ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

226

description

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΓΜΑ 2011

Transcript of ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Page 1: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 2: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 3: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Ιωάννης Σβανκαι άλλες μεταμορϕώσεις

Page 4: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 5: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

νίκος μπόνου

Ιωάννης Σβανκαι άλλες μεταμορϕώσεις

δήγμα

Page 6: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΜΠΟΝΟΥ ΝΙΚΟΣ: Ιωάννης Σβαν και άλλες μεταμορϕώσεις

εκδόσεις δήγμα – Θανάσης ΤριαρίδηςΓκαρπολά 1, 54631 (και Μαντινείας 48, 54644), ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

τηλ. 6973160705 και 6937108881http://ekdoseis–digma.blogspot.com

e–mail: [email protected]

δήγμα/μυθοπλασίες 6

Ιωάννης Σβαν1η έντυπη έκδοση, χειμώνας 2011224 σελίδες (12 επί 20,5)ISBN: 978-960-99012-4-6

© γενικό: 2010 ΝΙΚΟΣ ΜΠΟΝΟΥ

© για την έντυπη ελληνική έκδοση: 2010, εκδόσεις δήγμακαι ΝΙΚΟΣ ΜΠΟΝΟΥ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ:

Θανάσης ΤριαρίδηςΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ: Γιάννης ΕυαγγέλουΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Διονυσία ΡοσγοβάΕΚΤΥΠΩΣΗ: Μάκης Αργυρόπουλος

Στο εξώϕυλλο λεπτομέρειες από τον Νάρκισσο (1599) του Cara -

vaggio (Εθνική Πινακοθήκη της Ρώμης). Τεχνική υποστήριξη στονσχεδιασμό του εξωϕύλλου προσέϕερε ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

Τυπώθηκε στην Αθήνα σε 700 αντίτυπα τον χειμώνα του 2011για λογαριασμό των εκδόσεων δήγμα. Κυκλοϕορεί ελεύθερο απόκάθε «πνευματικό δικαίωμα».

Page 7: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

1. Ιχώρ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 19

2. Σβαν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 123

3. Τρέξιμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 131

4. Το νερό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 135

5. Βροχή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 143

6. Ο κατασκευαστής . . . . . . . . . . . . . . σελ. 149

7. Ο παππούς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 163

8. Ο πύργος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 175

9. Οβελίσκος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 189

10. Θνησιγενές . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 197

11. Το βιβλίο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 107

12. Φωτιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . σελ. 119

ΘΑΝΑΤΟΣσελ. 127

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ*σελ. 137

ΜΟΥΣΙΚΟΣ*σελ. 145

ΜΠΑΝΤΑσελ. 155

ΠΑΓΙΔΑσελ. 167

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑσελ. 183

–––σελ. 209

σημείωμασελ. 223

Page 8: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 9: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

Page 10: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 11: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΕΝΑ

Ιχώρ

ΔΟΥΛΕΥΑ τότε σε μια αρχιτεκτονική ϕίρμα από τιςκαλύτερες της πόλης μου. Η ομάδα της εταιρίας – οκύριος πυρήνας από τον οποίο προέρχονταν όλες οιιδέες αποτελούνταν από εϕτά άτομα. Ο Αλέξης, ομέντοράς μου στο χώρο, ήταν ο επικεϕαλής της ομά-δας και ηγέτης της εταιρείας. Εγώ ήμουν ο βενιαμίν,το νεοαϕιχθέν μέλος και δεν είχα στην κατοχή μουούτε μισή μετοχή της εταιρείας. Για λίγο καιρό όλαέβαιναν καλώς. Ζούσα στο δικό μου διαμέρισμα, στοπατρικό – η μητέρα μου είχε μεταναστεύσει πριν με-ρικά χρόνια προς ανατολάς – ο πατέρας μου απορρο -ϕούνταν όλο και περισσότερο από την εργασία τουκαι έμενε μόνιμα πια στα κτίρια των γραϕείων του,όπου είχε διαμορϕώσει ένα μικρό διαμέρισμα.

Ήμουν είκοσι τριών ετών όταν αποϕάσισα κι εγώνα μετακομίσω στα γραϕεία της ϕίρμας τα οποία στε-γάζονταν σ’ ένα παλιό αρχοντικό με γκρεμισμένες τιςμεσοτοιχίες – είχαν αϕήσει τις πλέον απαραίτητες (στιςτουαλέτες και στους χώρους στους οποίους μια στοι-χειώδης ηχομόνωση παρουσιαζόταν ως απαρέγκλιτηπροϋπόθεση). Εκείνον τον καιρό είχε ενταχθεί ακόμηένα παιδί στην ομάδα μας – λίγο μεγαλύτερος απόεμένα – θα τον έκανες τριάντα αλλά ήταν στα είκοσιεϕτά – με μια ελαϕριά υπόνοια ομοϕυλόϕιλου στη

[ 9 ]

Page 12: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

συμπεριϕορά του – ϕυσικά δεν μας απασχολούσε αυ -τό. Τα κρεβάτια στο αρχοντικό βρίσκονταν τοποθετη -μένα στον όροϕο – όλα μεγάλα διπλά σιδερένια κρε-βάτια με παχιά στρώματα και λευκά στρωσίδια – οόροϕος βρισκόταν σε ύψος εϕτά μέτρων από το δάπε -δο του ισογείου – κάποτε υπήρχε κι ένας ενδιάμεσοςόροϕος ο οποίος είχε αϕαιρεθεί εξ ολοκλήρου – άλλω-στε το πάτωμά του ήταν ξύλινο και είχε σαπίσει –όπως άλλωστε και του δικού μας ορόϕου, όπου το πά-τωμα χρειάστηκε να ενισχυθεί πριν μεταϕέρουν όλαεκείνα τα βαριά έπιπλα κάτω από τη σκεπή – ξα-πλωμένος ανάσκελα από το κρεβάτι μου μπορούσα ναδω όλα τα χοντρά ξύλινα υποστηρίγματα και τα δο-κάρια της στέγης – ακάλυπτα, ψυχρά – ήταν μια θέατρομακτικά ψυχρή – ταίριαζε όμως με την αίσθησητης ϕίρμας. Θυμάμαι πως δεν μπορούσα να κρατήσωτα μάτια μου ανοιχτά κοιτώντας στο ταβάνι δίχωςνα γεμίσουν σκουπιδάκια που έπεϕταν από τα ξύλα.

Στο δείπνο την πρώτη νύχτα που μετακόμισα σταγραϕεία άκουσα μερικά υπονοούμενα – όχι πολύ ξε-κάθαρα – ότι όποιοι κοιμούνταν μαζί στο διπλό κρεβάτιέπρεπε αναγκαστικά να περιπτυχθούν και σεξουαλι -κά. Τρομοκρατήθηκα κάπως σ’ αυτή τη σκέψη γιατίδεν υπήρχε κανείς ανάμεσά τους που να ασκεί πάνωμου κάποια έλξη. Όταν είδα πως ήμουν μόνος στοκρεβάτι ανακουϕίστηκα. Η υπόνοιες αυτές επανήλ-θαν στις ϕράσεις του τραπεζιού την ημέρα που με-τακόμισε στο κτίριο κι ο νεαρός που προανέϕερα. Θατοποθετούνταν στο κρεβάτι μου, έτσι εμένα, εκτόςτου ότι μου κακοϕάνηκε γιατί είχα συνηθίσει πια τηνάνεση χώρου, με κατέκλυσε εκ νέου το άγχος. Αρ-γότερα εκείνη τη νύχτα – θυμάμαι πως είχα κουλου-ριαστεί στη μεριά μου αρκετή ώρα πριν έρθει – μετην πλάτη γυρισμένη στην πλευρά του – παριστά-νοντας τον κοιμισμένο για να γλιτώσω από την προ-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ10

Page 13: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

σπάθεια απόκρουσης μιας ενδεχόμενης εκδήλωσήςτου. Τελικά μια ϕωνή – δεν ξεχώρισα τίνος – ανδρι -κή πάντως – κάλεσε τον νέο να τον συντροϕεύσει σεάλλο κρεβάτι. Κοιμήθηκα ανάλαϕρος απολαμβάνοντας,ίσως για τελευταία ϕορά, την άνεση χώρου στην οποίαήμουν συνηθισμένος.

Μία μέρα δουλεύαμε αργά με τον εν λόγω νεαρό – Τίμοτον έλεγαν – τον σύντροϕό μου, ούτως ειπείν, στο κρε-βάτι. Μάλιστα δε δουλεύαμε στα γραϕεία του αρχο -ντικού μα στο προσωρινό εργοτάξιο ενός γιαπιού τοοποίο βρισκόταν στην απέναντι όχθη του ποταμού πουδιέσχιζε την πόλη. Είχαμε καθαρή θέα του αρχοντι-κού παρ’ όλα αυτά. Χρησιμοποιούσαμε ένα κιάλι γιανα βλέπουμε απέναντι. Διαμέσου των μεγάλων παρα -θύρων του αρχοντικού μπορούσαμε να δούμε τα ζευ-γάρια που ετοιμάζονταν για τον ύπνο στον όροϕο κάτωαπό τη στέγη. Στο δωμάτιο του Ηλία και της Μαρίαςυπήρχε ένας ογκώδης μεταλλικός ϕωριαμός – κλει-δωμένος μόνιμα όσο ο Ηλίας δε βρισκόταν στο δωμά-τιο – ο οποίος ήμουν σίγουρος ότι περιείχε μια συσκευήτηλεόρασης, την οποία οι δυο τους άϕηναν σε κατά-σταση αναμονής χωρίς να την αποσυνδέουν από τορεύμα. Είχαμε τελειώσει σχεδόν τη δουλειά της ημέ-ρας με τον Τίμο και αποϕασίσαμε να διασκεδάσουμελιγάκι. Ετοίμασα ένα ηχογραϕημένο μήνυμα στο οποίομία απρόσωπη, ηλεκτρονικά συγκροτημένη μέσωυπολογιστή ϕωνή – ‘ο Ηλίας είναι πούστης – πη-διέται με τον Αλέξη’ – χωρίς να εννοώ τίποτε παρα -πάνω από ένα τυχαίο αστείο – ο Ηλίας ήταν γνωστόςαμϕιϕυλόϕιλος και ο Αλέξης γνωστός ετεροϕυλόϕι -λος του οποίου τον ανδρισμό κανείς δεν αμϕισβητού -σε – και στοιχηματίσαμε με τον Τίμο πάνω στο ανθα μπορούσα να μεταϕέρω τηλεπαθητικά το ηχογρα -ϕημένο μήνυμα στην συσκευή τηλεόρασης που βρισκό-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 1. Ιχώρ 11

Page 14: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ταν σε κατάσταση αναμονής μέσα στον κλειδωμένοϕωριαμό και για το αν θα κατάϕερνα να κάνω το μή -νυμα να αναπαραχθεί.

Το στοίχημα ορίστηκε σε ένα τεράστιο ποσό διότιτο εγχείρημα αποτελούσε κάτι το σχεδόν ακατόρθωτο.Μα το εκτέλεσα πολύ καλά – ήταν η καλύτερη με-ταϕορά της ζωής μου – η καλύτερη μεταϕορά τωνεκατό επόμενων ζωών μου – μια μεταϕορά που ακόμακαι οι ειδικοί πετυχαίνουν μία στις χίλιες – δηλαδήάτομα σαν κι εμένα μία στο εκατομμύριο. Αντί όμωςγια τη συσκευή της τηλεόρασης, το μήνυμα μεταϕέρ-θηκε σε ένα παλιό μαγνητόϕωνο μπομπίνα – το οποίοήταν συνδεμένο με τα εξωτερικά – αλλά και τα εσω-τερικά – μεγάϕωνα συναγερμού του κτιρίου. Έτσιτο μήνυμα εγγράϕηκε στη μαγνητοταινία και, μαζίμε τη σειρήνα της έκτακτης ανάγκης, αναπαραγότανμονότονα σε εκνευριστικά δυνατή ένταση: ‘ο Ηλίαςείναι πούστης – πηδιέται με τον Αλέξη’ – σε πέντελεπτά είχαν απενεργοποιήσει το μηχάνημα αλλά τοκακό είχε ήδη γίνει. Κι αυτό όχι για τον Ηλία – άλ-λωστε η Μαρία το ήξερε κι όλοι το ήξεραν και κανείςδεν είχε πρόβλημα – αντίθετα την σέβονταν όλοι αυτήντου την ειλικρίνεια – μα ο Αλέξης είχε πρόβλημα.Γιατί δυστυχώς το μήνυμα ήταν αλήθεια. Εγώ τοθεωρούσα καθαρά ψευδές και αδιανόητο – γι’ αυτόκαι καθαρά πλακατζίδικο – αλλά αποδείχθηκε αληθι -νό. Το κατάλαβα μόλις άκουσα τη γλοιώδη ϕωνή τουυπολογιστή να αναπαράγεται από το μεγάϕωνο. Θυ-μήθηκα την πρώτη βραδιά που κοιμήθηκα με τον Τίμο– εκείνη που κάποιος τον κάλεσε στο δικό του κρε-βάτι. Ήταν η ϕωνή του Αλέξη – ήταν η νύχτα πουέλειπε η Έλενα πώς μπόρεσα να υπάρξω τόσο πνευ -ματικά αδαής και αδιάϕορος και – το χειρότερο – αδρα-νής ώστε να μην το καταλάβω – έστω να το υποψια-στώ νωρίτερα; Ο Αλέξης τώρα είχε πρόβλημα γιατί

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ12

Page 15: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

αγαπούσε την Έλενα και η Έλενα είχε πρόβλημα ανο Αλέξης την απατούσε – και δη με άνδρα αντί γιαγυναίκα – ήταν μια ϕρικτή παρεξήγηση που ϕαινότανμόνο σαν παρεξήγηση αλλά ήταν πέρα για πέρα αλή-θεια, άρα όχι παρεξήγηση μα πραγματική συμϕορά,γι’ αυτό κι ο Αλέξης, μάλιστα μετά που η Έλενα είχετελικά μαλακώσει, δεν άντεξε και ενδύθηκε το μονα -στικό ράσο ενός τοπικού τάγματος μοναχών για τησυμμετοχή στο οποίο δεν απαιτούνταν ιδιαίτερη προ-καταρκτική εκπαίδευση και έϕυγε προς τα ανατολικά.

Την επόμενη μέρα του συμβάντος προσπάθησα ναεξηγήσω στον Αλέξη πως εγώ ήμουν ο υπαίτιος. Εν-τούτοις αυτός δεν με άκουγε καν – μονολογούσε ακα-τάπαυστα για το ότι το λουκέτο ήταν κλειστό και απα -ραβίαστο, μόνο ο ίδιος και ο Ηλίας είχαν εξουσιοδό-τηση να το ανοίγουν και τι δουλειά είχε η τηλεόρασηεκεί μέσα – δεν έπρεπε να ανοίγεται σχεδόν ποτέ –ήταν σίγουρος πως υπήρξε ένας εκβιαστής που τουςπαρακολουθούσε – μα εκβιαστής χωρίς εκβιασμό τουείπα – εκδικητής τότε οτιδήποτε μου είπε – μα εκδι -κητής για ποιο πράγμα αντέτεινα – προσπάθησα να τονπείσω πως εγώ ευθυνόμουν μα ήταν σαν να μιλούσαστον άνεμο – κι ο άνεμος δεν μπορεί να ακούσει.

Έτσι ο Αλέξης έϕυγε προς ανατολάς κι εγώ έμειναστην πόλη προσπαθώντας να δουλέψω και να ζήσωενώ με ταλάνιζαν οι τύψεις – γιατί αυτό που έκανακατά λάθος αποδείχθηκε μεγάλο πλήγμα – ήταν άδι -κο – θα προτιμούσα χίλιες ϕορές να είχα μετανιώσειγια κακό που είχα κάνει συνειδητά παρά για κάτι πουσυνέβη εκ παραδρομής. Περνούσα ατελείωτες λευκέςνύχτες οι οποίες διανθίζονταν με ελάχιστες δόσειςύπνου τα ξημερώματα – κι αυτές οι δόσεις στοιχειω -μένες από αγχωτικούς εϕιάλτες. Εκείνες τις νύχτες,από μια ϕρικτή ανάγκη για διάσπαση, για οποιαδή-ποτε διάσπαση από τις εμμονές των τύψεων, άρχισα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 1. Ιχώρ 13

Page 16: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

να αναλογίζομαι ιδέες για το σοδομισμό του πάνταπρόθυμου συντρόϕου μου στο κρεβάτι – ιδέες οι οποίεςέμεναν σαϕώς ανεϕάρμοστες – καθώς η μόνη λει-τουργία τους ήταν να επάγουν μια αίσθηση έντονηςαποστροϕής και αηδίας μπροστά στη σκηνή της υπο-τιθέμενης συνεύρεσης – και μ’ αυτόν τον τρόπο να μεαποσπούν, έστω και στιγμιαία, από την μόνιμα πα-ρούσα ενοχή. Ο Τίμος από την άλλη επιδείκνυε τέ-λεια αναλγησία αναϕορικά με το μοιραίο γεγονός.Κοιμόταν άνετος, ίσως καλύτερα από πριν αϕού δεναντιμετώπιζε πια τις σεξουαλικές προσκλήσεις τουΑλέξη ή του Ηλία.

Ώσπου μια μέρα δεν άντεξα. Μίλησα για το θέμα στονΠαύλο. Εκείνος με άκουσε με προσοχή. Του εκμυ-στηρεύθηκα πως έπρεπε να συναντήσω τον Αλέξη.Ο Παύλος μού είπε πως ο Αλέξης τα πήγαινε πολύκαλά στο ασκητήριό του. Μου είπε πως άκουσε απότρίτους ότι είχε σχεδόν αγιάσει. Παραξενεύτηκα γιατίδεν είχε διανύσει πολύ χρόνο μ’ αυτήν την ιδιότητα.Ή είχε; Πότε συνέβησαν όλα; Πότε αποσκοράκισε ταρούχα του κοσμικού για να ενδυθεί το ράσο; Νιώθωπως θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν συμβεί χτες. Ήπριν μια εβδομάδα. Μα είχε ήδη περάσει ένας χρό-νος; Η περίοδος ήταν πάλι μικρή για να ανελιχθεί οΑλέξης σε κάτι τέτοιο. Ο Παύλος μου επισήμανε ότιστην εποχή μας η πορεία των γεγονότων έχει επιτα -χυνθεί. Ένευσα καταϕατικά. Εκείνος με έπιασε απότον ώμο σιωπώντας, με χάιδεψε καθησυχαστικά χωρίςνα με κοιτά – έψαξα το βλέμμα του – μα, περίεργο, όσοκι αν έψαχνα, όσο κι αν τον πίεζα να μου το χαρίσει,δεν το έβρισκα. Είπε πως καλύτερα θα ήταν να έϕευ -γα, να πήγαινα να συναντήσω τον Αλέξη.

Ετοιμάστηκα λοιπόν για το ταξίδι προς την ανα-τολή. Πολλοί έϕευγαν εκείνη την εποχή για την ανα-τολή, ο δρόμος προμηνυόταν δύσβατος και συνωστι-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ14

Page 17: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

σμένος. Ο Παύλος πριν αναχωρήσω με προμήθευσεμε ένα σχεδιάγραμμα του δρόμου τον οποίο είχε ακο-λουθήσει ο Αλέξης. Επίσης πήρα μαζί μου μια ϕωτο-γραϕία με άγια λείψανα – παρουσίαζε το κρανίο καιτον σκελετό ενός αγίου ντυμένο σε ημιδιαϕανή άμϕια.Ελάχιστα ρούχα. Ένα μικρό σακίδιο.

Περπάτησα μία εβδομάδα μέχρι που έϕτασα στονπρώτο ϕράχτη. Ακολούθησα το ϕράχτη στην κατεύ-θυνση των πινακίδων. Δεν τόλμησα να τον αγγίξω.Είχα ακούσει διάϕορες ιστορίες για ανθρώπους πουάγγιξαν τον πρώτο ϕράχτη. Μετά από μερικές ώρεςέϕτασα στο κτίριο. Ήταν ένα τεράστιο τσιμεντένιοκουτί. Στο εσωτερικό του κουτιού, μετά τον έλεγχοτων ταξιδιωτικών εγγράϕων, βρισκόταν μια μεγάληπισίνα. Μία κοπέλα στεκόταν στην είσοδο της πισί-νας μπροστά από ένα σωλήνα που στο πάνω μέρος τουείχε πιασίματα σαν μια σκάλα τοποθετημένη οριζόντια.Η κοπέλα μου εξήγησε πως αυτή ήταν η πρώτη δο-κιμασία επιλογής. Έπειτα μπήκε μέσα στο σωλήνακαι – χωρίς να ακουμπά τη ράχη της στη βάση του –μονάχα πιασμένη με χέρια και πόδια από την σκάλατης οροϕής διήνυσε την απόσταση των πέντε έξι μέ-τρων και βγήκε από την άλλη μεριά. Επρόκειτο γιαμια γελοία άσκηση που έδινε την εντύπωση ανάποδουέρπειν. Επανέλαβα τις κινήσεις της χωρίς καμίααπόκλιση. Η πλάτη μου δεν ακούμπησε στη βάση.Στη συνέχεια με οδήγησε στην επόμενη διαδικασία.Ήταν μια πισίνα στην οποία επέπλεαν σχοινιά οριο-θέτησης – γεμάτη ανθρώπους που προσπαθούσαν ναακολουθήσουν τις πορείες που υπαγορεύονταν από τασχοινιά. Έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα γυμνός.Τα ρεύματα ήταν δυνατά – εκεί που νόμιζες ότι είχεςπροχωρήσει λίγο σε παρέσερναν και ξανάρχιζες απότο μηδέν. Επίσης ήταν πολύ πιθανό να παρασυρόσουναπό κάποιον άλλο τον οποίο είχε παρασύρει το ρεύμα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 1. Ιχώρ 15

Page 18: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Νομίζω ότι με προσπέρασαν, έρμαια του ρεύματος,δυο τρία πτώματα, μα δεν είχα χρόνο να κοιτάξω προ -σεκτικά συνεπώς δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Τελι -κά τα κατάϕερα κι έϕτασα στο τέρμα. Εκεί με στα-μάτησε η κοπέλα της υποδοχής. Οι υπόλοιποι επιβι -βάζονταν στο τρένο.

«Επειδή η τεχνική σου δεν ήταν σωστή στην πρώ -τη δοκιμασία» είπε η κοπέλα «θα πρέπει να περιμέ-νεις το επόμενο τρένο»

Έκανα να διαμαρτυρηθώ – εις μάτην. Κοίταξα ταυπάρχοντά μου. Τα ρούχα μου – διπλωμένα επιμελώς– και πάνω τους τοποθετημένα η ϕωτογραϕία με ταάγια λείψανα και το βαρύ ξύλινο σταυρουδάκι το οποίοϕορούσα στο λαιμό μου. Και ο χάρτης του Παύλου.Ντύθηκα. Έβαλα τη ϕωτογραϕία και το χάρτη στηντσέπη μου. Ήπια νερό από μία βρύση και περίμεναγια το επόμενο τρένο δίπλα στις ράγες, ακριβώς έξωαπό την είσοδο της πισίνας.

Το τρένο έϕτασε – ήταν γεμάτο – ϕαινόταν πως οιεπιβάτες του δεν είχαν περάσει τη δοκιμασία του νε -ρού – ή είχαν περάσει κάποια άλλη δοκιμασία – επι-βιβάστηκα – ήμουν ο μόνος που επιβιβάστηκε σ’ εκείνοτο σταθμό – και το τρένο ξεκίνησε ξανά. Άκουσα με-ρικές συζητήσεις εκεί μέσα, πως οι κάτοικοι τηςανατολής ήταν πρόθυμοι να μας σκοτώσουν προκει-μένου να μην μπούμε στη χώρα τους. Εκάς οι βέβηλοι.Εξ ού και οι δοκιμασίες. Παρ’ όλα αυτά οι επίδοξοιμετανάστες συνέχιζαν να ελπίζουν. Δεν έδωσα σημα-σία. Άλλωστε δεν ήμουν κανονικός μετανάστης. Ήμουνένας απλός περαστικός ταξιδιώτης. Ακολουθούσα ταβήματα του Αλέξη.

Το τρένο σταμάτησε μπροστά στον επόμενο ϕράχτη.Για την ακρίβεια δεν μπορούσαμε να δούμε το ϕρά-χτη αλλά ένα τεράστιο μπετονένιο κτίριο που κατα-λάμβανε σχεδόν ολόκληρο το οπτικό μας πεδίο.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ16

Page 19: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Δεν έλεγξε κανείς τα χαρτιά μας σ’ αυτό το κτίριο.Η πρώτη αίθουσα αποτελούνταν από ένα ανάγλυϕομικρών λόϕων – ενός μέτρου πάνω κάτω σε ύψος –διάσπαρτων σε μια μεγάλη έκταση – ίσως είκοσιστρεμμάτων. Έμοιαζαν καμωμένοι από στεγνωμένηαργιλώδη λάσπη. Οι πινακίδες έδειχναν μπροστά.Αρχίσαμε να διασχίζουμε το πεδίο. Είχαμε διανύσειτη μισή απόσταση – εγώ βρισκόμουν στις τελευταίεςσειρές – όταν άρχισε. Το έδαϕος κάτω από τα λο -ϕάκια άρχισε να πυρώνει και τα λοϕάκια σιγά σιγάνα βυθίζονται σε μια όλο και πιο πυρακτωμένη μάζαπου έμοιαζε όλο και περισσότερο με λάβα. Μερικάβουναλάκια είχαν μεγαλύτερη σκληρότητα από κάποιαάλλα και κρατούσαν άνετα το βάρος των επιβατώντους. Άλλα όμως όχι. Είδα ανθρώπους να γίνονταικάρβουνο μπροστά στα μάτια μου. Το δέρμα τους νακαίγεται και να μαυρίζει αναδίδοντας οσμές καμένουκρέατος. Δεν θυμάμαι πολλά, μόνο πως μέσα στονπανικό μου πάτησα πάνω σε πολλά σώματα και πωςτο καυτό μάγμα του εδάϕους ψυχόταν ταχύτατα. Εκείπου πριν κόχλαζε πυρωμένο το υγροποιημένο χώμα,βρισκόταν – μόλις ένα λεπτό μετά – ένα κομμάτι γκρί -ζου στέρεου εδάϕους. Ελάχιστοι επέζησαν. Στάθηκατυχερός.

Οι επιζώντες παραλαμβάνονταν από ξεχωριστάαυτόνομα βαγόνια με μηχανή. Το καθένα είχε κι άλλοπροορισμό. Στο δικό μου βαγόνι είδα με έκπληξη ναεπιβαίνουν ο πατέρας μου και η μικρή μου αδελϕή.Ο πατέρας μου ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός άντραςμε γκρίζα μαλλιά που κάπνιζε περίπου ογδόντα άϕιλ -τρα τσιγάρα την ημέρα και είχε ουλές στο πρόσωποαπό παλιούς καβγάδες της νιότης. Η αδελϕή μου ήτανδεκατριών χρονών. Δεν ξέρω τι μπορεί να σκεϕτότανο πατέρας μου όταν ανέβαζε το παιδί σ’ εκείνο το βα -γόνι. Επίσης στο βαγόνι επέβαιναν ο δήμαρχος της

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 1. Ιχώρ 17

Page 20: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

πόλης μας κι ένας εισπράκτορας – μηχανοδηγός. Εί-χαμε μια μικρή συζήτηση με το δήμαρχο αϕότου μεσυνεχάρη για την ικανότητά μου να ολοκληρώσω μεεπιτυχία τις ϕρικτές αυτές δοκιμασίες.

«Αν καταϕέρετε να ϕτάσετε θα είναι πολύ όμορϕα– είναι ένα πολύ όμορϕο μέρος, ονειρικό θα έλεγα»είπε ο δήμαρχος.

«Άκουσα πως υπάρχουν αυστηρότατοι έλεγχοι μετάτη δεύτερη δοκιμασία» – όντως το είχα ακούσει στοπροηγούμενο τρένο.

«Όχι πάντα. Αν είμαστε τυχεροί όχι» είπε ο δή-μαρχος.

Φτάνουμε και είναι υπέροχα – ένα κανάλι με γόν-δολες και μια γέϕυρα όπως μοιάζει στις ϕωτογρα -ϕίες η Βενετία και οι άνθρωποι κάτω από τον ήλιοκυκλοϕορούν μεταμϕιεσμένοι σαν σε καρναβάλι μεμπέρτες και χαρούμενες μάσκες και λίγο πιο πάνωβρίσκεται ο πύργος τον οποίο μας δείχνει ο δήμαρχοςμε ενθουσιασμό – δεν είναι όμως όμορϕος ο πύργοςκι είναι ϕωτισμένος μόνο από τη μέση και πάνω καιστην κορυϕή του περισσότερο – μοιάζει μάλλον μεπανύψηλο μπετονένιο ουρανοξύστη που η όψη του έχειαρχίσει να λερώνει – πολλά μικρά τετράγωνα παρά-θυρα – στην κορυϕή του τα ϕώτα αναβοσβήνουν σανμια τεράστια πολυώροϕη ντίσκο – από τη μέση καικάτω είναι σκοτεινός – ο δήμαρχος μάς δείχνει διά -ϕορους ανθρώπους τριγύρω και μας εξηγεί ποιοι κρύ -βονται πίσω από τις μάσκες – όλοι διάσημοι – άραγεπως τους γνωρίζει αυτός; – κρατώ από το χέρι τηδεκατριάχρονη αδερϕή μου πάνω στη γέϕυρα – εκείνηϕοράει ένα παλτό κι από κάτω από το παλτό το πάνωμέρος μιας ϕθαρμένης κιτρινωπής ϕόρμας και μιασκουρόχρωμη ϕούστα – έχει κοντά μαλλιά και κρα-τάει ένα μπαλόνι – το μπαλόνι το αγοράσαμε από ένανπωλητή στο σταθμό μόλις αποβιβαστήκαμε – κοι-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ18

Page 21: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

τάζουμε τις γόνδολες και τους μεταμϕιεσμένους λεςκαι βρισκόμαστε σε παραμύθι...

Την άϕησα για λίγο μαζί με τον πατέρα μου κιέκανα μια βόλτα στο υπόλοιπο της αυλής. Ανακάλυψαότι περίπου πενήντα μέτρα από το κανάλι υπήρχε έναςϕράχτης και το έδαϕος χανόταν – και πενήντα μέτρακάτω, στη ρίζα του βράχου, έσκαγαν τα κύματα τόσοόμορϕα – τα πάντα ήταν χτισμένα πάνω στο βράχο– λίγο παρακάτω στο χείλος του γκρεμού ένα πανέ-μορϕο ψηϕιδωτό με λευκές και γαλάζιες ψηϕίδες –δεν απεικόνιζε ένα διακριτό σύμβολο αλλά χρωμάτιζεμε γαλάζιο και άσπρο το χείλος του άχαρου βράχου ή,λίγο πιο κάτω, την περιϕέρεια της εισόδου μιας σπη-λιάς στην απόκρημνη πλαγιά.

Ένα πανέμορϕο υπόγειο σπίτι κοντά στα κάγκελα– σκαμμένο στο βράχο – κατεβαίνω τα σκαλιά – ηεξώπορτα είναι ανοιχτή – ρίχνω μια μάτια μέσα –παρόμοια με τα ψηϕιδωτά του βράχου καλύπτουν τοπάτωμα και τους τοίχους – από τα ανοιχτά παράθυ -ρα ανεμπόδιστη αδιαμεσολάβητη εκτυϕλωτικά άμεσηθέα στο πέλαγο – ανεβαίνω πάλι τα σκαλιά ζηλεύο -ντας – πλησιάζω τα κάγκελα – κοιτάζω κάτω καισυνεχίζω να προχωρώ προς την είσοδο του πύργου...

Τότε κάτι συνέβη και κατάλαβα τα πάντα – κά-ποιος από τους γύρω δεν κατάϕερε να συγκρατήσειτον εαυτό του και να τηρήσει τον ρόλο του όπως είχεσυμϕωνηθεί – και μου επιτέθηκε – η ορμή της επίθε -σής του έκανε τη μάσκα που ϕορούσε να γλιστρήσειαπό το πρόσωπό του – στη συνέχεια, καταλύοντας ταπροσχήματα, όρμησαν και οι υπόλοιποι – ο άντρας πουόρμησε πρώτος ήταν ένας νέος λίγο μεγαλύτερος στηνηλικία από εμένα – το πρόσωπό του μολαταύτα μουήταν γνωστό – ήταν ο pmc ο δισέγγονος του PaulMcCartney – αυτός όρμησε σε έμενα – έτρεξα δεν πρό -λαβα να δω τι συνέβη στον πατέρα και στην αδερϕή

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 1. Ιχώρ 19

Page 22: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μου και καλύτερα που δεν είδα – έτρεξα και χώθηκαμέσα στο σπίτι που είδα προηγουμένως – από τηβιασύνη μου σκόνταψα στην αλλαγή επιπέδου στη μέσητου χωλ – παντού ϕωτογραϕίες των beatles και πο-λυτελή μουσικά όργανα και χρυσοί δίσκοι σε κορνίζεςκαι αϕίσες περασμένου μεγαλείου – άσπρα μπλε ψη -ϕιδωτά με μικρές μικρές ψηϕίδες...

νιώθω τον pmc να σωριάζεται πάνω στην πλάτημου – τα καλάμια μου πονάνε πρέπει να έχουν σπά-σει – με γυρίζει ανάσκελα – νιώθω έναν υπερμεγέθηερεθισμό στον καβάλο του – κρατά στα χέρια μιαχρυσή πέτρα

«πού είναι ο αρχιεπίσκοπος;» άκουσα μια ϕωνή κα -θώς ένιωθα τα ϕτερά μου και πετούσα μακριά από τονέκϕυλο σϕάχτη – «στην αίθουσα με την πρέζα» απά -ντησε η ϕωνή – πέταξα όσο πιο ψηλά μπορούσα κιείδα όσα περισσότερα μπορούσα – ήμουν πολύ μικρός,μια μύγα – είδα τα κύματα να καταπίνουν τον πατέ -ρα μου – το νεκρό σώμα της αδελϕής μου να σοδομί -ζεται από κάτι πλάσματα που δε θύμιζαν σε τίποταανθρώπους ούτε ζώα – ημίνεκρα πλάσματα παγιδευ-μένα στις θανατόϕιλες ορμές τους – τα ϕρενήρη, συ-σπασμένα στόματά τους πασαλειμμένα με αίμα –αδηϕάγα – ανάμεσά τους κι ο δήμαρχος – είδα τα κύ-ματα και τη θάλασσα – είδα τα λείψανα εκείνου τουαγίου που είχα στη ϕωτογραϕία να κείτονται σκονι-σμένα, ξέσκεπα σε ένα ιερό που είχε χρόνια να ϕροντι -στεί – θλιβερά παρατημένο – είδα βαγόνια να αϕήνουνκι άλλους νεοϕερμένους – θύματα – σϕάγια – πέταξαμέχρι την κορυϕή του πύργου – κι εκεί – στο σαλόνιτου ρετιρέ στην κορυϕή του πύργου είδα – μέσα απότο θολό από τις ακαθαρσίες χρόνων τζάμι – το πρόσω -πο του Αλέξη – τον αιώνιο ποδηγέτη – να μου χαμο -γελά με κατανόηση και γαλήνη – με αγάπη θα έλεγεκανείς – με συγχωρούσε; – ή με τιμωρούσε;

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ20

Page 23: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μετά είδα το αϕρισμένο από άγρια ηδονή πρόσωποτου pmc να δολοϕονεί κάποιον λιώνοντας το πρόσω -πό μου χρησιμοποιώντας για όπλο το διατηρημένο γιαδεκαετίες και ενισχυμένο με χρυσό περίβλημα κρανίοκάποιου πολύ διάσημου που μάλλον υπήρξε ο προ-πάππος του

έπειτα από αυτό σηκώθηκα κι έσβησα με μια κί-νηση του χεριού το αποϕώλιο τέρας που νόμιζε πωςμε σκότωσε, έσβησα το διαμέρισμα, το πανέμορϕοπλάτωμα, τις ράγες του τρένου, τη γέϕυρα και τοκανάλι – έσβησα τη θάλασσα έσβησα τα κύματα καιτα βράχια – στη θέση τους εμϕανίστηκε ένα δάσος τοοποίο κατάπιε μεμιάς τον ϕρικτό πύργο, οι περικο-κλάδες τον έπνιξαν με τους οργιώδεις βλαστούς τους– τον ράγισαν και τον έσπασαν – τον έριξαν – τα ελάϕιαοι αρκούδες οι σκίουροι οι αλεπούδες και οι λύκοι – ταϕίδια και οι σκαντζόχοιροι – τα πουλιά – επιτέλουςπουλιά – τα μικροσκοπικά κι όμως πελώρια έντομαπου σέρνονταν μέσα στις λάσπες του πεντακάθαρουδάσους – τόσο καθαρό σχεδόν κρυστάλλινο – σαν τοκρυστάλλινο δάσος ενός κρυστάλλινου κόσμου

τελικά έσβησα και τον εαυτό μου από την εικόνα –το μόνο πράγμα που έμεινε εκεί ως σύμβολο των όσωνπέρασαν – ανωϕελές κτέρισμα – ήταν ένα χρυσό κρα-νίο – λερωμένο από κάτι ξεραμένο που έμοιαζε μεαίμα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 1. Ιχώρ 21

Page 24: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 25: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 23 ]

ΔΥΟ

Σβαν

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ είναι ο πατέρας μου. Είναι πλούσιος,εννοώντας ότι κατέχει πολλά υλικά αγαθά, όπως καιοι περισσότεροι. Η Ευρώπη διανύει, επιτέλους, μια νέαπερίοδο ευμάρειας. Θα έπρεπε να είμαστε ευτυχισμέ -νοι. Είμαστε τυχεροί. Στο σχολείο, οι γηραιότεροι κα -θηγητές μάς το τόνιζαν με ιδιαίτερη έμϕαση αυτό,αντιπαραβάλλοντας την τύχη μας με τις δικές τουςεμπειρίες της λιτότητας και της ϕτώχειας που ακο-λούθησαν τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις σταμέσα του εικοστού πρώτου αιώνα, την εποχή της με-γάλης μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού.

Όσο για τη μητέρα μου δε γνωρίζω ποια είναι. Επέ -λεξε να παραμείνει ανώνυμη. Ο Ιωάννης Σβαν μουέχει αναϕέρει ότι η μητέρα μου είναι πολύ όμορϕη κιότι έχω κληρονομήσει ένα μερίδιο της ομορϕιάς της.Μερικές ϕορές, τα βράδια, όταν ήμουν μικρότερος καιζούσαμε ακόμα μαζί, με κάθιζε στην πολυθρόνα τουσαλονιού ενώ αυτός ξάπλωνε ανάσκελα στο πάτωμακαι αυνανιζόταν κοιτώντας με.

Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι με ενοχλεί σχετικά με τονπατέρα μου. Ίσως ϕταίει το ότι έχει ξεπεράσει εδώκαι λίγα χρόνια την ηλικία αναπαραγωγής. Στην επι-χείρηση οικονομικών μελετών όπου εργάζεται, είναιτοποθετημένος μαζί με πέντε ανέραστες. Τον επισκέ -

Page 26: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

πτομαι που και που. Είναι όντως όλες τους πολύ άσχη -μες. Έχουν επιλέξει μια απαίσια τιρκουάζ ταπετσαρίαγια τον χώρο εργασίας, δεν την έχουν αλλάξει απ’ ότανήμουν παιδί. Μου συμπεριϕέρονται πάντως με μεγάληευγένεια. Δεν έχω παράπονο. Ίσως να παίζει κάποιορόλο η ομορϕιά μου, γιατί τον Ιωάννη Σβαν δεν τονπολυσυμπαθούν. Παραπονιούνται συνεχώς για τουςαπότομους τρόπους του.

Ο Ιωάννης Σβαν έλεγε πάντα πως έχω τα μάτιατης μητέρας μου. Αμϕιβάλλω όμως αν είχε δει ποτέτα μάτια της. Απ’ ότι καταλαβαίνω, στις μέρες του οκυρίαρχος τρόπος αναπαραγωγής απέκλειε την οπτικήεπαϕή. Η γυναίκα απλώς επέλεγε έναν μνηστήρα απότον σωρό του κέντρου διασκέδασης, αθέατη κατά ταάλλα μέσα στο πλήθος των όμορϕων που ήταν συγκε -ντρωμένες στην αντίθετη πλευρά του κέντρου, απέ-ναντι από τους άντρες. Έπειτα, τον περιέγραϕε στουςμπράβους κι εκείνοι της τον έϕερναν με ένα μαντήλιδεμένο γύρω από τα μάτια.

Απ’ ότι καταλαβαίνω, ο πατέρας μου θα μπορούσενα γνωρίζει πως έμοιαζε εμϕανισιακά η μητέρα μουμόνο αν εκείνη ήταν ανέραστη. Βέβαια, εδώ είμαι σί-γουρος πως τούτο αποκλειόταν. Ο Ιωάννης Σβαν δενθα πήγαινε ποτέ με ανέραστη. Γι’ αυτό και έχω κα-ταλήξει στο συμπέρασμα ότι όσα μου είπε ο πατέραςμου για τη μητέρα μου απλώς αϕορούσαν τη γυναίκαη οποία ενσάρκωνε τους νεανικούς του πόθους όσοναϕορά το ζήτημα της αναπαραγωγής, κι όχι – ενδε-χομένως – τη γυναίκα η οποία, τρόπον τινά, τουςεκπλήρωσε.

Δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω τον Ιωάννη Σβαν.Κυρίως δεν καταλαβαίνω την αϕοσίωσή του, όπως καιτην αϕοσίωση του συνόλου των αρσενικών της γενιάςτου στα θηλυκά. Δεν καταλαβαίνω τον τρόπο με τονοποίο η σεξουαλικότητά τους κατευθύνεται εκεί, στις

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ24

Page 27: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

όμορϕες. Με τους περισσότερους ϕίλους μου με τουςοποίους έχω συζητήσει για το συγκεκριμένο θέμα,συμμεριζόμαστε την ίδια γνώμη. Οι πατεράδες μαςδεν είχαν κανένα λόγο να ζουν υποδουλωμένοι σταθηλυκά. Κι όμως το έκαναν, αντλώντας ευχαρίστησηαπό αυτό.

Στη δική μου γενιά τα πράγματα είναι διαϕορετι -κά. Έχουμε καλύτερες σχέσεις – πιο ολοκληρωμένεςμε κορίτσια της ηλικίας μας. Μπορεί ακόμα και ναγίνουμε ϕίλοι. Για παράδειγμα, έχω μία ϕίλη η οποίαδεν είναι καθαρό θηλυκό ακόμα – μα πρόκειται να γίνει.Προς το παρόν αρκείται στην παρενδυσία. Έχει τηνίδια ηλικία με εμένα πάνω-κάτω. Μοιράζεται κοινάχαρακτηριστικά και με τις δύο γενιές, απ’ όσο κατα -λαβαίνω. Έχει καταρχάς ανάγκη την ετερόϕυλη σε-ξουαλική επαϕή, συμβολικά αναπαραγωγική όμως,αϕού δεν έχει ακόμα εγχειριστεί. Ποθεί τους άντρες μετον τρόπο που ο Ιωάννης Σβαν ποθεί τις όμορϕες. Θαήθελα να γνωρίσω στο μέλλον τον πατέρα της. Με σκο -πό να ικανοποιήσει τον πόθο της για άντρες, τονίζειστο σώμα της όλα τα χαρακτηριστικά των όμορϕωνκι εκδίδεται. Οι δραστηριότητές της είναι παράνομεςγι’ αυτό και δεν θα αναϕέρω το όνομά της.

Μου διηγείται διάϕορες ιστορίες για το τι της ζη-τούν οι άντρες για να ικανοποιηθούν. Συνήθως, για ναμου διηγηθεί κάποιο περιστατικό, εκείνο πρέπει ναπεριέχει κάποιο κωμικό στοιχείο. Μια μέρα μου διη-γήθηκε για έναν εικοσιπεντάχρονο στρατιώτη πουδούλευε στην Αεροπορία. Είχε πολλή πλάκα, αϕη -γούνταν η ϕίλη μου, ήθελε να ξαπλώσεις πλάι του,κι ενώ εκείνος θα αυνανιζόταν πιάνοντας το πέοςτου με μια πετσέτα – έπρεπε νά ν̓αι πετσέτα, δενδεχόταν τίποτε άλλο – το μόνο που ζητούσε απόεσένα ήταν να καπνίζεις και να του ϕυσάς τον κα -πνό στο πρόσωπο. Πότε-πότε ρωτούσε: «Θα με

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 2. Σβαν 25

Page 28: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

κουρέψεις; Έϕερες το ψαλίδι να με κουρέψεις; Κού -ρεψέ με, και θα ̓μαι καλό παιδί...» κι απάνω σ’ αυ -τό εκσπερμάτωνε.

Δεν καταλαβαίνω γιατί της ϕαινόταν τόσο αστείο.Εγώ το βρίσκω απόλυτα ϕυσιολογικό. Θα μπορούσεδυνητικά να με ανάψει. Σίγουρα περισσότερο απόεκείνες τις παλιές πορνογραϕικές ταινίες όπου τοτυϕλωμένο αρσενικό εκτελεί για αιώνες τις επιθυ-μίες-διαταγές ενός όμορϕου θηλυκού. Η όρεξη τουθη λυκού για ηδονή έμοιαζε ατελείωτη. Οι ταινίες αυ -τές διαρκούσαν μέχρι και δεκατέσσερις ώρες με τουςίδιους πρωταγωνιστές. Το περιεγχόμενό τους δεν πε-ριοριζόταν στη λειτουργία της αναπαραγωγής μα καισε άλλες ϕαινομενικά άσχετες, οι οποίες επίσης πα-ρήγαγαν σεξουαλική ικανοποίηση ως αποτέλεσμα.Κοινό τους στοιχείο ήταν η επιβολή της θέλησης τουθηλυκού πάνω στο αρσενικό και η τύϕλωση του τε-λευταίου. Τύϕλωση συνιστούσε συνήθως το σκέπα-σμα των ματιών με ένα μαντήλι, αλλά πολλές ϕορέςχρησιμοποιούνταν τυϕλά αρσενικά, τα οποία, με τουςβολβούς των ματιών ακάλυπτους αυτή τη ϕορά, δέ-χονταν τις ασυγκράτητες εκδηλώσεις οϕθαλμολαγνείαςτων θηλυκών. Αυτός είναι ο τύπος των ταινιών καιτης σεξουαλικής συμπεριϕοράς στις οποίες ήταν εθι-σμένοι οι αρσενικοί της γενιάς του Ιωάννη Σβαν.

Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί στο τέλος αυτώντων ταινιών το αρσενικό έπρεπε πάντα να πεθαίνει.Βίαια ή μη, συμβολικά ή – σε κάποιες ακραίες περι -πτώσεις – πραγματικά.

Τις προάλλες ξαναείδα μια παλιά μου συμμαθήτρια,από τα χρόνια των πρώτων σχολικών βαθμίδων.

Ο Ιωάννης Σβαν με ξύπνησε στη μέση της νύχταςπαρακαλώντας με να τον μαζέψω από ένα πάρτυ αρ-κετά μακρυά από το σπίτι του. Ήταν κοντά στα όρια

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ26

Page 29: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

της λιποθυμίας. Τα τελευταία χρόνια, ο Ιωάννης Σβανείχε ελαττώσει τις νυχτερινές του εξόδους – και άρατις προσπάθειές του να αναπαραχθεί. Όλο και πιοσυχνά όμως, σε σχέση με το παρελθόν, επιδιδόταν σεκραιπάλες και κατέρρεε. Και μάλλον, εικάζω, όλοκαι σπανιότερα επιλεγόταν από τις όμορϕες ως ταίρι.Πάρκαρα στην αλάνα έξω από τον χώρο διασκέδα-σης. Ελάχιστα οχήματα ήταν σταθμευμένα τριγύρω.Μπήκα στο κτίριο, ένα κακέκτυπο ρωμαϊκού ανακτό -ρου κατασκευασμένο από σύγχρονα υλικά που ούτεκαν γνώριζα την ονομασία τους. Το μέρος ήταν σχεδόνάδειο, τα ϕώτα αναμμένα. Λίγα μέλη του προσωπι-κού καθάριζαν. Ο Ιωάννης Σβαν κοιμόταν κουλου-ριασμένος στο πάτωμα, με τα μαζεμένα χέρια τουγια μαξιλάρι, σαν βρέϕος.

Τον ξύπνησα απαλά, με αναγνώρισε αμέσως κι αρ-πάχτηκε από τα χέρια μου, τον σήκωσα και τον στή-ριζα καθώς περπατούσαμε με μικρά βήματα ως τοόχημα. Τον τακτοποίησα στη θέση του συνοδηγού.Αμέσως μόλις ξάπλωσε, τα μάτια του έκλεισαν. Κα -θώς έκλεινα την πόρτα του άκουσα μια ϕωνή πίσω μουνα με καλεί με το όνομά μου. Γύρισα και είδα μια ϕι -γούρα να με πλησιάζει βιαστικά. Είχε σκοτάδι και δενξεχώριζα. Ήταν μια κοπέλα, μία από τις όμορϕες πουείχαν ξεμείνει στον χώρο μετά το πάρτυ. Μου πήρελίγη ώρα ώσπου να την αναγνωρίσω. Είχα να τη δωπολλά χρόνια, από το ξεκίνημα περίπου της εϕηβείας.

Γύρω μας ανέπνεε βουίζοντας το θορυβώδες, σκο-τεινό δάσος.

Κάθισε στο πίσω κάθισμα. Βοήθησα στοργικά τονΙωάννη Σβαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Τον κου -βάλησα στην αγκαλιά μου μέχρι το κρεβάτι του. Ήτανμικροκαμωμένος σαν μικρό παιδί. Προσπάθησα νατον ξεντύσω. Αρχικά, μέσα στον ύπνο του, αρνιόταννα του βγάλω τα ρούχα, με έδιωχνε κακιωμένος. Του

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 2. Σβαν 27

Page 30: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

εξήγησα πως έπρεπε να βγάλει τα ρούχα του για νακοιμηθεί. Τότε παραδόθηκε. Τον έγδυσα και τον έντυ -σα στις χιλιοϕορεμένες πιτζάμες του. Τον σκέπασαμε προσοχή και έϕυγα κλειδώνοντας την πόρτα.

Οδήγησα μέχρι το διαμέρισμά μου. Περάσαμε τοκατώϕλι και διαπίστωσα για ακόμη μια ϕορά, μέσααπό τα μάτια ενός ξένου, το πόση καθαριότητα καιτάξη επικρατούσε στο χώρο. Μια από τις πλέον κα-θησυχαστικές ενδείξεις συγκρότησης χαρακτήρα.

Παρατηρούσα την κοπέλα καθώς γδυνόταν. Ήτανεξαιρετικά όμορϕη και καλοσχηματισμένη. Τη χάι-δεψα, άγγιξα το αιδοίο της. Εντούτοις τίποτα πάνω τηςδεν έβρισκα ερεθιστικό ή έστω ικανό να με συγκινή-σει. Ήταν σαν να έβλεπα το δικό μου σώμα σ’ ένανκαθρέϕτη – ή κάποιο σώμα που να μοιάζει με τοδικό μου. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, με μια ενο-ρατική έκλαμψη, πως κάτι είχε χαθεί. Το ϕύλο τηςείχε καταργηθεί, όπως μάλλον είχε συμβεί και με τοδικό μου.

Με γελούσανε τα μάτια μου; Ή έβλεπα, ανάμεσααπ’ τα πόδια της, κάτι σαν σχήμα ενός ϕαλλού νακατεβαίνει; Ήταν όντως αυτό – ή ήταν τα σπλάχνατης που άρχισαν να πέϕτουν; Έτρεξα στην τουαλέτακαι ξέρασα στη λεκάνη. Όταν τελείωσα εκείνη είχεντυθεί.

Αυτό που μου προσϕέρθηκε, ό,τι κι αν ήταν, είχεπια αποσυρθεί.

Την επομένη πέρασα από ένα ϕίλο – από τους λί-γους που είχα. Καιγόταν να μου δείξει μια καινούριαταινία που είδε το προηγούμενο βράδυ. Ήταν μιαπορνογραϕική ταινία. Μια όμορϕη γδυνόταν αισθησια -κά μπροστά στην κάμερα. Αϕού ξεϕορτώθηκε όλατης τα ρούχα, μια γυναικεία ϕωνή την πρόσταξε ναβγάλει κι άλλα. Η κοπέλα κοίταξε κάπου πίσω απότην κάμερα με απορία. Η κάμερα έκανε ένα κοντινό

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ28

Page 31: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

πλάνο στο αιδοίο της. Ένα χέρι που κρατούσε ένα μα -χαίρι μπήκε στο πλάνο και άρχισε να εκτελεί μιατομή από την κλειτορίδα της κοπέλας προς τα πάνω.Απέστρεψα το βλέμμα αηδιασμένος. Κοίταξα τον ϕί -λο μου. Ήταν προσηλωμένος στο θέαμα. Με μια μα -τιά στον καβάλο του διαπίστωσα ότι είχε αρχίσει ναερεθίζεται. Τι ήταν αυτό;

Βγήκα από το σπίτι χωρίς να πω λέξη. Τι μουσυ νέβαινε;

Πιθανότατα το αποτέλεσμα της συσσώρευσης τωνσημείων. Ανίκανος να παράγω μέσα σε έναν κόσμοόπου ϕαίνεται πως μόνο η παραγωγή έχει σημασία.Το όνομά μου είναι Ιωάννης Σβαν και υπαναχωρώ.

Το δάσος μου ϕαίνεται μερικές ϕορές πολύ γαλήνιοτη νύχτα, κατευναστικό. Μα συνήθως το ϕοβάμαι.Το δάσος είναι ϕτιαγμένο από ανθρώπους. Ριζωμένουςεκεί για πολύ καιρό. Ανθρώπους που γέρασαν καικακοϕόρμισαν κι έμοιασαν στο τέλος δέντρα. Απάν-θρωπα δέντρα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 2. Σβαν 29

Page 32: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 33: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 31 ]

ΤΡΙΑ

Τρέξιμο

ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ να πάμε για λίγο τρέξιμο στην εξοχή.Ξεκινήσαμε να τρέχουμε χαλαρά, αλλά στην πορείαπήραμε το λάθος δρόμο. Κατά λάθος, είχαμε και οιδύο καιρό να κάνουμε τη συγκεκριμένη διαδρομή. Οϕίλος μου ήταν κουρασμένος. Αλλά συνέχιζε να μεακολουθεί αγόγγυστα.

Το μέρος ϕαινόταν γνώριμο. Όμως ένας πλατύςδρόμος από άσϕαλτο και με πολλή κίνηση, διέσχιζετην προηγουμένως έρημη περιοχή. Στη θέση του πλα -τύ ασϕαλτοστρωμένου δρόμου υπήρχε κάποτε έναςστενός χωραϕόδρομος. Ο ϕίλος μου πέρασε πρώτος τοδρόμο. Εγώ ακολούθησα αργότερα και τον διέσχισαμε δυσκολία, με κίνδυνο να με πατήσουν τουλάχιστονδύο αυτοκίνητα. Όταν έϕτασα στην άλλη πλευράκλότσησα καταλάθος το χώμα κι έχασα για λίγο τηνισορροπία μου. Γύρω από εμένα και τον ϕίλο μουσηκώθηκε σκόνη. Βήξαμε ταυτόχρονα.

Συνεχίσαμε το τρέξιμο ακολουθώντας ένα χωματό -δρομο. Βρισκόμασταν κοντά στο χωριό του προορισμούμας, θα είχαμε ήδη ϕτάσει αν δεν είχαμε χάσει το δρόμοκαι δεν είχαμε κάνει κύκλο. Ο ϕίλος μου παραπονέθηκε,κάτι σχετικά με την κόπωση που ένιωθε, εγώ δεν έδω -σα σημασία και συνέχισα να τρέχω στον ίδιο ρυθμό.Εκείνος, παρά την γκρίνια, ακολουθούσε κατά πόδας.

Page 34: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Στο δρόμο συναντήσαμε παραγωγούς που ξεϕύ -τευαν σπαράγγια από τη γη. Ο Μαρξ έγραψε ότι ηγαιοπρόσοδος αποτελεί τη μοναδική μορϕή υπεραξίας.

Απορήσαμε γιατί ϕτάσαμε στο χωριό γρηγορότερααπ’ ότι περιμέναμε.

Το πρώτο πράγμα που παρατηρήσαμε ήταν η πι-σίνα. Δε θυμόμουν το χωριό να έχει πισίνα. Ένα ογκώ -δες κτίριο με σκαλοπάτια στην είσοδο. Ρίξαμε μιαματιά από την τζαμένια πόρτα για να σιγουρευτούμε.Στο εσωτερικό του κτιρίου υπήρχε όντως μία πισίνα.Αποϕασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα. Στο δρόμο πε-τύχαμε δύο όμορϕα κορίτσια περίπου είκοσι χρονώννα περπατούν πιασμένες χέρι χέρι. Τις χάσαμε αλλάτις ξαναπετύχαμε αργότερα σε μια αυλή μαζί με μιαπαρέα τεσσάρων αγοριών. Κάθονταν γύρω από έναμεγάλο ορθογώνιο πλαστικό τραπέζι – από αυτά πουπουλάνε οι γύϕτοι στην επαρχία.

Τα κορίτσια ήταν σϕιχταγκαλιασμένα και ϕιλιού -νταν με πάθος. Έδειχναν αποξενωμένες από το πε-ριβάλλον τους. Τα αγόρια από την άλλη, ίδια ηλικίαμε τα κορίτσια, συζητούσαν απορροϕημένοι από τοθέμα της κουβέντας τους και ξεσπούσαν περιοδικάσε δυνατά γέλια. Στο δρόμο δίπλα μας ένα νεκρό ξε-κοιλιασμένο σκυλί. Απορήσαμε που κανείς δεν το είχεμαζέψει ακόμα να το πάει στα σκουπίδια. Είπαμε γιαμια στιγμή να το κάνουμε εμείς αλλά απορρίψαμε τηνιδέα και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

Φτάσαμε στα πάνω όρια του χωριού. Πινακίδες γιαχωριά που άκουγα για πρώτη ϕορά. Αλλά ο ϕίλοςμου τα θυμόταν και τον παραξένεψε που εγώ δεν ταγνώριζα. Με παραξένεψε και ’μένα.

Αποϕασίσαμε να πάμε μια βόλτα από την πισίνα.Ελλείψει αποδυτηρίων, βγάλαμε τα ρούχα μας στοπεζοδρόμιο μπροστά από το κτίριο. Η ϕύλακας κο-ρόιδεψε το βρακί του ϕίλου μου. Μπήκαμε – η πισίνα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ32

Page 35: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ήταν γεμάτη κόσμο. Κυρίως γυναίκες και παιδιά.Προχώρησα προς το νερό. Σήκωσα το δεξί μου πόδιαπό τα πλακάκια και κοίταξα την πατούσα μου. Ήτανμαύρη. Στη συνέχεια κοίταξα το νερό. Ήταν βρώμι -κο. Σκουρόχρωμα σωματίδια αιωρούνταν μέσα στονερό, τριγύριζαν απειλητικά τα σώματα των κολυμ-βητών. Και το χρώμα του νερού ήταν περίεργο. Επί-σης, έμοιαζε πιο παχύρρευστο απ’ όσο είναι ϕυσιολο-γικά το νερό.

Πήρα βαθιά ανάσα και βούτηξα στη γριά πισίνακι έβλεπα τα βλέμματα των μεσόκοπων γυναικών ναπεριεργάζονται με προσμονή και πλησμονή τα σϕρι-γηλά, γυμνασμένα μας κορμιά.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 3. Τρέξιμο 33

Page 36: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 37: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 35 ]

ΤΕΣΣΕΡΑ

Το νερό

ΑΚΟΜΗ κι οι πουτάνες με μισούν, επαναλάμβανεστον εαυτό του.

Ο τουρίστας περπατούσε ξυπόλητος στην παραλίακαι σκεϕτόταν. Ο ήλιος είχε δύσει. Στη θέση τουϕεγγαριού υπήρχε κάτι που έμοιαζε σαν να έχει πα-σαλείψει κάποιος το σούρουπο με την άκρη του δα-χτύλου του. Λες και κάποιος είχε ακουμπήσει τονουρανό σ’ εκείνο το σημείο με τον δείκτη και το αν-θρώπινο δέρμα είχε αποκολληθεί από το δάχτυλο κιείχε ενσωματωθεί εκεί πάνω.

Ακόμη κι οι πουτάνες με μισούν. Πρέπει να υπάρ -χει κάτι πολύ απωθητικό επάνω μου.

Κάποιοι άνθρωποι διατείνονται ότι μπορούν να ακού -σουν το τραγούδι της θάλασσας. Αυτό δεν ίσχυε για τοντουρίστα ο οποίος μετά βίας αναγνώριζε τον ϕλοίσβοτων κυμάτων που έσκαγαν δίπλα του. Ήταν απορρο -ϕημένος στην απελπισία του. Στο μυαλό του τριβέλι -ζε η ιδέα της αυτοκτονίας εδώ και καιρό. Αρχικά τοενδεχόμενο του ϕαινόταν απίθανο. Μα ο χρόνος κυ-λούσε και η ιδέα τον απασχολούσε όλο και περισσό-τερο. Είχε ϕτάσει να αναλογίζεται τις σκέψεις που θαέπρεπε να κάνει για να πάρει δύναμη ώστε να πατή-σει τη σκανδάλη – αρκούσαν μια δυο αναμνήσεις απότην πληθώρα. Φανταζόταν τη στιγμή που θα άκουγε

Page 38: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

τον κρότο, τη στιγμή που η σϕαίρα θα θρυμμάτιζε τονκρόταϕο και θα τράνταζε το κρανίο του. Ο σεισμός.Η κώϕωση. Ο πόνος. Η απώλεια ελέγχου του σώμα -τος. Οι ανεξέλεγκτες, αντανακλαστικές κινήσεις. Ητύϕλωση.

Ο τουρίστας συνέχιζε να κινείται αργά πάνω στηνάμμο. Ένιωσε κάτι να περπατά στο σβέρκο του. Άπλω -σε το χέρι, έπιασε. Έϕερε τα δάχτυλα μπροστά σταμάτια του κι έπειτα σκούπισε στο πουκάμισο την λιω -μένη αράχνη. Κρίμα, σκέϕτηκε. Αύριο θα πάρω τηβάρκα, τελείωσε τη σκέψη του και προχώρησε προςτη νοικιασμένη μεζονέτα με το μυαλό κενό, γεμάτο ύπνο.

Το νησί απομακρυνόταν, βραχώδες, ξερό, στροβι-λιζόταν στα σκοτεινά νερά. Προσοχή, τα νερά δενείναι αυτό που δείχνουν, διατυμπάνιζε η αυτοσχέδιαεπιγραϕή πάνω στην πόρτα της τουαλέτας του μο-ναδικού μπαρ του νησιού – ο τουρίστας την ονειρεύ-τηκε εκείνη τη νύχτα. Δίπλα στη ϕράση μια γελαστήζωγραϕιστή ϕατσούλα ντυμένη πειρατής.

Γιατί; Ήμουν πλυμένος, ντυμένος καλά, η συμπε -ριϕορά μου ήταν άψογη. Ήμουν ευγενικός κατά τηνπράξη. Ίσως το πρόβλημά της να ήταν ότι πήγασ’ εκείνη. Ότι ήμουν πελάτης. Μα αν δεν πήγαιναπως θα δούλευε, πως θα ζούσε; Μπορεί να είχε ταδικά της προβλήματα, όπως και οι υπόλοιπες κο-πέλες. Ίσως να αποτελεί η εμϕάνισή μου κώλυμα,κυρίως το πρόσωπο. Δεν μπορώ να δω τι ακριβώς,μα έχω την αίσθηση ότι αν υπάρχει κάτι άσχημοεπάνω μου, βρίσκεται στο πρόσωπό μου. Ίσως ναϕταίει που δείχνω πολύ καλός. Μα δεν έχουν σχέ -ση αυτά, το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, σε πολύπιο σημαντικά ζητήματα. Ζητήματα με τα οποίαεγώ δεν θέλω να σχετίζομαι μα των οποίων απο-τελώ αναπόϕευκτα μέρος – αποτελούσα – κατάκάποιον τρόπο.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ36

Page 39: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Εκείνη τη μέρα ο τουρίστας ανοίχτηκε με τη βάρ -κα στη θάλασσα. Το βράδυ επέστρεψε. Ανοίχτηκε καιτην επόμενη και τη μεθεπόμενη. Κάθε μέρα ανοιγόταν.Ο χειμώνας ήταν κρύος εκείνη την περίοδο, μα η θά-λασσα ήταν γαλήνια. Ο τουρίστας εκεί μέσα, μόνος,αποκομμένος, μπορούσε επιτέλους να ξεχάσει. Μέραμε τη μέρα ανοιγόταν όλο και περισσότερο. Οι σκέ-ψεις, εκεί έξω, επιτέλους απουσίαζαν, έσβηναν, το μυα -λό του ήταν κενό, βαρύ και κουρασμένο, γεμάτο ύπνο.Το κρύο ήταν αλμυρό και υγρό, τρυπούσε τα ρούχα καιτο δέρμα. Μικροσκοπικές ακίδες πόνου που ανύψωναντο κορμί του υποβοηθούμενες από το ανεπαίσθητοτραμπάλισμα της βάρκας. Εκείνες τις στιγμές κανέ -νας δεν μισούσε κανέναν, κανείς δεν υπήρχε για ναμισήσει ή να μισηθεί, όλοι, αν υπήρχαν, βρίσκοντανμακριά – κι εδώ υπήρχε μόνο ένα βραδυκίνητο σώμαπαραδομένο στη βαριά και παγωμένη μάζα του αέρα.Ήταν μια σκληρή αγκαλιά που έσβηνε το περιβάλλον.Παρόλο που έμενε στην ίδια θέση, ο τουρίστας απο-μακρυνόταν όλο και περισσότερο, αϕημένος στην τρα -χιά, σϕιχτή αγκαλιά του αέρα.

Μια μέρα είδε κάτι στην επιϕάνεια της θάλασσας,ένα σχήμα, του ϕάνηκε κάπως γνωστό, μα πριν προ-λάβει να κοιτάξει προσεκτικά το σχήμα είχε χαθεί.Την επόμενη μέρα ξαναείδε το σχήμα. Και την επό-μενη της επόμενης. Η θέαση επαναλαμβανόταν κα-θημερινά και ο τουρίστας θεώρησε πως οϕειλόταν σεκάτι που σκάλωνε μέσα στο μυαλό του, σε κάποιοσκουλήκι, σε κάποιο ϕευγαλέο αποκύημα της μονα-ξιάς του, όπως οι κινήσεις που εντοπίζει σπανίως τομάτι σε μέρη όπου δεν υπάρχει τίποτα ικανό να κι-νηθεί. Κάποια από τις επόμενες μέρες το ξαναείδεκαι ϕοβήθηκε κάπως. Όταν επέστρεψε στο στεριάαργότερα εκείνη τη μέρα θέλησε να μοιραστεί την

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 4. Το νερό 37

Page 40: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

εμπειρία του σχήματος με κάποιον άλλο άνθρωπο. Τουπέρασε από το μυαλό η ιδέα να κατέβει στο χωριόκαι να κάτσει για λίγο στο μπαρ – μα απέρριψε τηνιδέα λόγω οκνηρίας.

Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκε ξανά την πόρτα τηςτουαλέτας του μπαρ. Προσοχή, τα νερά δεν είναιαυτό που δείχνουν, διατυμπάνιζε η βιαστική γραϕήτου μαρκαδόρου – ο τουρίστας ένιωσε ρίγος να τοντυλίγει σαν ένα ξένο σώμα να αγγίζει το κορμί του.Ξύπνησε αμέσως, αλλά το ρίγος επέμεινε για ώρα.Την επομένη δε μπήκε στη θάλασσα. Τις μέρες πουακολούθησαν, ο ήλιος του ϕαινόταν αρρωστημένος.Απέϕευγε τη θάλασσα. Επισκέϕτηκε το χωριό καιμίλησε με μερικούς ντόπιους. Κανείς δεν είχε δεικάτι παρόμοιο στα νερά. Κάποιοι τον πέρασαν σίγου -ρα για τρελό. Άλλοι τον αντιμετώπισαν απλώς μεσυγκατάβαση. Δύο άτομα τον άκουσαν με προσοχήαλλά δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Κι ένας νεαρόςτού αϕηγήθηκε μια ιστορία που είχε ακούσει απότον παππού του όταν ήταν μικρός, έναν παλιό θρύλο,για ρουϕήχτρες που εμϕανίζονταν από το πουθενάκαι εξαϕανίζονταν χωρίς να αϕήνουν ίχνη. Ο τουρί-στας τον ρώτησε για τη ϕράση που ήταν γραμμένηστην πόρτα της τουαλέτας. Ο νεαρός την είχε προ-σέξει κι ο ίδιος. Από κάποια ταινία πρέπει να είναι,υπέθεσε. Ο τουρίστας τον ρώτησε αν γνώριζε ποιοςείχε γράψει τη ϕράση. Ο νεαρός ένευσε αρνητικά καιγέλασε.

Τα νερά δεν είναι αυτό που δείχνουν, ανοησίες,σκέϕτηκε σε μια στιγμή ενάργειας ο τουρίστας μαέκανε δυο μέρες ακόμη ώσπου να ξαναμπεί στη θά-λασσα. Ο καιρός ήταν υπέροχος, ο ουρανός ανέϕελοςχωρίς ίχνος νεϕελοειδούς υπόνοιας στον ορίζοντα,απέραντη γαλάζια διηνεκής διαϕάνεια πλημμυρισμέ -νη στο ϕως. Τα νερά ήταν ακύμαντα, μόνο λίγες ρυ-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ38

Page 41: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

τίδες αυλάκωναν την επιϕάνειά τους, σαν το ραγισμέ -νο δέρμα της μεγάλης ηλικίας.

Ο τουρίστας ανοίχτηκε περισσότερο από κάθε άλληϕορά και – όχι ελλείψει ψυχαναγκασμού – κατάϕερενα ξεχάσει ποιος ήταν, τι είχε κάνει, πως του είχανϕερθεί και τι είχε σκεϕτεί, κατάϕερε να επικεντρωθείστο σχήμα του δέρματος που τον περιέβαλλε, στο άγ -γιγμα του κρύου αέρα που όριζε σαϕώς τα όρια τουκορμιού του. Ο τουρίστας κατάϕερε να ξεχάσει ταπρόσωπα που είχε μάθει να θέλει να έχει και τα οποίαπάλευε να αποκτήσει, κατάϕερε να ξεχάσει τις εικό-νες που τον κατέκλυζαν από όλες τις κατευθύνσεις.

Γύρω από αυτό το νησί του βορρά, η θάλασσα ήτανπαγωμένη και ήσυχη σαν λίμνη. Τα νερά εκείνη τηνημέρα έκρυβαν κάτι το μεγαλειώδες που ο τουρίσταςδεν είχε αντιληϕθεί στο παρελθόν. Όπως και κάθεμέρα, σκέϕτηκε. Είμαι αναίσθητος.

Ένας ξαϕνικός παϕλασμός αναστάτωσε τον του-ρίστα. Στράϕηκε πάραυτα προς την κατεύθυνση τουθορύβου – δίπλα στη βάρκα ένα θαλασσοπούλι είχεαναδυθεί από το νερό. Επέπλεε πάνω στους κυματι-σμούς του υγρού και κοιτούσε τον τουρίστα κουνώ -ντας το κεϕάλι του πέρα δώθε. Το λευκό ϕτέρωμά τουήταν βρεγμένο και λερωμένο – το ράμϕος του ήτανκόκκινο και παρουσίαζε κάποιες κεράτινες ανωμαλίεςπου αλλοίωναν το σχήμα του. Το πουλί με ένα σάλτοβρέθηκε στο εσωτερικό της βάρκας όπου περπατούσεμε τα λιγνά του πόδια πάνω κάτω χωρίς να αϕήνειτον τουρίστα από το βλέμμα του. Εκείνος έμενε ακί-νητος – από τη μία ϕοβόταν να μην τρομάξει το πουλί,ενώ από την άλλη ϕοβόταν ακριβώς επειδή το πουλίδεν είχε ακόμη τρομάξει από τον ίδιο. Πέρασαν με -ρικά δευτερόλεπτα πριν το πουλί πετάξει και απομα -κρυνθεί. Ο τουρίστας το ακολούθησε με το βλέμμαώσπου βαρέθηκε. Σε λίγο άκουσε έναν μακρινό πα -

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 4. Το νερό 39

Page 42: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ϕλασμό. Έμεινε για λίγη ώρα ακόμη εκεί μέσα κιέπειτα αποϕάσισε να γυρίσει στη στεριά.

Ο τουρίστας κάθε ϕορά που έβγαινε στη στεριάένιωθε το βάρος του – που είχε προσωρινά εξανεμι-στεί όσο βρισκόταν στο νερό – να επιστρέϕει με δι-πλάσια ένταση και να καρϕώνει τα πόδια του στηνυγρή, κρύα άμμο. Το κορμί του στη στεριά υπέϕερε.Πιεζόταν, οι σκέψεις τριβέλιζαν στο μυαλό του κά-νοντας τους μυς του να σϕίγγονται, το ήδη πρόσκαιραζαρωμένο μέτωπό του να παραμορϕώνεται, τα μάτιατου να αγριεύουν, καθίστατο έτοιμος για μια εκρη-κτική, απεγνωσμένη προσπάθεια η οποία δεν ερχότανποτέ και η αναμονή της διακοπτόταν μόνο από τηθάλασσα. Τα κύματα που από τη στεριά ακούγοντανσαν τύμπανα, εκεί μέσα υπήρχαν μόνο ως υπενθύμι -ση της ροής. Τα κύματα ήταν το χέρι που ωθούσε τηνκούνια του μωρού. Και το νερό ήταν η μητέρα του.

Μα στην στεριά τα κύματα ακούγονταν σαν τύμπα -να, και στα χέρια του τουρίστα το μόνο που έμενεήταν το αποτέλεσμα των πράξεων του παρελθόντος.Και δεν ήταν καν μεγάλα. Φαντάσου τι θα συνέ-βαινε αν τα λάθη μου ήταν μεγάλα. Ταλαιπωρούμαιτόσο για τα μικρά, μίζερά μου λάθη, σαν υποδεέ -στερος του μικρότερου και πιο βρωμερού εντόμου.Είμαι τόσο μικροσκοπικός και τιποτένιος που δενξέρω καν αν υπάρχω. Το στήθος του τουρίστα πα-ρέμενε πιεσμένο από τα χέρια που ήταν μονίμωςσταυρωμένα γύρω του.

Το πουλί εμϕανίστηκε και την επόμενη. Έκανε μιαβόλτα στη βάρκα εξετάζοντας τον τουρίστα και απήλ -θε, βουβό όπως μόνο τα πουλιά μπορούν να είναι. Τοίδιο συνέβη την επόμενη της επόμενης και κάθε μέραστο εξής. Ο τουρίστας είχε αρχίσει να το συνηθίζει,εκλαμβάνοντάς το ως μια ιδιαιτέρα γοητευτική έκ -ϕανση κάποιου πλήρως ανεξήγητου ϕαινομένου. Ανε-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ40

Page 43: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ξήγητου μεν, μα που σίγουρα δεν μπορούσε να θεω-ρηθεί κακό.

Ώσπου μια μέρα το πουλί μετά την έξοδό του απότο νερό, αντέδρασε διαϕορετικά. Του επιτέθηκε. Έμοια -ζε να προσπαθεί να κατασπαράξει το πρόσωπο τουτουρίστα. Ο τελευταίος ούρλιαζε από πόνο και τρόμοκαι χτυπούσε άναρχα με τα μάτια κλειστά. Τελικάβούτηξε στη θάλασσα και ένιωσε την αλμύρα να καυ-τηριάζει τις πληγές. Το πουλί βούτηξε λίγο παραδί-πλα και εξαϕανίστηκε.

Ο τουρίστας αναχώρησε το επόμενο πρωί για τηνπόλη. Το πρόσωπό του είχε καταστραϕεί. Σε μερικάσημεία το πουλί είχε αϕαιρέσει ολόκληρα κομμάτιασάρκας. Οι γιατροί δεν κατάϕεραν να επιδιορθώσουνόλα τα σημεία. Έκαναν ό,τι μπορούσαν μα το πρόσω -πο του τουρίστα είχε σημαδευτεί μόνιμα. Αναγκαζό-ταν στο εξής να κυκλοϕορεί με ένα ϕουλάρι που κάλυ-πτε την περιοχή από το λαιμό μέχρι τη μύτη του.Αλλά, περιέργως, ο τουρίστας ήταν τώρα ελεύθερος.Οι ανασϕάλειες που ένιωθε στο παρελθόν είχαν πιαεξανεμιστεί. Τώρα η συμπεριϕορά του ήταν σταθερήκαι ώριμη. Τώρα κανένας δεν μπορούσε να τον μι-σήσει γιατί πολύ απλά δεν είχε πια καμία σχέση μεκανέναν. Ο τουρίστας είχε απελευθερωθεί από τη δυ-σωδία του εντόμου που κουβαλούσε μέσα του. Γιατίτώρα ο τουρίστας ήταν ένα τέρας. Δηλαδή κάτι άλλο.Κάτι αποκλίνον από τα καθημερινά μεγέθη, που ταυπερβαίνει, υπερβολικό, τεράστιο.

Τελικά, αν και ο τουρίστας μίσησε τη θάλασσα, μπο -ρούσε κανείς να δει πως βαθιά μέσα του αισθανότανευγνωμοσύνη για το έλεος που του προσϕέρθηκε. Είχε,κατά κάποιον τρόπο, γλιτώσει. Είχε σωθεί. Η παρα -μόρϕωση ήταν το δώρο για την μικρόνοη καλοσύνητης περασμένης ζωής του. Για την πανίσχυρη μετά-νοια που ένιωθε εξαιτίας κάποιων τιποτένιων σϕαλ-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 4. Το νερό 41

Page 44: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ42

μάτων. Κι ας μην το συνειδητοποίησε ποτέ αυτό οτουρίστας.

Είχε συνειδητοποιήσει κάτι άλλο όμως. Ενθυμούμε -νος την ανάμνηση της επίθεσης κατάλαβε πως, εκεί -νη την ημέρα, το πουλί δεν έμοιαζε με κοινό θαλασσο-πούλι. Έμοιαζε διαϕορετικό. Ήταν διάϕανο, ϕτιαγ-μένο από νερό. Ένα υδάτινο, ελεήμον πουλί.

Η ιστορία δεν απέδρασε ποτέ από τα χείλη του. Θαήταν ανώϕελο. Για τον τουρίστα, ο δρόμος του απεξαν -θρωπισμού είχε ανοίξει.

Page 45: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΠΕΝΤΕ

Βροχή

ΗΤΑΝΕ μια νύχτα που στην περιοχή μας παρατηρή-θηκαν ισχυρότατα ηλεκτρομαγνητικά ϕαινόμενα. Τουγρό και ζεστό πρωινό εκείνης της ημέρας διαδέ -χθηκε ένα καυτό απόγευμα. Ο ουρανός ήταν καθαρός.Ακολούθησε μια επίσης ζεστή νύχτα και μπορούσεςνα δεις τα αστέρια στον ουρανό. Προς τα μεσάνυχταπάλι, άρχισε να πιάνει μια ελαϕριά αύρα και η θερ-μοκρασία έπεσε λίγο. Βρισκόμασταν στις αρχές τουΜαΐου.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Είχα πέσει για ύπνο γύ -ρω στις δέκα, δέκα και μισή. Αρχικά ζεσταινόμουν,οπότε άνοιξα το παράθυρο. Μετά προσπάθησα να δια -βάσω για λίγο, μα τα παράτησα γιατί δεν κατάϕερνανα συγκεντρωθώ. Ίσως να έϕταιγε εκείνη η ϕράση πουδιάβασα και τώρα δεν θυμάμαι τι έλεγε. Πρέπει ναμε άγχωσε κάπως.

Μετά άρχισα να θυμάμαι πράγματα. Και τότε αγχώ -θηκα περισσότερο. Μετά άρχισα να σκέϕτομαι τομέλλον. Επρόκειτο, κατά κύριο λόγο, για ένα μέλλοναπό το οποίο απουσίαζα.

Γύρω στη μία, όταν επιτέλους είχα αρχίσει να λα-γοκοιμάμαι, άκουσα θορύβους απ’ έξω. Ξύπνησα γιατα καλά. Είχε σηκωθεί αέρας. Το παράθυρό μου ήτανεανοιχτό και υπέθεσα πως ϕυσούσε νοτιάς ή δυτικός,

[ 43 ]

Page 46: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

επειδή δεν ένιωθα κρύο – στα μέρη μας ο βοριάς κιο ανατολικός ϕέρνουν κρύο.

Πρώτα ακούστηκαν μερικές βροντές, παρατεταμέ-νες, η καθεμιά τους ακουγόταν σαν συστοιχία απόνάρκες που έσκαγαν η μια μετά την άλλη. Στη συνέ -χεια ήρθαν οι πρώτες σταγόνες. Έπεϕταν ανάρια, αλλάαπό τον παχύ θόρυβο που έκαναν μπορούσες να κα-ταλάβεις ότι επρόκειτο για σταγόνες τερατωδών δια-στάσεων.

Αυτές οι πρώτες σταγόνες εξελίχθηκαν σε σϕοδρήκαταιγίδα. Στο απόγειο της μανίας της η καταιγίδαήταν εϕιαλτική. Είχα αλαϕιάσει. Σηκώθηκα κι έκλεισατο παράθυρο. Τράβηξα τις κουρτίνες και βιάστηκα ναεπιστρέψω στο κρεβάτι μου. Το παράθυρο βρισκότανένα βήμα μακριά από το κρεβάτι οπότε με μια κίνησηείχα επιστρέψει στην ασϕάλεια του σκεπάσματός μου.

Ξαϕνικά, σιωπή. Έστησα αυτί μα δεν κατάϕερνανα ξεχωρίσω τίποτα. Δυο-τρία δευτερόλεπτα πριν,η μπόρα μαινόταν. Τώρα ο αέρας είχε κοπάσει και ηβροχή είχε σταματήσει. Ούτε σταγόνα δεν έπεϕτε.Η καταιγίδα είχε πάψει υπερβολικά απότομα. Περί-μενα. Η ανάπαυλα δεν κράτησε για πολύ. Σε μερικάδευτερόλεπτα, μια αστραπή ϕώτισε το δωμάτιο μεεκτυϕλωτικό ϕως, μετά ακούστηκε μια βροντή και ξανάβροχή, ο αέρας όλο και δυνάμωνε, αστραπές, μπου -μπουνητά τόσο δυνατά που έκαναν το παράθυρο καικάποια πράγματα πάνω στο γραϕείο μου να τρίζουν.Μια αίσθηση σεισμού κάθε ϕορά που βροντούσε. Έπιασανα σκέϕτομαι τον κατακλυσμό, το θεϊκό μένος, τηνημέρα της κρίσης, την ατομική ημέρα της κρίσης μετον θάνατο του καθενός. Στο ϕως της ημέρας ήμουνο τέλειος άθεος μα κάτι νύχτες σαν κι αυτήν μετα-τρεπόμουν στον πλέον αϕοσιωμένο πιστό, τρεμάμενοαπό ϕόβο θεού. Με έπιασε μια ϕρικτή απόγνωση,ϕανταζόμουν το μέλλον κι όλα στροβιλίζονταν χιμαι-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ44

Page 47: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ρικά γύρω από το κεϕάλι μου, ο ϕόβος της ϕτώχειας,η προοπτική της απόλυσης, της ανεργίας κι έπειτα τηςανέχειας και της μοναξιάς, ο ϕόβος του hiv και τηςπτώσης. Ήταν απαίσια.

Το στρώμα είχε μια τρομακτική δύναμη βαρύτη-τας, τραβούσε το κορμί μου με τόση δύναμη προς τακάτω που νόμιζα πως θα κατέρρεα, πως η καρδιά μουθα έβγαινε από τη θέση της, θα μετατοπιζόταν, θαξεσκιζόταν από τα ίδια μου τα οστά και θα σταματού -σε να χτυπά. Θα κατέληγε διαλυμένη σε πολύ μικράκομματάκια κι όμως ακόμη μέσα στα όρια του εξω-τερικά άθικτου σώματός μου. Μόνο ένα μικρό βαθού-λωμα στο δέρμα του στήθους θα πρόδιδε την αιτία τουθανάτου.

Η καταιγίδα κόπασε ξανά. Η σιωπή κράτησε πολ -λή ώρα, οπότε σηκώθηκα για να ανοίξω το παράθυρο.Ήθελα να εξακριβώσω αν όντως είχε σταματήσει, γιανα αϕήσω το παράθυρο ανοιχτό. Μου αρέσει η μυρω -διά του ξεπλύματος που αϕήνει η βροχή.

Την ίδια στιγμή που άνοιξα το παράθυρο, αστραπήκαι βροντή, άϕησα το χερούλι τρομαγμένος κι οπι-σθοχώρησα, άνοιξαν απότομα οι κρουνοί των συννέ -ϕων, οι σταγόνες τέρατα έπεϕταν με μεγαλύτερη ορμήαπό πριν. Μια ξαϕνική ριπή ανέμου μ’ έκανε μού-σκεμα. Πάνω στον πανικό μου, ένιωσα σαν κάτι ναμπήκε στο δωμάτιο μαζί με τον αέρα. Αλαϕιασμένος,όρμησα τρέμοντας να κλείσω το παράθυρο.

Πίεσα το διακόπτη κι άνοιξα το ϕως. Καθώς έκα -να να ξαπλώσω στο κρεβάτι, το μάτι μου έπιασε μιακίνηση κοντά στη ντουλάπα.

Ήταν ένας άντρας. Υπέθεσα ο ... Ανατρίχιασα, μού -διασα από τον τρόμο μου. Τα αυτιά μου βούιζαν κιεκείνος μόνο στεκόταν όρθιος εκεί, ϕάτσα στο κρε-βάτι μου, τα χέρια πίσω από την πλάτη, καλοϕτιαγ-μένο σώμα και πρόσωπο, μαλλιά με χωρίστρα δεν

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 5. Βροχή 45

Page 48: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

θυμάμαι προς ποια μεριά, ένα καθησυχαστικό μειδία -μα στα χείλη του. Καθόταν εκεί σιωπηλός, κατάλαβαπως δεν ήταν από τους τύπους που σε χαιρετούσαναμέσως. Ίσως πάλι γιατί δεν ήταν τύπος.

Δεν μπορούσα να ελέγξω τη ϕωνή μου. Ξαπλωμέ -νος ϕώναξα βραχνά πώς μπήκες μέσα;

Εσύ με έβαλες δεν θυμάσαι; απάντησε εκείνος ευ-γενικά.

Το μυαλό μου γύρισε λίγες στιγμές πριν, στη ριπήτου αέρα από το ανοιχτό παράθυρο και σ’ εκείνο τοκάτι σαν σκοτάδι που νόμισα ότι είδα να γλιστράειστο δωμάτιο.

Ο άντρας έκανε μια παύση και συνέχισε. Έχω νασου κάνω μια προσϕορά. Προτίθεμαι να σου δώσω ό,τιχρειάζεσαι. Δεν θέλω τίποτα σε αντάλλαγμα. Τα μά -τια μου έλαμψαν για μια στιγμή. Αλλά έπειτα θυμή -θηκα με ποιον είχα να κάνω. Ο ... συνέχισε έχω τηδυνατότητα να σου προσϕέρω οποιοδήποτε πτυχίοπανεπιστημίου θέλεις, μια καλή δουλειά, ένα σπίτι,όλα όσα χρειάζεσαι για να διάγεις βίο υγιή, εσύ κι ηοικογένειά σου, αν αποκτήσεις ποτέ. Όλα όσα χρειά -ζεσαι για να προσϕέρεις στην κοινωνία. Μπορώ ναδω πως έχεις καλή ψυχή. Γνωρίζω εκ των προτέρωνπως θα κάνεις καλή χρήση της προσϕοράς μου. Επα-ναλαμβάνω, δεν θέλω τίποτε σε αντάλλαγμα. Η προ -σϕορά μου είναι καθαρά αϕιλοκερδής. Σκέψου τοείπε κι άρχισε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο.

Δεν τον πίστεψα. Έκραξα ένα όχι ευχαριστώ κι εκεί -νος είπε πως θα ξαναβρισκόμασταν. Έπειτα άνοιξετην πόρτα κι έϕυγε. Η συνάντηση επαναλήϕθηκε ακόμητρεις ϕορές, σε δημόσιους χώρους. Εξακολούθησα νααπορρίπτω την πρόταση. Δεν μπορώ να πω πως δεσκέϕτηκα να δεχτώ, μα δεν μπορούσα να τον πιστέ -ψω. Η προσϕορά ήταν πραγματικά δελεαστική. Αλλά,αν δεχόμουν, θα είχα κάνει μια συμϕωνία με τον ...,

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ46

Page 49: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

κι άσχετα με την αϕερεγγυότητα που είναι γνωστόότι τον χαρακτηρίζει, η ϕύση αυτής καθαυτής τηςσυμϕωνίας με απέτρεπε.

Οι μήνες περνούν και σκέϕτομαι όλο και πιο πολύόσα συνέβησαν. Τι θα μπορούσε να έχει συμβεί ανδεχόμουν και λοιπά. Σκιές διαϕυγόντων κερδών πε-τούν σαν γριές στρίγγλες γύρω από τα ϕρύδια μου.Κουραστικές σκέψεις που με ξοδεύουν και με κάνουνευέξαπτο. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο διά -βολος ήξερε πολύ καλά ότι τελικά θα απέρριπτα τηνπρόταση του. Κι ακόμη, πιστεύω πως αυτός είναι ολόγος που έκανε ό,τι έκανε. Γιατί ήξερε ότι, ακόμακι αν δεν ήμουν σίγουρος αν τον πίστευα ή όχι, ακόμηκαι στην περίπτωση που θα ήμουν κατηγορηματικάβέβαιος ότι δεν τον πίστευα, ακόμα και τότε, ένα κομ-μάτι του εαυτού μου θα επιθυμούσε να δεχθεί τηνπροσϕορά του. Το ίδιο κομμάτι του εαυτού μου πουτώρα μετανιώνει κι εύχεται να είχε πει το ναι. Δενείχα και τίποτε να χάσω, λέει, γιατί δε δέχτηκα; Ήείχα;

Ή έχω – ακόμη;

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 5. Βροχή 47

Page 50: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 51: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 49 ]

ΕΞΙ

Ο κατασκευαστής

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ημέρες μετά την τελετή έναρξης. Οι ολυ -μπιακοί αγώνες είχαν αρχίσει. Το ξενοδοχείο ήταντεράστιο. Μπορούσε να ϕιλοξενήσει πάνω από δέκαχιλιάδες άτομα. Και την ίδια νύχτα θα γέμιζε το ξε -νοδοχείο – αν δεν ήταν ήδη πλήρες. Ένα περίπλοκοκατασκεύασμα από μπετό και μάρμαρο. Όλες του οιεξωτερικές όψεις ήταν επενδυμένες με σχιστή πέτρα.Όταν έμπαινες μέσα, τότε καταλάβαινες πόσο παλιόήταν. Ίσως και διακοσίων ετών. Πολύ παλιό. Ήτανχτισμένο κολλητά στο βράχο. Αν το έβλεπες από από -σταση κατά τη διάρκεια της ημέρας, ίσως να πίστευεςότι αποτελούσε ϕυσική συνέχεια του βουνού. Τη νύχτα,υπό το ϕως των προβολέων, καταλάβαινες ότι επρόκει -το για ανθρώπινο δημιούργημα και καταλαμβανόσουναπό δέος. Δεν υπήρχαν άλλα κτισματα σε ακτίνα πε-ρίπου τριών χιλιομέτρων.

Ήταν ένας υπερμεγέθης καθεδρικός των ειδώλων,ο μεγαλύτερος ναός στον κόσμο. Ένα μέρος κατασκευα -σμένο για να στεγάζεται και να απολαμβάνει η σάρ -κα. Η πολλή σάρκα.

Έκοβα βόλτες στο ξενοδοχείο προσπαθώντας νακατανοήσω τη δομή του μα συνεχώς χανόμουν. Κινού -μουν σε δύο πτέρυγες. Την Ζ και την Η.

Κοίταξα πίσω στο διάδρομο, προσπαθώντας να ξε-

Page 52: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

διαλύνω πού βρισκόμουν. Χαμένος για ακόμη μια ϕοράανάμεσα σε δύο από τις εικοσιδύο πτέρυγες του τέρατος.

Άνοιξα μια πόρτα. Βρέθηκα στο κλιμακοστάσιο, τοοποίο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χώρους τουξενοδοχείου, έδειχνε παρατημένο. Είχε δεκαετίες ναβαϕτεί, το χαλί είχε ξεϕτίσει κι είχε σκιστεί στα σκα -λοπάτια. Τα χρυσού χρώματος πόμολα της κουπαστήςκαι οι μεταλλικές ράβδοι που συγκρατούσαν το χαλί στησκάλα είχαν διαβρωθεί από τη σκουριά. Χειρότερα ακό -μα, οι μεταλλικές πόρτες εξόδου από το κλιμακοστά -σιο ήταν ξεχαρβαλωμένες, ασπρισμένες βιαστικά έναςθεός ξέρει πριν από πόσα χρόνια. Οι πόρτες έμοιαζανμε αϕύσικες προεκτάσεις των τοίχων. σαν να τοποθε-τήθηκαν εκεί πρόχειρα για να καλύψουν κάποια επι-κίνδυνα ανοίγματα.

Πάντως ήταν παράδοξο, μόλις περνούσες από αυ -τές τις συϕοριασμένες πόρτες, τις περισσότερες ϕορέςκατέληγες σε διαδρόμους αϕάνταστα πολυτελείς, σεαίθουσες επενδυμένες και διακοσμημένες με μοντέρνοστυλ ή πολλές ϕορές ακόμη και με την τελευταίαλέξη της τεχνολογίας, παχιά χαλιά, χρυσοποίκιλτουςκρυστάλλινους πολυελαίους και τραπέζια του μπι-λιάρδου με ολόϕρεσκια τσόχα σαν ϕρέσκο κοντοκου-ρεμένο χορτάρι. Το ίδιο ίσχυε και για τα δωμάτια καιγια τα διαμερίσματα.

Διαίσθηση. Το πραγματικό πρόσωπο – η αληθινήόψη του κτιρίου κρυβόταν εκεί, στο κλιμακοστάσιο.

Τα δωμάτιά μας βρίσκονταν στην πτέρυγα Ζ. Δενείχα δει κανέναν από τους δικούς μας να κυκλοϕορείεκεί, μα νόμιζα πως θυμόμουν καθαρά ότι μας έβαλανστην ίδια πτέρυγα. Μου διέϕευγαν οι αριθμοί τωνδωματίων των άλλων. Εγώ ήμουν στο Ζ512. Η ρε-σεψιόν βρισκόταν κοντά στην πτέρυγα Ζ – νομίζωκάπου στην πτέρυγα Η ή ανάμεσα στη Ζ και στηνΗ ή ανάμεσα στην Η και τη Θ.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ50

Page 53: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Είχα χαθεί. Ένιωθα ελεύθερος – έτσι ένιωθα πάνταόταν ένιωθα χαμένος.

Προσπαθούσα να ακολουθήσω τις πινακίδες για ναϕτάσω στη ρεσεψιόν. Αυτές ήταν τοποθετημένες σταπλέον αντενδεικνυόμενα σημεία και σε μεγάλη από-σταση μεταξύ τους. Προχειροκομμένα χαρτιά κολλη -μένα στους τοίχους με κολλητική ταινία ή κομμάτιαχαρτόνι στηριγμένα πάνω σε έπιπλα ή κρεμασμένααπό πόμολα. Στην επιϕάνεια του καθενός ζωγραϕι -σμένο το ίδιο κακότεχνο βέλος και η ίδια χειρόγραϕηλέξη, με μεγάλα κεϕαλαία γράμματα.

ΡΕΣΕΨΙΟΝ

Βρήκα ένα βέλος που έδειχνε προς μια άσπρη μεταλ -λική πόρτα – την έσπρωξα – ακόμη ένα βέλος, ζωγρα -ϕισμένο σε χαρτόνι, στερεωμένο πάνω σ’ έναν κοντόστύλο με προέτρεπε να διασχίσω τη μεγάλη αίθουσαπου ανοιγόταν μπροστά μου. Γεμάτη σειρές από κα-ρέκλες κι υπήρχε ένα γραϕείο στη μια της άκρη. Οικαρέκλες ήταν προσανατολισμένες προς το γραϕείο.Θεώρησα πως επρόκειτο για αίθουσα συνεδριάσεων.Τη διέσχισα και βγήκα από την πόρτα στην οποίαπαρέπεμπε ένα καινούριο βέλος. Ακολούθησα μερικάακόμη βέλη και σε πέντε λεπτά βρισκόμουν στη ρε-σεψιόν.

Όπου δεν υπήρχε ψυχή. Προσπάθησα να γυρίσω απόάλλο δρόμο, να εξερευνήσω περισσότερο το ξενοδοχείο.Όπως ήταν αναμενόμενο χάθηκα. Η ρεσεψιόν βρισκό -ταν στον τρίτο από τους δέκα ορόϕους του συγκροτή -ματος. Κατέβηκα κάποιες σκάλες και προσπάθησα ναβγω στο ισόγειο. Κατεβαίνοντας ξεχάστηκα κι έϕτασαστο υπόγειο. Στο δεύτερο υπόγειο. Μια δαιδαλώδηςδομή με ϕαρδιούς μουντούς διαδρόμους γεμάτη ατμούςκαι πλυντήρια που μούγκριζαν – και ήχους από ρα-πτομηχανές που χτυπούσαν ϕρενιασμένα και αποθή-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 6. Ο κατασκευαστής 51

Page 54: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

κες με διάϕορα παλιοπράγματα, με έλκηθρα και σκικαι λοιπό εξοπλισμό χειμερινών σπορ – παμπάλαιεςαντίκες που πια δε χρησιμοποιούνταν διότι απλώς δενυπήρχε πια χιόνι σ’ αυτήν την περιοχή.

Έριξα μια ματιά τριγύρω στο υπόγειο κι έσπευσανα επιστρέψω στις σκάλες. Οι κακοϕωτισμένοι διά-δρομοι με τα σκοτεινά σημεία τους δημιουργούσανμια ατμόσϕαιρα αρχαίου ϕόβου.

Στο κλιμακοστάσιο δεν κυκλοϕορούσε ψυχή. Ανέ-βαινα. Περνώντας από το δεύτερο όροϕο, άκουσα ήχουςκάποιου ηλεκτρονικού παιχνιδιού πολέμου – εκπυρ-σοκροτήσεις κι άγριες ϕωνές – οι ήχοι μάλλον προ-έρχονταν από κάποια αίθουσα παιχνιδιών. Συνέχισατην πορεία μου διασχίζοντας διαδρόμους κι αίθουσες,ανεβαίνοντας σκάλες που οδηγούσαν σε διαϕορετικάεπίπεδα του ίδιου ορόϕου ή που οδηγούσαν απευθείαςδύο ορόϕους παραπάνω. Το ξενοδοχείο ήταν πραγμα-τικός λαβύρινθος. Εν τω μεταξύ, δε συναντούσα ψυχή.Μου ϕάνηκε περίεργο – υπήρχε μεν το ασανσέρ – αλλάδεν έπρεπε να κυκλοϕορεί κάποιος και στους διαδρό-μους; Εκτός κι αν ήταν όλοι τους μαζεμένοι στουςεπάνω ορόϕους. Αυτό ήταν το πιθανότερο, γιατί αυτοίεδώ οι κάτω όροϕοι έμοιαζαν εξοπλισμένοι με τηνπολυτέλεια μιας περασμένης εποχής. Είναι αλήθειαπως οι κάτω όροϕοι δεν ήταν τόσο απερίγραπτα πο-λυτελείς όσο οι πάνω όροϕοι.

Προσπαθώντας να ανεβώ ξανά στον πέμπτο όροϕοόπου βρισκόταν το δωμάτιό μου. Έϕτασα τυχαία στηναίθουσα συγκεντρώσεων την οποία είχα διασχίσει νω -ρίτερα. Μα τώρα είχαν αϕαιρεθεί τα βελάκια και ήτανμισογεμάτη με ανθρώπους – με διαϕορετικές ϕορε-σιές ο καθένας – κάποια σύσκεψη για κάποιον αγώναπου θα λάμβανε χώρα την επομένη. Η αίθουσα ήτανγεμάτη με λάβαρα της διοργάνωσης και αϕίσες τουαγώνα, χάρτες που έδειχναν την τοποθεσία των αθλη-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ52

Page 55: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

τικών εγκαταστάσεων με ειδικές υπομνήσεις για τηνπορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν οι ομάδες. Όλοιτους – όπως κι εγώ – είχαν στο λαιμό κρεμασμένη μιαταυτότητα της διοργάνωσης, μια διαπίστευση συμμε-τοχής. Η επιτροπή που θα συντόνιζε τη σύσκεψη δενείχε ακόμη αϕιχθεί.

Στην αίθουσα επικρατούσε ένα σούσουρο το οποίοδιακοπτόταν από τα δυνατά γέλια κάποιας παρέας ηλιο -καμένων λευκών με ολόλευκα δυνατά δόντια.

Όλοι ντυμένοι με πολύχρωμες στολές, με τα χρώ-ματα της χώρας του καθενός. Στο διάδρομο, η πόρτατου ανελκυστήρα άνοιξε κι ακούστηκε ένας θόρυβοςαπό μπαγκάζια που χτυπιούνταν μεταξύ τους. Ήταντέσσερις τύποι, το δέρμα τους ήταν σκούρο, ντυμένοιμε άσπρες στολές. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία από αυ-τούς ήρθε και μου μίλησε – καθώς ήμουν ο πλησιέστε -ρος στο ασανσέρ. Σε άπταιστα γαλλικά και είπε είμαστεοι Αιθίοπες, εδώ γίνεται η σύσκεψη για αύριο; Έγνε -ψα καταϕατικά. Πού είναι η ρεσεψιόν; Εκεί σήκωσατους ώμους γιατί παρότι έκανα πριν τη διαδρομή δεθυμόμουν χριστό και η αίθουσα είχε πολλές εξόδους.Είχαν ξηλώσει τα βελάκια γιατί όντως έδειχναν άσχη -μα και στη σύσκεψη έπρεπε όλα να είναι εν τάξει καιπεριποιημένα.

Πρέπει να πάμε στη ρεσεψιόν για να τους ειδοποιή -σουμε ότι ήρθαμε διαϕορετικά θα ακυρώσουν τηνκράτησή μας είπε ο Αιθίοπας. Μπορούσα να δω πωςήταν αγχωμένος. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν οι υπεύ-θυνοι της διοργάνωσης στην αίθουσα και κάθισαν στομακρύ τραπέζι που υπήρχε στο βάθος. Έδειξα στονΑιθίοπα το τραπέζι και τον παρέπεμψα στην αρτι -αϕιχθείσα επιτροπή. Εκείνος με ευχαρίστησε ευγε-νικά, μειλίχια, σχεδόν δουλικά.

Σε ένα λεπτό με ξαναβρήκε. Είπε διστακτικά ότιοι υπόλοιποι συμπατριώτες του δε μιλούσαν γαλλικά

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 6. Ο κατασκευαστής 53

Page 56: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

να τον συγχωρούσα και ότι ο επικεϕαλής της επιτρο-πής με ζητούσε.

Αυτός ο επίτροπος ήταν ένας ξανθός πενηντάρης μεγυαλιά και κοντά σγουρά μαλλιά, με ειρωνικό ύϕοςκαι μια μόνιμη διάθεση για σαρκαστικούς αστεϊσμούς.Τον γνώριζα εδώ και μερικά χρόνια. Ανήκε σ’ εκείνοτο είδος ανθρώπων που απεχθανόμουν – ίσως στο εί -δος που ο καθένας απεχθάνεται.

Ο επίτροπος σχεδόν με διέταξε να τρέξω να ενημε -ρώσω τη ρεσεψιόν ότι ήρθαν οι Αιθίοπες. Δε χρησι-μοποίησε το όνομά μου, υπέθεσα ότι θα το είχε ξεχάσει.Έϕυγα ψιθυρίζοντας κατάρες. Ξαναγύρισα για να τονρωτήσω προς τα που έπεϕτε η ρεσεψιόν. Εκείνος μουέδειξε μια πόρτα, μα αϕού κατέβηκα μερικά σκαλο-πάτια συνειδητοποίησα ότι μου έδειξε λάθος – δενακολουθούσα την ίδια διαδρομή με πριν.

Τελικά έϕτασα στο υπόγειο. Στο δεύτερο υπόγειο.Συνάντησα μια ασπροϕορεμένη γριά καθαρίστρια, μεκοίταξε περίεργα και με ρώτησε που πήγαινα. Τηςαπάντησα ότι έψαχνα τη ρεσεψιόν. Μου έδειξε. Ακο-λουθώντας τις οδηγίες της έκανα μια τραβέρσα καιβρέθηκα στο τμήμα του υπογείου στο οποίο είχα ρίξειμια ματιά λίγο νωρίτερα. Οι ατμοί τώρα είχαν κατα -καθίσει – ένιωθα μια έντονη αύρα, μάλλον είχαν ανοί-ξει τον εξαερισμό – τα ογκώδη πλυντήρια σιωπού-σαν, οι σκοτεινοί τους κάδοι ήταν ακίνητοι. Δεν ακού -γονταν άλλοι ήχοι στο υπόγειο πέρα από τα βήματάμου στο μαρμάρινο δάπεδο. Τα ϕώτα ήταν κατά κα-νόνα ανοιχτά, εκτός από μερικές λάμπες που ήτανσβηστές και κάλυπταν – κλέβοντας ϕως από τις δί -πλα λάμπες – σημεία του διαδρόμου με ημίϕως, ενώάλλες τρεμόσβηναν.

Έπιασα να ανεβαίνω τις σκάλες. Ψυχή στο κλι-μακοστάσιο. Τώρα ο ήχος από τα παιχνίδια πολέμουείχε δυναμώσει. Μάλιστα από το ισόγειο μύριζα κα-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ54

Page 57: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μένο και κάτι σαν μπαρούτι και ένας αραιός καπνόςκυκλοϕορούσε στον αέρα. Υπέθεσα πως κάτι θα είχεαρπάξει ϕωτιά. Αλλά ανεβαίνοντας στον δεύτερο δια-πίστωσα ότι μέσα στην αίθουσα που νόμιζα πως ήταναίθουσα παιχνιδιών μαινόταν μια πραγματική αψιμα -χία. Έτρεξα προς τα ψηλότερα στρώματα μα η μάχηείχε επεκταθεί σ’ όλο το ξενοδοχείο.

Ώστε η μάχη είχε αρχίσει. Μου ϕάνηκε πολύ πε-ρίεργο που επεκτάθηκε στο ξενοδοχείο, γιατί σ’ αυτότο ξενοδοχείο είχαμε ολυμπιακούς αγώνες – και του-λάχιστον εδώ δεν έπρεπε να γίνονται μάχες.

Έτρεχα προς τα πάνω, όλο προς τα πάνω, όλο ψη-λότερα – ίσως να μην είχαν προλάβει ακόμα να μο-λύνουν τα ανώτερα στρώματα με το παιχνίδι τουθανάτου. Έϕτασα μέχρι τον έβδομο – πανικόβλητοςκαι αγανακτισμένος. Μάταια ανέβαινα.

Χρειαζόμουν ένα όπλο για να επιζήσω.Δε ϕανταζόμουν ποτέ ότι η μάχη θα άγγιζε το ξε-

νοδοχείο. Μόνο αθλητές από όλες τις χώρες, κανείςάλλος. Φυσικά αυτοί είχαν πρόβλημα με αυτό το όλεςτις χώρες. Όμως είχαν υποσχεθεί ότι δε θα μας πεί-ραζαν. Ότι θα μας άϕηναν πρώτα να τελειώσουμε.

Υπέθεσα ότι οι στρατιώτες δεν έϕτασαν στο ξενο-δοχείο απλώς και μόνον για να επεκτείνουν το πεδίοτης μάχης. Έϕτασαν για να σϕαγιάσουν από κοινούοι μεν τους τάδε κι οι δε τους δείνα. Κι επί τη ευκαι -ρία οι μεν να σϕαγιάσουν όσους δεν πολεμούσαν στοπλάι τους κι οι δε όσους δεν τους υποστήριζαν. Η λύσηήταν απλή. Για να επιβιώσεις έπρεπε να βρεις ένα όπλοκαι να ορμήξεις σαν σκυλί στη μάχη – είτε στην πλευ -ρά των μεν, είτε στην πλευρά των δε.

Αποϕάσισα να κρυϕτώ. Προσπάθησα να προσανατολιστώ ώστε να ϕτάσω

στο δωμάτιό μου. Κατέβηκα ξανά τις σκάλες. Το κλι -μακοστάσιο – προς το παρόν τουλάχιστο – έμοιαζε

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 6. Ο κατασκευαστής 55

Page 58: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ασϕαλές. Για κάποια παράξενη αιτία συνέχιζε να εί -ναι έρημο.

Ίσως να υπήρχε μόνο για ’μένα εκείνο το κλιμα-κοστάσιο. Ίσως για κανέναν άλλον να μην υπήρχε.

Βρέθηκα για ακόμη μία ϕορά σε εκείνη την αίθου -σα των συνεδριάσεων όπου γινόταν η σύσκεψη γιατον αγώνα της επομένης. Προσπάθησα να διασχίσωτην αίθουσα τρέχοντας χωρίς να κοιτάω γύρω. Δενάντεχα τη θέα. Με την άκρη του ματιού μου έπιασακάτι λευκές στολές λερωμένες με αίμα, ήταν ακόμηβρεγμένες. Έξω πρέπει να έβρεχε από ώρα. Ίσως καινα έβρεχε για μέρες. Στο ξενοδοχείο έχανες την επα -ϕή με τον έξω κόσμο. Οι στρατιώτες ίσως να μπή-καν μέσα για να γλιτώσουν επιτέλους από τη βροχή.

Προσανατολίστηκα ταχύτερα από τις προηγούμε-νες ϕορές. Έϕτασα στο δωμάτιό μου και κλείστηκαμέσα. Μπορούσα να ακούσω ήχους εκρήξεων, κραυ-γές και πυροβολισμούς, ήχους από αντικείμενα πουκαταστρέϕονταν. Έμεινα κλεισμένος στο δωμάτιογια δύο ημέρες. Την πρώτη ημέρα, ηλεκτρισμός καιύδρευση λειτουργούσαν κανονικά. Ήμουν προσεκτι-κός. Δεν τραβούσα καν το καζανάκι για να μη δώσωσημεία ύπαρξης.

Το πρωί της δεύτερης ημέρας παρατήρησα ότι τονερό δεν έτρεχε από τη βρύση. Αργότερα κόπηκε καιτο ρεύμα. Την τρίτη ημέρα δεν άντεξα, βγήκα προςαναζήτηση υγρών και τροϕής. Κι ελπίζοντας να βρωτρόπο να διαϕύγω.

Από το μέσον της δεύτερης ημέρας τα πράγματαέξω από το δωμάτιο άρχισαν να ησυχάζουν, οι εκρή-ξεις και οι πυροβολισμοί και οι κραυγές και τα πράγ -ματα που καταστρέϕονταν σταμάτησαν να ακούγο-νταν συνεχώς, η συχνότητά τους έϕθινε.

Από την πρώτη ημέρα, η βροχή έπαψε και τα σύν-νεϕα εξαϕανίστηκαν. Εμϕανίστηκε ένας καυτός ολο-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ56

Page 59: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

στρόγγυλος ήλιος, που δεν τον έβλεπα όταν ανέτειλε,ούτε κι όταν έδυε γιατί ϕοβόμουν να βγω στο μπαλκό -νι του δωματίου, το οποίο έβλεπε προς το βορρά.

Βγήκα το μεσημέρι της τρίτης ημέρας. Θα μπορού -σε κανείς να πει πως τα πράγματα ήταν ήσυχα. Δενείχα ϕυσικά ιδέα αν οι μεν είχαν κατισχύσει των δεή το αντίστροϕο. Ή αν οι στρατιώτες ήταν νεκροί ήαν απλώς είχαν εγκαταλείψει το κτίριο. Ή αν απλώςαναπαύονταν.

Αϕού βγήκα από το δωμάτιο, διέσχισα πολλά μέ -τρα διαδρόμου και ξαναβρέθηκα στο κλιμακοστάσιο.Προχωρούσα αθόρυβα, ξυπόλυτος – κρατούσα τα πα-πούτσια μου στο χέρι. Μόλις έϕτασα στο κλιμακο-στάσιο, άρχισα να ανεβαίνω – υπήρχε ένα εστιατόριοστον έκτο όροϕο. Άκουσα ήχους βημάτων που ανέβαι -ναν από τους κάτω ορόϕους. Από ένστικτο, βιάστηκανα ϕτάσω το γρηγορότερο όσο το δυνατόν ψηλότερα.

Σταμάτησα ξέπνοος στον ένατο όροϕο. Κόλλησα τοαυτί μου σε μια μεταλλική πόρτα κι αϕουγκράστηκα.Τίποτα. Η αίθουσα πρέπει να ήταν κενή. Είχα ξανα -βρεθεί σ’ εκείνη την αίθουσα. Ήταν ένα σαλόνι στοοποίο είχαμε κάτσει την πρώτη μέρα μετά την άϕιξήμας στο ξενοδοχείο. Πίναμε μπύρα και θαυμάζαμε τηθέα. Υπήρχε μια μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε στοσκοτεινό δάσος. Θυμάμαι, ήταν μεσημέρι, τα σύννε -ϕα έκρυβαν τον ήλιο κι έμοιαζε σούρουπο, το δάσοςϕάνταζε ακόμη πιο σκοτεινό απ’ ότι συνήθως. Κοι-τούσαμε απλώς έξω χωρίς να μιλάμε. Άλλωστε δενείχαμε και τι να πούμε. Ήμασταν πολύ τρομαγμένοι,ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του, οι αγώνεςεπέκειντο και οι μέγγενες της ανασϕάλειας έσϕιγγαντα πλευρά μας.

Δοκίμασα να σπρώξω την πόρτα, την άνοιξα καιγλίστρησα μέσα στην αίθουσα. Η χώρος είχε αλλάξει.Τα στόρια ήταν κλειστά και ελάχιστο ϕως έμπαινε

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 6. Ο κατασκευαστής 57

Page 60: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

στην αίθουσα. Κάτι μου ψιθύρισε να ϕύγω γρήγορα. Σιδερένια κλουβιά είχαν προστεθεί στο βάθος του

σαλονιού. Τα έπιπλα είχαν στοιβαχτεί στην άλλη άκρη.Μυρωδιά καμένης σαπίλας. Σιωπή.

Κοίταξα καλύτερα τα κλουβιά. Πλησίασα. Κάτιβρισκόταν μέσα στα κλουβιά, ήταν άνθρωποι. Μάλ-λον κοιμούνταν γιατί δεν μπορούσα να διακρίνω κινή -σεις, μα δεν έμοιαζαν νεκροί (μα πάλι: δεν είχα δει ποτένεκρό). Πρόσεξα κάτι στο δεξί μου χέρι, στον τοίχοόπου κάποτε υπήρχαν κρεμάστρες για ρούχα. Τώρααπό τους γάντζους κρέμονταν όπλα.

Μέσα στο ημίϕως, το μέρος έδειχνε άρρωστο. Ήτανένα κτίριο που είχε ασθενήσει και δεν επρόκειτο ποτένα αναρρώσει από την αρρώστια. Το είχα δει και σεάλλα ξενοδοχεία χτυπημένα από τον πόλεμο. Όσεςανακαινίσεις και να γίνονταν, μια βαριά ατμόσϕαιρασυνέχιζε να πλανιέται στους χώρους τους. Δεν οϕει-λόταν στα πνεύματα των σκοτωμένων ή στο κακό πουστοίχειωνε το μέρος. Δεν πίστευα σε τέτοια πράγμα -τα. Όχι, ήταν κάτι πολύ βαθύτερο.

Πλησίασα τον τοίχο με τα όπλα κι άρχισα, παρότιέπρεπε να βιαστώ, να τα περιεργάζομαι αργά καιπροσεκτικά. Ένα χέρι – με χτύπησε ϕιλικά στον ώμο,κάνοντάς με να καρϕωθώ στον τοίχο από τον πανικό.

Είχε μια ουλή στο λαιμό και τα γένια του ήταν ξαν -θά. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, ένας γεννημένοςμαχητής. Έμοιαζε με διασταύρωση λιονταριού καιμεγαλόσωμου τσοπανόσκυλου. Του είπα πως ήμουνδιατεθειμένος να πολεμήσω στην πλευρά τους, αν μουέδιναν ϕαγητό κι ένα όπλο. Του διηγήθηκα την ιστορίαμου. Ήμουν τυχερός που δε με σκότωσε πριν προλά -βω να μιλήσω. Ήμουν ακόμη πιο τυχερός που δε μεσκότωσε αϕού μίλησα – αντιθέτως ϕάνηκε να πεί-θεται.

Εκείνος είπε πως η μάχη είχε σχεδόν τελειώσει.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ58

Page 61: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Βγήκε στο διάδρομο και ϕώναξε ένα όνομα. Ακού-στηκαν βήματα από τις σκάλες. Ο Ρολάνδος ανέθεσεστον στρατιώτη να προσέχει τους ϕυλακισμένος όσοεκείνος κι εγώ θα τρώγαμε στο εστιατόριο.

Πρέπει να πεθαίνεις τη πείνας είπε ϕαίνεται στοπρόσωπό σου. Του είπα πως διψούσα. Κατεβήκαμε στοεστιατόριο. Ήταν γεμάτο στρατιώτες που έτρωγανϕαγητό κι έπιναν μπύρα και κρασί. Προσπάθησα ναμην κοιτάζω γύρω μου, αγνοώντας τα βλέμματά τους,ακολουθώντας τον Ρολάνδο. Δεν μπορούσα να ϕάωεύκολα. Χόρτασα με μισό πιάτο ρυζιού με σάλτσα,ίσως επειδή ήπια τρία μεγάλα ποτήρια νερό πριν αρ-χίσω να τρώω. Η κοιλιά μου πονούσε. Οι αρθρώσειςτου σαγονιού μου τρίβονταν ηχηρά καθώς μασούσατο ψωμί. Κουράστηκα. Ο Ρολάνδος έτρωγε σιωπηλάκι έπινε μπύρα. Οι υπόλοιποι του ϕέρονταν με σε-βασμό. Του μιλούσαν ϕιλικά και με χαμόγελο, αλλάμπορούσες να δεις τον σεβασμό στα μάτια τους.

Γυρίσαμε στο σαλόνι του ενάτου. Ο Ρολάνδος έδιω -ξε τον νεαρό με μια σϕαλιάρα στον κώλο. Διστακτικά,του ξαναζήτησα ένα όπλο. Ησύχασε είσαι ασϕαλήςείπε και με οδήγησε στον τοίχο. Είναι όλα δικά τους,είπε. Διάλεξε. Διάλεξα ένα τυχαία. Δεν είχα ιδέα απόόπλα. Συνεχίζω να μην έχω. Το ξεκρέμασε και το ζύ-γισε. Άσε καλύτερα είπε. Το άϕησε κάτω και ξεκρέ-μασε μερικά ακόμη. Τα έλυσε και κατασκεύασε έναυβρίδιο.

Τον ρώτησα αν αυτό που είχα μπροστά μου θα δού -λευε. Γέλασε. Καθίσαμε σε κάτι πολυθρόνες στοσωρό με τα έπιπλα. Μου ζήτησε να του πω για τηζωή μου. Μιλούσα για περίπου δύο ώρες. Μετά τουζήτησα να μου πει για τη δική του ζωή. Μου διηγή -θηκε μερικές ιστορίες από τα πεδία της μάχης. Πα-ρότι ο ίδιος δεν είχε το χάρισμα της αϕήγησης, τοπεριεχόμενο των ιστοριών του είχε την ιδιότητα να

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 6. Ο κατασκευαστής 59

Page 62: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μαγνητίζει τον ακροατή. Τον άκουγα με ορθάνοιχταμάτια. Προσπαθούσα να μη βγάζω ήχους όταν στρα-βοκατάπινα, ίσως από ϕόβο μην τον διακόψω, ίσωςγια να μη νομίσει ότι ήμουν δειλός. Υποψιαζόμουνβέβαια ότι το είχε ήδη καταλάβει.

Ήρθε εκείνος ο στρατιώτης τον οποίο έδιωξε νω-ρίτερα ο Ρολάνδος. Του είπε ότι τον ζητούσαν κάτω.Ο Ρολάνδος σηκώθηκε και άϕησε τον νεαρό στρα-τιώτη στη θέση του. Ανταλλάξαμε μερικές τυπικό-τητες με το στρατιώτη κι έπειτα καθίσαμε σιωπηλοί.Εμένα με πήρε για λίγο ο ύπνος. Με ξύπνησε ο στρα -τιώτης. Πρόσεχέ τους όσο θα λείπω ψιθύρισε κι έϕυγετρέχοντας. Μάλλον ψάχνοντας κάποια λεκάνη τουα-λέτας. Ή κάτι άλλο.

Εγώ συνέχισα να κάθομαι στην ίδια θέση στο βά -θος της αίθουσας, χωμένος σε μια πολυθρόνα τουσωρού με τα έπιπλα. Πέρασε πολλή ώρα. Ίσως μία,δύο ώρες. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου καθώςδεν άντεχα να αντισταθώ στη νύστα που με πολιορ-κούσε μετά το γεύμα. Λαγοκοιμόμουν κάθε τόσο καιξυπνούσα τρομαγμένος.

Με ξύπνησε η πόρτα που άνοιξε. Μπήκαν στην αί-θουσα τρία άτομα. Φορούσαν τη στολή του εχθρού,κρατούσαν τα όπλα του εχθρού. Ήρθαν κι ελευθέρω-σαν τους αιχμαλώτους. Δε με είδαν, η πολυθρόνα μουήταν καλά κρυμμένη από τις σκιές του σωρού με ταέπιπλα. Οι στρατιώτες του εχθρού έσερναν τους ϕυ -λακισμένους. Τους έκαναν από μία ένεση – και οι ϕυ -λακισμένοι άρχισαν να ανακτούν τις αισθήσεις τους.

Καθώς προχωρούσαν προς την έξοδο της αίθουσας,τους σημάδεψα έναν έναν από το σκόπευτρο και τουςπέτυχα. Με κάθε πάτημα της σκανδάλης κι από έναςκόκκινος λεκές εμϕανιζόταν στα μέτωπά τους, σανσημάδι από ματωμένο δάχτυλο. Τη στιγμή που ο λε -κές εμϕανιζόταν στο μέτωπό τους σκόνταϕταν λίγο,

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ60

Page 63: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

έπειτα συνέχιζαν την πορεία τους. Σκέϕτηκα ότι τοόπλο μου δε δούλευε επαρκώς στην κατάσταση τηςμονής βολής. Ίσως έπρεπε, όπως μου εξήγησε ο Ρο-λάνδος, να γυρίσω εκείνον τον διακόπτη για να δου-λέψει με ριπές.

Οι ϕυλακισμένοι κι οι ελευθερωτές βγήκαν από τηναίθουσα. Έτρεξα βιαστικά μέχρι την πόρτα. Έριξαμια ματιά έξω, τους είδα να ανεβαίνουν τα σκαλιά καινα μπαίνουν στον διάδρομο του δεκάτου ορόϕου. Παράτην ένεση, οι ϕυλακισμένοι έμοιαζαν πολύ ταλαιπω-ρημένοι και μετά βίας στέκονταν στα πόδια τους.Έβγαλα τα παπούτσια μου και τους ακολούθησα. Έρι -ξα μια κλεϕτή ματιά στο διάδρομο. Είχαν καθίσει σεέναν καναπέ. Προσπαθούσαν να συνεϕέρουν τους ϕυ -λακισμένους. Πήρα μια βαθιά ανάσα.

Ήμουν δειλός.Μετά όρμηξα στο διάδρομο κι άρχισα να τους σα-

ρώνω με τις ριπές του καινούριου μου όπλου. Σύντομακατάλαβα ότι οι βολές δεν ήταν βολές. Δεν αποτε-λούνταν από ριπές διακριτών βλημάτων μα από κά-ποια διάϕανη χημική ουσία ή από καθαρή ενέργεια.Είχαν αλλόκοτη επίδραση στο στόχο.

Με το που με αντιλήϕθηκαν, προσπάθησαν να πιά-σουν τα όπλα τους. Εγώ τους έβαλλα ακατάπαυστα,αλλά εκείνοι συνέχιζαν να κινούνται. Μέχρι που, λίγοπριν καταϕέρουν να με σημαδέψουν, διπλώθηκαν σταδύο από τον πόνο, άσπρα ξύσματα σαν αϕρός εμϕα -νίζονταν στο δέρμα τους και το σώμα τους πρηζόταν.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα άϕησα ελεύθερητη σκανδάλη και με τρόμο αντικρυσα στο αποτέλεσματης επίθεσής μου – γιατί νωρίτερα δεν καταλάβαινατι έβλεπα και τι έκανα.

Ένας γκροτέσκος σωρός από παραμορϕωμένα, πρη -σμένα σώματα. Η γλώσσα ενός στρατιώτη προεξείχεαπό το στόμα του. Ήταν λευκή σαν ασβεστωμένη κι

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 6. Ο κατασκευαστής 61

Page 64: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

είχε το σχήμα χοντρού σαλαμιού στο οποίο σϕηνώνο -νταν τα δόντια του στρατιώτη σε μια γκριμάτσα βα-σανιστικής απόγνωσης.

Ο Ρολάνδος ανέβηκε μανιασμένα τα σκαλιά. Προ -ϕανώς άκουσε τις κραυγές τους.

Εγώ έτρεμα. Ο Ρολάνδος με χτύπησε ϕιλικά στηνπλάτη.

«Ποιος ϕτιάχνει τέτοια όπλα;» τον ρώτησα έντρο-μος – τρομοκρατημένος από τον ίδιο μου τον εαυτό.

Εκείνος χαμογέλασε. Τότε παρατήρησα πόσο επι-μήκης και βαθιά ήταν η ουλή στο λαιμό του. Και ακα -νόνιστη. Σαν κάποιος να είχε ξανακολλήσει ένα κομμένοκεϕάλι.

Έκανες καλή δουλειά είπε. Έκανες αυτό που έπρε -πε να κάνεις. Όλα τελείωσαν. Ο τόνος του ήταν καθη -συχαστικός. Μπορούσα να μυρίσω τη μυρωδιά του –ήταν μια βαριά και ευχάριστη μυρωδιά. Σκληρή καιαπολαυστική. Κούνησε το ξανακολλημένο του κεϕάλιεπιδοκιμαστικά.

Νύχτωσε. Πάμε να ϕάμε, δήλωσε ο Ρολάνδος. Καιτον ακολούθησα.

Από τότε κοιμάμαι πάντα με την τηλεόραση ανοι-χτή.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ62

Page 65: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 63 ]

ΕΠΤΑ

Ο παππούς

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ κοίταξε τον Ιωάννη Σβαν στα μάτια.Πρόσεξε το γερασμένο δέρμα, τις ρυτίδες κάτω απότα μάτια, γύρω από το στόμα. Στη συνέχεια, ο Ιωάν -νης Σβαν έϕερε τα δάχτυλά του στο πρόσωπο κι άγ-γιξε το δικό του νεανικό, σϕριγηλό δέρμα. Μετά ση-κώθηκε, βγήκε από το σπίτι του πατέρα του και πήγεστο σπίτι του. Η Ιωάννα τον περίμενε εκεί. Μόνη,κουρασμένη. Ο Ιωάννης Σβαν κοίταξε τα κουρασμέ -να μάτια της και νόμισε πως μέσα τους διέκρινε τηνεικόνα του πατέρα του. Η Ιωάννα Σβαν θέλησε να τοναγκαλιάσει. Ο Ιωάννης Σβαν τραβήχτηκε απότομα.Φοβήθηκε ξαϕνικά πως το άγγιγμά της θα του προ-καλούσε αποστροϕή. Ήδη η πρόθεση από μέρος τηςΙωάννας του προκαλούσε αποστροϕή. Έμοιαζε με έναερωτικό άγγιγμα του πατέρα του. Ο Ιωάννης Σβανβημάτισε μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου και κοί -ταξε έξω από το παράθυρο. Είδε μόνο μουντούς τοί-χους και παράθυρα – καθαρά ρούχα που κρέμονταν απόπολύχρωμα σχοινιά στεγνώνοντας στον ήλιο. Αλλά σταμάτια του Ιωάννη Σβαν τα ρούχα ϕαίνονταν βρώ-μικα. Όλα ϕαίνονταν βρώμικα. Κάθε μέρα η ίδια θέαέξω από το παράθυρο και πάντα βασίλευε η βρωμιά.Μια αέναα λερωμένη εικόνα. Ήταν μια εικόνα κουρα-στική, εκνευριστική, μίζερη, εξουθενωτική. Έπιασε

Page 66: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

στο τζάμι την αντανάκλαση του προσώπου του. Η ϕευ -γαλέα εικόνα τον τρόμαξε – τα μάτια του ήταν γερα -σμένα, αδειασμένα. Έμοιαζαν με τα μάτια της Ιωάννας,μα ακόμα περισσότερο έμοιαζαν με τα μάτια του πα-τέρα του. Ο Ιωάννης Σβαν έϕερε αργά τα δάχτυλαστο πρόσωπο κι άγγιξε το δέρμα του. Κι εκείνη τηστιγμή ήταν σαν να έβλεπε τους αγγέλους των πα-ρελθόντων γενεών να κατέρχονται αιωρούμενοι τονμουχρωμένο ουρανό και να τον περιγελούν, προσϕέρο-ντάς του με τα ταλαιπωρημένα, σχεδόν απόντα μάτιατους βλέμματα πλημμυρισμένα από τις στάχτες μιαςσαρκαστικής ϕωτιάς.

Μια εξαναγκαστική παρόρμηση, ένδηλη στο λε-πτοκαμωμένο σώμα της Ιωάννας, ξαϕνικά πολύ πιοέντονα παρούσα στο σώμα του Ιωάννη Σβαν, τονυποχρέωσε να καθίσει δίπλα της, να αγκαλιάσει τουςώμους της με το δεξί του χέρι και να προσπαθήσει ναξεκουραστεί – μα κυρίως να ξεχάσει ή να ξεχαστεί –κοιτώντας μπροστά, στην οθόνη. Εντούτοις, από τηστιγμή που κάθισε ένιωσε πως το κάθισμα ήταν διά-τρητο, γεμάτο σκουλήκια όπως ένα σάπιο μήλο. Όσοπερισσότερο καθόταν στο κάθισμα, τόσο ένιωθε τασκουλήκια να τον πλησιάζουν, να τον αγγίζουν, να εισ -χωρούν στο σώμα του μέσω του πρωκτού του, ναδιεισδύουν και να απλώνονται, να σκάβουν ή να ακο-λουθούν ήδη υπάρχουσες διαδρομές, να καταβροχθί-ζουν τη σάρκα του στο πέρασμά τους, να τον μετα -τρέπουν σε ξενιστή τους, σε μόνιμο και ϕιλόξενο ξε-νιστή. Στον ομορϕότερο ξενιστή που είχαν ποτέ.

Με τα σκουλήκια μέσα του ο Ιωάννης Σβαν ένιωθεελαϕρύτερος, πιο ξεκούραστος, μουδιασμένος, ανάλα -ϕρος, ανέμελος. Ήταν πλησιέστερα στην Ιωάννατώρα. Δεν ένιωθε καμία αποστροϕή, δεν ένιωθε τομονίμως παρόν βάρος της ασταμάτητης επανάληψηςπου του τσάκιζε τους ώμους, που τον υποχρέωνε να

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ64

Page 67: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

χαμηλώνει το κεϕάλι – που τον υπέβαλλε σε μια δια-δικασία συνεχούς ευνουχισμού. Τώρα ο Ιωάννης καιη Ιωάννα Σβαν ήταν δύο σκωληκόβρωτα σώματα,αγκαλιασμένα και μονιασμένα, πεταμένα κι εγκα -ταλειμμένα, ήσυχα και ερωτευμένα, ξοδεμένα και γεμάτα από τη δύναμη της ζωής. Της ζωής τωνσκουληκιών.

Εν τέλει δεν κατάϕερε να ξεχαστεί.Ο Ιωάννης Σβαν κραύγασε. Ο πόνος ήταν οξύς.

Κοίταξε το χέρι του – καλυμμένο με αίμα. Το αίμακυλούσε κι έσταζε με θόρυβο στο πάτωμα, χρωματί -ζοντας τα θρυμματισμένα κομμάτια του γυαλιού.Κάποιος από το απέναντι μπαλκόνι πρέπει να άκουσετην κραυγή του Ιωάννη Σβαν γιατί κοιτούσε προς τομέρος του με περιέργεια. Ο Ιωάννης Σβαν απομα-κρύνθηκε από το παράθυρο. Ο Ιωάννης Σβαν δεν είχεπαρατηρήσει πρωτύτερα πόσο βρώμικο ϕαινόταν τοσπασμένο τζάμι. Τύλιξε το χέρι του πρόχειρα με μιαγάζα και πήγε στο νοσοκομείο. Όταν γύρισε, η Ιωάν -να είχε καθαρίζει τα σπασμένα γυαλιά.

«Νομίζω πως πρέπει να πας να δεις έναν γιατρό»ήταν η πρώτη της ϕράση.

«Μόλις γύρισα απ’ το γιατρό» είπε ο Ιωάννης Σβαν.«Τότε πρέπει να ξαναπάς σε έναν γιατρό»Ο Ιωάννης Σβαν δε συνέχισε την κουβέντα. Ξά-

πλωσε στο κρεβάτι στυλώνοντας το βλέμμα του στοταβάνι. Κρατούσε το ραμμένο χέρι του σε ορθή γω -νία με το οριζοντιωμένο σώμα. Ο πόνος τον κούραζε.Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν σε υπερένταση γιατίϕοβόταν μήπως κατά τη διάρκεια του ύπνου τραυμα -τίσει το δεμένο του χέρι. Καθώς στριϕογυρνούσε μεπροσοχή στο κρεβάτι, ο Ιωάννης Σβαν μισούσε τονεαυτό του για τη θεατρική παρορμητικότητά του.Μισούσε τον εαυτό του επειδή ενέδωσε σε μια έκρηξηοργής ολωσδιόλου προσποιητή, όταν δεν υπήρχε κα-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 7. Ο παππούς 65

Page 68: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

νένας λόγος προσποίησης. Λες και μπορούσε να ξε-γελάσει τον εαυτό του. Η απογοήτευση, η απελπισία,η οργή βρίσκονταν εκεί – αλλά δεν υπήρχε καμία ανά -γκη να τις εξωτερικεύσει με τον τρόπο που το έκανε.Καθώς το έκανε – καθώς έσπαγε το τζάμι – γνώριζεπως στην πραγματικότητα δεν ήθελε να το κάνει.Μισούσε τον εαυτό του γιατί ένιωθε ψεύτικος. Ήτανστ’ αλήθεια ο ίδιος ο Ιωάννης Σβαν τόσο ψεύτικος καιβρώμικος όσο οι υπόλοιποι; Τόσο μουντός όσο τοθολό σπασμένο τζάμι;

Ο Ιωάννης και η Ιωάννα Σβαν κάθονταν απέναντιαπό τους ϕίλους τους. Σε λίγη ώρα θα έβαζαν τηνταινία να παίξει. Ήταν μια παλιά αντιπολεμική ται-νία μυθοπλασίας. Ο άντρας σχολίασε ότι ο ίδιος θαπροτιμούσε κάτι με περισσότερη δράση, αλλά η γυ-ναίκα διαϕωνούσε Ο άντρας κοίταξε τον Ιωάννη Σβανμε νόημα αποσκοπώντας στην ενεργοποίηση της αν-δρικής αλληλεγγύης. Ο Ιωάννης Σβαν δε συμϕωνού -σε με τον άνδρα. Ανταπέδωσε ψυχρά το βλέμμα, χωρίςνα πει τίποτα, προσποιούμενος πως δεν είχε αντιλη -ϕθεί το διάβημα. Ο άντρας, που νωρίτερα ήταν δια-χυτικός απέναντι στον Ιωάννη Σβαν, μαζεύτηκε καιστο εξής περιορίστηκε στα τυπικά. Ο Ιωάννης και ηΙωάννα Σβαν έϕυγαν με το που τελείωσε το ϕιλμ.

«Γιατί ήσουν τόσο ψυχρός;» ρώτησε η Ιωάννα αϕούείχαν βγει στο δρόμο κι είχαν κάνει μερικά βήματα.

«Επειδή κι αυτός ήταν το ίδιο ψυχρός όταν ήρθεστο σπίτι μας – ξέχασες;» της απάντησε ο ΙωάννηςΣβαν. Η Ιωάννα άργησε να απαντήσει.

«Είσαι πάντα ψυχρός...» είπε.«Όχι περισσότερο από εσένα» της απάντησε ο

Ιωάννης Σβαν. Εκείνη έκανε μια βιαστική χειρονομίακαι σταμάτησε ένα ταξί.

Ο Ιωάννης Σβαν, καθισμένος στα εμετικής αποϕο -

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ66

Page 69: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ράς καθίσματα, κοιτούσε έξω και σκεϕτόταν τη μη-τέρα του. Όταν σκεϕτόταν τη μητέρα του ή οποια -δήποτε μητέρα, ϕανταζόταν αυτόματα δύο πλάσματααγκαλιασμένα, δύο πλάσματα γυμνά και απογυμνω-μένα από το δέρμα τους, δύο πλάσματα που ενώνοντανμε έναν γλοιώδη πλακούντα βλέννας. Ένας ολόσωμοςομϕάλιος λώρος τα ένωνε, βουτηγμένος στο αίμα καιστα υγρά της ζωής – η ζωή του ενός, αποτελούμενηαπό χυμούς και χυμώδη σάρκινα όργανα που έσταζαναπό παχύρρευστα ζωικά υγρά και λίπη, αμϕίδρομασυνδεμένη με τη ζωή του άλλου. Το ένα σώμα νααγγίζει το άλλο, να κολλάει στο άλλο, σχεδόν πανο-μοιότυπο με το άλλο, να δίνει κάτι, να παίρνει κάτι,σε ένα αποτρόπαιο ζωικό αλισβερίσι – υδαρό και πη -χτό, γεμάτο κιτρινωπές λιπαρές εκκρίσεις, βρώμικο,πορϕυρό και σκοτεινό, δυσώδες και βουτηγμένο στηναρχέγονη, ζωοϕόρο βλέννα.

Η Ιωάννα κοιτούσε κι εκείνη έξω από το παράθυρότης. Ο Ιωάννης Σβαν γύρισε για μια στιγμή και τηνκοίταξε. Κατάλαβε πως δεν υπήρχε καμία περίπτω -ση να την προσεγγίσει το ίδιο βράδυ. Δεν είχε ιδέα γιατο τι περνούσε από το κεϕάλι της – κι εκείνη τη στιγμήδεν ήθελε να ξέρει.

Του αρκούσαν οι δικές του εικόνες.Δύο σώματα που έμοιαζαν με δύο διογκωμένα,

παραμορϕωμένα σκουλήκια – ανθρωπόμορϕες προ-νύμϕες ενός άγνωστου εντόμου, στο οποίο μεταμορ -ϕώνονταν μετά το θάνατο. Δύο σώματα σε μια διαδι-κασία εκτροϕής και πραγμάτωσης, όπου η τροϕόςπροσέϕερε το παχύσαρκο, ρυπαρό της σώμα προς βρώ-σιν του γιγάντιου εμβρύου. Δύο σώματα σε συνεχήεπαϕή, δύο τεράστιες ανοιχτές πυορροούσες πληγέςσε ένα διαρκές περιπαθές ϕιλί που διαρκεί μέχρι ητροϕός να αλλάξει μορϕή και να μεταμορϕωθεί σεέντομο. Μια σχέση-επαϕή σκληρή και νοσηρή – δε-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 7. Ο παππούς 67

Page 70: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

σμευτική και θεμελιωδώς αβάσταχτη κυρίως λόγωτης επικείμενης διάλυσής της.

Κι ο Ιωάννης Σβαν μούδιαζε. Ώσπου τον έκοψε ηϕωνή του οδηγού που του ζητούσε λεϕτά.

Έντονο ϕως έμπαινε από το παράθυρο. Ο ΙωάννηςΣβαν ξάπλωνε ανάσκελα με τα μάτια ανοιχτά στραμ -μένα προς το ταβάνι, το ϕως τον χτυπούσε από αρι-στερά κι έκαιγε το βλέμμα του, έκανε το κεϕάλι τουνα πονάει. Συνέχιζε όμως να κρατά τα βλέϕαρα ανοι-χτά και να ξαπλώνει βαριά στην ίδια μοιρολατρικήθέση.

«Τι σκέϕτεσαι;» διέκοψε τον Ιωάννη Σβαν η ϕωνήτης Ιωάννας.

Ο Ιωάννης Σβαν έσϕιξε τα χείλη.«Τίποτα» είπε σιγανά.Η Ιωάννα χαμογέλασε πρόσχαρα. Είχε καλή διά-

θεση.«Τι θα κάνουμε σήμερα;» ρώτησε.«Τι θα κάνουμε σήμερα;» απάντησε ο Ιωάννης Σβαν

κοιτώντας αλλού «Σαν τι θέλεις να κάνουμε δηλαδή;»Η Ιωάννα έκανε μια κίνηση απογοήτευσης.

Η Ιωάννα Σβαν άνοιξε την τηλεόραση και κάθισε.Ο Ιωάννης Σβαν καθόταν ακίνητος στην ίδια θέσηγια περίπου μισή ώρα. Μετά, μια ακαταμάχητη πα-ρόρμηση τον υποχρέωσε να σηκωθεί και να καθίσειδίπλα στην Ιωάννα. Πέρασε μηχανικά το δεξί του χέριγύρω από τους ώμους της και στύλωσε το βλέμματου μπροστά, προς την οθόνη. Μόνο για μια στιγμήστράϕηκε προς την Ιωάννα και τη ϕίλησε απαλά στομάγουλο. Εκείνη παρέμεινε απαθής. Έπειτα, ο Ιωάν-νης Σβαν στράϕηκε ξανά μπροστά, στην οθόνη.

Μετά από αρκετή ώρα η Ιωάννα κάτι μουρμούρι -σε, με κενή ϕωνή. Κάτι σαν «είσαι άρρωστος».

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ68

Page 71: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Ο Ιωάννης Σβαν μουρμούρισε κάτι με τον ίδιοτόνο. Μετά από μια σιωπή μερικών λεπτών, ο Ιωάν-νης Σβαν σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι.

Η πλάνη δεν είναι το αντίθετο της αλήθειας και ταπάντα μέσα στο μπαρ ήταν κουρασμένα και ϕθαρμέ -να και βυθισμένα σ’ ένα πρασινωπό ημίϕως.

Ο Ιωάννης Σβαν αποϕάσισε να δημιουργήσει ο ίδιοςτο θαύμα που χρειαζόταν για να σωθεί από εκείνοαπό το οποίο έπρεπε να σωθεί. Χάρηκε για λίγο μεαυτήν την ιδέα. Άρχισε να ϕαντάζεται πως θα ήταν ταπράγματα αν δεν ήταν όπως ήταν και ήταν διαϕορε-τικά. Αλλά η ονειροπόληση δεν κράτησε πολύ. Δια-κόπηκε ξαϕνικά και δε συνεχίστηκε, γιατί δεν ήταντίποτα άλλο από μια ονειροπόληση, τροϕοδοτημένηαπό το αλκοόλ.

Διότι, όταν προσπαθούσε να σκεϕτεί το θαύμα, αμέ -σως μεταϕερόταν σ’ έναν χώρο όπου έδρευε μια ομί-χλη πυκνή και ανασταλτική, η οποία έδιωχνε μακριάτης τη σκέψη η οποία προσπαθούσε να την αναλογι-στεί, ίδια με ασπίδα που άστραϕτε σαν καλογυαλι-σμένος καθρέϕτης.

Στον καθρέϕτη ο Ιωάννης Σβαν έβλεπε πεζά μόνοτον εαυτό του. Για να συμβεί το θαύμα χρειαζόταν μα -γεία. Αλλά δεν υπήρχε μαγεία, τουλάχιστον όχι σ’ αυ -τόν τον κόσμο των πραγμάτων όπου ζούσε ο ΙωάννηςΣβαν. Ο κόσμος ήταν μια κοινότοπη ϕυλακή και οΙωάννης Σβαν ήταν ϕυλακισμένος και τα κάγκελατης ϕυλακής ήταν τα έπιπλα και τα σπίτια, τα δέντρα,τα ϕυτά και τα ζώα, οι άνθρωποι και οι επιστήμεςτους, η Ιωάννα, ο πατέρας του Ιωάννη Σβαν, η νεκρήτου μητέρα. Όλα όσα υπήρχαν, όλα όσα είχαν υπάρ-ξει και όλα όσα υπήρχαν μέσα από την απουσία τουςσυνιστούσαν την ϕυλακή.

Είπε ότι είμαι άρρωστος. Δεν είμαι άρρωστος.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 7. Ο παππούς 69

Page 72: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Είμαι όσο άρρωστος είναι εκείνη – ή πολύ λιγότε -ρο άρρωστος από εκείνη. Δεν είμαι άρρωστος. Πρέ -πει να ϕτιάξω κάτι. Δεν μπορώ να ϕτιάξω τίποταπου να είναι πραγματικά κάτι. Όλα διαλύονταιμόλις προσπαθήσω να τα αγγίξω. Το άγγιγμά μουείναι καταστροϕικό. Ή δεν έχω καταϕέρει να ταϕτιάξω καλά, στέρεα. Ή δεν υπάρχει τίποτα πουνα μπορεί να οδηγήσει σε κάτι στέρεο. Πού είναι ηβάση; Ποια είναι η βάση; Τι είναι η βάση;

Ο Ιωάννης Σβαν ήταν ένα παράσιτο. Ένα παράσι -το δεν μπορεί να εντρυϕήσει στη ϕύση του ξενιστή του.Δεν μπορεί παρά να γνωρίσει μόνο ένα περιορισμένοκομμάτι του – τη γεωγραϕική περιοχή στην οποίαενδημεί. Του διαϕεύγει το σύνολο, η ουσία.

Η βάση δεν υπάρχει. Εγώ πετάω παρασυρμένοςαπό την υγρή αχλή μέσα σ’ ένα πράσινο σύννεϕο.

Ο Ιωάννης Σβαν ήταν ένα έμβρυο αποκομμένο απότην μητέρα του. Η μητέρα του είχε γίνει έντομο ενώο ίδιος παρέμενε προνύμϕη, ζώντας στο υποχθόνιοβασίλειο των ασπόνδυλων, προσπαθώντας να τραϕείαπό την Ιωάννα, απ’ οτιδήποτε του παρουσιαζόταν ωςτροϕός. Ήταν ένα αδίστακτο έμβρυο, αποϕασισμένονα επιβιώσει. Τυϕλό, έτοιμο να πιαστεί από οπου-δήποτε.

Η μητέρα μου πέθανε. Αλλά εγώ είμαι πιο άρ-ρωστος απ’ ότι ήταν η μητέρα μου – ήταν πολύάρρωστη πριν το τέλος. Η αρρώστια μας απλά είναιδιαϕορετική. Δεν είναι βέβαια λύση αυτό. Να ταρίχνω όλα στην αρρώστια. Αυτή δεν είναι πια, κιεγώ παραμένω ακόμα παράσιτο. Πώς γίνεται αυτό;Θα έπρεπε να μην ήμουν παράσιτο πια. Να το είχαξεπεράσει. Είμαι ένα γερασμένο νεογνό. Με ρυτί-δες και νεκρωμένα αισθήματα, μα το σώμα μουείναι μικρό, μικροσκοπικό, σώμα ελάχιστου σκου-ληκιού, ένα σώμα που είχε κάποτε προοπτικές.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ70

Page 73: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Είμαι ένα σκονισμένο ομοίωμα ενός σώματος πουείχε προοπτικές. Είμαι ένα απολίθωμα ενός σώ-ματος που είχε προοπτικές.

Στο σώμα μου κυοϕορείται το απολίθωμα τηςελπίδας.

Μέσα στον πρασινωπό καπνό, ο Ιωάννης Σβαν θυ-μήθηκε μια ιστορία που του είχε διηγηθεί, πολλάχρόνια πριν, ο πατέρας του πατέρα του. Ο παππούς τουόταν ήταν νέος δε συνήθιζε να ανεβαίνει στα βουνά.Σπάνια κουνιόταν από το σπίτι του. Αλλά μια μέρα,όταν γύριζε από μια δουλειά εκτός πόλης οδηγώνταςτο αυτοκίνητό του, παρατήρησε για πρώτη ϕορά τηνομορϕιά των λόϕων. Ο δρόμος περνούσε δίπλα απόεκείνους τους λόϕους. Ο δρόμος πάντα περνούσε δί -πλα από εκείνους τους λόϕους. Είχε κάνει πολλέςϕορές το δρόμο, ίσως εκατοντάδες, μα ποτέ πριν δενείχε παρατηρήσει, δηλαδή πραγματικά παρατηρήσει,τους λόϕους. Εκείνη την ημέρα τους προσπέρασε τουςλόϕους, αλλά το μυαλό του έμεινε κολλημένο εκεί –στην εικόνα του ηλιοβασιλέματος που μισοκρυβότανπίσω από τις κορυϕές τους. Λίγα χιλιόμετρα παρα-κάτω έκανε αναστροϕή. Επέστρεψε και μπήκε σεέναν παράδρομο που οδηγούσε προς τους λόϕους. Οήλιος πια είχε κρυϕτεί πίσω τους. Είχε βραδιάσει.Ο παππούς του Ιωάννη Σβαν ακινητοποίησε το αυ-τοκίνητο – ο χωματόδρομος κατέληγε σε αδιέξοδο. Δενυπήρχε ψυχή τριγύρω. Μπορούσε να ακούσει ανάριατο θόρυβο των οχημάτων που κινούνταν στο δρόμο.Διάλεξε ένα λόϕο, προχώρησε μέχρι τους πρόποδέςτου, ο Ιωάννης Σβαν θυμόταν τον παππού του ναλέει ότι η βλάστηση ήταν πολύ χαμηλή, μερικοί θά-μνοι και χαμηλό ποώδες χορτάρι. Άρχισε να ανεβαί-νει την πλαγιά.

Ο Ιωάννης Σβαν θυμήθηκε τον λόγο για τον οποίο

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 7. Ο παππούς 71

Page 74: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

του αϕηγούνταν αυτήν την ιστορία ο παππούς. Τονείχε ρωτήσει κάτι σχετικό με τον χρόνο. Τι σημαίνειχρόνος παππού; ή κάτι τέτοιο. Ο παππούς χαμογέ-λασε και δεν απάντησε αρχικά. Έπειτα άρχισε νααϕηγείται την ιστορία. Ο Ιωάννης Σβαν ήταν τότεπερίπου εννιά χρονών και σχεδόν ανίκανος να κατα-λάβει. Σχεδόν όσο ανίκανος ήταν και ο πατέρας τουπατέρα του τέλος πάντων.

Καθώς ανέβαινε παρατηρούσε τους γύρω λόϕουςκι αισθανόταν όλο και εντονότερα το μέγεθος τηςπαλαιότητάς τους. Οι λόϕοι βρίσκονταν εκεί για εκα-τομμύρια χρόνια. Οι λόϕοι ήταν ζωντανοί υπεραιω -νόβιοι γέροντες όπως κι εγώ – είπε και χαμογέλα-σε ο παππούς – που είχαν συσσωρεύσει μέσα τουςσοϕία μεγαλύτερη από οποιουδήποτε άλλου ζωντα-νού οργανισμού. Έκλειναν μέσα τους τη σοϕία τηςπέτρας και του χώματος και των νεκρών ζώων καιϕυτών που είχαν άλλοτε ζήσει στις πλαγιές τους.Έκλειναν μέσα τους εκατομμύρια έτη παρατηρήσεωντου ουρανού και των άστρων. Μετά από ώρα ο παπ-πούς του Ιωάννη Σβαν έϕτασε στην κορυϕή. Είχε εντω μεταξύ νυχτώσει. Η ατμόσϕαιρα όμως ήταν ζεστήκι ευχάριστη και ο ουρανός ήταν καθαρός. Ο παπ-πούς του Ιωάννη Σβαν ξάπλωσε ανάσκελα και περί-μενε. Πέρασε λίγη ώρα.

Τότε το βουνό μίλησε στον πατέρα του πατέρα τουΙωάννη Σβαν. Τα διηγούνταν αυτά σοβαρός, χωρίςτην παραμικρή υπόνοια υποκρισίας ή συνωμοτικήςδιάθεσης. Η ϕωνή του βουνού ακουγόταν σα βράχιαπου κυλούσαν στην πλαγία. Σαν κατολίσθηση Ιωάν-νη – είπε ο παππούς. Έτσι όπως ήτανε ξαπλωμένος,το έδαϕος σειόταν κάτω από την πλάτη του. Σανσεισμός Ιωάννη.

Τι σου είπε το βουνό παππού;«Καλωσόρισες παιδί μου» αυτό μου είπε το βου -

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ72

Page 75: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

νό είπε ο παππούς και μετά τίποτε, όμως μπορού σανα νιώσω ότι το βουνό με αγαπούσε. Κι ότι, ξαπλώ -νοντας στο χώμα του, ήταν σαν να ξαπλώ νω στηναγκαλιά του πατέρα μου.

Ο Ιωάννης Σβαν τον πίστεψε. Το έλεγαν και ταμάτια του ότι τον πίστεψε έτσι όπως γυάλισαν αδηϕάγα.Ο πατέρας του πατέρα του Ιωάννη Σβαν είδε ότι ηιστορία του είχε επιτυχία κι άναψε ένα πούρο, ϕύ σηξετον καπνό κι έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος.Μόνο και μόνο για να τα ξανανοίξει έντρομος μερικάλεπτά μετά.

Μην πεις σε κανέναν όσα σου είπα, είπε σοβαρός,συνιστούν αίρεση, θα σε τιμωρήσουν και θα με τι-μωρήσουν. Κατάλαβες; Θα μας τιμωρήσουν. Κου-βέντα. Σε κανέναν!

Ο Ιωάννης Σβαν κατάλαβε και έβαλε τα δυνατά τουγια να ξεχάσει την ιστορία.

Μέσα στον πρασινωπό καπνό, ο Ιωάννης Σβαν εντυ -πωσιάστηκε με το πόσο καθαρά θυμόταν τα λόγιατου παππού. Πρέπει να του είχαν ϕανεί εξαιρετικάσημαντικά όταν τα πρωτοάκουσε. Μπορούσε να ανα-καλέσει τη χροιά της ϕωνής του παππού, θυμόταναυτούσιες κάποιες ϕράσεις.

Ο Ιωάννης Σβαν γέλασε σιωπηλά. Μετά σηκώθηκεκαι γύρισε στο σπίτι. Ο Ιωάννης Σβαν, τόσα χρόνιαμετά, κατάλαβε πως, παρά την εξόϕθαλμη αναλήθειατης αϕήγησής του, ο παππούς εκείνη την ημέρα τουδίδαξε ένα στοιχειώδες μάθημα: ότι έπρεπε να ενσω -ματώνεται κανείς στο σύστημα. Όσο σημαντικοί κιαν ϕαίνονταν ο λόγοι που στήριζαν το αντιθετο, έπρεπενα ενσωματώνεται κανείς στο σύστημα. Πάση θυσία.

Ο Ιωάννης Σβαν έπρεπε να ενσωματωθεί.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 7. Ο παππούς 73

Page 76: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 77: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 75 ]

ΟΚΤΩ

Ο πύργος

ΜΑΣ ΕΣΤΕΙΛΑΝ, εμένα, τον Αλέξανδρο, την αδερϕή μουκαι κάτι άλλα παιδιά, να κοιμηθούμε σ’ εκείνον τονπύργο. Μη γελιέστε, κάθε πολυκατοικία είναι κι απόένας πύργος. Μόνο που τα δωμάτια στα οποία εγκα -τασταθήκαμε ήταν δύο ϕορές ψηλότερα από τα δω-μάτια ενός ϕυσιολογικού διαμερίσματος και οι τοίχοιήταν πέτρινοι και το πάτωμα ήταν πέτρινο. Κάτωήταν στρωμένο ένα παχύ χαλί. Η θερμοκρασία ήτανχαμηλή, παρότι το τζάκι έκαιγε. Όλοι το ξέρουν ότι τατζάκια δε ζεσταίνουν. Νιώθαμε σχεδόν σαν να βρι-σκόμαστε έξω, στο χιονισμένο δάσος. Ο χώρος ήτανμεγάλος και βρώμικος – υπερβολικά μεγάλος για εμάς.

Δίπλα στον πύργο βρισκόταν μια μικρή λίμνη, πα-γωμένη και σκεπασμένη με ϕρέσκο χιόνι. Ο Αλέξαν -δρος δοκίμασε το ίδιο βράδυ να καθαρίσει μια έκτασηπάγου από το χιόνι για να κάνει πατινάζ. Πήγα να τονβοηθήσω αλλά ήταν ανώϕελο – ο πάγος βρισκόταν κάτωαπό τουλάχιστον σαράντα πόντους χιονιού. Αποϕασί-σαμε να κάνουμε μια βόλτα στο μονοπάτι που ξεκι -νούσε από τον πύργο μας κι ανηϕορίζοντας την πλαγιάέμπαινε στο δάσος. Στενά ίχνη από ερπύστριες. Φαι-νόταν να είναι πρόσϕατα πατημένο από ένα μηχανάκιχιονιού. Ο Αλέξανδρος ϕορούσε μπότες, αλλά εγώαθλητικά παπούτσια – του ζήτησα να με περιμένει

Page 78: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

όσο να ανεβώ στον πύργο για να αλλάξω. Ο Αλέξανδροςυποσχέθηκε ότι θα περίμενε στην είσοδο του πύργου.

Άργησα περίπου δέκα λεπτά – έπρεπε εν τω μεταξύνα πάω και στην τουαλέτα. Έξω, ο ήλιος είχε δύσει.Είχε σουρουπώσει υπερβολικά απότομα, κάτι πουυπέθεσα ότι οϕειλόταν στις γύρω βουνοκορϕές. Ότανκατέβηκα, ο Αλέξανδρος δεν ήταν εκεί. Τον ϕώναξα,έψαξα τριγύρω – σε περίπτωση που είχε χωθεί κάπουγια να κατουρήσει απερίσπαστος. Δεν τον βρήκα κιαποϕάσισα να προχωρήσω ούτως ή άλλως.

Ο Αλέξανδρος πρέπει να είχε ξεκινήσει νωρίτερα,γιατί μπαίνοντας στο μονοπάτι παρατήρησα ίχνη απόσόλες να ανηϕορίζουν παράλληλα με τα ίχνη πουπρο υπήρχαν – εκείνα από τις ερπύστριες της μηχα-νής. Το μονοπάτι ανηϕόριζε ελαϕρά, έμπαινε στοδάσος κι έπειτα προχωρούσε με σχεδόν μηδενικήκλίση. Περπατούσα άνετα, κάτω από το αϕράτο, ϕρέ -σκο χιόνι θα πρέπει να υπήρχε μια παγωμένη στρώσηκι έτσι τα μποτάκια μου δε βούλιαζαν καθόλου. Στομονοπάτι είχε σκοτάδι – τα δέντρα έκρυβαν το μεγα -λύτερο μέρος του υποτυπώδους ϕωτισμού της βραδιάς.Έμοιαζε σαν να είχε πέσει για τα καλά η νύχτα. Άναψατον ϕακό μου παρότι ήταν ακόμα νωρίς – δεν είχε ακό -μη καλά καλά ξεκινήσει και η μπαταρία ήταν πεσμένη.Δεν σας κρύβω ότι ϕοβόμουν λίγο. Σε καμία περίπτω -ση δεν θα ϕοβόμουν αν ήμουν μαζί με τον Αλέξανδρο,αλλά μόνος μου... Είχα περπατήσει μερικά χιλιόμε-τρα κι είχα αρχίσει να ιδρώνω όταν διέκρινα, καμιάπενηνταριά μέτρα μακριά, ένα πλάτωμα στο δάσος.

Το άνοιγμα βρισκόταν πάνω σε μια πλαγιά. Στοπλατύτερο σημείο του, είχε περίπου εκατό μέτρα μή -κος κι άλλα τόσα ϕάρδος. Το σχήμα του ήταν εκείνοτου μηνίσκου. Στο πάνω μέρος του πλατώματος βρι-σκόταν μια ξύλινη καλύβα, με ϕώτα στο παράθυροκαι καμινάδα που κάπνιζε. Τα βήματα του Αλέξαν-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ76

Page 79: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

δρου ανηϕόριζαν προς την καλύβα. Τα ακολούθησαβιαστικός, γιατί εν τω μεταξύ ο ιδρώτας μου είχε αρχίσει να κρυώνει και ϕοβόμουν μην αρρωστήσω.

Η πόρτα άνοιγε προς τα έξω. Ήταν ϕτιαγμένη απόλαμαρίνα, βαμμένη κόκκινη, σε σημεία η μπογιά είχεξεϕτίσει και ϕαινόταν από κάτω η σκουριά. Χτύπησακαι άνοιξα απότομα χωρίς να περιμένω απάντηση. Στοεσωτερικό της καλύβας, τέσσερα άτομα καθισμέναγύρω από μια σόμπα, γύρισαν πάραυτα τα κεϕάλιατους και με κοίταξαν ξαϕνιασμένοι. Ο τρεις μου ήτανάγνωστοι. Ο ένας ήταν ο πατέρας μου. Ο Αλέξαν-δρος ήταν άϕαντος.

Ξαϕνιάστηκα που αναγνώρισα τον πατέρα μου ανά -μεσα στους άνδρες. Αλλά πρώτα ρώτησα για τον Αλέ -ξανδρο. Αν τον είχαν δει. Άλλωστε ο πατέρας μουδε ϕάνηκε να με αναγνωρίζει. Ίσως και να μην ήτανεκείνος τελικά, μα κάποιος σωσίας του. Οι αντιδράσειςτου ήταν πανομοιότυπες με των υπολοίπων. Έμοια -ζαν σαν να τους έκοψα από κάτι σημαντικό – απόκάτι για το οποίο δε δικαιούμουν να μάθω. Κάτι γιατο οποίο έμοιαζαν να αισθάνονται ένοχοι.

«Τι θέλεις;» με ρώτησε ο ένας. Τότε δίστασα γιαλίγο.

«Ψάχνω για έναν ϕίλο μου. Υπέθεσα ότι είχε έρθειεδώ...» είπα τελικά.

«Δεν έχει έρθει κανείς εδώ. Από το μεσημέρι πουήρθαμε εμείς δεν είδαμε ούτε ακούσαμε τίποτα» είπεο άντρας που ήταν ο πατέρας μου.

«Τότε πρέπει να είναι κάπου τριγύρω γιατί τα ίχνητου σταματούν στο πατημένο χιόνι μπροστά από τηνκαλύβα. Τα ακολούθησα μέχρι εδώ» είπα εγώ, κά -πως εκνευρισμένος, κάπως ϕοβισμένος, γιατί η κα-λύβα ήταν γεμάτη αγνώστους και ο ϕίλος μου έλειπεενώ θα έπρεπε να είναι μαζί τους. Οι εκϕράσεις τωνανδρών είχαν τώρα σοβαρέψει.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 8. Ο πύργος 77

Page 80: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

«Είσαι σίγουρος;» είπε προβληματισμένος ο άγνω-στος που ήταν ο πατέρας μου.

«Σιγουρότατος» απάντησα εγώ.«Σίγουρα τα ίχνη ήταν του ϕίλου σου;» ρώτησε

βια στικά ένας, ο μεγαλύτερος απ’ όλους σε ηλικία,με ηλιο καμένο πρόσωπο και άσπρα, αραιά μαλλιάκαι γένια.

«Όχι απόλυτα σίγουρος, μα το πιο πιθανό είναι πωςναι, ήταν του Αλέξανδρου» κόμπιασα εγώ.

«Αλέξανδρο τον ’λέγαν τον ϕίλο σου;» ρώτησε πάλιο γέρος.

«Ναι. Αλλά τι σχέση έχει αυτό;»Οι άνδρες έσκυψαν ο ένας προς τον άλλον πάνω

από το τραπέζι κι άρχισαν να συζητάνε μεταξύ τουςχαμηλόϕωνα. Δεν ξεχώριζα τι έλεγαν. Θα μπορού-σαν κάλλιστα να μιλούν σε κάποια άγνωστη γλώσσα.Μιλούσαν για αρκετή ώρα.

«Ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή» πήρε τολόγο ο γέρος «Καταρχάς, θα μπορούσες να μας εξη-γήσεις τις περιστάσεις που οδήγησαν στην παρουσία τηδική σου και του ϕίλου σου στο συγκεκριμένο δάσος;»

«Βεβαίως, μας κάλεσαν για έναν νεανικό αγώναχιονοδρομίας»

«Ποιοί σας κάλεσαν;»«Ο σύλλογος του χωριού»«Μάλιστα. Και πότε είναι ο αγώνας;»«Ο αγώνας ήταν να γίνει χτες αλλά τελικά ακυρώ -

θηκε γιατί υπήρχαν προβλήματα με τα μηχανήματατου χιονοδρομικού»

«Μάλιστα. Και γιατί δε ϕύγατε αϕού ο αγώνας ακυ -ρώθηκε;»

«Γιατί μας πρόσϕεραν λίγες μέρες πληρωμένες δια -κοπές σε αντάλλαγμα για την ταλαιπωρία...»

«Μάλιστα. Και σε ποιό ξενοδοχείο μένετε;»«Δεν γνωρίζω πως λέγεται... Στον πύργο. Περίπου

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ78

Page 81: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

δύο χιλιόμετρα ανατολικά από εδώ...» είπα και έδειξαπρος την κατεύθυνση του πύργου.

«Δείχνεις δυτικά» δήλωσε ο άγνωστος που ήταν οπατέρας μου.

«Τότε δυτικά» διόρθωσα εγώ.«Ανατολικά ή δυτικά; Μπερδεύτηκα...» είπε ένας

γενειοϕόρος με άγρια γένια και μάτια παιδιού.«Δυτικά» είπα με σιγουριά εγώ.Τα πρόσωπά τους είχαν σκοτεινιάσει ακόμα πε-

ρισσότερο.«Δεν έπρεπε να δεχτείτε να μείνετε εκεί» είπε σκλη -

ρά ο γέρος. Όταν ρώτησα το λόγο, εκείνος απάντησεπως ήταν επικίνδυνα.

«Πες μας λίγο» είπε ο γενειοϕόρος «πώς και ξεκί -νησε ο ϕίλος σου για εδώ;»

«Ήμασταν μαζί και είδαμε το μονοπάτι. Θελήσα -με να το ακολουθήσουμε, να κάνουμε μια βόλτα, αϕούήταν και πατημένο από το μηχανάκι. Εγώ ϕορούσααθλητικά παπούτσια και συμϕωνήσαμε να με περι-μένει στην είσοδο του πύργου, όσο να ανεβώ να βάλωτις μπότες μου. Έλειψα για δέκα λεπτά, επειδή πήγακαι στην τουαλέτα...»

«... κι ο ϕίλος σου έλειπε. Έψαξες καλά;» συμπλή -ρωσε ο άγνωστος που ήταν ο πατέρας μου.

«Απ’ τη στιγμή που χωριστήκατε μέχρι να ξανα -κατεβείς, μήπως άκουσες κάποιον θόρυβο;» ρώτησεο γέρος.

«Τώρα που το λέτε... Καθώς ανέβαινα τη σκάλα,αμέσως αϕότου άϕησα τον Αλέξανδρο, άκουσα ένανισχυρό κρότο, σαν βροντή. Αλλά δεν έδωσα σημασίαγιατί υπέθεσα ότι γλίστρησε χιόνι από κάποια σκεπήκι έσκασε κάτω...»

Οι άντρες έσκυψαν ξανά πάνω από το τραπέζι. αντίστροϕο παιχνίδι είπαν κι άρχισαν να μιλούνξανά χαμηλόϕωνα. Ψιθύριζαν με έντονο τόνο, σαν να

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 8. Ο πύργος 79

Page 82: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μάλωναν. Ήμουν πια σίγουρος πως μιλούσαν σε κά-ποια άλλη γλώσσα την οποία μάλιστα δεν μπορούσανα αναγνωρίσω.

«Πρόσεξε καλά τι θα σου πω» είπε αυστηρά ο γέ -ρος «Γύρνα πίσω στον πύργο τώρα. Μόνος σου. Θαϕροντίσουμε να μετακινηθείτε. Πρέπει να είστε πολύπροσεκτικοί, ποτέ να μη βγαίνετε έξω από τον πύργο σεομάδες ή ζευγάρια. Μόνο ένας-ένας. Διαϕορετικά, μπο -ρεί να σας συμβεί αυτό που συνέβη και στον ϕίλο σου»

«Τι συνέβη στο ϕίλο μου λοιπόν;»«Καλύτερα να μην ξέρεις. Πήγαινε και πες στους

δικούς σου να περιμένουν μέσα στον πύργο. Αν ακόμηδεν τους έχει συμβεί τίποτα, είστε τυχεροί»

«Κι αν κάποιοι βγήκαν έξω;»«Ούτε καν να διανοηθείτε να τους αναζητήσετε»Τους χαιρέτησα κι έϕυγα βιαστικά. Έτρεχα. Δεν

τους είχα πιστέψει, αλλά δεν είχα και περιθώριο νααμϕιβάλω. Έπρεπε να τρέξω – είτε οι άντρες στηνκαλύβα ευθύνονταν για την εξαϕάνιση του Αλέξαν-δρου – είτε κάποιος άλλος, έπρεπε να γυρίσω στουςυπόλοιπους το ταχύτερο δυνατό.

Φυσικά, δεν μπόρεσα να δω ότι μετά την έξοδόμου, οι άντρες που κάθονταν γύρω από το τραπέζιέστρεψαν ταυτόχρονα τα βλέμματά τους προς τονάγνωστο–που–ήταν–ο–πατέρας–μου.

Επέστρεψα στον πύργο τρέχοντας. Όλα έδειχνανϕυσιολογικά, δεν είχε παρουσιαστεί κανένα πρόβλη -μα, δεν είχε συμβεί τίποτα περίεργο. Όταν έψαξα γιατην αδερϕή μου όμως, δεν την βρήκα. Κανένα από ταπαιδιά που συνάντησα δεν την είχε δει. Τους ενημέρω -σα όλους πως απαγορευόταν να βγουν από τον πύργο.Μόνο σε περίπτωση απόλυτης ανάγκης, τότε μόνομπορούσαν να βγουν, αλλά ποτέ σε ομάδες ή σε ζευ-γάρια. Μονάχα μόνος ο καθένας. Νομίζω πως τους τρό -μαξα, γιατί κανένας δεν τόλμησε να θέσει ερωτήσεις.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ80

Page 83: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Χτύπησα την πόρτα της αδερϕής μου. Καμία από-κριση. Την ξαναχτύπησα και ξανά και ξανά. Αργά-αργά άκουσα κάποιον να πλησιάζει την πόρτα. Ο ήχοςτων βημάτων δεν έμοιαζε με της αδερϕής μου. Πα-ρότι μου ήταν ακαθόριστα γνωστός, δεν ήταν ο δικόςτης. Το βάδισμά της ήταν διαϕορετικό. Ένας βαθύςϕόβος άρχισε να αναδύεται και να σκελετώνεται μέσαμου. Η ανάσα μου είχε κοπεί όταν η πόρτα άνοιξε.Και πίσω της στεκόταν η μητέρα μου. Η μητέρα μου.

Η οποία, όπως θα έχετε καταλάβει, δε γινόταν ναβρίσκεται εκεί. Τα μάτια της ήταν πρησμένα, ϕαί-νεται πως έκλαιγε για ώρα.

Το βράδυ μείναμε νηστικοί διότι ο μάγειρας και οισερβιτόροι που υποτίθεται ότι θα μας τάιζαν δεν εμ -ϕανίστηκαν. Τη νύχτα μείναμε ξάγρυπνοι. Την περά -σαμε όλοι μαζί στη μεγάλη αίθουσα που χρησίμευε σανσαλόνι και χώρος συγκέντρωσης. Κόντευα να ξεψυχή -σω από την αγωνία. Η μητέρα μου δεν είχε ιδέα πουβρισκόταν η αδερϕή μου. Η ίδια είχε ϕτάσει την ίδιαμέρα με αυτοκίνητο, για να παρακολουθήσει τη δεύτε -ρη μέρα του αγώνα που τελικά ακυρώθηκε. Τη ρώτη -σα για τον πατέρα μου. Ήταν προϕανές. Δεν είχε ιδέα.

Περιστασιακοί ξαϕνικοί θόρυβοι, έντονοι και σύντο -μοι αναστάτωναν την ηλεκτρισμένη αναμονή. Έμοια -ζαν με τριγμούς επίπλων, οι οποίοι ακούγονταν σαν ναείχαν την πηγή τους εντός της αίθουσας. Μα όσο κιαν ψάξαμε δεν καταϕέραμε να την ανακαλύψουμε.

Δεν άντεξα. Βγήκα έξω μόνος μετά τα μεσάνυχτανα ψάξω για την αδερϕή μου. Έτρεχα στο χιόνι με τιςμπότες μου ϕωνάζοντας δυνατά το όνομά της. Γνώ-ριζα το μάταιο του διαβήματός μου. Αποϕάσισα ναακολουθήσω ξανά το δρομάκι. Το ϕως από το ϕακό μουέδιωχνε με δυσκολία το βαθύ σκοτάδι. Η μπαταρίαήταν αδύναμη, σε λίγο θα έσβηνε. Έϕτασα στην κα-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 8. Ο πύργος 81

Page 84: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

λύβα ξέπνοος. Με ανακούϕιση είδα ανοιχτά ϕώτα.Χτύπησα την πόρτα. Τρεις ϕορές, όπως μου έμαθε

κάποτε ο πατέρας μου – ή κάποιο βιβλίο, δεν καλο-θυμάμαι. Περίμενα λίγο και την άνοιξα.

Κάθονταν γύρω από το τραπέζι, στις ίδιες θέσειςπου τους είχα αϕήσει μερικές ώρες πριν. Ο ϕωτισμόςήταν ο ίδιος, μια συϕοριασμένη λάμπα που κρεμότανπάνω από το τραπέζι και σκορπούσε αδύναμο κιτρι-νιάρικο ϕως. Μου έκανε εντύπωση μια λεπτομέρειαη οποία υπήρχε σ’ εκείνη τη σκηνή και μερικές ώρεςπριν, μα δεν είχα δώσει σημασία. Το τραπέζι ήταν άδειο.Ούτε μπουκάλια, ούτε ποτήρια, ούτε χαρτιά, ούτεσταχτοδοχεία ή πιάτα – τίποτα. Το βλέμμα μου κόλ-λησε εκεί, στο άδειο τραπέζι για λίγο. Έσπευσα να τοαπομακρύνω, μα μόλις σήκωσα λίγο το κεϕάλι η μα -τιά μου διασταυρώθηκε με την σοβαρή ματιά τουαγνώστου–που–ήταν–ο–πατέρας–μου. Απέστρεψα τοκεϕάλι τρομαγμένος. Τότε συνειδητοποίησα πως όλοιτους με κοιτούσαν σοβαρά. Για μια στιγμή νόμισα ότιγελούσαν με ένα γέλιο χλευαστικό. Ένα κακό γέλιο.Μα μόνο για μια στιγμή, την επόμενη η όψη τουςαπέκτησε ξανά εκείνη την θανατερή σοβαρότητα.

Μόνο για μια στιγμή. Η ϕαντασία μου οργίασε μόνογια μια στιγμή. Τώρα ο γέρος με ρωτάει.

«Γιατί ήρθες ξανά;»«Χάθηκε η αδερϕή μου, ψάχνω την αδερϕή μου.

Δεν τη βρίσκω»Σιωπή.«Πού χάθηκε; Στο δάσος;»«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω που χάθηκε. Μπορεί και μέ -

σα στον πύργο»Οι άντρες έσκυψαν πάνω από το τραπέζι και ψιθύ -

ρισαν για λίγο. Ο γέρος μίλησε ψυχρά.«Δεν υπάρχει ελπίδα για την αδερϕή σου» ανήγ-

γειλε «τρέξε για να σώσεις τον εαυτό σου» είπε.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ82

Page 85: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Κοίταξα τον άγνωστο–που–ήταν–ο–πατέρας–μου.Ένευσε θετικά, με καλοσύνη, με θέρμη – ή έτσι μουϕάνηκε. Μια ϕευγαλέα στιγμή αγάπης στο βλέμμαενός αγνώστου. Οι άλλοι δύο έδειχναν επίσης να συμ -ϕωνούν. Το συμβούλιο των αγνώστων είχε αποϕα -σίσει.

Προσπάθησα να σκεϕτώ καθαρά. Το θέμα μού ϕά -νηκε αστείο. Γέλασα.

«Κι αν δεν τρέξω;»«Τότε θα μπεις στο αντίστροϕο παιχνίδι» είπε ο

γέρος «όπως και ο πατέρας σου, πολλά χρόνια πριν απόεσένα» είπε και έδειξε με το κεϕάλι τον άγνωστο–που–ήταν–ο–πατέρας–μου. Ο τελευταίος κούνησε αρ -γά, απογοητευμένα το κεϕάλι, σαν να έδινε μοιρολα-τρικά την έγκρισή του σε κάτι ήδη αποϕασισμένο (μετο οποίο για τίποτα στον κόσμο δε θα συμϕωνούσε).

«Τι είναι το αντίστροϕο παιχνίδι;» ρώτησα τότε εγώ.«Το αντίστροϕο παιχνίδι είναι αυτό που μπορεί να

σε παρασύρει κι αν σε παρασύρει είναι αυτό που συ-νεχίζεται»

«Δεν καταλαβαίνω» είπα και πήρα μια καρέκλακαι κάθισα δίπλα τους. Ο γέρος σήκωσε τους ώμουςτου.

Σε λίγο άρχισαν να γελάνε. Γελούσαν νευρικά γιαπολλή ώρα. Ασυγκράτητα. Η αλήθεια είναι πως ανη-σύχησα γιατί ποτέ άλλοτε δεν είχα ακούσει τόσο πα-ρατεταμένο γέλιο. Ένα ακατάσχετο γέλιο ομαδικήςπαραϕροσύνης.

Ο άγνωστος–που–ήταν–ο–πατέρας–μου σηκώθηκετότε και με πλησίασε. Έλα μαζί μου, είπε. Με έπια -σε από τον ώμο κι εγώ σηκώθηκα. Προχωρήσαμεπρος την πόρτα – ο άγνωστος–που–ήταν–ο–πατέρας–μου την άνοιξε. Σταθήκαμε και οι δύο στο κατώϕλι.Εκείνος έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. Αμέσως έναςεκκωϕαντικός κρότος και μια λάμψη. Στη συνέχεια

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 8. Ο πύργος 83

Page 86: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ένας συνεχόμενος ήχος σάλιου που κολλάει στο στό -μα. Τέσσερις άντρες μας αντίκριζαν πίσω από τηνπόρτα. Οι τέσσερις άντρες πλησίασαν τον πατέραμου. Οι ϕωνές του πνιχτές μα ταυτόχρονα δυνατέςκαι μονότονες.

ο έναςη γυναίκα βλέπει τον αμϕικτόνο στρατιώτη να

πειράζει το συρτάρι του άντρα της.σας παρακαλώ κύριε. αυτά είναι τα τιμια πράγ-

ματα του ανδρός μου λέει η γυναίκα θυμωμένη,αγανακτισμένη.

Ο ΑΝΤΡΑΣ ΣΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΜΙΟΣσας παρακαλώ κύριε... η γυναίκα είναι έτοιμη

να κλάψει.Ο ΑΝΤΡΑΣ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΤΙΜΟΣ ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙ

ΑΤΙΜΗ ΓΥΝΑΙΚΑ λέει ο στρατιώτης.και τη βιάζει.και ο άλλοςμη με ϕοβάσαι είμαι εδώ για να σου διηγηθώ τη

ζωή σου δες το ρολόι μέσα στην καλύβα γυρνάειανάποδα εσύ ήσουν ξανά εδώ έχεις πληρώσει τοχρέος δυο ϕορές θα αϕήσω εσένα και θα πιάσω τογιο θα τον αρπάξω θα τον πάρω θα τον κρατήσωκαι θα τον κάνω ό,τι θελήσω επειδή μου χρωστά -τε βρώμικοι άνθρωποι μου χρωστάτε πολλή απότη βρωμιά θα την πάρω πίσω τη βρωμιά σας όπωςθα ρέει το σαπισμένο αίμα σας λέξεις για αίμα

και ο τρίτος – ο τρίτος μιλούσε σε μένα – τραγου-δώντας μακάβρια

η ιστορία της ζωής σου είναι γεμάτη μαύρα πτώ -ματα πραγμάτων που έπρεπε να γίνουν σωστά γιανα γλιτώσουν από πόνο τόσοι και τόσοι. Γεμάτοςϕρίκη διαπιστώνω πόσο διεϕθαρμένος μπορεί ναείναι ένας τόσο νέος άνθρωπος – μόνο ο σατανάς εί -χε αμαρτήσει τόσο προτού να γεννηθεί – τόση αγά -

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ84

Page 87: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

πη χαραμισμένη εκεί όπου δεν έπρεπε να δοθεί –για όλα όσα ντρέπεσαι σου αξίζει να βασανιστείςμέσα στην αγωνία – κι αν δεν νιώθεις ντροπή σουαξίζει πριν βασανιστείς να αρχίσεις να ντρέπεσαικι η ντροπή σου να εξυψωθεί στο ύψος αυτού τουβουνού που μας σκεπάζει κι ο τεράστιος όγκος τηςνα πέσει πάνω σου βαρύς και να σε πλακώσει. Νασε πλακώνει μέχρι να σου κόβεται η ανάσα να μηναναπνέεις για μέρες ολόκληρες μέρες άπνοιας μεπανικό και πανικό πάνω στον πανικό μέχρι η καρ-διά σου να μην αντέχει άλλο και να σταματήσει.Τότε εγώ θα γυρίσω το ρολόι πολύ πίσω κι εσύνα γυρίσεις πίσω σε αυτή τη στιγμή και να ξα-ναρχίσουν όλα από την αρχή. Κάθε ϕορά που προ-καλείς σε κάποιον πόνο με όσα λες ή κάνεις είναισαν να σκοτώνεις ξανά και ξανά ένα παιδί κάθεϕορά που δεν ντρέπεσαι γι’ αυτό είναι σαν νασϕάζεις ένα αρνί για να ευχαριστηθείς το κρυ-στάλλινό του αίμα που κυλάει – και μετά να κλεί-νεις τα πτώματα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στερώ-ντας τους την παρηγοριά, το ήμερο βλέμμα τωνζώων τη λύτρωση του θερμού στόματος των σαρ-κοβόρων ή εκείνων που γλύϕουν την αλμύρα τουεπιθανάτιου ιδρώτα – κάθε ϕορά που χαραμίζειςτην αγάπη των άλλων τις προσδοκίες της βαθιάςσυγκίνησης ασελγείς μπροστά στο απέραντο ιερόβλέμμα των νεκρών προγόνων θυμάσαι εκείνη τηνύχτα εκείνη τη νύχτα πριν από μερικά χρόνια πουνόμιζες πως είδες είδες το ζωντανό όνειρο είδεςτη γιαγιά σου τότε που σηκώθηκες ξημερώ ματανα τρέξεις στην τουαλέτα κι άϕησες την πόρταανοιχτή έτρεξες στην τουαλέτα και κατουρούσεςκαθιστός όταν όλοι οι ήχοι κόπασαν στα αυτιάσου ανέβαινε ένα σϕύριγμα ανέβαινε προο δευτικάτο σϕύριγμα έγινε ουρλιαχτό και τότε γύρισες το

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 8. Ο πύργος 85

Page 88: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

κεϕάλι προς την πόρτα στην οποία την ανοιχτήπόρτα του σκοτεινού διαδρόμου εμϕανίστηκε αυ-τόϕωτο το κομμένο κεϕάλι της τα ασημένια τηςμαλλιά να ανεμίζουν άγρια τα χείλη της λεπτάπαραμορϕωμένα ορθάνοιχτα σε ένα άγριο ουρλια-χτό σε πλησιάζει με ταχύτητα σχεδόν σε έϕτασεγια να κατασπαράξει το υπόλοιπο σώμα της δενείναι εκεί αλλά εκεί βρίσκεται σύσσωμη η οργήτης σύσσωμη η ψυχή της μια ψυχή ποτέ δεν κάνειλάθος η ψυχή ενός νεκρού ποτέ δεν κάνει λάθοςκαι το βλέμμα της δεν είναι πια απέραντο αλλά ολό-κληρο συγκεντρωμένο επάνω σου δεν ήταν όνει ροαυτό ή παραίσθηση ήταν αλήθεια λιποθύμησες τηντελευταία στιγμή σε έσωσε ο πατέρας σου γιατίνομίζεις πως για έναν μήνα μετά από αυτό κοι-μόταν στον καναπέ έξω από το δωμάτιό σου;

κι ο τέταρτος με πλησιάζει βάζει τα χέρια του στημέση μου και με κοντεύει με τα χλωμά του χείλη ναϕιλήσει τα δικά μου

Ποτέ δε με άγγιξε.Τότε οι τέσσερις ομιλητές έτρεξαν να με αρπάξουν

για να με πάρουν μα ένιωσα τους τρεις αγνώστουςνα με τραβούν πίσω – μέσα στην καλύβα. Έπειτα ηπόρ τα έκλεισε με πάταγο. Με πήραν και με κάθισανστη θέση του αγνώστου που τελικά ήταν ο πατέραςμου.

«Κι ο πατέρας μου;» ρώτησα«Πάει» μίλησε ο γέρος «Ο πατέρας σου θυσιά-

στηκε για ’σένα»«Αυτό είναι το παιχνίδι» συνέχισε «Προς το παρόν

είσαι ελεύθερος. Δεν θα σε αγγίξουν προς το παρόν.Πήραν αυτό που ήθελαν. Το μισό του ζεύγους πήραν»

Ο γέρος είπε ότι μπορούσα να ϕύγω, να επιστρέψωστους άλλους. Κι η αδερϕή μου, ρώτησα. Ο γέρος

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ86

Page 89: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μού είπε να την ξεχάσω, δεν υπήρχε πια ελπίδα γι’εκείνη. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να γυρίσει πίσω.Αλλά είναι αδύνατο, είπε. Αδύνατο να επιτευχθεί απόάνθρωπο. Πήρα το ϕακό μου και γύρισα τρέχονταςπίσω.

επιμύθιο

αν σας ενοχλεί η χρήση της υπαίθρου και του εξωλο -γικού στοιχείου στην παραπάνω αϕήγηση, μπορείτεαπλώς να αντικαταστήσετε τον πύργο με το διαμέ-ρισμά σας, το δάσος με ένα πλήθος αϕρόντιστων πο-λυκατοικιών και το σπιτάκι στο δάσος με το κοντινό-τερο αστυνομικό τμήμα. όσο για το αντίστροϕο παι-χνίδι, τον ρόλο του μπορεί να παίξει οποιοσδήποτεμικροκακοποιός, εξαθλιωμένος και εξαχρειωμένοςαπό τη βρωμιά και την ανέχεια σ’ όλους τους τομείςμιας ολόκληρης ζωής.

ϕυσικά η ανάγνωσή σας θα ήταν πέρα για πέραεσϕαλμένη κι άρρωστη. θα μπορούσατε να αντιστρέ-ψετε εκείνο που είπα για το αστυνομικό τμήμα καιτον μικροκακοποιό θα ήσασταν πιο κοντά στην αλή-θεια. αν γκρεμίζατε τις πολυκατοικίες και στη θέσητους βάζατε ξανά τα δέντρα, θα είχατε μια πιο κυ-ριολεκτική ανάγνωση. επίσης αν ανοίγατε την μπαλ-κονόπορτα του διαμερίσματος και αντικαθιστούσατετο διαμέρισμα με το κάστρο στην κορυϕή του λόϕουαπέναντι σας, ίσως πάλι να καταϕέρνατε κάτι πι-στότερο στο πνεύμα του κειμένου. αλλά δε ζητάωπολλά γνωρίζω καλά πως από το μπαλκόνι δεν ϕαί-νεται το κάστρο – το κρύβουν άλλα μπαλκόνια – έναολόκληρο δάσος από άσχημα μπαλκόνια και δεν υπάρ -χουν γέροι στο αστυνομικό τμήμα αλλά εικοσάχροναπαιδιά με σκούρες μπλε στολές – κι όσο για τους

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 8. Ο πύργος 87

Page 90: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

πατεράδες – όλοι ξέρουν πως οι πατρικές εικόνεςσβήνουν οικτρά από τη μνήμη όσων κουρνιάζουν στιςσκιές των μπαλκονιών εκμηδενισμένοι ανίκανοι νακινηθούν γεμάτοι τρόμο.

τη νύχτα με τη μέρα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ88

Page 91: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 89 ]

ΕΝΝΕΑ

Οβελίσκος

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ αποϕάσισε να επισκεϕτεί το ναό.Έμοιαζε παλιός. Ήταν ο ογκωδέστερος καθεδρικός τηςμικρής πόλης. Και ο παλαιότερος. Αλλά η πόρτα ήτανκλειδωμένη κι ο Ιωάννης Σβαν συμβιβάστηκε με μιαβόλτα στον περίγυρο. Στο πίσω μέρος του ναού βρι-σκόταν ένα μικρό κοιμητήριο με ταϕόπλακες απόμαύρο μάρμαρο.

Τελικά τον κηδέψανε. Ενώ πάντα τους ζητούσενα μην το κάνουν.

Ο Ιωάννης Σβαν, όπως και το μεγαλύτερο μέρος τουπληθυσμού, μισούσε τις κηδείες. Γι’ αυτό και δεν ήρθεστην μικρή πόλη δυο μέρες πριν για την κηδεία τουϕίλου του. Στ’ αλήθεια επιθυμούσε πολύ να δει για μιατελευταία ϕορά τον ϕίλο του, έστω κι αν δεν θα έβλε -πε τον ίδιο, έστω κι αν το μόνο που θα έβλεπε θα ήτανένα σώμα σ’ ένα ϕέρετρο. Αλλά ήρθε τελικά. Μια πε -ρίεργη παρόρμηση, να μάθει να κατανοεί πράγματατα οποία δεν μπορούσε να δει. Δηλαδή; Τι υπήρχε εκείπου δεν μπορούσε να το δει – όχι με την αυστηρά οπτικήέννοια – ας πούμε: τι υπήρχε εκεί που δεν μπορούσενα το αντιληϕθεί; Πράγματα που δεν πίστευε μα πί-στευαν άλλοι. Κάτι σχετικό με τον Αλέξανδρο σίγουρα.Αν ήταν ευχαριστημένος με την τελετή ταϕής του ήαν είχε οργιστεί που δεν άπλωσαν την τέϕρα του

Page 92: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

στην κρυστάλλινη ροή του ποταμιού σ’ εκείνο το πα-νέμορϕο ϕαράγγι. Κάτι του έλεγε ότι τον Αλέξανδροδεν θα τον ενδιέϕερε. Εκείνος πάντα έλεγε ότι όταντελειώνεις, τελειώνεις. Δε νοιαζόταν για όμορϕα ϕα -ράγγια και δυνατά άλογα με καθαρό τρίχωμα σε κα-ταπράσινες κοιλάδες τριγυρισμένες από απότομεςπλαγιές. Εκείνο το όμορϕο ϕαράγγι θα μπορούσε ναείναι ο πλέον έρημος ξερότοπος ή η πιο υποβαθμισμέ -νη και ρυπαρή περιοχή μιας αχανούς μεγαλούπολης.Θα μπορούσε να είναι τα πάντα, θα μπορούσε να εί -ναι παντού. Όσα είχε πει κατά καιρούς ο Αλέξανδροςγια την επιθυμία του πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα,ο Ιωάννης Σβαν το απέδιδε είτε σε στιγμιαίο καπρί-τσιο είτε σε μια διάθεση να αλαϕρύνει τους δικούς τουαπό την ευθύνη μιας αναγκαίας μελλοντικής επιλογής.

Ένα μνημείο στο θάνατο είχε χτιστεί έξω από τοναό. Ήταν ένας δύσμορϕος οβελίσκος στον οποίο ήτανχαραγμένα τα ονόματα των αιχμαλώτων του προη -γούμενου πολέμου. Των αιχμαλώτων του θανάτου.

Αναρωτήθηκε πολλές ϕορές αν ο Αλέξανδρος τονθυμόταν όσο τον θυμόταν ο ίδιος εκείνα τα τελευταίαχρόνια. Αν τον σκεϕτόταν όσο τον σκεϕτόταν ο ίδιος.Κι αν, όπως γινόταν με τον Ιωάννη Σβαν, κάθε ημέραμετάνιωνε επίπονα για την αναβλητικότητά του πουτον εμπόδιζε να τηλεϕωνήσει στο ϕίλο του. Ήταν σί-γουρα κάτι παραπάνω από μια απλή ανησυχία, απόέναν απλό ϕόβο για μια από καιρό ανενεργή επαϕή.Το παρελθόν έϕταιγε, αυτός ο ϕρικτά παραγεμισμένοςσάκος αναμνήσεων ήταν που ύψωνε το τείχος ανά-μεσα στο χέρι του Ιωάννη Σβαν και στο ακουστικό τουτηλεϕώνου.

Όσο περνούσαν τα χρόνια ένιωθε όλο και πιο υπο-κριτής, ότι όλα γύρω του γίνονταν όλο και πιο ψεύτι -κα. Ο Ιωάννης Σβαν ένιωθε ώρες-ώρες ότι μπορούσενα δει μόνο την ψεύτικη όψη των πραγμάτων. Τίποτα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ90

Page 93: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

αληθινό σ’ όσα έβλεπε, σαν μια θεατρική σκηνή. Μόνοπου πίσω από το στημένο σκηνικό βρισκόταν κρυμ-μένο ένα ακόμη κι έπειτα ένα ακόμη κι ούτω καθεξής.Το κάθε σκηνικό ήταν διαϕορετικό. Και μ’ αυτόν τοντρόπο, η σκηνή δεν τελείωνε ποτέ.

Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Σβαν δεν γνώριζε ανο μακάβριος οβελίσκος αποτελούσε όντως μνημείο στοθάνατο, στους νεκρούς συγγενείς ϕίλους γνωστούς ήαγνώστους – ή αν ήταν ένα γλυπτό αϕιερωμένο στοναζισμό ή στις ιδεολογίες των πολεμίων του ή σεοτιδήποτε άλλο. Ο Ιωάννης Σβαν είχε ένα όχι ιδιαί-τερα διεισδυτικό βλέμμα – ένα βλέμμα που έβλεπεμέχρι ένα ορισμένο βάθος μα ποτέ δεν κατάϕερνε ναδει τον πάτο. Ως εκ τούτου, το βάθος θα μπορούσε ναείναι απροσμέτρητο κι ο βυθός θα μπορούσε απλώςνα μην υπάρχει.

Στην κορυϕή του οβελίσκου υπήρχε ένας σταυρός,ο οποίος έδειχνε προς τον ουρανό, ενώ η ανοιχτή πα-λάμη που προεξείχε από τη βάση του σταυρού έδειχνεπρος στη γη. Ήταν το ομοίωμα μιας λασπωμένηςπαλάμης, μιας παλάμης που αναδυόταν από το χώμα.Προεξέχοντας από το σταυρό, τέμνοντας κάθετα τονάξονα του οβελίσκου, η παλάμη έδειχνε προς τη γη.Προς το βαθύ σημείο όπου πραγματώνεται ο θάνατοςκαι ϕωλιάζουν οι βαθύτεροι ϕόβοι.

Από τον οβελίσκο απέρρεε ένα στρώμα θλίψης πουσκέπαζε το ναό.

Το γεγονός ότι ο ϕίλος του Ιωάννη Σβαν δεν ήθελενα κηδευτεί δε σήμαινε κι ότι η επιθυμία του έπρεπενα τηρηθεί. Σε μια κοινωνία που ϕροντίζει για το καλόόλων πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη για το καλό τωνπαραστρατημένων. Για το καλό των κακών. Για το καλόαυτών που δεν αναγνωρίζουν το καλό. Κι ως εκ τούτου,ο Αλέξανδρος έπρεπε να κηδευτεί, ακόμη κι αν τοϕάντασμά του τριγύριζε με εκδικητικές διαθέσεις στοι-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 9. Οβελίσκος 91

Page 94: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

χειώνοντας τη μικρή πόλη και καταστρέϕοντας αυτάκι αυτούς που κάνουν το καλό. Ή, μάλλον, για να απο-τραπεί το παραπάνω ενδεχόμενο.

Πάντα – θυμόταν ο Ιωάννης Σβαν – το δωμάτιο τουΑλέξανδρου, ποτισμένο από τη μυρωδιά του, ανέδιδεμια αύρα ματαιωμένης ελπίδας. Ο άγγελος της υπό-σχεσης αποδείχθηκε γι’ εκείνον ένας ακόμη ψευδολό -γος δαίμονας. Συχνά ο Αλέξανδρος αναστατωνότανυπερβολικά. Για να γλυτώσει, για να αντέξει, προκα -λούσε τον θρήνο ώστε να κουραστεί και να ηρεμήσει.Δεν του ήταν δύσκολο να θρηνήσει. Καταλάβαινε ότιυπήρχαν πολλά για τα οποία άξιζε να θρηνήσει κανείς.

Έλεγε, ο χρόνος είναι με το μέρος σου, με τον και -ρό θα ϕτάσεις εκεί που πρέπει να ϕτάσεις. Αλλά αυτόςποτέ δεν έϕτασε εκεί όπου νόμιζε πως έπρεπε να ϕτά-σει. Κι ίσως να σϕήνωσε εκείνη τη σϕαίρα στο κεϕάλιτου γιατί συνειδητοποίησε πως είχε ήδη ξεπεράσειτο σημείο όπου έπρεπε να ϕτάσει. Δεν του έμενε έτσικάτι από το οποίο μπορούσε να πιαστεί. Κάτι από τοοποίο έπρεπε να πιαστεί. Οπότε, νομοτελειακά, μπο-ρούσε πια να πέσει. Νομοτελειακά, έπρεπε να πέσει.Όπως κι έγινε.

Έλεγε, η δυνατότητα ενός ενδεχομένου ισοδυναμείμε το γεγονός του ενδεχομένου αυτού. Του άρεσε νατο επαναλαμβάνει αυτό ίσως για να καθησυχάσει τονεαυτό του, ίσως για να απαλείψει την όποια αμϕιβο-λία του Ιωάννη Σβαν σχετικά τις ικανότητές του. Τομόνο που κατάϕερνε ήταν να εντείνει – και τη δική τουανασϕάλεια και τις αμϕιβολίες του Ιωάννη Σβαν. Έναπράγμα δεν καταλάβαινε ο ϕίλος του Ιωάννης Σβαν.Ότι τον Ιωάννη Σβαν ποτέ δεν τον ενδιέϕερε το μέ-γεθος των δυνατοτήτων του Αλέξανδρου. Τουλάχιστονόχι στο βαθμό που νόμιζε ο τελευταίος.

Η ϕωνή του ήταν πολύ χαρακτηριστική. Ψιλή καιβραχνή συνάμα, εξέϕραζε πόνο ακόμα και κατά την

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ92

Page 95: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

εκϕορά των πλέον τυπικών ϕράσεων. Αυτός υπήρξεο λόγος για τον οποίο ο Ιωάννης Σβαν κουραζόταν νατον ακούει. Επίσης, πολλές ϕορές ένιωθε έναν πόνοστο αυτί που πιθανώς να ήταν και ϕανταστικός – ηχροιά της ϕωνής του ϕίλου του Ιωάννη Σβαν ήτανμονίμως έντονα συναισθηματική.

Πολλά πράγματα τον χαρακτήριζαν, αλλά το σημα -ντικότερο – τουλάχιστον για τον Ιωάννη Σβαν – ήτανη ευσπλαχνία του. Σπάνια έβρισκε κανείς άνθρωποσαν εκείνον. Ικανός να διεισδύσει στον άλλο πέρα ωςπέρα, μα παρ’ όλα αυτά να τον σέβεται σαν να απο-τελεί το πιο αξεδιάλυτο μυστικό. Και να τον σέβεταιπραγματικά, όχι απλώς να προσποιείται από ευγένεια.

Ο Ιωάννης Σβαν μπορούσε να θυμηθεί διάϕορεςιστορίες τις οποίες του είχε αϕηγηθεί ο ϕίλος του.Ή στιγμές που είχαν ζήσει μαζί. Αν και η δράση κατάτις τελευταίες σπάνιζε, μαζί κάθονταν και μιλούσανμε τις ώρες καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητεςτούρκικου τσαγιού.

Ο Ιωάννης Σβαν θυμόταν χαρακτηριστικά μια ιστο -ρία του ϕίλου του.

Τα γυμνά μάτια είναι μάτια χωρίς σώμα, είπε σο-βαρός ένα απόγευμα. Έχεις δει ποτέ σου γυμνά μά -τια; Ο Ιωάννης Σβαν τού απάντησε πως ναι, είχε δεισε ϕωτογραϕίες, μάτια με οπτικά νεύρα για ουρές.Δεν εννοώ αυτού του είδους τα μάτια, είπε ο ϕίλος τουκι ο Ιωάννης Σβαν απόρησε, μα αμέσως χαλιναγώ-γησε την απορία του, γιατί όντως ο ϕίλος του συνή-θιζε να αϕηγείται παρόμοια παράδοξα. Μιλάω γιαμάτια χωρίς σώμα, για μάτια που μιλούν, για μάτιαπου αποτελούν μέρη σωμάτων εξαϋλωμένων, ϕασμα-τικών ή για μάτια που ενώ βρίσκονται σ’ ένα σώμα,δεν ανήκουν σε αυτό – ανήκουν σε κάτι άλλο που ίσωςνα είναι σώμα, ίσως να μην είναι, ίσως να είναι απλάο εαυτός τους. Μου έτυχε να δω μάτια σαν κι αυτά.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 9. Οβελίσκος 93

Page 96: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Γυμνά μάτια. Μάτια που προσέϕεραν το βλέμμα τουςσε εμένα μόνο. Κρυμμένα μάτια που παρουσιάζονταιμόνο σε εσένα. Ο Ιωάννης Σβαν, κουρασμένος απότην πολυλογία του ϕίλου του, τού ζήτησε να περάσειστην ουσία.

Τα τελευταία χρόνια έπινε πολύ. Το πρόσωπό του,πριν μερικά χρόνια που τον είχε επισκεϕτεί ο Ιωάν-νης Σβαν κι αποϕάσισε να μην τον ξανασυναντήσει,είχε πια εμϕανώς πρηστεί από το ποτό. Ο Αλέξανδροςείχε γίνει ένας μεσήλικας ανάποδος, κρυϕό μίσος αψύσαν καθαρό οινόπνευμα στοίχειωνε την κάθε του ϕράση.Κι οι ϕράσεις του στοίχειωναν τον Ιωάννη Σβαν καιτον έκαιγαν ξανά και ξανά, άδικα και μοναδικά, ϕορ-τώνοντάς τον με ένα ϕορτίο που το αντιλαμβανόταναποκλειστικά δικό του. Ενώ δεν ήταν. Ήταν το ϕορτίοτου καθένα.

Είδα τα μάτια του θεού, είπε ο Αλέξανδρος. Δενήταν βέβαια τα μάτια του θεού, το ξέρω καλά πωςαυτά τα μάτια ήταν ο θεός. Αυτά τα μάτια ήταν τομόνο που υπήρχε και το μόνο που υπάρχει. Υπάρχουνπαντού γυμνά μάτια που ενώνονται με αόρατα νεύρα,παντού γύρω μας πάνω μας στον ουρανό στους τοί-χους των σπιτιών στην πόρτα αυτού εδώ του μπαρστο τζάμι της τηλεόρασης. Μάτια σου λέω. Μόνοαυτό υπάρχει. Μας βλέπουνε. Ό,τι βλέπει το καθένατο βλέπουν όλα. Και μόνος λόγος για τον οποίουπάρχουμε εμείς είναι επειδή τα μάτια μας βλέπουν.Μόνο γι’ αυτό υπάρχουμε.

Ο Ιωάννης Σβαν όταν άκουσε το παραπάνω πα-ραλήρημα δεν πίστεψε ότι ο ϕίλος του τρελάθηκεξαϕνικά. Απλά διαπίστωσα γι’ ακόμη μια ϕορά ότιόντως ήταν τρελός, όχι ο ίδιος ο Αλέξανδρος μα εκεί-νος ο παράλογος εαυτός του που αναδυόταν κάθεϕορά που βουτούσε στο αλκοόλ. Και ϕαίνεται πωςτου άρεσε του Αλέξανδρου εκείνος ο Αλέξανδρος που

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ94

Page 97: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

αναδυόταν από τη θάλασσα του ποτού, γιατί έπινε όλοκαι περισσότερο. Μέχρι που ϕύτεψε εκείνη τη σϕαί -ρα στο κεϕάλι του, μάλλον πιωμένος.

Ο Ιωάννης Σβαν επισκέϕθηκε τον τάϕο του Αλέ-ξανδρου. ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΙ ήταν σκαλισμένο πάνωστη λιτή ταϕόπλακα. Οι ημερομηνίες που θα έπρεπενα ορίζουν το διάστημα της ζωής του έλειπαν. Λες κιο Αλέξανδρος όχι απλώς δεν είχε πεθάνει, αλλά δενείχε υπάρξει ποτέ. Αλλά το όνομά του ήταν παρόν,σκαλισμένο πάνω από το ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΙ, με μι-κρού μεγέθους χαρακτήρες που επισκιάζονταν απόαυτό που ακολουθούσε.

Στη συνέχεια ο Ιωάννης Σβαν τηλεϕώνησε στηναδερϕή του Αλέξανδρου που κατοικούσε στη μικρήπόλη με την οικογένειά της. Τη γνώριζε καλά οΙωάννης Σβαν. Κανόνισαν να συναντηθούν, καλύτεραέξω από το σπίτι γιατί κατά τα λεγόμενά της επι-κρατούσε απλώς ένας χαμός και δεν είχε το κουράγιονα ευπρεπίσει το χώρο. Κατά τα λεγόμενά της χρεια -ζόταν απεριόριστο κουράγιο κι εκείνη ήταν ακόμηυπερβολικά αναστατωμένη με το θάνατο του Αλέ-ξανδρου και το τρέξιμο των τελευταίων ημερών κιόλα αυτά.

Συναντήθηκαν σ’ ένα καϕέ-εστιατόριο γρήγορουϕαγητού. Η αδερϕή του Αλέξανδρου ήταν περίπουτριανταπέντε χρονών αλλά αυτό δεν έχει σημασία.Είπε στον Ιωάννη Σβαν ότι τους τελευταίους μήνες οΑλέξανδρος είχε αρχίσει να στρέϕεται προς την εκ-κλησία – να επιστρέϕει – έτσι το έθεσε η γυναίκα ναεπιστρέϕει στην εκκλησία. Κι όλοι τους είχαν χαρείμε αυτήν του την απόϕαση. Ο άντρας της τα παιδιά,οι υπόλοιποι συγγενείς, όλοι τους. Ιδιαίτερα η αδερϕήτου, της ϕαινόταν αδιανόητο να μείνει άταϕος ο αδερ -ϕός της. Όσο για την απαίσια επιγραϕή και την απου-σία των ημερομηνιών η ίδια απλώς σεβάστηκε εκείνη

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 9. Οβελίσκος 95

Page 98: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

την παράλογη επιθυμία του. Δεν είχε ιδέα για τουςλόγους της επιθυμίας αυτής. Δεν ήξερε και δεν ήθελενα ξέρει. Φοβόταν να μάθει για τον αδερϕό της. ΟΙωάννης Σβαν μπορούσε μέσα από τα μάτια του ναδει στα μάτια της ότι ϕοβόταν, ϕοβόταν τον αδερϕότης, ϕοβόταν και τον ίδιο τον Ιωάννη Σβαν, ϕοβότανοποιονδήποτε της θύμιζε οτιδήποτε σχετικό με τονΑλέξανδρο. Ο Ιωάννης Σβαν κέρασε και την αποχαι -ρέτησε ευγενικά, ευγνωμονώντας την για το χρόνο πουτου διέθεσε.

Επέστρεψε σπίτι. Είδε λίγη τηλεόραση κι έπεσε γιαύπνο. Δεν μπορούσε όμως να κοιμηθεί κι έμεινε λίγηώρα με ανοιχτά μάτια προσπαθώντας να μη σκέϕτε-ται εκείνο το παιδί που τελικά κατάϕερε να έρθει πιοκοντά σ’ εκείνο που ευχόταν κάθε βράδυ πριν πέσειγια ύπνο, έτσι είχε πει στον Ιωάννη Σβαν αργά μιανύχτα πνιγμένη στην παραϕροσύνη όπως όλες τις νύ-χτες που μιλούσε ο άλλος Αλέξανδρος εύχομαι να μηνείχα γεννηθεί.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ96

Page 99: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 97 ]

ΔΕΚΑ

Θνησιγενές

Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ έπαιζε μια διαϕήμιση την ώρα που οΙωάννης Σβαν μπήκε στο δωμάτιο. Η Ιωάννα δεν τουέδωσε σημασία, ξάπλωνε στον καναπέ με τα πόδιατης ακουμπισμένα σε μια καρέκλα.

ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

ΔΗΛΩΣΤΕ ΤΩΡΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

ΠΕΝΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΖΟΥΝ

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣΤΕΡΟ ΔΙΩΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ

ΝΑ ΤΟΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΟΥΝ

ΔΗΛΩΣΤΕ ΤΩΡΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΝΤΕ

ΝΑ ΖΗΣΕΤΕ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

«Αρχίζουν οι ειδήσεις» ϕώναξε η Ιωάννα για ναακούσει ο Ιωάννης Σβαν που είχε μπει στο μπάνιο «θαχάσεις τους τίτλους...» πρόσθεσε πιο σιγανά.

Ο Ιωάννης Σβαν έκανε μερικά βιαστικά βήματακαι κάθισε δίπλα στην Ιωάννα. Την αγκάλιασε με τοένα χέρι και τη ϕίλησε. Στο άλλο κρατούσε μια πετσέτα.

Εικόνες καθημερινής ζωής πλημμύρισαν την οθόνη.Πεζά πλάνα από πολυσύχναστους δρόμους, καταστή -ματα, κέντρα διασκέδασης, από άψογα συντηρημένα

Page 100: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

νοικοκυριά – εικόνες μιας ιδανικής ζωής. Το ζευγάριπαρακολουθούσε απορροϕημένο τις εικόνες που έρ-ρεαν πάνω στην οθόνη, εναλλάσσονταν με ρυθμό καισυνοχή. Οι εικόνες συνιστούσαν μια μορϕή οπτικήςποίησης, στην οποία ούτε ο ένας ούτε η άλλη μπο-ρούσαν να αντισταθούν. Έμοιαζαν να τους γοητεύουν,μια πεζή ποίηση της καθημερινότητας. Παρ’ όλααυτά, ένας από τους δύο έκανε ένα ειρωνικό σχόλιοκι ο άλλος συγκατένευσε. Σε κάποια ϕάση η συστοιχίατων εικόνων έπαψε, ο ήχος επανήλθε – και εμϕανί-στηκε ο παρουσιαστής. Παρακολούθησαν το πρό-γραμμα των ειδήσεων αμίλητοι και ανέκϕραστοι.

Την επομένη, ο Ιωάννης Σβαν πήγε σε μια συνέντευ -ξη εργασίας. Ο προκάτοχος της θέσης είχε αυτοκτο-νήσει. Στις πέντε τελευταίες συνεντεύξεις στις οποίεςείχε παρευρεθεί ο Ιωάννης Σβαν ο προκάτοχος είχεαυτοκτονήσει. Ο Ιωάννης Σβαν δεν είχε πρόβλημα μεαυτό. Ήλπιζε να συνεχίσουν οι άνθρωποι να αυτοκτο -νούν με τον ίδιο ρυθμό. Έτσι αυξάνονταν οι ελπίδες τουγια να βρει δουλειά. Ο Ιωάννης Σβαν αντιμετώπιζεένα άλλο πρόβλημα. Ένα ερώτημα μάλλον. Δε γνώ-ριζε τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να βρει δου-λειά. Εντούτοις συνέχιζε να ψάχνει.

Το ίδιο βράδυ γύρισε στο σπίτι αργά. Η Ιωάννα τονπερίμενε, όπως συνήθως, ξαπλωμένη στον καναπέ.Η τηλεόραση ήταν κλειστή. Η Ιωάννα, όπως συνή-θως, ούτε γύρισε να τον κοιτάξει. Αυτός κοίταξε γιαλίγο το πίσω μέρος του κεϕαλιού της, σκέϕτηκε κάτι,έσκυψε το δικό του και προχώρησε προς το μπάνιο.Όταν γύρισε στο σαλόνι, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή.Κάθισε δίπλα της και τη ϕίλησε. Εκείνη έμεινε απα-θής κοιτώντας μπροστά.

«Αρχίζει» είπε.«Τι αρχίζει;» ρώτησε ο Ιωάννης Σβαν – ενώ στην

πραγματικότητα ήξερε.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ98

Page 101: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

«Το καινούριο παιχνίδι» αποκρίθηκε η Ιωάννα«Πόνταρα στο νούμερο τέσσερα»

«Πόσα έβαλες;» το καινούριο παιχνίδι δεν άρεσεστον Ιωάννη Σβαν.

«Πενήντα χιλιάδες» είπε το ίδιο άτονα η Ιωάννα.Ο Ιωάννης Σβαν σκέϕτηκε πως πενήντα χιλιάδες ήτανο μισός μισθός της Ιωάννας. Ας ήταν, σκέϕτηκε, ίσωςκαι να κέρδιζαν – κι ένα μικρό, ευχάριστο τρέμουλοαπλώθηκε από το στομάχι του σ’ όλο το σώμα. Χάι-δεψε την Ιωάννα.

Για δύο ώρες, οι εικόνες έξι σωμάτων κατέκλυζαντους δέκτες των τηλεθεατών. Από αυτά, τα πέντε ήτανναρκωμένα, υπό την επήρεια της πιο ακριβής, σπά-νιας και ραϕινάτης παραισθησιογόνου ουσίας του πλα -νήτη. Το ένα ήταν απλώς νεκρό. Λεγόταν πως αν πα-ρατηρούσες τα σώματα πολύ προσεκτικά, μπορούσεςνα ξεχωρίσεις το νεκρό. Μα δεν είχε σημασία. Είχεςήδη ποντάρει. Όπως και η υπόλοιπη χώρα.

Στο τέλος του παιχνιδιού αποδείχθηκε πως κέρδιζετο νούμερο τρία. Η Ιωάννα ζωντάνεψε λίγο, θύμωσε,έϕτιαξε ένα κοκτέιλ, ο Ιωάννης Σβαν πήρε μια μπύ -ρα από το ψυγείο. Είχε κι ο ίδιος απογοητευτεί, όχιτόσο για την ήττα, αλλά γιατί κάτι δεν του άρεσε στοκαινούριο παιχνίδι. Δεν θα το έπαιζε ποτέ. Είχε συμ-μετάσχει σε μερικά τηλεοπτικά παιχνίδια στο πα-ρελθόν, παιχνίδια όπου τα στοιχήματα έπεϕταν πάνωστις αντιδράσεις ανθρώπων ϕτιαγμένων με διάϕορεςουσίες, ποιος θα ϕρικάρει, ποιος θα γελοιοποιηθεί,ποιος θα παραμείνει πιο ϕυσιολογικός. Μα πάντα σεμικρά κανάλια και, κυρίως, χωρίς σημαντικό κίνδυνο.

Η Ιωάννα είχε αρχίσει να ηρεμεί, είχε χαλαρώσειεξαιτίας του αλκοόλ κι ήταν ευκαιρία για να κάνουν έρω -τα. Ο Ιωάννης Σβαν ευχαρίστησε από τα μύχια τουεαυτού του το παιχνίδι και άϕησε στη μέση την μπύρατου. Είχαν πολλές μέρες να αγγίξουν ο ένας τον άλλο.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 10. Θνησιγενές 99

Page 102: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Μία εβδομάδα πέρασε, γεμάτη εξαντλητική διάσπα -ση. Οι δυο τους σπάνια βλέπονταν – κι ακόμη πιοσπάνια μιλούσαν. Ο Ιωάννης Σβαν συνήθως γύριζεαϕότου η Ιωάννα είχε πέσει στο κρεβάτι. Έπαιρνε μέ -ρος σε μια σειρά από δημοτικές εκδηλώσεις, στιςοποίες οι συμμετέχοντες επιδίδονταν σε διαϕόρωνειδών καταστροϕικές ενέργειες. Έβαζαν ϕωτιά σεαυτοκίνητα, έσπαγαν βιτρίνες καταστημάτων, ξυλο-κοπούσαν, έγραϕαν συνθήματα, έκλειναν δρόμους,έκλεβαν, ούρλιαζαν ομαδικά και στη συνέχεια γύρνα -γαν ήσυχοι στα σπίτια τους δίνοντας ραντεβού για τηνεπόμενη μέρα που θα εξελισσόταν πανομοιότυπα – κιαυτό για μία εβδομάδα. Η κατάσταση ήταν επικίνδυ -νη, μα στον Ιωάννη Σβαν άρεσε αυτή η πανταχού πα-ρούσα αίσθηση ανασϕάλειας. Τον σαγήνευε. Αυτό καιτο σεξ του είχε μείνει πια. Τίποτα άλλο δεν ήταν ικα -νό να τον σαγηνεύσει.

Πολλές ϕορές μετά τις εκδηλώσεις, προσπαθώνταςνα αναζωπυρώσει την έξαψη, επισκεπτόταν κάποιοπορνείο. Μα καμία από τις γυναίκες ή τους άντρεςπου δούλευαν εκεί δεν μπορούσε να προσϕέρει στονΙωάννη Σβαν αυτό που έπαιρνε από την Ιωάννα. Κιίσως σε κανέναν-καμία να μην μπορούσε ο ίδιος ναπροσϕέρει αυτό που η Ιωάννα έπαιρνε από αυτόν.

Την επόμενη εβδομάδα, γύρισε στο σπίτι λίγο πριναρχίσει το τηλεπαιχνίδι. Η Ιωάννα βρισκόταν στηγνωστή της θέση. Δεν του έδωσε σημασία. Κάθισεδίπλα της και την ϕίλησε. Η Ιωάννα μύριζε μπάνιο,ο Ιωάννης Σβαν μύριζε υγρασία. Έξω έβρεχε.

«Πόσα;» τη ρώτησε«Δέκα χιλιάδες» απάντησε η Ιωάννα.«Πού;»«Στο τέσσερα»Το τέσσερα ήταν μια νέα και όμορϕη κοπέλα. Στο

γυμνό της σώμα οι θεατές μπορούσαν να δουν τα-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ100

Page 103: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

τουάζ λουλουδιών διάσπαρτα στην έκταση του δέρ-ματός της κι έναν μικρού μεγέθους, μαυριδερό όγκο,λίγο πάνω από το περινέο. Ο παρουσιαστής έσκυψεκαι ϕίλησε το λαιμό της καθώς την παρουσίαζε. Ηκοπέλα κοιμόταν.

«Συγνώμη παιδιά, δεν μπορώ να αντισταθώ. Είμαισίγουρος πως δεν θα την πειράξει» είπε και ξέσπασεσε γέλια. Ο Ιωάννης Σβαν σκέϕτηκε πως πρόθυμα θαέκανε σεξ με την κοπέλα. Είχε κοντά μαύρα μαλλιάκαι το δέρμα της ήταν χλωμό. Η Ιωάννα παρακο-λουθούσε ανέκϕραστη. Στη συνέχεια, όταν τα θωρα-κισμένα ϕιαλίδια ανακατεύονταν στη διάϕανη σϕαίραενδίδοντας σε έναν σύντομο, ϕρενιασμένο χορό, οΙωάννης Σβαν ένιωσε πάλι εκείνο το γαργαλητό στοστομάχι του, κάτι σαν εντόσθιο κενό. Τα σωθικά τουαναταράζονταν ελαϕρά, ακολουθώντας τα ϕιαλίδια στηνοθόνη και το ρίγος επεκτεινόταν σ’ ολόκληρο το σώ -μα του. Μπορούσε να το νιώσει στο δέρμα που σκέ-παζε το κρανίο και το πρόσωπό του. Σαν από άλλοπλανήτη άκουσε τη ϕωνή της Ιωάννας.

«Νομίζω πως θέλω να πάρω μέρος» ακούστηκεαπόμακρη.

«Ιωάννα...»«Θα δηλώσω για την επόμενη εβδομάδα...»«Ποτέ δεν ξέρεις» είπε μετά από μια παύση ο

Ιωάννης Σβαν «Αν το κάνεις αυτό, ποτέ δεν ξέρεις,ίσως να είσαι τυχερή και να σε επιλέξουν» πρόσθεσεενώ σκεϕτόταν ακριβώς το αντίθετο.

Η Ιωάννα ένευσε σιωπηλά. Τα ϕιαλίδια είχαν συν-δεθεί με τον ορό. Η διοχέτευση της παραδείσιας ουσίαςείχε αρχίσει. Ο παρουσιαστής ξεστόμιζε ασυλλόγι-στα πομπώδεις ατάκες σε μελοδραματικό τόνο. ΟΙωάννης Σβαν έσϕιξε το χέρι του γύρω από τους ώμουςτης Ιωάννας, πιάστηκε από πάνω της προσπαθώνταςνα την τραβήξει μέσα του. Αλλά αυτό, όσο κι αν το

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 10. Θνησιγενές 101

Page 104: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ζητούσε ο Ιωάννης Σβαν ήταν αδύνατο. Η κοπέλαείχε πάρει την απόϕασή της – κι εκείνος ένιωθε τομάταιο μιας προσπάθειας να την μεταπείσει. Έτριψετο αξύριστο για μια μέρα μάγουλό του πάνω στο δι -κό της – οι τρίχες σαν καρϕιά ένωναν τα δέρματάτους. Μετά την ϕίλησε με ένα ηχηρό ϕιλί. Η Ιωάνναάϕησε χωρίς ανταπόδοση αυτήν την εκδήλωση τρυ-ϕερότητας. Παρακολουθούσε αϕοσιωμένη την ποίησητης οθόνης, τις απρόσιτες μορϕές των γυμνών σω-μάτων στα πολυτελή κρεβάτια, παρουσιασμένες στοκοινό μέσα από ένα μαγνητιστικό μοντάζ.

Ο Ιωάννης Σβαν δεν πειράχτηκε από την απάθειάτης. Αντιθετα. Την καταλάβαινε πολύ καλά. Οι σκέ-ψεις του στράϕηκαν στην προοπτική να αποκτήσεικάποια μέρα μια δουλειά. Πιθανότατα η συμπεριϕο -ρά του να εξομοιωνόταν τότε με της Ιωάννας. Φο-βόταν εκείνη τη μέρα γιατί γνώριζε πως θα σήμαινετη διάλυση της σχέσης τους. Και ξαϕνικά – για πρώτηϕορά – ευχήθηκε να σταματήσουν πια να αυτοκτονούνοι άνθρωποι, να συνεχίζουν τις ζωές τους δουλεύονταςκαι παράγοντας – και να μείνει ο ίδιος στο περιθώ-ριο, προσωρινά ανίκανος, προσωρινά υποσχόμενος,αλλά, πάνω απ’ όλα, προσωρινά αναλλοτρίωτος – γιαλίγο καιρό ακόμη ο ίδιος.

Στο τέλος του παιχνιδιού αποδείχθηκε πως κέρδιζετο νούμερο τέσσερα. Ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτη -κε στα χείλη της Ιωάννας. Ανέβηκε στα πόδια τουΙωάννη Σβαν και χώθηκε στην αγκαλιά του. Τριβό-ταν πάνω του και γουργούριζε.

«Είμαι ευτυχισμένη» είπε.Ο Ιωάννης Σβαν ανταποκρίθηκε πρόθυμα. Κατά

βάθος, την προτιμούσε όπως ήταν πριν λίγα λεπτά.Έδειχνε πιο ϕυσιολογική. Τώρα συμπεριϕερόταν κά -πως σαν ξένη. Ήταν μια κοπέλα που έμοιαζε να μηνείναι ϕτιαγμένη για να δείχνει χαρούμενη. Ο Ιωάννης

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ102

Page 105: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Σβαν αναγνώριζε πως η Ιωάννα ήταν μια κοινή κο-πέλα – και όπως σ’ όλες οι κοινές κοπέλες, τής πή-γαινε περισσότερο μια ουδέτερη έκϕραση. Ο ΙωάννηςΣβαν σκεϕτόταν κατά καιρούς πως οι γυναίκες τηςγενιάς του ήταν τόσο βυθισμένες σ’ αυτήν την ουδέ-τερη έκϕραση, στον θυμό, στην κούραση, στην απο-γοήτευση και στην ματαίωση, που κάθε έκϕρασηχαράς ϕάνταζε ακραία και τόνιζε πάνω τους κάποιαχαρακτηριστικά ελάχιστα ανθρώπινα, περισσότεροάγρια και σχεδόν ζωώδη. Όταν ήταν απαθής ή λυ-πημένη, η Ιωάννα μπορούσε να τραβήξει τον ΙωάννηΣβαν μέσα στο κενό της. Ο Ιωάννης Σβαν ένιωθεπως είχε τη δυνατότητα να τη γεμίσει. Ένα από ταπράγματα που αντιπαθούσε στα πορνεία ήταν ότι οιεργαζόμενοι σε αυτά, κοπέλες ή τα αγόρια, ήταν μο-νίμως χαρούμενοι. Πολλοί από αυτούς είχαν κάνειπλαστικές εγχειρήσεις στην περιοχή κάτω από τημύτη ώστε οι άκρες του στόματός τους να έχουν μιαελαϕριά κλίση προς τα πάνω χωρίς αυτό να παρα-μορϕώνει ουσιαστικά την έκϕραση – μα δίνοντας ένανδιακριτικό τόνο μόνιμου, χαρούμενου μέικαπ.

Η Ιωάννα κατά τη διάρκεια της πράξης έλιωνε καιεξαϕανιζόταν. Στα χέρια του Ιωάννη Σβαν έμενε ένασώμα από αέρα, άπιαστο κενό. Τότε έκανε σαν τρε-λός, την έψαχνε γύρω του πανικόβλητος, μα πάντα τηνέβρισκε κουλουριασμένη στα σκεπάσματα να κοιμά-ται ήμερα και αθόρυβα, πάντοτε, σαν παιδί που βυ-θίζεται στο νερό κρατώντας την ανάσα του.

Η Ιωάννα δήλωσε συμμετοχή το επόμενο πρωί καιμετά από δύο εβδομάδες ένα τηλεϕώνημα την ενημέ -ρωνε πως είχε επιλεχθεί για την ομάδα της επόμενηςεκπομπής. Η Ιωάννα έκανε μπάνιο την ώρα πουχτύπησε το τηλέϕωνο και απάντησε ο Ιωάννης Σβαν.Ευχαρίστησε τον τηλεϕωνητή κι έκλεισε το τηλέ -ϕωνο.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 10. Θνησιγενές 103

Page 106: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Ο Ιωάννης Σβαν αναρωτήθηκε για μερικά λεπτάαν πρέπει να ενημερώσει την Ιωάννα ή αν απλώς θατης απέκρυπτε το γεγονός και θα συνέχιζαν να ζουνήρεμα. Θα το μάθαινε σίγουρα. Καλύτερα να το μά-θαινε από τον ίδιο. Η Ιωάννα αρχικά δεν αντέδρασε.Συνέχισε για μερικά δευτερόλεπτα να ανακατεύει τηζάχαρη στον καϕέ της. Έπινε κάθε βράδυ καϕέ, τηβοηθούσε, έλεγε, να βλέπει ζωντανά όνειρα.

«Ωραία» είπε τελικά.«Σίγουρα;» ρώτησε με επιϕύλαξη ο Ιωάννης Σβαν. «Σίγουρα» Έδειχνε ευχαριστημένη, έλεγε πως δεν ϕοβόταν.

Πως ήθελε να το κάνει. Ο Ιωάννης Σβαν ήθελε ναέρθει πιο κοντά της μα δεν μπορούσε. Ήθελε να τηναγγίξει αλλά κάτι τον σταματούσε. Ο χρόνος δεν ήτανκατάλληλος. Η περίσταση τον εμπόδιζε. Ο ΙωάννηςΣβαν ένιωθε πως θα εκραγεί από τη ματαίωση – κιαπό τον ϕόβο πως θα ήταν η τελευταία ματαίωση. Ακό -μη κι αν η Ιωάννα επιζούσε του παιχνιδιού, ακόμα καιτότε ο Ιωάννης Σβαν ϕοβόταν πως θα τη χάσει. Φο-βόταν ότι η εμπειρία θα την άλλαζε. Πώς μπορεί κα-νείς να μείνει ο ίδιος μετά τη μοναδική εμπειρία; Ημοναδική εμπειρία θα του έκλεβε την Ιωάννα. Αλλάη Ιωάννα δεν ήταν δική του. Εκείνη αποϕάσιζε.

Το πρωί του παιχνιδιού, η Ιωάννα έπρεπε να ϕύγεινωρίς για να πάει στο στούντιο. Την προηγούμενηνύχτα είχε ζητήσει από τον Ιωάννη Σβαν μια χάρη.Του είχε ζητήσει να ποντάρει στο νούμερό της όλεςτις καταθέσεις της. Ο Ιωάννης Σβαν δεν τής έϕερεαντίρρηση.

Το ίδιο βράδυ ο Ιωάννης Σβαν πέρασε το δίωροπροσευχόμενος και προσπαθώντας περισσότερο απόκάθε άλλη ϕορά να διακρίνει το άπνοο κορμί στην οθόνητης τηλεόρασης. Σκεϕτόταν τα χειρότερα – άλλωστεγι’ αυτό ήταν εκπαιδευμένος. Όταν το μυαλό του

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ104

Page 107: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

λειτουργούσε και προσπαθούσε να αναλογιστεί γιαλίγο το ενδεχόμενο μέλλον, σκεϕτόταν πάντα τα χει-ρότερα.

Το νούμερο της Ιωάννας ήταν το τέσσερα. ΤουΙωάννη Σβαν δεν του άρεσε που κληρώθηκε με αυτότο νούμερο γιατί ήταν το τυχερό της νούμερο. Ενέτει -νε την αγωνία του – ένα σημάδι πως η τύχη θα τουχαμογελούσε – μόνο που δεν ήξερε ποιου ήταν αυτήη τύχη – η δική του ή η δική της;

Ευχήθηκε να ήταν εκείνος στη θέση της. Αλλάήξερε πως ακόμα κι αν μπορούσε να επιλέξει – κιαν όντως έπαιρνε μέρος ο ίδιος κι όχι εκείνη στο τη-λεπαιχνίδι – η ιδέα δε θα απέδιδε. Κι αυτό γιατί οΙωάννης Σβαν καταλάβαινε την Ιωάννα και καταλά-βαινε πως εκείνη δε θα εκτιμούσε κάτι τέτοιο. Δεθα ένιωθε μόνο λύπη και συντριβή για την απώλειάτου, αλλά και κάτι αρνητικό: δεν ήταν απλώς ότι δεθα εκτιμούσε την πράξη του – ήταν σίγουρο ότι δεθα την εκτιμούσε – θα τη ζήλευε. Και μπορεί κανείςνα ζήσει βουτηγμένος στη λύπη. Μπορεί κανείς ναμείνει σιωπηλός γιατί η λύπη είναι σιωπή ακόμη κιαν αποκρύπτεται – ή διατυμπανίζεται πλαγίως – μεποτάμια ϕλυαρίας. Μια σιωπηλή υποπίεση που ανα -γκάζει το δέρμα να ρουϕιέται προς τα μέσα. Το σώ -μα να καταρρέει προς τα μέσα. Μπορεί κανείς νακαταρρέει έτσι για πολλά χρόνια και να παραμένειόρθιος. Να παραμένει άνθρωπος. Αλλά με τη μίζερηζήλεια για κάτι που έχει πια πεθάνει δεν μπορεί κα-νείς να ζήσει αλώβητος, δεν μπορεί κανείς να ζει όνταςο ίδιος, όπως ζούσε πριν να ζηλέψει, πριν να πεθάνειαυτό που ζήλευε, πριν να ζηλέψει κάτι το ήδη νεκρό,που το ζηλεύει ακριβώς επειδή είναι νεκρό, κάνονταςμια υποκριτική στροϕή προς τη ζωή εξαιτίας τηςζήλειας του θανάτου, ημι-ζωή επειδή κατά βάθος θαήθελε να ήταν στη θέση του άλλου που πέθανε. Η ζωή

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 10. Θνησιγενές 105

Page 108: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

του είναι ένα ψέμα με το οποίο υποκαθιστά την επιθυ -μία ενός ματαιωμένου και αναντικατάστατου θανά-του. Την επιθυμία της πραγμάτωσης στιγμής που ηΤύχη σου κλείνει το μάτι.

Ο Ιωάννης Σβαν γνώριζε πως το ναρκωτικό τουπαιχνιδιού θα αποτελούσε για την Ιωάννα απλώς έναυποκατάστατο της άπνοιας του θανάτου.

Ο Ιωάννης Σβαν αναρωτήθηκε απεγνωσμένα πότετο παιχνίδι έγινε πραγματικότητα.

Στο τέλος του παιχνιδιού αποδείχθηκε πως το νού-μερο που κέρδιζε ήταν το τέσσερα.

Η Ιωάννα ήταν ένα έμβρυο που πέθανε πριν τηναναγέννησή της. Αυτό πρόλαβε να σκεϕτεί ο ΙωάννηςΣβαν πριν ο θρήνος σκεπάσει απαλά το πρόσωπό του.Πριν τα σκεπάσει όλα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ106

Page 109: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 107 ]

ΕΝΤΕΚΑ

Το βιβλίο

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ξύπνησε με πονοκέϕαλο. Προχώ-ρησε προς την κουζίνα και πήρε ένα παυσίπονο. Δύο.Δεν είχε κοιμηθεί καλά, τον τελευταίο καιρό δεν κοι-μόταν καλά. Είχε αναπτύξει μια βασανιστική υπε-ρευαισθησία στο καθημερινό του περιβάλλον.

Ο Ιωάννης Σβαν ήταν ποιητής, ένας ποιητής πουτον κατέτρυχε τον τελευταίο καιρό μια δυσανεξία γιατις λέξεις. Ένιωθε τα λόγια να τον πολιορκούν απόπαντού. Λόγια όμορϕα, λόγια που του άρεσαν, λόγιαενοχλητικά, λόγια αδιάϕορα, συνομιλίες, αγορεύσεις,στίχοι, άρθρα, βιβλία, μυθιστορήματα, παραγγέλματασε σκύλους, το καλημέρα της σερβιτόρας, τα δικά τουλόγια, τα λόγια που έγραϕε και τα λόγια που πρό -ϕερε, τα λόγια που σκεϕτόταν. Ιδιαίτερα τα έξυπνα καιτα όμορϕα πράγματα που σκεϕτόταν και που πια δεντα έγραϕε γιατί τα σιχαινόταν. Οι λέξεις είχαν γίνειανυπόϕορες πληγές που κακοϕόρμιζαν στον κουρα-σμένο του εγκέϕαλο. Τον περιέσϕιγγαν, μια μέγγενη-θόρυβος που πίεζε το κρανίο του για να το σπάσει.Τα λόγια τον προσέβαλλαν βαθιά, του ϕαίνονταν χυ-δαία, ό,τι κι αν εξέϕραζαν. Πρόστυχα, προπετή μακυρίως κουραστικά. Ιδέες και ειδήσεις, τηλεόραση,ραδιόϕωνο, ταινίες κι άλλες ταινίες, βιβλία κι άλλαβιβλία, τραγούδια – κι άλλα τραγούδια. Πόσα πια τρα -

Page 110: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

γούδια; Πόσες ϕορές θα επαναλαμβάνονταν τα ίδια καιτα ίδια; Πόσες ϕορές θα επαναλαμβανόταν το ξεπέ-ρασμα των ίδιων; Η καινοτομία; Πόσες ϕορές θαεπαναλαμβάνονταν οι ϕωνές που υψώνονταν απελπι-σμένα κραυγάζοντας πως τίποτε δεν αξίζει πια να λέ-γεται; Εκείνοι που ύψωναν την σιωπή τους σαν τηνπιο ηχηρή λέξη; Πόσες ακόμη εκϕραστικές σιωπές–λέξεις θα έκαναν την καρδιά του Ιωάννη Σβαν ναπονά με την υποκρισία τους; Πόσες ακόμη αϕόρητεςϕορές θα επαναλαμβανόταν η δική του απελπισία;

Ο Ιωάννης Σβαν άνοιξε το στόμα και χύθηκαν δά-κρυα. Αυτές ήταν περίπου οι καθημερινές σκέψεις τουΙωάννη Σβαν οι οποίες επαναλαμβάνονταν κάθε πρωίκαθώς ο εγκέϕαλός του ξεμούδιαζε από τον ύπνο.

Εκείνο το πρωί ο Ιωάννης Σβαν είχε μόλις τελειώ -σει τον καϕέ του κι είχε πλύνει το πρησμένο από τονθρήνο πρόσωπό του. Τις τελευταίες δύο εβδομάδεςδεν είχε βγει από το διαμέρισμά του και τα τρόϕιμαείχαν σχεδόν σωθεί. Κρατούσε μονίμως τα στόριακλειστά, δεν απαντούσε στο τηλέϕωνο, δεν άνοιγε τονυπολογιστή του. Περνούσε τις μέρες του νοσταλγώνταςτο σκοτάδι της μήτρας. Και ϕοβόταν. Δεκαπέντε μέ -ρες κανείς δεν είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει μετον Ιωάννη Σβαν.

Ώσπου το κουδούνι χτύπησε. Στην αρχή ο ΙωάννηςΣβαν τρόμαξε. Δύο χρόνια είχε να ακούσει το χτύπη -μα του κουδουνιού. Την τελευταία ϕορά το είχε πατή-σει ο ίδιος επειδή είχε περιέργεια να ακούσει τον ήχοτου. Ήταν ένας ηλεκτρονικός ήχος κρούσης. Ακου-γόταν σαν άσχημα ψηϕιοποιημένος ήχος ρόπτρου. ΟΙωάννης Σβαν σηκώθηκε αργά. Το κουδούνι χτύπησεξανά. Ο Ιωάννης Σβαν άνοιξε την πόρτα.

Ο άντρας είπε Συγνώμη κύριε αν σας ξύπνησα.Ο Ιωάννης Σβαν κούνησε αργά, καταϕατικά το κε -ϕάλι, αποδεχόμενος τη συγνώμη του άλλου. Συγνώμη

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ108

Page 111: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

έκανε ο άντρας ϕανερά ταραγμένος αλλά είναι αργάκαι... Όπως και να ’χει. Έχω κάτι που μπορεί νασας ενδιαϕέρει. Ο Ιωάννης Σβαν ένευσε πάλι αργά.Έχω εδώ κάποια βιβλία που δεν είναι συνηθι-σμένα βιβλία. Θα μπορούσε κανείς να τα πει δια-κοσμητικά. Ή μπορεί να τα ανοίξει κανείς και νατα διαβάσει. Είναι άψογα από αισθητική άποψη.Ο Ιωάννης Σβαν του είπε ότι δεν ενδιαϕερόταν. Μαο πωλητής επέμενε. Ο Ιωάννης Σβαν συνέχιζε νααρνείται. Ήταν έτοιμος να του κλείσει την πόρτα σταμούτρα όταν ο πωλητής έκλαψε. Υπήρχε κάτι στοκλάμα του πωλητή που αντικατόπτριζε αληθινή δυ-στυχία. Αλλά ο Ιωάννης Σβαν μπορεί και να γελάστη -κε. Αγόρασε ένα βιβλίο στην τύχη για να ευχαριστήσειτον πωλητή. Εκείνος, σιγοκλαίγοντας ακόμα, τον ευ-χαρίστησε και του ζήτησε συγνώμη για τη συμπε-ριϕορά του. Ο Ιωάννης Σβαν του έγνεψε καλημερί -ζοντάς τον ευγενικά κι έκλεισε την πόρτα.

Ο πωλητής σοβάρεψε, σκούπισε το πρόσωπό τουκαι κατέβηκε τη σκάλα. Φτάνοντας μπροστά στηνεξώπορτα, καθρεϕτίστηκε στο τζάμι της πόρτας,έβγαλε βιαστικά ένα κουτάκι με πούδρα και πουδρά-ρισε το πρόσωπό του. Έπειτα, χλωμός σαν ϕάντασμα,βγήκε στο δρόμο για να συνεχίσει το έργο του.

Εν τω μεταξύ, ο Ιωάννης Σβαν στο βρώμικο σα-λόνι του, κάθισε στον καναπέ και άνοιξε το βιβλίο.Το σκληρό, πολύχρωμο εξώϕυλλο δεν έϕερε τιτλο,ούτε και το εσωτερικό του. Και στις τετρακόσιεςοχτώ σελίδες του επαναλαμβάνονταν χωρίς διακοπήμονάχα δύο λέξεις…

Ο Ιωάννης Σβαν έκανε χώρο πάνω στο τραπέζιτου σαλονιού και άϕησε το βιβλίο. Δεν μπορούσε νασταματήσει να τρέμει. Αυτό το πράγμα, αυτός ο εισ -βολέας στη ζωή του – ήταν ανίερο. Ο Ιωάννης Σβανσκέϕτηκε να κάψει το βδέλυγμα αλλά κάτι τον συ -

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 11. Το βιβλίο 109

Page 112: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

γκράτησε. Θα το έκαιγε μα δεν θα καιγόταν μαζί μετο χαρτί του βιβλίου κι εκείνο που είχε μόλις ζήσει.Δεν μπορούσε να καεί. Δεν μπορούσε να πεταχτεί ήνα απομακρυνθεί. Ήταν ανώϕελο. Δεν μπορούσε ναθαϕτεί ή να ξεχαστεί.

Ο ϕόβος θα σε σκοτώσει στον ύπνο σου, σκεϕτό-ταν. Ο ϕόβος ενδημεί στα εντόσθιά σου κι επιτίθεταιολοένα. Πολιορκεί το υπόλοιπο σώμα σου με τονκριό του χρόνου.

Το βιβλίο το ϕοβόταν επειδή το βιβλίο του επιτι-θόταν. Με τις δύο λέξεις του και την απέραντη επα-νάληψή τους. Με την καταραμένη ϕράση του και τηναπέραντη επανάληψή της. Ξανά και ξανά και ξανάκαι ξανά. Στο σκληρό εξώϕυλλο του βιβλίου σχημα-τιζόταν ένα στόμα από έντονα κόκκινα χείλη και έντονα λευκά δόντια που χαμογελούσε αδιάντροπα.Σάρκαζε.

Πρόσεχε τι σκέϕτεσαι. Μπορεί να καταλήξεις σεκάτι άσχημο ορμώμενος από τη σκέψη. Μπορεί νακαταλήξεις στο θάνατο ακολουθώντας τη σκέψη.Πρόσεχε τι σκέϕτεσαι. Η σκέψη μπορεί να σε σκο-τώσει. Έλεγχε τη σκέψη σου.

Στη θέα του αϕημένου βιβλίου ο Ιωάννης Σβανθυμήθηκε κάτι που είχε προς στιγμήν ξεχάσει.

Την προηγούμενη νύχτα ο Ιωάννης Σβαν κοιμή-θηκε με την εικόνα μιας θηλιάς στο μυαλό του. Ήτανη θηλιά της αγχόνης η οποία πίστευε ότι του άξιζεως τιμωρία για κάποια πράγματα που είχε κάνει στοπαρελθόν. Πράξεις που σε μάτια τρίτων ίσως να ϕαί-νονταν ασήμαντες. Μα για τον Ιωάννη Σβαν είχανλάβει πια μια άμεσα κολάσιμη διάσταση.

Στη συνέχεια ο Ιωάννης Σβαν ονειρεύτηκε. Βρι-σκόταν στο σπίτι του παππού του μαζί με όλη τουτην οικογένεια. Αλλά ήταν νύχτα και όλοι είχαν πάειγια ύπνο. Παρ’ όλα αυτά, κάποιον περίμεναν, ο

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ110

Page 113: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

οποίος θα έϕτανε μέσα στη νύχτα. Το σπίτι τουπαππού του Ιωάννη Σβαν ήταν μια τυπική μονοκα-τοικία που την τριγύριζε ωστόσο μια μεγάλη αυλή– θα την έλεγε κανείς κήπο ή κτήμα. Ένα μονοπάτιαπό πέτρινες πλάκες διέσχιζε τον κήπο και κατέληγεσε μια καγκελόϕραχτη πόρτα. Ο Ιωάννης Σβαν κοι-μήθηκε στο όνειρο και ξύπνησε στο όνειρο. Ένιωσεμια ακαθόριστη ανησυχία. Οι εξώπορτες ήταν και οιδύο μισάνοιχτες. Βγήκε για λίγο έξω και η νύχταήταν καθαρή. Ένιωσε πως με αυτόν τον καιρό σί-γουρα θα κυκλοϕορούσαν λύκοι. Η ατμόσϕαιρα ήτανεξαιρετικά καθαρή. Πάνω στο μονοπάτι του κήπου,οι ανάριες λάμπες ϕώτιζαν σαν κρυστάλλινα άστρασε ένα πεντακάθαρο, σχεδόν κενό διάστημα. Εκείπου δεν υπήρχε ϕως, το σκοτάδι ήταν υπερβολικάσκοτεινό, σχεδόν ερεβώδες. Μα εκεί όπου έϕτανε τοϕως, το έρεβος διαλυόταν σε μια ϕτενή διαϕάνεια.

Ο Ιωάννης Σβαν περιπλανιόταν αναστατωμένοςστον κήπο. Ο Ιωάννης Σβαν ήταν ένας λύκος, έναςακούραστος πεινασμένος λύκος σε αναζήτηση τρο -ϕής. Ταυτόχρονα ήταν και ϕύλακας γιατί ένιωθε πωςμια απειλή πλησίαζε. Κάποιος; Κάτι; Μα και μέσαστο σπίτι, όπου κατά τα άλλα επικρατούσε απόλυτοσκοτάδι γιατί οι συγγενείς του κοιμούνταν πάντα στοσκοτάδι, οι λάμπες πάνω από τους νιπτήρες ήτανανοιχτές, σαν σημεία συγκέντρωσης – ϕωτεινά κα-ταϕύγια – χώροι προστατευμένοι από τη νύχτα. ΟΙωάννης Σβαν μπαινόβγαινε στο σπίτι. Τη μια πε-ριϕρουρούσε, την άλλη έλεγχε εντός. Όταν βρισκότανμέσα, στεκόταν για λίγο στους νιπτήρες και πλενότανή κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέϕτη απολαμ-βάνοντας το ϕως – ή καθόταν για λίγο να ξεκουρα-στεί. Αλλά η αναστάτωση που ένιωθε δεν τον άϕηνεσε ησυχία, τον έκανε να σηκώνεται βεβιασμένα καινα συνεχίζει βιαστικά την κίνηση, μια έμμονη κίνηση

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 11. Το βιβλίο 111

Page 114: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μιας αναζήτησης μάταιης μεν – μα συνεχώς παρα-κινούμενης από μια ακαθόριστη υποψία. Κανείς δενήταν ξύπνιος.

Ο Ιωάννης Σβαν βρισκόταν έξω στον κήπο. ΟΙωάννης Σβαν ήταν ένας λύκος, ένας ανάλαϕρος λύ -κος που τον χάιδευε το κρύο της κρυστάλλινης νύ-χτας. Όταν ο Ιωάννης Σβαν προσπάθησε ξαναμπείστο σπίτι, ένα χέρι εμπόδισε από μέσα την πόρτα ναανοίξει. Ο Ιωάννης Σβαν έσπρωξε παραπάνω και ηπόρτα υποχώρησε. Τότε άκουσε τη ϕωνή του πατέρατου. Η αδερϕή σου ήρθε. Και μετά άκουσε την ϕωνήτης αδερϕής του. Αλλά κοιτούσε κάτω και δεν μπο-ρούσε να δει την αδερϕή του. Ο Ιωάννης Σβαν ταν έναςλύκος που περπατούσε αέρινα στα τέσσερά του πό δια.Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν ένα γυναικείο χέριπου κρατούσε μια θηλιά από σχοινί. Ένιωσε τη θηλιάνα αγγίζει τα μαλλιά του. Αντέδρασε τότε. Προσπάθη -σε να σηκωθεί όρθιος. Κάτι τον εμπόδιζε. Έσπρωξεπαραπάνω και αποτίναξε αυτό που τον εμπόδιζε. Ότανσηκώθηκε, όμως, μπροστά του δεν στεκόταν ούτε ηαδερϕή του ντυμένη στο στολισμένο της ϕόρεμα ούτεο πατέρας του. Μπροστά του δεν στεκόταν κανείς. Καιτότε άκουσε τη ϕωνή της αδερϕής του να τον καλείπανικόβλητη σε βοήθεια. Ούρλιαζε – καλώντας τονκοντά της.

Ο Ιωάννης Σβαν τότε πάλεψε με τον ύπνο και κα-τάϕερε να τον νικήσει. Μόλις ξύπνησε κατάλαβε πωςδεν υπήρχε τρόπος να βοηθήσει την αδερϕή του.Αλλά το ρίγος που ο Ιωάννης Σβαν ένιωθε κατά τηδιάρκεια του ονείρου επέμενε – το ρίγος του λύκου.Ο ϕόβος δεν έλεγε να ϕύγει. Καταλάγιασε μόνο μετο ϕως του ξημερώματος. Οπότε μπόρεσε κι ο Ιωάν-νης Σβαν να ξανακοιμηθεί.

Ο Ιωάννης Σβαν ξύπνησε λίγο πριν χτυπήσει τηνπόρτα ο πωλητής βιβλίων. Είχε ξεχάσει το όνειρο.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ112

Page 115: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Τα ξαναθυμήθηκε με το που παρατήρησε προσεκτικάτο εξώϕυλλο του βιβλίου. Στο εμπροσθόϕυλλο, εκτόςαπό το σαρδόνια μισάνοιχτο στόμα, κάτω δεξιά, εκείόπου θα έπρεπε να υπάρχει η σϕραγίδα του εκδότη,μετά βίας ξεχώριζε κανείς χαραγμένο ένα τριπλόκεϕάλι, το πρώτο μέρος του οποίου κοιτούσε πίσω,το δεύτερο μέρος κάτω και το τρίτο μπροστά.

Ξαϕνικά ένιωσε ξανά το ρίγος της προηγούμενηςνύχτας. Άκουσε στο κεϕάλι του τη ϕωνή του, τη δι -κή του ϕωνή, σαν μαγνητοϕωνημένη. Υπάρχει κάτισκοτεινό – κάποιος; – που κατοικεί μέσα στο ϕως.Επανέλαβε τη σκέψη ϕωναχτά. Κάτι σκοτεινό – πουκατοικούσε μέσα στο ϕως. Στο όνειρο... προσπάθησενα θυμηθεί. Φοβόταν – μα ένιωθε ασϕαλής. Το χει-ρότερο κομμάτι είχε περάσει. Μερικές ϕορές η συ-νέχεια είναι χειρότερη από το χειρότερο κομμάτι,σκέϕτηκε. Ο Ιωάννης Σβαν δεν μπορούσε να στα-ματήσει τη σκέψη του. Έβρισε και συνέχισε να βρί-ζει για λίγη ώρα. Καθώς έβριζε, ϕαντάστηκε ένακεϕάλι χωρίς σώμα. Κούνησε το δικό του κεϕάλι μαη σκέψη δεν σταματούσε. Η σκέψη του πάλεψε μου-διασμένη να στραϕεί για λίγο στο κενό. Ο ΙωάννηςΣβαν πήγε στο νιπτήρα να πλυθεί. Μα τότε ϕαντά-στηκε κάτι άλλο. Ένα παλιό παιδικό παραμύθι μουμιλούσε για έναν νυχτερινό διαβάτη ο οποίος συνάντη -σε μια καμπουριασμένη γριά στο δρόμο. Όταν ο δια-βάτης την ρώτησε πού πήγαινε τέτοια ώρα, το πα-ραμορϕωμένο από την ηλικία πρόσωπο της γριάς τονκοίταξε με ένα τρελό βλέμμα – θασουκόψωτοκεϕάλιούρλιαξε στριγκά και του έκοψε το κεϕάλι και τοκατασπάραξε. Ο Ιωάννης Σβαν σκέϕτηκε πως τοκεϕάλι εκείνου του ανθρώπου ϕανταζόταν πρωτύτε -ρα. Ο Ιωάννης Σβαν είχε ανατριχιάσει ολόκληρος.

Κάθε αντικείμενο του μπάνιου τού ϕαινόταν ζωντα -νό. Δεν μπορούσε να κοιτάξει στον καθρέϕτη γιατί

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 11. Το βιβλίο 113

Page 116: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ϕοβόταν πως στην αντανάκλασή του θα υπήρχαν κέ-ρατα. Μα πιο πολύ ϕοβόταν ότι τα μάτια του θαϕαίνονταν κακά. Κακά – τώρα από το μυαλό του δενέϕευγε η λέξη κακό – και πήγαινε στο διαβολικό κιέπειτα στο σατανικό. Ο Ιωάννης Σβαν είχε κλείσειτα μάτια παραδομένος στον ϕόβο. Δε ϕοβόταν μόνοτις σημασίες των λέξεων, δε ϕοβόταν μόνο τις λέξεις,δε ϕοβόταν μόνο το μυαλό του, δε ϕοβόταν μόνο τοβιβλίο που αγόρασε νωρίτερα, ϕοβόταν κάθε αντι-κείμενο το σπιτιού, ϕοβόταν τα στόρια, ϕοβόταν τιςπόρτες, ϕοβόταν κάθε γωνία του δωματίου, ϕοβόταντο υπόλοιπο του διαμερίσματος, ϕοβόταν κάθε μέροςτου σπιτιού του δεν υπαγόταν στο άμεσο οπτικό τουπεδίο.

Φοβόταν πως, αν εκείνη τη στιγμή άνοιγε το στό -μα του να μιλήσει, σύσσωμη η κόλαση θα έβγαινε θαπαρέλαυνε γύρω του, κυκλώνοντάς τον με τη ϕρίκη της.

Ο Ιωάννης Σβαν στεκόταν στη μέση του σαλονιούκαι προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι δε συ-νέβαινε τίποτα, ότι τίποτα δεν είχε σημασία. Προ-σπαθούσε να απαλλαγεί από το τρομακτικό κλύσματης αόριστης δεισιδαιμονίας προσηλυτίζοντας τονεαυτό του στον πιο ακραίο μηδενισμό.

Με την ώρα, η κρίση πέρασε. Ο Ιωάννης Σβανκουράστηκε και κάθισε στην πολυθρόνα. Ο ΙωάννηςΣβαν κοιτούσε κάτω, παραδομένος σε ένα απόλυτοομϕαλοσκοπικό παρόν.

Αυτό είναι ψέμα. Ο Ιωάννης Σβαν – έμοιαζε – ναβιώνει ένα ομϕαλοσκοπικό παρόν. Στην πραγματι-κότητα σκεϕτόταν το παρελθόν. Σκεϕτόταν το σπίτιμε τον κήπο. Το αληθινό σπίτι με τον κήπο της μνή-μης του. Και θυμόταν τον παππού του. Τι θα έλεγεάραγε ο παππούς του για τα πράγματα που είχεκάνει ο Ιωάννης Σβαν; Για τα πράγματα εξαιτίαςτων οποίων πίστευε ότι του άξιζε μια θηλιά, δυνατά

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ114

Page 117: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

σϕιγμένη στο λαιμό του; Ο Ιωάννης Σβαν ένιωθεπως είχε τη δύναμη για να σϕίξει ο ίδιος τη θηλιά –και για να συνεχίσει να τη σϕίγγει, να τη σϕίγγει καινα τη σϕίγγει, όλο και να τη σϕίγγει – ώστε ποτέ ναμη νιώσει ότι σταματάει να τη σϕίγγει. Ότι έπρεπενα τη σϕίξει.

Οι νεκροί δεν πεθαίνουν – κρύβονται. Είναι ασέ-βεια να τους σκέϕτεσαι. Δεν σου αξίζει. Μην τουςσκέϕτεσαι.

Το ρίγος του ονείρου δεν έλεγε να ϕύγει. Ο Ιωάν-νης Σβαν συνειδητοποίησε ότι είχε, τόσα χρόνια, εξο-βελίσει το θάνατο στη σϕαίρα της λήθης. Ένιωσε ότιυπήρχε κάτι το θεμελιωδώς διεστραμμένο στην προ-ηγούμενη στάση του. Κάτι στην προηγούμενη στάσητου που του προξενούσε αποστροϕή. Μα ακόμα εντο -νότερη αποστροϕή του προξενούσε το γεγονός ότιένιωθε αποστροϕή για την προηγούμενή του στάση.Η τωρινή του στάση τον ϕόβιζε. Ο εαυτός που ϕοβά -ται τον εαυτό. Ένας εαυτός που ϕοβάται έναν εαυτόπου αποστρέϕεται έναν εαυτό που σϕάλλει.

Δεν μπορούσε να ξεϕύγει. Τα σπασμένα κρύ-σταλλα κείτονταν στο έδαϕος. Τα σκορπισμένα θραύ-σματα της γυάλινης σϕαίρας της ζωής την οποίαέσπασε ο Ιωάννης Σβαν αγνοώντας τι έκανε. Κάθεϕορά που έσκυβε να μαζέψει τα κομμάτια, κοβόταν.Ήταν ανώϕελο να μαζέψει οτιδήποτε.

Κι αυτός ήταν ο κύριος λόγος για την ακαταστα-σία που επικρατούσε στο διαμέρισμα. Ήταν αδύνατονα μαζέψει οτιδήποτε χωρίς σταγόνες πηχτού αίμα-τος να λερώσουν το πάτωμα. Κάθε κίνηση ήταν καιμια νέα πληγή που έχαινε – κι αν κοιτούσε μέσα της,μέσα στο σκούρο της ανοιχτής σάρκας, μπορούσε ναδει καθαρά το βάθος του εαυτού του. Διότι, για τονΙωάννη Σβαν, ο εαυτός του σταματούσε εκεί πουσταματούσε και το δέρμα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 11. Το βιβλίο 115

Page 118: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Ο Ιωάννης Σβαν είπε στον εαυτό του πως έπρεπενα βγει από το σπίτι, να περπατήσει για λίγο στοδρόμο. Να δει τον ήλιο. Να τον αγγίξει το ϕως. Να τοναγγίξουν άλλοι άνθρωποι. Να αδιαϕορήσουν γι’ αυ -τόν. Και τι δε θα ’δινε για μια γερή δόση αδιαϕορίας.

Το βιβλίο από το τραπεζάκι συνέχιζε να τον κοιτάχλευάζοντας. Σάρκαζε. Στις σελίδες του ήταν γραμ-μένες όλες κι όλες δύο λέξεις – κι αυτές σε μιαγλώσσα νεκρή από καιρό. Ο Ιωάννης Σβαν την είχεδιδαχθεί, και μπορούσε να μεταϕράσει το νόημάτους. Το πρόβλημα ήταν πως ο Ιωάννης Σβαν γνώ-ριζε ότι κάτι χανόταν κατά τη μετάϕραση. Κάτι ου-σιώδες, που χωρίς αυτό το κείμενο έμοιαζε ανόητο,τετριμμένο. Κι όμως, ο Ιωάννης Σβαν ένιωθε επίσηςσίγουρος ότι σ’ εκείνες τις δύο λέξεις κρυβόταν με-γάλη σοϕία – μια αλήθεια για τον ίδιο και για όλουςαπροσπέλαστη – απροσπέλαστη μετά από τόσους αι-ώνες γλωσσικής ϕθοράς και μεταμόρϕωσης. Σ’ εκεί-νες τις δύο λέξεις ελλόχευε η διατύπωση μιας αλή-θειας προσιτής μόνο σε εκείνους που μιλούσαν εκείνητην αρχαία γλώσσα, την οποία αν την συνέκρινε κα-νείς με τις αντίστοιχές της σημερινές θα ανακάλυπτεμια παιδική αθωότητα η οποία χάθηκε με τον καιρό,αϕού το παιδί μεγάλωσε.

Το βιβλίο συνέχιζε να σαρκάζει. Έλεγε κάτι πουόντως άξιζε να ειπωθεί – κάτι ακατανόητο που προ-ερχόταν από μια εποχή κατά την οποία οι λέξεις εί -χαν ακόμη δύναμη. Μια δύναμη εδώ και πολύ καιρόχαμένη. Ο Ιωάννης Σβαν δε ϕοβόταν άλλο. Νόμιζεπως καταλάβαινε πια κάποια πράγματα, χωρίς ακρι-βώς να ξεχωρίζει ποια ακριβώς πράγματα καταλά-βαινε καθαρά και ποια όχι. Καταλάβαινε σίγουραπως ο ϕόβος δεν ήταν διέξοδος. Καταλάβαινε πως οίδιος αποτελούσε μέρος μιας κίνησης ήδη ξεπερα-σμένης. Καταλάβαινε κι άλλα πράγματα, τα οποία

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ116

Page 119: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

δεν μπορούσε να διατυπώσει αλλά εκείνα πίεζαν τονεγκέϕαλό του και κυλούσαν αργά από τα μάτια του.Θρηνούσε ξανά, σιωπηλά και άϕωνα.

Και μπορούσε να προβλέψει με αρκετή σιγουριάπως θα ξαναέκανε τα ίδια λάθη. Γιατί επιτέλους είχεβρει κάτι ενδιαϕέρον για να λεχθεί. Και αργά ή γρή-γορα – αν όχι την ίδια μέρα ή την επόμενη, σίγουραμέσα στον επόμενο μήνα – θα καθόταν μπροστά στηγραϕομηχανή του και θα το έγραϕε. Ένα καινούριοποίημα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 11. Το βιβλίο 117

Page 120: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 121: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 119 ]

ΔΩΔΕΚΑ

Φωτιά

ΜΠΗΚΑ ξανά στο βιβλιοπωλείο. Ο ιδιοκτήτης μεχαιρέτησε με ένα βλέμμα αναγνώρισης. Ήμουν εκείκαι την προηγούμενη.

«Το διάβασες;» με ρώτησε. Έγνεψα πως ναι.«Σου άρεσε;»Του απάντησα πως δεν ήταν αυτό που έψαχνα τε-

λικά. Έκανε μια αμήχανη κίνηση με τους ώμους.«Χρειάζομαι κάτι περισσότερο υπόγειο» του εξή-

γησα «κάτι λιγότερο έκδηλα μεταϕυσικό. Κάτι λιγό -τερο χοντροκομμένο – και κάτι που να μπορεί να μεκάνει στ’ αλήθεια να ϕοβηθώ. Κάτι για να με στοι-χειώσει με τέτοιο τρόπο που να μην καταλαβαίνωγιατί…»

Έμεινε για λίγο σιωπηλός κοιτώντας με. Ίσως νανόμιζε πως δεν ακουγόμουν και πολύ στα καλά μου.Τελικά κούνησε το κεϕάλι.

«Καταλαβαίνω» είπε «αλλά δεν ξέρω τι να σουπροτείνω»

Τον ευχαρίστησα κι έκανα να ϕύγω. Τη στιγμήπου γυρνούσα μου είπε πως αν γινόμουν λίγο πιοσυγκεκριμένος ίσως να μπορούσε να με βοηθήσει.

Του απάντησα πως χρειαζόμουν κάτι που να μεγεμίζει ϕόβο ενώ το διαβάζω στο τραπέζι ενός κα -ϕενείου έξω στο δρόμο, κατά τη διάρκεια μιας ηλιό-

Page 122: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

λουστης μέρας στο πολύβουο κέντρο κάποιας ελλη-νικής πόλης. Μία αϕήγηση που να εκμεταλλεύεται καιτο πλέον τετριμμένο μέρος της, όπως για παράδειγμαη περιγραϕή ενός τραπεζιού, με τρόπο που να αποδί -δει ένα άϕατο συναίσθημα αναστάτωσης στον αναγνώ -στη. Έψαχνα, εν ολίγοις, κάτι που να προσεγγίζειαυτό που δεν μπορεί να λεχθεί.

Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου με παρέπεμψετότε στον κινηματογράϕο τρόμου. Φαίνεται πως δενκαταλάβαινε. Του ζήτησα τον υπολογιστή του γιαμερικά λεπτά, για να γράψω κάτι. Δεν έδειχνε πρό-θυμος να με αϕήσει, αλλά τελικά μου παραχώρησετο πληκτρολόγιο, μάλλον γιατί του προξενούσα πε-ριέργεια. Μπορεί να μη συμπεριϕερόμουν απόλυταϕυσιολογικά, μα οι εκϕράσεις του σώματός μου ήταναπόλυτα καθησυχαστικές. Δεν πρέπει να έμοιαζαεπικίνδυνος, ούτε στο ελάχιστο.

Για μισή ώρα έγραϕα ασταμάτητα. Εκεί γράϕτη -κε αυτή εδώ η ιστορία. Μετά έϕυγα για να τον αϕήσωνα διαβάσει. Έκανα μια βόλτα, έϕαγα ένα κομμάτιπίτα και μετά από μία ώρα επέστρεψα στο κατά-στημα.

τρεις λαγοί, τρεις λαγοί ξεκοιλιασμένοι πηδάνε μέ-πηδάνε μέσα στη ϕωτιά ϕωτιά ϕωτιά.Αυτή ήταν η ϕράση που μου ήρθε στο μυαλό όταν

αντικρυσα το βιβλιοπωλείο. Οι άντρες της πυροσβε-στικής είχαν μόλις τελειώσει τη δουλειά τους. Μά-ζευαν τη μάνικα. Τρία μαγαζιά στη σειρά, το βιβλιο-πωλείο ήταν το μεσαίο, μαυρισμένα καρβουνιασμένα.Αποκαΐδια από βιβλία χαμένα όπως οι βρυκόλακεςστο ϕως της ημέρας.

Ρώτησα έναν πυροσβέστη για τον ιδιοκτήτη.«Κάηκε» μου απάντησε ζαρώνοντας τα χείλη και

κουνώντας το κεϕάλι.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ120

Page 123: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Έγνεψα στον πυροσβέστη κι απομακρύνθηκα.Στο δρόμο με σταμάτησε έντρομος ένας εύσωμος

μαυριδερός άντρας με γυαλιά.«Τι συνέβη;» με ρώτησε πανικόβλητος.«Έπιασε ϕωτιά στο στενάκι. Κάηκε το βιβλιοπω-

λείο και τα δύο μαγαζιά δεξιά κι αριστερά» του απά -ντησα σϕιγμένος.

«Ω, θεέ μου!» έκανε «Ο Ιωάννης είναι καλά;»«Ποιος είναι ο Ιωάννης;»«Ο βιβλιοπώλης…» απάντησε ξέπνοος.Φόρεσα τη γκριμάτσα της θλίψης και κούνησα το

κεϕάλι πέρα δώθε με τα μάτια κλειστά.ο καιρός τσιγκλάει τα χαρούμενά του μάτια τα

κοσμήματα πέϕτουν η ακτή κοντεύει ο μαγικός κύ-κλος έρχεται εσύ εγώ κι οι υπόλοιποι ϕίλοι μας…

«Μοίρα» είπε ο χοντρός άντρας. Η έκϕρασή τουείχε παγώσει κι ο πανικός του είχε καταλαγιάσει. Ηενεργητικότητά του είχε χαθεί όπως ενός σκύλουαϕού κολλήσει με τη σκύλα. Ποτέ δεν έχω δει σκυλίνα ζευγαρώνει – μόνο γάτες. Λένε πως οι γάτες είναιτου διαβόλου. Εμένα μ’ αρέσουν οι γάτες, ειδικά οιμαύρες. Αλλά οι αγαπημένοι μου είναι οι μεγαλόσω-μοι γάτοι με το κοκκινωπό τρίχωμα και τα μπλεμάτια. Σαν κι αυτόν που μας κοιτούσε ξαπλωμένοςστο καπό ενός αυτοκινήτου όσο μιλούσα με τον άντρα,ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν ϕανέρωνε καμία διά-θεση να συνεχίσει το δρόμο του.

«Στο βιβλιοπωλείο πήγαινα κι εγώ, αλλά…» πα-ρατήρησα. Με κοίταξε ερωτηματικά. Πρόσεξα ότι τοδέρμα του προσώπου του ήταν σχεδόν πλήρως άτρι -χο, με εξαίρεση μερικές αδέσποτες αναιμικές τρι-χούλες, με μεγάλη απόσταση η μια από την άλλη.Και μου έκανε εντύπωση αυτό γιατί ο άντρας έδειχνεπερίπου σαράντα χρονών και τα μαλλιά του έμοιαζαννα ϕύονται κανονικά – ίσως υπερβολικά κανονικά –

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 12. Φωτιά 121

Page 124: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

χωρίς καν την υποψία ϕαλάκρας ή αραίωσης. Σκέ -ϕτηκα πως ίσως να ϕορούσε περούκα.

Είπε πως δεν άντεχε να πάει να δει τα καμένα μα-γαζιά και προσϕέρθηκε να με κεράσει μια μπύρα.Δέχθηκα.

«Τι να πω…» έλεγα καθώς περπατούσαμε «δενμπορώ κι εγώ να το πιστέψω. Εσείς πως μάθατε ότικάτι συνέβη;»

«Πήγαινα να πάρω ένα βιβλίο που είχα παραγγεί-λει και πέτυχα έναν γνωστό μου είπε ότι έπιασε ϕω -τιά πιο κάτω τον ρώτησα που έπιασε ϕωτιά και μουείπε μου έδειξε το στενάκι – τρόμαξα…»

Εγώ δεν είχα τρομάξει. Είχα ξαϕνιαστεί, χωρίς ναξέρω το γιατί. Το ϕυσιολογικό ήταν να θλιβώ ή ναϕοβηθώ. Αλλά δεν ένιωθα τίποτε από αυτά, μόνο μιαπεριέργεια.

Εκείνος συνέχισε να λέει, πως ήξερε τον ιδιοκτήτηπολλά χρόνια, πως ήταν ϕίλοι, πως πήγαινε κάθετόσο να συζητήσει με εκείνον και να παραγγείλεικαινούρια βιβλία. Δεν άκουγα με ιδιαίτερη προσοχήτα λόγια του. Έγνεϕα κάθε τόσο, μα δεν άκουγαπροσεκτικά. Καθίσαμε σε ένα σκοτεινό καϕέ καιήπιαμε χωρίς πολλά λόγια μια μπύρα. Μετά ο άντρας,με τον οποίο δεν είχαμε ακόμη επίσημα συστηθεί,σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Ημπύρα ήταν πολύ νόστιμη. Ήπια την τελευταία γου-λιά όσο ο χοντρός ήταν στην τουαλέτα.

ο ρινόκερος σκάει σ το πά-ρά-θυύ-ρόκαι πηδάει από τον τέ-τά-ρτό οό-ρό-ϕό!Ο άντρας ξαναγύρισε.Κάθισε στη θέση του. Παρήγγειλε άλλη μία μπύρα

και μετά άλλη μία. Τον συνόδεψα ευχαρίστως.Πριν ϕύγουμε, μια γριά μαζί με μια γυναίκα μπή-

καν στο μαγαζί. στράτα στρατούλα τρύπια ποντικούλα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ122

Page 125: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Η γυναίκα υποβάσταζε τη γριά – εκείνη κρεμιόταναπό πάνω της με έναν τρόπο ίδια άρρωστο παιδί.

Η γριά κοίταξε τον χοντρό.«Αααα, δες τι μεγάλη κοιλιά που έχει αυτός!»

σχολίασε κακόβουλα.«Σσσσουτ!» έκανε η γυναίκα «έλα μαμά να κά-

τσουμε να πιούμε καϕέ»Όταν τελικά η σερβιτόρα ήρθε να την πληρώσουμε,

ο χοντρός δεν έκανε καμία κίνηση.η κοιλιά σου θα σκάσει. Πππππάϕϕϕϕ!«Πλήρωσε και τα δικά μου» είπε «θα σου τα δώ -

σω μετά.»Δεν αντέδρασα για να μη δημιουργηθεί ϕασαρία

μπροστά στον κόσμο. Τα χρήματα που είχα στο πορ-τοϕόλι έϕτασαν ακριβώς για το λογαριασμό. Τώραθα έμενα άϕραγκος για την υπόλοιπη εβδομάδα. Δενμε πείραζε όμως. Το πρόβλημα της σίτισης του σώ-ματός μου είχε λυθεί από καιρό.

Ο άντρας σηκώθηκε να πάει μια τελευταία ϕορά στηντουαλέτα πριν την αναχώρησή μας. Τον περίμενα πα-ρατηρώντας τη σερβιτόρα, η οποία, αν μη τι άλλο, ήταναρκετά θελκτική – και ϕιλική – με όλους ανεξαιρέτως,ακόμα και με τη χειρότερη ξινόϕατσα. Ο χοντρός αρ -γούσε να επιστρέψει. Με αγένεια, σηκώθηκα και έϕυ -γα. Βγαίνοντας από το μαγαζί, άκουσα μια κραυγή.Στοιχημάτισα ότι ακούστηκε από την τουαλέτα.

Η σερβιτόρα με πρόλαβε στο δρόμο. Μου είπε τισυνέβη. Της άϕησα το όνομα και το τηλέϕωνό μου.Της επισήμανα ότι ο άνθρωπος μού ήταν σχεδόν άγνω -στος. Πρώτη ϕορά τον συναντούσα.

τρεις μαύρες λικνίζονται και κουβαλάνε μπανά-νες με πανέρια στα κεϕάλια

κόκκινοι μανδύες τα μάτια τους κόκκινα τα δό -ντια τους λευκά

έτοιμα μαύρα να γίνουν να λερώσουν απ’ το αίμα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 12. Φωτιά 123

Page 126: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

124 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

Μου τηλεϕώνησε η κοπέλα από το μπαρ. Ο χοντρόςείχε αυτοκτονήσει, έτσι είπε η αστυνομία. Η κοπέλαμε πληροϕόρησε ότι έδωσε το όνομα και το τηλέ -ϕωνό μου στις αρχές. Στο τέλος της συνομιλίας μερώτησε αν θα πέρναγα καθόλου από εκεί. Της είπαπως θα πέρναγα την επόμενη, για μια βόλτα.

Όπως και έκανα. Πήγα στο μπαρ το επόμενο από-γευμα και τη βρήκα λίγο πριν σχολάσει. Ήπια ένανκαϕέ στον πάγκο. Έβρεχε. Συζητούσαμε εύθυμα,χω ρίς ίχνος πένθους για το νεκρό άγνωστο. Άναψατσιγάρο αλλά εκείνη ξίνισε λίγο.

«Σ’ ενοχλεί;» τη ρώτησα. Στράβωσε.«Ναι» είπε «μ’ ενοχλεί…»Μου ϕάνηκε περίεργο γιατί στη δουλειά της είχε

συνεχόμενη επαϕή με τον καπνό, αλλά τελικά τοέσβησα. Η αλήθεια είναι πως ο εξαερισμός ήταν πολύκαλός και η ατμόσϕαιρα του μαγαζιού – ίσως και λό -γω της πεσμένης κίνησης εκείνη την ημέρα – ήτανπρωτοϕανώς καθαρή. Το τσιγάρο μου θα τη χαλούσεπράγματι την ατμόσϕαιρα στο μαγαζί εκείνη τηνημέρα.

Πέρασα λίγη ώρα χτυπώντας τα δάχτυλα ρυθμικάστο τραπέζι και περιϕέροντας νευρικά το βλέμμα μουστο ταβάνι. Προσποιούμουν τον αμήχανο. Εκείνη εί -χε λίγη δουλειά ακόμη.

πίσω στο καμένο σπήλαιο πατάω μέσα σε μαβιάδάκρυα και ούρα παιδιώνΓέλασα για λίγο μόνος. Διακριτικά.Φύγαμε από το μπαρ και πήγαμε σ’ ένα άλλο μα-

γαζί και ήπιαμε. Μιλούσαμε ο καθένας για τη ζωήτου – μισά ψέματα μισές αλήθειες. Μετά από ώρα καιαρκετό ποτό, πιάσαμε να συζητάμε για τον χοντρό.Έπειτα μιλήσαμε για τον βιβλιοπώλη, η κοπέλα τονήξερε, ψώνιζε περιστασιακά από εκεί. Της είπα μελεπτομέρειες τι είχε συμβεί.

Page 127: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

125ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ – 12. Φωτιά

Η κοπέλα είχε κόκκινα μαλλιά – μπλε μάτια. Προ -ϕανώς έβαϕε τα μαλλιά της, το χρώμα ήταν πολύχτυπητό.

Ενδιαϕέρθηκε για την ιστορία μου – εκείνη πουέγραψα για το βιβλιοπώλη. Ρώτησε αν είχε χαθεί στηϕωτιά. Ή αν είχα κρατήσει αντίγραϕο του αρχείου. Τηςαπάντησα ότι την εκτύπωσα πριν ϕύγω από το βιβλιο -πωλείο. Φυσικά είπα ψέματα. Δεν εκτύπωσα τίποτα.

Η κοπέλα μου ζήτησε τότε να διαβάσει την ιστο-ρία. Ασχολούνταν, είπε, με ιστορίες ϕανταστικού. Τηρώτησα αν έγραϕε. Είπε πως δεν την ενδιέϕερε τογράψιμο. Της άρεσε να διαβάζει.

Τη ρώτησα αν ήταν σίγουρη. Είπε ναι.Τη ρώτησα αν ήταν σίγουρη σίγουρη. Έδειξε να

δυσανασχετεί.Αργότερα πήγαμε στο σπίτι της. Εκείνη ξάπλωσε

αμέσως στον καναπέ εξουθενωμένη και μου ζήτησετην ιστορία.

Άνοιξα την τσάντα μου κι έβγαλα πέντε τσαλα-κωμένα ϕύλλα χαρτιού. Τα άρπαξε από τα χέρια μουπριν προλάβω καλά καλά να τα ισιώσω στοιχειωδώς.

«Δώστα μου» είπε – «τώρα κάνε μια βόλτα. Δεςτηλεόραση, κάνε κάτι. Δεν μπορώ να με κοιτάς ότανδιαβάζω» κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Έκλεισετην πόρτα. Άκουσα τον θόρυβο του κρεβατιού καθώςη κοπέλα βουτούσε πάνω του.

Πέρασε μισή ώρα, πέρασε μία ώρα, ίσως παρα-πάνω. Εγώ ξάπλωνα στον καναπέ και κοίταζα τασχήματα της υγρασίας στο ταβάνι. Που και που έπε -ϕταν σκουπιδάκια στα μάτια μου οπότε αναγκαζό-μουν να τα ανοιγοκλείνω.

Ξαϕνικά εκείνη όρμησε με θόρυβο στο σαλόνι. Μεκοιτούσε με απέχθεια με μίσος.

«Τι συνέβη;» ρώτησα με περιέργεια. «Σου άρεσε;» Η γλώσσα της έμοιαζε να έχει παραλύσει.

Page 128: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

«Είσαι… είσαι…» κατάϕερε μόνο να αρθρώσει.«Τι είμαι;» τη ρώτησα απορημένος.Έτρεξε προς το μέρος μου και με κλότσησε στο

πρόσωπο. Ευτυχώς το κεϕάλι μου ακουμπούσε σταμαξιλάρια, διαϕορετικά ίσως να με είχε σκοτώσει –λέμε τώρα… Έπειτα άρπαξε μια καρέκλα από το τρα -πέζι κι έκανε να μου επιτεθεί. Αλλά το ξανασκέϕτη -κε, η οργή της ξεθύμανε – και στάθηκε ξέπνοη έναμέτρο μπροστά μου. Έκλαιγε. Με σπασμένη ϕωνήμε ρώτησε αν ο χοντρός είχε διαβάσει την ιστορία μου.

δεν ξέρεις αν θα ξεγεννήσει ψέματα μα σίγουραθα ’ναι νεκρό

Της απάντησα πως ϕυσικά την είχε διαβάσει, τουτην είχε στείλει ο βιβλιοπώλης μέσω διαδικτύου.

Τότε εκείνη έτρεξε μανιασμένα μέχρι την μπαλ-κονόπορτα, την άνοιξε, δρασκέλησε τα κάγκελα καιπήδηξε στο κενό. Βρισκόμασταν, αν δε με απατά ημνήμη μου, στον τέταρτο όροϕο.

Η γριά που περνούσε κάτω από το μπαλκόνι τηςσερβιτόρας είδε ένα κορίτσι να πετάει. Χάρηκε μετο θέαμα και θέλησε να μιλήσει με το κορίτσι πουπετούσε – αλλά η κόρη της που την υποβάσταζε σαννα σέρνεις παχύσαρκο ζώο παρηκμασμένο βρέϕοςέκλεισε τα μάτια της γριάς και σϕάλισε κι η ίδια ταδικά της. Μετά από μισό λεπτό η γυναίκα άνοιξε ταμάτια της κι έσυρε τη γριά μέχρι το σπίτι.

Μόνο κάτι τελευταίο. Δεν υπήρξα ειλικρινής εξ αρχής.Εξηγούμαι. Το ήξερα από την αρχή πως το βιβλίο πουέψαχνα δεν υπήρχε. Άλλωστε, ποια ιστορία, ειδικάαπό εκείνες που γράϕονται στο χαρτί, μπορεί στ’ αλή -θεια να τρομάξει έναν σαν κι εμένα; Ποια ιστορία έχειτη δύναμη να τρομάξει έναν δαίμονα;

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ126

Page 129: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΘΑΝΑΤΟΣ

Page 130: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 131: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 129 ]

Η ΙΣΤΟΡΙΑ αυτή διαδραματίζεται στον τόπο όπου ζουντα ανθρωπάκια με το λευκό χρώμα, που είναι κάτα-σπρα σαν κάτασπρη κιμωλία κι είναι μεγάλα περίπουσαν μινιατούρες. Δεν έχει τόση σημασία το μέγεθος.

«Ώστε πιστεύετε ότι θα διαπρέψετε εδώ;» ρώτησεη κοπέλα με το χλωμό δέρμα και τα κοντά μαύραμαλλιά, τα βαθουλωτά μάτια και το χιτώνιο τουυποτακτικού. Έπιανε με το αριστερό της χέρι τα χα-λινάρια του αλόγου μου κρατώντας το σταθερό. Μετο δεξί χάιδευε το μουσούδι του αλόγου. Το ζήλευαλίγο το άλογο. Ήταν απλώς το κορίτσι των στάβλωνκι εγώ έπρεπε να συναντήσω ένα πολύ σημαντικόπρόσωπο στη χώρα τους, δεν θυμάμαι ακριβώς ποιον,μάλλον κάποιον ξακουστό ραψωδό που λεγόταν ότιστις ιστορίες του μπορούσε κανείς να βρει – εδώ υπήρ -χαν διάϕορες εικασίες – κάποιοι έλεγαν την αθανα-σία, κάποιοι άλλοι την απόλυτη γνώση, κάποιοι τοπραγματικό όνομα του θεού στη γλώσσα των θεών– αλλά η πιο έγκυρη άποψη – έστω η άποψη των πιοέγκυρων ανθρώπων – δηλαδή εκείνων που καπη-λεύονταν αδίστακτα την έννοια της εγκυρότητας –ήταν ότι κάποιος μπορούσε να βρει στις αϕηγήσεις τουραψωδού, αν ήξερε βέβαια να ακούσει, το ίδιο τονόημα του θανάτου.

Page 132: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

130 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

Αλλά ο ήλιος είναι ο εωθινός δολοϕόνος που σκο-τώνει τα ανθρωπάκια. Τα ανθρωπάκια ζουν (στο μυα -λό μου) πριν το ξημέρωμα και μου λένε ιστορίες.Οπότε, επειδή κοντεύει να ξημερώσει, θα ξεχάσω προςστιγμήν την ιστορία του ραψωδού που υποσχόταν τονόημα του θανάτου – άλλωστε δεν ήμουν σίγουρος ανμε ενδιέϕερε ούτως ή άλλως – και θα κάτσω να ακούσωτην ιστορία της κοπέλας του στάβλου που σίγουραήταν ομορϕότερη και σίγουρα υποσχόταν περισσό-τερα από το γεροραψωδό, ο οποίος το πιο πιθανόήταν να μισομουρμούριζε γεροντικά ϕληναϕήματαντυμένα σαν σκοτεινές σοϕίες.

Πάνω στο άλογο άγγιξα το δέρμα μου κι ένιωσαπως ήταν άσπρο. Έξυσα το πρόσωπό μου για να βγειεπιτέλους η πούδρα μα δεν ήταν πούδρα. Η μεταμ -ϕίεσή μου είχε αϕομοιωθεί από το σώμα μου – ήεγώ είχα αϕομοιωθεί από τη μεταμϕίεση. Ξεκαβα-λίκεψα και ακολούθησα την κοπέλα στα άχυρα. Εί-χαμε το ίδιο μέγεθος. Εκείνη τότε, βιαστικά βιαστικά,ξεκίνησε να αϕηγείται την ιστορία της, μιλούσε γρή-γορα μη μας προλάβει ο ϕονιάς. Άρχισε να μου λέειγια το ϕρενιασμένο πρόσωπο της γριάς δολοϕόνουμε το αλτσχάιμερ –

Δεν ξέρω πως, μα το μάντευα ότι το καλοκαίριδεν θα μπορούσε να ϕέρει τίποτα καλό για ακόμημια χρονιά.

Βρωμοκοπούσε αλκοόλ τρία καθίσματα μπροστά.Ηλιοκαμένος, όμορϕος, ιδρωμένος, γεροδεμένος καιβρώμικος μεσόκοπος χωριάτης που μιλούσε στο τη-λέϕωνο.

«Μα Μαρία κάνεις κάποιες ϕορές κι εσύ κάτι ερω-τήσεις! Με ρωτάς αν θα πάω σε μαγαζί; ΣυγνώμηΜαρία και τι θέλεις να κάνω; Πώς τολμάς δηλαδήνα με ρωτάς τέτοιο πράγμα; Άκου εκεί! Δηλαδή θαπας σε μαγαζί; Έ και τι θέλεις να κάνω ρε Μαρία;

Page 133: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

131ΘΑΝΑΤΟΣ

Να κάτσω και να την παίξω; ... Μαρία, μερικές ϕο -ρές, βρίσκω τις ερωτήσεις σου πολύ εεκκνευριστικές»

Κοιτούσα έξω από το παράθυρο κι όσο κι αν προ-σπαθούσα δεν τα κατάϕερνα να μην τον ακούω. Ηϕωνή του σϕυροκοπούσε το κεϕάλι μου και την καρ-διά μου και μ’ αρρώσταινε.

Όταν ϕτάσαμε τον ακολούθησα. Ακολούθησα τονλιγδιασμένο μέθυσο μέχρι μια κακόϕημη γειτονιάτης πόλης. Εκεί, σ’ ένα σκοτεινό σοκάκι τον σταμά-τησαν κάτι μπάτσοι που ξεϕύτρωσαν από το πουθενά.Του ζήτησαν ταυτότητα, εκείνος την έβγαλε πανη-γυρικά από την τσέπη του σακακιού μαζί με τσαλα-κωμένα χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ.

Είχα κάτσει ακριβώς δίπλα τους και κοιτούσα. Δενμου έδωσαν σημασία. Μονάχα συναντήθηκαν τα βλέμ -ματά μας με ενός νεαρού μπάτσου και ανταλλάξαμεμια εύθυμη και γεμάτη νόημα ματιά. Ο γηραιότεροςαστυνομικός έκανε στον μεθυσμένο κανονικότατηανάκριση. Ο άντρας είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Σελίγο άρχισε τρέμει και να ϕωνάζει και να τους βρίζειαλλά αυτοί συνέχισαν να τον κοροϊδεύουν. Μισές τιςέλεγε τις βρισιές ο καημένος και μπέρδευε εντελώςτα λόγια του ήταν εντελώς λιώμα. Επρόκειτο βέβαιαγια έναν αχρείο, μα παρ’ όλα αυτά ήταν για λύπηση.Προσπάθησα να τους ζητήσω ευγενικά να τον αϕή -σουν ήσυχο γιατί το παρατραβούσαν. Υποθέτω όμωςότι δεν ήμουν και τόσο ευγενικός γιατί έϕαγα μιαγκλοπιά στο πρόσωπο κι έπεσα αναίσθητος.

Όταν ξύπνησα, η τσάντα μου είχε χαθεί, ενώ δίπλαστο κεϕάλι μου, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίουβρισκόταν πεταμένο το διαβατήριό μου (διότι ήμουνξένος σε εκείνη τη χώρα της ιστορίας της κοπέλας).Ευχαρίστησα από μέσα μου τον κλέϕτη που είχε τηνπρονοητικότητα να ψάξει την τσάντα πριν τη σου -ϕρώσει. Αλλά πάλι, ίσως και να την πήραν εκείνοι

Page 134: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

οι μπάτσοι που ενδεχομένως βρήκαν ευκαιρία γιαπλιάτσικο.

Και τότε την είδα να στέκεται μπροστά μου, χα-μένη, απισχνασμένη σαν τις γριές που διαλέγουνε γιανα παίξουνε τα ζόμπι σ’ εκείνες τις ταινίες με ταζόμπι. Την πλησίασα, εκείνη απλώς στεκόταν εκεί,βρωμούσε πρέπει να τα ’χε κάνει πάνω της, στοπρόσωπό της εναλλάσσονταν οι εκϕράσεις, μια τοπαιδικό χαμόγελο της χαράς, μια το ευγενικό χαμό-γελο της άγνοιας, μια το πέτρινο πρόσωπο του κε -νού, σαν ένα ϕρικτό ρομπότ με βλάβη στο σύστημαδιεπαϕής. Φαινόταν με την πρώτη ματιά ότι είχεάνοια κι ότι είχε κάνει κάτι κακό. Το στόμα της, ηϕανέλα της και τα χέρια της ήταν πασαλειμμένα μεξένο αίμα. Την πήρα αγκαζέ και περπατήσαμε μέχριτους μπάτσους όπου την παρέδωσα και παραδόθηκακι ο ίδιος – άλλωστε ήμασταν συνένοχοι με τη γριά,δεν ήμασταν;

Έπειτα με έδιωξαν κι εγώ έϕυγα – ήδη την έψα-χναν τη γριά, εγώ τους ήμουν άχρηστος. Και πήγαγια να πιω καϕέ σ’ ένα μαγαζί απ’ αυτά που μένουνανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο, απ’ εκείνα με ταγυμνά χορευτικά σόου. Ήπια έναν καϕέ κι έπειταπαράγγειλα μια μπύρα κι άρχισα να την πίνω αργάαργά, αγγίζοντας με τα μάτια μου το υποϕωτισμένοδέρμα της κοπέλας που χόρευε – ήταν πολύ όμορϕοθέαμα μα το θεό. Κάποια στιγμή τρόμαξα γιατί νό-μισα πως κάτω από τους σκοτεινούς χρωματιστούςπροβολείς, το σώμα που κινούνταν τόσο όμορϕα καιαρμονικά δεν ήταν άλλο από της χαμένης αδερϕήςμου – βέβαια έκανα λάθος, μια ϕευγαλέα ψευδαί-σθηση. Πάντως κάτι μου είπε η γριά, καθώς τη συ-νόδευα στο αστυνομικό τμήμα.

Επειδή έμοιαζε άνους και άβουλη πίστεψα ότι προςτο παρόν είχε απολέσει την ικανότητα του λόγου συ-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ132

Page 135: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

νεπώς την οδηγούσα σιωπηλός, μαλακά, κι εκείνηακολουθούσε χωρίς αντισταση. «Να ϕοβάσαι τοαίμα» είπε ξαϕνικά, στην αρχή νόμισα πως μου μι-λούσε μια ϕωνή που υπήρχε μόνο μέσα στο κεϕάλιμου, αλλά όταν ρώτησα τη γριά τι είπες κι εκείνημου ανταπέδωσε την ερώτηση – γιατί ϕυσικά δενεπανέλαβε τη ϕράση, δεν υπήρχε περίπτωση να πά -ρω απάντηση – κατάλαβα πως η ϕωνή της ταίριαζε,εκείνη ήταν που μου μίλησε – με είχε προειδοποιήσει– αλλά δεν μπορεί κανείς να βασιστεί στο παραλή-ρημα ενός ανοϊκού, έτσι δεν είναι;

Όταν μου είπαν τι είχε κάνει η γριά ήταν σαν ναμπορούσα να δω την εικόνα – τα υγρά μάτια της ναγυρίζουν σαν τρελά με μανία όπως ανέμιζαν τα ανά-ρια μακριά μαλλιά της στον καυτό αέρα του μεση-μεριού που θα μπορούσε να είναι και νύχτα καθώςστεκόταν χαζεύοντας με το ιδρωμένο και λερωμένοϕανελάκι πάνω από το νεκρό σώμα της κοπέλας πουτην πρόσεχε εκείνο το μεσημέρι και κάθε μεσημέριαλλά η γριά έχει ήδη ξεχάσει – είχε ήδη ξεχάσει ότιη κοπέλα την πρόσεχε και ήδη αγνοούσε για ποιολόγο κειτόταν εκεί μπροστά της ακίνητη και πλη-γιασμένη – αναρωτιέται κανείς που τη βρήκε τόσηδύναμη – ή που τη βρήκε τόση κακία – μα που τονείδατε τον ϕόνο θα πει κάποιος είναι απλώς δικαιο-λογημένη δίψα για αίμα ενός κορμιού που σαπίζει εναγνοία του μα μη γελιέστε – το ξέρει πως σαπίζειεν αγνοία του γι’ αυτό τρυπάει με το μαχαίρι καιγλύϕει το αίμα – γιατί το έχει απεγνωσμένα ανάγκημα το αίμα πια δε θα τη βοηθήσει – και μάλλονήξερε ότι το αίμα της κοπέλας θα ήταν το τελευταίοτης κι ήθελε να το γευτεί γιατί το δικό της δεν ήτανπια κόκκινο – κάποτε ήταν κόκκινο μα τώρα στηθέση του απέμενε ένα παχύρρευστο και κολλώδες γα-λάζιο υγρό – ϕρικτό, δυσώδες και πολύτιμο – πολύ-

ΘΑΝΑΤΟΣ 133

Page 136: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

τιμο γιατί ήταν σοϕό με τη σοϕία των άψυχων – πουδεν κυλούσε πια στις αρτηρίες μα λίμναζε εκεί σανβάλτος καταδικασμένος σε ευτροϕισμό. Λίμναζε κιανάπνεε, οι αρτηρίες που τώρα ήταν βαμμένες σανβρώμικες ϕλέβες και χειρότερα πήγαιναν πάνω κάτωπάνω κάτω – το αίμα είχε αποκτήσει πια δική τουαυτόνομη ζωή – δεν ήταν το αίμα της γριάς μα ήταντο αίμα του αίματος που απαιτούσε την απελευθέ-ρωσή του – έτσι η γριά προσπαθούσε να το μολύνειμε υγεία για να το ξανακάνει δικό της – χωρίς ναπροσπαθεί στην πραγματικότητα μόνο υπακούονταςκι ακολουθώντας σαν άθυρμα ένα πολύ βαθιά βαθιάκρυμμένο μυστικό – το μυστικό που ίσως μόνο αυτήμπορούσε να δει σ’ όλον τον κόσμο.

Ή μπορεί απλώς η κοπέλα να την ενοχλούσε. Ήίσως και να είχε εμϕιλοχωρήσει ο ϕθόνος – πανταχούπαρών σ’ αυτήν τη χώρα. Δύσκολα κανείς καταλα-βαίνει τους χαμένους ανθρώπους κι η γριά ανήκειστους χαμένους ανθρώπους, σ’ εκείνους που δείχνουνίσως ημίνεκροι βρυκόλακες μα δεν είναι. Τα μικράλευκά ανθρωπάκια είναι οι βρυκόλακες – αυτά πουτρέϕονται από την ιστορία της γριάς είναι βρυκόλα-κες – εγώ είμαι βρυκόλακας κι εσύ είσαι βρυκόλακαςως εγγόνια της γριάς και της κάθε γριάς – ως αρ-χετυπικά εγγόνια της αρχετυπικής γριάς που ταλαι-πωρείται και τα εγγόνια της θλίβονται και αρπάζο-νται από την κατάρα του εκϕυλισμού και την αγκα-λιάζουν και την κάνουν αϕήγηση και την σκοτώνουντη γριά κάθε ϕορά που αϕηγούνται – γιατί ό,τι λέ-γεται με ιστορίες ονομάζει κάτι που είναι ήδη νεκρό.

Μέχρι να ξημερώσει θα πρέπει να τελειώσει η κο-πέλα την ιστορία – το ξέρουν όλοι πως στο ϕως τηςμέρας δεν έχει νόημα – καίγεται το χαρτί και τιςστάχτες του τις ρουϕάει το χώμα σαν ζωογόνο ζουμίαπό ϕρέσκο ψοϕίμι.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ134

Page 137: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Κάτι τέτοια σκεϕτόμουν καθώς τα μάτια μου ακο-λουθούσαν τις υπνωτιστικές κινήσεις του αχνοϕωτι-σμένου χορού. Τόσο λίγο ϕωτισμένου που ϕαινότανσαν να σβήνει. Κι όντως έσβηνε καθώς τα βλέϕαράμου έπεϕταν κι η όρασή μου θόλωνε και μια σκοτεινήομίχλη σκέπαζε τον καπνισμένο χώρο του μαγαζιούμε τη δυνατή μουσική και τις όμορϕες κοπέλες πουχαραμίζονταν χορεύοντας για άξεστους πελάτες.

Αποκοιμήθηκα. Και όταν ξύπνησα η κοπέλα δεβρισκόταν δίπλα μου κι εγώ δεν καθόμουν πια σταάχυρα. Θυμήθηκα πως έγιναν τα πράγματα, όχιπολύ καλά, μόνο μια αμυδρή ανάμνηση του ήλιου ναμας παίρνει τις ζωές, μπήκε από το παράθυρο καιοι πρώτες του ακτινες έπεσαν σ’ εκείνη, που άρχισενα γίνεται διάϕανη – εξαϕανιζόταν με τρομερούς πό-νους και δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι οπότε τη σκέ-πασα με το δικό μου σώμα, την αγκάλιασα σϕιχτάκι όντως πονούσε. Ή ίσως και να μη χρειάστηκε νατην αγκαλιάσω γιατί η αλήθεια είναι πως για εκείνοτο ξημέρωμα ζούσα μέσα στο δέρμα της. Δεν έχεισημασία. Μαζί χάθηκε και το εραλδικό μου άλογο(το σύμβολο του οίκου μου).

ΘΑΝΑΤΟΣ 135

Page 138: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 139: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Page 140: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 141: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 139 ]

ΑΥΤΗΝ την ιστορία μου τη διηγήθηκε – μια νύχταπου η καλοκαιρινή καταιγίδα ξέπλενε τους δρόμουςτης μικρής μας πόλης – ένας από τους πρωταγωνι-στές της. Καθόμασταν στο μπαρ όπου κάθομαι όλεςτις βροχερές νύχτες και πίναμε τη μπύρα μας. Αυτόςμιλούσε κι εγώ άκουγα και μύριζα τη βροχή.

Ο άντρας που μου μιλούσε ήταν ο ιερέας της ενο-ρίας μας, ένας ϕιλήσυχος άνθρωπος με εντονότατες,ωστόσο, εθνικιστικές πεποιθήσεις τις οποίες δεν πα-ραλείπει να υπερασπίζεται τακτικά από αμβώνος.Ξεκίνησε την ιστορία του λέγοντας ότι μια μέρα, πρινμερικά χρόνια, μια βροχερή χειμωνιάτικη ημέρα πρινμερικά χρόνια, αϕού κλείδωσε τη σιδερένια πόρτατου πρόναου κι αϕού κατέβηκε προσεκτικά τα σκα-λιά γιατί ϕοβόταν μήπως γλιστρήσει στον πάγο, είχεμία εξαιρετικής σπανιότητας συνάντηση. Εκεί, στηβάση των σκαλοπατιών, ήταν καθισμένος ένας ζη-τιάνος. Μπροστά στο ζητιάνο ένα αναποδογυρισμένοκαπέλο τζόκεϊ περίμενε τα κέρματα των πιστών.

Ο ιερέας στάθηκε μπροστά στο ζητιάνο και άρχισενα ψαχουλεύει τις τσέπες του παντελονιού που ϕο -ρούσε κάτω από το ράσο για να βρει τα ψιλά του.Τότε πρόσεξε το πρόσωπο του ζητιάνου. Στο σημείοόπου θα έπρεπε να προεξέχει η μύτη υπήρχε ένα

Page 142: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

άμορϕο κομμάτι σάρκας – ή κάποιο υλικό που έμοια -ζε με σάρκα. Πέρα από αυτό, τα μάγουλα του ζητιά -νου ήταν ρουϕηγμένα, το πρόσωπό του αυλακωνόταναπό βαθιές ρυτίδες και το κορμί του ήταν απισχνα-σμένο σε ενοχλητικό βαθμό. Η εξαθλιωμένη εμϕάνισητου ζητιάνου προκάλεσε αποστροϕή στον ιερέα. Αλ -λά κατάϕερε να συγκρατηθεί και δεν το έδειξε – δενέδειξε τίποτα που να δήλωνε την πραγματική τουαντίδραση, τίποτε εκτός από εκείνο το πρώτο πανι-κόβλητο βλέμμα στη θέα της λέπρας, το οποίο διορ-θώθηκε ακαριαία από μια έκϕραση συμπάθειας.

Ο ιερέας έριξε με μια κοϕτή κίνηση τα κέρματαστο ανοιχτό, βρωμισμένο καπέλο του ζητιάνου – καιβιάστηκε να ϕύγει. Τα κέρματα έκαναν θόρυβο ότανέπεσαν στο καπέλο. Ο ιερέας τα έριξε από ψηλά –δεν έσκυψε καθόλου πριν αϕήσει τα κέρματα στοέλεος της βαρύτητας.

Ο ιερέας είχε κάνει μερικά βήματα πριν τον στα-ματήσει η ϕωνή του ζητιάνου. «Μανόλη» ακούστηκεη ϕωνή και ο ιερέας σταμάτησε. Έμεινε εκεί στηθέση του κοιτώντας μπροστά. Ο ζητιάνος επανέλαβετο όνομα του ιερέα – όχι το ιερατικό όνομα μα τοβαϕτιστικό του.

Ο ιερέας έκανε αργά μεταβολή, βημάτισε σιωπηλόςκαι στάθηκε μπροστά στο ζητιάνο.

«Ορίστε;» ρώτησε πολύ ευγενικά το ζητιάνο. Ο τελευταίος ευχαρίστησε τον ιερέα για την προ -

σϕορά του. «Μονάχα αυτό» πρόσθεσε «υπάρχει κάτιακόμα το οποίο θα μπορούσες να κάνεις για ’μένα...»Ο ιερέας συνοϕρυώθηκε μα προέτρεψε τον ζητιάνονα συνεχίσει. Τότε ο λεπρός ζητιάνος παρακάλεσε τονιερέα να τον ϕιλοξενήσει εκείνο το βράδυ στο σπίτιτου, επειδή αν έμενε έξω όπως συνήθιζε, θα πάγωνεστα σίγουρα. Ο ιερέας δέχτηκε με χαρά. Χαμογε-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ140

Page 143: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

λούσε ϕιλικά. Ο λεπρός έκανε μόνο μια πικρή γκρι-μάτσα που έμοιαζε με ειρωνική απομίμηση χαμόγε-λου. Τα μπλαβιά του χείλη ήταν έτοιμα να σκάσουν.Ο ζητιάνος είπε στον ιερέα να τον συναντήσει στοπροαύλιο του ναού στις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Τουείπε ότι θα δούλευε μέχρι τότε και παραπονέθηκεγια το γεγονός ότι οι άνθρωποι της συγκεκριμένηςπόλης δεν ήταν και ιδιαίτερα ϕιλάνθρωποι. Και ήτανόντως αλήθεια ότι τους ζητιάνους τους αντιμετώπι-ζαν με καχυποψία. Ο ιερέας κατένευσε, χαιρέτησεκι έϕυγε. Τριγύρω στην αυλή του ναού υπήρχαν κομ-μάτια χιονιού τα οποία δεν είχαν λιώσει ακόμα – καιη τελευταία χιονόπτωση ήταν πριν μισό μήνα.

Αργότερα την ίδια μέρα, στην κατάμεστη νυχτερινήαγορά νόμισε πως είδε το ζητιάνο καθισμένο σε μιαγωνία με το καπέλο του ανοιχτό μπροστά στα πόδιατου, να εκλιπαρεί για έλεος. Ο ιερέας προσπάθησε ναανοίξει δρόμο μέσα από το πλήθος σκοντάϕτοντας στιςγιορτινές σακούλες με τις προμήθειες που κρέμονταναπό τα χέρια των πιστών. Όταν τελικά κατέϕερε ναϕτάσει μέχρι τη γωνία όπου νόμισε ότι τον είδε, ο ζη -τιάνος είχε εξαϕανιστεί. Ο ιερέας κοίταξε τριγύρω ματο μόνο που είδε ήταν κινούμενοι τοίχοι που αποτε-λούνταν από μια μάζα θολών προσώπων, μια πασα-λειμμένη κινούμενη ομίχλη. Η ομίχλη κινούνταν νευ-ρικά και βιαστικά, ακολουθώντας τις αυθαίρετες ριπέςενός παγωμένου ανέμου. Ο ιερέας άρχισε να μη νιώ-θει τη μύτη του κι αποϕάσισε να επιστρέψει στο σπίτι.

Τα μεσάνυχτα στο προαύλιο του ναού. Ο ιερέαςέϕτασε νωρίτερα και περίμενε όρθιος, κάνοντας νευ-ρικές κινήσεις, ενδόμυχα ευχόμενος να μην εμϕανι-σθεί ο ζητιάνος. Ο ιερέας αποϕάσισε πως θα έϕευγεμετά από δεκαπέντε λεπτά καθυστέρηση. Παρηγο-ρήθηκε στη σκέψη πως ακόμα κι αν κολλούσε λέπρα,θεραπεία υπήρχε.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ 141

Page 144: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

(Εντούτοις, για την άλλη αρρώστια που ο ζητιάνοςείχε ήδη μεταδόσει στον ιερέα δεν υπήρχε θεραπεία.Κι ο ιερέας δέχθηκε τον ζητιάνο με τα σημάδια τηςαρρώστιας καθώς ο λεπρός τον πλησίαζε διασχίζο -ντας το σκοτεινό προαύλιο του ναού της μικρής μαςενορίας. Το καλωσόρισμα του ιερέα έϕερε όλα τα ση-μάδια της αρρώστιας, καθώς ξαϕνικά εμϕορήθηκεαπό εκείνη την παλιά βεβαιότητα.)

Ο λεπρός επιβιβάστηκε στο αμάξι, στη θέση τουσυνοδηγού. Ο ιερέας τού μιλούσε μαλακά, θα έλεγεκανείς με αγάπη. Ο ιερέας ζούσε μόνος. Δε χρειάστη -κε πολλή ώρα για να ϕτάσουν στο διαμέρισμά του,όπου ο ιερέας διήγε βίο ασκητικό. Το διαμέρισμα ήτανπαγωμένο. Ο ιερέας ζούσε χωρίς θέρμανση.

Μετά από μια σύντομη επίδειξη των βασικώνχώρων του διαμερίσματος, ο ιερέας αποσύρθηκε στηνκρεβατοκάμαρά του. Στο ζητιάνο παραχωρήθηκε οκαναπές του σαλονιού και μια μάλλινη κουβέρτα.Αλλά ο λεπρός κρύωνε. Φώναξε τον ιερέα ο οποίοςμόλις είχε ξαπλώσει. Ο ιερέας σηκώθηκε. Ο λεπρόςτον παρακάλεσε να του παραχωρήσει το κρεβάτι τουγιατί κρύωνε υπερβολικά, πιθανόν να είχε αρρωστή-σει. Ο ιερέας έκανε ό,τι του ζήτησε ο ζητιάνος. Ολεπρός έδειχνε να υποϕέρει. Το κρεβάτι ήταν όντωςπολύ ζεστό.

Ο ιερέας ξάπλωσε στον καναπέ και σκεπάστηκεμε τη μάλλινη κουβέρτα. Ο ίδιος δεν ένιωθε νακρυώνει. Σκέϕτηκε πως ο ζητιάνος στ’ αλήθεια είχεαρρωστήσει.

Αλλά ο λεπρός κρύωνε ακόμη. Φώναξε τον ιερέαο οποίος σηκώθηκε ξανά, αυτή τη ϕορά από τον κα-ναπέ όπου είχε ξαπλώσει σκεπασμένος με τη μάλλινηκουβέρτα. Ο ζητιάνος ζήτησε από τον ιερέα να ξα-πλώσει δίπλα του. Ο ιερέας τότε, έχοντας στο μυαλότου πως ο ζητιάνος δεν ήταν άλλος από τον κύριο

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ142

Page 145: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ημών Ιησού Χριστό, έπραξε όπως τον παρακάλεσε ολεπρός.

Εντούτοις ο λεπρός εξακολουθούσε να κρυώνει.Έτσι ζήτησε από τον ιερέα να τον ζεστάνει με τοσώμα του. Ο τελευταίος έκανε όπως τον παρακάλεσεο λεπρός. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.

Στη συνέχεια ο λεπρός αποζήτησε τη θέρμη τωνχειλιών του ιερέα. Ο ιερέας του την προσέϕερε. Ικα-νοποίησε την επιθυμία του λεπρού, γνωρίζοντας πωςασπάζεται χείλη του Σωτήρα του.

Σύντομα ο λεπρός έπεσε σε λήθαργο. Ο ιερέας τονακολούθησε. Ο τελευταίος ένιωσε τον ζητιάνο ότανστη μεση της νύχτας σηκώθηκε από το κρεβάτι καιβγήκε από το σπίτι. Άκουσε κι ένα υπόκωϕο χλι-μίντρισμα, έναν ήχο που προσέγγιζε το ανθρώπινογέλιο. Έμεινε στη θέση του με τα μάτια σϕιγμένακλειστά.

Μια ϕαντασμαγορική αποκάλυψη της πραγματικήςϕύσης του λεπρού, η οποία ίσως να αναμενόταν απότον ιερέα, δε συνέβη. Αλλά κι ο ίδιος ο ιερέας γνώ-ριζε πως οι ϕαντασμαγορικές αποκαλύψεις ανήκανμόνο στη σϕαίρα της μυθοπλασίας. Εξακολούθησελοιπόν τη ζωή του πιστεύοντας ότι εκείνος ο ζητιά-νος ήταν όντως ο Χριστός.

Κι όση ώρα μου μιλούσε σ’ εκείνο το σκοτεινόμπαρ εκείνη τη βροχερή ημέρα του βροχερού χει-μώνα εκείνης της χρονιάς, ακόμα πίστευε πως ήτανένας άγιος που είχε ασπαστεί τα χείλη του Χριστού.Μα το μόνο που μπορούσα να δω εγώ ήταν το ϕα -γωμένο, βαθιά χαρακωμένο πρόσωπό του πίσω απότην μεγάλη γενειάδα. Εκείνος το ίδιο θα πίστευεμέχρι το τέλος.

Ίσως ο ιερέας να μου έλεγε ψέματα – ίσως να μουέλεγε την αλήθεια. Δεν μπορούσα να ξέρω. Άλλωστεείχα μάθει ποτέ να μην εμπιστεύομαι έναν άνθρωπο

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ 143

Page 146: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

της εκκλησίας. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήτανότι τελικά επισκεύτηκε έναν γιατρό κι έκανε τη θε-ραπεία. Έστω κι αργοπορημένα. Αν όντως πίστευεότι ήταν άγιος, για ποιο λόγο να μη δεχθεί την αρ-ρώστια ως ευλογία; Την απομόνωση ως πνευματικήάσκηση; Το θάνατο ως λυτρωτική ανταμοιβή;

Με τον άγιο πρώην λεπρό ιερέα συνεχίσαμε να πί-νουμε τις μπύρες μας μέχρι να κλείσει το μαγαζί.Όταν βγήκαμε είχε ξημερώσει κι ακόμη έβρεχε.

Καθώς γύρισα σπίτι με αργά βήματα, μουσκεμένοςως το κόκκαλο, σκεϕτόμουν πως εκείνος ο ζητιάνοςπου αγκάλιασε τον ιερέα της ενορίας μας ίσως ναήταν κι ο ίδιος ένας ιερέας σαν τον ιερέα μας, ίσωςμάλιστα να κόλλησε την αρρώστια με τον ίδιο τρόποπου την κόλλησε ο ιερέας μας – από αγάπη ή απόυποταγή ή από έρωτα για το θείο. Όπως κι ο δικόςμας ιερέας, ίσως κι εκείνος να σκέϕτηκε πως ίσωςνα ήταν άγιος και στη συνέχεια να το πίστεψε. Κιίσως να σκέϕτηκε πως εϕόσον ο ίδιος αγίασε, ίσωςνα μπορούσε να βοηθήσει κι άλλους οι οποίοι το άξι-ζαν να το κάνουν το ίδιο, να γίνουν το ίδιο. Έτσιίσως να άρχισε να περιηγείται στη χώρα ζητιανεύο -ντας στα σκαλιά των ναών και δοκιμάζοντας ιερείςκαι πιστούς και κατόπιν μοιράζοντας σ’ αυτούς συ-νάμα το ϕορτίο και τη χάρη του. Χάριζε το ϕιλί τουλεπρού σ’ εκείνους που το άξιζαν. Και στ’ αλήθειατο έκανε από αγάπη.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ144

Page 147: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Page 148: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 149: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 147 ]

ΕΝΑ νεαρό ζευγάρι έκανε τη βόλτα του κάποιο ήσυχοϕθινοπωρινό απομεσήμερο. Περπατούσαν νωχελικάστον κεντρικό πεζόδρομο της μικρής, επαρχιακής πόληςστην οποία ζούσαν, περιτριγυρισμένοι από λογής λο -γής αργόσχολους διαβάτες που απολάμβαναν μια απότις τελευταίες ζεστές ημέρες του χρόνου. Γύρω τουςυψώνονταν προσόψεις αναπαλαιωμένων τριώροϕωνπου στέγαζαν καταστήματα ή γραϕεία ή κρατικέςυπηρεσίες, με την εξαίρεση κάποιων ηλικιωμένωνενοίκων οι οποίοι είχαν στήσει τα τραπεζάκια με τονκαϕέ στα μπαλκόνια τους κι έπλητταν παρακολου-θώντας με απαράμιλλη απουσία ενδιαϕέροντος τηνκίνηση του πεζοδρομίου, δύο ορόϕους κάτω.

Μερικοί από τους διαβάτες, γνωστοί του άντρα,δευτερόλεπτα μετά το συναπάντημα και τον χαιρετι -σμό με το ζευγάρι, δεν κατάϕερναν να συγκρατήσουνμερικά σύντομα και γεμάτα ενθουσιασμό σχόλια γιατην εντύπωση που τους είχε προκαλέσει η αρτιαϕι -χθής σύζυγος του συμπολίτη τους. Ο άντρας είχε επι-στρέψει στην πόλη έπειτα από ενάμιση χρόνο απουσίαςσυνοδευόμενος από μια, κατά κοινή ομολογία, εκθαμ -βωτική γυναίκα. Αργότερα μαθεύτηκε ότι οι δυο τουςείχαν παντρευτεί και ότι είχαν έρθει στη γενέτειρατου άντρα με σκοπό να εγκατασταθούν μόνιμα.

Page 150: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Στη θέα ή στη σκέψη της συγκεκριμένη γυναίκας,ένα συναίσθημα σϕιχτού ϕθόνου αναδευόταν στις καρ -διές ϕίλων και γνωστών του άντρα, ή ακόμα και αγνώ-στων, ανθρώπων που δεν είχε ποτέ γνωρίσει, ανδρώνή γυναικών. Εκείνο όμως που τους ενοχλούσε ιδιαί-τερα ήταν ότι η γυναίκα έριχνε μόνο ϕευγαλέες, αδιά -ϕορες ματιές στους τυχόντες συνομιλητές του ζευγα-ριού – σιωπούσε έχοντας το βλέμμα συνεχώς εστια-σμένο πάνω στον άντρα της. Μα όλα αυτά, ελλείψειαϕορμών για αρνητικά σχόλια, δεν εμπόδιζαν τονκόσμο να εξαίρει στις ιδιωτικές συζητήσεις την γοη-τεία της γυναίκας και την γοητεία που ανέδιδε τοζευγάρι – μια αριστοκρατική ομορϕιά γεμάτη υπο-σχέσεις ευτυχίας – αρετή που δυστυχώς σπανίζειστις μέρες μας.

Το ζευγάρι κάθισε σε ένα καϕενείο χωμένο σε ένανστενό παράδρομο του πεζόδρομου, παρήγγειλε καϕέκαι παρέμεινε αμίλητο. Ο σερβιτόρος, ο οποίος ηλι-κιακά μόλις έβγαινε από την εϕηβεία, εντυπωσιά-στηκε από τη σοβαρότητα και τη στιβαρότητα τηνοποία απέπνεε χωρίς καμία προσποίηση ο άντρας. Ονεαρός στάθηκε τόσο εντυπωσιασμένος από τον άντραπου δεν πρόσεξε καν τη γυναίκα. Εδώ συνέβη κάτι τοανεπανάληπτο. Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της καιπεριεργάστηκε το σερβιτόρο. Όταν εκείνος έϕυγε, οάντρας παρατήρησε μια περίεργη λάμψη ικανοποίη -σης στα μάτια της. Ένα αμυδρό χαμόγελο χαράχτη -κε στα χείλη του όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν.

Στην επιστροϕή προς το καινούριο τους διαμέρι-σμα, το ζευγάρι συναντήθηκε με έναν παλιό ϕίλο τουάντρα. Έναν χοντρό μουσικό με ελαϕρώς ακροδεξιέςπεποιθήσεις. Στον κοντοκουρεμένο του σβέρκο διέ-κρινε κανείς διπλωμένα κομμάτια πάχους καλυμμένααπό τεντωμένο δέρμα. Παρέμενε ωστόσο εξαιρετικόςμουσικός και επέμενε να περάσουν από το δικό του

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ148

Page 151: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

σπίτι για να δανείσει στον άντρα έναν δίσκο τον οποίοέπρεπε οπωσδή ποτε να ακούσει. Τελικά ο άντραςενέδωσε.

Το διαμέρισμα του μουσικού βρισκόταν όχι μακριάαπό εκείνο του ζευγαριού. Ο άντρας ζήτησε από τησύζυγό του να τον περιμένει για λίγο στην είσοδο γιατίδε θα καθυστερούσε καθόλου, απλώς θα έπαιρνε τονδίσκο και θα κατέβαινε. Έτσι κι έγινε. Η γυναίκαπερίμενε και σε δύο λεπτά κάποιος εμϕανίστηκε στηνείσοδο. Ωστόσο δεν ήταν ο άντρας της αλλά ο μουσι -κός ο οποίος της είπε πως αποϕάσισαν με τον σύζυ -γό της να κάτσουν και να ακούσουν τον δίσκο παρέα.Η γυναίκα, επειδή δεν ήθελε να γυρίσει μόνη στο σπίτι,επέλεξε να ανεβεί κι εκείνη. Ο μουσικός, πολύ ευγε-νικά, άνοιξε την πόρτα της εισόδου και του ασανσέρ,παραμερίζοντας για να περάσει πρώτη η γυναίκα.Όμως, ενώ το βλέμμα της γυναίκας πλανιόταν αμή-χανα στα άψυχα αντικείμενα του χώρου, σαν να ανα-ρωτιόταν αν μπορούσαν να τη δουν ή όχι, εκείνο τουμουσικού έπεϕτε λαίμαργα στο σώμα της, σαν να μπο -ρούσε να διαπεράσει το γαλάζιο ϕόρεμα που έμοιαζεμε κιμονό, να διαπεράσει το ολόλευκο δέρμα της κο-πέλας και να καταβροχθίσει την θερμή της σάρκα.Η γυναίκα δεν τον είδε, μα σίγουρα μπορούσε να αι-σθανθεί κάτι, σαν ένα αβαρές έντομο να περπατά στιςωμοπλάτες της.

Το διαμέρισμα του μουσικού ήταν διάσπαρτο μεμουσικά όργανα, το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ηγυναίκα ήταν μια τρομπέτα, μετά ένα σετ από τύμπα -να, μετά ένα πιάνο, μερικές κιθάρες, μα δεν μπορού -σε να δει τον άντρα της. Όταν γύρεψε ερωτηματικάτο βλέμμα του μουσικού εκείνος έδειξε με το δάχτυ -λο προτεταμένο πίσω από το έπιπλο του στερεοϕω -νικού. Η γυναίκα έκανε τον κύκλο του επίπλου, τοοποίο είχε σχεδόν το ύψος της. Από πίσω βρισκόταν

ΜΟΥΣΙΚΟΣ 149

Page 152: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ο άντρας της, αναίσθητος, δεμένος χειροπόδαρα σε μιακαρέκλα.

Ο μουσικός ακούμπησε τη γυναίκα στον δεξί τηςώμο. Εκείνη τραβήχτηκε τρομοκρατημένη. Ο μου-σικός τής ζήτησε να τον συγχωρήσει. Της είπε πωςαπό την πρώτη στιγμή που την είδε ένιωσε την απα-ρέγκλιτη επιθυμία να την κάνει δικιά του. Η γυναίκατότε προσπάθησε να επιτεθεί στον μουσικό με ένασπασμένο δοξάρι που βρισκόταν πεταμένο εκεί δίπλα.Ο μουσικός αιϕνιδιάστηκε μα απέκρουσε το χτύπημάτης, τής άρπαξε το χέρι από το οποίο απέσπασε χω -ρίς μεγάλη προσπάθεια το δοξάρι.

Η γυναίκα έκλαιγε ϕριχτά και σπάραζε καθώς ουπέρβαρος μουσικός τη βίαζε στο ηχομονωμένο δω-μάτιο.

Αργότερα, όταν ο μουσικός βρέθηκε μεθυσμένος ναπαραμιλά για ένα πτώμα στο διαμέρισμά του, η εκ-δοχή της ιστορίας που έδωσε στην αστυνομία, με τημορϕή μεθυσμένου παραληρήματος, είχε ως εξής.

Ο μουσικός, μετά το βιασμό της γυναίκας, συνει-δητοποιώντας το έγκλημά του και επειδή δεν επι -θυμούσε να διαπράξει κάποιο χειρότερο, κινήθηκε προςτην έξοδο αποϕασισμένος να εξαϕανισθεί για πάντα.Μα η γυναίκα έτρεξε ξωπίσω του παρακαλώντας τοννα σταματήσει. Εκείνος υπάκουσε, τόση απελπισίαυπήρχε στη ϕωνή της. Τότε εκείνη με σπασμένη ϕω -νή του είπε ότι έπρεπε να πεθάνει ή ο άντρας της ήεκείνος. Πριν από εκείνη την ημέρα, ο άντρας της ήτανο μόνος που την είχε γνωρίσει ερωτικά. Γι’ εκείνην,ήταν θανάσιμο αμάρτημα να υπάρξει και δεύτερος.Πλησίασε το στόμα της στο αυτί του μουσικού καιψιθύρισε πως θα ανήκε σε όποιον από τους δύο επι-ζούσε. Ο μουσικός ένιωσε έναν πρωτόγνωρο ερεθι-σμό καθώς ο υγρός ψίθυρος άγγιζε το αυτί του. Ο

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ150

Page 153: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μουσικός γύρισε στο δωμάτιο και τελείωσε την δου-λειά. Όμως όταν τελείωσε, η κοπέλα είχε εξαϕανι -σθεί. Έψαξε μα δεν κατάϕερε να την ανακαλύψει.

Σύμϕωνα με την εκδοχή της κοπέλας, η οποία είχεκαταϕύγει στο σπίτι της μητέρας της στην πρω-τεύουσα, τα πράγματα έγιναν όπως τα διηγήθηκε ομουσικός μέχρι το σημείο του βιασμού. Έπειτα όμως,οι δύο εκδοχές απέκλιναν. Η κοπέλα υποστήριζε ότιο μουσικός έϕυγε τρέχοντας, τρομοκρατημένος απότις ίδιες του τις πράξεις – ενώ εκείνη έμεινε ξαπλω-μένη κατάχαμα, κλαίγοντας, μόνη στο δωμάτιο με τονάντρα της, ο οποίος είχε συνέλθει κατά τη διάρκειατου βιασμού. Όταν σήκωσε το κεϕάλι από το χαλί,συνάντησε το συσπασμένο πρόσωπο του άντρα τηςπαραμορϕωμένο από μια έκϕραση περιϕρόνησης καιμίσους. Δεν κατάλαβε αρχικά, τον ξανακοίταξε. Τοστόμα της ήταν σϕιγμένο – παρότι είχε συνέλθει κατάτη διάρκεια του βιασμού δεν είχε βγάλει τον παρα-μικρό ήχο. Έμοιαζε απίθανο, μα ο παραλήπτης τουβλέμματος αυτού ήταν η ίδια. Τα χείλη του έμοιαζανλεπτά, πολύ λεπτά, σαν χείλη νεκρού. Ανέπνεε; Βρω-μούσε με την κακία ενός νεκρού που εγκατέλειψε τονκόσμο χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν από τους δικούςτου. Σήψη. Η κοπέλα τον μίσησε πέρα από κάθε μέ -τρο. Ξαϕνικά κατάλαβε πως δεν μπορούσε να ζήσειόσο αυτός ήταν ακόμη ζωντανός. Έπρεπε να σιγου-ρευτεί ότι εκείνος δεν θα της μιλούσε ξανά, δεν θα τηνκοιτούσε ξανά, δεν θα την άγγιζε ξανά, δεν θα τηνπλησίαζε ξανά, δεν θα την σκεϕτόταν ξανά. Για ναολοκληρώσει το έγκλημα – το οποίο ξεκίνησε με τηνσκέψη της – χρησιμοποίησε το σπασμένο δοξάρι. Οάντρας έμεινε ως την τελευταία στιγμή ακίνητος,αμίλητος, το πρόσωπό του συνέχιζε να μισεί απερί-σπαστα τη γυναικεία μορϕή που βρισκόταν μπροστά

ΜΟΥΣΙΚΟΣ 151

Page 154: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

του. Μετά το πέρας του εγκλήματος, η γυναίκα θέ-λησε να σιγουρευτεί πως ούτε εκείνη θα τον σκεϕτό-ταν ξανά. Μα δε βρήκε τη δύναμη. Αυτά ανάϕερεστην ομολογία της.

Στο σημείωμα που έγραψε πριν αυτοκτονήσει, ο μου -σικός αϕηγήθηκε μιαν άλλη εκδοχή της ιστορίας ηοποία, όπως υποστήριζε στο σημείωμα, ήταν και ηαληθινή.

«Μέχρι να την κάνω δική μου, τα πράγματα έγι-ναν έτσι όπως τα είπα στην αρχή. Όταν η ορμή μουσώθηκε, αισθάνθηκα άσχημα γιατί όντως μου άρεσεη γυναίκα. Δεν ένιωθα γι’ αυτήν μόνο έναν καθαρά σαρ -κικό πόθο, μα κάτι παραπάνω. Έτσι όπως την είδανα κλαίει τραυματισμένη, τη λυπήθηκα. Εξαιτίας μουβρισκόταν σε εκείνη την κατάσταση. Προσπάθησανα την παρηγορήσω. Ο άντρας της είχε εν τω μεταξύξυπνήσει και κόντευε να πάθει εγκεϕαλικό από τη ζή -λια του. Εκείνη ούτε που σήκωσε το κεϕάλι να τονκοιτάξει. Της μιλούσα για διάϕορα θέματα, άσχετα,της διηγιόμουν αστείες ιστορίες, της ζητούσα συνε -χώς να με συγχωρήσει. Όταν κατάϕερα να την ηρε-μήσω κάπως, της είπα «τώρα που έγινε ό,τι έγινε,τα πράγματα δεν πρόκειται ποτέ πια να είναι ίδιαανάμεσα σε εσένα και τον άντρα σου. Συγχώρεσέ μελοιπόν, ακολούθησέ με και γίνε γυναίκα μου». Τότεεκείνη γύρισε με αγριεμένο και υγρό από τα δάκρυαπρόσωπο και μου είπε «Δεν μπορώ να σε παντρευ -τώ όσο είναι ζωντανός αυτός». Εγώ πάγωσα για λίγο.Από το μυαλό μου πέρασε μια ιδέα μα την απόρριψα.Κατέβασα το κεϕάλι, ήμουν έτοιμος να δεχτώ τηνήττα μου. «Σκότωσέ τον!» ϕώναξε τότε εκείνη.Χλώμιασα. Τόσο μίσος δεν είχα ξανακούσει να βγαί-νει από τη ϕωνή ανθρώπινη. «Σκότωσέ τον!» ξα-ναϕώναξε εκείνη, αρπάζοντάς με από το μπράτσο.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ152

Page 155: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Γύρισα και την κοίταξα. Απογοητεύτηκα. Αμέσωςαναγνώρισα τη λάμψη στα πρησμένα μάτια της –ήταν το βλέμμα μιας μοιχαλίδας. Εκείνη τη στιγμήμου ϕάνηκε χειρότερη κι από εμένα. Με κατέλαβεέντονη περιϕρόνηση, σχεδόν αποστροϕή για το θη-λυκό που βρισκόταν μπροστά μου. Τα ανακατωμένατης μαλλιά, η ιδρωμένη της σάρκα, το κάθετι πάνωτης έδειχναν την ασχήμια του μυαλού και του κορ -μιού της. Δεν νομίζω ότι θα ήταν λάθος αν έλεγαότι εκείνη τη στιγμή τη μίσησα όσο δεν έχω ξανα-μισήσει στη ζωή μου. «Σκότωσέ τον!» Παρ’ όλα αυτάυπάκουσα. Τον άντρα της τον σκότωσα γιατί της τοχρωστούσα. Εξιλεώθηκα έτσι για το προηγούμενοέγκλημά μου, για όσα δηλαδή προκάλεσα σε εκείνηλόγω του ανεξέλεγκτου πόθου μου. Παρακολούθησετο ϕόνο ήρεμη. Εκείνος λιποθύμησε πριν του κατα -ϕέρω το θανάσιμο χτύπημα. Όταν τελείωσα διέκριναένα κύμα χαλάρωσης να διαπερνά το σώμα της. Τηνίδια στιγμή την έδιωξα, προστάζοντάς την με απει-λητική ϕωνή να ϕύγει γιατί δεν ήθελα να έχω κοντάμου μια πουτάνα. Μπόρεσα να δω πως οργίστηκε.Αλλά υπάκουσε. Νομίζω ότι υπάκουσε για δύο λόγους.Πρώτον διότι ϕοβήθηκε την αντίδρασή μου αν αντι-στεκόταν. Δεύτερον διότι κατά βάθος αναγνώριζε τοδίκαιο της απόϕασής μου.

Σε λίγη ώρα θα εξιλεωθώ από το δεύτερο έγκλημαδιαπράττοντας ένα τρίτο, προσϕέροντας τη δική μουζωή σε αντάλλαγμα της ζωής του άντρα. Εύχομαι ναπάνε όλα καλά και να συγχωρεθώ.»

ΜΟΥΣΙΚΟΣ 153

Page 156: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 157: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΜΠΑΝΤΑ

Page 158: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 159: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 157 ]

ΖΟΥΣΑ δίπλα στους μουσικούς που κατοικούσαν σ’εκείνο το άσπρο σπίτι με το μεγάλο γκαράζ. Μεγάλοσπίτι, δύο όροϕοι τεράστιου εμβαδού, σχεδόν θα τοέλεγες έπαυλη. Μόνο που ο κήπος του ήταν σχετικάμικρός. Και δεν ήταν και τόσο πολυτελές.

Υποτίθεται ότι εκεί έπαιζαν μουσική αλλά εγώ δεντους είχα δει ποτέ να παίζουν ούτε τους είχα ακού-σει. Ίσως να χρησιμοποιούσαν ακουστικά. Υπέθεταότι κάθονταν εκεί μέσα όλη μέρα και ϕτιάχνοντανγιατί δεν είχα δει ποτέ κανέναν τους να βγάζει τασκουπίδια.

Δηλαδή δεν είχα δει ποτέ κανέναν τους να βγαίνειέξω από την περίϕραξη του σπιτιού. Μόνο ανθρώπουςνα μπαίνουν έβλεπα – τρίτους – και δεν είχα δει ποτέκανέναν από αυτούς που έμπαιναν να κρατάει σακού -λες με ψώνια. Μονάχα μια ϕορά στις δυο-τρεις μέρεςκάποιο παιδί που παρέδιδε πίτσες χτυπούσε το θυ-ροτηλέϕωνο της αυλόπορτας κρατώντας μια τερά-στια σακούλα.

Τότε κάποιος μουσικός έβγαινε από το σπίτι καισερνόταν μέχρι την πόρτα, πλήρωνε τον πιτσαδόρο,έπαιρνε τις πίτσες κι έπειτα διέσχιζε την αυλή μεαργό και παράλληλα νευρικό βηματισμό, για να κλει-στεί πίσω στη ϕωλιά του. Εγώ τους παρακολουθού -

Page 160: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

σα, δεν είχα και τι άλλο να κάνω. Το παιδί μου τρι-γυρνούσε όλη μέρα στη γειτονιά – υποθέτω ότι ήτανασϕαλές, τουλάχιστον από τους μουσικούς ήτανασϕαλές. Αυτοί ήταν άκακοι.

Δεν είχα κανένα πρόβλημα αν έλιωναν στην πρέζαόλη μέρα. Τους ευχόμουν με όλη μου την καρδιά νακάνουν αυτό που θέλουν, εϕόσον μπορούσαν και τοκάνουν. Άκουγα μάλιστα και την μουσική τους.Εννοώ τους δίσκους τους. Ήταν ωραία, η μουσικήτους, μ’ άρεσε. Άρεσε και στο γιο μου. Μάνα δενείχε ο γιος μου, αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα, τουλά-χιστον όχι γι’ εμένα. Ευτυχώς δεν υπήρχε ανάγκηνα δουλέψω, γιατί τότε τα πράγματα θα ζόριζαν.

Δε γνωρίζω το λόγο αλλά είχα αρχίσει να αποκτώμια εμμονή με αυτούς τους μουσικούς. Μια μέρατους είδα που κάθονταν στην αυλή και κάπνιζαν. Φο-ρούσαν μόνο κοντά σορτσάκια και στα γυμνά μέρητου σκελετωμένου κορμιού τους μπορούσα να ξεχω-ρίσω από μακριά τα τατουάζ τους που έμοιαζαν μελερωμένο δέρμα. Είχα βγει κι εγώ στην αυλή κιέπλενα το αμάξι μου. Τους κοιτούσα και σε κάποιαϕάση κάποιος γύρισε το κεϕάλι του προς τα ’μένακαι μου ϕάνηκε πως κάρϕωσε το βλέμμα του επάνωμου – ϕυσικά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος εϕόσονη απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη – σήκωσαλοιπόν κι εγώ το χέρι και χαμογέλασα και χαιρέ-τησα. Εκείνος γύρισε στους άλλους χωρίς να ανταπο -κριθεί. Συνέχισα να τους κοιτάω, ντράπηκα λίγο γιατο ατελέσϕορο διάβημά μου. Σε μερικά δευτερόλε-πτα ο μουσικός γύρισε απότομα και ξαναστύλωσε τοβλέμμα του πάνω μου. Όταν είδε ότι τον κοιτούσασήκωσε το δικό του το χέρι διστακτικά, εν είδει χαι-ρετισμού. Οι άλλοι γύρω του στράϕηκαν κι εκείνοιπρος το μέρος μου και χαιρέτησαν. Φώναξαν να πάωνα πιω μια μπύρα μαζί τους. Τους αποκρίθηκα πως

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ158

Page 161: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

πολύ θα το ήθελα μα έπρεπε να πάρω το γιο μου απότην προπόνηση του μπάσκετ. Τους πρότεινα μια απότις επόμενες ημέρες να τους κεράσω εγώ μια μπύρακάπου έξω. Φώναξαν πως ναι, θα το ήθελαν. Υποθέτωπως πίστεψαν ότι τους ντράπηκα ή τους σιχάθηκα ήτους ϕοβήθηκα και πιθανότατα να με κορόιδεψαν ότανμπήκα στο αυτοκίνητο κι έϕυγα. Κι εμένα σϕίχτηκεκάπως η καρδιά μου γιατί όντως έπρεπε να πάρω τονμικρό από την προπόνηση.

Έτσι υποθέτω ότι ξαϕνιάστηκαν εκείνο το απόγευ -μα όταν τους χτύπησα το θυροτηλέϕωνο της αυλό-πορτας και τους εξήγησα ποιος ήμουν – και επέμεινανα βγούμε όλοι μαζί και να πάμε για μια μπύρα τοβράδυ αν ήθελαν και δεν είχαν κανονίσει κάτι. Οπότεβγήκαμε και πήγαμε για μπύρα κι ήπιαμε πολλέςκαι πολύ γρήγορα, πίνοντας μαζί και ουίσκυ και τουςρωτούσα και με ρωτούσαν διάϕορα, εγώ απαντούσααλήθειες αυτοί δεν ξέρω τι, στο τέλος της νύχτας ανδεν είχαν πιεί τόσο πολύ θα μπορούσαν να γράψουνμια βιογραϕία μου κι εγώ ένα μικρό κομμάτι τουβίου και της πολιτείας του συγκροτήματος.

Αλλά πριν από αυτό, πριν να βγούμε δηλαδή, μεκάλεσαν μέσα μέχρι να ετοιμαστούν κι εκεί αντί-κρισα το πιο ακατάστατο, το πιο ρυπαρό, το πιο πα-ρηκμασμένο εσωτερικό σπιτιού που είχα δει ποτέστη ζωή μου. Τα πάντα ήταν κατεστραμμένα, ταέπιπλα σε κατάσταση αποσύνθεσης, γάτες τριγύριζανπαντού εκεί μέσα κι όλοι οι πολυτελείς καναπέδεςήταν τρύπιοι γεμάτοι τρίχες και λεκέδες κι είχανπάνω τους στοιβαγμένα ένα σωρό ετερόκλητα αντι-κείμενα. Κάθισα λίγο σ’ έναν καναπέ και περίμεναπροσπαθώντας να μην κοιτάω πολύ το χάλι που επι-κρατούσε στο δωμάτιο γιατί ϕοβόμουν μήπως μεπαρεξηγήσουν.

Μετά από εκείνο το πρώτο βράδυ ακατάσχετης

ΜΠΑΝΤΑ 159

Page 162: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

αλκοολοποσίας, άρχισα να συχνάζω στο σπίτι τους.Με τον καιρό ένιωθαν όλο και πιο άνετοι μαζί μου.Έϕερνα μπύρες για να τις πιούμε μαζί κι εκείνοιχρησιμοποιούσαν τις σκόνες τους ελεύθερα, σαν ναμην ήμουν εκεί. Πάντα όμως έμενε κάποιος σχετικάνηϕάλιος για να μου κρατάει και να του κρατάω συ -ντροϕιά. Μιλούσαμε για τα πάντα και για τίποτα.Μιλούσαμε για τη μουσική γενικά, για τη μουσικήτους και για τη μουσική άλλων. Είχαν πολύ ιδιαίτε-ρες απόψεις, απόψεις απ’ αυτές που δεν μπορείς ναδιαβάσεις στα περιοδικά της μουσικής σκηνής.Ένιωθα σαν έϕηβος που ανακάλυπτε τους ήρωές του.Στην ουσία ήμουν ένας έϕηβος που ανακάλυπτε τουςήρωές του, μόνο που οι ήρωές του ήταν παιδιά.

Εκεί στο σαλόνι της έπαυλης υπήρχε μια πόρταπου ανοιγόκλεινε μόνη της σαν να ανέπνεε. Ανοιγό-κλεινε αργά, βασανιστικά αργά, σαν ξεθωριασμένηανάσα κοιμισμένου γέροντα. Ποιος ξέρει τι ρεύματααέρα ανεπαίσθητες ακατανόητες αύρες αναπτύσσο -νταν στο εσωτερικό του σπιτιού.

Αλλά ποτέ δεν έπαιρνα τον γιο μου εκεί μέσα. Δενήθελα να καταλήξει ο γιος μου σαν κι εκείνους τουςσκελετωμένους μουσικούς. Τους τριαντάρηδες με τασαπισμένα δόντια, το δέρμα εϕήβου και τα πεσμέναμαλλιά. Ούτε ήθελα να καταλήξει ο γιος μου σαν κιεμένα, που έκανα παρέα με αυτά τα όντα επειδήκατά βάθος ήθελα να τους μοιάσω.

Δεν τους μιλούσα ποτέ για το γιο μου. Κι εκείνοιήταν αρκετά διακριτικοί ώστε να μη ρωτούν. Πουκαι που άνθρωποι έρχονταν έμεναν λίγο και μετάέϕευγαν, πολλοί άντρες λίγες γυναίκες, πολύ ποτό,πολλές σκόνες. Φυσικά εγώ έμενα μακριά από αυτάκαι μη ϕανταστείτε τίποτα όργια. Συνήθως μέχρι νααρχίσει το πάρτυ οι μισοί είχαν καταστεί ανίκανοινα κουνηθούν κι οι υπόλοιποι έμοιαζαν με μαλακές

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ160

Page 163: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

καραβίδες. Σ’ εκείνα τα πάρτυ, ο μόνος σχετικά νη -ϕάλιος ήμουν εγώ και κατέγραϕα, προσπαθούσα νακρατήσω στη μνήμη μου τη κάθε στιγμή μαζί τους,γιατί κάθε στιγμή μαζί τους, καλή ή κακή, ήταν εξί-σου σημαντική γι’ εμένα με κάθε στιγμή που περνού -σα με το γιο μου, τον οποίο έβλεπα όλο και λιγότεροκι όσο λιγότερο τον έβλεπα τόσο το καλύτερο γι’ εκεί -νον. Δεν έπρεπε, σε καμία περίπτωση, να γίνει σαντον πατέρα του.

Μια μέρα καθόμουν στον μεγάλο καναπέ του σα-λονιού με τον μπασίστα και βλέπαμε στο βίντεο μιαπαλιά σαδομαζοχιστική τσόντα με νάνους, είχαμεπιεί κάμποσες μπύρες και πεθαίναμε στα γέλια μετην ταινία. Σε κάποια ϕάση, θα ήταν αργά τη νύχτακαι το ϕιλμ σίγουρα θα πλησίαζε προς το τέλος του,μπήκε στο δωμάτιο ο τραγουδιστής. Σε μια άκρηεκείνου του πρόωρα γερασμένου σαλονιού στεκότανένα καϕετι όρθιο πιάνο, παλιό, ϕθαρμένο και βρώ-μικο. Εκεί πήγε ο τραγουδιστής – που ήταν γυμνό-στηθος – και κάθισε, εμείς δεν τον καταλάβαμε,προσηλωμένοι στην οθόνη ουρλιάζαμε απ’ τα γέλια.Τα γέλια μας κόπηκαν όταν ακούστηκε η πρώτηνότα από το ξεκούρδιστο όργανο σαν παράϕωνο αλύ-χτημα λύκου. Και μετά ακολούθησε η μελωδία.Άσχημα παιγμένη, λιώμα στο μεθύσι σερνόταν απότη μια μισοπαιγμένη και σπασμένη νότα στην επό-μενη και μετά στην επόμενη κι ούτω καθεξής. Αυτήη άρρυθμη συστοιχία από ζαλισμένους ήχους συνε-χιζόταν για πολλή ώρα, κάποιος θα περίμενε να κλά-ψουμε γιατί η μελωδία ήταν αποτυχημένη κι ήτανυπέροχη, η μελωδία ήταν υπέροχα αποτυχημένη καικάποιος άλλος στη θέση μας θα έκλαιγε, κάποιος πουδε θα έπινε μπύρες βλέποντας τσόντες με νάνους.Εμείς όχι, εμείς δεν κλάψαμε αλλά εκείνος έκλαψε,εκείνος που έπαιζε τράβηξε τα χέρια από τα πλή-

ΜΠΑΝΤΑ 161

Page 164: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

κτρα και με συσπασμένους όλους τους μύες του κορ-μιού του τρανταζόταν σε σιωπηλούς λυγμούς ενώαπό την τηλεόραση ακούγονταν οι σαδιστικές κραυ-γές του πόνου. Το κλάμα του ήταν η συνέχεια τηςμελωδίας. Εμάς η μελωδία δε μας έλεγε τίποτα.

Ξαϕνικά ο τραγουδιστής τιναξε ψηλά το μουσκε-μένο του πρόσωπο άρπαξε το σκαμνί του πιάνου καιχτύπησε με δύναμη το πάνω μέρος της τηλεόρασηςπου έσπασε, έβγαλε σπινθήρα και ησύχασε. Έπειταο τραγουδιστής όρμησε προς το μέρος μας και κλό-τσησε τα κουτάκια της μπύρας που είχαμε παρατά-ξει σε δύο πύργους, ο ένας με γεμάτα ο άλλος μεάδεια, τους χάλασε τους πύργους, τα κουτάκια σκόρ-πισαν στο ακάθαρτο πάτωμα σαν τενεκεδένια μαρ-γαριτάρια. Ο άλλος που καθόταν δίπλα μου είχεζαρώσει και δε μιλούσε. Εγώ όμως είχα τσατιστεί,δε θα το ανεχόμουν αυτό, ο μαλάκας ο τραγουδιστήςμου κατέστρεϕε το όνειρο. Σηκώθηκα και του τρά-βηξα μια μπουνιά στην τύχη που τον έπιασε σταπλευρά, ξαϕνιάστηκα με το πόσο γλοιώδες ήταν τοδέρμα του και με το πόσο απτά ήταν τα κόκαλά του.Η μπουνιά τον βρήκε ξώϕαλτσα. Την τελευταίαστιγμή, λες και το ασθενικό του δέρμα με αποθάρρυ -νε, λες και το σκελετωμένο άγαλμα που ήταν τοκορμί του απορροϕούσε τη δύναμή μου, το χέρι μουάλλαξε πορεία και ίσα ίσα που τον ακούμπησε. Ίσωςπάλι να ήμουν υπερβολικά λιώμα για να χτυπήσωοποιονδήποτε.

Από την άλλη, ο τραγουδιστής δεν είχε παρόμοιουςενδοιασμούς. Σήκωσε το σκαμνί του πιάνου και τοκατέβασε με δύναμη στο κεϕάλι μου – εγώ έσκυψαπανικόβλητος μα δεν κατάϕερα να αποϕύγω το χτύ-πημα. Θυμάμαι τον σκληρό πόνο που με τράνταξεπριν καταρρεύσω τυϕλωμένος.

Μετά από εκείνο το επεισόδιο, ο τραγουδιστής

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ162

Page 165: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

αποχώρησε από την μπάντα. Τηλεϕώνησε στα παι-διά και τους είπε πως μπήκε σε κάποιο κέντρο απε-ξάρτησης. Δεν τον πίστεψα ϕυσικά. Δεν ξέρω αν τονπίστεψαν οι άλλοι, πάντως το μήνυμα ήταν σαϕές.Δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσει. Τότε ένα από τα παι-διά έριξε την ιδέα. Γιατί να μη δοκίμαζαν εμένα στηθέση του; Πρέπει να πω ότι δέχτηκα με ενθουσια-σμό. Δοκιμάσαμε και το αποτέλεσμα δεν ήταν καθό -λου κακό. Με λίγη δουλειά θα ήταν όλα σαν πριν.

Μετακόμισα στην έπαυλη μαζί με τα παιδιά. Στα-μάτησα να βλέπω το γιό μου. Τον έστειλα να μείνειμε την αδελϕή μου. Τουλάχιστον έτσι δε θα γινότανσαν τον πατέρα του. Κι εγώ θα γινόμουν επάξιος αντι -καταστάτης εκείνου του ηλίθιου. Θα γινόμουν αυτόςπου θα έδινε νέο χαρακτήρα στην μπάντα, καλύτεροχαρακτήρα, δικό μου χαρακτήρα. Μεγάλα πράγματα.

Στα πάρτυ που οργάνωνε από καιρό σε καιρό ομάνατζέρ μας ήμουν ο μόνος από αυτούς τους χαμέ-νους που μπορούσε ακόμη να γαμήσει. Τώρα τοήξερα, το ένιωθα. Εγώ ήμουν αυτός που θα έβγαζετη μπάντα από την κρίση που περνούσε. Με εμέναστη σύνθεσή της η μπάντα θα επέστρεϕε στις παλιέςτης δόξες. Έπρεπε μόνο να τους συμμαζέψω για ναηχογραϕήσουμε κάτι.

Τις προάλλες βρήκα κάτι παλιές κασσέτες με πρό-χειρες ηχογραϕήσεις. Πολλά τραγούδια, καμιά τρια -νταριά. Τα δέκα από αυτά ήταν καταπληκτικά. Τουςμάζεψα και τους έδειξα την κασσέτα. Κανείς δεν τηθυμόταν. Τους την έπαιξα. Τα τραγούδια δεν τους έλε-γαν τίποτα. Τους το ανακοίνωσα: αυτά θα δουλεύαμε.

Και τα δουλέψαμε και τα παίξαμε καλά – πολύκαλύτερα από τις πρόχειρες εκείνες ηχογραϕήσεις –μόνο το πιάνο έλλειπε γιατί κανείς μας δεν μπορούσενα παίξει, το αντικαταστήσαμε με κιθάρα. Μπήκαμε

ΜΠΑΝΤΑ 163

Page 166: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

στο στούντιο και ηχογραϕήσαμε. Σε μια εβδομάδατα γράψαμε όλα τέλεια. Οι τύποι της δισκογραϕικήςτρελάθηκαν μόλις τα άκουσαν. Τα λάτρεψαν. Και τοπούλησαν. Το πούλησαν καλά.

Στην περιοδεία έγινε χαμός. Όλοι μιλούσαν για τημεγάλη επανάκαμψη της μπάντας. Η λαμπερή επι-στροϕή. Δε χρειαζόταν πια να μένουμε όλοι μαζί στοίδιο λαγούμι σαν άγρια τρωκτικά σε χειμερία νάρκη.Μετακόμισα στην καλλιτεχνούπολη και ζω εκεί απότότε. Έχω μια πανέμορϕη σύντροϕο, αλλά όχι παι-διά. Αποϕασίσαμε να μη δεσμευτούμε μ’ αυτόν τοντρόπο. Η σύντροϕός μου είναι ακόμη πολύ νέα γιακάτι τέτοιο, ενώ εγώ έχω ήδη το γιο μου – που εξα-κολουθεί να μένει με την αδερϕή μου – ϕυσικά τουςστέλνω χρήματα και πηγαίνω πότε πότε να τους δω.

Με τα παιδιά από την μπάντα κρατιόμαστε δεμέ-νοι, βρισκόμαστε τρεις με τέσσερις ϕορές την εβδο-μάδα, πηγαίνουμε στο στούντιο, δουλεύουμε λίγο καιμετά βγαίνουμε σε κανένα μπαρ να πιούμε τίποτα.Βέβαια, όλο και πιο σπάνια βγαίνουμε σε κανέναμπαρ να πιούμε τίποτα. Εκτιμούμε ο ένας τον άλλοόσο ποτέ άλλοτε και δουλεύουμε πάνω σε καινούριακομμάτια. Έχουμε κάνει τον ιδανικό καταμερισμόεργασιών. Εγώ γράϕω τους στίχους. Συνήθως μιλάνεγια χαμένους κι οργισμένους ανθρώπους, για τη μα-ταιότητα του κόσμου, της ζωής, του σεξ, γιατί αυτόντον κόσμο εγώ τον ξέρω καλύτερα απ’ τους άλλουςμέσα στην μπάντα και γιατί το κοινό μας είναι κοινόαντιδραστικό, δηλαδή άνθρωποι που τους αξίζει ναακούν κάτι που δεν τους επιβάλλεται, κάτι που απο-τελεί προϊόν ελεύθερης προσωπικής εκλογής. Συνή-θως κάτι τέτοιο πρέπει να εντοπίζεται εκτός κατε-στημένου – και έξω από το κατεστημένο ανήκουν οιστίχοι μου και η μουσική εμπειρία που προσϕέρει ημπάντα μας στο κοινό της.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ164

Page 167: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Καταλήγοντας θα ήθελα να πω κάτι ακόμα. Θαήθελα να πω πως ό,τι έκανα στη ζωή μου το έκαναγια το γιο μου. Για να του αποδείξω ότι αν πιστεύεικανείς στο όνειρό του μπορεί να το κάνει π ρ α γ-μ α τ ι κ ό τ η τ α.

ΜΠΑΝΤΑ 165

Page 168: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 169: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΠΑΓΙΔΑ

Page 170: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 171: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 169 ]

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ νύχτωσε. Κάποια μαγαζιά έκλεισαν,κάποια μαγαζιά άνοιξαν, κάποιοι δρόμοι ερήμωσαν,άλλοι δρόμοι πλημμύρισαν από κόσμο, κυρίως απόνέους. Κανόνισα να συναντηθώ με την κοπέλα μουκάπου κεντρικά. Την περίμενα μισή ώρα, τελικά ήρθε,αρχίσαμε να περπατάμε κι εκείνη αναπολούσε τημέρα της, εγώ άκουγα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαϕέρον –αλλά και χωρίς να με κουράζει ο μονόλογος. Συνή-θως είναι εκείνη που σου απαντάει πως πέρασε μίααπό τα ίδια. Σήμερα δεν ήταν ο χαλαρός εαυτός της,ήταν ο άλλος ο εαυτός της, ο ϕλύαρος, ο ενοχλητικός.Η αλλαγή ήταν σχεδόν ευχάριστη.

Γελούσα με τα αστεία της – γελούσα στ’ αλήθεια,δεν προσποιούμουν, αγοράσαμε από κάποιο περί-πτερο ένα μπουκαλάκι νερό και το μοιραστήκαμε.Εννοώ – γενικότερα – κάτι τέτοια μου τη δίνουν, εί -ναι πολύ ζευγαρίστικα, να μοιράζεσαι ένα ποτήρι ήένα μπουκαλάκι νερό για παράδειγμα, μα εκείνη τησυγκεκριμένη στιγμή μου άρεσε, έγλειϕα το στόμιομήπως νιώσω κάτι από τη γεύση της – την είχα ϕι -λήσει πριν και θα την ϕιλούσα σε λίγο, είχα μια καούρανα τη ϕιλήσω μα δεν ήθελα να γίνω ϕορτικός, δενήθελα να γίνω αγαπούλης γιατί δεν ήμουν αγαπού-λης, ούτε είμαι κι ελπίζω να μη γίνω ποτέ αγαπού-

Page 172: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

λης – κι άλλωστε άλλο πράγμα να νιώθεις κάποιονάμεσα κι άλλο πράγμα να ψάχνεις τα υπολείμματατης παρουσίας του σε κάτι το οποίο είχε κάποτεχρησιμοποιήσει. Το πρώτο αποτελεί την ανάγκη ματο δεύτερο αποδεικνύεται, ορισμένες ϕορές, περισ-σότερο ενδιαϕέρον. Όπως τις ιστορίες που τείνουν ναακούγονται περισσότερο ενδιαϕέρουσες απ’ τις κα-θαυτές εμπειρίες από τις οποίες πηγάζουν.

Αυτός ήταν ο λόγος που μου άρεσε να γλύϕω τοστόμιο του μπουκαλιού της. Αλλά δεν ήταν το δικότης μπουκάλι ήταν το δικό μας μπουκάλι. Ήταν τοδικό της μπουκάλι επειδή είχε τη γεύση της πάνωτου αλλά ήταν και το δικό μου μπουκάλι επειδή τοέγλυϕα για να βρω τη γεύση της. Αν δεν έπινε αυτήδεν θα έψαχνα τη γεύση της, τότε δεν θα ήταν τίποτεάλλο από ένα απλό μπουκάλι του νερού. Δεν θασκεϕτόμουν το δικό μου μπουκάλι – μα απλώς τομπουκάλι. Μα το τώρα ήταν το δικό μας μπουκάλι.

(Αν δεν είχε τόση ζέστη θα κάναμε τρομερό σεξστο σπίτι. Λάθος. Εγώ θα έκανα τρομερό σεξ στοσπίτι μου – μαζί της. Όμως ας τηρήσουμε τις συμ-βάσεις. Εμείς – δηλαδή αυθόρμητη αμοιβαιότητα.)

Η νύχτα προχωρούσε. Βρεθήκαμε με κάτι ϕίλους.Ένα ποτό, δύο ποτά. Μετά χωρίσαμε από τουςϕίλους. Πήγαμε να χορέψουμε κάπου. Ένα ποτό, δύοποτά. Όταν έβγαινε μόνη να χορέψει όλοι έπεϕτανπάνω της. Ανά μισό λεπτό της κολλούσε και κά-ποιος. Φυσικά ήταν παιχνίδι. Φυσικά εμείς ήμαστανπαιχνίδι. Βρήκαμε δυο ϕίλες της. Έμεναν μαζί, κά -που κοντά κι είχαν κάτι στο σπίτι να μας δείξουν –και κάτι προς κατανάλωση. Τέλος πάντων πήγαμεστο σπίτι τους. Κανένα ποτό. Παίζαμε μπουκάλα μεερωτήσεις, ρωτούσαμε ανερμάτιστα, χωρίς ειρμό,στόχο. Χωρίς να ψάχνει κάποιος κάτι από το παι-χνίδι. Τα όρια ήταν σαϕώς καθορισμένα – όπως και

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ170

Page 173: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

η παράβασή τους κατά κάποιον τρόπο. Δε χρειαζό-ταν κάτι άλλο, κάποια προσπάθεια – ήταν ϕανερό,ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν και τίποτε άλλο δε θαγινόταν – έτσι κανείς δεν προσπαθούσε για εκείνο τοάλλο που θα αποτελούσε την υπέρβαση.

Το σπίτι απαρτιζόταν από ένα σαλόνι – όπου εί-χαμε στρωθεί στο πάτωμα – μια κουζίνα, ένα υπνο-δωμάτιο κι ένα μεγάλο μπάνιο. Στο υπνοδωμάτιοκοιμόντουσαν μαζί αλλά δεν ήταν ομοϕυλόϕιλες,ϕυσιολογικά κορίτσια, πολύ θηλυκά και ντελικάτα,σαν γατούλες. Τις ϕανταζόμουν να χουρχουλιάζουνη μία δίπλα στην άλλη κάτω από το πάπλωμα, πα-ράγοντας περίεργους ήχους – να μιλάνε – να κουρά-ζονται κι έπειτα να κοιμούνται, δίπλα δίπλα και πολύαθώα σαν κοριτσάκια ενώ δεν ήταν καθόλου αθώες– δηλαδή δεν ήταν καθόλου αθώες με τον τρόπο πουτο βρώμικο μυαλό αντιλαμβάνεται το αθώος.

Οι δυο μας ήρθαμε πολύ κοντά σε κάποια ϕάση –από τη μια η διάθεση που προανέϕερα, από την άλληη ένταση. Ήταν και το αλκοόλ, πριν την ένταση. Μαςείδαν πως δεν κρατιόμασταν και μας πρόσϕεραν τοδωμάτιό τους. Δηλαδή, αυτό το κομμάτι δεν το θυ-μάμαι, δε θυμάμαι να μας πρόσϕεραν το δωμάτιό τους,δε θυμάμαι να απαντήσαμε, εκείνες μάς – της – τοθύμισαν το επόμενο πρωί. Θυμάμαι – κάπως συγκε-χυμένα – πως μας ρώτησαν αν μπορούσαν απλώς ναβλέπουν. Δε θυμάμαι να απαντήσαμε κάτι. Τέλοςπάντων έμειναν στο σαλόνι κι έβλεπαν. Μετά κοιμη -θήκαμε εκεί. Την επομένη, όταν ξυπνήσαμε, τηςείπαν πως ήμασταν πολύ τυχεροί που είχαμε ο έναςτον άλλο. Μα μια μικρή, πολύ ήσυχη και λογική ϕω -νούλα μέσα μου ψιθύριζε.

Ίσως να της είπαν ότι ήταν πολύ τυχερή που είχεεμένα.

Δεν ξέρω από που ερχόταν αυτή η ϕωνούλα. Σί-

ΠΑΓΙΔΑ 171

Page 174: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

γουρα υπήρχε κάτι θεμελιωδώς εσϕαλμένο σε αυτήτη ϕωνούλα. Κι όμως παρουσιάστηκε τότε ως μιαπολύ πιθανή, λογική εικασία. Ίσως επειδή το να εμπι -στεύεται κανείς δεν είναι καθόλου λογικό.

Ζούσαμε μαζί κυρίως τις νύχτες. Αγνοούσα τιέκανε τη μέρα. Το μόνο που ήξερα για τις δραστη-ριότητές της ήταν η δική της μαρτυρία – κι αυτό τιςλίγες ϕορές που αποϕάσιζε να μιλήσει. Σχεδόν ποτέδε ρωτούσε γι’ εμένα. Ίσως επειδή ήξερε πως επρό-κειτο να απαντήσω μονολεκτικά. Δική της ήταν ημέρα. Δική μου ήταν η μέρα. Δική μας ήταν η νύχτακαι, ορισμένες νύχτες, κάποιες ϕορές ήταν σκέτη μα-γεία – δική μας μαγεία.

Τα προβλήματα άρχισαν όταν αποϕασίσαμε ναπερνάμε τις ημέρες μαζί. Άρχισα να πηγαίνω τα-κτικά στο μέρος όπου δούλευε. Ήταν πωλήτρια σεένα πολύ ακριβό μαγαζί με έτοιμα ρούχα. Για πα-ράδειγμα, το πιο ϕτηνό παντελόνι είχε γύρω σταπεντακόσια ευρώ. Το ζήτημα είναι – και αυτό στ’αλήθεια με αηδίαζε – πως είχαν εντολές να συμπε-ριϕέρονται πολύ ϕιλικά στους πελάτες – το μαγαζίήταν ανδρικό. Ελάχιστοι πελάτες δε συνέχιζαν τηϕιλική συζήτηση, η οποία εξελισσόταν σε κανονικό-τατο, γλοιώδες ϕλερτ. Ακόμα και η πιο έξυπνη καιδιασκεδαστική συζήτηση μου ϕαινόταν γλοιώδης. Δεθα μου ϕαινόταν καθόλου γλοιώδης αν εκείνη συμπε -ριϕερόταν ϕυσιολογικά, μα έδειχνε υπερβολική προ-θυμία. Η κατάσταση κατέληγε πολλές ϕορές σεκαθαρό ερωτικό παιχνίδι. Τουλάχιστον δεν τους έδινετο τηλέϕωνό της όταν το ζητούσαν.

Βέβαια, γνώριζα όσα έβλεπα. Τέλος πάντων – άντεχα. Πρακτικά ζούσαμε μαζί. Απλώς δεν συγκα -τοικούσαμε. Όχι επίσημα τουλάχιστον. Κρατούσεακόμη το διαμέρισμά της.

Ώσπου μια μέρα πήγα από τη δουλειά της και δεν

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ172

Page 175: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

την βρήκα εκεί. Ρώτησα τις υπόλοιπες κοπέλες ανγνώριζαν που βρισκόταν. Εκείνες απάντησαν πως δενείχε ειδοποιήσει. Πήρα τηλέϕωνο στο σπίτι της. Κα-νείς. Ξαναδοκίμασα μετά από μία ώρα. Μετά απόδύο ώρες. Καμία απάντηση. Πήρα τηλέϕωνο μερικέςϕίλες της. Καμία δεν είχε ειδοποιηθεί. Ξαναδοκίμασαχωρίς επιτυχία μετά από τρεις ώρες κι έπειτα έτρεξααπό εκεί. Χτύπησα το κουδούνι. Καμία απάντηση.Χρησιμοποίησα το κλειδί μου για να ανοίξω. Ταπάντα βρίσκονταν σε τέλεια τάξη. Όλα τα πράγματάτης βρίσκονταν στη θέση τους. Αλλά εκείνη απου-σίαζε.

Ξανά εκείνη η ϕωνή, ψιθύριζε κάτι ακατάληπτο –δεν επρόκειτο ακριβώς για ϕωνή μα για μια περίερ -γη κίνηση στον εγκέϕαλό, σαν να αισθάνεται κάποιοςτη σκέψη του καθώς εκτυλίσσεται – μικρές, ελάχι-στες δόσεις πόνου, εξαιρετικά ενοχλητικές. σαν ναπιέζει η σκέψη τον εγκέϕαλο κι εκείνος να τρίζει. Καιο τριγμός να καταλήγει να ακούγεται σαν ψίθυρος.Ένας ψιθυριστός θόρυβος που επενδύει χαμηλόϕωνατη σκέψη.

Περίμενα μία μέρα. Πήρα στη μάνα της και σταγύρω νοσοκομεία. Κανένα σημείο ζωής. Περίμεναδύο ημέρες. Τρεις ημέρες κανένα σημείο ζωής τέσ-σερις ημέρες πέντε ημέρες τίποτε. Στην τρίτη ημέραειδοποίησα την αστυνομία. Η μητέρα της μου τηλε -ϕωνούσε καθημερινά. Κι εκείνη ανησυχούσε. Κάποιατηλεϕωνήματα από ϕίλες της. Κανένα νέο.

Μετά την δέκατη ημέρα κάτι έσπασε. Άρχισα νασκέϕτομαι. Γιατί έϕυγε; Πέρασα μέρες προσπαθώ -ντας να θυμηθώ την κάθε στιγμή του τελευταίουμήνα, προσπαθώντας να εντοπίσω κάτι που θα μπο-ρούσε να εξηγήσει τα πράγματα.

Τιποτε. Έψαξα το σπίτι της. Τίποτα. Ρώτησα τιςσυναδέλϕους της από τη δουλειά. Αν υπήρχε κάποιος,

ΠΑΓΙΔΑ 173

Page 176: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

κάποιος από τους πελάτες ή οποιοσδήποτε. Οι κο-πέλες δεν μπόρεσαν να με βοηθήσουν. Είχε εξαϕανι-στεί. Σκέτη μαγεία.

Μια νύχτα γύρισε. Στη μέση της νύχτας άνοιξε μετο κλειδί της και χώθηκε στο κρεβάτι μου καθώςκοιμόμουν. Ξύπνησα και κοιμηθήκαμε μαζί.

Την επομένη το πρωί είχε ϕύγει. Ίσως και να τηϕαντάστηκα. Στ’ αλήθεια χάρηκα πολύ, που ήταν ζω -ντανή. Δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω τιποτε. Πίστεψαότι επέστρεψε για να μείνει.

Συνάντησα εκείνες τις δύο ϕίλες της στο δρόμο,στο διαμέρισμα των οποίων είχαμε περάσει τότε τηνύχτα. Έμοιαζαν δίδυμες. Μοιάζετε δίδυμες τουςείπα. Εκείνες απάντησαν πως όλοι τους το έλεγαναυ τό – πως ήταν αδύνατον να μην το είχα προσέξειμέχρι τότε. Χωρίς καμία υπερβολή, μοιάζετε τουλά-χιστον σαν αδερϕές τους είπα. Μου απάντησαν πωςϕυσικά και ήταν αδερϕές. Τότε εγώ ένιωσα ότι κάτιδεν πήγαινε καλά. Προϕανώς μου έκαναν πλάκα αλ -λά κάτι δεν έμοιαζε σωστό, κάτι υπήρχε στην περί-σταση που απέκλειε την πλάκα. Δεν είναι δυνατόννα είστε αδερϕές, αντέτεινα. Με κοίταξαν ειρωνικά.Τις ρώτησα αν την είχαν δει. Απάντησαν αρνητικά.Με κάλεσαν στο σπίτι τους.

Δυστυχώς δέχτηκα. Αρχίσαμε να πίνουμε και νακάνουμε κι άλλα πράγματα. Η τηλεόραση ήταν ανοι-χτή κι έπαιζε μια ταινία. Δημιουργήθηκε πολλή ένταση στην ατμόσϕαιρα. Επιμείναμε στο σαλόνι, δεχρησιμοποιήσαμε τους υπόλοιπους χώρους.

Μετά από μερικές ώρες, διασχίζοντας καθώς έβγαι -να το κατώϕλι της εξώπορτας, άκουσα πάλι εκείνητη μικρή ϕωνούλα να ψιθυρίζει ύπουλα στον εγκέϕα -λό μου, εκείνον τον θόρυβο που συμπλήρωνε παρα-πειστικά την σκέψη μου.

Αυτές την έχουν και την κρύβουν. Οι αδερϕές.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ174

Page 177: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Την θέλουν επειδή θέλουν εσένα. Θέλουν εσάς για ναπάρουν εσένα.

Δε με συνάντησαν τυχαία στο δρόμο. Εσκεμμένα, όχιτυχαία. Την είχαν στο διαμέρισμά τους. Εκεί όπουανέβηκα. Εκεί όπου έκανα το μεγάλο λάθος να κάνωό,τι έκανα. Μας έϕεραν ξανά και τους δύο στο διαμέρι -σμά τους. Μόνο και μόνο για να καταστρέψουν το εμείς.

Είναι αλήθεια ότι υπήρχε πολλή ζήλια γύρω μας,μα – ακόμα κι έτσι – η παραπάνω εικασία έμοιαζεαρκετά ανεδαϕική. Την επομένη το βράδυ είχα πιείλίγο και πήρα τηλέϕωνο τις δύο αδερϕές. Είχαν κά-ποιους ϕίλους στο σπίτι και με κάλεσαν κι εμένα.Μέχρι να ϕτάσω, το πάρτυ είχε ξεθυμάνει.

Έμεινα τελευταίος. Ήμασταν περιορισμένοι στοχώρο του σαλονιού. Σηκώθηκα και χωρίς εξήγηση άρ -χισα να τριγυρίζω στο σπίτι. Δεν ενδιαϕέρθηκα καννα αναϕέρω κάποια πειστική δικαιολογία. Τους είπαπως μου είχε έρθει υπερένταση. Πως ήθελα αέρα. Έψα -ξα πρώτα την κουζίνα όπου άνοιξα το ψυγείο και ήπιαπαγωμένο νερό, μετά το μπάνιο, όπου άνοιξα την κουρ -τίνα του ντους, άϕησα παγωμένο νερό να τρέχει καιέβρεξα το κεϕάλι μου. Έπειτα μπήκα στο υπνοδωμά-τιο, άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Πήρα λίγοαέρα κι έπειτα άνοιξα τις ντουλάπες. Σαϕώς δεν βρή -κα τίποτε.

Πήρα μερικά μισοϕόρια από τη ντουλάπα και τουςτα πήγα στο σαλόνι και τις ανάγκασα να τα ϕορέ-σουν. Εκείνες δέχτηκαν απρόθυμα, όπως απρόθυμα,επιβεβλημένα συνεχίστηκε η βραδιά. Έϕυγα το πρωί.Εκείνες κοιμόντουσαν σ’ ένα σεντόνι που είχαμεστρώσει στο πάτωμα.

Βρόντηξα επίτηδες την πόρτα ϕεύγοντας. Αλλά σελίγο εκείνη η ϕωνούλα μέσα μου είπε.

Ίσως να υπήρξα άδικος. Ίσως όντως να μην τηνείχαν αυτές.

ΠΑΓΙΔΑ 175

Page 178: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Προσπάθησα να ζήσω ϕυσιολογικά για περίπου μίαεβδομάδα, περιμένοντάς την, ενδόμυχα γνωρίζονταςότι περιμένω μάταια. Εκείνη την εβδομάδα συνέβημια έκλειψη σελήνης, μια πολιτική δολοϕονία, πέντεθάνατοι ηλικιωμένων από τον καύσωνα και διάϕοραάλλα, τα οποία παρακολουθούσα στην τηλεόραση καιστις εϕημερίδες με αμείωτο ενδιαϕέρον, καθώς μεαπάλλασσαν κάπως από βάρος της αναμονής.

Ώσπου ένα βράδυ αποϕάσισα να πάω απρόσκλητοςστις αδερϕές. Κυρίως για να τους ζητήσω συγνώμη,για να ξαναϕτιάξουμε κάτι. Βασανιζόμουν από τηνανάγκη ενός υγιούς ξεσπάσματος. Πήρα ένα ταξί κιέδωσα τη διεύθυνση μιας κάβας για αρχή – δεν ήτανσωστό να εμϕανιστώ με άδεια χέρια. Τελικά το ταξίμε άϕησε κάτω από το σπίτι τους. Δεν ανέβηκα.Πήγα σ’ ένα μπαρ εκεί δίπλα κι ήπια λίγο. Έπειταανέβηκα στο σπίτι τους. Είπα στο θυρωρό να τις ει-δοποιήσει. Ανέβηκα. Είχα στην αγκαλιά μου δύομπουκάλια σαμπάνιας, αρκετά ακριβής.

Μου άνοιξε η μία εκ των δύο. Είχαν κόσμο στοσπίτι. Μπορούσα να ακούσω τα γέλια πριν ανοίξει ηπόρτα. Πήραν τα μπουκάλια και τα πήγαν στα ράϕιατης κουζίνας. Προχώρησα προς το σαλόνι και μπλέ-χτηκα με τον κόσμο. Κυρίως γυναίκες. Κάθισα ανά-μεσα στην μία αδερϕή και σε μία άγνωστη, κατάπολύ μεγαλύτερή μου γυναίκα. Η ατμόσϕαιρα ήτανχαλαρή. Έπαιζαν κάποιο παιχνίδι με ποινές αλκοόλ.

Μπήκα στο παιχνίδι κι έχανα συνεχόμενα για πολ-λούς γύρους – ίσως επειδή το έπαιζα για πρώτηϕορά, ίσως επειδή προσπαθούσαν να με μεθύσουν. Ημία αδερϕή – εκείνη που καθόταν δίπλα μου κι είχελίγες ϕακίδες στο πρόσωπο και κόκκινα μαλλιά –γέμιζε σε κάθε γύρο το ποτήρι μου.

Μέχρι να μπω στη λογική του παιχνιδιού είχα ζα-λιστεί αρκετά – είχα μεθύσει σχεδόν όσο οι υπόλοι-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ176

Page 179: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ποι. Μπέρδευα τα λόγια μου, αλλά τουλάχιστον στα-μάτησα να χάνω σε κάθε γύρο. Τότε παρατήρησακάτι που με αναστάτωσε. Δίπλα σ’ εκείνη τη γυναί -κα που καθόταν απέναντι μου, που καθόταν δίπλα στηδεύτερη αδερϕή κι είχε ένα αντρικό χέρι γύρω απότους ώμους της, δίπλα σ’ αυτή τη γυναίκα βρισκότανη τσάντα της, πεταμένη άτσαλα στο πάτωμα.

Φαντάστηκα αμέσως την κατάσταση. Πως βρι-σκόταν στο διαμέρισμα, πως είχε πάρει μέρος στοπάρτυ μέχρι να έρθω, κι έπειτα, πανικόβλητη είχετρέξει να κρυϕτεί κι οι υπόλοιποι συμπεριϕέροντανϕυσιολογικά καλύπτοντας απλώς την παρουσία της.Τους άϕησα, σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα.

Έκανα μερικά βήματα αλλά πριν βγω από το σα-λόνι, γύρισα κι έριξα μια βιαστική ματιά πίσω μου.Συνέχιζαν να παίζουν. Ήμουν όμως σίγουρος πως οιαδερϕές με παρακολουθούσαν καθώς έβγαινα, γιατίόταν γύρισα να κοιτάξω, παρότι δεν παρατήρησα κα -λά, τις είδα να αποστρέϕουν απότομα τα κεϕάλια τους.

Άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας, μπήκα, άνοιξατη βρύση, βγήκα, πήγα προς το υπνοδωμάτιο. Ηπόρτα ήταν κλειστή. Έτρεμα. Την άνοιξα πολύ σιγά,μόνο ένα ελαϕρύ τρίξιμο, το οποίο ακόμα κι εγώ άκου -σα μετά βίας. Έριξα μια ματιά. Το δωμάτιο ϕαι -νόταν άδειο. Μπήκα. Έτρεμα. Φοβόμουν. Κοίταξαπίσω από την πόρτα. Κανείς. Προχώρησα προς τηνντουλάπα. Την άνοιξα. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Μόνορούχα και μια αϕόρητη ακαταστασία. Κοίταξα πίσωαπό τις σκούρες μπλε κουρτινες.

Έκλεισα τη βρύση του μπάνιου.Πήγα μια βόλτα από την κουζίνα, ήπια ένα ποτήρι

νερό. Στο σαλόνι, κάθισα στη θέση μου. Το παιχνίδιείχε πάρει την κάτω βόλτα. Δεν έπαιζε πια κανέναςσύμϕωνα με τους κανόνες. Σε λίγο διαλύθηκε. Ήμουνμεθυσμένος. Ένιωθα κουρασμένος. Η τσάντα ήταν

ΠΑΓΙΔΑ 177

Page 180: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ακόμη εκεί. Δεν έμεινα. Έϕυγα με τους άλλους.Υποσχέθηκα να ξαναπεράσω.

Όταν έϕτασα στο σπίτι δεν μπορούσα να κοιμηθώ.Χρησιμοποίησα πράγματα που δεν είχα χρησιμο -ποιήσει για αιώνες, αλλά ακόμη κι αυτά, που περιέ-κλειαν όλη τη μαγεία της σύγχρονης χημείας δενκατάϕεραν να με ανακουϕίσουν κι αναγκάστηκα νααυξήσω κατά πολύ τη δόση.

Την επόμενη ημέρα, όταν ξύπνησα, έκανα μια από -πειρα για πιο λογικούς συλλογισμούς. Για παρά-δειγμα, θα μπορούσε η οποιαδήποτε γυναίκα να έχειίδια τσάντα με τη δική της. Την πήρε εκείνη η γυ-ναικά μαζί της την τσάντα πριν να ϕύγει ή όχι; Δενμπορούσα να θυμηθώ. Και γιατί στο κάτω κάτω ναήταν δική της; Εντούτοις κάτι, μια ενδόμυχη βεβαι-ότητα, ξανά εκείνος ο ψίθυρος, μού υπαγόρευε ότι ητσάντα ήταν όντως δική της. Ίσως κάτι στον τρόπομε τον οποίο ήταν αϕημένη στο πάτωμα, άτσαλα,χωρίς ίχνος από εκείνη τη ϕροντιδα την οποία ενδε-χομένως να συνεπάγεται η προσωπική ιδιοκτησία.

Ήταν περίπου δύο το μεσημέρι – Κυριακή. Βγήκααπό το σπίτι. Πήρα ένα ταξί και έδωσα τη διεύθυνσήτους. Στην είσοδο της πολυκατοικίας ο θυρωρός μεσταμάτησε. Μου είπε πως δε βρισκόταν κανείς επά -νω. Τα κορίτσια είχαν βγει. Τον ρώτησα πότε θαεπέστρεϕαν. Εκείνος είπε ότι δεν ήξερε. Τον ρώτησααν ήταν σίγουρος ότι βγήκαν. Απάντησε θετικά.

Δε με έπεισε. Εκείνη η ϕωνούλα μού ψιθύριζε.Είναι πάνω. Είναι μαζί της πάνω. Είναι μαζί της

πάνω χωρίς εμένα.Γιατί όμως είναι μαζί της πάνω χωρίς εμένα;Ξέρεις γιατί είναι μαζί της πάνω χωρίς εμένα. Ξέρεις γιατί. Ξέρεις γιατί. Ξέρεις γιατί.Ο θυρωρός μού κάλεσε ταξί κι έϕυγα. Όταν γύ-

ρισα σπίτι το συνειδητοποίησα. Συνειδητοποίησα ότι

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ178

Page 181: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

κάτω από την οικοδομή ήταν παρκαρισμένο το αυ-τοκίνητό τους – των αδερϕών. Ο θυρωρός είχε πάρειεντολή να με διώξει. Έπρεπε να το είχα προσέξεινωρίτερα. Πώς ήταν δυνατό να μου διαϕύγει;

Την ώρα που σκεϕτόμουν αυτά και γδυνόμουν γιανα μπω στο μπάνιο, χτύπησε το τηλέϕωνο. Ήταν οιαδερϕές. Με καλούσαν στο σπίτι τους την επομένητο απόγευμα, αν δεν είχα κανονίσει κάτι άλλο. Προ-σπάθησα να ακουστώ όσο πιο ϕυσιολογικός μπορού -σα – και τα κατάϕερα. Φυσικά και δεν τις έπεισα.

Κάθισα στο σπίτι και προσπάθησα να διαβάσωκάτι. Δεν τα κατάϕερα να διαβάσω μα κατάϕερα ναβρω μια παλιά ϕίλη στο τηλέϕωνο. Βγήκαμε μαζί τοβράδυ και απλώς μιλούσαμε, αναλωνόμενοι σε από-λυτες κοινοτοπίες. Δεν ήμασταν ικανοί για τίποτα άλ -λο πέρα από απόλυτες κοινοτοπίες. Όπως πάντα,θλιβερή συζήτηση, κάπως λιγότερο θλιβερό σεξ. Μόνοπου γίναμε κώλος από το αλκοόλ και πήγε ο καθέναςσπίτι του. Άλλωστε μάλλον κανένας από τους δυομας δεν είχε διάθεση εξ αρχής.

Κοιμήθηκα και ξύπνησα την επομένη το μεσημέρι.Βγήκα για μια βόλτα. Περπάτησα μέχρι την περιοχήόπου βρισκόταν το σπίτι τους. Έϕαγα λίγη πίτα κι ήπιαένα ϕλιτζάνι καϕέ σ’ ένα μαγαζάκι εκεί κοντά. Στά-θηκα σε μια γωνία απέναντι από την οικοδομή τουςκαι παρακολουθούσα την κίνηση για δυο περίπου ώρες.Κανείς δεν μπήκε ή βγήκε. Αυτό με ανησύχησε κάπωςαλλά πρόσεξα ότι είχα αργήσει περίπου ένα μισάωρο,διέσχισα τα πενήντα μέτρα που με χώριζαν από τοκτίριο, μπήκα μέσα, άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες.

Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή του κάθε αν-θρώπου πριν από τις οποίες τα πάντα κραυγάζουν –είναι οι στιγμές πριν από τις οποίες μπορεί κανείς ναδει πρόσωπα αγγέλων να ουρλιάζουν προοικονομώ -ντας αυτό που έπεται.

ΠΑΓΙΔΑ 179

Page 182: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Παρ’ όλα αυτά, παρότι δηλαδή ήδη διαισθανόμουνκάτι σαν αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει, έμειναάϕωνος όταν η πόρτα άνοιξε και αντίκρισα εκείνη.Έμοιαζε θυμωμένη, μου γύρισε την πλάτη χωρίς ναπει λέξη και προχώρησε στο σαλόνι. Την ακολούθη -σα. Στο σαλόνι μας περίμεναν οι δύο αδερϕές, αλλάκαι κάποιες ϕίλες τους. Τις ρώτησα τι συνέβαινε. Οιαδερϕές είπαν ότι εκείνη ήταν μαζί τους. Εγώ τουςαπάντησα πως είχε στόμα και μπορούσε να μου τοπει η ίδια.

Τότε εκείνη άνοιξε το στόμα της και είπε ότιαποϕάσισε πως είχε έρθει η ώρα να τελειώσει μεταξύμας, ότι προς το παρόν θα έμενε με τις αδερϕές, ότιήμουν ευπρόσδεκτος – όπως είχα καταλάβει – να τιςεπισκέπτομαι όποτε μου έκανε κέϕι – μόνο που εκεί -νη δε θα ερχόταν μαζί μας. Είπε – σαν κοριτσάκιακούστηκε – ότι είχε σταματήσει να με αγαπάει καιότι της ϕαινόμουν ενοχλητικός.

Είχα ξεχάσει ότι βρισκόμασταν μέσα σε κόσμο.Πρέπει να είχα πάρει μια ϕριχτή, αποσαθρωμένηέκϕραση απογοήτευσης – συνειδητοποίησα ότι όλατα βλέμματα ήταν στραμμένα στο πρόσωπό μου,κοιτώντας με μια προσποιητή συμπάθεια που στηνουσία ήταν απλώς μνησίκακη περιέργεια.

Εκείνη μού είχε γυρίσει την πλάτη και βγήκε απότο σαλόνι. Πήγε στην τουαλέτα κι έκλεισε την πόρταπίσω της. Τότε εγώ το έχασα. Άρχισα να ϕωνάζωεκεί μπροστά τους και να τις κατηγορώ πως μετέ-στρεψαν τα συναισθήματά της για μένα, πως έκαναντην αγάπη της μίσος, μόνο και μόνο για να την εκ-δικηθούν επειδή με είχε κι άλλα τέτοια. Άκουγαεκείνη τη ϕωνούλα στον εγκέϕαλό μου που πια δενήταν ϕωνούλα αλλά μια οργισμένη κραυγή ενός βου-τηγμένου στο αίμα στρατιώτη που μόλις του είχανσκοτώσει τον καλύτερό του ϕίλο, το στόμα μου με-

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ180

Page 183: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

τέδιδε εκείνη την κραυγή, την ξένη κραυγή που πί-στευε ότι ευαγγελιζόταν μια καταπιεσμένη, αγανακτι-σμένη αλήθεια. Την μόνη αλήθεια που σήμαινε κάτισ’ αυτόν τον κόσμο.

Εκείνες με κοίταζαν με απάθεια κι η απάθειά τουςμε εξόργιζε περισσότερο. Προσπάθησα να διασχίσωτο σαλόνι και να περάσω στην κουζίνα. Εκείνες μεσταμάτησαν. Με μια κίνηση, αρπάχτηκαν όλες τουςαπό πάνω μου και με ανάγκασαν να ξαπλώσω στοπάτωμά. Αντέδρασα πολύ αργά, όταν το σύνολο τηςμάζας τους είχε ακινητοποιηθεί επάνω στην πλάτημου. Στη συνέχεια ένιωσα ένα τράνταγμα στο κεϕάλικαι έχασα τις αισθήσεις μου.

Ξύπνησα στο υπνοδωμάτιο, απ’ όπου γράϕω καιαυτήν την ιστορία – όσα μου συνέβησαν – πάνω σ’ένα κιτρινισμένο περιοδικό μόδας, μ’ ένα παλιό, μι-σοξοδεμένο μολύβι για τα μάτια. Βρίσκομαι εδώ μέσαεδώ και πολύ καιρό. Με κάποιον τρόπο τρώω, κά-ποιος με ταΐζει μα δεν ξέρω ποιος. Το διαμέρισμαακούγεται να είναι άδειο. Εγώ είμαι κλειδωμένος στουπνοδωμάτιο. Κάνω την ανάγκη μου στην ντουλάπα,μετά τυλίγω τα κόπρανα σε κομμένα μισοϕόρια καιτα πετάω από το παράθυρο. Κατουράω από το παρά -θυρο. Το παράθυρο βλέπει σ’ ένα στενό σοκάκι πουείναι πάντα έρημο.

Εδώ και μερικές μέρες κάτι περίεργο μου συμβαί-νει. Δεν μπορώ να δω το σώμα μου. Δεν υπάρχει κα-θρέϕτης στο δωμάτιο – περίεργο, θα ορκιζόμουν ότιυπήρχε καθρέϕτης όταν ζούσαν οι αδερϕές εδώ. Δενυπάρχει καθρέϕτης αλλά όταν στρέϕω το βλέμμαστα μέλη μου, σε οποιοδήποτε σημείο του σώματόςμου δε βλέπω αυτό που θα έπρεπε να βλέπω – τασώμα μου έχει γίνει διάϕανο. Ο αόρατος άνθρωπος.

Έξω πια δεν υπάρχει ϕως. Το μόνο ϕως προέρχεταιαπό τη λάμπα του δωματίου. Έχω αρχίσει να ϕοβά-

ΠΑΓΙΔΑ 181

Page 184: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

μαι. Πως όταν καεί η λάμπα τα πάντα θα βυθιστούνστο σκοτάδι. Έξω από το παράθυρο τα πάντα είναιβυθισμένα στο σκοτάδι. Μέρες τώρα. Φοβάμαι πωςόλα θα διαρκέσουν μέχρι να τελειώσει η λάμπα. Πωςόλα θα τελειώσουν όταν σβήσει το ϕως.

Κάθε ϕορά που τρεμοσβήνει, τρέμω κι εγώ. Κάθεϕορά. Η πόλη έξω είναι τόσο ήσυχη. Μόνιμα σκο-τεινή – απόλυτα σκοτεινή. Σε λίγο η πόλη θα έρθειμέσα. Σε λίγο μέσα στο δωμάτιο θα γίνει πόλη. Σελίγο το δωμάτιο θα γεμίσει με σκοτάδι.

Η πόλη έξω ϕαίνεται νεκρή.Ακόμη χειρότερα – ϕαίνεται πως, έξω από το πα-

ράθυρο, δηλαδή μέσα στο σκοτάδι, δεν υπάρχει πόλη.Δεν υπάρχει τίποτα πια εκεί έξω. Η έξω πόλη, μέσααπό το δωμάτιο, ϕαίνεται ανύπαρκτη.

Εύχομαι ποτέ – πότε ποτέ να μην μπει – ποτέ ναμην μπει μέσα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ182

Page 185: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

Page 186: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 187: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 185 ]

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ακουγόταν από την αποθήκη. Είχε μό-λις αρχίσει να βραδιάζει. Πλησίασα στην αποθήκη.Δεν υπήρχε τίποτε παρκαρισμένο απ’ έξω. Ήταν μιαπαλιά, μισοδιαλυμένη καπναποθήκη, απ’ αυτές μετον ξύλινο σκελετό και το λαμαρινένιο κέλυϕος. Σανεκείνες που άρχισαν να χτίζουν όταν πέρασαν στηνκαλλιέργεια των πλατύϕυλλων καπνών, για την ξή-ρανση των οποίων απαιτούνταν ειδικοί χώροι.

Αλλά πια δεν καλλιεργούσαν καπνά, πια δεν καλ-λιεργούσαν τίποτα, το μόνο που μπορούσες να δια-κρίνεις στον κάμπο ήταν λίγα χωράϕια με δέντρα,άλλα με κεράσια και λιγότερα με ροδάκινα. Το με-γαλύτερο μέρος του κάμπου καταλαμβανόταν απόχωράϕια με ηλιακούς συλλέκτες, που στραϕτάλιζαναντανακλώντας το ϕως του ήλιου, το ίδιο ϕως πουαπορροϕούσαν απερίσταλτα, το ίδιο ϕως που είχανϕτιαχτεί για να κρύψουν, να εγκιβωτίσουν, να εκμη-δενίσουν, να εξαϕανίσουν.

Κάπου σ’ αυτήν την έκταση υπήρχε κι η παλιάαποθήκη. Γύρω από την οποία, στο ίδιο αγροτεμά-χιο, πριν πολλά χρόνια, είχαν ϕυτευτεί ϕλαμουριές.Τα δέντρα πια είχαν θεριέψει - στον ήσκιο τους συ-νηθίζαμε να παρκάρουμε με την Αναστασία το αμά -ξι, να στρώνουμε στο χόρτο και να ξαπλώνουμε εκεί

Page 188: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ακούγοντας μουσική, τρώγοντας κάτι ίσως, ησυχά-ζοντας. Το αυτοκίνητό μου ήταν ένα παλιό βανάκι,οι πόρτες του είχαν σαπίσει και ήθελε βάψιμο, μαπαρότι η ανάγκη για βάψιμο ήταν επιτακτική ποτέδεν κατάϕερνα να πάρω την απόϕαση και να το πάωστο μάστορα – κι αυτό επειδή ϕοβόμουν πως μετάτο βάψιμο θα χανόταν κάτι, ϕοβόμουν πως δεν θαοδηγούσα πια το ίδιο αμάξι, το οποίο γνώριζα καιμε γνώριζε όπως ο σκύλος γνωρίζει τον αϕέντη κι οαϕέντης γνωρίζει το σκύλο. Αλλά ο σκύλος έχει πιαγεράσει - και πονάει. Ο αϕέντης, από την άλλη, είναινέος και λυπάται τον σκύλο που έχει γεράσει και πο-νάει. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να τον γιατρέψει, δενμπορεί να τον ϕτιάξει, δεν μπορεί να τον σκοτώσειούτε και να τον αντικαταστήσει. Περιμένει μόνο – καισυνεχίζει να τον ϕροντίζει. Μερικές ϕορές μοιάζεισαν οι ρόλοι να αντιστρέϕονται – ο σκύλος να γίνεταιαϕέντης κι ο αϕέντης σκύλος.

Εκείνη την ημέρα λοιπόν ϕτάσαμε στην αποθήκηπερίπου στις πέντε το απόγευμα. Μόλις άνοιξα τηνπόρτα το άκουσα. Το τραγούδι. Ίσως να έϕταιγε τοπεριβάλλον, μα καιρό είχα να ακούσω μια τόσο όμορ-ϕη μελωδία, τόσο άψογα εκτελεσμένη. Το τραγούδιακουγόταν από την αποθήκη. Ήταν μια ανδρική ϕω -νή. Κάποιος βρισκόταν μέσα στην αποθήκη και τρα-γουδούσε, τραγουδούσε ζωντανά, δεν ήταν ηχογρά-ϕηση αυτό που ακούγαμε. Κοίταξα την Αναστασία,είχαμε μείνει και οι δύο άϕωνοι. Της ζήτησα να πε-ριμένει. Εκείνη απλώς κατένευσε – για κάποιον λόγοήταν ϕοβισμένη. Σπάνια μιλούσε όταν ϕοβόταν.

Προχώρησα προς την αποθήκη. Την είσοδό τηςέκλειναν δύο μεγάλα ϕύλλα λαμαρίνας, τα οποία μόλιςπου στέκονταν ακουμπισμένα στον γείσο του ανοίγ-ματος που αποτελούσε την είσοδο. Ανάμεσα στα δύοαυτά ϕύλλα λαμαρίνας υπήρχε ένα κενό, από το

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ186

Page 189: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

οποίο μετά βίας χωρούσε να περάσει άνθρωπος. Ηϕωνή τώρα ακουγόταν πολύ δυνατά. Δεν υπήρχεαμϕιβολία ότι ερχόταν μέσα από την αποθήκη. Έρι -ξα μια ματιά από το κενό ανάμεσα στα δύο ϕύλλα.Ο άντρας είχε γυρισμένη την πλάτη του σε εμένα,αποκλείεται να με είχε καταλάβει – ίσως να είχεακούσει το αυτοκίνητο ή την πόρτα του οδηγού ναανοίγει – μα δεν είχε σταματήσει το τραγούδι. Στε-κόταν εκεί, στη μέση της αποθήκης με τα χέριαανοιχτά σχηματίζοντας σταυρό, το σώμα να κινείταιμπρος πίσω ελαϕρά συνοδεύοντας παραστατικά τημελωδία που αντηχούσε υπέροχα στο ρημαγμένοχώρο. Γύρισα στο αυτοκίνητο. Γυρίσαμε πίσω. Δενείπα τίποτε στην Αναστασία αλλά τον άντρα πουτραγουδούσε στην αποθήκη, τον είχα αναγνωρίσει.

Όπως στεκόταν μέσα στην αποθήκη, η σιλουέτατου ϕαινόταν εξαιρετικά λεπτή, με στενούς ώμουςκαι απεριποίητα μαλλιά. Σε ένα μικρό γύρισμα τουκεϕαλιού του προς τα πλάγια μπόρεσα να συγκρατή -σω μια ϕευγαλέα εικόνα του προϕίλ του. Γένια αξύ-ριστα μερικών εβδομάδων. Φορούσε γυαλιά.

Ο άντρας είχε την ίδια ηλικία με εμένα. Για τηνακρίβεια είχαμε υπάρξει συμμαθητές για μία περίο -δο. Ωστόσο ποτέ δεν υπήρξαμε ϕίλοι, ποτέ δεν γνω-ριστήκαμε καλά. Ήταν ο ξένος της τάξης μας. Ήτανο καλύτερος μαθητής. Μιλούσε ψιθυρίζοντας, κρα-τιόταν κλειστός. Αρκούνταν σε πολύ βασικά επίπεδαεπικοινωνίας με τους γύρω του.

Πάντα τον ζήλευα κάπως. Επειδή τα κατάϕερνεπολύ καλύτερα από εμένα στο σχολείο, σε οτιδήποτεέκανε. Τις ϕορές που τον κορόιδευαν, προσπαθούσανα τον υπερασπιστώ – πάντα με ήπιο τρόπο γιατίϕοβόμουν μήπως αποξενωθώ. Έχασα τα ίχνη τουκάπου στο γυμνάσιο. Εγώ άλλαξα σχολείο, τον έχα -σα μαζί με πολλούς άλλους. Από τότε δεν είχα ακού-

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ 187

Page 190: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

σει νέα του. Τον έβλεπα από καιρό σε καιρό στο δρό -μο, μα ούτε καν συνέδεα τη μορϕή του με αυτό πουκάποτε υπήρξε. Ήταν απλώς μια γνωστή ϕυσιογνω-μία – ένα ακόμη γνωστό πρόσωπο στο δρόμο. Απόεκείνους που δεν χαιρετάς, από εκείνους που ούτεκαν σκέϕτεσαι αν θα χαιρετήσεις ή όχι.

Μια από τις ημέρες που ακολούθησαν, τον είδα σ’ένα όνειρο. Συναντηθήκαμε στο δρόμο και τον χαι-ρέτησα σαν να χαιρετιόμασταν χρόνια. Εκείνος αντα -ποκρίθηκε θετικά και πιάσαμε την κουβέντα. Μετάαπό μερικές ϕράσεις όμως άρχισε να απευθύνεται σ’εμένα με πολλή ειρωνεία. Φόρτιζε με ειρωνεία ακόμηκαι τις πιο απλές ερωτήσεις. Π.χ. με ρωτούσε ει-ρωνικά αν ήμουν ακόμα με την Αναστασία. Ή ανδούλευα ακόμη εκεί όπου δούλευα. Ή αν έβγαινα ταβράδια στο στέκι όπου έβγαινα. Προσπαθούσα ναείμαι ειλικρινής και να αγνοώ την ειρωνεία του – πουείχε αρχίσει να με εκνευρίζει – του απάντησα πωςήμουν ακόμη με την Αναστασία, πως δούλευα ακόμηεκεί όπου δούλευα, πως έβγαινα τα βράδια σ’ εκείνοτο παλιό στέκι (όπου σύχναζαν άτομα μεγαλύτερηςηλικίας) και ότι έπινα ακόμη μπύρα με τους θαμώ-νες, συζητώντας περί ανέμων και υδάτων. Ώστε πί-νεις, διαπίστωσε πικρόχολα. Και μετά άρχισε να μουαϕηγείται τα δικά του νέα. Πως είχε διοριστεί σεμια υπηρεσία μακριά από την πόλη μας, πως θα βρι-σκόταν δίπλα στη θάλασσα και πως δικαιούνταν έναμήνα άδεια το χρόνο. Κουνούσα το κεϕάλι μου και τουείπα πως χαιρόμουν. Και ειλικρινά χαιρόμουν.

Όταν ξύπνησα, από ολόκληρο το όνειρο, θυμόμουνμόνο αυτή τη συζήτηση. Αλλά ήμουν σίγουρος πωςείχαν διαδραματιστεί κι άλλα, τα οποία για κάποιολόγο ξεχνούσα. Ξύπνησα στη μέση της νύχτας καιδεν ξανακοιμήθηκα. Έϕαγα πρωινό στις πέντε τοπρωί. Στις εϕτά έϕυγα για να ανοίξω την καϕετέρια

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ188

Page 191: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

στην οποία δούλευα μέχρι το απόγευμα. Μόλις έκανατις βασικές δουλειές του ανοίγματος, έβαλα στα γρή-γορα μια μπύρα από το βαρέλι και κάθισα για πέντεδέκα λεπτά να την πιω με ηρεμία, προσπαθώντας ναπροσϕέρω λίγο χρόνο στον μουδιασμένο από την αϋ-πνία εγκέϕαλό μου ώστε να καταϕέρει να ξυπνήσειπριν αρχίσουν οι παραγγελίες για τους καϕέδες.

Και ξανά η εικόνα του άντρα αναδύθηκε, η εικόναπου ονειρεύτηκα, η ανάμνηση της ταπείνωσης – τηςπαράλογης, απρόβλεπτης ταπείνωσης.

Με το που σχόλασα από τη δουλειά την ίδια μέρα,πήγα στην αποθήκη. Είχαμε κανονίσει να βρεθούμεμε την Αναστασία αλλά το ανέβαλα. Της δικαιολο-γήθηκα αόριστα ότι έπρεπε να πάω κάπου. Στηναποθήκη, ένα αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο κάτωαπό τις ϕλαμουριές. Υπέθεσα ότι ανήκε στον άντρα.

Σταμάτησα το βανάκι μου στην άκρη του χωμα-τόδρομου. Άνοιξα την πόρτα περιμένοντας να ακού -σω τη ϕωνή του άντρα. Αλλά δεν άκουσα τίποτα.Προχώρησα λίγο, περίμενα στη σκιά των δέντρων.Είχε σηκωθεί ένας δροσερός αέρας που μετέϕερε τησκόνη των γύρω χωραϕιών. Ξαϕνικές ριπές ανάγκα -ζαν κάποιον να στρέϕει την πλάτη του στον άνεμοώστε να αποϕεύγει την ενοχλητική ροή σκόνης πουεισχωρούσε αδιάκριτα στις κοιλότητες του στόματοςκαι των ματιών. Μπήκα ξανά στο αυτοκίνητο. Περί -μενα περίπου δέκα, δεκαπέντε λεπτά πριν αποϕα -σίσω να ελέγξω το εσωτερικό της αποθήκης.

Όταν τελικά έκανα εκείνο το λάθος – να κάνω τοβήμα και να μπω – ο ήλιος έδυε κοκκινωπός πίσωαπό τα ψηλά βουνά κάπου στο βάθος. Τα βουνά βρί-σκονταν στο δεξί μου χέρι. Έστρεψα για μια στιγμήτο κεϕάλι και κοίταξα. Προσπάθησα να εκτιμήσω τουπέροχο θέαμα μα, ως συνήθως, δεν τα κατάϕερα.

Μέσα στην αποθήκη – στο στεγνωτήριο – ήταν

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ 189

Page 192: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

πο λύ σκοτεινά. Το ϕως έξω είχε λιγοστέψει – καιμέσα εισχωρούσε ελάχιστο, από τις τρύπες του λα-μαρινένιου κελύϕους. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Έκαναβιαστικά μια γύρα και βγήκα.

Εκείνος στεκόταν δίπλα στο αμάξι του. Τελικάόντως επρόκειτο για το δικό του. Με χαιρέτησε απόμακριά μ’ ένα νεύμα του κεϕαλιού. Χαμογελούσε. Μουϕάνηκε πως χαμογελούσε ειρωνικά. Τον πλησίασα.Στεκόταν με σταυρωμένα χέρια, κι εκείνο το ϕρικτόχαμόγελο στα χείλη του. Μου ήρθε να του λιώσω τοκεϕάλι. Φυσικά απλώς τον ρώτησα αν ήταν καλά.Μετά από τόσα χρόνια. Να βρεθούμε. Σύμπτωση ε;

Σύμπτωση; Γιατί σύμπτωση; Καθόλου σύμπτωσηαπάντησε εκείνος. Και χτες δεν ήσουν εδώ; ρώτησε.Αναγκάστηκα να το παραδεχτώ. Ομολόγησα ότιείχα έρθει με την κοπέλα μου αλλά δεν θελήσαμε ναδιακόψουμε το τραγούδι του, οπότε επιστρέψαμεστην πόλη και κάτσαμε κάπου να πιούμε καϕέ. Όσηώρα μιλούσα εκείνος κουνούσε το κεϕάλι πάνω κάτωχωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από τα δικά μουμάτια. Και χωρίς να ξεκολλάει εκείνο το ϕρικτό χα-μόγελο από τα χείλη του. Εκείνο το σκοτεινό χαμό-γελο από τα χείλη του.

Ω μα δε θα με διακόπτατε είπε. Αντίθετα, σας πε-ρίμενα.

Δεν μπορούσα να το ξέρω αυτό απάντησα – η ϕω -νή μου πήρε έναν τόνο απολογητικό ενώ δεν υπήρχετίποτε για το οποίο όϕειλα να απολογηθώ ή να δι-καιολογηθώ.

Ξέρω ξέρω είπε εκείνος. Τι κάνεις λοιπόν αυτέςτις μέρες με ρώτησε. Συνεχίζεις να συχνάζεις εκεί;ανέϕερε το όνομα του μπαρ όπου δούλευα. Εκεί δου-λεύω του απάντησα. Εκείνος γέλασε ειρωνικά. Εσύτι κάνεις τον ρώτησα με τη σειρά μου. Απάντησεπως θα μετακόμιζε στο νότο, για να δουλέψει σε μια

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ190

Page 193: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

εταιρεία. Μου ανέϕερε ότι είχε ήδη βρει διαμέρισμακαι το είχε επιπλώσει. Μου ανέϕερε και το ύψος τουμισθού του. Όλα αυτά τα ανέϕερε καλοπροαίρετα.Το ειρωνικό του ύϕος είχε ξαϕνικά χαθεί. Με ρώτη -σε αν ήμουν ακόμη με την Αναστασία. Του απάντη -σα πως ήμουν, αλλά πως το ήξερε ήδη αυτό. Όπωςήξερε και το ότι δούλευα εκεί όπου δούλευα και όπουσύχναζα τα βράδια πίνοντας παρέα με τους γέρουςαλκοολικούς. Ήταν ανώϕελο να με ρωτάει. Εκείνοςσοβάρεψε, με παρακάλεσε ευγενικά να μη γίνομαιεριστικός, είπε πως με ρωτούσε απλώς για να κά-νουμε συζήτηση. Του ζήτησα συγνώμη. Δέχτηκε τηνσυγνώμη μου μ’ ένα ειρωνικό νεύμα.

Μου ήρθε να του λιώσω το κεϕάλι – σας το ορκί-ζομαι θα του έλιωνα το κεϕάλι. Δεν καταλάβαινα γιατίτον μισούσα τόσο. Ήμουν σίγουρος πως δεν τον ζή-λευα. Ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος από τη ζωήμου. Πότε δεν είχα – δεν έχω – κι ούτε πρόκειται νααποκτήσω περαιτέρω ϕιλοδοξίες. Έκανα – κάνω –αυ τό που μπορούσα – αυτό που μπορώ. Και τα έβγα -ζα πέρα μια χαρά. Δεν είχα κανένα λόγο να ζηλέψωτον τύπο.

Απλά οι τρόποι του με εκνεύριζαν. Τραγουδάςπολύ ωραία του είπα, προσπαθώντας να εξομαλύνωτην ένταση – προσπαθώντας να δείξω άνετος – στηνουσία μειώνοντας τον εαυτό μου στα μάτια του. Σο-βαρός, ένευσε καταϕατικά. Το ήξερε ότι τραγουδούσεκαλά. Οποιοσδήποτε τραγουδούσε όπως τραγουδούσεαυτός δε χρειαζόταν κανέναν να του πει ότι τραγου-δούσε καλά.

Όση ώρα μιλούσαμε δεν είχε κουνήσει τα χέριατου. Τα κρατούσε συνεχώς σταυρωμένα στο στήθος,απολύτως άτονα, χωρίς ίχνος νευρικότητας ή κίνη-σης. Τον αποχαιρέτησα, περπάτησα μέχρι το αμάξικαι άνοιξα την πόρτα. Εκείνος είχε γυρίσει και με

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ 191

Page 194: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

κοίταζε, είχε μια έκϕραση αμήχανη, σαν να ήθελεκάτι να πει αλλά να μην μπορούσε να αποϕασίσει ανθα το έλεγε ή όχι. Εγώ ήμουν υπερβολικά εκνευρι-σμένος για να κάτσω να τον ακούσω – ή για να προ-σπαθήσω να τον ακούσω. Οπότε έϕυγα όσο πιοβιαστικά μπορούσα, ώστε να μην του αϕήσω περι-θώριο να ανοιχτεί.

Διότι, μπορεί μεν να μην είχα κανένα λόγο να τονζηλέψω, αλλά αυτός νόμιζε πως είχα πολλούς λόγουςγια να τον ζηλεύω. Κι αυτό με έκανε έξαλλο. Να μεβλέπει σαν μέλος ενός ανθρώπινου υποείδους, ενόςϕανταστικού υποείδους που υπήρχε μόνο στο μυαλότου και στα μυαλά ανθρώπων σαν εκείνον.

Επέστρεψα στην καθημερινότητα για μερικές ημέ-ρες. Μια νύχτα αργά, πίναμε με κάτι γέρο αλκοολι-κούς στο καϕέ-μπαρ όπου δούλευα από το πρωίμέχρι το απόγευμα, όταν ένας από αυτούς, μέσα απότην πυκνή ομίχλη που πρέπει να χαρακτήριζε τησκέψη του εκείνη την ώρα, ξεχώρισε με σκοτεινό εν-θουσιασμό κάτι το οποίο πίστεψε – και δεν έκανελά θος – ότι θα προκαλούσε αίσθηση. Ξέρετε τι άκου -σα; ρώτησε πονηρά σαν παιδί που επρόκειτο απόστιγμή σε στιγμή να αποκαλύψει ένα αποτρόπαιομυστικό. Η προσοχή μας προσηλώθηκε πάνω του.Μας είπε ότι άκουσε πως κάλεσαν την αστυνομία σ’εκείνη την αποθήκη έξω από την οποία συχνάζαμεμε την Αναστασία. Του είπαν πως εκεί μέσα βρήκανέναν κρεμασμένο.

Από το μυαλό μου πέρασε αστραπιαία η εικόνατου παλιού μου συμμαθητή αϕού τον αποχαιρέτισατις προάλλες, η αμήχανη έκϕραση στο πρόσωπό του,ο δισταγμός του να αποκαλύψει εκείνο που έπρεπενα πει κι ίσως να άλλαζε την πορεία της ζωής του.

Αναστέναξα βαθιά, κάτι που – σε συνδυασμό μετην αναστατωμένη όψη μου – συνέβαλε στο να συ -

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ192

Page 195: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

γκεντρωθούν όλα τα βλέμματα πάνω μου. Κάποιος μερώτησε αν ήξερα κάτι παραπάνω. Έγνεψα αρνητικά.Κάποιος άλλος παρατήρησε πως ήμουν πολύ ευαί-σθητος. Ρώτησα τον πληροϕοριοδότη αν γνώριζε τοϕύλο του αυτόχειρα. Εκείνος απάντησε πως δε γνώ-ριζε. Αλλά δεν του πέρασε από το μυαλό ότι μπορού -σε να είναι γυναίκα. Δεν είχε ακούσει ποτέ γυναίκανα κρεμιέται – εκτός αν δεν ήταν αυτοκτονία κι ήτανϕόνος. Αλλά άκουσε ότι η αστυνομία μίλησε για αυ-τοκτονία. Τσουγκρίσαμε πένθιμα. Αποτελείωσα τοποτό μου και σύρθηκα μέχρι το σπίτι, βουτηγμένοςστις τύψεις (χωρίς να έχω καν σιγουρευτεί για τηνταυτότητα του θύματος – λες και χρειαζόταν να τηνεξακριβώσω για να θρηνήσω).

Άλλωστε όλα συνέκλιναν σε αυτόν: το τραγούδιτου (υπέροχο και μελαγχολικό), η στάση του σώμα-τός του κατά το τραγούδι, ο τόπος (απομονωμένοςκι εγκαταλειμμένος) – όλα έπαιρναν το χαρακτήραμιας ιδιότυπης τελετής, μιας τελετής αποχαιρετισμού– η έκϕρασή του καθώς χωριζόμασταν, η αμηχανίακαι τελικά η αγωνία καθώς παρακολουθούσε το αυ-τοκίνητό μου να κάνει νευρικά τις μανούβρες για ναπάρει το δρόμο του γυρισμού. Αργότερα έμαθα πωςη αποθήκη-ξηραντήριο αποτελούσε ιδιοκτησία τηςοικογένειάς του και πως όταν ήταν μικρός δούλευεστα καπνά. Είπαν αργότερα ότι, σ’ εκείνη την ηλι-κία, του άρεσε πολύ να τρυπάει τα ϕύλλα του καπνούμε το σύρμα, δημιουργώντας αρμαθιές οι οποίες έπειταθα κρεμιόνταν και θα ξεραίνονταν σ’ εκείνη την ίδιααποθήκη.

Συνεχίζοντας εκείνη τη νύχτα, βγήκα από το μπαρκαι άρχισα να προχωράω προς το σπίτι μου το οποίοβρισκόταν περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Τρι-γύρω υπήρχε ελάχιστο ϕως εξαιτίας του συννεϕια-σμένου ουρανού. Πολλοί από τους στύλους ϕωτισμού

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ 193

Page 196: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

στο δρόμο ήταν εκτός λειτουργίας. Στα τελευταίαπεντακόσια μέτρα προς το σπίτι μου δεν υπήρχαν καντέτοιοι στύλοι, με αποτέλεσμα η μόνη πηγή ϕωτόςεκτός από το διάχυτο ϕως της σελήνης να προέρχε-ται από τα ϕωτισμένα παράθυρα των διασκορπισμέ-νων μονώροϕων κατοικιών.

Περίπου εκατό μέτρα μετά το μπαρ στο δρόμομου για το σπίτι, με προσπέρασε ένα αυτοκίνητο –ίδιο μοντέλο με αυτό που ήταν παρκαρισμένο κάτωαπό τις ϕλαμουριές και – από τη ϕευγαλέα ματιάπου μπόρεσα να ρίξω στον οδηγό κάτω από το ϕωςτης λάμπας – με τον ίδιο τον παλιό μου συμμαθητήγια οδηγό.

Αρχικά πίστεψα πως έκανα λάθος, πως δεν ήτανδυνατόν γιατί ο παλιός μου συμμαθητής ήταν πιανε κρός – κρεμασμένος – και οι νεκροί δεν οδηγούναυ τοκίνητα (ή, τουλάχιστον, κάτι τέτοιο δεν είναιγνωστό). Μόλις πέρασε αυτή η πρώτη σκέψη κιέδειξα περισσότερη εμπιστοσύνη στα δεδομένα τωναισθήσεών μου πρέπει να πω πως χάρηκα επειδήπροϕανώς είχα κάνει έναν εσϕαλμένο συλλογισμό καιόντως ο παλιός μου συμμαθητής δεν ήταν νεκρός.

Αμέσως όμως ανέκυπταν νέα ερωτήματα – όπωςαυτό σχετικά με την ταυτότητα του κρεμασμένου κιεκείνο της σχέσης του παλιού μου συμμαθητή με όσασυνέβησαν. Επίσης – ένα γενικότερο ερώτημα – πουπεριέκλειε τα παραπάνω και συνοψιζόταν στο εξής:τι συνέβη στην αποθήκη;

Η προοπτική να σχετίζεται με κάποιον τρόπο οάντρας με όσα έγιναν μου ϕαινόταν πιθανή, εϕόσονη εμϕάνισή του συνέπεσε με την αυτοκτονία – κιέπειτα ιδιαίτερα συναρπαστική, εϕόσον το να βρίσκε -ται αναμεμιγμένος με τρόπο καταδικαστέο ο άντραςμε το πτώμα ικανοποιούσε την πείνα των όποιων εχθρικών μου συναισθημάτων απέναντί του.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ194

Page 197: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Είχα ϕτάσει περίπου εκατό, διακόσια μέτρα απότο σπίτι μου. Η νύχτα – όπως προανέϕερα – ήτανεξαιρετικά σκοτεινή. Τότε αντιλήϕθηκα μια ϕιγούρανα στρίβει σε μια διασταύρωση περίπου πενήνταμέτρα μπροστά και να περπατά προς τα μένα. Μόλιςπλησίασε επιβεβαιώθηκε αυτό που υποψιαζόμουν.Ήταν εκείνος. Τον χαιρέτησα προσπαθώντας να συ -μπεριϕερθώ ϕυσιολογικά. Καθώς δίναμε το χέρι, μούπέρασε από το μυαλό μια ταχύτατα παιγμένη ϕράση:

χαιρετάς το ϕάντασμα. Ανατρίχιασα προς στιγμήν. Είχα αναστατωθεί

υπερβολικά. Προσπάθησα να μην το δείξω. Ίσως νατα κατάϕερα μα όταν αρχίσαμε να περπατάμε μαζί,ο παλιός μου συμμαθητής αποϕάσισε να με συνοδέ-ψει μέχρι το σπίτι χωρίς να ζητήσει την άδειά μου,άρχισα να σκέϕτομαι ότι περπατάω μαζί με έναν δο-λοϕόνο, και τότε το συνειδητοποίησα – ότι ήμουνμάρτυρας, ότι τον είχα δει στο λάθος μέρος τη λάθοςώρα, και ότι, αλίμονο, εκτός από εμένα, μάρτυραςήταν και η Αναστασία – και ότι ήμασταν και οι δύουποκείμενοι στις απρόβλεπτες διαθέσεις αυτού τουάντρα, που τώρα περπατούσε δίπλα μου, μεταξύεμού και του οποίου διεξαγόταν μια ομαλότατη, ϕιλι-κότατη συζήτηση.

Τότε τον ρώτησα πώς και βρισκόταν στα μέρη μουτέτοια ώρα. Κόμπιασε λίγο και είπε ότι, για να είναιακριβής, εμένα προσπαθούσε να πετύχει, είχε περάσειαπό το σπίτι μου μα δεν ήμουν εκεί, οπότε πήρε τοδρόμο της επιστροϕής έχοντας χάσει πια κάθε ελπίδανα με βρει – και τότε, ανέλπιστα, με συνάντησε.

Γύρισα και τον κοίταξα, είχαμε ϕτάσει στην πόρτατης αυλής μου. Με κοίταξε κι αυτός – στο μούτροτου χαραγμένη εκείνη η ϕριχτή ειρωνική γκριμάτσα.Με προκαλούσε; Το είχε καταλάβει ότι είχα κατα-λάβει πως μου έλεγε ψέματα; Τον είδα να στρίβει από

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ 195

Page 198: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

196 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

εκείνη τη διασταύρωση ερχόμενος από έναν δρόμοπου δεν είχε καμία σχέση με το σπίτι μου. Με παρα -μόνευε.

Τον ρώτησα τι με ήθελε. Είπε ότι ήθελε να μουπει κάτι για το οποίο μετάνιωνε. Δηλαδή μετάνιωνεγια τη σιωπή του, μετάνιωνε επειδή δεν μου το είχεπει νωρίτερα. Είπε ότι ήλπιζε να τον συγχωρέσω.

Του ζήτησα να μου πει αυτό για την αποσιώπησητου οποίου μετάνιωνε.

Εκείνος με πλησίασε, χαμήλωσε το κεϕάλι, με ϕί -λησε στο μάγουλο και μου ψιθύρισε το μεγάλο τουμυστικό. Το μεγάλο μεγάλο του μυστικό. Το υπερ-μεγέθες μυστικό χάρη στο οποίο κρατιόταν ζωντανόςχάρη στο οποίο ανέπνεε, χάρη στο οποίο τα πάνταγύρω του κατάϕερναν καθημερινά να αναδύονται απότην ανυπαρξία και να ξεδιπλώνουν την ύπαρξή τουςως κάτι το απτό, το πραγματικό και το καθησυχα-στικό. Το ζωογόνο – μα πάνω απ’ όλα – το ζωντανότου μυστικό.

Έπειτα με αγκάλιασε και, ταχύτατα, πριν να προ-λάβω να πω το οτιδήποτε, έλυσε το αγκάλιασμά τουκι άρχισε να απομακρύνεται περπατώντας. Έμειναστη θέση μου και τον παρακολουθούσα να βαδίζει,να χάνεται στρίβοντας πίσω από ένα κτίριο λίγο πα-ρακάτω.

Δεν μπήκα στο σπίτι. Άνοιξα την αυλόπορτα καιπήρα το αυτοκίνητο. Πήγα από της Αναστασίας καιπέρασα εκεί τη νύχτα. Της διηγήθηκα τα πάντα. Θυ-μάμαι αμυδρά πως έκλαψα. Δε θυμάμαι τι συνέβηακριβώς. Είχα πιεί αρκετά πριν – ήπια και στηςΑναστασίας.

Την επομένη ξύπνησα αργά. Κοιμήθηκα βαριά,χωρίς όνειρα. Σηκώθηκα στις δύο το απόγευμα. ΗΑναστασία έλειπε στη δουλειά. Μετακόμισα από το

Page 199: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

197ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

υπνοδωμάτιο στο σαλόνι, κάθισα στον καναπέ καιπερίμενα. Περίμενα ώρες καθισμένος άτονα στην ίδιαστάση, αποϕεύγοντας να σκέϕτομαι, χαυνωμένος απόέναν βαρύ ύπνο από τον οποίο δεν είχα ακόμη πλή-ρως αϕυπνισθεί. Η Αναστασία με βρήκε σ’ αυτήντην κατάσταση αναμονής. Ζέστανε κάτι για να ϕάει.Εγώ δεν πεινούσα. Κάθισε στο τραπέζι με την τοπι -κή εϕημερίδα. Τελείωσε γρήγορα το ϕαγητό της κιήρθε να κάτσει δίπλα μου στον καναπέ. Μου έδειξεκάτι στην εϕημερίδα. Δεν έκανα καν τον κόπο νακοιτάξω. Της ζήτησα να μου διαβάσει.

Εκεί ήταν. Η νεκρολογία. Η ανακοίνωση του θα-νάτου του. Με προχθεσινή ημερομηνία. Ένιωσα ένανμικρό σεισμό γύρω μου. Το κεϕάλι μου άρχισε ναγυρίζει. Πρόϕερα χαμένος το όνομά της - εκείνητρόμαξε. Της ζήτησα να μου ϕέρει ένα ποτήρι νερό.

Η Αναστασία είχε αναστατωθεί πολύ. Το παρά-δοξο όμως έγκειται στο εξής: δεν αμϕισβήτησε ούτελέξη απ’ όσα της είπα για την προηγούμενη νύχτα.Εγώ ήμουν περισσότερο δύσπιστος από αυτήν. Υπο-στήριζε ότι θα έπρεπε να έχω εμπιστοσύνη στις εμπειρίες μου. Έλεγε ότι οι εμπειρίες μου ήταν τομόνο που είχα. Αν το έχανα αυτό, τότε θα έχανα ταπάντα. Θα χανόμουν σε μια δίνη που οδηγούσε σεμια ειρωνική ανυπαρξία. Στη ζωντανή ανυπαρξία.

Τρόμαξα με τα λόγια της αυτά. Κάτι που είχεσχέση με το ζωντανό μυστικό εκείνου.

Μου πέρασε από το μυαλό το πόσο μόνος πρέπεινα ένιωθε – πόσο μόνος πρέπει να ήταν για να επι-λέξει εμένα ως τον μοναδικό ανάδοχο του μεγάλουτου μυστικού. Του ζωντανού του μυστικού. Αν όντωςυπήρξε ειλικρινής μαζί μου, πρέπει να ένιωθε πολύμόνος. Να ένιωθε μόνος όχι όπως νιώθουν μόνοι οιπολλοί άνθρωποι, όσοι από αυτούς ζουν μοναχικά ήερημικά. Πρέπει να ένιωθε μόνος όπως μόνο ελάχι-

Page 200: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

198 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

στοι – ή μόνο ένας (ο εαυτός του) – μπορούσαν νανιώσουν. Όχι εγκαταλειμμένοι ή ξεπερασμένοι ήαϕορισμένοι ή εναπομείναντες ή αποκομμένοι – αλλάμόνοι, πραγματικά μόνοι, μόνοι όπως μονάχα αυτοίπου δεν βρίσκονται πια εν ζωή μπορούν να νιώσουν.

Αυτό ήταν και το τρομερό μυστικό του. Μου ψι-θύρισε εκείνη τη νύχτα ότι είχε συντριβεί από τη μο-ναχικότητά του, ότι κούρνιαζε τη μέρα στις γωνίεςτου δωματίου του τρέμοντας, ότι στα μάτια του είχεσυσσωρευτεί ένα σκοτάδι πολύ πιο σκοτεινό από τοσκοτεινότερο σκοτάδι αυτού του κόσμου και ότιυπήρχε θάνατος μέσα του που ήταν τόσο απτός καιασχημάτιστος, τόσο πρόχειρος και εύπλαστος ώστεμπορούσε να του δώσει ο ίδιος οποιαδήποτε μορϕήεπιθυμούσε. Αυτή υπήρξε η ανταμοιβή του, μου είπε,για την πλήρη παράδοση στον παραλυτικό πανικότης απόλυτης αίσθησης – αυτής που κρατά κάποιονδέσμιο στον λαβύρινθο των αδιέξοδων σκέψεων –όταν επιχειρεί κάποιος να σκεϕτεί σε στιγμές καθα-ρής συνείδησης ποιος είναι, τι έχει κάνει, τι πρόκειταινα κάνει και τι έχει τη δυνατότητα να κάνει στα πλαί -σια της σύντομης παραμονής του σ’ αυτόν κό σμο.Η απόλυτη παράδοση στην αίσθηση της μηδαμινό-τητας που στριϕογυρίζει δαιμονισμένα στο κε ϕάλιενός ακίνητου σώματος, ανίκανου να κινηθεί, ανίκα-νου να σταματήσει αυτό που συμβαίνει μέσα στο κε -ϕάλι του, παραδομένο απόλυτα σ’ αυτό που συμβαί-νει μέσα στο κεϕάλι του και το οποίο αποτελεί αντι -κατοπτρισμό αυτού που συμβαίνει έξω από το κεϕάλικαι γύρω από το σώμα, αυτού που συμπεριλαμβάνειτο σώμα στο δαιδαλώδες, αδιέξοδο παιχνίδι του.

Εγώ τότε δε γνώριζα, δεν καταλάβαινα, δεν είχατη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσα να αντιλη -ϕθώ το πράγμα για το οποίο μου ψιθύριζε. Εντού-τοις, στην πορεία, στα χρόνια που ακολούθησαν, τα

Page 201: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

199ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

λόγια του, που τρύπωσαν ύπουλα στο αυτί μου εκεί -νη τη νύχτα, έγιναν μόνιμο μέρος των μοναχικώνμου συλλογισμών. Πολύ αργά κατάλαβα πως αυτήήταν και η πρόθεσή του. Εκείνη τη νύχτα, ο παλιόςμου συμμαθητής – ή, έστω, ό,τι είχε απομείνει απόαυτόν – με είχε μολύνει με κάτι το οποίο, στο πέρα-σμα του χρόνου, εκδηλωνόταν όλο και σε μεγαλύτεροβαθμό: η μισή μέρα στη δουλειά, λειτουργώντας σαναυτόματο, χωρίς σκέψη ή συναίσθημα ή αίσθηση τουχρόνου – και η άλλη μισή μέρα στις γωνίες του σκο-τεινού μου δωματίου, τρέμοντας από πανικό, τρέ-μοντας από ϕόβο, χωρίς κανέναν δίπλα μου να μεχαϊδέψει και να μου πει πως έτσι είναι τα πράγματακαι πως όλα θα πάνε καλά. Χωρίς την Αναστασίαδίπλα μου που λυπήθηκε μα προτίμησε να ϕύγει –και καλά έκανε, διότι πια είχα περάσει εκείνο το ση-μείο πριν από το οποίο ίσως και να μπορούσα ναβοηθηθώ από εκείνη ώστε να τη βοηθήσω, αλλάμετά το οποίο ο καθένας μπορούσε να καταλάβει πωςτο διακυβευόμενο είχε χαθεί – ανεπίστρεπτα.

Κάθε μέρα ο πανικός και ο ϕόβος μεγάλωνε. Τοσκοτεινό μου δωμάτιο – γιατί πια απέϕευγα να ανά -βω τα ϕώτα – είχε μετατραπεί σε άσυλο. Βέβαιαυπήρχε στον πανικό και στον ϕόβο μου κάτι παρα-πάνω απ’ ότι στον πανικό και στον ϕόβο των τροϕί -μων του οποιουδήποτε κανονικού ασύλου, όσο έντονακι αν ένιωθαν εκείνοι αυτές τις καταστάσεις. Επειδήείχε αρχίσει να συσσωρεύεται εκείνο το σκοτάδι σταμάτια μου, το πολύ πιο σκοτεινό από το σκοτεινό-τερο σκοτάδι αυτού του κόσμου. Κι εκείνο το άλλοπράγμα, που ακόμη και τώρα, μετά από τόσο καιρό,ϕοβάμαι ορισμένες ϕορές να θυμηθώ. Δεν μπορώ ναυπολογίσω πότε ακριβώς άρχισε να υπάρχει, πότεάρχισε να σαλεύει μέσα μου αυτό το πράγμα, αυτό-νομα. Αυτό το ξένο πράγμα.

Page 202: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

200 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

Θυμάμαι το αίσθημα, σ’ εκείνες τις ώρες του από-λυτου πανικού του παγιδευμένου ζώου στις γωνίεςτου δωματίου, πως αυτό το πράγμα που είχε κάποτεαρχίσει να υπάρχει – να σαλεύει – μέσα μου αποτε-λούσε και τη μόνη διέξοδο – αν μπορούσε να αποκα-λέσει κανείς έτσι αυτό το οποίο αποτελούσε αυτό τοπράγμα – δηλαδή ο θάνατος που είχε εμϕανιστεί μέσαμου και που περίμενε να λάβει την τελική – την τε-λευταία του μορϕή. Ήταν εκείνος ο θάνατος που συ-νεχώς διογκονώταν μέσα μου, πιέζοντας για εκτό-νωση.

Δεν περνούσε μέρα που να μην καταριέμαι τονπαλιό μου συμμαθητή – αλλά αντιλαμβανόμουν αμυ-δρά την ειρωνεία: δεν υπήρχε κατάρα μου που να ξε-περνούσε σε ϕρίκη αυτά που είχε ήδη ζήσει. Κι όσοναϕορά τον εαυτό μου: ήταν τρομερό να γνωρίζει κα-νείς ότι επρόκειτο να ζήσει πράγματα τα οποία ήταναπείρως βασανιστικότερα από τις βασανιστικότερεςϕαντασίες που θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει τομυαλό του.

Σύντομα ανακάλυψα τι είχε συμβεί εκείνη τηνύχτα που συνάντησα το συμμαθητή μου στο δρόμο.Ανακάλυψα – για να είμαι πιο ακριβής – το ποιον είχασυναντήσει – ή, για την ακρίβεια, τι είχα συναντήσει.

Το ίδιο τι που αϕηγείται αυτήν την ιστορία.Αλλά ο θάνατος συνέχιζε να μεγαλώνει μέσα μου,

να ωριμάζει σαν όψιμο ροδάκινο που περίμενε ταδόντια να χωθούν στη σάρκα του. Ή το σαπρό χρώ -μα να απλωθεί πάνω του ώσπου να μη μείνει τίποτεαπό εκείνο το ροδάκινο, απλώς ένα ξερό, ρυτιδωμένοκουκούτσι που κάποια στιγμή θα σκεπαζόταν απότο χώμα και θα χανόταν.

Έτσι, τη νύχτα που αποϕάσισα ανοίξω τη σάρκα μουμε τα ίδια μου τα δόντια, μου αποκαλύϕθηκαν ταεξής. Πρώτον, ο τρόπος – δεν θα έπρεπε να διαϕέρει

Page 203: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

201ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

από τον δικό του. Δεύτερον, ο τόπος – κάποιο μέροςτο οποίο θα αισθανόμουν κομμάτι μου (το δωμάτιόμου) – όπως κομμάτι του αισθανόταν εκείνος το ξη-ραντήριο. Τρίτον, αν θα ειδοποιούσα κάποιον ή όχι –αποϕάσισα να μην το κάνω διότι ίσως να συνέβαλεστην αποτυχία του εγχειρήματος. Πέμπτον, τα πράγ -ματα που έζησα αϕότου κλότσησα την καρέκλα κάτωαπό τα πόδια μου κι ένιωσα το πρώτο – και τελευ-ταίο – τράνταγμα:

Βρισκόμασταν σ’ εκείνο το παλιό ξενοδοχείο δίπλαστη θάλασσα, κάπου στις βαλκανικές ακτές τηςΑδριατικής. Εγώ, ο παλιός μου συμμαθητής και ηΑναστασία. Η Αναστασία και ο παλιός μου συμμα-θητής ήταν ζευγάρι και κοιμόντουσαν στο ίδιο δω-μάτιο.

Πρέπει να πω πως αυτά που έζησα σ’ εκείνο τοξενοδοχείο δίπλα τη θάλασσα τα έζησα μεν ως ο εαυ-τός μου – αλλά με τρόπο ώστε να μην θυμάμαι ταγεγονότα που είχαν προηγηθεί στη ζωή μου κι οδή-γησαν σ’ εκείνη την καταληκτική έκρηξη θανάτου,που προηγήθηκε των όσων έζησα στο ξενοδοχείο.

Το ξενοδοχείο ήταν απομονωμένο, το κοντινότεροχωριό βρισκόταν σε απόσταση δεκαπέντε χιλιομέ-τρων. Είχαμε έρθει με το αυτοκίνητο της Αναστασίας,το οποίο δεν είχαμε χρησιμοποιήσει ούτε μία ϕοράαπ’ όταν ϕτάσαμε, δηλαδή δέκα μέρες πριν. Τόσουπέροχο ήταν το μέρος. Κάναμε βόλτες στη γύρω πε -ριοχή, κρατώντας την ανάσα μας από την ομορϕιά.Κάναμε ορειβασία και βουτιές από βράχια στη θά-λασσα. Κολυμπούσαμε και ψαρεύαμε. Ξαπλώναμεστο δάσος και κοιτούσαμε τον ήλιο μέσα από τιςπευκοβελόνες. Όλα αυτά τα χαζά, τέλος πάντων, πουεπιτρέπουν σε κάποιον χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσειςνα αγγίξει για λίγο την ευτυχία.

Είχαμε εγκατασταθεί σε ένα δωμάτιο του πρώτου

Page 204: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

202 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

και σε ένα του τελευταίου ορόϕου. Ο τελευταίος όρο -ϕος ήταν διαμορϕωμένος κάτω από τις επικλινείςπλάκες της στέγης και αποτελούνταν από δύο δωμά -τια όλα κι όλα. Το ένα βρισκόταν μονίμως κλειδω-μένο και δεν είχε αριθμό στην πόρτα. Το δικό μουδωμάτιο – το νούμερο δεκατέσσερα – ήταν συμπα-θητικά επιπλωμένο με παλιά ξύλινα έπιπλα. Παντούστο ξενοδοχείο οι επιϕάνειες των επίπλων ήταν ϕθαρ -μένες με έναν πολύ γραϕικό τρόπο, έτσι ώστε ναπροσδίδουν ζεστασιά στο χώρο δίχως να τον κάνουννα δείχνει αισθητικά παρωχημένος.

Καθόμασταν ένα βράδυ στο σαλόνι του ξενοδοχείου,που βρισκόταν το ισόγειο. Συζητούσαμε, πίνονταςτσάι και βλέποντας τηλεόραση. Τότε ο παλιός μουσυμμαθητής κάτι θυμήθηκε και έτρεξε στο δωμάτιότου – το δικό του και της Αναστασίας. Σε δύο λεπτάκατέβηκε ξανά, κρατώντας ένα ϕάκελο στο χέρι.

Μου έδωσε το ϕάκελο – ήταν ένας ϕάκελος ϕωτο-γραϕείου. Τον άνοιξα κι έβγαλα με αδημονία τιςϕωτογραϕίες. Κι εκεί ήμασταν. Πολλά χρόνια πριν,πάρα πολλά χρόνια πριν, δε θυμόμουν καν ότι υπήρ-χαν αυτές οι ϕωτογραϕίες ή ποιος τις είχε βγάλει.Αλλά θυμόμουν τη μέρα που βγήκαν. Μια μέρα τηνοποία νόμιζα ότι είχα ξεχάσει.

Έβρεχε. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Ήμασταν, μετον παλιό μου συμμαθητή, στον κεντρικό δρόμο τηςπόλης μας. Δε θυμάμαι γιατί ήμασταν μαζί, πώς συ-ναντηθήκαμε ή που πηγαίναμε. Ή ίσως να νομίζωότι δε θυμάμαι.

Ο δρόμος και τα πεζοδρόμια είχαν πλημμυρίσει.Ένας χείμαρρος από βρώμικο νερό κατέβαινε ορμη-τικά την άσϕαλτο. Έκανε ζέστη εκείνη τη μέρα.Έκανε ϕοβερή ζέστη, ακόμη και για Σεπτέμβριο.Εμείς είχαμε γίνει μούσκεμα. Δεν είχαμε ομπρέλεςκαι, σύμϕωνα με τους αρχιτεκτονικούς κανόνες της

Page 205: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

203ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

περιοχής μας, απαγορεύονταν τα μπαλκόνια στις οι-κοδομές, εγκαταλείποντάς μας χωρίς καταϕύγιο γιατις βροχερές μέρες, στο έλεος του ουρανού.

Με ένα βλέμμα συνεννοηθήκαμε. Βγάλαμε πρώτατα μπλουζάκια μας, μετά τα κοντά μας παντελόνιακαι τελευταία τα εσώρουχά μας. Μείναμε γυμνοί στημέση του μεγάλου πεζοδρομίου, χοροπηδώντας στηβροχή, ουρλιάζοντας από ευϕορία, πιτσιλώντας οένας τον άλλον, κλοτσώντας το νερό που κυλούσεκάτω απ’ τα πόδια μας. Μετά αρχίσαμε να κλοτσά -με το νερό στην κατεύθυνση των περαστικών, οιοποίοι – άλλοι ενοχλημένοι, άλλοι χαμογελώντας μεσυμπάθεια – τάχυναν το βήμα για να αποϕύγουν τιςβολές μας. Ήμασταν τότε περίπου δέκα χρονών.

Κάποιος πρέπει να μας ϕωτογράϕισε εκείνη τημέρα κι αργότερα να έδωσε τις ϕωτογραϕίες στονπαλιό μου συμμαθητή. Ο ϕάκελος του ϕωτογραϕείουήταν πολύ ϕθαρμένος κι έϕερε τη ϕίρμα ενός παλιούϕωτογράϕου της πόλης μας, από καιρό νεκρού.

Συγκινήθηκα εκείνο το βράδυ στο σαλόνι του ξε-νοδοχείου. Κατά τη διάρκεια της νύχτας που ακο-λούθησε, κοιμήθηκα σαν νεκρός. Όταν ξύπνησα στημνήμη μου δεν υπήρχε ούτε δείγμα ονείρου. Θυμό-νουν μόνο μια χρονική συνέχεια ανάμεσα στην προ-ηγούμενη νύχτα – τη στιγμή πριν με πάρει ο ύπνος– και στην επόμενη ημέρα – τη στιγμή που άνοιξατα μάτια και πετάχτηκα αυτόματα από το κρεβάτιοδεύοντας προς την τουαλέτα για να πλυθώ.

Την ίδια μέρα, γυρίζοντας από την πρωινή μας εκ-δρομή σε μια κοντινή παραλία, κρυμμένη πίσω απόένα δασάκι και τριγυρισμένη από μαύρα βράχια, πε-τύχαμε στον κήπο τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου μαζίμε κάποιον άγνωστο, να συζητούν καθισμένοι στηναυλή του ξενοδοχείου. Ο παλιός μου συμμαθητής μετην Αναστασία έμειναν για λίγο μαζί τους ενώ εγώ

Page 206: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

204 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

χαιρέτισα και συνέχισα το δρόμο προς το δωμάτιόμου πριν να γίνουν οι συστάσεις.

Ανέβηκα τη σκάλα προς τον τελευταίο όροϕο. Στοτέλος της σκάλας υπήρχε ένα μικρό χωλ. Στο πά-τωμα ήταν στρωμένο ένα χαλί – μια μικρή συρταριέ -ρα κι ένας καθρέϕτης αποτελούσαν τη μόνη επίπλω-ση του χώρου. Μόνο που, αυτή τη ϕορά, κάτι στονχώρο ήταν διαϕορετικό. Έϕτασα μηχανικά μέχρι τηνπόρτα του δωματίου μου.

Ξεκλειδώνοντας συνειδητοποίησα αυτό που είχαδει και που άϕησα να περάσει απαρατήρητο. Άϕησατο κλειδί μέσα στην κλειδαριά, έχοντας διανύσει τηνπρώτη από τις δύο περιστροϕές του μύλου. Έπειταπεριστράϕηκα ο ίδιος επιτόπου, έκανα ένα βήμα καικοίταξα στον καθρέϕτη. Αμέσως τραβήχτηκα, τρέ-μοντας. Μέσα στον καθρέϕτη υπήρχε μια ηλικιωμένηγυναίκα που μου ϕάνηκε αμυδρά γνωστή. Ήταν πα-ραμορϕωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μεταδίδει έναξεκάθαρο μήνυμα – και μόνο αυτό – με τον αποτελε -σματικότερο τρόπο. Χρησιμοποιώντας κάθε οπτικήδυνατότητα, το παραμορϕωμένο της πρόσωπο κραύ-γαζε – κραύγαζε με μια κραυγή σαπισμένου και αλ-λοιωμένου δέρματος. Φύγε. Φύγε μακριά από το δω-μάτιό μου και μην ξαναγυρίσεις. Ποτέ.

Τότε εγώ μπήκα στο δωμάτιο σε ϕρενήρη κατά-σταση και άρχισα μανιασμένα να μαζεύω τα πράγ-ματά μου, πετώντας τα άτακτα μέσα στη βαλίτσαμε ανεπανάληπτη ταχύτητα. Έβγαλα τη βαλίτσααπό το δωμάτιο και με την εικόνα της γριας να μεκαταδιώκει, το τρελό της βλέμμα να με καρϕώνεισυνεχώς από τον άψυχο καθρέϕτη, κατρακυλούσα μεθόρυβο στις σκάλες.

Άϕησα τη βαλίτσα στη ρεσεψιόν και βγήκα έξω.Ο παλιός μου συμμαθητής και η Αναστασία μιλού-σαν ακόμη με τον ιδιοκτήτη κι εκείνον τον άγνωστο.

Page 207: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

205ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

Προχώρησα προς το μέρος τους και ζήτησα ευγενι-κότατα (μα εμϕανώς ταραγμένος) από τον ιδιοκτήτηνα αλλάξω δωμάτιο. Του υπενθύμισα πως είχεαδειά σει ένα δωμάτιο στον πρώτο όροϕο αλλά εκεί-νος αρνήθηκε. Είχα την εντύπωση ότι εσείς ζητήσατεδωμάτιο εκτός ορίων, είπε δηκτικά. Το παραδέχτηκα– όντως είχα ζητήσει ένα δωμάτιο εκτός ορίων γιατίπίστεψα ότι η απομόνωση θα με βοηθούσε στο γρά-ψιμο (ϕρικτή αυταπάτη – δεν έγραψα ούτε έναν στίχο).

Τότε έκανε την εμϕάνισή της η ηλικιωμένη γυ-ναίκα – η ίδια που είδα νωρίτερα στο καθρέϕτη χω -ρίς να βρίσκεται στο χώρο. Βγήκε από την είσοδοτου ξενοδοχείου και κατευθύνθηκε προς μια γωνιάτου κήπου.

Ναι, είναι αλήθεια, εγώ το ζήτησα – συνέχισα τησυζήτηση με τον ξενοδόχο – μα τώρα θέλω να αλ-λάξω δωμάτιο.

Εκείνος αρνήθηκε ξανά.Η ηλικιωμένη γυναίκα στεκόταν δίπλα στο ϕρά-

χτη παίζοντας με τα ϕύλλα ενός δέντρου που ϕυότανέξω από τα όρια του κήπου. Φαινόταν πως άρχιζεσταδιακά να μπαίνει σε έναν διπλό κόσμο, της επι-βαλλόταν ένας εσωτερικός ρύθμός που καταλάμβανετις κινήσεις του σώματός της – το μετέϕερε κάπουαλλού.

Άστους ήσυχους, ακούστηκε η ϕωνή της γριας σανσκλήρισμα. Ο ξενοδόχος στράϕηκε απότομα.

Άστους ήσυχους, σκλήρισε ξανά και ξανά και ξανά,κάνοντας παράλληλα μονότονες σπαστικές κινήσεις,σαν να είχε καταληϕθεί από κάποιου είδους πνεύμα.

Ο γέρος ξενοδόχος έτρεξε κοντά της. Της ϕώναξεέξαλλος να σταματήσει. Εκείνη βέβαια είχε ήδη στα-ματήσει, αλλά ο γέρος δεν κατάϕερνε να ηρεμήσει καισυνέχιζε να της ϕωνάζει. Τότε η γρια, που τόση ώραήταν πλάτη σε αυτόν, στράϕηκε απότομα και τον

Page 208: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

206 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

χτύπησε στο στήθος σαν να τον μαχαίρωνε. Ο ξενο-δόχος ακινητοποιήθηκε και ξάπλωσε απότομα στοπάτωμα.

Η Αναστασία παρακολουθούσε τη σκηνή με απά-θεια. Πάνω από το ξαπλωμένο σώμα του ξενοδόχου,μας πρότεινε να πάρει η ίδια το δωμάτιο της σοϕίταςκαι να μεταϕερθώ εγώ στο δικό της δωμάτιο, στοδικό της και του παλιού μου συμμαθητή.

Ο παλιός μου συμμαθητής δέχτηκε, εγώ δέχτηκα.Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε ηρεμήσει. Κατάλαβαγιατί μου ϕάνηκε γνωστή όταν είδα την αντανάκλασήτης στον καθρέϕτη ενώ δε βρισκόταν στο χώρο.Ήταν η γρια που έμενε μόνιμα εκεί, μόνιμα στο ξε-νοδοχείο, μας την είχε δείξει ο ιδιοκτήτης τη μέραπου ήρθαμε και μας προειδοποίησε ότι κυκλοϕορούσεμόνη της στην αυλή τις νύχτες. Μας είπε ότι μπο-ρούσε να βρίσει κάποιον αν της έλεγε καλημέρα, ότιίσως να τον κυνηγούσε, να τον χτυπούσε.

Τώρα όμως η ηλικιωμένη γυναίκα είχε ηρεμήσει.Μας κοιτούσε και τους τρεις με ένα γαλήνιο χαμό-γελο, με ένα πράο, αγαθό χαμόγελο. Όμως πρόσεξα,όπως και ο παλιός μου συμμαθητής πρόσεξε (το είδαστο ϕευγαλέο βλέμμα που μου έριξε), ότι η γριά στηνπραγματικότητα δεν κοιτούσε ούτε εμένα ούτε τονπαλιό μου συμμαθητή αλλά λίγο πίσω μας, εκεί όπουστεκόταν η Αναστασία. Δε γύρισα να κοιτάξω τηνΑναστασία. Μα ήμουν σίγουρος πως στο πρόσωπότης καθρεϕτιζόταν η ίδια ήμερη χαρά που υπήρχεκαι στο πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας.

Η εμπειρία που ακολούθησε την έκρηξη θανάτουτελειώνει εδώ, πάνω από το αναίσθητο σώμα τουιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Το επόμενο πράγμα πουθυμάμαι είναι ότι περπατούσαμε με τον παλιό μουσυμμαθητή παρέα, σε εκείνον τον σκοτεινό δρόμοπου οδηγούσε στο σπίτι μου. Μόνο που δεν κατευθυ -

Page 209: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

207ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

νόμασταν προς το σπίτι, μα απομακρυνόμασταν απόαυτό. Ό,τι – έστω – είχε απομείνει από εμάς. Αλλάήμασταν πια μαζί, μαζί με εκείνον που κάποτε, πρινπολλά πολλά χρόνια είχα προστατέψει – ίσως για νααποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορούσα να γίνω λι-γότερο ζώο απ’ ό,τι στην πραγματικότητα ήμουν.Εκείνος σε αντάλλαγμα μού προσέϕερε αυτήν τηνσπαραχτική μόλυνση, που τελικά λειτούργησε όπωςθα έπρεπε να είχε λειτουργήσει. Σταδιακά και επί-πονα – αποδίδοντας, εν τέλει, στην οντότητά μου μιασίγουρα διαϕορετική, αν όχι ανώτερη, μορϕή ελευ-θερίας.

Να ζει κανείς ως θάνατος. Αθάνατα. Ο κάθε άλλοςείναι ο θάνατος. Ο καθένας είναι ο θάνατος.

Εγώ είμαι ο θάνατος.

Page 210: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 211: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

——

Page 212: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 213: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 211 ]

Ο ΑΝΤΡΑΣ με τη σκούρη επιδερμίδα έκλεισε τηνπόρτα πίσω του. Ο μονότονος θόρυβος του συστήμα -τος εμϕιάλωσης έσβησε. Ένας μηχανικός βόμβος συ-νέχιζε να ακούγεται βέβαια, αλλά, αν ο άντρας προ-σπαθούσε να ξεπεράσει το θόρυβο, μπορούσε ναακούσει πουλιά, ϕύλλα και χόρτα να θροΐζουν από τοϕύσημα του ανέμου, τη ροή του νερού στο ποταμάκι.Το τελευταίο πήγαζε από μια πηγή η οποία βρισκό-ταν ψηλότερα από εκείνη που εντόπισε πριν χρόνιαο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα κι όπου εγκατέ-στησε το μεγάλο εργοστάσιο εμϕιάλωσης.

Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα ποτέ δεν προ-σευχήθηκε για κανέναν, ποτέ δεν προσευχήθηκε γιατίποτε. Ούτε και πίστεψε σε κάποιον ή σε κάτι. Ήτανδύσπιστος, θα έλεγε κανείς ότι ήταν δύσπιστος σαντο σατανά τον ίδιο. Το ασπράδι των ματιών του ήτανελαϕρύ κόκκινο, βαμμένο με αίμα. Τα μαλλιά τουείχαν πέσει από το μπροστινό μέρος του κρανίου του.Ποτέ δεν παντρεύτηκε, παρόλο που του δόθηκε η ευ-καιρία. Τα μαλλιά που του απέμεναν τα είχε κομμέ -να κοντά. Τα ρούχα που ϕορούσε βγαίνοντας από τοεργοστάσιο ήταν ακριβά. Γυρίζοντας στο σπίτι ταέβγαλε.

Στάθηκε γυμνός μπροστά από τον καθρέϕτη. Το

Page 214: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

212 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

θέαμα θα μπορούσε να ήταν και όμορϕο. Αλλά σταμάτια του ανθρώπου με τη σκούρη επιδερμίδα έμοια -ζε καταθλιπτικό. Έκλαψε, οργισμένα, απεγνωσμένα,όπως είχε κλάψει μόνο μία ϕορά στο παρελθόν, μαϕυσικά δεν τη θυμόταν εκείνη τη ϕορά. Ή ίσως καινα τη θυμόταν.

Στη συνέχεια έκανε ένα μπάνιο με ζεστό νερό, τοτελευταίο κανονικό μπάνιο της ζωής του. Κάθισε πε-ρίπου δεκαπέντε λεπτά μέσα στην ντουζιέρα. Βγήκεόταν ένιωσε πλήρης – ή άδειος. Φόρεσε μια αλλαξιάϕτηνά ρούχα, πήρε μια μικρή τσάντα που είχε ετοιμά -σει από το προηγούμενο βράδυ και βγήκε στο δρόμο.Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα ήταν ανήσυχος.

Οι πρώτοι πέντε μήνες πέρασαν δύσκολα. Ποτέδεν του έλειψαν χρήματα για να τραϕεί ή να ντυθεί ήνα διανυκτερεύσει κάπου. Αλλά όλοι έμοιαζαν ξένοι,οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν άνθρωποι – ή ο ίδιος δενέμοιαζε άνθρωπος. Ο ίδιος δεν έμοιαζε με τους άλ-λους. Έμοιαζε με κάτι άστεγους ξοδεμένους πότεςκαι ναρκομανείς που τριγύριζαν ϕαινομενικά άσκοπασαν αδέσποτα ζώα τριγύρω στα πεζοδρόμια και στιςπλατείες, σαν ζωντανά εκθέματα παραδειγμάτων προςαποϕυγή. Συνιστούσαν τη βιαιότερη και την πιο επί -ϕοβη μορϕή καταστολής. Για κάποιους συμβόλιζαν τοθάνατο. Για κάποιους άλλους, συμβόλιζαν κάτι χει-ρότερο.

Εκείνους τους πέντε μήνες ο άντρας με τη σκούρηεπιδερμίδα βοήθησε πολύ κόσμο. Του είχε απομείνειένα μικρό μόνο ποσό από όσα εισέπραξε από τηνπώληση του εργοστασίου και της περιουσίας του.Επίσης, κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών, ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα ένιωθε την πείνα τουσώματός του για θηλυκό να σβήνει σταδιακά, ίσωςλόγω του συστηματικού υποσιτισμού. Τα μαλλιά τουτα κούρευε σε τακτά διαστήματα. Δεν άϕηνε τα

Page 215: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

213——

γένια του να μεγαλώνουν. Κρατιόταν καθαρός. Φρό -ντιζε να πλένει τα ρούχα του κι όταν χρειαζόταν νατα αντικαθιστά με καινούρια.

Όσο έϕθινε το σώμα του, τόσο έϕθινε κι ο ίδιος.Το βάρος του απόβλητου τον καταρράκωνε. Του κα-τέστρεϕε την αυτοεκτίμηση, του κατέστρεϕε κάθεπροοπτική για ϕυσιολογική ζωή. Δεν ήταν δυνατόνα δεχθεί την εκτιμηση όσων ευεργέτησε γιατί κρα-τούσε το όνομά του κρυϕό από αυτούς. Ουσιαστικόςευεργέτης ήταν το χρήμα κι όχι ο άνθρωπος. Δε θαέλεγαν ευχαριστούμε τον τάδε για τα χρήματα πουμας χάρισε. Μα νιώθουμε ευγνωμοσύνη για ταχρήματα που μας δόθηκαν. Ήταν σαν να ευχαριστείκάποιος το θεό.

Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα ήταν ο θεός.Μα εδώ υπήρχε ένα πρόβλημα γιατί μπορεί ο άντραςμε τη σκούρη επιδερμίδα να ήταν ο θεός για τουςανθρώπους που ευεργέτησε, μα δεν ήταν θεός. Καιήταν μόνος, κουρασμένος και ϕορτωμένος με τις ευ-θύνες ενός ολόκληρου κόσμου με τις οποίες κανείςδεν τον επιϕόρτισε.

Τριγυρνούσε όλη τη μέρα στους δρόμους κατερχό-μενος σταδιακά στην απάθεια και στην εξάντλησημιας ζωής χωρίς ανταπόδοση. Μόνο να υποψιαστείμπορούσε, την ημέρα που έβγαινε για τελευταία ϕοράαπό το σπίτι του, την ημέρα που έβγαινε για πρώτηϕορά, ότι ο πόνος του δρόμου που ξεκινούσε θα απο-δεικνυόταν τόσο δυσβάσταχτος.

Δυστυχώς δεν ήταν όλα τα εγχειρήματά του επι-τυχημένα. Αποϕάσισε να δώσει λεϕτά σε μία πόρνηγια να σταματήσει το επάγγελμά της μα τη βρήκε,ένα μήνα μετά, να ξαναδουλεύει. Εκείνη την ημέρασταμάτησε να βοηθά γυναίκες. Αποϕάσισε να αγο-ράσει ένα εστιατόριο σε κεντρικό σημείο της πρω-τεύουσας και να το χαρίσει σε έναν πολύ καλό μά-

Page 216: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

214 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

γειρα, που είχε περάσει χρόνια δουλεύοντας σανσκυλί για ένα κομμάτι ψωμί. Μετά από μισό χρόνοο μάγειρας πούλησε το εστιατόριο – στη διπλάσιατιμή από εκείνη που το αγόρασε ο άντρας με τησκούρη επιδερμίδα. Εκείνη την ημέρα σταμάτησε ναβοηθά άντρες.

Συνέχισε να περιϕέρεται στους δρόμους σαν ϕάν-τασμα. Άρχισε να αϕήνεται. Παραμελούσε τον εαυτότου. Πολλές ϕορές κοιμόταν σε παγκάκια, άλλες ϕο -ρές κοιμόταν στην εξοχή, χωρίς να παίρνει την παρα -μικρή προϕύλαξη. Έδειχνε – ήταν – άπλυτος. Επιπλέον,είχε κόψει όλες του τις επαϕές εκείνη την ημέρα πουβγήκε στο δρόμο.

Πέρασαν έτσι πέντε ακόμη μήνες. Συνολικά βρι-σκόταν ένα χρόνο στο δρόμο. Η υγεία του, κατά τηδιάρκεια αυτής της περιόδου, παρέμενε ακμαία. Πα-ρόλη την απροκάλυπτη έκθεσή του στις καιρικές συν-θήκες και την προϕανή έλλειψη ενέργειας που τονταλαιπωρούσε, δεν αρρώσταινε. Κάτι ϕαινόταν νατον εμποδίζει να αρρωστήσει.

Κι όλον αυτόν τον καιρό δεν σταματούσε να ανα-ρωτιέται πού θα τον έβγαζε ο δρόμος. Αναρωτιόταν,όμως, σιωπηλά. Δηλαδή χωρίς να κάνει εικασίες. Μόνορωτούσε. Γνώριζε ότι το βήμα που είχε αποϕασίσεινα κάνει (αϕήνοντας εκείνη την ημέρα το κατώϕλιτου σπιτιού του) ήταν μεγάλο. Και κάτι παραπάνω.Ήταν τρομερό.

Τώρα μόνο μπορούσε να νιώσει τον τρόμο. Τόσοςτρόμος που τον καθήλωνε στην ίδια θέση για ώρες.Καθόταν στυλώνοντας το βλέμμα στον κόσμο πουπερνούσε μπροστά από το παγκάκι του και κρατούσεγια ώρες ανοιχτά τα κόκκινα μάτια του. Χωρίς ούτεένα πετάρισμα – πονούσαν. Έτσι, παραδομένος, έν-θεος, ϕοβόταν.

Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα. Το επόμενο

Page 217: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

215——

μεγάλο χτύπημα ήρθε όταν του τελείωσαν τα λεϕτά. Πλήρωσε για την εξειδικευμένη εκπαίδευση μερι-

κών αυτιστικών παιδιών, για το πιάνο ενός νεαρούσολίστα, για να τυπωθεί το πρώτο βιβλίο μιας νεα-ρής συγγραϕέα, αγόρασε την αίθουσα ενός παιδικούχοροδιδασκαλείου με απαίτηση την μείωση των δι-δάκτρων στο ελάχιστο. Αγόρασε πολλά ναρκωτικάγια πολλούς ναρκομανείς και πολύ ποτό για πολλούςξοδεμένους πότες, σύγχρονα πανάκριβα καροτσάκιαγια ανάπηρους ζητιάνους, πόρνες για να δώσουν έρω -τα στους ανέραστους, πόρνους για να δώσουν έρωταστις ανέραστες, εξαγόρασε τους πόρνους και τις πόρ-νες για να μη δώσουν έρωτα σε κανέναν παρά μόνοστον εαυτό τους. Σε άλλους πέτυχε, σε άλλους απέ-τυχε. Εξαγόρασε βιαστές και δολοϕόνους, έδωσε κί-νητρο σε ϕτωχούς παιδόϕιλους να απέχουν από τηνκίβδηλη ικανοποίηση των ορμών τους. Κι εδώ, σεκάποιους πέτυχε.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους, κυ-ρίως λόγω της μυστηριώδους προσϕοράς των χρη-μάτων, τον θεωρούσαν κάτι σαν άγιο, μα και κάτισαν μια σκοτεινή ϕιγούρα. Όπως και να ’χε, οι πε-ρισσότεροι τον ϕοβούνταν, όπως ϕοβούνταν πράγ-ματα που τους ξεπερνούσαν.

Μερικοί από τους ευεργετημένους που είχαν δει τοπρόσωπό του και τον ξανασυναντούσαν τυχαία στο δρό -μο, περνούσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο πριν διασταυ-ρωθούν μαζί τους. Ακόμη και οι πιο σκληροί απόαυ τούς έβλεπαν στα μάτια του άντρα με τη σκούρηεπιδερμίδα κάποιον που τους ξεπερνούσε σε σκλη-ρότητα. Ο άντρας εκείνος κατάϕερε το παράδοξο. Ναπεθάνει ενώ το ϕυσικό του σώμα ακόμα ζούσε.

Ένα τσούρμο παιδιά μαζεύτηκαν γύρω από τον άντραμε τη σκούρη επιδερμίδα. Ήταν βρώμικα και ϕώνα-

Page 218: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

216 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

ζαν κι είχαν σκισμένα ρούχα. Πιθανόν να περίμεναναπό κάπου βοήθεια αλλά βοήθεια δεν ήρθε.

Κανά δυο καπνίζανε τσιγάρα. Μερικά κρατούσανεκουτάκια από μπύρα. Έτρεξαν και τον αγκάλιασαν τοένα μετά το άλλο. Μερικοί περαστικοί είδαν τι συ-νέβαινε κι έσπευσαν να βοηθήσουν τον άντρα με τησκούρη επιδερμίδα, ο οποίος δεν αντιδρούσε. Μόνοξαϕνιασμένος δεχόταν τις εκδηλώσεις των παιδιώνμε μηχανική απάθεια.

Το μέρος ήταν μια βρωμερή χωμάτινη αλάνα πα-γιδευμένη ανάμεσα στα τσιμέντα της πόλης. Η αλά -να βρισκόταν πάνω στην πλαγιά ενός λόϕου, τηχρησιμοποιούσαν για πάρκινγκ. Τριγύρω λίγα πεύκαπου λέρωναν τα καπό των αυτοκινήτων. Τα παιδιάβλασϕημούσαν πάνω στα λερά παρπρίζ.

Τα παιδιά τραβούσαν τον άντρα με τη σκούρη επι-δερμίδα. Έλα να δεις έλα να δεις του έλεγαν. Τοντραβούσαν και τον έσπρωχναν με βία. Ο ήλιος έκαιγεϕρικτά, ο ξερός καυτός αέρας έπνιγε το στήθος.

Οι περαστικοί που προσπαθούσαν αποτυχημένα νατον βοηθήσουν, μετά από λίγο τα παράταγαν και συ-νέχιζαν τον δρόμο τους.

Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα αϕέθηκε στηνκαθοδήγηση των παιδιών. Τα παιδιά σχημάτιζαν ένασυμπαγές σμήνος κι ο άντρας με τη σκούρη επιδερ-μίδα βρισκόταν στο κέντρο τους καθώς ανέβαιναν τοστενό καλντερίμι.

Πολύς ιδρώτας καθώς ανέβαιναν το καλντερίμι.Και μια αίσθηση σαν να καιγόταν εκεί που ακουμ-πούσε με τα παιδιά. Ένα καυτό συσσωμάτωμα.

Έϕτασαν στην κορυϕή του λόϕου. Τα παιδιά έπια-σαν να του ϕιλάνε τα χέρια και να τον παρακαλάνε.

Δύο από αυτά του έβγαλαν τα ρούχα.Ένα από αυτά τα πέταξε τα ρούχα του μέσα σε

μια ϕωτιά.

Page 219: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

217——

Στην κορυϕή του λόϕου υπήρχαν μόνο θάμνοι καιλερωμένα χόρτα κι ένα τείχος. Τα σπίτια αρχίζανεαπό πιο κάτω. Στη συνέχεια τα παιδιά τον οδηγή-σανε στο τείχος.

Αρχαίο χτισμένο από θεόρατα κομμάτια πωρόλι-θου. Όταν πλησίασαν, ο άντρας παρατήρησε ότι τοτείχος ήταν τρύπιο. Τον οδήγησαν στην τρύπα κι εκείτον άϕησαν, του είπαν – τον διέταξαν να μπει μέσα.

Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα ήταν ολόγυ-μνος, όπως τον γέννησε η μάνα του. Από το σκοτάδιτης τρύπας ακουγόταν ένα ασθενικό βογγητό πουεπαναλαμβανόταν. Κάποιος έχωσε στο χέρι του άντραμε τη σκούρη επιδερμίδα ένα ϕακό.

Μέσα στην τρύπα, στην σκιά, στην παύση τουηλια κού θορύβου ήταν χτισμένο ένα παιδί. Ήταν ϕρι-κτά τραυματισμένο. Η κοιλιά του ήταν σκισμένη κιόλη η δεξιά του πλευρά ήταν γδαρμένη.

Πρέπει να πάει στο νοσοκομείο είπε πανικόβλητοςο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα στα παιδιά. Εκεί -να τού έϕραξαν με τα βρωμισμένα σώματά τους τηνέξοδο και τον παρακάλεσαν να αγγίξει το παιδί – ναβοηθήσει το παιδί.

Τότε, ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα άγγιξετο παιδί στο πρόσωπο. Το χάιδεψε απαλά. Εκείνοαναθάρρεψε κι άνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε στονάντρα. Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα κοίταζε μεαγωνία το παιδικό σώμα που έτρεμε μπροστά του.Μέσα του αναδεύτηκε ένα σκίρτημα ελπίδας. Αγκά-λιασε το παιδί. Χάρισε στις ασυνέχειες της αϕής τουπαιδιού τη δική του αϕή και δρόσισε το πέτρωμα μεδάκρυα.

Έτσι, εκείνη την ημέρα, χαρίστηκε στον άντρα μετη σκούρη επιδερμίδα η δύναμη να θεραπεύει. Κιέτσι έκανε – θεράπευε αδιακρίτως. Όλες τις περι-πτώσεις που τύχαιναν στο δρόμο του, ιάσιμες ή ανία-

Page 220: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

218 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

τες, αναπηρίες εκ γενετής ή αποκτηθείσες στην πο-ρεία. Θεράπευε πλούσιους ϕτωχούς κι άπορους μετον ίδιο ρυθμό, χωρίς διακρίσεις.

Θεράπευε έτσι για μισό χρόνο. Είδε καταστάσειςάσχημες, που με ένα άγγιγμά του μεταμορϕώνοντανσε απολύτως ϕυσιολογικές, όπου τίποτα δεν πρόδιδετην προηγούμενη διάλυση. Θεράπευε κι έϕευγε, σανεωθινός διαρρήκτης που εξαϕανιζόταν μόλις τελείωνετο πλιάτσικο.

Μυστικά, ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα έκανεσιωπηλά θαύματα.

Ένα αιμόϕυρτο αγοράκι στη μέση του δρόμου. Οοδηγός της μηχανής με λιωμένο παντελόνι και γδαρ-μένο το δεξί του πόδι, ϕυτεμένα πετραδάκια σε αστρα -ϕτερή σάρκα. Ο οδηγός ήταν ξαπλωμένος και κουνιό-ταν ελαϕρά και βογκούσε. Η μηχανή ϕλεγόταν. Οάντρας με τη σκούρη επιδερμίδα αγκάλιασε το παιδίγια δευτερόλεπτα, έπειτα έλυσε το αγκάλιασμα κιέσπευσε να εξαϕανιστεί.

Πρόλαβε να δει το πρόσωπο του οδηγού. Και τοαναγνώρισε, θα το αναγνώριζε παντού. Ήταν ο νεα-ρός που τον ακολουθούσε για μέρες. Ο νεαρός είχε δειτον άντρα με τη σκούρη επιδερμίδα να επαναϕέρειέναν σχεδόν πνιγμένο στην παραλία. Για δύο μέρεςο νεαρός ακολουθούσε τον άντρα αδιάκοπα. Όπου κιαν πήγαινε κρατιόταν πίσω του σαν κακιωμένος ερα-στής ώσπου ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα γύ-ρισε και τον αντιμετώπισε.

Τον θεράπευσε απλόχερα από την ασθένειά του.Αυτό όμως που ενόχλησε πραγματικά τον άντρα

με τη σκούρη επιδερμίδα, τον απογοήτευσε – ήτανότι το αγκάλιασμά του δε δούλεψε, δε θεράπευσε τοαγοράκι. Γιατί από το αγοράκι έλειπε ένα πόδι καικειτόταν νεκρό μέσα μια λιμνούλα αίματος – τουδικού του αίματος. Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμί -

Page 221: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

219——

δα, μέσα στο ματωμένο του πουκάμισο, έλιωσε απότο βάρος, έγινε αίμα και χύθηκε σ’ εκείνη τη λιμνούλα.

Για κάποιο διάστημα σταμάτησε να θεραπεύει.Αντί αυτού πήγε εκεί όπου του δόθηκε η δύναμη να

θεραπεύει και ζήτησε τη δύναμη να τιμωρεί. Πας ο αιτών λαμβάνει.

Του χαρίστηκε το άγγιγμα του θανάτου. Πρώτοναπ’ όλους θανάτωσε εκείνον το νεαρό τον οποίο είχεκάποτε σώσει από την ασωτία της νεότητάς του. Επα -νόρθωνε. Άργησε μία εβδομάδα να τον βρει – είχεπάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο, είχε επιστρέψειστο σπίτι του. Ο νεαρός άργησε να του ανοίξει, στη-ριζόταν σε μια πατερίτσα.

Ο άντρας με τη σκούρη επιδερμίδα ξεκίνησε διορ-θώνοντας τα λάθη του παρελθόντος. Έπειτα προχώ-ρησε στη διόρθωση των ενδεχόμενων μελλοντικώνσϕαλμάτων. Και συνέχισε να τιμωρεί θανατώνοντας,απαλλάσσοντας έτσι αθώους και παιδιά από τον κίν-δυνο.

Βέβαια, αυτή τη ϕορά οι συνέπειες της κρίσης τουπου τον πρόδωσε υπήρξαν κατά πολύ χειρότερες.Γιατί κάθε λάθος επιλογή συνεπαγόταν κι από έναϕόνο. Ο ένας ϕόνος γινόταν δύο ϕόνοι κι αύξαινε ολο-ένα. Κατέληξε ένας άτεγκτος εκδικητής, η ενσάρκω -ση του πάντοτε διψασμένου πέλεκυ της αυτοδικίας.

Μια μέρα η περίοδος του αίματος έλαβε τέλος. Οάντρας με τη σκούρη επιδερμίδα σιχάθηκε τον εαυτότου κι επέστρεψε στην απραξία.

Κρύϕτηκε σε ένα χαμόσπιτο το οποίο αποκατέ-στησε, το μετέτρεψε ξανά σε κατοικήσιμο χώρο.Επισκεύασε το κτίσμα και περιποιήθηκε τον κήπο.Είχε πια κουραστεί. Είχε σταματήσει πια να νοιάζε-ται για τους ασθενείς και τους δυστυχισμένους. Ταϕιλάνθρωπα αισθήματα από τα οποία είχε τόσο έντο -

Page 222: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

220 ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ

να εμϕορηθεί στο παρελθόν αμβλύνθηκαν, στέρεψαν. Επίσης, έχοντας χρόνο να σκεϕτεί τα όσα συνέβη -

σαν, κατέληξε σε ορισμένα συμπεράσματα.Πρώτο. Ότι είχε εξαρχής την ικανότητα να θερα-

πεύει, αλλά και την ικανότητα να καταστρέϕει. Δενήταν ιδιότητες που του δόθηκαν τις δεδομένες στιγ-μές που νόμισε ότι του είχαν δοθεί.

Δεύτερο. Ότι τα χαρίσματα δεν του ανήκαν. Τοπιθανότερο ήταν ότι εκείνος ανήκε σε αυτά. Δεν ταείχε αυτός, αντιθετα, εκείνα τον είχαν.

Τρίτο. Ότι, εκείνη την ημέρα στην αλάνα με τοκοκκινόχωμα, τα παιδιά δε χρειάζονταν τη βοήθειάτου. Δηλαδή δε χρειάζονταν συγκεκριμένα τη δική τουβοήθεια. Χρειάζονταν μία βοήθεια – ναι – μα ήταντου οποιουδήποτε. Απλώς τον έκαναν να πιστέψει –τα πονηρά – ότι τον χρειάζονταν, για να ϕτάσουν στοσκοπό τους, για να κάνουν το κακό. Έτσι ο άντραςμε τη σκούρη επιδερμίδα βρέθηκε να παίζει με δυ-νάμεις ισχυρότερες από εκείνες που μπορούσε να χει-ρισθεί.

Τέταρτο. Ότι είχε πέσει θύμα μιας απάτης. Πράτ-τοντας το καλό κατέληξε να πράττει το κακό, διότιη βοήθεια και η προσδοκία του καλού από τη μία,και η επιδίωξη του κακού από την άλλη, κατέληξαννα είναι το ένα και το αυτό.

Έτσι, καθώς συγχυσμένος ϕλέρταρε με την πα-ραϕροσύνη, πίστεψε πως η εμπλοκή του στα κοινάμε τους τρόπους της προηγούμενης ζωής του έλαβεοριστικό τέλος.

Όμως ο άγιος ξανάρχισε να θεραπεύει, όπως πριν,μυστικά και σιωπηλά κι αθόρυβα. Γιατί εϕ’ όσονυπήρχαν ασθενείς, αυτός δεν μπορούσε να κάνει αλ-λιώς. Ξαϕνικά δεν είχε σημασία αν οι πράξεις τουεξυπηρετούσαν την έννοια του καλού ή του κοινού

Page 223: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

221——

καλού ή του κακού ή του ανθρωπισμού ή της ϕιλαν-θρωπίας ή οποιασδήποτε αϕαίρεσης. Δεν υπήρχεουσία στον διαχωρισμό. Όλα ήταν καλό, όλα ήτανκακό. Οι αϕαιρέσεις αυτές ήταν γεμάτες πόρους, απότους οποίους αλληλοδιαπερνιούνταν δίχως να αγγί-ζονται. Οι έννοιες αναιρούνταν. Αλλά πάντα κάτιέμενε από αυτές.

Στη νέα αυτή πορεία όμως, την οποία ο άγιος ακο-λούθησε μέχρι το τέλος της πλήρους ζωής του, κρά-τησε απαραβίαστη μια απόλυτη αρχή. Αποϕάσισεαυτό. Πως μέχρι ν’ ασπρίσουν τα κοράκια δεν θαπροσέϕερε το άγγιγμά του σε κανένα παιδί.

(ο άγιος)

Page 224: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Page 225: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

[ 223 ]

(*) σημείωμα

Θα ήθελα εδώ να ευχαριστήσω τον Θ.Τ. για τη βοή-θειά του. Επίσης θα ήθελα να επισημάνω ότι οι ιστορίεςΜΟΥΣΙΚΟΣ και Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ αποτελούν διασκευέςιστοριών του Ryχunosuke Akutagawa (Yabu no Naka –Σ’ένα σύδεντρο) και του Flaubert (La légende de Saint-Julien l’hospitalier – Ο μύθος του Αγίου Ιουλιανού τουϕιλοξενητή) αντίστοιχα.

Page 226: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΒΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ