Μικρὰ ψυχολογία

6
Μικρὰ ψυχολογία (1903) Τετάρτη, 29 Φεβρουάριος 2012 08:38 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ ΑΘΗΝΑ 1984 Σελ. 601-606 ΜΙΚΡΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Παρὰ τὴν ὁδὸν Σ… εἰς τὰς Ἀθήνας, κατὰ τὴν νοτιοδυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως, συνέβη, μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ν᾽ ἀκούσω ὕβρεις εἰς τὸν δρόμον διὰ τὴν ἑξῆς ἀφορμήν. Μικρὸν παιδίον, τριῶν ἢ τεσσάρων ἐτῶν, εἶχεν ὀλισθήσει καὶ πέσει μὲ τὰ μοῦτρα ἐπὶ τοῦ μαρμαρίνου κατωφλίου, εἰς τὴν ἐξώπορταν μιᾶς οἰκίας. Εἶχε κτυπήσει τὴν μύτην καὶ τὸ μέτωπον, ἐφώναζε καὶ ἔκλαιε, μὴ δυνάμενον νὰ σηκωθῇ. Ἐγὼ τυχὼν ἐκεῖ παροδίτης, ἔκυψα καὶ ἀνεσήκωσα τὸ παιδίον. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν κατέρχεται δρομαία, ἀκούσασα τὰς φωνάς, ἡ ὑπηρέτρια τῆς οἰκίας. Ἅμα μὲ εἶδεν ἐκεῖ, πρώτην φορὰν βλέπουσά με, μ᾽ ἔβαλε μπρός, καὶ μὲ ὠνείδισε μὲ πολλὴν θρασύτητα, νομίσασα ὅτι ἐγὼ εἶχα κάμει κακὸν εἰς τὸ παιδίον, καὶ διὰ τοῦτο ἔκλαιε. Τὸ μικρὸν τοῦτο συμβάν, ἀνάξιον μνείας ἴσως, καίτοι διδακτικὸν ὁπωσοῦν, μοῦ ἐνθύμισεν ἓν ἄλλο, τὸ ὁποῖον μοῦ εἶχε συμβῆ πρὸ χρόνων εἰς τὴν πατρίδα μου. Κάτω, εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, περὶ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου, τὰ καφενεῖα, τὰ καπηλεῖα καὶ μπακάλικα ἔλαμπον πάμφωτα, καὶ ἡ ἀνθρωπίνη κυψέλη, τοῦ ναυτικοῦ καὶ ἐργατικοῦ κόσμου, τὰ περιεβόμβει μὲ τὴν ἀργολογίαν της. Ἕκαστος ὠψώνιζε διὰ τὸ σπίτι, ἢ ἔπαιρνε «τ᾽ ὀρεκτικόν του» καὶ ἀργοποροῦσε μὲ τοὺς φίλους, οὔτε τοῦ ἔκαμνε καρδιὰ νὰ ξεκολλήσῃ. Πολλοὶ «ἐδευτέρωναν» ἢ καὶ «ἐτρίτωναν» τὸ ἐντόπιον ρακὶ ἢ τὴν μαστίχαν. Ἡ ὥρα ἐκείνη ἦτον ἡ ἀμφιλύκη ἐντὸς τῆς ψυχῆς, ἡ ἀναψυχὴ πρὸ τῆς ρᾳστώνης, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἄστρου τῆς ἑσπέρας πρὸ τῆς ἀστροφεγγιᾶς. Ἦτο Νοέμβριος μήν, νότοι ἔπνεον, ζεστὴ καὶ ὑγρὰ ἅλμη ἰωδίου ἐπεκράτει. Μακρὰ γραμμὴ ἀπὸ μικροκάικα, βρατσέρες καὶ κότερα, ἔδιδον ζωὴν εἰς τὴν προκυμαίαν. Ὀλίγον παραμέσα, πέντε ἢ ἓξ σκοῦνες

description

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Transcript of Μικρὰ ψυχολογία

Page 1: Μικρὰ ψυχολογία

Μικρὰ ψυχολογία (1903)

Τετάρτη 29 Φεβρουάριος 2012 0838

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΑΠΑΝΤΑ

ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ν Δ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

ΑΘΗΝΑ 1984

Σελ 601-606

ΜΙΚΡΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Παρὰ τὴν ὁδὸν Σhellip εἰς τὰς Ἀθήνας κατὰ τὴν νοτιοδυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως συνέβη

μιᾷ τῶν ἡμερῶν ν᾽ ἀκούσω ὕβρεις εἰς τὸν δρόμον διὰ τὴν ἑξῆς ἀφορμήν Μικρὸν παιδίον

τριῶν ἢ τεσσάρων ἐτῶν εἶχεν ὀλισθήσει καὶ πέσει μὲ τὰ μοῦτρα ἐπὶ τοῦ μαρμαρίνου

κατωφλίου εἰς τὴν ἐξώπορταν μιᾶς οἰκίας Εἶχε κτυπήσει τὴν μύτην καὶ τὸ μέτωπον

ἐφώναζε καὶ ἔκλαιε μὴ δυνάμενον νὰ σηκωθῇ Ἐγὼ τυχὼν ἐκεῖ παροδίτης ἔκυψα καὶ

ἀνεσήκωσα τὸ παιδίον

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν κατέρχεται δρομαία ἀκούσασα τὰς φωνάς ἡ ὑπηρέτρια τῆς οἰκίας

Ἅμα μὲ εἶδεν ἐκεῖ πρώτην φορὰν βλέπουσά με μ᾽ ἔβαλε μπρός καὶ μὲ ὠνείδισε μὲ

πολλὴν θρασύτητα νομίσασα ὅτι ἐγὼ εἶχα κάμει κακὸν εἰς τὸ παιδίον καὶ διὰ τοῦτο

ἔκλαιε Τὸ μικρὸν τοῦτο συμβάν ἀνάξιον μνείας ἴσως καίτοι διδακτικὸν ὁπωσοῦν μοῦ

ἐνθύμισεν ἓν ἄλλο τὸ ὁποῖον μοῦ εἶχε συμβῆ πρὸ χρόνων εἰς τὴν πατρίδα μου

Κάτω εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν περὶ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου τὰ καφενεῖα τὰ

καπηλεῖα καὶ μπακάλικα ἔλαμπον πάμφωτα καὶ ἡ ἀνθρωπίνη κυψέλη τοῦ ναυτικοῦ καὶ

ἐργατικοῦ κόσμου τὰ περιεβόμβει μὲ τὴν ἀργολογίαν της Ἕκαστος ὠψώνιζε διὰ τὸ

σπίτι ἢ ἔπαιρνε laquoτ᾽ ὀρεκτικόν τουraquo καὶ ἀργοποροῦσε μὲ τοὺς φίλους οὔτε τοῦ ἔκαμνε

καρδιὰ νὰ ξεκολλήσῃ Πολλοὶ laquoἐδευτέρωνανraquo ἢ καὶ laquoἐτρίτωνανraquo τὸ ἐντόπιον ρακὶ ἢ τὴν

μαστίχαν Ἡ ὥρα ἐκείνη ἦτον ἡ ἀμφιλύκη ἐντὸς τῆς ψυχῆς ἡ ἀναψυχὴ πρὸ τῆς ρᾳστώνης

ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἄστρου τῆς ἑσπέρας πρὸ τῆς ἀστροφεγγιᾶς Ἦτο Νοέμβριος μήν νότοι

ἔπνεον ζεστὴ καὶ ὑγρὰ ἅλμη ἰωδίου ἐπεκράτει Μακρὰ γραμμὴ ἀπὸ μικροκάικα

βρατσέρες καὶ κότερα ἔδιδον ζωὴν εἰς τὴν προκυμαίαν Ὀλίγον παραμέσα πέντε ἢ ἓξ

σκοῦνες καὶ δύο ἢ τρία βρίκια ἐστόλιζον τὸν λιμένα Ἄλλα εἶχον δέσει ἤδη τὰ πρυμνήσια

μὲ σκοπὸν νὰ παραχειμάσουν ἄλλα ἡτοιμάζοντο ἀκόμη διὰ χειμερινὰ ταξίδια

Ὀλίγα φαναράκια ὡς λαμπυρίδες ἔκαιον μετέωρα ἐπάνω τῆς κουβέρτας καὶ τ᾽ ἄστρα

ἀπὸ ψηλὰ ἐπάνω κατωπτρίζοντο φωσφορίζοντα ὀφιοειδῶς εἰς τὰ κύματα Ποῦ καὶ ποῦ

ἠκούετο βραχνὸν τὸ γαύγισμα καραβοσκύλου ἐρεθιζομένου ἀπὸ πλατάγισμα κωπῶν ἐκ

λέμβου παραπλεούσης εἰς τὸ σκότος καὶ ἡ ἀποθαλασσιά μὲ ὅλην τὴν γαλήνην

ἐφλοίσβιζε νυσταλέα εἰς τὰς πρύμνας καὶ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων ἢ ἔπληττε τὰ κράσπεδα

τῆς προκυμαίας

Ἐκεῖ εἰς τὸ καπηλεῖον τοῦ Χαρκούμπα συνήντησα τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τὸν παλαιόν μου

φίλον Ἰάκωβον Λhellip Εἶχα δειπνήσει ἐνωρίς καὶ εἶτα εὐθὺς ἐξῆλθον Ἐπεριπάτουν ἀργά

ἔξωθεν τῶν μαγαζειῶν κ᾽ ἐκοίταζα μέσα

Μοῦ ἤρεσκε νὰ βλέπω νὰ περιεργάζωμαι τοὺς διαφόρους ὁμίλους καὶ νὰ μὴ εἰσέρχωμαι

ἂν καὶ ἑπόμενον ἦτο νὰ κατασταλάξω κάπου διὰ νὰ πίω μικρὸν ποτήριον ξανθοῦ

μοσχάτου τοῦ τόπου Ὁ Ἰάκωβος ἦτο μόνος πρὸ μικροῦ τὸν εἶχεν ἀφήσει ὡς φαίνεται ἡ

συντροφιά του κι αὐτὸς ἀργοποροῦσεν ἀκόμα δὲν ἀπεφάσιζεν εὔκολα νὰ μαζευθῇ στὸ

σπίτι

Ἐκεῖνος ἐκοίταζε πρὸς τὰ ἔξω ἐγὼ πρὸς τὰ ἔσω τὰ βλέμματά μας συνηντήθησαν

Δυσκόλως δύναταί τις ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν διασταύρωσιν ταύτην τῶν βλεμμάτων ἢ καὶ ν᾽

ἀποστρέψῃ τὸ βλέμμα ἴσως διότι τὸ ὄμμα ἔχει μαγνήτην καθὼς λέγουν Οὔτε ἠμπορεῖ τις

νὰ κάμῃ laquoτὸν ἀδιάφορονraquo διότι ὁ φίλος τότε θυμώνει Ὅθεν οὕτως ἢ ἄλλως πιάνεται

κανεὶς στὰ βρόχια

Ὁ Ἰάκωβος μὲ ἔκραξεν ἐγὼ εἰσῆλθον Πάραυτα ἐκεῖνος παρήγγειλε νὰ μᾶς φέρουν ποτά

ἐγὼ ἀπεποιήθην προφασιζόμενος ὅτι ἔπασχον κι ἔκαμνα δίαιταν Δὲν τὸ ἔκαμνα διότι

ἤμην ὑδροπότης ἀδιάλλακτος ὡμολόγησα ἀνωτέρω ὅτι ἦτο πιθανὸν νὰ πίω Ἐὰν

εὑρισκόμην μόνος ἐν τερπνῇ ἐρημίᾳ καὶ ἀνέσει ἢ ἂν εὕρισκα τὸν φίλον νηφάλιον θὰ

ἔπινον ἓν ἢ δύο μικρὰ ποτήρια Ἀλλ᾽ εἶδα μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα ὅτι ὁ Ἰάκωβος ἦτο πολὺ

μεθυσμένος καὶ δι᾽ αὐτὸ ἠρνήθην νὰ πίω

Ἤρχισα νὰ νουθετῶ τὸν πτωχὸν Λhellip τὰς φορτικὰς ἐκείνας νουθεσίας ἂν καὶ ἤμην κατὰ

τρία ἔτη νεώτερός του Ἴσως ἡρμήνευον κακῶς τὸν στίχον τοῦ Προφητάνακτος laquoὙπὲρ

πρεσβυτέρους συνῆκαhellip ὑπὲρ πάντας τοὺς διδάσκοντάς με συνῆκαhellipraquo Τὸ ἐμπόρευμα εἶναι

τόσον εὐθηνόν ὥστε καὶ οἱ πλέον φιλάργυροι γέροντες αὐτὸ καὶ μόνον σπαταλῶσι Ἐγὼ

εἶχα προσλάβει εἰς τὴν νεότητά μου ἤδη τὸ γεροντικὸν τοῦτο ἰδίωμα νὰ συμβουλεύω

τοὺς ἄλλους καὶ συγχρόνως συνήθιζα νὰ μὴ δέχωμαι συμβουλὰς ἀπὸ κανένα Ἀργότερα

ἐνόησα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ συμβουλεύω κανέν᾽ ἄλλον εἰμὴ μόνον τὸν ἑαυτόν μου Ἤξευρα

τὰ κατ᾽ αὐτόν Ἡ σύζυγός του ἦτο ὀγδόου βαθμοῦ συγγενής μου ἢ τριτεξαδέλφη Τὴν εἶχε

νυμφευθῆ ἐξ ἔρωτος Ἦτο ναυτικός laquoμερακλήςraquo πολὺ καλοκαμωμένος εἶχε ὡραῖα

μαῦρα μάτια μελιχρός ἤτοι ροδοκόκκινος καὶ ἅμα ὠχρὸς περὶ τὰς παρειὰς καὶ τοὺς

κροτάφους Ἐκείνη ἦτο ὡραία καὶ λεπτοφυὴς νέα Ἦσαν οἱ δύο ταιριασμένον

ἀνδρόγυνον Αὐτὸς εἶχε πέσει εἰς τὸ ἐλάττωμα τῆς μέθης Ἦτον αἰσθηματίας καὶ ἠγάπα

τὴν γυναῖκά του μὲ ἀληθῆ ἔρωτα Ἔπινε πολύ Ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔκαμνε καλά ἀλλὰ δὲν

ἠμποροῦσε νὰ τὸ κόψῃ Κάθε βράδυ ἐλησμόνει τὰς συμβουλὰς καὶ τὰς καλὰς ἐμπνεύσεις

τῆς πρωίας

Ἐταξίδευε τὸν περισσότερον καιρόν μὲ τὰ καράβια Ἦτον ἐξ οἰκογενείας

ἐμποροπλοιάρχων Πλοίαρχος ἦτον ὁ μακαρίτης πατήρ του καὶ οἱ τρεῖς πρεσβύτεροι

ἀδελφοί του εἶχον ἰδιόκτητα πλοῖα Αὐτὸς ὅμως ἐπήγαινεν ὡς ἁπλοῦς ναύτης κατὰ

προτίμησιν μὲ τὰ ξένα Δὲν ἠμποροῦσε νὰ laquoκάμῃ χωριὸraquo μὲ τοὺς ἀδελφούς του ἀκριβῶς

διότι κι ἐκεῖνοι οὐδὲν ἄλλο τοῦ ἔδιδον εἰμὴ συμβουλάς ― ἴσως καὶ διότι ἐκεῖνοι

ὁμομήτριοι μεταξύ των ἦσαν ἑτεροθαλεῖς πρὸς αὐτόν Δι᾽ αὐτὸν ἡ ἐπιζῶσα χήρα ἦτον

μάννα δι᾽ ἐκείνους ἦτον μητρυιά Δι᾽ αὐτὸν μητρυιὰ ἦτον ἡ θάλασσα δι᾽ ἐκείνους

ἐδείκνυε πρὸς τὸ παρόν μητρικὴν φιλοστοργίαν Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἰακώβου λίαν διαυγής

ἀλλὰ καὶ εὐκόλως θολουμένη ἐγίνετο τρικυμιώδης ὅπως ἡ θάλασσα εἰς τὴν ὁποίαν

ἀρμένιζε

Ὁ ἐπίλογος τῶν νουθεσιῶν μου πρὸς τὸν Ἰάκωβον ὡς ἔγγιστα θὰ εἶχεν οὕτω

―thinspΚαὶ τί κάθεσαι τώρα Δὲν πᾷς στὸ σπίτι Ἔφαγες Δὲν ἔφαγες (ὁ φίλος μου ἔσεισε τὴν

κεφαλήν σχεδὸν ἀνένευσε) Δὲν μαζώνεσαι καὶ σύ ἐπὶ τέλουςhellip Ἐκείν᾽ ἡ χριστιανὴ δὲν

ἔχει ψυχή ποὺ σὲ καρτερεῖ τόσες ὧρες στὸ σπίτιhellip Τὰ παιδάκια σου ποὺ περιμένουν πότε

νὰ φανῇ ὁ πατέραςhellip ὣς ποὺ νὰ τὰ καταβάλῃ ἡ νύστα ν᾽ ἀποκοιμηθοῦν

Μοῦ ἐφάνη πὼς εἶδα δάκρυον νὰ στίλβῃ εἰς τὰ ματόκλαδά του Ἔξαφνα

―thinspΠᾶμε μοῦ εἶπεν

Ἐσηκώθην νὰ τὸν προπέμψω δι᾽ ὀλίγα βήματα κι ἐξήλθομεν Εἶδα ὅτι ὁ Ἰάκωβος

ἐπαραπατοῦσεν ὀλίγον εἰς τὸν δρόμον Μ᾽ ἔπιασε μοῦ ἔσφιγξε τὸν βραχίονα καὶ μοῦ

ἐσφύριξε

―thinspΠᾶμε ὣς τὸ σπίτι

Ὀλίγα βήματα παραπάνω ἄρχιζεν ἕνα laquoκαλδερίμιraquo παλαιόν λιθόστρωτον πέρα πέρα

ὀλισθηρὸν καὶ ἀνωφερές Τοῦτο ἔφερε πρὸς ἕνα στενόν δεξιά καὶ δεκάδας τινὰς

βημάτων πέραν τοῦ στενοῦ ἦτον ἡ οἰκία τοῦ Ἰακώβου Λhellip

Ὁ φίλος μὲ ὅλην τὴν μέθην του εἶχεν ὑστεροβουλίαν τινά ἀπαιτῶν νὰ τὸν συνοδεύσω

μέχρι τῆς οἰκίας Ἐγώ βλέπων ὅτι παρέπεφτε δυσπίστως ἔχων πρὸς τὸ λιθόστρωτον τὸ

ἀνωφερές εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ὁποίου κρημνὸς ἠνοίγετο πρὸς τὸν αἰγιαλόν ἐθεώρησα χρέος

μου νὰ τὸν προπέμψω ἕως τὴν σκάλαν τῆς οἰκίας σκάλαν λιθίνην ἐξωτερικήν κ᾽ ἐκεῖ νὰ

τὸν ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ φύγω Ἀλλ᾽ ὅταν ἐφθάσαμεν ἔμπροσθεν τῆς σκάλας ἐκεῖνος

ἀπῄτησε νὰ συνανέλθω μετ᾽ αὐτοῦ εἰς τὴν οἰκίαν

Ἐγὼ εἶπα laquoκαληνύχταraquo ἐδοκίμασα ν᾽ ἀποσπασθῶ νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ τὴν περίπτυξιν τοῦ

βραχίονος καὶ νὰ τραπῶ εἰς φυγήν Ἐκεῖνος ἐπέμενεν Ἔκαμε δὲ ἀρκετὸν θόρυβον ὥστε

τὸ ἄγρυπνον οὖς τῆς Σινιορίτσας τῆς γυναικός του ἥτις παραμονεύουσα τὸν σύζυγον

πότε νὰ φανῇ ὡς ἄστρον τῆς νυκτός ὡς ἕσπερος ἢ ὡς ἑωσφόρος ἔτεινε τὰς ἀκοὰς πρὸς

πάντα θόρυβον τῆς ὁδοῦ μᾶς ἤκουσε καὶ ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐξῆλθεν εἰς τὸ κεφαλόσκαλον εἰς

τὸ laquoχαγιάτιraquo

Καθὼς ἐνόησα ὕστερον ὁ Ἰάκωβος ἐπέμενε ν᾽ ἀνέλθω μαζί του διότι μὲ ὅλην τὴν μέθην

του ἤξευρεν ὁποία σκηνὴ τὸν ἐπερίμενε κατ᾽ οἶκον ἂν ἐπήγαινε μοναχός του καὶ ἤλπιζε

ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν laquoμπόραraquo ἂν ἤμουν κι ἐγὼ μαζί Δὲν τὴν ἀπέφυγε ἀλλὰ τὴν συνεμερίσθη

μετ᾽ ἐμοῦ

Ἀνέβην μαζί του ἑλκόμενος ὑπ᾽ αὐτοῦ ἑκὼν ἢ ἄκων Ἄλλως ἡ Σινιορίτσα εἶχεν ἐξέλθει

κρατοῦσα μικρὸν λύχνον Ἦτο ὡραία εἰς τὸ σκιόφως μὲ ὅλον τὸ κατηφὲς καὶ

συννεφιασμένον μοῦτρό της λευκοφορεμένη καὶ θέλγουσα Ὅπως εἰς τὰς μικρὰς

τεχνητὰς λίμνας τὰς στέρνας καὶ λάκκους τῶν ὑδάτων τὰς ἐντὸς κήπων καὶ ἀλσῶν

παρουσιάζει μικροσκοπικὴν τρικυμίαν ὁ σφοδρὸς ἄνεμος ζαρώνων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ

νεροῦ τοιαύτην χαρίεσσαν τρικυμίαν ἐπαρουσίαζε τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ ὡραῖον

λεπτοφυὲς πρόσωπον τῆς Σινιορίτσας

Ἐγὼ ἐνόμισα ἀφοῦ ἅπαξ μὲ εἶδεν ὅτι ὤφειλον νὰ τῆς εἴπω ἁπλῶς μίαν laquoκαλησπέρανraquo

νὰ δικαιολογήσω τὴν παρουσίαν μου καὶ πάραυτα νὰ φύγω

―Ἄργησε λιγάκι ὁ Γιάκωβος ἐψέλλισα ἐν ἀμηχανίᾳ Τώρα τὸν ηὗρα μοναχὸν στοῦ

Χαρκούμπα καὶ τοῦ λέγω Γιατί ἀργεῖς νὰ πᾷς στὸ σπίτιhellip

Ἐκείνη εὐθὺς μὲ διέκοψε χωρὶς νὰ δείξῃ ὅτι δίδει προσοχὴν εἰς τὴν ἀπολογίαν μου καὶ

ἀπευθυνομένη ἐν ὀργῇ πρὸς τὸν σύζυγόν της

―Ὣς πότε θὰ φέρνεσ᾽ ἔτσι σκυλὶ μαῦροhellip Δὲν ἔχεις νοῦ στὸ κεφάλι σου δὲν ἔχεις

ἔννοια στὸ μυαλό σου δὲν ἔχεις αἴστημα στὰ στήθια σουhellip Δὲν συλλογιέσαι ποὺ ἔχεις

παιδιάhellip κοιμῶνται νηστικὰ νὰ σὲ περιμένουν πότε νὰ ἔλθῃςhellip Δὲν τὸ χόρτασες πλιό τὸ

ἔρμοhellip Ὅλο νὰ μπεκροπίνῃς μὲ τοὺς φίλους σουhellip ποὺ σοῦ θέλουν πολὺ τὸ καλό σου

laquoἘκολλήθη ἡ ψυχή σου πίσω τουςraquo καὶ δὲν μπορεῖς νὰ κάμῃς μιὰν ὥραν χωρὶς αὐτούςhellip

Αὐτὸ ἦτο μόνον τὸ προοίμιον ἐφαίνετο ὅτι εἶχε νὰ πῇ καὶ ἄλλα Μὲ ἀγριοκοίταξεν ἐμένα

μιά ὅταν εἶπε γιὰ τοὺς φίλους τοῦ συζύγου της ποὺ laquoἐκολλήθη ἡ ψυχή του πίσω τουςraquo

Ἐγὼ ἔδραξα τὴν στιγμήν ὁποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοήν της διὰ νὰ εἴπω δύο λέξεις

καὶ πάραυτα νὰ γίνω ἄφαντος τὸ ταχύτερον

―thinspΜά ἂν ἐννοῇς κι ἐμένα κυρά μουhellip Καληνύχτα σας

Μόλις εἶχα ἀρχίσει καὶ εὐθὺς μετεμελήθην διότι ἐδοκίμασα νὰ εἴπω κάτι τι ὅθεν

ἐπέφερα ἀποτόμως laquoΚαληνύχτα σαςraquo κι ἐπειδὴ ὁ Ἰάκωβος ἄναυδος καθὼς ἦτο μοῦ εἶχεν

ἀφήσει ἐλεύθερον τὸν βραχίονα ἐστράφην καὶ κατέβην πηδῶν ἀνὰ τρία τὰ λευκὰ

ἀσβεστωμένα σκαλοπάτια

Ἀπεμακρύνθην ἀναλογιζόμενος ἕνα σωρὸν πράγματα τὰ ὁποῖα ἐφούσκωναν μέσα μου ὡς

κῦμα ᾬκτειρα τὸν Ἰάκωβον ὅσον καὶ τὴν νεαρὰν σύζυγόν του Ἔλεγα Πῶς εἷς νέος

ἀγαθός εὐθὺς τὴν ψυχήν δύναται νὰ κυριευθῇ ἀπὸ ὀλέθριον ἐλάττωμα ἀγαπῶν θερμῶς

καὶ ὅμως ἀνίκανος νὰ γίνεται χρήσιμος εἰς τοὺς ἀγαπωμένους ἄξιος αὐτὸς ἀγάπης καὶ

ὅμως νὰ γίνεται ἀντιπαθητικὸς ὡς ἐκ τοῦ ἐλαττώματός τουhellip Πῶς δύναται τόσον καλὸς

ν᾽ ἀδικῇ τὸν ἑαυτόν του ἀδικῶν τοὺς οἰκείους του καὶ νὰ χάσῃ τὸ πᾶν χανόμενος

αὐτός

Ἔπειτα πάλιν ἄφηνα τὸν Ἰάκωβον κι ἐπέστρεφα εἰς τὰ κατ᾽ ἐμέ Βέβαια ἡ τριτεξαδέλφη

μου εἶχεν ἄδικον νὰ μὲ συμπεριλάβῃ εἰς τὸν ἀφορισμόν τὸν κατὰ τῶν laquoφίλωνraquo τοῦ

συζύγου της Καὶ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶχε καὶ δίκαιον Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν εἶχα πίει μαζί

του ἄλλοτε ὅμως ἴσως τὸ εἶχα κάμει ἂν καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξα διδάσκαλος τοῦ

ἐλαττώματος πρὸς αὐτόν μᾶλλον ἴσως ἐκεῖνος πρὸς ἐμέhellip

Ἀφ᾽ ἑτέρου ὅπως καὶ διὰ τὴν μικρὰν περίπτωσιν τοῦ παιδίου τοῦ πεσόντος ἐπίστομα ἐπὶ

τοῦ μαρμαρίνου οὐδοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ συναγάγῃ τις ἀπαισιοδόξως τὸ συμπέρασμα ὅτι

δὲν πρέπει νὰ βοηθῇ τις τὸν πλησίον διότι ἀδίκως ὑβρίσθη τις ὑπὸ ἀμαθοῦς ἢ ἐπιπολαίου

ἢ φθονεροῦ ἀλλ᾽ ὀφείλει τις νὰ κύπτῃ ν᾽ ἀνεγείρῃ τὰ πεσμένα παιδία καὶ ἂν ἀναξίως

μέλλῃ νὰ ὑβρισθῇ ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἤγειρε τὸν πεσόντα laquoτῷ βόθρῳ ἐπικλιθεὶς

ἀπτώτωςraquo

Τέλος τὸ γενικὸν συμπέρασμα μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶναι τὸ θεόπνευστον ἐκεῖνο ρῆμα ὅτι

laquoἐν ἄλλοις πταίομεν ἐν ἄλλοις παιδευόμεθαraquo

(1903)

  • Μικρὰ ψυχολογία (1903)
  • ΜΙΚΡΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Page 2: Μικρὰ ψυχολογία

ἐφλοίσβιζε νυσταλέα εἰς τὰς πρύμνας καὶ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων ἢ ἔπληττε τὰ κράσπεδα

τῆς προκυμαίας

Ἐκεῖ εἰς τὸ καπηλεῖον τοῦ Χαρκούμπα συνήντησα τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τὸν παλαιόν μου

φίλον Ἰάκωβον Λhellip Εἶχα δειπνήσει ἐνωρίς καὶ εἶτα εὐθὺς ἐξῆλθον Ἐπεριπάτουν ἀργά

ἔξωθεν τῶν μαγαζειῶν κ᾽ ἐκοίταζα μέσα

Μοῦ ἤρεσκε νὰ βλέπω νὰ περιεργάζωμαι τοὺς διαφόρους ὁμίλους καὶ νὰ μὴ εἰσέρχωμαι

ἂν καὶ ἑπόμενον ἦτο νὰ κατασταλάξω κάπου διὰ νὰ πίω μικρὸν ποτήριον ξανθοῦ

μοσχάτου τοῦ τόπου Ὁ Ἰάκωβος ἦτο μόνος πρὸ μικροῦ τὸν εἶχεν ἀφήσει ὡς φαίνεται ἡ

συντροφιά του κι αὐτὸς ἀργοποροῦσεν ἀκόμα δὲν ἀπεφάσιζεν εὔκολα νὰ μαζευθῇ στὸ

σπίτι

Ἐκεῖνος ἐκοίταζε πρὸς τὰ ἔξω ἐγὼ πρὸς τὰ ἔσω τὰ βλέμματά μας συνηντήθησαν

Δυσκόλως δύναταί τις ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν διασταύρωσιν ταύτην τῶν βλεμμάτων ἢ καὶ ν᾽

ἀποστρέψῃ τὸ βλέμμα ἴσως διότι τὸ ὄμμα ἔχει μαγνήτην καθὼς λέγουν Οὔτε ἠμπορεῖ τις

νὰ κάμῃ laquoτὸν ἀδιάφορονraquo διότι ὁ φίλος τότε θυμώνει Ὅθεν οὕτως ἢ ἄλλως πιάνεται

κανεὶς στὰ βρόχια

Ὁ Ἰάκωβος μὲ ἔκραξεν ἐγὼ εἰσῆλθον Πάραυτα ἐκεῖνος παρήγγειλε νὰ μᾶς φέρουν ποτά

ἐγὼ ἀπεποιήθην προφασιζόμενος ὅτι ἔπασχον κι ἔκαμνα δίαιταν Δὲν τὸ ἔκαμνα διότι

ἤμην ὑδροπότης ἀδιάλλακτος ὡμολόγησα ἀνωτέρω ὅτι ἦτο πιθανὸν νὰ πίω Ἐὰν

εὑρισκόμην μόνος ἐν τερπνῇ ἐρημίᾳ καὶ ἀνέσει ἢ ἂν εὕρισκα τὸν φίλον νηφάλιον θὰ

ἔπινον ἓν ἢ δύο μικρὰ ποτήρια Ἀλλ᾽ εἶδα μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα ὅτι ὁ Ἰάκωβος ἦτο πολὺ

μεθυσμένος καὶ δι᾽ αὐτὸ ἠρνήθην νὰ πίω

Ἤρχισα νὰ νουθετῶ τὸν πτωχὸν Λhellip τὰς φορτικὰς ἐκείνας νουθεσίας ἂν καὶ ἤμην κατὰ

τρία ἔτη νεώτερός του Ἴσως ἡρμήνευον κακῶς τὸν στίχον τοῦ Προφητάνακτος laquoὙπὲρ

πρεσβυτέρους συνῆκαhellip ὑπὲρ πάντας τοὺς διδάσκοντάς με συνῆκαhellipraquo Τὸ ἐμπόρευμα εἶναι

τόσον εὐθηνόν ὥστε καὶ οἱ πλέον φιλάργυροι γέροντες αὐτὸ καὶ μόνον σπαταλῶσι Ἐγὼ

εἶχα προσλάβει εἰς τὴν νεότητά μου ἤδη τὸ γεροντικὸν τοῦτο ἰδίωμα νὰ συμβουλεύω

τοὺς ἄλλους καὶ συγχρόνως συνήθιζα νὰ μὴ δέχωμαι συμβουλὰς ἀπὸ κανένα Ἀργότερα

ἐνόησα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ συμβουλεύω κανέν᾽ ἄλλον εἰμὴ μόνον τὸν ἑαυτόν μου Ἤξευρα

τὰ κατ᾽ αὐτόν Ἡ σύζυγός του ἦτο ὀγδόου βαθμοῦ συγγενής μου ἢ τριτεξαδέλφη Τὴν εἶχε

νυμφευθῆ ἐξ ἔρωτος Ἦτο ναυτικός laquoμερακλήςraquo πολὺ καλοκαμωμένος εἶχε ὡραῖα

μαῦρα μάτια μελιχρός ἤτοι ροδοκόκκινος καὶ ἅμα ὠχρὸς περὶ τὰς παρειὰς καὶ τοὺς

κροτάφους Ἐκείνη ἦτο ὡραία καὶ λεπτοφυὴς νέα Ἦσαν οἱ δύο ταιριασμένον

ἀνδρόγυνον Αὐτὸς εἶχε πέσει εἰς τὸ ἐλάττωμα τῆς μέθης Ἦτον αἰσθηματίας καὶ ἠγάπα

τὴν γυναῖκά του μὲ ἀληθῆ ἔρωτα Ἔπινε πολύ Ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔκαμνε καλά ἀλλὰ δὲν

ἠμποροῦσε νὰ τὸ κόψῃ Κάθε βράδυ ἐλησμόνει τὰς συμβουλὰς καὶ τὰς καλὰς ἐμπνεύσεις

τῆς πρωίας

Ἐταξίδευε τὸν περισσότερον καιρόν μὲ τὰ καράβια Ἦτον ἐξ οἰκογενείας

ἐμποροπλοιάρχων Πλοίαρχος ἦτον ὁ μακαρίτης πατήρ του καὶ οἱ τρεῖς πρεσβύτεροι

ἀδελφοί του εἶχον ἰδιόκτητα πλοῖα Αὐτὸς ὅμως ἐπήγαινεν ὡς ἁπλοῦς ναύτης κατὰ

προτίμησιν μὲ τὰ ξένα Δὲν ἠμποροῦσε νὰ laquoκάμῃ χωριὸraquo μὲ τοὺς ἀδελφούς του ἀκριβῶς

διότι κι ἐκεῖνοι οὐδὲν ἄλλο τοῦ ἔδιδον εἰμὴ συμβουλάς ― ἴσως καὶ διότι ἐκεῖνοι

ὁμομήτριοι μεταξύ των ἦσαν ἑτεροθαλεῖς πρὸς αὐτόν Δι᾽ αὐτὸν ἡ ἐπιζῶσα χήρα ἦτον

μάννα δι᾽ ἐκείνους ἦτον μητρυιά Δι᾽ αὐτὸν μητρυιὰ ἦτον ἡ θάλασσα δι᾽ ἐκείνους

ἐδείκνυε πρὸς τὸ παρόν μητρικὴν φιλοστοργίαν Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἰακώβου λίαν διαυγής

ἀλλὰ καὶ εὐκόλως θολουμένη ἐγίνετο τρικυμιώδης ὅπως ἡ θάλασσα εἰς τὴν ὁποίαν

ἀρμένιζε

Ὁ ἐπίλογος τῶν νουθεσιῶν μου πρὸς τὸν Ἰάκωβον ὡς ἔγγιστα θὰ εἶχεν οὕτω

―thinspΚαὶ τί κάθεσαι τώρα Δὲν πᾷς στὸ σπίτι Ἔφαγες Δὲν ἔφαγες (ὁ φίλος μου ἔσεισε τὴν

κεφαλήν σχεδὸν ἀνένευσε) Δὲν μαζώνεσαι καὶ σύ ἐπὶ τέλουςhellip Ἐκείν᾽ ἡ χριστιανὴ δὲν

ἔχει ψυχή ποὺ σὲ καρτερεῖ τόσες ὧρες στὸ σπίτιhellip Τὰ παιδάκια σου ποὺ περιμένουν πότε

νὰ φανῇ ὁ πατέραςhellip ὣς ποὺ νὰ τὰ καταβάλῃ ἡ νύστα ν᾽ ἀποκοιμηθοῦν

Μοῦ ἐφάνη πὼς εἶδα δάκρυον νὰ στίλβῃ εἰς τὰ ματόκλαδά του Ἔξαφνα

―thinspΠᾶμε μοῦ εἶπεν

Ἐσηκώθην νὰ τὸν προπέμψω δι᾽ ὀλίγα βήματα κι ἐξήλθομεν Εἶδα ὅτι ὁ Ἰάκωβος

ἐπαραπατοῦσεν ὀλίγον εἰς τὸν δρόμον Μ᾽ ἔπιασε μοῦ ἔσφιγξε τὸν βραχίονα καὶ μοῦ

ἐσφύριξε

―thinspΠᾶμε ὣς τὸ σπίτι

Ὀλίγα βήματα παραπάνω ἄρχιζεν ἕνα laquoκαλδερίμιraquo παλαιόν λιθόστρωτον πέρα πέρα

ὀλισθηρὸν καὶ ἀνωφερές Τοῦτο ἔφερε πρὸς ἕνα στενόν δεξιά καὶ δεκάδας τινὰς

βημάτων πέραν τοῦ στενοῦ ἦτον ἡ οἰκία τοῦ Ἰακώβου Λhellip

Ὁ φίλος μὲ ὅλην τὴν μέθην του εἶχεν ὑστεροβουλίαν τινά ἀπαιτῶν νὰ τὸν συνοδεύσω

μέχρι τῆς οἰκίας Ἐγώ βλέπων ὅτι παρέπεφτε δυσπίστως ἔχων πρὸς τὸ λιθόστρωτον τὸ

ἀνωφερές εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ὁποίου κρημνὸς ἠνοίγετο πρὸς τὸν αἰγιαλόν ἐθεώρησα χρέος

μου νὰ τὸν προπέμψω ἕως τὴν σκάλαν τῆς οἰκίας σκάλαν λιθίνην ἐξωτερικήν κ᾽ ἐκεῖ νὰ

τὸν ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ φύγω Ἀλλ᾽ ὅταν ἐφθάσαμεν ἔμπροσθεν τῆς σκάλας ἐκεῖνος

ἀπῄτησε νὰ συνανέλθω μετ᾽ αὐτοῦ εἰς τὴν οἰκίαν

Ἐγὼ εἶπα laquoκαληνύχταraquo ἐδοκίμασα ν᾽ ἀποσπασθῶ νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ τὴν περίπτυξιν τοῦ

βραχίονος καὶ νὰ τραπῶ εἰς φυγήν Ἐκεῖνος ἐπέμενεν Ἔκαμε δὲ ἀρκετὸν θόρυβον ὥστε

τὸ ἄγρυπνον οὖς τῆς Σινιορίτσας τῆς γυναικός του ἥτις παραμονεύουσα τὸν σύζυγον

πότε νὰ φανῇ ὡς ἄστρον τῆς νυκτός ὡς ἕσπερος ἢ ὡς ἑωσφόρος ἔτεινε τὰς ἀκοὰς πρὸς

πάντα θόρυβον τῆς ὁδοῦ μᾶς ἤκουσε καὶ ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐξῆλθεν εἰς τὸ κεφαλόσκαλον εἰς

τὸ laquoχαγιάτιraquo

Καθὼς ἐνόησα ὕστερον ὁ Ἰάκωβος ἐπέμενε ν᾽ ἀνέλθω μαζί του διότι μὲ ὅλην τὴν μέθην

του ἤξευρεν ὁποία σκηνὴ τὸν ἐπερίμενε κατ᾽ οἶκον ἂν ἐπήγαινε μοναχός του καὶ ἤλπιζε

ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν laquoμπόραraquo ἂν ἤμουν κι ἐγὼ μαζί Δὲν τὴν ἀπέφυγε ἀλλὰ τὴν συνεμερίσθη

μετ᾽ ἐμοῦ

Ἀνέβην μαζί του ἑλκόμενος ὑπ᾽ αὐτοῦ ἑκὼν ἢ ἄκων Ἄλλως ἡ Σινιορίτσα εἶχεν ἐξέλθει

κρατοῦσα μικρὸν λύχνον Ἦτο ὡραία εἰς τὸ σκιόφως μὲ ὅλον τὸ κατηφὲς καὶ

συννεφιασμένον μοῦτρό της λευκοφορεμένη καὶ θέλγουσα Ὅπως εἰς τὰς μικρὰς

τεχνητὰς λίμνας τὰς στέρνας καὶ λάκκους τῶν ὑδάτων τὰς ἐντὸς κήπων καὶ ἀλσῶν

παρουσιάζει μικροσκοπικὴν τρικυμίαν ὁ σφοδρὸς ἄνεμος ζαρώνων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ

νεροῦ τοιαύτην χαρίεσσαν τρικυμίαν ἐπαρουσίαζε τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ ὡραῖον

λεπτοφυὲς πρόσωπον τῆς Σινιορίτσας

Ἐγὼ ἐνόμισα ἀφοῦ ἅπαξ μὲ εἶδεν ὅτι ὤφειλον νὰ τῆς εἴπω ἁπλῶς μίαν laquoκαλησπέρανraquo

νὰ δικαιολογήσω τὴν παρουσίαν μου καὶ πάραυτα νὰ φύγω

―Ἄργησε λιγάκι ὁ Γιάκωβος ἐψέλλισα ἐν ἀμηχανίᾳ Τώρα τὸν ηὗρα μοναχὸν στοῦ

Χαρκούμπα καὶ τοῦ λέγω Γιατί ἀργεῖς νὰ πᾷς στὸ σπίτιhellip

Ἐκείνη εὐθὺς μὲ διέκοψε χωρὶς νὰ δείξῃ ὅτι δίδει προσοχὴν εἰς τὴν ἀπολογίαν μου καὶ

ἀπευθυνομένη ἐν ὀργῇ πρὸς τὸν σύζυγόν της

―Ὣς πότε θὰ φέρνεσ᾽ ἔτσι σκυλὶ μαῦροhellip Δὲν ἔχεις νοῦ στὸ κεφάλι σου δὲν ἔχεις

ἔννοια στὸ μυαλό σου δὲν ἔχεις αἴστημα στὰ στήθια σουhellip Δὲν συλλογιέσαι ποὺ ἔχεις

παιδιάhellip κοιμῶνται νηστικὰ νὰ σὲ περιμένουν πότε νὰ ἔλθῃςhellip Δὲν τὸ χόρτασες πλιό τὸ

ἔρμοhellip Ὅλο νὰ μπεκροπίνῃς μὲ τοὺς φίλους σουhellip ποὺ σοῦ θέλουν πολὺ τὸ καλό σου

laquoἘκολλήθη ἡ ψυχή σου πίσω τουςraquo καὶ δὲν μπορεῖς νὰ κάμῃς μιὰν ὥραν χωρὶς αὐτούςhellip

Αὐτὸ ἦτο μόνον τὸ προοίμιον ἐφαίνετο ὅτι εἶχε νὰ πῇ καὶ ἄλλα Μὲ ἀγριοκοίταξεν ἐμένα

μιά ὅταν εἶπε γιὰ τοὺς φίλους τοῦ συζύγου της ποὺ laquoἐκολλήθη ἡ ψυχή του πίσω τουςraquo

Ἐγὼ ἔδραξα τὴν στιγμήν ὁποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοήν της διὰ νὰ εἴπω δύο λέξεις

καὶ πάραυτα νὰ γίνω ἄφαντος τὸ ταχύτερον

―thinspΜά ἂν ἐννοῇς κι ἐμένα κυρά μουhellip Καληνύχτα σας

Μόλις εἶχα ἀρχίσει καὶ εὐθὺς μετεμελήθην διότι ἐδοκίμασα νὰ εἴπω κάτι τι ὅθεν

ἐπέφερα ἀποτόμως laquoΚαληνύχτα σαςraquo κι ἐπειδὴ ὁ Ἰάκωβος ἄναυδος καθὼς ἦτο μοῦ εἶχεν

ἀφήσει ἐλεύθερον τὸν βραχίονα ἐστράφην καὶ κατέβην πηδῶν ἀνὰ τρία τὰ λευκὰ

ἀσβεστωμένα σκαλοπάτια

Ἀπεμακρύνθην ἀναλογιζόμενος ἕνα σωρὸν πράγματα τὰ ὁποῖα ἐφούσκωναν μέσα μου ὡς

κῦμα ᾬκτειρα τὸν Ἰάκωβον ὅσον καὶ τὴν νεαρὰν σύζυγόν του Ἔλεγα Πῶς εἷς νέος

ἀγαθός εὐθὺς τὴν ψυχήν δύναται νὰ κυριευθῇ ἀπὸ ὀλέθριον ἐλάττωμα ἀγαπῶν θερμῶς

καὶ ὅμως ἀνίκανος νὰ γίνεται χρήσιμος εἰς τοὺς ἀγαπωμένους ἄξιος αὐτὸς ἀγάπης καὶ

ὅμως νὰ γίνεται ἀντιπαθητικὸς ὡς ἐκ τοῦ ἐλαττώματός τουhellip Πῶς δύναται τόσον καλὸς

ν᾽ ἀδικῇ τὸν ἑαυτόν του ἀδικῶν τοὺς οἰκείους του καὶ νὰ χάσῃ τὸ πᾶν χανόμενος

αὐτός

Ἔπειτα πάλιν ἄφηνα τὸν Ἰάκωβον κι ἐπέστρεφα εἰς τὰ κατ᾽ ἐμέ Βέβαια ἡ τριτεξαδέλφη

μου εἶχεν ἄδικον νὰ μὲ συμπεριλάβῃ εἰς τὸν ἀφορισμόν τὸν κατὰ τῶν laquoφίλωνraquo τοῦ

συζύγου της Καὶ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶχε καὶ δίκαιον Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν εἶχα πίει μαζί

του ἄλλοτε ὅμως ἴσως τὸ εἶχα κάμει ἂν καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξα διδάσκαλος τοῦ

ἐλαττώματος πρὸς αὐτόν μᾶλλον ἴσως ἐκεῖνος πρὸς ἐμέhellip

Ἀφ᾽ ἑτέρου ὅπως καὶ διὰ τὴν μικρὰν περίπτωσιν τοῦ παιδίου τοῦ πεσόντος ἐπίστομα ἐπὶ

τοῦ μαρμαρίνου οὐδοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ συναγάγῃ τις ἀπαισιοδόξως τὸ συμπέρασμα ὅτι

δὲν πρέπει νὰ βοηθῇ τις τὸν πλησίον διότι ἀδίκως ὑβρίσθη τις ὑπὸ ἀμαθοῦς ἢ ἐπιπολαίου

ἢ φθονεροῦ ἀλλ᾽ ὀφείλει τις νὰ κύπτῃ ν᾽ ἀνεγείρῃ τὰ πεσμένα παιδία καὶ ἂν ἀναξίως

μέλλῃ νὰ ὑβρισθῇ ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἤγειρε τὸν πεσόντα laquoτῷ βόθρῳ ἐπικλιθεὶς

ἀπτώτωςraquo

Τέλος τὸ γενικὸν συμπέρασμα μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶναι τὸ θεόπνευστον ἐκεῖνο ρῆμα ὅτι

laquoἐν ἄλλοις πταίομεν ἐν ἄλλοις παιδευόμεθαraquo

(1903)

  • Μικρὰ ψυχολογία (1903)
  • ΜΙΚΡΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Page 3: Μικρὰ ψυχολογία

διότι κι ἐκεῖνοι οὐδὲν ἄλλο τοῦ ἔδιδον εἰμὴ συμβουλάς ― ἴσως καὶ διότι ἐκεῖνοι

ὁμομήτριοι μεταξύ των ἦσαν ἑτεροθαλεῖς πρὸς αὐτόν Δι᾽ αὐτὸν ἡ ἐπιζῶσα χήρα ἦτον

μάννα δι᾽ ἐκείνους ἦτον μητρυιά Δι᾽ αὐτὸν μητρυιὰ ἦτον ἡ θάλασσα δι᾽ ἐκείνους

ἐδείκνυε πρὸς τὸ παρόν μητρικὴν φιλοστοργίαν Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἰακώβου λίαν διαυγής

ἀλλὰ καὶ εὐκόλως θολουμένη ἐγίνετο τρικυμιώδης ὅπως ἡ θάλασσα εἰς τὴν ὁποίαν

ἀρμένιζε

Ὁ ἐπίλογος τῶν νουθεσιῶν μου πρὸς τὸν Ἰάκωβον ὡς ἔγγιστα θὰ εἶχεν οὕτω

―thinspΚαὶ τί κάθεσαι τώρα Δὲν πᾷς στὸ σπίτι Ἔφαγες Δὲν ἔφαγες (ὁ φίλος μου ἔσεισε τὴν

κεφαλήν σχεδὸν ἀνένευσε) Δὲν μαζώνεσαι καὶ σύ ἐπὶ τέλουςhellip Ἐκείν᾽ ἡ χριστιανὴ δὲν

ἔχει ψυχή ποὺ σὲ καρτερεῖ τόσες ὧρες στὸ σπίτιhellip Τὰ παιδάκια σου ποὺ περιμένουν πότε

νὰ φανῇ ὁ πατέραςhellip ὣς ποὺ νὰ τὰ καταβάλῃ ἡ νύστα ν᾽ ἀποκοιμηθοῦν

Μοῦ ἐφάνη πὼς εἶδα δάκρυον νὰ στίλβῃ εἰς τὰ ματόκλαδά του Ἔξαφνα

―thinspΠᾶμε μοῦ εἶπεν

Ἐσηκώθην νὰ τὸν προπέμψω δι᾽ ὀλίγα βήματα κι ἐξήλθομεν Εἶδα ὅτι ὁ Ἰάκωβος

ἐπαραπατοῦσεν ὀλίγον εἰς τὸν δρόμον Μ᾽ ἔπιασε μοῦ ἔσφιγξε τὸν βραχίονα καὶ μοῦ

ἐσφύριξε

―thinspΠᾶμε ὣς τὸ σπίτι

Ὀλίγα βήματα παραπάνω ἄρχιζεν ἕνα laquoκαλδερίμιraquo παλαιόν λιθόστρωτον πέρα πέρα

ὀλισθηρὸν καὶ ἀνωφερές Τοῦτο ἔφερε πρὸς ἕνα στενόν δεξιά καὶ δεκάδας τινὰς

βημάτων πέραν τοῦ στενοῦ ἦτον ἡ οἰκία τοῦ Ἰακώβου Λhellip

Ὁ φίλος μὲ ὅλην τὴν μέθην του εἶχεν ὑστεροβουλίαν τινά ἀπαιτῶν νὰ τὸν συνοδεύσω

μέχρι τῆς οἰκίας Ἐγώ βλέπων ὅτι παρέπεφτε δυσπίστως ἔχων πρὸς τὸ λιθόστρωτον τὸ

ἀνωφερές εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ὁποίου κρημνὸς ἠνοίγετο πρὸς τὸν αἰγιαλόν ἐθεώρησα χρέος

μου νὰ τὸν προπέμψω ἕως τὴν σκάλαν τῆς οἰκίας σκάλαν λιθίνην ἐξωτερικήν κ᾽ ἐκεῖ νὰ

τὸν ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ φύγω Ἀλλ᾽ ὅταν ἐφθάσαμεν ἔμπροσθεν τῆς σκάλας ἐκεῖνος

ἀπῄτησε νὰ συνανέλθω μετ᾽ αὐτοῦ εἰς τὴν οἰκίαν

Ἐγὼ εἶπα laquoκαληνύχταraquo ἐδοκίμασα ν᾽ ἀποσπασθῶ νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ τὴν περίπτυξιν τοῦ

βραχίονος καὶ νὰ τραπῶ εἰς φυγήν Ἐκεῖνος ἐπέμενεν Ἔκαμε δὲ ἀρκετὸν θόρυβον ὥστε

τὸ ἄγρυπνον οὖς τῆς Σινιορίτσας τῆς γυναικός του ἥτις παραμονεύουσα τὸν σύζυγον

πότε νὰ φανῇ ὡς ἄστρον τῆς νυκτός ὡς ἕσπερος ἢ ὡς ἑωσφόρος ἔτεινε τὰς ἀκοὰς πρὸς

πάντα θόρυβον τῆς ὁδοῦ μᾶς ἤκουσε καὶ ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐξῆλθεν εἰς τὸ κεφαλόσκαλον εἰς

τὸ laquoχαγιάτιraquo

Καθὼς ἐνόησα ὕστερον ὁ Ἰάκωβος ἐπέμενε ν᾽ ἀνέλθω μαζί του διότι μὲ ὅλην τὴν μέθην

του ἤξευρεν ὁποία σκηνὴ τὸν ἐπερίμενε κατ᾽ οἶκον ἂν ἐπήγαινε μοναχός του καὶ ἤλπιζε

ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν laquoμπόραraquo ἂν ἤμουν κι ἐγὼ μαζί Δὲν τὴν ἀπέφυγε ἀλλὰ τὴν συνεμερίσθη

μετ᾽ ἐμοῦ

Ἀνέβην μαζί του ἑλκόμενος ὑπ᾽ αὐτοῦ ἑκὼν ἢ ἄκων Ἄλλως ἡ Σινιορίτσα εἶχεν ἐξέλθει

κρατοῦσα μικρὸν λύχνον Ἦτο ὡραία εἰς τὸ σκιόφως μὲ ὅλον τὸ κατηφὲς καὶ

συννεφιασμένον μοῦτρό της λευκοφορεμένη καὶ θέλγουσα Ὅπως εἰς τὰς μικρὰς

τεχνητὰς λίμνας τὰς στέρνας καὶ λάκκους τῶν ὑδάτων τὰς ἐντὸς κήπων καὶ ἀλσῶν

παρουσιάζει μικροσκοπικὴν τρικυμίαν ὁ σφοδρὸς ἄνεμος ζαρώνων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ

νεροῦ τοιαύτην χαρίεσσαν τρικυμίαν ἐπαρουσίαζε τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ ὡραῖον

λεπτοφυὲς πρόσωπον τῆς Σινιορίτσας

Ἐγὼ ἐνόμισα ἀφοῦ ἅπαξ μὲ εἶδεν ὅτι ὤφειλον νὰ τῆς εἴπω ἁπλῶς μίαν laquoκαλησπέρανraquo

νὰ δικαιολογήσω τὴν παρουσίαν μου καὶ πάραυτα νὰ φύγω

―Ἄργησε λιγάκι ὁ Γιάκωβος ἐψέλλισα ἐν ἀμηχανίᾳ Τώρα τὸν ηὗρα μοναχὸν στοῦ

Χαρκούμπα καὶ τοῦ λέγω Γιατί ἀργεῖς νὰ πᾷς στὸ σπίτιhellip

Ἐκείνη εὐθὺς μὲ διέκοψε χωρὶς νὰ δείξῃ ὅτι δίδει προσοχὴν εἰς τὴν ἀπολογίαν μου καὶ

ἀπευθυνομένη ἐν ὀργῇ πρὸς τὸν σύζυγόν της

―Ὣς πότε θὰ φέρνεσ᾽ ἔτσι σκυλὶ μαῦροhellip Δὲν ἔχεις νοῦ στὸ κεφάλι σου δὲν ἔχεις

ἔννοια στὸ μυαλό σου δὲν ἔχεις αἴστημα στὰ στήθια σουhellip Δὲν συλλογιέσαι ποὺ ἔχεις

παιδιάhellip κοιμῶνται νηστικὰ νὰ σὲ περιμένουν πότε νὰ ἔλθῃςhellip Δὲν τὸ χόρτασες πλιό τὸ

ἔρμοhellip Ὅλο νὰ μπεκροπίνῃς μὲ τοὺς φίλους σουhellip ποὺ σοῦ θέλουν πολὺ τὸ καλό σου

laquoἘκολλήθη ἡ ψυχή σου πίσω τουςraquo καὶ δὲν μπορεῖς νὰ κάμῃς μιὰν ὥραν χωρὶς αὐτούςhellip

Αὐτὸ ἦτο μόνον τὸ προοίμιον ἐφαίνετο ὅτι εἶχε νὰ πῇ καὶ ἄλλα Μὲ ἀγριοκοίταξεν ἐμένα

μιά ὅταν εἶπε γιὰ τοὺς φίλους τοῦ συζύγου της ποὺ laquoἐκολλήθη ἡ ψυχή του πίσω τουςraquo

Ἐγὼ ἔδραξα τὴν στιγμήν ὁποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοήν της διὰ νὰ εἴπω δύο λέξεις

καὶ πάραυτα νὰ γίνω ἄφαντος τὸ ταχύτερον

―thinspΜά ἂν ἐννοῇς κι ἐμένα κυρά μουhellip Καληνύχτα σας

Μόλις εἶχα ἀρχίσει καὶ εὐθὺς μετεμελήθην διότι ἐδοκίμασα νὰ εἴπω κάτι τι ὅθεν

ἐπέφερα ἀποτόμως laquoΚαληνύχτα σαςraquo κι ἐπειδὴ ὁ Ἰάκωβος ἄναυδος καθὼς ἦτο μοῦ εἶχεν

ἀφήσει ἐλεύθερον τὸν βραχίονα ἐστράφην καὶ κατέβην πηδῶν ἀνὰ τρία τὰ λευκὰ

ἀσβεστωμένα σκαλοπάτια

Ἀπεμακρύνθην ἀναλογιζόμενος ἕνα σωρὸν πράγματα τὰ ὁποῖα ἐφούσκωναν μέσα μου ὡς

κῦμα ᾬκτειρα τὸν Ἰάκωβον ὅσον καὶ τὴν νεαρὰν σύζυγόν του Ἔλεγα Πῶς εἷς νέος

ἀγαθός εὐθὺς τὴν ψυχήν δύναται νὰ κυριευθῇ ἀπὸ ὀλέθριον ἐλάττωμα ἀγαπῶν θερμῶς

καὶ ὅμως ἀνίκανος νὰ γίνεται χρήσιμος εἰς τοὺς ἀγαπωμένους ἄξιος αὐτὸς ἀγάπης καὶ

ὅμως νὰ γίνεται ἀντιπαθητικὸς ὡς ἐκ τοῦ ἐλαττώματός τουhellip Πῶς δύναται τόσον καλὸς

ν᾽ ἀδικῇ τὸν ἑαυτόν του ἀδικῶν τοὺς οἰκείους του καὶ νὰ χάσῃ τὸ πᾶν χανόμενος

αὐτός

Ἔπειτα πάλιν ἄφηνα τὸν Ἰάκωβον κι ἐπέστρεφα εἰς τὰ κατ᾽ ἐμέ Βέβαια ἡ τριτεξαδέλφη

μου εἶχεν ἄδικον νὰ μὲ συμπεριλάβῃ εἰς τὸν ἀφορισμόν τὸν κατὰ τῶν laquoφίλωνraquo τοῦ

συζύγου της Καὶ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶχε καὶ δίκαιον Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν εἶχα πίει μαζί

του ἄλλοτε ὅμως ἴσως τὸ εἶχα κάμει ἂν καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξα διδάσκαλος τοῦ

ἐλαττώματος πρὸς αὐτόν μᾶλλον ἴσως ἐκεῖνος πρὸς ἐμέhellip

Ἀφ᾽ ἑτέρου ὅπως καὶ διὰ τὴν μικρὰν περίπτωσιν τοῦ παιδίου τοῦ πεσόντος ἐπίστομα ἐπὶ

τοῦ μαρμαρίνου οὐδοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ συναγάγῃ τις ἀπαισιοδόξως τὸ συμπέρασμα ὅτι

δὲν πρέπει νὰ βοηθῇ τις τὸν πλησίον διότι ἀδίκως ὑβρίσθη τις ὑπὸ ἀμαθοῦς ἢ ἐπιπολαίου

ἢ φθονεροῦ ἀλλ᾽ ὀφείλει τις νὰ κύπτῃ ν᾽ ἀνεγείρῃ τὰ πεσμένα παιδία καὶ ἂν ἀναξίως

μέλλῃ νὰ ὑβρισθῇ ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἤγειρε τὸν πεσόντα laquoτῷ βόθρῳ ἐπικλιθεὶς

ἀπτώτωςraquo

Τέλος τὸ γενικὸν συμπέρασμα μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶναι τὸ θεόπνευστον ἐκεῖνο ρῆμα ὅτι

laquoἐν ἄλλοις πταίομεν ἐν ἄλλοις παιδευόμεθαraquo

(1903)

  • Μικρὰ ψυχολογία (1903)
  • ΜΙΚΡΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Page 4: Μικρὰ ψυχολογία

Ἀνέβην μαζί του ἑλκόμενος ὑπ᾽ αὐτοῦ ἑκὼν ἢ ἄκων Ἄλλως ἡ Σινιορίτσα εἶχεν ἐξέλθει

κρατοῦσα μικρὸν λύχνον Ἦτο ὡραία εἰς τὸ σκιόφως μὲ ὅλον τὸ κατηφὲς καὶ

συννεφιασμένον μοῦτρό της λευκοφορεμένη καὶ θέλγουσα Ὅπως εἰς τὰς μικρὰς

τεχνητὰς λίμνας τὰς στέρνας καὶ λάκκους τῶν ὑδάτων τὰς ἐντὸς κήπων καὶ ἀλσῶν

παρουσιάζει μικροσκοπικὴν τρικυμίαν ὁ σφοδρὸς ἄνεμος ζαρώνων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ

νεροῦ τοιαύτην χαρίεσσαν τρικυμίαν ἐπαρουσίαζε τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ ὡραῖον

λεπτοφυὲς πρόσωπον τῆς Σινιορίτσας

Ἐγὼ ἐνόμισα ἀφοῦ ἅπαξ μὲ εἶδεν ὅτι ὤφειλον νὰ τῆς εἴπω ἁπλῶς μίαν laquoκαλησπέρανraquo

νὰ δικαιολογήσω τὴν παρουσίαν μου καὶ πάραυτα νὰ φύγω

―Ἄργησε λιγάκι ὁ Γιάκωβος ἐψέλλισα ἐν ἀμηχανίᾳ Τώρα τὸν ηὗρα μοναχὸν στοῦ

Χαρκούμπα καὶ τοῦ λέγω Γιατί ἀργεῖς νὰ πᾷς στὸ σπίτιhellip

Ἐκείνη εὐθὺς μὲ διέκοψε χωρὶς νὰ δείξῃ ὅτι δίδει προσοχὴν εἰς τὴν ἀπολογίαν μου καὶ

ἀπευθυνομένη ἐν ὀργῇ πρὸς τὸν σύζυγόν της

―Ὣς πότε θὰ φέρνεσ᾽ ἔτσι σκυλὶ μαῦροhellip Δὲν ἔχεις νοῦ στὸ κεφάλι σου δὲν ἔχεις

ἔννοια στὸ μυαλό σου δὲν ἔχεις αἴστημα στὰ στήθια σουhellip Δὲν συλλογιέσαι ποὺ ἔχεις

παιδιάhellip κοιμῶνται νηστικὰ νὰ σὲ περιμένουν πότε νὰ ἔλθῃςhellip Δὲν τὸ χόρτασες πλιό τὸ

ἔρμοhellip Ὅλο νὰ μπεκροπίνῃς μὲ τοὺς φίλους σουhellip ποὺ σοῦ θέλουν πολὺ τὸ καλό σου

laquoἘκολλήθη ἡ ψυχή σου πίσω τουςraquo καὶ δὲν μπορεῖς νὰ κάμῃς μιὰν ὥραν χωρὶς αὐτούςhellip

Αὐτὸ ἦτο μόνον τὸ προοίμιον ἐφαίνετο ὅτι εἶχε νὰ πῇ καὶ ἄλλα Μὲ ἀγριοκοίταξεν ἐμένα

μιά ὅταν εἶπε γιὰ τοὺς φίλους τοῦ συζύγου της ποὺ laquoἐκολλήθη ἡ ψυχή του πίσω τουςraquo

Ἐγὼ ἔδραξα τὴν στιγμήν ὁποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοήν της διὰ νὰ εἴπω δύο λέξεις

καὶ πάραυτα νὰ γίνω ἄφαντος τὸ ταχύτερον

―thinspΜά ἂν ἐννοῇς κι ἐμένα κυρά μουhellip Καληνύχτα σας

Μόλις εἶχα ἀρχίσει καὶ εὐθὺς μετεμελήθην διότι ἐδοκίμασα νὰ εἴπω κάτι τι ὅθεν

ἐπέφερα ἀποτόμως laquoΚαληνύχτα σαςraquo κι ἐπειδὴ ὁ Ἰάκωβος ἄναυδος καθὼς ἦτο μοῦ εἶχεν

ἀφήσει ἐλεύθερον τὸν βραχίονα ἐστράφην καὶ κατέβην πηδῶν ἀνὰ τρία τὰ λευκὰ

ἀσβεστωμένα σκαλοπάτια

Ἀπεμακρύνθην ἀναλογιζόμενος ἕνα σωρὸν πράγματα τὰ ὁποῖα ἐφούσκωναν μέσα μου ὡς

κῦμα ᾬκτειρα τὸν Ἰάκωβον ὅσον καὶ τὴν νεαρὰν σύζυγόν του Ἔλεγα Πῶς εἷς νέος

ἀγαθός εὐθὺς τὴν ψυχήν δύναται νὰ κυριευθῇ ἀπὸ ὀλέθριον ἐλάττωμα ἀγαπῶν θερμῶς

καὶ ὅμως ἀνίκανος νὰ γίνεται χρήσιμος εἰς τοὺς ἀγαπωμένους ἄξιος αὐτὸς ἀγάπης καὶ

ὅμως νὰ γίνεται ἀντιπαθητικὸς ὡς ἐκ τοῦ ἐλαττώματός τουhellip Πῶς δύναται τόσον καλὸς

ν᾽ ἀδικῇ τὸν ἑαυτόν του ἀδικῶν τοὺς οἰκείους του καὶ νὰ χάσῃ τὸ πᾶν χανόμενος

αὐτός

Ἔπειτα πάλιν ἄφηνα τὸν Ἰάκωβον κι ἐπέστρεφα εἰς τὰ κατ᾽ ἐμέ Βέβαια ἡ τριτεξαδέλφη

μου εἶχεν ἄδικον νὰ μὲ συμπεριλάβῃ εἰς τὸν ἀφορισμόν τὸν κατὰ τῶν laquoφίλωνraquo τοῦ

συζύγου της Καὶ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶχε καὶ δίκαιον Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν εἶχα πίει μαζί

του ἄλλοτε ὅμως ἴσως τὸ εἶχα κάμει ἂν καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξα διδάσκαλος τοῦ

ἐλαττώματος πρὸς αὐτόν μᾶλλον ἴσως ἐκεῖνος πρὸς ἐμέhellip

Ἀφ᾽ ἑτέρου ὅπως καὶ διὰ τὴν μικρὰν περίπτωσιν τοῦ παιδίου τοῦ πεσόντος ἐπίστομα ἐπὶ

τοῦ μαρμαρίνου οὐδοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ συναγάγῃ τις ἀπαισιοδόξως τὸ συμπέρασμα ὅτι

δὲν πρέπει νὰ βοηθῇ τις τὸν πλησίον διότι ἀδίκως ὑβρίσθη τις ὑπὸ ἀμαθοῦς ἢ ἐπιπολαίου

ἢ φθονεροῦ ἀλλ᾽ ὀφείλει τις νὰ κύπτῃ ν᾽ ἀνεγείρῃ τὰ πεσμένα παιδία καὶ ἂν ἀναξίως

μέλλῃ νὰ ὑβρισθῇ ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἤγειρε τὸν πεσόντα laquoτῷ βόθρῳ ἐπικλιθεὶς

ἀπτώτωςraquo

Τέλος τὸ γενικὸν συμπέρασμα μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶναι τὸ θεόπνευστον ἐκεῖνο ρῆμα ὅτι

laquoἐν ἄλλοις πταίομεν ἐν ἄλλοις παιδευόμεθαraquo

(1903)

  • Μικρὰ ψυχολογία (1903)
  • ΜΙΚΡΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Page 5: Μικρὰ ψυχολογία

του ἄλλοτε ὅμως ἴσως τὸ εἶχα κάμει ἂν καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξα διδάσκαλος τοῦ

ἐλαττώματος πρὸς αὐτόν μᾶλλον ἴσως ἐκεῖνος πρὸς ἐμέhellip

Ἀφ᾽ ἑτέρου ὅπως καὶ διὰ τὴν μικρὰν περίπτωσιν τοῦ παιδίου τοῦ πεσόντος ἐπίστομα ἐπὶ

τοῦ μαρμαρίνου οὐδοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ συναγάγῃ τις ἀπαισιοδόξως τὸ συμπέρασμα ὅτι

δὲν πρέπει νὰ βοηθῇ τις τὸν πλησίον διότι ἀδίκως ὑβρίσθη τις ὑπὸ ἀμαθοῦς ἢ ἐπιπολαίου

ἢ φθονεροῦ ἀλλ᾽ ὀφείλει τις νὰ κύπτῃ ν᾽ ἀνεγείρῃ τὰ πεσμένα παιδία καὶ ἂν ἀναξίως

μέλλῃ νὰ ὑβρισθῇ ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἤγειρε τὸν πεσόντα laquoτῷ βόθρῳ ἐπικλιθεὶς

ἀπτώτωςraquo

Τέλος τὸ γενικὸν συμπέρασμα μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶναι τὸ θεόπνευστον ἐκεῖνο ρῆμα ὅτι

laquoἐν ἄλλοις πταίομεν ἐν ἄλλοις παιδευόμεθαraquo

(1903)

  • Μικρὰ ψυχολογία (1903)
  • ΜΙΚΡΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ