Παρουσίαση του Γραφείου Υποστήριξης του Συμφώνου των Δημάρχων του Τ.Ε.Ε.
Μονόγραμμα του Ελύτη
Transcript of Μονόγραμμα του Ελύτη
ΣΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971)
Οδυσσέας Ελφτης
Θα πενκϊ πάντα μ’ ακοφσ; για ςζνα,
μόνοσ, ςτον Παράδειςο
Θα γυρίςει αλλοφ τισ χαρακιζσ
Σθσ παλάμθσ, θ Μοίρα, ςαν κλειδοφχοσ
Μια ςτιγμι κα ςυγκατατεκεί ο Καιρόσ
Πϊσ αλλιϊσ, αφοφ αγαπιοφνται οι άνκρωποι
Θα παραςτιςει ο ουρανόσ τα ςωκικά μασ
Και κα χτυπιςει τον κόςμο θ ακωότθτα
Με το δριμφ του μαφρου του κανάτου.
Πενκϊ τον ιλιο και πενκϊ τα χρόνια που ζρχονται
Χωρίσ εμάσ και τραγουδϊ τ’ άλλα που πζραςαν
Εάν είναι αλικεια
Μιλθμζνα τα ςϊματα και οι βάρκεσ που ζκρουηαν γλυκά
Οι κικάρεσ που αναβόςβθςαν κάτω από τα νερά
Σα "πίςτεψζ με" και τα "μι"
Μια ςτον αζρα μια ςτθ μουςικι
Σα δυο μικρά ηϊα, τα χζρια μασ
Που γφρευαν ν’ ανζβουνε κρυφά το ζνα ςτο άλλο
Η γλάςτρα με το δροςαχί ςτισ ανοιχτζσ αυλόπορτεσ
Και τα κομμάτια οι κάλαςςεσ ποφ ερχόντουςαν μαηί
Πάνω απ’ τισ ξερολικιζσ, πίςω απ’ τουσ φράχτεσ
Σθν ανεμϊνα ποφ κάκιςε ςτο χζρι ςου
Κι ζτρεμεσ τρεισ φορζσ το μϊβ τρεισ μζρεσ πάνω από
τουσ καταρράχτεσ
Εάν αυτά είναι αλικεια τραγουδϊ
Σο ξφλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
τον τοίχο με τθ Γοργόνα με τα ξζπλεκα μαλλιά
Σθ γάτα ποφ μασ κοίταξε μζςα ςτα ςκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο ςταυρό
Σθν ϊρα που βραδιάηει ςτων βράχων το απλθςίαςτο
Πενκϊ το ροφχο που άγγιξα και μου ιρκε ο κόςμοσ.
Ζτςι μιλϊ για ςζνα και για μζνα
Επειδι ς’ αγαπϊ και ςτθν αγάπθ ξζρω
Να μπαίνω ςαν Πανςζλθνοσ
Από παντοφ, για το μικρό το πόδι ςοφ μεσ ςτ’ αχανι ςεντόνια
Να μαδάω γιαςεμιά --κι ζχω τθ δφναμθ
Αποκοιμιςμζνθ, να φυςϊ να ςε πθγαίνω
Μεσ από φεγγαρά περάςματα και κρυφζσ τθσ κάλαςςασ ςτοζσ
Τπνωτιςμζνα δζντρα με αράχνεσ ποφ αςθμίηουμε
Ακουςτά ς’ζχουν τά κφματα
Πϊσ χαιδεφεισ, πϊσ φιλάσ
Πϊσ λεσ ψικυριςτά το "τί" και το "ζ"
Σριγφρω ςτο λαιμό ςτον όρμο
Πάντα εμείσ το φϊσ κι θ ςκιά
Πάντα εςφ τ’αςτεράκι και πάντα εγϊ το ςκοτεινό πλεοφμενο
Πάντα εςφ το λιμάνι κι εγϊ το φανάρι το δεξιά
Σο βρεγμζνο μουράγιο και θ λάμψθ επάνω ςτα κουπιά
Ψθλά ςτο ςπίτι με τισ κλθματίδεσ
Σα δετά τριαντάφυλλα, και το νερό ποφ κρυϊνει
Πάντα εςφ το πζτρινο άγαλμα και πάντα εγϊ θ ςκιά ποφ μεγαλϊνει
Σο γερτό παντηοφρι εςφ, ο αζρασ ποφ το ανοίγει εγϊ
Επειδι ς’αγαπϊ και ς’αγαπϊ
Πάντα εςφ το νόμιςμα και εγϊ θ λατρεία ποφ το εξαργυρϊνει:
Σόςο θ νφχτα, τόςο θ βοι ςτον άνεμο
Σόςο θ ςτάλα ςτον αζρα, τόςο θ ςιγαλιά
Σριγφρω θ κάλαςςα θ δεςποτικι
Καμάρα τ’ουρανοφ με τ’άςτρα
Σόςο θ ελάχιςτθ ςου αναπνοι
Που πια δεν ζχω τίποτε άλλο
Μεσ ςτουσ τζςςερισ τοίχουσ, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάηω από ςζνα και να με χτυπά θ φωνι μου
Να μυρίηω από ςζνα και ν’αγριεφουνοι άνκρωποι
Επειδι το αδοκίμαςτο και το απ’αλλοφ φερμζνο
Δεν τ’αντζχουν οι άνκρωποι κι είναι νωρίσ, μ’ακοφσ
Είναι νωρίσ ακόμθ μεσ ςτον κόςμο αυτόν αγάπθ μου
Να μιλϊ για ςζνα και για μζνα.
Είναι νωρίσ ακόμθ μζσ ςτόν κόςμο αυτόν,μ’ακοφσ
Δζν ζχουν εξθμερωκεί τά τζρατα, μ’ακοφσ
Σο χαμζνο μου το αίμα και το μυτερο, μ’ακοφσ
Μαχαίρι
αν κριάρι ποφ τρζχει μεσ ςτουσ ουρανοφσ
Και των άςτρων τοφσ κλϊνουσ τςακίηει, μ’ακοφσ
Είμ’εγϊ, μ’ακοφσ
’αγαπϊ, μ’ακοφσ
ε κρατϊ και ςε πάω και ςοφ φορϊ
Σο λευκό νυφικό τθσ Οφθλίασ, μ’ακοφσ
Ποφ μ’αφινεισ, ποφ πασ και ποιόσ, μ’ακοφσ
ου κρατεί το χζρι πάνω απ’τουσκατακλυςμοφσ
Οι πελϊριεσ λιάνεσ και των θφαιςτείων οι λάβεσ
Θά’ρκει μζρα, μ’ακοφσ
Να μάσ κάψουν , κι οι χιλιάδεσ φςτερα χρόνοι
Λαμπερά κα μασ κάνουν περϊματα, μ’ακοφσ
Να γυαλίςει επάνω τοφσ θ απονιά, μ’ακοφσ
Σων ανκρϊπων
Και χιλιάδεσ κομμάτια να μασ ρίξει
τα νερά ζνα ζνα , μ’ακοφσ
Σα πικρά μου βότςαλα μετρϊ, μ’ακοφσ
Κι είναι ο χρόνοσ μια μεγάλθ εκκλθςία, μ’ακοφσ
Όπου κάποτε οι φιγοφρεσ
Σϊν Αγίων
Βγάηουν δάκρυ αλθκινό, μ’ακοφσ
Οι καμπάνεσ ανοίγουν αψθλά, μ’ακοφσ
Ζνα πζραςμα βακφ να περάςω
Περιμζνουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρϊςιμουσ ψαλμοφσ
Πουκενά δεν πάω, μ’ακουσ
Ή κανείσ ι κι οι δφο μαηί, μ’ακοφσ
Σο λουλοφδι αυτό τθσ καταιγίδασ και μ’ακοφσ
Σθσ αγάπθσ
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ανκίςει αλλιϊσ, μ’ακοφσ
’άλλθ γι, ς’άλλο αςτζρι, μ’ακοφσ
Δεν υπάρχει το χϊμα , δεν υπάρχει ο αζρασ
Που αγγίξαμε, ο ίδιοσ, μ’ακοφσ
Και κανείσ κθπουρόσ δεν ευτφχθςε ς’άλλουσ καιροφσ
Από τόςον χειμϊνα κι από τόςουσ βοριάδεσ, μ’ακοφσ
Να τινάξει λουλοφδι, μόνο εμείσ, μ’ακοφσ
Μεσ ςτθ μζςθ τθσ κάλαςςασ
Από το μόνο κζλθμα τθσ αγάπθσ, μ’ακοφσ
Ανεβάςαμε ολόκλθρο νθςί, μ’ακοφσ
Με ςπθλιζσ και με κάβουσ κι ανκιςμζνουσ γκρεμοφσ
Άκου, άκου
Ποιόσ μιλεί ςτα νερά και ποιόσ κλαίει -- ακοφσ;
Είμ’εγϊ ποφ φωνάηω κι είμ’εγϊ ποφ κλαίω, μ’ακοφσ
’αγαπϊ, ς’αγαπϊ, μ’ακοφσ.
Για ςζνα ζχω μιλιςει ςε καιροφσ παλιοφσ
Με ςοφζσ παραμάνεσ και μ’αντάρτεσαπόμαχουσ
Από τι νά’ ναι ποφ ζχεισ τθ κλίψθ του αγριμιοφ
Σθν ανταφγεια ςτο μζτωπο του νεροφ του τρεμάμενου
Και γιατί, λζει, να μζλει κοντά ςου νά’ ρκω
Που δεν κζλω αγάπθ αλλά κζλω τον άνεμο
Αλλά κζλω τθσ ξζςκεπθσ όρκιασ κάλαςςασ τον καλπαςμό
Και για ςζνα κανείσ δεν είχε ακοφςει
Για ςζνα οφτε το δίκταμο οφτε το μανιτάρι
τα μζρθ τ’αψθλά τθσ Κριτθσ τίποτα
Για ςζνα μόνο δζχτθκε ο Θεόσ να μου οδθγεί το χζρι
Πιο δω, πιο κει, προςεχτικά ς’ όλα το γφρο
Σου γιαλοφ του προςϊπου, τουσ κόλπουσ, τα μαλλιά
το λόφο κυματίηοντασ αριςτερά
Σο ςϊμα ςου ςτθ ςτάςθ του πεφκου του μοναχικοφ
Μάτια τθσ περθφάνιασ και του διάφανου
Βυκοφ, μζςα ςτο ςπίτι με το ςκρίνιο το παλιό
Σισ κίτρινεσ νταντζλεσ και το κυπαριςςόξυλο
Μόνοσ να περιμζνω που κα πρωτοφανείσ
Ψθλά ςτο δϊμα ι πίςω ςτισ πλάκεσ τθσ αυλισ
Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό τθσ Ανάςταςθσ
αν από μια τοιχογραφία καταςτραμμζνθ
Μεγάλθ όςο ςε κζλθςε θ μικρι ηωι
Να χωράσ ςτο κεράκι τθ ςτεντόρεια λάμψθ τθν θφαιςτειακι
Που κανείσ να μθν ζχει δει και ακοφςει
Σίποτα μεσ ςτισ ερθμιζσ τα ερειπωμζνα ςπίτια
Οφτε ο καμμζνοσ πρόγονοσ άκρθ άκρθ ςτον αυλόγυρο
Για ςζνα, οφτε θ γερόντιςςα ν’όλατθσ τα βοτάνια
Για ςζνα μόνο εγϊ, μπορεί, καί θ μουςικι
Που διϊχνω μζςα μου αλλ’ αυτι γυρίηει δυνατότερθ
Για ςζνα το αςχθμάτιςτο ςτικοσ των δϊδεκα χρονϊ
Σο ςτραμμζνο ςτο μζλλον με τον κρατιρα κόκκινο
Για ςζνα ςαν καρφίτςα θ μυρωδιά θ πικρι
Που βρίςκει μεσ ςτο ςϊμα και ποφ τρυπάει τθ κφμθςθ
Και να το χϊμα, να τα περιςτζρια, να θ αρχαία μασ γθ.
Ζχω δει πολλά και θ γθ μζσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερθ
Ωραιότερθ μεσ ςτουσ χρυςοφσ ατμοφσ
Η πζτρα θ κοφτερι, ωραιότερα
Σα μπλάβα των ιςκμϊν και οι ςτζγεσ μεσ ςτα κφματα
Ωραιότερεσ οι αχτίδεσ όπου δίχωσ να πατείσ περνάσ
Αιττθτθ όπωσ θ Θεά τθσ αμοκράκθσ πάνω από τα βουνά τθσ κάλαςςασ
Ζτςι ς’ ζχω κοιτάξει ποφ μου αρκεί
Να’ χει ο χρόνοσ όλοσ ακωωκεί
Μεσ ςτο αυλάκι που το πζραςμα ςου αφινει
αν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουκεί
Και να παίηει με τ’ άςπρο και το κυανό θ ψυχι μου !
Νίκθ, νίκθ όπου ζχω νικθκεί
Πριν από τθν αγάπθ και μαηί
Για τθ ρολογιά και το γκιουλ-μπιρςίμι
Πιγαινε, πιγαινε και ασ ζχω εγϊ χακεί
Μόνοσ και ασ είναι ο ιλιοσ που κρατείσ ζνα παιδί νεογζννθτο
Μόνοσ, και ασ είμ’ εγϊ θ πατρίδα που πενκεί
Ασ είναι ο λόγοσ που ζςτειλα να ςου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνοσ, ο αζρασ δυνατόσ και μόνοσ τ’ ολοςτρόγγυλο
Βότςαλο ςτο βλεφάριςμα του ςκοτεινοφ βυκοφ
Ο ψαράσ που ανζβαςε κι ζριξε πάλι πίςω ςτουσ καιροφσ τον Παράδειςο !
τον Παράδειςο ζχω ςθμαδζψει ζνα νθςί
Απαράλλαχτο εςφ κι ζνα ςπίτι ςτθ κάλαςςα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρι
Ζχω ρίξει μεσ ςτ’ άπατα μιαν θχϊ
Να κοιτάηομαι κάκε πρωί που ξυπνϊ
Να ςε βλζπω μιςι να περνάσ ςτο νερό
και μιςι να ςε κλαίω μεσ ςτον Παράδειςο.