τα ποιήματα,με τα ποιήματα δεν βλέπεις προκοπή!

Εκείνος, όμως, δεν τα παράτησε τα ποιήματα κι έτσι τονπαράτησε η νύφη.

– Εγώ τον άντρα τον θέλω άντρα, είπε όταν γύρισε στουςγονείς της, δεν τον θέλω να λαλάει τρουμπέτες!

Από τότε, το νόημα της ζωής του ήταν τα ποιήματα, αλ-λά η ανικανότητα στο κρεβάτι, πέρασε και στα ποιήματα.Μέσα και πίσω από τους στίχους του αναδυόταν ένας αέραςευνουχισμού, ταπείνωσης και αυτοαπομόνωσης, όπου ο άν-θρωπος είναι ευχαριστημένος για τη δυστυχία του και πε-ρήφανος για την υποταγή του. Αυτά είδε ο Ριζά Κέρπι, ότανξεφύλλισε το τετράδιο που του είχε δώσει ο ποιητής και

217

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 218: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

προπαντός στο γνωστό ποίημα «Ποιος τους γνώριζε τουςΒλάχους».

– Γιατί αρέσκεσαι να υποτιμάς τον εαυτό σου; του είπετην ημέρα που του επέστρεψε το τετράδιο. Μην περιμένειςνα σε παινέψουν οι άλλοι, όταν εσύ ο ίδιος αποκαλείς «κα-κομοίρηδες» τους Βλάχους.

Ο ποιητής δεν ανέμενε τέτοια κριτική για τα ποιήματάτου. Έπεσε σε βαθιά συλλογή σα να του είχαν ψιθυρίσει στοαυτί «είσαι ευνουχισμένος» και του υπενθύμιζαν το πάθη-μα του κρεβατιού.

– Σε κανέναν λαό δεν αξίζει να τον αποκαλείς «κακο-μοίρη», συνέχισε ο Ριζά Κέρπι. Τόσο περισσότερο τονΒλάχικο. Αρκεί να ψάξεις και να βρεις αυτό που λέμε «ψυ-χή του έθνους» και που φαίνεται πιο έντονα στα τραγού-δια, στους χορούς, στις ενδυμασίες, για να καταλάβεις ότι εί-ναι αμάρτημα μεγάλο να τον ταπεινώνεις.

Μετά απ’ αυτό, ο ποιητής ένιωσε κάτι σαν αναζωογό-νηση, σαν απελευθέρωση από κάποια αόρατα δεσμά καιανακοίνωσε παντού ότι ζητάει νύφη. Την ίδια στιγμή έγινετο δεξί χέρι του Ριζά Κέρπι στον αγώνα του για να αναδεί-ξει, να βγάλει στο φως το βλάχικο έθνος. Πέταξε από πάνωτου την κακομοιριά και έγινε ο λάτρης οτιδήποτε βλάχικου.Προσκόμιζε στον παλιό δάσκαλο στίχους από παλιά τρα-γούδια, κεντήματα, λαξεμένα ξύλινα αντικείμενα, κεφα-λάρια κούνιας με πουλιά, φλογέρες με τρύπες φθαρμένεςαπό το πολύ το παίξιμο, κιλίμια με όλα τα χρώματα του ου-ράνιου τόξου, φουστανέλες, σεγκούνια, κιλότες αντρικές,στολίδια νυφικά μαζί με κανένα χρυσό νόμισμα που τα κρε-μούσαν στο μέτωπο, φουστάνια κεντημένα με σιρίτια, λου-λούδια και άσωτα κουμπιά, παπούτσια με πρόκες, λωρίδεςτης μέσης, πόρπες, που τόνιζαν την ομορφιά της νύφης.

Όταν είπε ότι την πόρπη την είχε βρει κάτω από ένα

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

218

Page 219: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στρώμα μάλλινο στο οποίο κοιμόταν η γιαγιά του, ο ΡιζάΚέρπι έμεινε έκπληκτος. Την άγγιξε με το χέρι και είπε:

– Ακριβώς όπως η πόρπη της Γορίτσας!Η γιαγιά του «ποιητή» συνήθως την κρατούσε σε ένα

σακούλι ρούχων και ούτε που θυμόταν πώς και γιατί είχεβρεθεί κάτω από το μάλλινο στρώμα της. Την πρώτη θέσηστη στολή της νύφης την είχε η πέτσινη λωρίδα, η οποίαδεν έπρεπε να λείψει από τη μέση καμιάς νύφης, ενώ η πόρ-πη ερχότανε δεύτερη. Την είχαν αγοράσει από έναν αγω-γιάτη, που έκανε δρομολόγια στην Πόλη. Ο ίδιος τις προ-μηθευόταν από ένα κατάστημα που πουλούσε στολίδια καιαναθήματα σουλτάνων. Ίσως έτσι να είχε πέσει στα χέριακαι των Γοριτσάρηδων, σκέφτηκε ο Ριζά Κέρπι, που από τό-τε διαλαλούσε παντού ότι τέτοιες πόρπες μπορείς να βρειςόσες θέλεις στις βλάχικες καλύβες. Και που αργότερα ο λό-γος αυτός εξόργισε τους Γοριτσάρηδες, αλλά η οργή τουςδεν πτόησε ούτε στο ελάχιστο την αφοσίωσή του να φέρειεις πέρας το έργο του για τους Βλάχους.

Ενθουσιασμένος για την ανακάλυψη και γοητευμένοςαπό την ιδέα ότι η πόρπη των Βλάχων μπορούσε να παρα-βγεί αξιοπρεπώς με την περίφημη πόρπη της Γορίτσας, οδάσκαλος των βλαχόπουλων ξεπέρασε τα εσκαμμένα σεδύο περιπτώσεις. Η μια είχε σχέση με τον αρχαίο οικισμόκαι η άλλη με την ερμηνεία που είχε κάνει για την επικοι-νωνία με τους πεθαμένους. Για τον αρχαίο οικισμό, επειδήείχε βρεθεί ένα αγαλματάκι βοσκού, που έπαιζε τη φλογέ-ρα, είπε ότι μπορεί να ήταν βλάχικη πόλη όπως η πρώηνΜοσχόπολη. Την επικοινωνία με τους πεθαμένους την ερ-μήνευσε ως κοίτη της γνωστής μπαλάντας του Κων -σταντίνου και της Δοκίνας, που η Γορίτσα τη θεωρούσε δι-κή της. Ο Ριζά Κέρπι όσον αφορά στη μπαλάντα ήταν τηςάποψης ότι είχε βλάχικη προέλευση, στηριζόμενος στην

219

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 220: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πλατιά διάδοση που είχε ανάμεσά τους το έθιμο της επι-κοινωνίας με τους νεκρούς.

Οι δυο περιπτώσεις, που θεωρήθηκαν ως ξεπέρασματων εσκαμμένων, ήταν αρκετές για να αναστατώσουν σύσ-σωμα τους Γοριτσάρηδες και να τους εξοργίσουν σφόδραμε την κοντόφθαλμη άποψη του Ριζά Κέρπι ότι όπως τηνπόρπη τους, η φήμη της οποίας είχε φτάσει μέχρι το Παρίσι,μπορούσες να βρεις όσες θέλεις στον αχυρένιο οικισμό.Σίγουροι ότι κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο, οι Γοριτσάρηδεςέτρεξαν στις καλύβες για να ιδούν με τα ίδια τους τα μάτιατην πόρπη, που μπορούσε να παραβγεί με τη δική τους. Καιηρέμησαν μόνον όταν διαπίστωσαν ότι το να συγκρίνεις τιςδύο αυτές πόρπες ήταν σα να συγκρίνεις τη μέρα με τη νύ-χτα. Όπου η νύχτα, χωρίς αμφιβολία, ήταν η πόρπη τωνΒλάχων.

– Τούτη δεν είναι πόρπη, είπε ένας καθώς την περιερ-γαζόταν, είναι πάφιλας.

Η είδηση ότι η βλάχικη πόρπη δεν ήταν τίποτε περισ-σότερα από ένας πάφιλας, απάλλαξε τη Γορίτσα από ένανβραχνά και την έκανε πάλι να βρει την ηρεμία της. Οι άν-θρωποι πετούσαν από τη χαρά τους, μόνον και μόνο επει-δή η διάσημη πόρπη τους ξαναβρήκε το αμφισβητούμενοκύρος. Με την ευκαιρία, άρχισαν να βρίσκουν αδυναμίεςόχι μόνο στην πόρπη, που δεν ήταν παρά πάφιλας, αλλάκαι σε όλη τη βλάχικη, νυφική στολή. Την είπαν κοινότο-πη, χωρίς φαντασία και ξεπερασμένη. Κι ότι το μόνο πουξεχώριζαν σε όλη αυτή τη στολή ήταν η πέτσινη λωρίδα,που έμοιαζε με μπαλντούμι μουλαριού.

– Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, είπε ο ισχυρός άντραςτης Γορίτσας, ο Στέφανος Μούσκα, εμείς έχομε την πόρπη,οι Βλάχοι ας κρατήσουν τη λωρίδα του μουλαριού.

Δεν αρκέστηκαν όμως σ’ αυτό. Όρμησαν στη δεύτερηπερίπτωση, σ’ αυτήν όπου ο ενοχλητικός συγχωριανός τους

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

220

Page 221: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

είχε ξεπεράσει τα εσκαμμένα. Ότι ο αρχαίος οικισμός δη-λαδή, θα μπορούσε να ήταν βλάχικης προέλευσης, επειδή,λέει, στα ερείπιά του βρέθηκε αγαλματάκι βοσκού, πουέπαιζε φλογέρα. Άλλη μια βλακεία του Ριζά Κέρπι, είπαν,ήταν ο ισχυρισμός του ότι, ο γιος του ο Δημητράκης έμεινετελικά στον απάνω κόσμο επειδή πήρε όνομα Βλάχου.Αυτός ήταν ο λόγος που στα μάτια του κάθε τι το βλάχικοήταν ανώτερο από τ’ άλλα. Αφού έφτανε στο σημείο να δια-τείνεται ότι φλογέρα παίζουν μόνον οι Βλάχοι, ενώ, όπωςείναι γνωστό, φλογέρα παίζουν και πολλοί Γοριτσάρηδες.Και πολύ καλύτερα, μάλιστα, από τους Βλάχους. Μετά απ’όλα αυτά, ήρθε η σειρά των Βλάχων να αναστατωθούν καινα εξοργιστούν. Έτσι, ανάμεσα στις δυο κοινότητες, ακο-λούθησε αυτό που αργότερα ονομάστηκε: «Η μάχη τηςφλογέρας».

Όλα αρχίσανε σαν μια σύγκρουση για τις πόρπες καικατέληξαν σε μονομαχία ανάμεσα στους δυο καλύτερουςοργανοπαίχτες της φλογέρας. Του πρώτου του ΑχυρένιουΟικισμού και του πρώτου της Γορίτσας. Πριν αναδειχτούνοι δύο πρώτοι, οι αντίπαλες παρατάξεις είχαν επιδοθεί σεέναν επίμονο αγώνα άμιλλας, με πίστη και πάθος. Κανέναςδεν έμεινε αδιάφορος. Ούτε τα παιδιά που εκείνες τις μέ-ρες έπαιζαν ανενόχλητα «πολεμικά παιχνίδια», ούτε οι γυ-ναίκες, που έβγαζαν τα μαλλιά η μια της άλλης στις τα-ξιαρχίες, ούτε οι άντρες, που έφαγαν τα δάχτυλά τους παί-ζοντας τις φλογέρες στα πεζούλια, στις στάνες και στις πρα-σινάδες. Ήταν μια μεγάλη, μια καθολική προσπάθεια πουαφορούσε τη φλογέρα! Οι μεν Βλάχοι ήθελαν να αποδεί-ξουν πως αυτοί είναι ασυναγώνιστοι, οι δε Γοριτσάριδεςπως ήταν πρώτοι σε όλα!

Αφού ξεχώρισαν οι καλύτεροι απ’ τις δύο πλευρές, ορί-στηκε η μέρα και ο τόπος της μονομαχίας, που δεν ήτανάλλος από την αυλή του Σχολείου, για τον οποίο δεν έφερε

221

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 222: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

κανένας αντίρρηση. Για τη Γορίτσα την ευθύνη την είχαν οΣτέφανος Μούσκα και ο γραφίστας της Επιχείρησης, ενώγια τον αχυρένιο οικισμό ο Σωκράτης Μπούμπας και ο «ποι-ητής». Ο Ριζά Κέρπι δήλωσε ουδέτερος, αν και όλοι ήξερανότι έκλινε προς την πλευρά των Βλάχων. Στο μεταξύ, αυτόπου συνέβη ήταν ένα ξέσπασμα της λαϊκής βρυσομάνας.Μια εκδήλωση χαράς του ευτυχισμένου λαού που, εκτόςαπό τη δουλειά, βρίσκει χρόνο να παίξει και φλογέρα. Ήταν,επίσης, και μια προκαταρκτική ετοιμασία για το προσεχέςλαογραφικό φεστιβάλ.

Η μονομαχία έγινε απόγευμα Κυριακής. Οι λακκούβεςτης αυλής, που είχαν ανοίξει τη νύχτα από τη βροχή, γέμι-σαν με κοκκινωπό χαλίκι. Ως σκηνή στήθηκε η καρότσαενός παροπλισμένου ελκυστήρα. Κι ενώ στην αυλή στρι-μώχτηκαν οι κάτοικοι των δύο χωριών, στη σκηνή έπιασαντόπο οι δύο μονομάχοι. Είχαν βγει από το σχολείο και ανέ-βηκαν στην εξέδρα από τις δύο πλευρές. Πίσω τους ακο-λούθησε ο Ριζά Κέρπι. Έκανε νεύμα στον κόσμο να τηρή-σουν ησυχία, γιατί μόνον έτσι η βαθμολόγηση θα ήταν πιοαντικειμενική. Είπε αυτά, κατέβηκε και κάθισε στην πρώ-τη σειρά, ανάμεσα στους υπεύθυνους των δύο πλευρών.

Το σχολείο ήταν χαμηλό και το κεφάλι των δύο μονο-μάχων έβγαινε πάνω από τη σκεπή του. Ωστόσο, εκτός απότο ανάστημα και τις φλογέρες, τίποτα δεν είχαν κοινό με-ταξύ τους. Ο καλύτερος της Γορίτσας ήταν ισχνός. Φορούσεπαντελόνι από συνθετικό ύφασμα, πουκάμισο ριγωτό καιφουλάρι όπως τα μαντήλια των μαθητών, γιατί μόλις ο και-ρός κρύωνε, τον πονούσαν οι μαγουλάδες. Ο πρώτος τωνΒλάχων ήταν πιο γεμάτος, πιο ηλικιωμένος, μουστακαλής,φορούσε γελέκι με δύο τσέπες, άσπρο παντελόνι, σαγιάκικαι ρολόι τσέπης με χρυσή αλυσίδα. Ήταν από το σόι του«ποιητή» και λέγανε πως όταν έπαιζε φλογέρα έκλαιγε οαέρας στους φράχτες και έτριζαν τα δοκάρια των καλυβιών

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

222

Page 223: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

από τη νοσταλγία. Και για τον πρώτο της Γορίτσας είχαν ναπουν πολλά, όχι για τους φράχτες και τα δοκάρια, αλλά γιατις πέτρες που έσκαγαν από το μαράζι.

Πρώτος έπαιξε ο Γοριτσάρης. Έβγαζε τόσο γλυκούς ήχουςπου ο κόσμος δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, τα πουλιά στα-μάτησαν το κελάηδημα και οι πέτρες, επειδή δεν άντεξαν,έτριξαν από το μαράζι. Όταν τελείωσε, χειροκροτήθηκε τό-σο έντονα που ήταν σαν να ανατράπηκε η πλαγιά τουΜπούφου. Οι Γοριτσάρηδες ένιωθαν σίγουροι για τη νίκη,ενώ οι Βλάχοι κοίταξαν ανήσυχοι τον εκπρόσωπό τους.

Ο πρώτος των Βλάχων περίμενε μέχρι να σβήσει ο αχόςτων χειροκροτημάτων και έκανε ένα βήμα μπροστά, σαν ναήθελε να πει πως ήταν έτοιμος. Έτσι μεγαλόσωμος καθώςήταν, η φλογέρα στα χέρια του έμοιαζε παιχνιδάκι. Έστρωσεμε την ανάστροφη της παλάμης τα μουστάκια του, έριξε μιαματιά στον αντίπαλο με την πεποίθηση ότι θα τον κάνει κομ-μάτια, έκλινε το κεφάλι στη μια πλευρά, έβαλε τα χείλη τουστη φλογέρα και φύσηξε για να μετατρέψει το φύσημα σεήχους. Αλλά συνέβη κάτι που δεν το περίμενε κανείς. Αντίγια ήχους έβγαλε κάτι σαν βελάσματα προβάτων.Παραμέρισε τη φλογέρα από τα χείλη του σαν να έλεγε «τισόι παιχνίδι είναι τούτο, που δεν με υπακούει» και την πλη-σίασε να δοκιμάσει ξανά. Πάλι δεν βγήκε τίποτα από τηφλογέρα, η οποία έκανε τον αέρα να σκούζει στους φράχτεςκαι τα δοκάρια να τρίζανε από νοσταλγία. Θύμωσε, την πέ-ταξε όσο μακριά μπορούσε, κατέβηκε από τη σκηνή και διέ-σχισε το πλήθος όπως ο μπροστάρης των κριαριών. ΟιΓοριτσάρηδες γελούσαν γύρω του, ενώ οι Βλάχοι ξεσπού-σαν πάνω του, «Να σου χέσομε τα μουστάκια!»

Ο πιο χαρούμενος ανάμεσα στους Γοριτσάρηδες ήτανο Στέφανος Μούσκα. Του γελούσαν και τ’ αυτιά. Ήταν σαννα αποκαθιστούσε για δεύτερη φορά τη χαμένη τιμή μιαςπόρπης.

223

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 224: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:
Page 225: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Μόλις διάβασε τη δήλωση της αρραβωνιαστικιάς του, πουέλεγε ξεκάθαρα «Εγώ η Κατερίνα Χολέβα δεν θέλω για άν-τρα μου τον γιο του Γεράσιμου Μπούμπα», τον κυρίεψεάγριος θυμός, τόσο που θα μπορούσε να του προκαλέσειανακοπή καρδιάς, αν δεν θα ξεσπούσε στον Μέρτζο. Τοδύστυχο το ζώο, που αντιλήφθηκε ότι αυτή τη φορά το δί-κιο ήταν στην πλευρά του αφεντικού του, του ΣωκράτηΜπούμπα, παρέμεινε ήρεμο. Δεν αντιστάθηκε ακόμα καιτη στιγμή που εκείνος πήγε να του χώσει τα δάχτυλα σταμάτια, να το τυφλώσει. Τα μάτια, που παραλίγο να βγουνσαν ψημένα κάστανα, σώθηκαν την τελευταία στιγμή. Τονδιευθυντή της Κτηνοτροφικής Επιχείρησης ξαφνικά τονκατάπιε μια ρουφήχτρα λύπης και μετανοίας. Αφού χάι-δεψε πρώτα τα μάτια, που λίγο πριν πήγε να τα βγάλει,κρεμάστηκε απελπισμένος από τη χαίτη του αλόγου καικοιτώντας τριγύρω μην τον ακούσει κανείς, του είπε:

– Μη φοβάσαι, δεν θα σε χτυπήσω άλλη φορά!Προσπάθησε να φωνάξει και πάλι «Κατερίναααα», όπως

είχε προσπαθήσει και νωρίτερα, που έδερνε με ράβδο ιτιάςκαι γρονθοκοπούσε τον Μέρτζο, αλλά δεν μπόρεσε.Σκοτείνιασε στο πρόσωπο και αντί του ονόματος της αρ-ραβωνιαστικιάς, από το στόμα του πετάχτηκαν σπίθες πη-

Κεφάλαιο 7

225

Page 226: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

χτού σάλιου. Η Κατερίνα, όπως και τις άλλες φορές, παρέ-μεινε βαθιά μέσα του. Σαν μια πληγή.

Τον Μέρτζο τον έδειρε μακριά από τα βλέμματα τωνάλλων, σε έναν βαθύ λάκκο ανάμεσα στην πλαγιά τουΜπούφου και στο Λιβάδι της Συμφιλίωσης. Φυλαγόταναπό όλους και προπαντός από τον δημοσιογράφο ΘωμάΓκάλο, που τον είχαν στείλει από τα Τίρανα να παρακο-λουθήσει το μεγάλο και επίκαιρο θέμα της διάλυσης τωναρραβώνων από κούνια. Ο γνωστός δημοσιογράφος, οοποίος είχε κάποια σχέση με τους Βλάχους από τότε πουδημοσίευσε το άρθρο του Σωκράτη Μπούμπα για τηνΤεχνητή Γονιμοποίηση, καθώς και την επιστολή του προςτον καθοδηγητή, μόλις συναντούσε Βλάχο στον δρόμο,προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει, με ιδιαίτερο ζή-λο, πόσο ωραία, πόσο σπουδαία είναι η αγάπη και πόσοκακό κάνουν τα «αρραβωνιάσματα από κούνια». Τριγύριζεπάνω κάτω στον αχυρένιο οικισμό πότε συνοδευόμενοςαπό τη Ζωίτσα των Κατσέτων και πότε από τον ποιητή τωνκαλυβόσπιτων, ο οποίος όπως λέγανε είχε γράψει ένα με-γάλο ποίημα με τίτλο «Όνειρα και κούνιες».

Είχε κατεβεί στον βλάχικο οικισμό τις μέρες που, μετάτο σβήσιμο της πυρκαγιάς, είχε αρχίσει η ανοικοδόμησητων νέων καλυβόσπιτων. Η σύμπτωση αυτή τον έκανε νααναφέρει σε άρθρο του ότι είχε γίνει μάρτυρας της εξαφά-νισης ενός έθνους. Του έθνους των τελευταίων ίσως νομά-δων σε όλα τα Βαλκάνια. Την εξαφάνιση ή την νέα αρχή,που αρεσκόταν να τα ονομάζει ως «Το σκοτάδι τωνΒλάχων», τα συνέδεε με τη διάλυση των αρραβώνων απόκούνια. Και για να δοξαστεί και το όνομά του ως ένας απότους μαχητές κατά του σκοταδισμού, έκανε το παν για ναπροσφέρει τα μέγιστα.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

226

Page 227: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Στο έργο αυτό, βρήκε συμπαραστάτες πολλούς Βλά -χους, οι οποίοι χαρακτήρισαν μεμιάς κακό αυτό που μέχριτότε το λέγανε καλό. Ήταν ένας πόλεμος για ζωή ή θάνα-το μεταξύ του καλού και του κακού, μεταξύ του νέου καιτου παλιού, το οποίο παλιό ήταν πάντα κακό. Και μπο-ρούσε να σε σημαδέψει με την τρομερή λέξη «οπισθοδρο-μικός». Λίγο ο δημοσιογράφος, λίγο η Ζωίτσα, που απότότε που ήρθε νύφη στα Μαύρα Χώματα θεωρούνταν γυ-ναίκα με προοδευτικές αντιλήψεις, λίγο ο τρόμος από τηλέξη «οπισθοδρομικός», οι αρραβωνιασμένοι από κούνιαΒλάχοι, καταλήφθηκαν από συλλογική παρόρμηση να τουςδιαλύσουν. Και να ξαναφτιάχνουν τη νύχτα εκείνο που χα-λούνε την ημέρα.

Η συλλογική παρόρμηση στην αρχή κυρίεψε λίγους, αλ-λά μέρα με τη μέρα διαδιδόταν επικίνδυνα σαν να ήταν επι-δημία γρίπης. Όλοι βιάζονταν να χαλάσουν κάτι που ήτανπεπεισμένοι ότι έπρεπε να το ξαναφτιάξουν και, για να μηνεκτεθούν, καλύπτονταν πίσω από ασήμαντες αιτίες. Έτσι,μια κοπέλα των Μισαίων διέλυσε τον αρραβώνα με το αγό-ρι των Πλασάρηδων, επειδή, λέει, είχε ξεπεταγμένα αυτιάκαι το μέτωπο στενό σαν πούλι ντόμινου. Ένα αγόρι από τοσόι Μπάσια χώρισε την κόρη των Τζεγκάτων, επειδή ήτανξερακιανή και ότι, αντί παιδιά, μπορούσε να γεννήσει μερ-μήγκια. Η κόρη της οικογένειας Γκέγκα είπε για τον γιο τωνΚόντηδων ότι ήταν κοντός και ότι δεν είχε σκοπό να κάνειπαιδιά νάνους. Ένα αγόρι από το σόι Γκιότση χώρισε την κό-ρη από το σόι Φούκη, επειδή είχε πει ότι «δεν είναι όμορ-φος, όπως τα άλλα αδέρφια του». Αρκετοί ήταν αυτοί πουτα ξαναφτιάξανε, αλλά υπήρχαν άλλοι που δεν τα φτιάξα-νε ποτέ. Όπως η περίπτωση της κόρης της οικογένειας Φάρα,που πήρε εκείνον που αγαπούσε από χρόνια και στους συγ-

227

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 228: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

γενείς της, όταν πήγαν να την ξαναφέρουν, είπε «Κοιτάξτετη δουλειά σας! Εγώ άντρα ήθελα, άντρα πήρα».

Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που η διάλυση των αρ-ραβώνων γινότανε υπό την πίεση του

ψυχής». Κι ενώ τους νόμιζε εντελώς αναίσθητους, οιΒλάχοι του προέκυψαν έμπειροι γνώστες των προβλημά-των της ψυχής. Τον θεό μπορεί να τον ταυτίζανε με τον ου-ρανό, πίστευαν ωστόσο ότι βρισκότανε μέσα τους, στην ψυ-χή τους. Στο θεό της ψυχής απευθύνονταν όσες φορές ήθε-λαν να ζητήσουν κάποια χάρη. Αυτόν τρέμανε στις περι-πτώσεις που είχαν διαπράξει κάποιο κακό. Οι γριές με τονχαραγμένο σταυρό στο μέτωπο, λέγανε τη φράση «βαραί-νει η ψυχή». Το βάρος ή η ενέργεια της ψυχής ήταν που κα-θοδηγούσε τους ανθρώπους όπως στον απάνω έτσι και στονκάτω κόσμο. Η ενέργεια αυτή θεράπευε ακόμα και τις ασθέ-νειες, μπροστά στις οποίες ο γιατρός του χωριού σήκωνετα χέρια. Χάρη στην ενέργεια της ψυχής μπορούσαν να επι-κοινωνήσουν οποιαδήποτε στιγμή με τους πεθαμένους καινα ρυθμίζουν τα θέματα των ζωντανών.

Για τον μηχανισμό της ψυχής πρώτος του μίλησε ο πα-λιός δάσκαλος Ριζά Κέρπι, ο οποίος είχε και προσωπικήεμπειρία με τον γιο του, τον Δημητράκη. Τη ζωή του γιουτου, μετά από τον θάνατο των τριών πρώτων αγοριών, τηχρωστούσε στη λειτουργία του εν λόγω μηχανισμού, ο οποί-ος στους Βλάχους του βουνού είχε επιβιώσει πιο πολύ απ’ό,τι σε άλλους λαούς. Ωστόσο, για τον Θωμά Γκάλο έναςτέτοιος μηχανισμός δεν υπήρχε και, αν υπήρχε, ήταν απα-ράδεκτος. Παρ’ όλη τη συμπάθειά του για τους ανθρώπουςτων καλυβόσπιτων, είπε στον δάσκαλο ότι το μόνο πουυπήρχε ήταν η αφέλεια ενός πληθυσμού που βίωνε ακόματην παιδική του ηλικία, και τίποτα άλλο. Όταν, όμως, γνώ-ρισε από κοντά τους Μπουμπαίους και τους Χολεβαίους,

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

228

Page 229: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

προπαντός την ιστορία των αρραβώνων του ΣωκράτηΜπούμπα και της Κατερίνας, σα να κλονίστηκαν οι πε-ποιθήσεις του. Λόγω του κλίματος των ημερών, φοβούμε-νος μην του κολλήσουν τη ρετσινιά του «οπισθοδρομικού»,απέρριπτε ασυζητητί τη θαυματουργή επίδραση της ψυ-χής και τα βαθύτερα αίτια σύναψης συμπεθεριάς από κού-νια. Όπως και πολλοί άλλοι, προτιμούσε να τα πετάξει όλαστον κάλαθο των αχρήστων, παρά να ψάξει εκεί μέσα τοθετικό, έστω και μια αναλαμπή του. Όπως το θετικό πουπροέκυψε από τη συμπεθεριά μεταξύ των Μπουμπαίωνκαι των Χολεβαίων και που τον παρακίνησε να ψάξει πε-ρισσότερα για τον αρραβώνα του Σωκράτη με τηνΚατερίνα. Η πέντε ετών τότε, Κατερίνα, θα ήταν τώρα μετους πολλούς, αν δεν αρραβωνιαζότανε με τον Σωκράτη,δύο χρόνια μεγαλύτερό της. Τη συμπεθεριά την κάνανε οιγιαγιές τους, η Παρασκευή των Χολεβαίων και η Αρχο -ντούλα των Μπουμπαίων, που ήταν καρδιακές φίλες απόκοπέλες. Όταν το καντήλι της μικρής Κατερίνας τρεμό-σβηνε, η Αρχοντούλα έκανε ολόψυχα το καθήκον της καιείπε στην Παρασκευή τη φίλη της να την τάξει νύφη στονεγγονό της, τον Σωκράτη, για να ζήσει. Κι έζησε. Το καν-τήλι της δεν έσβησε. Ήταν ένας θρίαμβος πάνω στον θά-νατο, γιατί τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην ακατα-νίκητη δύναμη της ζωής.

Αποφάσισε να επισκεφτεί τις δύο οικογένειες και άρ-χισε από τους Μπουμπαίους. Σκέφτηκε, ακόμα, από τουςαρραβωνιασμένους να συναντήσει πρώτα τον Σωκράτηκαι μετά την Κατερίνα. Πίστευε ότι ο γαμπρός, όντας και δι-ευθυντής της Επιχείρησης, θα ήταν πιο πρόθυμος να δια-λύσει τον αρραβώνα, αλλά λάθεψε. Εκείνος απέφευγε νατον συναντήσει, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Είχε αποκά-μει, ψάχνοντάς τον, αλλά όταν έμαθε πως είχε πει «Πέστε

229

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 230: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σ’ αυτόν τον καραγκιόζη το δημοσιογράφο να μην με κυ-νηγάει, γιατί θα του ψάλω τον εξάψαλμο», δεν παραιτή-θηκε. Ήταν βαριά λόγια και θα μπορούσε να τον βλάψεικαίρια, αλλά μια φωνή τού είπε ότι τουλάχιστον απέναν-τι στους Μπουμπαίους πρέπει να δείξει ανοχή και ψυ-χραιμία, γιατί ήταν έντιμοι, περήφανοι, εργατικοί και θαρ-ραλέοι. Όλοι οι Βλάχοι είχαν να πουν καλά λόγια για τοσόι αυτό, που το θεωρούσαν καύχημα και ό,τι καλύτερο εί-χαν να επιδείξουν.

Όταν είδε ότι τον διευθυντή της Επιχείρησης ήταν αδύ-νατο να τον συναντήσει, μολονότι τον είχε βοηθήσει, όπωςστην περίπτωση του άρθρου για την Τεχνητή Γονιμοποίησηέτσι και στην επιστολή προς τον καθοδηγητή, σκέφτηκε νακάνει μια επίσκεψη τους Μπουμπαίους. Τους επισκέφτηκεκατά το μεσημέρι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που περνούσεκατώφλι καλυβόσπιτου, αλλά όσες φορές περνούσε, όλοκαι κάτι θα τον ξάφνιαζε. Όπως ξαφνιάστηκε όταν είδε γιαπρώτη φορά χωριό με καλυβόσπιτα, που αργότερα το πε-ριέγραψε ως πρωτόφαντο γεγονός. Έτσι, το πρώτο του άρ-θρο δεν ήταν για τη διάλυση των αρραβώνων από κούνια,αλλά για την Κιάφα, την τοποθεσία που οι Βλάχοι τωνΜαύρων Χωμάτων την ονειρεύονταν ως τον τελευταίοσταθμό στην αιώνια περιπλάνησή τους.

Αργότερα τα ξαφνιάσματα θα ήταν πολλά και είχαν νακάνουν με τις ενδυμασίες τους, τα γλέντια, τα μοιρολόγια,το πώς λογομαχούσαν και πώς συμφιλιώνονταν ξανά, πώςαρραβωνιάζονταν και πώς παντρεύονταν. Ήταν σαν να μά-χονταν να βγάλει κάτω από το χώμα ένα απολίθωμα, εν-ταφιασμένο εκεί πριν από χιλιάδες χρόνια. Αν και το είχεπαρακάνει με τόσα θέματα από τον ίδιο χώρο, θα έστελνε κιάλλα, αν οι προϊστάμενοί του στα Τίρανα δεν θα του έλεγαν«Φτάνει πια με τους Βλάχους γιατί μας έπρηξες».

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

230

Page 231: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Τολύπες σύννεφων είχαν σκεπάσει τον ήλιο, την ώραπου ο ποιητής του είπε «Εδώ κατοικούνε οι Μπουμπαίοι».Μόλις είχαν περάσει ένα βαθούλωμα με στεκούμενο νερό,όπου τα παιδιά έσκουζαν από χαρά καθώς στριφογύριζανκαβάλα στις δυο άκρες ενός δοκαριού, τα βάτα, που μύρι-ζαν κάτουρο και ένα βουνό με φρέσκες σβουνιές. Στάθηκανέξω από τον φράχτη της αυλής με καλαμιές ηλίανθων καιστο βάθος είδαν ένα μπουλούκι μαυροντυμένες γριές. Με ταχέρια σταυρωμένα στην κοιλιά και τα πρόσωπα παγωμένακαι ωχρά έμοιαζαν με ταφόπετρες, που από αιώνες τις χτυ-πούσε ο άνεμος, ο ήλιος και η βροχή. Μιλούσαν ψιθυριστάη μια στην άλλη, λες και παραστέκανε σε νεκρό και τα μά-τια τα είχαν στραμμένα στην πόρτα. Η πόρτα ήταν μισά-νοιχτη και στα ενδότερα του σπιτιού τριγύριζαν κάτι υπάρ-ξεις σαν σκιές.

– Τι γίνεται εδώ; ρώτησε ο δημοσιογράφος. Τι αναμέ-νουν οι γριές και γιατί είναι στα μαύρα;

– Περιμένουν να συναντηθούν με τους πεθαμένους, εί-πε ο ποιητής.

– Ποιους πεθαμένους;– Τους δικούς τους.– Δεν καταλαβαίνω… – Η Αναστασία, η μεγάλη νύφη των Μπουμπαίων, επι-

κοινωνεί με τους πεθαμένους, εξήγησε ο ποιητής. Οι πε-θαμένοι έρχονται και της ζητούν να συναντηθούν με τους δι-κούς τους.

– Και πώς έρχονται, πεζοί, καβάλα στα μουλάρια ή μετο αυτοκίνητο της Ασφάλειας; Και αν είναι έτσι, πώς μπό-ρεσαν να γλιτώσουν από το άγρυπνο μάτι του Ιωσήφ Σιόλα;είπε ειρωνικά.

Είχε ζαλιστεί από τις παλαβομάρες του ποιητή και πήγενα βάλει τα γέλια, αλλά συγκρατήθηκε.

231

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 232: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Ο ποιητής, που στο ποίημά του «Όνειρα και κούνιες»,είχε σκοπό να κάνει νύξη και στο θέμα της επικοινωνίας μετους πεθαμένους, προσπάθησε να δώσει περαιτέρω εξη-γήσεις στον δημοσιογράφο. Ότι ήταν ένα φαινόμενο πουτο συναντούσες έντονα στους Βλάχους του Μπούφου, αλ-λά που έτεινε προς εξαφάνιση. Από τότε που οι ζωντανοίεγκατέλειψαν το βουνό, οι πεθαμένοι είχαν αραιώσει τιςεπισκέψεις τους στην Αναστασία, λες και ήταν κακιωμένοι.Όπως φαίνεται, συμπέρανε ο ποιητής, «εκείνοι» γνώριζανκαλά τα μονοπάτια του βουνού και μπερδεύονταν στουςδρόμους του κάμπου.

Οι μακαρίτες έμπαιναν στο κορμί της κι εκείνη μιλούσεμε τη φωνή τους. Από τη φωνή τους γνώριζε η πεθερά τηςΑναστασίας, η Αρχοντούλα, η οποία ειδοποιούσε τους συγ-γενείς τους να έρθουν, γιατί τους αναζητούσαν. Ήταν έναςτρόπος να βγάλουν τον πόνο τους κι ακόμα, εκείνοι που εί-χαν φύγει από τη ζωή, έλεγαν σ’ αυτούς που ήταν εν ζωήποιο θα ήταν το μέλλον τους. Πληροφορούνταν από νωρίς,αν αλήθεια θα ρίζωνε το νέο χωριό τους στην Κιάφα, ποιαστάνη είχε βάλει στο μάτι το αυτοκίνητο της Ασφάλειας,ποιος από τους Βλάχους είχε τη σειρά να συλληφθεί και ναφυλακιστεί, ποια νύφη θα τσακωνόταν με την πεθερά, ποιοζευγάρι θα χώριζε από τον οικογενειακό κορμό, ποια γυ-ναίκα στέρφα θα έμενε έγκυος, ή ποιο θα ήταν το μέλλοντων αρραβώνων από κούνια. Επίσης, έφερναν το μαντάτογια κάποιον που είχε φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο,ενώ οι συγγενείς του δεν το γνώριζαν, επειδή ήταν μακριάτους. Μια φορά είχε έρθει ένας πεθαμένος στην Αναστασίαμόνο και μόνο για να της πει ότι ο πατέρας μιας νύφης τωνΧολεβαίων είχε ένα χρόνο πεθαμένος και γι’ αυτό έπρεπενα μαυροφορεθεί και να σταματήσει να γελάει.

Ο δημοσιογράφος έμεινε εμβρόντητος με όσα άκουσε.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

232

Page 233: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Έριξε μια ματιά στον ποιητή, κι επειδή δεν είχε τίποτα νατον αντικρούσει, σιώπησε. Βγήκε από τη σιωπή όταν όλεςοι γριές είχαν φύγει από την αυλή και στην πόρτα είχε βγειη Αρχοντούλα των Μπουμπαίων. Η επικοινωνία μαζί τηςήταν δύσκολη. Αυστηρή, μαυροφορεμένη από το κεφάλιμέχρι τα νύχια, όταν σε κοιτούσε στα μάτια ήταν σαν να σεκάρφωνε, και για το παραμικρό λάθος θα σε χτυπούσε μετον σταυρό, που είχε χαραγμένο στο μέτωπό της. Επειδήείχε ασχοληθεί πολύ με τους πεθαμένους, έδινε την εντύ-πωση ότι αν ήταν κάτι που την ενδιέφερε λιγότερο στη ζωή,ήταν οι ζωντανοί.

– Από πότε έχεις χαραγμένο τον σταυρό στο μέτωπο;τη ρώτησε ο δημοσιογράφος, αφού τον σύστησε ο ποιητής.

– Από τότε που ήμουν κοπέλα.– Πώς τον χαράξανε;– Με θρυμματισμένο κάρβουνο, ελαιόλαδο και βελόνι.– Πιστεύεις στο θεό;– Γιατί να μην τον πιστέψω;– Επειδή δεν τον βλέπομε, πες μου πού είναι, για να πι-

στέψω κι εγώ.– Είναι στην ψυχή των ανθρώπων, αλλά εσύ δεν έχεις

μάτια να τον ιδείς.– Τι κάνει εκεί, σκοτώνει ψείρες;Έπεσε βαριά σιωπή. Όλο τον θυμό η Αρχοντούλα τον

μάζεψε στα φρύδια της. Ύστερα, μίλησε κοιτάζοντας με μά-τια που κάρφωναν.

– Φύγε από την αυλή μου!– Τι;– Είπα να φύγεις από την αυλή μου τώρα!Ο Θωμάς Γκάλο πρόσεξε ότι η γριά των Μπουμπαίων

κάρφωνε με τα μάτια, αλλά κάρφωνε και με τη φωνή, με τιςρυτίδες, τα φρύδια, τα μαλλιά, που της ξεπετάγονταν από

233

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 234: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

το μαύρο μαντήλι. Γύρισε να φύγει, αλλά δεν άντεξε να μηντης κάνει και μια ερώτηση:

– Θα τη χαλάσετε τη συμπεθεριά με τους Χολεβαίους;– Με τους Χολεβαίους φίλοι ήμασταν και φίλοι θα μεί-

νομε, είπε δυνατά λες και δεν ήθελε να ακούσει μόνον ο δη-μοσιογράφος – εκείνοι που θέλουν να μας χαλάσουν, ναχαλάσει το μυαλό τους. Φύγε!

Για να τους περάσει κάπως η πικρή γεύση που τους άφη-σε η επίσκεψη στους Μπουμπαίους, πριν πάνε στουςΧολεβαίους, έκαναν μια μικρή στάση στο σαμαράδικο. Τοσαμαράδικο ήταν στην άκρη του δρόμου και χρησίμευε κι ωςκαπηλειό για τους αργόσχολους και για τους περαστικούς.Το κατάστημα πρόσφερε ξαναβγαλμένη ρακή κορόμηλουκαι για μεζέ λίγο τυρί. Την έπιναν όρθιοι ή καθισμένοι σταχαλασμένα σαμάρια. Στα επισκευασμένα σαμάρια ο σα μα-ράς, που ονομαζόταν Πάνος, δεν επέτρεπε κανέναν να κα-θίσει, εκτός από άτομα σημαντικά, όπως ο δημοσιογράφος.

– Εσύ κάθισε εδώ, του είπε, αφού έβαλε κάτω από τημασχάλη την εφημερίδα Zëri i Popullit, που τη διάβαζε ανά-ποδα, γιατί είσαι σημαντικός.

Ο Πάνος, όταν μιλούσε, γελούσε αθώα και κοίταζε γύ-ρω του σαν πράκτορας. Το σαμαράδικο είχε τις διαστάσειςενός καλυβόσπιτου με την πρόσοψη σχεδόν ανοιχτή.Παντού κουβάρια σπάγκου, δέρματα, άχυρο βρίζας, μπου-κάλια ρακής με επένδυση πολύχρωμων κουμπιών, φλιτζά-νια χωρίς χερούλια, μπρίκι, κερί για να απαλύνεται ο σπάγ-κος, σανίδες, παλιές εφημερίδες. Εκτός από τον Πάνο, στηνπαρέα ήταν και ο Λευτέρης Κατσέτας, που ο σαμαράς τονπροσφωνούσε «πρόεδρο». Όταν ο δημοσιογράφος βολεύ-τηκε στο επισκευασμένο σαμάρι, ο Πάνος άπλωσε την εφη-μερίδα στον Λευτέρη, λέγοντας:

– Να τη διαβάσει και ο πρόεδρος.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

234

Page 235: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Ο δημοσιογράφος απόρησε με το οφίκιο αυτό κι ακό-μα περισσότερο όταν του είπαν ότι είναι ο πρόεδρος όλωντων Βλάχων του κόσμου.

– Αυτοανακηρύχτηκε πρόεδρος και έρχεται ως εδώ ναιδεί αν δημοσιεύτηκε κάποιο απόσπασμα από τις ομιλίεςτου.

Ο πρόεδρος κρατούσε την εφημερίδα ανάποδα και έψα-χνε εναγωνίως.

– Τι κάνεις; είπε ο δημοσιογράφος, την έχεις ανάποδα…– Δεν πειράζει, είπε ο σαμαράς, προσφέροντάς του γε-

μάτο το ποτήρι με ξαναβγαλμένη ρακή κορόμηλου. Εγώ κιο πρόεδρος έτσι τη διαβάζομε πάντα. Το θέμα είναι ποιος τηδιαβάζει ανάστροφα, γιατί αλλιώς, τη διαβάζουν όλοι!

Η ρακή ήταν δυνατή κι ο Θωμάς Γκάλο ταράχτηκε μετην πρώτη γουλιά. Σε λίγο τον κυρίεψε ένα βαθύ κύμα ευ-φορίας, τόσο βαθύ που θυμήθηκε τα λόγια του ΣαμίΦράσερι «Να αγαπάμε τους Βλάχους», λόγια που είχαναποτυπωθεί στο μυαλό του από τότε που ήταν φοιτητής.Όταν σηκώθηκε για να πάει στους Χολεβαίους, χωρίστηκεσαν φίλος και με τον σαμαρά, που διάβαζε την εφημερίδαανάστροφα και με τον πρόεδρο τον Λευτέρη, που έψαχνεστις σελίδες της αποσπάσματα από τις ομιλίες του.

Οι Χολεβαίοι τον υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες.Επειδή φορούσε παντελόνι από ύφασμα συνθετικό και σταχέρια κράταγε μαύρη τσάντα, τον πήραν για άνθρωπο τηςΚυβέρνησης. Τους εξήγησε ότι ήταν από την εφημερίδα,αλλά εκείνοι συνέχιζαν να του εκφράζουν τη λατρεία τουςως άνθρωπο της Κυβέρνησης. Τους εξήγησε και ο ποιητήςότι ήταν σταλμένος από την εφημερίδα, αλλά ο γέρος τηςοικογένειας δεν είχε καταλάβει τίποτα. Φορούσε άσπρηφουστανέλα, καθότανε πάνω σε ψάθα στη μέση του δω-ματίου και προσπαθούσε να βάλει τάξη, γιατί όλο και κάτι

235

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 236: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σημαντικό θα είχε να πει ο άνθρωπος της Κυβέρνησης.Κυβερνητικοί και δημοσιογράφοι, για τον γέρο ήταν το ίδιο,αφού φορούσαν παντελόνι από συνθετικό ύφασμα και σταχέρια κρατούσαν μαύρη τσάντα. Ήταν εκεί όλο το σόι, μικροίκαι μεγάλοι. Από το μωρό που έκλαιγε στη κούνια μέχρι τηγερόντισσα τη μεγάλη, που το κουνούσε. Είχαν προστρέ-ξει όλοι, όταν άκουσαν ότι στο σπίτι τους θα πήγαινε ο άν-θρωπος που είχε στείλει η Κυβέρνηση για να διαλύσει τουςαρραβώνες από κούνια.

Τον έβαλαν να καθίσει δίπλα στη γωνιά, που ήταν στοίδιο επίπεδο με το έδαφος, και για να μην σκορπιστεί η στά-χτη είχαν τοποθετήσει τριγύρω ένα στεφάνι λαμαρίνας απ’αυτά, που δένουν τα ξύλινα βαρέλια. Εκείνος ήθελε να βγά-λει το σημειωματάριο, να δημιουργήσει κατάλληλο κλίμαγια να συζητήσει με τους ανθρώπους, αλλά του συνέβη κά-τι το παράξενο. Για πρώτη φορά ξέχασε ότι βρισκόταν εκείως δημοσιογράφος της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώ-ρας. Και το μόνο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να γυ-ρίζει το κεφάλι σαν το πουλί, για να ιδεί τα καπνισμένα άχυ-ρα, μια κούνια σκαλισμένη με λεπτό σουγιά, τις αρμαθιέςτων κρεμμυδιών και των σκόρδων κρεμασμένες στο δοκά-ρι, το αλειμμένο με βερνίκι καπάκι του παλιού σεντουκιού,τα κουρεμένα σύρριζα κεφαλάκια των βλαχόπουλων, τησωρό με τα μαγειρικά σκεύη, ένα εργόχειρο στο οποίο ένακοριτσάκι έπαιζε με το μήλο, την κάδη που του θύμιζε τοχωριό του, το Μόλας. Έψαχνε ταυτόχρονα κι εκείνη για τηνοποία είχε λάβει τον κόπο να πάει μέχρι εκεί, την Κατερίνα.Δεν την είχε συναντήσει άλλη φορά και ένιωθε μια ταρα-χή, που δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τηνπροκαλούσε. Το ίδιο του συνέβαινε όσες φορές έπρεπε νασυναντήσει μια κοπέλα για την οποία όλοι τη θεωρούσανπολύ όμορφη, ίσως την ομορφότερη, που άλλη τέτοια δεν εί-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

236

Page 237: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

χε ιδεί στη ζωή του. Τέτοια μπορεί να ήταν κι η Κατερίνα,γιατί του είπαν ότι μπροστά της ωχριά ακόμα και ηΠεντάμορφη του Κόσμου.

Ο Θωμάς Γκάλο ήταν τόσο συναισθηματικός όσο καιαπαιτητικός με τις όμορφες. Μπροστά τους πάθαινε ταρα-χή και σύγχυση και στους δημοσιογραφικούς κύκλους λέ-γανε πως όταν του τα κρεμούσανε, αρρώσταινε. Αλλά κιόταν έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον, εκείνος επιφυλασσόταννα κάνει το αποφασιστικό βήμα, γιατί ακριβώς τότε πρό-σεχε το ένα και το άλλο. Ο λόγος ήτανε για τη μέλλουσαγυναίκα του, η οποία έπρεπε να ήταν άριστη. Είχε περάσειτα τριάντα, αλλά δεν παντρευόταν, αν και του είχαν πα-ρουσιαστεί πολλές και καλές υποψήφιες. Γιατί ακόμα καιστην πιο όμορφη κάποιο μειονέκτημα θα έβρισκε, όχι η μέ-ση, όχι τα πόδια, όχι η μύτη… Σε μια περίπτωση που δενμπόρεσε να βρει κανένα μειονέκτημα, βρήκε να πει ότι δενείναι παρθένα. Η γυναίκα του, είπε, για να είναι ιδανική,πρέπει να έχει δυο βασικά στοιχεία, να είναι και πολύ όμορ-φη και πολύ παρθένα. Ο όρος «πολύ παρθένα» ήταν δικόςτου και εννοούσε πως όχι μόνον δεν έπρεπε να είχε πάει μεάλλον άντρα, αλλά δεν έπρεπε να τον προδώσει ούτε νοε-ρά. Ήταν φανερό πως έπασχε από αθεράπευτο αναχρονι-σμό, γι’ αυτό από κείνη την ημέρα στους διαδρόμους τηςεφημερίδας τον φωνάζανε «ο χωρικός του Μόλας». Είχε με-γαλώσει στα Τίρανα, αλλά είχε γεννηθεί σε χωριό τουΝότου, που μοσχοβολούσε μήλο, όπως το όνομά του.Προσαρμόστηκε γρήγορα στην πρωτεύουσα και το χωριό τοξερίζωσε από μέσα του, μολονότι κάτι είχε μείνει εκεί σταβάθη. Ίσως σ’ αυτό το κάτι, το χωριάτικο, που είχε μείνεικάτω στα βάθη του να φώλιαζε η αναχρονιστική του απαί-τηση για ιδανική νύφη.

– Θα πιεις ξινόγαλο; τον ρώτησε η γριά Παρασκευή.

237

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 238: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Ο Θωμάς Γκάλο συνήλθε από την ονειροπόληση για τηνιδανική νύφη. Κοίταξε τη γριά, που του θύμισε τη γιαγιάτου, η οποία αναπαυόταν από χρόνια στο νεκροταφείο τουΜόλας. Το ξινόγαλο του το πρόσφερε η Κατερίνα σε αλου-μινένιο ζουλιγμένο τάσι λες και το είχαν πετροβολήσει. Τα’χασε κάπως όταν του το πρόσφερε στο χέρι και χαμογέ-λασε όταν την είδε να κάνει βήματα προς τα πίσω για νασταθεί δίπλα στη γιαγιά της. Ο δημοσιογράφος επίσης τα-ράχτηκε τόσο, όσο δεν είχε ταραχτεί μπροστά σε άλλη καλ-λονή. Λες και του ψιθύρισαν στ’ αυτί ότι ο θάνατος θα τουπροερχόταν από κάποια γραμμένα μάτια, τη στιγμή πουέπινε ξινόγαλο σε ζουλιγμένο τάσι. Χάρη στη ξαναβγαλ-μένη ρακή που είχε πιει πρωτύτερα στο σαμαράδικο, μπό-ρεσε να καλύψει την ταραχή και να κοιτάξει εκείνα τα μά-τια από τα οποία μπορούσε να πεθάνει.

– Αυτή είναι η Κατερίνα; είπε και, σιγά σιγά, σαν να πα-ραδόθηκε σε έναν γλυκό θάνατο.

Ένιωσε το μυαλό του να λιώνει και στο άδειο κρανίο τουήχησε ο επικός στίχος «Έπεσε θανατικό/ αλλιώς δεν αντα-μώναμε», που τον είχε πρωτακούσει στον Βορρά, όταν εί-χε πάει να καταγράψει τη διάλυση των αρραβώνων απόκούνια. Το θανατικό είχε έρθει από τον βορρά για να απο-δείξει ότι ο άνθρωπος καμιά φορά μετανιώνει για τα χωρίςνόημα χρόνια που πέρασε. Ότι κι αυτός, ο Θωμάς Γκάλομέχρι τότε είχε ζήσει μόνο και μόνο για να έρθει η στιγμήνα ιδεί την Κατερίνα. Δεν ήθελε, παρά να τη βλέπει, αλλάκατάλαβε ότι το παράκανε όταν η Κατερίνα του έριξε βλέμ-μα που τον κάρφωσε σα μαχαίρι. Τότε, για να μην αποκα-λυφθεί ότι καιγόταν κυριολεκτικά να την κοιτάζει, έκανεκάτι κινήσεις για να χάσει τα ίχνη. Σήκωσε το βλέμμα πάνωαπό το κεφάλι της και είπε για το καπνισμένο άχυρο: «Πώςείναι δυνατό να μην το διαπερνάει η βροχή;» Ύστερα παί-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

238

Page 239: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νεψε το εργόχειρο και είπε πως το κοριτσάκι που έπαιζε μετο μήλο κάπου το είχε ιδεί, χάιδεψε τα ρόδινα μάγουλα ενόςμικρούλη, άπλωσε το χέρι προς την κάδη και είπε πως μετον ίδιο τρόπο έβγαζαν το βούτυρο και στο χωριό του, στοΜόλας, έδειξε τη ρόκα, που μια από τις γυναίκες την είχεστο ζωνάρι και είπε ότι δεν υπάρχουν καλύτερα ρούχα απότα μάλλινα. Τη στιγμή αυτή επωφελήθηκε να μιλήσει απευ-θείας στην Κατερίνα.

– Μόνον εσύ δεν φοράς μάλλινα ρούχα, της είπε, δενσου αρέσουν; Το μαλλί είναι καλό γιατί απορροφάει τονιδρώτα κι αποφεύγεις το κρύωμα.

Μίλησε αργά, για να του μπηχτεί όσο πιο βαθιά στο κρέ-ας το αιχμηρό σα μαχαίρι βλέμμα της Κατερίνας. Ήταν ηπρώτη φορά που μια γυναίκα τον έκοβε τόσο γλυκά με τομαχαίρι. Η Κατερίνα ήταν μια ξεχωριστή ομορφιά κι ο δη-μοσιογράφος αδυνατούσε να βρει κάποιο μειονέκτημα πά-νω της. Μαλλιά κοντά που χορεύανε στους ώμους της σαντούφες με μανουσάκια, φρύδια καγκελωτά, αυτιά μικρά,μύτη κοντυλένια, πρόσωπο δροσερό και λείο και στήθη πουμοιάζανε με τα μήλα του χωριού του. Τα οποία σε καλού-σαν να τα κόψεις. Και να τα κρατάς στην παλάμη σου,απλώς να τα θαυμάζεις. Αλλά το κάλεσμα ήταν δίκοπο μα-χαίρι, γιατί η Κατερίνα όσο σε προσέλκυε, άλλο τόσο σεαπωθούσε. Όσο σε ζέσταινε, τόσο και σε πάγωνε. Όσο σεχάιδευε, τόσο και σε έδερνε. Για την αδιάκριτη ερώτηση πουτης απηύθυνε «γιατί δεν φορούσε μάλλινα ρούχα» τον έδει-ρε αρκετά με το βλέμμα, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να τουαπαντήσει. Του απάντησαν οι άλλες οι γυναίκες:

– Την Κατερίνα την έχομε μοδίστρα, είπαν με φανερήπερηφάνια.

Μόνον όταν ήπιε το ξινόγαλο και σηκώθηκε να φύγει,τότε θυμήθηκε ότι στο σπίτι εκείνο βρισκόταν για να δια-

239

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 240: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

λύσει έναν αρραβώνα. Αλλά και για να τον φτιάξει. Η ιδέααυτή ήχησε ξανά στο άδειο κεφάλι του. Όχι σαν επικός στί-χος, αλλά σαν μια θαμπή ελπίδα ότι τη θέση του αλαζονικούδιευθυντή της Επιχείρησης θα μπορούσε να την πάρει οίδιος. Να γίνει αυτός ο μελλοντικός άντρας της Κατερίνας.Την πλησίασε για να της δώσει το αλουμινένιο τάσι και ρώ-τησε, με το βλέμμα προς τους άλλους:

– Ακόμα δεν το χωρίσατε τούτο το κορίτσι από τονΣωκράτη Μπούμπα;

Ακολούθησε πλήρης αμηχανία που έγινε αναστάτωσηκαι τρόμος. Η γριά Παρασκευή έκανε τον σταυρό της, οιγυναίκες με τις ρόκες στο ζωνάρι έγδαραν τα μάγουλα, τανεαρά κορίτσια κουκουρίσανε, οι μικρούληδες αναφώνη-σαν εν χορώ το όνομα του Σωκράτη, η Κατερίνα γλίστρησελες κι δεν ήξερε από πού να κρατηθεί και ο γέρος της ψά-θας είπε:

– Τη δουλειά αυτή την ξέρει καλύτερα η Κυβέρνηση.Στις επόμενες μέρες δεν μπορούσε να αποφύγει την τα-

ραχή που λεγόταν «Κατερίνα». Ζήτησε να παρατείνει τηνπαραμονή του στη Γορίτσα με το πρόσχημα ότι θα έγραφεένα άρθρο για τον Σαμί Φράσερι και την παραγγελία του«να αγαπάμε τους Βλάχους». Ήξερε, όμως, ότι εκείνο πουτον κρατούσε στη Γορίτσα ήταν η Κατερίνα. Ήξερε ότι εί-χε βάλει στόχο το ακατόρθωτο, αλλά να που του άρεσε νανανουρίζεται στην κούνια του μελλοντικού γαμπρού τωνΒλάχων. Ή του αντικαταστάτη του παράξενου διευθυντή.Κι ήταν σαν να νανουριζόταν στην αγκαλιά της μέλλουσαςγυναίκας του, της Κατερίνας. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότιη Κατερίνα συμπλήρωνε και τους δύο όρους του, επειδήήταν και πολύ όμορφη και πολύ παρθένα. Για την παρθε-νιά της, αν και αρραβωνιασμένη από κούνια, δεν αμφέβαλλεκαθόλου, γιατί ήταν γνωστό ότι οι Βλάχισσες πλάγιαζαν με

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

240

Page 241: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τους άντρες τους μετά την παντρειά. Έτσι όριζαν οι αυ-στηροί κανόνες, που τηρούνταν ακόμα από τους ανθρώ-πους του βουνού. Την αποδέχτηκε αμέσως την αυστηρό-τητα αυτή και σκέφτηκε να κάνει ένα βήμα να προσεγγί-σει την Κατερίνα. Να της πει δυο κουβέντες, που του έκαι-γαν το στήθος και που ήταν σίγουρος ότι δεν τις είχε ακού-σει ποτέ από το στόμα του αρραβωνιαστικού της από κού-νια. Όπως, «γυναίκες σαν εσένα είναι ιδανικές» ή «τυφλώ-θηκα από την ομορφιά σου» ή «μη φοβάσαι, δεν πεθαίνειςαν χωρίσεις τον Σωκράτη Μπούμπα» ή «Κατερίνα, παν-τρέψου με, αν θέλεις».

Για να την πλησιάσει, δεν ήταν ανάγκη να σκαρφιστείαφορμές. Δεν της είχε πάρει ακόμα τη δήλωση της διάλυσηςτου αρραβώνα με τον Σωκράτη Μπούμπα. Από την ανα-στάτωση και τον τρόμο που προκλήθηκε από την ερώτη-σή του «ακόμα δεν τη χωρίσατε», κατά την επίσκεψή τουστο σπίτι των Χολεβαίων, κατάλαβε ότι θα ήταν καλύτερανα συναντηθεί με τον αρραβωνιαστικό ή την αρραβωνια-στικιά, χωρίς την παρουσία της οικογένειας. Κι ήταν ευχα-ριστημένος που του είχε μείνει ανοιχτό ένα μονοπάτι, τοοποίο θα τον οδηγούσε στην Κατερίνα. Και που παρέμενεανοιχτό όχι μόνο για να πάρει τη δήλωση, αλλά να της πεικαι δυο κουβέντες που του καίγανε το στήθος.

Τώρα, που η ιδέα μιας σοβαρής σχέσης μαζί της γινό-ταν ολοένα και πιο επιτακτική, σκέφτηκε πως έπρεπε νατη γνωρίσει καλύτερα. Όσο καλύτερα τη γνώριζε, τόσο ευ-κολότερα θα την έκανε δική του την ιδανική γυναίκα. Έμαθεότι εργαζότανε στις αποθήκες του καλαμποκιού, αλλά απο-μακρύνθηκε γιατί τσακωνόταν με τον ταξίαρχο, τονΔημητράκη Κέρπι. Στις αποθήκες δεν επέστρεψε ξανά, για-τί έγινε μοδίστρα, στη θέση της Γοριτσιώτισσας, που τη βγά-λανε στη σύνταξη ως ανάπηρη. Κανείς Γοριτσάρης δεν πε-

241

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 242: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ρίμενε μια τέτοια αντικατάσταση και είπαν «ήρθαν τα άγριανα διώξουν τα ήμερα». Κι ότι ήταν αμαρτία να εμπιστευ-θείς το μοναδικό ραφτάδικο του χωριού σε μια Βλάχα, πουδεν ήξερε παρά να γνέθει το μαλλί και να διαλέγει τα κα-λά από τα σκουληκιάρικα στάχια του καλαμποκιού. Πίσωαπό την κίνηση αυτή μερικοί είδαν το χέρι του διευθυντήτης Επιχείρησης, αλλά έμειναν έκπληκτοι με τις εξαιρετι-κές της ικανότητες στη ραφτική. Είχε μάθει τη ραπτομη-χανή και μέσα σε λίγες μέρες από τα χέρια της βγήκαν οιπρώτες φούστες με πιέτες, που μέχρι τότε τα κορίτσια τουχωριού τις παραγγέλνανε στην πόλη, τα πρώτα καουμπόι-κα παντελόνια, ζακέτες με δύο ανοίγματα πίσω, γελέκιακατιφέ με δύο τσέπες μπροστά για να τοποθετούν οι άν-τρες το ρολόγια και τις καδένες.

Το ταλέντο της Κατερίνας και η ικανότητά της να προ-σαρμοστεί σε άγνωστο και μη φιλικό περιβάλλον, ήταν μιαωραία ανακάλυψη για τον Θωμά Γκάλο. Γιατί το έβλεπε τοθέμα ως προοπτική ένας δημοσιογράφος και μια μοδίστρανα γίνουν ζευγάρι. Έβαλε τα δυνατά του να ψάξει κι άλλαταλέντα στην κοινωνία των Βλάχων σαν να ήθελε να ανα-τρέψει την αρνητική σκέψη που είχε γι’ αυτούς και ταυτό-χρονα να συγκεντρώσει υλικό για το άρθρο του «Ο ΣαμίΦράσερι και οι Βλάχοι». Βρήκε ένα άλλο κορίτσι, που είχεγίνει οδηγός αυτοκινήτου, ένα μωρό εννέα μηνών που έπαι-ζε φλογέρα, μια γυναίκα που κεντούσε με κλειστά μάτια,έναν γλύπτη ξύλου, έναν ζωγράφο που απεικόνιζε τον άν-θρωπο ζωντανό, έναν γέρο που οσφραινόταν τον άνεμο γιανα κάνει τις προβλέψεις του για τον καιρό, μια τραγουδί-στρια που τραγούδαγε καλύτερα από τους άντρες κι ακό-μα, τον ίδιο τον συνοδό του, τον ποιητή, που είχε γράψειτο ωραίο ποίημα «Όνειρα και κούνιες». Τώρα πια οι Βλάχοιδεν μοιάζανε ούτε ως άξεστοι περιπλανώμενοι, ούτε ως

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

242

Page 243: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

υπάρξεις που είχαν γαντζωθεί για ζωή ή θάνατο από το βου-νό. Ήταν ικανοί να τα βγάλουν πέρα σε κάθε περίσταση,πράγμα που τον ενθάρρυνε για τη μελλοντική του σχέσημε την Κατερίνα.

Τη δήλωση ότι θα χώριζε τον Σωκράτη Μπούμπα καιπου ταυτόχρονα ήλπιζε να ανοίξει ο δρόμος για τον ίδιο ναενωθεί μαζί της, ο Θωμάς Γκάλο πήγε να την πάρει από τηνΚατερίνα στο ραφτάδικο. Το ραφτάδικο στεγαζόταν σε έναισόγειο χτίριο με γείσο πάνω από την είσοδο. Στη μια άκρηήταν ένα σκεβρωμένο δέντρο, που του φάνηκε σαν μηλιά,ενώ από την άλλη άκρη μια ανθισμένη κορομηλιά, που είχεγεμίσει το κατώφλι και το γείσο με άσπρα λουλούδια. Στημια άκρη της εισόδου ήταν γραμμένο ένα σύνθημα, που τοβάζανε μονίμως στην εφημερίδα, ενώ δίπλα του, ξανά μεκόκκινο, ήταν γραμμένος ο στίχος «Τις θυμάσαι τις κοπριές».Άκουσε μια φωνή να τον καλεί να προχωρήσει μέσα.

– Αυτό είναι το ραφτάδικο; είπε.– Ναι, απάντησε βιαστικά η Κατερίνα και γέλασε.

Ορίστε!Εκείνη την ημέρα, η ομορφιά της Κατερίνας ήταν συγ-

κλονιστική. Κι έγινε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ηιδανική του γυναίκα. Έκλεισε την πόρτα, ηρέμισε το σιδε-ρένιο σύρτη, που κουνιότανε πέρα δώθε, αλλά δεν μπο-ρούσε να ηρεμίσει τα λόγια που έκαιγαν το στήθος του.Ήταν πολλά και εκείνος δεν ήξερε ποιο απ’ όλα θα άρεσεστην Κατερίνα. Την πλησίασε κι εκείνη συνέχισε να τον μα-χαιρώνει γλυκά με το βλέμμα της και την ώρα που πήγε ναπει «Κατερίνα, θέλεις να παντρευτούμε;» έκανε μια κοινό-τοπη δημοσιογραφική ερώτηση:

– Κατερίνα, τον θέλεις για άντρα σου τον ΣωκράτηΜπούμπα;

Το γέλιο της πίσω από τα βλέφαρα σβήστηκε, το πρό-

243

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 244: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σωπό της άλλαξε χρώμα και γινόταν τη μια άσπρο σαν ταλουλούδια της αχλαδιάς και την άλλη πιο κόκκινο από ταμήλα του χωριού του. Κοίταζε γύρω της λες και δεν είχε πούνα κρατηθεί και πού να πνιγεί. Το μέτωπό της γέμισε μεσταγόνες κρύου ιδρώτα, ενώ στα μάτια της, αντί του χα-μόγελου, είχε προβάλει κάτι σαν κοφτερό μαχαίρι, που δενήθελε να τον κόψει. Αυτός, χάρη στη μεγάλη του εμπειρίαστην εφημερίδα, μπόρεσε να διακρίνει εκεί μέσα τη σύγ-κρουση δύο συναισθημάτων: ενός μεγάλου πόνου και μιαςμικρής παρηγοριάς. Τον εαυτό του τον είδε στη μικρή πα-ρηγοριά, ενώ ήθελε να τον ιδεί στον μεγάλο πόνο. Τον με-γάλο πόνο, που φαινότανε σαν νοσταλγία και σαν λύπηση,τον είχε για κάποιον άλλο. Για τον Σωκράτη Μπούμπα.Πείστηκε, επίσης, ότι ο άνθρωπος που η Κατερίνα δεν ήθε-λε να τον σκοτώσει δεν ήταν αυτός, αλλά ο αρραβωνια-στικός της από κούνια, που κρυβόταν και αρνούνταν πει-σματικά να του βγει μπροστά. Τότε αισθάνθηκε να προσ-γειώνεται. Μια σχέση της Κατερίνας μαζί του θα ήταν πε-ριστασιακή, ενώ με τον Σωκράτη Μπούμπα ήταν σχέσηζωής. Έτσι, σκέφτηκε να παραμείνει απλώς ένας καλός φί-λος μιας βλαχοπούλας. Μιας κοπέλας που συμπλήρωνε μετο παραπάνω τους όρους του ως γυναίκα ιδανική.

– Είναι σαν να προσπαθείς να απομακρυνθείς από τονΣωκράτη Μπούμπα, αλλά πάλι δεν μπορείς, της είπε.

Περίμενε να ακούσει τη φωνή της, η οποία, μετά τηναναχώρησή του από τη Γορίτσα, θα ήταν η τελευταία ανά-μνηση απ’ αυτή, αλλά εκείνη δεν μίλησε. Σιώπησε λες και ανμιλούσε, θα σωριαζόταν όλο το οικοδόμημα της ζωής. Ότανξεκίνησε να φύγει, πριν ακόμα περάσει το κατώφλι, άκου-σε μια φωνή σαν ψίθυρο λουλουδιών.

– Μην τον βγάζεις στην εφημερίδα, γιατί θα τον σκο-τώσεις.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

244

Page 245: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Εκείνος, όμως, τον έβγαλε. Κι έμεινε δυο τρεις μέρεςπαραπάνω στη Γορίτσα, για να ιδεί την αντίδρασή του. Ήταντο τελευταίο άρθρο που έγραψε για τη διάλυση των αρρα-βώνων από κούνια. Για μεγάλο διάστημα ένιωθε θλίψη πουδεν άκουσε τον λόγο της Κατερίνας. Μερικούς μήνες αρ-γότερα δημοσίευσε ένα βιβλίο με δημοσιογραφικά άρθρακαι σε ένα απ’ αυτά ανέφερε και τον Σωκράτη Μπούμπα.Σαν Βλάχο του βουνού που την αγαπούσε σιωπηλά και τό-σο πολύ την αρραβωνιαστικιά του από κούνια, που από τονφόβο μην τη χάσει, έδερνε και τύφλωνε τα άλογα.

245

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 246: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

246

Είχε διαδοθεί ότι στη Γορίτσα θα κατέβαιναν κάποιοι σο-φοί άνθρωποι από την πρωτεύουσα, για να δώσουν λύσησε ένα περίπλοκο πρόβλημα, που είχε ξεπεράσει τα σύνο-ρα της περιοχής. Ήταν κάτι απρόβλεπτο και μόνον ότανέρχεται η ώρα πείθεσαι για τις πραγματικές διαστάσεις τουκακού. Ωστόσο, οι Γοριτσάρηδες πίστευαν ότι εκείνο το κα-κό μπορούσε να φυτρώσει σε κάθε άλλο κατώφλι, αλλά όχιστο χωριό τους.

Παραμονές του τοπικού λαογραφικού φεστιβάλ, πουδιοργανωνόταν στο πλαίσιο του Εθνικού ΛαογραφικούΦεστιβάλ, έγινε η μεγάλη ανακάλυψη ότι η Γορίτσα είχε γε-ράσει. Δεν είχε νέους για να τραγουδήσουν τα φλογεράτραγούδια των αντρών, καθώς και νέες που να φορούσαντη στολή με τις βασικές χάρες των νυφάδων. Αυτή με τησπάνια πόρπη, που είχε καταπλήξει τις κυρίες της υψηλήςκοινωνίας του Παρισιού. Ήταν έτοιμα τα τραγούδια, οι χο-ροί, οι στολές, αλλά έλειπαν οι άνθρωποι. Το αίμα της πε-ρίφημης Γορίτσας είχε γεράσει, γιατί οι νέοι και οι νέες εί-χαν πάρει τον δρόμο για την πόλη. Παντρεύονταν στην πό-λη, έμπαιναν σώγαμπροι, μόνο και μόνο για να αποφύγουντο χωριό. Τις δυσκολίες της δουλειάς, τη σκόνη, τα κου-νούπια, τις σβουνιές. Ήταν μια γήρανση αργή και απειλη-τική, που τη διαπίστωσαν όταν συγκροτούσαν τον όμιλοτων αντρών και των γυναικών. Ήταν κάτι σαν διάψευσητων ονείρων, ένας μαρασμός της παλαιάς περηφάνιας, τονοποίο εντονότερα απ’ όλους τον βίωνε ο Στέφανος Μούσκα,ο ισχυρότερος άντρας του χωριού. Σαν να ήθελε να εκδι-κηθεί αυτούς που επίσπευσαν τον μαρασμό της παλαιάςπερηφάνιας, έκανε κάτι που δεν μπορούσε να διανοηθεί

Οι άνθρωποι φεύγουν, τα κοστούμια μένουν

Page 247: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

άλλος Γοριτσάρης. Έστειλε δυο αράδες γράμμα στον γνω-στό ειδήμονα περί τις ενδυμασίες στην πρωτεύουσα, με ρί-ζες από το χωριό τους, αυτόν που είχε γράψει το σημείωμαγια την πόρπη και, ανάμεσα στα άλλα του έλεγε:

«…Εσείς βολευτήκατε στις καλύτερες θέσεις στηνΠρωτεύουσα, ενώ εγώ σπαρταράω σαν το ψάρι εδώ κάτω.Ποιος θα τραγουδήσει τώρα τα τόσο όμορφα δημοτικά μαςτραγούδια; Και σε ποιες να φορέσω εγώ τη διάσημη στολήτων νυφάδων, η φήμη της οποίας έφτασε μέχρι το Παρίσι;Στις Βλάχισσες, που πλένουν ρούχα στο ποτάμι;»

Κι ενώ οι Γοριτσάρηδες είχαν πέσει σε μεγάλη θλίψη, οιΒλάχοι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας. Αν ήταν κάτι που πε-ρίσσευε σ’ αυτούς, ήταν ακριβώς οι νέοι και οι νέες. Την ώραπου η Γορίτσα έμοιαζε με γεροντοκόρη, ο αχυρένιος οικι-σμός έδινε την εντύπωση ανθισμένου περιβολιού. Ο ΡιζάΚέρπι δεν ήξερε ποιον ή ποια να καλέσει πρώτους στουςομίλους και ποιον ή ποια να απορρίψει. Οι Βλάχοι δεν εί-χαν ιδέα από ομίλους. Έτσι, δεν έφεραν καμιά αντίρρησηπου ο υπεύθυνος και διοργανωτής τους ήταν από το χωριό.Όπως άλλωστε όλοι οι υπεύθυνοι, εκτός από τον ΣωκράτηΜπούμπα και τον ποιητή, αν μπορούσες να πεις υπεύθυνοκάποιον που συγκεντρώνει τα δέρματα.

Λέγοντας χωριό, εννοούσαν μόνον τη Γορίτσα και πο-τέ δεν δοκίμασαν να προσφωνήσουν έτσι και τον αχυρένιοοικισμό τους. Προτιμούσαν να προσδιορίζονται με τη βλά-χικη λέξη turesti, που σημαίνει πλήθος. Φυσικά, γιατί πλή-θος σημαίνει κίνηση, ενώ χωριό σημαίνει ριζοβόλημα. Επειδήδεν είχαν ρίξει ακόμα ρίζες, ζούσαν με την ιδέα της κίνη-σης. Από την άλλη, η κίνηση, ακόμα και ως ιδέα, τους έκα-νε αδιάφορους για υπευθυνότητες και οφίκια. Όπως και τώ-ρα, που δεν έφεραν καμιά αντίρρηση για το ποιος θα είναιαυτός που θα ευθύνεται για τη συγκρότηση των λαογρα-

247

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 248: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

φικών ομίλων τους. Αφού ακόμα και τα μωρά της κούνιαςήξεραν ότι ο Ριζά Κέρπι ήθελε ολόψυχα το καλό τωνΒλάχων. Άλλωστε, δάσκαλος ήταν και οι Βλάχοι έτρεφανιδιαίτερο σεβασμό στο πρόσωπό του.

Την εκτίμηση αυτή ο Ριζά Κέρπι την είχε κάνει από νω-ρίς. Την περίοδο κιόλας που δίδασκε στο ξύλινο σχολείοτους, στα Μαύρα Χώματα. Και η εκτίμηση αυτή δυνάμωσεακόμα πιο πολύ όταν έφερε στα μικρά βλαχόπουλα μια λα-στιχένια μπάλα. Όταν έδωσε όνομα Βλάχου στον γιο του,με την πεποίθηση ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να ζήσει.Όταν άρχισε να συλλέγει τα τραγούδια τους για να τα συμ-περιλάβει σε βιβλίο, τον τίτλο του οποίου δεν τον είχε βρειακόμα. Όταν συγκρούστηκε στα ίσια με τον ΣτέφανοΜούσκα, ο οποίος ονομάζοντάς τους «ερχόμενους», ήθε-λε ουσιαστικά να τους εξαφανίσει από προσώπου γης. Αλλάκαι τώρα ακόμη, που πάσχιζε να τους ανεβάσει στη σκηνή,να τραγουδήσουν.

Το ανέβασμα των γυναικών στη σκηνή παραλίγο να τουκοστίσει όλον τον μέχρι τότε σεβασμό που είχαν στο πρό-σωπό του, γιατί επέμενε να «χοροπηδήσουν» εκεί πάνω καιοι νέες και οι νυφάδες, τη στιγμή που για τις γριές το «χο-ροπήδημα» στη σκηνή ήταν …χαλασμός κόσμου. Διαδόθηκεπαντού ότι στη σκηνή οι νυφάδες θα ανασήκωναν τα φου-στάνια τους, ενώ οι κοπέλες που ήταν φορεμένες ευρωπαϊ-κά, θα έμεναν έγκυες με τους ξένους. Ήταν μια καινούργιααπειλή, μετά απ’ αυτή της διάλυσης των αρραβώνων απόκούνια. Που θα άνοιγε τον δρόμο για μεγαλύτερα κακά, ταοποία οι γριές από καιρό τώρα διαισθάνονταν ότι έρχον-ται. Κλονιζόταν η εξουσία των πεθερών στις νυφάδες, πουήθελαν να ξεκοπούν από τον οικογενειακό κορμό.Χαλάρωνε ο σεβασμός για τους ηλικιωμένους. Μεγάλωνε οαριθμός των νυφάδων που δεν ήξεραν να καμαρώσουν και

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

248

Page 249: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

των ζευγαριών που τα έτρωγε ο πισινός να βγουν αλά μπρα-τσέτα. Τα κορίτσια είχαν αφήσει στη μπάντα τους χορούςτους και τρελαίνονταν να χορέψουν κοιλιά με κοιλιά μετους ξένους. Ερχότανε ξετσίπωτος καιρός όπου αγάπη ση-μαίνει να βγάζει ο ένας τα μάτια του άλλου. Η σκηνή τουΡιζά Κέρπι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο καλύτερος τόποςγια να βγάλει τα μάτια ο ένας του άλλου, γι’ αυτό άξιζε τημούντζα των γριών. Που δεν ήταν μόνον για τον δάσκαλο,αλλά και για τον ποιητή, που είχε γίνει το δεξί χέρι του.Ακόμα και για τον Σωκράτη Μπούμπα, που δεν έπαιρνεμέτρα, ως μεγάλος που ήταν.

Ο μεγάλος μουντζωμένος Ριζά Κέρπι αντιλήφθηκε γρή-γορα ότι πριν ανεβάσει τις βλαχοπούλες στη σκηνή, έπρε-πε να κατεβεί ο ίδιος στις γριές. Επειδή αυτές είχαν την από-λυτη εξουσία στην οικογένεια, λόγω της απουσίας των αν-τρών στα κοπάδια. Την κρατούσαν ενωμένη σα γροθιά τηνοικογένεια, όσο μεγάλη κι αν ήταν αυτή. Μεγάλωναν ταπαιδιά στις καλύβες και κρεμούσαν από τη γλώσσα κάθεμάνα που διατεινόταν πως τα αγαπούσε περισσότερο απ’αυτές. Γιατί ως γιαγιές, ήταν πιο μητέρες από τις μητέρες.Κρατούσαν στα χέρια τους τα νήματα της ζωής και του θα-νάτου. Αν δεν έδιναν την ευχή τους, η ζωή των νεότερωνδεν μπορούσε να ήταν ευτυχισμένη. Και αν έδιναν την κα-τάρα τους, τότε η ζωή έπαιρνε την κάτω βόλτα.

Ο διοργανωτής του ομίλου χτύπησε κάθε βλάχικη πόρ-τα και έκατσε σταυροπόδι με τις γριές. Τις ρωτούσε με ευ-γένεια για την υγεία τους, για τις νυφάδες, για τα αγόρια,για τις δουλειές του κρεβατιού, αν έσφιγγαν το καπίστριτων νυφάδων ή τις είχαν αφήσει να βάλουν τους άντρεςστο βρακί τους. Οι γριές ένιωθαν ευχαριστημένες με τονάδολο και ειλικρινή λόγο του και, χωρίς να προδίδουν τιςνύφες, τα παιδιά τους ή τους γέρους τους, μισάνοιγαν μια

249

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 250: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

από τις πολλές πόρτες της ψυχής τους. Με μια αλβανικήαναμεμιγμένη πλήρως με τη βλάχικη, οι γριές περνούσαντον δάσκαλο από την πηγή χωρίς να του δώσουν ούτε στα-γόνα νερό. Του έλεγαν όσα έπρεπε να του πουν, γιατί όσοκαλός κι αν είναι ο ξένος άνθρωπος ποτές δεν είναι σαν τονδικό σου. Τον ρωτούσαν αν του τραβούσε η όρεξη καμιάκουτάλα φασούλια, κανένα τσανάκι με ξινόγαλο ή αν τουαρέσει κανένα ζευγάρι μάλλινες παντούφλες, που τις έχουνπλέξει οι ίδιες, με τα χέρια τους και με βελόνες της εποχήςπου ήταν ακόμα κοπέλες.

Η ανάμνηση των αλλοτινών χρόνων τους θύμιζε ωστό-σο τον πραγματικό λόγο της επίσκεψης του δάσκαλου. Καιτότε η κουβέντα σκάλωνε όπως το σκαθάρι στη σβουνιά.Ο Ριζά Κέρπι αναγκάστηκε να φάει δεκάδες κουτάλες φα-σούλια, να πιει ένα καζάνι ξινόγαλο και να δεχτεί ως δώροένα βουνό με μάλλινες παντούφλες, για να τις πείσει ότιδεν είναι αυτό που νομίζανε. Ούτε τα φουστάνια των νυ-φάδων θα ανασηκώνονταν, ούτε οι κοπέλες θα έμεναν έγ-κυες από τους ξένους. Η δουλειά της σκηνής ήταν ένα εί-δος γάμου. Ένα άνοιγμα της ψυχής για να ιδούν οι άλλοι τιλουλούδια κρύβονται εκεί μέσα. Γιατί ένας λαός πεθαίνειόταν πεθαίνει η ψυχή του, που είναι φτιαγμένη από τρα-γούδια, χορούς, θρύλους και μπαλάντες. Αλλά και με τιςπαλιές στολές, που οι ίδιες αυτές τις φυλάγανε στα σεν-τούκια σαν τα μάτια τους. Τις βαριές νυφικές στολές με ταφουστάνια που δεν άφηναν ακάλυπτο ούτε το μικρό δά-χτυλο του ποδιού, με το φορτωμένο χρυσά καπέλο, με τιςαλυσίδες, τα κρέπια, τη βαριά ασημένια καδένα, το μαντή-λι που έμοιαζε με ομίχλη στην πλαγιά του Μπούφου, τατσαρούχια με τις άσωτες μεταλλικές πρόκες που τρέμει ηγη στο πάτημά τους και με τη λωρίδα της μέσης πλατύτερηκι από την υπουρίδα των μουλαριών.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

250

Page 251: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Οι γριές άκουγαν όλα αυτά κι ήταν σαν να ζούσαν τηζωή τους πάλι από την αρχή. Ηρεμούσε η αναστατωμένηψυχή τους για τις νυφάδες και τις κοπέλες. Γιατί στο κάτωκάτω δεν θα χόρευαν στη σκηνή με τα ευρωπαϊκά τους ρού-χα. Έτσι, άνοιξαν στον δάσκαλο και μια άλλη πόρτα τηςψυχής τους, ανασκουμπώθηκαν για τα καλά και ψαχου-λεύανε στα σεντούκια τους. Χαίρονταν για κάθε εξάρτημαπου βρίσκανε και που θα στόλιζε τα κορμιά των κοπελώντους. Κι ήταν σίγουρα πως οι νυφάδες τους θα φαίνοντανομορφότερες από τις Γοριτσάρισσες νυφάδες.

Ένα κλίμα ευγενικής άμιλλας κυρίεψε από άκρη σ’ άκρητον αχυρένιο οικισμό, πράγμα που αύξησε τις σκοτούρεςτου Ριζά Κέρπι. Ποια να διαλέξει και ποια να απορρίψει απότον όμιλο; Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν με τις κοπέλες πουθα φορούσαν τις βαριές νυφικές στολές. Μέχρι τότε ντρέ-πονταν να ανεβούν στη σκηνή και να τραγουδήσουν μπρο-στά στο κοινό, ενώ τώρα διαγκωνίζονταν ποια να πρωτο-πάει. Εκείνος, με εξαίρεση την Πανδώρα των Χολεβαίων,που κατά γενική ομολογία ήταν η βασίλισσα του τραγου-διού, για τις άλλες έθεσε ως όρο την ομορφιά. Ο όρος αυτόςέφερε τριβές ανάμεσα στις οικογένειες. Ποια θα ήθελε ναιδεί τον εαυτό της πιο κάτω από την άλλη και μάλιστα ναομολογήσει δημοσίως ότι έχει ομορφότερα κορίτσια απότα δικά της. Τότε ο υπεύθυνος διάλεξε από μια για κάθεσόι, με εξαίρεση τους Χολεβαίους, που πήρε δύο, τηνΠανδώρα, που ήταν η βασίλισσα του τραγουδιού, και τηνΚατερίνα, την αρραβωνιαστικιά του Σωκράτη Μπουμπα,τη βασίλισσα της ομορφιάς.

Τις πρόβες ο όμιλος τις έκανε στην πλατεία μπροστάστο σαμαράδικο. Στην αρχή ο υπεύθυνος πρότεινε μια τά-ξη του άδειου σχολείου ή την ίδια την εκκλησία τηςΠαναγιάς, που είχε μετατραπεί σε εστία πολιτισμού, αλλά

251

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 252: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τα βλάχικα κορίτσια δεν δέχτηκαν. Στην πρώην εκκλησίαφοβόνταν τους πεθαμένους, ενώ στο σχολείο φοβόνταντους ζωντανούς. Οι Γοριτσάρηδες θα μπορούσαν να χά-σουν τα μυαλά με την ομορφιά και τη φρεσκάδα τους, αλ-λά μπορούσαν να υποτιμήσουν και τις στολές τους.Αντίθετα, το σαμαράδικο ήταν δικός τους τόπος και οι άν-θρωποι που θα τις βλέπανε ήταν δικοί τους.

Ο Ριζά Κέρπι είχε διαπιστώσει πως ακόμα και τώρα, πουτα χωριά ήταν σχεδόν ενωμένα, τους Γοριτσάρηδες τουςθεωρούσαν ξένους. Για τους Βλάχους ξένος ήταν οποιοσ-δήποτε δεν ήταν Βλάχος. Ένα κομμάτι της ψυχής τους πε-ριπλανιότανε ακόμα στους γκρεμούς και στις πλαγιές τωνβουνών. Αυτή η περιπλάνηση δυνάμωνε την αίσθηση ότιπεριτριγυρίζονταν από ξένους. Οι γριές τον προσφωνού-σαν «δάσκαλο», αλλά τον έλεγαν και «γκρέκο» ή «ξένο».Ήταν σαν να εκδήλωναν έτσι την αναλλοίωτη εθνική τουςουσία. Για να σπάσει τα δεσμά της απομόνωσης και για νατους κάνει να πλησιάσουν περισσότερο το χωριό και τονίδιο είπε μεγαλοφώνως ότι στις γενικές πρόβες, που θα γί-νονταν στην πλατεία μπροστά στο σαμαράδικο, θα καλούσεόλη τη Γορίτσα.

Την ώρα που οι Βλάχοι είχαν βάλει μπρος τις δουλειέςτους, οι Γοριτσάρηδες ψάχνανε ακόμα χορευτές και τρα-γουδιστές. Ο όμιλος των νέων σχεδόν είχε ολοκληρωθεί,γιατί όπως διαδιδόταν, είχαν επιστρατευτεί παιδιά, που εί-χαν μπει γαμπροί στην πόλη, αλλά ο όμιλος των κοριτσιώνήταν στα κάτω του. Τόσο που η διάσημη στολή κινδύνευε ναμην βγει καθόλου από τα σεντούκια. Επιστρατεύτηκαν τρειςκοπέλες, ανύπαντρες και οι τρεις, που στο χωριό τις έλε-γαν «γεροντοκόρες». Παρ’ όλα αυτά, ήταν μόνον τρεις. Έτσιαναγκάστηκαν να καλέσουν γυναίκες που είχαν ακόμα ίχνηφρεσκάδας από την εποχή που ήταν νέες και που για να τη

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

252

Page 253: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

διατηρήσουν άρχισαν να πλένουν το πρόσωπό τους κάθεπρωί με νερό της πηγής, να βάζουν πούδρα μωρών, να πί-νουν τα βράδια ρόφημα φασκομηλιάς και πριν από τον ύπνονα τρώνε από ένα κουτάλι ρετσέλι μούσμουλο. Πράγματι,όλη αυτή η διαδικασία έφερε κάποια θετικά αποτελέσμα-τα ανανέωσης, αλλά δεν ήταν αρκετά να ικανοποιήσουντη φιλοδοξία των Γοριτσάρηδων. Εκείνοι ήξεραν καλά ότιοι νυφικές στολές τους ήταν κομμένες και ραμμένες γιαλουλούδια όπως ήταν τα κορίτσια τους κι όχι για μαραμέναφύλλα όπως οι παντρεμένες. Η στολή ήταν ένα παράπονοκι ένα κλάμα στο σώμα τους.

Ο πιο πικραμένος από τα ισχνά αποτελέσματα της ανα-νέωσης ή απ’ αυτό που ονομάστηκε ως «γήρανση τηςΓορίτσας», αναμφίβολα ήταν ο ισχυρός άντρας του χωρι-ού, ο Στέφανος Μούσκα. Του είχε κουνηθεί από τη θέση τοθραύσμα της οβίδας κάτω από το κρανίο. Στο σύντομογράμμα που είχε στείλει στον ειδήμονα των λαϊκών ενδυ-μασιών στην πρωτεύουσα και που ήταν η μεγαλύτερη προ-σωπικότητα που είχε βγάλει ο τόπος τους, τα έβαλε με τουςεσωτερικούς μετανάστες οι οποίοι εγκατέλειψαν το χωριό.

Διαδόθηκε παντού ότι το γράμμα είχε αναστατώσει όχιμόνον την πιο σοφή προσωπικότητα, αλλά και πολλούς άλ-λους, που από χρόνια είχαν εγκατασταθεί στην πρωτεύου-σα. Εκείνο που πονούσε περισσότερο ήταν η αναφορά στουςΒλάχους. Τούτο υποχρέωσε πολλούς να πάρουν τον δρό-μο για το χωριό. Ως σοφοί που ήταν πίσω από τις λίγες αρά-δες του Στέφανου Μούσκα είδαν την εφόρμηση τωνΒλάχων, που απειλούσε να εξαφανίσει οτιδήποτε όμορφοείχε σμιλέψει η Γορίτσα στο διάβα των αιώνων.

Ένα κλιμάκιο από την πρωτεύουσα με επικεφαλής τον ει-δήμονα των λαϊκών ενδυμασιών κατέβηκε στη Γορίτσα τηνημέρα που οι Βλάχοι είχαν τη γενική πρόβα τους. Ξεκίνησαν

253

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 254: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

από τα Τίρανα Σάββατο μεσημέρι, διανυκτέρευσαν σε ξε-νοδοχείο της πόλης και την άλλη μέρα τους ζέστανε ο γλυ-κός ήλιος της γενέτειρας. Τα σπίτια των προγόνων τους εί-χαν ερημωθεί, γι’ αυτό και συγκεντρώθηκαν σαν πουλιάστον οντά του Στέφανου Μούσκα.

– Κάνατε καλά που ήρθατε, τους είπε ο σπιτονοικοκύ-ρης. Αν δεν κατεβαίνατε, θα ακούγατε τα εξ αμάξης. Θαφάμε, θα πιούμε και μετά θα πάμε μέχρι τις βλάχικες κα-λύβες, γιατί σήμερα έχουν τη γενική πρόβα του ομίλου τους.

Έστω για λίγο, οι φίλοι από τα Τίρανα γεύτηκαν τη φι-λοξενία, που τη γνώριζαν και που προσπαθούσαν να τηνκρατήσουν ζωντανή και στα στενά σοκάκια της πρω-τεύουσας. Καθίσανε στο ντιβάνι. Ο σπιτονοικοκύρης καιδύο γριούλες, που γνώριζαν τους γονείς τους, σύμφωνα μετο έθιμο του τόπου, τους χαιρέτισαν ξανά. Οι γριές καθί-σανε ανάμεσά τους, για να τους ρωτήσουν πώς ήταν το τα-ξίδι και για να ξυπνήσουν τις αναμνήσεις, που μοιάζανε σανμαραμένο χαμομήλι στα μάτια τους. Ήταν έντονη η πα-ρουσία του μαρασμού.

Από μια πόρτα του οντά, σαν να ήθελε να διώξει τονμαρασμό, πρόβαλε ένα κομψό κορίτσι, ντυμένο με τη γνω-στή στολή των νυφάδων. Προχώρησε προς τους μουσαφί-ρηδες κι ήταν σαν να άνοιξε ο συννεφιασμένος ουρανόςκαι έλαμψε ο ήλιος. Ένας ήλιος που εξέπεμπε φως από τηθαυμάσια στολή και από την ομορφιά της κοπέλας που τηφορούσε. Κρατούσε στα χέρια ασημένιο δίσκο με ρετσέλιμούσμουλο και νερό. Απ’ αυτό που πλένονταν κάθε πρωί,γιατί όπως λέγανε ήταν γιατρικό για τις ρυτίδες. Η Γορίτσαείχε κυριευτεί από το άγχος της ανανέωσης και έκανε τοπαν να βάλει ένα τέλος στη γήρανση, πράγμα που το εκ-μεταλλεύτηκαν δεόντως τα γύρω χωριά, για να πουλήσουντα ρετσέλια τους. Οι φίλοι από τα Τίρανα, σαν να είχαν κυ-

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

254

Page 255: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ριευτεί και οι ίδιοι από το άγχος, έφαγαν με μεγάλη όρεξητο ρετσέλι.

– Όσο θα έχεις τέτοιες, είπε ο ειδήμων των λαϊκών εν-δυμασιών, μην χολοσκάς. Δεν πεθαίνει εύκολα η Γορίτσα,όχι!

– Τέτοιες είναι λίγες, απάντησε ο Στέφανος Μούσκακαι έριξε το βλέμμα πέρα προς τα καλυβόσπιτα. Μου χρει-άζονται κι άλλες. Διαφορετικά, θα πάει χαμένη όλη η λάμ-ψη της περίφημης στολής τους και ο κόπος αυτών τωνγριών, που την κεντήσανε.

Στον οικισμό των Βλάχων φτάσανε όντας ακόμη μέρα.Ήταν κάτι σαν εκδρομή, σαν επιστροφή στις ρίζες. Ξεχάσανετα γκρίζα μαλλιά, ξεσφίξανε τις γραβάτες, έριξαν τα ζακέ-τα τους στον ώμο, γινήκανε παιδιά, έβαλαν σημάδι τα που-λάκια, φάγανε βατόμουρα, πάτησαν σε φρέσκιες σβουνιές.Φτάσανε στην πλατεία μπροστά στο σαμαράδικο με φα-νερή την εντύπωση που τους έκανε ο αχυρένιος οικισμός.Τα καλυβόσπιτα ήταν στριμωγμένα στους πρόποδες τωνδύο λοφίσκων, ο ένας από τους οποίους είχε τον ανεμοδεί-χτη στην κορυφή. Σχεδόν από κάθε καλυβόσπιτο ανέβαι-νε καπνός και σε κάθε δρομάκι υπήρχαν άνθρωποι. Κάποιοςείχε ανεβεί στην κορυφή του λόφου με τον ανεμοδείχτη καικάνοντας τα χέρια του χωνί, φώναζε:

– Ω άνθρωποι, συγκεντρωθείτε στο σαμαράδικο, γιατίθα τραγουδήσει η Πανδώραααα!

– Ποια είναι η Πανδώρα; ρώτησε ο ειδήμων των ενδυ-μασιών.

– Είναι η καλύτερη τραγουδίστρια των Βλάχων, είπε οΣτέφανος Μούσκα, τους αφήνει πίσω τους άντρες. Κι εγώτης βγάζω το καπέλο.

– Μα, πώς μπορούν και ζούνε σε τέτοιες συνθήκες; ρώ-τησε ο νεότερος της ομάδας. Και πού τη βρίσκουν την όρε-ξη για τραγούδι;

255

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 256: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Το τραγούδι είναι η τροφή του λαού, είπε ο ειδήμωντων ενδυμασιών κοιτάζοντας τον νεαρό με νόημα ότι κι αυ-τός δεν ήταν παρά λαός. Ενώ ο λαός είναι ο τόπος του τρα-γουδιού. Κάθε λαός. Κι εκείνος που ζει σε καλυβόσπιτα.

– Τώρα έβγαλαν φτερά, είπε ο Στέφανος Μούσκα, θέ-λουν να ιδρύσουν χωριό με πέτρινα σπίτια στη γη μας.

Για τους φίλους φτιάξανε πρόχειρα με σανίδες και μου-σαμάδες ένα μακρόστενο σκαμπό. Πρώτος τούς υποδέ-χτηκε ο Ριζά Κέρπι ως υπεύθυνος του ομίλου και αμέσωςμετά ο Σωκράτης Μπούμπα ως διευθυντής της Επιχείρησηςκαι αμέσως μετά ο Λευτέρης Κατσέτα με την ιδιότητα τουπροέδρου των Βλάχων όλης της οικουμένης. Ο Λευτέρης, σεαντίθεση με τους δυο πρώτους, χαιρέτησε με τη γροθιά στομηνίγγι, πράγμα που έφερε σε δύσκολη θέση τους φίλους.

– Λέει ότι είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας τωνΒλάχων, τους εξήγησε ο Ριζά Κέρπι.

Σε λίγο η πλατεία γέμισε από πλήθος. Κατέβηκαν απότις δυο συνοικίες παιδιά που δεν αποχωρίζονταν από τονπρόεδρο Λευτέρη, γέροι με περιποιημένα μουστάκια, κομ-πολόγια και άσπρα στενά παντελόνια, γυναίκες με τη ρό-κα στο ζωνάρι, νυφάδες με μωρά, ανύπαντρα κορίτσια, πουροδοκοκκίνιζαν όταν γελούσαν. Οι άντρες ήταν λιγοστοίκαι μέχρι να αρχίσει η γενική πρόβα, γύριζαν κανένα πο-τήρι ρακή. Όλοι ένιωθαν ενθουσιασμένοι που θα άκουγαντην Πανδώρα, αλλά περισσότερο επειδή θα την άκουγανκαι κάποιοι άνθρωποι που τους είχε στείλει το κράτος επίτούτου. Για τον ερχομό τους είχε ειδοποιήσει ο ντελάληςαπό τον λόφο με τον ανεμοδείκτη. Μετά την ανακοίνωσηότι θα τραγουδήσει η Πανδώρα, πρόσθεσε:

– Ήρθαν να την ακούσουν και άνθρωποι από το κρά-τοοοοοος!

Οι μακρινοί φίλοι καθίσανε στο μακρόστενο σκαμπό,

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

256

Page 257: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ενώ οι άντρες παρατήσανε τα ποτήρια. Μια φωνή ακού-στηκε «Ήρθαν! Ήρθαν!» Ήταν οι κοπέλες του ομίλου, ντυ-μένες με τις νυφικές στολές και η Πανδώρα, που ανάμεσάτους, έμοιαζε κι αυτή νέα. Τα κορίτσια φορούσαν την πλα-τιά λωρίδα, ενώ αυτή φορούσε την πόρπη, που οιΓοριτσάρηδες την είπαν «πάφιλα», τότε που ο Ριζά Κέρπιτόλμησε να τη συγκρίνει με τη δική τους.

Τα κορίτσια έβγαιναν από το βάθος των καλυβόσπιτωνκαι προχωρούσαν σαν χείμαρρος. Ένας χείμαρρος που αν-τί για νερό πλημμύριζε λουλούδια. Τα τσαρούχια τους μετις πολλές μεταλλικές πρόκες, βροντούσαν στις πέτρες.Στο παζάρι της Κορυτσάς είχαν γίνει παραγγελιά, γιατίέπρεπε να τρέμει η γη στο πέρασμα της νύφης. Τώρα πουδεν περνούσε μόνον μια νύφη, αλλά ένας χείμαρρος ολό-κληρος, η γη έμοιαζε με τρομαγμένο παιδί. Ένιωσαν ρίγοςκαι οι άνθρωποι του κράτους για κάτι που δεν περίμεναννα ιδούν.

– Τούτο δεν το περίμενα, είπε ο ειδήμων των λαϊκών εν-δυμασιών στον Στέφανο Μούσκα, λίγο πριν αρχίσουν τοτραγούδι. Πού ήταν κρυμμένο τόσο κοπελαριό, η μια ομορ-φότερη από την άλλη!

Ως ειδήμων που ήτανε, έβλεπε κάτι που οι άλλοι δεν βλέ-πανε. Έπιασε καλύτερη θέση ν’ ακούσει το τραγούδι με τ’άστρα, που τόσο όμορφα το έλεγε η Πανδώρα. Ήταν φανε-ρά ικανοποιημένος. Σε αντίθεση με τον Στέφανο Μούσκα,που φαινότανε συντετριμμένος λες και υπέφερε από οξύ νε-φρικό πόνο. Ο ειδήμων από τα Τίρανα, λες και τον συμπο-νούσε, την ώρα που η Πανδώρα έλεγε για κάποια άστρα πουαραιώνανε, πλησίασε τον Στέφανο και του είπε στ’ αυτί:

– Θυμάσαι τι μου είπες στον οντά, όταν μπήκε εκείνοτο κομψό κορίτσι με τη νυφική στολή μας;

257

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Page 258: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

258

– Θυμάμαι. Σου είπα ότι όπως αυτό τα κορίτσι έχω λίγεςκαι ότι μου χρειάζονται κι άλλες.

– Να που τις έχεις τις άλλες! είπε ο ειδήμων και έδειξετις βλαχοπούλες που παραστέκανε σαν άστρα γύρω απότην Πανδώρα.

– Αυτές είναι Βλάχισσες κι έχουν τον δικό τους όμιλο,είπε ο Στέφανος Μούσκα, ακόμα πιο συντετριμμένος απότον νεφρικό πόνο.

– Ένα είμαστε. Πάρε όσες θέλεις και φόρεσέ τους τη νυ-φική στολή μας. Δεν θα υπάρξει βλάχικος όμιλος στο φε-στιβάλ. Τούτοι θα θυμούνται αυτό που γίνεται σήμερα εδώστο σαμαράδικο, γιατί μετά απ’ αυτό θα σιωπήσουν. Τα αγό-ρια και τα κορίτσια τους θα τραγουδήσουν τα τραγούδιαμας και θα φορέσουν τις στολές μας. Και να ’ναι ευχαρι-στημένοι, γιατί είναι μεγάλη τιμή να κατάγεσαι από τηΓορίτσα.

Όλα αυτά ο ειδήμων των λαϊκών ενδυμασιών τα είπε καιστον Ριζά Κέρπι, μετά τη γενική πρόβα. Κι όταν εκείνοςεξοργίστηκε, τότε ο ειδήμων του ψιθύρισε κάτι στο αυτί,που ο Ριζά έγινε βρεγμένο κοτόπουλο. Ο ειδήμων έστρεψετο κεφάλι και προς τον Στέφανο και του είπε άλλη κου-βέντα:

– Οι άνθρωποι φεύγουν, Στέφανε, οι ενδυμασίες μέ-νουν!

Page 259: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Κεφάλαιο 8

259

Η τελευταία ευκαιρία για τους Μπουμπαίους και τουςΧολεβαίους να παραμείνουν συμπέθεροι και ο Σωκράτηςνα τα ξαναβρεί με την Κατερίνα ήταν η Λευκή Κυριακή.Οι Βλάχοι του βουνού τη λέγανε και Κυριακή τηςΣυμφιλίωσης. Ξημέρωσε όμορφη. Ο Αυγερινός μόλις είχεσβηστεί. Ο ήλιος προσπαθούσε να σκάσει στην κορφή τουβουνού και οι σταγόνες της δροσιάς στα χορτάρια πήραννα αστράφτουν σαν γυαλικά.

Εκείνη την ημέρα συμφιλιώνονται όσοι έχουν τσακω-θεί στο διάστημα του έτους. Έτσι γινότανε από παλιά, σα-ράντα μέρες πριν το Πάσχα ή μια μέρα πριν από τηνΚαθαρή Δευτέρα. Οι δύο αυτές σημαδιακές μέρες, πουγιορτάζονταν μέχρι προσφάτως η μια μετά την άλλη, τουςέφερναν πιο κοντά. Ωστόσο, σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμοαναγνωριζόταν η Καθαρή Δευτέρα, αλλά όχι η ΛευκήΚυριακή. Αυτή ήταν μόνον των Βλάχων. Εκείνων που ήταντσακωμένοι και ήθελαν να συμφιλιωθούν. Τις πρωινές ώρεςέβγαιναν στο Λιβάδι, συμφιλιώνονταν και το μεσημέριστρώνονταν οι σοφράδες για φαγοπότι. Οι Βλάχοι ήξερανότι ο καυγάς είναι στοιχείο της ζωής, ενώ η συμφιλίωση ηκαλύτερη γεύση της.

Page 260: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Αυτό το γνώριζε και ο Σωκράτης Μπούμπας μολονότιδεν ήταν αρκετό για να ξεπεράσει το δίλημμα της ζωήςτου: Να βγει την Κυριακή για να συμφιλιωθεί με τηνΚατερίνα ή να μην βγει; Εκείνη την ημέρα ή θα συμφιλιώ-νονταν, όπως έγινε μετά το χαστούκισμα ή θα χωρίζανε γιαπάντα. Για πρώτη φορά βρέθηκε σε στενόχωρη θέση καιθύμωσε τόσο πολύ με τον εαυτό του. Βρέθηκε στενάχωρα,επειδή δεν υπήρχε πια χρόνος να τη συγχωρήσει και θύ-μωσε άγρια με τον εαυτό του γιατί και ήθελε και δεν ήθε-λε να τη συγχωρήσει. Αλλά τόσο άγρια είχαν θυμώσει μα-ζί του και οι άνθρωποι της οικογένειά του, που τον παρα-καλούσαν να τη συγχωρήσει την Κατερίνα γιατί η δήλω-ση «…δεν τον θέλω για άντρα μου τον γιο του ΓεράσιμουΜπούμπα» δεν ήταν δική της. Ήταν του δημοσιογράφουκαι την είχε κάνει από κεφαλιού του. Αυτός είχε μπει σφή-να ανάμεσα σε πολλά ζευγάρια και οικογένειες, και τώρατον αναθεμάτιζαν που τους χάλασε τη φιλία. Περισσότεροαπ’ όλους τον αναθεμάτισαν οι Χολεβαίοι, γι’ αυτό και ηΚατερίνα δεν άξιζε όλο το μίσος που έτρεφε μέσα του.

Μόνον αυτός ήξερε πόσο βαθιά τον είχε τραυματίσει ηδιαβόητη δήλωση, που μπορεί πράγματι να την είχε κάνει οδημοσιογράφος από κεφαλιού του. Και δεν ήταν ότι τουπροκάλεσε άγριο θυμό τόσο που να τυφλώνει άλογα. Ήτανπου άδειασε εντελώς από όνειρα. Ο Σωκράτης Μπούμπα,που σπάνια κατέφευγε σε στοχασμούς, κατάλαβε ότι ο άν-θρωπος για να ζήσει έχει ανάγκη περισσότερο τα όνειραπαρά το ψωμί. Και το μεγάλο του όνειρο, χρόνια τώρα, ήτανη Κατερίνα. Δηλαδή να την αγαπάει με τέτοιο τρόπο πουνα μην υπάρχουν λόγια να την πουν, και να παντρευτούνγια να κάνουν ένα τσούρμο παιδιά! Η δήλωση εκείνη όμωςτότε, που πίστευε ότι ήταν αποκλειστικά δική της, τον άδει-ασε από όνειρα, τον άδειασε κι από αίμα. Έλιωνε σαν κερί,τόσο που η οικογένειά του τρόμαξε μήπως πεθάνει, μπαί-

260

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 261: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νοντας στη θέση της Κατερίνας, που τότε την αρραβώνια-σε για να τη γλυτώσει, ενώ τώρα έπρεπε ξανά να θυσιαστείγια να έχει εκείνη καλή τύχη στη ζωή της. Τους φόβους τωνσυγγενών για πιθανή δυσάρεστη εξέλιξη στην όλη υπόθε-ση για την τύχη τους, ήρθε να διαλύσει ο ίδιος με μια απρό-βλεπτη αποφασιστική κίνηση, ανάλογη της οποίας δεν θυ-μάται κανένας από το παρελθόν.

– Αν είναι γραμμένο, είπε, να σβήσει το καντήλι μου,για να μείνει αναμμένο το δικό της, πεθαίνω ευτυχισμένος.Αλλά δεν έπρεπε να με πληγώσει τόσο βαριά!

Τόσο πολύ είχε πληγωθεί, που ακόμα κι όταν του είπανότι ήταν δάχτυλος του δημοσιογράφου, δεν μπόρεσε νααπαλλάξει εντελώς την Κατερίνα. Επειδή έβλεπε καθαράκαι την παράξενη εκείνη αλλαγή της. Έμοιαζε με μουλάριπου δεν δέχεται καπίστρι. Την παρακολουθούσε από μα-κριά και χαιρόταν που γινότανε ολοένα και πιο όμορφη,μα και θλιβόταν που γινόταν ολοένα και πιο απότομη. Έναμέρος του σφάλματος το έριχνε και στον εαυτό του, πουως διευθυντής και πρώτος των Βλάχων, από τότε που πή-ραν την Κιάφα από τους Γοριτσάρηδες, λες και φορούσεπάνω του σκληρό δέρμα. Ένα δέρμα που εντυπωσίαζε τουςάλλους, αλλά την Κατερίνα την άφηνε αδιάφορη.

Η αδιαφορία της μεγάλωνε διαρκώς τη θλίψη του καιη θλίψη αυτή κρατούσε ανοιχτό το τραύμα που είχε δεχ-θεί το φιλότιμό του. Εκείνες τις δύσκολες στιγμές νοσταλ-γούσε να γίνει ξανά εκείνος που ήταν τότε, πριν γίνει οπρώτος των Βλάχων. Γιατί είχε την εντύπωση πως έτσι θατην ένιωθε πιο κοντά την Κατερίνα. Ένιωθε καλύτερα ότανήταν τεχνικός στον Σταθμό της Τεχνητής Γονιμοποίησης.Ή όπως τότε που επέστρεψε από τα Τίρανα και περιπλα-νιότανε να συναντήσει την Κατερίνα, ντυμένος όμορφα,με παντελόνι από συνθετικό ύφασμα, χτενισμένα μαλλιά,παπούτσια λουστραρισμένα και με γυρισμένα τα μανίκια

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

261

Page 262: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

του πουκάμισου, για να φαίνεται η αλυσίδα του ρολογιούμάρκας Pobjeda. Ήταν καλύτερα τότε που, όπως όλοι, χό-ρευε τα «Μανουσάκια» στους γάμους και τραγουδούσε τα«Γραμ μένα μάτια», το τραγούδι που είχε αγαπήσει από τό-τε που ήταν ένα καχεκτικό παιδί.

Αν ήταν όπως πριν, δεν θα βρισκότανε τώρα μπροστάστο μεγάλο δίλημμα να πάει ή να μην πάει στο Λιβάδι τηςΣυμφιλίωσης. Να συμφιλιωθεί ή να μην συμφιλιωθεί με τηνΚατερίνα. Χωρίς να ξέρει τι πρέπει να κάνει, καβαλίκεψετον Μέρτζο και σαν θύελλα έτρεξε προς τις πλαγιές τουΜπούφου. Ωστόσο, ο ήλιος είχε σκάσει στην κορυφή τουβουνού και οι σταγόνες της δροσιάς πέφτανε στη γη σανγυαλικά. Άφησε πίσω τα καλυβόσπιτα και τους ανθρώπουςπου έδιωχναν τον ύπνο από τα βλέφαρα. Τις γριές που μα-ζεύανε τη θράκα να ψήσουν καφέ, τις μανάδες που βυζαί-νανε τα μωρά, τις νυφάδες που φιλούσαν το χέρι των γε-ρόντων. Ανάμεσά τους, όσοι ήταν τσακωμένοι, κοίταζανπρος το Λιβάδι της Συμφιλίωσης.

Τώρα, προς το μέρος όλων κοίταζε η Λευκή Κυριακή. Εκείνοι, που περίμεναν με άγχος τη Λευκή Κυριακή

ήταν οι Μπουμπαίοι και οι Χολεβαίοι. Η δήλωση τηςΚατερίνας για τη διάλυση του αρραβώνα από κούνια, μο-λονότι αργότερα όλο το φταίξιμο έπεσε πάνω στον δημο-σιογράφο, απείλησε να προκαλέσει το πρώτο σοβαρό ρήγ-μα ανάμεσα στις δυο οικογένειες, που ήταν συνδεδεμένεςαπό παλιά με συμπεθεριά και που πάντα ήταν αγαπημέ-νες. Ήταν η ξεχωριστή στιγμή που δινόταν σε κάθε οικο-γένεια να δείξει μπροστά σε όλους τους άλλους το επίπε-δό της. Να αποδείξει αν ήταν καλή ή κακή. Ατρόμητη ήδειλή. Φιλότιμη ή αφιλότιμη. Καθαρή σαν το νερό της πη-γής ή θολή σαν το νερό του βάλτου.

Από την αρχή, οι Μπουμπαίοι έδειξαν προς τα έξω ότιαυτοί ήταν οι καλοί, οι ατρόμητοι, οι φιλότιμοι, οι καθα-

262

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 263: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ροί σαν το νερό της πηγής, γιατί δεν τη διέλυσαν τη συμ-πεθεριά, ενώ οι Χολεβαίοι τη χάλασαν. Οι Μπουμπαίοι τονδιώξανε κακήν κακώς τον δημοσιογράφο από την αυλήτους, ενώ οι Χολεβαίοι όχι μόνον δεν τον κυνήγησαν, αλ-λά καθίσανε σταυροπόδι μαζί του. Και τον τίμησαν όπωςτιμάται ένας άνθρωπος της Κυβέρνησης. Τον έβαλαν νακαθίσει στην κορφή και του έδωσαν να φάει ό,τι τραβούσεη όρεξή του, χωρίς να θυμηθεί κάποιος να κάνει τον σταυ-ρό του για να του μείνει στον λαιμό το ξινόγαλο.

Ωστόσο, οι Χολεβαίοι προσπάθησαν να πείσουν τουςΜπουμπαίους ότι όλα αυτά τα έκαναν γιατί έβλεπαν πωςαλλάζουν οι καιροί και όχι γιατί δεν τους ήθελαν ως συμ-πέθερους. Οι Μπουμπαίοι μπορεί να ήταν πιο γενναίοι απ’αυτούς, αλλά όχι και πιο έξυπνοι. Είχαν έρθει παράξενοικαιροί, που εσύ λες «Καλή σου μέρα» και ο άλλος σου λέ-ει «Κακή σου μέρα». Που σε σκοτώνουν τη νύχτα και σεκλαίνε την ημέρα. Που σε παρακολουθούν πώς μιλάς, πώςκλαις και πώς γελάς. Είχε πλέον περάσει η εποχή της πα-λικαριάς και είχε έρθει η εποχή της περίσκεψης. ΟιΧολεβαίοι διαπίστωσαν πρώτοι αυτή την αλλαγή κι έτσιεπέλεξαν την τακτική: «και το κρέας να ψήνεται και η σού-βλα να μην καίγεται». Αδιαμφισβήτητη απόδειξη αυτούτου γεγονότος ήταν η απόφασή τους να παραμείνουν συμ-πέθεροι, καθώς και η ανυπομονησία τους να ορίσουν τογρηγορότερο τη μέρα του γάμου. Για να ιδούν, επιτέλους,παντρεμένους τον Σωκράτη και την Κατερίνα.

Για να αποδείξουν ότι αυτοί μπορούν να τους ξεγελά-σουν όλους, αλλά ποτέ τους Μπουμπαίους, έστειλαν στηναυλή τους ένα ζευγάρι μικρών αγγελιοφόρων. Ήταν ένααγόρι κι ένα κορίτσι στην ηλικία του Σωκράτη και τηςΚατερίνας όταν είχαν αρραβωνιαστεί. Ήταν σαν δυο μι-κροί πρόξενοι, που είχαν αναλάβει μια μεγάλη αποστολή.Και την είχαν πάρει πολύ στα σοβαρά. Ένα σμάρι παιδιά

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

263

Page 264: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

έπαιζαν στην αυλή το «Κρυφτό», ενώ πιο πέρα τα κορι-τσάκια έπαιζαν το «Κουτσό». Οι μικροί αγγελιοφόροι δενζήλεψαν καθόλου. Πέρασαν σοβαροί ανάμεσα σ’ αυτούςκαι σε έναν ενήλικα, που τα ρώτησε:

– Πού πάτε εσείς;– Θέλομε να συναντήσομε την Αρχοντούλα των

Μπουμπαίων, απάντησαν με σοβαρότητα έμπειρων προ-ξένων.

Απάντησαν σχεδόν ταυτόχρονα, αλλά ήταν φανερόπως την αρχηγία την είχε το αγόρι. Ήταν τρία δάχτυλα ψη-λότερο από το κορίτσι και την ικανοποίηση που σου δίνειη μικρή έστω διαφορά, δεν θα την χάριζε σε κανέναν.Κάποια στιγμή το κορίτσι ζήλεψε τις συνομήλικες, αλλάεκείνος τη σταμάτησε, λέγοντάς της σαν σοφός γέρος:

– Μας περιμένει η Αρχοντούλα!Η Αρχοντούλα τα υποδέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά και

με σιγανή φωνή είπε «Μας ήρθαν οι συμπέθεροι». Τουςχάιδεψε το κεφάλι, τα έμπασε στο σπίτι, τα έβαλε να κα-θίσουν δίπλα στη γωνιά, πάνω σε κουρελού, αφού την τί-ναξε δυο φορές, τους γέμισε τις χούφτες με καρύδια και ταρώτησε για την επίσκεψή τους.

– Οι Χολεβαίοι σας περιμένουν να ορίσετε τη μέρα τουγάμου, είπε το αγόρι.

– Μας έστειλε η μεγάλη γιαγιά, πρόσθεσε το κορίτσι.Η Αρχοντούλα έριξε το βλέμμα από τη μεριά που είχαν

το σπίτι οι Χολεβαίοι. Στην άκρη του ματιού της κρεμότανσα σταγόνα βροχής το πείσμα και η λύπηση. Το πείσμα γιατους ενήλικες, ενώ η λύπηση για τους δυο μικρούληδες.Ήθελε να τα σφίξει τα δυο στην αγκαλιά της, αλλά της φά-νηκαν μεγάλα, επειδή σήκωναν στους ώμους τις πίκρεςτων μεγάλων. Κράτησε πολύ η σιωπή της. Κι επειδή δενήξερε τι να τους απαντήσει, πρόσφερε στους μικρούς συμ-πέθερους κι άλλα καρύδια. Ύστερα τα πήρε από το χέρι και

264

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 265: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

βγήκαν στην αυλή. Το κορίτσι το πήγε στα κορίτσια πουπαίζανε «Κουτσό», ενώ στο αγόρι είπε να παίξει κι αυτός«Κρυφτό». Έριξε και πάλι το βλέμμα της προς τη μεριά τωνΧολεβαίων και είπε μέσα της:

– Τι φταίνε οι μικροί, όταν κατουράνε στραβά οι με-γάλοι!

Τη σιωπή της Αρχοντούλας οι Χολεβαίοι την εκτίμη-σαν ως σίγουρο σημάδι προσέγγισης. Σαν μονοπάτι πουάνοιξε για να πλησιάσουν τους θυμωμένους Μπουμπαίους.Η δήλωση της Κατερίνας ήταν βόλι για τον Σωκράτη, αλ-λά και δηλητήριο για όλους όσους είχαν το ίδιο επώνυμο.Το περισσότερο δηλητήριο, όμως, το ήπιε ο ΓεράσιμοςΜπούμπας. Του μαράθηκε το χαμόγελο όπως μαραίνεται τολουλούδι της κολοκυθιάς. Δεν έβαζε πια στραβά το καπέ-λο του. Δεν είπε κακό λόγο για τους συμπέθερους. Τα τρα-γούδια πάγωσαν στην κοιλιά του. Είχαν γίνει σαν καλαμ-ποκίσιο ψωμί που δεν το σπάει ούτε βόλι. Σε κάποιον γά-μο ήπιε ρακή με το παπούτσι, πράγμα που το είχε κάνειμόνο μια φορά στη ζωή του, όταν ήταν νέος. Κι έκλαψε.Όπως κλαίει ένα μωρό, που του πέφτει το ψωμί στις λά-σπες. Οι πιο παλαβοί από το σόι, που δεν ήθελαν να τονιδούν κλαμένο, του πρότειναν να διατάξει να κάψουν τουςΧολεβαίους, αλλά τους μίλησε ήρεμα:

– Δεν κλαίω επειδή η νύφη δεν θέλει τον γιο μου, κλαίωεπειδή μου στέρεψε η χαρά. Το πόδι μου δεν θα πατήσειποτέ πια στους Χολεβαίους.

Οι Χολεβαίοι ήταν δηλητηριασμένοι από τη δήλωσητης Κατερίνας όσο και οι Μπουμπαίοι. Κι ακόμα περισσό-τερο. Επειδή αυτοί ήταν οι χαμένοι. Αν οι Μπουμπαίοι χά-νανε τη νύφη, οι Χολεβαίοι χάνανε την κοπέλα τους. Όλοιγνώριζαν το πώς και γιατί είχε γίνει αυτός ο αρραβώνας.Στην περίπτωση που ένας τέτοιος αρραβώνας κλονίζεται,σημαίνει ότι ο θάνατος έκλεινε το μάτι πονηρά. Δεν ήταν

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

265

Page 266: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τυχαίο που, εκείνες τις μέρες της διάλυσης των αρραβώ-νων, στις εστίες των Χολεβαίων κυκλοφόρησε ένας μαύ-ρος εφιάλτης, ένα όνειρο με φέρετρο, που είχε ιδεί η με-γάλη γριά, η Παρασκευή. Το φέρετρο το κράταγε στουςώμους η Κατερίνα, η οποία μόλις είχε γυρίσει από το ρα-φτάδικο.

Την είδε η γιαγιά και τη ρώτησε:– Τι είναι αυτό, άγγελέ μου;– Απ’ εδώ και πέρα θα κοιμάμαι εδώ γιατί με τρώει το

κορμί από τις μάλλινες βελέντζες, απάντησε μεμιάς ηΚατερίνα.

Κανένας δεν θα ήθελε να έχει στο σπίτι του έναν τέτοιοτρόμο. Οι Χολεβαίοι, μικροί και μεγάλοι, όρμησαν στηνΚατερίνα όπως οι κυκλώνες που έρχονταν από τη θάλασ-σα και που τους προέβλεπε με ακρίβεια μόνον ο γέρος τωνΜισαίων. Την πρώτη φορά που όρμησαν πάνω της οι κυ-κλώνες ήταν την ημέρα που έκανε τη δήλωση ότι «δεν τονθέλω για άντρα μου τον γιο του Γεράσιμου Μπούμπα». Είχεπέσει μια σαστισμάρα, που αμέσως μετά έγινε ποτάμι θο-λό που κουβαλούσε κούτσουρα. Όλοι στέκονταν απέναν-τι στην Κατερίνα, που έμοιαζε με μοναχική καλαμιά. Η για-γιά Παρασκευή την κυνήγησε μέχρι έξω στην αυλή με τομασά που ανακάτευε τη θράκα. Ο γέρος της ψάθας, που ηΚατερίνα τον βοηθούσε να ουρήσει, σηκώθηκε για πρώτηφορά όρθιος και είπε «Τι έκανες, κορίτσι μου!» Η μάνα τηςείπε «καλύτερα να είχες πεθάνει τότε, που ήσουν πέντεχρονών» και «οι Μπουμπαίοι, καλύτερα να είχαν αρρα-βωνιάσει ένα κούτσουρο, παρά εσένα ». Ο πατέρας κατέ-βηκε από τη στάνη να της κόψει τον λαιμό όπως έσφαζετις αρνάδες, αλλά έφυγε την ίδια νύχτα γιατί δεν είχε καρ-διά. Οι αδερφές της, που ήταν παντρεμένες μακριά, έφτα-σαν με μια πνοή να της ξεριζώσουν τα μαλλιά, ενώ οι ξα-δέρφες τη μούντζωσαν.

266

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 267: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Να! Πίκα να σε βαρέσει! της είπαν παραμορφωμένεςαπό τον θυμό. Καλύτερα να είχες πνιγεί σε μια στάλα νερό,όταν είπες ότι δεν τον θέλεις για άντρα σου τον Σωκράτη.

Η Κατερίνα αντιμετώπισε τις επιθέσεις με βαθιά σιω-πή και πείσμα μουλαριού. Δεν θα άνοιγε το στόμα ακόμα κιαν της έκοβαν τις σάρκες με κόκκινο ξυράφι, απ’ αυτά πουείχαν πλημμυρίσει τα καταστήματα τον τελευταίο καιρό.Τη δεύτερη φορά, όμως, όταν ο θυμός της οικογένειας συ-νοδεύτηκε από αισθήματα συμπόνιας κι απ’ τον φόβο μή-πως τυχόν πεθάνει, αλλά, επειδή και η ίδια είχε τρομάξειαπό το φέρετρο του εφιάλτη, άνοιξε το στόμα.

– Αυτά τα λόγια δεν τα είπα εγώ, τα έγραψε ο δημο-σιογράφος από κεφαλιού του.

Ύστερα το έκλεισε πάλι. Ήταν αρκετό, όμως, να ηρε-μήσουν οι Χολεβαίοι. Να μετανοήσουν για τον ασυγκρά-τητο θυμό τους και να τρέξουν στους Μπουμπαίους νατους πουν ότι η κόρη τους δεν ήταν καμιά απ’ αυτές τις ξε-τσίπωτες, που εμφανίστηκαν τελευταία. Κι ότι θα τον αγα-πάει μέχρι να πεθάνει τον Σωκράτη Μπούμπα. ΟιΜπουμπαίοι έπρεπε να ειδοποιηθούν το γρηγορότερο ότιπρόκειται περί ασυγχώρητου λάθους εκ μέρους του δημο-σιογράφου. Τα λόγια της Κατερίνας, που τα είχαν μάθεικαι τα μωρά στην κούνια, δεν ήταν δικά της, αλλά του δη-μοσιογράφου, που δεν χώνευε τις παλιές φιλίες.

Η αποστολή για την ενημέρωση των Μπουμπαίων έπε-σε στους ώμους όλων των Χολεβαίων. Οι άντρες αξιοποι-ούσαν τις στάνες, το μάντρωμα των κοπαδιών, τις εκδη-λώσεις για την απονομή των επαίνων στους βοσκούς πουείχαν διακριθεί, τον Σταθμό Τεχνητής Γονιμοποίησης, κά-ποιο ξέφωτο στην πλαγιά του Μπούφου, ένα δρομάκι δίπλαστο Λιβάδι της Συμφιλίωσης, το σαμαράδικο όπου έπινανκανένα ποτήρι ξαναβγαλμένη ρακή κορόμηλου και τουςγάμους. Κι ενώ οι άντρες πιο ψύχραιμοι περίμεναν να τους

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

267

Page 268: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

παρουσιαστεί η περίπτωση, οι γυναίκες πιο ευκίνητες καιφλύαρες, την ψάχνανε και την πιάνανε σαν πουλί στον αέ-ρα όταν πήγαιναν για ξύλα στον λόγγο. Όταν έπλεναν ταρούχα στο ποτάμι. Όταν πήγαιναν στις συγκεντρώσεις,που τις διηύθυνε πάντα η Ζωίτσα των Κατσέτων. Όταν συ-ναντιόντουσαν τυχαία στον δρόμο. Οι κοπέλες ήταν πιοαυθόρμητες. Στο ζευγάρι Σωκράτης – Κατερίνα, που ο έναςήταν πιο όμορφος από τον άλλο, εκείνες έβλεπαν την ιδα-νική περίπτωση ζευγαριού, η οποία γι’ αυτές τις ίδιες κοι-μότανε και είχε ξυπνήσει μόνον για τον Σωκράτη και τηνΚατερίνα. Το ξύπνημα αυτό τις έκανε να βιώνουν κάθερήγμα σ’ αυτή τη σχέση σαν να ήταν ρήγμα δικό τους. Ήτανοι κοπέλες των Χολεβαίων αυτές που αναζητούσαν και βρί-σκανε τις στιγμές να ανοίξουν κουβέντα για το ρήγμα μετις κοπέλες των Μπουμπαίων. Τα αγαπημένα τους μέρηγια τέτοια κουκουρίσματα ήταν οι αποθήκες του καλαμ-ποκιού, η θολωτή βρύση, ο φούρνος του ψωμιού, η εκκλη-σία της Παναγιάς, που είχε μετατραπεί σε εστία πολιτι-σμού και που διοργανώνανε χοροεσπερίδες μαζί με τη νε-ολαία της Γορίτσας, καθώς και το λιβάδι πίσω από τους δυολόφους, όταν έβγαιναν για κέντημα.

Οι ψύχραιμοι άντρες, οι λυγερές γυναίκες και οι αυ-θόρμητες κοπέλες ένα κοινό σκοπό είχαν: ν’ αναθερμά-νουν τις σχέσεις μεταξύ Μπουμπαίων και Χολεβαίων, οιοποίες δεν είχαν ποτέ άλλη φορά διαταραχτεί, όπως τώ-ρα. Κι αν στις αρχές είχαν κάνει μαύρη τη ζωή τηςΚατερίνας, όταν αποδείχτηκε ότι η δήλωσή της δεν ήτανπαρά ένα παρατραβηγμένο ψέμα του δημοσιογράφου, όρ-μησαν στον Σωκράτη να του βγάλουν τα μάτια. Η βελ-τίωση του κλίματος, που έγινε αμέσως μετά τη σιωπή τηςΑρχοντούλας των Μπουμπαίων, ήταν αρκετή για να λιώ-σουν οι πάγοι ανάμεσα στις δυο οικογένειες. Αυτή η εξέ-λιξη όμως δεν ήταν αρκετή, αφού δεν είχε ακόμα οριστεί

268

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 269: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

η μέρα του γάμου. Τα γκέμια πάντως τα κρατούσε στα χέ-ρια της εκείνη που είχε κάνει τον αρραβώνα και είχε φω-νάξει τρεις φορές στο Λιβάδι της Συμφιλίωσης: «Δική μου!Δική μου! Δική μου!» Η Αρχοντούλα των Μπουμπαίων δη-λαδή. Ήταν πολύ αυστηρή και ανένδοτη σε τέτοια θέμα-τα, γι’ αυτό και υπήρχε φόβος ότι τα γκέμια δεν θα τα άφη-νε ποτέ από τα χέρια της. Ίσως, πράγματι να γινόταν έτσι,αν δεν είχε μιλήσει η κόρη της η Αθηνά, η οποία έκανε ακρι-βείς προβλέψεις όταν την επισκέφτηκε μια μέρα βροχερή.

Η Αθηνά ήρθε σε ακατάλληλη ώρα, μια που μαζί με τηβροχή έπεφταν ασταμάτητα και κεραυνοί από παντού, σανκόκκινα φίδια και φώτιζαν όσο εκατό καντήλια μαζί τοβρεγμένο καλυβόσπιτο. Η Αρχοντούλα τοποθετούσε τρι-γύρω τσανάκια μεγάλα και μικρά για να πέφτουν οι στάλεςτης βροχής, που διαπερνούσαν το άχυρο, όταν είδε να μπαί-νει από την πόρτα μια σκιά πεθαμένου. Βεβαιώθηκε γι’ αυ-τό όταν είδε τη μεγάλη νύφη της, την Αναστασία, που κιαυτή τοποθετούσε τσανάκια για τις σταλαματιές, να βογ-κάει πνιχτά όπως μια γυναίκα που γεννάει. Μετά απ’ αυτόζήτησε από την πεθερά της να της πάει τη μάλλινη βελέν-τζα, γιατί έπρεπε να πλαγιάσει. Η Αρχοντούλα τον είδε τονπεθαμένο, να περνάει ανάμεσα στα τσανάκια και βιάστη-κε να κλειστεί κι αυτή στο δωμάτιο της νύφης. Η Αναστασίαείχε πλαγιάσει και είχε δέσει σφιχτά το κεφάλι με μαύρομαντήλι, γιατί όταν έρχονταν «εκείνοι» το κεφάλι της πή-γαινε να σπάσει στα δυο. Το πρόσωπό της γινότανε άσπροσαν πανί και η φωνή της σαν τη φωνή «εκείνου» που είχεμπει στο κορμί της χωρίς να τη ρωτήσει. Η Αρχοντούλααφού έκλεισε την πόρτα, είδε το πώς ο πεθαμένος μπήκεστο κορμί της Αναστασίας και άκουσε για τελευταία φοράτη φωνή της να λέει:

– Και σήμερα με τις αστραπές βρήκαν να έρθουν!Σε λίγο, με το στόμα της Αναστασίας άρχισε να μιλάει

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

269

Page 270: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ο πεθαμένος, που την είχε μπερδέψει την Αρχοντούλα για-τί άργησε να γνωρίσει τη φωνή του. Της φάνηκε σαν η φω-νή του Βασίλη Πλασάρη, που ερχότανε πάντοτε στην αδερ-φή του, να της μιλήσει για την ατέλειωτη λύπη της και γιανα διευκρινίσει την αιτία του θανάτου του στη μάχη τουΛαζαρατιού, αλλά όταν γνώρισε την Αθηνά θύμωσε με τονεαυτό της.

– Να με βαρέσει η πίκα, που σου ξέχασα τη φωνή, είπεστην κόρη της.

– Δεν πειράζει, μωρ’ μάνα, έχομε καιρό που δεν αντα-μώσαμε, είπε Αθηνά.

– Γιατί ήρθες με τούτη τη φουρτούνα;– Δεν ήρθα για σένα.– Για ποιον ήρθες;– Για την Κατερίνα, τη νύφη του Σωκράτη.– Γιατί, τι έχει αυτή;– Δεν τη βλέπω καλά!– Μίλα, ταράχτηκε η Αρχοντούλα, που δεν αμφέβαλε

ποτέ για τις προφητικές ικανότητες της κόρης της. Μη πε-θάνει κι αυτή όπως πέθανες εσύ;

– Όχι μωρ’ μάνα, δεν θα πεθάνει, προσπάθησε να τηνηρεμήσει η Αθηνά, αλλά υπάρχουν πράγματα που είναιχειρότερα κι από τον θάνατο. Γι’ αυτό να ορίσετε το γρη-γορότερο τη μέρα του γάμου!

Τόσα λίγα είπε η πεθαμένη. Η Αρχοντούλα προσπά-θησε να της αποσπάσει και τίποτα άλλο, την ώρα που απο-μακρυνόταν μέσα στη βροχή και στις αστραπές. Θυμήθηκεπάντως να χαλαρώσει τα γκέμια. Έστειλε χαμπέρι στουςΧολεβαίους τη Λευκή Κυριακή να βγάλουν την Κατερίναστο Λιβάδι της Συμφιλίωσης. Κι ενώ το χαμπέρι πετούσεπρος τους Χολεβαίους, η καρδιά της σκίρτησε. Ήταν σί-γουρη ότι η Κατερίνα θα έβγαινε, αλλά δεν ήταν σίγουρηγια τον εγγονό της, τον Σωκράτη.

270

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 271: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Ο Σωκράτης Μπούμπας έφτασε τροχάδην κοντά στολάκκο στον οποίο έδειρε τον Μέρτζο και προσπάθησε νατου βγάλει τα μάτια, πάνω από την μια πλαγιά με θάμνουςκαι γκορτσιές, δίπλα στο Λιβάδι της Συμφιλίωσης. Απόψηλά, το Λιβάδι του φάνηκε σαν στρωμένος σοφράς μπρο-στά στα πόδια του. Κατέβηκε από το άλογο, που έβγαζεατμούς και φοβότανε μην του βγάλουν τα μάτια και είδεότι στο Λιβάδι είχαν φτάσει οι πρώτοι Βλάχοι. Από πέραέρχονταν κι άλλοι. Πλησίαζαν σιγά σαν σκούρες κηλίδες,που μεγάλωναν συνεχώς. Ανάμεσά τους διέκρινε μια ξα-ναμμένη κηλίδα. Όσο πλησίαζε, τόσο περισσότερο έμοι-αζε με φλόγα και ξάφνου στην καρδιά του έσταξε μια στα-γόνα χαράς. Άκουσε μια φωνούλα να του λέει πως αυτή ηφλόγα, μπορεί να’ ναι η Κατερίνα. Στο μεταξύ, ο ήλιος γε-λούσε στην πλαγιά του Μπούφου και το χορτάρι έμοιαζεθλιμμένο χωρίς τα γυαλικά της δροσιάς. Τόσο θλιμμένοόσο κι ο ίδιος, πριν διακρίνει την ξαναμμένη κηλίδα.Επικεντρώθηκε πάνω της, αλλά αναγκάστηκε να πάρει τοβλέμμα, γιατί πίσω του άκουσε κάτι σαν πέρασμα ανάμεσαστα κλαριά των θάμνων.

Σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι ο Ιωσήφ Σιόλα, ο αστυ-νόμος της περιοχής, γιατί αυτός έτρεχε στους λόγγουςαπό τα χαράματα. Μια φορά που τον ρώτησε γιατί τόσοπρωί, του απάντησε πως «ποτέ δεν ξέρεις που κοιμάται οεχθρός». Από τότε που είχε διοριστεί στα μέρη αυτά, τοφοβερό γκρι τζιπ της Ασφάλειας, που οι τσομπάνοι το ονο-μάζανε «Μπάρτζα», πύκνωσε τις εξόδους του προς τιςστάνες των Βλάχων. Με την εμφάνιση της Μπάρτζας αυ-ξήθηκαν και οι φυλακίσεις. Πήραν τον τάδε, έλεγαν. Τογκρι τζιπ της Ασφάλειας και ο Ιωσήφ Σιόλα πρόσθεσανμια βαριά λέξη στο λεξικό της καθημερινότητας τωνΒλάχων, τη λέξη «εχθρός» που μέχρι τότε ήταν στην άκρητου νου τους. Αυτός, που ο αστυνόμος τον έψαχνε από τα

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

271

Page 272: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

χαράματα, γιατί δεν μπορούσες να ξέρεις πού κοιμάται.Ήταν ντόπιος Βλάχος ο αστυνόμος. Οι Βλάχοι στα

Μαύρα Χώματα μόλις μάθανε το όνομά του, χάρηκαν γιατον διορισμό του όπως χαίρονται τα ξαδέρφια με τον ξά-δερφο που τα έχει καλά με την Κυβέρνηση. Κι όμως δενήταν έτσι. Από τις πρώτες μέρες εξήγησε ότι δεν ξέρει βλά-χικα και ότι ήταν τόσο Βλάχος όσο μπορεί να ήταν Έλληναςένας Λιάμπης με τσαρούχια από το Κουρβελέσι. Εκτός απόαλβανικά, ήξερε και κάποια ελληνικά που τα είχε μάθειαπό τότε που ήταν Ασφαλίτης στη Δρόπολη. Από βλάχι-κα δεν ήθελε ν’ ακούει, γιατί όπως είχε πει σε μια στάνη,τα καταράστηκε ο Άγιος Κοσμάς, ότι ο θεός προσβαλλόταναν την προσευχή θα την έκανες στα βλάχικα. Ο ΙωσήφΣιόλα είχε μάτια ερευνητικά όπως του Άγιου Κοσμά. Καιμικρά, γιατί τα βλέφαρα τα είχε σαν ραμμένα στις άκρες.Κι όλο ψάχνανε σαν να ήθελαν να βρουν στον άλλον κά-τι που έκρυβε.

Ο άνθρωπος που περπατούσε ανάμεσα στα κλαριά τωνθάμνων δεν ήταν ο Ιωσήφ Σιόλα. Ήταν ένα άγνωστο άτο-μο, που ο διευθυντής δεν το είχε ιδεί άλλη φορά, αλλά πουταυτόχρονα έμοιαζε γνωστό, γιατί είχε βλέφαρα σαν ραμ-μένα στις άκρες, όπως ο Βλάχος από τη Σελενίτσα. Είχεμάτια ερευνητικά όπως κι εκείνος, αλλά με μια μικρή δια-φορά: δεν ψάχνανε να βρουν κάτι που κρύβανε, αλλά έψα-χνε κάτι που είχε χαθεί. Φορούσε λεπτή καμπαρντίνα πρα-σινωπού χρώματος με ανασηκωμένους γιακάδες και σχεδόνλασπωμένη στα μανίκια. Έμοιαζε σαν να είχε περάσει τηνύχτα ανάμεσα στους θάμνους και τις γκορτσιές. Πλησίασετον Σωκράτη Μπούμπα τόσο όσο μπορούσε να του δια-κρίνει το χρώμα των ματιών, έψαξε εκεί μέσα το κάτι που εί-χε χαθεί και δείχνοντας το Λιβάδι της Συμφιλίωσης, είπε:

– Τι κάνουν οι Βλάχοι εκεί κάτω, σκοτώνουν μύγες;

272

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 273: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Όχι, είπε έκπληκτος ο διευθυντής, συμφιλιώνονταιμεταξύ τους.

– Γιατί, πού τσακώθηκαν;– Τσακώνονται οι άνθρωποι. Σήμερα είναι η Λευκή

Κυριακή, ένα παλιό έθιμο των Βλάχων του βουνού, και συγ-κεντρώνονται να αφήσουν πίσω τις παρεξηγήσεις, τουςκαυγάδες, τις εχθρότητες και να συμφιλιωθούν.

– Μπράβο οι Βλάχοι!Ο άγνωστος αναζήτησε πιο επίμονα στα μάτια του

Σωκράτη εκείνο το χαμένο πράγμα.– Κι εγώ που ήξερα ότι εσείς εκεί κάτω στις καλύβες

δεν κάνετε τίποτα άλλο παρά να δέρνεστε με τα παλού-κια σαν αγριάνθρωποι…

Στάθηκε για λίγο σαν να μετάνιωσε για όσα είπε γιατους Βλάχους και συνέχισε:

– Ακόμα εσείς με τα παλιά;– Ακόμα. Το ότι είναι παλιά, δεν σημαίνει ότι δεν είναι

καλά.– Καλά κάνετε. Οι άλλοι δεν κάνουν καλά.– Ποιος δεν κάνει καλά;– Η Κυβέρνηση, είπε ανασηκώνοντας το πρόσωπο προς

τον ουρανό λες και ήταν εκεί ψηλά τα γραφεία της, ηΚυβέρνηση, που να τη βράσω!

Ο άγνωστος είδε και μια φορά σαν να έψαχνε εκείνοπου δεν βρισκόταν και χάθηκε στις κατηφοριές. ΟΣωκράτης Μπούμπας δεν μπορούσε να συνέλθει. Ήτανπολύ θρασύς ο άγνωστος. Σκέφτηκε να κάνει καταγγελίαστον Ιωσήφ Σιόλα, μα ξέχασε κιόλας, γιατί κάτω, το Λιβάδιτης Συμφιλίωσης είχε πάρει φωτιά. Η κηλίδα, που πρινέμοιαζε με φλόγα, τώρα είχε βάλει φωτιά σε όλο το Λιβάδι.Στον μεγάλο σοφρά, κάτω από τα πόδια του, είχε έρθει ηΚατερίνα.

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

273

Page 274: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Χάρηκε χωρίς να είναι σίγουρος αν έπρεπε να χαρεί καιδεν κατάλαβε πώς έγινε κι η Κατερίνα με τον ερχομό τηςστο Λιβάδι του διέλυσε κάθε τι το θολό και κακό μέσα του.Τώρα δεν τον βασάνιζε ούτε το αβάσταχτο δίλημμα, ούτεο άγριος θυμός. Η σταγόνα της χαράς που λίγο νωρίτεραείχε στάξει, τώρα είχε γίνει σαν το ποτάμι του Μπούφου.Η άδεια ψυχή γέμισε ξανά με όνειρα. Με τον ερχομό τηςστο Λιβάδι ήταν σαν να του έλεγε πως είναι αυτή που ήτανπάντα, η Κατερίνα του. Ο αγέρας που του γεμίζει τα πνευ-μόνια. Ένα μέλος του σώματός του, που χωρίς αυτό δενμπορείς να ζήσεις.

Πάνω από το Λιβάδι, ένιωσε πραγματικά τι είναι ηΚατερίνα γι’ αυτόν. Ήταν κάτι που αν το ξερίζωνες από τηνκαρδιά, έμενες χωρίς καρδιά. Κι αν το έδιωχνες από τα μά-τια, έμενες χωρίς μάτια. Τέτοια ήταν από τότε που δωδε-κάχρονος αυτός, τραγούδησε σε τραπέζι αντρών το«Γραμμένα μάτια μου». Μολονότι τότε, την αγαπούσε όπωςένα παιχνίδι, ένα παιχνίδι που φοβάσαι μην σου το πάρουνάλλοι και γι’ αυτό κοιμάσαι με τα μάτια ανοιχτά. Ο φόβοςτης αρπαγής από τους άλλους ήταν αγάπη χωρίς να είναιαγάπη. Αγάπη έγινε από κείνη την ημέρα που προσπάθη-σε να τη φιλήσει κι η Κατερίνα τον χαστούκισε. Τότε είχε ταμυαλά πάνω από τα μαλλιά, γιατί είχε έρθει από τα Τίρανακαι που με τη βοήθεια του φίλου του από το Ροσκοβέτσι,του Κοσμά, μπόρεσε να αποκτήσει κάποια ερωτική εμπει-ρία. Αλλά «το χαστούκι της Κατερίνας» όπως το ονόμα-σαν όλοι, τον συνέφερε μεμιάς. Γιατί εκείνο, που πίστευεπως είχε γεννηθεί για να είναι δικό του, μπορούσε και νατο χάσει. Έτσι, η αγάπη του για την Κατερίνα είχε τρανέ-ψει μέσα του μαζί με τον φόβο του χαμού της. Μπορεί ναμην ήξερε καλά πώς να αγαπήσει, ήξερε καλά πώς να μηνχάσει. Στο μετέπειτα διάστημα όπου μεσολάβησαν η πα-ρεξηγημένη δήλωση για τη διάλυση του αρραβώνα, το

274

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 275: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

γρονθοκόπημα του Μέρτζου και η προσπάθεια να του βγά-λει τα μάτια, η αντιπαράθεση των δύο οικογενειών, πουήθελαν το καλό η μια της άλλης, τις νύχτες που κοιμότα-νε, σαν μαξιλάρι, είχε ακριβώς την απειλή του χαμού.Πλαγιάζοντας με την απειλή του χαμού, δυνάμωνε ακόμαπερισσότερο την αγάπη του για την Κατερίνα. Το παρά-ξενο είναι ότι η απειλή αυτή γινότανε πιο βασανιστική ακό-μα κι όταν δεν υπήρχε λόγος. Όπως εκείνη την ΛευκήΚυριακή που είχε έρθει. Και περίμενε εκεί κάτω σαν φω-τιά, που ζέσταινε το Λιβάδι.

Ροβόλησε προς το Λιβάδι με τον αέρα να τον νιώθειστο πρόσωπο σαν την ανάσα της Κατερίνας. Πολλές φορέςτην Κατερίνα τη φανταζότανε σαν ανάσα, που έπρεπε ναδοθεί, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, ενώ τον εαυτό του ωςσώμα που έπρεπε να την πάρει, έστω και με μεγάλο κόπο.Τώρα, όμως, που είχε έρθει, ήθελε μόνον να την συγχωρή-σει και να την αγγίξει. Ελαφρά, όπως αγγίζει ο άνεμος ταλουλούδια.

Πλησιάζοντας, έβλεπε ταυτόχρονα και την Κατερίνακαι το πλήθος. Εκείνη φορούσε κόκκινο φουστάνι ατλάζι,ενώ το πλήθος ήταν σκούρο. Είχε γεμίσει ο τόπος, λες καιγινόταν γάμος. Πολλοί καυγάδες και τσακωμοί είχαν συμ-βεί εκείνο τον χρόνο με αφορμή την πρωτοβουλία για τηδιάλυση των αρραβώνων από κούνια και εξαιτίας της επι-μονής του δημοσιογράφου. Στο Λιβάδι έρχονταν όσοι ήθε-λαν να συμφιλιωθούν. Μπορεί να μην έρχονταν τα ζευγά-ρια, που δεν ήθελαν να παντρευτούν μεταξύ τους, έρχον-ταν όμως εκείνοι που ήθελαν να κρατήσουν την παλιά φι-λία. Τούτοι προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι είχε απομείνεικαι μοιάζανε με αδύνατο μεν, αλλά φράγμα στο περαιτέρωβάθεμα της φιλονικίας. Υπήρχαν, φυσικά, κι άλλα είδη τσα-κωμών στενότερου ή πλατύτερου κύκλου, που δεν είχανκαμιά σχέση με τη διάλυση των αρραβώνων από κούνια.

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

275

Page 276: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Στους οποίους συμμετείχαν οι πιο σέρτικοι απόγονοι τωνοικογενειών.

Καθώς προχωρούσε με το βλέμμα στην Κατερίνα, πρό-σεξε αρκετούς άντρες και γυναίκες από τις οικογένειεςΠλασάρη, Γούνα και Κατσέτα. Ήταν οι οικογένειες με τουςπερισσότερους καυγάδες εκείνη τη χρονιά. Οι Πλασάρηδεςέπρεπε να στηρίξουν έναν συγγενή τους, τον Πάνο τονσαμαρά, που ήθελαν να του κάνουν έξωση από την οργά-νωση του Μετώπου, γιατί, λέει, διαβάζει την εφημερίδαανάποδα. Τον είχαν καταγγείλει, άγνωστο ποιος, στονΙωσήφ Σιόλα, κι οι Πλασάρηδες, που είχαν πεσόντα απότο σόι τους επιτίθονταν σε οποιονδήποτε που νόμιζαν ότιμπορούσε να είχε κάνει την καταγγελία. «Δεν θα σας επι-τρέψομε, ορκίζονταν, να πατήσετε το αίμα του ΒασίληΠλασάρη». Οι Γουναίοι είχαν τσακωθεί για το μήλο στησημαία του γάμου. Κάποιος ήταν της άποψης, γιατί στησημαία του γάμου να τοποθετείται μήλο και όχι αχλάδι. ΟιΓουναίοι ήταν γνωστοί για τους καυγάδες τους. Σε όποι-ον γάμο και αν προσκαλούνταν, υπήρχε φόβος να τον δια-λύσουν. Αυτό, όμως, που συνέβηκε τελευταία είχε πάρειάλλες διαστάσεις. Δημιουργήθηκαν δυο παρατάξεις καιτσακώνονταν μεταξύ τους, τοποθετώντας στη σημαία πό-τε το μήλο και πότε το αχλάδι. Οι Κατσέτοι αγρίεψαν επει-δή σε μια συγκέντρωση γυναικών ακούστηκαν φωνές «για-τί η Ζωίτσα μια ζωή τώρα δεν αφήνει την καρέκλα».

Πριν ρίξει το τελευταίο βήμα, που θα τον έκανε κι αυ-τόν μέρος της Συμφιλίωσης, ο Σωκράτης στάθηκε πίσω απόένα σφεντάμι σαν να έπιανε καρτέρι. Απ’ όλα τα δέντρατου Λιβαδιού, το σφεντάμι ήταν το πιο ντελικάτο, γιατί τακλαριά του σπάνε μόλις τα αγγίξεις. Όντας πίσω από τοσφεντάμι έριξε το βλέμμα του στα μπράτσα, στους ώμους,στις πλάτες, στον λαιμό, στη μέση και στα πόδια, που ταάφηνε ακάλυπτα το κόκκινο ατλάζι και φοβήθηκε μήπως η

276

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 277: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Κατερίνα σπάσει σαν το σφεντάμι, μόνο και μόνο επειδήέριξε το βλέμμα πάνω της. Η αρραβωνιαστικιά του ήταν τοπιο κομψό, το πιο όμορφο και το πιο ντελικάτο πλάσμαεκείνης της Λευκής Κυριακής στο Λιβάδι της Συμφιλίωσης.Και το πιο θλιμμένο. Οι άλλοι τριγύρω γελούσαν, ενώ εκεί-νη σαν να έκλαιγε με δάκρυα που έσταζαν μέσα της.Στεκότανε κάπως απόμερα, σαν ελαφίνα, που έχασε τονδρόμο και τον ψάχνει. Οι συγγενείς της την πλησίαζαν, τηνάγγιζαν και απομακρύνονταν σαν να μην ήθελαν να ιδούντα δάκρυα που έσταζαν προς τα μέσα. Ή να ακούσουν κά-ποιο τυχόν τσάκισμα στο σώμα της, όπως του σφενταμιού.Ή να μην γίνει αντιληπτό το ξάφνιασμα από τις κοριτσί-στικες χάρες της, που μόνο αυτή ήξερε να τις κάνει να λάμ-πουν, ακόμα κι όταν δεν έπρεπε να λάμπουν αυτές.

Τίποτα δεν υπήρχε πάνω της από τη ζωντάνια που είχετο τελευταίο διάστημα και νοστάλγησε την άλλη Κατερίνα,την ατίθαση. Για πρώτη φορά είδε τόσο βαθιά μέσα τουσαν να ήθελε να διορθώσει κάτι που είχε χαλάσει από και-ρό. Και λυπήθηκε πολύ που είχε γίνει θύμα μιας φράσηςενός ανεύθυνου δημοσιογράφου. Που μπορούσε να διευ-θύνει την Κτηνοτροφία, να τυφλώνει τον Μέρτζο, αλλά δενμπορούσε να κάνει δικό του εκείνο που ήταν δικό του, τηβλάχικη ομορφιά που προκαλούσε ίλιγγο. Θυμήθηκε καιτις αδυναμίες του, που δεν ήξερε πώς προσφέρεται έναλουλούδι, πώς λέγεται ένας γλυκός λόγος ή πώς βγαίνειέξω από τα χείλη το όνομα «Κατερίνα». Για πρώτη φοράέκανε με πλήρη συνείδηση κάτι που μέχρι τότε το θεω-ρούσε ανάξιο για έναν γιο Βλάχου του βουνού και από κα-λή οικογένεια, όπως ήταν οι Μπουμπαίοι: γλίστρησε νοε-ρά κάτω από το κόκκινο ατλάζι, που φορούσε η Κατερίνα,για να χαϊδέψει κάποια σημεία ντελικάτα σαν σφεντάμικαι, μόνον που τα έβλεπε έστω από μακριά, τον ζέσταινανσαν φωτιά. Και του προκαλούσαν γλυκό ίλιγγο.

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

277

Page 278: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

278

Όταν είδε την Κατερίνα να παρατάει το Λιβάδι, οπούπριν από χρόνια είχαν αρραβωνιαστεί, βιάστηκε να εγκα-ταλείψει το σφεντάμι. Είχε πάρει τον δρόμο προς τους θά-μνους, χωρίς να ξέρει ότι πήγαινε μόνη της εκεί που ήταναυτός. Την είδε και πνίγηκε στη νοσταλγία. Ευχαρίστησετον θεό, που την έφερνε κοντά του. Που αύξησε τη ζωή τηςγια να ομορφύνει τη ζωή του. Και την έκανε τόσο όμορφηκαι τόσο γλυκιά, ώστε διόλου δεν απόρησε όταν έπιασετον εαυτό του να τραγουδάει σιγανά το τραγούδι της παι-δικής ηλικίας, «Γραμμένα μάτια μου».

Ξεχύθηκε γεμάτος ορμή να την προϋπαντήσει και χω-ρίς συστολές, μακριά απ’ όλους, τριγυρισμένος από έναμελίσσι λέξεων που δεν τις είχε πει ποτέ, γέλιων κρυφώνπου δεν τόλμησε να τα φανερώσει και φευγαλέων βλεμ-μάτων που όλα τον παρότρυναν να αγκαλιάσει τηνΚατερίνα. Την αγκάλιασε. Την έσφιξε δυνατά. Την έκλει-σε στο στήθος του λες και φοβότανε μην τη χάσει.

– Ήρθες; της είπε. Ήταν η μόνη λέξη που μπόρεσε να πει.

– Ήρθα! είπε η Κατερίνα, κρύβοντας κάποια δάκρυαπου κύλησαν προς τα μέσα της. Και κούρνιασε στην αγ-καλιά του σαν γλυκός ίλιγγος.

Page 279: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Οι Βλάχοι ή το λατινικό αίμα των Βαλκανίων

279

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

Το βιβλίο για τους Βλάχους, που ο Ριζά Κέρπι το άρχισε ωςμια απλή συλλογή δημοτικών τραγουδιών, ήταν πια έναχειρόγραφο με μελέτες, σχεδόν ολοκληρωμένο και του έλει-πε μόνον ο τίτλος. Χωρίς τον τίτλο έμοιαζε με μια ακέφα-λη ύπαρξη. Κι όσες φορές έψαχνε να τον βρει, είχε την εν-τύπωση ότι έτρεχε πίσω από ένα ακέφαλο σώμα, που κα-τρακυλούσε σαν ομίχλη στα βουνά των Βαλκανίων. Όληαυτή η δουλειά τού πήρε χρόνια, γιατί δεν ήταν απλώς έναλαογραφικό βιβλίο για τους Βλάχους, γραμμένο από ένανδάσκαλο της υπαίθρου, που δεν διεκδικούσε δάφνες ειδι-κού ερευνητή. Ήταν πιο πολύ μια διατριβή, με την οποίαπροσπαθούσε να διαλύσει την ομίχλη που κάλυπτε αυτάτα τραγούδια.

Είχε από την αρχή την εντύπωση ότι ρίχνανε πάνω στουςΒλάχους ένα σάβανο. Για το σάβανο αυτό γνωρίζανε όλοι,αλλά όλοι επίσης σιωπούσαν. Και ανάμεσα στο αν έπρεπενα τους βγάλουν από την ομίχλη ή να τους θάψουν, προ-τιμούσαν να τους αφήσουν κάτω από το πέπλο της ομίχληςσα να ’ταν αυτή η καλύτερη λύση για όλους αυτούς. Αλλάγια τους ίδιους τους Βλάχους αυτό ήταν, ασφαλώς, η χει-ρότερη.

Ο Ριζά Κέρπι, από την πρώτη στιγμή που είχε στα χέ-ρια του μια χούφτα τραγούδια και του γεννήθηκε η ιδέα νατα κάνει βιβλίο, ήρθε σε μεγάλη σύγκρουση με όλους εκεί-νους που προσπαθούσαν να ρίξουν πάνω στους Βλάχουςκαι στην ιστορία τους, το πέπλο της λησμονιάς. Κάποιεςαπό τις αντιπαραθέσεις είχαν μείνει ανεξίτηλες στον νουτου. Σαν ουλές. Όπως εκείνη με τον Στέφανο Μούσκα …καισία, που για να απαλείψουν το πραγματικό τους όνομα,

Page 280: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

προσπαθούσαν να τους βαφτίσουν «ερχόμενους». Ή τουβιβλιοπώλη που έλεγε πως δεν είχε ιδεί στα μάτια του βι-βλίο που να μιλάει για τους Βλάχους από τότε που γεννή-θηκε με κόκκινα μαλλιά. Ή την αποκάλυψη της πραγματι-κής φυσιογνωμίας της Μοσχόπολης μέσα από το βιβλίο «ΗΜεγάλη Απόκρυψη». Ή ακόμη, η τελευταία περίπτωση πουστην προσπάθειά τους για να κρατήσουν «ζωντανό» τονγερασμένο Λαογραφικό Όμιλο της Γορίτσας, με «άνωθενεντολή» υπαγορεύτηκε η διάλυση του Βλάχικου Ομίλου,θυσιάζοντας το νεαρό της ηλικία του, που γι’ αυτούς λίγησημασία είχε μπροστά στη θέλησή τους να επιβιώσει το μα-ραμένο κορμί του άλλου Ομίλου, ο οποίος έπρεπε πάση θυ-σία να παραμείνει ζωντανός και ακμαίος.

Αυτή η «ουλή» της τελευταίας περίπτωσης είχε πιο πο-λύ τη μορφή ενός ψιθυρίσματος στο αυτί. Μισό συμβουλή,μισό απειλή, που έμοιαζε σαν σφύριγμα φιδιού. Ήταν ακρι-βώς αυτό το σφύριγμα που και τότε στη γενική πρόβα, αλ-λά και αργότερα τον έκανε να ζει με την αίσθηση ότι μοι-άζει με βρεγμένο κοτόπουλο. Αν δεν ήταν εκείνο το απει-λητικό σφύριγμα του ειδήμονα των λαϊκών ενδυμασιών στ’αυτί του, ο Ριζά Κέρπι θα ξεσήκωνε τον κόσμο με τις δια-μαρτυρίες του: «Γιατί δεν αφήνετε τους Βλάχους να τρα-γουδήσουν; Γιατί τους επιτρέπεται μόνον η πλατεία μπρο-στά στο σαμαράδικο και όχι η σκηνή του φεστιβάλ; Και για-τί πρέπει να θυσιαστούν για τους άλλους, ενώ οι ίδιοι πρέ-πει να παραμείνουν στο σκοτάδι;»

Από τότε που σιώπησε, έβλεπε όνειρα με ομίχλη, πουπότε γίνονταν λαιμοδέτης γύρω από το λαιμό των Βλάχωνγια να τους πνίξει και πότε γίνονταν μικρά κιβούρια μέσαστα οποία ήταν ξαπλωμένα τα χρώματα, οι στολές, τα έθι-μα, οι παραδόσεις, οι χοροί και τα τραγούδια τους. Με ταοποία είχε συνδεθεί τυχαία, έτσι για να ξοφλήσει ένα χρέοςζωής. Που αργότερα η σχέση αυτή έγινε μια αναγκαιότη-

280

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 281: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τα για να ξοφλήσει το χρέος ενός γείτονα. Μπορεί να έκλει-σε το στόμα, μπορεί να μην μίλησε, αλλά δεν σταμάτησενα σκέφτεται. Και ο καλύτερος τρόπος για να μην σιωπή-σει ήταν η συγγραφή του βιβλίου για τον άγνωστο κόσμοτων ανθρώπων του βουνού. Δηλαδή το χειρόγραφο πουήταν πια πραγματικότητα, μολονότι ακόμα ήταν άτιτλο.Και για να βρει τον τίτλο, έριξε μια ματιά από την αρχή.

Εκείνος που αρχικά θεωρήθηκε ως πιθανός τίτλος τουβιβλίου, δηλαδή «Η Αυτοψία των Βλάχων σε στίχους», κα-τέληξε ως υπότιτλος στο πρώτο κεφάλαιο. Στάθηκε στη λέ-ξη «αυτοψία» επειδή τον επικείμενο θάνατο των Βλάχωνως έθνος λες και τον έβλεπε σε κάθε τραγούδι. Ήταν κάτιως πρόλογος, ως κλονισμός της εθνικής συνείδησης για ό,τιαναμενόταν να έρθει. Ξεχωριστή θέση σ’ αυτό έπιανε η πε-ρίσσια θλίψη γύρω από τους στίχους. Μια θλίψη που τουςτύλιγε σαν μια σταγόνα δάκρυ με το αραχνοΰφαντο πέπλοτης διαφάνειάς της. Ήταν αλήθεια πράγματι αυτό αφού με-τά από το μεγάλο κοσκίνισμα που έγινε, από ένα ολόκλη-ρο βουνό τραγούδια, λίγα μόνον ήταν τα χαρούμενα. Πουακόμη κι αυτά είχαν μέσα τους μια σταγονίτσα δάκρυ. Ήτανσάμπως οι Βλάχοι να έκλαιγαν τη μοίρα τους, που περι-πλανιότανε στα βουνά των Βαλκανίων. Ή για όλα όσα επι-θυμούσαν πάντα να έχουν, και δεν τα είχαν ποτέ: μια σκε-πή που λέγεται τόπος και ένα έμβλημα, για να διακρίνονταιαπό τους άλλους, που λέγεται σημαία.

Μετά τον τίτλο, εκείνο, που παρέμεινε για μεγάλο διά-στημα σαν καταχνιά που πλανιότανε από σελίδα σε σελί-δα, ήταν η σημαία. Αφού η γλώσσα είναι κατά κάποιον τρό-πο η σημαία ενός έθνους κι επειδή αυτοί δεν είχαν σημαία,ο Ριζά Κέρπι είχε την εντύπωση ότι οι Βλάχοι ήταν ένα βου-βό έθνος από γεννησιμιού του. Ή ένας λαός που του επι-βλήθηκε η βουβαμάρα από γεννησιμιού του. Η μοναδικήπερίπτωση που αψηφούσαν την επιβαλλόμενη βουβαμά-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

281

Page 282: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ρα ήταν όταν στους γάμους ανασήκωναν κι αυτοί ένα εί-δος σημαίας, το μπαϊράκι. Ο δάσκαλος από τη Γορίτσα εί-χε ιδεί δεκάδες βλάχικους γάμους και ποτέ δεν θυμότανενα λείπει η σημαία. Κι όχι μια, αλλά τρεις. Η κόκκινη, η γα-λάζια και η λευκή, όλες με ένα μήλο στην κορφή του κον-ταριού τους. Η πρώτη συμβόλιζε την αγάπη, η δεύτερη τονουρανό, η τρίτη την καλοσύνη. Η δεύτερη μερικές φορέςαντικαθιστούνταν με κίτρινη, που συμβόλιζε τη ζήλια κι άλ-λες φορές με πράσινη που συμβόλιζε την ανανέωση τηςζωής. Όλες μαζί σαν να φανέρωναν την ουσία της ίδιας τηςύπαρξης των Βλάχων του βουνού: ζωή ανανεωμένη κάτωαπό τον ανοιχτό ουρανό, με αγάπη, ζήλια και καλοσύνη.Μολονότι η συνεχής παρουσία της τρίτης είχε θρησκευτι-κές ρίζες, το ξετύλιγμα όλων των χρωμάτων, μαζί με το μή-λο της Εύας στην κορυφή του κονταριού συμβόλιζε τηναγάπη για τη ζωή. Από την άλλη, ο συνωστισμός τόσων ση-μαιών μπορεί να ήταν σύμβολο γάμου, αλλά ταυτόχροναήταν και μαρτυρία για την απουσία της μιας και μοναδικήςσημαίας. Δηλαδή του εμβλήματος, που θα τους ξεχώριζεαπό τους άλλους. Μπορεί, ωστόσο, η απουσία της μιας καιμοναδικής σημαίας να ήταν και ως μια κομψότατη αδια-φορία εκ μέρους των Βλάχων έναντι πραγμάτων για ταοποία οι άλλοι ματώνονται, σκοτώνονται και σφάζονται.Και με τον τρόπο αυτό, είναι σαν να λαξεύουν την προσω-πογραφία τους ως λαός που αγαπάει τους γάμους και όχιτους πολέμους.

Ο ερασιτέχνης ερευνητής Ριζά Κέρπι, το θέμα των ση-μαιών το ανέπτυξε στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Καιξύπνησε μέσα του η περιέργεια να γνωρίσει όχι μόνον τονόημα της ύπαρξής τους, αλλά να τους γνωρίσει και ως ζων-τανούς ανθρώπους με τα καλά και τα κακά, με τα στοιχείαεκείνα που τους κάνουν να απομονώνονται από τους άλ-λους και ταυτόχρονα να σφίγγουν οι δεσμοί μεταξύ τους.

282

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 283: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Όλα αυτά τα συμπεριέλαβε σε ξεχωριστό κεφάλαιο υπό τοντίτλο «Η ταυτότητα των Βλάχων μέσα από την ταυτότητατων Βλάχων στα Μαύρα Χώματα».

Ο ισχυρισμός τους ότι είναι οι ιδιοκτήτες τηςΜοσχόπολης, αν και θεωρούνται οι περιπλανώμενοι τωνΒαλκανίων, τους έκανε να στέκονται σαν βαριά πέτρα ανά-μεσα στους άλλους. Οι οποίοι τους έβλεπαν λοξά για το ξε-ρίζωμα και ταυτόχρονα με συμπάθεια για το καινούργιο ρι-ζοβόλημα. Και δεν ήταν μόνον η Μοσχόπολη, αλλά πολ-λοί οικισμοί, που ακμάζανε ακόμη, κι άλλοι που είχαν με-τατραπεί σε ερείπια. Οι Βλάχοι μοιάζανε έτσι με νομάδεςπου δεν ικανοποιούνταν ούτε με την αιώνια περιπλάνηση,ούτε με την εγκατάσταση, η οποία δεν πληρούσε τις προσ-δοκίες τους. Πράγμα που τους έκανε πολύ λιγότερο νομά-δες και πολύ περισσότερο τους ανικανοποίητους τωνΒαλκανίων. Ένας λαός που αναζητούσε μια πραγματικό-τητα, την οποία την έβρισκε στον τόπο που άφηνε πίσω καιτην έχανε στον τόπο στον οποίο ερχότανε να ριζοβολήσει.Αυτή η αναζήτηση ήταν που τους έκανε να φαίνονται ωςαιώνιοι νομάδες. Με αποτέλεσμα το καταχνιασμένο καρα-βάνι τους να αφανίζεται σιγά σιγά μέσα στα χρόνια και τουςαιώνες, ώσπου κάποια στιγμή άρχισε να ενσωματώνεταιστην κοινωνία των γηγενών, και αποδεχόμενοι την κοινήμοίρα, ένωσαν το αίμα τους με το αίμα των ντόπιων.

Μέχρι τη στιγμή αυτή, οι μεγάλοι χαμένοι ήταν οιΒλάχοι, που λέγονταν «ντόπιοι», ενώ αυτοί του βουνού,στους οποίους συγκαταλέγονταν και οι Βλάχοι της Γορίτσαςή του Μπούφου ήταν η ζωντανή μαρτυρία της ύπαρξης σταΒαλκάνια και ενός άλλου αίματος. Που δεν ενώθηκε ακό-μα με το αίμα των γηγενών, αλλά που βρισκότανε στις πα-ραμονές έναρξης μιας τέτοιας διαδικασίας, η οποία δεν θααργούσε να έρθει. Και που τους έκανε να είναι εντελώς άλ-λο αίμα. Έτσι, ανάμεσα στο ρουμανικό, το ελληνικό και το

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

283

Page 284: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

284

αλβανικό έμοιαζε να είναι το πιο λατινικό αίμα τωνΒαλκανίων.

Ο Ριζά Κέρπι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τις δια-στάσεις που είχε πάρει η ανάμειξη των λεγομένων ντόπιωνΒλάχων με τους γηγενείς. Για το πόσο δηλαδή είχε παρα-μείνει καθαρό το «λατινικό αίμα» στις φλέβες τους και πό-σο αυτό είχε γίνει αίμα των γηγενών. Στα τραγούδια τωνΒλάχων του βουνού λίγα πράγματα αναφέρονταν για τοθέμα αυτό. Αυτός αγνοούσε το τι είχε συμβεί στις άλλες χώ-ρες, αλλά κάτι μπορούσε να πει για το τι συνέβηκε στη χώ-ρα του. Για να είναι ακόμα πιο πειστικός, το τελευταίο κε-φάλαιο του βιβλίου, τον τίτλο του οποίου ακόμα δεν τον εί-χε βρει, το συνόδεψε με χάρτη της Αλβανίας, στον οποίοσημείωσε με κεφαλαίο Β όλα εκείνα τα μέρη στα οποία εί-χαν διεισδύσει οι Βλάχοι. Και διαπίστωσε ότι η βρυσομάνατους ή ο τελευταίος τόπος καταγωγής τους ήταν η Ελλάδα,με τη Θεσσαλία και τα βουνά της Πίνδου, ενώ το τελευταίοάκρο έφτανε εκεί που τελείωνε η Τοσκερία και άρχιζε ηΓκεγκερία. Το γεγονός ότι κανένα πόδι Βλάχου δεν είχε πα-τήσει στη Γκεγκερία, τον βοήθησε να καταλάβει γιατί είχανσχηματιστεί δύο Αλβανίες, η μια πιο μαλακή (ήπια) και ηάλλη πιο σκληρή. Η μια πιο διαυγής και η άλλη πιο θολή.

Τις δυο διαφορετικές μορφές που συνυπήρχαν στο ίδιοσώμα, χωρίς ενδοιασμούς, τις συσχέτισε με την παρουσίατων Βλάχων μέσα σε μια απ’ αυτές. Ή στην παρουσία ενόςάλλου αίματος που έρρεε στις φλέβες της. Η σχέση αυτήτου φάνηκε ευρηματική και ενδιαφέρουσα κι ακριβώς απ’αυτή προέκυψε και ο τίτλος του βιβλίου του. Επειδή, πριναπό Έλληνες, Ρουμάνοι ή Αλβανοί, ήταν Λατίνοι, έγραψελοιπόν στο εξώφυλλο του χειρόγραφου: «Οι Βλάχοι ή τολατινικό αίμα των Βαλκανίων».

Page 285: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Κεφάλαιο 9

285

Μετά το επεισόδιο που δεν τιμούσε ούτε το νέο χωριό τωνΒλάχων ούτε και τον πεσόντα του, τον Βασίλη Πλασάρη,το όνομα του οποίου είχε πάρει ο καινούργιος οικισμός,όλοι ήλπιζαν ότι η πικρή γεύση θα εξαφανιζόταν με ένανγάμο. Με τον γάμο του Σωκράτη και της Κατερίνας, πουόλοι τον περίμεναν με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Πιο ανυ-πόμονος απ’ όλους ήταν ο ίδιος ο γαμπρός, όχι μόνο επει-δή επιτέλους θα παντρευόταν με τη κοπέλα που ονει-ρευόταν τόσα χρόνια, αλλά κι επειδή θα μπορούσε να πε-ριοριστεί κάπως η πικρή γεύση του επεισοδίου. Για το οποίοευθυνόταν αυτός ο ίδιος, ως ο πρώτος σε όλα εκείνα τα μέ-ρη και ως εγγονός της Αρχοντούλας, της πρωταγωνίστριαςτου επεισοδίου.

Όταν έγινε το επεισόδιο, παρουσία του Ντέμο Ντέγκου,που είχε έρθει να εγκαινιάσει το χωριό με το όνομα του πε-σόντα Βασίλη Πλασάρη, ο Σωκράτης πιάστηκε εξ απήνηςκαι ενήργησε αργοπορημένα. Ίσως επειδή, γνώριζε απ’ τημια, τη μεγάλη επιθυμία του Βασίλη Πλασάρη, κι απ’ τηνάλλη, ήθελε ο ίδιος να μάθει πώς, υπό ποιες συνθήκες απε-βίωσε εκείνος στην περίφημη μάχη του Λαζαρατιού. Τηνείχε ακούσει με τα αυτιά του την ιστορία, από τη μάνα του,

Page 286: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τη στιγμή που αυτή επικοινωνούσε με τους πεθαμένους.Ένας από τους μεγάλους καημούς του θείου του ήταν ναδιαλευκανθεί, χωρίς άλλο, ο τρόπος με τον οποίο πέθανε.Δεν ησύχαζε επειδή οι ζωντανοί δεν γνώριζαν την αλήθειακαι επειδή δεν γνώριζαν την αλήθεια, είχαν βγάλει και τρα-γούδι που έλεγε ότι είχε πολεμήσει σαν λιοντάρι στη μά-χη αυτή. Η ένδοξη μάχη του Λαζαρατιού και ο ηρωικόςτου θάνατος δεν υπήρξαν ποτέ. Τουλάχιστον αυτός δεν εί-χε πεθάνει στη μάχη, αλλά δίπλα σε μια κυψέλη, που είχεπάει να φάει μέλι, λίγα λεπτά πριν την επίθεση. Είχε πε-θάνει από κεντρί μελισσών. Αυτή ήταν η γυμνή αλήθεια.Την είχε ομολογήσει τόσες φορές στην Αρχοντούλα καιτην παρακάλεσε να την πει στους ανθρώπους, γιατί δενέλιωναν τα κόκαλά του από το ψέμα. Αυτή, όμως, για ανε-ξήγητους λόγους, δεν είχε πει τίποτα στους άλλους.Πάντοτε του έδινε τον λόγο ότι θα την πει την ιστορία του,αλλά ποτέ δεν την έλεγε. Και σαν να ήθελε να ντροπιάσειτον εγγονό της, την είπε εκείνη τη μέρα, που ο ΒασίληςΠλασάρης άλλαξε για πάντα το όνομα της λοφώδους έκτα-σης, που ονομαζόταν Κιάφα.

Επέλεξε την ημέρα των εγκαινίων για να πει στους ζων-τανούς τον καημό του πεθαμένου, ίσως επειδή όλοι καυ-χιόνταν με τον Βασίλη Πλασάρη, ενώ ο ίδιος δεν μπορού-σε να καυχηθεί με τον εαυτό του. Ίσως κι επειδή τον έφε-ραν λαξεμένο σε μαύρη πέτρα και με μια μύτη μεγάλη σανγκλίτσα τσομπάνου, όταν ήξεραν ότι αυτός δεν είχε καμιάσυμπάθεια στο μαύρο χρώμα και δεν ήταν καθόλου περή-φανος για τη μύτη του. Τον ανδριάντα, που τον φιλοτέ-χνησε ο καλύτερος γλύπτης του Νομού, τον τοποθέτησανστο κέντρο του νέου οικισμού. Σε μια πλατειούλα σε σχή-μα αυγού, γεμάτη λακκούβες με βρώμικο νερό, σανίδες πε-ταμένες εδώ κι εκεί, σωρούς από μπάζα, πέτρες, τούβλα,

286

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 287: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

άμμο και στεγνωμένη λάσπη. Τα εγκαίνια του χωριού«Βασίλης Πλασάρης» έγιναν κάπως βιαστικά, βεβιασμέ-να γιατί προβλεπόταν μια δεύτερη επίσκεψη του καθοδη-γητή στους Βλάχους και όπως διαδιδόταν δεν ήθελε νατους βρει ξανά σε καλυβόσπιτα. Επιτέλους, οι πρώην κά-τοικοι του Μπούφου μπόρεσαν να ριζώσουν στην Κιάφα,την καλύτερη τοποθεσία των Γοριτσάρηδων, που είχε …πε-τάξει μέσα από τα χέρια τους, χάρη στην παρέμβαση τουίδιου του καθοδηγητή.

Λίγες μέρες μετά την πρώτη του επίσκεψη στην Κιάφαπλάκωσε ένα τάγμα από τοπογράφους της πολεοδομίαςτου Νομού. Έτρεχαν απ’ εδώ κι απ’ εκεί με κάτι ξύλινουςπασσάλους στα χέρια, κοιτάζανε στον θεοδόλιχο και χω-ρίζανε τη γη με το μέτρο ή με τριχιές μουλαριών. Οριοθε -τήθηκαν οι κατοικίες, οι δρόμοι, η βρύση, το καφενείο, τοκουρείο, το τσαγκαράδικο, το κατάστημα τροφίμων, το δη-μοτικό σχολείο, ο φούρνος, το γραφείο του ΛαϊκούΣυμβουλίου και η κεντρική πλατεία με τη θέση όπου θατοποθετούνταν ο ανδριάντας και θα φυτεύονταν τριαν-ταφυλλιές και άλλα λουλούδια.

Στις αρχές το σχέδιο ήταν να ανεγείρονταν τριώροφεςπολυκατοικίες, αλλά απεσύρθη λόγω της άρνησης των ηλι-κιωμένων Βλάχων. Είπαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουνσαν τα πουλιά στα κλαριά των δέντρων. Είχαν ζήσει πάν-τα με τα πόδια στη γη και δεν μπορούσαν να διανοηθούνότι απ’ εδώ και πέρα θα ζήσουν στον αέρα. Έτσι η Κιάφαχωρίστηκε σε μικρά οικόπεδα στα οποία θα χωρούσε έναισόγειο σπίτι και μια αυλή με το αποχωρητήριο, το κοτέ-τσι, το καλύβι του σκύλου και το γείσο της γάστρας. Καιπου θα έπαιζαν τα παιδιά και θα αντηχούσε ο τόπος απότους γάμους. Τα σπίτια θα χτίζονταν από τους ίδιους, αλ-λά και με συμπαράσταση από το κράτος, που τους είχε εγ-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

287

Page 288: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

κρίνει μακροπρόθεσμα και χαμηλότοκα δάνεια.Ήταν η καλύτερη λύση, γι’ αυτό και οι άνθρωποι του

βουνού ανασκουμπώθηκαν να βρουν άμμο, ασβέστη καιπέτρα. Την άμμο την πήραν από το ποτάμι του Μπούφου,ασβέστη φτιάξανε με τα άσπρα χοχλάδια του, ενώ την πέ-τρα τη βγάλανε στους πρόποδες του βουνού. Άνοιξαν ντα-μάρι δίπλα στο παλάτι του ξεπεσμένου τσέλιγκα, που τονείχαν ρίξει στις φυλακές επειδή δεν παρέδιδε τα φλουριά,που όπως λεγόταν τα είχε μαζέψει πίνοντας το αίμα τουλαού. Τσιμέντο φέρανε στο κατάστημα της Γορίτσας. Μέσασε λίγο διάστημα κατασκευάστηκαν ισόγεια σπίτια με τρίαυπνοδωμάτια, κουζίνα και σαλόνι. Τα περισσότερα σε μορ-φή L και τα λιγότερα σε σχήμα τετράγωνου. Την ιδέα γιατην κατασκευή σπιτιών σε μορφή L την έριξε η Ζωίτσα τωνΚατσέτων, μια που ήταν κοπέλα από το Ελμπασάν. Οι πε-ρισσότεροι πίσω από το σπίτι κατασκεύασαν κι ένα δωμα-τιάκι, όπως τα παλιά αχούρια για τον αργαλειό, ο οποίοςτελευταία έχανε έδαφος, για τα συμπράγκαλα και για ναψένουν με τη γάστρα τις μέρες που βρέχει.

Οι χτίστες είχαν κατεβεί από τη Γκεργκεβίτσα, κι ήταναπόγονοι εκείνων που είχαν χτίσει τη Γορίτσα, αλλά ότανοι Βλάχοι είδαν ότι δεν έκαναν τίποτα το σπουδαίο, παράέβαζαν πέτρα πάνω στην πέτρα, πολλοί τους διώξανε καιανέλαβαν οι ίδιοι, διαλαλώντας ότι δεν υπάρχει ευκολό-τερο πράγμα στον κόσμο από το να χτίζεις τοίχους. Βγήκανέτσι οι πρώτοι Βλάχοι χτίστες, πράγμα που επιτάχυνε τηνανέγερση του καινούργιου οικισμού με το όνομα «ΒασίληςΠλασάρης». Στις γωνίες των σπιτιών τοποθετήθηκαν με-ταλλικές βέργες, στις οποίες θα δένονταν τα σύρματα πουθα έφερναν φως. Το φως που θα αντικαθιστούσε τα καν-τήλια και τα φανάρια πετρελαίου. Στα ανώφλια, ακριβώςπάνω από τις πόρτες, τοποθέτησαν στριφτά κέρατα κρια-

288

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 289: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ριών και κρέμασαν αρμάθες με σκόρδα και μάλλινες πο-λύχρωμες κορδέλες.

Την ημέρα των εγκαινίων, μετά από πολύ κόπο και με-τά από ένα ποτάμι ιδρώτα, ο οικισμός «Βασίλης Πλασάρης»έμοιαζε με μπουμπούκι τριαντάφυλλου, που άνοιξε από-τομα στην καρδιά της Κιάφας. Δεν θα μπορούσε να προ-στεθεί κάτι άλλο, αν βέβαια, δεν λάβαινες υπόψη κάποια μι-σοτελειωμένη σκεπή, κάποιους σουβάδες ανολοκλήρω-τους, τις λακκούβες με το βρώμικο νερό στους δρόμους καιστις πλατείες και τους σωρούς από μπάζα. Περισσότερεςλακκούβες υπήρχαν στην κεντρική πλατεία, εκεί που θατοποθετούνταν ο ανδριάντας του πεσόντα και που αργό-τερα θα φυτεύονταν τριανταφυλλιές, αλλά κανένας δεντα πρόσεχε αυτά. Τόσο το περισσότερο που η μέρα ήτανόμορφη, ο ουρανός είχε χαμηλώσει μια πιθαμή πιο κάτωκαι ο ήλιος έμοιαζε σαν αφηρημένος. Δεν τα πρόσεξε ού-τε ο Ντέμο Ντέγκου, ο οποίος γελούσε από την εξέδραόπως ο μεγάλος καθοδηγητής όταν κατέβαινε στις μάζες.Ήταν φανερό ότι ήθελε να τον μιμηθεί γιατί άπλωνε συνέ-χεια τα χέρια και χαιρετούσε τους ανθρώπους, ανασήκω-νε και ανέμιζε τη σφιγμένη γροθιά του και γελούσε. Τότεακριβώς μια γυναίκα από το πλήθος ανέβηκε στην εξέδρανα τον συναντήσει και ξαφνικά τον ρώτησε γιατί της πή-ραν τον άντρα με το τζιπ της Ασφάλειας. Ο Ντέμο Ντέγκουτης είχε δώσει το χέρι, αλλά όταν έμαθε ποιος ήταν ο άν-τρας της, ωχρίασε.

– Γρήγορα νερό, είπε, να πλύνω τα χέρια γιατί άγγιξατη γυναίκα του εχθρού!

Αμέσως μετά, σαν να ήθελε να πει «στο διάβολο οι εχ-θροί», προσπάθησε να επαναφέρει το γέλιο του και διά-βασε τη σύντομη ομιλία του για τον νέο οικισμό τωνΒλάχων, για το ηρωικό κατόρθωμα του Βασίλη Πλασάρη

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

289

Page 290: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στη μάχη του Λαζαρατιού, για τις αχυροκαλύβες που επι-τέλους το κράτος τις εξαφάνισε από τη ζωή των ανθρώ-πων του βουνού, για τον διακεκριμένο διευθυντή ΣωκράτηΜπούμπα, που δεν τον αποχωρίστηκε κι αφού κατεβήκα-νε από την εξέδρα. Τώρα, στην εξέδρα θα ανέβαινε μιαομάδα αντρών για να τραγουδήσουν το τραγούδι που ήταναφιερωμένο στον Βασίλη Πλασάρη. Ο Ντέμο Ντέγκου ξα-ναβρήκε το χαμόγελό του, που έμοιαζε μ’ εκείνο του με-γάλου καθοδηγητή, όταν άκουσε τους τραγουδιστές ναλένε:

Πάνω στο Λαζαράτι,στα ψηλώματα,αρχίνησε η μάχητα ξημερώματα.

Δεν πρόλαβε να γευτεί ούτε το τραγούδι, ούτε τον εν-θουσιασμό και τη χαρά των ανθρώπων. Πάλι μια γυναίκαήταν που τον αναστάτωσε. Όχι του εχθρού, που τον πή-ραν με το τζιπ της Ασφάλειας, αλλά μια γριά Βλάχα γυρτήσαν μαύρη κόσα. Βγήκε μέσα από το πλήθος και στάθηκεανάμεσα στον Ντέμο και τον Σωκράτη. Τα είχε με τον τρα-γουδιστή, που σήκωνε τη φωνή και τη στριφογύριζε σαναηδόνι κι έλεγε πως ο Βασίλης Πλασάρης πολέμησε σανλιοντάρι στη μάχη του Λαζαρατιού. Ότι είχε πληγώσει εφτάκαι σκοτώσει οχτώ. Η γριά του έκανε νεύμα να το κλείσειτο έρημο το στόμα, αλλά όταν εκείνος συνέχιζε τον χαβάτου, έριξε τη βόμβα της:

– Σκάσε, που να σου βγει σπυρί στη γλώσσα, ο ΒασίληςΠλασάρης δεν πέθανε στη μάχη.

– Κι εσύ πώς το ξέρεις; είπε ο Ντέμο Ντέγκου και τηςέριξε μια ματιά απ’ αυτές που έριχνε στους εχθρούς τουλαού. Ήσουν με τον Βασίλη στο Λαζαράτι;

290

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 291: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

– Μου το είπε μόνος του, του απάντησε η γριά, που δεντης ίδρωσε τ’ αυτί από τον πρώτο της Επαρχίας.

– Τι σου είπε μόνος του;– Ότι δεν πέθανε στη μάχη.– Και πού πέθανε;– Σε μια κυψέλη με μέλισσες. Πριν κινήσει ο πόλεμος,

πήγε να φάει μέλι.– Και πώς σου τα είπε αυτά, αφού είχε πεθάνει;– Έρχεται ολοένα και μου το λέει. Δεν θα λιώσει το κορ-

μί του αν δεν μάθουν όλοι ότι δεν σκοτώθηκε από βόλι,αλλά πέθανε από μέλισσες.

Το επεισόδιο αυτό δεν τιμούσε ούτε τους Βλάχους, ού-τε τον πεσόντα. Έβαλε σε δύσκολη θέση και τον ΣωκράτηΜπούμπα, ο οποίος επειδή δεν αντιλήφθηκε, αντέδρασεκάπως αργά, σε αντίθεση με τους άντρες του ομίλου, οιοποίοι ασχολήθηκαν με τον Ντέμο Ντέγκου και του εξή-γησαν ότι η γριά ήταν η γιαγιά του διευθυντή, ηΑρχοντούλα των Μπουμπαίων. Αν και προκάλεσε το επει-σόδιο, δεν ήταν ανόητη η γριά και ήταν γεγονός ότι επι-κοινωνούσε με τους πεθαμένους. Ο Σωκράτης, από τηνάλλη, τραβολογούσε τη γιαγιά του διασχίζοντας το πλή-θος, που γελούσε και επευφημούσε την Αρχοντούλα λεςκαι ήταν αυτή η πρώτη της Επαρχίας κι όχι ο ΝτέμοΝτέγκου.

Περισσότερο απ’ όλους χειροκροτούσαν τα παιδιά, πουείχαν τριγυρίσει τον Λευτέρη τον πρόεδρο. Οι νεαρές κο-πέλες ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ανάμεσά τους και ηΚατερίνα, που γελούσε κι αυτή, αν και δυο εβδομάδες είχαναπομείνει μέχρι την ημέρα του γάμου. Θυμότανε τα νοτι-σμένα της βλέφαρα σαν από δάκρυα που κυλούσαν προςτα μέσα. Την πλησίασε να της αφήσει τη γιαγιά να την προ-σέχει, αλλά πιο πολύ να ιδεί πόσο όμορφη γινότανε όταν

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

291

Page 292: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

γελούσε. Και τι όψη είχε πάρει, παραμονές του γάμου. Κιαν ακόμα τα βλέφαρά της ήταν νοτισμένα σαν από δάκρυαπου κυλούσαν προς τα μέσα.

– Πάρε τη από μπροστά μου, της είπε και, ευτυχισμέ-νος που δεν είδε ίχνη δακρύων που κυλούν προς τα μέσα,έπεσε και πνίγηκε στα γραμμένα μάτια της. Ξεκόλλησεαπό την Κατερίνα μόνον όταν του είπαν ότι τον ζητάει οΝτέμο Ντέγκου.

– Σκέψου καλά, του είπε, όταν χωρίστηκαν, και να ξέ-ρεις, για χατίρι σου δεν την κήρυξα εχθρό του λαού τηγριά…

Μετά από αυτό το επεισόδιο, ο νεότερος οικισμός τηςχώρας έμενε με μια γεύση πίκρας. Και ένιωθε να τον τύλι-γε μια σκιά, που γινότανε ολοένα και πιο βαριά, μετά απότις συχνές εκείνες επισκέψεις του τζιπ της Ασφάλειας σταμέρη του. Ο ίδιος ο Σωκράτης Μπούμπας ήταν ο πρώτοςπου ήθελε να αλλάξει την κατάσταση. Φοβισμένος και απότην προειδοποίηση του πρώτου της Επαρχίας, σκέφτηκεότι κάθε κακό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον με ένα κα-λό. Με έναν γάμο, τον πρώτο στη σειρά και που, για καλήτύχη, ήταν ο γάμος ο δικός του με την Κατερίνα. Και γιανα ’ναι το καλό πλατύ σαν μια αγκαλιά, αποφάσισε να προ-σκαλέσει όσο γινόταν περισσότερους. Συγγενείς κοντινούςκαι μακρινούς, Βλάχους και Γοριτσάρηδες όπως ο ΣτέφανοςΜούσκα, που δεν τους ήθελαν, και άλλους όπως ο ΡιζάΚέρπι, που τους ήθελαν. Ήταν σίγουρος ότι τη σκιά πουβάραινε σα σύννεφο πάνω από τον οικισμό θα μπορούσε νατη διαλύσει μόνον έναν μεγάλος γάμος.

Οι Μπουμπαίοι αρχίσανε τις προετοιμασίες μια εβδο-μάδα νωρίτερα, το Σάββατο το βράδυ, με το κοπάνισματου σταριού. Τα σπίτια τους ήταν στο κέντρο του χωριού,στο πιο επίπεδο μέρος της τοποθεσίας με την πρώην ονο-

292

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 293: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

μασία Κιάφα. Ήταν πέντε σπίτια, όσα και τα αγόρια τηςΑρχοντούλας, πολύ κοντά το ένα με το άλλο, με στενά σο-κάκια, μεγάλες αυλές και με φράχτες από καλαμιές ηλίαν-θου. Η Αρχοντούλα ήθελε να φτιάξουν ένα σπίτι, μεγάλο,που να τους χωράει όλους, αλλά αντιστάθηκαν οι νυφά-δες. Πάει ο καιρός των καλυβόσπιτων και των γερόντων,της είπαν. Ήρθε ο καιρός των νυφάδων. Παρ’ όλα αυτά, ηγριά κατάφερε να τους κρατήσει κοντά, τόσο κοντά πουπολλές φορές δεν μπορούσες να διακρίνεις πού τελείωνεη μια αυλή και πού άρχιζε η άλλη.

Η μεγαλύτερη αυλή ήταν του σπιτιού του ΓεράσιμουΜπούμπα, που πάντρευε τον γιο του, τον Σωκράτη. Τηράντισαν με νερό και τη σκούπισαν από τις πρώτες κιόλαςώρες εκείνου του Σάββατου, που μύρισε γάμος. Ο πολυα-ναμένομενος γάμος του Σωκράτη και της Κατερίνας.Καθαρίσανε ακόμα και τις μικρές πέτρες για να μην σκον-τάψει η νύφη όταν θα χορέψει. Ύστερα έχυσαν δεκάδες βα-ρέλες με νερό, για να μην σηκωθεί σκόνη. Όταν γύρισε ημέρα, στις δυο άκρες της κύριας εισόδου κρεμάσανε με-γάλα φανάρια, ενώ στα κέρατα του κριαριού στο ανώφλιπροσθέσανε κι άλλες τουλούπες μαλλί. Κάτω από τα φα-νάρια, στο έδαφος, έφτιαξαν σωρό από ξηρές σβουνιές,που θα τις ανάβανε το βράδυ, για τα κουνούπια. Δίπλα στοσωρό με τις σβουνιές τοποθέτησαν τέσσερα κούτσουραδέντρων, ίδιου ύψους κι έριξαν πάνω τους βελέντζες γιανα κάθονται όσο πιο αναπαυτικά τα μέλη της ορχήστρας.Πιο πέρα από την ορχήστρα έφτιαξαν τη σήραγγα απόκλαριά και στρωμένη φρέσκα φτέρη, όπου θα κάθονταν οιάντρες για να πιούνε ρακή. Στο βάθος συγυρίστηκε ο χώ-ρος για τα καζάνια στα οποία θα έβραζαν το στάρι, ενώπιο πέρα μπήξανε μια γερή φούρκα κρανιάς, όπου θα κρε-μούσαν τον τράγο να τον γδάρουν. Κι όχι οποιονδήποτε,

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

293

Page 294: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

αλλά τον τράγο τον μπροστάρη, που θα τον έγδερνε ο γαμ-πρός το επόμενο Σάββατο, μπροστά στους άλλους, για ναδείξει πόσο ικανός θα ήταν την πρώτη νύχτα του γάμουτου. Λίγο πιο πέρα από τα κούτσουρα, ακούμπησαν στοντοίχο τέσσερις κόπανους απ’ αυτούς που χρησιμοποιού-σαν οι γυναίκες για τα ρούχα στο ποτάμι, για να κοπανί-σουν το στάρι. Μπροστά από τους κόπανους τοποθετή-θηκαν δυο βαριές πλάκες και δυο σακιά των πέντε κιλών μετο στάρι που θα το κοπάνιζαν.

Όταν έπεσε το σκοτάδι και ένα ελαφρό αεράκι σκούν-τηξε τον καλαμιώνα του Μπούφου, τα σακιά με το στάρι, ταβάλανε πάνω στις πέτρες. Κι αμέσως μετά ακούστηκαν ταπρώτα χτυπήματα «Μπαμ, μπουμ, μπουμ». Ήταν αυτό κιένα σινιάλο ότι ο γάμος άρχιζε. Το στάρι το κοπανούσαντέσσερα νεαρά κορίτσια με κοτσίδες, δυο για κάθε σακί,που όταν κουραζόταν η μια άρχιζε η άλλη. Στο μεταξύ, μιαομάδα γυναικών στήθηκε γύρω τους σε σχήμα δρεπανιούκαι πήρε το τραγούδι:

Τα κορίτσια μπαμ και μπουμτο σιτάρι το κοπανούν.

Σχεδόν την ίδια στιγμή ο γάμος είχε αρχίσει και στουςΧολεβαίους. Δυο από τις γυναίκες της οικογένειας τηνκλείσανε την Κατερίνα στο δωματιάκι, που έπαιζε τον ρό-λο του πρώην αχουριού, λίγα μέτρα πίσω από το σπίτι. Τηςσυγύρισαν ένα σιδερένιο κρεβάτι, της άφησαν ψωμί, νερόκι ένα πιάτο με ζωμό, που θα προτιμούσε να τους το ρίξειστα μούτρα, παρά να το φάει, γιατί τους είπε «τι φαγητόείναι τούτο, σαν κάτουρο φοράδας». Εκείνες, όμως της ευ-χήθηκαν «καλή όρεξη» και της υπενθύμισαν ότι από τηντρύπα αυτή θα έβγαινε μετά από μια βδομάδα, όταν θα έρ-χονταν οι συμπέθεροι να την πάρουν.

294

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 295: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Μόλις έμεινε μόνη της, είδε ότι το σκοτάδι την έπνιγε.Γινότανε ολοένα και πιο βαρύ από τα συνεχή «μπαμμπουμ» των κόπανων και από το τραγούδι στην αυλή τωνΜπουμπαίων. Οι Χολεβαίοι τα σπίτια τους τα είχαν στηνάκρη του χωριού. Παρ’ όλα αυτά, ο αντίλαλος του γάμουακουγόταν σαν να ήταν κολλητά. Έμπαινε κάτω από τηνπόρτα, από τις χαραματιές του παράθυρου, που έβλεπεπρος τους Μπουμπαίους, έφτανε καταπάνω της κι ήτανσαν να τη χαστούκιζε στο πρόσωπο. Άναψε το φανάρι, πουήταν κρεμασμένο στον τοίχο για να διώξει το σκοτάδι.Έβαλε κάτω από την πόρτα ένα ρούχο, για να μην μπαί-νουν τα «μπαμ μπουμ» των κόπανων. Έτσι, ο γάμος δεν θαμπορούσε να τη χαστουκίζει. Ύστερα είδε ότι το δωματιά-κι που θα τη φιλοξενούσε για μια εβδομάδα, ήταν άνω κά-τω. Πρώτα είπε να βάλει κάποια τάξη και μετά να καθίσεινα φάει το φαγητό, αυτό που και η ίδια δεν ήξερε γιατί τοπαρομοίασε με κάτουρο φοράδας. Τον αργαλειό δεν τονπείραξε, γιατί τον είχαν στριμώξει σε μια γωνιά, κούνησε,όμως, από τη θέση τους κάποιες μαυρισμένες κατσαρόλες,μια αναποδογυρισμένη κούνια, την κάδη, το ασκί με το τυ-ρί, που μύριζε ξινίλα, το τσουκάλι με το πλατύ στόμιο, πουβράζανε τα φασούλια, ένα ξύλινο σκεύος, που έπιαναν τοπροζύμι για το ψωμί του γάμου, τον σοφρά, που τον χρη-σιμοποιούσαν αραιά, επειδή είχαν βγει στο εμπόριο κάτιτραπέζια από ροκανίδια, και το παλαιό σκεύος, που ήτανγεμάτο με πίτυρα.

…Αυτό, στο οποίο μήνες πριν έκρυβε το γράμμα τουταξίαρχου του καλαμποκιού, του Λιάμπη Δημητράκη Κέρπι,που έκλεινε με την περίφημη πρόταση γραμμένη με κεφα-λαία «Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ» και που αυτή όσο καιγό-ταν να το διαβάσει, άλλο τόσο ήθελε να το τσαλακώσει καινα του το τρίψει στα μούτρα. Είχε απορήσει πώς το σκεύος

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

295

Page 296: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

αυτό είχε γλυτώσει από την τελευταία πυρκαγιά και πώςδεν χάθηκε κατά τη μετακόμιση στα καινούργια σπίτια τουοικισμού. Το άγγιξε ξανά με προσοχή, λες και θα την έβλε-παν. Και σάμπως μέσα από τα πίτυρα θα ξεπετάγονταν ταμαλλιά, το μέτωπο, τα μάτια, τα αυτιά, η μύτη και προ-παντός τα στεγνωμένα σαν ίσκα χείλη του ΔημητράκηΚέρπι. Για να της επαναλάβει με φωνή σαστισμένου «Σ’αγαπώ, Κατερίνα». Όπως εκείνη την ημέρα όπου η φωτιάτων εικόνων έκαψε και τις καλύβες κι εκείνος ζωντάνευετους λιπόθυμους με το φιλί της ζωής. Αυτή δεν ήταν εντε-λώς λιπόθυμη όταν άκουσε να λένε «γρήγορα στονΔημητράκη, για να τη ζωντανέψει», αλλά έκανε τη λιπό-θυμη, πιο πολύ από περιέργεια για να ιδεί τι γεύση θα εί-χαν τα χείλη του. Ήταν ένα τυφλό βήμα και πολύ τολμη-ρό από ένα κορίτσι όπως αυτή, από σόι, και αρραβωνια-σμένη από κούνια. Εκείνη τη στιγμή, όμως, το κορμί τηςκαιγόταν και κανένας τέτοιος συλλογισμός δεν χωρούσε. Κιήταν η πυρκαγιά του κορμιού που την έσπρωξε μέχρι εκείνα κάνει πρώτη τη μεγάλη απόπειρα στο πρώτο φιλί. Σαννα μην είχε πεθάνει και έπρεπε να αναστηθεί αυτή, αλλάσάμπως να είχε πεθάνει και έπρεπε να αναστηθεί εκείνος.Όσο για τη γεύση των χειλιών του Δημητράκη, δεν είχεχρόνο να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα γιατί χάθηκεστην άχνα των φιλιών και των ψιθύρων «Σ’ αγαπώ,Κατερίνα».

Αργότερα θα μετάνιωνε για όλα αυτά. Θα απέφευγε τονενοχλητικό Λιάμπη, ενώ τον εαυτό της θα τον παράχωνεβαθιά στη γη. Θα έλεγε πως ήταν μια πόρνη και τίποτα άλ-λο. Θα έπλενε τα χείλη με σαπούνι κάθε πρωί, θα τα σφούγ-γιζε με σκληρό μάλλινο κομμάτι από την παλαιά γούνα τουπατέρα, για να ξεπλύνει κάθε ίχνος που είχαν αφήσει πά-νω τους τα χείλια του. Το μόνο πράγμα που επιθυμούσε

296

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 297: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ολόψυχα ήταν να ξεπλύνει τα ίχνη και να του σπάσει το κε-φάλι με τις πέτρες, αν της έβγαινε ξανά μπροστά. Τούτο,όμως, δεν το επιθυμούσε ο πιο αφηρημένος Λιάμπης τουχωριού, που είχε όνομα Βλάχου. Ο οποίος προσπαθούσε νατης υπενθυμίσει οποιαδήποτε στιγμή της μέρας ότι είχανφιληθεί και ότι την αγαπούσε τόσο πολύ που ακόμα καιστον ύπνο φώναζε δυνατά «Σε αγαπώ, Κατερίνα». Όσοεκείνη τον απέφευγε, τόσο εκείνος εκμεταλλευόταν και τημικρότερη ευκαιρία να της δώσει να καταλάβει ότι δεν κά-νει πίσω. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά πήρε και συγκεκριμένεςπρωτοβουλίες. Μια μέρα τόλμησε να πατήσει στο ραφτά-δικο, τάχα να ράψει πουκάμισο με ένα μπαγιάτικο ύφασμαστο χρώμα του πιτύρων και που εκείνη του το πέταξε στοπρόσωπο, όπως τότε το γράμμα που έκρυβε στο σκεύος μετα πίτυρα. Και του είπε χωρίς να τρέμει η φωνή της:

– Έξω! Αν δεν βγεις τώρα από το ραφτάδικο, θα σουβγάλω τα μάτια με τα βελόνι!

Μπορεί να βγήκε αμέσως από το ραφτάδικο, αλλά δενπαραιτήθηκε ούτε στιγμή να την τριγυρίζει. Δεν άφησε πέ-τρα απανωτή, ακόμα και μετά την είδηση ότι οι Χολεβαίοιείχαν ορίσει την ημέρα του γάμου της. Συντετριμμένος απότον πυρετό της αγάπης και τυραννισμένος από την περι-φρόνηση της Κατερίνας, συνέχισε τις προσπάθειες με πεί-σμα λιάμπικο. Όλες αυτές τις μέρες έριχνε γράμματα κά-τω από την πόρτα του ραφτάδικου, που τα δίπλωνε σταδυο και τα γέμιζε με καλλιγραφικά γράμματα, για να ταπροσέξει με το πρώτο η μοδίστρα. Θεώρησε τα γράμματαως τον προσφορότερο τρόπο επικοινωνίας με την Κατερίνα,επειδή ήλπιζε πως αφού κράτησε το πρώτο, εκείνο της απο-θήκης του καλαμποκιού, ανεξάρτητα που αργότερα του τοέτριψε στη μούρη, θα δεχότανε και αυτά που της έριχνεκάτω από την πόρτα του ραφτάδικου. Τα οποία έμοιαζαν με

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

297

Page 298: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

το πρώτο, γιατί της έγραφε όπως τότε, με το χέρι στην καρ-διά. Διαφέρανε μόνο στο κλείσιμο. Αν το πρώτο έκλεινε μετη φράση «Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ» στα άλλα προτίμησεκάτι πιο γήινο «Σ’ αγαπώ, μωρή σκύλα», που δεν ήταν πα-ρά ένας στίχος από γνωστό λιάμπικο ερωτικό τραγούδι,και που αργότερα έγινε το πιο αγαπημένο για όλους τουΓοριτσάρηδες.

Ο στίχος αυτός ίσως να έκανε πιο γήινα τα γράμματα,αλλά ο γιος του Ριζά Κέρπι δεν αρκέστηκε με τόσο. Ούτεκαι να γράφει «με το χέρι στην καρδιά». Ελπίζοντας ότι ησιδερένια καρδιά της Κατερίνας κάποτε θα λυγούσε, πέ-ρασε σε ακραίες κινήσεις, που για τον ίδιο ήταν φυσιολο-γικές και πραγματοποιήσιμες. Της έγραφε, πάντα με ωραίαγράμματα, ότι η όμορφη Βλάχα δεν έπρεπε να απορήσεικαθόλου αν κάποια μέρα θα τον έβγαζαν νεκρό από το πη-γάδι, όπως τον αδερφό του, χρόνια πριν. Ή αν τον έβρι-σκαν απαγχονισμένο σε κανέναν ευκάλυπτο, με τη ζώνητου θηλιά στο λαιμό. Κι όταν πείστηκε ότι εκείνη δεν ταάνοιγε καν τα γράμματα, δοκίμασε να τη ρίξει με άλλα κα-τορθώματα. Την συνόδευε από μακριά, με τέτοιο βλέμμαπου κι οι πέτρες ακόμα θα ράγιζαν. Την περίμενε στο σο-κάκι όταν γύριζε από τη δουλειά και όταν εκείνη περίμενενα της μιλήσει, εκείνος απομακρυνόταν σιωπηλός σαν κα-λόγερος. Έγινε φίλος με τον ποιητή των Βλάχων και έμα-θε από μνήμης όλο το μεγάλο ποίημα με τίτλο «Με τρέ-λανες, μωρ’ Κατερίνα». Άρχισε να πηγαίνει ξανά στους γά-μους, όπως τότε που πήγαινε με το ντέφι στην ορχήστρατου Φερίκ και τραγουδούσε ένα τραγούδι που ήταν παλιό,αλλά οι στίχοι του ήταν νέοι και λέγανε πως ήταν δικοί τουκαι τους προσάρμοσε στην παλιά μελωδία.

298

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 299: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Να γευτώ το δάκρυ,το γλυκό σεβντά σουάσε με να μπωμες στην αγκαλιά σου.

Η Κατερίνα, την ώρα που έβαζε τάξη στο δωματιάκιτης, πήρε και το σκεύος με τα πίτυρα να το τοποθετήσεισε μια άκρη, αλλά το κράτησε στα χέρια λες και δεν μπο-ρούσε να το αποχωριστεί. Σαν να μην ήταν γεμάτο με πί-τυρα, αλλά με αλεύρι καθάριο, απ’ αυτό που θα ζύμωναντην Πέμπτη το ψωμί του γάμου. Έκατσε στο κρεβάτι τηςμαζί με το σκεύος. Έχωσε το χέρι βαθιά στα πίτυρα σαν ναέψαχνε κάτι, που ήταν πάντα εκεί και δεν το βρήκε. Έκλεισετα μάτια για να κρύψει κάποιο δάκρυ, που δεν ήθελε να τοιδεί. Και την πόνεσε η καρδιά σαν να την χτυπούσαν οι κο-πέλες των Μπουμπαίων, που κοπάνιζαν το στάρι.

Το κοπάνισμα του σταριού κράτησε ως πέρα απ’ τα με-σάνυχτα. Μετά οι γυναίκες το ρίξανε στο καζάνι. Άναψανφωτιά και το αφήσανε να βράσει, ανακατεμένο με γάλακαι βούτυρο. Για να είναι έτοιμο το μεσημέρι της άλλη μέ-ρας, όταν θα γύριζαν από το βουνό οι κοπέλες με τα ξύλακαι τη σημαία. Την άλλη μέρα ξεκίνησαν με δύο ώρες ήλιογια την πλαγιά του Μπούφου και έκαναν ξύλα στο λόγγοδίπλα στο Λιβάδι της Συμφιλίωσης. Ήταν έντεκα. Όλες σεηλικία για παντρειά. Δύο απ’ αυτές, οι νεότερες, φρόντι-ζαν τις σημαίες, τα κοντάρια στα οποία θα τις ράβανε, τηνκουλούρα, για τις έξι πράσινες και χοντρές ίσα με το δά-χτυλο βέργες, για το δοχείο, που το γέμισαν με κρύο νερόλίγο πριν κατέβουν στο Λιβάδι. Όταν κατέβηκαν, με τουςσωρούς των καυσόξυλων φτιάξανε έναν μεγάλο κύκλο καιέκατσαν στη μέση του για να ράψουν τις σημαίες.

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

299

Page 300: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Οι σημαίες ήταν τρεις. Η κόκκινη, η κίτρινη και η λευ-κή. Τα κορίτσια χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, όσες σημαί-ες και βέργες ήταν. Το ύφασμα το ράβανε στην κορφή κά-θε βέργας, με τη σειρά και όλες από λίγο. Καθώς ράβανε,τραγουδούσαν, γελούσαν και λυπότανε την Κατερίνα, γιατο κακό που θα τη βρει τη Δευτέρα το βράδυ, όταν οΣωκράτης θα την ξαπλώσει κάτω. Αφού τις ράψανε όλεςκαι ήρθαν τρεις φορές γύρω, μοίρασαν την κουλούρα και τηφάγανε με τυρί. Μετά, ήπιαν κρύο νερό, γυρίζοντας το δο-χείο από χέρι σε χέρι. Ζαλώθηκαν τα ξύλα και ξεκίνησανγια το χωριό, η μια πίσω από την άλλη. Οδηγούσαν αυτέςπου είχαν τις σημαίες, ενώ οι δυο νεότερες, ξεκόπηκαν απότην παρέα, για να φτάσουν νωρίτερα στο σπίτι, να δώσουντο χαμπέρι ότι έρχονται. Οι δυο νεότερες ήταν ζαλωμένεςμόνο με τις πράσινες και χοντρές ίσα με το δάχτυλο βέρ-γες, οι οποίες θα χρησίμευαν για ενισχύσουν τις βέργες τωνσημαιών, αφού θα τσιτώνονταν στη σκεπή.

Αφού φτάσανε όλες, οι ηλικιωμένες τις βοήθησαν νατοποθετήσουν τα ξύλα πίσω από το αχούρι κι ύστερα τιςκεράσανε καραμέλες και κρύο νερό. Τσίτωσαν τις σημαίεςστη σκεπή, λίγο πιο πάνω από τα κέρατα του κριαριού, πουέφερναν τύχη και, τριγύρισαν τρεις φορές την αυλή, τρα-γουδώντας. Ύστερα στρώθηκαν να φάνε το στάρι, που τοείχαν κοπανίσει μια νύχτα νωρίτερα. Οι άντρες άρχισαν ναπίνουν και να τραγουδούν στην πράσινη σήραγγα. Και τοτραγούδι δεν το σταμάτησαν ούτε όταν το σκοτάδι έπεσεκαι τα σκέπασε όλα, ούτε όταν ο αέρας έσπρωχνε τις κα-λαμιές του βάλτου, ούτε όταν το φεγγάρι έβγαλε το φρύδιτου στην κορφή του βουνού, ούτε κι όταν κυρίεψε τον ου-ρανό με τα θλιμμένα φτερά του.

Η Κατερίνα έπεσε να κοιμηθεί, όταν από τις ρωγμέςτης πόρτας και του παράθυρου έχωσε το κεφάλι του ένα

300

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 301: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

λυπητερό τραγούδι, που ερχόταν πέρα από τα σπίτια τωνΜπουμπαίων. Λυπητερό και γνωστό. Γνωστό και όμορφο.Σκεπάστηκε με τη βελέντζα, έκλεισε τον ύπνο κάτω απότα βλέφαρα, αλλά δεν μπορούσε να τον κλείσει μέσα στομυαλό της. Είχε μείνει ένα μονοπάτι, που την άφηνε ξύ-πνια και άφηνε το τραγούδι να μπει λεύτερα, σπρωγμένοαπό τα τρυφερά δάχτυλα του αέρα. Και τυλιγμένο από ταθλιμμένα φτερά του φεγγαριού. Θυμήθηκε ότι δεν είχε το-ποθετήσει ρούχο κάτω από την πόρτα, όπως είχε κάνει μιανύχτα νωρίτερα. Ούτε το φανάρι δεν το είχε σβήσει. Δενείχε κλείσει ούτε τον σύρτη από χοντρό σύρμα. Κι όμωςδεν σηκώθηκε, αν και ήξερε ότι θα μπορούσε να τη σπρώ-ξει ακόμα κι ένα σκυλί. Κατά καλή τύχη, οι Χολεβαίοι δενκρατούσαν σκυλί και αν ήταν να έρθει κάποιος, αυτός θαήταν του σπιτιού. Όχι ότι δεν είχαν ποτέ σκυλί, αλλά τε-λευταία ή τα σκότωναν ή τα διώχνανε, επειδή ούρλιαζαν. Τοπαρατεταμένο ούρλιασμα του σκύλου δεν είναι καλό ση-μάδι, σήμαινε θάνατο, γι’ αυτό και τα διώχνανε για να κρα-τάν μακριά τον θάνατο. Τους τρόμαζε το νήμα της ζωήςτης Κατερίνας, που μολονότι ενισχύθηκε τόσο πολύ απότον αρραβώνα με τον Σωκράτη Μπούμπα, ο φόβος μήπωςκοπεί ξανά δεν είχε περάσει ποτέ. Σκοτώνοντας ή διώ-χνοντας τα σκυλιά πίστευαν ότι απομάκρυναν το κακό καιτον φόβο για τη ζωή της κόρης τους.

Το τραγούδι, που ο αγέρας το έσπρωχνε μέσα από τιςρωγμές της πόρτας και του παράθυρου ήταν το «Γραμμέναμάτια μου». Η Κατερίνα το γνώρισε αμέσως. Ήξερε ότι ήταντο αγαπημένο τραγούδι του μελλοντικού της άντρα, τουΣωκράτη. Το είχε τραγουδήσει από τότε που ήταν μικρόςκαι έπινε υγείες με νερό στο ποτήρι, στα γόνατα του πα-τέρα του, του Γεράσιμου Μπούμπα με τ’ όνομα. Για πρώτηφορά το άκουσε όταν ο Σωκράτης ήταν δώδεκα και ήρθαν

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

301

Page 302: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

στους Χολεβαίους να τη ιδούν. Από τότε, μόλις άκουγε το«Γραμμένα μάτια μου», την κυρίευε αβάσταχτη νοσταλγίακαι ατέλειωτη θλίψη. Η Κατερίνα Χολέβα, παραμονές τουγάμου της, που τον περίμενε από τόσα χρόνια, δεν γνώρι-ζε καλύτερο και ταυτόχρονα θλιβερότερο από το«Γραμμένα μάτια μου».

Τα γραμμένα μου τα μάτιαμ’ έκαναν χίλια κομμάτια.

Η φλόγα του φαναριού, που είχε ξεχάσει να το σβήσει,τρεμόσβηνε. Από τις ρωγμές της πόρτας και του παράθυ-ρου, μαζί με τη θλίψη του γνωστού τραγουδιού πέρασε καιένας ελαφρός θόρυβος από βιαστικά βήματα. Κάποιος πλη-σίαζε στο αχούρι της. Ίσως ήτανε από τους ανθρώπους τουσπιτιού. Ίσως να ήταν και κανένα σκυλί των Χολεβαίων,που είχε γλυτώσει από το βόλι. Έτριξε ένα κλαράκι σαν ναήταν από σφεντάμι, έσβησε ένα ψίθυρος φύλλων που ταπατάει κάποιος και ακούστηκε καθαρά κάτι σαν θόρυβοςαπό σύγκρουση πυροστιών. Ο κάποιος που ερχόταν,έσπρωξε την πόρτα. Την έκλεισε από μέσα με τον χοντρόσυρμάτινο σύρτη –δηλαδή δεν ήταν σκυλί– πλησίασε στοκρεβάτι, σάμπως θα άφηνε εκεί το φαγητό, που εκείνη ήθε-λε να το πετάξει στη μούρη του και έσκυψε πάνω της, ναιδεί αν κοιμότανε. Όταν η καυτή αναπνοή του, την έκαψεστο πρόσωπο, άνοιξε τα μάτια. Κι όταν είδε ποιος ήταν,ήθελε να ουρλιάξει τρομαγμένη, όπως ούρλιαζαν καμιάφορά οι γυναίκες όταν έμπαινε φίδι στην καλύβα τους, αλ-λά ήταν αργά. Ο νυχτερινός επισκέπτης δείχτηκε πιο γρή-γορος. Της έπνιξε το ουρλιαχτό με την παλάμη. Την κοί-ταξε σαν να ήθελε να τη φάει και της είπε:– Κατερίνα, να πεθάνω εγώ για σένα και να μη με λένεΔημητράκη Κέρπι αν δεν σε κάνω ευτυχισμένη!...

302

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 303: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Έβαλε τα χείλη του εκεί που είχε την παλάμη και φίλη-σε τη νύφη του Σωκράτη Μπούμπα όπως τότε, που ήθελενα τη συνεφέρει με το φιλί της ζωής. Με άχτι, με πόνο, μεθέρμη. Η Κατερίνα, στο μεταξύ, γνώρισε έναν άλλο τρό-μο. Δεν την τρόμαζε ο άνθρωπος που την είχε βάλει κάτωκαι τη φιλούσε, αλλά τρόμαζε από τον εαυτό της. Επειδήδεν είχε δυνάμεις να ουρλιάξει. Να τον σπρώξει. Να τονφτύσει. Να του σπάσει το κεφάλι με τις πέτρες. Να τουβγάλει τα μάτια με το βελόνι. Κι ενώ πριν έπλενε τα χείλητης με σαπούνι και τα έτριβε με το μάλλινο κομμάτι απότη γούνα του πατέρα, για να εξαφανίσει κάθε ίχνος απότα χείλη του, τώρα τα αναζητούσε η ίδια. Όπως ζητάς μιαφωτιά, που θέλεις να σε κάψει. Όπως έναν τρόμο που εί-ναι αβάσταχτος, αλλά και γλυκός.

Έπρεπε να βρει ένα ψέμα να γελάσει τον εαυτό της γιαό,τι της συνέβαινε. Και το βρήκε στην απότομη αλλαγήτου ανθρώπου που την είχε βάλει κάτω και τη φιλούσε. Δενήταν ο σαστισμένος που εκείνη γνώριζε. Ήταν άλλος.Άγριος, ασυγκράτητος, τερατώδης και τρομαχτικός. Γιαμια στιγμή πέρασε από τον νου της το τραγούδι της Σοφίας,που την έσφαξε ο Ντερβίσης και φοβήθηκε. Κι όμως αφέ-θηκε στην αγκαλιά του. Κούρνιασε εκεί μέσα σαν άχυρο,που βοηθάει τη φωτιά να γίνει πυρκαγιά. Συντετριμμένηαπό ένα βάσανο, που περίμενε να ήταν πικρό και που δενήταν πικρό, αλλά γινόταν ολοένα και πιο γλυκό. Δεν τοαπέφυγε το γλυκό βάσανο, ούτε τη στιγμή που κατάλαβεότι ο άνθρωπος που τη φιλούσε είχε πάει ως εκεί με άγριεςπροθέσεις. Μετά από τα χείλη, άρχισε να ρίχνει τη φλόγατων φιλιών του στα ζυγωματικά, στα μάτια, στα αυτιά, στοπηγούνι, στον λαιμό, κι έφτασε στα στήθη της, που ανα-σηκώθηκαν μπροστά του σαν λοφίσκοι φλεγόμενοι. Εδώστάθηκε για λίγο σαν να ήθελε να πετάξει κάποιο περίσ-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

303

Page 304: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σιο ρούχο και μετά ξεχύθηκε στις γάμπες της, που τις τύλιγετο ενοχλητικό, βαρύ ρούχο. Το σήκωσε βιαστικά και προ-χώρησε πιο πάνω, λες και εκείνο που ήθελε ήταν μόνο καιμόνο να πραγματοποιήσει τον τερατώδη σκοπό του. Έκοψεστη μέση ένα άλλο εσώρουχο, που οι παλιές Βλάχισσες αρ-νούνταν να το φορέσουν, και χάθηκε στη γλύκα μιας κό-λασης, που την ονειρευόταν μια ολόκληρη ζωή.

Εκείνη κατάλαβε τι είχε συμβεί μόνον όταν οΔημητράκης Κέρπι, πριν ανοίξει την πόρτα και χαθεί στηνύχτα, τη θλιμμένη από το τραγούδι «Γραμμένα μάτια μου»,που μόλις είχε τελειώσει, της είπε:

– Κατερίνα, τώρα που έγινες γυναίκα μου, σε αγαπώπερισσότερο!

* * *Την Πέμπτη οι Μπουμπαίοι έπιασαν το προζύμι για το

ψωμί του γάμου. Τα κορίτσια τραγούδησαν, κοπάνισαν κιάλλο στάρι. Τώρα, όμως, κοπάνισαν και ρεβίθια. Γιατί τοκαρβέλι φτιαχνόταν με μια χούφτα θρυμματισμένο σιτά-ρι, ρεβίθια, καλαμποκίσιο αλεύρι και αλάτι. Όλα μαζί ταρίχνανε στο ξύλινο δοχείο. Μετά το γεμίζανε με ζεστό νε-ρό, το έκλειναν με λεπτή γάζα, την οποία την δένανε τρι-γύρω στο στόμιο με τριχιά και το αφήνανε όλη τη νύχτα,σκεπασμένο με τη βελέντζα του γαμπρού. Το πρωί της άλ-λης μέρας το ξεσκέπαζε η ίδια γυναίκα που το σκέπασε καιαν ήταν φουσκωμένο, σήμαινε καλοσύνη. Τις μέρες τουγάμου τρώγανε σιταρένιο ψωμί ή καρβέλι, ενώ τις άλλεςμέρες έτρωγαν «πόρνη». Η «πόρνη» ήταν το καθημερινόψωμί και οι γυναίκες το ονόμαζαν έτσι επειδή φούσκωνεγρήγορα. Φτιαχνόταν ακόμα τέτοιο ψωμί, γιατί ο φούρνοςτης Γορίτσας συχνά πυκνά έμενε χωρίς ψωμί. Γινόταν μεκαλαμποκίσιο αλεύρι και πίτυρα σιταριού. Καμιά φορά,

304

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 305: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

όταν οι νοικοκυρές το πετύχαιναν, προτιμούνταν αυτό κιόχι το καρβέλι.

* * *Εκείνο που του Δημητράκη Κέρπι του φάνηκε βαρύ και

ενοχλητικό ρούχο, ήταν η μαλίνα, ένα είδος μάλλινο νυ-χτικό, απαλό και λεπτό, που η Κατερίνα το φορούσε μό-λις έμπαινε ο Σεπτέμβρης. Το ένιωθε πολύ το κρύο και μό-λις η ομίχλη έγλυφε με μικρές γλώσσες πάγου τον καλα-μιώνα του Μπούφου, της έτρεμε το δέρμα της κοιλιάς, πουτο ηρεμούσε μόνον η μαλίνα.

Αφού έφυγε ο Δημητράκης και αντιλήφθηκε τι είχε γί-νει, δεν έτρεμε μόνον η κοιλιά της, αλλά έτρεμε σύγκορ-μη και τώρα δεν υπήρχε μαλίνα που θα μπορούσε να τηνηρεμήσει. Μαζεύτηκε, σφίχτηκε, αλλά ηρεμία δεν έβρισκε.Έτρεμε ασταμάτητα σαν φύλλο λεύκας. Έτρεμε επειδή είχεχάσει την παρθενιά και η μαλίνα είχε κηλίδες αίματος.Εκείνο που την έγλυφε με παγωμένες γλώσσες δεν ήταν ηομίχλη στον καλαμιώνα του Μπούφου. Άλλο ήταν. Τώραένιωθε ότι ήταν νύφη χωρίς παρθενιά. Όλη εκείνη η φλόγαπου την είχε γλυκάνει λίγο νωρίτερα, είχε γίνει τώρα κομ-μάτια πάγου. Που ριγούσε την κοιλιά της και όλο το σώ-μα της.

Συνήλθε γρήγορα κι έκανε ό,τι θα έκανε κάθε Βλάχισσακοπέλα με μυαλό. Έβγαλε τη μαλίνα, την έκανε χίλια κομ-μάτια και μαζί με το σώβρακο, που ήταν έτσι κι αλλιώς ξε-σχισμένο, τα έθαψε πίσω από το αχούρι, κάτω από την κο-ρομηλιά. Μετά, όταν ξημέρωσε Δευτέρα, ζήτησε να τηςφέρουν το νυφικό φουστάνι. Η γυναίκα που την άκουσεπρώτη, έγδαρε το πρόσωπό της από τη ντροπή. Πού είχεακουστεί, νύφη να φοράει το φουστάνι της μια εβδομάδανωρίτερα! Ωστόσο, αποτραβήχτηκε, επειδή οι άλλες γυ-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

305

Page 306: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ναίκες ερμήνευσαν διαφορετικά την απαίτηση τηςΚατερίνας. Είπαν ότι τούτο δείχνει το μεγάλο πόθο της ναπαντρευτεί μια ώρα νωρίτερα με τον Σωκράτη Μπούμπα.Ήρθαν τρεις νεαρές γυναίκες να τη φορέσουν, αλλά ηΚατερίνα τους έκλεισε την πόρτα στα μούτρα:

– Ντύνομαι μόνη μου, είπε, και τους άρπαξε τη φορεσιάαπό τα χέρια. Γιατί ξερά τα έχω τα χέρια που θα με φορέσετεεσείς;

Τελείωσε μετά από μια ώρα. Είχε αφήσει μόνον την επι-μήκυνση των μαλλιών της με μάλλινες πλεξούδες, γιατίδεν μπορούσε να το κάνει από μόνη της. Είχε χτενιστεί, εί-χε χύσει πάνω της ένα μπουκαλάκι με λεβάντα και κοιτά-χτηκε αρκετή ώρα σε έναν καθρέφτη ραγισμένο στη μέση,που την έδειχνε κι αυτή κομμένη στη μέση. Προσπάθησεαρκετά να ενώσει τα δυο κομμάτια, τα ένωσε και επιτέλουςσχηματίστηκε μια νύφη. Όμορφη σαν ακτίνα του ήλιου. Τοχρώμα του ήλιου είχαν προπαντός τα ζυγωματικά της κα-θώς και το μακρύ μέχρι τα πόδια, φουστάνι. Ήταν κατιφέςμε λεπτές ριγώσεις κι απαλό χνούδι κι αποτελούνταν απόδυο μέρη. Το πάνω μέρος ήταν κολλημένο σφιχτά στο σώ-μα και μπροστά είχε ένα άνοιγμα δυο δάχτυλα πάνω απότον αφαλό. Το άνοιγμα πιανόταν με συρμάτινες καρφίτσες,που έμοιαζαν με μικρές αράχνες. Από τις άκρες κρέμον-ταν αρμαθιές με κόκκινα, κίτρινα και λευκά κουμπιά.

Το κάτω μέρος άνοιγε σαν καμπάνα με φουσκωμένεςπιέτες. Στο τέλος οι πιέτες είχαν έξι σειρές με σιρίτια απόταφτά με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Στον χώροανάμεσα στα σιρίτια ήταν κεντημένα πουλιά και μικρά κόκ-κινα λουλούδια. Τα ίδια λουλούδια είχε και η ποδιά, πουήταν δεμένη σφιχτά στη μέση. Τη μέση την έσφιγγε ακό-μα και μια πέτσινη λωρίδα τέσσερα δάχτυλα πλατιά, στιςδυο άκρες της οποίας υπήρχαν δυο μικρές τσέπες με κα-

306

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 307: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

πάκι. Πάνω απ’ αυτή περνούσε άλλη λωρίδα από κουμπιά,αλλά πιο στενή. Στο στήθος, ανάμεσα στα τόσα θηλύκιακαι τα κρόσσια του άσπρου μαντιλιού, ξεχώριζε το ασημέ-νιο γιορντάνι. Η μια άκρη του θηλυκωνότανε στον αρι-στερό ώμο, ενώ η άλλη με ένα μαχαιράκι κατέληγε στη δε-ξιά τσέπη της πλατιάς λωρίδας.

Αφού τελείωσε με όλα αυτά, η Κατερίνα φόρεσε τα πα-πούτσια. Ήταν βαριά, μαύρα και με μεταλλικές πρόκες, γιανα αντηχεί ο τόπος, χραπ χρουπ, όταν θα περπατάει. Κιόλοι, ανοίγοντας δρόμο, να λένε «έρχεται η νύφη».

* * *Το απόγευμα του άλλου Σαββάτου όταν ο ήλιος ράν-

τιζε με χαλασμένο αίμα τις χαμηλές στέγες του οικισμού«Βασίλης Πλασάρης», οι Μπουμπαίοι ήταν έτοιμοι να ση-μάνουν την κορύφωση του γάμου. Το πρώτο σινιάλο τοέδωσε η ορχήστρα του Φερίκ, που άρχισε να παίζει πρινακόμα βγει από τη Γορίτσα. Για τους Βλάχους ο γάμος ήτανη μεγαλύτερη, η πιο χαρούμενη στιγμή στη ζωή του αν-θρώπου, γι’ αυτό και φρόντιζαν να γίνει όσο πιο εντυπω-σιακός. Αυτό το γνώριζε κάθε οργανοπαίχτης κι ακόμα κα-λύτερα ο Φερίκ, που είχε αναλάβει με μεγάλη πάντα επι-τυχία δεκάδες βλάχικους γάμους. Τα όργανα έπρεπε ναπαίξουν πριν φτάσουν στο σπίτι που έκανε τον γάμο κι οΦερίκ, γεννημένος μερακλής και γνώστης των εθίμων, έκα-νε κάτι παραπάνω, επειδή ο γάμος ήταν του διευθυντή τηςΕπιχείρησης. Το πρώτο σινιάλο το έδωσε μόλις βγήκαν απότη Γορίτσα. Όταν είδαν τις ομοιόμορφες σκεπές του νέουχωριού, ο κάθε οργανοπαίχτης άγγιξε το όργανό του. ΟΦερίκ έβγαλε από το κλαρίνο κάτι σαν γογγυσμό άγχουςκαι θρήνου. Ο βιολιτζής έκλινε το κεφάλι του και χτύπη-σε με το δάχτυλο τις χορδές. Αυτός του ακορντεόν το άνοι-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

307

Page 308: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

ξε απότομα σαν βεντάλια και χάραξε αδρά το τραγούδιτης «Βαγγελίτσας». Αυτός με το ντέφι πέρασε τα δάχτυ-λά του σαν ριπή πάνω στην επιφάνειά του. Όταν φτάσανεστην πλατεία με τον ανδριάντα του πεσόντα ΒασίληΠλασάρη, απ’ όπου φαίνονταν καθαρά πια οι σημαίες καιτα σπίτια των Μπουμπαίων, τα όργανα συντονίστηκαν καιβρόντηξαν. Και οι οργανοπαίχτες τραγούδησαν τη«Βαγγελίτσα».

Βαγγελίτσα, ΒαγγελίτσαΔώσ’ μου λεκ για μια καρφίτσα.

Στο μεταξύ, όλοι οι Μπουμπαίοι και άλλοι περίεργοιείχαν συγκεντρωθεί γύρω από τον τράγο, τον οποίο έπρε-πε να τον γδάρει ο γαμπρός. Το θύμα, που προοριζόταν νααποδείξει το αντριλίκι του Σωκράτη Μπούμπα, ήταν δε-μένο σε χοντρό πάσσαλο στην είσοδο της αυλής. Ήταν χω-ρίς κέρατα, γι’ αυτό και το κεφάλι του φαινότανε πιο με-γάλο απ’ ό,τι ήταν. Στριφογύριζε τα μάτια λες και προ-σπαθούσε να καταλάβει γιατί τόσοι άνθρωποι ασχολούν-ταν μαζί του. Αυτός που θα ασχολούνταν πραγματικά μα-ζί του, ο Σωκράτης Μπούμπας, για την ώρα αρκούνταν στονα τον χαϊδεύει με τον σουγιά. Πότε τον πλησίαζε στα μά-τια σαν να ήθελε να του τα βγάλει και πότε του ανακάτευετα γένια σαν να ήθελε να του τα κόψει. Αλλά και οι άλλοιτριγύρω όλο και κάτι έκαναν. Οι πιο ηλικιωμένοι ετοιμά-ζανε τα ρολόγια με τις καδένες για να μετρήσουν πόσοχρόνο θα χρειαζόταν ο Σωκράτης να το γδάρει. Οι γριέςαγνάντευαν από μακριά με τα χέρια στη μέση. Οι γυναί-κες κουκουρίζανε μεταξύ τους και έριχναν πονηρά βλέμ-ματα προς τα μαραμένα αχαμνά του τράγου. Τα παιδιά, μεεπικεφαλής τον πρόεδρο τον Λευτέρη έχωναν τα χέρια κά-τω από την κοιλιά του και ανασήκωναν το χέρι μέχρι τον

308

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 309: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

αγκώνα για να δείξουν ότι ήταν βαρβάτος. Οι νεαρές κο-πέλες άλλαζαν δρόμο και έκρυβαν το χαμόγελο, που τουςέκανε τα ζυγωματικά κόκκινα σαν το αίμα.

Όλοι τριγύρω σιώπησαν όταν ο γαμπρός, αφού έσφαξετον τράγο, τον κρέμασε στη φούρκα από κρανιά για να τονγδάρει. Ήταν ο τράγος ο μπροστάρης του κοπαδιού.Επιλεγόταν τέτοιος τράγος, γιατί και τα μικρά παιδιά ήξε-ραν ότι είχε το πιο δύσκολο γδάρσιμο. Το δέρμα του ήτανκολλημένο σαν με κόλλα με το κρέας του και ήθελε σιδε-ρένια δάχτυλα να το ξεχωρίσεις. Ο Σωκράτης Μπούμπαςείχε ιδεί πολλά και ήξερε πολλές περιπτώσεις που οι γαμ-προί δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη Δευτέρα το βρά-δυ, λόγω της εξάντλησης από το δύσκολο γδάρσιμο. Οίδιος, από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν έδειξε κανένα ση-μάδι κούρασης και την ώρα που πέταγε το δέρμα, είπεστους παρευρισκόμενους με επίσημο τόνο:

– Φέρτε μου κι έναν άλλο, να του ροκανίσω και τα κό-καλα!

* * *

Την άλλη μέρα ο ουρανός πάνω από τον οικισμό«Βασίλης Πλασάρης», έμοιαζε με γδαρμένη φλούδα ευ-καλύπτου. Από τη μεριά του Μπούφου φύσαγε δυνατόςάνεμος, που έσπρωχνε προς τον οικισμό πότε ένα μαύροσύννεφο και πότε ένα άσπρο. Σήκωνε σκόνες και τύλιγετα βάτα του δρόμου, πλατάγιζε τις σημαίες και στροβιλί-ζονταν σαν οι ρουφήχτρες του κυκλώνα. Ήταν φανερό πωςπλησίαζε μεγάλος κυκλώνας. Ίσως ο μεγαλύτερος από τό-τε που οι Βλάχοι εγκατέλειψαν τις αχυροκαλύβες τους καιο γέρος των Μισαίων έμεινε άνεργος, γιατί δεν υπήρχε λό-γος πια να προειδοποιεί τον κόσμο να σβήσουν τις φωτιές.Τώρα με την πέτρα η φωτιά είχε χάσει το παιχνίδι της. Κι

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

309

Page 310: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

οι Βλάχοι γελούσαν πια με την αδυναμία της. Όπως έκα-ναν και την Κυριακή του γάμου στα σπίτια τωνΜπουμπαίων, οι αυλές των οποίων είχαν γεμίσει με κόσμο.Τα περισσότερα γέλια έβγαιναν από τα παράθυρα του δω-ματίου που στόλιζαν τον γαμπρό. Είχαν έρθει, συνοδευό-μενοι από την ορχήστρα, ο κουμπάρος και ο αδερφοποι-τός, είχαν ριχτεί οι κόκκινες βελέντζες στα άλογα των συμ-πεθέρων, που θα πήγαιναν να πάρουν τη νύφη, είχαν επι-λέξει για την Κατερίνα το πιο φρόνιμο μουλάρι. Είχε μεί-νει ακόμα το ξύρισμα και το στόλισμα του γαμπρού, πουεκείνη την κορυφαία μέρα ήταν ευτυχισμένος και ανυπό-μονος. Ανυπομονησία, που οι γυναίκες οι οποίες τον στό-λιζαν, την εξηγούσαν με το πλησίασμα της πρώτης νύχταςκαι την αγωνία για το ξεπαρθένεμα της νύφης.

Ο Σωκράτης ένιωσε πιο ήρεμος όταν καβαλίκεψε τονΜέρτζο, αν και έπρεπε να κάνει υπομονή και να αντέξειτο γαμπριάτικο κουστούμι, προπαντός κάτι εξαρτήματάτου, η εποχή των οποίων είχε περάσει. Με μεγάλο πόλεμοαναγκάστηκε να φορέσει το γελέκι από σαγιάκι, την άσπρημάλλινη πετσέτα, που του τύλιγε τη μέση και το λεπτό με-ταξένιο σάλι, γύρω από τον λαιμό. Που στη διαδρομή, τοπέταξε, επειδή το ανέμιζε συνέχεια ο δυνατός αγέρας τουΜπούφου. Η διαδρομή, ωστόσο, ήταν πολύ μικρή μέχριτους Χολεβαίους και πολλοί είπαν να την κάνουν πεζοί,αλλά επικράτησαν οι άλλοι, που ονειρεύονταν έναν γάμοόπως στις παλιές καλές εποχές: Μια ομάδα συμπεθέρων,με επικεφαλής τον πρώτο συμπέθερο, τον ΓεράσιμοΜπούμπα, να βαδίζουν πεζοί, ενώ οι νέοι να πάνε καβα-λάρηδες.

Ήταν δεκαπέντε νέοι και άντρες καβαλάρηδες, πουακολουθούσαν τροχάδην ο ένας τον άλλο. Στην κορφήοδηγούσε ο αδερφοποιτός, που κράταγε στο χέρι μια από

310

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 311: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τις σημαίες του γάμου, την κόκκινη, ενώ στο τέλος έκλει-νε τη φάλαγγα το φρόνιμο μουλάρι της Κατερίνας. ΟΣωκράτης Μπούμπας ακολουθούσε τον αδερφοποιτό. Τοπρόσωπό του έλαμπε από χαρά και παρ’ όλη την ενόχλη-ση που του προκαλούσε η γαμπριάτικη στολή, ήθελε νατραγουδήσει το «Γραμμένα μάτια μου», το τραγούδι τηςκαρδιάς του από τα παιδικά του χρόνια. Κι ακόμα να απε-λευθερώσει το γέλιο που το έπνιγε, το έκρυβε, μολονότι οιάλλοι σχολίαζαν με περιπαιχτική διάθεση: «Ιδέστε τον πωςπεθαίνει να πλαγιάσει με την Κατερίνα!»

Οι δυο άκρες του κύριου δρόμου του οικισμού «ΒασίληςΠλασάρης», μολονότι με σωρούς από μπάζα, κομμάτιααπό σανίδες, πεταγμένα τούβλα και λάσπη, ήταν γεμάτεςαπό θεατές. Ανέμιζαν τα χέρια, εύχονταν «Να προκόψετε,να προκόψετε!» καταπίνοντας ταυτόχρονα τη σκόνη πουσήκωνε ο άνεμος του Μπούφου και τα πέταλα των αλό-γων. Κάτω από τη σκόνη και το ποδοβολητό των αλόγων,ο Σωκράτης, απαλλαγμένος από τις συστολές, μπορούσενα απελευθερώσει τη χαρά που την έπνιγε μέσα του και ναβγάλει για πρώτη φορά, προς τα έξω το όνομα «Κατερίνα».Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε προφέρει ποτέ το όνομάτης. Είχε δοκιμάσει δεκάδες φορές, αλλά το όνομα παρέ-μενε βαθιά μέσα του. Ίσως να μπορούσε τώρα, που ήταντόσο χαρούμενος. Κι είχε δυνατό άνεμο. Και πολλά ποδο-βολητά αλόγων, πολύ ουρανό που έμοιαζε με τα γραμμέναμάτια της Κατερίνας. Και πολλή σκόνη.

Και δοκίμασε. Τα χείλη του άνοιξαν σιγανά να προφέ-ρουν το όνομά της, τον διέκοψαν, όμως, ένα σμάρι παιδιά,που περιτριγύριζαν τον Λευτέρη τον πρόεδρο, τον τρελότων Κατσέτων. Την ίδια στιγμή, άκουσαν να βγαίνουν απότα σπίτια των Χολεβαίων κραυγές γυναικών, όπως οι κραυ-γές σε κηδεία.

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

311

Page 312: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

312

– Τι έγινε; είπε ο Σωκράτης Μπούμπας, κοιτάζονταςτα παιδιά με το σύννεφο της σκόνης στα κεφάλια τους, πουέμοιαζε σαν πούπουλα μαδημένου περιστεριού.

Αντί για τα παιδιά, απάντησε ο Λευτέρης ο πρόεδρος:– Γυρίστε πίσω, είπε με τέτοια καθαρότητα σκέψης, που

δεν την είχε ούτε πριν τρελαθεί. Δεν υπάρχει νύφη. Τηνάρπαξαν οι Λιάμπηδες!

Page 313: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Κεφάλαιο 10

313

Λένε πως όταν οι Μπουμπαίοι όρμησαν στα σπίτια τωνΛιάμπηδων, ξεσηκώθηκε τέτοιο σύννεφο σκόνης που μό-νον μετά από έναν μήνα έφυγε από τις στέγες, τα πεζού-λια, τα κατώφλια και τους δρόμους με καλντερίμια τηςΓορίτσας. Ο συνοικισμός των Λιάμπηδων ήταν κάπως πα-ράμερα, με σπίτια χαμηλά, σχεδόν ακουμπημένα στο βου-νό και με την όψη προς τον κάμπο. Και που βλέπανε σανλοξά τις αποθήκες του καλαμποκιού. Το ψηλότερο σπίτιανάμεσά τους ήταν εκείνο του Ριζά Κέρπι. Μέχρι εκεί οιΜπουμπαίοι πήγαν καβάλα στα άλογα. Κι ήταν όλοι, όπωςτο πρωί που πήγαν να πάρουν τη νύφη. Έλειπε μόνον η κόκ-κινη σημαία που ο αδερφοποιτός, μόλις άκουσε «τη νύφητην άρπαξαν οι Λιάμπηδες», την πέταξε πάνω στους σω-ρούς με τα μπάζα. Κατέβηκαν από τα άλογα εκεί που ο δρό-μος στένευε, λίγα μέτρα από την αυλή του Ριζά Κέρπι. Οστενός δρόμος ήταν με ξηραμένο μαυρόχωμα και λίγο πιοπέρα κλωθογύριζε δίπλα σε βάτα, πάνω στα οποία κάτιάσπριζε. Ο Σωκράτης Μπούμπας παραλίγο να απλώσει τοχέρι να το πάρει, γιατί νόμισε πως ήταν το κροσσωτό μαν-τήλι της Κατερίνας.

Πίσω από τα βάτα ήταν η αυλή, χωρίς φράχτη από κα-λάμες ηλίανθου, αλλά με λιόδεντρα, πορτοκαλιές, θημω-

Page 314: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

νιές χόρτου, δεμάτια από κλαριά για τα ζώα και ψηλούς ευ-καλύπτους.

Οι Μπουμπαίοι προχώρησαν με άγριες διαθέσεις καιδιέσχισαν την άδεια αυλή. Δεν συνάντησαν ίχνος ανθρώ-που. Οι κότες όργωναν το χώμα γύρω από το πηγάδι, τογουρούνι έτρωγε πίτυρα στην ξύλινη κορύτα, τα σπουργί-τια πετούσαν σαν τρελαμένα στα κλαριά του ευκαλύπτου,ένα τσουκάλι έβραζε στη φωτιά από κοτσάνια καλαμποκί-σιων σταχιών και ο άνεμος του Μπούφου έβγαζε το άχτιτου πάνω στα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου.

Ο πιο οργισμένος ήταν ο αδερφοποιητός. Έτοιμος ναθυσιαστεί για τον ντροπιασμένο γαμπρό, ορκιζόταν ότι θαξαναβρεί τη χαμένη τιμή των Μπουμπαίων, ακόμα κι ανχρειαστεί να κάψει ζωντανούς τους Λιάμπηδες και να τουςψήσει το συκώτι στη θράκα.

Στάθηκαν δίπλα στη φωτιά από κοτσάνια καλαμποκιού.Με το βλέμμα στην κύρια είσοδο και στα παράθυρα, απο-ρημένοι που δεν υπήρχε ψυχή ανθρώπου.

– Θα τους ψήσω το συκώτι, ούρλιαξε ο αδερφοποιητός.Να μπούμε και να τους κάψομε σαν τα ποντίκια!

– Κανένας να μην κουνηθεί! διέταξε ο ΣωκράτηςΜπούμπας.

Τα μάτια του στάθηκαν στο γεμάτο από κουτσουλιέςπεριστεριών παρατημένο ντέφι. Το κοίταξε επίμονα σαν ναήθελε να βρει εκεί την αρχή του κακού, που του περνούσεαπό δίπλα και ποτέ δεν το έβλεπε. Το είδε, όμως, τώρα. Καιτου εμφανίστηκε σαν πάγος στην καρδιά του. Δεν έπρεπε ναήταν πρόσφατο. Έπρεπε να είχε ριζώσει από τότε που ο μο-ναχογιός του Ριζά Κέρπι χτυπούσε το ντέφι στους βλάχι-κους γάμους ή και αργότερα στις χοροεσπερίδες, όπου οινέοι και οι νέες χορεύανε κολλητά το χορό «Το δικό μουκαι το δικό σου» όπως είχε ονομάσει το fox η γιαγιά του η

314

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 315: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Αρχοντούλα. Μια φορά την είχε ιδεί την Κατερίνα να χο-ρεύει με τον ντεφιτζή και πρόσεξε ότι ενώ αυτή προσπα-θούσε να κρατήσει απόσταση, εκείνος έμοιαζε σχεδόν λι-πόθυμος, επειδή ήταν τόσο κοντά της. Είχε ωχρό πρόσω-πο και ήταν ταραγμένος σαν να ήταν η πρώτη φορά πουέβλεπε γυναίκα.

Δεν είχε υποψιαστεί, όμως, γιατί ήταν γιος του φίλουτων Μπουμπαίων, του Ριζά Κέρπι. Και είχε γίνει ένα με ταπαιδιά των καλυβόσπιτων από τότε που τον έτρωγε η πε-ριέργεια γιατί εκείνος, χώρια από τους Λιάμπηδες, είχε όνο-μα Βλάχου. Ένιωσε ένα δάγκωμα στην καρδιά, αλλά σκέ-φτηκε ότι ήταν επειδή αγαπούσε πολύ την Κατερίνα.Πραγματικό δάγκωμα, όμως, ήταν τότε, που μαζί με τις ει-κόνες κάηκαν και οι καλύβες και έμαθε ότι η Κατερίνα ανα-στήθηκε χάρη στο φιλί της ζωής του Δημητράκη Κέρπι.Ήταν αλήθεια φίλος της οικογένειας, αλλά τούτο δεν ήταναρκετό να τον γλιτώσει από την άγρια ζήλια και από τις βα-σανιστικές σκέψεις και φαντασιώσεις για το φιλί του. Ότιδηλαδή, της Κατερίνας να της είχε αρέσει το φιλί τουΛιάμπη. Κι αναριγούσε από τον τρόμο ότι ο Λιάμπης, μετα χείλη της Κατερίνας, μπορεί να είχε κάνει πολύ περισ-σότερα απ’ ό,τι απαιτεί το φιλί της ζωής.

Ήταν ο ίδιος τρόμος που ένιωσε και τότε που πήγε ναβγάλει τα μάτια του Μέρτζου, όταν διαλύονταν οι αρρα-βώνες από κούνια, αλλά που ευτυχώς δεν κράτησε πολύ,γιατί ξεπεράστηκε μετά τη Λευκή Κυριακή. Μετά από τημέρα αυτή ήταν σάμπως πάνω από την Κατερίνα και τονίδιο σαν να είχε χαμηλώσει ένας ευτυχισμένος ουρανός. Καικύλησαν νερά λευκής κατανόησης, τόσο λευκής που απότην καρδιά του ξεριζώθηκε κάθε άγχος, κάθε υποψία καικάθε αηδιαστική και αβάσταχτη φαντασίωση, ότι ηΚατερίνα μπορεί να είχε γλιστρήσει, έστω και νοερά, στην

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

315

Page 316: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

αγκαλιά ενός άλλου. Τόσο περισσότερο στην αγκαλιά ενόςνόθου Λιάμπη, που δεν ήξερε να κάνει τίποτα άλλο από τονα προσεύχεται σε ένα όνομα που δεν του άνηκε και ναπαίζει ένα ντέφι γεμάτο με κουτσουλιές περιστεριών.

Πεπεισμένος πλήρως ότι την Κατερίνα την είχαν απα-γάγει, τράβηξε το βλέμμα από το σιχαμερό ντέφι, κοίταξεάγρια την πόρτα που είχε χρώμα ψημένου συκωτιού καιήταν έτοιμος να διατάξει έφοδο να μπούνε στο σπίτι. Δενπρόλαβε, γιατί στην πόρτα πρόβαλε ο Ριζά Κέρπι. Στάθηκεδύο βήματα μπροστά από το κατώφλι, σήκωσε τα δυο χέριαστο αέρα σαν να ήθελε να ηρεμήσει το αγριεμένο πλήθος.Ήταν ένα σινιάλο, που οι περισσότεροι το γνωρίζανε γιατίο Ριζά Κέρπι, ο οποίος ήταν πάντα κοντά στους Βλάχουςκαι όπως διαδιδόταν έγραφε γι’ αυτούς βιβλίο. Πάντα σή-κωνε τα χέρια στον αέρα όταν ήθελε να τον ακούσουν. Τοίδιο τα σήκωνε κι όταν έκανε τον διαιτητή στα παιγνίδιατων παιδιών, την ώρα που παίζανε με τη λαστιχένια μπάλαπου ο ίδιος την είχε φέρει, αντικαθιστώντας την άλλη απόκουρέλια. Τότε, οι μεγάλοι, καθώς τον έβλεπαν ανάμεσαστους μικρούληδες, δίσταζαν να τον προσεγγίσουν. Γιατίσκέφτονταν πως όποιος κάθεται με μικρούς, σημαίνει ότιέχει μυαλό μικρού. Αργότερα, όμως, όταν είδαν ότι τουςπροστάτευε και η επιθυμία του ήταν να συναναστρέφεται μεΒλάχους, τον πλησίασαν. Ίσως αυτό το πλησίασμα επηρέ-ασε το αγριεμένο πλήθος να σταθεί και να τον ακούσει.

– Μη βιάζεστε, είπε ο δάσκαλος, κοιτάζοντάς τους όλουςγλυκά, κι αποφεύγοντας μόνον τον Σωκράτη Μπούμπα. Ηβιασύνη κι ο θυμός βγάζουν μάτι. Τη νύφη εδώ την έχομε.Αν θέλει η ίδια, μπορεί να έρθει μαζί σας κι αν δεν θέλει ηίδια μπορεί να παραμείνει σε μας. Ό,τι και να γίνει, τουςΜπουμπαίους τους είχα και θα τους έχω φίλους.

Η κρίση του για το συμβάν ήταν κρίση μικρού παιδιού

316

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 317: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

και το πλήθος, αντί να ηρεμήσει, αγρίεψε περισσότερο. Καιπιο πολύ ο αδερφοποιτός, ο οποίος ήταν έτοιμος να θυ-σιαστεί για τους Μπουμπαίους και όσα είπε ο άνθρωπος μετα υψωμένα χέρια, δεν ήταν τίποτα άλλο από παραμύθιακαι λιάμπικες μπούρδες.

– Μπαμπέσηδες Λιάμπηδες, ούρλιαξε, ντροπή σας! ΟιΜπουμπαίοι σας έβαλαν στο σπίτι, σας έδωσαν ψωμί, ενώεσείς αρπάξατε τη νύφη τους. Αίσχος!

– Τη νύφη δεν την άρπαξε κανείς, είπε Ριζά Κέρπι. Ηκοπέλα ήθελε να φύγει μόνη της. Αν είναι κάποιος που τηνάρπαξε, αυτό είναι η αγάπη.

Τώρα είχε ανοίξει τα χέρια σαν να ήθελε να πει ότι δενμπορείς να κάνεις τίποτα μπροστά σε πράγματα που είναινα συμβούν. Κι ότι το λιγότερο που έχεις να κάνεις, είναινα μην βιαστείς. Να ακούσεις το ψύχραιμο μυαλό και όχιτη ζεστή καρδιά.

– Γελάς! Ούρλιαξε το πλήθος και κοίταξε τον ΣωκράτηΜπούμπα, αναμένοντας το σινιάλο να κάψουν τουςΛιάμπηδες.

Ο Σωκράτης Μπούμπας δοκίμασε να φωνάξει, αλλάδεν τα κατάφερε. Ένας στρόβιλος, που ανέβηκε από τα βά-θη του, σταμάτησε στον λαιμό του. Όπως τότε που δεν μπο-ρούσε να βγάλει προς τα έξω το όνομα της Κατερίνας. Είχεβραχυκυκλώσει ανάμεσα στα συναισθήματα, που ήταν τό-σο ειρηνικά όσο και άγρια. Σαν να είχε μπερδευτεί ανάμε-σα στη ζωή και τον θάνατο. Όπου στη μέση της ζωής καιστη μέση του θανάτου ήταν το πιο αγαπημένο του πρόσω-πο στον κόσμο, η Κατερίνα.

– Δεν γελάω, φώναξε ο Ριζά Κέρπι. Αν θέλετε να ρωτή-σετε την κοπέλα, ορίστε, περάστε μέσα.

Το αγριεμένο πλήθος κοίταξε προς τη μισάνοιχτη πόρ-τα λες και περίμεναν να προβάλει η Κατερίνα. Αλλά είδαν

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

317

Page 318: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

να βγαίνει άλλος, ο Δημητράκης Κέρπι. Αυτός που μια φο-ρά κι έναν καιρό έπαιζε το ντέφι στους γάμους τους. Ο μο-ναδικός Λιάμπης εκείνης της περιοχής με όνομα Βλάχου.Ο ταξίαρχος των αποθηκών του καλαμποκιού. Ο άνθρω-πος που έκαψε τις εικόνες, αλλά και ο άνθρωπος που ανά-στηνε τους πυρόπληκτους, μόνον με ένα φιλί. Και τώρα οαπαγωγέας της Κατερίνας.

Το αγριεμένο πλήθος κουνήθηκε, στριμώχτηκε, κοίτα-ξε τον Σωκράτη Μπούμπα, ο οποίος έπρεπε να δώσει τηνεντολή για την έφοδο, αλλά εκείνος κοίταζε αποσβολωμέ-νος τον απαγωγέα, που είχε σταθεί δίπλα στον πατέρα τουκαι γελούσε. Το πρόσωπό του, έτσι γελαστό, έμοιαζε με τοκουτσουλισμένο ντέφι. Από τα ανοιχτά χείλη του είχε προ-βάλει η οδοντοστοιχία του, που τον Σωκράτη Μπούμπατον έκανε να ριγήσει πατόκορφα. Γιατί ήταν σαν είδε εκείκομμάτια από το άσπρο κρέας της Κατερίνας.

Τον δάγκωσε η υποψία ότι ο Δημητράκης Κέρπι ήτανπάντα εκεί που απουσίαζε ο ίδιος. Κι ήταν ολόιδιος με τονπατέρα του στο ανάστημα, στο χρώμα των μαλλιών, στομέτωπο με τις βαθιές ρυτίδες και τα βαθουλωμένα μάτια.Τη στιγμή που ο πατέρας έκανε το παν να συγκρατήσει τονθρίαμβο και να κηρύττει φιλία, ο γιος του έμοιαζε κορε-σμένος με φιλία και ακόρεστος με θρίαμβο. Η αχορτασιάτου με θρίαμβος τον έκανε να προβάλει τα δόντια, σταοποία ο Σωκράτης Μπούμπας δεν μπορούσε να μην ιδεί τακομμάτια από το άσπρο κρέας της Κατερίνας. Το κρέας πουστα όνειρά του παρέμενε ακόμα παρθένο.

Ήταν πια έτοιμος να δώσει εντολή, χωρίς να είναι σί-γουρος αν θα ήταν εντολή για οπισθοχώρηση ή για έφοδο.Στάθηκε λίγο, γιατί είδε πως ο απαγωγέας ετοιμάστηκε ναμιλήσει:

– Σωκράτη Μπούμπα, πήγαινε στο σπίτι σου! άκουσε

318

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 319: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

τον απαγωγέα και τον κοίταξε επίμονα στα μάτια, που είχανχαθεί μέσα στα βαθουλώματα. Δεν είναι ανάγκη να ρωτή-σεις την Κατερίνα. Η Κατερίνα αγαπάει εμένα. Αλλά κι εσέ-να, δεν νομίζω ότι σου χρειάζεται πια μια γυναίκα, που έχα-σε την παρθενιά της με έναν άλλο.

– Φωτιά! Κάψτε τους!

* * *Μετά από την εντολή αυτή, οι άνθρωποι όλης της πε-

ριοχής, δεν άκουσαν ποτέ ξανά τη φωνή του ΣωκράτηΜπούμπα. Γιατί εκείνος δεν μίλησε πια ούτε όταν η φωτιάαπό τα κοτσάνια καταβρόχθισε τις θημωνιές του χορταρι-ού, ούτε όταν ο αδερφοποιτός πέταξε το κουτσουλισμένοντέφι στην κορύτα, που έτρωγε πίτυρα το γουρούνι, ούτεόταν τα σπουργίτια πέταξαν τρομαγμένα μακριά από τουςευκαλύπτους, ούτε όταν ο καπνός τύλιξε τις σκεπές τηςΓορίτσας, ούτε όταν ο αστυνόμος της περιοχής, ο ΙωσήφΣιόλα του έριξε τα σίδερα κι ούτε όταν τον στρίμωξαν στοτρομαχτικό τζιπ της Ασφάλειας.

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

319

Page 320: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:
Page 321: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Επίλογος

321

Τον Σωκράτη Μπούμπα τον κλείσανε σε μακρινή, τρο-μακτική και άγνωστη φυλακή. Σαν να ήταν κάπου στο που-θενά. Κανείς δεν ήξερε την τοποθεσία. Ωστόσο, υπήρξανάτομα, απ’ αυτά που τριγύριζαν τον αστυνόμο της περιο-χής, που είπαν πως στο μέρος εκείνο δεν φτεροκοπούσα-νε πουλιά, δεν τον έβλεπε ήλιος, δεν τον άγγιζε άνεμος.

Αργότερα, πάνω του έπεσαν σκιές μυστηρίου, τις οποί-ες ο μόνος που τολμούσε να τις ανασηκώσει έστω ελαφρά,ήταν ο Ριζά Κέρπι. Λέγανε πως με την νύφη του, τηνΚατερίνα, ήταν πολύ ευχαριστημένος και της είχε υπο-σχεθεί πως με τους γνωστούς και φίλους του Λιάμπηδεςπου ήταν στην κυβέρνηση, θα έκανε το παν για να μάθουντουλάχιστον που τον κρατούσαν και, ίσως να τον έβγαζαναπό τη φυλακή. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει τους παλιούςτου φίλους που τώρα ήταν συνάμα και άνθρωποι της νύ-φης του.

Η Κατερίνα έχυνε μαύρο δάκρυ και προσευχόταν νυχ-θημερόν για τον Σωκράτη. Όμως, τα δάκρυά της, καθώςκαι οι συνεχείς προσπάθειες του Ριζά Κέρπι έπεσαν καθώςφαίνεται στο κενό, αφού ο φυλακισμένος δεν επέστρεφεαπ’ το μακρινό και άγνωστο μέρος. Παρ’ όλα αυτά, μετά

Page 322: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

από τις επίμονες προσπάθειες του δασκάλου, ανοίχτηκεμια μικρή ρωγμή στο περίβλημα του μυστηρίου. Έτσι άρ-χισαν να καταφτάνουν τα πρώτα σινιάλα.

Έμειναν κατάπληκτοι όταν μάθανε πως τον ΣωκράτηΜπούμπα τον είχαν κλείσει στην πιο κακόφημη φυλακήτης χώρας, εκεί που συνήθως πήγαιναν τους ορκισμένουςεχθρούς του κράτους. Με την ίδια κατάπληξη δέχτηκανκαι τη φήμη ότι είχε χάσει τη φωνή του. Κι επειδή δεν μπο-ρούσε να μιλήσει, έκλεισε για πάντα και το στόμα του.Μετά τις λέξεις «Φωτιά, κάψτε τους!» που τις ξεστόμισετην ημέρα που διέταξε να καούν οι Κέρπηδες, άλλη λέξηδεν θα ’βγαινε πια απ’ το στόμα του.

Η σιωπή στην οποία, πικραμένος από τη φυγή τηςΚατερίνας, είχε αναγκάσει τον εαυτό του, θεωρούνταν πιαως σιωπή φυσιολογική. Και παντοτινή. Του μιλούσαν καιδεν αποκρινόταν. Τον έδερναν και υπέμενε τον πόνο. Τονβασάνιζαν και άντεχε. Πράγμα που το κάνουν μόνον οιΒλάχοι του βουνού, όταν θίγεται το φιλότιμό τους και πο-νάει η ψυχή τους. Εκείνοι, όμως, που τον είχαν αναλάβει,την ερμήνευσαν αλλιώς την αντοχή του. Ότι δεν ήταν ζή-τημα φιλότιμου και πόνου ψυχής, αλλά τυφλή αντίστασηενός ξεροκέφαλου Βλάχου που δεν φοβάται να αναμε-τρηθεί με το ίδιο το κράτος.

Εν τω μεταξύ, είχε διευκρινιστεί πως δεν τον κρατού-σαν στη φυλακή επειδή την μέρα του γάμου είχε κάψει με-ρικές θημωνιές με χόρτα, αλλά για λόγους πολύ πιο σοβα-ρούς. Οι θημωνιές ήταν μόνον η αρχή. Αργότερα ακολού-θησαν οι φοβερές κατηγορίες που ο νους του δεν μπορούσενα τις χωρέσει. Τον αποκάλεσαν «πράκτορα των Ελλήνων»και την πλαγιά του Μπούφου «καταφύγιο δολιοφθορέων».Ως αποδειχτικό στοιχείο, του ανέφεραν τον άγνωστο μετις ραμμένες άκρες των ματιών που είχε εμφανιστεί στο

322

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 323: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Λιβάδι της Συμφιλίωσης, τη Λευκή εκείνη Κυριακή πουσυμφιλιώθηκε με την Κατερίνα. «Συναντήθηκες με δολιο-φθορείς και σιώπησες» του είπαν. Εν τω μεταξύ, και τηνίδια τη μέρα της Συμφιλίωσης την είδαν καχύποπτα. Γιανα τη λέγανε Λευκή Κυριακή, υπαινίσσονταν πως οι άλ-λες μέρες ήταν μαύρες. Του ανέφεραν ακόμα ότι η γιαγιάτου διέδιδε πως τάχα συνομιλούσε με τους νεκρούς, ενώ οπραγματικός της σκοπός ήταν να λοιδορήσει και να συ-κοφαντήσει τους πεσόντες, όπως είχε κάνει στα εγκαίνιατου οικισμού. Ίσως, μάλιστα, να είχε κρύψει και εικόνες πουγλύτωσαν από τη φωτιά. Ενώ είχε ορκιστεί ότι απαλλά-χτηκε από τα κατάλοιπα του παρελθόντος και τις οπισθο-δρομικές αντιλήψεις, παντρεύονταν την από κούνια αρ-ραβωνιαστικιά του, δηλαδή εξαπατούσε φανερά το κρά-τος. Δούλευε υπογείως για μια βλάχικη επανάσταση μέσωτης οποίας η Ελλάδα θα προσαρτούσε όλη την περιοχήτου Μπούφου. Ονειρευόταν τη Δημοκρατία τωνΤσομπάνων με πρωτεύουσα τη Μοσχόπολη, γιατί δεν ήταντυχαίο που, ενώ θεωρούσε τον εαυτό του ως πρώτον ανά-μεσα στους Βλάχους, καλόπιανε έναν τρελό που είχε αυ-τοανακηρυχτεί ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Οι κατηγορίες πολλαπλασιάζονταν από μέρα σε μέρακι αυτός τις αντιμετώπιζε μόνο με σιωπή. Ωστόσο, κανείςδεν ήξερε πως πιο πολύ απ’ το σώμα, πονούσε η ψυχή του.Όπως δεν πίστευαν ότι σιωπά, όχι επειδή δεν μπορεί ναμιλήσει, αλλά επειδή αρνείται να ανοίξει το στόμα του.Τότε διαδόθηκε η είδηση ότι έχασε τη φωνή του. Πράγμαπου οι αρχές της φυλακής δεν το πίστεψαν. Αντίθετα, πί-στευαν ότι είχαν να κάνουν με έναν επικίνδυνο εχθρό μεβλάχικη ξεροκεφαλιά, που τους πέταγε στα μούτρα τη σιω-πή του, για να τους προκαλέσει, πράγμα σπάνιο κι ανή-κουστο για την ιστορία της συγκεκριμένης φυλακής.

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

323

Page 324: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

Στην πρόκληση αυτή απάντησαν με πρωτοφανή αγριό-τητα που εντεινόταν ολοένα και πιο πολύ, γιατί τους εξόρ-γιζε η ύπαρξη της ψυχής στον κρατούμενο, σε αντίθεση μετην απουσία της ψυχής από τους ίδιους. Γι’ αυτό και επι-νοούσαν συνεχώς νέους τρόπους βασανισμού. Με σκοπό ναξηράνουν την ψυχή του θύματος και ταυτόχρονα να γεμί-σουν τη δική τους άβυσσο. Δίχως να γνωρίζουν ότι ο άν-θρωπος από τον Μπούφο, τη δύναμη της ψυχής την αντ-λούσε από έναν τρομερό πόνο, που ήταν ταυτόχρονα καιμίσος και νοσταλγία. Μίσος και νοσταλγία για δυο όμορφαμάτια που δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός ότι ταείχε χάσει. Καμιά φορά, ακουγόταν απ’ το κελί του τις νύ-χτες κάτι σαν θρήνος βαρύς, πνιχτός και λυπητερός, πουαργότερα διευκρινίστηκε πως ήταν τραγούδι. Τραγούδιγια έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.

Όταν το έμαθαν αυτό, τα βασανιστήρια εντάθηκαν.Ήταν πεπεισμένοι πως ο Σωκράτης Μπούμπας δεν θα μι-λούσε όσο διέθετε ψυχή. Την οποία την καταπράυνε με τοθλιμμένο τραγούδι ή με την άσβεστη νοσταλγία για δυομάτια γραμμένα. Σταμάτησαν τα βασανιστήρια, προσωρι-νά, μόνον όταν διάβασαν στον τοίχο του κελιού, μια φρά-ση γραμμένη με αίμα: «Δεν μπορώ να μιλήσω, γιατί έχωπόνο στην ψυχή».

Ύστερα εφάρμοσαν ένα από τα γνωστά κόλπα της φυ-λακής. Τον μετέφεραν σε άλλο κελί, πολύ πιο άνετο, ευ-ρύχωρο και με τρεις άλλους, που θα κοιμότανε σε μεταλ-λικές κουκέτες όπως εκείνες του φροντιστηρίου τηςΤεχνητής Γονιμοποίησης. Ένα βράδυ του πρόσφεραν μο-λύβι και τετράδιο. Αφού έλεγε πως δεν μπορεί να μιλήσειμε το στόμα, τότε ας μιλήσει με την πένα.

Ακριβώς τότε, ο Σωκράτης Μπούμπας, κοίταξε έξω απ’το παράθυρο της φυλακής και το σούρουπο του φάνηκε

324

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 325: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

σαν κατάκοπος Βλάχος γαμπρός. Άνοιξε το τετράδιο, άγ-γιξε το μολύβι και το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυα-λό ήταν η πλαγιά του Μπούφου κι εκείνο το απόγευμα τουΠάσχα που είχε πάει με τον πατέρα του να ιδούν τηνΚατερίνα. Και το ποτάμι που κυλούσε αιώνια κάτω απ’ τιςγέρικες ιτιές, τα καλυβόσπιτα στις δυο του όχθες, ο καπνόςπου άπλωνε τους βραχίονες δίχως σταματημό, οι χαρού-μενες κραυγές των παιδιών που έβγαζαν, καθώς περι-στρέφονταν πάνω σ’ έναν ξύλινο άξονα. Μια απ’ αυτές τιςκραυγές ήταν η δική του… Βυθίστηκε σε μια θάλασσα φω-τεινών αναμνήσεων και αθώων ονείρων που δεν ήθελε νατελειώσουν ποτέ. Μα εκείνα δεν κράτησαν πολύ. Έσβησαν,όπως σβήνει μια αστραπή στο σκοτάδι της νύχτας.

Τα όσα διάβασαν στο τετράδιό του, οι αρχές της φυλα-κής τα θεώρησαν χαζομάρες των Βλάχων του Μπούφου ήκαι αξιοζήλευτη πονηριά για να αποφύγει τις κατηγορίες.Να τους ρίξει στάχτη στα μάτια. Και όχι μόνο δεν συγκι-νήθηκαν καθόλου, αλλά αντίθετα, σαν να ερήμωσαν κι άλ-λο οι ψυχές τους. Με ερημωμένη ψυχή όρμησαν και πάλιπάνω του, τώρα πια με έναν απώτερο σκοπό. Να βγάλουνστα χείλη του τη λέξη που ήθελαν ή να του ξεριζώσουν τηνψυχή. Ώσπου, μια μέρα, του ανακοίνωσαν την τελική από-φαση. Εκτέλεση!

Έναν χρόνο μετά τη σύλληψή του, όταν η φθινοπωρι-νή εκείνη μέρα άρχισε να σουρουπώνει, ο ΣωκράτηςΜπούμπας βρέθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπα-σμα.

Ποτέ δεν μαθεύτηκε ούτε ο τόπος της εκτέλεσης ούτεκαι ο λάκκος όπου πέταξαν τη σορό του. Λίγα χρόνια αρ-γότερα υπήρξαν ψίθυροι που έλεγαν πως την τελευταίαστιγμή, πριν οι σφαίρες του τρυπήσουν το κορμί, είχε βρειτη φωνή του. Για να εκστομίσει μόνο μια λέξη, λες και εί-

ΟΙ τελευταίοι νομάδες

325

Page 326: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:

χε πάρει όρκο πως θα την έβγαζε απ’ τα χείλη, μόνο όταν θαέβγαινε η ψυχή του.

Όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί, σήκωσε τα χέριαπρος τον ουρανό σαν να πιανόταν απ’ το τελευταίο σού-ρουπο ή από κάπου αλλού για να μην πέσει, και φώναξεμε μια τρομακτική φωνή, το όνομα μιας γυναίκας, που λε-γόταν Κατερίνα…

* * *

326

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΝΤΗΣ

Page 327: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια:
Page 328: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ Μυθιστόρημα · Μυθιστόρημα Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Μερική γλωσσική επιμέλεια: