Εργασία στο µάθηµα «Μικρόφωνα-Μεγάφωνα-Ηχεία»...
Transcript of Εργασία στο µάθηµα «Μικρόφωνα-Μεγάφωνα-Ηχεία»...
Εργασία στο µάθηµα «Μικρόφωνα-Μεγάφωνα-Ηχεία»
Σιγάλας Κυριάκος: 220060
Παναγιωτοπούλου Σοφία: 220048
Παπάς Νείλος: 210041
Αθήνα 2006
Επιλογή και τοποθέτηση µικροφώνων σε νυκτά
έγχορδα για ηχογράφηση σε στούντιο και
ζωντανό ήχο
Περιεχόµενα:
Ηχογράφηση ακουστικής/ κλασικής κιθάρας
• Προετοιµασία για ηχογράφηση
• Επιλέγοντας µικρόφωνο για την ηχογράφηση ακουστικής/
κλασικής κιθάρας
• Τεχνικές τοποθέτησης µικροφώνων για την ηχογράφηση
ακουστικής/ κλασικής κιθάρας
• Ηχογράφηση µε µαγνήτες Piezo
• Ηχογράφηση κιθαρίστα που τραγουδάει ταυτόχρονα
Ηχογράφηση Ηλεκτρικής κιθάρας
• Τεχνικές ηχογράφησης
• Συνδυαστικές τεχνικές
• Τεχνικές DI
• Ηχογράφηση µε Recording Preamps
Ηχογράφηση ηλεκτρικού µπάσου
Ηχογράφηση Ακουστικής/Κλασικής Κιθάρας
Η πρόοδος στην ψηφιακή τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έχουν καταστήσει
µια µεγάλη ποικιλία ήχων ηλεκτρικής κιθάρας προσιτή ακόµη και σε κάποιο µουσικό
µε περιορισµένο προϋπολογισµό που κατά πάσα πιθανότητα δουλεύει σε συνθήκες
home studio. Οι προενισχυτές από κατασκευαστές όπως οι Digitech, Line 6, Roland
και Yamaha έχουν τη δυνατότητα να κάνουν φυσική µοντελοποίηση του ήχου του
επιθυµητού συνδυασµού προενίσχυσης και µεγαφώνου, επιτρέποντας σε αρκετούς
µουσικούς να ηχογραφούν τις ηλεκτρικές τους κιθάρες χωρίς να πρέπει να
χρησιµοποιήσουν κάποιο µικρόφωνο για να λάβει το σήµα από τον ενισχυτή τους..
Ωστόσο τα πράγµατα δεν έχουν εξελιχθεί ακόµη τόσο πολύ ώστε να µπορεί
να ειπωθεί το ίδιο και για την ακουστική κιθάρα. Έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες
να πραγµατοποιηθεί φυσική µοντελοποίηση της ακουστικής/ κλασικής κιθάρας, αλλά
όλες είχαν µικρό ποσοστό επιτυχίας-τα αποτελέσµατα που επιτυγχάνουµε µε τέτοιες
τεχνικές είναι σχετικά ικανοποιητικά όταν παίζει κανείς live, αλλά δεν µας
καλύπτουν σε καµία περίπτωση για µία ηχογράφηση που θα πραγµατοποιηθεί σε ένα
στούντιο. Στην πραγµατικότητα, καλύτερα αποτελέσµατα µπορούν να προκύψουν
από ένα καλό MIDI module και έξυπνο προγραµµατισµό, όµως αυτός ο τρόπος
προσέγγισης σπάνια έχει πραγµατικά φυσικά αποτελέσµατα. Ούτε η χρησιµοποίηση
φράσεων που έχουν προέλθει από δειγµατοληψία είναι ιδανική, καθώς τα ακόρντα
των µερών ακουστικής κιθάρας πρέπει να έχουν ηχογραφηθεί για ύφος, το τέµπο, το
ρυθµό και την τονικότητα του συγκεκριµένου κοµµατιού που δουλεύουµε. Αυτό
προϋποθέτει να έχουµε στη διάθεσή µας µία γιγαντιαία συλλογή από φράσεις, κάτι
που είναι πρακτικά ανέφικτο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ακουστική κιθάρα εξακολουθεί να
ηχογραφείται µε µικρόφωνα. Ακόµα και αν όλα τα υπόλοιπα όργανα σε µία
παραγωγή είναι φτιαγµένα µε τεχνητούς τρόπους( χρήση synthesizers, samplers,
sound modules-σε συνδυασµό µε midi programming)ώστε να δίνουν την εντύπωση
του φυσικού οργάνου, κάτι τέτοιο είναι προς το παρόν αδύνατον να πραγµατοποιηθεί
στην περίπτωση της ακουστικής/κλασικής κιθάρας. Η ηχογράφηση κιθάρας είναι µια
αρκετά σύνθετη εργασία, ωστόσο όµως υπάρχει και µια µεγάλη γκάµα διαφορετικών
τεχνικών ηχογράφησης και µεθόδων µε τις οποίες µπορεί κανείς να τη φέρει σε
πέρας. Κάνοντας χρήση αυτών των τεχνικών µπορούµε να επιτύχουµε σε κάθε
περίπτωση τον επιθυµητό ήχο και να µπορέσουµε να τον ενσωµατώσουµε µέσα στη
µίξη µας.
Προετοιµασία για ηχογράφηση
Κάτι που µπορεί να φαίνεται αρχικά προφανές, αλλά είναι πραγµατικά
σηµαντικό, είναι να σιγουρευτούµε ότι ο ήχος της κιθάρας µας είναι όσο το δυνατόν
πιο κοντά στον ήχο που θέλουµε να επιτύχουµε, πριν αρχίσουµε να σκεφτόµαστε πως
θα την ηχογραφήσουµε. Πρώτα πρέπει να ασχοληθούµε µε τα βασικά: είναι η
συγκεκριµένη κιθάρα που διαθέτουµε κατάλληλη για τη δουλειά που θέλουµε να
κάνουµε; Αν όχι, τότε πρέπει να φροντίσουµε να δανειστούµε κάποια άλλη ή να
επενδύσουµε στην αγορά µίας κιθάρας που θα µας δώσει το ηχόχρωµα που
επιθυµούµε. Υπάρχουν ηχολήπτες/ παραγωγοί που αγοράζουν κιθάρες µε σκοπό να
πετύχουν τον ήχο που θέλουν, ακόµα κι όταν δεν είναι κιθαρίστες οι ίδιοι. Ο ήχος της
κιθάρας είναι το πρωταρχικό υλικό. Είναι ανούσιο να προσπαθούµε αργότερα κατά
τη διάρκεια της µίξης να προσπαθούµε να κάνουµε την κιθάρα µας να ακουστεί σαν
κάτι που δεν είναι στη πραγµατικότητα µε τη χρήση επεξεργαστών και effects.
Θα πρέπει να επιλέξουµε τον κατάλληλο τύπο χορδών για το όργανο και για
τον συγκεκριµένο στυλ που θα παίξουµε. Θα πρέπει να προσέξουµε να µην τρίζουν οι
χορδές κατά το παίξιµο(buzzing), να είναι δηλαδή σωστά ρυθµισµένη η κιθάρα.
Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι χορδών ο καθένας από τους οποίους έχει
ελαφρώς διαφορετικές ιδιότητες. Οι δηµοφιλέστεροι τύποι χορδών σε ακουστικές
κιθάρες είναι φτιαγµένες από µπρούντζο(bronze strings), φωσφορικό
µπρούντζο(phosphor bronze) και νικέλιο(nickel wound strings). Ένα όργανο µε
χορδές µικρότερου πάχους (ένα 11άρι σετ για παράδειγµα) µπορεί να κάνει το όργανο
πιο εύκολο στο παίξιµο, αλλά ο ήχος θα είναι πιο αδύναµος και µε λιγότερο όγκο και
ένταση. Από την άλλη πλευρά, χορδές µεγάλου πάχους (όπως για παράδειγµα ένα σετ
χορδών που ξεκινάει µε µια 15άρα µι καντίνι) µπορεί κάποιες φορές να κάνει την
κιθάρα να έχει µουντό και «άκοµψο» ήχο και να στερείται αρµονικών ιδιαίτερα στις
χοντρές χορδές. Ο καλύτερος συµβιβασµός είναι να χρησιµοποιήσουµε το πιο παχύ
σετ χορδών που µπορούµε, που εξακολουθεί όµως να είναι άνετο στο παίξιµο για
τον εκτελεστή. Το ακριβές κούρδισµα είναι φυσικά πολύ µεγάλης σηµασίας οπότε η
καλύτερη τακτική είναι να χρησιµοποιήσουµε ένα ηλεκτρονικό κουρδιστήρι. Μετά
από κάθε take καλό είναι να κουρδίζουµε ξανά την κιθάρα. Αν ο µουσικός
χρησιµοποιεί πένα, αξίζει πάντα τον κόπο να δοκιµάσει αρκετές και µε διαφορετικά
πάχη. Γενικά, οι λεπτές πένες είναι καταλληλότερες εάν θέλουµε να δηµιουργήσουµε
πλάτες από πολλές strumming ακουστικές κιθάρες .
Αξίζει τον κόπο να φροντίσουµε για αυτά τα απλά αλλά βασικά πράγµατα,
καθώς θα µας διευκολύνουν στη συνέχεια κατά τη διαδικασία της ηχογράφησης ώστε
να λάβουµε το καλύτερο αποτέλεσµα που µπορούµε από το όργανό µας.
Κάτι άλλο που πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν του είναι ότι ο ήχος των
ηχογραφήσεων ακουστικής/ κλασικής κιθάρας µπορεί να εξαρτηθεί σε µεγάλο βαθµό
από το περιβάλλον µέσα στο οποίο παίζεται το όργανο. Οι κιθάρες ηχούν καλύτερα
σε χώρο µε φυσική αντήχηση, η έλλειψη της οποίας είναι ένα συνηθισµένο πρόβληµα
όταν τις ηχογραφεί κανείς µέσα σε µικρά home studios. Παρόλο που η χρήση
τεχνητού βάθους µπορεί να «ζωντανέψει» τον ήχο µιας κιθάρας που έχει
ηχογραφηθεί σε ένα ακουστικά νεκρό δωµάτιο, το να έχουµε τη φυσική ακουστική
του χώρου συνήθως παράγει καλύτερα αποτελέσµατα ακόµη κι αν χρειαστεί να
προσθέσουµε περισσότερο τεχνητό βάθος αργότερα στη µίξη.
Για να έχουµε ένα πιο ζωντανό ήχο στο δωµάτιο που ηχογραφούµε, µπορούµε
να δοκιµάσουµε να τοποθετήσουµε τον κιθαρίστα σε τέτοια θέση ώστε το όργανο να
παίζεται κοντά σε ανακλαστικές επιφάνειες, όπως τοίχοι, πόρτες και έπιπλα. Αν τυχόν
υπάρχουν χαλιά στο πάτωµα και απορροφάται µεγάλη ποσότητα του ήχου από αυτά,
τότε µια απλή λύση είναι να τοποθετήσουµε στο πάτωµα µοριοσανίδα, κόντρα πλακέ
ή MDF κάτω απ’ το όργανο. Ίσως ν’ αξίζει ακόµα τον κόπο να τραβήξουµε µακριά
καλώδια σε ένα άλλο δωµάτιο µε καλύτερη ακουστική, εάν αυτό υπάρχει, και να
πραγµατοποιήσουµε την ηχογράφηση εκεί.
Επιλέγοντας µικρόφωνο για την ηχογράφηση ακουστικής/ κλασικής κιθάρας
Στα µεγάλα επαγγελµατικά στούντιο υπάρχει συνήθως µια ευρεία γκάµα
µικροφώνων από την οποία µπορεί ο ηχολήπτης να επιλέξει ποιο θα είναι το πιο
κατάλληλο για κάθε περίπτωση ηχογράφησης. Ωστόσο τις περισσότερες φορές
έχουµε πολύ λιγότερες επιλογές. Το πρώτο πράγµα που πρέπει να γίνει κατανοητό
είναι ότι τα δυναµικά µικρόφωνα που µπορούν να αποτυπώσουν ικανοποιητικά τον
ήχο της ακουστικής κιθάρας είναι ελάχιστα (ένα από αυτά είναι το Sennheiser 441)
εξαιτίας της περιορισµένης απόκρισης που έχουν στις υψηλές συχνότητες. Οι υψηλές
συχνότητες είναι ένα ζωτικό µέρος του ήχου της ακουστικής κιθάρας(σε πολύ
µεγαλύτερο βαθµό απ’ ότι στην κλασική κιθάρα), και γι’ αυτό το λόγο το πιο πιθανό
είναι ότι θα χρειαστούµε ένα πυκνωτικό µικρόφωνο για να έχουµε καλύτερα
αποτελέσµατα καθώς τα πυκνωτικά µικρόφωνα είναι πιο ευαίσθητα και λόγω του ότι
έχουν καλή απόκριση στις υψηλές συχνότητες, αποδίδουν µε µεγαλύτερη
λεπτοµέρεια τον ήχο της κιθάρας.
Όταν θα επιλέξουµε ένα πυκνωτικό µικρόφωνο για ηχογράφηση ακουστικής
κιθάρας θα πρέπει να αποφύγουµε να είναι τύπου Back-electret λόγω του ότι
λειτουργούν µε µπαταρίες και αυτό µπορεί να προκαλέσει µείωση της ευαισθησίας
τους αλλά και µείωση του headroom σε σχέση µε πυκνωτικά µικρόφωνα που
χρησιµοποιούν phantom power για την τροφοδοσία τους. Ακόµη και αν έχουµε µικρό
προϋπολογισµό είναι προτιµότερο να προβούµε στην αγορά ενός οικονοµικού
πυκνωτικού µικροφώνου που θα µας δώσει πολύ καλύτερα αποτελέσµατα. Σήµερα
υπάρχουν εταιρείες που παράγουν αρκετά αξιόλογα και σε πολύ χαµηλές τιµές
µικρόφωνα όπως οι Joemeek, Rode, M-Audio και Audio Technika.
Πολλοί ηχολήπτες προτιµούν να χρησιµοποιούν ένα πυκνωτικό µικρόφωνο
µικρού διαφράγµατος λόγω της ακρίβειας που προσφέρει στην περιοχή των υψηλών
συχνοτήτων, και ένα µε πολικό διάγραµµα omni για την διαύγεια που προσφέρει στον
ήχο σε σχέση µε ένα αντίστοιχο καρδιοειδές µικρόφωνο. Παρόλα αυτά πολύ καλά
αποτελέσµατα µπορούµε να έχουµε και µε ένα καρδιοειδές µικρόφωνο. Ας µην
ξεχνάµε ότι η χρήση omni πυκνωτικών µικροφώνων δεν ενδείκνυται σε όλες τις
περιπτώσεις. Εάν για παράδειγµα ο χώρος που ηχογραφούµε δεν έχει καλή ακουστική
είναι προτιµότερο να χρησιµοποιήσουµε ένα καρδιοειδές µικρόφωνο το οποίο θα
«πιάσει» τον ήχο της κιθάρας και θα αγνοήσει κατά µεγάλο ποσοστό την ακουστική
του χώρου στον οποίο ηχογραφούµε.
Συνθήκες ζωντανής ηχογράφησης: Εάν έχουµε να ηχογραφήσουµε ή απλά να
λάβουµε τον ήχο µιας κιθάρας, ακουστικής η κλασικής σε συνθήκες live τις
περισσότερες φορές αποφεύγουµε τα πυκνωτικά µικρόφωνα γιατί λόγω της µεγάλης
ευαισθησίας τους ,εκτός από τον ήχο θα λαµβάνουν και ανεπιθύµητους ήχους όπως
άλλα όργανα, ήχους από το κοινό κλπ. Εκτός αυτού υπάρχει πολύ µεγαλύτερος
κίνδυνος να συµβούν µικροφωνισµοί κατά τη διάρκεια του live. Στις συναυλίες
προτιµάται να λαµβάνεται ο ήχος από τις κιθάρες µέσω ενσωµατωµένων συστηµάτων
που λειτουργούν µε πιεζοηλεκτρικούς µαγνήτες(βλέπε Ηχογράφηση µε µαγνήτες
Piezo). Εάν παρόλα αυτά θέλουµε να χρησιµοποιήσουµε µικρόφωνα για την λήψη
του ήχου της ακουστικής ή της κλασικής κιθάρας θα ήταν προτιµότερο να
χρησιµοποιήσουµε ένα δυναµικό καρδιοειδές µικρόφωνο, το οποίο είναι σαφώς
λιγότερο ευαίσθητο από ένα αντίστοιχο πυκνωτικό και ταυτόχρονα, λόγω του
καρδιοειδούς πολικού διαγράµµατός του θα λάβει τον ήχο της κιθάρας και θα
αγνοήσει σε µεγάλο µέρος τους περιφερειακούς ήχους. Μία άλλη έξυπνη λύση είναι
να χρησιµοποιήσουµε miniature µικρόφωνα τα οποία στερεώνονται στο σώµα της
κιθάρας και κατά συνέπεια δεν υπάρχει ο φόβος να µετακινηθεί ο µουσικός από τη
θέση του και να µην έχουµε ικανοποιητική λήψη του ήχου της κιθάρας.
Μοντέλα µικροφώνων που ενδείκνυνται για ηχογράφηση
ακουστικής/ κλασσικής κιθάρας
Sennheiser e414 Shure SM57 AKG C 414 B-XL II
AKG C411 miniature microphone Shure KSM 141
Τεχνικές τοποθέτησης µικροφώνων για ηχογράφηση ακουστικής κιθάρας
Ανεξάρτητα από το ποιο µικρόφωνο θα επιλέξουµε, η θέση στην οποία θα το
τοποθετήσουµε είναι ζωτικής σηµασίας για το ηχητικό αποτέλεσµα της
ηχογράφησης. Σε ζωντανές συναυλίες είναι σύνηθες να βλέπουµε µικρόφωνα
τοποθετηµένα πολύ κοντά στην ακουστική οπή της κιθάρας, καθώς σε τέτοιες
περιπτώσεις λαµβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η ένταση, ο διαχωρισµός από τα
άλλα όργανα και η αποφυγή µικροφωνισµών. Στο στούντιο όµως που επιζητούµε τον
φυσικό ήχο της κιθάρας, µία τέτοια τοποθέτηση µικροφώνου (πολύ κοντά στο sound
hole) δεν ενδείκνυται. Είναι σαφές ότι το µεγαλύτερο µέρος της ενέργειας του ήχου
της κιθάρας προέρχεται από την ακουστική οπή. Ωστόσο αυτός ο ήχος χρωµατίζεται
έντονα από τις resonances του σώµατος του οργάνου και το αποτέλεσµα είναι ο ήχος
να έχει αρκετά τονισµένες χαµηλές και χαµηλοµεσαίες συχνότητες, ήχος που
χαρακτηρίζεται και ως boomy(µε βόµβο) και boxy(«κούφιο»).
Κατά κανόνα το µικρόφωνο δεν πρέπει να βρίσκεται on-axis µε την ακουστική οπή
της κιθάρας διότι σε αυτήν την περίπτωση δηµιουργούνται στάσιµα κύµατα που
κάνουν τον ήχο ασαφή και µουντό, µε έντονο βόµβο, και το αποτέλεσµα θα
µπορούσαµε να το χαρακτηρίσουµε συγκεχυµένο.
Αυτό που προσπαθούµε να πετύχουµε µε τη σωστή τοποθέτηση των
µικροφώνων είναι να έχουµε καλή ποιότητα ήχου από την αρχή. Να µην είναι
απαραίτητο δηλαδή µετά κατά τη µίξη να διορθώσουµε τον ήχο µε επεξεργαστές. Εάν
το ηχογραφηµένο σήµα είναι εξαρχής προβληµατικό θα πρέπει να κάνουµε δραστικές
επεµβάσεις για να το βελτιώσουµε, αν είναι τελικά αυτό δυνατόν. Φυσικά ο ήχος της
ακουστικής κιθάρας µπορεί να κολακευτεί αρκετά µε προσεκτική χρήση του EQ αλλά
σε αυτή την περίπτωση χρησιµοποιούµε τον επεξεργαστή αυτό για «καλλιτεχνικούς»
σκοπούς και όχι για να καλύψουµε λάθη που έχουν γίνει κατά τη διαδικασία της
ηχογράφησης.
Ο φυσικός ήχος στην κιθάρα επιτυγχάνεται όταν έχουµε σε επάρκεια και τον
απευθείας ήχο που παράγουν οι χορδές, οι ταλαντώσεις των ξύλων των διαφόρων
µερών του οργάνου, αλλά επίσης και τον ήχο του χώρου µέσα στον οποίο ηχογραφεί
ο µουσικός. Εάν τοποθετήσουµε ένα µικρόφωνο πολύ κοντά στην κιθάρα χάνουµε
τον «χώρο», το ambience, ενώ από την άλλη εάν τοποθετήσουµε ένα µικρόφωνο
µακριά από την κιθάρα µπορεί να έχουµε πολύ ambience στην ηχογράφησή µας και
έτσι ο ήχος να χάσει τη διαύγεια και την ατάκα του. Επίσης εάν το µικρόφωνο είναι
µακριά από την κιθάρα αυξάνεται και το επίπεδο του θορύβου της ηχογράφησης
καθώς για να έχουµε ισχυρό σήµα θα πρέπει να αυξήσουµε το gain στον προενισχυτή
του µικροφώνου µας.
Τοποθέτηση Α1 :Η πιο συνήθης και από τις πιο αποτελεσµατικές τεχνικές
είναι να τοποθετήσουµε ένα µικρόφωνο σε απόσταση 15cm από την κιθάρα
στοχεύοντας στο σηµείο που η ταστιέρα ενώνεται µε το σώµα της κιθάρας. Το
µικρόφωνο δεν θα πρέπει να στοχεύει στην ακουστική οπή. Αποµακρύνοντας το
µικρόφωνο µπορούµε να έχουµε περισσότερο ambient ήχο ενώ όσο πιο κοντά το
φέρνουµε στην κιθάρα τόσο περισσότερο direct είναι ο ήχος. Εάν χρησιµοποιούµε
καρδιοειδές µικρόφωνο µε την περιστροφή του µπορούµε να έχουµε περισσότερο ή
λιγότερο ήχο των δακτύλων του µουσικού πάνω στην ταστιέρα . Ακόµα και µερικά
1 Ηχητικό αρχείο PositionA.wav
χιλιοστά περιστροφής του µικροφώνου µπορεί να έχουν µεγάλη διαφορά στον ήχο.
Αυτή η τεχνική αποτυπώνει πολύ καλά το γενικό ήχο της κιθάρας.
Τοποθέτηση Β2 :Άλλη τεχνική είναι να τοποθετήσουµε ένα µικρόφωνο να
στοχεύει στην γέφυρα της κιθάρας. Ο ήχος που παίρνουµε είναι πιο σκληρός µε
λιγότερες χαµηλές και περισσότερες µεσαίες συχνότητες.
Τοποθέτηση Γ :Μπορούµε να χρησιµοποιήσουµε ένα µικρόφωνο σε
απόσταση 10 εκατοστών περίπου από το πίσω µέρος της κιθάρας. Με αυτήν την
τοποθέτηση έχουµε πιο ζεστό, «γλυκό»(mellow) ήχο. Χάνουµε την ατάκα της
γέφυρας αλλά έχουµε έντονο τον ήχο των ξύλων της κιθάρας. Αυτή η τοποθέτηση
δίνει πολύ καλά αποτελέσµατα όταν συνδυάζεται µε την τοποθέτηση Α(σε αυτήν την
περίπτωση θα πρέπει το πίσω µικρόφωνο να έχει ανεστραµµένη φάση). ∆εν έχει
ωστόσο νόηµα να κάνουµε χρήση της συγκεκριµένης τεχνικής όταν ηχογραφούµε
κιθάρες που στο πίσω µέρος τους δεν έχουν σκάφος από ξύλο αλλά από
ανθρακονήµατα (π.χ. κιθάρες τύπου Ovation)καθώς οι συγκεκριµένες κιθάρες είναι
σχεδιασµένες έτσι ώστε να παράγουν τον ήχο τους εξολοκλήρου από το καπάκι και
την ακουστική οπή τους. Το πίσω µέρος τους είναι ακουστικά «νεκρό» στην ουσία.
2 Ηχητικό αρχείο PositionB.wav
Τοποθέτηση ∆ :Εάν θέλουµε να ηχογραφήσουµε τον ήχο της κιθάρας όπως
τον ακούει ο κιθαρίστας την ώρα που παίζει, τότε µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε
ένα µικρόφωνο πάνω από τους ώµους του κιθαρίστα στο ύψος περίπου του κεφαλιού
του. Μία τέτοια τοποθέτηση δίνει πολλές φορές αρκετά φυσικό ήχο, κάτι που
οφείλεται στο ότι υπάρχει ισορροπία σε όλο το συχνοτικό φάσµα της κιθάρας.
Η κιθάρα είναι mono όργανο και γι’ αυτό το λόγο ένα µικρόφωνο είναι
αρκετό για να δώσει ικανοποιητικά τον ήχο της. Μπορούµε όµως να
χρησιµοποιήσουµε και τεχνικές ηχογράφησης µε περισσότερα από ένα µικρόφωνα
έτσι ώστε µε το κάθε µικρόφωνο να λάβουµε διαφορετικά χαρακτηριστικά του ήχου
του οργάνου. Μπορούµε να χρησιµοποιήσουµε µικρόφωνα για να λάβουµε τον ήχο
των ξύλων, τον ήχο των χορδών, της πένας, το γλίστρηµα των δακτύλων του
κιθαρίστα πάνω στις χορδές. Μετά κατά τη διαδικασία της µίξης µπορούµε να
πειραµατιστούµε µε τις εντάσεις των καναλιών και να σµιλέψουµε τον ήχο της
κιθάρας µας. Θα µπορούσαµε να φανταστούµε αυτή την διαδικασία σαν να
χρησιµοποιούµε ένα είδος «φυσικού» equaliser.
Όταν χρησιµοποιούµε τέτοιες τεχνικές θα πρέπει να φροντίζουµε τα σήµατα από τα
διαφορετικά µικρόφωνα να φτάνουν στην κονσόλα την ίδια στιγµή. Αν υπάρχει
καθυστέρηση στο σήµα ενός ή περισσοτέρων µικροφώνων, τότε µπορεί να έχουµε
προβλήµατα φάσης. Κάποιοι ηχολήπτες ξεπερνούν αυτό το πρόβληµα τοποθετώντας
όλα τα µικρόφωνα σε ίδια απόσταση από την ακουστική οπή της κιθάρας. Άλλοι
ηχολήπτες προτιµούν να ηχογραφούν το κάθε µικρόφωνο σε
διαφορετικό κανάλι και να διορθώνουν τυχόν προβλήµατα φάσης
κατά τη διαδικασία της µίξης.
Μπορούµε να πετύχουµε ένα «ψευδο- στερεοφωνικό» εφφέ
µε το να τοποθετήσουµε δύο µικρόφωνα µε τεχνική X-Y σε
απόσταση 50 -90cm από την ακουστική οπή της κιθάρας. Με αυτόν
τον τρόπο λαµβάνουµε αρκετά ικανοποιητικά τον γενικό ήχο της
κιθάρας και ταυτόχρονα αποφεύγουµε τη δηµιουργία βόµβων από τα
στάσιµα κύµατα που δηµιουργούνται µεταξύ µικροφώνου-
ακουστικής οπής λόγω του ότι και τα δύο µικρόφωνα είναι off axis µε
την ακουστική οπή της κιθάρας. Με την τεχνική αυτή πάντως, η
εικόνα που λαµβάνουµε είναι κάπως «στεγνή». Γενικά οι
στερεοφωνικές τεχνικές ηχογράφησης µπορούν να δώσουν αρκετά
ενδιαφέροντα αποτελέσµατα όταν ηχογραφούµε ένα ρεσιτάλ σόλο
κιθάρας ή κιθάρα που παίζει σε µικρά σύνολα µαζί µε άλλα όργανα,
µπορεί όµως να κάνουν ασαφή την τοποθέτηση της κιθάρας στο
stereo image.Κατά συνέπεια ο ήχος της κιθάρας χάνει τη σαφήνειά
του και γίνεται πιο δύσκολο να «σταθεί» σωστά σε µια µίξη. Μία
ενδιαφέρουσα τεχνική είναι να τοποθετήσουµε ένα µικρόφωνο πάνω
από τον ώµο του κιθαρίστα και άλλο ένα σε 20 µε 30 εκατοστά
απόσταση από τη µέση του λαιµού της κιθάρας. Το πλεονέκτηµα που
µας προσφέρει αυτή η τεχνική είναι ότι το µικρόφωνο που είναι
τοποθετηµένο στο λαιµό της κιθάρας µας δίνει λαµπερό και πολύ
λεπτοµερή ήχο, απουσία χαµηλών συχνοτήτων και µε αυτόν τον
τρόπο δεν θα έχουµε ακύρωση των χαµηλών συχνοτήτων λόγω
διαφοράς φάσης σε περίπτωση που το track που έχουµε ηχογραφήσει
παιχτεί µονοφωνικά. Το να έχουµε διαφορετικές συχνοτικές περιοχές απλωµένες στο
stereo image µας δίνει την αίσθηση ενός πιο ανοιχτού και ευρύ ήχου. Πρέπει βέβαια
να είµαστε προσεκτικοί µε το panning των καναλιών µας ώστε να έχουµε ρεαλιστικά
αποτελέσµατα (υπερβολικό panning µπορεί να µας δώσει την εντύπωση µιας κιθάρας
που έχει µήκος 3 µέτρα!).
Εκτός από την τοποθέτηση των µικροφώνων πριν την ηχογράφηση κιθάρας θα
πρέπει να είµαστε σίγουροι ότι δεν υπάρχει κάτι που µπορεί να χτυπήσει πάνω στο
σώµα της κιθάρας. Αυτό είναι καθόλου δύσκολο να συµβεί. Εάν για παράδειγµα ο
κιθαρίστας φοράει µία ζώνη είναι πολύ πιθανό αυτή να χτυπήσει πάνω στο σώµα
της κιθάρας κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης. Το ίδιο µπορεί να συµβεί στην
περίπτωση που ο κιθαρίστας φοράει πουκάµισο µε κουµπιά. Κάτι τέτοιο θα
µπορούσε να καταστρέψει ένα κατά τα άλλα πολύ καλό take γι’ αυτό θα πρέπει να
είµαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί πριν αρχίσουµε να ηχογραφούµε.
Ο ηχολήπτης θα πρέπει να ζητήσει τη συνεργασία του µουσικού όσον αφορά τη
θέση του κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης. Ο µουσικός δεν θα πρέπει να κινείται
από τη θέση του διότι σε αυτήν την περίπτωση η δουλειά που έκανε ο ηχολήπτης
για να τοποθετήσει σωστά και µε κάθε λεπτοµέρεια τα µικρόφωνα δεν θα έχει
αποτέλεσµα. Στην περίπτωση πάντως που ο µουσικός κουνιέται όταν παίζει, µια
λύση είναι να χρησιµοποιήσουµε κάποια ειδικά, µικρά σε µέγεθος µικρόφωνα, τα
οποία στηρίζονται πάνω στο σώµα της κιθάρας.
Ηχογράφηση µε µαγνήτες Piezo3
Πολλές ακουστικές κιθάρες αλλά πλέον και αρκετές κλασικές, διαθέτουν
µαγνήτες κρυστάλλων piezo κάτω από τη γέφυρα. Με αυτόν τον τρόπο µπορούµε να
ηχογραφήσουµε direct το σήµα της κιθάρας περνώντας το µέσα από ένα DI και µετά
πάνω στην κονσόλα µας. Αυτή η διαδικασία είναι αναµφίβολα πιο απλή και εύκολη,
ωστόσο τα αποτελέσµατα που δίνει είναι µάλλον απογοητευτικά σε σχέση µε τα
αποτελέσµατα που θα πάρουµε από την ηχογράφηση κιθάρας µε σωστή τοποθέτηση
µικροφώνου. Αυτό συµβαίνει γιατί οι µαγνήτες piezo µπορούν να αποδώσουν µόνο
τον ήχο τον χορδών. Εάν έχουµε όµως µία καλή κιθάρα θα θέλουµε οπωσδήποτε να
έχουµε και τον ήχο των ξύλων, (η ποιότητα των ξύλων άλλωστε είναι ο κύριος
παράγοντας που καθορίζει τον ήχο, το χαρακτήρα αλλά και την τιµή µίας κιθάρας)
τον ήχο των δονήσεων από άλλα σηµεία του οργάνου αλλά και την ακουστική του
χώρου στον οποίο ηχογραφούµε. Η απουσία αυτών κάνουν τον ήχο µιας κιθάρας που
έχει ηχογραφηθεί µε πιεζοηλεκτρικούς µαγνήτες να φαίνεται όχι τόσο φυσικός, χωρίς
όγκο, και ταυτόχρονα να έχει έµφαση στις µεσαίες συχνότητες.
Οι µαγνήτες piezo είναι πολύ χρήσιµοι και παράγουν ικανοποιητικά αποτελέσµατα
όταν χρησιµοποιούνται σε συνθήκες συναυλιών και ζωντανών ηχογραφήσεων καθώς
αποφεύγονται τυχόν µικροφωνισµοί που θα προέκυπταν από χρήση µικροφώνων.
Ωστόσο σε συνθήκες ηχογράφησης σε στούντιο σαφώς θα προτιµήσουµε να
ηχογραφήσουµε κιθάρες µε χρήση µικροφώνων. Αρκετές φορές βέβαια µπορεί να
επιθυµούµε τον κάπως σκληρό και “strummy” ήχο που παράγουν οι πιεζοηλεκτρικοί
µαγνήτες, ιδιαίτερα σε pop παραγωγές οπού το ζητούµενο δεν είναι απαραίτητα η
φυσικότητα στον ήχο της κιθάρας καθώς αρκετές φορές το όργανο έχει περισσότερο
percussive ρόλο. Φυσικά µπορούµε να συνδυάσουµε τον ήχο της ηχογραφηµένης µε
µικρόφωνο κιθάρας µε τον ήχο των πιεζοηλεκτρικών έτσι ώστε µε τη µίξη των δύο
σηµάτων να έχουµε τα πλεονεκτήµατα των δύο τεχνικών.
1Σύστηµα Piezo σε ηλεκτροακουστική κιθάρα
3 Ηχητικό αρχείο Piezoacoustic.wav
Ηχογράφηση κιθαρίστα που τραγουδάει ταυτόχρονα
Μια από τις πιο συνηθισµένες προκλήσεις που αντιµετωπίζει ένας ηχολήπτης
είναι η ηχογράφηση ενός κιθαρίστα που παίζει και ταυτόχρονα τραγουδάει. Αρκετές
φορές βρισκόµαστε στην ανάγκη να πραγµατοποιήσουµε µια τέτοια ηχογράφηση,
πώς όµως µπορούµε να πετύχουµε ένα καλής ποιότητας αποτέλεσµα, ακόµα και αν
διαθέτουµε απλό εξοπλισµό; Ο τρόπος µε τον οποίο πραγµατοποιούνται τέτοιες
ηχογραφήσεις είναι µε την τοποθέτηση δύο µικροφώνων -που δεν έχουν επιλεχθεί
λαµβάνοντας υπόψη την χρήση για την οποία προορίζονται- ένα µπροστά από το
ηχείο της κιθάρας και άλλο ένα µπροστά από το στόµα του κιθαρίστα, ο ήχος των
οποίων µιξάρονται στην κονσόλα, χρησιµοποιώντας equalizers ώστε να βελτιωθεί
κάπως ο ήχος της ηχογράφησης. Το τελικό αποτέλεσµα είναι συνήθως ένα θολό και
χωρίς ζωντάνια συνονθύλευµα ήχων, που συνήθως είναι σχεδόν αδύνατον να
διακριθούν τα µέρη του, όπως επίσης και το να ενταχθεί στο υπόλοιπο ηχογραφηµένο
σύνολο.
Το βασικό πρόβληµα
Κάθε απόπειρα για ηχογράφηση θα πρέπει να ξεκινάει µε την εξής ερώτηση:
Tι προσπαθούµε να επιτύχουµε; Αυτή η απόφαση δεν αφορά µόνο το τι θέλουµε να
επιτύχουµε εµείς αλλά και το τι θέλει να επιτύχει ο µουσικός που θα παίξει για µας.
Λαµβάνοντας υπόψη µας τον υποτιθέµενο κιθαρίστα που παίζει κιθάρα και
ταυτόχρονα τραγουδάει πρέπει να θέσουµε τα εξής ερωτήµατα:
• Θέλουµε να ηχογραφήσουµε την ερµηνεία της κιθάρας και της φωνής
ταυτόχρονα, ως ένα σύνολο ή θέλουµε να ηχογραφήσουµε καθένα από τα
στοιχεία αποµονωµένα, ώστε να µπορούν να εξισορροπηθούν µε άλλα όργανα
που µπορεί να ηχογραφηθούν κάποια άλλη στιγµή (πριν ή µετά από αυτή την
ηχογράφηση);
• Αν έχουµε καταλήξει στην εκτέλεση που επιδιώκουµε, είναι η ακουστική του
περιβάλλοντος χώρου κατάλληλη ή θα χρειαστεί να χρησιµοποιηθεί τεχνητή
αντήχηση;
• Αν θέλουµε µεµονωµένες ηχογραφήσεις, µπορούµε να ηχογραφήσουµε
κιθάρα και φωνή, το κάθε ένα ξεχωριστά, δηλαδή το καθ’ ένα σε διαφορετικό
κανάλι, ή αυτό θα καταστρέψει τον παράγοντα «ερµηνεία» του κοµµατιού;
Η επόµενη ερώτηση αφορά στην ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του οργάνου
και της φωνής: ποια είναι η πολική απόκριση καθ’ ενός από τα δύο (κιθάρα-
φωνή) και πώς αυτή αλλάζει σε συνάρτηση µε τις συχνότητες του καθ’ ενός; Με
άλλα λόγια, πώς ο ήχος καθ’ ενός αλλάζει διαφοροποιώντας τη θέση στην οποία
κάθεται ο µουσικός και που είναι η καταλληλότερη θέση για να καθίσει ώστε να
επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσµα; Αυτά τα ερωτήµατα µπορούν να
απαντηθούν µόνο αν ακούσει κανείς µία πρόβα της ηχογράφησης µέσα στο χώρο
στον οποίο θα πραγµατοποιηθεί, ταυτόχρονα κιθάρας και φωνής.
Αρκετοί ηχολήπτες ποτέ δεν παραλείπουν να αφιερώσουν χρόνο στο να
περπατήσουν γύρω από τον µουσικό ώστε να εντοπίσουν τα σηµεία που έχουν
την καλύτερη και καταλληλότερη ακουστική ανάλογα µε το επιδιωκόµενο είδος
της ηχογράφησης και τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε οργάνου (εδώ, κιθάρα
και φωνή). Η όλη ουσία της ηχογράφησης δεν έγκειται γενικά στην ερµηνεία που
θα θέλαµε να επιτευχθεί αλλά σ’ αυτήν που µπορεί να επιτευχθεί σύµφωνα µε τα
µέσα και το χώρο που διαθέτει κανείς. Βέβαια αν κάτι από αυτά παρουσιάζει
κάποιο πρόβληµα, τότε είναι δουλειά του ηχολήπτη να εντοπίσει την πηγή του
προβλήµατος και να βρει λύσεις γι’ αυτό. Αυτό µπορεί να σηµαίνει να
µετακινήσει το µουσικό σε ένα διαφορετικό σηµείο του δωµατίου, βρίσκοντας µια
πιο κατάλληλη θέση για την ηχογράφηση ή χρησιµοποιώντας διάφορα
προγράµµατα ώστε να βελτιώσει τον ήχο του προβληµατικού take. Ίσως επίσης
θα πρέπει να πείσει το µουσικό να χρησιµοποιήσει ένα άλλο όργανο ή να αλλάξει
ακόµα και το στυλ που παίζει! Κάτι άλλο που συχνά χρειάζεται να τροποποιηθεί
είναι η τεχνική ηχογράφησης και σαν τελευταία λύση υπάρχει πάντα η ρύθµιση
των equalizer, που όµως πρέπει να είναι ο τελευταίος τρόπος στον οποίο πρέπει
να καταφεύγει κανείς. Κι αυτό γιατί αν κανείς δεν αρχίζει µε µία καλή
ηχογράφηση (ένα εξ’ αρχής καλό take) δεν πρόκειται ποτέ να το πετύχει µε ένα
equalizer.
Ανάλυση
Ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης ενός καλού αποτελέσµατος είναι να µπαίνει
ο µουσικός απευθείας στο στούντιο και να πραγµατοποιείται µια δοκιµαστική
ηχογράφηση µέσω της οποίας ο ηχολήπτης ακούγοντας προσεκτικά, θα βγάλει
συµπεράσµατα σχετικά µε τα χαρακτηριστικά της κιθάρας και της φωνής του
µουσικού. Ένας τρόπος µε τον οποίο κάποιοι ηχολήπτες καθορίζουν περίπου πώς θα
«ακούσει» τον ήχο ένα µικρόφωνο, είναι κλείνοντας µε το δάχτυλο το ένα αυτί τους,
τεχνική που ίσως µοιάζει αστεία, όµως µπορεί ανάλογα µε την περίπτωση να αποβεί
αποτελεσµατική.
Στην περίπτωση της ακουστικής κιθάρας, περιµένει κανείς ότι οι χαµηλές
συχνότητες του ήχου ακούγονται µε µεγαλύτερη έµφαση γύρω από το τέλος της
βάσης του οργάνου, ενώ οι υψηλών συχνοτήτων αρµονικοί και οι θόρυβοι που
παράγουν τα δάχτυλα του µουσικού κατά το παίξιµο ακούγονται πιο έντονα κατά
µήκος του µπράτσου της κιθάρας. Κάθε κιθάρα όµως είναι διαφορετική και η
ποικιλία στην παραγωγή ήχων είναι εκπληκτικά µεγάλη. Κάτι άλλο που πρέπει να
κάνει κανείς είναι να ακούσει προσεκτικά τις ανακλάσεις του ήχου µέσα στο
δωµάτιο. Υπάρχουν αρκετά ερωτήµατα τα οποία πρέπει να θέσει κανείς στον εαυτό
του:
• ∆ηµιουργούνται ανακλάσεις στο δωµάτιο που χαλάνε τον ήχο του συνολικού
αποτελέσµατος;
• Μήπως ο µουσικός θα πρέπει να µετακινηθεί σε άλλη θέση για να βελτιωθεί
ο ήχος της ηχογράφησης;
• Ποια είναι η τεχνική του κιθαρίστα; Παράγει πολλούς θορύβους µε τα
δάχτυλά του καθώς παίζει ή το όργανο παίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να
δίδεται έµφαση στους υψηλότερους αρµονικούς; Η ηχογράφηση θα πρέπει
να πραγµατοποιηθεί αφού λάβει κανείς πρώτα υπόψη του αυτές τις
παραµέτρους.
Λαµβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω το επόµενο πράγµα που πρέπει να γίνει
είναι η επιλογή και η τοποθέτηση του µικροφώνου. Ας υποθέσουµε ότι θέλουµε να
ηχογραφήσουµε ταυτόχρονα την κιθάρα και τη φωνή του µουσικού. Η απλούστερη
λύση είναι να χρησιµοποιήσουµε ένα µικρόφωνο, προσεκτικά τοποθετηµένο ώστε να
εξασφαλίζει µία κατάλληλη ισορροπία µεταξύ φωνής και κιθάρας. (Αν ο χώρος έχει
αρκετά καλή ακουστική µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε επιπλέον µικρόφωνα σε
κάποια απόσταση ώστε να συµπεριλάβουµε και τη φυσική αντήχηση του χώρου. Αν
όχι µπορούµε να επιτύχουµε κάτι ανάλογο µε τη βοήθεια τεχνητού βάθους.)
Σ’ αυτή την περίπτωση, επειδή το µικρόφωνο θα πρέπει να βρίσκεται σε κάποια
απόσταση από το µουσικό ώστε να µπορεί να προσλαµβάνει καλά και τη φωνή και
την κιθάρα, η πολική απόκριση του µικροφώνου µπορεί να µην είναι τόσο µεγάλης
σηµασίας. Ο µόνος ήχος που µπορεί να θέλουµε να «αφαιρέσουµε» είναι η ακουστική
του ίδιου του χώρου. Οι περισσότεροι ηχολήπτες θα χρησιµοποιούσαν ένα
καρδιοειδές µικρόφωνο, όµως θα άξιζε τον κόπο να πειραµατιστεί κανείς µε ένα
µικρόφωνο τύπου omni, καθώς αυτό θα δηµιουργούσε µια διαφορετική ισορροπία
µεταξύ του µουσικού και της ακουστικής του χώρου.
Ο τρόπος τροφοδοσίας του µικροφώνου µπορεί να επηρεάσει την ποιότητα
του ήχου του τελικού αποτελέσµατος. Τα µικρόφωνα τύπου ribbon, electret και
πυκνωτικά µικρόφωνα θα «πιάσουν» πολλούς από τους υψηλότερους αρµονικούς και
την ατάκα των χορδών. Τα δυναµικά µπορεί να έχουν ως αποτέλεσµα έναν ήχο πιο
µουντό και λιγότερο δυνατό. Αυτοί οι παράγοντες θα επηρεάσουν την επιλογή του
τύπου του µικροφώνου µας, ή αν οι επιλογές µας είναι κάπως περιορισµένες, τη θέση
στην οποία θα τοποθετήσουµε αυτό που έχουµε ώστε να επιτύχουµε την καλύτερη
δυνατή απόδοση που µπορεί να έχει.
Η καλύτερη θέση στην οποία θα τοποθετηθεί το µικρόφωνο είναι αυτή στην
οποία και η κιθάρα και η φωνή θα έχουν την ποιότητα του ήχου που θέλουµε και η
µεταξύ τους ισορροπία θα είναι όσο καλύτερη γίνεται. Προφανώς µετακινώντας το
µικρόφωνο προς τα πάνω ευνοείται ο ήχος της φωνής, ενώ προς τα κάτω ευνοείται ο
ήχος της κιθάρας. Μετακινώντας το µικρόφωνο προς τη βάση της κιθάρας
ελαττώνονται οι υψηλοί αρµονικοί και οι θόρυβοι από τις χορδές, και συνήθως ο ήχος
αποκτά περισσότερο όγκο και γίνεται πιο ζεστός. Η περίπτωση κατά την οποία ο
µουσικός δεν έχει καλή τεχνική, όσον αφορά στον τρόπο που τραγουδάει, δεν είναι
στην πραγµατικότητα σοβαρό πρόβληµα, καθώς το µικρόφωνο θα τοποθετηθεί
πιθανόν δύο µε τρία πόδια µακριά από το στόµα του. Αν όµως ο τραγουδιστής γυρίζει
το κεφάλι του ή κοιτάζει προς το µέρος της κιθάρας, τα δάχτυλά του που παίζουν την
ώρα που τραγουδάει, η ισορροπία θα χαλάσει. Μία τεχνική που συνήθως είναι
αποτελεσµατική είναι η χρήση ενός µικροφώνου τύπου dummy, το οποίο θα κρατήσει
το κεφάλι του µουσικού καθώς τραγουδάει στη σωστή κατεύθυνση.
Η χρήση ενός µικροφώνου θα παράγει µονοφωνικό ήχο, πράγµα που όµως είναι
βολικό στην περίπτωση ενός δωµατίου µε στερεοφωνική ακουστική και στην
περίπτωση που προσθέσουµε τεχνητό βάθος αργότερα στη µίξη. Έχει το
πλεονέκτηµα ότι ακούγεται πολύ φυσικά και καθαρά, µπορεί να προσαρµοστεί σε ένα
εκπληκτικά µεγάλο φάσµα συνθηκών ηχογράφησης και σίγουρα µπορεί κανείς να
µάθει πολλά για τα χαρακτηριστικά κιθάρας και φωνής καθώς και των µικροφώνων
που θα χρησιµοποιηθούν σ’ αυτή την περίπτωση. Ωστόσο αν κανείς θέλει να
ηχογραφήσει ξεχωριστά την φωνή και ξεχωριστά την κιθάρα θα πρέπει να
χρησιµοποιήσει µία διαφορετική τεχνική.
Ηχογράφηση µε παραπάνω από ένα µικρόφωνα
Μία συνήθης ανάγκη είναι να ηχογραφήσουµε ταυτόχρονα κιθάρα και φωνή
αλλά στοχεύοντας στο να παράγουµε µεµονωµένους τους ήχους καθ’ ενός έτσι ώστε
να µπορούµε µετά να επεξεργαστούµε χωριστά τα δύο διαφορετικά σήµατα κατά τη
µίξη. Η επεξεργασία αυτή µπορεί να περιλαµβάνει για παράδειγµα τη χρήση ενός
compressor για τη φωνή ή ένα chorus effect για την κιθάρα. Επίσης ίσως θελήσουµε
να τοποθετήσουµε τη φωνή και την κιθάρα σε διαφορετικές θέσεις στο stereo image.
Η ουσία είναι ότι για να αποµονώσουµε τα δύο σήµατα χρειαζόµαστε δύο µικρόφωνα
το λιγότερο (ίσως και τρία, αν θέλουµε ο ήχος της κιθάρας να είναι στερεοφωνικός).
Η ιδανική λύση είναι η ηχογράφηση χωριστά της κιθάρας και µετά χωριστά της
φωνής, αυτό όµως ίσως χαλάσει την ερµηνεία του συνόλου οπότε απορρίπτεται
αρκετές φορές.
Η επόµενη επιλογή είναι η χρήση ακουστικών διαχωριστικών (acoustic screens).
Τοποθετώντας όµως µία επιφάνεια οριζόντια ανάµεσα στην κιθάρα και το κεφάλι του
µουσικού, ώστε να διαχωρίσουµε κατά κάποιο τρόπο τον ήχο της φωνής από τον ήχο
της κιθάρας, µπορεί να προκαλέσουµε πρόβληµα στην εκτέλεση του µουσικού.
Οπότε αυτό που θα µας δώσει τη λύση είναι η σωστή τοποθέτηση των κατάλληλων
µικροφώνων.
Αυτό που πρέπει να λάβουµε υπόψη µας για κάθε µικρόφωνο είναι ότι πρέπει να
λαµβάνει όσο αυτό είναι δυνατόν κυρίως τον ήχο για τον οποίο προορίζεται. ∆ηλαδή
το µικρόφωνο της κιθάρας δεν πρέπει να λαµβάνει τη φωνή του µουσικού ή το
αντίστροφο. Υπάρχουν δύο τρόποι για να αποφύγει κανείς τους µη επιθυµητούς
ήχους.
• Ο πρώτος είναι να τοποθετήσει το κάθε µικρόφωνο όσο το δυνατόν πιο κοντά
στην επιθυµητή πηγή ήχου και όσο το δυνατόν πιο µακριά από την
ανεπιθύµητη. Για παράδειγµα, το µικρόφωνο της κιθάρας πρέπει να είναι όσο
πιο κοντά γίνεται στην κιθάρα και όσο το δυνατόν πιο µακριά από το στόµα
του µουσικού.
• Ο δεύτερος τρόπος είναι να χρησιµοποιήσουµε κατευθυντικά µικρόφωνα,
ώστε να µπορούµε µετά να ρυθµίσουµε την πολική απόκριση καθ’ ενός µέσω
του ειδικού διακόπτη που διαθέτουν ώστε να ελαττώσουµε τον ανεπιθύµητο
ήχο.
Πολικά διαγράµµατα
Αν χρησιµοποιήσουµε ένα καρδιοειδές µικρόφωνο µπροστά από την κιθάρα, on
axis στην ακουστική οπή της κιθάρας, η φωνή θα προσλαµβάνεται σε γωνία και
µάλιστα από ένα σηµείο όπου η απόκριση του µικροφώνου θα είναι 3dB λιγότερο
ευαίσθητη απ’ ότι αν το µικρόφωνο τοποθετηθεί µπροστά από το στόµα του
µουσικού. Ακόµα κι αν λάβουµε υπόψη µας την απόσταση µεταξύ µικροφώνου
και στόµατος, ο ήχος της φωνή θα είναι µόλις 6dB χαµηλότερη σε ένταση από τον
ήχο της κιθάρας, που σίγουρα δεν είναι αρκετή διαφορά ώστε να επιτρέψει την
χωριστή επεξεργασία του κάθε σήµατος. Με την ανάλογη διάταξη για τη φωνή το
αποτέλεσµα είναι επίσης ακατάλληλο, καθώς λαµβάνεται τόσο σήµα κιθάρας
από το µικρόφωνο της φωνής όσο και από το µικρόφωνο της κιθάρας. Έτσι
έχουµε δύο faders πάνω στην κονσόλα, κανένας από τους οποίους δεν ελέγχει
ακριβώς τον ήχο που νοµίζουµε ότι θα πρέπει να ελέγχει και καθώς η µεταξύ τους
ισορροπία µεταβάλλεται, η ποιότητα του ήχου αλλάζει, κάποιες φορές δραµατικά.
Η λύση είναι να βρούµε ένα µικρόφωνο µε πολικό διάγραµµα τέτοιο ώστε να
απορρίπτει τους ήχους από 90ο και πέρα, ώστε ο on axis ήχος να είναι ο ήχος της
κιθάρας και ο ήχος που θα απορρίπτεται ο ήχος της φωνής. Το µόνο κατάλληλο
µικρόφωνο γι’ αυτή την περίπτωση είναι τύπου figure of eight(οκτοειδές). Το
µικρόφωνο πρέπει να τοποθετηθεί όσο πιο κοντά γίνεται στην κιθάρα για να
έχουµε όσο το δυνατόν µεγαλύτερο διαχωρισµό µε τον ήχο της φωνής. Όσον
αφορά πάντως τη θέση θα πρέπει να πειραµατιστούµε αρκετά διότι, λόγω του ότι
το µικρόφωνο θα βρίσκεται πολύ κοντά στο όργανο είναι πολύ πιθανό να χαθούν
κάποια χαρακτηριστικά του ήχου όπως το πλήθος των αρµονικών του οργάνου.
Ο εκτελεστής δεν θα πρέπει να κινείται καθώς µικρές αλλαγές στην απόσταση
του οργάνου από το µικρόφωνο µπορεί να επηρεάσουν δραµατικά την ποιότητα
του ήχου. Τέλος, λόγω του ότι τα οκτοειδή µικρόφωνα προκαλούν έντονο
proximity effect, θα πρέπει να αποφύγουµε να τοποθετήσουµε το µικρόφωνο στη
βάση της κιθάρας καθώς θα έχουµε υπερβολικά τονισµένες χαµηλές συχνότητες.
Εάν θέλουµε να ηχογραφήσουµε την κιθάρα στερεοφωνικά, τότε µπορούµε να
χρησιµοποιήσουµε δύο οκτοειδή µικρόφωνα.
Στην περίπτωση της ηχογράφησης της φωνής δεν ενδείκνυται να
χρησιµοποιήσουµε οκτοειδές µικρόφωνο. Όχι επειδή δεν θα µας προσφέρει
ικανοποιητικό διαχωρισµό σήµατος, αλλά λόγω του ότι ο τραγουδιστής µας θα
πρέπει να έχει άριστη τεχνική ώστε να αποφευχθούν απότοµες εκπνοές αέρα,
τονισµένα σύµφωνα ‘π’, ‘τ’, ‘φ’, πράγµατα στα οποία τα οκτοειδή µικρόφωνα
είναι πολύ ευαίσθητα. Είναι προτιµότερο λοιπόν να χρησιµοποιήσουµε ένα
υπερκαρδιοειδές µικρόφωνο για την ηχογράφηση της φωνής που θα είναι σαφώς
λιγότερο ευαίσθητο σε τέτοιες περιπτώσεις. Το υπερκαρδιοειδές µικρόφωνο θα
λάβει πολύ καλά τη φωνή του τραγουδιστή και θα απορρίψει σε µεγάλο βαθµό
τον ήχο της κιθάρας.
Ηχογράφηση Ηλεκτρικής Κιθάρας.
Με τα σηµερινά τεχνολογικά δεδοµένα έχουµε πολλές δυνατότητες επιλογών
όσον αφορά τους τρόπους ηχογράφησης της ηλεκτρικής κιθάρας.
Από την ηχογράφηση µε µικρόφωνα ενισχυτών λάµπας έως την απευθείας
ηχογράφηση µέσω physical modeling προενισχυτών. Σε ποιες περιπτώσεις λοιπών θα
πρέπει να χρησιµοποιείται ο κάθε τρόπος ηχογράφησης;
Η θεωρία της εξέλιξης λέει ότι όσο περισσότερο κάτι εξελίσσεται τόσο πιο
περίπλοκο τείνει να γίνει και αυτό είναι απόλυτα αληθές για την ηλεκτρική κιθάρα
που εξελίσσεται για παραπάνω από µισό αιώνα. Ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας
βασίζεται στο ίδιο το όργανο, στον ενισχυτή µέσω του οποίου παίζεται και επίσης
στο σύστηµα ηχείων που χρησιµοποιείται. Άλλες παράµετροι εµφανίζονται αν
λάβουµε υπόψη τη χρήση τεχνικών τοποθετήσεων µικροφώνου, αν και πλέον η
χρήση µικροφώνων είναι µόνο ένας από τους πολλούς τρόπους ηχογράφησης
ηλεκτρικής κιθάρας.
Τεχνικές ηχογράφησης
Η παραδοσιακή µέθοδος που παραµένει η περισσότερο ικανοποιητική σε
πολλές περιπτώσεις είναι η ηχογράφηση ενός πολύ καλού ενισχυτή µε µικρόφωνο
αλλά όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, µπορούµε να επιλέξουµε από µια πληθώρα
physical modeling προενισχυτών, συστήµατα που µοντελοποιούν πλήρως τον ήχο της
ηλεκτρικής κιθάρας (κιθάρα/µαγνήτες/ενισχυτής) όπως για παράδειγµα η VG σειρά
προϊόντων της Roland, ή η εκδοχή της αναλογικής ηχογράφησης µε προενισχυτές.
Κατά την ηχογράφηση της ηλεκτρικής κιθάρας, ο ενισχυτής λειτουργεί ως
µουσικό όργανο καθώς απ’ αυτόν θα λάβει το σήµα το µικρόφωνο, συνεπώς η θέση
του µικροφώνου είναι πολύ σηµαντική. Παρόλο που µεγάλο τµήµα του ήχου έρχεται
απευθείας από το ηχείο όπως θα περίµενε κάποιος ένα σηµαντικό µέρος του ήχου
εκπέµπεται από την πίσω πλευρά του ενισχυτή αλλά και από την ταλάντωση των
πλαϊνών του κουτιού του ενισχυτή. Επίσης ένας ενισχυτής µε ανοιχτό πίσω µέρος
παράγει από την πίσω πλευρά του τόσο ήχο όσο και από την µπροστινή.
Η επιλογή µικροφώνου για την ηχογράφηση ηλεκτρικής κιθάρας δεν είναι ιδιαίτερα
δύσκολη υπόθεση, καθώς κάθε αξιοπρεπές µικρόφωνο οποιουδήποτε τύπου µπορεί
να χρησιµοποιηθεί για την παραγωγή ικανοποιητικών αποτελεσµάτων.
Σε γενικές γραµµές θα µπορούσαµε να πούµε ότι οι Άγγλοι ηχολήπτες τείνουν
να χρησιµοποιούν καρδιοειδή δυναµικά µικρόφωνα, ενώ οι Αµερικάνοι προτιµούν
πυκνωτικά µικρόφωνα. Ένα δυναµικό µικρόφωνο παράγει συµπαγή ήχο µε «γλυκές»
υψηλές συχνότητες , ενώ ένα πυκνωτικό µικρόφωνο λόγω της αυξηµένης πιστότητάς
του παράγει ένα πιο «φωτεινό» και πιο «ανοιχτό» ήχο όταν χρησιµοποιηθεί µε τον
ίδιο τρόπο. Πάντως η τοποθέτηση του µικροφώνου επηρεάζει τον ήχο τόσο όσο και
το ίδιο το µικρόφωνο. Ένας τρόπος για να ηχογραφήσουµε τον ήχο µιας µεγάλης
καµπίνας ενισχυτή είναι να τον τοποθετήσουµε σ’ ένα µεγάλο δωµάτιο, να παίξουµε
δυνατά και να τοποθετήσουµε το µικρόφωνο αρκετά µέτρα µακριά, ούτως ώστε ο
συνολικός ήχος απ’ όλα τα ηχεία να µπορεί να ηχογραφηθεί µαζί µε τυχόν
ανακλάσεις που προέρχονται από το πάτωµα και τα ανεπαίσθητα filtering effects που
µπορούν αυτές να προκαλέσουν. Χρησιµοποιώντας αυτή την µέθοδο, το µικρόφωνο
«ακούει» τον ήχο της κιθάρας όπως περίπου θα τον άκουγε ένα ακροατήριο. Παρόλα
αυτά, η πιο συνήθης προσέγγιση για την ηχογράφηση της ηλεκτρικής κιθάρας είναι
να τοποθετήσουµε ένα µικρόφωνο πολύ κοντά στη «γρίλια» του ενισχυτή µε τέτοιο
τρόπο ώστε να «βλέπει» απευθείας στο κέντρο του κώνου του ηχείου. Όταν η
καµπίνα µας έχει πάνω από ένα ηχεία τότε µία έξυπνη τακτική είναι να δοκιµάζουµε
να τοποθετήσουµε το µικρόφωνο στο κάθε ηχείο κάθε φορά και να ηχογραφήσουµε
αυτό που ακούγεται καλύτερα. Μετακινώντας το µικρόφωνο προς µία πλευρά έχει ως
αποτέλεσµα να έχουµε έναν ήχο µε ηπιότερες ψηλές συχνότητες. Πριν λοιπόν
καταφύγουµε σε κάποιο EQ για να βελτιώσουµε τον ήχο µας αφότου έχει γίνει η
ηχογράφηση θα πρέπει να δοκιµάσουµε να µετακινήσουµε το µικρόφωνο και να
παρατηρήσουµε τις αλλαγές που προκύπτουν από αυτή τη µετακίνηση στη χροιά της
κιθάρας.
2Ηχογράφηση µε µικρόφωνο on-axis
3Ηχογράφηση µε µικρόφωνο off-axis
Εάν ο ενισχυτής µας έχει ανοιχτό πίσω µέρος, αξίζει να πειραµατιστούµε και
να τοποθετήσουµε κάποιο µικρόφωνο στο πίσω µέρος του ενισχυτή καθώς µε αυτόν
τον τρόπο µπορούµε να πάρουµε διαφορετικά ηχοχρώµατα που συνήθως δεν έχουµε
όταν ηχογραφούµε το ηχείο του ενισχυτή. Ένα µικρόφωνο στο πίσω µέρος του
ενισχυτή θα µας δώσει «ζεστό» ήχο µε λιγότερες υψηλές συχνότητες. Μπορούµε
επίσης να χρησιµοποιήσουµε ταυτόχρονα δύο µικρόφωνα για την ηχογράφηση ενός
ενισχυτή: ένα στο µπροστινό µέρος του ενισχυτή(ηχείο) και ένα στο πίσω ανοιχτό
µέρος του ενισχυτή. Με αυτόν τον τρόπο µπορούµε να έχουµε ακόµα πιο πλήρη ήχο
της καµπίνας. Ωστόσο θα πρέπει να είµαστε προσεκτικοί όταν ηχογραφούµε µε δύο
µικρόφωνα καθώς θα πρέπει να αντιστρέψουµε τη φάση του ενός για να µην έχουµε
ακύρωση σήµατος.
Αν θέλουµε να προσθέσουµε την αίσθηση του χώρου στην ηχογράφηση του ενισχυτή
µας µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε ένα µικρόφωνο κοντά στο ηχείο και ένα
µικρόφωνο µακριά από τον ενισχυτή για να λάβει τον ήχο του χώρου µέσα στον
οποίο ηχογραφούµε (ambient microphone). Το µικρόφωνο το οποίο θα
χρησιµοποιήσουµε ως ambient microphone θα πρέπει να είναι κατά προτίµηση
πυκνωτικό γιατί µπορεί να δηµιουργήσει πιο ρεαλιστική αίσθηση του χώρου.
Μία άλλη πρακτική µέθοδος είναι να συνδυάσουµε τις παραπάνω τεχνικές
χρησιµοποιώντας δύο µικρόφωνα τοποθετηµένα κοντά στον ενισχυτή το ένα on-axis
και το άλλο off-axis καθώς και ένα µικρόφωνο τοποθετηµένο µακριά από τον
ενισχυτή. Αν τα κοντινά µικρόφωνα έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά-όπως
για παράδειγµα ένα πυκνωτικό on-axis µικρόφωνο µε ένα δυναµικό off-axis
µπορούµε να πετύχουµε αρκετά ενδιαφέροντα αποτελέσµατα µε την µίξη των δύο
σηµάτων. Ανάλογα µε το επίπεδο του µικροφώνου στη µίξη µπορούµε να πετύχουµε
διαφορετικά ηχοχρώµατα όπως επίσης µπορούµε να έχουµε διαφορετικούς ηχητικούς
συνδυασµούς µε το να αναστρέψουµε τη φάση κάθε φορά διαφορετικών
µικροφώνων.
Κατά τη διαδικασία της µίξης µπορούµε να «µεγαλώσουµε» την απόσταση του
µικροφώνου που είναι τοποθετηµένο µακριά από τον ενισχυτή. Αυτό µπορούµε να το
πετύχουµε µε το να προσθέσουµε µία µικρή καθυστέρηση στο ηχογραφηµένο σήµα
αυτού του µικροφώνου. Κάθε millisecond καθυστέρησης αντιστοιχεί περίπου σε 12
ίντσες απόστασης από τον ενισχυτή.
Στην περίπτωση που έχουµε να ηχογραφήσουµε µικρότερους ενισχυτές,
αξίζει τον κόπο να πειραµατιστούµε µε τη θέση του ενισχυτή µέσα στο δωµάτιο,
ειδικά όταν χρησιµοποιούµε ένα µικρόφωνο µακριά από τον ενισχυτή. Για
παράδειγµα, εάν σηκώσουµε τον ενισχυτή από το πάτωµα θα έχουµε διαφορετικές
ανακλάσεις από το έδαφος. Με το να τοποθετήσουµε στο έδαφος κάποιο
ανακλαστικό υλικό(όπως µοριοσανίδα-hardboard ή µουσαµά δαπέδου) ανάµεσα στην
καµπίνα του ενισχυτή και στο µικρόφωνο, δίνουµε έµφαση σε τυχόν χρωµατισµό του
ήχου που προκαλούν οι ανακλάσεις του πατώµατος.
Εάν ένας µικρός ενισχυτής ή ένας ενισχυτής εξάσκησης υστερεί σε χαµηλές
συχνότητες, µπορούµε να εκµεταλλευτούµε το boundary effect µε το να
τοποθετήσουµε ένα µικρόφωνο σε µία γωνία του δωµατίου και µετά να βάλουµε τον
ενισχυτή στραµµένο προς τη γωνία που βρίσκεται το µικρόφωνο. Εάν οι χαµηλές
συχνότητες που προστίθενται είναι περισσότερες από τις επιθυµητές τότε µπορούµε
να αποµακρύνουµε τον ενισχυτή και το µικρόφωνο από τη γωνία έως ότου έχουµε
σχετική ισορροπία στο συχνοτικό φάσµα.
Συνδυαστικές τεχνικές
Είπαµε προηγουµένως ότι όσον αφορά την ηχογράφηση ηλεκτρικής κιθάρας
µε µικρόφωνο θα πρέπει να θεωρούµε την καµπίνα του ενισχυτή ως το µουσικό
όργανο, καθώς από αυτήν προέρχεται ο ήχος που ηχογραφούµε. Στην περίπτωση
όµως που η κιθάρα παίζεται στο control room και ο ενισχυτής βρίσκεται µέσα στο
studio(µε την προϋπόθεση ότι τα δύο δωµάτια είναι ηχητικά αποµονωµένα µεταξύ
τους), θα µπορούσαµε να χρησιµοποιήσουµε ένα πυκνωτικό µικρόφωνο κοντά στο
σηµείο που το µπράτσο της κιθάρας ενώνεται µε το σώµα, για να ηχογραφήσουµε τον
απευθείας ήχο των χορδών κατά τη διάρκεια του παιξίµατος. Αυτό µπορεί να
φαίνεται να µην έχει χρηστική αξία καθώς ο ήχος είναι αρκετά «ισχνός», παρόλα
αυτά ο συνδυασµός των σηµάτων από τον ήχο του µικροφώνου του ενισχυτή και τον
ήχο του µικροφώνου από τις χορδές µπορεί να παράγει πολύ ενδιαφέροντα και
χρήσιµα αποτελέσµατα.
Παρόµοιο αποτέλεσµα µπορούµε να επιτύχουµε χωρίζοντας το σήµα της κιθάρας
στέλνοντας ένα µέρος αυτού κατευθείαν στην κονσόλα µέσω ενός DI. Στη συνέχεια
αφαιρούµε κάποιες χαµηλές συχνότητες ή χρησιµοποιούµε έναν enhancer για να
τονίσουµε τις υψηλές συχνότητες. Άλλος τρόπος είναι να στείλουµε σε DI την έξοδο
του πιεζοηλεκτρικού µαγνήτη ένα ι κιθάρα µας διαθέτει τέτοιο.
Μερικά studios είναι πολύ µικρά για να είναι δυνατόν να ηχογραφήσουµε
έναν ενισχυτή µέσω µικροφώνου, αλλά ακόµα και σε περιπτώσεις που δεν είναι,
αρκετές φορές χρειάζεται να υπάρχει καλύτερος ηχητικός διαχωρισµός µε τα
υπόλοιπα όργανα που παίζουν ταυτόχρονα. Ένας αρκετά καλός τρόπος για να το
πετύχουµε αυτό είναι να κατασκευάσουµε ένα κουτί που να µην επιτρέπει να
διαφύγει ο ήχος από µέσα του, και µέσα σε αυτό να τοποθετήσουµε ένα ηχείο
κιθάρας και το µικρόφωνο. Στο εµπόριο υπάρχουν αρκετά µοντέλα κατά την χρήση
των οποίων η έξοδος του ενισχυτή στέλνει το σήµα στο ηχείο που βρίσκεται µέσα στο
κουτί και το µικρόφωνο παίρνει το σήµα από το ηχείο και το στέλνει κατευθείαν στην
κονσόλα. Οι σχεδιαστές τέτοιων διατάξεων αντιµετωπίζουν την πρόκληση να µην
ακούγεται ο ήχος ούτε πολύ «µεγάλος» και «πλατύς» αλλά ούτε και «στενός» σαν να
προέρχεται από πολύ µικρή καµπίνα. Σαν εναλλακτική λύση εάν δεν έχουµε τη
δυνατότητα να προβούµε στην αγορά µίας τέτοιας διάταξης, µπορούµε να
τοποθετήσουµε τον ενισχυτή µέσα σε µία ντουλάπα ρούχων µαζί µε το µικρόφωνο.
Τεχνικές DI
Σε περίπτωση που δεν είναι πρακτικά εύκολο να χρησιµοποιήσουµε
µικρόφωνο, ή εάν δε διαθέτουµε το χώρο για ένα µονωµένο κουτί στο οποίο θα
τοποθετήσουµε µέσα το µικρόφωνο και το ηχείο, τότε ίσως θα µία τεχνική DI
ηχογράφησης θα µας δώσει τα επιθυµητά αποτελέσµατα.
Ένα ενεργό(active)DI box καλής ποιότητας µετατρέπει την αντίσταση της ηλεκτρικής
κιθάρας από hi-z σε low-z. Έτσι µπορούµε να συνδέσουµε την κιθάρα µας µέσω του
DI απευθείας πάνω στην κονσόλα µας. Μπορούµε να προσθέσουµε µικρή ποσότητα
compression όταν ηχογραφούµε µε αυτόν τον τρόπο καθώς µε σωστή ρύθµιση του
attack του compressor µπορούµε να έχουµε ένα πιο «γεµάτο» ήχο που θα µας δίνει µε
µεγαλύτερη έµφαση τον ήχο της «νύξης» της χορδής. Για να δώσουµε την αίσθηση
του «χαµένου χώρου» που θα µας έδινε ένα ambient microphone µπορούµε να
προσθέσουµε αργότερα κατά τη µίξη µικρή ποσότητα βάθους στο direct σήµα της
κιθάρας που ηχογραφήσαµε.
Ηχογράφηση ηλεκτρικής κιθάρας
µε τοποθέτηση µεγάφωνου-
µικροφώνου σε ειδική κλειστή
κατασκευή
DI Boxes
DI της Behringer µε splitter Active DI της BSS
Active DI της Behringer Active DI’s της Tapco
DI για κιθάρα µε speaker simulation
Το effect του χρωµατισµού του ήχου από τον ενισχυτή µπορούµε να το επιτύχουµε µε
την χρήση ενός παραµετρικού ισοσταθµιστή. Ίσως να χρειαστεί να τονίσουµε τις
υψηλο- µεσαίες συχνότητες για να προσοµοιώσουµε τη λαµπρότητα που δίνει ένας
ενισχυτής στον ήχο.
Εάν χρησιµοποιούµε κάποιο guitar amp modelling software plugin(όπως το
Amplitube της IK Multimedia, το Guitar Rig της Native Instruments), τότε πρέπει
οπωσδήποτε να περάσουµε το σήµα της κιθάρας µας πρώτα µέσα από ένα DI box και
µετά να δροµολογήσουµε το σήµα στην κάρτα ήχου. Εάν απλά συνδέσουµε την
κιθάρα απευθείας σε µία είσοδο της κάρτας ήχου, το πιο πιθανό είναι να έχουµε
αρκετά ασθενές σήµα και εκτός αυτού µπορεί να επηρεαστούν το sustain και οι
υψηλές συχνότητες της κιθάρας µας. Αυτό δεν συµβαίνει εάν η κιθάρα µας διαθέτει
active ηλεκτρικά καθώς αυτά λειτουργούν στην ουσία ως ένα DI box.
Ενώ οι παραπάνω DI τεχνικές µπορούν να είναι κατάλληλες για να
ηχογραφήσουµε clean ήχο στις κιθάρες, εάν θέλουµε να ηχογραφήσουµε κιθάρες µε
παραµόρφωση ή µε overdrive, τότε το να χρησιµοποιήσουµε ένα distortion ή
overdrive pedal και να το συνδέσουµε απευθείας µε την κονσόλα µας δεν είναι
αρκετό. Ο ήχος θα είναι αφύσικος, και χωρίς όγκο και αυτό γιατί δεν παράγεται από
ηχεία που εκτός από το ότι προσδίδουν όγκο και χαρακτήρα στον ήχο αφαιρούν και
κάποιες ανεπιθύµητες υψηλές συχνότητες. Βέβαια αυτό το γεγονός δεν απέτρεψε
κάποιους να χρησιµοποιήσουν αυτόν τον ήχο και να τον κάνουν ακόµα και σήµα
κατατεθέν.
Για ένα πιο συµβατικό ήχο κιθάρας πάντως ένας εξοµοιωτής µεγαφώνου( speaker
simulator) είναι απαραίτητος για να φιλτράρει τις ανεπιθύµητες υψηλές αρµονικές.
Ένας passive speaker simulator, όπως το Palmer Junction box, µπορεί να τοποθετηθεί
απευθείας µετά από ένα πετάλι overdrive ή στην έξοδο ενός ενισχυτή, αλλά πρέπει να
ηχογραφηθεί σε είσοδο µικροφώνου και όχι σε είσοδο Line. Υπάρχουν επίσης Active
εκδοχές, οι οποίες µπορούν να δώσουν µεγαλύτερο εύρος ηχοχρωµάτων.
Ηχογράφηση µε Recording Preamps4
Αναµφίβολα, ο πιο εύκολος τρόπος για να ηχογραφήσουµε direct µία ηλεκτρική
κιθάρα είναι να χρησιµοποιήσουµε έναν recording preamp. Αυτές οι συσκευές, εκτός
από το γεγονός ότι λειτουργούν ως DI, έχουν επίσης τη δυνατότητα να
προσοµοιάζουν (modelling preamps)ενισχυτές, καµπίνες και µεγάφωνα έτσι ώστε να
έχουµε ένα πιο ζωντανό ήχο ηλεκτρικής κιθάρας κατά την direct ηχογράφηση. Στους
προενισχυτές κιθάρας είναι σύνηθες φαινόµενο να υπάρχουν ενσωµατωµένες µονάδες
effect όπως reverb, delay, chorus, flanger, phaser, tremolo, προσωµοιώσεις stomp
boxes όπως distortion pedals, overdrive pedals, fuzz pedals, αλλά και compressors,
gates καθώς και wah-wah και talk effects.
Μία ειδική κατηγορία modelling preamp είναι το σύστηµα της Roland VG88. Αυτός
ο «εικονικός» προενισχυτής πρέπει να συνδεθεί µε ένα συµβατό µαγνήτη GK2 επίσης
της Roland, και παρέχει τη δυνατότητα να έχουµε προσοµοίωση διαφορετικών τύπων
κιθαρών και µαγνητών.
4 Ηχητικά αρχεία: Preamp1.wav, Preamp2.wav, Preamp3.wav, Preamp4.wav, Preamp5.wav,
Preamp6.wav
Το σύστηµα VG88 της Roland και ο µαγνήτης GK2 που είναι απαραίτητος για τη
λειτουργία του.
Όλα αυτά τα συστήµατα µοντελοποίησης του ήχου των ενισχυτών, των
καµπινών, έχουν µεγάλες διαφορές µεταξύ τους όσον αφορά την ποιότητα και το
χαρακτήρα του παραγόµενου ήχου. Ωστόσο κάποιοι κιθαρίστες θεωρούν ότι όταν
παίζουν κιθάρα µέσα από ένα προενισχυτή δεν έχουν την ίδια αίσθηση στο παίξιµο
που θα είχαν εάν έπαιζαν σε έναν πραγµατικό ενισχυτή. Αρκετές φορές θα
ακούσουµε να χαρακτηρίζουν τον ήχο των προενισχυτών ως «ψυχρό» και
«ψηφιακό», σε αντίθεση µε τον «ζεστό», «αναλογικό»¨ήχο που βγάζει ένας λαµπάτος
ενισχυτής για παράδειγµα Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι ένας ενισχυτής
ανταποκρίνεται καλύτερα στο παίξιµο του µουσικού, η χροιά του ήχου µεταβάλλεται
ανάλογα µε τις δυναµικές που χρησιµοποιεί ο κιθαρίστας, έχουµε φυσικό overdrive,
κάτι που δεν συµβαίνει συνήθως µε τις ψηφιακές προσοµοιώσεις των ενισχυτών που
συνήθως έχουν πιο «flat» ήχο.
Πάντως η ηχογράφηση ηλεκτρικής κιθάρας µε recording preamps έχει καθιερωθεί και
σε αρκετά επαγγελµατικά στούντιο και αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς πλέον αυτές οι
συσκευές µπορούν να δώσουν πολύ ρεαλιστικά αποτελέσµατα ώστε να µη µπορεί να
ξεχωρίσει κάποιος αν η κιθάρα έχει ηχογραφηθεί µε µικρόφωνο στην καµπίνα ή µέσω
προενισχυτή απευθείας στην κονσόλα.
Ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα όταν ηχογραφούµε ηλεκτρική κιθάρα µε κάποιο
modelling preamp είναι ότι ο ήχος που ακούει ο µουσικός και ο ηχολήπτης την ώρα
της ηχογραφήσεως από τα monitors δεν θα έχει διαφορά από τον ήχο που θα
ηχογραφηθεί. Έτσι µουσικός µπορεί να δηµιουργήσει τον ήχο που θέλει µε µόνο
γνώµονα τα αυτιά του και να είναι σίγουρος ότι αυτό που ακούει εκείνη τη στιγµή θα
είναι ακριβώς αυτό που θα ηχογραφηθεί. ∆εν υπάρχει ο παράγοντας µικρόφωνο, και
το κατά πόσο θα «χρωµατίσει» αυτό τον ήχο, ούτε χρειάζεται ο ηχολήπτης να λάβει
υπόψη του την ακουστική του χώρου.
Οι modelling preamps δίνουν απεριόριστες δυνατότητες πειραµατισµού.
Μπορούµε για παράδειγµα να έχουµε ένα µοντέλο µικρού ενισχυτή που έχει όµως
χαρακτήρα στο ηχόχρωµα που παράγει, και να τον συνδυάσουµε µε µία καµπίνα από
άλλο µεγαλύτερο ενισχυτή. Έτσι µας παρέχεται µεγάλη ποικιλία ηχοχρωµάτων και σε
συνδυασµό µε τα effects που διαθέτουν οι περισσότεροι από αυτούς, έχουµε στη
διάθεση µας µια τεράστια παλέτα ήχων. Αρκετές φορές οι ήχοι που µπορούµε να
παράγουµε µπορεί να µη θυµίζουν ούτε στο ελάχιστο ήχο κιθάρας. Οι συνδυασµοί
που µπορούν να γίνουν περιορίζονται µόνο από τη φαντασία του εκάστοτε µουσικού/
ηχολήπτη/ παραγωγού.
Σε συνθήκες ζωντανής ηχογράφησης χρησιµοποιούνται κυρίως physical modeling
preamps ή συνδυασµοί πεταλιών (distortion, modulation, compressors) που
στέλνονται αφενός στους ενισχυτές για να ακούει το κοινό της συναυλίας και
αφετέρου απευθείας στην κονσόλα του ηχολήπτη.
Μερικές από τις γνωστότερες εταιρίες που παράγουν modelling preamps είναι η
Line6(η οποία παράγει και ενισχυτές που βασίζονται σε physical modelling), η
Digitech, η Zoom, η Boss και η Vox
Recording Preamps
To Pod XT της Line6 To 707II Guitar της ZOOM
Το Vamp 2 της Behringer Το GT-5 της Boss
Το GNX3 της Digitech To Tonelab της Vox
Ηχογράφηση ηλεκτρικού µπάσου
Οι δύο βασικές µέθοδοι ηχογράφησης ηλεκτρικού µπάσου είναι όπως και
στην περίπτωση της ηλεκτρικής κιθάρας α) µε τοποθέτηση µικροφώνου στον
ενισχυτή και β) µε απευθείας ηχογράφηση στην κονσόλα µε κάποιο DI box.
Η πρώτη µέθοδος αποτυπώνει πολύ καλά τον χαρακτήρα του ήχου του µπάσου όταν
αυτός προέρχεται από ένα σύστηµα ενισχυτή/καµπίνας. Ως αποτέλεσµα έχουµε ήχο
«ζεστό» αλλά αρκετές φορές «τραχύ» και «σκληρό», κάτι που είναι απόλυτα θεµιτό
εάν έχουµε να ηχογραφήσουµε µπάσο για ένα hard rock κοµµάτι για παράδειγµα.
Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που επιθυµούµε καθαρό και «γλυκό» ήχο στο µπάσο
µας(εάν το κοµµάτι που πρόκειται να ηχογραφήσουµε πρόκειται για µια µπαλάντα
για παράδειγµα). Σε αυτή την περίπτωση θα προτιµήσουµε να ηχογραφήσουµε το
µπάσο µας direct στην κονσόλα µίξης µας µε χρήση DI.
Για να έχουµε τα πλεονεκτήµατα και των δύο µεθόδων µπορούµε να τις
συνδυάσουµε. Να ηχογραφούµε δηλαδή το µπάσο µας ταυτόχρονα και µέσω
µικροφώνου από τον ενισχυτή και direct στην κονσόλα, και κατόπιν να
πειραµατιστούµε µε τις εντάσεις των δύο καναλιών κατά τη διαδικασία της µίξης έως
ότου έχουµε το αποτέλεσµα που επιθυµούµε. Το πρόβληµα που προκύπτει σε αυτήν
την περίπτωση είναι ότι το σήµα που προέρχεται από το µικρόφωνο φτάνει στην
κονσόλα ελαφρά καθυστερηµένο σε σχέση µε το direct σήµα από το DI διότι ο ήχος
θέλει κάποιο χρόνο για να φτάσει από την καµπίνα του ενισχυτή στο
µικρόφωνο(περίπου ένα ms/foot). Αυτή η καθυστέρηση έχει ως αποτέλεσµα τα δύο
σήµατα να είναι εκτός φάσης και να δηµιουργείται φαινόµενο χτένας (comb filtering)
και ο ήχος είναι πιο αδύναµος κατά τη διάρκεια της µίξης. Αυτό το πρόβληµα
µπορούµε να το ξεπεράσουµε εάν πριν την ηχογράφηση περάσουµε το
direct(αναστρέφοντας ταυτόχρονα και τη φάση του) σήµα από ένα ψηφιακό delay
line και, αρχίζοντας από την µικρότερη τιµή delay που µπορούµε να δώσουµε να
αυξάνουµε σταδιακά τον χρόνο καθυστέρησης του σήµατος έως ότου βρούµε την
τιµή στην οποία ο συνδυασµός των δύο σηµάτων (µικροφώνου και direct) έχει
µικρότερη ένταση. Εάν βρούµε αυτήν την τιµή τότε τα σήµατά µας δεν έχουν
διαφορά φάσης. Αναστρέφουµε ξανά τη φάση στο direct σήµα µας και είµαστε
έτοιµοι να ηχογραφήσουµε.
Όπως και στην περίπτωση της ηλεκτρικής κιθάρας, έχουµε τη δυνατότητα να
ηχογραφήσουµε ηλεκτρικό µπάσο µέσω physical modelling προενισχυτή. Υπάρχουν
πλέον πολύ αξιόλογα µοντέλα προενισχυτών, σχεδιασµένοι ειδικά για την
ηχογράφηση µπάσου που εξοµοιώνουν ενισχυτές και καµπίνες δίνοντας µας την
δυνατότητα να επιλέξουµε τον χαρακτήρα που θέλουµε να έχει ο ήχος του µπάσου
µας.
Bass Modeling Preamps
Pod XT Bass Zoom 708 II Bass
Βιβλιογραφία /Internet Links
Χαράλαµπος Χ. Σπυρίδης/ Ιωάννης Μαλαφής, Φάκελος µαθήµατος Μικρόφωνα-
Μεγάφωνα-Ηχεία Αθήνα 2003
www.soundonsound.com
www.akg-acoustics.com
www.sennheiser.com
www.shure.com
www.line6.com
www.m-audio.com