Σταύρος Ζωγραφάκης Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνώ ν
Σταύρος Αμπελάς - Ηλιοτόπια
-
Upload
stavrosampelas -
Category
Documents
-
view
215 -
download
0
description
Transcript of Σταύρος Αμπελάς - Ηλιοτόπια
Σ Τ Α Υ Ρ Ο Σ Α Μ Π Ε Λ Α Σ
Η Λ Ι Ο Τ Ο Π Ι Α
Ζ Α Κ Υ Ν Θ Ο Σ 2 0 0 1
Νυχτο̟ούλι
Είµαι µόνος χωρίς το βλέµµα σου σαν δυσοίωνο νυχτο̟ούλι ̟ου ταράζει τoν ύ̟νο των ανθρώ̟ων µε τη βραχνή του φωνή.
Χειµωνιάτικη νύχτα
Η σκέψη σου µε βασανίζει δε χωράς σε κανένα ̟οίηµα µα δεν µ̟ορώ έτσι άστεγη α̟όψε ̟ου κάνει τόσο κρύο να σ' αφήσω.
Ανοιξιάτικη χλόη
Τ' όνειρο µ' εγκατέλειψε σε µια στυγνή ̟ραγµατικότητα κι εσύ αρνείσαι να γίνεις ανοιξιάτικη χλόη ̟άνω σου να κυλιστώ µή̟ως και βρω τη χαµένη µου ̟αιδικότητα.
Λευκό ̟ουκάµισο
Είσαι όµορφη µες στο λευκό σου ̟ουκάµισο σαν να κερνάς καφέ τα άστρα.
Κάτι λευκό
Θέλω να φτιάξω κάτι λευκό α̟όψε ό̟ως ένα σ̟ίτι στην ακρογιαλιά κι εκεί να σε γνωρίσω στην ̟ιο καλή µου φίλη: τη θάλασσα.
Της βροχής και της θάλασσας
Μοιάζουµε όλοι µε ήχους εγώ της βροχής εσύ της θάλασσας.
Θάλασσά µου
Θάλασσά µου κι αν είσαι µίλια µακριά ο αγέρας φέρνει ως εδώ τη µυρωδιά σου κι όλα τριγύρω καλοκαίρι.
Αχυρένια φωλιά
Κοντά σου βρίσκω τη ζεστή αχυρένια φωλιά µου και γίνοµαι ξανά ̟ουλί.
Αν ήµουν ̟ουλί...
Αν ήµουν ̟ουλί θα ̟έταγα κι εκεί στο δωµάτιό σου ̟άνω α̟' το κρεβάτι σου θα εγκαθιστούσα το καλοκαίρι.
Μέσα στα χέρια σου
Κά̟οτε είχες στα χέρια σου ένα ̟ουλί και το ζέσταινες µε την ανα̟νοή σου. ∆εν έχει σηµασία αν έγινε αϊτός ή ̟εριστέρι. Τώρα εκεί ψηλά στον ουρανό κάνοντας κύκλους θα κρώζει ̟άντα το όνοµά σου.
Η φωνή σου...
Η φωνή σου µ̟ορεί ν' αλλάξει τον κόσµο. Τη θάλασσα να κάνει ουρανό. Κι εγώ ̟ου έρµο ψάρι στα µαύρα βάθη κολυµ̟ώ µ' ένα σου γέλιο ̟ουλί να γίνω να ̟ετώ.
Το νησί (α')
Πάµε να φύγουµε µαζί για ένα νησί ̟ου δεν υ̟άρχει. Έτσι κι αλλιώς το µόνο αληθινό σ' αυτόν τον κόσµο είµαστε οι δυο µας.
Το νησί (β')
Υ̟άρχει ένα νησί το δικό µας το νησί µε τις ακρογιαλιές τους γλάρους τις λευκές του εκκλησιές. Πάντα οι δυο µας θα συναντιώµαστε λαθραία εκεί. Και κανείς ̟οτέ όσο κι αν ψάξει δε θα µ̟ορέσει να το βρει.
Η ̟οίηση µακριά σου...
Η ̟οίηση µακριά σου είναι νησί χωρίς λιµάνι ̟ου βλέ̟ει τα ̟λοία να ̟ροσ̟ερνούν.
Α̟όψε ταξιδεύεις
Α̟όψε ταξιδεύεις µε το φεγγαρόφωτο µε την αστροφεγγιά. Στην κάµαρά µου µ̟αίνεις σαν σκιά.
Κάµαρα της ανατολής...
Ο ήλιος κοιµάται στην αγκαλιά σου. Το ̟ρωί σαν κλέφτης ̟ηδά α̟' το ̟αράθυρο στον κή̟ο της ανατολής.
∆ε χωράς ̟ουθενά
∆ε χωράς ̟ουθενά. Ξεχειλίζεις α̟' τα µάτια µου α̟' τα ρούχα µου α̟ό τα δάχτυλά µου. Προσ̟αθώ να σε κρύψω να µη σε δει κανείς µα όλοι καταλαβαίνουνε ̟ως έκλεψα τον ήλιο.
Όσο κι αν καίγεται...
Όσο κι αν καίγεται σε εκατοµµύρια βαθµούς ο ήλιος δυο µάτια είναι ̟ου του χαρίζουνε το φως.
Θαυµατουργή εικόνα
Το ̟ρόσω̟ό σου θαυµατουργή εικόνα. Το ̟εριφέρω στου µυαλού µου τα σοκάκια να ησυχάσουν της ψυχής µου οι φουρτούνες.
Η άνοιξη
Ο χειµώνας είναι η βροχή το βράδυ ̟ου έρχεται νωρίτερα η θάλασσα ̟ου ανεβαίνει ως τις άδειες καρέκλες. Η άνοιξη είσαι α̟λά, εσύ.
Μ' αγκαλιάζεις...
Μ' αγκαλιάζεις και τα κτίρια γίνονται βουνά οι άνθρω̟οι δέντρα και τ' αυτοκίνητα ̟ουλιά ̟ου χαρούµενα γύρω µας ̟ετούν και τραγουδάνε.
Μαργαρίτα
Σου δίνω το χέρι µου. Το ̟αίρνεις για µαργαρίτα κι ένα ένα σαν ̟έταλα µαδάς τα δάχτυλά µου. Στο τέλος ̟άντα σ' αγα̟ώ µα δεν µ̟ορώ ̟ια να σ' αγγίξω.
Ένα κουτί καραµέλες
Στην τσέ̟η µου ένα κουτί καραµέλες. Τις φύλαγα για σένα µα σε ̟ίκρανε τόσο ο καιρός. Λιώσανε ζάρωσαν κύλησαν ̟άνω στα γράµµατά σου ̟ου κουβαλάω ̟άντοτε µαζί µου. ∆εν είναι ευανάγνωστα ̟ια µα είναι τόσο γλυκά.
Το κοχύλι
Τώρα ̟ου θ' α̟οσύρεσαι α̟' τη ζωή µου σαν θάλασσα τι κοχύλια θα βρω στον ̟υθµένα να κάνω βούκινο το όνοµά σου.
∆έντρο γυµνό
Πρέ̟ει να ζήσω λοι̟όν χωρίς εσένα σαν δέντρο γυµνό σε ξεραµένη γη για να θυµίζω σε όλους ̟ως κά̟οτε ̟έρασε α̟ό εδώ η άνοιξη.
Πώς µ̟όρεσες...
Πώς µ̟όρεσες να µ' αφήσεις µόνο σ' αυτό το δάσος ̟ου καίγεται εσύ ̟ου ήσουν θάλασσα και µ' ένα σου κύµα µ̟ορούσες να σβήσεις τη φωτιά να κάνεις την ̟υρκαγιά ̟ου µε κατακαίει ένα ναυάγιο ξεχασµένο στο βυθό.
Πες µου θά 'ρθουν ξανά...
Πες µου θά ΄ρθουν ξανά οι µέρες οι ̟αλιές να µου χαρίζεις τον ήλιο σαν ένα ̟ορτοκάλι κι εγώ α̟' τη χαρά µου να το δαγκώνω λαίµαργα µε τη φλούδα.
Αυτή ̟ου αγά̟ησα
Μ̟ορεί να φύγεις να χαθείς να ξεχαστείς ν' αλλάξεις µα για χρόνια η µορφή σου θα ̟εριδιαβάζει στα ̟οιήµατά µου -το ρούχο σου στον άνεµο- µε την έ̟αρση ενός ονείρου µιας ανάµνησης. Οι λέξεις θα σε δείχνουν στους ̟εραστικούς αναγνώστες και θα ψιθυρίζουν: είναι αυτή ̟ου αγά̟ησε.