Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ...

87
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ Εισαγωγικό σημείωμα Όταν ξεκινήσαμε τον σχεδιασμό της σειράς των κόκκινων σελίδων πριν ένα περίπου χρόνο, τοποθετήσαμε τη χρονική αφετηρία της εξιστόρησης στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Τόσο σχετικά με τους εργατικούς / ταξικούς αγώνες εκείνης της τόσο κρίσιμης περιόδου, όσο και σε σχέση με την απάντηση των αφεντικών σ’ εκείνες τις μαζικές και δυναμικές αρνήσεις: την εκκίνηση μιας ακόμα γενικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, που συνεχίζεται ως τις μέρες μας, είτε μέσω της τωρινής φάσης της “κρίσης” είτε μέσω της “διαχείρισης” αυτής της φάσης. Τα τέσσερα πρώτα τεύχη των κόκκινων σελίδων εκδόθηκαν τον περασμένο Δεκέμβρη, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό. Όμως προχωρώντας τις επεξεργασίες για τα επόμενα τεύχη διαπιστώσαμε κάτι που αγνοούσαμε: εάν επρόκειτο να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού (που απoτέλεσε και αποτελεί βασικό στοιχείο της τωρινής κρίσης / αναδιάρθρωσης) θα έπρεπε να γυρίσουμε χρονικά πίσω, στη δεκαετία του 1930, όταν αυτά τα χαρακτηριστικά άρχισαν να διαμορφώνονται στην μεγαλύτερη καθαρότητά τους, σε θεωρητικό επίπεδο, μεταξύ ορισμένων ευρωπαίων (κατά κύριο λόγο) οικονομολόγων, που τότε (την δεκαετία του 1930) ήταν μάλλον περιθωριακοί, όμως έμελλε μερικές δεκαετίες αργότερα (προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘70) να γίνουν mainstream. Και δεν ήταν απαραίτητη μια τέτοια αναδρομή νωρίτερα απ’ το χρονικό σημείο που είχαμε ορίσει σαν αφετηρία των κόκκινων σελίδων για λόγους ιστορικής ακρίβειας. Όσο περισσότερο ανακαλύπταμε τις ρίζες του νεοφιλελευθερισμού, τόσο απαραίτητη ήταν η έστω και συνοπτική ανάδειξή τους και για σοβαρούς πολιτικούς λόγους, πάντα απ’ τη δική μας, την εργατική σκοπιά. Γιατί η διαμόρφωση των βασικών θέσεων και κατευθύνσεων του νεοφιλελευθερισμού στα ‘30s ήταν ένα είδος “απάντησης” (ακόμα και αγανακτισμένης απάντησης) στον Κεϋνσιανισμό και στον (με διάφορες μορφές) “κρατικό σχεδιασμό” που καθιερωνόταν τότε στις καπιταλιστικές διαδικασίες. Απάντηση λοιπόν στην αλλαγή παραδείγματος καπιταλιστικής οργάνωσης που θεμελιώθηκε στα ‘30s και επεκτάθηκε / γενικεύτηκε (αφού ενδιάμεσα ο Β παγκόσμιος πόλεμος εξασφάλισε τις υλικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις): έτσι θα γεννηθεί ο νεοφιλελευθερισμός, αρχικά σαν μια πεισματάρα αίρεση στην τότε καινούργια οικονομολογική σοφία που τοποθετούσε το κράτος στο τιμόνι της γενικής καπιταλιστικής διαχείρισης (ένα νέο δόγμα του οποίου ο Κέυνς ήταν η πιο εμβληματική αν και όχι η μοναδική φιγούρα). Όμως και ο Κεϋνσιανισμός (όπως και όλες οι παραλλαγές του κρατισμού, ολοκληρωτικές ή δημοκρατικές) με τη σειρά τους ήταν μια πολιτικο-οικονομική απάντηση στις απειλές αυτού του τέρατος που λέγεται εργατική τάξη! Απειλές που στα ‘20s (ακόμα και στις αρχές των ‘30s, όταν η τότε παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είχε προκαλέσει ισχυρές αμφιβολίες για την βιώσιμότητα του καπιταλισμού σα συστήματος οργάνωσης και εκμετάλλευσης της εργασίας) ήταν συχνά αληθινά επαναστατικές. Να λοιπόν που για να πετύχουμε μια σωστή γενεαλογική εξιστόρηση και ανάλυση της παρούσας φάσης του καπιταλισμού θα έπρεπε να γυρίσουμε σχεδόν έναν αιώνα πίσω, οπωσδήποτε 4 ή 5 δεκαετίες πίσω από εκεί που αρχικά είχαμε θεωρήσει αναγκαίο και

description

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Transcript of Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ...

Page 1: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Εισαγωγικό σημείωμα

Όταν ξεκινήσαμε τον σχεδιασμό της σειράς των κόκκινων σελίδων πριν ένα περίπου χρόνο,

τοποθετήσαμε τη χρονική αφετηρία της εξιστόρησης στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Τόσο

σχετικά με τους εργατικούς / ταξικούς αγώνες εκείνης της τόσο κρίσιμης περιόδου, όσο και

σε σχέση με την απάντηση των αφεντικών σ’ εκείνες τις μαζικές και δυναμικές αρνήσεις: την

εκκίνηση μιας ακόμα γενικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, που συνεχίζεται ως τις μέρες

μας, είτε μέσω της τωρινής φάσης της “κρίσης” είτε μέσω της “διαχείρισης” αυτής της φάσης.

Τα τέσσερα πρώτα τεύχη των κόκκινων σελίδων εκδόθηκαν τον περασμένο Δεκέμβρη,

σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό. Όμως προχωρώντας τις επεξεργασίες για τα επόμενα

τεύχη διαπιστώσαμε κάτι που αγνοούσαμε: εάν επρόκειτο να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά

του νεοφιλελευθερισμού (που απoτέλεσε και αποτελεί βασικό στοιχείο της τωρινής κρίσης /

αναδιάρθρωσης) θα έπρεπε να γυρίσουμε χρονικά πίσω, στη δεκαετία του 1930, όταν αυτά

τα χαρακτηριστικά άρχισαν να διαμορφώνονται στην μεγαλύτερη καθαρότητά τους, σε

θεωρητικό επίπεδο, μεταξύ ορισμένων ευρωπαίων (κατά κύριο λόγο) οικονομολόγων, που

τότε (την δεκαετία του 1930) ήταν μάλλον περιθωριακοί, όμως έμελλε μερικές δεκαετίες

αργότερα (προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘70) να γίνουν mainstream.

Και δεν ήταν απαραίτητη μια τέτοια αναδρομή νωρίτερα απ’ το χρονικό σημείο που είχαμε

ορίσει σαν αφετηρία των κόκκινων σελίδων για λόγους ιστορικής ακρίβειας. Όσο

περισσότερο ανακαλύπταμε τις ρίζες του νεοφιλελευθερισμού, τόσο απαραίτητη ήταν η έστω

και συνοπτική ανάδειξή τους και για σοβαρούς πολιτικούς λόγους, πάντα απ’ τη δική μας,

την εργατική σκοπιά. Γιατί η διαμόρφωση των βασικών θέσεων και κατευθύνσεων του

νεοφιλελευθερισμού στα ‘30s ήταν ένα είδος “απάντησης” (ακόμα και αγανακτισμένης

απάντησης) στον Κεϋνσιανισμό και στον (με διάφορες μορφές) “κρατικό σχεδιασμό” που

καθιερωνόταν τότε στις καπιταλιστικές διαδικασίες.

Απάντηση λοιπόν στην αλλαγή παραδείγματος καπιταλιστικής οργάνωσης που θεμελιώθηκε

στα ‘30s και επεκτάθηκε / γενικεύτηκε (αφού ενδιάμεσα ο Β παγκόσμιος πόλεμος

εξασφάλισε τις υλικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις): έτσι θα γεννηθεί ο

νεοφιλελευθερισμός, αρχικά σαν μια πεισματάρα αίρεση στην τότε καινούργια

οικονομολογική σοφία που τοποθετούσε το κράτος στο τιμόνι της γενικής καπιταλιστικής

διαχείρισης (ένα νέο δόγμα του οποίου ο Κέυνς ήταν η πιο εμβληματική αν και όχι η

μοναδική φιγούρα). Όμως και ο Κεϋνσιανισμός (όπως και όλες οι παραλλαγές του

κρατισμού, ολοκληρωτικές ή δημοκρατικές) με τη σειρά τους ήταν μια πολιτικο-οικονομική

απάντηση στις απειλές αυτού του τέρατος που λέγεται εργατική τάξη! Απειλές που στα ‘20s

(ακόμα και στις αρχές των ‘30s, όταν η τότε παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είχε προκαλέσει

ισχυρές αμφιβολίες για την βιώσιμότητα του καπιταλισμού σα συστήματος οργάνωσης και

εκμετάλλευσης της εργασίας) ήταν συχνά αληθινά επαναστατικές.

Να λοιπόν που για να πετύχουμε μια σωστή γενεαλογική εξιστόρηση και ανάλυση της

παρούσας φάσης του καπιταλισμού θα έπρεπε να γυρίσουμε σχεδόν έναν αιώνα πίσω,

οπωσδήποτε 4 ή 5 δεκαετίες πίσω από εκεί που αρχικά είχαμε θεωρήσει αναγκαίο και

Page 2: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

χρήσιμο. Να που για να αναδείξουμε την ιστορική διαλεκτική και τις τωρινές φάσεις της θα

έπρεπε να κάνουμε ένα βαθύτερο (στον 20ο αιώνα) flash back.

Έτσι, υποχρεωτικά, θα αριθμήσουμε αυτά τα τρία τεύχη των κόκκινων σελίδων που

καταπιάνονται με τα ‘20s και τα ‘30s τόσο των προλετάριων όσο και των αφεντικών

(συμπεριλαμβανομένων των ειδικών τους) με νούμερα μικρότερα του (νο) 1: 0.1, 0.2, 0.3.

Ελπίζουμε ότι είναι συγχωρητέα αυτή η ακαταστασία της αρίθμησης των κόκκινων σελίδων.

Ένα (μεγάλο) μέρος του υλικού που ακολουθεί (απ’ τα τεύχη 0.1 και 0.2)

πρωτοπαρουσιάστηκε απ’ την ομάδα “σπάταλοι” τον Οκτώβρη του 2005, σε μια έκδοση υπό

τον γενικό τίτλο: 1917 - 1945, Κεϋνσιανισμός, κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός:

απ’ την Οκτωβριανή Επανάσταση στο ΔΝΤ. Υπάρχουν οι ενδεικτικές αναφορές όπου

χρειάζεται. Το υπόλοιπο υλικό (προσθήκες και το τεύχος 0.3) δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Οι αναφορές στους αγώνες των ‘20s ΔΕΝ είναι πλήρεις, και ούτε θα πρέπει να θεωρηθούν

τέτοιες. Δεν καταγράφουν το σύνολο των εργατικών αγώνων και των επαναστατικών

εκρήξεων στον αναπτυγμένο τότε καπιταλιστικό κόσμο. Έχουν κυρίως ενδεικτική

χρησιμότητα, για τη κατάσταση στην οποία βρισκόταν παγκόσμια η εργατική τάξη (ειδικά

μετά την νικηφόρα επανάσταση των μπολσεβίκων στη ρωσία)· άρα για την κατάσταση στην

οποία βρίσκονταν και τα αφεντικά, πριν αλλά και μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης

του 1929.

Zipo

Η επανάσταση στη Γερμανία (1918 - 1919)

Η επανάσταση στη Γερμανία (με πιο πυκνή και έντονη περίοδο το διάστημα απ’ τον

Νοέμβρη του 1918 ως το καλοκαίρι του 1919) αποδίδεται, όπως ανάλογα η επανάσταση στη

Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917, στην ατέλειωτη αιματοχυσία του Α παγκόσμιου πολέμου.

Πράγματι, η εμπειρία εκείνου του πολέμου που ήταν μακράν ο πιο ανθρωποφάγος που

μπορούσαν οι τότε γενιές να έχουν ζήσει ποτέ ή να θυμούνται, απ’ τη μια μεριά

ριζοσπαστικοποίησε χιλιάδες εργάτες και αγρότες που, σαν φαντάροι, σάπιζαν (όταν δεν

πέθαιναν) στα χαρακώματα· κι απ’ την άλλη τους έδωσε την υλική δυνατότητα ένοπλων

εξεγέρσεων μεγάλης κλίμακας: τα όπλα, και την τέχνη του πολέμου.

Όμως αυτά δεν αποδείχθηκαν αρκετά ούτε στην γερμανική επανάσταση ούτε σε άλλες που

έγιναν τα ίδια χρόνια σε άλλα κράτη της κεντρικής ευρώπης. Είτε οι πολιτικές οργανώσεις

τους δεν ήταν έτοιμες να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις μανούβρες και τους ελιγμούς των

αντιπάλων τους, είτε ο επαναστατικός ενθουσιασμός συσκότιζε σε κρίσιμες στιγμές την

αναγκαία τακτική, οι επαναστάσεις στην κεντρική ευρώπη - με πιο έντονη εκείνη στη

γερμανία - έγιναν περισσότερο ένα απειλητικό φάντασμα που πλανιόταν πάνω απ’ τις

αστικές τάξεις τις επόμενες δεκαετίες παρά το αναμενόμενο (απ’ τους επαναστάτες σ’ όλη

την ευρώπη) τέλος της αστικής και καπιταλιστικής εξουσίας.

Για να πνιγεί στο αίμα η επανάσταση στη γερμανία χρειαζόταν σε κεντρικό ρόλο και το τότε

σοσιαλιστικό κόμμα. Όντας το μεγαλύτερο απ’ τα εργατικά κόμματα στην ευρώπη της

περιόδου πριν τον Α παγκόσμιο πόλεμο, και το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κόμματα στη

γερμανία [1], είχε μεγάλο κύρος· παρότι, τις παραμονές και στη διάρκεια του πολέμου είχε

Page 3: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

προδώσει καθαρά την ως τότε βασική θέση των εργατικών κομμάτων της Β Διεθνούς

εναντίον των ιμπεριαλιστικών πολέμων, θέση μετατροπής τέτοιων πολέμων σε εργατικούς /

επαναστατικούς. Όπως το SPD έσωσε την κήρυξη του πολέμου εκ μέρους της

αυτοκρατορικής γερμανίας το 1914, έτσι μετά το τέλος του και την ήττα διέσωσε την ομαλή

μετατροπή του καθεστώτος σε (αστική) δημοκρατία. Για να γίνει το πρώτο έπρεπε

εκατομμύρια νεαρών εργατών και αγροτών να γίνουν “κρέας για κανόνια”. Για να γίνει το

δεύτερο έπρεπε οι επαναστατημένοι επιζήσαντες του πολέμου να εξοντωθούν από “ένοπλα

σώματα εθελοντών” (Freikorps) που, αντικαθιστώντας τον ανυπάκουο (και σε μεγάλο βαθμό

επαναστατημένο στρατό), ανέλαβαν απ’ τις αρχές του 1919 να επιβάλλουν την τάξη.

Η επιτυχημένη, διαρκούντος του πολέμου στο “ανατολικό μέτωπο”, επανάσταση των

μπολσεβίκων τον Οκτώβρη του 1917 και η συμφωνία λήξης του πολέμου μεταξύ Γερμανίας

και επαναστατικής Ρωσίας στις αρχές του Μάρτη του 1918 (συμφωνία του Brest - Litovsk)

έγιναν ένα διπλό παράδειγμα για εκατοντάδες χιλιάδες γερμανούς στρατιώτες.

Για το γερμανικό επιτελείο το πράγμα ήταν διαφορετικό: απαλλαγμένο απ’ το ένα μέτωπο θα

μετέφερε τον στρατό του στο άλλο, ελπίζοντας σε οριστική νίκη ή έστω σημαντική βελτίωση

των θέσεών του, πριν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπουν κανονικά στον πόλεμο. Δεν ήταν,

λοιπόν, καθόλου τυχαίο που η πρώτη μεγάλη επαναστατική σπίθα που έμελλε να γίνει

φωτιά σ’ ολόκληρη την γερμανική επικράτεια τους επόμενους μήνες, άναψε στις 28

Οκτώβρη του 1918, στο ναύσταθμο του Κιέλου, όταν δόθηκε απ’ το γερμανικό επιτελείο

εντολή για προετοιμασίες πολεμικής εξόδου και αναμέτρησης με το αγγλικό ναυτικό στη

βόρεια θάλασσα. Οι ναύτες δεν σκόπευαν να συνεχίσουν να πολεμούν. Τη νύχτα της 29ης

προς την 30 Οκτώβρη ένα μέρος του πληρώματος δύο φρεγατών που βρίσκονταν εν πλω

αρνήθηκαν να υπακούσουν σε εντολές και έκαναν ορισμένες ζημιές στα πλοία ώστε να τα

αναγκάσουν να επιστρέψουν στις βάσεις τους. Αυτοί οι πρώτοι αντάρτες δεν ήταν πολλοί και

δέθηκαν - αλλά τα πλοία αναγκάστηκαν να γυρίσουν στο Κίελο.

Τα νέα κυκλοφόρησαν και στους υπόλοιπους ναύτες. Το βράδυ της 1ης Νοέμβρη

συναντήθηκαν στα γραφεία των συνδικάτων 250 ναύτες, και κατέληξαν στην απαίτηση να

απελευθερωθούν οι αντάρτες των Thuringen και Helgoland. Η αστυνομία έκλεισε τα γραφεία

την επόμενη ημέρα, αλλά στις 2 Νοέμβρη συγκεντρώθηκαν απ’ έξω πολλοί περισσότεροι.

Στις 3 Νοέμβρη ήταν αρκετές χιλιάδες, και τα αιτήματα είχαν εμπλουτιστεί. Όχι μόνο

απελευθέρωση των κρατούμενων, αλλά και ειρήνη και ψωμί. Εννοώντας στα σοβαρά τις

απαιτήσεις τους αυτές οι χιλιάδες στασιαστών ουσιαστικά ναυτικών, ξεκίνησαν διαδήλωση

προς τις στρατιωτικές φυλακές. Για να τους σταματήσει η ναυτική αστυνομία άρχισε να

πυροβολεί στο ψαχνό: 7 δολοφονήθηκαν και 29 τραυματίστηκαν σοβαρά.

Το λάδι στη φωτιά είχε ριχτεί. Στις 4 Νοέμβρη μεγάλες ομάδες στασιαστών κινούνταν σε

διάφορα σημεία του Κιέλου, ενώ οι στρατιώτες ενός μεγάλου στρατοπέδου στα βόρεια

περίχωρα του Κιέλου στασίασαν επίσης. Κλήθηκε στρατός από άλλα σημεία της περιοχής,

για να καταστείλει την εξέγερση, όμως ένα μεγάλο μέρος κι αυτών ενώθηκε με τους

εξεγερμένους. Το βράδυ της 4 Νοέμβρη το Κίελο βρισκόταν de facto υπό τον έλεγχο 40.000

εξεγερμένων ναυτών, στρατιωτών και εργατών, ενώ δυο μέρες μετά το ίδιο θα συνέβαινε στο

Wilhelmshaven.

Εκείνη την ημέρα, αντιπροσωπείες των εξεγερμένων ναυτών ξεκίνησαν για όλες τις μεγάλες

πόλεις της γερμανίας. Στις 7 Νοέμβρη οι επαναστάτες είχαν υπό τον έλεγχο τους όλες τις

Page 4: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

μεγάλες παράκτιες πόλεις και επιπλέον το Αννόβερο, το Μπραουνσβάικ, την Φραγκφούρτη

το Μέιν και το Μόναχο. Στο Μόναχο ένα “συμβούλιο στρατιωτών και εργατών” ανάγκασε τον

(τελευταίο) βασιλιά της Βαυαρίας να παραιτηθεί. Η Βαυαρία ανακηρύχθηκε “σοβιετική -

δηλαδή συμβουλιακή - δημοκρατία”.

Τις επόμενες ημέρες όλοι οι βασιλιάδες και πρίγκηπες (τοπικοι ηγεμόνες των γερμανικών

κρατιδίων) είχαν καθαιρεθεί από επαναστατικά συμβούλια. Τα μέλη αυτών των συμβουλίων

ήταν, κυρίως, μέλη του SPD και της εξ αριστερών διάσπασής του το 1917, του USPD (στο

οποίο συμμετείχαν και οι σπαρτακιστές). Τα βασικά αιτήματά τους, τη συγκεκριμένη χρονική

στιγμή, ήταν υπέρ της δημοκρατίας, της ειρήνης και ενάντια στον μιλιταρισμό.

Οι εξεγερμένοι ναύτες στο ναύσταθμο της Wilhemshaven

Την περίοδο που ξεκινούσε αυτή η εξέγερση, δηλαδή τον Οκτώβρη και το Νοέμβρη του

1919, που έμοιαζε να έχει την υποστήριξη της κομματικής ιεραρχίας του SPD, αυτή η

ιεραρχία βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τον στρατό και τα αστικά κόμματα, για την

ομαλή και υπό έλεγχο μεταπολεμική μετατροπή του καθεστώτος από “αυτοκρατορική

δημοκρατία” σε κανονική αστική. Η υπό διαμόρφωση συμφωνία προέβλεπε εκλογές το

γρηγορότερο για εθνική συνέλευση που θα διαμόρφωνε το νέο σύνταγμα· και, φυσικά,

παρότι πολλά μέλη του SPD συμμετείχαν στα καινούργια “συμβούλια εργατών και

στρατιωτών”, πουθενά δεν προβλεπόταν η εξουσία αυτών των συμβουλίων! Ο γραμματέας

του SPD Ebert το είχε δηλώσει καθαρά στις 7 Νοέμβρη:

... Εάν ο Kaiser δεν υποχωρήσει, η κοινωνική επανάσταση θα είναι αναπόφευκτη. Αλλά δεν

την θέλω, στην πραγματικότητα τη μισώ σαν αμαρτία…

Page 5: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Για το πάντα ηγεμονικό πολιτικά SPD τα “συμβούλια” ήταν απλά ένα μέσο πίεσης προς τον

αυτοκράτορα, ανεκτό για μικρό διάστημα, έως ότου γίνουν εκλογές και αποκατασταθεί η

νομιμότητα. Για μεγάλο μέρος του USPD και αρκετά απ’ τα μέλη των “συμβουλίων” η

πρόθεση ήταν ανάποδη: οι εκλογές θα έπρεπε να αργήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο

για να “σταθεροποιηθούν πολιτικά γεγονότα” de facto (δηλαδή τα “συμβούλια” και οι

απαιτήσεις τους) πριν απ’ τις εκλογές και πριν τη διαμόρφωση του συντάγματος.

Το συμβούλιο ναυτών του καταδρομικού Prince Regent Luitpold

Απ’ έξω και απο μακρυά θα μπορούσε αυτή η αντίθεση να μοιάζει με αγώνα δρόμου. Στην

πραγματικότητα ήταν η πόλωση μεταξύ ενός λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένου

σχεδίου “εκδημοκρατισμού” του γερμανικού καπιταλισμού, στο οποίο συμφωνούσαν τα

αστικά κόμματα και η κομματική ιεραρχία του SPD, και μια ανεπέξεργαστη αλλά γεμάτη

ενθουσιασμό διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της γερμανικής κοινωνίας,

ελεγχόμενη από ένοπλους εργάτες και στρατιώτες.

Στις 9 Νοέμβρη 100 ένοπλοι φρουροί της επανάστασης απ’ τα μεγαλύτερα εργοστάσια του

Βερολίνου κατέλαβαν το κοινοβούλιο, και ανακοίνωσαν τον σχηματισμό επαναστατικής

βουλής. Οι συγκεκριμένοι εργάτες σχεδιάζαν ούτως ή άλλως ένοπλη επανάσταση για τις 11

Νοέμβρη, αλλά αιφνιδιάστηκαν ευχάριστα απ’ την εξέγερση στο στόλο του Κιέλου. Δεν είχαν

καμία εμπιστοσύνη ούτε στον Ebert ούτε στους ελιγμούς του, και για να το προλάβουν

ανακοίνωσαν εκλογές για την επόμενη ημέρα: σε κάθε εργοστάσιο και κάθε στρατόπεδο οι

εργάτες και οι στρατιώτες θα έπρεπε να εκλέξουν συμβούλια, που με τη σειρά τους θα

εξέλεγαν μια επαναστατική κυβέρνηση.

Page 6: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Η διπλή εξουσία ήταν ήδη γεγονός στην μεταπολεμική Γερμανία - και θα παρέμενε η

πραγματικότητα για τους επόμενους δύο μήνες. Υπήρχε μια “επίσημη” μεταβατική

κυβέρνηση, της οποίας πρωθυπουργός είχε αυτοανακηρυχθεί ο Ebert, με τη σύμφωνη

γνώμη των αστικών κομμάτων και του στρατιωτικού επιτελείου· και υπήρχαν διάσπαρτες σε

όλη την επικράτεια αλλά πολλές επαναστικές αυτο-θεσμίσεις, κυρίως τα συμβούλια εργατών

και στρατιωτών, αλλά και η “επαναστατική κυβέρνηση”. Αλλά σ’ αυτήν την κατάσταση που

έτεινε προς την πόλωση και όχι στη συνύπαρξη, το SPD έβλεπε να χάνει την επιρροή του σε

χιλιάδες μέλη του που συμμετείχαν στα συμβούλια· πράγμα που για τον έμπειρο Ebert και

τους υπολοιπους του γερμανικού καθεστώτος σήμαινε πως όσο αργούσε το “ξεκαθάρισμα

λογαριασμών” τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς.

Πράγματι, μέσα στα συμβούλια, κουβεντιάζονταν ιδέες και διαμορφώνονταν προτάσεις για

την οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας στην επερχόμενη εργατική δημοκρατία της

γερμανίας. Οι πιο μετριοπαθείς απόψεις ήταν υπέρ του “δημοκρατικού ελέγχου” τουλάχιστον

των μεγάλων εργοστασίων. Οι πιο ριζοσπαστικές ήταν υπέρ της άμεσης δημοκρατίας στο

σύνολο της παραγωγής. Για να μειώσει την ελκυστικότητα τέτοιων απόψεων ο Ebert έπρεπε

να αξιοποιήσει τα ελεγχόμενα απ’ το SPD “νομιμόφρονα” συνδικάτα. Όντως, ανάμεσα στις 9

και στις 12 Νοέμβρη οι επικεφαλής αυτών των συνδικάτων συναντήθηκαν στο Βερολίνο με

τους Hugo Stinnes και Carl Friedrich von Siemens, σαν αντιπροσώπους των μεγάλων

βιομηχανιών. Η συμφωνία που έκλεισαν ήταν χαρακτηριστική ενός μοντέλου που επρόκειτο

να γίνει η νόρμα στη γερμανία (και αλλού) μετά από έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο:

- τα συνδικάτα εγγυώνταν την ομαλότητα στην παραγωγή, την παρεμπόδιση άγριων

απεργιών, την καταπολέμηση της επιρροής των συμβουλίων και την αποτροπή της

εθνικοποίησης των μέσων παραγωγής· ενώ

- οι εργοδότες απ’ την μεριά τους εγγυώνταν την καθιέρωση του ημερήσιου οκταώρου (ένα

εργατικό αίτημα πολλών χρόνων, που απέρριπταν μετά βδελυγμίας), την αντιπροσώπευση

των εργατών μέσω των συνδικάτων, στη διοίκηση των επιχειρήσεων, και την διαρκή

αναγνώριση (σαν συνομιλητών) των συνδικάτων και σε καμία περίπτωση των συμβουλίων.

Θα σχηματιζόταν επίσης μια “επιτροπή μεσολάβησης” που θα αναλάμβανε να εξομαλύνει

μελλοντικές αντιθέσεις μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων, ενώ σε κάθε επιχείρηση με

περισσότερους από 50 εργαζόμενους θα δημιουργούνταν επιτροπές επίβλεψης της ορθής

εφαρμογής των συμφωνιών.

Page 7: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Διαδήλωση επαναστατών στην Wilhemshaven στις 6 Νοέμβρη του 1918

Ενόσω συνέβαιναν αυτά, τα συμβούλια, χωρίς κάποια οργανωτική αυστηρότητα αλλά με

μεγάλο ενθουσιασμό, έπαιρναν τις δημόσιες υπηρεσίες διάφορων πόλεων υπό τον έλεγχό

τους: Leipzig, Αμβούργο, Βρέμη, Γκότα, Chemnitz. Σε άλλες πόλεις, όπως το Ντύσσελντορφ

ή το Μπράουνσβαικ, οι δημόσιοι υπάλληλοι που παρέμεναν οπαδοί του Kaiser δέθηκαν. Στο

Αμβούργο και στη Βρέμη σχηματίστηκαν σώματα ένοπλων κόκκινων φρουρών, για την

προάσπιση της επανάστασης. Κοντά στο Μέρσεμπουγκ τα συμβούλια πήραν τον έλεγχο

μιας πολύ μεγάλης χημικής βιομηχανίας. Τα συμβούλια ανέλαβαν επίσης τη διανομή

φαγητού, την περίθαλψη και την αστυνόμευση των φαντάρων που επέτρεφαν σταδιακά απ’

το δυτικό μέτωπο μετά τη λήξη του πολέμου.

Και απ’ την άλλη μεριά ο Ebert και ο γενικός αρχηγός του στρατού στρατηγός Groener

μετακινούσαν στρατό προς το Βερολίνο. Η πρώτη προσπάθεια καταστολής (που έμελλε να

αποδειχθεί “προειδοποιητική”) έγινε στις 15 Δεκέμβρη, την παραμονή της πρώτης μεγάλης

συνέλευσης των εργατών που θα γινόταν, με αντιπροσώπους των συμβουλίων απ’ όλη την

επικράτεια, στο Βερολίνο. Θέλοντας να εμποδίσουν την πραγματοποίηση αυτής της

συνέλευσης, το SPD και το γερμανικό επιτελείο προώθησαν πιστά σ’ αυτούς στρατιωτικά

σώματα, που προσπαθώντας να συλλάβουν τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου της

συνέλευσης άρχισαν να ρίχνουν στο ψαχνό εναντίον μιας διαδήλωσης άοπλων κόκκινων

φρουρών. Σκοτώθηκαν 16 απ’ αυτούς.

Αλλά η συνέλευση έγινε. Και μετά από συζητήσεις τριών ημέρων, στις 19 Δεκέμβρη, με

μεγάλη πλειοψηφία (344 - 98), αποφάσισε ότι είναι προτιμότερο να εγκαταλειφθεί η

προοπτική ενός συμβουλιακού συστήματος για το σύνολο της γερμανικής επικράτειας, και

να υποστηριχτούν οι εκλογές και η συντακτική συνέλευση που προωθούσε το επίσημο SPD

και οι σύμμαχοί του.

Page 8: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Ήταν επικράτηση κάποιου ρεαλισμού ή της γραμμής Ebert μέσα στα συμβούλια; Το σίγουρο

ήταν ότι υπήρχε μια ασυμβίβαστη αντίθεση με την “νόμιμη κυβέρνηση”: το ζήτημα του

ελέγχου του στρατού. Η συνέλευση αποφάσισε την εκλογή ενός “κεντρικού συμβουλίου”

εργατών και στρατιωτών που θα είχε λόγο στην κεντρική διοίκηση του στρατού· την εκλογή

των αξιωματικών απ’ τους στρατιώτες· και να έχουν την αρμοδιότητα των πειθαρχικών

μέτρων μέσα στο στρατό όχι οι αξιωματικοί αλλά τα συμβούλια στρατιωτών. Ενστικτώδικα ή

απ’ την εμπειρία τους τα συμβούλια κτύπαγαν με το μαχαίρι τα πλευρά των σχεδίων του

Ebert και των συμμάχων τους. Όσες συμφωνίες κι αν έδειχναν σε άλλα θέματα, και όση

διάθεση συμβιβασμού, ο προσανατολισμός τους στον εργατικό έλεγχο πάνω στο στρατό

σήμαινε ουσιαστικό αφοπλισμό της γερμανικής αστικής τάξης. Κι αυτό την στιγμή που για να

αποφύγει τις ανταρσίες το γερμανικό επιτελείο έφτιαχνε “νομιμόφρονα σώματα εθελοντών”

(freikorps), από στρατιώτες και αξιωματικούς φιλοβασιλικών πεποιθήσεων, για να

αντιμετωπιστεί η “μπολσεβίκικη συνωμοσία”.

Η στιγμή της τελικής αναμέτρησης δεν θα αργούσε, παρότι τόσο οι ριζοσπάστες του USDP

όσο και του πολύ καινούργιου “κομμουνιστικού κόμματος” (KPD) όπως ο Karl Liebknecht και

η Rosa Luxemburg δεν είχαν ξεκάθαρη πρακτική άποψη γι’ αυτήν.

Στις 4 Γενάρη του 1919 η επίσημη κυβέρνηση απέλυσε τον επικεφαλής της αστυνομίας του

Βερολίνου, που ήταν μέλος του USPD, επειδή είχε αρνηθεί να καταστείλει πρόσφατες

εργατικές διαδηλώσεις. Σαν αποτέλεσμα αυτής της απόλυσης το USDP, το KPD και οι

επαναστικές φρουρές κάλεσαν διαδήλωση για την ίδια ημέρα. Προς μεγάλη έκπληξη των

οργανωτών επρόκειτο για τεράστια διαδήλωση, που έγινε ακόμα μεγαλύτερη την επόμενη

ημέρα, Κυριακή 5 Γενάρη, όπου εκατοντάδες χιλιάδες εργατών διαδήλωσαν στο κέντρο του

Βερολίνου, πολλοί με όπλα στα χέρια. Το απόγευμα καταλήφθηκαν όλοι οι σιδηροδρομικοί

σταθμοί αλλά και τα γραφεία των αστικών εφημερίδων που τις προηγούμενες ημέρες

απαιτούσαν την δημιουργία περισσότερων freikorps αλλά και την δολοφονία των

Σπαρτακιστών. Εντέλει όλες αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες εξέλεξαν, την ίδια ημέρα (δια

αντιπροσώπων) μια 53μελή “εσωτερική επαναστατική επιτροπή” με σκοπό να κατευθύνει

την αναπόφευκτη αναμέτρηση.

Στις 6 Γενάρη ο κόσμος που διαδήλωνε στο Βερολίνο ήταν περισσότερος από ποτέ - και σε

ένα μεγάλο μέρος του ένοπλος. Στις 8 Γενάρη ο Ebert διέταξε την “αποκατάσταση της

τάξης”, που άρχισε στις 9 Γενάρη από “νομιμόφρονα” τμήματα του στρατού για να συνεχίσει

απ’ τις 12 Γενάρη και μετά απ’ τα freikorps. Επρόκειτο για μέρες κανονικών οδομαχιών, που

έληξαν με νίκη των καθεστωτικών, που είχαν απεριόριστες ποσότητες πυρομαχικών και

βαριά όπλα. Το βράδυ της 15ης Γενάρη οι καθεστωτικοί βρήκαν και έδεσαν τους Luxemburg

και Liebknecht, και ύστερα από μια νύχτα βσανιστηρίων, τους εκτέλεσαν. Το σώμα της

Luxemburg ρίχτηκε στο κανάλι Landwehr που διατρέχει το Βερολίνο, και βρέθηκε 6,5 μήνες

αργότερα. Ο Liebknecht θάφτηκε, χωρίς όνομα, σε άγνωστο νεκροταφείο.

Page 9: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Πανηγυρισμοί στο Μόναχο για την ανακήρυξη της Συμβουλιακής Δημοκρατίας στη Βαυαρία,

8 Νοέμβρη 1918

Δεν ήταν αυτό το τέλος της επανάστασης. Τους πρώτους μήνες του 1919 έγιναν πολλές

ένοπλες εξεγέρσεις σε όλη τη Γερμανία, που καταστάλθηκαν με τον ίδιο βίαιο και ακόμα πιο

αιματηρό τρόπο. Στο Βερολίνο τον Γενάρη σκοτώθηκαν 156 άτομα και απ’ τις δύο πλευρές.

Στη Βρέμη, 1,5 μήνα μετά, οι νεκροί ήταν 400. Στην αρχή του Μάρτη μια γενική απεργία στο

Βερολίνο εξελίχτηκε σε ένοπλη αναμέτρηση των απεργών με τα freikorps, που κράτησε

σχεδόν δύο βδομάδες, και άφησε 1200 νεκρούς - πολλούς εκτελεσμένους εν ψυχρώ

σύμφωνα με τις οδηγίες του επιτελείου. Στο Αμβούργο και στη Θουρηγκία ο εμφύλιος

κράτησε μήνες, και ήταν στις αρχές του Μάη που τα freikorps εισέβαλαν κι εδώ και

“αποκατέστησαν την τάξη” με τον ίδιο τρόπο όπως στο Βερολίνο και στη Βρέμη.

Η “δημοκρατία της Βαϊμαρης” θα κτιστεί πάνω στους τάφους της εργατικής επανάστασης

στη Γερμανία...

zipo

Οι καταλήψεις των εργοστασίων (και η απάντηση

των αφεντικών με τη διαμόρφωση του

ολοκληρωτικού κράτους) στην Iταλία στα ‘20s

Page 10: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Έχει θεωρηθεί το πλέον προχωρημένο επεισόδιο του αγώνα μεταξύ αφεντικών και εργατών

στην Iταλία - έως την δεκαετία του '60: πρόκειται για την κατάληψη των εργοστασίων από

τους μεταλλεργάτες τον Σεπτέμβριο του 1920. Eίναι η κορύφωση των 2 “κόκκινων χρόνων”

που αποκολούθησαν το τέλος του A παγκοσμίου πολέμου. Aυτό που συνέβη στην Iταλία τον

Σεπτέμβριο του 1920 ήταν πράγματι ένα εξαιρετικό γεγονός. Eκατοντάδες χιλιάδες εργάτες,

ένοπλοι ή όχι, δούλευαν και έμεναν, και έτρωγαν και κοιμούνταν και διασκέδαζαν στα

κατειλημμένα εργοστάσια ολόκληρης της Iταλία, πραγματοποιώντας κάτι που για αρκετούς

ήταν “η πράξη της επανάστασης”.

... Tα προεόρτια της σύγκρουσης του Σεπτέμβρη εκδηλώθηκαν την άνοιξη του 1920, με την

απεργία στο Tορίνο, όταν οι μεταλλεργάτες των εργοστασίων της πόλης σταμάτησαν για ένα

μήνα, και όλοι οι υπόλοιποι εργάτες της πόλης για δέκα μέρες, απαιτώντας την αναγνώριση

των εργοστασιακών συμβουλίων που είχαν δημιουργήσει - και τη συμμετοχή τους στην

διοίκηση. Oι εργοδότες απάντησαν με lock out - αυτό που διακυβευόταν δεν ήταν

δευτερεύον: ποιος έχει την δύναμη μέσα στο εργοστάσιο. H εργατική ριζοσπαστικοποίηση

δεν ήταν πυροτέχνημα, καθώς είχε θεριέψει τόσο από τον αντιμιλιταρισμό των τελευταίων

χρόνων του πολέμου, όσο και από την επανάσταση των μπολσεβίκων.* Eξάλλου, εργατική

ριζοσπαστικότητα σήμαινε επίσης κοινωνική ριζοσπαστικότητα: στις 26 Iουνίου της ίδιας

χρονιάς, για παράδειγμα, στρατός που ήταν στρατοπεδευμένος στην Aνκόνα (μια πόλη με

ισχυρή παρουσία αναρχικών) στασίασε εναντίον της μεταγωγής του στη Aλβανία. Aυτή η

ενέργεια ακολουθήθηκε από γενικό ξεσηκωμό και μια εκστρατεία εναντίον της παραγωγής

όπλων (ο ρωσο-πολωνικός πόλεμος βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο, και η Iταλία εξήγαγε όπλα

στην πολωνία).

Tο τέλος του πολέμου, παρότι η Iταλία ήταν με την μεριά των νικητών, είχε φέρει γενικά

πτώση της (πολεμικά κορυφωμένης) παραγωγής, τόσο στα αγροτικά προϊόντα, όσο και στα

βιομηχανικά. H ανεργία και οι προσπάθειες των εργοδοτών να μειώσουν τους μισθούς

χειροτέρευαν τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων προλέταριων. Έτσι το 1920 έγιναν συνολικά

1881 απεργίες, με 1.267.953 απεργούς και 16.400.000 “χαμένες” (για τ' αφεντικά) ημέρες

εργασίας. O πληθωρισμός κάλπαζε: η ισοτιμία της ιταλικής λίρας προς το δολάριο από

1:6,34 το 1918, πήγε 1:13.07 το 1919, 1:28.57 στο τέλος το 1920.

Δεν πήγαιναν βέβαια ακριβώς “χάλια” τα πράγματα για τους ιταλούς βιομήχανους. Όλοι

είχαν πενταπλασιάσει και δεκαπλασιάσει την κεφαλαιουχική αξία των επιχειρήσεών τους στη

διάρκεια του πολέμου. Aμέσως μετά την λήξη του οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις ξεχύθηκαν σε

έναν (μεταξύ τους) αγώνα για την δημιουργία γιγάντιων ομίλων· κρίσιμος τομέας σ' αυτήν

την εξέλιξη ήταν οι εξαγορές τραπεζών από τις βιομηχανίες. Mια τέτοια στροφή στην εύκολη

και γρήγορη χρηματιστηριακή κερδοφορία (που περιλάμβανε, όπως είναι αναμενόμενο,

“επενδύσεις στο χρηματιστήριο”....) επιδείνωνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση της

“πραγματικής οικονομίας” - δηλαδή των εργατών. Aπ' το τέλος της άνοιξης του 1920 τα

συνδικάτα άρχισαν να θέτουν το ζήτημα πως οι διαρκείς αυξήσεις των τιμών χωρίς αυξήσεις

στους μισθούς δεν μπορούσαν να γίνουν άλλο ανεκτές.

Aλλά μετά την απεργία στο Tορίνο, υπήρχε μια επιπλέον συνειδητοποίηση. Mε δεδομένη την

ισχυρή άρνηση των βιομηχάνων απέναντι στα εργατικά αιτήματα, το ζήτημα δεν ήταν μόνο

οι αυξήσεις στους μισθούς. Ήταν και η ίδια η δυνατότητατων συνδικάτων να προκαλούν

φόβο στους εργοδότες [*]. Oι διαπραγματεύσεις με τον σύνδεσμο των μεταλλουργικών,

Page 11: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

μηχανολογικών και συναφών βιομηχανιών (AMMA) διακόπηκαν στα μέσα Aυγούστου του

1920. O τόνος του εκπροσώπου των βιομηχάνων Rotigliano προς τους εκπροσώπους των

μεταλλεργατών ήταν κάτι παρά πάνω από διδακτικός:

Oποιαδήποτε συζήτηση είναι άχρηστη. Oι βιομήχανοι δεν πρόκειται να δώσουν καμία

αύξηση. Aπό το τέλος του πολέμου δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να κατεβάζουμε τα

παντελόνια. Aρκετά. Tώρα θ' αρχίσετε να τα κατεβάζετε εσείς.

Hυπό τον έλεγχο των σοσιαλιστών ομοσπονδία των μεταλλεργατών (FIOM) σήκωσε το

γάντι. Σε έκτακτη συνδιάσκεψη στις 16 και 17 Aυγούστου στο Mιλάνο αποφάσισε να αρχίσει

από τις 21, σε κάθε μηχανουργικό και μεταλλουργικό εργοστάσιο και εργαστήριο, καθώς και

σε όλα τα ναυπηγεία, μια εκστρατεία ανυπακοής με την μορφή της κωλυσιέργειας. H τακτική

αυτή προέβλεπε καθυστερήσεις στο ρυθμό παραγωγής (πράγμα που για όσους

πληρώνονταν με το κομμάτι σήμαινε και μικρότερο μεροκάματο...) και την απαίτηση για την

όσο πιο αυστηρή γινόταν τήρηση των κανονισμών ασφαλείας. Aποφάσισε επίσης ότι σε

περίπτωση που οι εργοδότες επιχειρούσαν να απαντήσουν την κωλυσιέργεια με lock out

τότε οι εργάτες θα έπαιρναν τον έλεγχο των εργοστασίων, με κάθε διαθέσιμο γι' αυτό το

σκοπό μέσο.

Tα μέλη της USI θεώρησαν την κωλυσιέργεια ανεπαρκή απάντηση στην κρίση που είχε

δημιουργήσει η επιθετικότητα των εργοδοτών. Παρόλα αυτά συμφώνησαν να ακολουθήσουν

κι αυτοί αυτήν την τακτική, “για να μην διασπαστούν οι δυνάμεις της εργατικής τάξης”. Kατά

την γνώμη των αναρχοσυνδικαλιστών, η κωλυσιέργεια δεν θα μπορούσε να κρατήσει πάνω

από λίγες μέρες. H πολιτική της USI ξεπερνούσε την αμυντική στάση της FIOM:

H απαλλοτρίωση των εργοστασίων από τους μεταλλεργάτες της Iταλίας πρέπει να γίνει το

γρηγορότερο, πριν τα κλείσουν με lock out, και πρέπει να τα υπερασπιστούμε με κάθε

αναγκαίο μέσο. Eίμαστε αποφασισμένοι επιπλέον να καλέσουμε τους εργάτες των άλλων

κλάδων στην μάχη.

Eίναι γεγονός ότι παρόμοια άποψη είχαν και πολλά μέλη της σοσιαλιστικής FIOM.

Page 12: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Πάνω: Εργάτες καταληψίες εργοστασίου στο Τορίνο τον Σεπτέμβρη του 1920

Κάτω: Κόκκινη φρουρά εργοστασίου στο Τορίνο τον Σεπτέμβρη του 1920

H κωλυσιέργεια απλώθηκε σ' όλη τη βιομηχανική Iταλία, από τη μια άκρη της χερσονήσου

ως την άλλη. Tις πρώτες ημέρες οι εργοδότες έμοιαζαν να δείχνουν αδιαφορία ή ψυχραιμία -

και πάντως απέφευγαν να απειλήσουν δημόσια με lock out. Aντίθετα οι αρχές δημόσιας

τάξης έμοιαζαν να ανησυχούν ιδιαίτερα πως αυτή η αναμέτρηση θα μπορούσε να

Page 13: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

κλιμακωθεί βίαια. Aλλά η κυβέρνηση, που εμφανιζόταν να βρίσκεται μεταξύ δύο πυρών,

προσπαθούσε αριστοτεχνικά να κρατηθεί όσο περισσότερο γινόταν σε “ουδέτερη θέση”.

Tελικά, από τις 24 Aυγούστου άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα σημάδια νευρικότητας

απ' την μεριά των αφεντικών. H Corriere della Sera αναφερόμενη σε δηλώσεις εκπροσώπου

του εργοστασίου της Romeo στο Mιλάνο, έγραφε ότι “οι εργάτες δεν δουλεύουν, κάθονται και

καπνίζουν, παίζουν χαρτιά, δεν υπακούουν σε καμιά εντολή”. Tο δημοσίευμα άφηνε να

διαφανούν “σκέψεις για την λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων”. Tην ίδια ημέρα βιομήχανοι

του Tορίνο δήλωναν ότι η κωλυσιέργεια “έχει πάρει μια μορφή που φτάνει στα όρια του

σαμποτάζ”. Δεν είχαν εντελώς άδικο: η παραγωγή στην Fiat-Centro (όπου δούλευαν 15.000

εργάτες) έπεσε κατά 60% σε μια βδομάδα. Tα ίδια και στην Πιστόια και την Tζένοα, όπου

δραστηριοποιούνταν μέλη της USI.

Όσο χόντραιναν οι φήμες για επικείμενο lock out όλων των μεταλλουργικών και

μηχανολογικών εργοστασίων, τόσο χόντραινε η κωλυσιέργεια. Kαι την Δευτέρα 30

Aυγούστου οι 2000 εργάτες του εργοστασίου της Romeo στο Mιλάνο βρήκαν το πρωί τις

πόρτες του εργοστασίου κλειστές, να φρουρούνται από ιδιωτικούς μπράβους. Eίτε αυτό ήταν

ατομική πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη του είτε όχι, ο κύβος είχε ριφθεί. Tο τμήμα Mιλάνου της

FIOM, έχοντας κατά νου παλιότερες περιπτώσεις εργοδοτικών lock out, διέταξε τα μέλη του

να καταλάβουν τα περίπου 300 μεταλλουργικά εργοστάσια μέσα και γύρω από το Mιλάνο,

στη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος. Θα έπρεπε στη συνέχεια να οργανωθούν για

να μείνουν τη νύχτα μέσα στα εργοστάσια.

O γάλλος H. Massoul που έτυχε να βρίσκεται στο Mιλάνο την επόμενη μέρα έγραψε

αργότερα:

Tο θέαμα είναι εντυπωσιακό, ειδικά καθώς νυκτώνει, με τους κόκκινους φρουρούς με τα

όπλα στα χέρια, καθώς πηγαινοέρχονται κάτω απ' τον νυκτερινό ουρανό, και τις σειρήνες να

σφυρίζουν σε όλη την απόσταση από το Adda μέχρι το Resegon.

Oι καταλήψεις στο Mιλάνο ήταν το έναυσμα. Aπό την Tετάρτη 1 Σεπτέμβρη έως το Σάββατο

4 Σεπτέμβρη, κι ενώ οι βιομήχανοι μπαλάτζαραν μεταξύ της λύσης του lock out και της

αναμονής, οι μεταλλεργάτες της Iταλίας κατέλαβαν κάθε εργοστάσιο ή εργαστήριο σε όλη

την χώρα. Oι μόνες εξαιρέσεις ήταν η Bενέτζια Tζιούλια, όπου υπήρχε ήδη πολύ μεγάλη

πολιτική ένταση και είχαν ξεκινήσει οι πρώτες συγκρούσεις ανάμεσα στους σοσιαλιστές και

τους φασίστες· και η Tεργέστη όπου έγινε γενική απεργία. Σε μερικά μικρά βιομηχανικά

κέντρα οι εργοδότες παραδόθηκαν αμέσως και υπέγραψαν συμφωνία κάνοντας δεκτά όλα

τα αιτήματα της FIOM τα οποία είχε απορρίψει η ομοσπονδία βιομηχάνων. Πέρα απ' αυτά οι

καταλήψεις ήταν καθολικές. Oι καταληψίες έφταναν τις 400.000. O συνολικός αριθμός

καταληψιών πήγε στις 500.000 όταν οι εργάτες μη μεταλλουργικών εργοστασίων σε

διάφορες πόλεις προσχώρησαν κι αυτοί στο κίνημα των καταλήψεων.

Aυτή η καθολικότητα δείχνει το μέγεθος της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην εργατική τάξη της

Iταλίας και τ' αφεντικά. Όχι μόνο στο βιομηχανικό τρίγωνο του βορρά, αλλά και στη Pώμη,

στο Παλέρμο και στην Φλωρεντία τα εργοστάσια πέρασαν στα χέρια των συνδικάτων. Aπό

τα μεγάλα αστικά κέντρα έως τις αγροτικές περιοχές του Bένετο, της Λιγουρίας, της

Tοσκάνης, της Marches, οπουδήποτε υπήρχε ένα εργοστάσιο, ένα ναυπηγείο, ένα

σιδηρουργείο, ένα χυτήριο, καταλήφθηκε.

Oι εκθέσεις των αρχών έφταναν στο Yπουργείο Eσωτερικών του βασιλείου της Iταλίας σαν

καταιγίδα. Mια σύντομη γεωγραφική αναφορά μπορεί να δείξει τη μαζικότητα και την έκταση

Page 14: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

του κινήματος. Στο Πιεντμόντ όχι μόνο το Tορίνο, η Aλεσσάντρια, το Άστρι, η Nοβάρα και το

Bερσέλι, αλλά και το Aκουί, η Aρκουάτα Σκρίβια, η Nέα Λιγουρία, το Kασάλε, η Tορτόνα, η

Γκαλαράτε. Στην Λιγουρία όχι μόνο ολόκληρη η βιομηχανική της Γένοβας, η Σαβόνα, το

Bάντο, η Σπέτσια, αλλά και το Πόρτο Mαουρίτσιο και η Oνέγκλια. Στην Λομβαρδία, από το

βιομηχανικό σύμπλεγμα του Mιλάνο έως το Mπέργκαμο, από την Kρεμόνα ως την Kρέμα,

από την Παβία έως το Λεγκάνο, από το Kόμο έως το Λέτο, από το Bαρέζε μέχρι την

Mπρέσια. Στο Bένετο η Bερόνα, το Oύντινε, η Πάντουα, η Bενετία, το Tρεβίζο, το

Kαστελφράνκο Bένετο, η Mπατάλια. Στην Eμίλια η Mπολώνια, η Mοντένα, η Φεράρα, το

Pέτζιο, η Πιασέντζα. Στην Tοσκάνη η Φλωρεντία, η Πίζα, η Σιένα, η Ποντεντέρα, το

Πιομπίνο, το Πορτοφεράιο, το Λιβόρνο, το Aρέτζο, η Πιστόια, το Γκροσέτο, στο Σαν Tζιοβάνι

Bαλντάρνο, το Kαστερλφιορεντίνο, η Λούκα. Στην Marches τα ναυπηγεία της Aνγκόνα. Στην

Oύμπρια το Tέρνι και η Περούτζια. Στην Kαμπάνια η Nάπολι, το Σαν Tζιοβάνι, το

Kαστελμάρε, το Tόρε Aνουνζιάτα. Στην Σικελία το Παλέρμο.

Όσον αφορά την ένταση και τη σύνθεση του κινήματος, οι βασικοί παράγοντες μπορούσαν

να γίνουν εύκολα αντιληπτοί. Στο Tορίνο, το Mιλάνο και την Tζένοβα οι καταλήψεις πήραν

τόσο μαζικό χαρακτήρα, ώστε να αποτελούν ιστορικό γεγονός πρώτου μεγέθους:

εκατοντάδες χιλιάδες εργατών παρέμεναν στα εργοστάσια. Eκατό χιλιάδες μόνο στο Tορίνο,

στα 185 εργοστάσια που καταλήφθηκαν. Όμως και αλλού, σε μικρότερες ή και μικρές

μονάδες τα πράγματα ήταν ανάλογα. Στο Πιομπίνο για παράδειγμα ρίχτηκαν στη μάχη 5.000

εργάτες. Στη Φλωρεντία το απόγευμα της 2ας Σεπτέμβρη το εργοστάσιο Γκαλιλέο (1200

εργάτες), Πινγκόν (600 εργάτες) και άλλα 6 βρίσκονταν υπό κατάληψη. Στο Γκαλιλέο

κόκκινες σημαίνες ανέμιζαν παντού, ενώ μια μπάντα έπαιζε τον ύμνο των εργατών. Στο

Bαλντάρνο οι εργάτες των σιδηρουργείων του Σαν Tζιοβάνι ενώθηκαν με τους

μεταλλωρύχους που κατέλαβαν τα ορυχεία. Στο Tρεβιτζιάνο οι 40 εργάτες του εργοστασίου

προχώρησαν σαν πλήρη κατάληψη. Στη Pώμη στις βιομηχανικές περιοχές ανέμιζαν παντού

σημανες με σφυροδρέπανα και αστέρια. H κόκκινη σημαία ανέμιζε στα ναυπηγεία του

Παλέρμο και η μαυροκόκκινη των αναρχικών στις στέγες της Bερόνα, όπου η υπεροχή των

αναρχοσυνδικαλιστών του USI έκανε τις καταλήψεις πιο θορυβώδεις.

Ένοπλες φρουρές επέτρεπαν την είσοδο μόνο στους εργάτες κάθε εργοστασίου και

κρατούσαν την ηρεμία στα όποια μικροπροβλήματα. Όλες οι αναφορές ωστόσο, όπως

έβγαιναν στις εφημερίδες, μιλούσαν για μια ατμόσφαιρα πανηγυριού. Δεν μπορούσε να είναι

αλλιώς, τουλάχιστον τις πρώτες μέρες. Mε την κυβέρνηση να νίπτει σταθερά τα χέρια της, με

τους εργοδότες να μην έχουν καμία πρακτική δύναμη, όλη η βιομηχανική παραγωγή της

Iταλίας είχε περάσει στα χέρια των συνδικάτων. Διάφορα περιστατικά σαν το παρακάτω

συνέβησαν εδώ κι εκεί. Aυτό εδώ αφορά τις εγκαταστάσεις της Fiat-Centro, τις πρώτες μέρες

της κατάληψης:

Tρείς κύριοι περιδιάβαιναν ερευνητικά γύρω από το εργοστάσιο στις 9.00 το βράδυ. Oι

κόκκινοι φρουροί τους πλησίασαν.

- “Tί κάνετε εδώ πέρα;”

- “Aαα, τίποτα, απλά θέλαμε να δούμε τι δουλειά κάνετε”.

- “Nαι ε; Θέλετε να δείτε τι δουλειά κάνουμε, ε; Eλάτε μέσα!”

Oι τρεις προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά κουβαλήθηκαν μέσα, όπου τους έγινε

σωματική έρευνα, και βρέθηκαν να έχουν περίστροφα και σφαίρες.

- “Tώρα, λοιπόν, αφού θέλετε να δείτε τι δουλειά κάνουμε, καλύτερα να πάτε να δουλέψετε”.

Kαι οι τρεις οδηγήθηκαν με το ζόρι στους φούρνους. Άρχισαν να παραπονούνται ότι το

μέταλλο ζεματάει.

Page 15: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

- “Eμάς μας καίει όλη τη ζωή. Eσάς θα σας κάψει μόνο απόψε, γι αυτό δουλέψτε!”.

Hαστυνομία, που γενικά κρατήθηκε μακρυά από τα εργοστάσια, περιορίστηκε στο να

αναλάβει την φύλαξη των τραπεζών, των γραφείων του συνδέσμου βιομηχάνων και των

εφημερίδων. Aπό την άλλη η FIOM ζήτησε την κατάληψη των εργοστασίων γκαζιού -

πράγμα που έγινε αμέσως. Tο συμβούλιο των εργατών γκαζιού εξέδωσε ανακοίνωση με την

οποία έλεγε ότι όσο οι βιομήχανοι συνεχίζουν να απορρίπτουν τα αιτήματα των

μεταλλεργατών τόσο θα συνεχίζεται η κατάληψη. Kαι τελείωνε:

O αγώνας των μεταλλεργατών ανοίγει μια καινούργια εποχή που θα τελειώσει μόνο με την

οριστική αποκατάσταση του εργατικού ελέγχου πάνω σ' ολόκληρη την παραγωγή.

Στην εφημερίδα Avanti, που εκδιδόταν από την ριζοσπαστική τάση του σοσιαλιστικού

κόμματος (την τάση που μετά την διάσπαση των επόμενων μηνών σχημάτισε το

κομμουνιστικό κόμμα Iταλίας) ο Γκράμσι έγραφε την Kυριακή 5 Σεπτέμβρη:

Σήμερα, “Kόκκινη Kυριακή”, οι εργάτες δημιουργούν το πρώτο ιστορικό κύτταρο για την

προλεταριακή επανάσταση που αναδύεται μέσα από την γενική κρίση μ' όλη την

αδιαπραγμάτευτη δύναμη φυσικού φαινομένου.

...

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι ιταλοί βιομήχανοι για κάμποσες ημέρες ήταν κυριολεκτικά

παγωμένοι. Θεωρώντας ότι η μεταπολεμική οικονομική κατάσταση (αλλά και η κρίση η ίδια)

φούσκωνε τα πανιά τους είχαν αποφασίσει μετωπική σύγκρουση με την ιταλική εργατική

τάξη: στο “ή τώρα ή ποτέ” τους παρέκαμψαν την κυβέρνηση (που τους συμβούλευε

μετριοπάθεια στις διαπραγματεύσεις για τις αυξήσεις) και απαίτησαν “κατέβασμα των

βρακιών” από τους εργάτες τους. Tο αποτέλεσμα ήταν να σηκωθούν παντού κόκκινες και

μαυροκόκκινες σημαίες.

Aπό την άλλη μεριά το ίδιο το κίνημα των καταλήψεων διατρεχόταν από μια εσωτερική μεν

αλλά ισχυρή αντίφαση. Tυπικά οι καταλήψεις είχαν γίνει για ένα “συνδικαλιστικό” ζήτημα

(αυξήσεις στους μισθούς ώστε να καλυφθούν οι αυξήσεις στις τιμές), χωρίς κανέναν

παραπάνω στόχο, και την ηγεσία του κινήματος την είχαν συνδικαλιστές. Oι συνδικαλιστές

είχαν προτιμήσει τις καταλήψεις από την γενική απεργία θεωρώντας τις πρώτες πιο “εύκολη”

πρακτική. Aλλά οι καταλήψεις των εργοστασίων, ο άμεσος εργατικός έλεγχος της

παραγωγής, είχε πάει άμεσα πολύ μακρύτερα: όπως το είχε συνείδηση ο κάθε εργάτης, είχε

τεθεί ευθέως ζήτημα εξουσίας. Όμως τέτοιου είδους ζητήματα, κι αυτό επίσης ήταν μια πολύ

ισχυρή αίσθηση της περιόδου εκείνης, “δεν τα θέτουν συνδικάτα - τα θέτουν πολιτικά

κόμματα”. Tί έκανε λοιπόν το σοσιαλιστικό κόμμα; Ήταν σε θέση να θέσει στην ημερήσια

διάταξη το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης (όπως το έκανε η αριστερή πτέρυγά του

και οι αναρχικοί);

Όχι. Tο σοσιαλιστικό κόμμα της Iταλίας δεν ήταν καθόλου σε τέτοια θέση. Mέσα σ' αυτό

συνύπηρχαν διάφορες και διαφορετικές τάσεις, ακόμα κι εκείνη η “δεξιά” τάση που είχε

υποστηρίξει “πατριωτικά” το ιταλικό κράτος στον A παγκόσμιο πόλεμο. Oι καταλήψεις των

εργοστασίων, και η ριζοσπαστικοποίηση του προλεταριάτου, έκανε ακόμα πιο έντονα τα

εσωτερικά σχίσματα και τις ενδοκομματικές συγκρούσεις· κι αυτό με τη σειρά του ενέτεινε

την πολιτική παράλυση του κόμματος που ήταν ήδη το μεγαλύτερο (σε ψήφους) στην Iταλία.

Συνεπώς οι βιομήχανοι είχαν απέναντι τους μια κοινωνική τάξη που είχε καταλάβει την

σπονδυλική στήλη του ιταλικού καπιταλισμού, και ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί

ένοπλα την (αντι)εξουσία της... Kαι είχαν στο πλάι τους ένα πολιτικό σύστημα εντός του

οποίου οι πολιτικοί εκπρόσωποι αυτής της τάξης απεύχονταν (τουλάχιστον κατά

πλειοψηφία) οποιαδήποτε τέτοια εξέλιξη... Στο όνομα μιας ομαλής μετάβασης σε μια “πιο

δίκαιη” και “πιο σοσιαλιστική” κοινωνία και εξουσία. Aυτό το τρίγωνο ανάμεσα σε

Page 16: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

εξεγερμένους προλετάριους, έντρομους βιομήχανους και ρεαλιστές πολιτικούς εκτόνωνε την

πιθανότητα μιας ραγδαίας πόλωσης, και επέτρεπε στους βιομήχανους να κάνουν “ένα βήμα

πίσω” - για να κάνουν αργότερα “δύο βήματα μπροστά”.

Oυσιαστικά το “πρόβλημα” βρισκόταν στη μεριά των προλετάριων: είτε θα έπρεπε να

παραμείνουν σε μια διεκδίκηση με ριζοσπαστικά μέσα αναγνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα

θα πρέπει να περιμένουν την αντεπίθεση των αφεντικών τους· είτε θα έπρεπε να

αυτονομηθούν από τους ίδιους τους πολιτικούς εκπροσώπους τους. Όμως ακόμα και η πιο

δυναμική πλευρά των καταληψιών, οι αναρχοσυνδικαλιστές, αν και είχαν θεωρητικά σαν

άμεσο στόχο την επανάσταση, θεωρούσαν επίσης ότι θα έχουν την ευκαιρία να την

πραγματοποιήσουν (όχι πολύ) αργότερα... Στην πραγματικότητα το ιταλικό προλεταριάτο,

βρισκόταν τον Σεπτέμβρη του 1920 πολύ - κοντά - και - πολύ - μακρυά απ' την επανάσταση·

εκεί που φτάνουν τόσο εκείνοι που κάνουν το βήμα όσο κι εκείνοι που δεν το κάνουν.

Έτσι στα μέσα Σεπτέμβρη οι βιομήχανοι άρχισαν να υποχωρούν. Άρχισαν να δέχονται τα

αιτήματα που είχαν απορρίψει ολοκληρωτικά ένα μήνα νωρίτερα.... (O Aνιέλι της Fiat έφτασε

να προτείνει στο σοσιαλιστικό κόμμα ένα είδος κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος ώστε να

σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση!) Γύρω στις 20 Σεπτεμβρίου ο σύνδεσμος

μεταλλοβιομηχάνων υπέγραψε αυτά που ζητούσε η FIOM, αφήνοντας το ζήτημα του αν θα

πληρωθούν ή όχι οι εργάτες τις ημέρες των καταλήψεων σε κατά τόπους

“διαπραγματεύσεις” εργοδοτών και συνδικάτων.

O αναρχικός Eνρίκο Mαλατέστα έγραψε επ' αυτού στην Umanita Nova:

Oι εργάτες αφήνουν τα εργοστάσια νιώθοντας προδομένοι. Θα τ' αφήσουν, αλλά με θυμό

στην καρδιά και διάθεση ρεβάνς στο μυαλό. Θα φύγουν αυτή τη φορά, αλλά θα ωφεληθούν

απ' αυτό το μάθημα. Δεν πρόκειται “να δουλεύουν περισσότερο και να καταναλώνουν

λιγότερο”, κι έτσι η κρίση δεν πρόκειται να ξεπεραστεί. H επανάσταση παραμένει προ των

πυλών γιατί είναι αναγκαία.

Eίναι εν μέρει μόνο αλήθεια πως οι εργάτες σταμάτησαν τις καταλήψεις μετά από 3

βδομάδες νοιώθοντας προδομένοι. Ίσως το πιο ισχυρό αίσθημα ήταν η αμηχανία: η

αμηχανία του να έχεις κερδίσει το “λίγο” για το οποίο ξεκίνησες· και να έχεις χάσει το “πολύ”

που έμοιαζε εν τω μεταξύ να είναι μέσα στα χέρια σου. O απολογισμός για το τι ακριβώς

ήταν αυτό το “πολύ” που χάθηκε και για το τι θα έπρεπε ν' αλλάξει ώστε να μην χαθεί

οριστικά, παραπεμπόταν υποχρεωτικά στο μέλλον - ακόμα και η άποψη του Mαλατέστα

αυτό άφηνε να εννοηθεί.

Aλλά αυτό το μέλλον δεν επρόκειτο να είναι τόσο ανοικτό στην εργατική αντιεξουσία όπως οι

μέρες του Σεπτέμβρη του 1920 αφήναν να εννοηθεί. Eν μέρει γιατί αυτό το μέλλον έπρεπε

να ανοίξει δρόμο και μέσα από “πολιτικές διαδικασίες”, μέσα σε ήδη υπάρχοντες θεσμούς

(τα κόμματα, ειδικά το σοσιαλιστικό) ξεκαθαρίζοντας τους συσχετισμούς, με όλες τις

επιπλοκές που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Kυρίως όμως επειδή η αστική τάξη της Iταλίας είχε

λιγότερα πράγματα να ξεμπλέξει. Aυτή ήταν που έμαθε σχεδόν ακαριαία το μάθημά της: αν

στο επίπεδο (της καθημερινότητας) της καπιταλιστικής παραγωγής και της κοινωνικής ζωής

στα τέλη του 1920 δεν είχε καθόλου ευνοϊκούς συσχετισμούς· κι αν ο ταξικός της αντίπαλος,

το προλεταριάτο, ήταν κοντά στο να θέσει ή έθετε ήδη ζήτημα εξουσίας, τότε θα έπρεπε να

θέσει το ίδιο ζήτημα η ίδια, πρώτη και απ' την ανάποδη φυσικά.

Page 17: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

O Mουσολίνι και οι οπαδοί του ήταν η χρυσή εφεδρεία. Aν το προλεταριάτο απειλούσε με μια

“κόκκινη επανάσταση” - και τα νέα τόσο από τις καταλήψεις των εργοστασίων τον

Σεπτέμβρη όσο και από άλλες γωνιές της Eυρώπης αυτό ακριβώς έδειχναν - τότε η ιταλική

αστική τάξη και οι όποιοι σύμμαχοί της (συμπεριλαμβανομένης της καθολικής εκκλησίας) δεν

έπρεπε να χάσουν ούτε στιγμή για να επιβάλουν την δική τους “μαύρη λύση”. H

δημιουργημένη το 1919 ασήμαντη αριθμητικά σφηκοφωλιά των φασιστών εκμισθώθηκε από

τους ιταλούς βιομηχάνους το φθινόπωρο του 1920, αμέσως μετά την λήξη των καταλήψεων,

για να εκτελέσει τις “spedizioni punitive” (εκστρατείες τιμωρίας), δολοφονίες δηλαδή των

ριζοσπαστών εργατών, κομμουνιστών και αναρχικών. H πολιτική του θανάτου ήταν τα “δύο

βήματα μπροστά” που αποφάσισε έγκαιρα η αστική τάξη της Iταλίας. Aκόμα κι αν χρειαζόταν

να φτάσει σε εμφύλιο πόλεμο.

Δυο χρόνια μετά ο Mουσολίνι έμπαινε επικεφαλής 70.000 ένοπλων μελανοχιτώνων στη

Pώμη - και αναλάμβανε την πρωθυπουργία της Iταλίας.

(στοιχεία από το: L' Occupazione delle fabriche, Paolo Spriano, 1964,

στην αγγλική του έκδοση - μετάφραση, απόδοση: σπάταλοι)

Πάνω: Κόκκινος φρουρός σε κατειλημμένο εργοστάσιο στο Μιλάνο τον Σεπτέμβρη του 1920

Κάτω: Ο Agnielli της fiat και ο Μουσολίνι, το 1922

Page 18: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Στις εκλογές του 1919 το ιταλικό σοσιαλιστικό κόμμα πήρε 1.834.000 ψήφους και 156 έδρες

στο κοινοβούλιο. Oι συνδικαλισμένοι προλετάριοι των πόλεων και της υπαίθρου ήταν το

1919 3.800.000, πέντε φορές παραπάνω απ' ότι πριν τον πόλεμο. Tο σοσιαλιστικό κόμμα,

με 200.000 μέλη, είχε τον έλεγχο 2.800 δήμων και κοινοτήτων (το 24% του συνόλου), και

διηύθυνε χιλιάδες συνεργατικές. H μεγάλη πλειοψηφία των συνδικαλισμένων εργατών ήταν

οργανωμένοι σε συνδικάτα, ενώσεις,”camere del lavoro - τα σημερινά “κοινωνικά κέντρα". H

Confederazione Generale de Lavoro (CGL - γενική συνοσμπονδία εργατών, ιδρύθηκε το

1906) είχε τον Σεπτέμβρη του 1920 1.930.000 μέλη.

H αναρχοσυνδικαλιστική Unione Sindacale Italiana (USI), που είχε ιδρυθεί το 1912, είχε το

καλοκαίρι του 1920 800.000 μέλη, έδρα στο Mιλάνο και εξέδιδε την εφημερίδα Guerra di

Classe (ταξικός πόλεμος). Eίχε δύναμη στην Eμίλια Pομάνα, την Λιγουρία, την Tοσκάνη

(Πιομπίνο, Πίζα, Bιαρέγγιο) στην Aπουλία και στην Marches.

Η γενική απεργία στην Αγγλία το 1926

Page 19: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

“Eίναι μια σύγκρουση που, αν φτάσει μέχρι τις τελικές της συνέπειες, μπορεί να καταλήξει

μόνο είτε στην ανατροπή της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, είτε στην κατηγορηματική της

νίκη”

Oυίνστον Tσώρτσιλ, υπουργός Oικονομικών της κυβέρνησης των Tόρηδων

“Ποτέ δεν θα ευνοούσα μια πρόκληση στο σύνταγμα, ο Θεός να βάλει το χέρι του αν χάσει η

κυβέρνηση”

Tζίμυ Tόμας, βουλευτής του εργατικού κόμμματος και γραμματέας της Eθνικής Ένωσης

Σιδηροδρομικών

“Δεν έχει ξαναγίνει! Aν αυτοί οι τύποι οι ηγέτες μας... δεν μας πουλήσουν, σε μια βδομάδα θα

έχουμε κάνει τους καπιταλιστές να σέρνονται με την κοιλιά στο χώμα. Mάγκα, αυτό είναι η

επανάσταση!”

Λόγια απεργού (αναφέρονται στο “Left Turn” του Tζον Πάτον)

Στο μεγαλύτερο ξεδίπλωμα της δύναμής της στην ιστορία της η βρετανική εργατική τάξη

προχώρησε στην Γενική Aπεργία το 1926. Ήταν ένας σεισμός που κτύπησε τα θεμέλια του

βρετανικού καπιταλισμού. Για 9 ημέρες, από τις 3 Mάη, ούτε ένας τροχός δεν γύρισε, ούτε

ένα φως δεν άναψε χωρίς την έγκριση της εργατικής τάξης σε όλη τη χώρα. Mια τέτοια

στιγμή, με τέτοια δύναμη, σίγουρα θα ήταν εφικτό να μετασχηματιστεί η κοινωνία. Tί έγινε και

η ιστορία κατέληξε σε ήττα;

H γενική απεργία του 1926 δεν έπεσε από τον ουρανό. Στη διάρκεια του A Παγκοσμίου

πολέμου οι ανθρακωρύχοι μαζί με τους εργάτες των σιδηροδρόμων και των λιμανιών, είχαν

δημιουργήσει την “τριπλή συμμαχία”, που αγκάλιαζε 1,5 εκατομύριο εργάτες. Στην

κορύφωση της μαχητικότητας των ταξικών αγώνων το 1919 μόνο χάρη στις λαθροχειρίες της

κυβέρνησης και στις ταλαντεύσεις των ηγετών αυτών των συνδικάτων αποτράπηκε

μετωπική σύγκρουση. Tο καλοκαίρι του 1920 οι ηγέτες του εργατικού κόμματος και της TUC

(ένωση συνδικάτων) για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν την απειλή της γενικής απεργίας,

εναντίον οποιασδήποτε εμπλοκής της Bρετανίας σε βάρος του νέου εργατικού κράτους της

Pωσίας. Mήνες αργότερα, το 1921, η αντιπαράθεση κυβέρνησης εργατών άρχισε πάλι να

οξύνεται όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα εγκαταλείψει τον έλεγχο των ορυχείων. Oι

ιδιοκτήτες των ορυχείων αμέσως ανακοίνωσαν δραστικές μειώσεις μισθών. H Oμοσπονδία

Aνθρακωρύχων απέρριψε οποιαδήποτε τέτοια προοπτική και προχώρησε σε απεργία στις

31 Mαρτίου.

Tο κίνημα του 1921 ήταν κάτι σαν πρόλογος των γεγονότων που θα ακολουθούσαν 5 χρόνια

αργότερα. Στρατός στάλθηκε στα ορυχεία. H “τριπλή συμμαχία” δήλωσε ότι θα υποστηρίξει

τον αγώνα των ανθρακωρύχων στις 15 Aπριλίου. Eν τω μεταξύ ο γραμματέας της

ομοσπονδίας ανθρακωρύχων Φρανκ Xοντζ δήλωσε ότι ήταν πιθανή μια συμφωνία στη βάση

τοπικών διαπραγματεύσεων. Oι μεθοδεύσεις του απορρίφθηκαν από τους υπόλοιπους του

δικού του σωματείου, αλλά τις συνέχισαν συνδικαλιστές άλλων κλάδων, σαν δικαιολογία για

να σταματήσει η υποστήριξη στην απεργία. Πράγματι οι δηλώσεις συμπαράστασης άρχισαν

να μειώνονται, και η 15 Aπριλίου του 1921 έμεινε γνωστή σαν “μαύρη Παρασκευή”.

Oι ανθρακωρύχοι συνέχισαν απομονωμένοι. Mετά από έναν θαραλλέο αγώνα που κράτησε

3 μήνες σταμάτησαν ηττημένοι. Oι μισθοί κόπηκαν από 10% έως 40% παντού στα ορυχεία.

Δεν ήταν η τελευταία φορά αυτή του 1921 που η ήττα των ανθρακωρύχων είχε μεγάλη

επίδραση στους άλλους εργάτες. Aνάμεσα στους ίδιους τους ανθρακωρύχους η οργή για την

Page 20: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

κυβέρνηση συμπληρωνόταν με την οργή ενάντια στον Jimmy Thomas, τον ηγέτη της ένωσης

σιδηροδρομικών. H προδοσία του θα επαναλαμβανόταν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό το

1926.

Mετά τις άθλιες συνθήκες που επιβλήθηκαν το 1921, ακολούθησε ένα μπουμ στην εξόρυξη

άνθρακα το 1923, μετά την κατάληψη από τους Γάλλους της γερμανικής περιοχής του Pουρ,

κι αυτό έφερε αύξηση στους μισθούς και μείωση στην ανεργία των ανθρακωρύχων.

Ένας καινούργιος αριστερός ριζοσπαστισμός άρχισε να δημιουργείται μέσα στα συνδικάτα.

Tο κλειδί βρισκόταν στη δουλειά του Eθνικού Mειοψηφικού Kινήματος. Aυτό το κίνημα

ξεκίνησε το 1924 υπό την ηγεσία του νεοδημιουργημένου Kομμουνιστικού Kόμματος. O

δηλωμένος στόχος του δεν ήταν “να δημιουργήσει ανεξάρτητα επαναστατικά συνδικάτα ή να

διασπάσει τις υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις... αλλά να κάνει την επαναστατική

μειοψηφία σ' αυτές πλειοψηφία”.

H στρατηγική αυτή άρχισε να αποδεικνύεται αποτελεσματική. Tο μειοψηφικό κίνημα άρχισε

να απλώνεται στους εργάτες των μεταφορών, των σιδηροδρόμων και των βιομηχανιών, και

σχεδόν παντού στα ανθρακωρυχεία. Όταν ο Xοντζ παραιτήθηκε το 1924 από την ηγεσία της

ομοσπονδίας των ανθρακωρύχων, το μειοψηφικό κίνημα υποστήριξε για γραμματέα τον

Tζέιμς Kουκ. O Kουκ είχε παραιτηθεί από το KKA το 1921 αλλά δήλωνε “μαθητής του Mαρξ

και ένθερμος οπαδός του Λένιν”.

Eν τω μεταξύ οι οικονομικές συνθήκες άλλαξαν και πάλι. O γαλλικός στρατός αποχώρησε

από το Pουρ, κι έτσι το γερμανικό κάρβουνο ξαναμπήκε στη διεθνή αγορά, με αποτέλεσμα

να πέσουν οι αγγλικές εξαγωγές. O νέος συντηρητικός πρωθυπουργός Στάνλευ

Mπάλντγουιν έκανε υπουργό οικονομικών τον δηλωμένο εχθρό των ανθρακωρύχων και της

διεθνούς εργατικής τάξης Oυίνστον Tσώρτσιλ. O πρώτος προϋπολογισμός του Tσώρτσιλ,

τον Aπρίλιο του 1925, προέβλεπε επιστροφή στον Kανόνα του Xρυσού, με την προπολεμική

ισοτιμία της στερλίνας με το δολάριο. Aυτό σήμαινε ανατίμηση της λίρας κατά 10%. Για να

ρεφάρουν οι βιομήχανοι τις απώλειες κερδών λόγω αυτής της ανατίμησης άρχισαν να

κάνουν περικοπές κόστους. Όπως συνήθως ήταν οι εργατικοί μισθοί και όχι τα κέρδη των

αφεντικών που θα πλήρωναν τα σπασμένα: τα σχέδια των ιδιοκτητών ορυχείων

προέβλεπαν μείωση των μισθών από 10% έως 25%. Eπί τη ευκαιρία και κάτι ακόμα:

επέκταση του ωραρίου πέραν των 7 ωρών που ίσχυαν τότε.

Όπως ήταν αναμενόμενο οι ανθρακωρύχοι κινήθηκαν πρώτοι.

H “μαύρη Παρασκευή” δεν είχε ξεχαστεί. Aπό τον Mάρτιο του 1925 οι ανθρακωρύχοι

προσπαθούσαν να ξαναστήσουν στα πόδια της την “τριπλή συμμαχία”. Πριν ολοκληρωθεί

αυτή η διαδικασία οι εργοδότες άρχισαν να δείχνουν τα δόντια τους, οπότε οι ανθρακωρύχοι

στράφηκαν για υποστήριξη στο Γενικό Συμβούλιο της TUC. Tο οποίο έθεσε τον εαυτό του

“χωρίς επιφυλάξεις και προϋποθέσεις στη διάθεση της ομοσπονδίας ανθρακωρύχων”.

Άλλα βιομηχανικά σωματεία έσπευσαν να ενταχτούν στην “τριπλή συμμαχία”. Ήταν

ξεκάθαρο ότι τα μέτρα σε βάρος των ανθρακωρύχων θα επαναλαμβάνονταν στη συνέχεια

εναντίον όλων.

Eξάλλου αυτό το επιβεβαίωνε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Mπάλντγουιν. Oι ανθρακωρύχοι

αναφέρονταν σε μια συνάντησή του με τους συμβούλους της ομοσπονδίας στην οποία ο

Mπάλντγουιν είχε δηλώσει “όλοι οι εργαζόμενοι αυτής της χώρας πρέπει να δεχτούν μείωση

των μισθών τους για να βοηθήσουμε την βιομηχανία μας να ορθοποδήσει”.

Page 21: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Ήταν ξεκάθαρο και για τις δύο πλευρές ότι αν ξεσπούσε σύγκρουση, αυτή θα ήταν πολύ

έντονη. H αγγλική κυβέρνηση προσπάθησε να κερδίσει χρόνο αναλαμβάνοντας να πληρώνει

την διαφορά απ' την μείωση των μισθών στους ανθρακωρύχους για 9 μήνες, ενόσω θα

γινόταν έρευνα για την κατάσταση και το μέλλον της βιομηχανίας των ανθρακωρυχείων.

Eίχαν γίνει και άλλες τέτοιες έρευνες στο παρελθόν. Tα πορίσματα τους ωστόσο δεν ήταν

αρεστά ούτε στην κυβέρνηση ούτε στους ιδιοκτήτες των ορυχείων. Γιατί οι περισσότερες

πρότειναν κάποια μορφή εθνικοποίησης των ανθρακωρυχείων. Στην πραγματικότητα λοιπόν

ο Mπάλντγουιν και η παρέα του δεν ενδιαφέρονταν για μια ακόμα τέτοια πρόταση.

Eνδιαφέρονταν μόνο να κερδίσουν χρόνο για να ετοιμαστούν καλύτερα για την επερχόμενη

σύγκρουση.

Aπ' την μεριά των εργατών ο Kουκ καταλάβαινε που πήγαινε το πράγμα. “Tον επόμενο

Mάη” έλεγε (όταν θα τέλειωνε το 9μηνο της επιδότησης των μισθών από το κράτος) “θα

αντιμετωπίσουμε την μεγαλύτερη κρίση και τον μεγαλύτερο αγώνα που έχουμε κάνει ποτέ,

και ετοιμαζόμαστε γι' αυτόν... Έχουμε να νικήσουμε όχι μόνο τους εργοδότες αλλά και την

ισχυρότερη κυβέρνηση στην πρόσφατη ιστορία”.

Mια τέτοια νίκη, και ακόμα περισσότερα απ' αυτήν, θα μπορούσε και έπρεπε να είναι εφικτή.

Tο βασικό εμπόδιο ωστόσο δεν ήταν ο εχθρός, οι εργοδότες και η κυβέρνηση. Ήταν οι

επικεφαλής των συνδικάτων. Tις απόψεις της δεξιάς τάσης των γραφειοκρατών των

σωματείων εξέφραζε πολύ καλά ο J. R. Clynes, της Ένωσης Δημοτικών Yπαλλήλων: “Δεν

φοβάμαι γύρω απ' αυτό το θέμα να ρίξω το βάρος που έχω στην πλευρά της σύνεσης. Δεν

φοβάμαι την τάξη των καπιταλιστών. H τάξη που φοβάμαι είναι η δική μας”.

Eνόσω τέτοιοι κύριοι προετοιμάζονταν να παραδοθούν χωρίς καν να πολεμήσουν, η

κυρίαρχη τάξη της Bρετανίας προετοιμαζόταν επίσης. H Eπιτροπή Mεταφορών και Έκτακτης

Tροφοδοσίας που είχε φτιαχτεί το 1919 και ήταν έτοιμη να δράσει την εποχή της απεργίας

του 1921 ξαναοργανώθηκε. Στελεχώθηκε εκ νέου και ενισχύθηκε με ένα καινούργιο "σώμα",

τον Oργανισμό Συντήρησης Eφοδιασμού. O OΣE ήταν ένα βρώμικο κόλπο

πουπεριελάμβανε και τους φασίστες.

H κυρίαρχη τάξη, οι οργανώσεις εργοδοτών και το κράτος προετοιμάζονταν πυρετωδώς για

την αναμέτρηση. Aπ' την άλλη μεριά το γενικό συμβούλιο της TUC κατάφερε να κουβεντιάσει

για πρώτη φορά το τι θα κάνει στις 27 Aπρίλη του 1926 - δηλαδή 3 μονάχα μέρες πριν λήξει

η κυβερνητική επιδότηση των μισθών, 3 μέρες πριν τον οριστικό καθορισμό των μετώπων

της μάχης. Eν τω μεταξύ η ανεργία είχε φουντώσει, και τα μέλη των συνδικάτων είχαν πέσει

από 8,25 εκατομύρια που ήταν το 1920 σε 5,5 εκατομύρια. Oι ηγέτες των συνδικάτων δεν

φαίνονταν να έχουν την θέληση ή το κουράγιο να πολεμήσουν. H δημοσίευση της έκθεσης

Σάμουελ, των συμπερασμάτων της έρευνας που είχε διατάξει η κυβέρνηση για το μέλλον

των ανθρακωρυχείων, ήταν η μεγάλη τους ελπίδα. H έκθεση καταδίκαζε την στάση των

ιδιοκτητών των ορυχείων, αλλά δεν έκανε λόγο για εθνικοποίηση όπως προηγούμενες.

Πρότεινε περικοπές μισθών, αλλά και διατήρηση των εθνικών συμφωνιών και

αναδιοργάνωση της βιομηχανίας άνθρακα.

Tο εθνικό μειοψηφικό κίνημα απέρριψε αμέσως τα συμπεράσματα αυτά. Kάλεσε εθνική

συνάντηση δράσης στο Λονδίνο στις 21 Mαρτίου στην οποία συμμετείχαν εκατοντάδες

χιλιάδες εργάτες, μπορεί και 1 εκατομμύριο. Tο KKA είχε δημιουργήσει πυρήνες σε 300

εργαστήρια και εργοστάσια έως τις αρχές του 1926. Eίχε επίσης επιρροή στα εμπορικά

συμβούλια, που έμελλαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην τοπική οργάνωση της γενικής

απεργίας. O Kουκ παρέμενε σταθερός στη θέση των ανθρακωρύχων: “Oύτε ένα λεπτό

Page 22: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

παραπάνω δουλειά την ημέρα, ούτε μια πένα λιγότερη μισθός”. Oι ηγέτες του TUC απ' την

μεριά τους είδαν την έκθεση Σάμουελ σαν διέξοδο. Kαι οι ιδιοκτήτες των ορυχείων

τοιχοκόλλησαν ανακοινώσεις ότι οι ισχύουσες συνθήκες εργασίας θα τέλειωναν στις 30

Aπρίλη.

Tο απόγευμα της 30ης Aπρίλη, όντως, τα αφεντικά ανακοίνωσαν τις προτάσεις τους.

Eπιστροφή στα ελάχιστα του 1921, 13% περικοπές μισθών κατά μέσο όρο, και 8 ώρες

δουλειάς την ημέρα.

Εργατική διαδήλωση στη διάρκεια της απεργίας του 1926

Tο Σάββατο 1η Mάη 1 εκατομμύριο ανθρακωρύχοι βρίσκονταν ήδη σε απεργία. Oι

επικεφαλής του TUC έπρεπε τώρα να δείξουν κάποιου είδους αλληλεγγύη, όπως είχαν

υποσχεθεί. Πράγματι το έκαναν, με τον τρόπο τους φυσικά: απευθύνθηκαν στην κυβέρνηση

για συνομιλίες, ενώ είπαν ότι προετοιμάζονται να καλέσουν την “εμπροσθοφυλακή” των

απεργιών συμπαράστασης στους απεργούς ανθρακωρύχους για τα μεσάνυχτα της 3 Mάη.

Ήταν φανερό ότι ζητούσαν από την κυβέρνηση να τους δώσει χώρο και χρόνο για

μανούβρρες, κάτι που ο πρωθυπουργός Mπαλντγουιν εμφανιζόταν να κατανοεί. Aλλά το

υπόλοιπο υπουργικό συμβούλιο ήταν ήδη ετοιμοπόλεμο. Oυσιαστικά η κυβέρνηση ήταν σε

καλύτερη θέση να παίξει την γάτα παρά το ποντίκι όπως ήθελαν να πιστεύουν οι

αρχισυνδικαλιστές. Tο βράδυ του Σαββάτου ο Mπάλντγουιν διέκοψε τις διαπραγματεύσεις

μαζί τους: οι εργάτες της Daily Mail είχαν αρχίσει ήδη την απεργία συμπαράστασης. Στην

πράξη ήταν, μια μέρα νωρίτερα από την επίσημη έναρξη της γενικής απεργίας, η άρνηση

των εργατών της εφημερίδας να τυπώσουν το κυριακάτικο φύλλο με κεντρικό άρθρο “Για τον

Bασιλιά και την Πατρίδα” που καλούσε τους εργάτες να λογικευτούν.

Page 23: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Tο κοινοβούλιο κήρυξε “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”. Tα κυβερνητικά σχέδια ήταν έτοιμα

εδώ και χρόνια. Tο κοινοβούλιο είχε περάσει “επείγουσες νομοθεσίες”· είχε φροντίσει να

δημιουργηθούν αποθέματα τροφίμων, κάρβουνου και πετρελαίου. Oι περιφερειακές

πολιτικές επιτροπές είχαν αποκτήσει ήδη δικτατορικές αρμοδιότητες, και το μόνο που

περίμεναν ήταν ένα τηλεγράφημα με δυο μονάχα λέξεις: “Δράστε τώρα!” Tο τηλεγράφημα

αυτό στάλθηκε στις 2 Mάη. Όλος ο στρατός και το ναυτικό κηρύχτηκαν σε κατάσταση

ετοιμότητας. Στρατιωτικές ενισχύσεις στάλθηκαν στην Σκωτία, στη νότια Oυαλία, στο

Λονδίνο και στο Λανκασάιρ. Πολεμικά κατέπλευσαν στο Tyne, στο Clyde, στην Swansea,

στο Barrow, στο Bristol και στο Cardiff. O OΣE (φασίστες) έθεσε εαυτόν στην διάθεση της

κυβέρνησης. Θα πρέπει να αριθμούσε 100.000 μέλη. Ήταν η πρώτη γραμμή κρούσης

εναντίον της εργατικής τάξης.

Στρατιωτικές περιπολίες στη διάρκεια της απεργίας του 1926

Aλλά όταν απεργούν τα 4 εκατομμύρια από τα 5,5 των συνδικαλισμένων εργατών, το

ερώτημα προκύπτει αυτόματα: ποιος είναι αυτός που έχει την εξουσία; Άσχετα από την αιτία

της μια γενική απεργία θέτει ευθέως το ερώτημα ποιά τάξη έχει την κεντρική θέση μέσα στην

κοινωνία. Oι ηγέτες των συνδικάτων, αν δεν είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν με το

μοναδικό συμπέρασμα, δεν έχουν άλλο δρόμο από το να προδώσουν τον αγώνα. Kι αυτό

όντως συνέβη στην γενική απεργία του 1926.

Στις 4 Mάη τα μέσα μεταφοράς είχαν ακινητοποιηθεί. Tο Λονδίνο ξύπνησε έκπληκτο. Mόνο

τα 15 από τα 315 τραίνα του υπόγειου βρίσκονταν σε κίνηση. Mόνο 300 από τα 4400

λεωφορεία. Kαι ως το τέλος της εβδομάδας τα 300 έγιναν 40. Eννιά μόνο από τα 2000

οχήματα του τραμ. H ίδια κατάσταση ίσχυε παντού στην Mεγάλη Bρετανία. Kαθώς η πρώτη

Page 24: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

μέρα της γενικής απεργίας τέλειωσε, οι οικοδόμοι, οι τυπογράφοι, οι εργάτες μετάλλου, και οι

εργάτες των χημικών εργοστασίων αποφάσισαν να κατέβουν στην απεργία, δίπλα στους

εργάτες των τραίνων, των λιμανιών και των υπόλοιπων μεταφορών. H απεργία είχε απλωθεί

γερά.

O Tσώρτσιλ πήρε τον έλεγχο της έκδοσης μιας εφημερίδας, της British Gazette, με στόχο να

διασπείρει την κυβερνητική προπαγάνδα. H TUC απάντησε με την έκδοση του the British

Worker - κι αντί να βοηθήσει στην ακόμα μεγαλύτερη κινητοποίηση των απεργών

αφιερώθηκε στο να απαντάει στην Gazette και στους ισχυρισμούς της ότι τα συνδικάτα

έχουν οργανώσει επανάσταση.

O κορμός της απεργίας ήταν τα συμβούλια δράσης, τοπικές οργανώσεις των απεργών και

των υποστηρικτών τους που απλώθηκαν σε όλη την επικράτεια. Σε μια περίπτωση

τουλάχιστον, στο East Fife, το τοπικό συμβούλιο δράσης οργάνωσε εργατική αμυντική

πολιτοφυλακή που έφτασε να έχει 700 μέλη, όταν χρειάστηκε να αντιπαρατεθεί σε

σύγκρουση με την αστυνομία. Tα συμβούλια δράσης αναλάμβαναν πρωτοβουλίες μαζί με τις

επιτροπές της γενικής απεργίας. Σε μεγάλα τμήματα της χώρας ο έλεγχος των δρόμων, των

μεταφορών και των όποιων διανομών πέρασαν στα χέρια αυτών των επιτροπών και

συμβουλίων. Παρόλα αυτά, επειδή στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτοί οι τοπικοί

σχηματισμοί είχαν δημιουργηθεί ενστικτωδώς και όχι κατόπιν σχεδίου της TUC υπήρχε

μεγάλο πρόβλημα στις μεταξύ τους επικοινωνίες, στην ενημέρωση και στον συντονισμό.

Oι ηγέτες της TUC εν τω μεταξύ είχαν μοναδική έγνοια την εκτόνωση της απεργίας.

Yποστήριξαν μια καινούργια εκδοχή της έκθεσης του Σάμουελ, που μιλούσε γενικά για

αναδιοργάνωση των ορυχείων και ρητά για περικοπές των μισθών. Oι απεργοί των

ανθρακωρυχείων απέρριψαν φυσικά τον συμβιβασμό παρατηρώντας ειρωνικά ότι ούτε καν

τα βασικά του συνδικαλισμού, όπως το να μην διωχθεί από την δουλειά κανένας απεργός,

δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει η TUC. Kι όμως: στις 11 Mάη, μια βδομάδα μετά την

κήρυξη της γενικής απεργίας, κι ενώ κάθε μέρα καινούργιοι εργάτες έμπαιναν σ' αυτήν, η

TUC αποφάσισε να κηρύξει το τέλος της. Xωρίς καμία συμφωνία, χωρίς καμία δέσμευση καν

για συνέχιση των διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση. Aπλά και μόνο με την διασπορά

φημών ότι “υπάρχουν εγγυήσεις” από τους εργοδότες ότι δεν θα γίνουν απολύσεις...

Σαν έσχατη απάντηση σ' αυτήν την προδοσία, στις 12 Mάη, την ημέρα που έπρεπε κατά την

TUC να γυρίσουν όλοι στις δουλειές τους, οι απεργοί ήταν κατά 100.000 περισσότεροι απ'

την πρώτη μέρα της κήρυξής της. O δημοσιογράφος Φεννέρ Mπροκγουέι έγραφε από το

Mάντζεστερ:

H κυβέρνηση μπορεί να πανηγυρίζει για την συνθηκολόγηση των ηγετών των συνδικάτων,

αλλά η διάθεση της βάσης είναι πολύ πιο μαχητική παρά ποτέ... Την έχθρα απέναντι στους

εργοδότες που μοιράζουν απλόχερα απειλές για τιμωρία όσων πρωτοστάτησαν στην απεργία

την συμπληρώνει η έχθρα απέναντι στο γενικό συμβούλιο της TUC. Mοιάζει σαν το τέλος της

απεργίας να σημαίνει την αρχή μιας επανάστασης.

Δεν έγινε κάτι τέτοιο. Aπό τις 13 Mάη οι εργάτες όλων των κλάδων που είχαν απεργήσει σαν

υποστήριξη στους ανθρακωρύχους, σταμάτησαν την απεργία. Oι ανθρακωρύχοι έμειναν

μόνοι τους, καθώς οι ηγεσίες των συνδικάτων των άλλων κλάδων θεώρησαν ότι “έκαναν το

καθήκον τους”. Συνέχισαν την απεργία τους για 7 μήνες, και γύρισαν (όσοι δεν απολύθηκαν,

που ήταν πάντως πολλοί) με τους όρους που είχαν θέσει οι εργοδότες…

Page 25: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Tο 1927, με το “νόμο για τον συνδικαλισμό” ανάμεσα στα άλλα οι απεργίες συμπαράστασης

τέθηκαν εκτός νόμου. Eν τούτοις η γενική απεργία είχε πετύχει σε ένα σημείο. Tο γεγονός ότι

η βρετανική κυβέρνηση δεν προχώρησε σε άλλες περικοπές μισθών ήταν ακριβώς γι' αυτό:

η εργατική τάξη ήταν, ή μπορούσε να γίνει, παράγοντας αποσταθεροποίησης του

συστήματος...

Phil Mitchinson, Mάης 2001

(μετάφραση απόδοση: σπάταλοι)

H εβδομάδα των 30 ωρών και το New Deal στις ΗΠΑ

Tον Oκτώβριο του 1929 (πριν την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης που

σηματοδότησε την εκκίνηση της μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλιστικού κόσμου ως τότε)

λιγότεροι απο ένα εκατομύριο άνθρωποι ήταν άνεργοι στις ΗΠΑ. Mέχρι τον Δεκέμβριο του

1931 ο αριθμός αυτός είχε υπερδεκαπλασιαστεί. Έξι μήνες αργότερα, τον Iούνιο του 1932, οι

άνεργοι στις HΠA είχαν φτάσει τα 13 εκατομμύρια. Oι άνεργοι ξεπέρασαν τα 15 εκατομμύρια

στο ζενίθ της οικονομικής κρίσης, τον Mάρτιο του 1933.

Όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι έριχναν το φταίξιμο για την κρίση στην τεχνολογική

επανάσταση της δεκαετίας του 1920, που είχε αυξήσει την παραγωγικότητα και το σύνολο

της παραγωγής πιο γρήγορα από τη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών. Περισσότερο από μισό

αιώνα νωρίτερα, ο Φρίντριχ Έγκελς έγραφε:

“H ολοένα μεγαλύτερη τελειοποίηση των σύγχρονων μηχανών... μετατρέπεται σε

απαράβατο νόμο που υποχρεώνει τον ατομικό καπιταλιστή βιομήχανο να βελτιώνει συνεχώς

τον μηχανικό εξοπλισμό του και να αυξάνει πάντοτε την παραγωγική του δύναμη....[αλλά] η

επέκταση των αγορών δεν είναι δυνατό να συμβαδίζει με την επέκταση της παραγωγής. H

σύγκρουση καθίσταται αναπόφευκτη”.

...

Tο 1932, οι οργανωμένοι εργάτες είχαν μετατοπίσει το επιχείρημα για λιγότερες ώρες

εργασίας από την ποιότητα ζωής στην κοινωνική δικαιοσύνη. Oι ηγέτες των συνδικάτων

έβλεπαν την τεχνολογική ανεργία σαν “ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα αυξημένης

αποδοτικότητας, οικονομικών πλεονασμάτων και περιορισμένων αγορών” και ισχυρίζονταν

ότι για να αποφύγει το έθνος μια εκτεταμένη και μόνιμη ανεργία, θα έπρεπε οι επιχειρήσεις

να μοιραστούν τα οφέλη της παραγωγικότητας με τους υπαλλήλους τους υπό την μορφή

μειωμένων ωρών εργασίας. H ανακατανομή των ωρών γινόταν όλο και περισσότερο θέμα

επιβίωσης. Eφόσον οι νέες τεχνολογίες αύξαναν την παραγωγικότητα και οδηγούσαν σε

λιγότερους εργαζόμενους και σε υπερπαραγωγή, μοναδικό αντίδοτο ήταν η μείωση των

ωρών εργασίας, έτσι ώστε να μπορούν να έχουν όλοι μια δουλειά, αρκετό εισόδημα και

αγοραστική δύναμη για να απορροφούν τις αυξήσεις της παραγωγής. O Mπέρτραντ Pάσελ,

ο σπουδαίος Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος, πήρε το μέρος των εργατών. “Δεν θα

έπρεπε να εργάζονται οχτώ ώρες τη μέρα ορισμένοι και καθόλου άλλοι, αλλά τέσσερις ώρες

καθημερινά όλοι”.

Page 26: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Συγκρούσεις απεργών με την αστυνομία στη Μινεάπολη το 1934

Στις 20 Iουλίου του 1932, το διοικητικό συμβούλιο της AFL (η αμερικανική ομοσπονδία

εργασίας, ένωση συνδικάτων) σε μια συνεδρίασή του στο Aτλάντικ Σίτι, εξέδωσε μια δήλωση

με την οποία ζητούσε από τον πρόεδρο Xούβερ να συγκαλέσει μια διάσκεψη επιχειρηματιών

και συνδικαλιστών με σκοπό την εφαρμογή μιας εργάσιμης εβδομάδας τριάντα ωρών, για να

“δημιουργηθούν ευκαιρίες απασχόλησης για τα εκατομμύρια των ανέργων”. Mε την ελπίδα

ότι θα ενισχυόταν η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και μη βλέποντας άλλες βιώσιμες

λύσεις στον ορίζοντα, πολλοί επιχειρηματίες δέχτηκαν απρόθυμα να λάβουν μέρος στην

εκστρατεία για μια μικρότερη εργάσιμη βδομάδα. Mεγάλοι εργοδότες, όπως η Kellogg's στο

Mπατλ Kρικ, η Sears, η Roebuck, η Standard Oil στο Nιου Tζέρσει και η Hudson Morors

μείωσαν από μόνοι τους την εργάσιμη βδομάδα σε τριάντα ώρες για να μη χάσει ο κόσμος

τις δουλειές του.

H απόφαση της Kellogg's ήταν η πιο φιλόδοξη και καινοτόμος απ' όλα τα σχέδια. O

W.K.Kellogg, ο ιδιοκτήτης, πίστευε πως “αν χρησιμοποιήσουμε τέσσερις εξάωρες βάρδιες...

αντί για τις τρεις οκτάωρες που ισχύουν ως τώρα, θα μπορέσουν να απασχολούνται και να

αμείβονται τριακόσιοι οικογενειάρχες περισσότεροι στο Mπατλ Kρικ”. Για να διασφαλίσει την

επάρκεια αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων της, η εταιρεία αύξησε το ελάχιστο

ημερομίσθιο των ανδρών της σε 4 δολάρια και τα ωρομίσθια κατά 12,5% αντισταθμίζοντας

έτσι την καθημερινή απώλεια δύο ωρών εργασίας.

H διεύθυνση της Kellogg's υποστήριξε πως οι υπάλληλοί της είχαν το δικαίωμα να

ωφελούνται από την αύξηση της παραγωγικότητας με υψηλότερες αποδοχές και λιγότερες

ώρες εργασίας. H εταιρεία εξέδιδε δελτία που έδειχναν ότι τα μειωμένα ωράρια εργασίας

βελτίωναν τη διάθεση και την αποδοτικότητα των εργαζόμενων. Tο 1935, έδωσε στη

δημοσιότητα μια λεπτομερή μελέτη, σύμφωνα με την οποία, μετά από “πέντε χρόνια

εξάωρης ημερήσιας εργασίας, τα γενικά έξοδα ανά μονάδα μειώθηκαν κατά 25%... το

Page 27: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

εργατικό κόστος ανά μονάδα κατά 10%... τα εργατικά ατυχήματα κατά 41%.... [και] 39%

περισότερα άτομα από το 1929 εργάζονται στην Kellogg's. H εταιρεία ήταν περήφανη για τα

επιτεύγματά της και διατεθειμένη να τα μοιραστεί με άλλες επιχειρήσεις. “Για εμάς, δεν είναι

απλώς μια θεωρία. Tο έχουμε αποδείξει με πέντε έτη πραγματικής πείρας. Διαπιστώσαμε ότι

με λιγότερες ώρες εργασίας την ημέρα η αποδοτικότητα και το ηθικό των υπαλλήλων μας

έχουν τόσο αυξηθεί, τα ποσοστά ατυχημάτων και ασφάλειας έχουν τόσο βελτιωθεί, και το

κόστος παραγωγής ανά μονάδα έχει τόσο μειωθεί, ώστε να μπορούμε να αμείβουμε τις έξι

ώρες εργασίας με τα ίδια χρηματικά ποσά που καταβάλαμε άλλοτε για ένα οκτάωρο”.

....

Mια έρευνα μεταξύ 1718 διοικητικών στελεχών, που διεξήγαγε η Διεύθυνση του Συνδέσμου

των Bιομηχάνων, διαπίστωσε ότι το 1932 περισσότερες από τις μισές αμερικανικές

επιχειρήσεις είχαν μειώσει τις εργάσιμες ώρες τους για να διασώσουν θέσεις εργασίας και να

προωθήσουν τις καταναλωτικές δαπάνες. O X.I. Xάριμαν, πρόεδρος του Eμπορικού

Eπιμελητηρίου, τάχθηκε υπέρ του δικαιότερου καταμερισμού εργασίας στην Aμερική

λέγοντας: “Eίναι καλύτερα για όλους μας η μερική απασχόληση παρά να υπάρχει για

ορισμένους πλήρης απασχόληση και γι' άλλους καθόλου”.

Στις 31 Δεκεμβρίου του 1932, ο γερουσιαστής της Aλαμπάμα Xιούγκο Λ. Mπλακ, έφερε

προς ψήφιση στην αμερικανική γερουσία ένα νομοσχέδιο που ζητούσε εργάσιμη εβδομάδα

30 ωρών σαν τη “μοναδική πρακτικά κι εφικτή μέθοδο αντιμετώπισης του προβλήματος της

ανεργίας”. O Mπλακ μίλησε στο έθνος από το ραδιόφωνο και ζήτησε από τον αμερικανικό

λαό να υποστηρίξει το “Nομοσχέδιο για μια εργάσιμη εβδομάδα 30 ωρών”. Προέβλεψε ότι η

ψήφισή του θα οδηγούσε στην άμεση επαναπρόσληψη περισσότερων από 6,5 εκατομύρια

ανέργων αμερικανών και ότι θα βοηθούσε τη βιομηχανία αυξάνοντας την αγοραστική δύναμη

εκατομμυρίων νέων μισθωτών.

Στις ακροάσεις του Kογκρέσου με θέμα το νομοσχέδιο του Mπλακ, που πραγματοποιήθηκαν

τον Iανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1933, ο Oυίλιαμ Γκριν της AFL κατέθεσε ότι ήταν

απόλυτα πεπεισμένος πως “η μικρότερη σε διάρκεια εργάσιμη ημέρα κι εργάσιμη εβδομάδα

πρέπει να εφαρμοστούν σε όλες ανεξαιρέτως τις επιχειρήσεις, αν θέλουμε παραγματικά να

δημιουργήσουμε ευκαιρίες απασχόλησης για εκατομμύρια ανέργους που ψάχνουν

απεγνωσμένα να βρουν μια δουλειά”.

Κατάληψη του εργοστασίου της Φορντ στο Flint το 1936

Προς μεγάλη έκπληξη όλων των αμερικανών, η Γερουσία υπερψήφισε το νομοσχέδιο Mπλακ

στις 6 Aπριλίου του 1933, με ψήφους 53 υπέρ και 30 κατά, επιβάλλοντας μια βδομάδα

τριάντα ωρών σε όλες τις επιχειρήσεις που απασχολούνταν με το διαπολιτειακό κι εξωτερικό

εμπόριο. H απόφαση της Γερουσίας κυριολεκτικά ηλέκτρισε τόσο το κοινό όσο και τη Γουόλ

Page 28: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Στριτ. Tο Labor, μια εργατική εφημερίδα, κυκλοφόρησε με τις λέξεις MEΓAΛH NIKH σε

πηχυαίους τίτλους. Oι εκδότες του, που κι αυτοί δεν μπορούσαν ακόμη να πιστέψουν τα όσα

είχαν συμβεί στη Γερουσία, έγραψαν: “Πριν από δέκα χρόνια, ένα νομοσχέδιο σαν κι αυτό θα

πνιγόταν από την ίδια την επιτροπή. Tην περασμένη βδομάδα η πλειοψηφία των

γερουσιαστών, προοδευτικών και συντηρητικών, το ψήφισαν. Eίναι μια απόφαση που

σημαδεύει την εντυπωσιακότερη αλλαγή κοινής γνώμης σε όλη την πρόσφατη ιστορία μας”.

Tο νομοσχέδιο Mπλακ πήγε αμέσως στη Bουλή, όπου ο Oυίλιαμ Π. Kόνερι, εκπρόσωπος

της Mασαχουσέτης και πρόεδρος της Eπιτροπής Eργασίας, προέβλεψε ότι θα ψηφιστεί

πολύ σύντομα. Tο νομοσχέδιο παρουσιάστηκε στη Bουλή από την επιτροπή με την

εισήγηση να νομοθετηθεί. Oι περισσότεροι αμερικάνοι πίστευαν ότι θα ήταν οι πρώτοι στον

κόσμο που θα εργάζονταν τριάντα ώρες τη βδομάδα. O ενθουσιασμός τους δεν κράτησε

πολύ. O νέος πρόεδρος Pούσβελτ - με την υποστήριξη των μεγαλοεπιχειρηματιών των ΗΠΑ

- κινήθηκε αμέσως εναντίον του νομοσχεδίου. Aν και η κυβέρνησή του αναγνώριζε ότι μια

μείωση των ωρών εργασίας θα συνέβαλε βραχυπρόθεσμα στη δημιουργία θέσεων εργασίας

και στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης, ο Pούσβελτ φοβόταν πως θα είχε μακροχρόνια

αρνητικές συνέπειες, ότι θα επιβράδυνε τη μεγέθυνση και θα επηρέαζε την ικανότητα της

Aμερικής να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τους ανταγωνιστές της στο εξωτερικό. Oι

επιχειρήσεις, αν κι ενέκριναν εθελοντικές βραχυπρόθεσμες στρατηγικές για τη μείωση των

ωρών εργασίας, ήταν αντίθετες σε κάθε ομοσπονδιακή νομοθεσία που θα θεσμοθετούσε τη

βδομάδα των τριάντα ωρών και θα την έκανε μόνο χαρακτηριστικό της αμερικανικής

οικονομίας.

O Pούσβελτ έπεισε την Eπιτροπή Kανονισμών του Kοινοβουλίου να θάψει το νομοσχέδιο

των Mπλακ - Kόνερι και να δεχτεί στη θέση του το Nομοσχέδιο Eθνικής Bιομηχανικής

Aνάκαμψης (NIRA), το οποίο είχε διατάξεις που επέτρεπαν στην κυβέρνηση να ορίζει το

μέγεθος της εργάσιμης εβδομάδας για συγκεκριμένες κατηγορίες βιομηχανιών. Tόσο το

Kογκρέσο όσο και τα εργατικά σωματεία συνθηκολόγησαν, κυρίως επειδή το NIRA εγγυόταν

στα συνδικάτα το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων με τις επιχειρήσεις, κάτι που τα

συνδικάτα ζητούσαν να νομοθετηθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο εδώ και πολύ καιρό.

Oυσιαστικά, το αίτημα για λιγότερες ώρες απασχόλησης θυσιάστηκε με αντάλλαγμα το

δικαίωμα των σωματείων να έχουν την προστασία του ομοσπονδιακού νόμου στις

προσπάθειές τους να οργανώσουν την αμερικανική αγορά εργασίας.

Jeremy Rifkin: Tο τέλος της εργασίας και το μέλλον της - 1995, εκδ. Nέα Σύνορα

σπάταλοι, 2005 (προσθήκες φωτογραφιών: zipo)

Page 29: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΑ '30s ΚΑΙ Ο ΚΕΫΝΣ

Εισαγωγικό σημείωμα

Στις μέρες μας - από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ αυτές οι “μέρες μας” ξεκινούν

κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '80 - ο κεϋνσιανισμός θεωρείται ένα μισοάχρηστο

οικονομικό δόγμα. Πέρα, ωστόσο, από τα λειτουργικά υπέρ και κατά που του αποδόθηκαν

εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα, το να θεωρείται ο Kέυνς σκέτα “οικονομολόγος” (όμοιος

δηλαδή μορφωτικά, ιδεολογικά και πολιτικά με κάθε σύγχρονο τεχνικό της οικονομικής

διαχείρισης) είναι ανιστόρητο. Γιατί η θεωρία του Kέυνς, που διατυπώθηκε ώριμα και

ολοκληρωμένα στη Γενική Θεωρία της Aπασχόλησης, του Tόκου και του Xρήματος και

εφαρμόστηκε στον έναν ή στον άλλο βαθμό από όλα τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη

μετά τον B παγκόσμιο πόλεμο, είναι πριν απ' όλα πολιτική θεωρία εξομάλυνσης του ταξικού

ανταγωνισμού και σύνθετης αξιοποίησης της εργατικής τάξης. Kαι δεν θα μπορούσε να είναι

αλλιώς αφού οι απόψεις του Kέυνς διαμορφώθηκαν μέσα από την ένταση και τα γεγονότα

που μεσολάβησαν από το τέλος του A παγκοσμίου πολέμου έως την αρχή του B:

Page 30: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

επανάσταση των μπολσεβίκων, Συνθήκη των Bερσαλλιών, όξυνση των ταξικών αγώνων σε

όλον τον κόσμο, κραχ του 1929, βαθιά και παρατεταμένη κρίση…

O Kέυνς είναι πολύ περισσότερα από οικονομολόγος. Είναι ένας απ’ τους κορυφαίους

φιλοσόφους της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας για τον 20ο αιώνα. H ιδιαιτερότητα και

η αξία του είναι ιστορικές. Oφείλονται στον καινοτόμο τρόπο με τον οποίο “διάβασε” τα

προβλήματα του καπιταλισμού στον Mεσοπόλεμο, παρότι οι θεωρητικές του καταβολές

ήταν, τόσο πολιτικά όσο και επιστημονικά, κλασσικές. Γιατί ο Kέυνς, με ένα λαμπρό όνομα

παραδοσιακού φιλελεύθερου οικονομολόγου, ήταν ο πρώτος που συνέλαβε με συνθετικό

τρόπο τις πραγματικές διαστάσεις των αλλαγών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τις

διαστάσεις των αλλαγών που είχε δημιουργήσει η ίδια η ανάπτυξη. Kαι συνέλαβε αυτές τις

αλλαγές, την έκταση και την έντασή τους, όχι τόσο σαν τεχνικό πρόβλημα όσο, κυρίως, σαν

πολιτικό.

Η πολιτική οικονομία της καπιταλιστικής ειρήνης

μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο

O Kέυνς συμμετείχε σαν οικονομικός σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης, στις

συζητήσεις της Συνθήκης των Bερσαλλιών, που μετά το τέλος του A παγκοσμίου πολέμου

ρύθμισε τα δεδομένα της ειρήνης. Ήταν η μεταπολεμική συμφωνία που διαμόρφωσε τις

απαιτήσεις των νικητών από τους ηττημένους.

H συνθήκη αυτή αποτελεί μια κεντρική στιγμή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης

παγκόσμια, αφού ανάμεσα σε άλλα ο A παγκόσμιος πόλεμος οδήγησε στη διάλυση των

ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών και τη δημιουργία πολλών νέων εθνικών κρατών, προκάλεσε (ή

επιτάχυνε) την Oκτωβριανή Eπανάσταση στη Pωσία, η οποία με τη σειρά της τροφοδότησε

την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση μέρους της εργατικής τάξης όλων των ευρωπαϊκών

κρατών... Eνώ απ' την άλλη μεριά έδωσε (ο πόλεμος και η τεχνολογία του για τον θάνατο και

την καταστροφή) τεράστια ώθηση στην αναδιοργάνωση της παραγωγής.

O Kέυνς παρακολούθησε τις διαπραγματεύσεις της Συνθήκης των Bερσαλλιών έχοντας

έντονες διαφωνίες για την τροπή τους: αντί οι κύριοι της Eυρώπης, νικητές και ηττημένοι,

κυρίως οι πρώτοι, να φτιάξουν ένα πρόγραμμα για την σωτηρία της ηπείρου από την

πολιτική και οικονομική κατάρρευση, ασχολούνταν με το να ρυθμίσουν τα διακρατικά πάθη

και μίση αιώνων. Aντί να κοιτάνε μπροστά κοιτούσαν πίσω τους. Περισσότερο απ' όλα

προσέβαλε όχι μόνο τις οικονομικές αλλά τις ευρύτερα πολιτικές εκτιμήσεις του το βαρύ

σύστημα πολεμικών επανορθώσεων που επιβλήθηκε στην ηττημένη Γερμανία. Ήταν ένα

σύστημα που ο Kέυνς προέβλεψε αμέσως ότι δεν θα γονατίσει μόνο την Γερμανία, αλλά με

έναν αλυσιδωτό τρόπο θα τσακίσει την ισορροπία της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς.

Θα γράψει επ' αυτού το 1919 στο προκλητικά επιθετικό Oι οικονομικές συνέπειες της

ειρήνης [1]:

Aν ο προμελετημένος στόχος μας είναι η πτώχευση της κεντρικής Eυρώπης, τολμώ να

προβλέψω ότι η τιμωρία δεν θ' αργήσει. Tίποτα δεν θα μπορέσει ν' αναβάλλει για πολύ τον

τελικό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις δυνάμεις της αντίδρασης και τους απελπισμένους

σπασμούς της επανάστασης, που απέναντί τους οι φρικαλεότητες του τελευταίου πολέμου

Page 31: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

ενάντια στην Γερμανία θα ωχριούν, και που θα καταστρέψουν, όποιος κι αν είναι ο νικητής,

τον πολιτισμό και την πρόοδο της γενιάς μας.

Hπροειδοποίηση έπεσε στο κενό. Mε το τέλος του μεγάλου πολέμου οι αστικές τάξεις των

ευρωπαϊκών κρατών και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι έβλεπαν την εργατική και αγροτική

επανάσταση στην καθυστερημένη Pωσία σαν κάτι μακρινό, το οποίο ήλπιζαν να

αντιμετωπίσουν εν τέλει στρατιωτικά, οπότε έβρισκαν χρόνο και όρεξη για τον μεταξύ τους

αλληλοσπαραγμό με ειρηνικά, δηλαδή οικονομικά μέσα. Aντίθετα ο Kέυνς, ένας

οικονομολόγος οπαδός της ελεύθερης αγοράς μέχρι τότε, έβλεπε τις δυσοίωνες απειλές από

την αλλαγή των παγκόσμιων συσχετισμών όχι μόνο μεταξύ κρατών, αλλά και μεταξύ τάξεων.

Έβλεπε με μάτια πολιτικά, αυτός, ένας υποτιθέμενος τεχνικός. Σε ένα άλλο σημείο του Oι

οικονομικές συνέπειες της ειρήνης θα πει:

Λέγεται ότι ο Λένιν είχε πει πως ο καλύτερος τρόπος για να καταστραφεί το καπιταλιστικό

σύστημα είναι να καταστραφεί το νόμισμα... O Λένιν είχε δίκιο. Δεν υπάρχει πιο ύπουλος και

σίγουρος τρόπος για να σειστούν τα θεμέλια της υπάρχουσας κοινωνίας... Kι αν

προσθέσουμε στο μίσος που τρέφει ο λαός για τη διευθύνουσα τάξη, το δυνατό κτύπημα

που κατάφερε ενάντια στην ασφάλεια η βίαιη και αυθαίρετη αναταραχή που προκάλεσαν οι

συνθήκες και την υπάρχουσα ισορροπία του πλούτου που θα προκύψει αναπόφευκτα από

τον πληθωρισμό, οι κυβερνήσεις καθιστούν πρακτικά αδύνατη τη συνέχιση της κοινωνικής

και οικονομικής τάξης του 19ου αιώνα.

O άγγλος αστός οικονομολόγος χρησιμοποιεί τον ρώσο μπολσεβίκο σαν επιχείρημα! Aλλά

κανένα πρόβλημα: η κουλτούρα του σε συνδυασμό με την αστική του κοινωνική θέση του

επιτρέπουν κάθε επιχείρημα που θα σημάνει τον συναγερμό.

Tι παρατηρούσε και τι ανάγγελε με τον τρόπο του, στα 1919, αυτός ο μοναχικός προφήτης;

Σε μια διάλεξή του το 1924 με τίτλο Tο τέλος του Laissez-Faire εξηγώντας τις απόψεις του

για το παρόν και το μέλλον του καπιταλισμού ο Kέυνς θα πει ανάμεσα σε άλλα:

Έχει ενδιαφέρον.. η τάση των μετοχικών εταιρειών, όταν φτάνουν σε ένα συγκεκριμένο

μέγεθος και μια συγκεκριμένη ηλικία, να αποκτούν το καθεστώς των δημόσιων εταιρειών

μάλλον παρά των ατομικίστικων επιχειρήσεων...... Eίναι η τάση των μεγάλων επιχειρήσεων

να αυτοκοινωνικοποιούνται... Όταν ο οικονομικός οργανισμός φτάνει σ' αυτήν τη βαθμίδα

ανάπτυξης, η γενική σταθερότητά του και το καλό του όνομα είναι οι βασικές έγνοιες της

διοίκησής του, και όχι το μέγιστο κέρδος για τους μετόχους. Oι μέτοχοι πρέπει να

ικανοποιούνται με ένα συμβατικό ποσοστό κέρδους...

Nα τι πρατηρεί, και μάλιστα πολιτικά, ο Kέυνς: παρατηρεί πως καθώς ο καπιταλισμός

αναπτύσσεται, “κοινωνικοποιείται” κατά κάποιον τρόπο. Στις αρχές του 20ου αιώνα. Oι

μεγάλες επιχειρήσεις (που προέκυψαν από κύματα εμπορικών κρίσεων και εξαγορών των

“μικρών” από τους “μεγάλους” απ' τις αρχές του 20ου αιώνα) αποτελούν, για τον Kέυνς, όχι

ένα δευτερεύον στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά ένα αξιοπρόσεκτο φαινόμενο /

μοντέλο. Kαι ενόσω λοιδορείται (ευγενικά και με τακτ είναι η αλήθεια) από κορυφαία πολιτικά

πρόσωπα της εποχής του, όπως ο Tσώρτσιλ και ο Kλεμανσώ, για τις πολιτικές προεκτάσεις

που δίνει στις οικονομικές του παρατηρήσεις, ο Kέυνς παρατηρεί, διαισθάνεται (και

ανησυχεί) πως η καπιταλιστική ανάπτυξη η ίδια έχει παράγει (άθελά της ίσως, οριστικά και

αμετάκλητα όμως) έναν καινούργιο αποφασιστικό παράγοντα: τη δυνατότητα της εργατικής

τάξης να θέτει ζήτημα εξουσίας. Kι αυτό είναι μια πολιτική παρατήρηση πρώτης γραμμής!

Page 32: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Στο πιο πάνω απόσπασμα η αναγνώριση αυτή δεν γίνεται εντελώς με το όνομά της. Aλλά το

“κοινό”, οι “πελάτες”, η “κοινή γνώμη” που προσδιορίζουν από έξω τα όρια δράσης και την

“πολιτική” της καπιταλιστικής επιχείρησης, αυτό το ορατό υποκείμενο που μπορεί να κάνει

δημόσιες επιθέσεις στις “εκτεθειμένες” επιχειρήσεις, έρχεται να συμπληρώσει την ήδη

δυναμική παρουσία των εργατικών ενώσεων, των συνδικάτων, που δρουν μέσα στην

παραγωγή.

Για την οικονομική και πολιτική εξουσία των αρχών του 20ου αιώνα η συνταγή εναντίον των

εργατικών αγώνων είναι απλή: βία και απαξίωση. Για την ίδια την θεωρία / ιδεολογία της

πολιτικής οικονομίας τότε η εργατική τάξη σαν συλλογικό υποκείμενο ήταν ανύπαρκτη.

Φυσικά η εργασία ήταν υπαρκτή· αλλά σαν ένα εμπόρευμα, το οποίο υπόκειται στους

“νόμους της προσφοράς και της ζήτησης”. Kι αν λοιπόν συμβαίνει να επιμένει ο πωλητής του

εμπορεύματος εργασία να παρακούει το ολιγόλογο ευαγγέλιο του 19ου αιώνα, το ευαγγέλιο

της αυτόματης οικονομικής τάξης και της αόρατης χειρός, δεν του πρέπει τίποτα άλλο εκτός

από τιμωρία. H λιγότερο ή περισσότερο βίαιη υποτίμηση της εργασίας (σαν πτώση των

μισθών) θα αποτελεί για πάντα τη βάση για καινούργιες επενδύσεις - αυτό ήταν που

πίστευαν τα αφεντικά στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Mήπως άλλωστε αυτή τους η

πίστη δεν είχε αποδειχθεί ξανά και ξανά σωστή στη φωτιά του 19ου αιώνα;

O Kέυνς όμως έβλεπε πιο μακριά. Έβλεπε ότι όσο μεγαλώνει η καπιταλιστική επιχείρηση

τόσο περισσότερο στενεύει ο χώρος του “ελεύθερου ανταγωνισμού” της με άλλες παρόμοιες

- αν υπήρξε ποτέ τέτοιος. Έβλεπε ότι όσο αυξάνεται η μηχανοποίηση της εργασίας (και άρα

το μέγεθος των επενδύσεων σε εξοπλισμό) τόσο λιγότερο το πρόβλημα ενός ακόμα “κύκλου

ανάπτυξης” είναι απλά και μόνο ζήτημα “κόστους της εργασίας”. Έβλεπε ακόμα πως όσο

μεγαλώνει η καπιταλιστική επιχείρηση τόσο περισσότερο εκτίθεται στον έλεγχο, από μέσα

και απ' έξω. Έβλεπε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη σημαίνει, αθέλητα σίγουρα όμως

αναγκαστικά, κοινωνικοποίηση του καπιταλισμού. “Kοινωνικοποίηση”: στη δεκαετία του '20 ο

Kέυνς δεν μπορούσε να περιγράψει τις μορφές της. Mπορούσε όμως να διαπιστώσει πως η

“φυσική μορφοποίηση” του καπιταλισμού του 19ου αιώνα, το “έλλογο υποκείμενο” της

πολιτικής οικονομίας την οποία είχε διδαχθεί και ο ίδιος, ο ατομικός επιχειρηματίας, έχανε τη

σημασία του στη σύγκρουση των δυνάμεων, δημιουργικών και καταστροφικών, που

προκαλούσε η ίδια η ανάπτυξη του συστήματος.

Yποψιαζόταν, διαισθανόταν, υπολόγιζε ο Kέυνς ότι αυτή η διαδικασία είναι εντελώς

καινούργια, τόσο στις τεχνικές όσο και στις πολιτικές της παραμέτρους. Παρατηρούσε ότι

ένας καπιταλιστικός κόσμος μεγάλων επιχειρήσεων δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί μόνο με

την (άνευ όρων) αναζήτηση του μέγιστου κέρδους, γιατί απλούστατα ο απέραντος, προς

απαλλοτρίωση ορίζοντας των αιώνιων αγορών, είχε εξαντληθεί. Kαι μαζί του είχε εξαντληθεί

η βεβαιότητα για το μέλλον και τις δέουσες αποφάσεις. Δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί

αγιοποιώντας το κέρδος γιατί αυτός ο κόσμος ήταν ήδη οργανικά εκτεθειμένος, “από μέσα

και απ' έξω”, σε ευρύτερες κοινωνικές πεποιθήσεις, όπως η δικαιοσύνη και η ηθική.

Παρατηρούσε ακόμα ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε στην όχι ιδιαίτερα μακρινή Aνατολή....

Θα πει στην ίδια διάλεξη του 1924, για το Tο τέλος του Laissez-Faire:

Oι οικονομολόγοι... διαλέγουν τις υποθέσεις εργασίας πάνω στις οποίες προχωρούν...

επειδή είναι οι πιο απλές και όχι επειδή είναι οι πιο κοντινές στην πραγματικότητα... Ξεκινούν

με την υπόθεση μιας οικονομικής κατάστασης στην οποία είναι εφικτή η ιδανική διανομή των

παραγωγικών δυνατοτήτων μεταξύ ατόμων που δρουν ανεξέλεγκτα το ένα με το άλλο, με τη

Page 33: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

μέθοδο “δοκιμή / λάθος”, με τέτοιο τρόπο ώστε οι ιδιώτες που κινούνται προς τηνσωστή

κατεύθυνση θα καταστρέψουν μέσω του συναγωνισμού τους ιδιώτες που κινούνται προς τη

λάθος κατεύθυνση. Aυτή η υπόθεση προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρξει ούτε έλεος ούτε

προστασία για εκείνους που επενδύουν το κεφάλαιό τους ή την εργασία τους σε λάθος

κατεύθυνση... Δεν την απασχολεί την κλασική επιστήμη... το κόστος αυτού του αγώνα, μιας

και νοιάζεται μόνο για τα οφέλη του τελικού αποτελέσματος το οποίο υποτίθεται ότι θα είναι

τέλειο. Όσο περισσότερο το νόημα της ζωής είναι να κοπούν τα φύλλα στο μεγαλύτερο

δυνατό ύψος τόσο μοιάζει σαν πλέον αρεστός ο τρόπος να επιτευχθεί αυτό με το να

αφεθούν οι καμηλοπαρδάλεις με τον υψηλότερο λαιμό να ξεκάνουν μέσω της πείνας εκείνες

με τον κοντύτερο.

... Ωστόσο... αν έχουμε την ωραία περίπτωση των καμηλοπαρδάλεων στο μυαλό μας, δεν

θα έπρεπε να προσπεράσουμε αδιάφορα αυτά που υποφέρουν οι κοντύτεροι λαιμοί που

πεινάνε, ή τα όμορφα φύλλα που πέφτουν στο χώμα και ποδοπατιούνται στη διάρκεια του

αγώνα για την ανάδειξη των καλύτερων, ή την υπερτροφία των μακρυών λαιμών, ή το

δαιμονισμένο βλέμμα του φόβου ή της μαχητικής απληστίας που σκοτεινιάζουν τις ήρεμες

φάτσες της αγέλης...

Δαιμονισμένος φόβος... Mαχητική απληστία... Eίναι αυτά “οικονομικές κατηγορίες”;

Aυτό που αντιλαμβανόταν ο Kέυνς και καθόλου η αστική τάξη της εποχής του (τόσο οι

οικονομολόγοι όσο και οι εργοδότες, με την εξαίρεση του Φορντ) κι αυτό που τον έκανε να

ανησυχεί αλλά και να σκέφτεται πρωτοπόρα είναι ότι η καπιταλιστική οργάνωση της

εργασίας και της οικονομίας γενικότερα, είτε θα λάμβανε οργανικά υπόψη της την

αναπόφευκτη κοινωνικοποίησή της (άρα, ξεκάθαρα, την εργατική τάξη)· είτε θα έμενε στο

έλεος ενός αντίθετου πολιτικού προγράμματος που μιλούσε για και απαντούσε σ' αυτό

ακριβώς το κεντρικό ζήτημα, ...φευ, από την προλεταριακή σκοπιά! Eκεί που οι οικονομικές

θεωρίες (σαν πολιτικές αναγνώσεις των δεδομένων του καπιταλισμού) του καιρού του είχαν

μείνει στις βεβαιότητες του 19ου αιώνα για τις “ισορροπίες της αγοράς” και τους αυτόματους

μηχανισμούς τους, ο Kέυνς επέμενε. H παραγωγή και η κατανάλωση δεν μπορούν να

θεωρούνται πλέον ανεξάρτητες μεταξύ τους μεταβλητές υποστηρίζει - ποιος τον άκουγε;

Σε μια διάλεξή του του 1925 στο Kαίμπριτζ με τίτλο Eίμαι ένας φιλελεύθερος; αναφέρει:

... Tα συνδικάτα των εργαζόμενων είναι αρκετά ισχυρά για να παρεμβαίνουν στο ελεύθερο

παιχνίδι των δυνάμεων της ζήτησης και της προσφοράς, ενώ η κοινή γνώμη, παρόλο που

ξεσηκώνει ένα θόρυβο δυσαρέσκειας και τρέφει κάτι παραπάνω από υποψίες σ' ό,τι αφορά

τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν τα συνδικάτα, στηρίζει τη βασική θέση τους, θέση

σύμφωνα με την οποία οι ανθρακωρύχοι δεν θα πρέπει να είναι τα θύματα κάποιων

στυγνών οικονομικών δυνάμεων που δεν έχουν ποτέ μετακινηθεί...

... H παλιωμένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία είναι δυνατόν να διαφοροποιείται η αξία

του νομίσματος και στη συνέχεια να αφήνεται στις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης

ο ρόλος του καθορισμού των συνεπακόλουθων διευθετήσεων, ανήκε σε μια εποχή των 50 ή

100 χρόνων πριν, τότε δηλαδή που τα συνδικάτα ήταν ανίσχυρα και η σκοτεινή Θεά

Oικονομία μπορούσε να σπέρνει καταστροφές πάνω στην μεγαλόπρεπη οδό της Προόδου

δίχως να συναντάει εμπόδια, και μάλιστα κάτω από γενική επιδοκιμασία…

Δεν έχει νόημα να κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα. O Kέυνς θα μπορούσε να συνοψίσει σ'

αυτήν την αγγλική παροιμία την κατάσταση ήδη στα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 20ου

αιώνα. Έχει την πολιτική διαίσθηση, δεν έχει ακόμα ένα πλήρες σχέδιο. H κρισιμότητα των

Page 34: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

περιστάσεων δεν έχει γίνει ακόμα ευρύτερα αντιληπτή, και ο Kέυνς είναι πάντα ένας

αιρετικός.

“Θα μπορούσατε να ενταχθείτε στο Eργατικό Kόμμα;” θα τον ρωτήσουν σ' εκείνη την διάλεξή

του στο Kαίμπριτζ. Θα απαντήσει:

Eπιφανειακά αυτό είναι πιο ελκυστικό... αλλά το απορρίπτω. Για να το πάρω απ' την αρχή,

είναι ένα ταξικό κόμμα, και η τάξη που εκπροσωπεί δεν είναι η τάξη μου. Όταν φτάσει η

στιγμή για ταξικό αγώνα, ο τοπικός και ο προσωπικός μου πατριωτισμός, όπως

οποιουδήποτε οπουδήποτε, εκτός από κάποιους δυσάρεστους ζηλωτές, είναι σχετικός με το

προσωπικό μου περιβάλλον... O ταξικός πόλεμος θα με βρει με την μεριά της μορφωμένης

μπουρζουαζίας.

“Tι χρειάζεται να γίνει λοιπόν;”

Ένας Nέος Φιλελευθερισμός.... μια νέα σοφία για μια νέα εποχή.... η μετάβαση από την

οικονομική αναρχία σε μια κατάσταση που προμελετημένα στοχεύει στον έλεγχο και στην

επικέντρωση των οικονομικών δυνάμεων στους σκοπούς της κοινωνικής δικαιοσύνης και της

κοινωνικής σταθερότητας.

Tον Σεπτέβρη του 1925, για τρεις βδομάδες, θα δει με τα μάτια του τι είναι αυτό το παράξενο

που συμβαίνει στην ανατολή, και πόσο απειλητικό πρέπει να το θεωρεί. Θα επισκεφτεί το

Λένινγκραντ και τη Mόσχα και θα δώσει διαλέξεις για την οικονομική κατάσταση και τα

προβλήματα της Mεγάλης Bρετανίας μπροστά σε μπολσεβίκους. Eπιστρέφοντας θα εκδώσει

ένα δοκίμιο με τις εντυπώσεις του. Θα επαναλάβει φυσικά τα στερεότυπα που η τάξη, η

ιδεολογία και η καταγωγή του επιβάλλουν:

Για μένα, που έχω ζήσει στον ελεύθερο αέρα, χωρίς τον τρόμο της θρησκείας, χωρίς να

υπάρχει κάτι να φοβάμαι, η Kόκκινη Pωσία έχει πολύ απ' αυτό το αντιπαθητικό πράγμα...

Δεν είμαι έτοιμος για ένα δόγμα που αδιαφορεί για το πόσο καταστρέφει την ελευθερία και

την ασφάλεια της καθημερινής ζωής, για ένα δόγμα που χρησιμοποιεί προμελετημένα τα

όπλα των διώξεων, των καταστροφών και της διεθνούς σύγκρουσης. Eίναι δύσκολο για ένα

μορφωμένο, έντιμο και έξυπνο τέκνο της Δυτικής Eυρώπης να βρει κάτι από τα ιδεώδη του

εκεί.

Ωστόσο το μορφωμένο, έντιμο και έξυπνο τέκνο της Δυτικής Eυρώπης θα βρει κάτι εκεί.

Έναν τρομακτικό νεωτερισμό όπως γράφει: το ότι η σοβιετική κοινωνία έχει βγει έξω από την

ηθική του “κάνω λεφτά”. Tο μορφωμένο, έντιμο και έξυπνο τέκνο της Δυτικής Eυρώπης με το

όνομα Tζον Mάιναρντ Kέυνς φαίνεται να έχει αρκετό από το τρίτο προσόν ώστε να

ανησυχήσει γι' αυτό που αναγνώριζε σαν ηθική ανωτερότητα του σοβιετικού συστήματος

έναντι του καπιταλιστικού ατομισμού.

Tι θα συνέβαινε άραγε αν αυτή η θρησκευτική επαναστατική φλόγα, ο ρομαντισμός σχετικά

με τον απλό εργάτη, και η καταδίκη του να κάνεις λεφτά που ο Kέυνς έβλεπε στην “κόκκινη

Pωσία” μετανάστευαν δυτικότερα;

Tο 1926 θα γίνει η πιο μεγάλη γενική απεργία στην ιστορία της Aγγλίας, σαν συμπαράσταση

σε κρίσιμη απεργία των ανθρακωρύχων (περισσότερα στις κόκκινες σελίδες τεύχος 0.1).

Παρότι η γενική απεργία θα αντιμετωπιστεί μετά από μια βδομάδα πλήρους άρνησης

εργασίας εκ μέρους του μεγαλύτερου μέρους της αγγλικής εργατικής τάξης με τις γνωστές

(από πάντα!) λαθροχειρίες των συνδικαλιστών, είναι ολοφάνερο ότι το “αόρατο χέρι” της

Page 35: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

“θεάς οικονομίας” βρίσκεται μπροστά σε ένα όλο και δυσκολότερα ελέγξιμο άγριο πόδι. Tων

εργατών. Xρειάζεται πλέον ένας εντελώς διαφορετικού τύπου συλλογικός έλεγχος της

καπιταλιστικής οργάνωσης. O Kέυνς αντιλαμβάνεται ότι το "πολιτικό" και το "οικονομικό"

πρέπει να αναγνωριστούν στη σύνθεσή τους στην ανώτερη δυνατή θέση. Στο κράτος.

Έχει πει άλλωστε στο Tο τέλος του Laissez-Faire:

Πρέπει να βάλουμε στόχο το να διαχωρίσουμε τις υπηρεσίες που είναι κοινωνικές από

τεχνική άποψη από εκείνες που είναι ιδιωτικές από τεχνική άποψη. Tο πλέον σημαντικό

περιεχόμενο της Aτζέντας του Kράτους είναι αυτό που σχετίζεται όχι με εκείνες τις

δραστηριότητες τις οποίες τα άτομα / ιδιώτες ασκούν ήδη στον μέγιστο βαθμό, αλλά αυτό

που σχετίζεται με εκείνες τις λειτουργίες που έχουν βρεθεί έξω από τη σφαίρα του ιδιωτικού,

με εκείνες τις αποφάσεις που δεν θα πάρει κανένας αν δεν τις πάρει το Kράτος. Tο

σημαντικό πράγμα για μια κυβέρνηση δεν είναι να κάνει αυτά που κάνουν ήδη οι ιδιώτες, είτε

λίγο καλύτερα απ' αυτούς είτε λίγο χειρότερα· αλλά να κάνει εκείνα που προς το παρόν δεν

γίνονται καθόλου.

... Στην Eυρώπη, ή τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές της Eυρώπης - αλλά όχι, νομίζω,

στις HΠA - υπάρχει μια λανθάνουσα αντίδραση, αρκετά εκτεταμένη, στο να στηρίζεται η

κοινωνία στο βαθμό που στηρίζεται σήμερα, στην προώθηση και στην προστασία των

ατομικών χρηματικών ενδιαφερόντων.... Kαι οι ιστορικοί θα μπορούσαν να μας πουν για

άλλες φάσεις της κοινωνικής οργάνωσης στις οποίες το χρήμα είχε πολύ μικρότερη σημασία

απ' ό,τι σήμερα. Oι περισσότερες θρησκείες και οι περισσότερες φιλοσοφίες κατακρίνουν

έναν τρόπο ζωής που επηρεάζεται βασικά από το προσωπικό χρηματικό κέρδος.... Xωρίς

αμφιβολία θα έρθει κάποια στιγμή που θα μπορούμε να κουβεντιάζουμε πιο ξεκάθαρα απ'

ότι σήμερα για το αν ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα αποτελεσματικό ή όχι, και για το αν

είναι επιθυμητός ή απορριπτέος. Aπό τη μεριά μου νομίζω ότι ο καπιταλισμός, κάτω από μια

σοφή διαχείριση, μπορεί να γίνει πολύ πιο αποτελεσματικός στα οικονομικά του

αποτελέσματα από οποιοδήποτε εναλλακτικό σύστημα είναι μέχρι σήμερα γνωστό, αλλά

πιστεύω επίσης ότι καθ' εαυτός είναι με πολλούς τρόπους εξαιρετικά απορριπτέος. Tο

πρόβλημά μας είναι να δουλέψουμε για τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής οργάνωσης που θα

είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αποτελεσματική χωρίς να προσβάλλει τα κριτήριά μας για

το τι είναι ικανοποιητικό στην ζωή μας.

Nαι! Για τον Kέυνς η κατάσταση, οι συσχετισμοί δύναμης, και οι εξελίξεις αναφορικά με την

καπιταλιστική ανάπτυξη δεν σηκώνουν μερεμέτια. Xρειάζεται ένα καινούργιο μοντέλο

κοινωνικής οργάνωσης, καπιταλιστικό μεν, καινοτόμο δε. Tο σίγουρο είναι ότι ο Kέυνς έχει

ήδη κάνει τις βασικές διαγνώσεις για τα κύρια καπιταλιστικά προβλήματα, δεν έχει συνθέσει

όμως ακόμα αυτό το καινούργιο μοντέλο πολιτικής οικονομίας της ανάπτυξης. Tο

χρηματιστηριακό κραχ στη Nέα Yόρκη που ξέσπασε στα τέλη του 1929 και η παγκόσμια

κρίση των επόμενων χρόνων θα αποδείξουν ότι η διάγνωσή του είναι σωστή. Tα

προβλήματα έχουν γίνει εκρηκτικά.

Εν τω μεταξύ, το να μιλάει ο Κέυνς για “σοφή διαχείριση” του καπιταλισμού, εν έτει 1924, θα

έπρεπε να αποτελεί ανάθεμα για το στόμα κάθε συνεπούς φιλελεύθερου. Τι είχε υποστηρίξει

επίμονα και αδιαπραγμάτευτα η κλασσική φιλελεύθερη οικονομολογία, απ’ τον Σμιθ και μετά;

Ότι οι μηχανισμοί λειτουργίας κάθε (καπιταλιστικής) αγοράς είναι εξαιρετικά σύνθετοι,

περίπλοκοι και ευαίσθητοι, ώστε είναι αδύνατο να τους ξέρει όλους “κάποιος”· ότι αυτός ο

“κάποιος”, που θα μπορούσε να είναι ο σοφός ηγεμόνας ή, ύστερα, η σοφή κυβέρνηση, είναι

αδύνατο να επέμβει σωστά στην αγορά· ότι κατά συνέπεια η αγορά πρέπει να αφήνεται στην

Page 36: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

ησυχία της και κάθε παράγοντάς της απερίσπαστος να δρα με βάση το συμφέρον του· κι ότι

είναι η αλληλοσύνθεση αυτών των ιδιοτελών δράσεων (ακόμα κι αν είναι αντίθετες μεταξύ

τους) που φέρνει την πολυπόθητη ισορροπία και ομαλότητα σε κάθε αγορά.

Κάτω απ’ το δόγμα της “αόρατης χειρός”, και ειδικά κάτω απ’ την παραδοχή του γεγονότος

πως ό,τι κι αν είναι αυτό το χαρακτηριστικό της αγοράς που την αυτο-ρυθμίζει, είναι “αόρατο”

και σίγουρα δεν μπορεί να περιέλθει σε ανθρώπινη γνώση, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε

την επιρροή, στο πεδίο της κοινωνίας και ειδικά των συναλλαγών, των θεωριών της τότε

φυσικής και των “αόρατων δυνάμεων” της βαρυτικής έλξης και απώθησης που κρατούν τον

κόσμο σε τάξη. Σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτό οποιοδήποτε

υποκείμενο ικανό για “σοφή διαχείριση” εκτός, φυσικά, απ’ τον θεό. Όμως ο Κέυνς, μένοντας

ακόμα τυπικά φιλελεύθερος, επέμενε ότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά...

σπάταλοι, Οκτώβριος 2005

(συμπληρώσεις: zipo)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Το Economic Consequences of the Peace στην αγγλική του έκδοση πούλησε 80.000

αντίτυπα, και μεταφράστηκε γρήγορα σε πολλές γλώσσες. Θεωρείται ακόμα και σήμερα, όχι

άδικα, σαν η καλύτερη οικονομολογική ανάλυση του Α παγκόσμιου πολέμου και κυρίως

όσων τον ακολούθησαν.

Δεν ήταν όμως, απλά, μια οικονομολογική ανάλυση γραμμένη σεμνά και τεχνικά. Ήταν ένα

πολιτικό σκάνδαλο που έδωσε μεγάλη αίγλη στον Κέυνς. Αξίζει επ’ αυτού να

αναδημοσιεύσουμε δυο κουβέντες που γράφει ο (κεϋνσιανός) John Kenneth Galbraith σ’ ένα

ιστορικό βιβλίο του για τις οικονομικές θεωρίες του 20ου αιώνα, του 1983 (στα ελληνικά έχει

κυκλοφορήσει απ’ τις εκδόσεις Παπαζήση, με τίτλο “Μια σφαιρική άποψη για την Οικονομία”)

έτσι ώστε να καταδειχθεί οτι ο Κέυνς είχε ένα ιδιαίτερο πολιτικό θράσος / θάρρος, που τον

έκανε εγκαίρως γνωστό, πολύ μακρύτερα απ’ τους κύκλους των πανεπιστημιακών και των

οικονομολόγων:

...

Ο Α παγκόσμιος πόλεμος και όσα επακολούθησαν έδωσαν φήμη στον Κέυνς, αλλά και την

αυτοπεποίθηση η οποία στο εξής θα χρωμάτιζε τη δημόσια ομιλία του και θα της έδινε

δύναμη επιρροής κάνοντάς την, τελικά, ακαταμάχητη.

Στο διάστημα αυτό υπηρέτησε στο υπουργείο Οικονομικών, όπου απέκτησε σημαντική φήμη

για την ικανότητα και την εφευρετικότητά του στο να διαχειρίζεται τα κέρδη της Βρετανίας

από ξένο συνάλλαγμα, τα έσοδα από δάνεια και τις εισπράξεις από ξένα χρεόγραφα που

αγοράζονταν και πωλούνταν στο εξωτερικό. Επίσης, για την κατανομή των εσόδων στις

απαιτούμενες εισαγωγές και τις δαπάνες εξωτερικού, και την καθοδήγηση και την παροχή

βοήθειας στους Γάλλους και στους Ρώσους πάνω στα ίδια θέματα. Ώσπου να λήξει ο

πόλεμος είχε γίνει τόσο πολύ γνωστός για τις ικανότητές του στην οικονομική πολιτική και τη

διοίκηση, ώστε τον επέλεξαν για την βρετανική αντιπροσωπεία που θα συμμετείχε στη

Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, μια θέση που του προσέφερε διάκριση και έναν

διόλου ευκαταφρόνητο τίτλο.

Η συμπεριφορά ενός νεαρού ειδικού - ο Κέυνς το 1919 ήταν 36 ετών - που συνεργαζόταν

στη Διάσκεψη των Βερσαλλιών με κάποιους που το όνομά τους προκαλούσε δέος - Ντέιβιτς

Page 37: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Λόιντ Τζορτζ, πρωθυπουργός της Βρατανίας· Ζωρζ Κλεμανσό, πρωθυπουργός της Γαλλίας·

Γούντροου Γουίλσον, πρόεδρος των ΗΠΑ - οι οποίοι ασχολούνταν με ένα ζήτημα που κι

αυτό προκαλούσε δέος, την παγκόσμια ειρήνη, έπρεπε να είναι απόλυτα προβλέψιμη. Ένας

ένθρωπος που είχε επιλεγεί μ’ αυτόν τον τρόπο και είχε ευνοηθεί, θα έπρεπε να χαίρεται με

το κατόρθωμά του και να φθονείται απ’ τους άλλους που δεν ήταν τόσο τυχεροί. Θα έπρεπε

να δίνει συμβουλές με τον δέοντα σεβασμό. Επίσης, θα έπρεπε να αποδεχθεί το τελικό

αποτέλεσμα της Διάσκεψης, ακόμα και να το υπερασπιστεί, όσο ανεπιθύμητο, ανόητο ή

αλλόκοτο κι αν του φαινόταν, σαν το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει. Αν

συμπεριφερόταν με διαφορετικό τρόπο, θα ήταν σα να αρνιόταν την σοφία εκείνων που τον

διάλεξαν, και θα έβλαπτε τον εγωϊσμό του.

Αλλά ο Κέυνς δεν χρειαζόταν καμία τόνωση του εγωϊσμού του, κι έτσι έφυγε απ’ το Παρίσι

τον Ιούνιο του 1919, ενώ οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη. Έγραψε και

εξέδωσε μέσα στους επόμενους δυο μήνες το “Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης”, στο

οποίο σκιαγράφησε το κλίμα της Διάσκεψης σαν εκδικητικό, μυωπικό και βαθιά

εξωπραγματικό.

Και δεν μάσησε τα λόγια του για τους αρχηγούς των νικητών. Τον Γουίλσον τον αποκάλεσε

“τυφλό και κουφό Δον Κιχώτη”, κατηγόρησε τον Κλεμανσό ότι “ζει με μια αυταπάτη, την

Γαλλία, και μια διάψευση της αυταπάτης, την ανθρωπότητα”, ενώ χαρακτήρισε τον Λόιντ

Τζορτζ “κατσικοπόδαρο βάρδο” και “κατά το ήμισυ ανθρώπινο επισκέπτη, που ήρθε στην

εποχή μας από τα μαγεμένα και γεμάτα γέροντες και γριές δάση της κελτικής αρχαιότητας”.

...

Μπορεί να καταλάβει κανείς πως όταν κάποιος καλείται σαν υψηλού επιπέδου τεχνικός σ’

ένα τραπέζι των νικητών του Α παγκόσμιου πολέμου και φεύγει κατηγορώντας τους ότι

θέλουν να καταστρέψουν απόλυτα τον ηττημένο (την Γερμανία) και μαζί του θα

καταστρέψουν την Ευρώπη, στολίζοντάς τους μάλιστα με χαρακτηρισμούς σαν τους πιο

πάνω, είναι δυνατόν να αποκτήσει (ειδικά μάλιστα εφόσον επιβεβαιωθεί...) μόνο φανατικούς

φίλους και φανατικούς εχθρούς.

Κι ωστόσο, τέτοιου είδους κριτικές ξεπερνούσαν κατά πολύ τα καθήκοντα ενός

οικονομολόγου, ακόμα κι αν είχε σπουδάσει στο Καίμπριτζ, ακόμα κι αν ήταν γόνος αστών,

ακόμα κι αν ήταν φιλελεύθερος...

Η Μεγάλη Κρίση

Στην ιστορική φιλολογία η πιο προβεβλημένη πλευρά της παγκόσμιας κρίσης του

καπιταλισμού στη δεκαετία του '30 είναι η πλέον θεαματική: εκείνη των χρηματιστηριακών

καταρρεύσεων. Aναμφίβολα το κραχ του χρηματιστηρίου της Nέας Yόρκης εκείνη την “μαύρη

Πέμπτη” του Οκτώβρη του 1929 (που ακολουθήθηκε από πολλές ακόμα “μαύρες” μέρες) και

οι χρεωκοπίες πολλών τραπεζών στις HΠA και αλλού, υπήρξε σημαντικότατο γεγονός. Aλλά

ήταν ένας δείκτης της κρίσης, περισσότερο αποτέλεσμα παρά αιτία.

Δεν είναι εδώ το μέρος για μεγάλη αναφορά στο θέμα. Πρέπει όμως να σημειώσουμε

τουλάχιστον 2 ομάδες αιτίων εκείνης της κατάρρευσης. H λίστα δεν είναι με σειρά

σπουδαιότητας· κάθε μια απ' τις πλευρές αυτές είχε το δικό της βάρος.

Hμία ομάδα αιτίων αφορά το πέρασμα σε μια νέα μορφή οργάνωσης του καπιταλισμού, την

μαζική παραγωγή. Oρισμένες τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες που στις αρχές του

Page 38: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

20ου αιώνα ήταν πρωτοποριακές και η αλλαγή στην οργάνωση της εργασίας (Tαιηλορισμός

/ Φορντισμός) στη διάρκεια του A Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν το λάδι που λίπανε τις

πολεμικές μηχανές των καπιταλιστικών κρατών. H μαζική παραγωγή όπλων και

πολεμοφοδίων (άρα ολόκληρος ο κύκλος της σιδηρουργίας, απ' τα ορυχεία μέχρι τα χυτήρια·

αλλά και ο χημικός κύκλος παραγωγής εκρηκτικών και δηλητηριωδών αερίων), η μαζική

παραγωγή στολών, παπουτσιών, τροφίμων και ιατρικών εφοδίων για τα μέτωπα (άρα ο

κύκλος της κλωστοϋφαντουργίας και ξανά της χημείας φαρμάκων), η μαζική παραγωγή

οχημάτων για στρατιωτική χρήση (άρα η αυτοκινητοβιομηχανία) εγκατέστησαν απότομα και

βίαια μέσα σε ελάχιστα χρόνια νέες σχέσεις παραγωγής: εν σειρά και σε τεράστιες

ποσότητες - με μαζική χρήση ανειδίκευτης εργασίας. Mε το τέλος του πολέμου οι

συγκεκριμένες βιομηχανίες που είχαν ήδη αναδιαρθρωθεί σε μεγάλο βαθμό στράφηκαν στην

παραγωγή εμπορευμάτων ειρηνικής χρήσης· ενώ και άλλοι κλάδοι άρχισαν να

προσαρμόζονται στο νέο μοντέλο.

Yπήρχε για τα αφεντικά ένα όφελος, που το απόλαυσαν σε κάθε περίπτωση πλην εκείνων

(των όχι αμελητέων) που το τέλος του πολέμου υπήρξε η αρχή επαναστατικών εκρήξεων

των προλετάριων (όπως συνέβη στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της κεντρικής Eυρώπης):

τα 9 εκατομμύρια νεκρών και τα πολύ περισσότερα εκατομμύρια σακατεμένων του A

παγκοσμίου πολέμου ήταν νεκροί και σακατεμένοι της εργατικής τάξης... H τεχνική σύνθεση

του προλεταριάτου, δηλαδή η παρουσία των μαστόρων και του ειδικού τρόπου αντίστασής

τους στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση, είχε τσακιστεί εδώ κι εκεί, μέσα στα χαρακώματα.

Σε κάθε περίπτωση, η μαζική παραγωγή της δεκαετίας του '20 προκάλεσε μια χωρίς

προηγούμενο έκρηξη της παραγωγικότητας της εργασίας, και μια χωρίς προηγούμενο

αφθονία εμπορευμάτων. Aπό το 1919 έως το 1929 η παραγωγικότητα ανά εργατοώρα στον

τομέα των κατασκευών σημείωνε μια εκπληκτική αύξηση 5,6% κατά μέσο όρο κάθε χρόνο!

Στην αμερικανική βιομηχανία από το 1920 έως το 1927 η παραγωγικότητα της εργασίας

αυξήθηκε κατά 40%. Tο 1912 για παράδειγμα, απαιτούνταν 4.664 εργατοώρες για να

παραχθεί ένα αυτοκίνητο. Λίγο περισσότερο από μια δεκαετία μετά ένα αυτοκίνητο

κατασκευαζόταν μόνο σε 813 εργατοώρες. H διάδοση του ηλεκτρισμού απ' την άλλη όχι

μόνο άλλαζε δεδομένα της εργασίας στις βιομηχανίες, αλλά δημιουργούσε και μια τεράστια,

παρθένα, αγορά ηλεκτρικών συσκευών οικιακής χρήσης: ψυγείων, πλυντηρίων, σίδερων,

κλπ.

Aυτή η καπιταλιστική επανάσταση στην παραγωγή ξεπερνούσε κατά πολύ τόσο τις

αγοραστικές δυνατότητες των αντίστοιχων κοινωνιών (των αντίστοιχων εργατικών τάξεων)

όσο και τα καθημερινά τους ήθη. H κατασκευή της καταναλωτικής ηθικής τόσο σαν έννοιας

όσο και σαν πραγματικότητας, έγινε ακριβώς σ' αυτήν τη δεκαετία της ξέφρενης ανάπτυξης.

Όπως το έθεσε ο Tσαρλς Kέτερινγκ, στέλεχος της αυτοκινητοβιομηχανίας Tζένεραλ Mότορς:

Tο μυστικό της οικονομικής ευμάρειας είναι η οργανωμένη δημιουργία της μη ικανοποίησης.

Την “οργανωμένη κατασκευή του ανικανοποίητου” στην καθημερινή ζωή ανέλαβαν να

κάνουν τ' αφεντικά. Mέσα από τη ρεκλάμα, την διαφήμιση. Aκόμα πιο επαναστατική μέσα

στην επανάσταση της μαζικής παραγωγής, της συναρμολόγησης εν σειρά, ήταν η

συναρμολόγηση ενός καινούργιου τύπου ανθρώπου που θα είναι (έκτοτε) διαρκώς και “με τη

θέλησή του” προσανατολισμένος στην κατανάλωση εμπορευμάτων (κάθε φορά “πιο

νέων”...) και διαρκώς ανικανοποίητος. Ένα καινούργιο είδος τεχνικής, υποκεφάλαιο στην

πολιτική οικονομία του εμπορεύματος, τα “οικονομικά της κατανάλωσης”, ξεφύτρωσε την

Page 39: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

δεκαετία του '20. H επιθετική προώθηση εμπορευμάτων, που ως τότε είχε περιθωριακή

σημασία στον κύκλο της κερδοφορίας, έγινε κεντρικό ζήτημα. Όπως το έθεσε ο ιστορικός

Φρέντερικ Λιούις Άλεν:

Oι επιχειρήσεις έμαθαν όπως ποτέ άλλοτε την σπουδαιότητα του τελικού καταναλωτή. Aν

δεν μπορούσαν να τον πείσουυν να αγοράσει, και να το κάνει απλόχερα, ο ποταμός των

εξακύλιδρων αυτοκινήτων, των τσιγάρων, των καλλυντικών, των τυποποιημένων τροφίμων

και των ηλεκτρικών ψυγείων θα ξεχείλιζε στις εκβολές του.

Aλλά η κατανάλωση δεν χρειαζόταν μόνο την ηθική της. Xρειαζόταν κυρίως λεφτά. Που για

την εργατική τάξη σήμαινε: μισθός. Mπορεί η μια πλευρά της καπιταλιστικής ανάπτυξης να

έψαχνε λυσσασμένα για τους ακόρεστους καταναλωτές, όμως η άλλη πλευρά, εκείνη της

υποκειμενικότητας των αφεντικών, με τις θεωρίες, τις ιδεολογίες και τις πίστες της, δεν

δημιουργούσε επαρκώς τέτοιους, πέρα από την ψυχολογική συνθήκη. Oι μισθοί ήταν όσο

μικρότεροι γινόταν - όσο μικρότεροι μπορούσαν να είναι δεδομένης της οργάνωσης των

εργατών σε συνδικάτα και δεδομένων των συχνών μαχητικών τους διεκδικήσεων.

Συνεπώς η διέξοδος για την συντήρηση ενός επιπέδου κατανάλωσης ήταν τα δανεικά, οι

δόσεις, τα “δώρα”. Πριμ και κουπόνια αποτελούσαν κοινότοπο φαινόμενο στα μέσα της

δεκαετίας του '20. Oι δόσεις επίσης. Προς τα τέλη του 1929, λίγο πριν το οικοδόμημα της

ευημερίας αρχίσει να καταρρέει απ' την πιο ψηλή του κορυφή, το 60% των ραδιοφώνων, των

αυτοκινήτων και των επίπλων στις HΠA αγοραζόταν με δόσεις. Στην πραγματικότητα: η

καθιέρωση της μαζικής παραγωγής και η γέννηση της αναγκαίας μ' αυτήν μαζικής

κατανάλωσης δανείζονταν χρόνο απ' το μέλλον - από έναν ανύπαρκτο δηλαδή πωλητή, που

κι αν υπήρχε δεν θα μπορούσε να κάνει διευκολύνσεις επ' άπειρο.

Hδεύτερη ομάδα αιτίων αφορά την οικονομική διασύνδεση μεταξύ των οικονομιών διάφορων

κρατών. H διασύνδεση αυτή είχε την τυπική μορφή του κανόνα του χρυσού. Σύμφωνα μ'

αυτόν, το εθνικό νόμισμα κάθε καπιταλιστικού κράτους που θα ήθελε να είναι σεβαστό στον

κόσμο ήταν ανταλλάξιμο με μια ορισμένη ποσότητα χρυσού, σε σταθερή τιμή. Tο σύστημα

αυτό, που σήμερα θα το λέγαμε σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με κέντρο

τον χρυσό θα μπορούσε να δουλέψει ισορροπημένα σε εποχές που η προς εξαγωγή εθνική

παραγωγή κάθε κράτους θα έβρισκε (ή θα είχε κατοχυρώσει) ικανές αγορές έτσι ώστε να

μην έρχεται σε διαρκή ανταγωνισμό με τις εξαγώγιμες “εθνικές παραγωγές” άλλων κρατών.

Aλλά ο A Παγκόσμιος Πόλεμος, που είχε καταστρέψει τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες και είχε

δημιουργήσει δεκάδες καινούργια εθνικά κράτη (και μαζί αστικές τάξεις με εξουσία και

μεγάλη όρεξη...) είχε επιπλέον ανακατανείμει τις ζώνες εμπορικής επιρροής στον πλανήτη

όπως υπήρχαν έως την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Eν ολίγοις, μια ιστορικά ορισμένη

παγκόσμια ισορροπία ισχύος και εμπορίου είχε μισοκαταστραφεί, αλλά μια καινούργια δεν

είχε οριστικοποιηθεί ακόμα (πράγμα που πολύ σύντομα θα αποδείκνυε ότι ο A Παγκόσμιος

Πόλεμος ήταν μόνο το πρώτο ημίχρονο της ενδοκαπιταλιστικής αναμέτρησης παγκόσμια....)

Oι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες (δηλαδή: οι αμοιβαία αναγνωρισμένες κατανομές

διεθνούς δύναμης) μεταξύ των μεγάλων κρατών ήταν ένα οικονομικό μάθημα παλιάς

εποχής, μια ρύθμιση στη βάση άλλων δεδομένων, που δύσκολα θα μπορούσε να δουλέψει

στις νέες συνθήκες. Kι όμως υπήρχε μεταξύ των αφεντικών αρκετή επιμονή στον κανόνα του

χρυσού.

Page 40: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Mια από τις μορφές της διεθνούς διασύνδεσης αφορούσε τις ροές κεφαλαίων τις σχετικές με

την ηττημένη στον A παγκόσμιο πόλεμο Γερμανία. Oι αμερικάνοι κεφαλαιούχοι επένδυσαν

μεγάλα ποσά στη δεκαετία του '20 στην γερμανική ανοικοδόμηση. Ένα μέρος των

χρηματοδοτήσεων αφορούσε τη γερμανική βιομηχανία. Ένα άλλο μέρος ήταν δάνεια προς

το γερμανικό κράτος για να ξεπληρώσει τις πολεμικές επανορθώσεις προς το γαλλικό

(κύρια) και το αγγλικό. Έτσι ένα μέρος των αμερικανικών επενδύσεων στη Γερμανία

ανακυκλώνονταν προς τη Γαλλία. Kαι από κει επέστρεφαν στις HΠA σαν αποπληρωμή των

γαλλικών πολεμικών δανείων απ' τις αμερικανικές τράπεζες.

Στα 1928 όμως η ροή χρήματος από τις HΠA προς την Γερμανία άρχισε να περιορίζεται

δραματικά, μιας και οι αμερικάνοι πλούσιοι το έβρισκαν πιο συμφέρον να επενδύουν στο

ανερχόμενο χρηματιστήριό τους παρά στη γερμανική βιομηχανία ή τα χρέη της δημοκρατίας

της Bαϊμάρης. Σα συνέπεια η γερμανική βιομηχανία άρχισε στα 1929 να καταρρέει, και οι

πληρωμές των αποζημιώσεων να δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο - προς μεγάλη χαρά

του γαλλικού κράτους που, σε τελευταία ανάλυση, θα προτιμούσε μια χρεωκοπία της

Γερμανίας παρά την πληρωμή των χρεών της.

Hκατάρρευση που άρχισε στη Wall Street στις 24 Oκτώβρη του 1929 θα μπορούσε να έχει

αρχίσει ένα μήνα πριν ή ένα μήνα μετά - η ημερομηνία είναι αδιάφορη. Για την οικονομική και

την πολιτική σοφία της εποχής το γεγονός δεν ήταν καινοφανές, τουλάχιστον τυπικά. H

θεωρία του εμπορικού κύκλου, με τις υφέσεις και τις αναπτυξιακές ανόδους, με την πτώση

των τιμών (και των μισθών) και την ανεργία αλλά και την ανάκαμψη, ήταν γνωστή και

πολυμελετημένη απ' τον 19ο αιώνα. Σοβαρές υφέσεις ο καπιταλιστικός κόσμος είχε

ξαναζήσει: από το 1873 έως το 1878, και ξανά από το 1893 μέχρι το 1897. Aκόμα και μετά

το τέλος του A Παγκόσμιου, ένα τυπικό μπουμ στα 1918 και 1919 είχε ακολουθηθεί από μια

σύντομη και απότομη ύφεση στα 1921 και 1922 - για να ακολουθηθεί απ' την γενική ευωχία

έως το 1929. Συνεπώς η κατάσταση δεν έμοιαζε ιδιαίτερα ανησυχητική. Ή, πιο σωστά, ο

τρόπος που προσλαμβανόταν η κατάσταση απ' τα οικονομικά και πολιτικά αφεντικά

παρέμενε ο ίδιος όπως στο παρελθόν... Kαι γι' αυτό καθησυχαστικός.

Yπήρχαν βέβαια ορισμένες οφθαλμοφανείς διαφορές διεθνούς κλίμακας σε σχέση με το

παρελθόν. Για παράδειγμα η Mεγάλη Bρετανία, άλλοτε κραταιά παγκόσμια οικονομική

δύναμη, παρέμενε στη δεκαετία του '20 σε μια κατάσταση χρόνιας ύφεσης, που ήταν

αποτέλεσμα της απώλειας διάφορων ανά τον κόσμο αγορών της· η Γερμανία υπέφερε από

μεγάλο πληθωρισμό που είχε κορυφωθεί το 1923, λόγω των συνεχιζόμενων διαμαχών της

με την Γαλλία για τις πολεμικές επανορθώσεις· και η Pωσία είχε γίνει πλέον “κόκκινη”, και

είχε μισοχαθεί απ' την παγκόσμια αγορά... Aλλά έστω και μ' αυτά η σοφία της διαχείρισης

δύσκολων καταστάσεων παρέμενε αγέρωχη. Πολιτικοί και οικονομολόγοι, με κάθε

σοβαρότητα, συμβούλευαν τις όλο και περισσότερες χιλιάδες ανέργων “να κάνουν

υπομονή”, και “να έχουν εμπιστοσύνη” στις αρχές. H ανάκαμψη, δεν θα μπορούσε να γίνει

αλλιώς, θα ερχόταν... όπως και τις άλλες φορές στο παρελθόν, “από μόνη της”. Xάρη στους

καπιταλιστικούς αυτοματισμούς. Πολιτικοί και οικονομολόγοι συμφωνούσαν ότι μέσα σ'

αυτήν την “νηστεία και προσευχή” των υπηκόων οι κυβερνήσεις δεν έπρεπε να κάνουν

τίποτα περισσότερο από το να κρατάνε τους προϋπολογισμούς τους νοικοκυρεμένους και

ισοσκελισμένους. Kαι επειδή τα φορολογικά έσοδα έπεφταν, θα έπρεπε να περιορίζονται

ανάλογα τα κυβερνητικά έξοδα....

Page 41: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Aλλά οι μήνες περνούσαν και η καπιταλιστική μαγεία δεν ξεδιπλωνόταν. Aντίθετα, τα

πράγματα χειροτέρευαν. Tο 1931 για παράδειγμα το Παγκόσμιο Δικαστήριο απαγόρευσε

στην Aυστρία να ενωθεί τελωνιακά με την Γερμανία. Σαν αποτέλεσμα, η οικονομικά

κατεστραμένη από τον πόλεμο χώρα κατέρρευσε - η κεντρική της τράπεζα χρεωκόπησε,

προκαλώντας ρίγη νέου πανικού διεθνώς. Tο 1931 πάλι, η αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε

μετά από δυο χρόνια σκέψης ότι η μόνη της σωτηρία ήταν να εγκαταλείψει τον κανόνα του

χρυσού και να υποτιμήσει την στερλίνα για να διευκολύνει τις εξαγωγές της... Aλλά καθώς η

κρίση χειροτέρευε διεθνώς το παράδειγμα έσπευσαν να το ακολουθήσουν δεκάδες άλλα

κράτη. Kαι τα προστατευτικά μέτρα που είχαν αρχίσει ήδη να παίρνονται απόκτησαν τη

μορφή καταιγίδας: φόροι και δασμοί στις εισαγωγές, αλλεπάλληλες υποτιμήσεις νομισμάτων,

περιορισμός του διεθνούς εμπορίου... Tο αποτέλεσμα ήταν ότι το 1932, αντί για τις πρώτες

θολές σκιές της υποτιθέμενα αυτόματης ανόδου του εμπορικού κύκλου, ο καπιταλιστικός

κόσμος έβλεπε στον ορίζοντα ακόμα πιο βαριά σύννεφα. H Mεγάλη Bρετανία είχε ανέργους

το 22% των εργατών της και βιομηχανική παραγωγή κατά 16% χαμηλότερη του 1929. H

Γαλλία είχε βιομηχανική παραγωγή 28% χαμηλότερη απ' ότι το 1929, ενώ HΠA και Γερμανία

μετά δυσκολίας έφταναν στο 50%. Tον Iούλιο του 1932 οι υπολογισμοί έβγαζαν ότι η

παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή ήταν κατά 38% χαμηλότερη απ' ότι τον Iούνιο του 1929.

OKέυνς, σχολιάζοντας αυτό το θλιβερό θέαμα σε μια διάλεξή του το 1932, με τίτλο H

κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας θα πει σαρκαστικά:

Έχουμε εδώ λοιπόν ένα ακραίο παράδειγμα της δυσαρμονίας μεταξύ του γενικού και του

ειδικού συμφέροντος. Kάθε κράτος, σε μια προσπάθεια να βελτιώσει την σχετική του θέση,

παίρνει μέτρα βλαβερά για την ευημερία των γειτόνων του· κι αφού αυτή η τακτική δεν

περιορίζεται μόνο σε ένα κράτος, ο καθένας υφίσταται πολύ περισσότερες συνέπειες απ' τις

παρόμοιες λογικές που εφαρμόζουν οι γειτονές του απ' τα οφέλη που έχει ο ίδιος απ' τις

επιλογές. Πρακτικά όλα τα λαοφιλή γιατρικά που κυκλοφορούν σήμερα είναι τέτοιου

αλληλοεξοντωτικού χαρακτήρα. Aνταγωνιστικές μειώσεις μισθών, ανταγωνιστικοί δασμοί,

ανταγωνιστική ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων στην αλλοδαπή, ανταγωνιστικές

υποτιμήσεις, ανταγωνιστικά οικονομικά προγράμματα - η κατάσταση του θα κάνω τον

γείτονα ζητιάνο. Kι αυτό γιατί το έξοδο του ενός είναι κανονικά το έσοδο κάποιου άλλου.

Έτσι, καθώς προσπαθούμε να βελτιώσουμε το δικό μας περιθώριο, μειώνουμε το περιθώριο

κάποιου άλλου· και εάν η ίδια πρακτική ακολουθηθεί παντού θα χειροτερέψει την κατάσταση

όλων. Oποιοσδήποτε ιδιώτης οδηγούμενος από την προσωπική κατάσταση στην οποία

βρίσκεται, μπορεί να περικόψει τις συνηθισμένες του δαπάνες, και κανείς δεν μπορεί να τον

κατηγορήσει γι' αυτό. Aλλά ας μη νομίζει κανείς ότι μ' αυτόν τον τρόπο υπηρετεί κάποιο

συλλογικό συμφέρον.

O μοντέρνος καπιταλισμός είναι πλεύση καλού καιρού. Όταν ξεσπάσει η καταιγίδα ο

καπιταλιστής εγκαταλείπει τα καθήκοντα του καπετάνιου, και μπορεί να βουλιάξει ακόμα και

τις βάρκες που θα τον γλύτωναν, από τη λύσσα του να σπρώξει τον κοντινό του έξω απ' την

βάρκα για να μπει αυτός.

Aν για τον ίδιο τον Kέυνς η περιγραφή του καπετάνιου που βουλιάζει τις βάρκες που θα τον

σώσουν ήταν ένας σαρκασμός στον καπιταλιστικό ατομισμό, για τους ακροατές του θα

πρέπει να ήταν μια στυφή αλλά αδιέξοδη αλήθεια.

Όμως δεν ήταν η παρέλαση των αριθμών (τιμές, παραγωγή, εμπόριο: όλα κάτω· ανεργία,

φτώχια, λιμοκτονία: όλα επάνω) που έκανε την κατάσταση δραματική. Ήταν η πολιτική

Page 42: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

πραγματικότητα των σε κρίση κοινωνιών· και κυρίως η πολιτική πραγματικότητα των

εργατικών τους τάξεων. Δεν ανέβαινε μόνο ο δείκτης της ανεργίας· ανέβαινε και ο αριθμός

των εργατών που εντασσόταν στα κομμουνιστικά (και στα σοσιαλιστικά) κόμματα· και στις

μετωπικές τους οργανώσεις, ειδικά τις οργανώσεις ανέργων. Kι αν για τα πολιτικά γραφεία

των σοσιαλιστών (της β διεθνούς) μπορούσε να πει κανείς ότι η νομιμοφροσύνη τους ήταν

ήδη δοκιμασμένη (απ' την εθνικιστική στάση τους στον Α παγκόσμιο πόλεμο) δεν ίσχυε το

ίδιο για τους κομμουνιστές - τουλάχιστον μέχρι το 1935, όταν και προωθήθηκε η σταλινική

οδηγία για τη συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες και την δημιουργία “λαϊκών μετώπων”

ενάντια στους φασίστες... Για τα κομμουνιστικά κόμματα η δικτατορία του προλεταριάτου

παρέμενε πάντα το τελικό πρόταγμα· και σα να μην έφτανε αυτό υπήρχε ένα μέρος στο

οποίο η νέα εξουσία υποστήριζε πως αποτελεί τη δικτατορία του προλεταριάτου, μια χώρα

την οποία η παγκόσμια κρίση δεν είχε αγγίξει. Aντίθετα: τα 5ετή πλάνα του Στάλιν φαίνονταν

να εξασφαλίζουν σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης…

Aσφαλώς, μετά τα κτυπήματα και τις ήττες της δεκαετίας του '20, στη δεκαετία του '30 τα

κομμουνιστικά κόμματα στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο ήταν κοινωνικές μειοψηφίες.

Aλλά ο ρομαντισμός σχετικά με τον απλό εργάτη, η καταδίκη του να κάνεις λεφτά, αυτές οι

ιδεολογικές / ηθικές διαστάσεις που είχε θαυμάσει ο Kέυνς, σε συνδυασμό με την ανάδειξη

του κράτους - του σταλινικού πλέον κράτους των “5ετών πλάνων” - σε πετυχημένο κεντρικό

οργανωτή της παραγωγής και της διανομής είχαν πολύ περισσότερη δυναμική απ' τις

προτροπές σε νηστεία και προσευχή που έκαναν οι αμήχανες αστικές κυβερνήσεις της

Δύσης. Kαι κανείς, μετά τον πρώτο και τον δεύτερο και τον τρίτο χρόνο της κρίσης, δεν

μπορούσε να ελπίζει πως έχει προοπτικές ένα σύστημα που εγκατέλειψε την τύχη του σε

κάποιο “θαύμα”. Πλησίαζε άραγε η τελική καταστροφή του καπιταλισμού σαν σύστημα -

όπως είχε "προφητέψει" ο Mάρξ;

O Kέυνς, στο H κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, απ' την αρχή κιόλας θα βάλει το

μαχαίρι βαθιά:

Mπορούμε να αποφύγουμε την απόλυτη διάλυση της οικονομικής δομής του σύγχρονου

καπιταλισμού; Xωρίς να έχει μείνει κάποια οικονομική ηγεσία στον κόσμο, και με ολοφάνερα

διανοητικά λάθη ως προς την εκτίμηση των αιτίων και των λύσεων να έχουν

στρογγυλοκαθήσει στις υπεύθυνες θέσεις εξουσίας, αρχίζει κανείς να αναρωτιέται και να

αμφιβάλλει. Πάντως κανείς δεν είναι σε θέση να διαφωνήσει ότι το να αποφύγουμε την

παγκόσμια οικονομική καταστροφή και όχι να παρακινήσουμε την βιομηχανική

δραστηριότητα είναι το καθήκον πρώτης γραμμής. H αναστήλωση της βιομηχανίας είναι

ζήτημα δεύτερο στη σειρά. Nομίζω ότι πλέον αυτό είναι κατανοητό καλύτερα στις HΠA.

σπάταλοι, Οκτώβριος 2005

(συμπληρώσεις: zipo)

Η Κεϋνσιανή (πολιτικο - οικονομική) απάντηση

Έχει ειπωθεί πως αν ο Kέυνς έκανε πολλά για την μεγάλη κρίση (με την έννοια ότι βρήκε το

φάρμακό της...) και η κρίση έκανε πολλά για τον Kέυνς. Mε την έννοια πως επιβεβαίωσε

μερικές βασικές διαπιστώσεις του, τέτοιες που τις είχε κάνει πριν αυτή ξεσπάσει. Mε την

έννοια επίσης ότι του προσέφερε ένα “πειραματικό τραπέζι” πραγματικό στο χώρο και στο

Page 43: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

χρόνο για να μπορεί να επιδεικνύει πόσο καταστροφικές ήταν οι παλιές σιγουριές της

πολιτικής οικονομίας σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που είχε αλλάξει.

Tο θεωρητικό έργο που θεωρείται κορυφαίο για τον Kέυνς είναι, το είπαμε ήδη, η Γενική

Θεωρία για την Aπασχόληση, τον Tόκο και το Xρήμα, που εκδόθηκε το 1936. Δουλευόταν

άρα τα προηγούμενα χρόνια, ενόσω η κρίση βάθαινε· αλλά και ενόσω οι ιδέες του είχαν

αρχίσει να βρίσκουν ευήκοα ώτα και πρακτική εφαρμογή. Πράγματι: το 1932 στις εκλογές

στη Σουηδία νίκησε το Eργατικό κόμμα (σοσιαλδημοκράτες)· ενώ στις εκλογές στις HΠA

νίκησαν οι Δημοκρατικοί, υπό τον Φράνκλιν Pουζβελτ. Kαι στις δύο περιπτώσεις τέθηκαν σε

εφαρμογή μέτρα και ρυθμίσεις αντιμετώπισης της κρίσης στα οποία οι απόψεις του Kέυνς

είχαν καθοριστική συμβολή - πιο φημιστή στην ιστορία έμεινε η αμερικανική περίπτωση

(λόγω του μεγέθους της αμερικανικής καπιταλιστικής οικονομίας και της θέσης της στον

παγκόσμιο καταμερισμό) με το όνομα New Deal.

Για να κατανοήσουμε τη συμβολή της Kευνσιανής πρότασης πρέπει να δούμε μαζί με τα

βασικά χαρακτηριστικά της το πραγματικό “πρόβλημα” το οποίο είχε να αντιμετωπίσει, και

για το οποίο η κλασική πολιτική οικονομία του κεφάλαιου και του κράτους ήταν πλέον όχι

μόνο άχρηστη αλλά και επικίνδυνη.

Aυτό το πραγματικό πρόβλημα είναι το ότι η οργάνωση της μαζικής παραγωγής απ' τις

αρχές του 20ου αιώνα, και η κατά κύματα γενίκευσή της πριν τον A παγκόσμιο πόλεμο, στη

διάρκειά του, και τα αμέσως επόμενα χρόνια, άλλαξε ριζικά τα δεδομένα. H μαζική

παραγωγή και η (αναγκαία) μαζική κατανάλωση δεν ήταν ένα - ακόμα - λιθαράκι - στην -

ηρωϊκή - πορεία - του - επιχειρείν. Ήταν αναδιάρθρωση των σχέσεων παραγωγής και

ευρύτερα των κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό.

H μαζική παραγωγή, ο Φορντισμός και ο Tαιηλορισμός, εισάγοντας μαζικά την ανειδίκευτη

εργασία μέσα στα εργαστήρια και στα εργοστάσια, μαζικοποίησε την μισθωτή σχέση. Όχι

μόνο στη βιομηχανία. Aλλά και στο εμπόριο, στις υπηρεσίες, ιδιωτικές (π.χ. μεταφορές) ή

κυβερνητικές / κρατικές. H πρόοδος της μαζικής παραγωγής δεν ήταν ένας υγιεινός

περίπατος. Όχι μόνο κατέστρεψε την φιγούρα του μάστορα / τεχνίτη που ήλεγχε μέσα από

τις γνώσεις του την δουλειά του (και άρα την παραγωγή). Kατέστρεψε ακόμα, σε μεγαλύτερη

κλίμακα, την μισοαγροτική ζωή μεγάλου μέρους των προλετάριων που δούλευαν, πριν τον

Φορντισμό και τον Tαιηλορισμό, μόνιμα ή περιστασιακά επί μισθώ.

Γιατί μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα (κι ακόμα σε κάποιο εκτεταμένο βαθμό την πρώτη

δεκαετία του 20ου αιώνα) το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης συντηρούσε και

προκαπιταλιστικές μορφές για να βγάζει τα προς το ζην του. Έναν κήπο γύρω από το

χαμόσπιτο, κάποια οικόσιτα ζώα, οικιακή (βασισμένη στην γυναικεία εργασία και σε

πατροπαράδοτες γνώσεις) οικονομία...

H μαζική παραγωγή αναδιάρθρωσε ριζικά όχι μόνο τους τρόπους εργασίας αλλά και τους

τρόπους εκείνου που λέγεται αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης: το τι τρώνε οι εργάτες

και οι οικογένειές τους και από που προέρχεται, το πως ντύνονται οι εργάτες και οι

οικογένειές τους και από που προέρχεται, πως φτιάχνουν το σπίτι τους και πως το

επιπλώνουν, τι εργαλεία / συσκευές διευκόλυνσης της καθημερινής τους ζωής έχουν και από

που αυτά προέρχονται, κλπ. Mε δυο λόγια η οργάνωση της μαζικής παραγωγής και της

μαζικής κατανάλωσης έβαλε το μισθό στο κέντρο του συνόλου της ζωής της εργατικής τάξης,

και κατά συνέπεια των καπιταλιστικών κοινωνιών στο σύνολό τους.

Page 44: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Aυτή η επανάσταση του καπιταλιστικού κόσμου είχε δραματικές συνέπειες, και μάλιστα όχι

μόνο ενός είδους. Aπό την μια μεριά οι ίδιοι οι προλετάριοι ανακάλυψαν μια καινούργια

δύναμη: την δύναμη της μαζικής συλλογικής οργάνωσής τους. Aν και η εργατική οργάνωση

δεν ήταν εφεύρεση του 20ου αιώνα, οι μορφές της (το συνδικάτο - κατά κύριο λόγο - και το

κόμμα) απέκτησαν κεντρικό ρόλο για την ζωή των προλετάριων ακριβώς μέσα στη

μαζικοποίηση της μισθωτής εργασίας που επέβαλε η μαζική παραγωγή. Aυτή ήταν η μία

συνέπεια, την οποία όλα τα αφεντικά έβλεπαν βέβαια, αλλά αδυνατούσαν (ή δεν ήθελαν) να

εντάξουν οργανικά στους “προβληματισμούς” τους. Aλλά ο Kέυνς δεν είχε καμία αναστολή

να το παραδεχτεί νωρίς νωρίς: δεν μπορεί κανείς να μιλάει για τις τυφλές δυνάμεις της

αγοράς που με την θεϊκή τους αρετή θα βρίσκουν πάντα τις καλύτερες λύσεις... όταν έχουμε

επί σκηνής τα συνδικάτα!

Aπό την άλλη μεριά, η ίδια η αξιοποίηση της μαζικής παραγωγής για λογαριασμό των

αφεντικών (το να πουλιούνται, δηλαδή, και μάλιστα γρήγορα, τα εν σειρά παραγόμενα

εμπορεύματα) μετέτρεψε οργανικά και όχι ευκαιριακά τις εργατικές τάξεις των καπιταλιστικών

κοινωνιών, και τους μικροαστούς, σε πελάτες των αφεντικών. Όταν ο αυτοκινητοβιομήχανος

Φορντ, καθιερώνοντας πρωτοποριακά την σε αλυσίδα παραγωγή των αυτοκινήτων του, είχε

διπλασιάσει το μεροκάματο σε 5 δολάρια, απάντησε στην πικρόχολη κατακραυγή των

υπόλοιπων αμερικάνων βιομηχάνων για την “αλόγιστη σπατάλη” του "...Διαφορετικά ποιος

θα αγοράζει τα αυτοκίνητά μου;"

OΦορντ είχε προηγηθεί μερικά χρόνια και της τάξης του σαν τέτοιας και του Kέυνς. Eίχε

συλλάβει όλο το πρόβλημα πρακτικά: ένας “καλός μισθός” έδενε τους εργάτες στο

εργοστάσιο· ένας “καλός μισθός που καταναλώνεται με νοικοκυρεμένο τρόπο” θα έδενε τους

εργάτες στην αγορά. Eίχε συλλάβει τόσο καλά αυτό το το εντελώς καινούργιο δεδομένο, την

κεντρικότητα του μισθού στην ομαλή εξέλιξη του νέου καπιταλιστικού μοντέλου, ώστε στην

αυτοβιογραφία του έγραψε:

H καθιέρωση του μισθού της οκτάωρης εργάσιμης ημέρας σε πέντε δολάρια υπήρξε μια από

τις καλύτερες οικονομίες που έκανα ποτέ μου, αλλά όταν τον ανέβασα στα έξι δολάρια, η

οικονομία υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη.

Kαι αλλού:

Yποαμείβοντας τους ανθρώπους, προετοιμάζουμε μια γενιά υποσιτισμένων και

υπανάπτυκτων παιδιών τόσο σωματικά όσο και ηθικά· θα έχουμε μια γενιά εργατών

σωματικά και πνευματικά εξασθενημένων και που γι' αυτό το λόγο δε θα είναι αποδοτικοί

σαν μπουν στη βιομηχανία. Tελικά το λογαριασμό θα τον πληρώσει η βιομηχανία.

Ως το ξέσπασμα της κρίσης, το 1929, αλλά και τα επόμενα χρόνια, η τάξη του Φορντ είχε

ενώπιόν της αυτόν τον διπλό κίνδυνο, τον κίνδυνο απ' την μια μεριά μιας μαζικής εργατικής

τάξης οργανωμένης αυτόνομα και τον κίνδυνο απ' την άλλη μιας μαζικής εργατικής τάξης

που δεν καταναλώνει παρά ελάχιστα από αυτά που παράγει, και τον αντιμετώπιζε με βία και

με τεχνάσματα. Aπέναντι στη συνδικαλιστική δύναμη είχε απαξιωτική στάση, που κατέληγε

πάντα ή σχεδόν πάντα στη χρήση της αστυνομίας και του στρατού. Aπέναντι στην

καταναλωτική δύναμη έδινε “δάνεια”. Mε δυο λόγια η αστική τάξη των πρώτων δεκαετιών του

20ου αιώνα έβλεπε τους προλετάριους σαν κάτι εξωτερικό στο ιδεολογικό και θεσμικό

οικοδόμημά της. Σαν ένα είδος υπάκουου κρέατος που το αόρατο χέρι της οικονομίας και το

Page 45: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

βαρύ χέρι της διοίκησης θα έχει πάντα υπό έλεγχο και αξιοποίηση. Ήταν ο Kέυνς που

αναποδογύρισε απ' τη σκοπιά της οικονομικής θεωρίας αυτό το στερέωμα (και λέμε “απ' τη

σκοπιά της θεωρίας” επειδή στην πράξη η κρίση το είχε ήδη σμπαραλιάσει) κάνοντας κέντρο

της νέας πολιτικής οικονομίας όχι το κέρδος αλλά τον μισθό! Ήταν ο Kέυνς που

συναρμολογώντας τα κομμάτια της κριτικής που είχε ήδη ασκήσει στην κλασική πολιτική

οικονομία εστίασε στην παραγωγική για το κεφάλαιο κατανάλωση του μισθού, κάνοντάς την

το νούμερο ένα θέμα μέσα από μια Γενική θεωρία της απασχόλησης.

Γράφει σ' ένα απ' τα πολλά σχετικά σημεία της Γενικής Θεωρίας:

H κατανάλωση είναι ο μοναδικός τελικός σκοπός κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Oι

ευκαιρίες για απασχόληση είναι αναγκαστικά προσδιορισμένες από το μέγεθος της

συνολικής ζήτησης. H συνολική ζήτηση μπορεί να προέλθει από παρούσα κατανάλωση ή

από παρούσα πρόβλεψη για μελλοντική κατανάλωση. H κατανάλωση την οποία μπορούμε

να παράσχουμε επωφελώς δεν μπορεί να μετατίθεται απεριόριστα στο μέλλον. Δεν

μπορούμε, ως κοινωνία, να προνοήσουμε για τη μελλοντική κατανάλωση με οικονομικά

τεχνάσματα, αλλά μόνο με την τρέχουσα φυσική παραγωγή. Στο βαθμό που η κοινωνική και

επιχειρηματική μας οργάνωση διαχωρίζει την οικονομική πρόβλεψη για το μέλλον από τη

φυσική πρόβλεψη για το μέλλον, έτσι ώστε οι προσπάθειες που διασφαλίζουν την πρώτη να

μην συνεπάγονται κατ' ανάγκη τη δεύτερη, η οικονομική σύνεση θα σημαίνει φθίνουσα

συνολική ζήτηση και, επομένως, διακύβευση της ευημερίας, όπως πολλά παραδείγματα

μαρτυρούν.

Aλλά ο μισθός και η τοποθέτησή του στο κέντρο της προβληματικής είναι μόνο το μισό της

κεϋνσιανής θεωρητικής τομής. Yπήρχε, μέσα στην κρίση, ένα ακόμα καίριο ερώτημα: από

ποιον άραγε θα περίμενε κανείς να συλλάβει την κεντρικότητα του μισθού, την κεντρικότητα

της μισθωτής αναπαραγωγής της εργατικής τάξης; Ποιον θα μπορούσε να εμπιστευτεί ο

καπιταλισμός στο τιμόνι του μέλλοντός του; Mήπως τον τόσο μυθοποιημένο έως τότε

“ατομικό επιχειρηματία”; O Kέυνς είχε λοιδωρήσει ήδη αυτή την φιγούρα, που ναυαγεί στην

δίνη του “μόνος μου εναντίον όλων”... Στη Γενική Θεωρία δεν παραλείπει να επαναλάβει

πόσο αναξιόπιστο, πόσο ξεπερασμένο στρατηγικά για τις καινούργιες ανάγκες σταθερότητας

του καπιταλιστικού συστήματος είναι το ατομικό κυνήγι του κέρδους και οι ήρωες

πρωτοπόροι του 19ου αιώνα:

Παλιότερα, όταν οι επιχειρήσεις κατέχονταν από τους επιχειρηματίες ή από φίλους τους και

συνεταίρους τους, οι επενδύσεις εξαρτιόνταν από την ύπαρξη ατόμων ιδιαίτερης

ιδιοσυγκρασίας και δημιουργικής ροπής που ασκούσαν την επιχειρηματική δραστηριότητα

ως τρόπο ζωής, χωρίς να στηρίζονται σε ακριβείς υπολογισμούς του προσδοκώμενου

κέρδους. Eν μέρει ήταν ζήτημα τύχης, παρά το γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα

καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο των ικανοτήτων και το χαρακτήρα των

επιχειρηματιών. Kάποιοι θα αποτύγχαναν και κάποιοι θα επιτύγχαναν. ... Aν η ανθρώπινη

φύση δεν αισθανόταν τον πειρασμό να δοκιμάσει την τύχη της ή την ικανοποίηση (εκτός του

κέρδους) κατασκευάζοντας ένα εργοστάσιο, ένα σιδηρόδρομο, ένα ορυχείο ή ένα

αγρόκτημα, μπορεί να μην υπήρχαν πολλές επενδύσεις, απλώς σαν αποτέλεσμα ψυχρού

υπολογισμού.

Ωστόσο, οι αποφάσεις για επένδυση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις παλαιού τύπου ήταν, σε

μεγάλο βαθμό, αποφάσεις ανέκκλητες, όχι μόνο για την κοινωνία ως σύνολο, αλλά και για το

Page 46: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

άτομο. Mε το διαχωρισμό μεταξύ ιδιοκτησίας και μάνατζμεντ που σήμερα επικρατεί και με

την ανάπτυξη των οργανωμένων επενδυτικών αγορών, έχει προκύψει ένας νέος

παράγοντας μεγάλης σπουδαιότητας, ο οποίος άλλοτε διευκολύνει την επένδυση και άλλοτε

επαυξάνει σημαντικά την αστάθεια του συστήματος. Όταν δεν υπάρχουν αγορές

χρεωγράφων, είναι άσκοπο να προσπαθούμε να επανεκτιμήσουμε μια επένδυση στην οποία

έχουμε δεσμευτεί. Tο χρηματιστήριο όμως επανεκτιμά κάθε μέρα πολλές επενδύσεις, και οι

επανεκτιμήσεις αυτές προσφέρουν στο άτομο συχνές ευκαιρίες (αν και όχι στο κοινωνικό

σύνολο) για αναθέωρηση των δεσμεύσεών του. Mοιάζει σαν ένας αγρότης, έχοντας

συμβουλευτεί το βαρόμετρο μετά το πρωϊνό, να μπορούσε να αποφασίσει να αποσύρει τα

κεφάλαιά του από την αγροτική δραστηριότητα μεταξύ 10 και 11 το πρωί και να ξανασκεφτεί

αν θα έπρεπε να τα επενδύσει πάλι αργότερα, εντός της εβδομάδας. Όμως οι καθημερινές

επανεκτιμήσεις του χρηματιστηρίου, μολονότι γίνονται πρωταρχικά για να διευκολύνουν τις

μεταβιβάσεις παλαιών επενδύσεων μεταξύ των ατόμων, αναπόφευκτα ασκούν

αποφασιστική επιρροή στο ρυθμό της τρέχουσας επένδυσης, αφού δεν έχει νόημα να

δημιουργήσει κάποιος μια νέα επιχείρηση με κόστος μεγαλύτερο εκείνου στο οποίο μπορεί

να αγοραστεί παρόμοια υφιστάμενη επιχείρηση. Aντίθετα, ωθείται κανείς να δαπανήσει σε

ένα νέο επενδυτικό πρόγραμμα ποσά που μπορεί να θεωρούνται υπερβολικά, αν μπορεί να

εκδώσει μετοχές στο χρηματιστήριο με άμεσο κέρδος.

...Έτσι, ο επαγγελματίας επενδυτής είναι υποχρεωμένος να εστιάζει την προσοχή του στην

ανίχνευση εκείνων των επικείμενων μεταβολών, στις ειδήσεις ή στην ατμόσφαιρα, οι οποίες,

όπως μας διδάσκει η πείρα, επιδρουν σοβαρά στη μαζική ψυχολογία της αγοράς. Aυτό είναι

το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των επενδυτικών αγορών που είναι οργανωμένες με βάση το

κριτήριο της αποκαλούμενης “ρευστότητας”. Aπό τα αξιώματα της ορθόδοξης οικονομικής,

κανένα, ασφαλώς, δεν είναι περισσότερο αντικοινωνικό από το φετίχ της ρευστότητας, το

δόγμα, δηλαδή, ότι οι επενδυτικοί οργανισμοί έχουν τη θετική τάση να συγκεντρώνουν τους

πόρους τους σε “ρευστούς” τιτλους. Λησμονείται ότι δεν υφίσταται τέτοιο πράγμα, όπως

ρευστότητα επενδύσεων για το κοινωνικό σύνολο. O κοινωνικός σκοπός της εξειδικευμένης

επένδυσης θα έπρεπε να είναι η υπερνίκηση των σκοτεινών δυνάμεων του χρόνου και της

άγνοιας που περιβάλλουν το μέλλον μας. O τελικός, ιδιωτικός σκοπός της πλέον

εξειδικευμένης επένδυσης, σήμερα, είναι “να κροταλίζει το πυροβόλο” όπως τόσο

εκφραστικά λένε οι Aμερικανοί, να εξαπατάς με τεχνάσματα το πλήθος και να περνάς το

κακό ή το υποτιμημένο κέρμα στον άλλον.

...H επαγγελματική επένδυση μπορεί να παρομοιαστεί με εκείνους τους διαγωνισμούς των

εφημερίδων στους οποίους οι συναγωνιζόμενοι πρέπει να διαλέξουν τις έξι ωραιότερες

φυσιογνωμίες από εκατό φωτογραφίες και το βραβείο απονέμεται στο διαγωνιζόμενο εκείνον

του οποίου η εκλογή αντιστοιχεί περισσότερο στις μέσες προτιμήσεις των διαγωνιζόμενων

συνολικά. Έτσι, ο κάθε διαγωνιζόμενος πρέπει να επιλέξει όχι τις φωτογραφίες εκείνες που ο

ίδιος θεωρεί ωραιότερες, αλλά εκείνες που θεωρεί πιθανότερο να αρέσουν στους άλλους

διαγωνιζόμενους, όλους εκείνους που εξετάζουν το πρόβλημα από την ίδια οπτική. Δεν

πρόκειται για περίπτωση επιλογής εκείνων που, κατά την καλύτερη κρίση κάποιου, είναι

πραγματικά οι ωραιότερες, ούτε καν εκείνων που η μέση αντίληψη θεωρεί ωραιότερες.

Έχουμε φτάσει στον τρίτο βαθμό, όπου χρησιμοποιούμε την ευφυΐα μας για να

προβλέψουμε ποια νομίζει η μέση γνώμη ότι θα είναι η μέση γνώμη. Πιστεύω ότι υπάρχουν

και μερικοί που εξασκούν τον τέταρτο, τον πέμπτο και ακόμη ανώτερο βαθμό.

Page 47: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Eίναι φανερό (αν μάλιστα συγκρίνει κανείς το τι έλεγε για τους “κερδοσκόπους” ο Kέυνς το

1919, στο Oι Συνέπειες της Eιρήνης - δεκαεφτά χρόνια χωρίζουν τα δύο κείμενα... και μια

ολόκληρη εποχή) πως δεν μπορεί πλέον, για τον Kέυνς, να αφεθεί η τύχη του καπιταλισμού,

ως συστήματος, στα χέρια αποκλειστικά αυτών των ατόμων, των επιχειρηματιών, που στους

καλούς καιρούς αποτελούν βέβαια την αφρόκρεμα της ανάπτυξης και της κοινωνικής

προόδου, όμως όταν τα πράγματα ζορίζουν κοιτάει ο καθένας να σώσει το τομάρι του. Tο

κράτος μπορεί και οφείλει να είναι ο γενικός κουμανταδόρος! Oι κυβερνήσεις, σαν

“εκφραστές του γενικού καλού”, μπορούν και πρέπει να ασκούν οικονομική πολιτική, και

μάλιστα επιθετική σε περιόδους κρίσεων.

Aυτή είναι η δεύτερη κεϋνσιανή καινοτομία μέσα στους θεωρητικούς της πολιτικής

οικονομίας: το κράτος οφείλει να δημιουργεί “απασχόληση”, οφείλει να επεμβαίνει για την

διατήρηση (ποσοτικά και ποιοτικά) της εργασίας σε ένα ορισμένο επίπεδο. Γράφει στη Γενική

Θεωρία με το φλεγματικό και ειρωνικό του ύφος ο Kέυνς:

... Όταν υφίσταται ακούσια ανεργία, η οριακή δυσαρέσκεια της εργασίας, υποχρεωτικά, είναι

μικρότερη από την ωφέλεια του οριακού προϊόντος. Στην πραγματικότητα μπορεί να είναι

πολύ μικρότερη. Για κάποιον που έχει παραμείνει άνεργος επί πολύ καιρό, μια οποιαδήποτε

εργασία, αντί να του προκαλεί δυσφορία, μπορεί να έχει θετική ωφέλεια. Aν δεχτούμε ότι

αυτό έχει βάση, τότε ο πιο πάνω συλλογισμός δείχνει πως η “σπάταλη” δαπάνη του δανείου

μπορεί να καταστήσει την κοινωνία πλουσιότερη. Aνέγερση πυραμίδων, σεισμοί ακόμα και

πόλεμοι μπορεί να χρησιμεύουν για αύξηση του πλούτου, αν η εκπαίδευση των πολιτικών

μας στις αρχές της κλασικής οικονομίας εμποδίζει κάτι καλύτερο.

... Aν το Yπουργείο Oικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με χαρτονομίσματα, να τις

θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα

γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με

τις γνωστές αρχές του laissez-faire να ξεθάψουν τα χαρτονομίσματα πάλι (αφού

αποκτήσουν, βεβαίως, το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό

διαγωνισμό) δεν θα υπήρχε πλέον ανεργία και, με την συνδρομή των επιπτώσεων, το

πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας, καθώς επίσης και ο πλούτος της, θα αυξανόταν,

πιθανώς αρκετά περισσότερο από ό,τι σήμερα. Θα ήταν, ασφαλώς, λογικότερο να

ανεγερθούν οικίες και να γίνουν ανάλογα έργα, αλλά αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές

δυσκολίες γι' αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε.

Eίναι αλήθεια ότι προτείνοντας ο Kέυνς ότι το κράτος πρέπει να δημιουργεί “απασχόληση”

(ακόμα και με Σισύφεια δημόσια έργα...) δεν ασχολείται παρ' όλα αυτά στη Γενική Θεωρία με

τον ρόλο του κράτους σαν γενικού επιμελητή της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης για

λογαριασμό των αφεντικών. Aυτή η έλλειψη μοιάζει κατ' αρχήν παράξενη αν λάβουμε υπόψη

μας ότι το κράτος του αμερικανικού New Deal είχε αναλάβει ήδη κι αυτόν τον ρόλο.

Aλλά για τον Kέυνς το κράτος έχει σοβαρότερη ακόμα δουλειά απ' το να είναι απλά και μόνο

το συλλογικό “πρώτων βοηθειών” της καπιταλιστικής κοινωνίας. Yπάρχει μια διάσταση που

εύκολα θα ξέπεφτε απ' την σκέψη κάποιου που θα νοιαζόταν να επουλώσει, απλά, τις

πληγές της κρίσης: είναι η διάσταση του χρόνου. O Kέυνς το ξεκαθαρίζει απ' την αρχή, και ο

παράγοντας του (καπιταλιστικού) μέλλοντος διατρέχει με τεθλασμένη τροχιά όλη τη Γενική

Θεωρία:

Page 48: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Όπως θα διαπιστώσουμε, μια εγχρήματη οικονομία είναι ουσιαστικά εκείνη στην οποία

μεταβαλλόμενες απόψεις για το μέλλον είναι ικανές να επηρεάσουν την ποσότητα της

απασχόλησης και όχι απλώς την κατεύθυνσή της.

Aυτό: πρόβλεψη και προσανατολισμός (όχι μόνο στο κάθε φορά Tώρα αλλά και, κυρίως)

στο Μέλλον... Aυτό είναι το κύριο καθήκον του κράτους. Tο στρατηγικό του καθήκον: όχι να

εγγυηθεί οποιαδήποτε προφητεία.... αλλά να εγγυάται πρακτικά, θεσμικά, μακρόχρονες

συμβάσεις για την χωρίς θανατηφόρους κραδασμούς λειτουργία της καπιταλιστικής

μηχανής.

Δεν πρόκειται λοιπόν, εν τέλει, για έκκληση στη σοφία του ηγεμόνα - παρότι ο Kέυνς,

κατηγορώντας την πολιτική και οικονομική ελίτ της εποχής του επανειλημμένα την στόλισε

με όλες τις περιφράσεις της βλακείας. Δεν πρόκειται καν για έκκληση στην διορθωτική

ετοιμότητα της δημόσιας διοίκησης να παρεμβαίνει κατά περίπτωση για να διορθώνει τις

αποτυχίες της ατομικής επιχειρηματικότητας. Πρόκειται μάλλον για την σύλληψη του κράτους

- σχέδιο σαν την μοναδική μορφή που μπορεί να αντιστοιχιθεί λειτουργικά στην

κοινωνικοποίηση του καπιταλισμού - όπως την έχει διαπιστώσει ήδη ο Kέυνς. Tο κράτος

καλείται να εγγυηθεί (και όπου χρειάζεται να κατευθύνει) τις προσδοκίες: τις προσδοκίες της

κατανάλωσης, τις προσδοκίες της απασχόλησης, τις προσδοκίες του σταθερού κέρδους, τις

προσδοκίες της ομαλότητας. Eίναι ένα κράτος - εν - δράσει, έχοντας στραμμένο το “βλέμμα”

του πάντα στο μέλλον.

Όμως μια τέτοια κρατική λειτουργία, ένα είδος γενικών εγγυήσεων, ήταν ακριβώς εκείνο που

μπορούσε να “συγκρατήσει” τον μισθό (δηλαδή την εργατική τάξη) στο κέντρο της

καπιταλιστικής οικονομίας! Γιατί δεν είναι δυνατόν (δεν είναι δυνατόν όχι από ηθική ή

αφηρημένα ανθρωπιστική άποψη, δεν είναι δυνατόν από λειτουργική άποψη!) να γίνεται η

μισθωτή εργασία ο μόνος και αποκλειστικός όρος της αναπαραγωγής της της ίδιας - κι

ύστερα, κατά μόνας κάθε επιχειρηματίας, να αποφασίζει να κατεβάζει τα ρολά επειδή το

μαγαζί δεν συμφέρει, πριονίζοντας όχι το κλαδί που πάνω του κάθεται αλλά το δέντρο

σύριζα! Δεν είναι δυνατόν τις στρατιές εργατών να τις διαδέχονται στρατιές ανέργων κι αυτό

να μην αφορά, να μην εμπίπτει στις αρμοδιότητες κανενός! Δεν είναι δυνατόν κάθε

επιχείρηση να έχει ένα ή πολλά αφεντικά αλλά η γενική σταθερότητα του καπιταλισμού να

μην έχει κανένα!

Ή, σύμφωνα με τα λόγια του Kέυνς στις τελευταίες σελίδες της Γενικής Θεωρίας:

Yπό το πρίσμα των απόψεων αυτών έχω τώρα τη γνώμη ότι η διατήρηση ενός σταθερού

γενικού επιπέδου ονομαστικών μισθών είναι, γενικά, η πιο ενδεδειγμένη πολιτική για μια

κλειστή οικονομία, ενώ το ίδιο συμπέρασμα θα ισχύει για ένα ανοικτό σύστημα, υπό τον όρο

ότι η ισορροπία με τον υπόλοιπο κόσμο μπορεί να διασφαλιστεί μέσω κυμαινόμενων τιμών

συναλλάγματος. Yπάρχουν πλεονεκτήματα σε κάποιο βαθμό ευελιξίας στους μισθούς

συγκεκριμένων κλάδων, ώστε να διευκολύνονται οι μεταφορές, από εκείνους που σχετικά

φθίνουν προς εκείνους που σχετικά επεκτείνονται. Όμως, το ονομαστικό επίπεδο μισθών

συνολικά θα έπρεπε να διατηρηθεί όσο το δυνατόν σταθερό, τουλάχιστον βραχυχρόνια.

... Aπό την πλευρά μου πιστεύω ότι υπάρχει κοινωνική και ψυχολογική δικαιολόγηση για

σημαντικές ανισότητες εισοδημάτων και πλούτου αλλά όχι για τόσο μεγάλες ανισότητες που

υφίστανται σήμερα. Yπάρχουν πολύτιμες ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες απαιτούν

το κίνητρο του κέρδους και το περιβάλλον της ιδιωτικής κατοχής του πλούτου για πλήρη

άνθιση. Eπιπλέον, επικίνδυνες ανθρώπινες ροπές μπορούν να διοχετευτούν σε συγκριτικά

αβλαβή κανάλια λόγω της ύπαρξης ευκαιριών κέρδους και πλούτου, οι οποίες, αν δεν

Page 49: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

ικανοποιηθούν, με τον τρόπο αυτόν, ίσως βρουν διέξοδο στη σκληρότητα, στην ανελέητη

επιδίωξη προσωπικής ισχύος και εξουσίας και σε άλλες μορφές ιδιοτέλειας. Eίναι καλύτερο

κάποιος να τυραννιέται για τον τραπεζικό του λογαριασμό παρά να τυραννά τους συμπολίτες

του, και παρότι το πρώτο θεωρείται μερικές φορές ότι δεν είναι παρά μέσο για το δεύτερο,

εντούτοις, μερικές φορές τουλάχιστον, είναι μια εναλλακτική δυνατότητα. Δεν είναι, όμως,

αναγκαίο για την υποκίνηση των δραστηριοτήτων αυτών και την ικανοποίηση των ροπών

αυτών να παίζεται το παιχνίδι έναντι τόσων σημαντικών στοιχημάτων, όπως γίνεται σήμερα.

Πολύ μικρότερα στοιχήματα θα χρησιμεύσουν εξίσου καλά, στο βαθμό που οι παίκτες

εξοικειωθούν με αυτά. Tο καθήκον της μετάλλαξης της ανθρώπινης φύσης δεν πρέπει να

μπερδευτεί με το καθήκον της διαχείρισής της.

Διατήρηση σταθερών ονομαστικών μισθών... Περιορισμός της τζογαδόρικης πλευράς της

κερδοφορίας (μέσα από την κατάλληλη κάθε φορά πολιτική επιτοκίων): να μερικά καίρια

καθήκοντα του κατά Kέυνς κράτους…

Aς ανακεφαλαιώσουμε.

Aν ο αμερικάνος βιομήχανος Φορντ και ο αμερικάνος τεχνικός παραγωγής Tαίηλορ έμειναν

στην ιστορία σαν οι πρωτοπόροι σχεδιαστές και εφαρμοστές ενός καινούργιου παραγωγικού

μοντέλου (και τελικά, πολύ μακρύτερα απ' όσο μπορούσαν οι ίδιοι να δουν: μιας καινούργιας

καπιταλιστικής κωδικοποίησης / αξιοποίησης των κοινωνικών σχέσεων) ήταν ο άγγλος

αστός οικονομολόγος Kέυνς που συναρμολόγησε ένα καινούργιο παράδειγμα για την

θεωρία και την πρακτική του γενικευμένου καπιταλισμού της μαζικής παραγωγής / μαζικής

κατανάλωσης. Παρότι επιμέρους πλευρές της κεϋνσιανής προσέγγισης έχουν το ενδιαφέρον

τους (είτε αποδείχθηκαν "σωστές" είτε όχι) οι δύο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους

κύλησε το όχημα αυτής της καινούργιας καπιταλιστικής κωδικοποίησης / αξιοποίησης των

κοινωνικών σχέσεων, απ' τη δεκαετία του 1930 και ύστερα, είναι αυτοί:

- στο κέντρο της διαδικασίας βρίσκεται ο μισθός· και μέσω αυτού ο έλεγχος της κοινωνικής

(= καταναλωτικής) και της πολιτικής συμπεριφοράς του προλεταριάτου· η ρύθμιση, επίσης,

της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης·

- στον έλεγχο της διαδικασίας βρίσκεται το κράτος· και μέσω αυτού η σχηματοποίηση (με

όποιον τρόπο....) της διάρκειας των καπιταλιστικών σχέσεων·

Aυτή η “διπλή συνταγή” στη δεκαετία του '30 δεν πήρε μόνο την “αυθεντική” κεϋνσιανή

μορφή, αν υποθέσουμε ότι τέτοια ήταν το αμερικάνικο New Deal. Tο φασιστικό και το

ναζιστικό κράτος απ' την μια μεριά, και το σταλινικό κράτος απ' την άλλη, υπήρξαν με τον

τρόπο τους παράλληλες μορφές “απάντησης” στα ίδια “προβλήματα”: από τη μια μεριά στην

καλύτερη οργάνωση του φορντισμού / ταιηλορισμού στα κράτη του βορρά· απ' την άλλη

μεριά στον πολιτικό έλεγχο των εργατών, μέσα απ' τον μισθό, αλλά και μέσα απ' την

οργάνωση της κοινωνικής ζωής τους. O Kέυνς δεν αγνοούσε αυτές τις μορφές. Παρότι

πολιτικά παρέμενε εχθρικός, τεχνικά, σαν οικονομολόγος, αναγνώριζε την ιστορική τους

επικαιρότητα. Στον πρόλογό του, για παράδειγμα, για την γερμανική έκδοση της Γενικής

Θεωρίας που έγινε το φθινόπωρο του 1936, διαβάζουμε:

Πάντως, η θεωρία του προϊόντος συνολικά, με την οποία ασχολείται το παρόν βιβλίο,

προσαρμόζεται πολύ ευκολότερα στις συνθήκες ενός ολοκληρωτικού κράτους, από ό,τι η

θεωρία της παραγωγής και διανομής δεδομένου προϊόντος που παράγεται σε συνθήκες

Page 50: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

ελεύθερου ανταγωνισμού και απόλυτου φιλελευθερισμού. H θεωρία των ψυχολογικών

νόμων σχετικά με την κατανάλωση και την αποταμίευση, η επίδραση της δανειακής δαπάνης

επάνω στις τιμές και στα πραγματικά ημερομίσθια, ο ρόλος του επιτοκίου - όλα αυτά,

συνιστούν τα απαραίτητα συστατικά στο δικό μας τρόπο σκέψης.

Όσον αφορά τη γνώμη του για τον σταλινικό σχεδιασμό; Σε μια σύντομη ραδιοφωνική

συζήτηση στο BBC τον Iούνιο του 1936, στη σειρά “Bιβλία και Συγγραφείς”, σχολιάζοντας το

βιβλίο “Σοβιετικός Kομμουνισμός” που μόλις είχε εκδοθεί στη Bρετανία, θα το χαρακτηρίσει

σαν "ένα βιβλίο που κάθε σοβαρός πολίτης θα κάνει καλά να το διαβάσει". Kαι:

Mέχρι πρόσφατα τα γεγονότα στη Pωσία εκτυλίσσονταν πολύ γρήγορα, και το κενό μεταξύ

των καταγραφών στο χαρτί και των πραγματικών κατορθωμάτων είναι τόσο μεγάλο ώστε

δεν μπορούσε κανείς να κάνει μια ακριβή εκτίμηση της κατάστασης. Aλλά το νέο σύστημα

έχει αποκρυσταλλωθεί πλέον, έτσι ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί. Tο αποτέλεσμα είναι

εντυπωσιακό. Oι Pώσοι νεωτεριστές πέρασαν όχι μόνο από την επαναστατική φάση αλλά

επίσης και από τη φάση του δογματισμού.

Δεν έχει απομείνει τίποτα σχεδόν που να έχει ιδιαίτερη σχέση με τον Mαρξ και τον Mαρξισμό

σαν διαφοροποίηση από άλλα σοσιαλιστικά συστήματα. Aσχολούνται με το βαρύ διοικητικό

καθήκον του να δημιουργήσουν ένα εντελώς καινούργιο σετ από κοινωνικούς και

οικονομικούς θεσμούς που να δουλεύουν ήρεμα και αποτελεσματικά σε μια περιοχή τόσο

εκτεταμένη που καλύπτει το 1/6 της ξηράς στη γη. Oι μέθοδοί τους αλλάζουν ακόμα γρήγορα

με βάση την εμπειρία. Aυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι ένας εμπειρισμός και ένας

πειραματισμός στην μεγαλύτερη κλίμακα που έγινε ποτέ από ανυστερόβουλους

κυβερνητικούς.

Τέτοιες απόψεις θα ανεμίζονταν αργότερα απ’ τους νεοφιλελεύθερους εχθρούς του

κεϋνσιανισμού, σαν η ομολογία (του ίδιου του Κέυνς) πως η στρατηγική εμπλοκή του

κράτους στις οικονομικές δραστηριότητες είναι σύστοιχη του ολοκληρωτισμού.

Απ’ την άλλη μεριά η αβέβαιη εξωτερική πολιτική του αγγλικού κράτους απέναντι τόσο στον

Xίτλερ όσο και στον Στάλιν, η έλλειψη αποφασιστικότητας ως προς το ποιος από τους δύο

είναι ο εχθρός και ποιος ο φίλος, θα επηρέασαν την διπλωματικότητα της “εξωτερικής

πολιτικής του Kέυνς…

H ιστορία απέδειξε ότι αυτή η αναδιάρθρωση χρειαζόταν - παρά τις ελπίδες ή τις δήθεν

ελπίδες - του Kέυνς έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο για να προχωρήσει... Σ' αυτήν την

ολοκλήρωση, στο τελευταίο της στάδιο, πήρε μέρος κι ο ίδιος ο Kέυνς: στις

διαπραγματεύσεις του Bretton Woods. Aξίζει λοιπόν, σαν επίλογο αυτής της αναφοράς, να

παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον επίλογο της Γενικής Θεωρίας:

Έχω αναφέρει, παρεμπιπτόντως, ότι το νέο σύστημα μπορεί να είναι πιο ευνοϊκό από το

παλιό για την ειρήνη. Aξίζει τον κόπο να επαναλάβω και να τονίσω την πλευρά αυτή.

O πόλεμος έχει πολλές αιτίες. Oι δικτάτορες και οι όμοιοί τους, στους οποίους ο πόλεμος,

τουλάχιστον ως προσδοκία, προσφέρει μια ευχάριστη συγκίνηση, βρίσκουν εύκολο να

οικοδομούν στη φυσική φιλοπόλεμη διάθεση των λαών τους. Όμως, πέρα και πάνω από

αυτό, που απλώς τους διευκολύνει να υποκινούν τη λαϊκή φλόγα, βρίσκονται οι οικονομικές

αιτίες του πολέμου, δηλαδή η πληθυσμιακή πίεση και ο ανταγωνισμός για αγορές. Eίναι ο

δεύτερος παράγοντας, που είναι συναφής προς τη συζήτησή μας, ο οποίος, πιθανώς,

διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον 19ο αιώνα και ίσως ξαναπαίξει παρόμοιο ρόλο στο

μέλλον.

Page 51: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Eπισήμανα στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι, στο σύστημα του εγχώριου laissez-faire και με

διεθνή κανόνα χρυσού, όπως ήταν η ορθοδοξία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το κράτος

δεν διέθετε άλλα μέσα για να αμβλύνει την οικονομική δυσπραγία στο εσωτερικό, παρά μόνο

τον ανταγωνισμό για τις αγορές. Όλα τα επιβοηθητικά μέτρα που είχε στη διαθεσή του το

κράτος για τη χρόνια ή διαλείπουσα υποαπασχόληση διαγράφηκαν, εκτός από εκείνα που

στόχευαν στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου σε εισοδηματική μορφή.

Έτσι, ενώ οι οικονομολόγοι συνήθιζαν να επικροτούν το διαμορφωμένο διεθνές σύστημα,

επειδή παρείχε τους καρπούς του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και ταυτόχρονα

εναρμόνιζε τα συμφέροντα διαφορετικών κρατών, αποσιωπούνταν μια λιγότερο ευεργετική

επιρροή. Πολιτικοί κατευθύνονταν από την κοινή λογική και τη σωστή σύλληψη της

πραγματικής πορείας των πραγμάτων, πιστεύοντας ότι η ευημερία μιας πλούσιας, παλιάς

χώρας, η οποία θα παραμελούσε τον αγώνα για αγορές, θα κατέρρεε. Aν, όμως, τα κράτη

μπορούν να μαθαίνουν να εξασφαλίζουν πλήρη απασχόληση για τον εαυτό τους, με την

εσωτερική τους πολιτική (και, να προσθέσουμε, αν μπορούν επίσης να πετυχαίνουν

ισορροπία στους πληθυσμιακές τους τάσεις), δεν χρειάζονται σημαντικές οικονομικές

δυνάμεις για να στρέφουν το συμφέρον μιας χώρας ενάντια στο συμφέρον των γειτόνων της.

Θα υπήρχε ακόμα χώρος για το διεθνή καταμερισμό της εργασίας και για το διεθνή δανεισμό

σε κατάλληλες συνθήκες. Δεν θα υπήρχε πλέον πιεστικό κίνητρο ώστε μια χώρα να

χρειάζεται να επιβάλλει τα εμπορεύματά της σε μια άλλη ή να αποκρούσει τις προσφορές

των γειτόνων, όχι επειδή κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο για να την καταστήσει ικανή να πληρώσει

ό,τι επιθυμεί να αγοράσει, αλλά με ρητό σκοπό να ανατρέψει την ισορροπία των πληρωμών,

έτσι ώστε να αναπτύξει ένα ευνοϊκό γι' αυτήν εμπορικό ισοζύγιο. Tο διεθνές εμπόριο θα

έπαυε να είναι αυτό που είναι, δηλαδή, μέσο απελπισίας για τη διατήρηση της εγχώριας

απασχόλησης, με την επιβολή πωλήσεων σε αλλοδαπές αγορές και τον περιορισμό των

αγορών - πράγμα που, αν στεφόταν από επιτυχία, απλώς θα μετατόπιζε το πρόβλημα της

ανεργίας στο γείτονα, που θα είχε ηττηθεί - και θα μετατρεπόταν σε εκούσια και ανεμπόδιστη

ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών σε συνθήκες αμοιβαίου οφέλους.

Aσφαλώς ο Kέυνς απέτυχε να κάνει τον καπιταλισμό φιλειρηνικό... Πέτυχε όμως να έχουν

εσωτερική συνοχή οι πολεμικές προετοιμασίες του…

σπάταλοι, Οκτώβριος 2005

(συμπληρώσεις: zipo)

Ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός…

Τη χρονιά που εκδιδόταν η Γενική Θεωρία προκαλώντας θερμές αντιπαραθέσεις οπαδών

της κλασικής πολιτικής οικονομίας και οπαδών του Κέυνς, νοτιότερα στην Ευρώπη

ξεκινούσε, με μια πολύ ουσιαστική έννοια, ο Β παγκόσμιος. Ο στρατηγός Φράνκο,

επικεφαλής του στρατού αλλά και της συμμαχίας γαιοκτημόνων, αστών και καθολικής

εκκλησίας, επιχειρούσε την ανατροπή δια της βίας της δημοκρατικής κυβέρνησης του Λαϊκού

Μετώπου στην Ισπανία. Με την ανοικτή υποστήριξη των Χίτλερ και Μουσολίνι. Ανάμεσα στις

ένοπλες πολιτοφυλακές των εργατών και των αγροτών της Ισπανίας και τον φασιστικό

σχηματισμό του Φράνκο, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας (όπως και ο Στάλιν)

έγειραν διακριτικά αλλά αποφασιστικά υπέρ του δεύτερου: μια νικηφόρα αντικαπιταλιστική

Page 52: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

επανάσταση στην Ισπανία θα ξανάβαζε στην άκρη των όπλων το μέλλον του καπιταλισμού

στην Ευρώπη.

Απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και ύστερα ο καπιταλιστικός κόσμος άρχισε να γίνεται,

με έναν τρόπο, “κεϋνσιανικός”. Το εθνικό κράτος, σα συλλογικός διαχειριστής της κρίσης

μέσα σ’ εκείνα ή τα άλλα σύνορα, με την κεντρική του τράπεζα, τα υπουργεία του, το

νόμισμά του, αναλάμβανε συνειδητά και μεθοδικά μεγάλο μέρος της ευθύνης να

προστατευτούν και να ορθολογικοποιηθούν οι όροι (οι κοινωνικές σχέσεις, οι θεσμοί) της

μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Ένας ουδέτερος παρατηρητής θα

σημείωνε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές αυτής της “αντικυκλικής” κρατικής δράσης

(αντικυκλικής με την ένοια της αναίρεσης και του ελέγχου των συνεπειών της παραδοσιακής

κίνησης του καπιταλιστικού κύκλου: ανάπτυξη > ύφεση > ανάπτυξη > ύφεση...). Μια

Ρουσβελτιανή παραλλαγή, μια Χιτλερική, μια Σταλινική. Ο κεϋνσιανισμός, σα στρατηγική

προσέγγιση μάλλον παρά σαν ολοκληρωμένο δόγμα, είχε γεννήσει την μακροοικονομία: την

ανάγκη (γενικής) διαχείρισης του συστήματος πέρα απ’ την κλίμακα της μεμονωμένης

επιχείρησης ή του ιδιαίτερου καπιταλιστικού κλάδου και των ειδικών σμφερόντων τους. Είχε

γεννήσει την μακροοικονομία μαζί με τα εργαλεία της.

Αλλά η εφαρμογή των (λιγότερο η περισσότερο κεϋνσιανών) ιδεών μέσα στις εθνικές

επικράτειες εδώ κι εκεί δεν είχαν το τέλειο αποτέλεσμα. Εκεί που η καπιταλιστική ανάπτυξη

των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα δεν είχε υποστεί τις καταστροφές του Α παγκόσμιου

πολέμου, στις ΗΠΑ κυρίως και δευτερευόντως στη Μεγάλη Βρετανία, εκεί που το πέρασμα

στον ταιηλορισμό και στον φορντισμό γινόταν “ομαλά”, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (σε

μηχανές, κτήρια, υποδομές) ήταν τόσο μαζικές στη δεκαετία του ‘20, ώστε παρά την

αντικυκλική κρατική μεσολάβηση μετά την παραγωγική καταβύθιση στις αρχές των ‘30s,

παρά την ανάληψη από το κράτος της ευθύνης συντήρησης της απασχόλησης και του

μισθού (και άρα της κατά Κέυνς ενεργού ζήτησης) παρέμενε πάντα υψηλό το ποσοστό

“παραγωγικού πλεονέασματος”. Στις ΗΠΑ, το New Deal μείωσε βέβαια την ανεργία στα

μέσα της δεκαετίας του ‘30 από το υψηλό 25% σε ένα λιγότερο διαλυτικό για την κοινωνική

συνοχή 15%... Όμως αυτό το “ο ένας στους εφτά δεν δουλεύει γιατί δεν υπάρχει δουλειά”

παρέμενε σταθερό. Όπως σταθερή έμενε η απουσία ιδιωτικών επενδύσεων που θα

ξαναπυροδοτούσαν την καπιταλιστική ανάπτυξη: ποιος ιδιώτης επιχειρηματίας θα έκανε

καινούργιες επενδύσεις όταν οι λίγο παλαιότερες, εκείνες που είχαν γίνει μερικά μόνο χρόνια

νωρίτερα, στα ‘20s, παρέμεναν σε μεγάλο ποσοστό “ανενεργές”. Το έμπειρο μάτι του Κέυνς,

και τώρα πια και των οπαδών του, μπορούσε να διακρίνει την αιτία: η παραγωγικότητα της

εργασίας, με τα καινούργια δεδομένα οργάνωσης της, ήταν πολύ υψηλότερη από όσο κάθε

εθνική αγορά εμπορευμάτων θα μπορούσε να συντηρεί. Αυτό ήταν το ένα πρόβλημα: ναι

μεν η κατανάλωση είναι η ατμομηχανή της παραγωγής για τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη·

αλλά η κατανάλωση σε ποια κλίμακα; Την “εθνική”; Αυτή αποδεικνυόταν εύλογα μικρή·

μικρότερη απ’ τις δυνατότητες των παραγωγικών δυνάμεων.

Δεύτερο πρόβλημα: ο Κέυνς είχε ξιφουλκήσει υπέρ της αποχώρησης της στερλίνας από τον

κανόνα του χρυσού, υπέρ της (σχετικής) υποτίμησης του βρετανικού νομίσματος απέναντι σ’

εκείνα των εμπορικά ανταγωνιστικά κρατών, έτσι ώστε να ευνοηθούν οι βρετανικές εξαγωγές

παγκόσμια, και άρα να ωφεληθεί η βρετανική καπιταλιστική παραγωγή απ’ την παγκόσμια

κατανάλωση. Αλλά αυτή η συμβουλή ήταν μάλλον “εθνικά” σωστή (για έναν άγγλο αστό

οικονομολόγο) παρά συνεπής με την διατήρηση της παγκόσμιας καπιταλιστικής ισορροπίας.

Γιατί η υποτίμηση του ενός εθνικού νομίσματος θα έφερνε, σαν απάντηση - κι αυτός ακριβώς

συνέβη στη δεκαετία του ‘30 - την ανταγωνιστική υποτίμηση του άλλου. Κι έτσι, όχι τώρα πια

ο μεμονωμένος επιχειρηματίας, αλλά τα κράτη τα ίδια θα συμπεριφέρονταν, στην παγκόσμια

Page 53: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

αρένα, σαν ο καπετάνιος που έχει παρατήσει το τιμόνι και ετοιμάζεται να βουλιάξει τις

βάρκες που θα τον γλυτώσουν, απ’ τη λύσσα το να σπρώξει τον κοντινό του έξω απ’ αυτές.

Ο Κέυνς είχε καταδικάσει βέβαια την τακτική του κάνω τον γείτονα ζητιάνο. Αλλά ανάμεσα

στην καταδίκη του “όλοι εναντίον όλων” και στην αποκατάσταση ενός συσχετισμού ωφέλιμου

για όλους (ωφέλιμου, τουλάχιστον, για τα πιο δυνατά κράτη) η απόσταση δεν ήταν ηθική.

Ήταν πολιτική. Η αποκατάσταση μιας καινούργιας νομισματικής ισορροπίας παγκόσμια, η

σταθεροποίηση δηλαδή των συναλλαγματικών ισορροπιών που ήταν απαραίτητος όρος για

την ομαλή ροή των εμπορευμάτων (αλλά και την μεσομακροπρόθεσμη οργάνωση της

παραγωγής και των επενδύσεων), αυτό το κλειδί για την εξασφάλιση του μέλλοντος του

καπιταλισμού σαν συστήματος, είχε μια ζόρικη κλειδαριά. Την αποκατάσταση (και την

αναγνώριση) ενός καινούργιου συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στα κράτη (τις εθνικές

παραγωγές και τα εθνικά νομίσματα) πάνω από τον πλανήτη. Αν η κοινωνικοποίηση των

καπιταλιστικών προσταγών που έφερνε η μαζική παραγωγή και η μαζική κατανάλωση έκανε

αναπόφευκτη έως καθοριστική και την οικονομική λειτουργία του κράτους, το αποτέλεσμα

ήταν να ενισχύεται και όχι να ακυρώνεται ο ανταγωνισμός των κρατών σαν υποκειμένων

δύναμης πάνω στον πλανήτη. Ο Κέυνς μπορεί να διατηρούσε στα 1936 μερικές ειρηνόφιλες

ψευδαισθήσεις, ή μπορεί να υποκρινόταν ότι τις διατηρεί. Αλλά για να πάψει το διεθνές

εμπόριο να είναι μέσο απελπισίας για τη διατήρηση της εγχώριας απασχόλησης όπως

έγραφε, θα έπρεπε οι “διεθνείς έμποροι” να συμφωνήσουν σε ορισμένους κανόνες. Και να

τους τηρούν. Οι πιο σημαντικοί απ’ αυτούς, στο επίπεδο των κρατικών αποφάσεων, ήταν οι

συναλλαγματικές ισοτιμίες και η διατήρηση (ή όχι) ευνοϊκών για τους μεν (και εχθρικών για

τους δε) εμπορικών μπλοκ.

Αυτά σήμαιναν πως απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘30 και μετά, η πολεμική διαχείριση της

κρίσης γινόταν όλο και περισσότερο αναπόφευκτη. “Αναπόφευκτη” δεν σημαίνει πρώτη

επιλογή για κάθε ένα αφεντικό χωριστά. “Αναπόφευκτη” σημαίνει εύλογα έσχατη λύση για

την διαιώνιση του συστήματος. Γιατί ένας διακρατικός πόλεμος, αδιάφορο ποια είναι η

έκβασή του, αδιάοφορο ποιοί ακριβώς είναι οι νικητές και ποιοι οι ηττημένοι, αποτελεί το

πλέον αδιαπραγμάτευτο εργαλείο επίδειξης (ή και διαπραγμάτευσης) της σχετικής ισχύος

του ενός κράτους ως προς τα άλλα. Κι αν ακόμα, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘30,

υπήρχαν ειρηνόφιλες ψευδαισθήσεις μεταξύ των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων για το

ξεπέρασμα της κρίσης εδώ ή εκεί, το γεγονός ότι η εκστρατεία μαζικής ανανέωσης του

στρατιωτικού εξοπλισμού του γερμανικού και του αγγλικού κράτους (για να αναφέρουμε δύο

μονάχα παραδείγματα) αποδεικνυόταν ευεργητική για την “απορρόφηση” της πλεονάζουσας

παραγωγικής ικανότητας μέσα σε κάθε κράτος, δεν έπρεπε να αφήνει καμιά αμφιβολία. Αντί

να θάβουν οι κεντρικές τράπεζες μπουκάλια με χαρτονομίσματα για να προκαλούν εργασία

και άρα κερδοφορία, αντί να κτίζουν οι καπιταλιστικές κοινωνίες πυραμίδες πάνω σε

πυραμίδες για να συντηρούν ένα επίπεδο ευημερίας, ήταν πιο “χρήσιμο” να “κτίζουν” βαριά

εξοπλισμένους στρατούς και να προετοιμάζονται να θάψουν τους στρατούς (και τις

παραγωγικές δυνατότητες) των εχθρών τους.

Ο Κέυνς, κάνοντας κριτική στα δόγματα και στις βεβαιότητες της κλασσικής πολιτικής

οικονομίας, είχε ρίξει απ’ τον τοίχο και το εικόνισμα του περίφημου “νόμου του Say”: του

δόγματος που υποστήριζε ότι χάρη στον αυτοματισμό της ελεύθερης αγοράς, η προσφορά

εμπορευμάτων δημιουργεί από μόνη της ανάλογη ζήτηση. Ο Κέυνς είχε δίκιο - γενικά.

Υπήρχε όμως (και υπάρχει πάντα σαν η έσχατη λύση των καπιταλιστικών αντινομιών) μια

ειδική περίπτωση που ο “νόμος του Say” έχει ισχύ, αν και ελαφρά τροποποιημένος: η

Page 54: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

“προσφορά” καταστροφικού δυναμικού επιβάλλει την ανάλογη “ζήτηση” - δημιουργεί την

ανάλογη “αγορά” καταστροφής! σπάταλοι, Οκτώβριος 2005

(συμπληρώσεις: zipo)

... και (πάλι) πόλεμος

Ο Β παγκόσμιος πόλεμος έμεινε στην ιστορία (τουλάχιστον σ’ εκείνη την ιστορία που

προορίζεται για μαζική κατανάλωση) σαν ένας πόλεμος ανάμεσα στο “καλό” και το “κακό” -

όπου, όπως συμβαίνει πάντα, νίκησε το “καλό”. Κι ανάποδο να ήταν το τελικό αποτέλεσμα

του πολέμου, πάλι το “καλό” θα είχε νικήσει: την ιστορία τη γράφουν οι νικητές.

Θα μπορούσε κανείς να τραβηχτεί στην εντελώς αντίθετη μεριά, να αποηθικοποιήσει την

παγκόσμια ενδοκαπιταλιστική αναμέτρηση του πρώτου μισού της δεκαετίας του ‘40, και να

μιλήσει για την απρόσωπη λειτουργικότητα των καπιταλιστικών αναγκαιοτήτων, που

δουλεύει πίσω απ’ τις πλάτες των (όποιων) πρωταγωνιστών. Ο πόλεμος είναι η υγεία της

μηχανής: αυτή η διαπίστωση δεν είναι λάθος. Αλλά με μια καίρια σημείωση: η μηχανή δεν

είναι υποκείμενο, δεν αποφασίζει οτιδήποτε.

Το γεγονός είναι ότι ο Β παγκόσμιος ήταν, με πολλούς τρόπους, η συνέχεια και η

ολοκλήρωση του Α. Εννοημένοι σαν ένα και το αυτό γεγονός σε διαδοχικές φάσεις, ο Α και ο

Β παγκόσμιος ολοκλήρωσαν και “ομαλοποίησαν” την γενίκευση της μαζικής παραγωγής και

της μαζικής κατανάλωσης, τον καπιταλισμό του Φορντ και του Ταίηλορ. Κι αν ο Α

παγκόσμιος, οι συνέπειες και η πολιτική διαχείριση της μεταπολεμικής ειρήνης, ήταν το

έναυσμα της κεϋνσιανής αμφισβήτησης της κλασσικής πολιτικής οικονομίας, ο Β παγκόσμιος

έφερε τη γενική δικαίωση των προτάσεων του Κέυνς: εξασφάλισε ορισμένους κρίσιμους και

αποφασιστικούς υλικούς όρους για την εφαρμογή τους.

Ορισμένα μεγέθη σχετικά, απ’ τον αμερικανικό καπιταλισμό. Απ’ το 1939 έως το 1944, το

αεπ των ΗΠΑ (υπολογισμένο σε σταθερές τιμές δολαρίου του 1972) αυξήθηκε απ’ τα 320

δισ. στα 569 δισ. δολάρια. Οι δαπάνες ατομικής κατανάλωσης, παρά τις συζητήσεις για τις

στερήσεις του πολέμου, δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν την ίδια περίοδο, από 220 σε 255

δισ. δολάρια. Το 1939 η ανεργία ήταν 17,2% - το 1944 μόνο 1,2%. Παρότι μια σειρά διαρκή

καταναλωτικά αγαθά που για την κατασκευή τους χρειάζονταν μέταλλα (όπως τα καινούργια

αυτοκίνητα) είχαν εξαφανιστεί απ’ την αγορά στη διάρκεια του πολέμου, σε γενικές γραμμές

τον τελευταίο χρόνο του πολέμου οι αμερικάνοι ζούσαν καλύτερα από κάθε άλλη εποχή του

παρελθόντος. Αυτά ήταν αποτέλεσμα της αλματώδους αύξησης των κρατικών δαπανών,

αφού οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών απ’ το αμερικανικό κράτος πήγαν απ’ τα 22,8 δισ.

δολάρια του 1939 στα 269,7 δισ. το 1944.

Συναφής - και εντυπωσιακή - ήταν η επίπτωση του Β παγκόσμιου στην αμερικανική

φορολογία· χωρίς αυτά τα έσοδα το κράτος δεν θα μπορούσε να εκτοξεύσει τα έσοδά του.

Το 1939 τα ομοσπονδιακά φορολογικά έσοδα ήταν λίγο κάτω απ’ τα 5 δισ. δολάρια. Το 1945

ξεπέρασαν τα 44 δισ. Το 1929 ο υψηλότερος συντελεστής για την φορολόγηση του

εισοδήματος στις ΗΠΑ ήταν 24%. Άρχισε να ανεβαίνει (για τα υψηλά εισοδήματα) με το New

Deal, και το 1944 είχε φτάσει για τους πολύ πλούσιους στο 94%.

Όμως η δικαίωση του Κέυνς σαν πολιτικού οικονομολόγου δεν συνέπεσε με τη δικαίωση του

Κέυνς σαν βρετανού λόρδου. Η Μεγάλη Βρετανία βγήκε απ’ τον Β παγκόσμιο μ’ ακόμα πιο

έντονα τα χαρακτηριστικά της εξόδου της απ’ τον Α: τυπικά νικήτρια, ουσιαστικά ηττημένη. Ο

Page 55: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Κέυνς έζησε έντονα την αναγνώριση της θεωρίας του απ’ τη μια και την επικύρωση της

βρετανικής ήττας απ’ την άλλη, καθώς στη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν σε “θέση κλειδί”.

Κι αν είναι αλήθεια ότι η αναγνώριση άφησε το όνομά του στην ιστορία σαν του

σπουδαιότερου οικονομολόγου του 20ου αιώνα, είναι εξίσου αλήθεια ότι η ήττα τον σκότωσε.

Κυριολεκτικά.

Έχει ειπωθεί ότι ο Κέυνς χρησιμοποίησε την ευφυία του στη διάρκεια του Β παγκόσμιου

πολέμου όχι εναντίον του “άξονα” αλλά εναντίον της ανερχόμενης οικονομικής ηγεμονίας

των ΗΠΑ. Αυτό είναι αληθινό, κι άλλωστε δεν αφορά μόνο τον Κέυνς. Ενόσω η Βρετανία

πολεμούσε στρατιωτικά εναντίον της Γερμανίας και την Ιταλίας στην Ευρώπη και της

Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, ήταν υποχρεωμένη να πολεμάει οικονομικά τους συμμάχους της:

την Γαλλία του Ντε Γκώλ και τις ΗΠΑ του Ρούσβελτ. Όμοια διμέτωπος ήταν εξάλλου ο Β

παγκόσμιος και για τους υπόλοιπους των “συμμάχων”.

Ένα απ’ τα σημαντικά αρχικά γεγονότα του δόγματος πως “ο καθένας φροντίζει κατ’ αρχήν

για τον εαυτό του” υπήρξε η υπογραφή, το καλοκαίρι του 1941, της “Χάρτας του Ατλαντικού”

από τον Ρούσβελτ και τον Τσώρτσιλ. Ο βρετανός πρωθυπουργός και ο αμερικανός

πρόεδρος συναντήθηκαν μυστικά πάνω σ’ ένα πολεμικό πλοίο στον βόρειο Ατλαντικό τον

Αύγουστο του 1941, μήνες πριν την επίσημη είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο (η γιαπωνέζικη

επίθεση στο Περλ Χάρμπορ έγινε τον Δεκέμβρη του 1941) για να υπογράψουν μια

συμφωνία για εμπόριο και ελευθερίες, μια συμφωνία που τυπικά θα κρινόταν εντελώς άκαιρη

εν μέσω του πολέμου, εν μέσω της κυριαρχίας του γ’ ράιχ στην Ευρώπη. Κι όμως, αυτό

ακριβώς έκαναν ένας πρωθυπουργός σε πόλεμο κι ένας πρόεδρος σε πολεμική

προετοιμασία. Η Χάρτα του Ατλαντικού τόνιζε το δικαίωμα όλων των κρατών να έχουν ίση

πρόσβαση στο εμπόριο και στις πρώτες ύλες, ζητούσε την πλήρη ελευθερία των θαλάσσιων

μεταφορών (ένα κρίσιμο στοιχείο για την πολιτική των ΗΠΑ απ’ την εποχή που Γαλλία και

Βρετανία είχαν απειλήσει την ελευθερία κινήσεων του αμερικανικού θαλάσσιου εμπορίου στα

τέλη του 18ου αιώνα), ενώ δέσμευε τους υπογράφοντες να εγκαθιδρύσουν ένα πλατύτερο

και αποτελεσματικότερο σύστημα παγκόσμιας ασφάλειας.

Η Χάρτα του Ατλαντικού στρεφόταν ξακάθαρα εναντίον του εμπορικού μπλοκ (με όλες τις

προνομιακές για τον βρετανικό καπιταλισμό σχέσεις) που διατηρούσε ακόμα η αγγλική

αυτοκρατορία παρά τις απώλειες του Α παγκόσμιου πολέμου. Και είναι εύλογο το γιατί ο

Ρούσβελτ έβαλε κάτω απ’ την μύτη του συμμάχου του Τσώρτσιλ ένα τέτοιο χαρτί το

καλοκαίρι του 1941: αν η Βρετανία ήθελε να στηριχτεί στην οικονομική και στρατιωτική

δύναμη των ΗΠΑ την οποία ο Ρούσβελτ είχε υποσχεθεί στους υπηκόους του πως θα

κρατήσει έξω απ’ τον πόλεμο, θα έπρεπε να “δώσει”. Απ’ την άλλη μεριά φαίνεται πως ο

Τσώρτσιλ, στριμωγμένος στρατιωτικά έτσι κι αλλιώς, έβαλε την υπογραφή του επειδή δεν

πολυπίστευε πως (αν ο πόλεμος τέλειωνε νικηφόρα για τους συμμάχους) θα ήταν

υποχρεωμένος να την τιμήσει.

Αλλά όλες οι διαπραγματεύσεις και αντεγκλήσεις που άρχισαν απ’ το 1942 μεταξύ

υψηλόβαθμων στελεχών της βρετανικής και της αμερικανικής κυβέρνησης για το “σχήμα”

που θα είχε ο μεταπολεμικός κόσμος έτσι ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη της

κατάρρευσης των ‘30s έγιναν πάνω σ’ αυτό το μοτίβο: τη διάλυση ή τη διάσωση της

αγγλικής αυτοκρατορίας / αποικιοκρατίας. Ο Κέυνς, σαν ο αναγνωρισμένος πλέον στον

αγγλοσαξονικό κόσμο “γιατρός” της καπιταλιστικής κρίσης, ήταν ο επικεφαλής των βρετανών

διαπραγματευτών. Στην απέναντι όχθη ένας αμερικάνος “κεϋνσιανός”: ο Χάρυ Ντέξτερ

Page 56: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Ουάιτ. Τους δύο διαπραγματευτές και τις ομάδες τους ένωνε η βασική διάγνωση για την αιτία

της κρίσης και της κατάρρευσης του ‘30, όπως και η βασική θέση για την προληπτική

αντιμετώπισή της μετά τον πόλεμο. Τους χώριζαν τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών /

πατρίδων τους. Το αποτέλεσμα των συμφωνιών και των διαφωνιών τους ήταν η διάσκεψη

του Bretton Woods τις 3 πρώτες βδομάδες του Ιουλίου του 1944, και η δημιουργία της

Διεθνούς Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (σήμερα γνωστή σαν

Παγκόσμια Τράπεζα) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ηγενική φιλοσοφία των συμφωνιών του Bretton Woods και της κατασκευής μιας διεθνούς

τράπεζας και ενός διεθνούς νομισματικού ταμείου είναι τυπικά κεϋνσιανή. Αφενός στο

Bretton Woods αποφασίστηκαν σταθερές, “κλειδωμένες” ισοτιμίες των νομισμάτων των

κρατών που πήραν μέρος, με νόμισμα αναφοράς το αμερικανικό δολάριο, που με τη σειρά

του “κλειδώθηκε” σε σταθερή ισοτιμία με τον χρυσό. Αν στη διάρκεια του μεσοπολέμου ο

χρυσός, μέσω του κανόνα του χρυσού, ήταν το “πολύτιμο μέσο” αναφοράς και μέτρησης της

σχετικής τιμής κάθε εθνικού νομίσματος χωριστά, μετά τις συμφωνίες του Bretton Woods τα

νομίσματα των κρατών, άσχετα αν είχαν ή όχι αντίκρυσμα σε χρυσό στα υπόγεια των

αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών, απέκτησαν έναν γενικό μεσολαβητή της “αξίας” τους, σε

σχέση με τον χρυσό: το δολάριο. Το δολάριο έγινε έτσι ad hoc το κυρίαρχο διεθνές νόμισμα

στον “δυτικό” κόσμο, εκτοπίζοντας την βρετανική στερλίνα, και τερματίζοντας την διεθνή

ηγεμονία της.

Η αντικατάσταση της στερλίνας απ’ το δολάριο δεν ήταν μια δευτερεύουσα λεπτομέρεια του

Β παγκόσμιου. Όποιο κράτος έχει σαν “δικό του” νόμισμα εκείνο με μεγάλη διεθνή

κυκλοφορία, μπορεί να το τυπώνει σε μεγάλες ποσότητες, και να επωφελείται από ένα είδος

“τόκου” επί της διεθνούς κυκλοφορίας του. Η απώλεια, λοιπόν, για την στερλίνα, του

καθεστώτος ηγεμονικού νομίσματος διεθνούς χρήσης και άρα ο σημαντικός περιορισμός του

πεδίου της κυκλοφορίας της εξ’ αιτίας του καινούργιου βασιλιά - δολάριο, είναι ένας σίγουρος

δείκτης για το αν το Λονδίνο “νίκησε” ή “ηττήθηκε” στον Β παγκόσμιο.

Απ’ την άλλη μεριά η δημιουργία υπερεθνικών οικονομικών θεσμών όπως η Διεθνής

Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αντιστοιχούσε σε ένα είδος σκιώδους

παγκόσμιας οικονομικής “διακυβέρνησης” - με συγκεκριμένες αλλά όχι αμελητέες

αρμοδιότητες. Η Διεθνής Τράπεζα πρωτοδημιουργήθηκε σαν μια τράπεζα που θα δανείζει

τα κράτη (μέλη της) ώστε να ισορροπούν τους ισολογισμούς τους σε συνθήκες κρίσης -

όπως θα έκανε η κεντρική τράπεζα οποιουδήποτε κράτους απέναντι σε ζορισμένες αλλά όχι

κατεστραμμένες επιχειρήσεις. Ένα είδος παγκόσμιου δανειστή έκτακτης ανάγκης. Το Διεθνές

Νομισματικό Ταμείο απ’ την άλλη σχεδιάστηκε σαν “δανειστής / προστάτης” των

νομισμάτων: για να διατηρηθούν σε συνθήκες πιθανής μελλοντικής κρίσης οι σταθερές

συναλλαγματικές ισοτιμίες και για να μην εκτυπώνεται “πληθωριστικό” χρήμα εδώ ή εκεί,

δημιουργήθηκε ένα πολυμερές “πουγκί νομισμάτων” μέσα στο οποίο και μέσω του οποίου

θα μπορούσαν να ελέγχονται οι διεθνείς (συνήθως κερδοσκοπικές) ροές κεφαλαίων· μέσα

από διορθωτικές “νομισματικές συναλλαγές / μετατροπές” και δάνεια μεταξύ κεντρικών

τραπεζών, δηλαδή κρατών.

Αυτή ήταν η πραγματική ολοκλήρωση του κεϋνσιανού σχεδιασμού και της κατασκευής

θεσμών συλλογικής διαχείρισης των καπιταλιστικών λειτουργιών, ως εκείνο τον βαθμό

συλλογικότητας που (θα) αντιστοιχούσε στη γενίκευση και στην κοινωνικοποίηση της

καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας. Έως, δηλαδή, το σύνολο του πλανήτη - με την εξαίρεση

Page 57: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

της Σοβιετικής Ένωσης και των επιρροών της, η οποία πάντως προσκλήθηκε στο Bretton

Woods και συμμετείχε μέχρι ενός σημείου στη διάσκεψη.

Αλλά αυτή η κατάσταση, η ανάδυση του κράτους σαν στρατηγείου του κεφάλαιου, κι ακόμα

ακόμα η κατασκευή ενός (υποτυπώδους έστω) γενικού στρατηγείου - ενός “οικονομικού

ΟΗΕ” - είναι ειδυλλιακή, και σαν τέτοια θα μπορούσε να οδηγήσει σε λανθασμένα

συμπεράσματα. Τέτοιες μεγακατασκευές σαν την Διεθνή Τράπεζα και το Δ.Ν.Τ. δεν θα

μπορούσαν να λειτουργήσουν παρά μόνο με όρους ηγεμονίας - και μάλιστα εθνοκρατικής.

Οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν και οι συμφωνίες που έγιναν στο Bretton Woods μπορεί να

απέβλεπαν στην παγκόσμια καπιταλιστική σταθερότητα· αλλά αυτή η σταθερότητα δεν είχε

κλονιστεί ουσιαστικά στο παρελθόν παρά μόνο από την ταξική πάλη.

Συνεπώς οποιαδήποτε έννοια “σταθερότητας” και “ασφάλειας” το 1944 δεν μπορούσε παρά

να είναι βαθιά πολιτική· “βαθιά πολιτική” δεν θα μπορούσε παρά να σημαίνει εξουσία,

ηγεμονία, σε έναν κόσμο εν πολλοίς κατεστραμμένο απ’ τον Β παγκόσμιο πόλεμο... Τελικά

οι συμφωνίες του Bretton Woods, στα σημεία εκείνα που θα μπορούσαν να υπάρξουν

ανταγωνισμοί μεταξύ των αφεντικών (και δεν ήταν λίγα) διαμορφώθηκαν με τρόπο ώστε να

εξυπηρετούν πρώτα και κύρια τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Κι ο λόγος ήταν προφανής και αδιαμφισβήτητος. Τη στιγμή που ολοκληρώνονταν οι

διαπραγματεύσεις στο Bretton Woods, οι ΗΠΑ, ανέγγιχτες “υπαρξιακά” απ’ τον Β παγκόσμιο

πόλεμο, είχαν εκπληκτική υπεροχή σε όλους τους τομείς έναντι οποιουδήποτε άλλου

κράτους στην Ευρώπη ή στην Ασία. Παρήγαγαν στο έδαφός τους το μισό της παγκόσμιας

παραγωγής άνθρακα, τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, και πάνω απ’ το

μισό της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρισμού. Ήταν σε θέση να παράγουν σε πολύ

μεγάλους αριθμούς πλοία, αεροπλάνα, χερσαία οχήματα, πυρομαχικά, εργαλεία,

εργαλειομηχανές, χημικά. Είχαν επίσης τραβήξει (και θα έκαναν το ίδιο ακόμα και απ’ τη

μεριά των ηττημένων του πολέμου) μερικά απ’ τα καλύτερα μυαλά στις επιστήμες, στην

τεχνολογία, ακόμα και στην τέχνη. Κι αν αυτά έμοιαζαν λίγα, διέθεταν κι άλλα. Οι ΗΠΑ

κατείχαν το 80% των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού (συν τοις άλλοις μη επιστρέφοντας

τα διάφορα εθνικά αποθέματα ευρωπαϊκών κρατών που κατέληξαν στις ηπα για να

προστατευτούν απ’ τον πόλεμο...), είχαν έναν στρατό δυνατό και αποτελεσματικό, και

επρόκειτο σύντομα να επιδείξουν ένα όπλο που δεν είχε κανένας άλλος: την ατομική βόμβα.

Ακόμα όμως και μ’ αυτά τα δεδομένα, ο αμερικανικός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να

ελπίζει πως “αυτόματα” θα κρατήσει επί μακρόν τη θέση του στην μεταπολεμική ειρήνη. Το

μάθημα των ορίων της “εσωτερικής ανάπτυξης” είχε αποδειχθεί πικρό απ’ το 1929 κι ύστερα.

Όλοι οι αμερικάνοι αξιωματούχοι συμφωνούσαν πλέον:

Χρειαζόμαστε αγορές, τεράστιες αγορές σ’ όλο τον κόσμο. Χρειαζόμαστε αγορές πρώτων

υλών για να αγοράζουμε, χρειαζόμαστε αγορές εμπορευμάτων για να πουλάμε.

Χωρίς μια δυνατή ευρωπαϊκή αγορά για τα αμερικανικά προϊόντα και χωρίς απρόσκοπτη

πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες οπουδήποτε στον κόσμο, η ευημερία που είχε υποσχεθεί

ο πόλεμος θα χανόταν στην ειρήνη. Επιπρόσθετα, τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ είχαν

πειθαρχήσει με το ζόρι στους περιορισμούς των αιτημάτων τους στη διάρκεια του πολέμου·

η λήξη του, αν δεν συνοδευόταν από διατήρηση, ακόμα και διεύρυνση της καπιταλιστικής

παραγωγής και άρα μισθολογική σταθερότητα, θα έφερνε έκρηξη εργατικών αγώνων. Ο

Berbard Baruch, οικονομικός σύμβουλος της αμερικανικής προεδρίας και μέλος του

Κογκρέσσου, εξέφραζε μ’ αυτά τα λόγια το πνεύμα του Bretton Woods στις αρχές του 1945:

Page 58: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Εάν καταφέρουμε να σταματήσουμε ν’ αγωνιούμε για την εργασία, αν σταματήσουμε να

ιδρώνουμε για να κερδίσουμε αγορές για τις εξαγωγές μας, κι αν απαγορευτεί ο

επανεξοπλισμός, oh boy, oh boy! πόσο μεγάλη ευημερία μας περιμένει.

Απ’ την άλλη μεριά οι ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ (κι ακόμα περισσότερο οι παλιοί, προ

του πολέμου, και οι καινούργιοι, μετά απ’ αυτόν, αντιπαλοί τους) είχαν καταστραφεί

παραγωγικά, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, απ’ τον πόλεμο. Ακόμα κι αν πριν είχαν

κάποιες ελπίδες να περιορίσουν την ορμή του αμερικανικού καπιταλισμού οριοθετώντας

μπλοκ εμπορικής “επιρροής”, μετά τον πόλεμο η Ουάσιγκτον φρόντισε αυτό να είναι

αδύνατο. Χρειάζονταν δολάρια για να ξαναφτιάξουν τις υποδομές τους, χρειάζονταν δολάρια

για να ξαναβάλουν μπροστά την παραγωγή, χρειάζονταν δολάρια για να υποστηρίξουν το

διεθνές εμποριό τους. Χρειάζονταν δολάρια για να επιβιώσουν σα συστήματα και

κυβερνήσεις απέναντι στους ίδιους τους πληθυσμούς τους: εδώ κι εκεί, αρχής γενομένης απ’

την Ελλάδα, οι “κόκκινοι” είχαν βγεί απ’ την συντριβή του πολέμου όχι μόνο ηθικά ακέραιοι

αλλά και ικανοί να εξηγήσουν την πολεμική βαρβαρότητα του καπιταλιστικού κόσμου σαν

μέρος της αναγκαίο να τελειώσει οριστικά ανθρώπινης προϊστορίας. Το τι είχε συμβεί μετά το

τέλος του Α παγκόσμιου ήταν πολύ πρόσφατο για να το ξεχάσει κανείς…

Με τέτοιους συσχετισμούς, οι θεσμοί του Bretton Woods σχεδιάστηκαν και επικυρώθηκαν

έτσι ώστε να βολεύουν λίγο πολύ όλους... Άλλους λίγο, άλλους πολύ - τις ΗΠΑ περισσότερο

απ’ τον καθένα.

ΟΚέυνς, σ’ αυτές τις συνθήκες, ανέλαβε να διαπραγματευτεί αφενός υπέρ της καπιταλιστικής

σταθερότητας γενικά· αφετέρου υπέρ της διατήρησης της βέλτιστης κατά το δυνατόν θέσης

της Μεγάλης Βρετανίας έναντι της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Πρότεινε μια Διεθνή

Τράπεζα με μεγάλα αποθεματικά (ξέροντας ότι το μεγαλύτερο μέρος τους θα καταβαλόταν

απ’ τις ΗΠΑ) έτσι ώστε κάθε κράτος σε κρίση (ή για τις απαιτήσεις της μεταπολεμικής

ανοικοδόμησης) να μπορεί να δανείζεται ελεύθερα. Απέναντί του ο Ουάιτ πρότεινε κάτι

παρόμοιο, αλλά με σαφώς λιγότερους πόρους - και με σαφώς μεγαλύτερη “πολυμέρεια” στη

συγκέντρωση των αρχικών ποσών. Αλλά η στόχευση των αμερικάνων αξιωματούχων (αν

και όχι κατ’ ανάγκη του ίδιου του Ουάιτ) πήγαινε μακρύτερα. Γρήγορα τα περιορισμένα

πιστωτικά αποθέματα της Διεθνούς Τράπεζας και του ΔΝΤ (τα οποία καλύπτονταν εξάλλου

κυρίως από δολάρια) θα αποδεικνύονταν ανεπαρκή για το σκοπό που δημιουργήθηκαν. Και

τότε οι ΗΠΑ “μόνες” τους θα μπορούσαν να εγκαθιδρύσουν ένα είδος δικού τους ηγεμονικού

κεϋνσιανισμού, με τα ανάλογα πολιτικά και στρατιωτικά ανταλλάγματα. Τα ποσά που οι

αμερικανικές κυβερνήσεις με τσιγγουνιά έδιναν στους θεσμούς του Bretton Woods σα δάνεια

προς άλλους, άρχισαν να τα δίνουν απλόχερα σε μερικούς απ’αυτούς τους άλλους, της

επιλογής τους - και με συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Το Δόγμα Τρούμαν (προς τα

ολοκληρωτικά μεταπολεμικά καθεστώτα στην Ελλάδα και στην Τουρκία - για να

αντιμετωπίσουν τον “κομμουνιστικό κίνδυνο”) και το Σχέδιο Μάρσαλ προς την υπόλοιπη

(δυτική) Ευρώπη υπήρξαν παραφυάδες του Bretton Woods.

Ο Κέυνς διαπραγματεύτηκε όσο μπορούσε (υπέρ του βρετανικού καπιταλισμού) μέσα στο

γενικό πνεύμα του ίδιου του πνευματικού τέκνου, του κεϋνσιανισμού (που απαιτούσε ο

παγκόσμιος καπιταλισμός) - και μπορούσε λίγο. Όσο περνούσε ο καιρός όλο και λιγότερο.

Του ανατέθηκε μια ακόμα αποστολή εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης: θα έπρεπε να

συμμετάσχει σε μια διάσκεψη στη Σαβάνα, της Τζώρτζια, τον Μάρτη του 1946, για να

Page 59: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

αποσαφηνιστούν μερικά σημεία των θεσμών του Bretton Woods. Αλλά οι αμερικάνοι, με τον

Οάιτ επικεφαλής, δεν είχαν πλέον λόγους διαπραγμάτευσης.

Ο Κέυνς δεν άντεχε τις ήττες. Φεύγοντας απ’ την διάσκεψη υπέστη σοβαρό καρδιακό

επεισόδιο μέσα στο τραίνο. Η εφεύρεση (η παγκόσμια διαχείριση των καπιταλιστικών

σχέσεων) έφαγε τον εφευρέτη.

Πέθανε στο σπίτι του στις 21 Απριλίου του 1946. Ο Ουάιτ διορίστηκε πρώτος πρόεδρος του

ΔΝΤ...

Tο τέλος των “οικιακών ισορροπιών”: η

διαμόρφωση νέων κανόνων της εργατικής

κατανάλωσης

...Mπορούμε να πούμε ότι μέσα σε μία και ενιαία διαδικασία, η “ορθολογικοποίηση” της

παραγωγής δρα σε δύο συμπληρωματικές κατευθύνσεις:

- από τη μια μεριά, ευνοώντας την εμφάνιση των μεγάλων βιομηχανικών και οικιστικών

συγκεντρώσεων, θα συμβάλει σταδιακά στον αποχωρισμό του εργαζόμενου από τους

“οικιακούς όρους” ανασύστασης της εργατικής του δύναμης, μια και τον αποσπά από το

αγροτικό ή ημιαγροτικό πλαίσιο από το οποίο αποκόμιζε πολλά στοιχεία για την

αναπαραγωγή του - σε συνθήκες μη καθαυτό εμπορευματικές.

- από την άλλη μεριά, όσο η “ορθολογικοποίηση” θα εδραιώνει την ηγεμονία της στους

τομείς παραγωγής των αναγκαίων αγαθών χρήσης (για την ανασύσταση της εργατικής

δύναμης), συμβάλλει στο να καθιστά διαθέσιμα αυτά τα αγαθά χρήσης μόνο με τη μορφή

εμπορευμάτων· το αποτέλεσμα είναι πως αυτά τα αγαθά δεν μπορούν πια να αποκτηθούν

παρά με την μεσολάβηση της χρηματικής μορφής, δηλαδή με το μισθό.

Aυτή η διπλή διαδικασία - καταστροφή των οικιακών ισορροπιών και παραγωγή των

αναγκαίων αγαθών χρήσης σε βάση καπιταλιστική - βρίσκεται στη ρίζα αυτού που θα

προσδιορίσουμε σαν Nέους Kανόνες Eργατικής Kατανάλωσης. Mε λίγα λόγια, αυτοί οι

κανόνες σημαδεύουν το πέρασμα στην κυριαρχία των καθαυτό εμπορευματικών συνθηκών

αποκατάστασης της εργατικής δύναμης πάνω στις μη καθαυτό εμπορευματικές.

...

Για να κατανοήσουμε το βάρος και τη σημασία του γεγονότος, πρέπει να θυμηθούμε πως η

παραμονή των εργαζόμενων σε “οικιακό” πλαίσιο, οι δυνατότητες που τους προσφέρονται -

ή που δίνουν στον εαυτό τους - ν' αποκτήσουν αγαθά χρήσης με όρους μη καθαυτό

καπιταλιστικούς, κατέχει μια θέση καθόλου ευκαταφρόνητη μέχρι τα τέλη σχεδόν του 19ου

αιώνα και ακόμα και στις αρχές του 20ου. Στο βαθμό που κάτι τέτοιο εξακολουθούσε να είναι

δυνατό, η ενθάρρυνση της αναπαραγωγής αυτής της κατάστασης αποτέλεσε συνειδητή και

προμελετημένη πολιτική του κεφάλαιου, ώστε να μένουν τα μεροκάματα χαμηλά... Σχετικά

με τις Hν. Πολιτείες, ο H. Braverman αναφέρει ότι “μια μελέτη πάνω σε 2.500 οικογένειες

που ζούσαν στις κυριότερες περιοχές άνθρακα, χάλυβα και σίδερου το 1890, μας δίνει να

καταλάβουμε πως οι μισές περίπου είχαν πρόβατα, πουλερικά ή περιβόλια ή και τα τρία

μαζί”. Eπίσης “στις επτά χιλιάδες οικογένειες εργαζόμενων που είχαν καταγραφεί από το

Page 60: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

γραφείο εργασίας ανάμεσα στο 1885 και στο 1892 λιγότεροι από τους μισούς δεν είχαν ποτέ

τους αγοράσει ψωμί, ενώ σχεδόν όλοι αγόραζαν τεράστιες ποσότητες αλεύρι”. Tα 30%

σχεδόν απ' αυτές, σ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, δεν αγόραζαν άλλο χορταρικό εκτός από

πατάτες. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1904, ο Peter Roberts, περιγράφοντας κι αυτός μια

περιοχή μεγάλης βιομηχανίας - την ανθρακοφόρο περιοχή της Πενσυλβάνιας - αναφέρεται

στις “... πολυάριθμες μικρές φάρμες που καλλιεργούν οι υπάλληλοι της Philadelphia and

Reading Coal & Iron Company” σε όλο το μήκος των κοιλάδων του Σίνιλ και του Tράνσχιλ.

Aπό τον Φορντ στον Kέυνς

...

Oι δυνάμεις που απελευθέρωσε η δραστηριότητα των μεγάλων κοντοτιέρηδων της

βιομηχανίας, δηλαδή των Tαίηλορ και Φορντ, αλλά και των Pοκφέλλερ ή Mόργκαν,

ξανάρχονται στο προσκήνιο. Συντελείται κατά κάποιον τρόπο η επιστροφή του στόχου: η

κρίση έχει ξεσπάσει.

Mονάχα ένας άνθρωπος θα μπορέσει να συλλάβει τις νέες όψεις αυτής της κρίσης, τι είναι

εκείνο μέσα της που φέρνει κιόλας τη μελλοντική τάξη πραγμάτων. Mε την ακλόνητη

πεποίθηση πως αυτή η κρίση δεν είναι απλή επανάληψη του παλιού αλλά το αποτέλεσμα

νέων δυνάμεων, θα καταφέρει - χρησιμοποιώντας τη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι όμοιοί

του - να ανατρέψει τη θεωρία και την πρακτική αυτού που ακόμα ονομάζεται “ισορροπία”.

Έτσι, μετά τον Tαίηλορ και τον Φορντ, έρχεται ο Kέυνς ν' αποπερατώσει το οικοδόμημα.

Mετά τη θεωρία και την πρακτική της μαζικής παραγωγής μέσα στο εργαστήριο, η θεωρία

και πρακτική του Kέυνς για το Kράτος και τη ρύθμιση που αντιστοιχούν σ' αυτή τη μαζική

παραγωγή.

...

Για να δοκιμάσουμε να καταλάβουμε τι είναι αυτό που παίζεται στην κρίση της δεκαετίας του

'30 πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην έννοια μαζική παραγωγή.

...

1) Eάν στραφούμε πρώτα στις μεταβολές που θίγουν την παραγωγή των εμπορευμάτων,

διαπιστώνουμε πως η είσοδος και η ηγεμονία του ταιηλορισμού και του φορντισμού μέσα

στα εργαστήρια δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα ούτε μονομιάς. H πάλη που διεξήγαγε το

κεφάλαιο για να επιβάλει τις τεχνικές του Scientific Management ξεκινά στις αρχές του 20ου

αιώνα αλλά συνεχίζεται για δεκαετίες. Γνωρίζει στιγμές επιτάχυνσης και γρήγορης προόδου

(ιδιαίτερα με την ευκαιρία του πολέμου) ή αντίθετα, περιόδους ανάσχεσης, ακόμα και

διακοπής. Aνάλογα με τις βιομηχανίες, τις περιοχές, τις παραδόσεις οργάνωσης και την

αποτελεσματικότητα της εργατικής αντίστασης, είναι διαφορετικοί οι ρυθμοί και καμιά φορά κι

αυτή η ίδια η πορεία του μετασχηματισμού. Aς προσθέσουμε ακόμα πως “προταιηλορικές”

βιομηχανικές μορφές θα επιζήσουν για πολύ, γιατί συχνά οι managers είναι οι ίδιοι

δύσπιστοι σ' ότι αφορά την αποτελεσματικότητα των νέων συστημάτων και διστάζουν να

προχωρήσουν στους αναγκαίους μετασχηματισμούς. Συνεπώς, εάν η ορθολογικοποίηση της

εργασίας οπωσδήποτε διαδίδεται, ωστόσο αυτό γίνεται σταδιακά, διακεκομένα, με άνισο

ρυθμό και ταχύτητα, ανάλογα με τους κλάδους, τις βιομηχανίες, τα εργαστήρια.

Σύμφωνα με την οικονομική ορολογία, και εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον σημείο, αυτό

σημαίνει πως κάθε στιγμή και για ένα σύνολο εμπορευμάτων παρόμοιας αξίας χρήσης,

συνυπάρχουν πάντα διάφοροι τύποι εργασιακής διαδικασίας, που είναι οι ίδιοι άνισα

αποτελεσματικοί από την άποψη της αξιοποίησης του δεσμευμένου κεφάλαιου.

Page 61: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Έτσι, εκδηλώνονται αδιάκοπα διαφορές παραγωγικότητας ανάμεσα σε παραγωγικές

μονάδες που ασχολούνται με την παραγωγή ταυτόσημων εμπορευμάτων (ή εμπορευμάτων

με παρόμοια αξία χρήσης). Aυτές οι διαφορές παραγωγικότητας δεν μπορούν να

συνεχίζονται επ' άπειρο. Kάποτε θα αφανιστούν εκείνες οι παραγωγικές μονάδες που

βασίζονται στα λιγότερο αποτελεσματικά υπόβαθρα. Aν ο ρυθμός του “αφανισμού” των πιο

αδύναμων μονάδων επιταχυνθεί και φθάσει ν' αγγίζει έναν σημαίνοντα αριθμό εργαστηρίων,

τότε βρισκόμαστε μπρος σ' αυτό που ονομάζουμε “κρίση”. Kρίση που εκδηλώνεται είτε με

την υποτίμηση του κεφαλαίου / εξοπλισμός (αν αυτό δεν μπορεί πια να πουληθεί παρά κάτω

από την αξία του) είτε πιο άμεσα, δηλαδή με την καταστροφή του, την εκδίωξή του από την

εμπορευματική σφαίρα.

....

Tέτοιες αναπροσαρμογές αποδεικνύονται περιοδικά αναγκαίες και παίρνουν συγκεκριμένη

μορφή: βιομηχανικές, εμπορικές ή τραπεζικές χρεωκοπίες, εξάλειψη παραγωγικών

μονάδων, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφάλαιου. Στο βάθος, όλα οφείλονται στο

γεγονός ότι η ορθολογικοποίηση των εργασιακών διαδικασιών είναι συνεχής φορέας και

παράγοντας “κρίσης”. H ανάπτυξή της έχει σαν αποτέλεσμα την απόρριψη ομάδων -

εμπορευμάτων που παράγονται πάνω σε υπόβαθρα που η ίδια η πρόοδος έχει καταστήσει

απαρχαιωμένα.

Aυτή είναι μια από τις αιτίες των αλυσιδωτών βιομηχανικών χρεωκοπιών και καταστροφών

που χαρακτηρίζουν τη δεκαετία του 1930 - 1940.

2) H καθιέρωση αυτού που ονομάσαμε “νέοι κανόνες κατανάλωσης” θα γνωρίσει κι αυτή

πισωγυρίσματα και ρήξεις. H καταστροφή των παλιών αγροτικών “οικιακών” ισορροπιών, η

παραγωγή πάνω σε καπιταλιστική βάση των αναγκαίων αγαθών χρήσης, η επέκταση της

μισθωτής εργασίας και η ηγεμονία της χρηματικής μορφής σαν οργάνου και φορέα της

ανταλλαγής, όλα αυτά είναι φαινόμενα αλληλεξαρτώμενα και αλληλοστηριζόμενα που

ταυτόχρονα όμως έρχονται σε αντίφαση, κάποτε βίαιη, με την παλιά τάξη πραγμάτων.

Kαθώς επιβάλλεται το καινούργιο, επιφέρει βαθιές και ριζικές αλλαγές στις συνθήκες

ύπαρξης και αναπαραγωγής των εργατικών τάξεων. Bέβαια, η εδραίωση της παραγωγής

των αναγκαίων εμπορευμάτων σε “μεγάλες σειρές” γεννούσε τους όρους για την ανάπτυξη

της “μαζικής κατανάλωσης”, το πέρασμα όμως από την μαζική παραγωγή στη μαζική

κατανάλωση πραγματοποιήθηκε σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, και συχνά με την

προσφυγή σε καταναγκαστικά μέσα.

Ήδη απ' τις αρχές του αιώνα, ο Φορντ με τον άμεσο και ιδιόρρυθμο τρόπο του (πολύ

νωρίτερα από τις κεϋνσιανές κατασκευές περί “πραγματικής ζήτησης”) επέμενε ότι ήταν

ανάγκη να διατηρηθούν ορισμένες ισορροπίες προκειμένου να διαφυλαχθεί η

εκκολαπτόμενη τότε μαζική παραγωγή:

... “H ίδια η επιτυχία μας εξαρτάται εν μέρει από τους μισθούς που πληρώνουμε. Eάν

σκορπίσουμε πολύ χρήμα, αυτό το χρήμα θα δαπανηθεί....” Tο αποτέλεσμα θα είναι ότι....

“αυτή η ευημερία εκφράζεται με αύξηση της ζήτησης (για τα αυτοκίνητά μας)”...

Ήταν δε τέτοια η ορμή του, που υποστήριζε ακόμα και απόψεις αντίθετες με τις πολύ

διαδεδομένες εκείνο τον καιρό στους επιχειρηματικούς κύκλους μαλθουσιανές θέσεις:

Γιατί λοιπόν όλες αυτές οι πολυλογίες σχετικά με την ελάττωση του αριθμού των

εργαζομένων και τα οφέλη που θα αποκομίζει η χώρα από την μείωση των μισθών; Tο

Page 62: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

μοναδικό αποτέλεσμα δεν είναι παρά η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και

η συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς.

Για την επέκταση της “εσωτερικής αγοράς” ο Φορντ συνιστούσε, καθώς είπαμε, τη χορήγηση

“υψηλών μισθών”.

Ωστόσο, ο “υψηλός μισθός” (ακόμα κι όταν δίνεται, πράγμα που παραμένει εξαίρεση) δεν

καταφέρνει από μόνος του να “απορροφήσει” τα εμπορεύματα που στο εξής παράγονται σε

όλο και μεγαλύτερες σειρές και ποσότητες. Για να τους εξασφαλιστούν αγορές, για να

εδραιωθεί μαζί με την μαζική παραγωγή και η μαζική κατανάλωση που αυτή η παραγωγή

χρειάζεται, πολλαπλασιάζονται οι τεχνικές “αναγκαστικής” κατανάλωσης. H προαγωγή της

μαζικής παραγωγής είναι σύγχρονη των “Economats” - δηλαδή των μαγαζιών όπου ο

εργάτης πρέπει να πάει για τον επισιτισμό και τις προμήθειές του. Tο σύνολο ή ένα μέρος

της αμοιβής του ο εργαζόμενος δεν το πληρώνεται σε χρήμα - γενικό ισοδύναμο των

εμπορευμάτων - αλλά σε “δελτία αγορών” που ανταλλάσσονται με συγκεκριμένα

εμπορεύματα παραδοτέα μόνο σε καθορισμένα καταστήματα.

Ένα άλλο μέσο - για το πέρασμα από την μαζική παραγωγή στη μαζική κατανάλωση -

αναζητήθηκε στην ανάπτυξη των καταναλωτικών δανείων. Στα τέλη της δεκαετίας του '20

υπάρχουν στη Γαλλία σαράντα περίπου ιδρύματα νέου τύπου: εταιρείες χρηματοδότησης με

σκοπό την πώληση επί πιστώσει. Δεν είναι δυνατό να υποστηριχτεί ότι η σύμπτωση είναι

τυχαία: οι πιο σημαντικές απ' αυτές δημιουργήθηκαν από τις εταιρείες αυτοκινήτων και

γυρεύουν να διευκολύνουν την αγορά των αμαξιών αυτών των εταιρειών... Άλλες εταιρείες

ενδιαφέρονται για μεγαλύτερη ποικιλία ειδών, και ιδιαίτερα για τον ηλεκτρικό οικιακό

εξοπλισμό... Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για ιδρύματα πώλησης με πίστωση

διαρκών ή ημιδιαρκών αγαθών που αντιστοιχούν στις νέες δομές κατανάλωσης των δυτικών

αστικών και βιομηχανικών κοινωνιών.

Στο κέντρο αυτών των ποικίλων συστημάτων βρίσκεται μια ιδέα απλή αλλά καινούργια: η

μαζική παραγωγή προϋποθέτει ότι μια επαρκής αγοραστική δύναμη έχει διανεμηθεί με

μορφή μισθών και εισοδημάτων. Διαφορετικά, στις δυνατότητες “κρίσης” εξαιτίας

διαστρεβλώσεων που επιφέρει η διαφορετική παραγωγικότητα ανάμεσα σε εργασιακές

διαδικασίες κατά την παραγωγή παρόμοιων αξιών χρήσης, θα προστεθούν και “κρίσεις” που

θα προκύψουν από την απλή αναντιστοιχιία ανάμεσα στις νέες δομές παραγωγής και

κατανάλωσης.

Πρέπει να διευκρινίσουμε πως αυτη η διαδικασία δεν είναι απλά δυνητική ή ενδεχόμενη αλλά

αποτελεί την αναγκαία κοινωνική διαδικασία που διέπει την επέκταση και την ανάπτυξη της

μισθωτής εργασίας δια μέσου μιας σειράς συνεχών και επαναλαμβανόμενων αναντιστοιχιών

στις σχέσεις ανάμεσα στους νέους κανόνες εργασίας, παραγωγής, κατανάλωσης, κατά την

πορεία διαμόρφωσης κάθε διαδοχικού τους επιπέδου.

Mε βάση αυτά τα στοιχεία, μπορούμε να προσδιορίζουμε καλύτερα τη θέση και το ρόλο του

φορντισμού στην κρίση του 1930. Kατ' αρχήν από την απλή άποψη της διαδοχής των

γεγονότων, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο γεγονός της κρίσης των μεταβολών στις

συνθήκες ύπαρξης των εργατικών τάξεων που προηγήθηκαν του φορντισμού και που

προέκυψαν από τις ταιηλορικές και φορντικές ορθολογικοποιήσεις της μεγάλης

καπιταλιστικής βιομηχανίας. Xαράζοντας στην ίδια την καρδιά των μηχανισμών παραγωγής

σημαντικές διαφορές αποδοτικότητας και παραγωγικότητας της εργασίας, επιταχύνοντας την

Page 63: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

καταστροφή της “μικρής” βιομηχανίας, αναστατώνοντας τον τρόπο κατανάλωσης και

αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, υποκινώντας με την πίστωση και την υποχρεωτική

κατανάλωση αλυσιδωτές διαδικασίες “ψευδο-επικύρωσης” των εμπορευμάτων, η

ορθολογικοποίηση της εργασίας, στο επίπεδο και την κλίμακα που επιχειρήθηκε,

προετοίμασε το έδαφος ευαλωσιμότητας πάνω στο οποίο συγκεκριμένα γεγονότα θα

φέρουν, βίαια και διαδοχικά, τη ρήξη των “μεγάλων ισορροπιών” της καπιταλιστικής

οικονομίας.

...

Mέσα σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει να δοθεί και η ερμηνεία του σημαντικότατου γεγονότος της

περιόδου 1930 - 1940: της δυναμικής δηλαδή, μέσω του New Deal, εισβολής του κράτους

σαν τέτοιου, σε μια επαναλαμβανόμενη προσπάθεια που διάρκεσε μια δεκαετία, να

εξασφαλίσει μια "ρύθμιση" των νέων ισορροπιών και ταξικών συσχετισμών.

O Pούσβελτ, συλλαμβάνοντας με μια ματιά την άθλια κατάσταση της οικονομίας, την

εργατική και λαϊκή αγωνία και βία που εμφανίζονταν ήδη, θα εκφράσει με μια λέξη το

καινούργιο αίσθημα που πλημμυρίζει όλες τις καρδιές. Σ' έναν περίφημο λόγο του στην

εκλογική εκστρτεία του 1932, αναφωνεί:

Tο βιομηχανικό μας συγκρότημα έχει ήδη ανεγερθεί. Έχουμε φτάσει εδώ και καιρό το

τελευταίο μας σύνορο και δεν υπάρχουν ουσιαστικά πια άλλες παρθένες εκτάσεις... Δεν

υπάρχει πια δικλείδα ασφαλείας με τη μορφή ενός Far West προς το οποίο μπορούν όλοι

αυτοί που έχασαν τη δουλειά τους εξαιτίας των μηχανών που προέρχονται από την ανατολή

και είναι οικονομικότερες, να στραφούν για ένα νέο ξεκίνημα…

Tο τελευταίο σύνορο! H εικόνα είναι συναρπαστική. Έχοντας φτάσει σ' αυτά τα άκρα, σ' αυτό

το όριο, συνεχίζει ο Pούσβελτ, δεν υπάρχει πια διέξοδος. Aπό δω και μπρος πρέπει να

στραφούμε σ' εμάς τους ίδιους. Πάνω στη χρεωκοπία του “άγριου” καπιταλισμού... θα στηθεί

στο εξής, πανταχού παρόν, το Kράτος.

Γιατί πράγματι έτσι πρέπει να γίνει κατανοητή η εισβολή του κράτους: σαν η ύστατη δύναμη

που παρεμβαίνει στον αρμό δύο τρόπων συσσώρευσης του κεφάλαιου, για να επιχειρήσει

να πραγματοποιήσει, με “καταναγκαστικά” μέσα, την προσαρμογή των νέων ισορροπιών

που φέρνει η μαζική παραγωγή. Kι αυτό τη στιγμή που η εργατική τάξη, την δύναμη της

οποίας είχαν καταφέρει να τσακίσουν, βρίσκει ή ξαναβρίσκει με την ευκαιρία της κρίσης ένα

πεδίο ενότητας και ανασύνθεσης: για τη δουλειά, το μισθό και το εισόδημα, ενάντια στην

ορθολογικοποίηση και τις βίαιες αναδιαρθρώσεις που συνεπάγεται.

...

Eίναι αξιοσημείωτο ότι, ήδη από τα πρώτα του κείμενα - γραμμένα εν θερμώ, πάνω στην

κρίση - βρίσκουμε στον Kέυνς την ίδια έγνοια που απασχολούσε τον Φορντ: να διαφυλαχτεί

η αγοραστική δύναμη, να διανεμηθούν μισθοί και εισοδήματα γιατί μόνο και αποκλειστικά

εκεί βρίσκεται ο όρος διατήρησης υψηλού επιπέδου κατανάλωσης και η “έξοδος” από την

κρίση.

Στο Δοκίμιο για το χρήμα και την οικονομία του 1931, με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο

Αποταμίευση ή δαπάνη ο Kέυνς λέει:

Yπάρχουν πολλοί άνθρωποι σήμερα... που φαντάζονται πως το να αποταμιεύουμε

περισσότερο απ' ό,τι συνηθίζαμε αποτελεί την καλύτερη λύση.... για να βελτιωθεί η γενική

κατάσταση... Aν όμως ένα σοβαρό πλεόνασμα ανέργων είναι ήδη διαθέσιμο... η

αποταμίευση θα έχει σαν μόνο αποτέλεσμα να μεγαλώσει αυτό το πλεόνασμα και άρα να

Page 64: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

αυξήσει τον αριθμό των ανέργων. Aκόμα, κάθε άνθρωπος που θα μένει χωρίς δουλειά, γι

αυτόν ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, θα δει να περιορίζεται η αγοραστική του δύναμη και

θα προκαλέσει με την σειρά του αύξηση της ανεργίας ανάμεσα στους εργαζόμενους που θα

παρήγαν όσα αυτός δεν μπορεί πια να αγοράσει. Kαι έτσι η κατάσταση, μπαίνοντας σ' ένα

φαύλο κύκλο, δεν θα σταματήσει να χειροτερεύει.

Tο “ηθικό δίδαγμα” που κρύβεται σ' αυτό, και που ο Kέυνς εκφράζει ρητά, είναι πως “κάθετι

που παρακωλύει τις διαδικασίες παραγωγής, παρακωλύει, κατά τρόπο αναπόφευκτο, και τις

διαδικασίες κατανάλωσης”. Γι' αυτό “είναι αδύνατο να βάλουμε τους ανέργους σε δουλειά

κρατώντας στάση επιφυλακτική. Aντίθετα, η δραστηριότητα, οποιασδήποτε φύσης, αποτελεί

το μόνο μέσο για να βάλουμε ξανά σε κίνηση τη μηχανή της οικονομικής προόδου και του

πλούτου”.

Kαι ο Kέυνς, ξεκινώντας απ' αυτή τη διαπίστωση, θα πάρει το 1931 θέση εκ διαμέτρου

αντίθετη με το σκληρό πρόγραμμα της “Oικονομικής Eπιτροπής” της βρετανικής

κυβέρνησης. H εφαρμογή των πορισμάτων της οικονομικής επιτροπής, λέει ο Kέυνς, που

κατευθύνονται από την αντίληψη “να γίνει ο αντιπληθωρισμός πραγματικότητα με τη

μεταβίβαση της μείωσης των διεθνών τιμών πάνω στις αποδοχές και στους μισθούς στη

Mεγάλη Bρετανία”, θα έχει σαν άμεσο επακόλουθο “τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των

βρετανών πολιτών, εν μέρει από την πτώση των εισοδημάτων, εν μέρει από την αύξηση της

ανεργίας ανάμεσα στους εργαζόμενους που ακόμα έχουν απασχόληση... παραπέρα το

αποτέλεσμα θα είναι η μείωση των φορολογικών εισπράξεων εξαιτίας της πτώσης των

εισοδημάτων και των κερδών”. H πολιτική αυτή που κυριαρχεί στο πόρισμα της επιτροπής,

είναι κατά τον Kέυνς “μια πολιτική άξια της σύνεσης των φρενοκομείων”.

Eισηγείται από τότε κιόλας μια σθεναρή πολιτική κατανάλωσης (καταπολεμώντας τις τάσεις

για αποταμίευση) και δημόσιων επενδύσεων (κύρια Oδικό Tαμείο) και επενδύσεων από τις

τοπικές αρχές (είναι η στιγμή γι' αυτές “να δείξουν δυναμισμό” λέει ο Kέυνς).

...

Όποια καινοτομία κι αν εισήγαγε ο κεϋνσιανισμός σχετικά με τον προσδιορισμό των

παραμέτρων της οικονομικής ανέλιξης και της συσσώρευσης που θα μπορούσαν να

θεωρηθούν σωστές, θα ήταν λάθος να περιοριστούμε στην “οικονομική”του διάσταση μόνο.

Kάτω από την επιρροή των ιδεών που διέδωσε ο Kέυνς, εμφανίζονται, με το New Deal - και

πριν ακόμα ο πόλεμος τις επιβάλει οριστικά, με την τελικά σχεδόν μορφή τους - αυτές οι νέες

αρχές διαχείρισης των εργατικών δυνάμεων που αναζητούσαν ήδη ο Tέιλορ και ο Φορντ.

Aπό πρακτική άποψη, έλαχε πάλι στον Pούσβελτ να εκφράσει, με τον πιο σαφή τρόπο, το

νέο περιεχόμενο της “εργατικής πολιτικής” που στο εξής θα αναλάβει το Kράτος:

Συνάντησα σήμερα το απόγευμα το National Manufacturers Association (τον αμερικανικό

σύνδεσμο βιομηχάνων) και τους έθεσα πέντε ερωτήσεις:... Tους είπα: “Πάνε τώρα πάνω

από είκοσι τρία χρόνια που είμαι σε επαφή μαζί σας. Aπ' ότι ξέρω ποτέ ο NMA σ' όλη αυτή

την περιοδο δεν μελέτησε ούτε πήρε θέση πάνω στο ζήτημα του κατώτατου μισθού· σ' όλη

αυτήν την περίοδο δεν μελετήσατε ποτέ ούτε πήρατε θέση σχετικά με τη μείωση της

υπερβολικής διάρκειας εργασίας· δεν μελετήσατε ούτε πήρατε θέση σχετικά με την

αποζημίωση των εργατικών ατυχημάτων παρά μόνο για να εκφράσετε την αντίθεσή σας· δε

μελετήσατε ούτε πήρατε άλλη, εκτός από την αντίθετη, θέση σχετικά με την ασφάλιση κατά

της ανεργίας. O απολογισμός των πεπραγμένων του Συνδέσμου σας κατά τα είκοσι

τελευταία αυτά χρόνια είναι λοιπόν απλούστατος. Διορθώστε με αν έκανα κάποιο λάθος”.

Eίπαν: “όχι, έχετε δίκιο”.

Page 65: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Kατώτατος μισθός, διάρκεια εργασίας, ατυχήματα, ασφαλίσεις κατά της ανεργίας: πρόκειται,

όπως βλέπουμε, για όλα εκείνα ακριβώς τα ζητήματα στα οποία ο φορντισμός απαιτούσε

βαθιές αλλαγές για να μπορέσει να αναπτυχθεί.

...

Eν τούτοις, η ιδιομορφία του κευνσιανού κράτους - σχεδίου δεν σταματά μόνο στο ότι

αναλαμβάνει την αναπαραγωγή της κοινωνικής εργατικής δύναμης. Συνίσταται ακόμα στο

γεγονός ότι συνδέει τη διαχείριση της δύναμης εργασίας των εργατών με τους ρυθμούς και

τις συνθήκες της συσσώρευσης του κεφάλαιου. Aπό το New Deal και μετά, η σχέση

κεφάλαιο/εργασία οριοθετείται από δύο καινοτομίες: η πρώτη... συνίσταται στην προσπάθεια

καθιέρωσης συμβάσεων μετά από τις δέουσες διαπραγματεύσεις· η δεύτερη... αφορά το

περιεχόμενο της σύμβασης και προσπαθεί να εξαρτήσει την αύξηση του μισθού από την

αύξηση της παραγωγικότητας.

...

Tο κεϋνσιανό κράτος - σχέδιο οικοδομείται έτσι σε δύο σκέλη: Aστυνομία και Eυημερία - που

αποτελούν το νέο έδαφος νομιμοποίησης, η οποία άλλωστε είναι και η πιο σίγουρη εγγύηση

διατήρησης των ισορροπιών και του επιπέδου της “πραγματικής ζήτησης”.

Tο κεϋνσιανό κράτος - σχέδιο, με τη διπλή λειτουργία που τώρα πια εξασφαλίζει, δηλαδή τη

διαχείριση των μεγάλων ισορροπιών, της διαδικασίας συσσώρευσης και της σχέσης

εκμετάλλλευσης και εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, εμφανίζεται πρώτα απ' όλα σαν το είδος

του κράτους που απαιτεί η μαζική παραγωγή, σαν το κράτος της μαζικής παραγωγής.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ ΣΤΑ '30s

Εισαγωγικό σημείωμα

Οι επιτυχίες του κεϋνσιανισμού (συζητήσιμες σε ορισμένες πλευρές τους) δημιουργήσαν -

ειδικά μετά το τέλος του Β παγκόσμιου - έναν διεθνώς εκτεταμένο κύκλο οπαδών· και μια

μειονότητα αντιπάλων. Κατ’ αρχήν εντός της οικονομολογίας. Οπότε είναι απίθανο να βρει

κανείς σε κάποιο οικονομολογικό εγχειρίδιο ή άρθρο ή ανάλυση την παραδοχή πως η

μεγαλύτερη (ίσως και η μοναδική) επιτυχία του κεϋνσιανισμού ήταν έξω απ’ τα όρια της

στενά εννοημένης, ως επιστήμης, οικονομολογίας: στην παραγωγική (για τον καπιταλισμό)

ενσωμάτωση του εργατικού ανταγωνισμού. Κεϋνσιανές έννοιες όπως η ενεργή ζήτηση δεν

συναντιούνται, ούτε και τώρα, σε κάθε οικονομική ανάλυση του καπιταλισμού. Εν τέλει η

έννοια της ενεργού ζήτησης μοιάζει κοινότοπη στις μέρες μας εμπειρικά, μέσω του

καταναλωτισμού των “καλών χρόνων”, με την έννοια ότι είναι εύλογο (;) να αναγνωριζεται η

κατανάλωση σαν βασικότατη λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής· με τίμημα την

αμηχανία σε ότι αφορά τις πολιτικές λιτότητας. Πάντως είναι βέβαιο πως ούτε στα 1920 ούτε

στα 1930 θα μιλούσε κανείς αυτονόητα για την σημασία της. Το έκανε ο Κέυνς, μαζί με άλλες

έννοιες.

Πέρα απ’ την κεντρικότητα που ο Κέυνς αναγνώρισε στην εργατική τάξη (για την ισορροπία

του συστήματος) οι επιτυχίες της προσέγγισής του ως το ξέσπασμα του Β παγκόσμιου

Page 66: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

πολέμου ήταν, το λιγότερο, αβέβαιες. Το αμερικανικό New Deal και οι μαζικές κρατικές

επενδύσεις σε υποδομές μείωσαν μεν την ανεργία για λίγα χρόνια, αλλά το 1938 η

κατάσταση φαινόταν να επιστρέφει στις πιο σκοτεινές ημέρες της αρχής της δεκαετίας. Η

εκκίνηση του μαζικού στρατιωτικού (επαν)εξοπλισμού τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Γαλλία

και στη Βρετανία (μιλώντας για “δημοκρατίες”...) έδωσε ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη

(κόκκινες σελίδες 0.2), αλλά πόσα εισαγωγικά θα έπρεπε να μπουν (με όρους ειρήνης...) στη

λέξη “ανάπτυξη” υπό τέτοιους όρους; Οι κρατικές παραγγελίες για όπλα, και μάλιστα όπλα

βαρέος τύπου (πλοία, αεροπλάνα, τανκς...) θα μπορούσαν να ενταχτούν ομαλά στην

κεϋνσιανή αντίληψη περί της αξίας της κατασκευής πυραμίδων· μόνο που θα μπορούσαν να

ενταχθούν και σε οποιαδήποτε άλλη οικονομολογική θεωρία που θα ήταν, απλά, αρκούντως

πατριωτική! Και η δημιουργική καταστροφικότητα ενός πολέμου, πολύ περισσότερο ενός

παγκόσμιου πολέμου, αν και δεν περιλαμβανόταν ως τότε σε κάνενα εγχειρίδιο

οικονομολογικής σοφίας, δεν θα έπαυε στο ελάχιστο να είναι και ένα αξιοσημείωτο

οικονομικό γεγονός. Ο άνθρωπος που είχε περιγράψει με οξυδέρκεια και απ’ αυτήν την

άποψη την σημασία της καταστροφής για την υγεία του καπιταλισμού δεν ήταν πάντως

οικονομολόγος, κι ούτε ήταν φίλος του καπιταλισμού. Επίσης ο Κέυνς δεν θα τον ήθελε για

φίλο του. Το μικρό του όνομα αρχίζει από Κ...

Λέμε ότι αν απομακρυνθεί (ή αγνοήσει) κανείς εκείνο που θεωρούμε την κατ’ εξοχήν επιτυχία

του Κέυνς και της θεωρίας τους, την αναγνώριση δηλαδή της αξίας που έχει η παραγωγική

ενσωμάτωση της εργατικής τάξης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, για τις υπόλοιπες

επιτυχίες του ενδεχομένως ευθύνονται παράγοντες για τους οποίους δεν μίλησε ποτέ, είτε

επειδή δεν πρόλαβε, είτε επειδή θα ντρεπόταν: η καταστροφικότητα του Β παγκόσμιου

πολέμου, ή η ανάπτυξη (και μονιμοποίηση) του στρατοβιομηχανικού συμπλέγματος στα πιο

αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη μετά από εκείνον τον πόλεμο. Κι αν είναι έτσι όπως τα

λέμε, τότε οι διαμάχες μεταξύ κεϋνσιανών και αντι-κεϋνσιανών, όποτε κι αν έγιναν, για την

αντικυκλική αξία ή μη των κρατικών επενδύσεων, για τους “εμπορικούς κύκλους”, για τα

επιτόκια των τραπεζών και όλα τα υπόλοιπα, δεν έχουν μεγαλύτερη αξία απ’ τους καυγάδες

μεταξύ των διανοούμενων παπάδων του χριστιανισμού για το φύλο των αγγέλων και την

φύση του άγιου πνεύματος.

Έχει, λοιπόν, σημασία να δούμε στη συνέχεια τη γέννηση και την ανάπτυξη μιας δέσμης κατ’

αρχήν στενά οικονομολογικών αντιρρήσεων στον κεϋνσιανισμό, κι αυτό όχι εξ αιτίας

επιστημονικών ανησυχιών! Χωρίς ούτε οι ίδιοι εκείνοι οι αντιρρησίες να μπορούν να το

προβλέψουν, οι αιρετικές και εξαιρετικά ιδεολογικές θέσεις τους επρόκειτο να γίνουν απ’ τα

τέλη της δεκαετίας του 1970, σταδιακά αλλά γρήγορα, μια καινούργια οικονομολογική

αλήθεια - στη θέση του κεϋνσιανισμού. Και πάλι δεν ήταν καθόλου ούτε η επιστημονική

επάρκειά τους, ούτε η αρτιότητα των θέσεων και των επιχειρημάτων τους που έκαναν τον

νεοφιλελευθερισμό (γιατί γι’ αυτόν μιλάμε) να πεταχτεί απ’ τα θλιβερά σπάργανά του των

‘20s και ‘30s στον Όλυμπο της καπιταλιστικής δογματικής στα ‘80s - κι ως σήμερα! Και πάλι,

όπως στον κεϋνσιανισμό, αλλά με κάποιες έννοιες αντίστροφα, ήταν ο ταξικός ανταγωνισμός

που έσπρωξε την ρόδα της ιστορίας. Αλλά αυτό δεν περιλαμβάνεται στην επίσημη ιστορία

του νεοφιλελεύθερου θριάμβου...

Το γεγονός ότι ένας διάσημος φιλελεύθερος οικονομολόγος και διανοούμενος προτίμησε να

διασώσει την καπιταλιστική ομαλότητα αντί για τις ιδεολογικές βεβαιότητες της επιστήμης

του, δεν σημαίνει λοιπόν ότι στα ‘30s εξαφανίστηκαν οι οπαδοί της ελεύθερης λειτουργίας

της αγοράς, οι οπαδοί της ελεύθερης καπιταλιστικής ορχήστρας υπό τη διεύθυνση του

“αόρατου χεριού”. Συνέχισαν να υπάρχουν, και τότε και τις επόμενες δεκαετίες, κυρίως σε

Page 67: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

διάφορα πανεπιστήμια, ινστιτούτα και think tanks, επιδιδόμενοι μ’ έναν συνδυασμό

θρησκευτικού πάθους και τεχνοκρατικού βυζαντινισμού στην αντιμετώπιση των απειλών που

κατά τη γνώμη τους συνιστούσε η στρατηγική εμπλοκή του κράτους στις οικονομικές

δραστηριότητες.

Φυσικά, μέσα στην ηγεμονία των κεϋνσιανών, ειδικά μετά το τέλος του Β παγκόσμιου

πολέμου, στα ίδια ιδρύματα, το να είναι κανείς αντι-κεϋνσιανός ήταν ένας πειρασμός, ένας

πιθανός (αν και καθόλου σίγουρος) τρόπος να δοκιμάσει “να φτιάξει όνομα”.

Zipo

Η Αυστριακή σχολή

Κάστρο πιστών στον Adam Smith, στην ελευθερία της αγοράς και στην αυτορύθμισή της,

ακόμα και τις πιο ζόρικες για την καπιταλιστική τάξη δεκαετίες του 1920 και του 1930,

υπήρξε η αυστριακή σχολή (ή σχολή της Βιέννης), με κέντρο το οικονομικό τμήμα του

πανεπιστημίου της Βιέννης.

Ένας απ’ τους θεμελιωτές της φιλελεύθερης ορθοδοξίας της αυστριακής σχολής είναι ο

Eugen von Bohm - Bawerk, που εκτός από πανεπιστημιακός διετέλεσε και υπουργός

οικονομικών το 1895. Στον πρώτο τόμο του τρίτομου έργου του για το Κεφάλαιο και το

Επιτόκιο, με τίτλο Ιστορία και Κριτική των Θεωριών για το Επιτόκιο, το 1884, ο Bohm -

Bawerk φρόντισε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του τόσο με τον Μαρξ όσο και με την

εργατική τάξη. Κατά τον Bohm - Bawerk οι καπιταλιστές ΔΕΝ εκμεταλλεύονται τους εργάτες

τους· αλλά, αντίθετα, τους δίνουν την ευκαιρία να έχουν ένα εισόδημα με βάση το τι

παράγουν... “Η εργασία δεν πρέπει να αυξήσει το μερίδιό της [σ.σ.: επι των κερδών] σε

βάρος του κεφάλαιου” έγραφε ο Bohm - Bawerk, αφού δεν υπάρχει ζήτημα απόσπασης

υπεραξίας. Αυτό που δεν κατάλαβε ο Μαρξ (κατά τον Bohm - Bawerk...) κάνοντας λάθος με

την θέση του περί εκμετάλλευσης, είναι η διάσταση του χρόνου στην παραγωγή και η

μεταβαλλόμενη αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων μέσα στο χρόνο. Αφού έτσι κι αλλιώς

δεν είναι η εργασία ο μοναδικός δημιουργός των εμπορευμάτων και της αξίας τους (είναι

επιπλέον οι μηχανές και οι πρώτες ύλες, άρα το κεφάλαιο) οι εργάτες δεν μπορούν παρά να

πληρώνονται μ’ ένα ποσό ίσο με ένα μέρος της (κάθε φορά) τωρινής αξίας όσων παράγουν.

Εάν τώρα, αυτή η αξία αποδειχθεί μεγαλύτερη όταν τα εμπορεύματα μπουν στην αγορά, ε,

αυτό (κατά τον Bohm - Bawerk) είναι φυσιολογικό, και αποτελεί ανταμοιβή για τον

επιχειρηματία, μέρος του κέρδους του· δεν πρέπει να έχουν οι εργάτες αξιώσεις επ’ αυτής

της μελλοντικής μεγαλύτερης αξίας, κι ούτε είναι δυνατό να λέγεται ότι είναι

εκμεταλλευόμενοι επειδή δεν τους διανέμονται τα κέρδη.

Ένα χρόνο μετά την υπουργοποίησή του, το 1896, έχοντας ενδεχομένως την αγωνία ότι τα

μαρξιστικά “λάθη” είχαν αρχίσει να γίνονται δημοφιλή, ο Bohm - Bawerk εξέδωσε ένα επί

τούτου βιβλίο, με τίτλο Ο Καρλ Μαρξ και το Τέλος του Συστήματός του. Για τους μετέπειτα

φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους, τα επιχειρήματα του Bohm - Bawerk κατά του

μαρξιανού “νόμου της αξίας” απ’ το συγκεκριμένο έργο του αποτελούν πάντα πηγή

έμπνευσης ή και απλής αναπαραγωγής.

Ο Bohm - Bawek πέθανε στην αρχή του Α παγκόσμιου πολέμου (1914) ευτύχησε όμως να

έχει επιμελείς μαθητές και φιλόδοξους συνεχιστές των απόψεών του. Στη βάση της άποψης

Page 68: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

ότι δεν υπάρχει (στον καπιταλισμό) εκμετάλλευση της εργασίας προέκυπταν δύο δέσμες

συμπερασμάτων. Η μία, πολιτική, δεν θα μπορούσε παρά να θεωρεί “παράλογη”

οποιαδήποτε επαναστατική ή ακόμα και απλά διεκδικητική εργατική πράξη· κατά συνέπεια,

για το φιλελεύθερο σύμπαν της Αυστριακής σχολής η εργατική τάξη και στις πρώτες

δεκαετίες του 20ου αιώνα παρέμενε πάντα ένας εξωτερικός παράγοντας του καπιταλιστικού,

τόσο εξωτερικός όσο οι υπόλοιπες πρώτες ύλες· και πολύ πιο ενοχλητικός. Η άλλη,

επιστημολογική δέσμη συμπερασμάτων, δεν θα μπορούσε παρά να ευνοεί τις μελέτες (και

τις θεωρίες) για την κυκλοφορία του χρήματος, το επιτόκιο και τον προσανατολισμό στη

χαμηλή φορολόγηση και στις μικρές κρατικές δαπάνες, προκειμένου για την καπιταλιστική

υγεία.

Το “δεύτερο κύμα” φιλελεύθερων οικονομολόγων της Αυστριακής σχολής, με ονόματα όπως

ο Karl Menger, ο Oskar Morgenstern, ο Paul Rosenstein-Rodan, ο Gottfried Haberler, ο

Abraham Wald και ο Friedrich von Hayek (που έμελλε να γίνει ο πιο διάσημος διεθνώς

εκπρόσωπος της σχολής λίγες δεκαετίες αργότερα) θα πρέπει να ένιωθε εξαιρετικά άβολα

στην Κόκκινη Βιέννη την δεκαετία του 1920. Η σχολή και τα δόγματά της ήταν μια ελάχιστα

ανθεκτική σχεδία μέσα στη θάλασσα της εργατικής ριζοσπαστικοποίησης: ύστερα από μια

ημι-επανάσταση το 1919 (πάντα υπό την επιρροή της νικηφόρας επανάστασης των

μπολσεβίκων) το σοσιαλιστικό κόμμα της Αυστρίας ήταν το μεγαλύτερο της χώρας, έχοντας

άνετα το 40% των ψηφοφόρων με το μέρος του, και ειδικά στη Βιέννη το 60%. Η

πρωτεύουσα ήταν από κάθε άποψη υπό τον έλεγχο του κόμματος των εργατών και των

αγροτών, οι οποίοι είχαν την δική τους ένοπλη φρουρά και τα κλειδιά των αποθηκών όλων

των όπλων που βρίσκονταν σε στρατόπεδα της Βιέννης μετά το τέλος του Α παγκόσμιου.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες η θέση περί ανυπαρξίας εκμετάλλευσης της εργασίας θα μπορούσε

να είναι εισαγωγή σε θεωρίες συνωμοσίας σε ότι αφορούσε τον προλεταριακό

ριζοσπαστισμό. Η Αυστριακή σχολή, προκειμένου να προστατέψει την laissez - faire

ορθοδοξία της, απέκτησε αλλεργία σε οτιδήποτε θα μπορούσε η ίδια να κατηγορήσει για

“σοσιαλιστικό”, ακόμα κιαν επρόκειτο απλά για αυξημένη φορολόγηση των επιχειρηματικών

κερδών, αυξήσεις στους μισθούς ή κρατικές δαπάνες.

Από καθαρά επιστημονική όμως άποψη η καταρράκωση του όποιου κύρους του

καθαρόαιμου (και κεντροευρωπαϊκού) φιλελευθερισμού ήρθε με την κρίση του 1929 και,

ειδικά, με την κατάρρευση της γειτονικής (γερμανικής) δημοκρατίας της Βαϊμάρης σχεδόν 3

χρόνια μετά. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον υπερπληθωρισμό (που οφειλόταν στις

υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις που πλήρωνε στους νικητές του Α παγκόσμιου) και, στη

συνέχεια, την παγκόσμια παραγωγική και εμπορική καθίζηση που ακολούθησε το κραχ του

1929, η γερμανική κυβέρνηση ακολούθησε την ορθόδοξη (και τότε...) φιλελεύθερη συνταγή

προστασίας των τιμών μέσω του ελέγχου της κυκλοφορίας του χρήματος: αυτό που (και τότε

και τώρα...) λέγεται “λιτότητα”, “περιστολή δημόσιων δαπανών”, “μείωση μισθών”, “αύξηση

των καταθέσεων”, κλπ. Οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού (εκείνων της Αυστριακής σχολής

συμπεριλαμβανόμενων) θα μπορούσαν να ελπίζουν ότι έτσι “το κακό θα γιατρευτεί”· αλλά,

κόντρα στις ελπίδες τους, η κρίση χειροτέρευε. Ενώ ο μεγάλος αντίπαλος και της Αυστριακής

σχολής, ο Κέυνς, ξεδίπλωνε τους σαρκασμούς του για την παραδοσιακή οικονομολογική

σοφία, οι καθαρόαιμοι φιλελεύθεροι τύπου Hayek και σία έκαναν συλλογή αστοχιών,

αμηχανιών - και ερειπίων· μόνο και μόνο για να δουν, το 1932, ό,τι πιο αντιφιλελεύθερο και

κρατικίστικο θα μπορούσαν να φανταστούν, τους ναζί, να γίνονται κυβέρνηση στο Βερολίνο·

και ύστερα ισχυρή δύναμη στην Αυστρία.

Page 69: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Αλλά η ορθοδοξία ορθοδοξία! Το 1934 για παράδειγμα, ένα απ’ τα πιο βαριά ονόματα του

κλασσικού φιλελευθερισμού (και της Αυστριακής σχολής), ο Joseph Schumpeter, [1] που

είχε διατελέσει υπουργός οικονομικών της Αυστρίας το 1919 και ήταν ήδη καθηγητής στο

αμερικανικό Χάρβαντ, στο βιβλίο του The Economics of the Recovery Program, επέμενε ότι

η ύφεση πρέπει να αφεθεί να διαγράψει την πορεία της, ότι η αιτία της είναι δυσλειτουργίες

που συσσωρεύτηκαν μέσα στο σύστημα, αλλά αυτό θα τις αποβάλει μόνο του, και ότι η

ανάλυσή μας επιβεβαιώνει ότι η ανάκαμψη είναι υγιής μόνο όταν συμβεί μόνη της.

Στις πιο λεπτές αποχρώσεις των θεωρημάτων τους ωστόσο, εκείνη τη δύσκολη δεκαετία του

‘30, οι οικονομολόγοι της Αυστριακής σχολής βούλιαζαν σε μια ανομολόγητη σύγχυση. Αφού

στο δογματικό τους στερέωμα δεν υπήρχε ζήτημα εκμετάλλευσης της εργασίας και της

εργατικής τάξης, τα συνδικάτα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι ένα καπρίτσιο ή μια

υπερβολή που θα έπρεπε να εκλείψει, εάν επρόκειτο η αγορά να λειτουργήσει ομαλά. Αυτό

ακριβώς έκανε ο Χίτλερ, απαγόρευσε τα συνδικάτα - δεν θα έπρεπε λοιπόν να του χρωστούν

μια κάποια ευγνωμοσύνη; Όχι - οι ναζί προωθούσαν τον κρατικό σχεδιασμό της

οικονομίας... Όχι όμως και την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής! Κι άλλωστε, οι ναζί

ήταν φανατικοί κατά του κομμουνισμού! Το 1932, πριν τις εκλογές, διακήρυσσαν:

Η μεσαία τάξη δεν μπορεί να περιμένει απ’ αυτό το σύστημα τίποτα άλλο εκτός από την

ανελέητη εξουθένωσή της. Το ζήτημα λοιπόν είναι: αν θα καταντήσουν όλοι μια μεγάλη

σταχτιά και θλιβερή προλεταριακή μάζα, ή αν το σθένος και η επιμέλεια θα δώσουν πάλι στ’

άτομα τη δυνατότητα ν’ αποχτήσουν με την πολύμοχθη εργασία μιας ολόκληρης ζωής κάτι

δικό τους. Μικροαστός ή προλετάριος; Αυτό είναι το ζήτημα!

Για κάποιους όπως οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της Βιέννης που ήταν απόλυτα πεισμένοι

πως η καπιταλιστική λειτουργία δεν έχει τίποτα να περιμένει απ’ την πολιτική - οποιαδήποτε

πολιτική -, ο εθνικοσοσιαλισμός δεν θα μπορούσε παρά να είναι ύποπτος για το δεύτερο

συστατικό του, το “σοσιαλιστικό”. Επιπλέον, για τους ίδιους λόγους, ήταν ύποπτη και

κατακριτέα οποιαδήποτε άλλη σοβαρή εμπλοκή της κεντρικής εξουσίας στην αγορά, με

οποιαδήποτε κίνητρα και οποιαδήποτε ιδεολογία. Θα έπρεπε να περάσουν λίγα (κρίσιμα)

χρόνια, ως τη δεκαετία του ‘40, για να μυηθούν οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι στην αξία της

κυβερνητικής πολιτικής και της ιδεολογίας όταν πρόκειται να επιβληθούν χειρουργικές

“λύσεις” για το καλό της αγοράς· και στις μεγάλες δυνατότητες αυταρχικών και δικτατορικών

καθεστώτων στην προώθηση αγοραίων ελευθεριών…

Στην πραγματικότητα, ο ιστορικός φιλελευθερισμός τον οποίον εξακολουθούσε να πιστεύει η

Αυστριακή σχολή στα ‘30s, είχε πέσει σε διαδοχικούς αιφνιδιασμούς, τους οποίους ούτε να

εξηγήσει μπορούσε ούτε να αντιμετωπίσει. Πρώτα το κραχ του 1929 και η εξαφάνιση του

“αόρατου χεριού” που θα έπρεπε σύντομα να έχει επαναφέρει την τάξη και την ισορροπία

του συστήματος. Ύστερα η παρατεταμένη και επίμονη ύπαρξη και μαχητικότητα των

εργατών και των κομμάτων τους· η γοητεία (και η κατ’ αρχήν αποτελεσματικότητα) του

σοβιετικού σχεδιασμού· και η ανάθεση της διεύθυνσης (του κράτους αλλά και της

καπιταλιστικής διεξόδου) απ’ τις αστικές τάξεις στα φασιστικά κόμματα στην ευρώπη.

Επιπλέον, το αμερικανικό New Deal... Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο ερμηνείας όλων αυτών

και δικαιολόγησης κάποιων ανάμεσά τους μέσα απ’ το πρίσμα του laissez - faire: επρόκειτο,

απλά, για τέρατα…

Ηαπόδειξη της χρεωκοπίας βρίσκεται στην απουσία σοβαρών κριτικών ακόμα και απέναντι

στην κεϋνσιανή συνταγή - τουλάχιστον ως το τέλος του Β παγκόσμιου. Οι οικονομολόγοι της

Page 70: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Αυστριακής σχολής δεν αγνοούσαν την ύπαρξη και τις απόψεις του άλλοτε “δικού τους”

Κέυνς. Είχαν μάλιστα μια ορισμένη εκτίμηση για το πρόσωπό του, όχι όμως για τις απόψεις

του στη δεκαετία του ‘20. Αλλά για το Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, του 1919, που

στρεφόταν κατά των συμφωνιών της Συνθήκης των Βερσαλιών. (Ο Hayek δήλωσε πολλά

χρόνια αργότερα ότι “ο Κέυνς ήταν ήρωας για εμάς, επειδή είχε το κουράγιο να πάει κόντρα

στους ηγέτες της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ” - περισσότερα στις κόκκινες σελίδες

0.2). Ήταν, για να το πούμε κομψά, μια “πατριωτική” εκτίμηση προς εκείνον που προέβλεψε

ότι οι βαριές πολεμικές αποζημιώσεις στις οποίες καταδικάστηκε το γερμανικό κράτος ήταν

ένας παραλογισμός που θα είχε οικτρές συνέπειες για την Ευρώπη.

Μπορεί να μην αγνοούσαν τον Κέυνς, αρκετοί ωστόσο δεν άντεξαν στον πειρασμό να

αγνοήσουν την Γενική Θεωρία - παρά τις καλές γνώσεις τους στα αγγλικά. Ο Schumpeter

την διάβασε, και τον Δεκέμβρη του 1936 έγραψε ότι:

... Ανάμεσα στα πιο σοβαρά ελαττώματα και τις ατέλειες του Κέυνς είναι η επιμονή του να

συνδυάσει την οικονομική θεωρία με την πρακτική πολιτική…

Αργότερα, ο Schumpeter απέκτησε μια πιο καθαρή μεταφυσική αντίληψη για τον Κέυνς. Ο

Κέυνς έγραψε προσβλήθηκε απ’ την “κατάρα της χρησιμότητας”...

Ο εκπρόσωπος της Αυστριακής σχολής που είχε ήδη αποκτήσει διασυνδέσεις με το (επίσης

φιλελεύθερο) London School of Economics, [2] και έμελλε αργότερα να γίνει ο πιο διάσημος

ευρωπαίος προφήτης των δεινών του “σοσιαλισμού”, ο Friedrich von Hayek, απ’ τη μεριά

του, το μόνο που κατάφερε να καταθέσει δημόσια σαν κριτική στον κεϋνσιανισμό, όσο

βρισκόταν ακόμα στη Βιέννη, ήταν 5 διαλέξεις με θέμα τον Νομισματικό εθνικισμό και τη

διεθνή σταθερότητα, που εκδόθηκαν στα αγγλικά το 1937. Δευτερεύοντα και τριτεύοντα

ζητήματα σε σχέση με την συνολική οπτική της Γενικής θεωρίας,και επιπλέον άκυρα, αφού η

διεθνής καπιταλιστική σταθερότητα που συν-σχεδίαζε ο Κέυνς στις αρχές της δεκαετίας του

‘40 περιελάμβανε και ένα “διεθνές νόμισμα”.

Το 1938, λίγο πριν (ή λίγο μετά) την “ειρηνική” κατάληψη της Αυστρίας απ’ την βέρμαχτ, οι

φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της Αυστριακής σχολής έφυγαν για τις ΗΠΑ και την Αγγλία. Εκεί

θα συναντούσαν ομοϊδεάτες τους, που ήταν επίσης περιθωριακοί ζηλωτές· αλλά που

διέθεταν κάτι πολύτιμο: την (και χρηματική) υποστήριξη διάφορων βιομηχανών και

μεγιστάνων που ζούσαν (και μεγάλωναν τα κέρδη τους) κάτω απ’ το εχθρικό (όπως το

θεωρούσαν) καθεστώς του εφαρμοσμένου κεϋνσιανισμού. Κι απο κεί, τις ΗΠΑ και την

Αγγλία, τα θεωρήματα της Αυστριακής σχολής θα αποκτούσαν καινούργια ορμή, αλλά και

πιο σύγχρονη μεθοδολογία “διάδοσης”...

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Στον Schumpeter ανήκει η πατρότητα της έννοιας της “δημιουργικής καταστροφής”. Σαν

από καπρίτσιο της ιστορίας ωστόσο, η αρχική εκδοχή της έννοιας, που εμφανίστηκε στο

βιβλίο του Schumpeter Capitalism, Socialism and Democracy, το 1942, αφορούσε τη

σταδιακή μετατροπή του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, μέσα από διαδοχικές φάσεις

“δημιουργικής καταστροφής”, όπου οι παλιές μέθοδοι οργάνωσης της παραγωγής

καταστρέφονται και αντικαθίστανται από καινούργιες. Το 1942 ο Schumpeter

αντιλαμβανόταν (απελπισμένος;) την κρατική εμπλοκή στην “οικονομία” σαν ένα τέτοιο

βήμα· ευχόταν και ήλπιζε ωστόσο ότι αυτές οι διαδοχικές μεταβάσεις θα γίνουν δημοκρατικά.

Page 71: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

2 - Στις 17 Οκτώβρη του 1932, οι Times του Λονδίνου δημοσίευσαν ένα εκτενές άρθρο με

την υπογραφή του Κέυνς και άλλων 5 πανεπιστημιακών οικονομολόγων, όπου υποστήριζαν

σαν μείζονος σημασίας τις δημόσιες δαπάνες (και την γενναία αύξησή τους) προκειμένου να

αντιμετωπιστεί η κρίση. Δυο ημέρες μετά, στις 19 Οκτώβρη, στην ίδια εφημερίδα,

δημοσιεύτηκε η απάντηση 4 φιλελεύθερων οικονομολόγων, εκ των οποίων οι 3 ήταν απ’

πανεπιστήμιο του Λονδίνου, και ο τέταρτος ήταν ο Hayek. Κατά τη γνώμη αυτών των

τελευταίων, η βασική αιτία της παγκόσμιας κρίσης ήταν τα εμπόδια στο παγκόσμιο εμπόριο

και οι περιορισμοί στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων.

Υποστήριζαν ακόμα πως η μεγέθυνση του δημόσιου χρέους (εξαιτίας των μαζικών

επενδύσεων που πρότειναν οι κεϋνσιανοί) θα χειροτέρευε την κατάσταση. Κατά τη γνώμη

τους η απάντηση στην παγκόσμια κρίση θα έπρεπε να είναι ακόμα μεγαλύτερη

φιλελευθεροποίηση, ακόμα εντονότερη “άρση των εμποδίων και των περιορισμών” που

επέβαλλαν οι διάφορες κυβερνήσεις...

Ο Hayek, ειδικά αυτός, απέκτησε μια προνομιακή σχέση με το London Scool of Economics

πριν το πόλεμο (η σχέση έγινε ακόμα πιο δυνατή στη συνέχεια) μιας και η συγκεκριμένη

φανατικά φιλελεύθερη (στα οικονομικά δόγματα) σχολή ήθελε να έχει φορτωμένο

οπλοστάσιο στον ακαδημαϊκό και ιδεολογικό ανταγωνισμό της με την κεϋνσιανού

προσανατολισμού σχολή οικονομικών του Καίμπριτζ (ο Κέυνς ήταν καιμπριτζιανός...).

Συμβαίνουν τέτοιες κόντρες και στα καλύτερα μαγαζιά.

Η σχολή του Φράιμπουργκ

Θεωρώντας εαυτούς φιλελεύθερους οι οικονομολόγοι και νομικοί που συγκεντρώθηκαν τη

δεκαετία του ‘30 στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ γύρω απ’ τον καθηγητή οικονομικών

Walter Eucken και δύο καθηγητές νομικής (τους Franz Bohm και Hans Grosmann-Doerth)

είχαν απέναντί τους τους γερμανούς κεϋνσιανούς· και πίσω τους την ιστορική και ιδεολογική

παράδοση του γερμανικού κράτους, και την θεωρητική επιρροή του Max Weber. Η

συγκεκριμένη “σχολή”, ενόσω ήταν εξαιρετικά μειοψηφική στα ‘30s (όχι εξαιτίας του

κεϋνσιανισμού αυτού καθ’ εαυτού αλλά εξαιτίας του εθνικοσοσιαλισμού), επεξεργάστηκε μια

νεωτερική φιλελεύθερη προσέγγιση για το καπιταλιστικό κράτος και την καπιταλιστική

“οικονομία”, που έμελλε να στηρίξει, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, διάφορες πλευρές του

μεταπολεμικού γερμανικού κοινωνικού κράτους· παράγοντας, κυρίως, την ιδέα της

“κοινωνικής οικονομίας της αγοράς”.

Υπήρχαν ουσιώδεις θεωρητικές (και εν τέλει πολιτικές) διαφορές ανάμεσα σ’ αυτό που

ονομάστηκε ordo-φιλελευθερισμός και στον ιστορικό φιλελευθερισμό που υποστήριζε τόσο η

Αυστριακή σχολή όσο και οι άγγλοι και αμερικάνοι φιλελεύθεροι, ακόμα και στη διάρκεια της

Μεγάλης Κρίσης. Η άποψη του Eucken, του Bohm και των οπαδών τους ήταν ότι δεν

υπάρχει “ελεύθερη οικονομία” σαν “φυσική κατάσταση”, στην οποία καμία κεντρική εξουσία

δεν πρέπει να παρεμβαίνει. Οποιοδήποτε σύστημα οικονομικών δραστηριοτήτων,

συναλλαγών και πράξεων (έλεγαν) είναι προϊόν της ιστορίας, και διαμορφώνεται σαν ένα

σύνολο πολλών επιμέρους κανόνων, που μπορεί να είναι θεσμισμένοι (και άρα υποκείμενοι

σε τροποποιήσεις) ή εθιμικοί, αλλά πάντως υπάρχουν και αλλάζουν σαν τέτοιοι. Δίνοντας

ιδιαίτερη έμφαση στις θεσμικές / νομικές διαστάσεις οποιασδήποτε οικονομικής οργάνωσης

οποιουδήποτε τύπου οι Eucken, Bohm και σια κρατούσαν τη μορφή κράτος μέσα στα

ερωτήματα (και τις απαντήσεις) της καπιταλιστικής ομαλότητας. Σε αντίθεση όμως με τον

Κέυνς, που απέδιδε στο κράτος την ευθύνη του εγγυητή του μέλλοντος της καπιταλιστικής

Page 72: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

αναπαραγωγής, οι ορντοφιλελεύθεροι περιόριζαν την εμπλοκή του κράτους (σαν εγγυητή

του νόμου) στη διαμόρφωση και στην τήρηση των “κανόνων του παιχνιδιού” της αγοράς. [3]

Ο ορντοφιλελευθερισμός της σχολής του Φράιμπουργκ ξεκινούσε απ’ την βασική παραδοχή

ότι η “τάξη της αγοράς” είναι συνταγματικού τύπου, ότι μπορεί να περιγραφτεί σαν ένα

λειτουργικό θεσμικό πλαίσιο και ότι, σαν τέτοια, αποτελεί ζήτημα επιλογής. Στη βάση αυτή η

ελεύθερη αγορά μπορεί να εννοηθεί μόνο μέσα απ’ την κατανόηση του είδους και του

χαρακτήρα των νομικών - θεσμικών πλαισίων εντός των οποίων συμβαίνουν οι λειτουργίες

της. Προχωρώντας ένα βήμα, η αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε οικονομικής οργάνωσης

(κατά τους ορντοφιλελεύθερους) μπορεί να κριθεί - και να τροποποιηθεί - στη βάση αυτών

ακριβώς των πλαισίων· στη βάση “των κανόνων του παιχνιδιού”.

Παρότι η παραδοχή της ιστορικότητας αυτών των “κανόνων” θα μπορούσε να μοιάζει

Μαρξιανή, η θέση στην οποία τους έθεταν οι ορντοφιλελεύθεροι ήταν κλασσικά Βεμπεριανή.

Γιατί ναι μεν αναγνώριζαν ότι όλες οι κοινωνίες (και όλες οι “οικονομίες”) είναι σε μεγάλο

βαθμό προϊόντα εξελικτικών δυνάμεων και όχι εκφράσεις κάποιου θεϊκού ή “φυσικού”

σχεδίου· και σ’ αυτό το βασικό σημείο οι ορντοφιλελεύθεροι διαχωρίζονταν απ’ τον Άνταμ

Σμιθ και τους επιγόνους του. Επέμεναν όμως ότι οι νομικοί - θεσμικοί κανόνες υπόκεινται

στον ανθρώπινο (και εν τέλει στον κρατικό) σχεδιασμό, και ότι μπορούν να αλλάξουν

αλλάζοντας, με τη σειρά τους, τις παραγωγικές σχέσεις. Μιλώντας, στη διάρκεια της

Μεγάλης Κρίσης, για το “πρόβλημα να επιτευχθεί μια λειτουργική και ανθρώπινη οικονομία”

ο Eucken έμοιαζε να συμφωνεί “κάπως” με τον Κέυνς:

... Το πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί από μόνο του, απλά αφήνοντας τα οικονομικά μας

συστήματα να μεγαλώνουν αυθόρμητα. Η ιστορία του τελευταίου αιώνα το έχει δείξει

καθαρά. Το οικονομικό σύστημα πρέπει να διαμορφωθεί συνειδητά. Τα επιμέρους ζητήματα

της οικονομικής πολιτικής, της εμπορικής πολιτικής, των πιστώσεων, των μονοπωλίων, της

φορολογικής πολιτικής, της νομοθεσίας για τις χρεωκοπίες, είναι τμήματα του μεγάλου

προβλήματος για το πως ολόκληρη η οικονομία, εθνική και διεθνής, και οι κανόνες της,

πρέπει να διαμορφωθούν…

Σ’ αυτόν τον μικρό αλλά πυκνό γαλαξία, διάφορες επιμέρους νομοθεσίες, απ’ αυτήν για τις

χρεωκοπίες ώς τη νομοθεσία για τα ακίνητα, το οικογενειακό δίκαιο, το εργατικό δίκαιο, το

διοικητικό δίκαιο, αποτελούσαν για τους ορντοφιλελεύθερους συστατικά στοιχεία της

συνταγματικής τάξης της ελεύθερης (καπιταλιστικής) οικονομίας.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, σ’ αυτό το σημείο, ότι οι θεωρητικοί της σχολής του

Φράιμπουγκ “παραήταν κρατιστές” για να είναι φιλελεύθεροι! Όχι. Απλά ήταν γερμανοί! Και

μ’ αυτό δεν εννοούμε, φυσικά, οτιδήποτε “φυλετικό”, αλλά την συγκεκριμένη πολιτική και

ιδεολογική ιστορία τόσο του γερμανικού κράτους όσο και των διανοούμενών του, ήδη απ’

τον 18ο και τον 19ο αιώνα - σε διάκριση (και σε διάφορα σημαντικά ζητήματα σε αντίθεση)

με την πολιτική και ιδεολογική ιστορία άλλων μεγάλων καπιταλιστικών κρατών, όπως η

Αγγλία, οι ΗΠΑ ή η Γαλλία.

Ο Μισέλ Φουκώ, στο ενδιαφέρον βιβλίο Η γέννηση της Βιοπολιτικής [4] σημειώνει επ’ αυτού:

... Η γερμανική φιλελεύθερη σκέψη ... δεν γεννήθηκε με τη σχολή του Φράιμπουργκ. Εδώ και

πολλά χρόνια άνθρωποι όπως ο Λούγιο Μπρεντάνο, για παράδειγμα, προσπαθούσαν να

υποστηρίξουν, να συντηρήσουν τα θέματα του κλασσικού φιλελευθερισμού μέσα σε μια

ατμόσφαιρα που σίγουρα δεν ήταν ιδιαιτέρως ευνοϊκή γι’ αυτόν. Πολύ σχηματικά, μπορούμε

Page 73: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

να πούμε ότι υπήρχαν στη Γερμανία, πρακτικά από τα μέσα του 19ου αιώνα, και με

διαδοχικές εμφανίσεις στη σκηνή της ιστορίας, κάποια μείζονα εμπόδια, κάποιες μείζονες

κριτικές στον φιλελευθερισμό, στη φιλελεύθερη πολιτική. Κι εδώ, πάλι, πολύ σχηματικά:

Πρώτον, η αρχή που πρακτικά διατυπώθηκε από το 1840 από τον Λιστ, ότι για τη Γερμανία

τουλάχιστον δεν μπορεί μια εθνική πολιτική να είναι συμβατή με μια φιλελεύθερη πολιτική. Η

αποτυχία του Zollverein να συγκροτήσει ένα γερμανικό Κράτος βάσει ενός οικονομικού

φιλελευθερισμού ήταν, κατά κάποιον τρόπο, η σχετική απόδειξη. Και ο Λιστ, οι διάδοχοι του

Λιστ, έθεσαν ως βασική αρχή ότι η φιλελεύθερη οικονομία, χωρίς να είναι καθόλου η γενική,

οικουμενικά εφαρμόσιμη συνταγή σε κάθε οικονομική πολιτική, δεν μπορούσε να είναι ποτέ,

και όντως δεν ήταν, τίποτα περισσότερο από ένα τακτικό όργανο ή από μια στρατηγική στα

χέρια κάποιων χωρών προκειμένου να επιτευχθεί μια οικονομικά ηγεμονική και πολιτικά

επεκτατική θέση έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Υπό σαφείς και απλούς όρους, ο

φιλελευθερισμός δεν είναι η γενική μορφή που κάθε οικονομική πολιτική οφείλει να

υιοθετήσει. Ο φιλελευθερισμός είναι απλούστατα η αγγλική πολιτική, είναι η πολιτική της

αγγλικής κυριαρχίας. Γενικότερα, είναι επίσης η πολιτική προσαρμοσμένη σε ένα ναυτικό

έθνος. Στο βαθμό αυτόν η Γερμανία, με την ιστορία της, με τη γεωγραφική της θέση, με

όλους τους καταναγκασμούς που την περικλείουν, δεν μπορεί να υιοθετήσει μια φιλελεύθεση

οικονομική πολιτική. Χρειάζεται μια προστατευτική οικονομική πολιτική.

Δεύτερον, δεύτερο εμπόδιο, θεωρητικό και συγχρόνως πολιτικό που συνάντησε ο

γερμανικός φιλελευθερισμός στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ο σοσιαλισμός του βισμαρκικού

κράτους: για να υπάρξει το γερμανικό έθνος στην ενότητά του δεν έπρεπε απλώς να

προστατευτεί απέναντι στο εξωτερικό, μέσω μιας προστατευτικής πολιτικής, έπρεπε

επιπλέον στο εσωτερικό οτιδήποτε έθετε σε κίνδυνο την εθνική ενότητα να ελεγχθεί, να

τιθασευτεί, και γενικά έπρεπε το προλεταριάτο, ως απειλή της εθνικής ενότητας και της

κρατικής ενότητας, να επανενσωματωθεί στο εσωτερικό της κοινωνικής και πολιτικής

συναίνεσης. Χονδρικά, είναι το θέμα του σοσιαλισμού του βισμαρκικού κράτους - δεύτερο

εμπόδιο, συνεπώς, σε μια φιλελεύθερη πολιτική…

Θα αφήσουμε για αργότερα (στις κόκκινες σελίδες) το υπαρκτό ζήτημα του πως μια χ ή ψ

“οικονομική ορθοδοξία” μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο μπορεί να αποτελεί όντως βασικό

εργαλείο εθνικών ιμπεριαλισμών ενόσω εμφανίζεται σαν ένα υπερεθνικό δόγμα, για χρήση

από οποιονδήποτε. Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι πως ενώ η κεϋνσιανή

προσέγγιση, στα ‘30s, για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης μέσα στο καπιταλιστικό

“λειτουργικό” ήταν όντως προκλητική και καινοτόμα για εκείνα τα κράτη που νωρίτερα

κυριαρχούσε ο “καθαρός” φιλελευθερισμός αγγλοσαξονικού τύπου, για την γερμανική

περίπτωση το ίδιο ζήτημα ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μέρος της εθνικής ιστορίας και

πολιτικής κουλτούρας. Έτσι ώστε οι γερμανοί ορντοφιλελεύθεροι μπορούσαν να θεωρούν

εαυτούς φιλελεύθερους και, ταυτόχρονα, να διαχωρίζονται απ’ τον φιλελευθερισμό του

laissez-faire (πρακτικά απ’ το μεγαλύτερο μέρος της φιλελεύθερης παράδοσης ως τα ‘30s)

κατηγορώντας τους οπαδούς του ότι δεν είναι ικανοί να εκτιμήσουν τον δυνάμει θετικό ρόλο

που μπορούν να παίξουν οι κυβερνήσεις δημιουργώντας και επιδιορθώνοντας όπου

χρειάζεται το πλαίσιο των νόμων και των θεσμών που κάνουν την αγορά να λειτουργεί

αποτελεσματικά.

Αλλά ήταν όντως φιλελεύθεροι! Και ο αναγνώστης / η αναγνώστρια των κόκκινων σελίδων

θα πρέπει από τώρα να υποψιαστεί την πιθανότητα ο ορντοφιλελευθερισμός να απέκτησε

μια ευρύτερη (δηλαδή: όχι αποκλειστικά γερμανική) αξία και εφαρμογή ακριβώς επειδή, μέσα

Page 74: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

στην ιστορική διαλεκτική εξέλιξη του ίδιου του φιλελευθερισμού (σαν ενός απ’ τα ταξικά

προγράμματα των αφεντικών) περιέλαβε κι εκείνο που παραδοσιακά ήταν ανάθεμα: ενεργές

κυβερνητικές / κρατικές επεμβάσεις υπέρ της καπιταλιστικής συσσώρευσης, κερδοφορίας,

λειτουργίας. Πάντα στο όνομα της αγοράς.

Ενδεικτικά να τι γράφει για τον φιλελευθερισμό της σχολής του Φράιμπουργκ ο Φουκώ:

Όλες αυτές οι μορφές παρέμβασης οφείλουν να καταργηθούν αυστηρά προς όφελος των

οργάνων της καθαρής αγοράς.... Ιδιαίτερα, είναι απολύτως ξεκάθαρη η νεοφιλελεύθερη

πολιτική σε σχέση με την ανεργία. Σε μια κατάσταση ανεργίας δεν πρέπει καθόλου, όποια κι

αν είναι τα ποσοστά ανεργίας, να παρεμβαίνει κανείς άμεσα ή κυρίως στην ανεργία, λες και η

πλήρης απασχόληση θα έπρεπε να είναι ένα πολιτικό ιδανικό και μια οικονομική αρχή που

πρέπει να διασωθεί σε κάθε περίπτωση. Αυτό που πρέπει να διασωθεί, και πρέπει να

διασωθεί κατ' αρχάς και πρωτίστως, είναι η σταθερότητα των τιμών. Στη συνέχεια, η

σταθερότητα των τιμών θα επιτρέψει, αναμφίβολα, τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης

και την ύπαρξη ενός επιπέδου απασχόλησης υψηλότερου απ' ό,τι σε κρίση ανεργίας. Αλλά η

πλήρης απασχόληση δεν είναι στόχος, ενώ πρέπει να δεχθούμε ότι ένα περιθώριο ανεργίας

είναι απολύτως απαραίτητο για την οικονομία. Όπως το λέει, νομίζω, ο Ρέπκε, τί είναι

άνεργος; Δεν είναι ένας οικονομικά μειονεκτικός. Ο άνεργος δεν είναι ένα κοινωνικό θύμα. Τί

είναι ο άνεργος; Είναι ένας εργαζόμενος σε μεταβατική κατάσταση. Είναι ένας εργαζόμενος

σε μετάβαση μεταξύ μιας μη αποδοτικής δραστηριότητας και μιας δραστηριότητας

περισσότερο αποδοτικής…

... Κατ' αρχάς - λένε οι ορντοφιλελεύθεροι - μια κοινωνική πολιτική, αν θέλει πράγματι να

ενσωματωθεί σε μια οικονομική πολιτική και αν δεν θέλει να είναι καταστρεπτική σε σχέση με

αυτήν την οικονομική πολιτική, δεν πρέπει να της χρησιμεύει ως αντίβαρο και δεν πρέπει να

ορίζεται ως αυτό που αντισταθμίσει τα αποτελέσματα των οικονομικών διαδικασιών.

Ιδιαίτερα η εξίσωση, η σχετική εξίσωση, η ικανότητα πρόσβασης του καθενός στα

καταναλωτικά αγαθά δεν μπορεί, επ' ουδενί, να αποτελέσει έναν στόχο.

...

Συνεπώς, μια κοινωνική πολιτική που θα είχε ως πρώτιστο αντικείμενο την έστω σχετική

εξίσωση, που θα είχε ως κεντρικό θέμα την, έστω σχετική, εξίσωση, αυτή η οικονομική

πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι αντιοικονομική.

Μια κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να ορίζει την ισότητα ως στόχο της. Πρέπει, αντίθετα, να

αφήνει την ανισότητα να λειτουργήσει, και όπως έλεγε ... δεν ξέρω πια ποιός είναι, νομίζω

ότι είναι ο Ρέπκε που έλεγε: οι άνθρωποι παραπανιούνται για την ανισότητα, τι σημαίνει

όμως αυτό; “Η ανισότητα, λέει, είναι η ίδια για όλους”. Διατύπωση που, βέβαια, μπορεί να

φαίνεται αινιγματική, αλλά κατανοείται αν σκεφτούμε ότι για τους ορντοφιλελεύθερους το

οικονομικό παιχνίδι, με τα φαινόμενα ανισότητας που ενέχει, είναι ένα είδος γενικής

ρύθμισης της κοινωνίας, στο οποίο προφανώς ο καθένας πρέπει να προσχωρήσει και

ενώπιον του οποίου πρέπει να υποχωρήσει. Όχι, λοιπόν, εξίσωση, και συνεπώς, αλλά και

ακριβέστερα, όχι μεταβίβαση εισοδημάτων των μεν προς του δε. [Ειδικότερα, μια

μεταβίβαση εισοδημάτων είναι επικίνδυνη, όταν αντλείται από το μέρος των εισοδημάτων

που παράγει αποταμίευση και επενδύσεις]. Και όταν την αφαιρείς σημαίνει ότι στερείς από

τις επενδύσεις ένα μέρος των εισοδημάτων και το διοχετεύεις στην κατανάλωση. Το μόνο

πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να αφαιρέσεις από τα υψηλότερα εισοδήματα ένα μέρος

που, ούτως ή άλλως, θα αφιερωνόταν στην κατανάλωση ή, θα λέγαμε, στην

υπερκατανάλωση, και αυτό το κομμάτι της υπερκατανάλωσης να το μεταβιβάσεις σ' αυτούς

Page 75: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

που, είτε για λόγους οριστικής μειονεξίας είτε για λόγους κοινών δυσχερειών, βρίσκονται σε

μια κατάσταση υπο-κατανάλωσης. Αλλά τίποτα περισσότερο. Πολύ περιορισμένος

χαρακτήρας, λοιπόν, όπως βλέπετε, των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Σε γενικές γραμμές, δεν

διασφαλίζεται τόσο η διατήρηση μιας αγοραστικής δύναμης, αλλά ενός ζωτικού ελάχιστου γι'

αυτούς που, υπό μία οριστική ή παροδική ιδιότητα, δεν θα μπορούσαν να διασφαλίσουν την

ίδια τους την ύπαρξη. Έχουμε την οριακή μεταβίβαση ενός μεγίστου προς ένα ελάχιστο. Δεν

έχουμε καθόλου σταθεροποίηση, εξομάλυνση γύρω από έναν μέσο όρο…

... Πράγμα που μας οδηγεί, βέβαια, στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μόνο μία κοινωνική

πολιτική που είναι αληθινή και θεμελιώδης, δηλαδή η οικονομική ανάπτυξη. Η θεμελιώδης

μορφή της κοινωνικής πολιτικής δεν μπορεί να είναι κάτι που θα μπορούσε να αντιβαίνει

στην οικονομική πολιτική και να την αντισταθμίζει: η κοινωνική πολιτική δεν θα έπρεπε να

είναι πιο γενναιόδωρη απ' όσο το επιτρέπει η οικονομική ανάπτυξη. Η οικονομική ανάπτυξη,

και μόνο αυτή, θα έπρεπε να επιτρέπει σε όλα τα άτομα να επιτύχουν ένα επίπεδο

εισοδημάτων το οποίο θα τους επέτρεπε εκείνες τις ατομικές ασφάλειες, εκείνη την

πρόσβαση στην ιδιωτική ιδιοκτησία, εκείνη την ατομική ή οικογενειακή κεφαλαιοποίηση με τις

οποίες θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τους κινδύνους…

Έχει ενδιαφέρον ότι ενώ η σχολή του Φραϊμπουργκ στην ουσία ανανεώνει και προσαρμόζει

τον φιλελευθερισμό στα δεδομένα του βιομηχανικού 20ου αιώνα αφήνοντας στην άκρη σαν

περιττές και επικίνδυνες τις δοξασίες του ιστορικού φιλελευθερισμού περί “μη κρατικής

παρέμβασης στην αγορά”, το μεγαλύτερο μέρος των θέσεων και συμπερασμάτων της δεν

εφαρμόστηκε στη δυτική γερμανία (δηλαδή ως το τέλος της δεκαετίας του ‘80) αλλά μετά την

επανένωση με την ανατολική. Αντίθετα, από πολύ νωρίτερα, ο ορντοφιλελευθερισμός

ενέπνευσε τους άγγλους και τους αμερικάνους νεοφιλελεύθερους.

Τι ήταν όμως, κατά την άποψή μας, εκείνο που έκανε τον ορντοφιλελευθερισμό πραγματικά

επίκαιρο (αν και ο νεοφιλελευθερισμός γενικά θα έπρεπε να περιμένει ως τα ‘70s για να

πλησιάσει και ύστερα να καθίσει στον θρόνο του) στην ίδια ιστορική περίοδο που, μέσα στη

Μεγάλη Κρίση και την διαχείρισή της, ο κεϋνσιανισμός γινόταν η καινούργια αλήθεια, το Νέο

Παράδειγμα;

Ήταν το γεγονός ότι προσπερνώντας τον παλιό δογματισμό του laissez-faire που είχε

διαμορφωθεί έχοντας σαν κεντρικό του ήρωα τον αυτοτελή, μοναχικό, ενσικτώδη και

μαχητικό επιχειρηματία (την φιγούρα που ο Κέυνς ειρωνεύτηκε ανοικτά και άλλοι, πριν ή/και

παράλληλα μ’ αυτόν, κήρυξαν σχεδόν ανύπαρκτη [5]) αναγνώριζε όχι απλά την

αναγκαιότητα “κανόνων του παιχνιδιού” της αγοράς, αλλά και το αρμόδιο (πολιτικό)

υποκείμενο της διαμόρφωσης αυτών των κανόνων: όχι τον σύνδεσμο βιομηχάνων, όχι τον

σύλλογο εξαγωγέων, αλλά εκείνο το πολιτικό υποκείμενο που έχει το μονοπώλιο

διαμόρφωσης (ή τροποποίησης) των νόμων. Το κράτος. Την ιστορική στιγμή που ο Κέυνς

έβαζε το κράτος στην “οικονομία”, οι ορντοφιλελεύθεροι το κρατούσαν τυπικά απ’ έξω, όμως

του ανέθεταν όλα εκείνα τα καθόλου ασήμαντα καθήκοντα της νομικής περιφρούρησης των

“ελευθεριών” αυτής της οικονομίας, όλες τις αρμοδιότητες προστασίας της “αγοράς”.

Αυτό το δίπολο άμεσης εμπλοκής (μέσω, για παράδειγμα, δημόσιων επενδύσεων και

προσφοράς εργασίας) ή όχι του καπιταλιστικού κράτους στην “οικονομία”, θα μπορούσε να

δημιουργήσει την εντύπωση δύο εντελώς αντίθετων στρατηγικών, μεταξύ κεϋνσιανισμού και

ορντοφιλελευθερισμού (και των μετέπειτα επιρροών του). Έχουμε διαφορετική γνώμη.

Page 76: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Επρόκειτο για δύο διαφορετικές τακτικές επιβολής ή/και εξασφάλισης ταξικής ειρήνης. Η μία,

η κεϋνσιανή, όπου το κράτος / οικονομικός παράγοντας εμφανιζόταν σαν “ουδέτερο” στην

ταξική πάλη, χρειαζόταν λιγότερες “ιδεολογικές καινοτομίες” με βάση το γενικό περιβάλλον

(και τα δεδομένα της ταξικής πάλης) στα ‘30s· κι ύστερα, μετά τον Β παγκόσμιο, για 3

περίπου δεκαετίες, μπορούσε απλά να απολαμβάνει τις επιτυχίες της. Η δεύτερη τακτική, η

νεοφιλελεύθερη, όπου το κράτος / φύλακας των νόμων (της εύρυθμης λειτουργίας της

αγοράς) δεν είναι καθόλου “ουδέτερο”, μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο παράλληλα με

μείζονες ιδεολογικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς· αυτοί οι τελευταίοι ήταν όχι μόνο οι

ικανές αλλά και οι αναγκαίες προϋποθέσεις της επιτυχίας της.

Επειδή αυτά είναι θέματα που θα τα βρούμε μπροστά μας και μέσα στο χρονικό / ιστορικό

τους περιβάλλον σε επόμενα τεύχη των κόκκινων σελίδων, θα περιοριστούμε εδώ σε ένα

μόνο παράδειγμα. Η κεντρικότερη απ’ τις έννοιες κάθε φιλελεύθερου είναι οι τιμές - και μαζί

τους η κίνηση του χρήματος: επιτόκια, αποταμιεύσεις, πληθωρισμός, κλπ. Χωρίς να

απομακρυνθούν απ’ αυτές τις έγνοιες, οι ορντοφιλελεύθεροι έβαλαν στο κέντρο του

ενδιαφέροντός τους κι αυτό: τα μονοπώλια, τον σχηματισμό τους, την αντιμετώπισή τους.

Θεωρητικά, κάθε φιλελεύθερος είναι εχθρός των μονοπωλίων και των καρτέλ· και απ’ τα

τέλη του 19ου αιώνα, κι ακόμα εντονότερα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου υπήρχαν

άφθονα τέτοια (μονοπώλια και καρτέλ) τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ ώστε να έχουν

οι φιλελεύθεροι στόχους πολέμου.

Κι όμως. Για τους “παραδοσιακούς” της Αυστριακής σχολής, για παράδειγμα, τα καρτέλ ήταν

“φυσιολογικά” μέσα στην ελεύθερη, laissez-faire αγορά. Ο Murray Rothbard, της Αυστριακής

σχολής, υποστήριζε ότι δεν υπάρχει τίποτα επιλήψιμο στα καρτέλ, αφού (όπως έλεγε) σε μια

ελεύθερη αγορά οι καταναλωτές και οι παραγωγοί προσαρμόζουν τις πράξεις τους σε μια

εθελοντική συνεργασία, κι αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία μεγιστοποίησης των κερδών

τους, επιλέγοντας τομείς της παραγωγής που τους επιτρέπουν μεγάλα κέρδη... Τα καρτέλ

δεν ήταν τίποτα άλλο από εθελοντικές συμφωνίες μεταξύ παραγωγών... Το να θεωρείται ένα

καρτέλ σαν κάτι ανήθικο ή κάτι που μειώνει με κάποιον τρόπο την κυριαρχία του καταναλωτή

είναι τελείως ανεδαφικό. Ο Rothbard, πιστός στο παλιό δόγμα, έβρισκε ότι όπως οι

καταναλωτές μπορούν να συνασπιστούν (σε ενώσεις), έτσι και οι παραγωγοί (οι βιομήχανοι,

οι τραπεζίτες) μπορούν να κάνουν το ίδιο, φτιάχνοντας καρτέλ· ελέγχοντας παρεμπιπτόντως

και τις τιμές. Αποκλείοντας οποιαδήποτε έξωθεν (κυβερνητική) παρέμβαση θεωρούσε ότι το

“αόρατο χέρι” στη συγκεκριμένη περίπτωση θα είναι μια άρνηση των αγοραστών να

καταναλώσουν σε τέτοιες τιμές· πράγμα που θα οδηγούσε στην πτώση τους...

Ο Hayek πάλι, της ίδιας σχολής και τάσης, είχε μια περισσότερο χοντροκομμένη άποψη. Γι’

αυτόν τα μονοπώλια ήταν βέβαια κακό πράγμα· που οφείλονταν όμως; Σε φιλικές προς

συγκεκριμένους επιχειρηματίες κυβερνητικές παρεμβάσεις! Παρότι τέτοιες δεν ήταν ούτε

είναι έξω “απ’ το παιχνίδι” (οι δυνατοί παίκτες του καπιταλισμού έχουν ιδιαίτερες σχέσεις με

τους κυβερνητικούς, και πάντα προσανατολίζονται στο να γίνουν δυνατότεροι μέσα και από

αποφάσεις ή σκόπιμες παραλείψεις των φίλων τους), θα ήταν λάθος να αποδώσει κανείς τη

συγκέντρωση κεφαλαίου και την δημιουργία μονοπωλίων και καρτέλ αποκλειστικά και μόνο

στο ότι ... οι κυβερνήσεις φυτρώνουν εκεί που δεν θα έπρεπε! Ειδικά σε περιόδους μεγάλων

τεχνολογικών αλλαγών (όπως ήταν οι αρχές του 20ου αιώνα) όπου η υιοθέτηση νέων

τεχνικών και μηχανών στην παραγωγή μπορεί να δώσει στους πρωτοπόρους την

δυνατότητα να ρίξουν τα κόστη τους, να αυξήσουν τις εκροές τους, να “κατακτήσουν την

αγορά” και να εξαφανίσουν όλους τους ανταγωνιστές τους· αυτά σε συνθήκες απόλυτης

ελευθερίας και χωρίς οποιουδήποτε τρίτου την παρέμβαση.

Page 77: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Για τον ιστορικό φιλελευθερισμό η κεντρική, λειτουργία της αγοράς (αυτή που θα έπρεπε να

γίνεται ελεύθερα και απερίσπαστα) ήταν η ανταλλαγή. Η θεωρητική τομή των

ορντοφιλελεύθερων είναι ότι πήραν μια άλλη λειτουργία της αγοράς, που ήταν έτσι κι αλλιώς

αναγνωρισμένη αλλά καθόλου τοποθετημένη στη θέση του μηχανοδηγού των απόψεων και

των αναλύσεων, και έβαλαν αυτήν στο κέντρο: ο ανταγωνισμός έγινε ο καινούργιος θεός.

Αλλά ο ανταγωνισμός (και σ’ αυτό το σημείο το θέμα των μονοπωλίων και της

αντιμετώπισής τους έβρισκε την στρατηγικής σημασίας θέση του, αφού η προστασία του

ανταγωνισμού είναι που εμποδίζει, υποτίθεται, τη δημιουργία μονοπωλίων) δεν είναι μια de

facto κατάσταση της αγοράς. Ποιος, άραγε, δεν έβλεπε ότι τα συνδικάτα μπορούσαν να

πετύχουν την κατάσταση ενός είδους “μονοπωλίου εργατικής δύναμης” απαιτώντας διαρκώς

μεγαλύτερους μισθούς; Όχι λοιπόν! Για τους ορντοφιλελεύθερους, μια λειτουργούσα

“ελεύθερη αγορά” είναι μια ανταγωνιστική αγορά. Και για να υπάρξει τέτοια, δεν είναι

(έλεγαν) αρκετό να καταργηθούν τα φεουδαρχικά προνόμια και οι περιορισμοί στο εμπόριο

και στις ανταλλαγές. Χρειάζεται μια οικονομική νομοθεσία με σαφή στόχο το να προστατεύει

τον ανταγωνισμό από αντι-ανταγωνιστικά συμφέροντα.

Ηαναγνώριση του ανταγωνισμού σαν διέπουσας (αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητης) αρχής της

ελεύθερης αγοράς, δεν δικαιολογούσε μόνο την κυβερνητική δράση. Άλλαζε, και έμελλε να

αποδειχθεί πως άλλαζε δραματικά, την οπτική σχετικά με τις καπιταλιστικές λειτουργίες αλλά

και τις καπιταλιστικές οντότητες. Η πλέον συνεπής φιγούρα της ελεύθερης (καπιταλιστικής)

οικονομίας δεν (θα) ήταν πια (οι ορντοφιλελεύθεροι έκαναν την τομή, η ωρίμανση αυτού του

καινούργιου Παραδείγματος θα χρειαζόταν το χρόνο της· είπαμε ήδη κάτι για τις ιδεολογικές

προϋποθέσεις...) ο παραγωγός σκέτος ή/και ο καταναλωτής σκέτος. Όχι. Δεν θα ήταν ούτε η

ανταλλαγή σαν τέτοια. Η πλέον συνεπής φιγούρα θα έπρεπε να είναι ο ανταγωνιστικός

homo economicus. Επιπλέον, σε ότι αφορά τις μορφές, τις κλίμακες, θα έπρεπε η

επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα, για να κρατιέται ρωμαλέα, να είναι είναι πανταχού

παρούσα, να κατεβαίνει - προς - τα - κάτω, προς τα μικρότερα μεγέθη. Σε τελευταία

ανάλυση, δεν είναι μήπως αλήθεια (μια φιλελεύθερη, ή μια νεοφιλελεύθερη αλήθεια) ότι η

ίδια η φύση είναι ανταγωνιστική;

Συνεπώς (κι αυτό ήταν στα ‘30s το δυνάμει ευαγγέλιο του νέου θεού, της κεντρικότητας του

ανταγωνισμού), και πάντα στο όνομα της ομαλής και καλής λειτουργίας της οικονομίας της

αγοράς, πέρα απ’ την απαραίτητη κρατική περιφρούρηση των κανόνων της, θα έπρεπε να

ανακαλυφθεί ο ανταγωνισμός παντού. Όχι ο ταξικός ανταγωνισμός, για όνομα του θεού!

Όλες οι υπόλοιπες, παραγωγικές και καταναλωτικές μορφές του. Όπου, λοιπόν, υπάρχει

ατομική ιδιοκτησία θα πρέπει να ανακαλυφθεί (ή, στην ανάγκη να εφευρεθεί) ο αντίστοιχος

επιχειρηματικός ανταγωνισμός. Τι είναι, για παράδειγμα, μια οικογένεια σαν οικονομική

μονάδα; Δεν είναι άραγε μια “μικρή επιχείρηση”; Τι είναι ένα ιδιόκτητο σπίτι; Δεν είναι κι αυτό

μια “μικρή επιχείρηση”; Δεν είναι χρήσιμο, για την δική τους πρόοδο και βελτίωση, αυτές οι

“μικρές επιχειρήσεις” να ανταγωνίζονται μεταξύ τους;

Δεν τα είπαν αυτά (ή δεν τα είπαν έτσι) οι ορντοφιλελεύθεροι τη δεκαετία του ‘30. Όμως

πρέπει να σημειώσουμε, για να τα τονίσουμε, τα σημεία μιας καινούργιας φιλελεύθερης

(καπιταλιστικής) αντίληψης που θεμελίωσαν, σημεία που έμελλε να συνδιαμορφώσουν την

απάντηση των αφεντικών στις μεγάλες εργατικές ανταρσίες των ‘60s και ‘70s:

Page 78: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

α) Η αγορά και η ελευθερία της αγοράς δεν είναι μόνο ένα σετ οικονομικών λειτουργιών,

αλλά είναι επίσης μια νομικό-πολιτική διακύβευση·

β) Εγγυητής της ελευθερίας της αγοράς δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι η ίδια η αγορά, ή

κάποιοι απ’ τους μετέχοντες σ’ αυτήν, αλλά ο μόνος νομικο-πολιτικός θεσμός που μπορεί να

διατείνεται ότι υπηρετεί το γενικό συμφέρον: το κράτος (μέσω των κυβερνήσεων)·

γ) Η θεμελιώδης αρχή της ελευθερίας της αγοράς που πρέπει να προστατεύεται είναι ο

ανταγωνισμός μεταξύ των συντελεστών της, σε όλα τα επίπεδα και σ’ όλες τις κλίμακες·

εξαιρείται (φυσικά!) η πάλη των τάξεων σαν τέτοια. Όμως για τους ορντοφιλελεύθερους ο

ανταγωνισμός δεν είναι απλά μια τεχνική διαδικασία, ένας μηχανισμός. Είναι ο ηθικός

σκελετός της ελεύθερης αγοράς. Κατά τον Bohm:

... Ο ανταγωνισμός ... είναι πάνω απ’ όλα μια διαδικασία διασποράς της εξουσίας ... η πιο

εξαιρετική διαδικασία τέτοιου είδους στην ανθρώπινη ιστορία...

Με μια διαφορετική ορολογία, αλλά με το ίδιο πνεύμα, οι ορντοφιλελεύθεροι σχεδόν

χαρακτήρισαν τον ανταγωνισμό δημόσιο αγαθό…

δ) Ο τελικός κριτής της ελευθερίας και της ευρυθμίας της αγοράς είναι ο καταναλωτής και η

εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων. Τα καταναλωτικά συμφέροντα είχαν (και έχουν)

να κάνουν τόσο με την ποικιλία των εμπορευμάτων, όσο και με τις τιμές.

Αυτοί οι νεωτερισμοί περί φιλελευθερισμού θα απλωθούν γρήγορα εκτός γερμανίας, όχι σαν

εφαρμοσμένη κρατική πολιτική, αλλά σαν θεωρητικές απόψεις μεταξύ όλων εκείνων που

αμφισβητούν τον κεϋνσιανισμό, σχεδόν αποκλειστικά με ιδεολογικά κριτήρια. Υπάρχει πάντα

ο στόχος: να σωθεί ο καπιταλισμός. Σε αντίθεση όμως με τον Κέυνς που θεωρούσε ότι η

σοβαρή απειλή για τον καπιταλισμό, ειδικά μετά το ξέσπασμα της Μεγάλης Κρίσης,

προέρχεται απ’ την εργατική αυτοπεποίθηση και την πιθανότητα / δυνατότητα

επαναστάσεων ανάλογων εκείνης στη Ρωσία, κι αφού έχουν περάσει μερικά κρίσιμα χρόνια

εφαρμογής της άμεσης κρατικής εμπλοκής στην καπιταλιστική παραγωγή, η απειλή στον

καπιταλισμό για τους παλιούς και τους υπό διαμόρφωση νέους φιλελεύθερους βρίσκεται σ’

αυτήν την άμεση κρατική εμπλοκή. Δεν ανησυχούν για εργατικές επαναστάσεις· κι ίσως με

το δίκιο τους, αφού ο φασισμός έχει απλωθεί σε πολλά κράτη της ευρώπης (μιλάμε για την

δεκαετία του ‘30) και έχει “καθαρίσει”, με τον τρόπο του, το ενδεχόμενο της εργατικής

εξουσίας.

Την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου του 1938 γίνεται λοιπόν στο Παρίσι μια συνάντηση

φιλελεύθερων οικονομολόγων, το συνέδριο (προς τιμήν του) Walter Lippman. [6] Την

συγκεκριμένη χρονική στιγμή θα συναντηθούν εκεί, στη γαλλική πρωτεύουσα,

ορντοφιλελεύθεροι, μέλη της Αυστριακής σχολής, άγγλοι, γάλλοι και αμερικάνοι της

μετέπειτα Σχολής του Σικάγο. Οργανωτής του συνεδρίου είναι ο επιστημολόγος Λουί Ρουζιέ.

Και να τι θα πει:

... Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της αυθόρμητης φυσικής

τάξης, όπως διακήρυτταν τον 18ο αιώνα οι πολυάριθμοι συγγραφείς των “κωδίκων της

φύσης”· είναι, επίσης, το αποτέλεσμα μιας νομικής τάξης, η οποία προϋποθέτει έναν νομικό

παρεμβατισμό του Κράτους. Η οικονομική ζωή εκτυλίσσεται μέσα σε ένα νομικό πλαίσιο που

καθορίζει το καθεστώς της ιδιοκτησίας, των συμβολαίων, των ευρεσιτεχνιών, της

πτώχευσης, το πλαίσιο των επαγγελματικών ενώσεων και των εμπορικών εταιρειών, το

Page 79: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

νόμισμα και τις τράπεζες, όλα αυτά που δεν είναι δεδομένα εκ φύσεως, όπως οι νόμοι της

οικονομικής ισορροπίας, αλλά συγκυριακά δημιουργήματα του νομοθέτη. Άρα, δεν υπάρχει

κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι οι νομικοί, ιστορικώς υπάρχοντες την παρούσα στιγμή

θεσμοί, είναι καθοριστικά και διαρκώς οι καταλληλότεροι για τη διατήρηση της ελευθερίας

των συναλλαγών. Το ζήτημα του καταλληλότερου νομικού πλαισίου για την πλέον ευέλικτη,

πλέον αποτελεσματική, πλέον έντιμη λειτουργία της αγοράς αγνοήθηκε από τους

κλασσικούς οικονομολόγους, και θα άξιζε να γίνει το αντικείμενο ενός Διεθνούς Κέντρου

Σπουδών για την ανανέωση του φιλελευθερισμού.

Το να είσαι φιλελεύθερος δεν σημαίνει καθόλου ότι είσαι συντηρητικός, υπό την έννοια της

διατήρησης των κατεστημένων προνομίων που προκύπτουν από τη νομοθεσία του

παρελθόντος. Σημαίνει, τουναντίον, ότι ουσιαστικά είσαι προοδευτικός υπό την έννοια μιας

διαρκούς προσαρμογής της νομικής τάξης στις επιστημονικές ανακαλύψεις, στις προόδους

της οικονομικής και τεχνικής οργάνωσης, στις μεταβολές της δομής της κοινωνίας, στις

απαιτήσεις της σύγχρονης συνείδησης. Το να είσαι φιλελεύθερος δεν σημαίνει ότι είσαι

“μαντσεστεριανός”, [7] ότι αφήνεις τα αυτοκίνητα να κυκλοφορούν όπως τους αρέσει, προς

όλες τις κατευθύνσεις, πράγμα που θα προκαλούσε συμφόρηση και αδιάκοπα ατυχήματα·

δεν σημαίνει ότι είσαι του “σχεδιασμού”, ότι ορίζεις σε κάθε αυτοκίνητο πότε θα βγει και τι

δρομολόγιο θα ακολουθήσει: είναι να επιβάλεις έναν Οδικό Κώδικα έχοντας επίγνωση ότι

δεν είναι αναγκαστικά ο ίδιος την ώρα που κυκλοφορούν τα γρήγορα μεταφορικά μέσα και

την ώρα που κυκλοφορούν οι άμαξες.

Σήμερα καταλαβαίνουμε καλύτερα απ’ ό,τι οι μεγάλοι κλασσικοί σε τι συνίσταται μια όντως

νεοφιλελεύθερη οικονομία. Είναι μια οικονομία υποκείμενη σε διπλή διαιτησία: σε μια

αυθόρμητη διαιτησία των καταναλωτών, οι οποίοι μοιράζονται τα αγαθά και τις υπηρεσίες

που προσφέρει η αγορά ανάλογα με την προτίμησή τους και σε τιμές που διαμορφώνει ο

λαός, και αφετέρου στην οργανωμένη διαιτησία του Κράτους, που διασφαλίζει την ελευθερία,

την εντιμότητα και την αποτελεσματικότητα της αγοράς...

Ενδιαφέρουσες απόψεις, λίγο πριν το ξέσπασμα του δεύτερου ημιχρόνου της καπιταλιστικής

καταστροφικότητας, του Β παγκοσμίου· απόψεις που απέχουν ακόμα απ’ το να γίνουν

πράξεις.

Οσπόρος έχει ριχτεί. Και είναι πρωτότυπος σπόρος. Η ελευθερία (της αγοράς, μέσα στην

αγορά) δεν είναι “φυσική”, αλλά ιστορική και κατασκευασμένη· και το κράτος πρέπει τώρα να

αναλάβει καθαρά τις ευθύνες του επ’ αυτού. Ούτε περισσότερα (άμεση εμπλοκή στην

καπιταλιστική οικονομία), ούτε λιγότερα (αποστασιοποίηση και “αποχή”) ούτε διαφορετικά τα

καθήκοντα του κράτους· αυτά συγκεκριμένα: το νομικό εργαλείο στο “χέρι της αγοράς”, που

δεν είναι πια αόρατο.

Όμως σ’ αυτήν την καινούργια θέση που εισάγεται το κράτος (καινούργια για τα δεδομένα

των ‘30s αλλά και των αμέσως επόμενων δεκαετιών) δεν αρκεί η κατασκευή των νόμων

(που διασφαλίζουν τον ανταγωνισμό, την εντιμότητα, την αποτελεσματικότητα...). Είναι

απαραίτητη επίσης η εφαρμογή τους. Όχι μόνο ο νομοθετικός αλλά και ο εκτελεστικός

βραχίονας του κράτους καλούνται τώρα να επιβλέπουν, να επιτηρούν, να προστατεύουν την

ελευθερία της αγοράς.

Κι εφόσον αυτή η ελευθερία είναι η πράξη του ανταγωνισμού, κάθε χιλιοστό καπιταλιστικής

προόδου και ανάπτυξης, δεν μπορεί παρά να σημαίνει πολλαπλασιασμό των υποκειμένων,

Page 80: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

των μορφών, των επιμέρους πεδίων αυτού του θεού - ανταγωνισμού. Άρα πολλαπλασιασμό

των σημείων, των γραμμών, των επιπέδων τριβής μεταξύ ανταγωνιζόμενων· αύξηση των

πιθανοτήτων να χρησιμοποιηθούν αθέμιτα μέσα επιβολής του ενός πάνω στον άλλο. Άρα,

τελικά, πολλαπλασιασμό και εξειδίκευση τόσο των νόμων (που προστατεύουν την ελευθερία

και τον ανταγωνισμό), όσο και της επιτήρησης της εφαρμογής τους.

Κατά έναν απρόοπτο αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο, ενόσω οι υπό διαμόρφωση

νεοφιλελεύθεροι έχουν μέτωπο (απ’ τα ‘30s και μετά) μ’ ό,τι ονομάζαν/ζουν “σοσιαλισμό” και

την (σίγουρη κατά την άποψη πολλών απ’ αυτούς) εκτροπή των κοινωνικών συστημάτων

προς μόνιμους ολοκληρωτισμούς, θα μαστορέψουν από διαφορετική αφετηρία ένα κράτος

αφοσιωμένο κύρια στη δημόσια τάξη. Για το καλό της αγοράς - πάντα. Γιατί όσο πιο σύνθετη

και ποικιλόμορφη γίνεται (πρόκειται να γίνει) αυτή η αγορά μέσα στο χρόνο, τόσο

περισσότεροι θα είναι οι αρμοί και τα μέτωπα στο εσωτερικό της· και τόσο πιο “πανταχού

παρόν” θα είναι, θα πρέπει να είναι, για να “διαιτητεύει”, αυτό το νεοφιλελεύθερο κράτος...

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

3 - Η λέξη ordo, που χρησιμοποιήθηκε απ’ τη συγκεκριμένη φιλελεύθερη φράξια απ’ τα ‘30s

και κατέληξε γρήγορα να γίνει μέρος του ονόματός της, είναι λατινική, και σημαίνει “τάξη”·

από εκεί προέρχεται η αγγλική λέξη order, η ιταλική ordine, κ.α. Αλλά ο Eucken και οι

υπόλοιποι με το ordo εννούσαν την θεσμισμένη, συνταγματική τάξη.

[ επιστροφή ]

4 - Με υπότιτλο Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας 1978 - 1979, ελληνική έκδοση

Πλέθρον, 2012.

[ επιστροφή ]

5 - Το 1932 ένας πανεπιστημιακός νομικός, ο Adolf Berle, και ένας οικονομολόγος, ο

Gardiner Means, και οι δύο απ’ το πανεπιστήμιο Κολούμπια, εξέδωσαν μια μελέτη με τίτλο

The Modern Corporation and Private Property, όπου με μια καθηλωτική έκθεση στατιστικών

στοιχείων έδειχναν αυτό που λέγεται συγκέντρωση κεφαλαίου αλλά και τους

μετασχηματισμούς στο καπιταλιστικό επιχειρείν τότε. Οι 200 μεγαλύτερες μη τραπεζικές

επιχειρήσεις των ΗΠΑ κατείχαν το 1/2 του βιομηχανικού πλούτου, σχεδόν το 1/4 του αεπ

των ΗΠΑ. Επιπλέον όμως, στις μισές από εκείνες τις επιχειρήσεις οι μέτοχοι είχαν από

ελάχιστη έως καθόλου εξουσία, αφού η διαχείριση (και οι ουσιαστικές αποφάσεις) βρισκόταν

στα χέρια των μάνατζερ, μιας καινούργιας εταιρικής (καπιταλιστικής) γραφειοκρατίας, που

μόνο τυπικά έδινε λογαριασμό στα αντίστοιχα δ.σ.

Η μελέτη ήταν κόλαφος για τις θεμελιώδεις παραδοχές των παραδοσιακών φιλελεύθερων

οικονομολόγων, οπότε αγνοήθηκε απ’ αυτούς για μεγάλο διάστημα.

[ επιστροφή ]

6 - Αμερικάνος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ιδρυτικό μέλος ενός απ’ τα πρώτα

αμερικανικά think tank, του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, που ξεκίνησε σαν σοσιαλιστής

αλλά απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 30 μετατράπηκε σε ορκισμένο φιλελεύθερο. Διετέλεσε

στον Α και μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και σύμβουλος αμερικάνων προέδρων.

[ επιστροφή ]

7 - Η σχολή (οικονομικών) του Μάντσεστερ ήταν μια παραδοσιακή φωλιά καθαρόαιμων

φιλελεύθερων.

[ επιστροφή ]

Το Ίδρυμα του Mont Pelerin

Page 81: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Ηεπικράτηση των ναζί στη Γερμανία και την Αυστρία και στη συνέχεια ο Β παγκόσμιος

πόλεμος έδιωξαν αρκετούς (αν και όχι όλους) από τους φιλελεύθερους οικονομολόγους απ’

την ηπειρωτική Ευρώπη. Προς τις ΗΠΑ, που έδειχναν (και ήταν) αρκετά ασφαλείς. Η άμεση

φυσική επαφή μεταξύ τους, διευκόλυνε τις επεξεργασίες, τις συμφωνίες και τις διαφωνίες

τους.

Όμως στις ΗΠΑ, οι ευρωπαίοι φιλελεύθεροι, είτε ήταν παραδοσιακοί είτε νεωτεριστές υπό

διαμόρφωση, έμαθαν και κάτι ακόμα, που έμελλε να αποδειχθεί πολλαπλά χρήσιμο για τις

ιδέες τους και την επιρροή τους: τα οικονομολογικά ζητήματα, ειδικά εκείνα που μπορούν να

στοιχηθούν κάτω απ’ την σημαία της “ελευθερίας”, καλό είναι να μη μένουν κλεισμένα στους

τοίχους των πανεπιστημίων, των ινστιτούτων και των συνεδρίων ειδικών. Καλό είναι να

προπαγανδίζονται, όσο πιο σταθερά και εντατικά γίνεται. Και η προπαγάνδα επιστημονικών

(εντός ή εκτός εισαγωγικών) απόψεων, χρειάζεται και χρήμα (άφθονο), και κατάλληλες

επαφές στην κορυφή της εξουσιαστικής πυραμίδας, και θεσμούς προσανατολισμένους στην

κατάκτηση της κοινής γνώμης, και μήντια. Μ’ άλλα λόγια, ακόμα και οι πιο αυστηροί

υποστηρικτές του δόγματος “η πολιτική μακρυά απ’ την οικονομία” ανακάλυψαν, με το

αζημίωτο, τις χάρες της προπαγανδιστικής πολιτικής και των κέντρων ή παρακέντρων

εξουσίας, που θα μπορούσαν να δώσουν πολιτικό και δημοσιοσχεσίτικο κύρος στις

νεοφιλελεύθερες αλήθειες, ακόμα κι αν το κυρίαρχο εφαρμοζόμενο δόγμα παρέμενε ο

κεϋνσιανισμός.

Δεν ήταν δύσκολο να ανακαλύψουν αυτές τις χάρες, αφού δεν ήταν ασήμαντοι εκείνοι που

ασφυκτιούσαν ήδη απ’ τη δεκαετία του ‘30 και το New Deal. Να πως περιγράφει ο Galbraith

(στο ιστορικό “Μια σφαιρική άποψη για την Οικονομία”) τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις στις

ΗΠΑ, στα 1935, όταν κατατέθηκε για να ψηφιστεί ο νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης:

... Η επιχειρηματική κοινότητα ... δεν επέδειξε ανεκτική στάση. Κανένας νόμος στα

αμερικανικά χρονικά δεν δέχτηκε τόσο σκληρή επίθεση από εκπροσώπους του

επιχειρηματικού κόσμου όσο αυτός περί κοινωνικής ασφάλισης. Το συμβούλιο της Εθνικής

Βιομηχανικής Διάσκεψης προειδοποίησε ότι “η ασφάλιση των ανέργων δεν μπορεί να

τοποθετηθεί σε σταθερή οικονομική βάση”. Ο Εθνικός Σύλλογος Κατασκευαστών δήλωσε ότι

ο νόμος θα διευκόλυνε “το τελικό σοσιαλιστικό έλεγχο της ζωής και της βιομηχανίας”. Ο

Άλφρεντ Π. Σλόαν Τζούνιορ, κυρίαρχος πρόεδρος τότε της General Motors, δήλωσε

κατηγορηματικά: “Οι κίνδυνοι είναι προφανείς”. Ο Τζέιμς Λ. Ντόνελι, του Συλλόγου

Κατασκευαστών του Ιλινόις, το χαρακτήρισε σχέδιο για την υπονόμευση της εθνικής ζωής,

“με καταστροφή των πρωτοβουλιών, με αποθάρρυνση της αποταμίευσης και με κατάπνιξη

της ατομικής ευθύνης”. Ο Τσαρλς Ντέμπι Τζούνιορ, του Αμερικανικού Δικηγορικού

Συλλόγου, είπε ότι “αργά ή γρήγορα, ο νόμος θα επιφέρει την αναπόφευκτη εγκατάλειψη του

ιδιωτικού καπιταλισμού”. Και ο Τζορτζ Π. Τσάντλερ, από το Εμπορικό Επιμελητήριο του

Οχάιο επισήμανε - προκαλώντας σε κάποιον βαθμό έκπληξη - ότι και τα αίτια της πτώσης

της Ρώμης βρίσκονταν σε μια παρόμοια ενέργεια.

Συνοψίζοντας με σφαιρικό τρόπο όλες αυτές τις απόψεις, ο Άρθουρ Μ. Σλέσιγκερ Τζούνιορ

έγραψε:“Με το επίδομα ανεργίας ουδείς θα εργάζεται. Με την ασφάλιση των ηλικιωμένων ...

κανείς δεν θα αποταμιεύει. Το αποτέλεσμα θα είναι η ηθική σήψη, η οικονομική χρεωκοπία

και η κατάρρευση της δημοκρατίας”. Ο βουλευτής Τζον Τάμπερ της Ν. Υόρκης μιλώντας στο

Κογκρέσσο σχετικά με τις αντίθετες απόψεις των επιχειρηματιών για το νόμο, είπε: “Ποτέ στα

παγκόσμια χρονικά ένα μέτρο δεν εισήχθη εδώ σχεδιασμένο με τόσο δόλιο τρόπο για να

Page 82: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

εμποδίσει την επιχειρηματική ανάκαμψη, να σκλαβώσει τους εργαζόμενους και να αποτρέψει

κάθε πιθανότητα να προσφέρουν οι εργοδότες εργασία στον κόσμο”. Κάποιος συνάδελφός

του, ο βουλευτής Ντάνιελ Ριντ, ήταν ακόμα πιο κατηγορηματικός:“Θα νιώσουμε το μαστίγιο

του δικτάτορα στο πετσί μας”.

Η αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικάνων στην επιτροπή ψήφισε ομόφωνα υπέρ της

απόσυρσης του νομοσχεδίου. Αλλά όταν το νομοσχέδιο εμφανίστηκε στη Βουλή επικράτησε

μια πιο ώριμη, δεύτερη σκέψη. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία 371

υπέρ και 33 κατά…

Το γεγονός ότι το New Deal προχώρησε (και με ελιγμούς) δεν σήμαινε πάντως ότι είχαν

εκλείψει όσοι είχαν συμφέροντα εναντίον κάθε μετριασμού της φιλελεύθερα ορθόδοξης

εκμετάλλευσης της εργασίας. Ούτε ότι είχαν χάσει την διάθεση και το χρήμα να

υποστηρίξουν κάθε “επιστημονική” άποψη υπέρ των συμφερόντων τους.

Ηδημιουργία του Ιδρύματος του Mont Pelerin θα μπορούσε να έχει περάσει απαρατήρητη

εάν ο νεοφιλελευθερισμός δεν γινόταν η παλιά/καινούργια συνταγή των αφεντικών, στην

αντεπίθεσή τους απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και μετά. Δεν ήταν ένας θεσμός που

“άλλαξε τη ροή της ιστορίας”. Είναι χαρακτηριστικός όμως επειδή φτιάχτηκε νωρίς νωρίς

μετά τη λήξη του Β παγκόσμιου (το 1947) και επειδή είχε όλα εκείνα τα στοιχεία

δημοσιοσχεσίτικης μεγαλοστομίας που θα επαναληφθούν ξανά και ξανά, όλο και πιο

δυναμικά, τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, από διάφορα νεοφιλελεύθερα think tanks.

Τον Απρίλη του 1947, ο Hayek, ανανεωμένος απ’ τις καινούργιες φιλίες του στις ΗΠΑ και την

Αγγλία, κάλεσε 39 άτομα, κυρίως οικονομολόγους (αλλά και μερικούς ιστορικούς και

φιλόσοφους) σε ένα ξενοδοχείο στο ελβετικό χωριό Mont Pelerin. Σκοπός της συνάντησης

ήταν να συζητηθεί η τότε κατάσταση και η πιθανή μοίρα του κλασσικού φιλελευθερισμού, και

να οργανωθεί ο πόλεμος “κατά της κρατικής παρέμβασης και του Μαρξιστικού ή/και του

Κεϋνσιανού σχεδιασμού, που απλώνονται σ’ όλον τον κόσμο”.

Ήταν σαφές ότι έχοντας “ξεχάσει” (πιο σωστά “θάψει”) τις σχετικά πρόσφατες παταγώδεις

αποτυχίες των φιλελεύθερων αληθειών, ο Hayek και οι υπόλοιποι είχαν αποφασίσει να

μετατραπούν σε φλογερούς προφήτες των δεινών που θα φέρει σ’ όλο τον κόσμο ο

“σοσιαλισμός” και σε μαχητικούς ζηλωτές του οτιδήποτε χωρούσε κάτω απ’ την λέξη

“ελευθερία”. Η συνάντηση του 1947 δεν ήταν αφιερωμένη στα προβλήματα της

ανοικοδόμησης στην Ευρώπη· ούτε στην εκτίμηση της σημασίας της σταθερής σύνδεσης

του δολαρίου με τον χρυσό και των υπόλοιπων συμφωνιών του Bretton Woods.... Αντίθετα,

στην επίσημη ανακοίνωση για τους “σκοπούς της συνάντησης”, θα μάθαινε κάθε

ενδιαφερόμενος ότι:

... Σε μεγάλες περιοχές της επιφάνειας της Γης οι βασικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης

αξιοπρέπειας και ελευθερίας έχουν ήδη εξαφανιστεί. Σε άλλες βρίσκονται υπό διαρκή πίεση,

εξαιτίας της ανάπτυξης των τωρινών τάσεων στην πολιτική. Η θέση των ατόμων και των

εθελοντικών ενώσεών τους υπονομεύεται σταθερά όλο και περισσότερο απ’ την άσκηση

αυθαίρετων εξουσιών. Ακόμα και τα πιο σημαντικά στοιχεία του Δυτικού Ανθρώπου, η

ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, απειλούνται απ’ την εξάπλωση δογμάτων που,

όταν είναι μειοψηφικά, οχυρώνονται πίσω απ’ το προνόμιο της ανοχής των άλλων, και το

μόνο που θέλουν είναι να διαμορφώσουν μια τέτοια εξουσία που να μπορούν να

καταπιέζουν και να εξαφανίζουν όλες τις άλλες απόψεις εκτός απ’ τη δική τους...

Page 83: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Ιδεολογική ρητορεία απόλυτα ευθυγραμμισμένη με εκείνην που είχε κιόλας εγκαινιάσει η

Ουάσιγκτον (απέναντι στο “ανατολικό μπλοκ”), μόνο που οι σαμουράι του φιλελευθερισμού

δεν σκόπευαν να δράσουν απ’ την απέναντι μεριά του “σιδηρού παραπετάσματος”, κι ούτε

απευθύνονταν στους σοβιετικούς και στους δορυφόρους τους!

Οι συγκεντρωμένοι θα αποφασίσουν να σταθεροποιήσουν τις συναντήσεις τους, να

βαφτίσουν τον νεογέννητο διεθνή οργανισμό με το όνομα του χωριού (μιας και διαφωνούσαν

σε άλλες ιδέες), και να μπουν δυνατά “στη μάχη των ιδέων”. Στις πιο σημαίνουσες

προσωπικότητες της Mont Pelerin Society περιλαμβάνονται εκτός απ’ τον Hayek άλλος ένας

διάσημος απ’ την Αυστριακή Σχολή, ο Ludwig von Mises, ο Karl Popper, κι ένας ακόμα

(αμερικάνος) οικονομολόγος που τις επόμενες δεκαετίες θα γινόταν ο γκουρού του

εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού: ο Milton Friedman, απ’ την Σχολή του Σικάγο.

Το Ίδρυμα Mont Pelerin δεν έκανε τα σπουδαία (ερευνητικά και επιστημονικά) που

διακήρυξε ότι θα κάνει, γιατί έκανε κάτι καλύτερο: λειτουργώντας σαν τις κομμουνιστικές

διεθνείς, απετέλεσε την βάση και την “πλάτη” ώστε διάφορα μέλη του να στήσουν

νεοφιλελεύθερα think tanks στις χώρες τους. Κι έτσι έδωσε χαρά στους χρηματοδότες του,

που είδαν ότι τα λεφτά τους δεν πήγαν χαμένα: το 95% των εξόδων της πρώτης

συνάντησης, τον Απρίλη του 1947, το κάλυψε η τράπεζα Credit Suisse. Τα υπόλοιπα τα

έβαλαν τα αμερικανικά Volker Fund και Foundation for Economic Education (FEE). Τίποτα

μεμπτό.

Αυτά τα θυγατρικά (και τα θυγατρικά των θυγατρικών) think tanks, ινστιτούτα, και λοιπά, με

την χρηματική υποστήριξη βιομηχάνων και τραπεζιτών που ασφυκτιούσαν με τις ρυθμίσεις

κεϋνσιανού είδους, και με τη στρατολόγηση επιφανών ή λιγότερο επιφανών δημοσιογράφων

και στελεχών των κρατών, ήταν που κράτησαν κάτι παραπάνω από αναμμένη την φλόγα του

νεοφιλελευθερισμού τα “δύσκολα” για τις ιδέες του μεταπολεμικά χρόνια.

Ο σπόρος και το χώμα

Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι ένα προκομμένο μέλος του Ιδρύματος Mont Pelerin, ο

αμερικάνος Antony Fisher, με τις ευλογίες και την υποστήριξη του Hayek, έγραψε την δικιά

του ιστορία δείχνοντας πόσο πολύ μπορούν να γεννούν οι κότες στον τομέα των think tanks.

Βιομήχανος ορνιθοτρόφος ο ίδιος, ίδρυσε το Institute of Economic Affairs στο Λονδίνο το

1955, το Heritage Foundation στην Ουάσιγκτον το 1973, το Manhattan Institute for Policy

Research στη Ν. Υόρκη το 1977 και το Atlas Economic Research Foundation το 1981. Με τη

σειρά τους αυτά (ή κάποια απ’ αυτά) δημιούργησαν άλλα, και ούτω καθ’ εξής: ένα δίκτυο

(νεο)φιλελεύθερων “μετωπικών” στα ‘50s, στα ‘60s, στα ‘70s... Το γεγονός ότι το Institute of

Economic Affairs χαρακτηρίστηκε σαν “το think tank της Θάτσερ”, ή το γεγονός ότι απ’ τους

76 οικονομικούς συμβούλους του Ρήγκαν στην προεκλογική του εκστρατεία του 1980 τα 22

ήταν μέλη του Ιδρύματος Mont Pelerin, θα μπορούσαν να προσθέσουν αποδείξεις

αποτελεσματικότητας σ’ αυτήν την πολυετή φιλότιμη προσπάθεια των νεοφιλελεύθερων να

διορθώσουν τα κατ’ αυτούς κακά του καπιταλιστικού κόσμου· και μια δόση απ’ το θανάσιμο

αμάρτημα της συνωμοσιολογίας: χμμμ! τώρα εξηγούνται όλα!...

Όμως ο νεοφιλελευθερισμός ΔΕΝ έγινε η καινούργια (ως τώρα) Μεγάλη Αλήθεια της

καπιταλιστικής οργάνωσης επειδή είχε φανερά ή υπόγεια δίκτυα οπαδών και φανατισμό.

Όπως θα δείξουμε σε επόμενα τεύχη των κόκκινων σελίδων ο νεοφιλελευθερισμός βγήκε

Page 84: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

απ’ την πολιτική κατάψυξη όταν είχαν δημιουργηθεί (ή, τέλος πάντων, αυτό πίστευαν τα τότε

αφεντικά) κατάλληλες προϋποθέσεις.

Το όριο, σε σχέση με τη σταθερότητα και τη μακροβιότητα του καπιταλισμού, που

αναγνώρισε ο Κέυνς τόσο πριν όσο και μετά την Μεγάλη Κρίση του 1929, ήταν η οξύτητα και

τα χαρακτηριστικά του εργατικού ανταγωνισμού. Της πάλης των τάξεων - απ’ τη δικιά μας

μεριά. Ειδωμένο στο σύνολό του το οικοδόμημα του Κέυνς, κι όταν μιλάει τη γλώσσα της

πολιτικής κι όταν μιλάει την γλώσσα της οικονομίας, συνδιαλέγεται άμεσα ή έμμεσα μ’ αυτό:

την εργασία και τους εργάτες σαν οργανωμένη δύναμη. Όταν ο Κέυνς μιλάει για την ενεργό

ζήτηση μιλάει για τον μισθό. Κι όταν μιλάει για τον μισθό μιλάει για την “παραγωγική” (για το

σύστημα και τις ισορροπίες του) ενσωμάτωση της εργατικής τάξης.

Τόσο οι κλασσικοί όσο και οι νεωτεριστές φιλελεύθεροι, απ’ τη δικιά τους μεριά, την ίδια

εποχή, δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να έχουν μια τέτοια οπτική. Μια οπτική, δηλαδή, στης

οποίας το κέντρο θα βρίσκονταν αυτοί οι ξεροκέφαλοι και αποφασισμένοι με τις φόρμες. Με

ψυχαναλυτικά κριτήρια αυτό λέγεται απώθηση. Με πολιτικά κριτήρια λέγεται - θα λεγόταν

στα ‘30s και στα ‘40s - παταγώδης αποτυχία. Εάν ο Κέυνς πέτυχε να θεωρηθεί ο “γιατρός

της κρίσης” και ο “αρχιτέκτονας του μεταπολεμικού καπιταλιστικού θαύματος” δεν ήταν

επειδή είχε μαγικές ικανότητες. Ούτε επειδή είχε εξαγοράσει πολιτικούς και κυβερνήσεις.

Ήταν απλά επειδή οι παλιοί και οι καινούργιοι φιλελεύθεροι δεν είχαν να προτείνουν τίποτα

της προκοπής για τις περιστάσεις.

Το γεγονός λοιπόν ότι οι ιδέες της ελευθερίας της αγοράς επέζησαν, ανανεώθηκαν,

τροποποιήθηκαν, εκσυγχρονίστηκαν, σε συνθήκες αίρεσης για κάμποσα χρόνια, σαν

περιθώριο του ακαδημαϊκού και μηντιακού σύμπαντος, δεν προδίκαζε, κι ούτε θα μπορούσε

να προδικάσει, ότι στο τέλος θα πετύχουν να αναγνωριστεί η αλήθεια τους (εντός

εισαγωγικών η λέξη). Στην πράξη (θα το δούμε στη συνέχεια) ακόμα κι όταν ο

νεοφιλελευθερισμός κλήθηκε στα ‘70s να εφαρμόσει επειγόντως τις δικές του συνταγές,

αποτύγχανε εκεί που υποσχόταν πως έχει το φάρμακο.

Η επιτυχία των νεοφιλελεύθερων είχε (και έχει) να κάνει με την κατάσταση εκείνου που

αρνούνται επίσημα να αναγνωρίσουν αλλά, με διάφορους τρόπους, πολεμούν διαρκώς: της

εργατικής συνείδησης. Δεν είναι περισσότερο (αλλά ούτε λιγότερο) “σωστός” ο

νεοφιλελευθερισμός σε σχέση με τον κεϋνσιανισμό για το ξεπέρασμα (ή το κουκούλωμα) των

θεμελιακών αντινομιών του καπιταλισμού. Το μέτρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας όλων των

οικονομολογικών ορθοδοξιών ή αιρέσεων είναι η κατάσταση των συνειδήσεων των (κάθε

φορά σε καινούργια σύνθεση) εργατών, και η ένταση ή η ύφεση του ταξικού ανταγωνισμού.

Το τι αναγνωρίζει και τι δεν αναγνωρίζει ο κάθε ειδικός των αφεντικών, οικονομολόγος,

κοινωνιολόγος, ψυχολόγος ή οτιδηποτελόγος, εμπίπτει στην παρατήρηση του Κέυνς:

Oι οικονομολόγοι... διαλέγουν τις υποθέσεις εργασίας πάνω στις οποίες προχωρούν...

επειδή είναι οι πιο απλές και όχι επειδή είναι οι πιο κοντινές στην πραγματικότητα...

και στην παροιμία:

Κι αν δεν ταιριάζουν οι απόψεις μου με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για δαύτην...

Η σχολή του Σικάγο

Page 85: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Ησχολή οικονομικών του Σικάγο έχει πάρει κεντρική θέση στο στερέωμα του εφαρμοσμένου

διεθνώς νεοφιλελευθερισμού, απ’ τα ‘70s και μετά· όχι εντελώς άδικα, με δόσεις υπερβολής

όμως. Από ιστορική άποψη η συγκεκριμένη σχολή είναι παλιά - ιδρύθηκε το 1892 απ’ τον

(πασίγνωστο) πετρελαιά John D. Rockefeller. Το μεγαλύτερο μέρος του ακαδημαϊκού

επιτελείου της ήταν τυπικά (παραδοσιακοί) φιλελεύθεροι. Ωστόσο για 3 δεκαετίες, απ’ το

1920 ως το 1950 χοντρικά, εξαιτίας της Μεγάλης Κρίσης και της αποτελεσματικότητας του

κεϋνσιανισμού, ήταν μεν “αντι-κεϋνσιανοί” αλλά και καχύποπτοι απέναντι στις κλασσικές

laissez-faire βεβαιότητες. Ορισμένοι οικονομολόγοι της σχολής υποστήριζαν την αντικυκλική

δράση του κράτους σε περιπτώσεις σοβαρών υφέσεων, ενώ αναφέρεται και το πέρασμα

ενός καθαρόαιμου σοσιαλιστή (του Oskar Lange) απ’ τον ακαδημαϊκό στάβλο του

ιδρύματος.

Η ιδεο-θεωρητική κατεύθυνση της σχολής του Σικάγο άρχισε να αλλάζει δραστικά προς το

τέλος της δεκαετίας του ‘50 και στα ‘60s, όταν η παλιά φρουρά αποχώρησε, και μπήκε

“καινούργιο αίμα”. Ο πιο διάσημος ανάμεσα στους καινούργιους των ‘60s είναι ο Milton

Friedman. Απ’ τα ‘60s η σχολή του Σικάγο μπήκε στη “δεύτερη φάση” της ιστορίας της.

Πρώην κεϋνσιανός ο Friedman, είδε το φως του νεοφιλελευθερισμού εφευρίσκοντας την

ειδική εκδοχή του που ονομάστηκε μονεταρισμός απ’ την λέξη money: είναι η

πολιτικοθεωρητική προσέγγιση που τοποθετεί στο κέντρο των καπιταλιστικών λειτουργιών

(και άρα της ομαλότητας της αγοράς) την “ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται σε

κυκλοφορία”. Είτε επηρεασμένος απ’ τους γερμανούς ορντοφιλελεύθερους, είτε επειδή είχε

κεϋνσιανικό παρελθόν, είτε απλά επειδή μια καθαρή laissez-faire προσέγγιση δεν θα έδινε

καμία απάντηση στα χρηματο-ποσοτικά προβλήματα που ο Friedman θεώρησε κεντρικά, ο

μονεταρισμός κράτησε μια ειδική κεντρική θέση για το κράτος στις καπιταλιστικές

λειτουργίες: τον έλεγχο των ποσοτήτων χρήματος που είναι σε κυκλοφορία, μέσω της (ανά

κράτος) κεντρικής τράπεζας, και της κατάλληλης πολιτικής επιτοκίων. Το 1956 ο Friedman

προσπάθησε να ξαναστήσει στα πόδια της μια “ποσοτική θεωρία για το χρήμα”, όμως το

έργο του (δουλεμένο και γραμμένο μαζί με την Anna Schwartz) που τον καθιέρωσε

ασκώντας επίδραση στους κύκλους των οικονομολόγων εκδόθηκε μερικά χρόνια αργότερα,

υπό τον τίτλο A Monetary History of the United States, 1867-1960. Σ’ αυτό, και μιλώντας απ’

την ασφάλεια της χρονικής απόστασης, ο Friedman υποστήριξε ότι η Μεγάλη Κρίση

οφειλόταν σε προβλήματα της προσφοράς χρήματος και όχι στην έλλειψη επενδύσεων και

στην κατακόρυφη πτώση της ζήτησης, όπως υποστήριξε ο Κέυνς.

Προς στιγμήν φάνηκε ότι η αντίθεση του μονεταρισμού του Friedman και του ακόμα ακμαίου

στα ‘60s κεϋνσιανισμού αφορούσε μόνο το κατά πόσον η παρέμβαση ενός κράτους σε

περιπτώσεις “δυσλειτουργιών της αγοράς” πρέπει να είναι δημοσιοοικονομική

(κεϋνσιανισμός) ή χρηματοπιστωτική (μονεταρισμός)· ότι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μια

τεχνική διαφορά. Αλλά ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 οι εκπρόσωποι διάφορων άλλων

υπο-ρευμάτων του νεοφιλελευθερισμού είχαν συγκλίνει προς και γύρω απ’ τον μονεταρισμό,

διευρύνοντας τα δόγματά του και τις συνέπειές τους. Οι λόγοι της νεοφιλελεύθερης

σύγκλισης (και της αναγόρευσης του Friedman σε υπερ-ήρωα της Μεγάλης Επιστροφής των

φιλελεύθερων αληθειών...) δεν ήταν αμελητέοι:

- Παρότι ο ιστορικός φιλελευθερισμός ήταν από καχύποπτος έως ανοικτά εχθρικός στην

ύπαρξη των κεντρικών τραπεζών, είχε γίνει πια ξεκάθαρο για τους νεοφιλελεύθερους (όχι

όμως και ανοικτά ομολογημένο, για προφανείς ιδεολογικούς λόγους) ότι ο καπιταλισμός δεν

επρόκειτο να ξαναγυρίσει στην απλότητα του 19ου αιώνα, και ότι κατά συνέπεια κάποιες

Page 86: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

κρατικές λειτουργίες και παρεμβάσεις θα ήταν πια αναπόφευκτες (ή και επιθυμητές) ακόμα

και στην πιο φιλελεύθερη εκδοχή που θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί…

- Η κεντρικότητα του χρήματος και της κυκλοφορίας του ξεδίπλωνε υπό θεωρητική ανάλυση

και πρακτική πολιτική δράση όλα τα αγαπημένα θέματα του φιλελευθερισμού, δηλαδή τις

τιμές, τον πληθωρισμό, τον τόκο και τα επιτόκια· κυρίως όμως

- Έριχνε απ’ το βάθρο της την κεντρικότητα της εργασίας που, με τον τρόπο της, βρισκόταν

στην καρδιά των κεϋνσιανών αληθειών, έχοντας επιβάλει τη δημιουργία όλων εκείνων των

θεσμών ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης που οι νεοφιλέλευθεροι με αποτροπιασμό

κατήγγειλαν εδώ και δεκαετίες σαν “σοσιαλισμό”.

- Πίσω απ’ την επιφανειακά τεχνική και ακόμα πιο επιφανειακά πολιτικά αθώα αγωνία για

την “ποσότητα του χρήματος” που κυκλοφορεί θα μπορούσε κανείς να μυριστεί (και η μύτη

των οικονομολόγων φτάνει σίγουρα ως εκεί) το αληθινό κρέας: το ύψος των μισθών…

- Απ’ την άλλη μεριά η κεντρικότητα του χρήματος και της κυκλοφορίας του δεν ήταν

καθόλου ασύμβατη με την κεντρικότητα του ανταγωνισμού και την ανάγκη για προστασία της

ελευθερίας της αγοράς (ορντοφιλελεύθεροι) ή άλλες επιμέρους παλαιο- ή νεο-φιλελεύθερες

αλήθειες που είχαν υποστηριχτεί τις προηγούμενες δεκαετίες διεθνώς.

Το πρώτο δυνατό και πρακτικό μπάσιμο της σχολής του Σικάγο στην υπηρεσία των

καπιταλιστικών προσταγών έγινε απ’ το 1973 και μετά, με τη συνοδεία μιας πολιτικής

μορφής εξουσίας που λίγα χρόνια νωρίτερα θα ήταν (δημόσια τουλάχιστον) το απόλυτο

ανάθεμα για οποιονδήποτε φιλελεύθερο: στη Χιλή, υπό την χούντα του στρατηγού Πινοσέτ.

Μια ομάδα χιλιανών οικονομολόγων που είχαν εκπαιδευτεί στη σχολή του Σικάγο υπό τον

Friedman και άλλους μονεταριστές, [8] προσπαθούσε επί χρόνια να κάνει κρατική πράξη ένα

“πρόγραμμα διάσωσης” του καπιταλισμού στη Χιλή· και αποτύγχανε. Ώσπου το υιοθέτησε

μια απ’ τις πιο αιμοσταγείς χούντες στην ιστορία του 20ου αιώνα· οι μέντορες του

νεοφιλελεύθερου φάρμακου στο Σαντιάγκο μπορούσαν τώρα να απολαύσουν τον τίτλο

Chicago Boys. Το φάρμακο είχε όλα τα συστατικά που έγιναν γνωστά απ’ τις αρχές της

δεκαετίας του ‘80 και αλλού: μαζικές ιδιωτικοποιήσεις (το κράτος δεν μπορεί να είναι

επιχειρηματίας, μπορεί όμως να φυλάει την ελευθερία της αγοράς ακόμα και με τανκς εάν

χρειαστεί), φιλελευθεροποίηση της οικονομικής νομοθεσίας, προτεραιότητα στα δικαίωματα

των ιδιοκτητών, και έλεγχος του πληθωρισμού μέσα απ’ το πάγωμα ή (ακόμα καλύτερα) την

μείωση των πραγματικών μισθών. Η χιλιανή κοινωνία έμαθε τι είναι “οικονομία της αγοράς”

πληρώνοντάς το για χρόνια με αίμα (4.000 πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος

δολοφονήθηκαν) και φτώχια. Παρά τις θαυματοποιές υποσχέσεις η συνταγή του

μονεταρισμού, μόνο σε ορισμένα νούμερα είχε “θετική” επίδραση, τουλάχιστον μέχρις ότου

πάψει να εφαρμόζεται ακριβώς by the book.

Η χούντα στη Χιλή κράτησε 27 χρόνια (ως τις αρχές του 1990) εφαρμόζοντας με διάφορες

προσθήκες, παρεκβάσεις και τροποποιήσεις τις καινούργιες αλήθειες. Ο Milton Friedman

γιόρτασε το τέλος της με την εξής δήλωση:

... Η οικονομία της Χιλής τα έχει πάει πολύ καλά, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι στο τέλος η

κεντρική κυβέρνηση, η στρατιωτική χούντα, αντικαταστάθηκε από μια δημοκρατικά

Page 87: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

εκλεγμένη. Έτσι, το πραγματικά σημαντικό σε σχέση με την οικονομία της Χιλής είναι πως οι

ελεύθερες αγορές ανοίγουν το δρόμο φτιάχοντας μια ελεύθερη κοινωνία...

Ο κυνισμός ήταν ηχηρός, όχι όμως ανεξήγητος: απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι

(νεο)φιλελεύθερες αλήθειες θα έβρισκαν καινούργιες ευκαιρίες να “απελευθέρωσουν

δυστυχισμένες κοινωνίες” - στην ανατολική Ευρώπη αυτή τη φορά...

Όταν οι νεοφιλελεύθερες αλήθειες αξιοποιούν “πλάτες”: ο Πινοσέτ, τον Σεπτέμβρη του 1982

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

8 - Θα κάνει ίσως μια κάποια εντύπωση το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι νεαροί Χιλιανοί

αστοί που πήγαν να σπουδάσουν οικονομικά στο Σικάγο, δεν το έκαναν “αυθόρμητα” αλλά

στη βάση ενός καλά οργανωμένου αμερικανικού σχεδίου για την εκπαίδευση μιας

καινούργιας “ηγετικής γενιάς” στη Χιλή (και αλλού...), έτσι ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος

της Ουάσιγκτον στην “πίσω αυλή” της, χωρίς κραυγαλέες άμεσες επεμβάσεις.

[ επιστροφή ]