Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό...

13
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΙΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του Μάη και του Ιούνη, κατέδειξαν με σαφήνεια ότι το δικομματικό πολιτικό σύστημα της αστικής διαχείρισης από μονοκομματικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα έφαγε τα ψωμιά του όπως το γνωρίσαμε από το 1974 ως σήμερα. Αναπόφευκτα πρόεκυψαν εντατικές διεργασίες προκειμένου η αστική τάξη και τα κόμματά της να χρησιμοποιήσουν ή να διαμορφώσουν τις απαραίτητες εφεδρείες για το πέρασμα στο διπολικό σύστημα με κυβερνήσεις συνεργασίας. Ανάλογες εξελίξεις έχουν συμβεί στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, πριν πολλά χρόνια, καθώς η απρόσκοπτη εναλλαγή φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών ή αποκαλούμενων σοσιαλιστικών κομμάτων έχει εξαντληθεί εκεί που τουλάχιστον είχε την τυπική μορφή της δικομματικής εναλλαγής. Οι διεργασίες για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, η αναμφισβήτητη ύπαρξη εφεδρειών στην Ελλάδα κάτω από την επίδραση και των διεθνών εξελίξεων, δεν υποβαθμίζουν τη σημασία της ταξικής πάλης, ακόμα και στις σημερινές συνθήκες που το επαναστατικό κίνημα έχει υποχωρήσει. Άλλωστε οι δυσκολίες που συναντά η αστική τάξη σχετίζονται και με την εξέλιξη και την αντανάκλαση του ταξικού αγώνα. Ωστόσο ο βαθμός αποτελεσματικότητας του εργατικού κινήματος εξαρτάται και από τη μαζικότητα και οργανωτικότητά του, σε συνδυασμό με το κατά πόσο έχει κατακτήσει μια σταθερή αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, κατά πόσο ο καθημερινός αγώνας δε διεξάγεται ως αυτοσκοπός, ανεξάρτητα ή και σε αντιδιαστολή με την προοπτική ανατροπής της αστικής πολιτικής εξουσίας. Είναι κατώτερη των επιτακτικών αναγκών η διαμόρφωση της εργατικής πριν απ’ όλα συνείδησης, σχετικά με το ζήτημα της ουσίας του αστικού κράτους και της αστικής διακυβέρνησης, η οποία από την πιο ήπια-δημοκρατική ως την πιο ακραία αντιδραστική μορφή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δικτατορία της αστικής τάξης. Η δικτατορία της αστικής τάξης υπήρχε και στα χρόνια της Χούντας και στη μεταπολίτευση, και σε περιόδους αυταρχισμού κι έντασης της καταστολής, και σε περιόδους πιο ανεκτικής κι ευέλικτης διακυβέρνησης. Όταν η ΝΔ νομιμοποιούσε το ΚΚΕ (γνώριζε ότι το ΚΚΕ ντε φάκτο θα επαναλειτουργούσε στην Ελλάδα), όταν πρότεινε την κατάργηση της βασιλείας μέσω δημοψηφίσματος, ακόμη και τότε δεν έπαψε να ισχύει η δικτατορία της αστικής τάξης. Όταν η ΝΔ ανέστειλε για 7 χρόνια τη συμμετοχή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, όταν έκανε κρατικοποιήσεις, δεν έπαυε το πολιτικό σύστημα να είναι δικτατορία της αστικής τάξης. Το ίδιο ισχύει για την περίοδο του ΠΑΣΟΚ, όταν καταργούσε τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, αναγνώριζε την Εθνική Αντίσταση και προχωρούσε και αυτό σε κρατικοποίηση προβληματικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Όταν όμως έπαιρνε πίσω την υπόσχεσή του μέσω δημοψηφίσματος ν’ αποφασίσει ο ελληνικός λαός την ένταξη ή όχι της Ελλάδας στην ΕΟΚ, όταν συμφωνούσε και ανανέωνε την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, όταν άδειαζε το πρόγραμμά του από ορισμένα ριζοσπαστικά συνθήματα, τότε έκανε ανοιχτή δήλωση συμμόρφωσης προς τα συμφέροντα της αστικής τάξης και της δικτατορίας της. Γι’ αυτό η επαναστατική ιδεολογία αντιπαραθέτει στη δικτατορία της αστικής τάξης τη δικτατορία του προλεταριάτου.

description

 

Transcript of Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό...

Page 1: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΙΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ

ΣΥΣΤΗΜΑΟι δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του Μάη και του Ιούνη, κατέδειξαν μεσαφήνεια ότι το δικομματικό πολιτικό σύστημα της αστικής διαχείρισης απόμονοκομματικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα έφαγε τα ψωμιά του όπως το γνωρίσαμεαπό το 1974 ως σήμερα.

Αναπόφευκτα πρόεκυψαν εντατικές διεργασίες προκειμένου η αστική τάξη και τακόμματά της να χρησιμοποιήσουν ή να διαμορφώσουν τις απαραίτητες εφεδρείες γιατο πέρασμα στο διπολικό σύστημα με κυβερνήσεις συνεργασίας. Ανάλογες εξελίξειςέχουν συμβεί στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, πριν πολλά χρόνια, καθώς ηαπρόσκοπτη εναλλαγή φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών ή αποκαλούμενωνσοσιαλιστικών κομμάτων έχει εξαντληθεί εκεί που τουλάχιστον είχε την τυπική μορφήτης δικομματικής εναλλαγής.

Οι διεργασίες για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, ηαναμφισβήτητη ύπαρξη εφεδρειών στην Ελλάδα κάτω από την επίδραση και τωνδιεθνών εξελίξεων, δεν υποβαθμίζουν τη σημασία της ταξικής πάλης, ακόμα και στιςσημερινές συνθήκες που το επαναστατικό κίνημα έχει υποχωρήσει. Άλλωστε οιδυσκολίες που συναντά η αστική τάξη σχετίζονται και με την εξέλιξη και τηναντανάκλαση του ταξικού αγώνα. Ωστόσο ο βαθμός αποτελεσματικότητας τουεργατικού κινήματος εξαρτάται και από τη μαζικότητα και οργανωτικότητά του, σεσυνδυασμό με το κατά πόσο έχει κατακτήσει μια σταθερή αντιμονοπωλιακήαντικαπιταλιστική κατεύθυνση, κατά πόσο ο καθημερινός αγώνας δε διεξάγεται ωςαυτοσκοπός, ανεξάρτητα ή και σε αντιδιαστολή με την προοπτική ανατροπής τηςαστικής πολιτικής εξουσίας.

Είναι κατώτερη των επιτακτικών αναγκών η διαμόρφωση της εργατικής πριν απ’ όλασυνείδησης, σχετικά με το ζήτημα της ουσίας του αστικού κράτους και της αστικήςδιακυβέρνησης, η οποία από την πιο ήπια-δημοκρατική ως την πιο ακραίααντιδραστική μορφή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δικτατορία της αστικής τάξης. Ηδικτατορία της αστικής τάξης υπήρχε και στα χρόνια της Χούντας και στημεταπολίτευση, και σε περιόδους αυταρχισμού κι έντασης της καταστολής, και σεπεριόδους πιο ανεκτικής κι ευέλικτης διακυβέρνησης. Όταν η ΝΔ νομιμοποιούσε τοΚΚΕ (γνώριζε ότι το ΚΚΕ ντε φάκτο θα επαναλειτουργούσε στην Ελλάδα), ότανπρότεινε την κατάργηση της βασιλείας μέσω δημοψηφίσματος, ακόμη και τότε δενέπαψε να ισχύει η δικτατορία της αστικής τάξης. Όταν η ΝΔ ανέστειλε για 7 χρόνια τησυμμετοχή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, όταν έκανεκρατικοποιήσεις, δεν έπαυε το πολιτικό σύστημα να είναι δικτατορία της αστικήςτάξης. Το ίδιο ισχύει για την περίοδο του ΠΑΣΟΚ, όταν καταργούσε τα πιστοποιητικάκοινωνικών φρονημάτων, αναγνώριζε την Εθνική Αντίσταση και προχωρούσε καιαυτό σε κρατικοποίηση προβληματικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Όταν όμωςέπαιρνε πίσω την υπόσχεσή του μέσω δημοψηφίσματος ν’ αποφασίσει ο ελληνικόςλαός την ένταξη ή όχι της Ελλάδας στην ΕΟΚ, όταν συμφωνούσε και ανανέωνε τηνπαραμονή των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, όταν άδειαζε το πρόγραμμά τουαπό ορισμένα ριζοσπαστικά συνθήματα, τότε έκανε ανοιχτή δήλωση συμμόρφωσηςπρος τα συμφέροντα της αστικής τάξης και της δικτατορίας της.

Γι’ αυτό η επαναστατική ιδεολογία αντιπαραθέτει στη δικτατορία της αστικής τάξης τηδικτατορία του προλεταριάτου.

Page 2: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

Το ΚΚΕ το 2012 και το 2014 δε στάθηκε μονοσήμαντα στην εκτίμηση ότι τα δύοαστικά κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έχασαν εκατομμύρια ψήφους, ως έκφρασηδικαιολογημένης λαϊκής δυσαρέσκειας και αγανάκτησης, αλλά και ως απόδειξη ότιέχουν απολέσει την ευχέρεια να ενσωματώνουν εργατικές λαϊκές μάζες σε συνθήκεςκαπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Με παρρησία τόνισε ότι οι αξιοσημείωτες αυτέςαπώλειες δε συνιστούν ανατροπή του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων.

Ο συσχετισμός δυνάμεων δεν καθορίζεται από τον εκλογικό συσχετισμό τωνκομμάτων που το πρόγραμμά τους και η πρακτική κατά συνέπεια πολιτική τουςυποστηρίζει διάφορα μίγματα αστικής διαχείρισης. Το εκλογικό αποτέλεσμα δενοδηγεί στην αλλαγή τάξης στην εξουσία, παραμένει η αστική. Δεν καθορίζεται από τιςανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά πρώτ’ απ’ όλα από το συσχετισμόδυνάμεων στην ταξική πάλη, στην πορεία αναμέτρησης των αστικών κοινωνικών καιπολιτικών δυνάμεων με το εργατικό κίνημα και τους συμμάχους του, με το ΚΚΕπρώτα και βασικά. Ο συσχετισμός δυνάμεων αποτιμάται από ένα συνδυασμό πολύπερισσότερων δεικτών και όχι κυρίως από την κάλπη. Από την κατάσταση τουεργατικού κινήματος, από το επίπεδο οργάνωσης και ταξικής συνείδησης, από τηνπρόοδο και μαζικοποίηση της Λαϊκής Συμμαχίας, με αφετηρία και βάση τηνοργάνωση στον τόπο δουλειάς, τον κλάδο σε περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο,από την πορεία ισχυροποίησης του ΚΚΕ παντού.

Έχει σημασία να κερδίζει έδαφος η παραδοχή ότι η κίνηση του καπιταλισμούυπακούει σε αντικειμενικούς νόμους που καμία πολιτική βούληση δεν μπορεί νακαταργήσει. Ο καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις είναι το πιο αδιάψευστο τεκμήριο ότι ηαστική πολιτική είναι υποχρεωμένη να δρα σύμφωνα με τους νόμους τηςκαπιταλιστικής συσσώρευσης, όποιο προσωπείο κι αν φοράει, εν γνώσει ακόμα ότιαυτό συνεπάγεται πολιτική φθορά.

Δεν αρκεί η αντίθεση με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ ή το ΣΥΡΙΖΑ και τις άλλες ρεφορμιστικές,οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις - ομάδες, αν δεν κατανοείται οταξικός χαρακτήρας της πολιτικής τους, η σχέση υπηρέτησης και συναίνεσης με τηναστική τάξη, ανεξάρτητα τι πρόσημο χρησιμοποιούν, ή αν στο παρελθόν, σε κάποιασυγκυρία, συνδέθηκαν με θετικές τακτικές και συμπεριφορές απέναντι σε ορισμέναλαϊκά προβλήματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα έχει διαδεχτεί επάξια το ΠΑΣΟΚ στην επιχείρηση συσκότισης τουταξικού χαρακτήρα των αστικών κομμάτων, στην αταξική κριτική προς αυτά κάνονταςεπίκεντρο τα ηθικά προβλήματα, τη διαφθορά, που είναι αναπόσπαστο στοιχείο τηςκαπιταλιστικής κερδοφορίας, της συνύφανσης κράτους και μονοπωλίων, αλλά δεναποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της ταξικής εκμετάλλευσης, της ανεργίας και τηςφτώχειας, της βίας και της καταστολής.

Ο ΣΥΡΙΖΑ χρεώνει σήμερα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ «νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία»,ανεντιμότητα, αδιαφάνεια, εξυπηρέτηση «κολλητών», υποτέλεια στη Μέρκελ και τονΣόιμπλε, μίσος για το λαό κλπ., δηλαδή όλα τα ανάγει στην ηθική σφαίρα έξω από τησχέση οικονομίας και πολιτικής. Η ιδεολογική ακαμψία ή ευελιξία μπορεί ναχαρακτηρίζει κάποια κόμματα και πολιτικούς ηγέτες, αλλά το κύριο και βασικό είναι οταξικός χαρακτήρας τους.

Τα ηθικά κριτήρια, αποσπασμένα από τη σχέση οικονομίας και πολιτικής, από τοπρόβλημα της εξουσίας, αποτελούν τροχοπέδη στην κατάκτηση πολιτικήςσυνείδησης, στην ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα. Τελικά παρέχουν τηδυνατότητα στην αστική τάξη να ανταπεξέρχεται σε δυσκολίες, να χρησιμοποιείπαραπλανητικά διλήμματα και ψευτοεπιχειρήματα ώστε να χειρίζεται τις ενδοαστικές

Page 3: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, μετατρέποντας το λαό σε διαιτητή ανάμεσα σετμήματα του κεφαλαίου, στα ανταγωνιζόμενα ιμπεριαλιστικά κράτη.

Για την εξέλιξη των ενδοαστικών αντιθέσεων

Αν ανατρέξουμε σε όλη την ιστορία, από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης τουελληνικού αστικού κράτους ως σήμερα, θα δούμε ότι το θέμα της μορφής και τουτρόπου διακυβέρνησης, το μίγμα διαχείρισης, τα σκάνδαλα, ήταν στην ημερήσιαδιάταξη στο κοινοβούλιο και στον Τύπο, ως μέσο εκλογικής, πολιτικής επιτυχίας ενόςαστικού κόμματος σε βάρος του άλλου. Την περίοδο του Σχεδίου Μάρσαλ έγινανμεγάλες αποκαλύψεις για το πού κατέληγε ένα μέρος των χρημάτων. Πρώτοιανάμεσα στους πρώτους έθεταν το ζήτημα οι ίδιοι οι Αμερικανοί πολιτικοί καιοικονομικοί παράγοντες, που ενδιαφέρονταν ν’ αξιοποιηθούν τα χρήματα σεσυγκεκριμένους ταξικούς σκοπούς και να μη μειώνονται, για να μπαίνουν στις τσέπεςακόμα και των απόλυτα δικών τους ανθρώπων. Άλλωστε οι αστοί ηγέτες δεν μπορείνα εμπιστεύονται συνεργάτες και όργανά τους που εξαγοράζονται, αφού έτσι μπορείνα περάσουν εύκολα στο στρατόπεδο του ανταγωνιστή.

Η έκπληξη του ΣΥΡΙΖΑ και το δέος που νιώθει, μπροστά σε δήθεν πρωτοφανέρωταφαινόμενα, δεν είναι καθόλου ειλικρινή, με την έννοια ότι επιλέγει ένα παράγωγοφαινόμενο για να στηρίξει το διαχωρισμό των κεφαλαιοκρατών σε «τίμιους» και«διεφθαρμένους». Πιστεύει ότι με την ηθικολογία μπορεί ν’ «αγοράσει» ένα σημαντικόμέρος ψήφων, και μάλιστα βάζοντας στον πάγκο αυτής της αγοράς την ιστορικάαποδεδειγμένη ανιδιοτέλεια κι ετοιμότητα για προσωπική θυσία των κομμουνιστών.Έχουν το θράσος να λένε ότι είναι και συνεχιστές αυτής της μεγάλης εποποιίας τηςταξικής πάλης στην Ελλάδα.

Για τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες ιδιαίτερο μέλημα πρέπει να είναι νακερδίζει έδαφος η ταξική αντίληψη ότι η ελληνική κυβερνητική εκπροσώπηση στιςιμπεριαλιστικές ενώσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ γίνεται με μια εκ των προτέρωναποδοχή ότι τα όρια διαπραγμάτευσης (από τη σκοπιά πάντα των συμφερόντων τηςελληνικής αστικής τάξης) είναι περιορισμένα. Σ’ αυτές τις ενώσεις τελικά οι αποφάσειςέχουν τη σφραγίδα του ισχυρού ή των ισχυρότερων κρατών, οι συμβιβασμοί –ότανγίνονται– έχουν ημερομηνία λήξης. Δεν πρόκειται για ζήτημα υποτέλειας, φοβίας,προδοσίας, αλλά για κανόνες ανταγωνισμού και αντιπαράθεσης που έχουνυπόβαθρο την ανισόμετρη ανάπτυξη και την εξέλιξη των ενδοϊμπεριαλιστικών κιενδοαστικών αντιθέσεων.

Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα πρέπει, μέσα από την καθημερινή πάλη, ν’απαλλαγούν από μια σειρά αστικά ιδεολογήματα που συσκοτίζουν τη συνείδηση καιπεριορίζουν την αποτελεσματικότητα των αγώνων. Τέτοια ιδεολογήματα είναι:

• Ότι είναι προοδευτικό φαινόμενο να υπάρχει κρατικός επιχειρηματικόςτομέας ή, το αντίθετο, μόνο ιδιωτικός.

• Ότι η κρατική παρέμβαση μπορεί ν’ αλλάξει θετικά –υπέρ του εργαζόμενουλαού– τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς και να μεταλλάξει το αστικόκράτος σε μη αστικό, αλλά αριστερό και προοδευτικό.

• Ότι ο ελληνικός λαός υποχρεωτικά πρέπει να ζει εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

• Ότι το ζήτημα-κρίκος για την αντιμετώπιση της ανεργίας και τη βελτίωση τουβιοτικού επιπέδου είναι να γίνονται πριν απ’ όλα παραγωγικές επενδύσεις, ότι

Page 4: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

η λεγόμενη παραγωγική ανασυγκρότηση θ’ αντιμετωπίσει τις συνέπειες τηςκρίσης.

Η διαχειριστική ικανότητα των αστικών κομμάτων μπορεί να είναι επιτυχής ή καιανεπιτυχής, με κριτήριο πάντα το συμφέρον της αστικής τάξης, την καπιταλιστικήκερδοφορία ή ακόμα και τη διαπραγματευτική ικανότητα στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, πουόμως δεν έχει στόχο την κοινωνική λαϊκή ευημερία, αλλά την ευημερία τμημάτων τουκεφαλαίου, την ευνοϊκότερη μεταχείρισή τους στις συνθήκες του αδυσώπητουμονοπωλιακού ανταγωνισμού.

Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική διαχείριση σε ευρωπαϊκές χώρες με τοδιευρυμένο παραγωγικό κρατικό τομέα και τις εκτεταμένες κοινωνικές παροχές δενεπιβλήθηκε στην αστική τάξη κυρίως λόγω του συσχετισμού δυνάμεων. Η φάσηαναπαραγωγής του κεφαλαίου ήταν τέτοια, που έδινε τη δυνατότητα των κοινωνικώνπαροχών, αλλά και τα συμφέροντα του κεφαλαίου επέβαλαν για διάφορους λόγουςένα μέρος των μέσων παραγωγής να είναι κρατική ιδιοκτησία (π.χ., σε επιχειρήσειςπου απαιτούσαν μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια, με χαμηλό ποσοστό κέρδους, όμωςαπαραίτητες για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου).

Η αστική παρέμβαση για διασφάλιση της πολιτικήςσταθερότητας

Τα πρώτα εμβρυικά ίχνη της δικομματικής διαπάλης κι εναλλαγής τα βρίσκουμε μετην ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, μετά από την Επανάσταση του 1821,η διαμόρφωση του οποίου ήταν αργή και βασανιστική. Οι ενδοαστικέςαντιπαραθέσεις και η προσπάθεια συγκρότησης και στερέωσης του αστικού κρατικούμηχανισμού μπλέκονταν με τις διαφορετικές επιλογές για τον εξωτερικόπροσανατολισμό του νεότευκτου κράτους και με τη στρατηγική της εθνικήςολοκλήρωσης, γεγονός που οδήγησε τις αντιμαχόμενες μερίδες της αστικής τάξης(που περιελάμβαναν και αστοποιημένα στρώματα της παλιάς οθωμανικής διοίκησης,όπως οι κοτζαμπάσηδες, οι Φαναριώτες και ο ανώτερος κλήρος) σε οξύτατεςπολιτικές αντιπαραθέσεις. Ταυτόχρονα με αυτά, πρέπει να συνυπολογιστεί ότι οιΈλληνες αστοί, εφοπλιστές κι έμποροι, ήταν πανίσχυροι στον εξωελλαδικό χώρο, σταεδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήξεραν ότι εκεί είναι ο χώρος του πλουτισμούτους, ενώ για την «πατρίδα Ελλάδα» περιορίζονταν σε μικρού μεγέθους επενδύσεις,με κριτήριο το γρήγορο κέρδος.

Θεωρείται από πολλούς ιστορικούς –κι έχουν δίκιο– ότι ο συνεπής οπαδός τουδικομματικού πολιτικού συστήματος ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης και το κόμμα του. Οίδιος επιζητούσε ως πρώτο ζήτημα αστικούς θεσμικούς εκσυγχρονισμούς για τηνανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα και ως δεύτερο ζήτημα την ολοκλήρωσητης εθνικής επικράτειας. Θεωρούσε –και σωστά από την πλευρά των ταξικώνεπιδιώξεών του– ότι το αστικό κοινοβούλιο στην Ελλάδα πρέπει να προσεγγίσει ή ναφτάσει στο ευρωπαϊκό πρότυπο, ότι ο δικομματισμός μπορεί να συμβάλει στηνεύρυθμη λειτουργία της κυρίαρχης πολιτικής, σε αντίθεση με τον τύπο τουπολυκομματισμού που υπήρχε μέχρι τότε και ο οποίος χαρακτηριζόταν από μεγάληρευστότητα, ενώ ο θρόνος είχε εκτελεστικές αρμοδιότητες με βάση και το νέοσύνταγμα του 1864. Το αποτέλεσμα ήταν να σχηματίζονται κυβερνήσεις μειοψηφίας,να διορίζονται κυβερνήσεις ανεξάρτητα από τα εκλογικά αποτελέσματα.

Η επί πολλά χρόνια διαμάχη μέσα στο δίπολο των μοναρχικών και αντιμοναρχικών,και επί Όθωνα και επί Γεωργίου Α΄ και επί Κωνσταντίνου Α΄ αργότερα, ήτανπραγματική, αλλά δεν ήταν ουσιαστική, με την έννοια ότι δεν έθεταν θέμα αρχής ανπρέπει να υπάρχει βασιλεία ή όχι. Αντίθετα, και οι δύο πόλοι θεωρούσαν τη βασιλεία

Page 5: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

παράγοντα σταθερότητας, οι διαφορές αφορούσαν το εύρος ή τον περιορισμό τωνβασιλικών αρμοδιοτήτων και πιο ουσιαστικά το ζήτημα κατανομής των εξουσιώνπρος όφελος των κυβερνήσεων. Βέβαια αυτές οι θέσεις τους επηρεάζονταν από τοποιο κόμμα είχε σε κάθε φάση την κυβέρνηση.

Η διαμάχη εκδηλωνόταν ανάμεσα στο κόμμα του Τρικούπη που ήταν ο κύριοςφορέας του αστικού εκσυγχρονισμού και στο κόμμα του Δηλιγιάννη που αντιδρούσεσε αρκετούς εκσυγχρονισμούς από τη σκοπιά των συμφερόντων των γαιοκτημόνωνκαι μικροαστών. Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα στην Ελλάδα κυριαρχούσεγεωγραφικά η ύπαιθρος (στην οποία βρίσκονταν οι μικροί καλλιεργητές και οιγαιοκτήμονες), η αγροτική οικογένεια ταυτιζόταν με μονάδα παραγωγής. Η ίδρυσητου ελληνικού κράτους πάντως οδηγεί τους γαιοκτήμονες στην αλλαγή τουπροσανατολισμού τους σε άλλες, πιο κερδοφόρες δραστηριότητες στα αστικά κέντρακαι αυτή η εξέλιξη εκφράζεται στη διαπάλη ανάμεσα στην παλιά και ανερχόμενη νέαπολιτική εξουσία των αστών, στη διαπάλη ανάμεσα στα κόμματα.

Αναπόσπαστο στοιχείο της διαπάλης ήταν η στάση απέναντι στο ζήτημα τηςδιεύρυνσης των γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας, η λεγόμενη «απελευθέρωση τουαλύτρωτου ελληνισμού». Ο ένας πόλος, που ήταν συνδεδεμένος με την Αγγλία,στρεφόταν στην προσάρτηση της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Επτανήσου, τηςΚρήτης και αργότερα της Μακεδονίας, ενώ ο άλλος, που ήταν πιο κοντά στη Γαλλίακαι τη Ρωσία, ενδιαφερόταν για την επέκταση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, στηνΚωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, με βάση τις οικονομικές δραστηριότητες τωνΕλλήνων εφοπλιστών κι εμπόρων, των βιοτεχνών, των πολιτικών ηγετών τηςΔιασποράς. Στην πράξη όμως, κανένας από τους δύο πόλους όταν είχε τηδιακυβέρνηση δε λειτούργησε, με βάση τη διακηρυγμένη πολιτική, στη διεύρυνση τωνγεωγραφικών ορίων της Ελλάδας.

Ο Χ. Τρικούπης επιδίωκε τη διατήρηση της ειρήνης και την αποφυγή πάση θυσίαμιας γενικευμένης στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία, υποστήριξε δραστικέςμεταρρυθμίσεις στο πολιτικό σύστημα και στους θεσμούς εξουσίας, στο στρατό, στηδημόσια διοίκηση, στην παιδεία και ιδιαίτερα στις συγκοινωνιακές μεταφορικέςυποδομές. Τη διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας την εξαρτούσε απότην εσωτερική οικονομική καπιταλιστική ανάπτυξη και το ρόλο των συμμάχων,ιδιαίτερα της Αγγλίας, ενώ ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης και το κόμμα του (που παρέμενεπάντα μικρότερο από το κόμμα των τρικουπικών) επιδίωκε μέσω της πολεμικήςετοιμότητας και πολεμικών επιχειρήσεων στα σύνορα να πετύχει τη διεύρυνση, απότην οποία εξαρτούσε και την οικονομική καπιταλιστική ανάπτυξη.

Οξυμένη αντιπαράθεση ανάμεσα στους τρικουπικούς και δηλιγιαννικούς αποτέλεσανοι έμμεσοι φόροι που επέβαλε ο Τρικούπης και οι όποιοι επιβάρυναν κυρίως τονπληθυσμό των πόλεων, όχι μόνο τους μεγαλοαστούς, αλλά και τους μικροαστούς.

Αλλά και η φορολογική πολιτική του Δηλιγιάννη όταν ήταν επικεφαλής τηςκυβέρνησης δε διέφερε από του Τρικούπη, δηλαδή δεν εφάρμοζε το σύνθημα πουως αντιπολίτευση χρησιμοποίησε για να κερδίσει ψήφους, δηλαδή το σύνθημα «κάτωοι φόροι» λόγω του οποίου ψηφιζόταν από μικροαστικά στρώματα και τους φτωχούςτων πόλεων.

Το θέμα της βασιλείας διαπλεκόταν με το ζήτημα της σύνδεσης βασικών μηχανισμώνεξουσίας (π.χ. στρατός) με την κυβέρνηση και τα υπουργεία. Οι ίδιοι οι πολιτικοί πουήταν κατά του στέμματος συμμαχούσαν μαζί του όταν επρόκειτο να επιβάλλουν στολαό την κρατική δύναμη. Καμία πλευρά του πρωτόλειου δικομματικού συστήματοςδεν ενδιαφερόταν να κατοχυρώσει τη λαϊκή παρέμβαση και οπωσδήποτε τακοινωνικά δικαιώματα του εργαζόμενου λαού.

Page 6: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

Το 1902-1906 γίνονται ανακατατάξεις στις δύο ισχυρές παρατάξεις, την τρικουπικήκαι δηλιγιαννική, διαμορφώνονται νέες συλλογικότητες και πολιτικές φυσιογνωμίες,ιδιαίτερα με την εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Κόμματος τωνΦιλελευθέρων. Την περίοδο αυτή η διαμάχη παίρνει τη μορφή της έντοναπροσωποποιημένης αντίθεσης Βενιζέλου - Κωνσταντίνου. Σε αυτήν εκδηλώνονται μεσαφήνεια, ανάμεσα σε άλλες, και οι διαφορές στο ζήτημα σε ποια ιμπεριαλιστικήσυμμαχία θα προσφέρει υπηρεσίες η Ελλάδα, καθώς προετοιμάζεται καιπραγματοποιείται ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που η λήξη του συνδέθηκε και με τηΜεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση.

Στο αστικό πολιτικό σύστημα επικράτησε ο διαχωρισμός ανάμεσα στουςφιλοπόλεμους και σε ουδετερόφιλους. Ηγέτης της φιλοπόλεμης παράταξης στοπλευρό της ΑΝΤΑΝΤ ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ αντίπαλος «ουδετερόφιλος»–ως γερμανόφιλος– ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ο Βενιζέλος επιβλήθηκε με τιςλόγχες των Αγγλογάλλων. Αποτέλεσμα ήταν η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και όχι ηκατάργηση της βασιλείας, η εκστρατεία στη Νότια Ρωσία, αργότερα η ΜικρασιατικήΕκστρατεία που αντανακλούσε τις επεκτατικές διαθέσεις της αστικής τάξης πουταυτίζονταν με τις επιδιώξεις του αγγλογαλλικού ιμπεριαλισμού.

Το πρόβλημα της σχέσης του θρόνου με το αστικό πολιτικό σύστημα παρέμεινε γιαόλο σχεδόν τον 20ό αιώνα και πιο συγκεκριμένα ως το δημοψήφισμα του 1974, τοοποίο κατήργησε τη βασιλεία ως θεσμό, στόχο που για τους δικούς της λόγουςυπηρετούσε και η απριλιανή Χούντα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αξιοποιώντας τη φήμη του επαναστάτη από το κίνημα τουΘερίσου, ως αστός πολιτικός είχε κατανοήσει τη σημασία των αστικώνεκσυγχρονισμών που είχε ανάγκη ο ελληνικός καπιταλισμός και ο ρόλος τηςανάπτυξης της βιομηχανίας. Εδώ εντάσσονται η καθιέρωση δωρεάν υποχρεωτικήςστοιχειώδους εκπαίδευσης, η ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών, η ασφάλιση τωνεργαζομένων και η 8ωρη εργασία, η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων κ.ά. Τηνίδια ώρα, έδειχνε, όπως όλοι οι αστοί πολιτικοί ηγέτες, το μίσος του απέναντι στοεργατικό κίνημα σε συνθήκες που είχαν αυξηθεί σημαντικά οι βιομηχανικές μονάδες,με αποτέλεσμα την αύξηση των εργατών και την αφύπνιση της αγωνιστικότητας τωνσυνδικάτων, σε αντίθεση με το συντεχνιακό χαρακτήρα που είχαν εξαιτίας και τηςσυμμετοχής των εργοδοτών στις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο Βενιζέλοςαπέδειξε την ικανότητά του από τη μια μεριά να κάνει υποχωρήσεις προς το εργατικόκίνημα και από την άλλη να επιδιώκει με συγκεκριμένα μέτρα και νόμους νακαταστείλει το κίνημα ώστε να μην υποχρεωθεί σε περισσότερες παραχωρήσεις καιυποχωρήσεις στην πορεία.

Το σύγχρονο δικομματικό σύστημα εναλλαγής από το 1974και μετά

Πιο κοντά στη σύγχρονη εμπειρία βρίσκεται η διαμόρφωση του δικομματισμούανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στη μεταπολίτευση, με απαρχή την παράδοση τηςδιακυβέρνησης από τη δικτατορία στις αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Το ΚΚΕ χαρακτήρισε την εναλλαγή αυτή ως προϊόν συμβιβασμού. Η απόφαση τηςΚΕ στις 29 Ιούλη 1974 έλεγε: «Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, η χουντική ηγεσία,με οδηγίες της Ουάσιγκτον και άλλων ηγετικών ΝΑΤΟϊκών κύκλων, ανέθεσε τηδιακυβέρνηση της χώρας σε συντηρητικούς αστούς πολιτικούς, με επικεφαλής τονΚωνσταντίνο Καραμανλή». Το Γενάρη του 1975 η 2η Ολομέλεια της ΚΕ υπογράμμιζε:«…το γεγονός ότι η αντικατάσταση της δικτατορίας έγινε από τα πάνω με

Page 7: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

συμβιβασμό ανάμεσα στη Χούντα, τους ιμπεριαλιστές και τις συντηρητικές πολιτικέςδυνάμεις, καθόρισε τον περιορισμένο χαρακτήρα της μεταβολής της 23ης του Ιούλη.Στην εξουσία ήρθαν οι συντηρητικές δυνάμεις. Πρόκειται για αναγκαστική αλλαγήμορφής εξουσίας των μονοπωλίων, εγχώριων και ξένων…».

Το αστικό πολιτικό σύστημα, όπως ήταν διαμορφωμένο μέχρι το 1967, με τις όποιεςδικαιοδοσίες του θρόνου, εξάντλησε τα όριά του. Η πτώση της δικτατορίας, πουμάλιστα πραγματοποιήθηκε με πρόσχημα τον αντικομμουνισμό και την τάχα ένοπληπροετοιμασία για την κατάργηση της αστικής δημοκρατίας, αντικειμενικάδημιούργησε ορισμένες προϋποθέσεις για τη νομιμοποίηση της δράσης του ΚΚΕ,καθώς και την κατάργηση αντικομμουνιστικών νόμων που ίσχυαν από τα χρόνια τουεμφυλίου, ορισμένοι και πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η εναλλαγή το 1974 ανέδειξε ένα καινούργιο στοιχείο που είχε ωριμάσει στιςσυνθήκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, των εξελίξεων στηνκοινωνική διαστρωμάτωση, για το οποίο δυστυχώς το Κόμμα μας δεν είχε έγκαιρηπρόβλεψη, εξαιτίας λαθεμένης αντίληψης για το επίπεδο ανάπτυξης τουκαπιταλισμού στην Ελλάδα, στην κοινωνική διαστρωμάτωση, των επιδράσεων απότην προετοιμασία ένταξης στην ΕΟΚ: Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διαμόρφωσηενός σύγχρονου μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το άλλο σκέλος τουδικομματικού πολιτικού συστήματος, που ταυτόχρονα θα γινόταν ανάχωμα στην τάσηριζοσπαστικοποίησης που θα έφερνε κυρίως η δράση του ΚΚΕ. Δεν έγινε μόνοανάχωμα, αλλά και όργανο ενσωμάτωσης δυνάμεων που επί χρόνια είχανσυνεργαστεί με το ΚΚΕ μέσω της ΕΔΑ.

Το ΠΑΣΟΚ δεν εξέφραζε απλά τις ταλαντεύσεις –τύπου εκκρεμούς– τωνμικροαστικών στρωμάτων, όπως αρχικά εκτιμήθηκε. Η υιοθέτηση από την ηγεσία τουορισμένων αντιιμπεριαλιστικών συνθημάτων ήταν ο κατάλληλος ελιγμός για τηνενσωμάτωση ριζοσπαστικών λαϊκών μαζών. Προτού ακόμα ιδρυθεί το ΠΑΣΟΚ, ότανεμφανίστηκε το ΠΑΚ, ο ηγέτης του Α. Παπανδρέου οριοθετήθηκε με σαφήνεια κατάτου ΚΚΕ, κατά της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού συστήματος, τοποθέτησε την Ελλάδαστη Δύση. Σημειολογικά βέβαια, για να δίνει την εντύπωση ότι έχει ριζοσπαστικάχαρακτηριστικά σε σχέση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, δήλωνε ότι τοΠΑΣΟΚ δε θα ενταχτεί στη Σοσιαλιστική Διεθνή!

Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση έναντι τηςευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία εξελίχτηκε σε αστική πολιτική δύναμη καιδιώκτη του εργατικού κινήματος, εχθρού της σοσιαλιστικής επανάστασης ακόμα απότην περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έγινεκυβερνητική δύναμη. Η αποκάλυψη του χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ ως του δεύτερουκόμματος της αστικής τάξης έγινε πολύ γρήγορα, πριν ακόμα τα μέσα της δεκαετίαςτου 1980 κι ενώ ακόμα υπήρχε θετική συγκυρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Ηεπιτάχυνση της συντηρητικής στροφής του ΠΑΣΟΚ και της σύγκλισης με τη ΝΔοφείλεται και στο γεγονός ότι έπρεπε να πάρει τα κατάλληλα, στρατηγικής σημασίας,μέτρα για την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΟΚ, πουήταν ο προθάλαμος για τη μετεξέλιξή της στην ΕΕ.

Ο δικομματισμός στη μεταπολίτευση είχε ουσιαστική συμβολή στην πραγματοποίησητων συμμαχιών της αστικής τάξης με τα διευρυνόμενα μεσαία στρώματα, που στο πιομεγάλο μέρος τους είχαν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για ναγίνουν το μαξιλάρι θωράκισης του συστήματος μαζί με τη διευρυνόμενη εργατικήαριστοκρατία. Επίκεντρο των συμμαχιών ήταν όσο γινόταν περισσότερα μεσαίαστρώματα, ιδιαίτερα αυτά που κινούνταν δορυφορικά στα μονοπώλια, σε τομείς πουτα μονοπώλια δεν ενδιαφέρονταν ακόμα για επένδυση και πρόσβλεπαν στηνπροετοιμασία εδάφους-αγοράς από μεσαίους και μικρούς επιχειρηματίες. Στη

Page 8: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

συμμαχία εντάσσονταν οι μεσαίοι και μικροί αγρότες, αλλά και η εργατικήαριστοκρατία κι εκείνο το τμήμα της εργατικής τάξης που είχε σχετικά υψηλότερεςαπολαβές και απολάμβανε συντεχνιακού τύπου προνόμια.

Στην πολιτική συμμαχιών εντάσσονται και οι προσπάθειες προσεταιρισμούμικρότερων κομμάτων, ρεφορμιστικών, οπορτουνιστικών, ώστε να υπάρχει στεφάνηασφαλείας απέναντι στο ΚΚΕ, στο εργατικό κίνημα, να στηθούν αναχώματα στηναναγκαία και δυνατή, παρά τις διαφορές, συμμαχία της εργατικής τάξης με τακατώτερα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων.

Το ΠΑΣΟΚ παρουσίασε στην ανοδική πορεία του όλα τα αντιλαϊκά προτερήματα τηςπαραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Αναφερόμαστε στο προτέρημα να επιβάλλει μεικανότητα και κατάλληλες τακτικές κινήσεις, μεγάλης ευελιξίας, την παραπλανητικήδιαχωριστική γραμμή ώστε να θεωρείται αυτό η εναλλακτική λύση. Το ΠΑΣΟΚ από το1974 ως το 1981 μπόρεσε ν’ αξιοποιήσει την έλλειψη ευελιξίας της ΝΔ, που δεντόλμησε να κάνει ούτε εκείνες τις ανώδυνες επιλογές για τη συγκεκριμένη περίοδο,που είχαν κάνει αστικά κόμματα στη Δυτική καπιταλιστική Ευρώπη μετά από το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο: Την κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων,την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, την υιοθέτηση ορισμένων συνθημάτων πουδεν έρχονταν σε αντίθεση με το πρόγραμμα και την πολιτική της, όπως με μεγάληικανότητα έκανε το ΠΑΣΟΚ, το διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους, που ούτε τοΠΑΣΟΚ τόλμησε. Ακόμα και ορισμένα ανοίγματα που έκανε προς ορισμένεςβαλκανικές χώρες, δεν τα αξιοποίησε προπαγανδιστικά.

Έτσι το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να «περάσει» στο δοκιμαζόμενο, πολλά χρόνια, ελληνικόλαό από την πολιτική της ΕΡΕ, συνέχεια της οποίας ήταν η ΝΔ, τη γραμμή ότι αυτόαποτελεί εναλλακτική λύση στην «επάρατη» Δεξιά, ότι όσο η ΝΔ ήταν στηνκυβέρνηση ελλόχευε ο κίνδυνος της Μακρονήσου και των Γιούρων. Η ευελιξία τουΠΑΣΟΚ στα συνθήματα και στις ψευδεπίγραφες ή δευτερεύουσες διαχωριστικέςγραμμές δεν οφειλόταν μόνο στη δυσκολία της ΝΔ να προσαρμοστεί στιςμεταδικτατορικές εξελίξεις. Οφειλόταν και στο γεγονός ότι η κοινωνική του βάση ήτανευρύτερη, εξέφραζε ένα μικροαστικό αντιιμπεριαλισμό, πρόβαλλε το σύνθημα «τουτρίτου δρόμου προς το σοσιαλισμό», πράγμα που επηρέαζε –και ως ένα βαθμό–δελέαζε μικροαστικά στρώματα, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης πουείχε αποστασιοποιηθεί από την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και τις διώξεις.

Η σοσιαλδημοκρατία είχε ως πριν λίγα χρόνια στην Ελλάδα την ικανότητα τακτικώνελιγμών κι εκσυγχρονισμών που της προσέδιδαν επιφανειακά ειδοποιό διαφορά απότη ΝΔ, ακόμα και την περίοδο που η σύγκλιση των προγραμμάτων των δύοκομμάτων εξελίχτηκε σε εξομοίωση.

Το ΠΑΣΟΚ, πράγμα που σήμερα επίσης το κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπάθησε ναδώσει ένα σχετικά διαφορετικό νόημα, στα λόγια βέβαια, στον πατριωτισμό, σεαντίθεση με την ταύτιση του πατριωτισμού με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, τοδυτικοευρωπαϊκό καπιταλισμό, τον αντισοσιαλισμό και αντικομμουνισμό της ΝΔ. Μετο σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» (το επανέφερε κάποια στιγμή και οΤσίπρας), με τις κραυγές κατά της υποτέλειας, της αποικιοποίησης, της πολιτικήςδημιουργίας προτεκτοράτων, πετύχαινε δύο στόχους ταυτόχρονα: Ν’ αξιοποιήσει τοσυγκριτικά με τις ανάγκες χαμηλό επίπεδο της εργατικής πολιτικής συνείδησης, να τοχρησιμοποιήσει επίσης ως μέσο άσκησης πίεσης στους κόλπους της ΕΟΚ και τουΝΑΤΟ υπέρ, βεβαίως, των συμφερόντων της αστικής τάξης της Ελλάδας, τουελληνικού καπιταλισμού. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τιςδιαφορετικές τότε συνθήκες από πλευράς συσχετισμού δυνάμεων, με την ύπαρξητου σοσιαλιστικού συστήματος και κυρίως του Κινήματος των Αδέσμευτων. Σεσύγκριση με τη ΝΔ, επιδίωκε να υιοθετήσει είτε τα ίδια είτε παραφρασμένα

Page 9: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

συνθήματα από αυτά που χρησιμοποιούσε το ΚΚΕ, ώστε να προσεταιριστεί το χώροτου, πράγμα στο οποίο η ΝΔ προσπαθούσε ν’ αντιπαρατεθεί με επιθετικό τρόπο, μεαπόρριψη και καταδίκη. Άρα ο δικομματισμός δε σημαίνει δύο ίδια κόμματα σε όλα,αλλά δύο κόμματα στηρίγματα του αστικού πολιτικού συστήματος με την κοινή τουςστρατηγική, αλλά και μέσα από τη διελκυστίνδα της ανώδυνης εκκωφαντικήςαντιπαράθεσης. Η σοσιαλδημοκρατία περιέκλειε μέσα της πολύ μεγαλύτερεςδυνατότητες να οσμίζεται τις διαθέσεις των μαζών, τα υπόγεια ρεύματα, τις τάσειςριζοσπαστισμού.

Επιβεβαιώνεται ότι, ακόμα κι αν ένα κόμμα εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενο ανάμεσαστην αστική και την εργατική τάξη, αναπόφευκτα θα υπηρετήσει τις δυνάμεις τουκεφαλαίου, ιδιαίτερα μόλις πάρει το κυβερνητικό πηδάλιο. Η κομματική του βάση,ακόμα κι αν υιοθετεί ριζοσπαστικά αιτήματα, με βάση τα συνθήματα πουχρησιμοποιεί η ηγεσία του κόμματος, δεν είναι σε θέση ν’ αλλάξει το χαρακτήρα τουκόμματος, όταν αυτό έχει διαμορφωθεί σε αστικό κόμμα ή αποδέχεται να παίξει τορόλο του αστικού διαχειριστή. Αντίθετα, οποιαδήποτε ανοχή σε τέτοια κόμματαπερικλείουν οι ετερογενείς δυνάμεις, και δεξιές και αριστερές, στο όνομα να κερδηθείτο αριστερό τμήμα του με το κίνημα, οδηγεί στην ενσωμάτωση και των μεν και τωνδε. Ανοίγει το δρόμο να κυριαρχεί η αντίληψη ότι είναι υποχρέωση τουΚομμουνιστικού Κόμματος να εγκαταλείπει θεμελιακές θέσεις, να παραιτηθεί από τηναυτοτέλειά του, να παίζει ένα και μοναδικό ρόλο: Να επιβλέπει το σύμμαχο ώστε ναμην κάνει υπερβολικές υποχωρήσεις. Πουθενά σε όλο τον 20ό και 21ο αιώνα δενεπιβεβαιώθηκε ότι μέσω συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία και τα παραρτήματάτης υπάρχει ελπίδα αυτή να γίνει ριζοσπαστική, το αντίθετο συνέβη, ισχυράκομμουνιστικά κόμματα εξαφανίστηκαν, αλλοιώθηκαν, εξαϋλώθηκαν όσον αφορά τονεπαναστατικό τους χαρακτήρα.

Η διαχείριση έχει αυστηρά περιορισμένα όρια, καμία προπαγάνδα ή ελιγμός δεν είναισε θέση να καταργήσει το βασικό νόμο και τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού.Το εργατικό κίνημα μπορεί να αποσπάσει ορισμένες παραχωρήσεις, όμως, όσοδυνατό και να είναι, δεν πρόκειται με συνηθισμένα μέσα να ανατρέψει επιλογέςστρατηγικού χαρακτήρα.

Η ΝΔ ασκούσε τρομοκρατία στο λαό ότι, αν το ΠΑΣΟΚ έλθει στην κυβέρνηση, ηΕλλάδα θα έχανε συμμαχίες, θα έμενε μόνη της, η αναρχία και η πολιτική αστάθειαθα κυριαρχούσε. Έτσι έδινε εύσημα στο ΠΑΣΟΚ ως κόμμα φιλοσοσιαλιστικό, ωςδύναμη αντιιμπεριαλιστική. Κάτι ανάλογο που κάνει σήμερα απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ,που τον κριτικάρει ως οπαδό του σπάταλου κρατισμού, εχθρικό στις καπιταλιστικέςεπενδύσεις, ότι τάχα θέλει την παράταση της κρίσης και τη χρεοκοπία της ελληνικήςοικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο δίνει εύσημα ριζοσπαστισμού στο ΣΥΡΙΖΑ, που σεκαμία περίπτωση δε διαθέτει. Η πολεμική της ΝΔ απέναντι στο ΠΑΣΟΚ παλιότερα,και σήμερα απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, δε θα μπορούσε να είναι πιο ουσιαστική καιρεαλιστική, αφού δεν μπορεί και δε θέλει να κάνει κριτική στον καπιταλιστικό δρόμοανάπτυξης, δεν μπορεί να αναδείξει τις εγγενείς αντιφάσεις που διέπουν τοπρόγραμμα και την πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα η επιλογή να ταυτίζει το ΣΥΡΙΖΑμε κόμμα αντισυστημικό υπηρετεί συνειδητά το σταθερό στόχο της να κρατά το λαότρομοκρατημένο απέναντι στον πραγματικό ριζοσπαστισμό, το ριζοσπαστισμό πουμπολιάζεται σταθερά με αντικαπιταλιστική, αντιμονοπωλιακή συνείδηση.

Το διαχρονικό ιδεολογικό υπόστρωμα της ΝΔ δεν την αφήνει ως σήμερα νααναγνωρίσει τον αναντικατάστατο ρόλο του ΠΑΣΟΚ στη χειραγώγηση των λαϊκώνμαζών, στον εκμαυλισμό συνειδήσεων, στην εξαγορά και στην υποταγή. Αυτό πουπέτυχε το ΠΑΣΟΚ δεν είχε τη δυνατότητα να το πετύχει η ΝΔ ως μεταλλαγμένη ΕΡΕ,παρά τις εκσυγχρονιστικές προσαρμογές που έκανε στη φυσιογνωμία της στημεταπολίτευση.

Page 10: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

Ούτε η ΝΔ, ούτε το ΠΑΣΟΚ και τα αλλά σοσιαλδημοκρατικά παρακλάδια επιθυμούννα αναγνωρίσουν στο ΣΥΡΙΖΑ το ρόλο που διαδραματίζει στο σύγχρονο εκμαυλισμόσυνειδήσεων, με τα αριστερά και αντιμερκελικά του πρόσημα. Υπάρχει λογικήεξήγηση: Απέναντί τους δεν έχουν απλά έναν αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ένανεπίδοξο κυβερνητικό διαχειριστή. Επομένως, τέλος τα χαϊδέματα που απολάμβανε οοπορτουνισμός πριν λίγα χρόνια, είτε ως Συνασπισμός της Αριστεράς είτε ωςΣΥΡΙΖΑ.

Και τα δύο κόμματα είχαν συνηθίσει τα τελευταία 40 χρόνια στις πολύτιμες γι’ αυτάυπηρεσίες μικρών οπορτουνιστικών κομμάτων, είτε ως «ΚΚΕ εσωτερικού», είτε ωςΕΑΡ, είτε ως Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου. Είχαν συνηθίσει στιςπολύτιμες υπηρεσίες του «ΚΚΕ εσωτερικού», που και μόνο ο τίτλος του τους έδινεαέρα στα πανιά να μιλάνε για το ΚΚΕ ως ΚΚΕ «εξωτερικού», όργανο της Μόσχας,ξενοκίνητο, ετεροκίνητο, εχθρικό κι επικίνδυνο για το λαό. Είχαν συνηθίσει στα άλλοθιπου τους παρέσχε η «Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα» (η γνωστή ΕΑΔΕ του «ΚΚΕΕσωτερικού») ή στην από δεξιά κριτική του Λεωνίδα Κύρκου να φωνάζει ότι οιαμερικανονατοϊκές βάσεις δεν μπορεί να φύγουν από την Ελλάδα όπως υποσχέθηκεπροεκλογικά το ΠΑΣΟΚ, γιατί «δεν είναι ραπανάκια που ξεριζώνονται».

Είχαν αξιοποιήσει την ευρωλαγνεία των οπορτουνιστών και τώρα τους κακοφαίνεται ηυποκριτική κριτική στην ΕΕ. Είχαν αξιοποιήσει την οπορτουνιστική άποψη για τις δύουπερδυνάμεις που καταδυνάστευαν την ανθρωπότητα, με την εξίσωση των ΗΠΑ μετην ΕΣΣΔ, στην αναντικατάστατη προσφορά των οπορτουνιστών που πανηγύρισαντη νίκη της αντεπανάστασης. Είχαν δηλαδή συνηθίσει στην αμέριστη βοήθεια τουοπορτουνισμού στο σύστημα, χωρίς να διεκδικεί όμως να γίνει αρχιδιαχειριστής στοκυβερνητικό πηδάλιο.

Δεν υπάρχει στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που δε βγήκε φόρα παρτίδα να πει δημόσια, λίγεςμέρες μετά από τις ευρωεκλογές, ότι ούτε οι επενδυτές, ούτε οι τράπεζες, ούτε ταχρηματιστήρια έδειξαν πανικό με την πρωτιά του κόμματός τους. Πανηγυρίζουν γιατίδεν επιβεβαιώθηκε η τρομοκρατία που ασκούσε η ΝΔ, ότι, αν έρθει πρώτος οΣΥΡΙΖΑ, θα σημάνει αποσταθεροποίηση. Στο συγκεκριμένο ζήτημα δικαιώνεται, δενυπάρχει λόγος το κεφάλαιο να νιώθει αποσταθεροποίηση, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει νασταθεροποιήσει το σύστημα και να το σώσει από την κρίση στηρίζοντας τηνκαπιταλιστική ανάκαμψη. Θέλοντας ν’ απαντήσουν στην τρομολαγνεία της ΝΔ και τουΠΑΣΟΚ, επιβεβαιώνουν το ΚΚΕ για το τι είναι και πού το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Βεβαίως η αστική τάξη είναι φυσικό να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια με μιακυβέρνηση που απαρτίζεται από κόμμα ή κόμματα σάρκα από τη σάρκα της, αλλάείναι ρεαλίστρια. Όταν τα δικά της κόμματα, τα δικά της παιδιά, ορφανεύουν απόψήφους, δεν έχει πρόβλημα να ανεχτεί, να στηρίξει ένα κόμμα που μπορεί ναχειραγωγήσει το εργατικό, το λαϊκό κίνημα, υπηρετώντας με τη μια ή την άλλησυνταγή την κερδοφορία της, εδραιώνοντας το πολιτικό της σύστημα, την αστικήδημοκρατία, τον αστικό κοινοβουλευτισμό.

Η αστική τάξη βιώνει και τις δικές της ενδοαστικές αντιθέσεις, την διαπερνά οενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, σε συνθήκες που η συγκεντροποίηση τουκεφαλαίου οδηγεί μια σειρά καπιταλιστικές επιχειρήσεις, και μάλιστα σύγχρονες, στηνπτώχευση, περιθωριοποίηση, στην υποβάθμιση. Τα κυβερνητικά κόμματα έχουν τηνευθύνη, όταν οι ενδοαστικές αντιθέσεις παίρνουν οξυμένη μορφή, να διασφαλίζουν τησυμμόρφωση, την υποταγή των ατομικών καπιταλιστικών συμφερόντων.Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει η περίοδος συζήτησης για την ένταξη τηςΕλλάδας στην ΕΟΚ και όχι μόνο. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, όπως η εφάπαξ

Page 11: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

επιβολή φόρων της κυβέρνησης Σημίτη στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις κατά τηνπροετοιμασία ένταξης στη ζώνη του ευρώ.

Όπως σημειώνεται στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος», «από τηνπλευρά τμήματος των αστικών δυνάμεων εκφράστηκαν αντιρρήσεις και επιφυλάξειςπου εστιάζονταν κυρίως στο ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη, από την άποψη τηςοικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, ώστε να πετύχει “ισότιμη” συμμετοχή (από τηνάποψη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) και ότι θα μετατρεπόταν η χώρα σε“απλή αποικία”. Ένα τμήμα των καπιταλιστών επιχειρηματιών και της αστικήςπολιτικής τόνιζε ότι ο κατά τη γνώμη τους αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικήςοικονομίας και η μη εγχώρια ανταγωνιστική βιομηχανική παραγωγή θα δέχοντανπλήγματα και όχι ωφελήματα από την ένταξη στην ΕΟΚ και ότι θα μειώνονταν οιδυνατότητες να έχει προστασία η εγχώρια παραγωγή»1.

Πρόκειται βεβαίως για διαφωνίες συμφερόντων τμήματος της αστικής τάξης που δενείχαν σχέση με την από ταξική σκοπιά θέση του ΚΚΕ. Η κυβέρνηση Καραμανλή τηςΕΡΕ δεν αγνοούσε ότι ένα τμήμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα θα δεχόταν άμεσααρνητικές συνέπειες, ενδεχομένως να γνώριζε και καταστροφή, ωστόσο το γενικόσυμφέρον της αστικής τάξης, της καπιταλιστικής ανάπτυξης, επέβαλλε τη συμμετοχήστην ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία που έδινε ευκαιρίες για άνοιγμα και σε άλλεςαγορές, έστω και από θέση δεύτερου, υποδεέστερου ρόλου, ενώ θα αποκτούσε καιπιο ισχυρή οικονομική και πολιτική στήριξη από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.

Στο βιβλίο2 του Μάκη Μαΐλη για το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το1950 έως το 1967 περιέχονται πλήθος στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι τα αστικάπολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα αυτά που φτάνουν ως το κυβερνητικό πηδάλιο, δελειτουργούν μηχανιστικά απέναντι στην αστική τάξη. Η ίδια η αστική τάξη, ιδιαίτερα ταπιο ισχυρά τμήματά της, δεν είναι απλοί-τυφλοί υπηρέτες του ευρωπαϊκού καιδιεθνούς κεφαλαίου. Δεν παραιτούνται από την προσπάθεια να παίξουν ενεργό ρόλο,έστω υποδεέστερο λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης, στη διεθνοποίηση της δράσηςτου κεφαλαίου, γνωρίζοντας βεβαίως ότι τελικά κυριαρχούν τα μονοπώλια τωνηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η ελληνική αστική τάξη και τα κόμματά της, ταηγετικά τους στελέχη, δε διστάζουν, ανάλογα βεβαίως και με την προσωπική τουςτόλμη και το κύρος τους στο πολιτικό σύστημα, να μπουν βαθιά στο κουβάρι τωνενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ακόμα και να ρισκάρουν. Να αλλάζουν συμμάχους,ακόμα και να έρχονται σε αντίθεση με εκείνους τους εγχώριους κι εξωτερικούςθύλακες που τους στήριξαν ως ανερχόμενα πολιτικά στελέχη και πρωθυπουργούς.Τέτοια παραδείγματα προσφέρει η περίπτωση Αλέξανδρου Παπάγου, ΚωνσταντίνουΚαραμανλή, ακόμα και Ανδρέα Παπανδρέου. Η αποκαλούμενη ξενόδουλη καιαμερικανοκίνητη ελληνική πολιτική ηγεσία δεν είχε κανέναν ενδοιασμό ναδιαφοροποιήσει τη στάση της και να δώσει βάρος στο λεγόμενο ευρωπαϊκόπροσανατολισμό, χωρίς βεβαίως να διαρρηγνύει τους δεσμούς της με τις ΗΠΑ. Ταπιο ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης, οι νέοι επιχειρηματικοί όμιλοι πουδιαμορφώθηκαν στη δεκαετία του 1960, αλλά και οι πολιτικοί ηγέτες στο τότε δίπολοΔεξιά-Κέντρο, γνώριζαν καλά ότι η αμερικανική συμμαχία είχε περισσότεροστρατιωτικό-στρατηγικό χαρακτήρα, καθώς η Ελλάδα ήταν το προχωρημένοαμερικανονατοϊκό φυλάκιο στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια. Γνώριζαν ότι δεν είχαν τίποτενα κερδίσουν από τις πολύ περιορισμένες αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα,αντίθετα, τα οικονομικά συμφέροντά τους ήταν εξ αντικειμένου διασυνδεδεμένα με ταευρωπαϊκά μονοπώλια και την ΕΟΚ.

Στο ίδιο βιβλίο επίσης, αναφέρονται γεγονότα που αποδεικνύουν ότι η σχέση τουαστικού πολιτικού κόσμου με το παλάτι δεν ήταν σταθερά και διαχρονικά η ίδια,πέρασε πολλές διακυμάνσεις, προκάλεσε πολλές αντιθέσεις εξ ου καιδιαμορφώθηκαν και με τη βοήθεια της Χούντας οι συνθήκες για την κατάργηση της

Page 12: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

βασιλείας. Ο θρόνος γινόταν αποδεκτός από τον αστικό πολιτικό κόσμο σε συνθήκεςκαπιταλιστικού εκσυγχρονισμού μόνο ως ένα σύμβολο εθνικής ενότητας, ενώταυτόχρονα αμφισβητούνταν οι παρεμβάσεις στην κυβέρνηση και στον έλεγχο και τορόλο του στρατού. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρονται οι αντιθέσεις του Παπάγου με τοπαλάτι, η άρνηση του παλατιού να δεχτεί ως πρωθυπουργό τον Παπάγο, ο οποίοςήθελε να έχει στα χέρια του όλα τα κλειδιά της εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα ήταν απότους εκλεκτούς της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Στο ίδιο πλαίσιο, εκφράστηκαν οιαντιθέσεις ανάμεσα στο θρόνο και τον Κ. Καραμανλή και τα κόμματα του Κέντρου.

Τα καθήκοντα του εργατικού κινήματος

Αυτά τα παραδείγματα έχουν άμεση πολιτική επικαιρότητα, καθώς αποδεικνύουν τιςγενικές τάσεις, τους όρους διαμόρφωσης και ανανέωσης του αστικού πολιτικούσυστήματος, πώς αυτό αναδιαμορφώνει τις εφεδρείες του.

Η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομική κρίση αναδεικνύει σήμερα την αντιπαράθεσηστους κόλπους της ΕΕ και στην Ελλάδα ανάμεσα σε δύο μορφές διαχείρισης, τηνπεριοριστική ή την επεκτατική διαχείριση. Δεν πρόκειται για ένα προπαγανδιστικότρικ. Εκφράζει, αντανακλά την αγωνία για το πώς είναι δυνατό ν’ αντιμετωπιστούν οιεγγενείς αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό, τη διάρκεια της κρίσης,μπροστά σε μια προοπτική υποτονικής ανάπτυξης, εν μέσω κατακόρυφα οξυμένωνενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα σε παλιά και νέα ιμπεριαλιστικά κέντρα.Αποτυπώνει την αγωνία των κρατών-μελών που η κρίση τούς χτύπησε περισσότερο,χάνουν πόντους στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία.

Οι κρίσιμες επιλογές, ακόμα και οι προσωρινοί ελιγμοί στο πλαίσιο του καπιταλισμού,δεν είναι τυχαίες, δεν καθορίζονται από την επιθυμία ενός κυβερνητικού κόμματος,υποτάσσονται σε μια αντικειμενική εσωτερική λογική, στους αντικειμενικούς νόμουςτου καπιταλισμού, στον απόλυτο νόμο της υπεραξίας, του κέρδους, της συνεχούςδιεύρυνσης της δράσης του κεφαλαίου σε νέες διεθνείς αγορές.

Είναι σοβαρό ζήτημα όταν ο λαός επηρεάζεται κι ετεροκαθορίζει τα συμφέροντά του,ιδιαίτερα η εργατική τάξη, από την πολιτική αντιπαράθεση στους κόλπους τουαστικού πολιτικού συστήματος ανάμεσα στους πόλους Δεξιά-Κέντρο, Δεξιά-σοσιαλδημοκρατία, Δεξιά-Αριστερά. Ειδικά όταν επηρεάζεται από τον ένανανταγωνιστή εναντίον του άλλου, όταν επιλέγει συνταγή διαχείρισης. Ότανπαραμερίζει δηλαδή την πραγματική διαχωριστική ταξική γραμμή, την αντίθεσηκεφαλαίου-εργασίας, την ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσα στην εξουσία της αστικήςτάξης και την εξουσία της εργατικής τάξης.

Η πολιτικοποίηση των αγώνων δεν μπορεί να περιορίζεται σ’ έναν αντικυβερνητισμόή ευρωσκεπτικισμό, ακόμα κι αν αυτός πατάει στη σκληρή και αδυσώπητηπραγματικότητα αντεργατικών αντιλαϊκών μέτρων, πολιτική κρατικής βίας καικαταστολής. Υποχρεωτικά πρέπει να συμπεριλαμβάνει, εκτός από την εκάστοτεκυβέρνηση και τα αστικά κόμματα εν γένει, τα κόμματα της συνδιαλλαγής και με τηναστική τάξη, δηλαδή την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, τιςεκμεταλλευτικές σχέσεις πάνω στις οποίες χτίζονται και οι σχέσεις πολιτικήςκαταπίεσης και χειραγώγησης. Να συνειδητοποιείται ότι η υποδεέστερη θέση τηςΕλλάδας στο ευρωπαϊκό και στο γενικότερο σύστημα του ιμπεριαλισμού δεν οφείλεταιστην ανηθικότητα της υποτέλειας των κυβερνητικών κομμάτων, έστω και αν κάποιοιηγέτες ήταν λιγότερο ή περισσότερο θαρραλέοι και αποφασιστικοί, αλλά στηνκαπιταλιστική ανισομετρία και αναρχία, τον αδυσώπητο ενδομονοπωλιακόανταγωνισμό σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Page 13: Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

Οι προτεραιότητες της κομμουνιστικής δράσης

Για μας τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες αυτό που έχει σημασία είναι ναεπιδράσουμε στο βασικό πεδίο, εκεί που ο αντίπαλος καθορίζει και αναπαράγει τοσυσχετισμό δυνάμεων, στον τόπο δουλειάς, στον κλάδο, με ταυτόχρονη οπτική καιδράση την κοινωνική συμμαχία. Απαιτείται να ξεφύγουμε από ορισμένα επιφανειακάκαι κοινοβουλευτικού τύπου κριτήρια με τα οποία μετράμε το συσχετισμό δυνάμεων,το θέμα δεν είναι να τον μετράμε μόνο, αλλά να ξέρουμε καλά από πού θ’ αρχίσει ναξετυλίγεται το κουβάρι. Σημασία έχει πώς δουλεύουμε, τι αποτελέσματα έχουμε στοβασικό μέτωπο, το εργατικό κίνημα. Όσο κι αν έχουμε κάνει βήματα, δεν έχει γίνειβαθιά συνείδηση και πεποίθηση ότι εδώ πρέπει να είμαστε απαιτητικοί από τον εαυτόμας, αυστηροί παρά πολύ. Δεν πρόκειται να γίνει ούτε ένα βήμα θετικό στον αρνητικόσυσχετισμό, αν δε γίνει ένα βήμα στο εργατικό κίνημα, στο κίνημα εκείνο που μόνο τοΚΚΕ ως οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης μπορεί να το κάνει, νασυσπειρώσει ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις.

Αυτό που έχει σημασία είναι η αποκάλυψη του ταξικού χαρακτήρα των αστικώνκομμάτων, η από ταξική σκοπιά αποκάλυψη του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και τωνάλλων κομμάτων που κινούνται στον αστερισμό του Κέντρου με πρόσημο αριστερό ήδεξιό ή λαϊκό-δεξιό, ρεφορμιστικό. Είναι η ταξική ανάλυση της στάσης τους απέναντιστο μονοπωλιακό κεφάλαιο στην Ελλάδα και στην ΕΕ-ΝΑΤΟ. Είναι επιτακτική ανάγκηνα επιτευχθεί σε όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης η ταξική ανάλυση,η διαλεκτική σχέση οικονομίας και πολιτικής. Όσο κυριαρχεί στη συνείδηση τηςεργατικής τάξης και των συμμάχων της ο μονόδρομος της καπιταλιστικής ανάπτυξηςκαι της ενσωμάτωσης σε ιμπεριαλιστικές ενώσεις τόσο θα είναι χειραγωγήσιμη ηαγωνιστικότητα και μαχητικότητα των εργατικών λαϊκών μαζών, τόσο θα μειώνεται ηδιάθεση για πάλη γύρω από τα οξυμένα προβλήματα, τόσο θα υπονομεύεται ηάσκηση –όσο γίνεται στις συνθήκες του καπιταλισμού– αποτελεσματικής πίεσης. Ηαταξική θεώρηση των προβλημάτων δεν αποτελεί μόνο εμπόδιο στον αγώνα για τηνεργατική εξουσία, θέτει εμπόδια ΚΑΙ στον καθημερινό αγώνα, οδηγεί αναπόφευκτα σεπροσωρινές ήττες, που υψώνουν όλο και νέα εμπόδια στο ξεδίπλωμα και στηνκλιμάκωση της ταξικής πάλης με προοπτική τη νίκη της εργατικής τάξης και τωνσυμμάχων της, στην οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»,Αθήνα, 2011, σελ. 146.

2. Μάκη Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014.

Αλέκα ΠαπαρήγαΜέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής.