Η πείνα και η δίψα

78
Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Η ΦΥΓΗ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΑΝ ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ ΘΕΙΑ ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ: Εσωτερικό αρκετά σκοτεινό. Μια πόρτα στα αριστερά των θεατών, ένα παλτό τζάκι στον τοίχο του βάθους, που είναι γκρίζος, μάλλον βρώμικος, με δυο παράθυρα ή φεγγίτες προς την επάνω μεριά. Απέναντι από τη θερμάστρα ένας φθαρμένος καναπές. Μπροστά μια μικρή πολυθρόνα εβαζέ, δίπλα μια κούνια μωρού. Δεξιά στον τοίχο ένας παλιός καθρέφτης. Ένα τραπέζι απλό. Μια φθαρμένη καρέκλα. Στο βάθος, στο κέντρο του τοίχου, μέσα στο τζάκι, θα εμφανισθούν και αργότερα θα εξαφανισθούν οι φλόγες μιας φωτιάς και κατόπιν ένας φωτεινός κήπος. ΖΑΝ, στη Μαρί-Μαντλέν: Δεν μπορώ να σε καταλάβω! Γιατί ξαναγυρίσαμε σ' αυτή την τρώγλη. Είμαστε τόσο καλά στην άλλη γειτονιά, στο καινούργιο μας σπίτι με τα παραθύρια του, θα 'λεγες, κρεμασμένα στον ουρανό. Παραθύρια που το έζωναν από όλες τις μεριές, αφήνοντας το φως να το λούζει από το Νοτιά, το Βοριά, την Ανατολή, τη Δύση, και από όλα τα άλλα σημεία του ορίζοντα. Βγαίναμε στη χρυσαφένια βεράντα, θυμάσαι; Ναι ναι, ήταν σαν χρυσαφένια απ' τον ήλιο, και ο κόσμος ολάκερος ξεδιπλωνόταν στα μάτια μας. Όχι, όχι δεν καταφέρνω να καταλάβω το λόγο που ξαναγυρίσαμε σ' αυτή την τρώγλη. ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Και στο άλλο το σπίτι, δε σταματούσες να παραπονιέσαι. Το ίδιο σε πιάνει η ψυχή σου, κι όταν υπάρχει άπλα και ανοιχτός χώρος. Αν δε σε βασανίζει η αγοραφοβία θα είναι. η κλειστοφοβία. ΖΑΝ: Είχαμε τέτοια ανέλπιστη τύχη να φύγουμε από αυτό το θλιβερό, ρημαδιασμένο ισόγειο, που ο Θεός να το κάνει ισόγειο. Το φριχτό υπόγειο θα 'πρεπε να πω. Γι' αυτό και το παρατήσαμε μόλις

Transcript of Η πείνα και η δίψα

Page 1: Η πείνα και η δίψα

Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΗ ΦΥΓΗ

ΠΡΟΣΩΠΑΖΑΝ

ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝΘΕΙΑ ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ: Εσωτερικό αρκετά σκοτεινό. Μια πόρτα στα αριστερά των θεατών, ένα παλτό τζάκι στον τοίχο του βάθους, που είναι γκρίζος, μάλλον βρώμικος, με δυο παράθυρα ή φεγγίτες προς την επάνω μεριά. Απέναντι από τη θερμάστρα ένας φθαρμένος καναπές. Μπροστά μια μικρή πολυθρόνα εβαζέ, δίπλα μια κούνια μωρού. Δεξιά στον τοίχο ένας παλιός καθρέφτης. Ένα τραπέζι απλό. Μια φθαρμένη καρέκλα. Στο βάθος, στο κέντρο του τοίχου, μέσα στο τζάκι, θα εμφανισθούν και αργότερα θα εξαφανισθούν οι φλόγες μιας φωτιάς και κατόπιν ένας φωτεινός κήπος.

ΖΑΝ, στη Μαρί-Μαντλέν: Δεν μπορώ να σε καταλάβω! Γιατί ξαναγυρίσαμε σ' αυτή την τρώγλη. Είμαστε τόσο καλά στην άλλη γειτονιά, στο καινούργιο μας σπίτι με τα παραθύρια του, θα 'λεγες, κρεμασμένα στον ουρανό. Παραθύρια που το έζωναν από όλες τις μεριές, αφήνοντας το φως να το λούζει από το Νοτιά, το Βοριά, την Ανατολή, τη Δύση, και από όλα τα άλλα σημεία του ορίζοντα. Βγαίναμε στη χρυσαφένια βεράντα, θυμάσαι; Ναι ναι, ήταν σαν χρυσαφένια απ' τον ήλιο, και ο κόσμος ολάκερος ξεδιπλωνόταν στα μάτια μας. Όχι, όχι δεν καταφέρνω να καταλάβω το λόγο που ξαναγυρίσαμε σ' αυτή την τρώγλη.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Και στο άλλο το σπίτι, δε σταματούσες να παραπονιέσαι. Το ίδιο σε πιάνει η ψυχή σου, κι όταν υπάρχει άπλα και ανοιχτός χώρος. Αν δε σε βασανίζει η αγοραφοβία θα είναι. η κλειστοφοβία.ΖΑΝ: Είχαμε τέτοια ανέλπιστη τύχη να φύγουμε από αυτό το θλιβερό, ρημαδιασμένο ισόγειο, που ο Θεός να το κάνει ισόγειο. Το φριχτό υπόγειο θα 'πρεπε να πω. Γι' αυτό και το παρατήσαμε μόλις καταφέραμε να βρούμε ένα σπίτι της ανθρωπιάς.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Αυτά τώρα τα λες. Ξέχασες τι μου 'λεγες όταν έβγαινες εκεί κάτω στο δρόμο. Όλα σου φταίγανε, η γειτονιά ήταν ανυπόφορη. Εδώ τουλάχιστον δεν υπάρχουν λωποδύτες. Οι άνθρωποι είναι ήσυχοι και καθώς πρέπει. Απλοί μικρομαγαζάτορες, μα καθώς πρέπει. Και επιπλέον μας γνωρίζουν από χρόνια. Οι παλιοί μας γείτονες καί φίλοι είναι εδώ, κοντά μας.ΖΑΝ, συνεχίζει σαν να ακολουθεί τις δικές του σκέψεις: Κατάντησε πραγματικός εφιάλτης. Ο εφιάλτης που με βασάνιζε πάντα. Τον έμαθα πια καλά, χρόνια τώρα, από τον καιρό που ήμουνα παιδί, συχνά ξυπνούσα το πρωί με ένα γαντζωμένο χέρι να μου σφίγγει το λαιμό, ύστερα από τα ατέλειωτα όνειρα της νύχτας. Όνειρα γιομάτα σαν κι αυτό εδώ, φρικιαστικά σπίτια, μισοβουλιαγμένα στο νερό, ρουφηγμένα απ' τη γη, βουτηγμένα στη λάσπη. Ορίστε, γύρισε να δεις. Όπου και αν αγγίξεις θα πιάσεις χώμα και λάσπη.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Είναι κάτι που διορθώνεται. Θα το στεγανώσω. Η γειτονιά είναι γεμάτη υδραυλικούς. Μικροτεχνίτες που δε ζητάνε και πολλά. Φτάνει να τους φωνάξεις και σου διορθώ-νουν ό,τι θες.

Page 2: Η πείνα και η δίψα

ΖΑΝ: Αυτές οι τρώγλες, που η υγρασία σου διαπερνά τα κόκαλα και τουρτουρίζεις σαν σκύλος. Στο τέλος αρπάζεις και ρευματισμούς. Μια αρρώστια που είναι αδύνατον να την ξετινάξεις στον αιώνα τον άπαντα. Ό,τι ακριβώς ήθελα ν' αποφύγω. Ό,τι ακριβώς είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως έπρεπε ν' αποφύγω. Δεν ήθελα ποτέ πια στη ζωή μου να μείνω σε ένα τέτοιο υπόγειο. Οι εφιάλτες μοιάζουν με τον κίνδυνο που χτυπά την πόρτα σου. Πίστευα πως δε θα ξανάβγαιναν αληθινοί, ή καλύτερα, ένιωθα κάπως αδιόρατα ότι αυτό θα μου συνέβαινε τελικά. Σου είχα μιλήσει γι' αυτούς τους εφιάλτες. Σ' το είχα πει πως δεν ήθελα να ξανάρθω εδώ.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Δε σε έφερα με το ζόρι.ΖΑΝ: Σ' το είχα πει πως δεν ήθελα να ξανάρθω. Αποτέλεσμα μηδέν. Επωφελείσαι από στιγμές αφηρημάδας μου. Ταχτικά με απορροφά κάποια σκέψη, πράγμα φυσικό. Δε γίνεται να σκέπτεσαι συγχρόνως τα πάντα. Δε γίνεται την κάθε στιγμή το μυαλό σου να τα παρακολουθεί όλα. Ο χώρος της συνειδήσεως είναι περιορισμένος. Λοιπόν όταν ξεχνιέμαι, εσύ... Α! Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην ξανάρθω σ' αυτό το σπίτι. Σχεδόν ούτε που το πήρα είδηση πώς έγινε. Έπρεπε να το ξέρεις πως με πιάνανε ρίγη και μόνο με την ιδέα... Έτσι συνέβη... Όπως πάντα, είχα βυθιστεί στις σκέψεις μου. Εσύ, που τίποτα δεν ξεφεύγει απ' το άγρυπνο μάτι σου, που δε σταματάς να με κατασκοπεύεις, το πρόσεξες. Με πήρες απ' το χέρι, καθώς ονειρευόμουνα ποιος ξέρει τι, και με ρώτησες αν θα 'ρθώ μαζί σου. Απάντησα αφηρημένος ναι, με το μυαλό χαμένο σ' έναν άλλο κόσμο. Έτσι με έφερες και με εγκατέστησες. Μας εγκατέστησες, την ώρα που η φαντασία μου αλήτευε, περιπλανιόταν. Ξαφνικά, όταν συνήλθα ήταν αργά. Κατάλαβα πως βρισκόμουν εδώ, όπου εσύ αποφάσισες να με κουβαλήσεις. Ακριβώς στο μέρος όπου οι εφιάλτες μου με είχαν προειδοποιήσει να μην ξαναγυρίσω. Το 'ξερες ...το 'ξερες...το 'ξερες...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Πριν από χρόνια, ζήσαμε για πολύ καιρό σ' αυτό το σπίτι, τότε δεν ήσουνα και τόσο δυστυχισμένος.ΖΑΝ: Μα δεν είναι πια το ίδιο σπίτι. Το βλέπεις και μόνη σου. Άλλαξε. Φυσικά και τότε ήταν ένα άθλιο ισόγειο που ο ήλιος το έβλεπε ελάχιστα. Μα τώρα βούλιαξε οριστικά. Αποφασίσαμε να φύγουμε γιατί το βούλιαγμα είχε ήδη αρχίσει και τα νερά ξεπήδαγαν ανάμεσα απ' τα σανίδια του πατώματος. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το αποφύγεις. Παραδέξου το. Ορίστε, πιάσε να δεις. Τα σεντόνια είναι νωπά απ' την υγρασία.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα τα ζεστάνω το βράδυ με μπουγιότες.ΖΑΝ: Όλα τα πότισε η μούχλα. Οι τοίχοι στο κάτω μέρος στάζουν νερά. Βρώμικο, γλιτσιασμένο, παραφορτωμένο, και δε σταματά να βουλιάζει.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Ιδέα σου... Πού το είδες γραμμένο πως τα σπίτια βουλιάζουνε;ΖΑΝ: Μα εσύ λοιπόν δεν παίρνεις από τίποτα χαμπάρι;ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Γιατί σ' αρέσει να τα βλέπεις όλα μαύρα; Γιατί αφήνεις τη νοσηρή φαντασία σου να καλπάζει;ΖΑΝ: Μα είναι κάτι πασίγνωστο. Συμβαίνει εδώ και αιώνες. Ολάκεροι δρόμοι, πολιτείες ολάκερες... Ολόκληροι πολιτισμοί βούλιαξαν και εξαφανίστηκαν.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Αυτό γίνεται τόσο σιγά και απαλά... τόσο αθόρυβα... σχεδόν ανεπαίσθητα. Και στο κάτω κάτω αν αυτή είναι η μοίρα της ανθρωπότητας, πρέπει να τη δεχτούμε. Έπειτα μην ξεχνάς, πως αργότερα κάνουν ανασκαφές. Ξεθάβουν τις θαμμένες πολιτείες, και αυτές ξαναρχίζουν να ανθίζουν, και να γελάνε μέσα στις χώρες του ήλιου.ΖΑΝ: Στο μεταξύ δεν παύουν να βουλιάζουνε. Σπίτια σαν κι αυτό τα μισώ.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Οι περισσότεροι άνθρωποι έτσι ζούνε, σε σπίτια σαν κι αυτό.ΖΑΝ: Μπορεί να τους κάνει κέφι να τσαλαβουτάνε στο βούρκο, να τρέφονται από αυτόν. Αν τους τραβάνε οι σκιές, ή το μαύρο σκοτάδι, δικιά τους υπόθεση. Εσύ, έπρεπε να με γλιτώσεις από μια τέτοια μοίρα. Να μην μπορέσω να αποφύγω το ριζικό μου! Να μην καταφέρω να το αποφύγω! Αγαπώ τα σπίτια με τους διάφανους τοίχους και τις διάφανες στέγες, ή καλύτερα χωρίς τοίχους και χωρίς στέγες, που ο ήλιος τα λούζει με κύματα από ήλιο, και ο αγέρας τα χαϊδεύει με κύματα από αέρα. Αχ… Ο ωκεανός του ήλιου!... Ο ωκεανός του ουρανού...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Φορές μου έλεγες πως ήθελες να φύγεις από το καινούργιο σπίτι. Αυτό με έκανε να σκεφτώ...ΖΑΝ: Δεν ήθελα να φύγω με οποιαδήποτε θυσία. Ήθελα να το αλλάξω με ένα σπίτι πιο φωτεινό,

Page 3: Η πείνα και η δίψα

περιτυλιγμένο, ντυμένο στο γαλάζιο. Ένα σπιτάκι σκαρφαλωμένο στην κόχη ενός βουνού, δεν είναι κάτι τόσο ακατόρθωτο στον κόσμο. Θα μπορούσε να βρίσκεται και λίγο πιο χαμηλά, κοντά σ' ένα ποταμάκι. Όχι, δίπλα στο ποτάμι, κρεμασμένο στον αέρα, λίγο πιο πάνω απ' το νερό. Με λουλουδιαστές φιγούρες στα πορτοπαράθυρα. Λουλουδιαστές φιγούρες που δεν ξεχωρίζεις μήτε τις ρίζες τους, μήτε τα κλωνάρια τους. Μόνο το πιο αψηλό κομμάτι από τη μορφή τους. Λουλούδια που μπορείς να τα αγγίξεις με τα δάχτυλά σου. Συμφωνώ, υπάρχουν λουλούδια που θρηνολογάνε, αλλά υπάρχουν και άλλα που χαμογελούνε! Γιατί να μη διαλέξουμε αυτά τα χαμογελαστά λουλούδια μέσα στο ανθισμένο τους μπουμπούκιασμα;ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Αυτοί οι αγροί και αυτά τα σπίτια είναι έξω από τις δυνατότητές μας, πέρα απ' τις δυνάμεις μας.ΖΑΝ: Μια στραβοκανιασμένη πολυθρόνα! Σαρακιασμένες πόρτες! Μια σκουληκοφαγωμένη σιφονιέρα που κινδυνεύει να...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Είναι ένα παλιό έπιπλο.ΖΑΝ: Άνοιξε τα συρτάρια της, είναι γιομάτα σαπίλα και μούχλα.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Το βλέπεις και μόνος σου, έτσι είναι τα παλιά και γνήσια έπιπλα. Όλα σου φταίνε. Με τίποτα δεν είσαι ευχαριστημένος.ΖΑΝ: Έχω φίλους που ζούνε ψηλά, σε λόφους-ονειρεμένους, σε κορφές βουνών του γυαλοκοπάνε, και πληρώνουν φτηνότερα από εμάς. Γελοία ποσά! Γνωρίζω και άλλους που δεν πληρώνουν καθόλου ενοίκιο...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα κληρονόμησαν αυτές τις βίλες απ' τους γονείς τούς. Εμείς δεν είχαμε τη δική τους τύχη. Αρκεί να έχω ένα στρώμα, το λιγοστό φως μιας λάμπας πετρελαίου, και... αν είσαι δίπλα μου, το καθε τι μου μοιάζει υπέροχο.ΖΑΝ: ... Να ζεις μέσα στα μισόφωτα και στα σκοτάδια, όταν η ψυχή σον λαχταράει τις φεγγοβόλες αυγές.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Όταν συλλογιστείς πως υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται κάτω από γεφύρια, που δεν έχουνε πού να ζεστάνουν το κοκαλάκι τους, θα 'πρεπε να λες και ευχαριστώ για τη δική σου μοίρα.ΖΑΝ: Μακάρι να είχα την τύχη τους. Οι στράτες του κόσμου είναι δικές τους. Δικές τους οι πλατείες. Τα πάρκα και τα λιβάδια τους ανήκουν. Η Θάλασσα τους περιμένει. Βρίσκονται έξω από χώρο κι από πατρίδα. Εσύ δε σκέπτεσαι τους ρευματισμούς που θ' αρπάξουμε μέσα σ' αυτό το ρημάδι.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Άκουσέ με, σ' το ξαναλέω. Είναι ένα συνηθισμένο διαμέρισμα. Δωμάτια, κρεβάτια, βιβλία, η κουζίνα... είμαστε στο νοικοκυριό μας.ΖΑΝ: Μέσα στις ποτισμένες νερό παντούφλες μας, μέσα στα πανιασμένα απ' την υγρασία ρούχα.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα τα στεγνώσω με το σίδερο στο πλαϊνό μικρό δωμάτιο.ΖΑΝ: Στάζει η βροχή απ' όλες τις μεριές στο πλαϊνό μικρό δωμάτιο. Όχι! Δε με χωράει άλλο αυτό το σπίτι. Δε θα παρηγορηθώ με ψίχουλα. Δε θα υποταχτώ στην αθλιότητα... Κρυώνω... Δεν υπάρχει ούτε καν κεντρική θέρμανση.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα σε ζεστάνω με τη θέρμη της καρδιάς μου... θα...ΖΑΝ: Δεν έχουμε μήτε ηλεκτρικό. Παλιές λάμπες πετρελαίου.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα σε φωτίσω με το φέγγος των ματιών μου.ΖΑΝ: Υπάρχουν σπίτια, που καταφέρνουν να σε κάνουν να το ξεχάσεις πως είναι μνήματα. Αρκεί να μπορείς να βλέπεις ένα ξεχασμένο κομμάτι τ' ουρανού. Ο ουρανός σε παρηγορεί για το ότι ζεις, σε παρηγορεί για το ότι θα πεθάνεις.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Το δικό μας είναι το σπίτι της ρουτίνας.ΖΑΝ: Δεν μπορώ να ζήσω παρά μόνο στην αναμονή κάποιας αλλαγής. Περιμένοντας κάτι καινούργιο. Ούτε ο ταχυδρόμος δεν περνάει πια απ' αυτό το στενοσόκακο.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Καλύτερα! Έτσι δε θα ξαναπάρεις γράμματα που πάντα σε εκνευρίζανε. Ενοχλητικά, δυσάρεστα γράμματα. Γράμματα με παράπονα και βρισιές. Γράμματα με ανόητες ευχαριστίες ή με χίλιες δυο άλλες σκοτούρες.ΖΑΝ: Να μην έχουμε μήτε τηλέφωνο.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Αφού δεν το αντέχεις το τηλέφωνο, δε θέλεις ούτε να το ακούσεις. Εσύ ο ίδιος

Page 4: Η πείνα και η δίψα

βάλθηκες να το κόψεις.ΖΑΝ: Ζήτησα να το κόψω όταν το είχα. Τώρα που δεν το έχω, το θέλω. Το θέλω για να μπορώ να το κόψω. Ορίστε, να μην μπορείς ούτε το τηλέφωνο να κόψεις... Δε μου απόμεινε καμιά ελπίδα καμιά προσμονή.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Γιατί να μην μπορείς να ζήσεις και συ σαν όλους τους άλλους. Παρά πάντα θέλεις να γυρεύεις κάτι;ΖΑΝ: Αυτό είναι αλήθεια, πάντοτε. Δεν μπορώ να ζήσω παρά μόνο στην αναμονή και στην ελπίδα πως κάτι εξαιρετικό θα συμβεί. Θυμάμαι όταν ήμουνα σχολιαρόπουλο, περίμενα τις Πέμπτες που δεν κάναμε μάθημα. Περίμενα με λαχτάρα τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ζούσα μέσα στην αναμονή των ζαχαρωτών και των παιχνιδιών. Ακόμα έχω την ανάμνηση της μοσχοβολιάς των πορτοκαλιών και των λεμονιών στα ακροδάχτυλά μου. Ύστερα ήρθες εσύ και ζούσα με την ελπίδα της μέρας που θα μ' αγαπούσες.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Φυσικά, τώρα που σε αγαπάω... δε σου φτάνει πια.ΖΑΝ: Αργότερα, το χειμώνα, ζούσα με τη σιγουριά της άνοιξης. Ζούσα για τις καλοκαιρινές διακοπές. Στις καλοκαιρινές διακοπές ζούσα στην αναμονή τον φθινοπώρου και της επιστροφής στην πόλη. Έζησα πάντα μέσα στην ελπίδα του χιονιού και της θάλασσας, των βουνών που τα ξαναβρίσκεις μετά από τις πεδιάδες και τις διάφανες λίμνες. Έζησα κυρίως μέσα στην ελπίδα της ανανέωσης και της εναλλαγής των εποχών. Εδώ υπάρχει πάντα η ίδια σκυθρωπή καταχνιά, μίγμα φθινόπωρου και χειμώνα.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Αυτό είναι η ηρεμία κι η απανεμιά μας. Τίποτα δεν ταράζει τη γαλήνη μας.ΖΑΝ: Δε μου φτάνει η απανεμιά. Δε μου φτάνει μια καθημερινή ευτυχία. Έχω ανάγκη από μια ξέφρενη χαρά. Γυρεύω την έξαρση και την έκσταση. Σ' αυτό το χώρο η έκσταση δε βρίσκεται. Γυρίσαμε, μόλις, πριν από είκοσι λεπτά. Σε κοιτάω, άρχισες κιόλας να γερνάς. Γέμισες ρυτίδες. Στα μαλλιά σου φύτρωσαν άσπρες τούφες που δεν τις είχες πριν. Το κεφάλι σου γέρνει κουρασμένο, λουλούδι πολύ βαρύ για το μίσχο του. Ο χρόνος γλιστράει πιο γρήγορα και απ' ό,τι φαντάζεσαι.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Λίγο πιο νωρίς για λίγο πιο αργά, ποια σημασία μπορεί να έχει! Μία ώρα ή δέκα λεπτά, ένας χρόνος ή δυο εβδομάδες, ποια σημασία μπορεί να έχει! Οπωσδήποτε στο τέλος, στο ίδιο αποτέλεσμα θα φτάσουμε.ΖΑΝ: Το ταβάνι τρίβεται, γίνεται σκόνη, κατακαθίζει, βουλιάζει. Το νιώθω να βαραίνει στους ώμους μου. Οι κηλίδες της υγρασίας απλώθηκαν στους τοίχους. Αυτά είναι τα σημάδια, η εικόνα του χρόνου που κυλάει; Όλα φθείρονται σαν αστραπή.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Φτάνει να είμαι μαζί σου, κι ο Θάνατος δε με τρομάζει. Φτάνει να κάνω ένα βήμα και να αγγίξω την παλάμη σου, φτάνει να σε φωνάξω και να ακούσω τη φωνή σου να 'ρχεται απ' το διπλανό δωμάτιο, για να νιώσω ευτυχισμένη. Τώρα έχουμε και τη μικρή. (Δείχνει την παιδική κούνια) Και το ξέρω πως μας αγαπάς. Ίσως όχι αρκετά, ίσως δεν το καταλαβαίνεις. Ίσως δειλιάζεις ν’ αφήσεις λεύτερο τον εαυτό σου. Αλλά μας αγαπάς, εγώ το ξέρω. Δεν ψάχνεις να βρεις, δεν το σκέφτεσαι πόσο απέραντη είναι η θέση που κατέχουμε στην καρδιά σου... Κι όμως λιγάκι το αισθάνεσαι. Αν και όχι αρκετά. Αχ! Αν μπορούσες να το νιώσεις ώς τα κατάβαθα του είναι σου. Τα μύχια της ψυχής σου.ΖΑΝ: Είναι αλήθεια πως κρατάτε μια μεγάλη θέση μέσα μου. Η οικουμένη είναι ακόμα μεγαλύτερη και αυτό που μου λείπει αγγίζει το άπειρο.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Η μικρή κι εγώ, είμαστε το παν για σένα. Κάποια μέρα θα το καταλάβεις βαθιά. (Μόνη της) Α! Αν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την αγάπη που τρέφει για μας.ΖΑΝ: Ποιος θα με κάνει να ξεχάσω πως ζω; Η ύπαρξή μου κατάντησε ανυπόφορη.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Δεν ψάχνεις ολόγυρά σου αρκετά. Σου ξεφεύγουν οι λεπτομέρειες. Πρόσεξες ποτέ από κοντά αυτους τους τοίχους που τους βρίσκεις ρημαγμένους, γιομάτους κηλίδες υγρασίας και μούχλα; Έλα να σου δείξω αυτές τις μορφές και τα σχήματα, αυτές τις ρωγμές που μοιάζουν σαν ροδοπέταλα.ΖΑΝ: Είναι ένα σπίτι ξεχαρβαλωμένο, ερειπωμένο.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, παίρνοντας τον Ζαν απ’ το χέρι για να του δείξει τα θαύμαστα του σπιτιού: Δεν είναι ξεχαρβαλωμένο, είναι παλιό. Πίστευα πως είχες εκλεπτισμένο γούστο. Πώς γίνεται να προτιμάς σ’ αυτό το σημείο το μοντέρνο! Αυτές οι μορφές, ετούτες οι εκφραστικές φιγούρες, έχουν

Page 5: Η πείνα και η δίψα

τόσα πολλά να σου εξιστορήσουνε μέσα στη βουβή ακινησία τους. Εδώ ξεδιακρίνω μαργαριταρένια νησιά. Για κοίτα, θα ‘λεγες μια αρχαία πολιτεία. Καλοσυνάτα φιλικά πρόσωπα που γέρνουν να μας καλωσορίσουν. Σκύψε να δεις... έχουν τα χείλια μισάνοιχτα και μας απλώνουν σε προσφορά τα χέρια. Και αυτά είναι καταπράσινα δέντρα. Ορίστε... γύρευες λιοφώτιστα λουλούδια. Νάτα... Νάτα στους τοίχους μας ολάνθιστα σε κρυστάλλινα βάζα.ΖΑΝ: Όσο και αν ανοίξω ορθάνοιχτα τα μάτια μου, δε βλέπω παρά μούχλα και σαπισμένους σοβάδες... Α, ναι! τώρα διακρίνω... Αλλά όχι αυτά που έλεγες εσύ. Ξεχωρίζω σ’ αυτές τις μαβιές κηλίδες, ματωμένους σπονδύλους. Θλιβερά γερμένα κεφάλια, ετοιμοθάνατους σε αγωνία. Ακρωτηριασμένα κορμιά,ακέφαλα, χωρίς χέρια. Άρρωστους ανθρώπους που σέρνονται και ψυχορραγούν. Άγνωστα τέρατα...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Έχουν χάσει κάθε δύναμη. Είναι εξημερωμένα. Δεν μπορούν πια να μας κάνουν κακό.ΖΑΝ: Σ' εμάς πέφτει ο κλήρος της κακοδαιμονίας τους. Και εδώ, να το κεφάλι ενός γέρου. Μα ναι, είναι ένας ζαρωμένος γερο-κινέζος. Σαφρακιασμένος απ' τις ρυτίδες. Τι θλιβερή όψη που έχει! Θα είναι σίγουρα άρρωστος. Φοράει το καπέλο με το μεγάλο γύρο και... κοίταξε, τον κυνηγάνε αρουραίοι. Σκαρφάλωσαν στους ώμους του. Θα αρχίσουν να του τραγανίζουν το κρανίο...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Γελιέσαι αγάπη μου. Είναι ένας καλοσυνάτος γεροντάκος όλος χαμόγελο... Μας κοιτάει, θαρρείς και θέλει να μας μιλήσει.ΖΑΝ: Με τους αρουραίους σκαρφαλωμένους στις πλάτες του;ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Είναι κι αυτοί εξημερωμένοι. Στέκονται όρθιοι και μυρίζουνε ευγενικά το πρόσωπό του.ΖΑΝ: Το στήθος του στάζει αίμα. Έχει τεράστιες ανοιχτές πληγές.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μα τι λες αγάπη μου. Πού τις βλέπεις τις πληγές; Έχει ριγμένο στους ώμους του ένα κόκκινο μανδύα, κεντημένο με χρυσαφένια στολίδια... Αυτός ο γαληνεμένος γεράκος, είμαι σίγουρη γι' αυτό, θα πρέπει να ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης του σπιτιού, και τώρα ο προστάτης του. Α! Είναι γιομάτα από συγκινητικές αναμνήσεις τα παλιά σπίτια. Το κάθε τι που πέρασε μέσα στο χώρο τους, συνεχίζει αιώνια να ζει. Τίποτα δεν πεθαίνει.(Από την πόρτα αριστερά, μπαίνει η Θεία Αντελαΐντ. Πριν να βγει στη σκηνή, καθώς περνάει, φαίνεται μέσα στον καθρέφτη του βάθους. Κάθεται με τον πιο φυσικό τρόπο στον τριμμένο καναπέ. Φοράει ένα μακρύ μεταξωτό φόρεμα με δαντέλες, που της δίνει τοναέρα μιας ξεπεσμένης αρχόντισσας, που τώρα ζει στη μιζέρια. Σχεδόν ζητιάνα.)ΖΑΝ: Θεία Αντελαΐντ, εσύ!...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μα ναι, είναι η θεία Αντελαΐντ!ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ, θυμωμένα: Αποφάσισα να έλθω να σας δω.ΖΑΝ, στη θεία: Δεν ξέρω τι αποφάσισες Θεία Αντελαΐντ. Μα ,τι γυρεύεις από εμάς, και τι ήρθες να κάνεις εδώ;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Σας γίνομαι φόρτωμα ε; Η παρουσία μου σας ενοχλεί.ΖΑΝ: Δε μας γίνεσαι καθόλου φόρτωμα, και αντίθετα σε συμπαθούμε πολύ. Το ξέρεις πόσο σε συμπαθούμε. (Η θεία σηκώνει περιφρονητικά τους ώμους της, και γελάει με ένα πικρό ειρωνικό τρόπο) Δε θα με πιστέψεις, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Δεν είναι σε θέση μήτε να σε πιστέψει, μήτε να σε καταλάβει. Ήδη, τον παλιό καιρό, δύσκολα καταλάβαινε... Δε φταίει η κακομοίρα γι' αυτό...ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Γελιέστε. Καταλαβαίνω τα πάντα. Καμιά φορά θέλω και κάνω το βλάκα, κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Αλλά εμένα τίποτα δε μου ξεφεύγει. Εγώ, τα καταλαβαίνω όλα.ΖΑΝ: Τότε, θα 'πρεπε να το νιώσεις πως η θέση σου δεν είναι πάνω στον καναπέ που στρογγυλοκάθισες.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Έκανα τόσο δρόμο να έρθω να σας δω, και με ωραίο τρόπο με υποδέχεστε! Τι να γίνει; Η οικογένεια πάντοτε με υποτιμούσε. Ουδείς προφήτης στην οικογένειά του. Ας είναι καλά οι ξένοι που με σέβονται. Αυτοί σκύβουν και μου φιλούν τα χέρια. Μου λένε «Κυρία μου, σας παρακαλούμε, μη φύγετε τόσο γρήγορα». Και συνεχίζούν: «Θα Θέλατε να δειπνήσετε μαζί μας». Εγώ απαντάω: «Όχι, όχι, ευχαριστώ. Να μη σας βάζω σε κόπο». Σ' αυτούς δε γίνομαι φόρτωμα. Μόνον εσάς ενοχλώ. Με μισείτε και ξέρω την αιτία. Με μισείτε για τη δόξα μού. Αφού είναι έτσι...

Page 6: Η πείνα και η δίψα

κι εγώ φεύγω. (Σηκώνεται και ξανακάθεται) Δεν πεινάω, σας ευχαριστώ. Αν θελω καφέ; Όχι. Δεν πίνω ποτέ μου καφέ, δεν πίνω ποτέ οινοπνευματώδη. Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Υπήρξα πάντοτε εγκρατής και λιτοδίαιτη. Εμένα που με βλέπετε, σ' όλη μου τη ζωή δούλεψα σκληρά. Εγώ ενέπνεα τον άνδρα μου, τον πασίγνωστο καθηγητή της ιατρικής. Μεταξύ μας, το μεγαλύτερο μέρος από τις πραγματείες της ιατρικής και της χειρουργικής που έφεραν το όνομα του τις έγραψα εγώ. Σε εμένα χρωστούσε τη λαμπρή σταδιοδρομία του. Και εντούτοις, δεν το ανέφερα σε κανένα ποτέ! Σε κανένα. Σε κανένα. Είμαι βλέπετε ταπεινή και διακριτική. Φυσικά οι άλλοι καθηγηταί το ήξεραν, το είχαν υποπτευθεί πως από το δικό μου μυαλό έβγαιναν οι πραγματείες και οι μελέτες, μα και εκείνοι και εγώ αποφεύγαμε να θίξουμε αυτό το θέμα. Ανάμεσά μας υπήρχε μια βουβή συνωμοσία, που εκφραζότανε με αδιόρατες κλεφτές ματιές, με υπονοούμενα, με εκφραστικά νοήματα. «Έγραψε τα βιβλία του ολομόναχος» έλεγα, για μην τον στενοχωρήσω. Οι συνάδελφοί του, οι διευθυνταί των νοσοκομείων, τα μέλη της ιατρικής Ακαδημίας, με κοίταζαν χαμογελώντας με σημασία. Τους χαμο-γελούσα Κι εγώ... Ναι, ναι! Ανταπέδιδα το χαμόγελό τους. Και ήταν ομορφάνθρωποι. Και όλοι τους ξετρελαμένοι μαζί μου... Αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Συχνά αναγκάζομαι να μανταλώσω την πόρτα μου για να βρω λίγη ησυχία από τους ενοχλητικούς θαυμαστάς. Δε σταμάτησαν και τώρα να μου γράφουν ραβασάκια. Τα ξεσχίζω σε μικρά-μικρά κομματάκια και τα πετάω όλα στο καλάθι των αχρήστων. Όχι!... Ο γάμος για μένα, είναι μια υπόθεσις που δεν τη συζητώ πια.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Η ίδια όπως πάντα.ΖΑΝ, στη θεία: Αυτοί οι θαυμασταί, που δε σ' αφήνουν σε χλωρό κλαρί, σε κυνηγάνε πού;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Στο σπίτι μου... εκεί που μένω... Όταν αρνούμαι να τους δεχτώ με περιμένουν σαν τα σκυλάκια στα πλατύσκαλα. Πολλές φορές, για να τους αποφύγω, αναγκάζομαι να βγαίνω από την πόρτα της υπηρεσίας. Χαμένος κόπος. Ακόμα και εκεί Θα υπάρχει ένας, καμιά φορά και δυο, που θα με παραμονεύουν. Ναι, ναι, έρχονται στο διαμέρισμά μου.ΖΑΝ: Για σκέψου καλά, θεία Αντελαΐντ, πού βρίσκεται το διαμέρισμά σου;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Πάντα στο ίδιο μέρος.ΖΑΝ: Ποιο μέρος;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Στο σπίτι που μένω εδώ και δεκάδες χρόνια. Γιατί με ρωτάς; Εσύ το γνωρίζεις πολύ καλά.ΖΑΝ: Πάει πολύς καιρός που το παράτησες το διαμέρισμα. Δεν το θυμάσαι;ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Σε παρακαλώ, Ζαν, σταμάτησε.ΖΑΝ, στη θεία: Στο διαμέρισμά σου, και μάλιστα εδώ και αρκετά χρόνια, μένει μια οικογένεια που....ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Ξέρω, ξέρω. Κάτι δυστυχισμένοι που περιμάζεψα απ' το δρόμο, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Κράτησα και εγώ ένα δωμάτιο για να πηγαίνω όταν θέλω. Απόδειξις, ορίστε το κλειδί του σπιτιού. Δέστε το και μόνοι σας... Όλη την ημέρα δουλεύω σκληρά. Ετοιμάζω κάτι καινούργια πανεπιστημιακά μαθήματα. Κατόπιν πηγαίνω και μελετάω στη βιβλιοθήκη. Όλοι με γνωρίζουν και ποτέ δε μου γυρεύουν την κάρτα μου. Το βράδυ, συνήθως, έχω συμβούλια με τους καθηγητάς και αργά τη νύχτα γυρίζω σπίτι μου ξεθεωμένη, αλλά γιομάτη ευτυχία. Αν οι άνθρωποι που φιλοξενώ στο διαμέρισμά μου ξυπνήσουνε για να με καλωσορίσουν τους λέω: «Μα κοιμηθείτε, σας παρα-καλώ κοιμηθείτε. Δε θέλω να ενοχλήστε για μένα». Οι κακόμοιροι νιώθουν μια τέτοια ευγνωμοσύνη! Πάντοτε με ρωτάνε: «Μήπως έχετε ανάγκη από τίποτα, κυρία; Μήπως χρειάζεστε κάτι, γιατρέ;» - «Μην ενοχλήστε». Τους επαναλαμβάνω. «Μην σηκώνεστε απ' τη ζεστασιά σας για το χατίρι μου. Έτσι ξυπνάτε και το μωρό. Αφήστε το να κοιμηθεί». Βγάζω τα παπούτσια μου και διακριτικά, στις μύτες των ποδιών, τρυπώνω στην γωνιά μου. Πάντα υπολογίζω πρώτα τους άλλους, δεν σκέφτομαι ποτέ τον εαυτό μου. Μόλις βρεθώ στο δωμάτιό μου, κλείνω μαλακά, αθόρυβα την πόρτα και ξαπλώνω στο κρεβάτι μου. Ώσπου να πεις τρία, τον έχω πάρει. Κοιμάμαι ακριβώς οχτώ ώρες. Το άλλο πρωί ξυπνάω φρέσκια και ξεκούραστη. Έτσι συνεχίζω... συνεχίζω... Δε γίνεται να τo ξέχασες εκείνο το καμαράκι, αριστερά στο βάθος του διαδρόμού, με το παράθυρό του που βλέπει στη λεωφόρο, απ’ όπου περνάει το εναέριο μετρό... Εκεί κοιμόσουνα, όταν ήσουνα παιδί. Θα πρέπει να το θυμάσαι.ΖΑΝ: Σταμάτησε τα παραμύθια και δες την πραγματικότητα. Όλα αυτά που μας αράδιασες είναι απ' την αρχή ως το τέλος ψέματα.

Page 7: Η πείνα και η δίψα

ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, στον Ζαν: Μην της πας κόντρα. Υπάρχει και μια δόση αλήθειας σε ό,τι λέει.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Σ' άρεσε ν' ακούς το μετρό να περνάει. Το κύλισμά του στις ράγες σε νανούριζε. Κάθε φορά που η μητέρα σου ήθελε να κάνεις μπάνιο, σ' έφερνε στο σπίτι μου να κοιμηθείς. Βλέπεις, δεν είχατε μπάνιο στο δικό σας. Μένατε πάντα σε φτωχικά διαμερίσματα. Και το ενοίκιο ποιος σας το πλήρωνε; Ποιος άλλος; Εγώ. Φυσικά, και εμένα δε μου περίσσευαν να σας νοικιάσω μεγαλύτερο σπίτι... Κι όμως πάντοτε δυσαρεστημένοι. Δεν το 'κανα από τσιγγουνιά. Είχα αφάνταστα έξοδα. Εγώ συντηρούσα όλη την οικογένεια. Τη μάνα σου, τον πατέρα σου, τη μητέρα μου. Τότε ζούσατε μαζί με τη γιαγιά σου και τον παππού σου. Δεν είναι αλήθεια πως εγώ πλήρωνα για όλα; Ο θείος σου, ο μεγάλος πρόξενος, έλειπε πάντα στο εξωτερικό. Δεκαράκι δεν έδινε για σας. Και η κακομοιρούλα σου η μάνα πώς να τα φέρει βόλτα... Αχ!... Όταν την παράτησε κι ο πατέρας σου και έφυγε... εκείνη έλεγε πως εγώ έφταιγα. Πως εξαιτίας μου της γύρεψε διαζύγιο... Μήπως και τώρα σου αραδιάζω παραμύθια;ΖΑΝ: Κοιμόμουνα συχνά σ' εκείνο το δωματιάκι σαν ήμουνα παιδί. Κι αργότερα, συχνά πυκνά, κάθε φορά που ερχόμουνα στο Παρίσι.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Τα βλέπεις;ΖΑΝ: Έσκυβα απ' τον φεγγίτη κι έβλεπα το μετρό να περνάει κατάφωτο μέσα στη νύχτα, γεμάτο με κεφάλια λογής λογής ανθρώπων στα πορτοπαράθυρά του. Έχεις δίκιο. Αυτό είν' αλήθεια...ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Τότε εσύ λες ψέματα. Δεν είμαι τρελή, το παραδέχεσαι και μόνος σου.ΖΑΝ: Σ' άλλα σημεία αραδιάζεις παραμύθια. Έλα, κάνε μια προσπάθεια. Σκέψου πριν απαντήσεις: Είναι αλήθεια πως γυρίζεις κάθε βράδυ και κοιμάσαι στο διαμέρισμά σου;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Ναι, Ζαν, είναι αλήθεια. Κάθε βράδυ.ΖΑΝ: Στο διαμέρισμά σου, με τους ανθρώπους που περιμάζεψες απ' το δρόμο. Σε βλέπουνε και συ τους μιλάς. Απάντησε. Είναι αλήθεια;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ, αποφεύγοντας να απαντήσει: Αν γυρίζω ντυμένη μ' αυτά τα κουρέλια, σαν μια απόκληρη, δεν το κάνω γιατί θέλω να ζητιανέψω. Δεν έχω πια χρήματα. Τα μοίρασα... τα μοίρασα όλα. Και σε ποιον δεν έδωσα, και σε ποιον δεν παραστάθηκα! Ας είναι καλά οι άνθρωποι, δε με εγκατέλειψαν, ακόμα και τώρα με βοηθάνε. Οι ξένοι με βοηθάνε... Οι ξένοι. Νιώθουν ευγνωμοσύνη γιατί κι εγώ τους στάθηκα... Αν περίμενα από τους συγγενείς... Μπα! Οι συγγενείς... Δε γύρεψα ούτε πράσινο φύλλο απ' τους συγγενείς,..ΖΑΝ: Εγώ δε σε ρώτησα αυτό... Σε ρώτησα...ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ, συνεχίζοντας: Αν κάνω τη νύχτα τον περίπατό μου, είναι γιατί έχω ανάγκη να πάρω καθαρό αέρα. Αν απλώνω το χέρι στις πόρτες των μεγάλων καταστημάτων, και αν κάθομαι ώρες στην ουρά στις αφετηρίες των λεωφορείων, τάχατες πως σκοπεύω κι εγώ να ταξιδέψω, δεν το κάνω για να με σπλαχνιστούνε. Όχι, όχι, δε γυρεύω ελεημοσύνη. Το κάνω σκόπιμα. Παρατηρώ και μελετάω τους ανθρώπους. Μην ξεχνάτε πως γράφω βιβλία.ΖΑΝ: Δεν είδαμε ποτέ ούτε αράδα.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, στον Ζαν: Άσ' την να μιλήσει, της κάνει καλό. Την ανακουφίζει.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Βλέπεις και τίποτα εσύ;... Ας είναι. Γράφω βιβλία για τη ζωή, για τους δρόμους, για την κοινωνία, για τα σημερινά ήθη, για τα σχολεία. Γράφω αυθεντικές βιογραφίες διασήμων ανδρών, για ηγέτες κρατών. Γιατί εγώ τους ξέρω καλά. Μου εξήγησαν τα πάντα. Είμαι η μόνη που γνωρίζει όλα τους τα μυστικά. Ετοιμάζω επιστημονικές εργασίες. Χτες ακόμα έκανα μια διακοίνωση στο Ινστιτούτο «Κυρία μου κάνετε Θαύματα», μου είπαν. Όλοι οι καθηγηταί ήταν παρόντες. Της Σορβόνης, του Κολεγίου της Γαλλίας, της Ακαδημίας των Επιστημών, απαρτία. Φυσικά, εσύ και η γυναίκα σου δεν ήρθατε.ΖΑΝ: Το ξέρεις καλά, θαυμάσια μάλιστα, πως όλα αυτά είναι κατασκευάσματα της φαντασίας σου. Αλλά δεν πρόκειται τώρα γι' αυτό. Εγώ σε ρώτησα...ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Θα 'ρθει μια μέρα, που θα καταλάβετε και οι δυο σας την αξία μου. Τότε Θα μετανιώσετε. Νομίζετε πως σας λέω ψέματα. Ορίστε, ρίξτε μια ματιά στα μετάλλια που έχω.ΖΑΝ: Σ' το ξανάπα, πως δεν αμφιβάλλω για τα μετάλλια. Έλα, σε παρακαλώ. Κάνε μια προσπάθεια θεία Αντελαϊντ. Απάντησέ μου. Είναι αλήθεια πως χτες το βράδυ ήσουνα στο σπίτι σου; Πώς κοιμήθηκες στο δωμάτιό σου;ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, στον Ζαν: Άδικα επιμένεις. Δε θα σου απαντήσει.

Page 8: Η πείνα και η δίψα

ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Όπως δουλεύω από το πρωί έως το βράδυ, κοιμάμαι πάντα θαυμάσια. Έχω ανάγκη από ύπνο. Και ο ύπνος είναι φάρμακο. Εγώ δεν είμαι αρρωστιάρα. Η υγεία μου είναι πρώτης τάξεως.ΖΑΝ: Πολύ καλά. Τώρα, αυτήν τη στιγμή, από πού έρχεσαι;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Από το σπίτι μου. Από πού αλλού θα 'ρχόμουνα; Σήμερα ξύπνησα λίγο αργότερα. Είναι Κυριακή. Και όπως είναι η μόνη μέρα που δεν εργάζομαι, έδωσα άδεια στον εαυτό μου να χουζουρέψει λιγάκι.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Κάνει τάχατες πως δεν καταλαβαίνει, αλλά δεν αποκλείεται να ξέχασε κιόλας.ΖΑΝ: Απ' την αφεντιά της όλα να τα περιμένεις. Πάντοτε ίδια ήτανε. Ποτέ δεν ξέραμε. Εκεί που παίζει θέατρο, μετά από λίγο ξεχνιέται και η ίδια. Άλλοτε, όσο απίστευτο και αν φαίνεται αυτό, λέει την αλήθεια. Ένα μέρος από ό,τι λέει είναι πάντα αλήθεια. Συχνά μας έκανε να τα χάνουμε. ΙΙοτέ δεν μπορείς μαζί να 'σαι σίγουρος μαζί της.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Ασφαλώς, θα νομίζετε πως τα τιμητικά παράσημα που μου έδοσαν είναι ψεύτικα; Έχω και τα διπλώματα στην τσάντα μου. Θα σας τα δείξω. Και δεν τα έχω πάρει όλα μαζί μου. Έχω στο σπίτι μου σωρούς από βραβεία, μετάλλια, σταυρούς, κορδέλες.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Σε πιστεύουμε θεία Αντελαΐντ. Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις τον κόπο να μας τα δείξεις.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Όχι, όχι. Να τα δείτε. Ορίστε. (Βγάζει από την τσάντα της μια χούφτα μετάλλια και κορδέλε.) Κοιτάξτε τα, παιδιά μου. Τώρα βλέπετε ποια είμαι, αναγνωρίζετε την αξία μου; (Ξαναβάζει τα παράσημα στην τσάντα της και την ξανακλείνει)ΖΑΝ: Πάντα γυρίζεις το θέμα της κουβέντας όπως σε βολεύει. Θυμήσου θεία Αντελάίντ. Το ξέρεις θαυμάσια... Το σπίτι σου κάηκε. Εσύ η ίδια έβαλες τη φωτιά στις κουρτίνες του σαλονιού σου. Οι πυροσβέστες ήρθανε και...ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Ψέματα. Τη φωτιά την έβαλε η γειτόνισσα για να με καταστρέψει.ΖΑΝ: Πώς μπήκε στο σπίτι σου η γειτόνισσα;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Έκανε αντικλείδι. Με παραμονεύει. Τη βλέπω να κρυφοκοιτάει πίσω απ’ τις κουρτίνες της. Δεν τολμάω να ξεμυτίσω και τρέχει να τρυπώσει στο διαμέρισμά μου. Εσείς δεν ξέρετε τι πανούργα και παμπόνηρη γυναίκα είναι. Έχω λουλούδια, μου τα μαδάει. Ξεριζώνει μόνο ένα πέταλο. Ένα μικρό πεταλάκι. Αμέσως ύστερα τα λουλούδια μαραίνονται. Αναγκάζομαι να τα πετάξω στα σκουπίδια. Τις προάλλες έραψα μια φούστα. Εβγήκα μόνο για ένα τέταρτο και ξαναγύρισα σχεδόν τρέχοντας να την πιάσω στα πράσα. Η άτιμη, με πήρε είδηση... και στη στιγμή ξεκουμπίστηκε. Βλέπω τη φούστα πάνω -στο κρεβάτι όπως την είχα αφήσει. Κι όμως, δεν ήταν ακριβώς στην ίδια θέση. Με φάγανε τα φίδια. Πλησιάζω και τι να δω. Την είχε αλλάξει με μια ολόιδια, φτυστή φούστα. Ίδιο χρώμα, ίδιο ράψιμο, ίδιο σχέδιο. Μόνο που αυτή ήταν από τσουκνίδες. Τις είχε πάψει στο χρώμα της φούστας μου. Αν δε με πιστεύετε, προσέξτε την τη στρίγγλα, όταν περνάει στο δρόμο. Θα το διαπιστώσετε και μόνοι σας. Ακόμα φοράει την ωραία μου φούστα.ΖΑΝ: Δεν έχεις πια κρεβάτι. Δεν έχεις μήτε έπιπλα. Κάηκαν στην πυρκαγιά. Κάηκαν όλα. Και σένα σε πήγανε με το φορείο στο νοσοκ...ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Ψέματα! ψέματα! ψέματα! Αυτά τα λένε οι εχθροί μου για να μ' εκδικηθούν και σεις τους πιστεύετε. Με καταδιώκουν, με συκοφαντούν.ΖΑΝ: Για ποιο λόγο σε μισούν και γυρεύουν να σε καταστρέψουν;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Είναι ψέματα, ψέματα. Ποτέ δεν αρρώστησα. Γνωρίζω τον πρώτο γιατρό του νοσοκομείου. Είναι φίλος μου απ' τον καιρό που ήταν φοιτητής. Τότε με φώναζε «Μαιτρ». Με είχε προειδοποιήσει. Συχνά μου το 'λεγε: «Έχετε πολλούς εχθρούς κυρία. Οι άνθρωποι είναι κακοί. Ζηλεύουν». Δε με πήγαν ποτέ στο νοσοκομείο. Με περνάτε για τρελή;ΖΑΝ: Μετά το νοσοκομείο πού ήσουνα;ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Δεν ήμουν ποτέ στο νοσοκομείο.ΖΑΝ: Ναι, ήσουνα στο νοσοκομείο και θέλεις να σου πω πού σε μεταφέρανε ύστερα;ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, που είχε καθίσει στο μεταξύ κοντά στην κούνια σταματάει για μια στιγμή να την κουνάει: Σε παρακαλώ, Ζαν, μη συνεχιζεις…ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ, σηκώνεται: Αν με περνάτε για φάντασμα, γελιέστε και οι δυο σας. Κοιτάξτε,

Page 9: Η πείνα και η δίψα

κινούμαι, μιλάω, γελάω. Έχω τα δυο μου χέρια, έχω τα πόδια μου. Περπατάω, πηγαίνω όπου μ' αρέσει. Το στήθος μου είναι ακόμα στητό, παρά την ηλικία μου.(Ξεκουμπώνει το φόρεμά της, τραβάει το σουτιέν της και δείχνει το στήθος της) Ας το δει και η γυναίκα σου. Είναι το δικό της στήθος πλαστικό σαν το δικό μου; Γι' αυτό οι άντρες με κυνηγάνε. Τα φαντάσματα έχουν τέτοιο στήθος; Και οι γάμπες μου είναι ακόμα λυγερές, τα κρέατά μου σφιχτά. Ίσως λίγο με μούσκλα, γιατί κάνω γυμναστική. Αλλά αυτό είναι υγεία.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Καλύτερα να πηγαίνεις θεία. Ηρέμησε, σκεπάσου. (Η θεία τυλίγεται στο παλτό της) Σε παρακαλώ πάρα πολύ πήγαινε. Θα ξανάρθεις μια άλλη φορά. Θα σε καλέσουμε για φαγητό.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Έχω αίμα στις φλέβες μου. Οι βρικόλακες δεν έχουν αίμα. Ορίστε. Κόκκινο, καθαρό αίμα. (Παίρνει απ' την τσάντα της ένα μαχαιράκι, αφού έβγαλε το καπέλο της, που είναι φορτωμένο με λουλούδια και τεχνητά σταφύλια και χαράζει το μέτωπό της) Το βλέπετε; Κυλάει. Είναι αίμα ζεστό. Το αίμα μου.ΖΑΝ: Μοιάζει σαν να λέει αλήθεια. Είναι κόκκινο και κυλάει.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ, στη Μαρί-Μαντλέν, δείχνοντας το σχισμένο της μέτωπο: Ακούμπησε τα δάχτυλά σου, θα πεισθείς και μόνη σου. (Η Μαρί-Μαντλέν τραβιέται. Στον Ζαν) Πιάσε να πεισθείς... Τι έχεις να πεις τώρα; Ποτέ σας δε με πιστέψατε. Με συκοφαντούσατε πάντοτε. (σχεδόν με το ζόρι, αρπάζει το χέρι του Ζαν και τον αναγκάζει να ακουμπήσει την πληγή. Ο Ζαν τραβάει το χέρι του κοιτώντας τη Μαρί-Μαντλέν)ΖΑΝ, κοιτάζοντας τα δάχτυλά του: Δεν είναι γνήσιο αίμα. Είναι πολύ σκούρο για να είναι αληθινό. Μοιάζει σαν μια πηχτή μαλακιά ουσία. Σαν ζελατίνα, που κολλάει στα δάχτυλα. Δεν κάνει κηλίδες. (Κοιτάζει ξανά το χέρι του) Τα δάχτυλά μου ήταν γιομάτα και τώρα σιγά σιγά στέγνωσαν. Διαλύεται μόνο του. Γίνεται σκόνη. Μόλις, το φυσήξεις εξαφανίζεται στον αέρα. Αίμα από σκόνη!... Όχι, θεία. Πας να μας ξεγελάσεις. Σίγουρα δεν είναι αληθινό αίμα.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, στον Ζαν: Παίζει θέατρο.ΑΝΤΕΛΑΪΝΤ: Είμαι μία καλλιτέχνις, αλλά δεν παίζω θέατρο. Φτωχά μου παιδιά. Είσαστε και οι δυο σας για δέσιμο. Πάντοτε με συκοφαντούσατε. Πάντοτε, πάντοτε. Πάει καλά. Προτιμώ να πάω να βρω τους καθηγητές. Αυτοί με σέβονται, με πιστεύουνε. Αυτοί δε λένε πως είμαι τρελή. Τα έχω τετρακόσια και αυτοί το ξέρουνε. Δε θα ξαναπατήσω ποτέ το πόδι μου στο σπίτι σας. Ποτέ. Ποτέ. Και δε λυπάμαι για σας. Λυπάμαι μόνο γι' αυτήν. Τη μικρούλα μου που είναι στην κούνια. Από τους τρεις σας, μόνο σ' αυτήν έχω αδυναμία. Για το χατίρι της περνάω το κατώφλι σας, παρά τις προσβολές που δέχομαι. (Βγαίνει. Την ξαναβλέπουμε για μερικές στιγμές μέσα στον καθρέφτη, καθώς περνάει από πίσω)ΖΑΝ, την ώρα που η θεία φεύγει: Την κακομοίρα... Κι όμως, σε βεβαιώνω, δεν τη σκότωσα εγώ τη θεία Αντελαϊντ.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Πώς θα μπορούσες να τη σκοτώσεις εσύ. Εσύ δεν πήγες ούτε καν στην κηδεία της.ΖΑΝ: Μόνον όταν είμαστε στο σπίτι έρχεται και μας βρίσκει.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Όταν θα καταλάβει αυτό που της συνέβη σήμερα, δε θα ξανάρθει. Και συ πάλι, δεν έπρεπε να την αφήσεις να φύγει σ' αυτή την κατάσταση. Χωρίς μια τρυφερή κουβέντα. Προσπάθησε, σε παρακαλώ, να ηρεμήσεις. Προσπάθησε να δείχνεις περισσότερη κατανόηση. Κατάντησες να μην μπορείς να ανεχτείς τους ανθρώπους.ΖΑΝ: Άλλαξε τόσο πολύ. Δεν είναι πια αυτή που ήξερα. Για ποιο λόγο έρχονται και μας ταράζουν σ' αυτό το σπίτι κάτι τέτοιες επισκέψεις; Γιατί;ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μη ζητάς πάντα να βρεις μια εξήγηση για όλα. Συλλογίσου λίγο και αυτήν... Την κατάσταση που βρίσκεται... Έπρεπε να δείξεις πιότερη ανεκτικότητα. Να είσαι μαζί της πιο τρυφερός. Είναι η πιο στενή σου συγγενής. Κι ύστερα ποιος δεν κάνει σφάλματα στη ζωή του; Έπρεπε να προσπαθήσεις να της εξηγήσεις πως... Αλλά καλύτερα τώρα ξέχασέ το. Εσύ τρέμεις ολόκληρος, τουρτουρίζεις. Έλα να καθίσεις κοντά μου. Όχι... Έλα να περπατήσουμε λίγο στο δωμάτιο.ΖΑΝ: Αλήθεια σ' το λέω, δε με χωράει άλλο αυτό το σπίτι. Δεν το μπορώ... Με πνίγει, με...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, κουρασμένα, αποκαμωμένα: Ξέρω... Το ξέρω. Σ' έχουνε πειράξει λίγο τα νεύρα σου. Είναι κάτι που θα περάσει.

Page 10: Η πείνα και η δίψα

ΖΑΝ: Βλέπω τα πράγματα καθαρά και αυτό είναι κάτι που δεν περνάει.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Ακόμα κι αν έχεις λόγους να στενοχωριέσαι, μην τους σκέπτεσαι, ξέχασέ τους. Προσπάθησε να δέχεσαι τα πράγματα όπως έρχονται. Έχεις τη μανία να τρώγεσαι με όλα. Μείνε και λίγο ήρεμος χωρίς να βασανίζεις το μυαλό σου. Θέλεις να δούμε τις παλιές φωτογραφίες που βρίσκονται στα συρτάρια του μικρού μας γραφείου; Κλείνουν μέσα τους έναν ολόκληρο ξεχασμένο κόσμο. Ανθρώπους που έζησαν στον περασμένο αιώνα. Ανθρώπους που έζησαν πριν από χιλιάδες χρόνια. Φωτογραφίες απ' όλες τις εποχές. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Φιγούρες όλων των ανθρώπων που έζησαν σ' αυτό το σπίτι. θες τι ευγενικές μορφές που είχαν. Εδώ μέσα είναι κλεισμένο όλο το παρελθόν.ΖΑΝ: Οι αναμνήσεις των άλλων δε μου λένε τίποτα...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Να μια δική σου παιδική φωτογραφία.ΖΑΝ: Οι δικές μου με βαραίνουν ακόμη περισσότερο. Το ίδιο σαν κι αυτούς τους τοίχους, σαν αυτό το ταβάνι που πέφτει και με πλακώνει.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα το στηρίξουμε όσο μπορούμε με τους ώμους μας.ΖΑΝ: Αν γινότανε να είχα τις άλλες αναμνήσεις!ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Ποιες άλλες;ΖΑΝ: Αναμνήσεις αποξεχασμένες. Όχι. Ούτε και αυτές... Τελείως διαφορετικές... Αναμνήσεις μιας ζωής που δεν έζησα. Όχι. Δε θέλω να πω μήτε αυτό... Αναμνήσεις που δε θα μπορούσα να τις έχω ποτέ. Αναμνήσεις του αδύνατου.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Γυρεύεις πάρα πολλά.ΖΑΝ: Δε ζητώ παρά μόνο αυτό.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Τα δόντια σου χτυπάνε, τουρτουρίζεις. Στάσου θ' ανάψω το τζάκι. (Παρουσιάζεται ένα τζάκι με φλόγες στον τοίχο του βάθους δεξιά, ή μέσα στον καθρέφτη)ΖΑΝ: Σου είπα να μην ανάβεις το τζάκι. Σβήσ' το αμέσως. Να μη βλέπω πια αυτή τη γυναίκα ζωσμένη από φλόγες. Μόλις το ανάψεις προβάλλει πάντα. Κοίταξέ την. Τα μαλλιά της μοιάζουν φίδια που καίγονται. Είναι κάθε φορά η ίδια. Με φρικιαστικά συσπασμένα χαρακτηριστικά, με απλωμένα μέσα στο μαρτύριό της χέρια. Ολόιδια πάντα, από την ημέρα που μου τα άπλωσε έτσι για πρώτη φορά, ώσπου την κατάπιε ο καπνός και οι φλόγες και έγινε στάχτη μπροστά στα μάτια μου. Ξαναγεννιέται κάθε φορά απ' τη στάχτη της σαν μια μομφή. Δεν είχα το κουράγιο να ριχτώ μέσα στις φλόγες. (Απευθύνεται στη γυναίκα που βλέπει μέσα στις φλόγες) Ναι! Το ξέρω. Μου άπλωνες τα χέρια. Τσίριζες, ξεφώνιζες. Φοβόσουνα. Σφάδαζες σπαρακτικά. Το ήθελα με όλη μου την ψυχή. Μα δεν μπόρεσα... Δεν μπόρεσα... Συγχώρα με.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, στη γυναίκα που υποτίθεται βρίσκεται μέσα στις φλόγες: Δε φταίει κυρία μου. Πιστέψτε με. Δεν μπορούσε να σας σώσει. Θα έκανε τα αδύνατα δυνατά. Μα αυτό ήταν κάτι πιότερο από αδύνατο. Δε φταίει αυτός κυρία μου. Πιστέψτε με. Δε φταίει αυτός. Και τώρα φύγετε... Σας παρακαλώ φύγετε... (Τζάκι και φλόγες εξαφανίζονται. Στον Ζαν) Νιώθεις καλύτερα τώρα;ΖΑΝ: Αυτό το σπίτι το ζώνουν φαντάσματα.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Εγώ δε φοβάμαι πια. Θα συνηθίσεις κι εσύ. Ξανάρχισες πάλι να κρυώνεις.ΖΑΝ: Ναι, κρυώνω. Και συγχρόνως πνίγομαι απ' τη ζέστη. Πεινάω. Διψάω. Κι όμως, δεν έχω όρεξη. Καμιά γεύση και διάθεση για τίποτε.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα συνηθίσεις. Άκουσε που σου το λέω, θα το δεις. Θα σε βοηθήσω κι εγώ. Με όλα μπορεί κανείς να φτιάξει τη φωλίτσα του και για σκέπη να της βάλει τις νοσταλγίες του. Θα τραφούμε με τις πεθυμιές μας. Θα γευτούμε την κούπα της ελπίδας και δε θα διψάμε πια. Η αναμονή είναι γιορτάσι και χαρά. Τις αναμνήσεις που δεν τις αγαπάς μπορείς να τις απαλύνεις, να τις γλυκάνεις, να τις κάνεις δημιουργία. Άλλαξε την αγωνία σου σε λύπη. Τη λύπη σου κάν' την μελαγχολική ονειροπόληση, κι ύστερα θρέψου μ' αυτή την ονειροπόληση. Τους πεθαμένους σου γονείς και τους νεκρούς σου φίλους χάνε τους ζωντανές συντροφιές, παρουσίες ευχάριστες. Ένα κλειστό δικό σου κόσμο. Τις σκιές του παρελθόντος κάν' τες μια απαλή ξεκούραστη νύχτα. Το σήμερα, αν το θέλεις, είναι ένας λαμπερός ήλιος. Το αύριο, ένας βαθυγάλαζος ουρανός. Αν τα μάτια σου βλέπουν μακριά, θα διαπεράσουν ως πέρα στο άπειρο και τους πιο χοντρούς τοίχους. Και οι τοίχοι δε θα κρύβουν πια τον ορίζοντα... Κάνε την αποτυχία σου μια χαλάρωση, μια ξεκούραση. Απ' το πρωί πρόσμενε το βράδυ που γαληνεύει. Θα δεις πως θα 'ρθει. Τη νύχτα ονειρέψου το

Page 11: Η πείνα και η δίψα

ξεφάντωμα της αυγής και αυτή θα ξανάρθει. Κι έτσι, το κάθε τι, ολοκληρώνεται σαν κύκλος.ΖΑΝ: Σαν σαράκι με βασανίζει ένα ανεκπλήρωτο κενό.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Κλείσ' το σφιχτά μέσα σου. Από αυτό το κενό θα ξεπηδήσει μια απεριόριστη γαλήνη.ΖΑΝ: Αυτές οι λύσεις που μου προτείνεις είναι φανταστικές, αδύνατες. (Η Μαρί-Μαντλέν κάθεται πλάτη νανουρίζοντας το μωρό που βρίσκεται στην κούνια. Ο Ζαν όρθιος στα αριστερά της σκηνής, όχι μακριά από την πόρτα, κοιτάζει μπροστά. Και οι δυο τους συνεχίζουν τις σκέψεις τους σαν να μιλάνε μόνοι τους) Δε θα τα ξαναφοβηθώ. Όχι. Δε με τρομάζουν πια τα αλλόκοτα όντα που έρχονται να με τυραννήσουν σ’ αυτό το σπίτι. Την άθλια τρώγλη. Αυτά τα παράξενα πλάσματα δε με ξετρελαίνουν πια. Ξέρω ποιος τα στέλνει. Το ξέρω, η Μαρί-Μαντλέν. Μα τώρα δεν μπορούν να με βλάψουν. Τα 'μαθα τα κόλπα τους. Η δύναμή τους χάθηκε. Γυρεύουν να κατασπαραχτώ, να ξεσκίσω την ψυχή μου απ' τις τύψεις. Να παραλύσω απ' τη μεταμέλεια και η καρδιά μου να ματώσει απ' τον οίκτο. Σταμάτησα να είμαι ανόητος. Δε θα πετύχουν το σκοπό τους. Τα δόντια τους μαλάκωσαν. Τα νύχια τους δεν μπήγονται πια στις σάρκες μου μήτε την κουρελιάζουν. Σκότωσα τη νοσταλγία και τη σπλαχνιά. Δε νιώθω την ανάγκη να παρασταθώ στα βάσανα κανενός. Οι θλίψεις τους με βασάνισαν τόσο πολύ, που ήρθε η ώρα να απαλλαγώ απ' το βαρύ τους φορτίο. Θα γίνω ελαφρύς σαν τον αγέρα. Θα τραγουδήσω τον ύμνο της λευτεριάς που την ξαναβρήκα, θα μεθύσω και θα χορέψω.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα κάνουμε μικροαλλαγές στο σπίτι. Θα επισκευάσω το παλιό γραφειάκι, θα φτιάξω καινούργιο κάλυμμα στον καναπέ. (Στο μωρό που κοιμάται) Κάνε νάνι μωρό μου. Κάνε νάνι να μεγαλώσεις γρήγορα. Νάνι... νάνι... (Στον εαυτό της) Αν ήξερε τουλάχιστο τι είναι αυτό που γυρεύει. Πού νομίζει πως θα μπορέσει να βρει, αυτό που βρίσκεται στα πόδια του, στο άπλωμα της παλάμης του; Δες την Ζαν... Χαμογελάει στην κούνια της, σε λίγο θα αρχίσει να μιλάει.ΖΑΝ: Δεν μπορώ πια να κοιταχτώ σ' αυτόν τον ραγισμένο καθρέφτη. Μου ξαναστέλνει πίσω την εικόνα της καθαρής μου ασκήμιας.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Αν μπορούσε να δει τον εαυτό του όπως είναι στην πραγματικότητα, θα καταλάβαινε την ομορφιά που κρύβει μέσα του και θα σταματούσε να τον σιχαίνεται. Τον ξέρω εδώ και ατέλειωτο καιρό. Από τη στιγμή που πλάστηκε ο κόσμος. Είμαι δεμένη μαζί του στην αιωνιότητα. Γιατί το ονομάζει αυτό δεσμά; Μου φτάνει να τον φωνάξω, να ακούσω τον ήχο της φωνής του και δεν επιθυμώ τίποτε άλλο. Είναι κοντά μου, κι αυτό μου είναι αρκετό.ΖΑΝ: Θα βουλώσω τ' αυτιά μου στις κραυγές της άθλιας δυστυχίας. Δε θα ξανακούσω πια τη φωνή της γκρίζας υποταγής.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα βάλουμε καινούργια κλειδωνιά στην πόρτα. Μια κλειδωνιά με ένα γερό μεγάλο κλειδί, να κλείνει καλά, και ένα σύρτη πάνω και κάτω. Έτσι θα είμαστε ασφαλισμένοι από τους κλέφτες και από κάθε κακό.ΖΑΝ: Θα φύγω.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Δε θα ταξιδέψουμε άλλο. Και πού να πάμε; Φτάσαμε στο σκοπό μας. Έξω από το σπίτι μας, έξω από εμάς τους δύο, έξω από εμάς τους τρεις, τι άλλο μπορούμε να γυρέψουμε;ΖΑΝ: Αυτή η κούραση... η κούραση που μου δένει τα χέρια... Τα πόδια μου τρέμουν. Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Η αγωνία με ξανάπιασε.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Έβαλα να στεγνώσουν οι φασκιές της μικρής και το φουστανάκι της. Έτσι αγάπη μου; Σήμερα είναι τα γενέθλιά σου. Κάθε μέρα που ξημερώνει, είναι και μια γιορτή. Κάθε μέρα που ξημερώνει, όλο και κάτι γιορτάζει τα γενέθλιά του. Σου αγόρασα ζωγραφιές, σοκολάτες και τσιγάρα. Κάθε μέρα που ξημερώνει, σου φέρνω μια καινούργια ανανεωμένη καρδιά.ΖΑΝ: Κάθε μέρα που ξημερώνει είναι κάποια γενέθλια! Κάθε μέρα που ξημερώνει, μου μιλάει για τα γηρατειά. Κάθε πρωί που έρχεται, μου φέρνει απελπισία πως σε λίγο θα έρθει και ο θάνατος. Πεθαίνουμε από κούραση... Πεθαίνουμε από φόβο.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Όταν έχουμε την αρρώστια του φόβου. Ο φόβος μας καταδιώκει παντού. Όσο πιο μόνος του, κι όσο πιο μακριά Θα 'ναι, τόσο πιο πολύ θα φοβάται. Εδώ τα έχει όλα, δεν του λείπει τίποτα. Κι όμως, θέλει να πάρει τα μονοπάτια σαν τρελός. Δεν του λείπει τίποτα κι όμως γυρεύει να φύγει και να πάρει τους δρόμους.ΖΑΝ: Μήπως είναι πολύ αργά; Άραγε θα νικήσω το φόβο; Μήπως αυτή είναι η στερνή μου ελπίδα ή έχω άραγε ακόμα καιρό. Το σπίτι μου το ξέρουν όλοι. Αν δε φύγω αμέσως, θα καταφθάσουν εδώ

Page 12: Η πείνα και η δίψα

αναρίθμητοι. Θα το περικυκλώσουν. Θα βάλουν φρουρούς. Είμαι βέβαιος, θα έλθουν απ' την μια στιγμή στην άλλη για να με εμποδίσουν να φύγω. Δε θέλω να γίνω σαν κι αυτούς. Δε θα βουλιάξω σαν τους άλλους. Δε θα αφεθώ στα χέρια τους. Η ύπαρξή μου είναι αλλού. Η μοίρα μου δεν είναι η δική τους μοίρα.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, στο μωρό στην κούνια: Ναι, αγάπη μου. Ναι, μικρό μου γαρούφαλο. Δεν έχει όρια η αγάπη του για μένα και για σένα.ΖΑΝ: «Για ποιο λόγο ζητάς να φύγεις;» Με ρωτάει η κούραση. «Μείνε, λοιπόν εδώ, εδώ τα 'χεις όλα». Με συμβουλεύουν τα γηρατειά. «Θα πονέσεις». Με ορμηνεύει η φρόνηση: «Θα σκορπίσεις τη συμφορά». Μου τονίζει η καλοσύνη. Και το καθήκον σου; Και αυτή η στοργή που από χρόνια ρίζωσε μέσα σου; Και η λογική; Όχι! Τα επιχειρήματά τους δε θα με πείσουν. Η σοφή τους πείρα με συνθλίβει. Τα λένε αυτά γιατί ποτέ τους δεν είχαν το κουράγιο να ξεφύγουν. Ζητάνε να βουλιάξω κι εγώ σαν κι αυτούς. Όχι! Η μοίρα τους δε θα γίνει η δική μου μοίρα.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Σ' αγαπώ, μ' αγαπάς, την αγαπάς. Αγαπιόμαστε τόσο πολύ. Ακόμα και αν βρίσκεσαι στην άλλη άκρη του κόσμου, θα είσαι πάντα μαζί μας, πάντα κοντά μας. Ακόμα και αν σκέπτεσαι πως είσαι μόνος σου, εγώ είμαι, και θα είμαι δίπλα σου. Αλλά θα μπορέσεις στ' αλήθεια να φύγεις; Θα μπορέσει στ' αλήθεια να χαθεί; Υπερβάλλει τις δυνάμεις του. Δεν είναι συνηθισμένος στις μεγάλες πορείες. Ποτέ του δεν ασκήθηκε. Δεν είναι ικανός να κάνει με τα πόδια μήτε διακόσια μέτρα. Δε γνωρίζει τις κακουχίες που τον περιμένουν. Άφησε τα ατέλειωτα εμπόδια, τους ατέλειωτους κινδύνους.ΖΑΝ: Θα πάρω τις μπότες μου, θα πάρω το μπαστούνι μου, θα πάρω το καπέλο μου. Μου χρειάζεται μια ατμόσφαιρα καθαρή, κρυστάλλινη. Ο φρέσκος αέρας θα με ζωντανέψει. Θα μου ξανα-δώσει δυνάμεις. Μου χρειάζεται αέρας βουνίσιος. Κάτι σαν τον αέρας της Ελβετίας. Ένας τόπος γιομάτος υγεία που κανένας δεν πεθαίνει. Μια χώρα, που ο ίδιος ο νόμος στο απαγορεύει να πεθάνεις. Όταν φτάσεις στα σύνορα σε βάζουν να κάνεις μια δήλωση υπόσχεσαι πως δε θα πεθάνεις και υπογράφεις. Απαγόρευση θανάτου. Εάν επιχειρήσεις, πληρώνεις πρόστιμο και σε ρίχνουν στη φυλακή. Έτσι, μ' αυτό τον τρόπο, είσαι υποχρεωμένος να υπάρξεις.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μιας και το θέλει τόσο πολύ, ας πάει να κάνει ένα περίπατο. Αλλά τουλάχιστο να φορέσει το βαρύ του παλτό. Πρόσεξε. Θ' αρπάξεις κρυολόγημα, θα συναχωθείς. Η άνοιξη κρατάει ελάχιστες ώρες. Το καλοκαίρι λιγοστές μέρες. Μετά έρχεται η επικίνδυνη εποχή που απλώνεται μακριά, πάνω από τις πεδιάδες, μέχρι που φτάνει το μάτι σου.ΖΑΝ: Θα ξαναμάθω τα χρώματα. Όλα θα ξανανθίσουν. Ακόμα κι εγώ θα ντυθώ στο πράσινο.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Σκοπεύω να ξαναβάψω το σπίτι με χαρούμενα, φωτεινά χρώματα. Θα είμαστε τόσο χουζουρεμένοι στις πολυθρόνες, έτσι και επισκευαστούνε. Ο καφές, ο απογευματινός ύπνος... Η μικρή στην αγκαλιά. Και ύστερα εγώ... ω! Ύστερα εγώ... Πρέπει να ξανασάνει, του λείπει η αναψυχή. Πρέπει να ξαποστάσει, του λείπει η ξεκούραση.ΖΑΝ: Άλλοτε είχα μεγάλη αντοχή. Μπορούσα να ζυγιάσω στα χέρια μου ασήκωτα φορτία. Ποια είναι η πρόοδός μας στο πέρασμα του χρόνου; Η αύξηση του ίδιου μας του βάρους;ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Γιατί λοιπόν δε θέλει να ριζώσει κάπου; Πώς γίνεται να μη θέλει να σκεπαστεί με γρασίδι και κισσό, σαν ένα παλιό μεσαιωνικό κάστρο, σαν έναν τεράστιο πλάτανο; Έναν αιωνόβιο πλάτανο, που οι ρίζες του χώνονται βαθιά στη γη. Τα δέντρα μένουν ακίνητα. Γιατί λοιπόν αυτός να νιώθει τόσο δυστυχισμένος, Γιατί να 'χει τόση λίγη γνώση και φρονιμάδα; Αυτό που κάνει κακό, είναι η μετακίνηση.ΖΑΝ: Για να ατσαλώνω την καρδιά μου, πρέπει να την ποτίσω με τον πόνο των άλλων. Νιώθω τόσο εξαντλημένος. Χρειάζεται να κάνω προσπάθεια, ακόμα και για να σηκώσω το χέρι μου, το μικρό μου δαχτυλάκι. Κουράγιο. Μια ενεργητικότητα καινούργια, άτρωτη, θα 'ρθει να με αναζωογονήσει.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Πιστεύει πως αυτό το σπίτι μοιάζει με μνήμα. Γιατί να βάζει στο μυαλό του τέτοιες ιδέες; Λίγο πολύ όλα τα σπίτια μνήματα είναι. Στο δικό μας κάνει ζέστη το χειμώνα, δροσιά το καλοκαίρι, τρυφεράδα την άνοιξη.ΖΑΝ: Σπάω τα δεσμά. Χαλαρώνω τους κρίκους. Για να μη με θάψουν, θάβω εγώ τις αναμνήσεις. Απαρνιέμαι τις θύμησες και κρατάω μόνο όσες μου χρειάζονται για να μην ξεχάσω ποιος είμαι. Θα λησμονήσω όλα τα άλλα έξω απ' αυτό. Δεν είμαι τίποτα άλλο έξω απ' τον εαυτό μου, και οφείλω να

Page 13: Η πείνα και η δίψα

είμαι ο εαυτός μου.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μπόρεσες πραγματικά να ξεριζώσεις τις ρίζες αγάπη μου; Μπορείς αληθινά να ξεριζώσεις τις ρίζες της αγάπης; Την αγάπη που έχεις μέσα σου, την αγάπη που νιώθεις για μας, θα μπορέσεις να την ξεριζώσεις χωρίς να πονέσεις; Θα μπορέσεις να ξεριζώσεις την αγάπη, την αγάπη απ' την καρδιά σου θα μπορέσεις να την ξεριζώσεις απ' την καρδιά σου την αγάπη, την αγάπη απ' την καρδιά σου; Ποιον κήπο ψάχνεις να βρεις; Δε γίνεται να βρεις τη δύναμη να φύγεις. Είμαστε εδώ. Το ξέρεις καλά. Το ξέρεις καλά είμαι εδώ. Δεν είναι αλήθεια πως στ' αστεία το λες; Δεν είναι αλήθεια πως θα μείνεις; Δεν είναι αλήθεια πως παίζεις μόνο ένα άσχημο παιχνίδι; Απ' την καρδιά σου δεν μπορείς να ξεριζώσεις την αγάπη. Η πληγή θα είναι βαθιά και κανείς δε θα μπορέσει να σου γιατρέψει μια τέτοια λαβωματιά, δεν μπορείς να ξεριζώσεις τις ρίζες της αγάπης. Απ' την καρδιά σου την αγάπη δεν μπορείς να την ξεριζώσεις την αγάπη απ' την καρδιά σου, απ' την καρδιά σου την αγάπη. Πες μου πως όλα είναι μόνο ένα άσχημο παιχνίδι; (Ο Ζαν όρθιος στα αριστερά της σκηνής, ακούει, φάτσα στο κοινό. Η Μαρί-Μαντλέν καθισμένη πλάτη κουνάει πάντα την κούνια. Στο τέλος αυτού του είδους το ρεφραίν που τραγουδάει η Μαρί-Μαντλέν, ο Ζαν στις μύτες των ποδιών γυρίζει και εξαφανίζεται απ' τον τοίχο του βάθους) Έφυγες; Πού πηγαίνεις; (Παίζουν κρυφτό. Ο Ζαν ξαναφαίνεται στην άλλη άκρη της σκηνής)ΖΑΝ: Είμαι εδώ... εδώ...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Το ήξερα. Καλά σε πήρε το μάτι μου (ο Ζαν χάνεται και πάλι) Πού είσαι; Πού κρύφτηκες; Έλα τελείωνε. Άσε τ' αστεία. (Ο Ζαν ξαναεμφανίζεται από κάπου, ή μόνο το κεφάλι του)ΖΑΝ: Είμαι κάπου στο σπίτι.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μα φυσικά κάπου στο σπίτι.ΖΑΝ: Είμαι μέσα στο σπίτι.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μα φυσικά, πού αλλού Θα ήσουνα. (Σηκώνεται)ΖΑΝ, που χάθηκε πάλι: Είμαι στο σπίτι. Είμαι εδώ κοντά.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Έλα μην κρύβεσαι. (Ψάχνει με τα μάτια)ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Ψάξε, δεν είμαι μακριά. Ψάξε, είμαι κάπου κοντά.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, φωνάζει: Έλα εδώ... πού πήγες πάλι. Έλα λοιπόν, έλα να δεις τη μικρή στην κούνια της. Έλα να τη δεις που χαμογελάει. (Ο Ζαν φαίνεται πίσω από κάποιο έπιπλο)ΖΑΝ: Είμαι εδώ, έρχομαι. (Χάνεται και πάλι)ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Πού εδώ;ΖΑΝ, παρουσιάζεται σε κάποιο άλλο μέρος της σκηνής. Φαίνεται το πάνω μέρος του κορμιού του: Εδώ! Εδώ!ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, τον διακρίνει: Γιατί φόρεσες το καπέλο σου; Γιατί φοράς γάντια; Γιατί έβαλες αυτό το τριμμένο σακάκι; Γιατί κρατάς στο χέρι σου το παλιό σου παλτό; Είναι χωρίς κουμπιά, πρέπει να σ' τα ράψω.ΖΑΝ, διαδοχικά χάνεται και ξαναφαίνεται: Είμαι εδώ, είμαι εδώ...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μη μασκαρεύεσαι άλλο. Βγάλε αυτό το κασκέτο με τα αυτιά. Αγάπη μου σε παρακαλώ, άκουσέ με. Μην κρύβεις το πρόσωπό σου πίσω απ' αυτό το μαύρο μαντίλι. Έλα, σε παρακαλώ μ' όλη μου την ψυχή.ΖΑΝ, χάνεται: Έρχομαι...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Πού τρύπωσες, πού είσαι;ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Εδώ! Με βλέπεις και τώρα; Εδώ.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Ζαν... Μην κρύβεσαι άλλο...ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Κούκου... Κούκου...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Ζαν, σταμάτησε το κρυφτούλι. Παράτησε τ' ανόητα παιχνίδια σου. Δεν είσαι πια παιδί. Δεν μπορείς να βρεις κάτι καινούργιο να παίξουμε;...ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Είμαι εδώ... Αν θέλεις ψάξε... Κούκου...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Βαρέθηκα σου λέω. Αρκετά κράτησε το αστείο. Αυτά τα παιχνίδια με γεμίζουν αγωνία. Πώς να σ' το πω, με αναστατώνουν. Φτάνει, έλα. Έλα να τη δεις, την πήρα δίπλα μου. Θαρρείς πως σε φωνάζει.ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Είμαι εδώ... Ψάξε...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, ψάχνοντας στο δωμάτιο: Ζαν... Κούκου... Ζαν, κουράστηκα. Άσε τα παιχνίδια,

Page 14: Η πείνα και η δίψα

πού πήγες;ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Κούκου... εδώ...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Κούκου...ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Κούκου...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΑΕΝ: Ζαν, αγάπη μου σταμάτησε. Σε παρακαλώ σταμάτησε...ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Είμαι εδώ!... Ψάξε... Ψάξε... Κούκου...(Η Μαρί-Μαντλέν ψάχνει με αγωνία πίσω από τα έπιπλα, πίσω από τον τοίχο, πίσω απ' την πόρτα. Μπαίνει και βγαίνει αφήνοντας τη σκηνή άδεια ενώ ακούγονται από μακριά τα «κούκου» τους. Ξαναγυρίζει και ξαναχάνεται πίσω από κάποιο έπιπλο, ενώ είναι δυνατόν όταν η εκείνη δεν είναι στη σκηνή, να ξαναφανεί και να χαθεί το κεφάλι του Ζαν μια δυο φορές ακόμα. Ψάχνει παντού. Μέσα στην ντουλάπα. Γυρίζει απότομα με την ελπίδα να τον αρπάξει, ξαφνικά σαν να ήταν αόρατος πίσω της. Ξαναρχίζει το ίδιο παιχνίδι σαν τρελή, φωνάζοντας πάντα τα «κούκου» και κλαίγοντας)ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μα σε ψάχνω... Ναι σε ψάχνω... Μα ναι... Μα ναι!... Πού θέλεις να έρθω να σε ξετρυπώσω; Τώρα άρχισες να μ' εκνευρίζεις. Εμπρός, πού χώθηκες; Άντε βαρέθηκα. Θα σοβαρευτείς επιτέλους; Κούκου... Κούκου... Φώναξε τουλάχιστον για να ξέρω προς τα πού να σε γυρέψω;ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Κούκου... Κούκου...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, ψάχνοντας: Ζαν, μικρέ μου Ζαν. Αγάπη μου, αγαπούλη μου... Είσαι σ' αυτό το δωμάτιο, είσαι έξω απ' το δωμάτιο... Κούκου... Κούκου... Κρύφτηκες πίσω απ' την ντουλάπα; Είσαι κάτω απ' το τραπέζι, πίσω απ' τον μπουφέ; Στο διάδρομο... στην κουζίνα; Σε τούτη τη μεριά, αποδώ;... σ' εκείνη την μεριά αποκεί; Πού είσαι; Μίλα μου. Πού είσαι; Κούκου...ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ: Κούκου...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Αφού απαντάει, είναι στο σπίτι. Ζαν, σε παρακαλώ... σε ικετεύω.ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ, πολύ μακρινή: Κούκου...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Όχι. Δε θα μπορέσεις να ξεριζώσεις απ' την καρδιά σον την αγάπη. Την αγάπη που με δένει. Την αγάπη που σε δένει. (Τραγουδώντας, ψάχνει πάντα στα πιο απίθανα μέρη) Απ' την καρδιά σου, απ' την καρδιά σου, δεν μπορείς να ξεριζώσεις την αγάπη, δεν μπορείς να ξεριζώσεις την αγάπη απ' την καρδιά σου. Την αγάπη της καρδιάς σου, δεν μπορείς να ξεριζώσεις. Δεν μπορείς να την ξεριζώσεις. Δεν μπορείς να την ξεριζώσεις. Κούκου... Κούκου... Σε ποιο δωμάτιο κρύβεσαι; Δεν σε βρίσκω μήτε στην κουζίνα, μήτε στο μπάνιο, ούτε κάτω απ' το κρεβάτι. Χώθηκες σε κανένα μπαούλο; Βγες, σε παρακαλώ. Αν χωνιάστηκες στο τζάκι, θα λερωθείς και θα χτυπήσεις. Κούκου... Κούκου... Μη γίνεσαι παιδί! Πού τρύπωσες, πίσω απ' την πόρτα; Όχι. Με φωνάζεις απ' το διπλανό σπίτι;ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΖΑΝ, ακόμα πιο μακρινή: Κούκου...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Η φωνή του έρχεται απ' την αποθήκη. Κρύφτηκε στην αποθήκη; Ανέβηκε στα κεραμίδια; Η φωνή του έρχεται απ' τα κεραμίδια. Κούκου... Κούκου... Όχι. Δεν μπορεί να ξεριζώσει απ' την καρδιά του την αγάπη. Χωρίς λαβωματιά αυτή την αγάπη δεν μπορεί να την ξεριζώσει. Αυτή την αγάπη που έχει βλαστήσει βαθιά στην καρδιά του, απ' την καρδιά του, δεν μπορεί να την ξεριζώσει. Δεν έφυγε, είναι εδώ. Τον ακούω. Μ' απαντάει. Κούκου... Ζαν... Κούκου... (Ψάχνει σαν τρελή σ' όλη τη σκηνή, λίγο σαν μαριονέτα, λίγο σαν ένα παιδί) Τέλειωνε. Έλα, άσε τ' αστεία. Σε ικετεύω. Δες, η μικρή σου απλώνει τα χεράκια της. Απάντησέ μου... Κούκου... Απάντησέ μου λοιπόν, απάντησέ μου. Κούκου... Απάντησε, σε παρακαλώ. Δε σε βρίσκω πουθενά. Ξέρω όλες τις παλιές σου κρυψώνες, αλλά αυτή δεν μπορώ να τη βρω. Άνοιξε η γη και σε κατάπιε; Δε γίνεται να έφυγες. Λοιπόν!... Θα παίξω ακόμα τρία λεπτά, μόνο τρία. Σύμφωνοι. Θα ψάξω ακόμα ένα λεπτό, αλλά τουλάχιστον να ακούσω τη φωνή σου. Φώναξε «Κούκου... Κούκου...». (Συνεχίζει ναψάχνει κάτω απ' το τραπέζι, πίσω απ' τις καρέκλες, κάτω απ' το τραπεζομάντιλο, κάτω απ' την καρέκλα, κάτω απ' τον μπουφέ, μέσα στα συρτάρια του. Φοράει τα γυαλιά της, παίρνει ένα φακό και ψάχνει με τα γυαλιά. Την έχει πιάσει πανικός και φωνάζει ασταμάτητα) Κούκου... Κούκου... Πριν από λίγες στιγμές απαντούσες... Ζαν... Πες μου πως δε βγήκες απ' το σπίτι; Πες μου πως δεν μπόρεσες να φύγεις; Θα μου το 'λεγες δεν είναι έτσι; Απάντησέ μου. Κούκου... Νάτος... όχι δεν ήταν αυτός. Με τυραννάς μ' αυτό το παιχνίδι. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Είναι ένα παιχνίδι αμείλικτο. Με βασανίζεις πολύ, πάρα πολύ. (Συνεχίζει να ψάχνει σαν αυτόματο, όλο και πιο αργά,

Page 15: Η πείνα και η δίψα

με λιγότερη πεποίθηση, δίχως να πολυπροσέχει) Όχι. Δεν μπορεί να ξεριζώσει απ' την καρδιάτου την αγάπη.(Βγαίνει για μερικά λεπτά και ενώ ακούγεται αυτό το ρεφραίν, ο Ζαν παρουσιάζεται. Τραβάει με δύναμη απ' την καρδιά του ένα κλαδί άγριας τριανταφυλλιάς, μορφάζει πονεμένα και σκουπίζει λίγες σταγόνες αίμα από το πούχάμισό του και από τα δάχτυλά του. Ακουμπάει το κλαδί πάνω στο τραπέζι, κουμπώνει αργά φροντισμένα το σακάκι του, κι ύστερα προχωρεί στις μύτες των ποδιών του, και χάνεται απ ' τον τοίχο του βάθους. Ξεριζώνοντας το κλαδί λέει)ΖΑΝ: Κουράγιο... Άει. Ψηλά, πολύ ψηλά πάνω απ' τις χιονισμένες κοιλάδες και απ' τους αγρούς... και πάνω απ' τους λόφους... Άει... Πιο πάνω απ' του απείρου τις βουνοκορφές... Μέσα σ' ένα λιόλουστο πάρκο, με περιμένει το παλάτι της πριγκίπισσας. Άει... Αποκεί ψηλά βλέπεις να σμίγουνε ο ουρανός με τη θάλασσα... Άει ξεκινάμε.ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, συγχρόνως, λίγο υπόκωφα: Την αγάπη δεν μπορεί να την ξεριζώσει απ' την καρδιά του. Απ' την καρδιά του δεν μπορούν να ξεριζώσουν την αγάπη. Η αγάπη δεν ξεριζώνεται, η αγάπη απ' την καρδιά του.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, ξαναπαρουσιάζεται: Άφαντος... Πώς χάθηκε σαν καπνός. Δεν τον βρίσκω μήτε μέσα ούτε εδώ... Έφυγε... Τι άδειο που μου φαίνεται τώρα το σπίτι. Πόσο αβάσταχτα άδειο. Το 'ξερα πως μια μέρα έτσι θα γινότανε. Το φοβόμουνα. Του άρεσε τόσο πολύ να παίζει αυτό το παιχνίδι, που τελικά πιάστηκε στ' αληθινά και ο ίδιος στα βράχια του. Παίζαμε ταχτικά κρυφτό. Του το είχα πει πως αυτό δε θα είχε καλό αποτέλεσμα. Μα όπως και να 'χει καταφέρναμε πάντα να ξαναβρεθούμε. Θα τον φωνάξω... Θα τον φωνάξω ακόμα μια φορά... Κούκου... Κούκου. Δεν μπορώ να παίξω κρυφτό ολομόναχη. Είναι παιχνίδι για δυο. Φορές έψαχνε κι αυτός να με βρει. Απόμεινα έρημη τώρα. Αυτή ίσως είναι η αιτία που δεν τον βρίσκω. Στα σίγουρα αυτή πρέπει να 'ναι. Άραγε ποιο μονοπάτι να πήρε; Άραγε από ποια χαραμάδα ξεγλίστρησε; Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειστά. (Προχωρεί προς το βάθος και ξαναγυρίζει) Όχι. Δε θέλω να ξαναπεράσω απ' το διπλανό υγρό δωμάτιο, είναι γιομάτο κατσαρίδες και αράχνες... Θα με ρωτήσουνε: «Από τι έπασχε κυρία;» «Υπέφερε από μια ασυγκράτητη νοσταλγία» θα απαντήσω. Σε λίγο θα ξαναρχίσω να ψάχνω σ' όλες τις γωνιές αν και θα ξέρω πως δεν είναι εδώ, πώς έφυγε! Θα κοιτάζω έτσι από συνήθεια. Θα απλώνω το χέρι μου στο μαξιλάρι του αν και θα ξέρω πως το κεφάλι του δε θα 'ναι πια στο μαξιλάρι, πως θ' αγκαλιάσω τον αέρα. Θα του πηγαίνω κάθε πρωί την πετσέτα του να σκουπιστεί, αν και θα ξέρω πως η μπανιέρα θα είναι άδεια. Ο δύστυχος! Θα πρέπει να φοβάται τώρα τόσο πολύ τις στράτες που τρέχει. Πού βρήκε το κουράγιο να μ' αφήσει έρημη; Πού βρήκε το κουράγιο να το αποφασίσει; Πώς το μπόρεσε να φύγει; (Προσέχει πάνω στο τραπέζι το κλαδί της τριανταφυλλιάς.Το παίρνει στα χέρια της και το κοιτάζει) Αυτό είναι! Αφάνισε το λουλούδι της αγάπης με τις ρίζες και τα κλωνάρια. Πώς μπόρεσε να το ξεριζώσει απ' την καρδιά του. Απ' την καρδιά του πώς μπόρεσε να το ξεριζώσει; Ο φτωχός μου. Τι πόνους θα πρέπει τώρα να δοκιμάζει. Ο δύστυχος περιπλανιέται στους δρόμους λαβωμένος. Προχωρεί τρεκλίζοντας στις σκοτεινές κοιλάδες. Στις κοιλάδες της ερημιάς. Πίσω του αφήνει ένα κόκκινο αιματερό αυλάκι. (Ξανακάθεται κοντά στην κούνια. Την κουνάει αργά γυρίζοντας την πλάτη της στο κοινό. Με το άλλο χέρι κρατάει το κλαδί) Τώρα απομείναμε οι δυο μας μικρούλα μου. Πώς θα χάσω τη συνήθεια να προσμένω μια απάντησή του; Πώς θα χάσω τη συνήθεια να χαϊδεύω την έκφρασή του; Πώς θα χάσω τη συνήθεια να τον περιμένω; (Ξαναρχίζει να τραγουδάει) Αν μπορούσες την αγάπη της καρδιάς σου να ξεριζώσεις. Αν μπορούσες απ' την καρδιά σου... Απ' την καρδιά σου... Απ' την καρδιά σου... (Ο τοίχος του βάθους καθώς τον κοιτάζει εξαφανίζεται και παρουσιάζεται ένας ολάνθιστος κρεμαστός κήπος. Φυτά καταπράσινα και ψηλά. Ένας έντονα γαλάζιος ουρανός) Ω!... (Ανασηκώνεται λίγο και ύστερα ξανακάθεται. Πρέπει μέσα απ' τις κινήσεις των ώμων της οι θεατές να νιώσουν το θάμπωμά της. Ύστερα, στα αριστερά του κήπου κατρακυλάει μια ασημένια σκάλα, κρεμασμένη θα 'λεγες απ ' τον ουρανό. Δε βλέπουμε την κορυφή της. Η κατάπληξη και η χαρά της Μαρί-Μαντλέν, που είναι πάντα πλάτες, δίνεται χαρακτηριστικά αλλά διακριτικά από ορισμένες κινήσεις του κορμιού της. Σηκώνεται αργά.) Ο καλός μου. Δεν το ήξερε πως το σπίτι μας έκλεινε ένα τέτοιο θαύμα. Δεν είχε τη δύναμη να διακρίνει πως υπήρχε αυτός ο ολάνθιστος κήπος. Εγώ πάντα το 'νιωθα. Μόνο που δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη. Αν κατάφερνε να τον δει! Αν κατάφερνε να τον νιώσει! Αν είχε λίγη περισσότερη υπομονή... Δε θα έφευγε, δε θα μας άφηνες έρημες.

Page 16: Η πείνα και η δίψα

ΑΥΛΑΙΑ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΑΝ

ΠΡΩΤΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ: Μια τεράστια ταράτσα που μοιάζει σαν να κρέμεται στο κενό. Φόντο ουρανού σκοτεινό. Αργότερα, όταν φτάσει ο Ζαν ο ουρανός θα ξανοίξει. Εντούτοις θα είναι ένα φως κρύο, μία διαύγεια λευκή και σκληρή, χωρίς ίσκιο και χωρίς ήλιο. Στο βάθος, τριγύρω και στο μέτρο του δυνατού, βουνά γυμνά και άγονα.

ΖΑΝ, μπαίνει: Τι εκτυφλωτικό φως! Ποτέ μου δεν είδα μια τέτοια αστραφτερή λευκότητα. Και αυτά τα βουνά! Κάποιος που δεν αγαπά τις καθαρές γραμμές, ίσως να τα βρισκε λίγο κοφτεράκαι απότομα. (Στα δεξιά βγαίνει διακριτικά ο πρώτος φύλακας. Έχει μουστάκια και φοράει κασκέτο) Καλημέρα σας κύριε. Ασφαλώς θα είσαστε ο φύλακας του μουσείου. Μ' αρέσει πολύ το φως σας εδώ πάνω. Όλα μ' αρέσουν, και οι πέτρες και το ύψος, μέχρι και η σκόνη. Κυρίως, ύστερα από τόσα υγρά μέρη που περιπλανήθηκα... Εκτάσεις γιομάτες έλη, πεδιάδες καταθλιπτικές, και ατέλειωτη βροχή. Εδώ λες κι ο ουρανός ξεπηδάει από τα βουνά. Πως γίνεται το ζωντανό τους περίγραμμα. Κάτι που με αναζωογονεί και μένα τον ίδιο.ΠΡΩΤΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ: Ερχόσαστε από τις βορεινές πολιτείες;ΖΑΝ: Τις βορεινές πολιτείες; Ω! ξέρετε, δε θα μπορούσα να σας το βεβαιώσω. Προσανατολίζομαι δύσκολα. Όπως και να 'χει, σίγουρα από πολιτείες βροχερές, σκοτεινές, ομιχλώδεις. Εδώ είναι το βασίλειο της διαύγειας.ΠΡΩΤΟΣ: Αν έτσι το βλέπετε... Εγώ το βρίσκω λίγο απογυμνωμένο και σκληρό, και αυτήν τη διαύγεια τραχειά και μονότονη. Αλλά εάν σε σας αρέσει... χαρείτε την σε μεγάλες ποσότητες.ΖΑΝ: Ασφαλώς αυτή θα είναι η είσοδος του μουσείου. Σας έρχεται πάντα πολύς κόσμος;ΠΡΩΤΟΣ: Αυτή την εποχή όχι και πάρα πολύς... Θέλετε να περάσετε μέσα;ΖΑΝ: Ευχαριστώ... όχι αμέσως. Περιμένω κάποιον...ΠΡΩΤΟΣ: Σίγουρα δεν έρχεστε για πρώτη φορά;ΖΑΝ: Όχι, όχι. Και αυτός είναι ο λόγος που ξανανέβηκα μέχρι εδώ πάνω. Όταν θα έλθεις μια φορά είναι αδύνατον να μην ξανάρθεις. Τι μεγαλοφυής ιδέα να εγκαταστήσετε το μουσείο σας στο ψηλότερο σημείο, πάνω σ' αυτό το τεράστιο οροπέδιο. Περιμένω να έλθει και εκείνη, και τότε θα μπούμε και οι δυο μαζί να θαυμάσουμε τα αγάλματα, τις υπέροχες αίθουσες που υποσχέθηκα να της δείξω. Είναι το πιο όμορφο παλάτι που συνάντησα στον κόσμο ολάκερο. Μία τοποθεσία μεγαλειώδης. Να! η λέξη που του ταιριάζει. Όταν σκέπτομαι πως θα μπορέσει να χαρεί και εκείνη αυτό το θαύμα, που εγώ το είδα τόσο μόνος και τόσο χαμένος. Όταν σκέπτομαι πως αυτή τη φορά θα μπορέσω να είμαι μαζί της. Νιώθω σαν να γίνομαι ελαφρύς, σαν να μπορώ να πετάξω, και κάτι περισσότερο... λες και ένα ξέφρενο γιορτάσι με πλημμυρίζει ολόκληρο, σαν μια παλίρροια που ανεβαίνει ανεμπόδιστα και έρχεται να καρποφορήσει μια τσουρουφλισμένη, αποξεραμένη γη. Έχω άραγε στην πραγματικότητα ξανάρθει εδώ; Αυτό είναι σίγουρο. Κι όμως, δε θα μπορούσα να σας πω πότε. Μου διαφεύγει η ακριβής ημερομηνία. Άραγε έχω ξανάρθει; ή μήπως, ξανάδα με τη φαντασία μου αυτό το τοπίο, όπως και να 'γινε... είμαι σίγουρος πως έχω ξανάρθει. Μα φυσικά, φυσικά έχω ξανάρθει τότε που εκείνη δεν μπορούσε να με ακολουθήσει. Τώρα θυμάμαι. Όλες αυτές οι παραστάσεις που ήταν καταχωνιασμένες κάπου μέσα στο σκοτάδι της μνήμης, ξαναγυρίζουν τώρα στο μυαλό μου η μια μετά την άλλη. Ξεπετάγονται όλο και πιο καθάριες, λες και ξεπλένονται από το νερό μιας προσωρινής λησμονιάς. Α! Είναι τόσο ωραίο κύριε φύλακα, είναι

Page 17: Η πείνα και η δίψα

υπέροχο. Στέκω και κοιτάζω συνεπαρμένος όπως στάθηκα και την πρώτη φορά. Πότε; Ποια εποχή; Λες και είναι πάλι η πρώτη φορά, και αυτή την έξαψη και αυτό τον ενθουσιασμό τον ξαναβρίσκω. Πώς γίνεται όλο αυτό το ονειρεμένο τοπίο να μην ειναι όραμα; Πώς ειναι δυνατόν να βρίσκεται εδώ; Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν... να υπάρχουν...ΠΡΩΤΟΣ: Τι να υπάρχουν;ΖΑΝ: Μένω έκθαμβος που υπάρχει αυτό το ξάνοιγμα. Που υπάρχουν αυτά τα βουνά. Που υπάρχει αυτός ο ουρανός που μας σφιχταγκαλιάζει και που ακουμπά στις κορφές τους για να ξεπηδήσει και να απλωθεί απ' τη μια ώς την άλλη άκρη ολόκληρης της οικουμένης.ΠΡΩΤΟΣ: Δε βλέπω τίποτα το παράξενο, κύριε... Όλα αυτά είναι έργα της φύσεως.ΖΑΝ: Επιτέλους... Νιώθω σαν να ξύπνησα. Η μακριά νύχτα πέρασε.ΠΡΩΤΟΣ: Είχατε αποκοιμηθεί;ΖΑΝ: Όχι. Ή μάλλον ναι. Πραγματικά τι έκανα; Ξαγρυπνούσα ή λαγοκοιμόμουνα; Τέλος πάντων. Ξύπνησα σ' ένα εκπληκτικό πρωινό, αυτό το πρωινό, που ελπίζω να κρατήσει στην αιωνιότητα. Σαν να ξαναρχίζω... Λες και ξαναγεννιέμαι... Και γι' αυτό ήρθα για να ξαναγεννηθώ. Δηλαδή θα ξαναρχίσω, και αυτή τη φορά θα 'ναι κάτι που θα κρατήσει για πάντα, με το δικό της τον ερχομό. Νιώθω σαν κάποιος άλλος και όμως ο ίδιος. Λες κι ήμουνα τόσο καιρό χαμένος σε ατέλειωτα πράγματα.ΠΡΩΤΟΣ: Τι πράγματα;ΖΑΝ: Φορτία ασήκωτα. Που σκεπτόμουν πως ήταν κολλημένα, πως είχαν γίνει ένα με το πετσί μου. Ξέρετε, πολλές φορές δεν είμαστε αυτό που δείχνουμε. Γι' αυτό ακριβώς τώρα μπορώ να νιώθω απαλλαγμένος και ξαναβρίσκω ακέραιο τον εαυτό μου.ΠΡΩΤΟΣ: Αφού λοιπόν όλα πάνε κατ' ευχήν... Έξοχα... θαυμάσια... Χαίρομαι αφάνταστα για την ευτυχία σας. (Βγαίνει ο δεύτερος φύλακας που μοιάζει απόλυτα με τον πρώτο, στα αριστερά της σκηνής) (Στο δεύτερο) Ο κύριος πετάει απ' τη χαρά του, επειδή βρίσκεται εδώ... Ο κύριος είναι πανευτυχής...ΖΑΝ: Για να σας πω την αλήθεια μου, είμαι ευτυχισμένος, γιατί είμαι σίγουρος πως δε θα αργήσω να είμαι απόλυτα ευτυχισμένος. Για την ακρίβεια σε μερικές στιγμές. Μου υποσχέθηκε πως θα 'ρθει. Σε λίγο ολόκληρος ο κόσμος θα μου ανήκει. Όλα θα μου λείπανε αν δεν ήμουνα σίγουρος για τον ερχομό της. Η ελπίδα ή καλύτερα η προσμονή στη βεβαιότητα είναι κάτι που με πλημμυρίζει ευτυχία. Κι όμως... υπάρχει ένα διάφανο συννεφάκι στον ανέφελο ουρανό μου. Μα θα διαλυθεί. Στα κατάβαθα της παρουσίας φωλιάζει ένα αδιόρατο κενό. Αυτό το κενό είμαι σίγουρος θα χαθεί. Είμαι βέβαιος, το πιστεύω. Τίποτα δε θα την εμποδίσει να έλθει. Δώσαμε, βλέπετε, ραντεβού. Μόνη της το ζήτησε, μόνη της το υποσχέθηκε. Αναμφίβολα θα έφτασα νωρίτερα. Τι ώρα είναι; (Στον πρώτο που κοιτάζει το ρολόι του χωρίς να μιλήσει, ο Ζαν κοιτάζει το δικό του) Έχω την ίδια ώρα. (Στον δεύτερο που κοιτάζει το ρολόι του χωρίς να μιλήσει) Ήλθα στην ώρα μου. (Στον πρώτο) θα έλθει, δεν είναι έτσι; Είναι αδύνατον να μην έλθει, δε συμφωνείτε;ΠΡΩΤΟΣ: Αυτό το ξέρετε εσείς καλύτερα από εμάς! ..ΖΑΝ: Δώσαμε, ξέρετε, ραντεβού. (Στο δεύτερο) Δώσαμε, ξέρετε, ραντεβού. (Στον πρώτο) Δεν είναι ούτε δυο στιγμές που έφτασα. Δεν πρόκειται τώρα να μας πιάσει πανικός και για τα δευτερόλεπτα. Άλλωστε συμφωνήσαμε για τα δευτερόλεπτα ή ακόμα και για τις στιγμές. Ένας μικρός χρονικός παλμός είναι φυσιολογικός. Μπορώ να περιμένω λίγο ακόμα;ΠΡΩΤΟΣ: Όσο θέλετε κύριε. Έχετε όλο τον καιρό στη διάθεσή σας. Το μουσείο για την ώρα τουλάχιστον δεν πρόκειται να κλείσει.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Γι' αυτό είμαστε εδώ. Για να το κρατάμε ανοιχτό!ΖΑΝ: Τα πέπλα της ομίχλης διαλύθηκαν. Ο ουρανός ξάνοιξε. Μόνο να έλθει! (Στον πρώτο) Εάν κατά τύχη, πράγμα αδύνατον, δεν έλθει σήμερα, μπορώ να της αφήσω ένα σημείωμα σε σας;ΠΡΩΤΟΣ: Μα, δεν τη γνωρίζω την κυρία...ΖΑΝ: Θα μπορούσα να σας δείξω μία φωτογραφία της. Αναμφίβολα είχα μία, μα πού την έβαλα, ούτε και εγώ ξέρω. Άλλωστε θα έχει κιτρινίσει απ' την πολυκαιρία. Εκτός και που η φωτογραφική μου μηχανή δεν άξιζε και πολλά πράγματα. Αλλά μπορώ να σας την περιγράψω. Μήπως ήρθε κιόλας; Ίσως βαρέθηκε να με περιμένει και ξανάφυγε. (Στο δεύτερο) Μήπως είδατε καμιά κυρία που να σας έδωσε την εντύπωση πως με περίμενε; Ξέρετε, η φυσιογνωμία της δεν ξεχνιέται

Page 18: Η πείνα και η δίψα

εύκολα. Ίσως να πέρασε κιόλας. Αν είναι έτσι θα πρέπει να ξανάρθει. Μήπως σας είπε τίποτα;ΠΡΩΤΟΣ: Κύριε, δεν μπορώ να θυμάμαι όλους τους ανθρώπους που επισκέπτονται το μουσείο μας. Δε συνηθίζω να τους εξετάζω από την κορυφή ώς τα νύχια.ΖΑΝ: Μα αυτή δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους. Σας βεβαιώνω. Έτσι και κάποιος τη δει μια φορά είναι αδύνατον να την ξεχάσει. Σας δίνω το λόγο μου, είναι αδύνατον να πέρασε και να μην την προσέξατε.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον πρώτο: Πες στον κύριο, πως με ένα μικρό φιλοδώρημα θα κάναμε τ' αδύνατα δυνατά για να τον εξυπηρετήσουμε. Εάν θυμηθούμε αυτή την κυρία, στην περίπτωση που πέρασε, θα του το αναφέρουμε αν τυχόν ξαναπεράσει. Αν δεν ήρθε ακόμα, το πιο πιθανόν, θα έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα να μη μας ξεφύγει.ΠΡΩΤΟΣ: Αν δεν έχετε, κύριε, πρόχειρη καμιά φωτογραφία της, τότε περιγράψτε μας τα χαρακτηριστικά της.ΖΑΝ: Τα χαρακτηριστικά της;ΠΡΩΤΟΣ: Καλύτερα πέστε μας τ' όνομά της. Θα βάλουμε στην είσοδο του μουσείου μία αγγελία και αφήστε μας και ένα σημείωμα να της το δώσουμε.ΖΑΝ, στο δεύτερο: Δε Θυμάμαι τ' όνομά της.ΠΡΩΤΟΣ, στο δεύτερο: Ο κύριος ξέχασε το όνομά της...ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Ας μας την περιγράψει.ΖΑΝ: Να σας την περιγράψω; Ε λοιπόν, είναι... είναι... πώς να σας εξηγήσω; Θα 'λεγα πως μοιάζει μ' ένα κάτασπρο εκκλησάκι στην κορφή ενός λόφου. Όχι, μοιάζει μ' ένα ναό που ξαφνικά ξεπροβάλλει σ' ένα ξέφωτο στη στροφή ενός πυκνού παρθένου δάσους. Όχι. Δε μοιάζει, είναι η ίδια ένας ναός, ένα δάσος, ένα ξέφωτο, ένας λόφος, μια κοιλάδα...ΠΡΩΤΟΣ: Σας παρακαλώ κύριε, δεν μπορείτε να μας δώσετε πιο συγκεκριμένα στοιχεία;ΖΑΝ: Φυσικά, φοράει βραχιόλια.ΠΡΩΤΟΣ: Όλες οι γυναίκες στον τόπο μας φοράνε βραχιόλια.ΖΑΝ: Περπατάει ευγενικά σαν κύκνος που γλιστράει στο διάφανο νερό. Το ξέρω, δεν είναι αρκετά αυτά που σας λέω.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Είναι ξανθιά; Μελαχρινή; Κοκκινομάλλα;ΖΑΝ: Φορούσε ένα φόρεμα με κεντημένα στολίδια ένα φόρεμα μπλε.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Τα μάτια της, τι χρώμα έχουν τα μάτια της;ΖΑΝ: Τα μάτια της... έχουν το χρώμα της ομίχλης. Όχι, είναι πιο φωτεινά και πολύ βαθιά, βαθιά και σκούρα. Έχει ένα βλέμμα πυκνό, φευγαλέο, το νιώθεις δίπλα σου και ατέλειωτα μακριά σου. Ένα βλέμμα τρυφερό σαν το νερό του ρυακιού που το ζέστανε το καλοκαίρι. Όπως και να 'χει, νομίζω πως τώρα, δε θα 'ναι δύσκολο να την αναγνωρίσετε.ΠΡΩΤΟΣ: Όπως και να 'χει, νομίζω, πως αν είχατε μια φωτογραφία της, ή αν μας λέγατε το όνομά της, θα ήταν πολύ πιο εύκολο.ΖΑΝ: Σας βεβαιώνω πως θα τη γνωρίσετε απ' το χαμόγελό της. Κανείς στο κόσμο δεν έχει το δικό της χαμόγελο. Είναι μάλλον ψηλή, με μακριά λιγνά χέρια. Αλλά θα την καταλάβετε επίσης εύκολα, απ' την έκφραση του θαυμασμού που θα πάρει το πρόσωπό της σαν ξαφνικά βρεθεί εδώ πάνω. Το αστραφτερό φως θα την κάνει για μια στιγμή να μισοκλείσει τα μάτια της, και μόνη της θα σας ρωτήσει αν είμαι εδώ, αν με είδατε, αν την περιμένει κάποιος. Αλλά άραγε θα το ξέρει πως είναι αυτή, ή πως την περιμένω εγώ;ΠΡΩΤΟΣ: Δεν γράψατε στο σημειωματάριό σας την ημέρα και την ακριβή ώρα του ραντεβού σας;ΖΑΝ: Το έγραψα. Αλλά δε θυμάμαι πού έβαλα το σημειωματάριο.ΠΡΩΤΟΣ: Δεν πιστεύω πως είναι δυνατόν να το χάσατε.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον πρώτο: Είναι σίγουρος εκατό τοις εκατό πως δεν έδωσε ραντεβού κάπου αλλού;ΖΑΝ: Όχι, είμαι σίγουρος. Το ραντεβού μας είναι εδώ.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Για τίποτα δεν μπορείτε να είσαστε σίγουρος με ένα μνημονικό τόσο σακατεμένο.ΖΑΝ: Σταθείτε. Οι αναμνήσεις μου ξαναγυρίζουν. Θυμάμαι καλύτερα τώρα. Της είχα εξηγήσει πως για να φτάσει μέχρι εδώ, έπρεπε να ανέβει ατέλειωτες σκάλες. Βλέπω τον εαυτό μου δίπλα της να τις διαβαίνουμε αστραφτεροί, τυλιγμένοι στις χρυσαφιές αχτίδες του ήλιου. Ξαναβλέπω θαυμάσια τις δυο σκιές σας. Της είχα περιγράψει με όλες τις λεπτομέρειες την πορεία της μέχρι εδώ. Πριν από

Page 19: Η πείνα και η δίψα

τις σκάλες, πριν από τα μεγάλα πλατύσκαλα, θα 'παίρνε το χωμάτινο σκονισμένο μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα. Ύστερα θα περνούσε τους ελαιώνες, μια κάτασπρη πολιτεία, και την ατέλειωτη έρημο.ΠΡΩΤΟΣ: Ό,τι μας λέτε τώρα, είναι απολύτως σωστό.ΖΑΝ: Μου είπε: «Θα έλθω οπωσδήποτε». Δε γίνεται να μου έδωσε μια τέτοια υπόσχεση χωρίς να το καλοσκεφτεί. Δε συμφωνείτε; Ύστερα συνέχισε: «Ακόμα και αν δε θυμάμαι πια, ακόμα και αν χάσω το μνημονικό μου, θα έλθω οπωσδήποτε. Θα είμαι πάντα η ίδια. Ακόμα και αν τα ξεχάσεις όλα θα είσαι πάντα ο ίδιος. Δε θα πάψουμε ποτέ να είμαστε εμείς, ακόμα και χωρίς τις αναμνήσεις μας». Πώς γίνεται να ξεχάσουμε τις αναμνήσεις μας; Αποφασίσαμε να ξαναβρεθούμε ένα κάποιο Ιούνιο στις έντεκα το πρωί. Μήπως ήταν για τις τρεις το απόγευμα; Ήταν στις δεκαπέντε ή στις δεκατρείς Ιουνίου; Στις δεκαεπτά; ή μήπως το ραντεβού ήταν για τις αρχές Ιουλίου;ΠΡΩΤΟΣ: Όπως βλέπετε μήτε και του λόγου σας δεν καλοθυμάστε. Πώς θέλετε λοιπόν να σας βοηθήσω εγώ;ΖΑΝ: Νομίζω πως αλλάξαμε την ημερομηνία με μια μικρή διαφορά ημερών. Γι' αυτό μπερδεύομαι. Έτσι είναι. Αυτό δημιουργεί τη σύγχυση στο μυαλό μου, όπως και, στο δικό σας. Τελικά τι είχαμε κανονίσει; Για να ξανασκεφτούμε: Δεκατρείς, έντεκα, δεκαπέντε, δεκαεπτά. Δεκατρείς, έντεκα, δεκαπέντε, δεκαεπτά... Θυμάμαι μου είχε πει: «Αυτή τη φορά δε γίνεται. Μας παρακολουθούνε. Είμαστε φυλακισμένοι, έχουμε τόσες δεσμεύσεις!... Αλλά αργότερα θα πάμε μαζί σ' έναν άλλο τόπο και εκεί όλα θα ξαναρχίσουν»... Της απάντησα πως αυτός ο τόπος υπήρχε, μα πως το ταξίδι ήταν μεγάλο, και ο δρόμος τραχύς και δύσκολος. Πως δεν υπήρχε μήτε σταθμός μήτε αεροδρόμιο και πως για να φτάσουμε στο τέρμα, θα 'πρεπε να σκαρφαλώσουμε θεόρατα βουνά, να διασχίσουμε πόλεις τεράστιες, άγονες κοιλάδες, την έρημο. “Για να έλθω κοντά σου” επανέλαβε, “θα σκαρφαλώσω τα βουνά, θα διασχίσω τις μεγάλες πόλεις, την έρημο. Τίποτα δε θα μπορέσει να με σταματήσει. Θα εγκαταλείψω τα πάντα, θα συντρίψω όλα τα δεσμά που με αλυσοδένουν”. Ήξερε καλά πως το ταξίδι ήταν δύσκολο και ο δρόμος τραχύς.ΠΡΩΤΟΣ: Συγχωρήστε με κύριε. Αλλά από αυτά που μου λέτε, εγώ τουλάχιστο δε νομίζω πως θα μπορέσω να αναγνωρίσω την κυρία. Όμως, μιας και δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε καθίστε να την περιμένετε. Αφού σας το υποσχέθηκε δεν αποκλείεται να 'ρθει. Μην απελπίζεστε λοιπόν.ΖΑΝ: Ίσως να βρήκατε την περιγραφή που σας έκανα λίγο παράξενη.ΠΡΩΤΟΣ: Για πέστε μου κύριε, τίμια πράγματα. Εσείς είσαστε σίγουρος πως αν ερχότανε θα την αναγνωρίζατε;ΖΑΝ: Το πολύ πολύ να υπάρχει κάποια αλλοίωση στα χαρακτηριστικά της, αλλά θα έχει πάντα την ίδια έκφραση. Θα την αναγνωρίσω από την αναζήτηση των ματιών της, στην προσπάθειά της να με αναγνωρίσει. Θα έλθει, μου το υποσχέθηκε. Αυτή η συνάντηση που όπως σας ξανάπα είναι η πιο ζωτική απ' όλες τις άλλες, πρέπει να... Θα έστελνε ένα τηλεγράφημα. Θα έβρισκε κάποια δικαιολογία. Το αδιόρατο κενό που δοκιμάζω στην παρουσία της, η απουσία που νιώθω στην πλήρωσή μου δεν είναι παρά η έλλειψή της. Θα της δείξει το δρόμο η θύμηση του αδύνατου, μια θύμηση που δε θα μπορούσε να την έχει ζήσει ποτέ. Αυτό το είδος της χαμένης θύμησης που ξαφνικά ξεπηδά και πάλι στο φως σαν το σπαρμένο στάχυ που ξεπροβάλλει κάτω απ' την ξεραμένη γη. Σκέφτηκε τα πάντα. Προστάτεψε τον εαυτό της απ' τη λήθη. Μου είπε: “Όταν ξαναβρεθούμε θα ανήκω μόνο σε σένα. Θα υπάρχω μόνο για σένα... Θα είμαι δική σου”... Πώς το είπε ακριβώς; Θα ανήκω σε σένα; Θα είμαι λεύτερη και δική σου; Σε σένα; Δική σου; Ακούω τη φωνή της, μα δε θυμάμαι πια απόλυτα τα λόγια της.ΠΡΩΤΟΣ: Ακούστε κύριε. Πιθανόν να το ξέχασε.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Πιθανόν στο μεταξύ να δέχτηκε άλλες προτάσεις.ΖΑΝ: Αν το ξέχασε, θα ξεχνούσα τον ίδιο μου τον εαυτό. Ξέρει καλά πως πρέπει να έλθει. Ξέρει καλά πως αν δεν έλθει θα πορεύουμαι ατέρμονα στις στράτες του κόσμου, αιώνες ολόκληρους, χωρίς λιμάνι, αφού αυτή είναι το λιμάνι μου, αυτή είναι η απανεμιά και το καλωσόρισμά μου. Θα έλθει. Στο μεταξύ ας χαρούμε με ψυχραιμία τη μεγαλοπρέπεια των βουνών. Μια σιλουέτα ανεβαίνει τα πλατύσκαλα. Νάτην έρχεται. Όχι!... Ήταν παιχνίδι της φαντασίας, αντικατοπτρισμός. Μπορώ να ξαποστάσω λίγο σ' αυτό το παγκάκι; (Κάθεται στο παγκάκι και μετά από λίγο ξανασηκώνεται) Ίσως να της έτυχε κάποιο αναπάντεχο εμπόδιο; Τώρα θα είναι τρελή από αγωνία...

Page 20: Η πείνα και η δίψα

Κι όμως μου είπε: «Θα έλθω. Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά σε βεβαιώνω. Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά. Σας βεβαιώνω θα έλθω μόνο για σας». Ξέρετε ήταν μια αυθόρμητη απόφαση. Όχι ιδιαίτερα βιαστική. Ο αυθορμητισμός ξεπηδά από ένα βαθύ ορμητικό αίσθημα που αναβλύζει από... Αυτή είναι. Έρχεται... (Τρέχει στο βάθος του οροπέδιου) Όχι! Γελάστηκα. Ήταν μια σκιά. Φτεροκόπημα πουλιού. Μου το 'πε κύριοι, μου το 'πε «Θα συναντηθούμε την άλλη φορά...». Νάτην, τη βλέπετε; Έρχεται.ΠΡΩΤΟΣ: Παιχνίδι του ήλιου που παίζει με τίς σκιές.ΖΑΝ: Αυτή τη φορά δε γελιέμαι. Ακούω την άμμο να τρίζει κάτω απ' τα βήματά της.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Παιχνίδι του ανέμου που παίζει με τα χαλίκια.ΖΑΝ: Α! Αυτή η μανία να γαντζωνόμαστε πάνω στους τρίτους. Τι μπορούμε να περιμένουμε από κάποιον άλλο; Μου είπε: «Όλα απ' τους άλλους τα προσμένουμε. Οι άλλοι μας τα προσφέρουν. Θα σου μάθω τη χαρά, Θα σον γνωρίσω τη γεύση της ζωής. Μιας ζωής που ποτέ σου δε γνώρισες». Θ' αφήσεις τα χρόνια σου να περάσουν μέσα στο τίποτα; Να κυλήσουν και να χαθούν χωρίς να τα ζήσεις; «Θα σου τα ξαναδώσω αυτά τα χαμένα χρόνια, θα σ' τα ξαναχαρίσω». Στ' αλήθεια μου είπε αυτά τα λόγια ή εγώ τα φαντάζομαι; «Πώς περνούσες τη ζωή σου;» Με ρώτησε. Έβλεπα στον ύπνο μου να με κυνηγάνε εφιάλτες. «Δε θα σε αφήσω ποτέ πια να ξανακοιμηθείς. Σου το υπόσχομαι. Θα ξυπνήσεις ένα πρωινό και θα είσαι κάποιος άλλος και θα είσαι πάντα ο ίδιος. Στιγμές ο ίδιος, στιγμές κάποιος άλλος και θα χαιρόμαστε, και θα γευόμαστε ατέρμονα. Θα σου γνωρίσω τη ζωή». Ας έλθει μόνο, για να μου τη γνωρίσει. Δεν είναι αυτή που ανεβαίνει τα σκαλοπάτια; παιχνίδι πάλι τ' ανέμου; Παιχνίδι και πάλι των σκιών; Δεν είναι παρά το παιχνίδισμα των αχτίδων; Τι ώρα είναι;ΠΡΩΤΟΣ: Μεσημέρι.ΖΑΝ: Τι ώρα είναι;ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Απομεσήμερο.ΖΑΝ: Τι ώρα είναι;ΠΡΩΤΟΣ: Ηλιόγερμα.ΖΑΝ: Το βράδυ αργεί να 'ρθει ακόμα. Την ακούτε; Φωνάζει: «Έλα λοιπόν, σε προσμένω. Πού βρίσκεσαι;»ΠΡΩΤΟΣ: Άκουσες εσύ τίποτα φωνές;ΖΑΝ: Ο ήλιος στέκει ασάλευτος στην ίδια θέση. Είναι ακόμα νωρίς. Έχω καιρό. Το βράδυ αργεί να πέσει. Την ακούτε; Μου φωνάζει: «Έλα, πλησίασε, φανερώσου»...ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον πρώτο: Εγώ δεν άκουσα τίποτα.ΠΡΩΤΟΣ, στον Ζαν: Ο συνάδελφός μου και εγώ δεν ακούσαμε τίποτα...ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Θυμόσαστε ποια ήταν τα τελευταία της λόγια;ΖΑΝ: Θυμάσαι; μου είπες: «Σ' αγαπώ αγάπη μου. Σ' αγαπώ σαν τρελή. Φτωχέ μου αγαπημένε θα 'ρθώ κάποια μέρα, μην απελπίζεσαι». Ύστερα στράφηκε κι έφυγε με το χαμόγελο της αγάπης στα χείλη. Το κορμί της κυμάτισε τυλιγμένο στο γαλάζιο φόρεμα. Α! Πώς είναι δυνατόν η εικόνα της λυγεράδας της να σβήσει, να με εγκαταλείψει; Δεν μπόρεσε να ξεριζώσει την αγάπη απ' την καρδιά της, απ' την καρδιά της δεν μπόρεσε να ξεριζώσει την αγάπη, δεν μπόρεσε την αγάπη της καρδιάς της να ξεριζώσει. Νομίζω πως έρχεται, την ακούτε; Είναι εδώ; «Μην απελπίζεσαι, θα έλθω». Μου είχε πει.ΠΡΩΤΟΣ: Σε λίγο κύριε το μουσείο θα κλείσει. Αν θέλετε ξαναπεράστε αύριο. Ίσως να το ξέχασε. Συμβαίνει καμιά φορά.ΖΑΝ: Σ' αγαπώ, αγάπη μου. Σ' αγαπώ σαν τρελός. Αυτός που δεν ξεχνάει είναι λαβωμένος στην αιωνιότητα. Δεν είπα συχνά κι εγώ ψέματα; Δεν υποσχέθηκα συχνά και εγώ ο ίδιος χωρίς να μπορέσω να κρατήσω τις υποσχέσεις μου; Θα υποφέρω στην αιωνιότητα από αυτήν τη θανατερή λαβωματιά. Τώρα το ξέρω!... Θα ζήσω αιώνια θανατερά πληγωμένος. (Κάθεται στον πάγκο)ΠΡΩΤΟΣ: Είναι ώρα, κύριε. Σε λίγο το μουσείο θα κλείσει.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Η ώρα περνάει και φεύγει.ΠΡΩΤΟΣ: Ο ήλιος μούχρωσε. Το βράδυ κατεβαίνει.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Η εποχή φτάνει στο τέλος της.ΠΡΩΤΟΣ: Σε λίγο θ' αρχίσει μία καινούργια εποχή.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Μια καινούργια εποχή που γι αυτόν είναι χαμένη.

Page 21: Η πείνα και η δίψα

ΠΡΩΤΟΣ, στον Ζαν: Είναι αργά κύριε, κλείνουμε.ΖΑΝ: «Πώς περνούσες τη ζωή σου;» με είχε ρωτήσει. «Τη ζωή που έφυγε, τα χαμένα σου χρόνια θα σ' τα ξαναχαρίσω». Α! Μονάχα να έλθει. Δε θα μπορέσω να συνεχίσω μόνος μου. Αυτή ανεβαίνει τα σκαλιά; Τα βήματά της ακούω; Ή μήπως είναι και πάλι η σκιά μιας σκιάς; Θρόισμα ενός φύλλου, ο άνεμος με την αύρα, το τρέμισμα της πεθυμιάς; Δεν είναι παρά η ανάσα της οδύνης μου;ΠΡΩΤΟΣ: Σίγουρα είναι μόνο ο αναστεναγμός του.ΖΑΝ: Φανερώσου με έναν οποιοδήποτε τρόπο. Φανερώσου, ή τουλάχιστο δώσε μου ένα σημάδι της παρουσίας σου. (Κοιτάζει προς όλές τις μεριές) Άλλο καταφύγιο δεν έχω έξω από σένα.Δε θα βρω λιμάνι σε καμιά γωνιά της γης. Ποιος θα με προσμένει; Ποιος θα με καλωσορίσει; Ω! κύριοι Φύλακες, ήμουνα βολικά χουζουρεμένος στη μέτρια μετριότητά μου. Τώρα θα σας τα πω. Ακούστε τι μου συνέβη. Γύρεψα να ξεφύγω τα γηρατειά. Θέλησα να γλιτώσω από το τέλμα. Το βύθισμα στη λάσπη. Γύρεψα τη ζωή. Γύρεψα τη χαρά. Γύρεψα το τέλειο και η ζωή μου έγινε τυραννία. Μπορούσα να διαλέξω ανάμεσα από μια γαληνεμένη ρουτίνα και το πάθος του άγνωστου. Αλίμονο εδιάλεξα το δεύτερο. Ανέμυαλος που ήμουνα, χωρίς συνείδηση. Κι όμως ζούσα προφυλαγμένος από κάθε κίνδυνο. Ερμητικά κλεισμένος στη μελαγχολία μου, στις νοσταλγίες μου, στο φόβο μου, στις τύψεις μου, στην αγωνία μου, στην υπευθυνότητά μου. Μακριά από κάθε καταιγίδα. Απόρθητα τείχη με προφύλαγαν. Ο φόβος του θανάτου ήταν ο πιο σταθερός μου διαφεντευτής. Εγκρέμισα τους τοίχους και βρέθηκα εκτεθειμένος σε ατέλειωτους κινδύνους. Εγκρέμισα τους τοίχους και βρέθηκα μέσα στο φλογερό χαμίνι της ζωής, στην καθαρή αγωνία της απελπισίας. Γύρεψα τη Ζωή, και η Ζωή γαντζώθηκε επάνω μου μ' όλη της τη δύναμη, μ' όλο της το βάρος και με ρούφηξε, με σύντριψε. Γιατί να μην υποταχτώ στη φρόνηση; Όλες οι παλιές επουλωμένες λαβωματιές ξανάνοιξαν και ματώνουν. Δέκα χιλιάδες μαχαίρια βυθίζονται στις σάρκες μου.ΠΡΩΤΟΣ: Καλύτερα να τα ξεχάσει όλα. Μόνο στη λήθη θα βρει γιατρειά.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Φυσικά το λάθος είναι δικό του. Έσπειρε και θερίζει. Μπορούσε να αρκεσθεί στο τίποτα. Σαν άπληστος τα θέλησε όλα.ΠΡΩΤΟΣ: Δουλεύω φύλακας σ' αυτό το μουσείο εδώ και σαράντα χρόνια. Είμαι ευχαριστημένος και ας στέκω ώρες ατέλειωτες στην ίδια θέση. Η γυναίκα μου έχει μεγάλα μουστάκια σχεδόν σαν τα δικά μου.ΖΑΝ: Αν είχα την τύχη, αν ήμουν ψωριάρικο σκυλί, ακόμα και αδέσποτη άρρωστη γάτα, οι φιλεύσπλαχνες ψυχές, οι άγιες γυναίκες δε θα αρνιόντουσαν να έλθουν να με συντρέξουν. Θα με φρόντιζαν, θα με λυπόντουσαν, θα γιάτρευαν τις πληγές μου. Αλίμονο είμαι άνθρωπος. Δε συμπονούν εύκολα έναν άνθρωπο. Οι συμφορές και ο ανθρώπινος πόνος μοιάζει γελοίος και ανόητος στους άλλους ανθρώπους.ΠΡΩΤΟΣ: Αυτός έδειξε συμπόνοια όταν έπρεπε.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Όλοι τους ίδιοι είναι. Εκλιπαρούνε τη συμπόνοια, μα ο καθένας τη ζητάει για τον εαυτό του. Κανείς δεν είναι άξιος να τη δώσει στους άλλους.ΖΑΝ: Γιατί με τράβηξε απ' την τρύπα μου; Γιατί με ανάστησε απ' τον τάφο μου;ΠΡΩΤΟΣ: Μα ο ίδιος δεν έλεγε πως μόνο οι ανόητοι υποφέρουν;ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Μα ο ίδιος δεν έλεγε πως πρέπει να νιώθουμε αδιαφορία για τους άλλους, ή το πολύ πολύ να τους προσφέρουμε μια κάποια συμπάθεια;ΠΡΩΤΟΣ: Δεν έλεγε πως δεν πρέπει να θεοποιούμε κανένα και πως κανένα πλάσμα στον κόσμο δεν αξίζει την λατρεία μας;ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Δεν ισχυριζότανε πως έπρεπε να είναι ανεξάρτητος και απελευθερωμένος από οποιαδήποτε δεσμά;ΠΡΩΤΟΣ: Δεν υποστήριζε πως κανένας και τίποτα δε μας ανήκει;ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Τι απόσταση ανάμεσα στη λογική και στην καρδιά του!ΠΡΩΤΟΣ: Τι αντίθεση!ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Δεν πιστεύει ό,τι σκέπτεται και δε σκέπτεται ό,τι πιστεύει.ΖΑΝ: Τι αντίθεση ανάμεσα στη σκέψη και τη Ζωή. Ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου. (Του φαίνεται πως μια γυναίκα περνάει από την ταράτσα) Νάτην! Αυτή είναι. Είναι στ' αλήθεια αυτή; Εσύ

Page 22: Η πείνα και η δίψα

είσαι; (Πλησιάζει ένα αόρατο πρόσωπα) Δε σε λένε... Στάσου... πώς σε λένε; Σε παρακαλώ, πες μου, πώς σε λένε. Με κοίταξε και έφυγε χωρίς να μιλήσει. Αν ήταν αυτή Θα με είχε αναγνωρίσει (μια άλλη γυναίκα του φαίνεται πως περνά προς την αντίθετη κατεύθυνση) Επιτέλους... (τρέχει πίσω απ' τη σκιά) Ήμουν σίγουρος πως θα 'ρχόσουνα. Από τη μέρα που σε περιμένω. Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να σε προσμένω. Από την ώρα που για πρώτη φορά γεννήθηκα.ΠΡΩΤΟΣ, κάνοντας τη φωνή του γυναικεία: Δε σας καταλαβαίνω, κύριε.ΖΑΝ: Μα ναι, είμαι εγώ, με γνωρίζεις. Δες με καλύτερα. Κοίταξέ με προσεκτικά. Είναι τα μάτια μου, κοίταξέ τα. Τα ξέχασες όλα; Είσαι εσύ ακόμα και αν δε θυμάσαι. Και εγώ είμαι ο Ζαν. Ήρθες μόνο για μένα... με περίμενες.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, φωνή γυναικεία: Για ποια με περάσατε κύριε; Εγώ περιμένω το σύζυγό μου. Νάτος άλλωστε.ΠΡΩΤΟΣ: Κλείνουμε κύριε, η ώρα πέρασε.ΖΑΝ: Σας παρακαλώ μια στιγμή ακόμα...ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Τι μπορείτε να περιμένετε από μια στιγμή; Στατιστικώς εσείς που περιμένετε αιώνες δεν έχετε καμιά ελπίδα.ΖΑΝ: Αλήθεια! Αιώνες την περιμένω.ΠΡΩΤΟΣ: Η μέρα πέρασε και χάθηκε.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Η εβδομάδα είναι φευγάτη.ΠΡΩΤΟΣ: Η εποχή τέλειωσε. Αρχίζουν οι διακοπές μας.ΖΑΝ: Η ζωή πέρασε και χάθηκε. Αλίμονο για μια φορά ακόμα είναι πολύ αργά.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Μην απελπίζεστε. Θα βρεθεί κάποια άλλη γυναίκα. Κάθε εμπόδιο για καλό.ΠΡΩΤΟΣ: Κάποτε θα τη βρείτε.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Ή μπορεί να την ξαναβρείτε.ΠΡΩΤΟΣ: Ή, να βρείτε κάποια άλλη που να της μοιάζει.ΖΑΝ: Δεν τις θέλω αυτές τις γυναίκες που μοιάζουν μεταξύ τους και που της μοιάζουν.ΠΡΩΤΟΣ: Τι να σας κάνω, είσαστε πολύ δύσκολος.ΖΑΝ: Γυρεύω αυτήν που όλες οι γυναίκες της μοιάζουν και που δεν είναι μια από αυτές που της μοιάζουν.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Λυπάμαι, αλλά κλείνουμε κύριε.ΖΑΝ: Πρέπει να το παραδεχτώ. Σουρουπώνει... Είναι πολύ αργά. Το φως χάνεται.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Σας είπα, κλείνουμε κύριε.ΖΑΝ: Είναι πολύ αργά. Πάρα πολύ αργά. Κάνει κρύο. Το τοπίο δεν είναι το ίδιο. Άλλαξε. Σαν η ελπίδα χαθεί, πώς αλλάζουν όλα! (Κοιτάζει γύρω του) Νάτες ξαναπρόβαλλαν πάλι οι παράξενες θλιβερές κοιλάδες της εφιαλτικής πραγματικότητας. Θαρρώ πως ξαναβλέπω τις έρημες πεδιάδες, και τα στεκάμενα νερά πέρα μέχρι που το βλέμμα σου... Και να ήταν μόνο αυτό. Τώρα χτυπάει και η καρδιά μου σαν λαβωμένο ζώο. Μου ξεσκίζει με τα νύχια τις σάρκες μέσα στην αγωνία της... Το στομάχι μου απύθμενο βάραθρο. Το στόμα μου γκρεμός που το κατατρώνε οι φλόγες. Δίψα και πείνα... Διψάω και πεινάω... (Πηγαίνει μια προς τον ένα φύλακα, μια προς τον άλλο, άλλοτε τους πιάνει και τους δύο απ' τα χέρια ή απ' την πλάτη) Ω! Αδερφές μου! Αγαπημένες μου φιλενάδες! Αν μπορούσα τουλάχιστον να ξαναβρώ το παλιό μου καταφύγιο, εκεί ήμουν από κάθε άποψη, τόσο καλά προστατευμένος, μέσα στην κούραση που ένιωθα για τη ζωή, κλεισμένος από αδιαπέραστους τοίχους μέσα στο φόβο του θανάτου...ΠΡΩΤΟΣ: ...Και όπου είσαστε βολικά χουζουρεμένος στη μετριότητά σας... Μας τα ξανάπατε. Ποιος σας είπε να παρατήσετε το σπιτάκι σας;ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Γιατί δεν κάνατε και σεις σαν και μας; Όπως κάνει όλος ο κόσμος;ΖΑΝ: Γιατί να με ξεριζώσει απ' τη γαλήνη μου; Γιατί να μου δώσει ψεύτικες υποσχέσεις; Μήπως της γύρεψα το παραμικρό;ΠΡΩΤΟΣ: Σας μάγεψε, δείχνοντάς σας το φως μιας χιμαιρικής αγάπης.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Με τι σκοπό θα συνεχίσει να ζει, ποια αιτία...ΖΑΝ: Ω! Ναι, γλυκές μου φιλενάδες, κάντε τουλάχιστον πως τάχατες με συμπονάτε. (Οι φύλακες βγάζουν μεγάλα μαντίλια, σκουπίζουν τα μάτια τους και φυσούν τη μύτη τους) Ευχαριστώ. Τι βάλσαμο μου χαρίζετε, τι ανακούφιση. Το ξέρω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσω να ζω.

Page 23: Η πείνα και η δίψα

Ήξερα όλους τους κινδύνους για να μη ζήσω, για να μη ριχτώ στην περιπέτεια της ύπαρξης. Ήμουν φρόνιμος και συνετός, φιλενάδες μου. Αν ξέρατε πόσο συνετός και πόσο δυσπιστούσα για όλα... Ποια θύμηση ξύπνησε μέσα μου, ποια λησμονημένη νοσταλγία, ποια κρυφή επιθυμία, ποια ξεχασμένη ανάγκη! Με ξύπνησε στον ίδιο μου τον εαυτό. Αντιπροσωπεύει για μένα το παν, χωρίς αυτήν είμαι χαμένος. Τι ανόητος, πίστευα πως είχα ξεπεράσει τα πάντα. Είναι σίγουρο. Το παραδέχομαι, δεν μου μένει κανένας λόγος να συνεχίσω να ζω. Για να ζήσω γύρεψα να ανακαλύψω το παράλογο, γαντζώθηκα πάνω του και κομμάτιασα τις σάρκες μου... Τα φτωχά μου τα χέρια...ΠΡΩΤΟΣ: Αυτά παθαίνει όποιος ξεφύγει απ' τη λογική. Να τ' αποτελέσματα.ΖΑΝ: Αλίμονο, αλίμονο... Η τρέλα δε σε εκδικείται, όσο το μυαλό σου δεν αγγίζει την κατασκότεινη νύχτα, όσο το πνεύμα σου δεν καταποντιστεί μέσα στο χάος της.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Μην απελπίζεστε, είσαστε ακόμα γερός και γιομάτος ζωή. Πηγαίνετε στο καλό... Το στομάχι μας διαμαρτύρεται.ΖΑΝ: Είμαι ζωντανός σαν μια ανοιχτή ζωντανή πληγή. Φεύγω... Ξεκίνησα εδώ και ατέλειωτα χρόνια και πήρα τις μεγάλες στράτες για να κατακτήσω τον κόσμο. Συνάντησα μονοπάτια και λεωφόρους μα τον κόσμο δεν τον συνάντησα πουθενά. Και πού να πάω τώρα; πού να τραβήξω και πού να σταθώ; πού θα βρω μια γη χωρίς λιθάρια και βράχους, νερό που θα με ξεδιψάσει, βάλσαμο που γλυκαίνει τις πληγές, θάμνους χωρίς αγκάθια. Είμαι άρρωστος φιλενάδες μου, πολύ άρρωστος... ω ναι φεύγω... φεύγω... Είμαι νεκρός, κι όμως αργοπεθαίνω. Θα 'φτανε μια λέξη για να με γιατρέψει. Ποιος είναι αυτός που την κρατά μυστικά φυλακισμένη; Ποιος είναι αυτός που θα μου την πει; Δε θυμάμαι πια ούτε πού βρίσκεται το παλιό μου σπίτι. Ξέχασα το δρόμο του γυρισμού. Θα συνεχίσω άσκοπα να πλανιέμαι. Θα ξαναπάρω το μονοπάτι της θλιβερής κοιλάδας. Ίσως θα τη συναντήσω κατά τύχη. Κι όμως μου το υποσχέθηκαν πως θα τη βρω. Μου το υποσχέθηκαν... Το μυαλό μου δεν το χωράει. Φεύγω, έχετε γεια... Όσο θα υπάρχουν νύχτες... Όσο θα υπάρχουν μέρες... Όσο θα υπάρχουν δειλινά... Θα συνεχίσω. (Φωνάζει) Πού να σε ψάξω, πού θα σε βρω; Δε θα πάω να σε γυρεύω μέχρι να δω να αστράφτουν οι φωτεινές αχτίδες της κορόνας σου.ΠΡΩΤΟΣ: Καλή τύχη και ώρα καλή. Είστε νέος ακόμα. Έχετε στη διάθεσή σας όλο τον καιρό. Ο κόσμος είναι απέραντος. Τι να πούμε και μεις που ξωφλήσαμε...ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Ξεχάσαμε τι θα πει επιθυμία. Τα λίγα μας φτάνουν.ΠΡΩΤΟΣ, στον Ζαν που χάνεται στο βάθος: Μια από αυτές τις μέρες ξαναπεράστε, θα χαρούμε πολύ.ΖΑΝ, φωνάζει: Σκόρπισε τη ζοφερή σου νύχτα. Φανερώσου μέσα σ' όλη σου τη χάρη, την τρυφερότητα, τη ζωντάνια, τη γλυκύτητα, το πάθος και τη φλόγα, τη γαλήνη... (Η φωνή του σβήνειόπως απομακρύνεται)ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Ποια να 'ναι άραγε αυτή η γυναίκα. Λες να 'ναι καμιά πριγκίπισσα;ΠΡΩΤΟΣ: Πιστεύεις πως υπάρχει;ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Χμ!... Δεν πείνασες ακόμα... εγώ νιώθω τη μυρωδιά της σούπας να μου γνέφει.ΠΡΩΤΟΣ: Κι εμένα με γαργαλάει στο λαρύγγι η γεύση του κρασιού.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Αφού είναι έτσι... Καλή σου όρεξη.ΠΡΩΤΟΣ: Ευχαριστώ, επίσης. (Χωρίζονται και ο καθένας βγαίνει απ' τη δική του μεριά)

ΑΥΛΑΙΑ

Page 24: Η πείνα και η δίψα

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΕΥΣΠΛΑΧΝΟΥ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΥ

ΠΡOΣΩΠΑΖΑΝ

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, ντυμένος στα άσπραΠΡΩΤΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ (ή αδελφός Γραμματέας)

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣΤΡΙΤΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣΠΕΜΠΤOΣ ΑΔΕΛΦΟΣ (που θα παίξει επίσης τον κλόουν Τρίπ)

ΕΚΤΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ (που θα παίξει επίσης τον Μπρεστόλ)Αδελφοί ντυμένοι στα κόκκινα, και Αδελφοί ντυμένοι στα μαύρα

ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝΜΑΡΘΑ

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ: Μια μεγάλη αίθουσα ή το εστιατόριο ενός είδους μοναστηριού-στρατώνα-φυλακής. Στο βάθος διακρίνεται μία μεγάλη σιδερένια πόρτα που αποτελείται από κιγκλιδώματα με μεγάλα κενά διαστήματα. Πίσω από τα κιγκλιδώματα, υπάρχει για την ώρα ένα τοπία σκοτεινό και άχρωμο, συγκεχυμένο, τυλιγμένο ή σκεπασμένο με ομίχλη και γυμνό. Αργότερα, ακριβώς προς το τέλος του επεισοδίου,το τοπίο θα φωτισθεί από ένα λαμπερό φως. Φυλλώματα πράσινα, ανθισμένα δέντρα, καταγάλανος ουρανός, θα παρουσιαστούν τη στιγμή της τελικής εμφανίσεως της Μάρθας και της Μαρί-Μαντλέν. Η ίδια κρεμαστή φωτεινή σκάλα, ακριβώς ίδια, όπως στην τελευταία στιγμή, της σκηνής της φυγής στο επεισόδιο “Η φυγή”. Η Μάρθα, δεκαπέντε στα δεκάξι, είναι το μωρό που βρισκότανε στην κούνια, και που τώρα έγινε κοπέλα. Αυτός ο χαρούμενος κήπος, κήπος της Εδέμ, θα δείξει την αντίθεση με τους γκρίζους τοίχους του εστιατορίου. Στο εστιατόριο, για την ώρα, υπάρχει σε πρώτο πλάνο, στα δεξιά μια εστία χωρίς φωτιά. Στα αριστερά μια παλιά βαριά πόρτα, σε στυλ, περίπου, γοτθικό που καθώς ανοίγει, τρίζει λιγάκι.Όρθιος στο μέσον της σκηνής, ακίνητος, ο αδελφός Ταραμπάς, -που μοιάζει σαν καλόγερος και όχι απόλυτα σαν καλόγερος- με κουκούλα στο κεφάλι και χωρίς σταυρό. Στέκει έτσι για λίγα λεπτά. Ύστερα γυρίζει με μια απότομη κίνηση προς την πόρτα και βγάζει την κουκούλα του. Οι Αδελφοί θα πρέπει να μοιάζουν με ψευτοκαλόγερους χωρίς χαρακτηριστικά ή θρησκευτικά εμβλήματα. Ο Ζαν φαίνεται να διασχίζει το τοπίο του βάθους, πίσω από το κιγκλίδωμα, από τη μια ώς την άλλη άκρη και για λίγο χάνεται. Ακούγονται μερικά χτυπήματα στην πόρτα.

ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ελάτε, αγαπητέ μου ξένε, περάστε.(Η πόρτα ανοίγει αργά, τρίζοντας ελαφρά. Ο Ζαν μπαίνει δειλά. Η πόρτα ξανακλείνει. Ο Ζαν είναι αξύριστος, μοιάζει ταλαιπωρημένος, εξαντλημένος και γερασμένος. Τα ρούχα του είναι στραπατσαρισμένα, σκονισμένα και τσαλακωμένα)ΖΑΝ: Σας παρακαλώ... θα 'θελα να μου επιτρέψετε να ξαποστάσω για λίγα λεπτά. Τα πόδια μου δε με βαστάνε άλλο. Νιώθω τρομερά εξαντλημένος. Περπατάω εδώ και ατέλειωτες μέρες. Διέκρινα από μακριά το σπιτικό σας. Σας παρακαλώ, αφήστε με να ανασάνω για λίγο, να ζεσταθώ. Δε θα μείνω πολύ, μη φοβάστε, δε θα σας ενοχλήσω. Πρέπει να συνεχίσω το δρόμο μου. Το ταξίδι μου δεν τέλειωσε ακόμα. Πέρασα πολλές περιπέτειες, είδα ατέλειωτα πράγματα. Ήταν γεμάτο ενδιαφέρον μα στο τέλος εξαντλητικό. Έχω ανάγκη μόνο να ξεκουραστώ για λίγο, πριν να ξαναξεκινήσω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Βρισκόσαστε στο σπίτι σας αγαπητέ ξένε. Πάρτε αυτό το σκαμνάκι, καθίστε. Θα μας μιλήσετε αργότερα για όλα αυτά. (Ο Ζαν σωριάζεται στο σκαμνάκι) Έτσι... πολύ ωραία.ΖΑΝ, σκουπίζει τον ιδρώτα απ' το μέτωπό του με ένα μαντίλι, και το ξαναβάζει στην τσέπη του: Σας ευχαριστώ για την καλοσύνη σας, να με δεχτείτε τόσο ευγενικά.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αγαπάμε ξέρετε ιδιαίτερα να περιποιούμεθα ξένους στο σπίτι μας.ΖΑΝ: Είναι ένα μοναστήρι;

Page 25: Η πείνα και η δίψα

ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Όχι ακριβώς. Αν και όπως και να 'χει μπορείτε αν θέλετε να το θεωρήσετε ένα είδος μοναστηριού. Δεν περνάμε ποτέ την πόρτα του... Όταν πολυταξιδεμένοι άνθρωποι σαν και εσάς, έρχονται να μας επισκεφτούν, τους υποδεχόμαστε με προθυμία και είναι μεγάλη χαρά για μας να μαθαίνουμε ένα μικρό μέρος απ' όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο.ΖΑΝ: Ευχαριστώ... Ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Εμείς πρέπει να σας ευχαριστήσουμε που καταδεχτήκατε για μερικές στιγμές να μας χαρίσετε τη συντροφιά σας.ΖΑΝ: Όχι! Εγώ πρέπει να σας ευχαριστήσω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μα τι λέτε, εμείς πρέπει να σας ευχαριστήσουμε (παύση)ΖΑΝ: Είσαστε ο Ηγούμενος αυτού του ιδρύματος;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Καθόλου. Είμαι ο αδελφός Ταραμπάς, εντεταλμένος στην εξυπηρέτηση των ξένων. (Ο Ζαν ρίχνει ματιές γύρω του στο χώρο) Όπως διαπιστώνετε και μόνος σας, δεν είναι απόλυτα ένα μοναστήρι. Δε συμφωνείτε; Αυτή η αίθουσα δεν είναι ούτε η καντίνα της φρουράς ενός στρατώνα, όπως θα μπορούσατε να υποθέσετε, ούτε νοσοκομείο. Φυσικά και όχι. Ίσως στο πέρασμα των αιώνων να χρησιμοποιήθηκε και για κάτι τέτοιο. Κτίρια σαν κι αυτό, χρησίμευσαν συχνά για φυλακή, εκπαιδευτήριο, μοναστήρι, φρούριο, ξενοδοχείο. Είναι πολύ παλιό. Θα πρέπει η χρήσις του να άλλαξε πολλές φορές. Τώρα δεν είναι τίποτα απ' όλα αυτά. Όπως πολύ σωστά μεταχειριστήκατε πριν τη λέξη, είναι ένα ίδρυμα. Είμαστε ντυμένοι με τέτοιο τρόπο για δική μας άνεση. Αν μοιάζουμε να 'χουμε το ύφος ανθρώπων που ασχολούνται με τα θεία, είναι γιατί λίγο ως πολύ όλοι ασχολούμεθα με αυτά τα θέματα. Όχι δεν είμαι ο Ηγούμενος. Ο αδελφός Ηγούμενος είναι αυτός... (Εμφανίζεται από τα δεξιά των θεατών ο αδελφός Ηγούμενος. Είναι ντυμένος στα κάτασπρα και αφύσικα ψηλός. Μπορεί να φοράει ξυλοπόδαρα κρυμμένα κάτω απ' τη μακριά του ρόμπα. Ο Ζαν σηκώνεται)ΖΑΝ: Τα σέβη μου αδελφέ Ηγούμενε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν: Σας παρακαλώ καθίστε. Ο αδελφός Ηγούμενος είναι πολύ απλός. (Στον Ηγούμενο δείχνοντας τον Ζαν) Από εδώ ο καινούργιος μας επισκέπτης (ύστερα στον Ζαν, αφού κοίταξε για μερικές στιγμές τον Ηγούμενο) Ο αδελφός Ηγούμενος σας περίμενε, κύριε. Σας εύχεται καλώς ορίσατε και σας ευχαριστεί για την εμπιστοσύνη που μας δείξατε.ΖΑΝ: Τον ευχαριστώ και εγώ με όλη μου την καρδιά.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ο αδελφός Ηγούμενος θα ήθελε κυρίως να νιώσετε σαν στο σπίτι σας. Μα καθίστε λοιπόν πιο άνετα. Μη σηκώνεστε ασταμάτητα. Αφήστε τα νεύρα σας να ηρεμήσουν...ΖΑΝ, ξανακάθεται: Είπατε πως το ξέρατε πως θα ερχόμουνα;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Το υποθέταμε. Ήταν κάτι που το περιμέναμε. Συνήθως, όλοι φτάνουν κάποτε σ' αυτό το σπίτι. Απόδειξη, βρίσκεστε εδώ...ΖΑΝ, ηλίθια: Έχετε δίκιο. Αυτό είναι αλήθεια. (Κατά τη διάρκεια του διαλόγου που ακολουθεί ένας δεύτερος αδελφός, ένας τρίτος, ένας τέταρτος, θα εμφανιστούν διακριτικά ο ένας μετά τον άλλον. Ο τέταρτος θα καθίσει κοντά στην πόρτα στα αριστερά των θεατών. Οι άλλοι αφού σερβίρουν τον Ζαν, θα καθίσουν γύρω του, κατάχαμα, με τα πόδια σταυρωτά, ανατολίτικα) Έκανε πολύ παγωνιά στο δρόμο. Ύστερα ζέστη ανυπόφορη, καμίνι. Ύστερα ήταν και πάλι παγωνιά. Τώρα μάλλον κρυώνω. Ανάβετε συνήθως φωτιά;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αν θέλετε... Οι τοίχοι είναι αδιαπέραστοι και ογκώδεις. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει πάντα εδώ μέσα αυτή η δροσερή υγρασία.ΖΑΝ: Και όμως διψάω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Θέλετε μία λεκανίτσα με ζεστό νερό για να μουλιάσετε και να ξεκουράσετε τα πόδια σας; Ένα ποδόλουτρο θα σας ζεστάνει και θα σας ανακουφίσει.ΖΑΝ: Όχι!... ω!... όχι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μα ναι, ελάτε τώρα, βγάλτε τα παπούτσια σας. Τα πόδια σας έχουν φουσκώσει απ' το δρόμο.ΖΑΝ: Αφού επιμένετε. (Βγάζει τα παπούτσια του ο Ταραμπάς προχωρεί προς τα δεξιά, προς τη μικρή πλευρά του τοίχου στην οποία στο τέλος του επεισοδίου θα ανοίξει ένα είδος ταμείου και η οποία επεκτείνεται ελαφρά στα πλάγια της σκηνής. Ξαναγυρίζει με μια λεκάνη ζεστό νερό, και μια πετσέτα, ύστερα απ' την είσοδο του δεύτερου Αδελφού που στο μεταξύ έφερε στον Ζαν μια στάμνα με νερό)

Page 26: Η πείνα και η δίψα

ΖΑΝ, πίνοντας από τη στάμνα: Ευχαριστώ. Διψούσα πολύ. Τι ήταν, νερό για κρασί;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν που ενώ πίνει προσπαθεί να βάλει τα πόδια του στη λεκάνη με το νερό: Μην ενοχλήστε. Αφεθείτε σε μένα. Θα σας πλύνω εγώ τα πόδια. Πιείτε εσείς νεράκι με την ησυχία σας.ΖΑΝ, στον αδελφό Ταραμπά: Παρ' όλα αυτά... νιώθω...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μη σας στενοχωρεί. Εδώ το 'χουμε συνήθεια...ΖΑΝ: Μα την αλήθεια ήπια, χωρίς να πάρω ανάσα... Καλά καλά κι εγώ δεν ξέρω πόσο ήπια. Όπως και να 'χει πρέπει να ομολογήσω πως ήταν έξοχο... Τώρα καταλαβαίνω. Διατηρείτε ένα πανδοχείο σύμφωνα με τα παλιά πρότυπα. Ένα είδος σταθμού να πούμε, για να ανασαίνουν και να ξεκουράζονται οι ταξιδιώτες.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αν έτσι το βλέπετε... Ναι, ένα σταθμό για να ξεκουράζονται οι ταξιδιώτες. Μπορείτε μια χαρά να το ονομάσετε και έτσι αυτό το ίδρυμα. Το πανδοχείο. Ένα όνομα που του ταιριάζει θαυμάσια. Δεν προσέξατε την ταμπέλα καθώς ερχόσαστε;ΖΑΝ: Ίσως να ανυπομονείτε, να θέλετε να σας μιλήσω για τα ταξίδια μου... (Μπαίνει απ' τα δεξιά ο τρίτος Αδελφός, φέρνοντας ένα δίσκο με μια γαβάθα και ψωμί) Α! Μπράβο, πεινάω επίσης πάρα πολύ. Σας ευχαριστώ και πάλι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, σκυμμένος στα γόνατα του Ζαν: Μην ενοχλήστε. Θα σας σκουπίσω εγώ τα πόδια... Στο μεταξύ εσείς μη χάνετε τον καιρό σας. Φάτε... φάτε...ΤΡΙΤΟΣ: Τα ταξίδια κουράζουν πάντοτε και ανοίγουν την όρεξη. Είναι κάτι φυσικό. Τώρα έχετε μεγάλη ανάγκη να ξαναποκτήσετε δυνάμεις. (Μπαίνει ένας τέταρτος Αδελφός που στέκεται κοντά στην πόρτα στα αριστερά των θεατών. Κρατάει στα χέρια του μια καραμπίνα)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αυτός είναι ο αδελφός μας Κυνηγός...ΖΑΝ: Α! Ναι! Φυσικά... μα φυσικά...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ξέρετε, ψαρεύουμε, κυνηγάμε, καλλιεργούμε το λαχανόκηπο, τα αμπέλια, όλα αυτά μόνοι μας. Πρέπει να οργανώνεται κανείς...ΖΑΝ: Μα είναι καταπληκτικό. (Το στόμα του είναι γεμάτο και καταπίνει με απληστία) Πίνω και τρώω, τρώω και πίνω και η δίψα μου δε σταματά και η πείνα μου δεν τελειώνει. Συγχωρήστε με, θα με περνάτε για ένα απύθμενο πιθάρι. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα τέτοια πείνα. Είναι αλήθεια πως εδώ και εβδομάδες, για να είμαι πιο ακριβής, εδώ και μήνες δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου. Ξέρετε ήταν κάτι που ούτε το πρόσεχα καν, κάτι που περνούσε απαρατήρητο. Τόσο με είχε απορροφήσει η γοητεία της περιπέτειας, η ομορφιά και τα θαύματα των τόπων που προσπερνούσα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Είχατε την τύχη να ταξιδέψετε πολύ!...ΖΑΝ: Σ' αυτό ναι, έχετε δίκιο. Είχα μια τέτοια τύχη. Σχεδόν ξεχνούσα να φάω... να πιω λίγο νερό... Μπορώ να πάρω μια στάλα, ακόμα;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μα τι ρωτάτε, όσο θέλετε. Γι` αυτό είμαστε εδώ, για να σας ευχαριστήσουμε. (Στον δεύτερο και τρίτο Αδελφό) Δώστε του, Αδελφοί μου, ό,τι σας ζητήσει και όσο σας ζητήσει. Μην αφήνετε τη γαβάθα και το πιάτο του να αδειάσει. Μα κάντε γρήγορα. Τι στέκεστε; Περιποιηθείτε τον ξένο μας. (Ο δεύτερος και ο τρίτος σερβίρουν τον Ζαν να φάει και να πιει)ΖΑΝ: Μην τους μαλώνετε, αδελφέ Ταραμπά. Το λάθος είναι δικό μου. Τρώω πάρα πολύ γρήγορα. Δεν προλαβαίνουν σχεδόν να ξαναγεμίσουν τη στάμνα και τις γαβάθες. (Ο Ταραμπάς βγαίνει με τη λεκάνη, για να ξαναγυρίσει με άλλες πετσέτες, ενώ ο Ζαν πίνει και τρώει αφάνταστα γρήγορα, με βουλιμία. Οι αδελφοί τρέχουν, κωμικά, βιαστικά και ασταμάτητα, για να γεμίσουν τη στάμνα και τις γαβάθες και συνεχίζουν να σερβίρουν τον Ζαν. Κινήσεις ρυθμικές)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν: Συγχωρήστε τους. Είναι αργοκίνητοι. Βλέπετε δεν είναι πια στην πρώτη τους νεότητα. Μία καλά ζεσταμένη κομπρέσα στο πρόσωπο, θα σας κάνει εξαιρετικά καλό. (Κολλάει μία στο πρόσωπο του Ζαν. Αυτός την τραβάει)ΖΑΝ: Ευχαριστώ... (Ανάμεσα από μια γουλιά και μια μπουκιά) Τώρα πρέπει να σας διηγηθώ... Έχω τόσα πράγματα να σας εξιστορήσω... Πρέπει να σας πω...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μην ανησυχείτε θα γίνει και αυτό με τη σειρά του. (Κολλάει και πάλι την αχνιστή κομπρέσα στο πρόσωπο του Ζαν)ΖΑΝ, τραβώντας την πετσέτα: Πράγματι κάνει πολύ καλό... Α! Τώρα το σκέφτηκα! Δεν ξέρω... δεν ξέρω... αν έχω μαζί μου αρκετά χρήματα για να σας πληρώσω αυτό το πλούσιο γεύμα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μην ανησυχείτε τώρα για κάτι τέτοια! (Και πάλι τοποθέτηση της κομπρέσας ανάμεσα

Page 27: Η πείνα και η δίψα

από δυο μπουκιές ή δυο γουλιές του Ζαν)ΖΑΝ: Εντούτοις θα 'θελα να 'ξέρα...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ω! Δε θα στοιχίσει και σπουδαία πράγματα.ΖΑΝ: Όπως και να 'χει... (Ξανατραβάει την πετσέτα)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Σας είπα μην ανησυχείτε. Θα τα βρούμε αργότερα. Θα κανονίσουμε το ζήτημα με τον πιο φιλικό τρόπο. Μη σας απασχολεί λοιπόν καθόλου.ΖΑΝ, τρώγοντας και πίνοντας πολύ γρήγορα: Πόσο γενναιόδωρος είσαστε. Έχετε μια καρδιά μάλαμα. Προορισμένος για να δημιουργείτε μεγάλες φιλίες. Νιώθω τόσο άνετα κοντά σας.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αν είναι έτσι μπορείτε να μείνετε όσο θέλετε.ΖΑΝ: Δε θα 'θελα να κάνω κατάχρηση της καλοσύνης σας. Θα ένιωθα άσκημα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Εμείς πάντως είμαστε στην απόλυτη διάθεσή σας.ΖΑΝ: Μια τέτοια περιποίηση σου ζεσταίνει την καρδιά. Σε γεμίζει χαρά. Δυστυχώς δεν μπορώ να μείνω περισσότερο από λίγες στιγμές. Πρέπει να συνεχίσω το δρόμο μου. Έχω ακόμα τόσα πράγματα να δω, τόσα πολλά να μάθω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Θα μπορούσατε... αν θέλετε φυσικά, να ξεκουραστείτε για ένα διάστημα... Λέω αν μπορείτε... Μην νιώσετε στο παραμικρό υποχρεωμένος. Αν και ομολογώ πως θα ήταν για μας εξαιρετική χαρά αν θα θέλατε αργότερα να μας αφιερώσετε λίγες στιγμές απ' τον πολύτιμο χρόνο σας... Όπως και μόνος σας το προτείνατε... Ας πούμε... λίγη ώρα για να μας μιλήσετε... Όχι πολλά πράγματα, λίγα λόγια... Μετά το φαγητό, την ώρα του φρούτου, στον αδελφό Ηγούμενο, στους άλλους, και σε μένα, για όλα αυτά τα παράξενα και θαυμαστά που είχαν την τύχη τα μάτια σας ν' αντικρίσουν. Εάν φυσικά είναι κάτι που το θέλετε και σεις... Εάν είσαστε υπερβολικά βιαστικός... Κανείς δε σας αναγκάζει.ΖΑΝ: Είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να σας προσφέρω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Εξάλλου, είμαι σίγουρος, πως η αφήγησή σας μας ενδιαφέρει πολύ. Τόσο πολύ, που στο τέλος θα πρέπει εμείς να σας ανταμείψουμε. Κρυώνετε πάντα;ΖΑΝ: Με τον καιρό συνήθισα, εντάξει νιώθω. Μην... Όχι, όχι... Δεν υπάρχει πια λόγος να ανάψετε φωτιά.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μα τι λέτε. Τίποτα δε μας δίνει μεγαλύτερη χαρά, απ' το να φροντίζουμε τους επισκέπτες μας. Φάτε να χορτάσετε. Πιείτε να ξεδιψάσετε. Θα ανάψουμε για το χατίρι σας και μια μικρή φωτιά. Είναι πιο ευχάριστα. (Ένας αδελφός ανάβει τη φωτιά)ΖΑΝ: Μα γιατί... σας ευχαριστώ... δεν υπάρχει λόγος.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, κάνοντας νόημα στον Ζαν να πιει: Πρέπει να ζεσταθείτε. Πρέπει να δροσιστείτε. Μη διστάζετε. Έννοια σας δε θα τα χαλάσουμε στο λογαριασμό...ΤΡΙΤΟΣ: Λοιπόν αγαπητέ ταξιδιώτη, τι θαυμαστά πράγματα είδες στον έξω κόσμο;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον τρίτο: Αφήστε τον πρώτα για λίγο να ανασάνει.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Ζαν: Πώς προοδεύει η ανθρωπότητα, τι φτιάχνει, πού τραβάει;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον δεύτερο: Μη βιάζεστε λοιπόν. Περιμένετε να ξαναβρεί τις δυνάμεις του, να ξαναβρεί τη ροή των σκέψεών του.ΤΡΙΤΟΣ: Ποιους κόσμους συνάντησες στο δρόμο σου ταξιδιώτη; Τι είδαν τα μάτια σου; (Τοποθέτηση της κομπρέσας)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Σας είπα, κάντε λίγη υπομονή Αδελφοί μου. (Στον Ζαν) Απ' την επιθυμία τους να μάθουν, φέρονται σαν μικρά παιδιά. Σας γυρεύω για λογαριασμό τους συγνώμη. (Ξανατραβάει την κομπρέσα)ΖΑΝ: Δικαιολογώ απόλυτα την ανυπομονησία τους... Τώρα, ύστερα απ' όλες σας τις φροντίδες, νιώθω πολύ καλύτερα. Η κούρασή μου πέρασε. Αν μου το επιτρέπετε αργότερα, θα ξαναπάρω λίγο από αυτό το φαγητό, από εκείνη τη σούπα.ΤΡΙΤΟΣ: Τι πράγματα είδαν τα μάτια σου;ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Τι άκουσαν τα αυτιά σου;(Οι τρεις αδελφοί κάθονται κυκλικά γύρω απ' τον Ζαν. Ο τέταρτος στέκεται πάντα ακίνητος κοντά στην πόρτα. Ο Ταραμπάς κατ ο Ηγούμενος μένουν όρθιοι. Ο Ταραμπάς πιο κοντά στον Ζαν ανταλάσσει πού και πού μια ματιά με τον Ηγούμενο, σαν να θέλει να του ζητήσει τη γνώμη του, σ' ένα βουβό διάλογο)

Page 28: Η πείνα και η δίψα

ΖΑΝ: Τι είδαν τα μάτια μου; Τι άκουσαν τ' αυτιά μου; Μα την αλήθεια είδα τόσα πράγματα, που είναι δύσκολο... δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ. Όλα είναι τόσο μπερδεμένα στο μυαλό μου. Σταθείτε... Θα προσπαθήσω. Είδα ανθρώπους, είδα λιβάδια, είδα σπίτια, είδα ανθρώπους, είδα λιβάδια... Α ναι!... λιβάδια και ποταμάκια και ρυάκια και σιδηροδρομικές γραμμές... Είδα δέντρα...ΤΡΙΤΟΣ: Τι είδους δέντρα;ΖΑΝ: Κάθε είδους. Αμέτρητα δέντρα.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Ήταν ανθισμένα;ΖΑΝ: Ναι. Δέντρα γιομάτα λουλούδια, δέντρα που είχαν χάσει τα λουλούδια και τα φύλλα τους. Δέντρα γυμνά χωρίς λουλούδια και χωρίς φυλλώματα. Α, ναι! Χιλιάδες δέντρα κατά μήκος των δρόμων. Είδα... είδα... παιδιά.ΤΡΙΤΟΣ: Τι κάνανε τα παιδιά;ΖΑΝ: Κρατούσαν σάκες, τα βιβλία τους, πηγαίναν στο σχολείο, ζαν απ' το σχολείο, ή άλλα παιδιά που έπαιζαν κουτσό, κρυφτό, κλέφτες και αστυνόμους. Μια ατέλειωτη αρμαθιά από παιδιά. Ξανθά, μελαχρινά, κοκκινομάλλικα...ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Μίλησες μ' αυτά τα παιδιά; Τι απαντήσεις σου δώσανε; Τι σου είπανε;ΖΑΝ: Τι μου είπανε; Δεν είχαν καιρό, προσπερνούσανε. Άλλα, τα προσπερνούσα εγώ στις στράτες και στα μονοπάτια. Άλλα ερχόντουσαν από αντίθετες κατευθύνσεις, διασταυρωνόμασταν και ξεμάκραιναν. Ύστερα είδα ανθρώπους, άνδρες, γυναίκες. Δεν μπορούσα να μιλήσω σε όλους ή καλύτερα... δεν τους μιλούσα ποτέ. Ήμουνα βιαστικός ξέρετε... Δεν είχα καθόλου καιρό. Ήθελα να φτάσω πριν να νυχτώσει... Μα τι σας λέω τώρα; Και εγώ τα μπερδεύω. Συχνά ταξίδευα ακόμα και τη νύχτα και η μέρα ξαναρχόταν χωρίς να το καταλάβω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Τι είδους μέρα;ΖΑΝ: Γκρίζα, σκυθρωπή όσο που έφτανε το μάτι σου μακριά στις απέραντες κοιλάδες.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Πριν από την πεδιάδα, όταν προσπερνούσες τα λιβάδια, θα έπρεπε να συνάντησες στο δρόμο σου τον ιππότη μιας ξεχασμένης εποχής που κοιμάται σαν άγαλμα όρθιος φορώντας τη σιδερένια του πανοπλία.ΤΡΙΤΟΣ: Έφτασες μέχρι το παλάτι; Είδες τον αυτοκράτορα ή την ακολουθία του;ΖΑΝ, τρώγοντας και πάλι: Σας το ξανάπα, μια σκυθρωπή κοιλάδα... Γυμνή και έρημη.ΤΡΙΤΟΣ: Πριν απ' την κοιλάδα;ΖΑΝ: Γαλάζιες ακρογιαλιές.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Αναμφίβολα θα είδες τον κόκκινο ωκεανό και τις ματωμένες λίμνες. Τα κενά στο απέραντο στερέωμα, το βιασμό των άστρων, τις μηχανές που περιστρέφονται στο άπειρο, σκορπίζοντας γύρω τους κάθε λογής χρώματα.ΖΑΝ: Είδα λιβάδια, άνδρες, γυναίκες που καβγάδιζαν, γάμους, ναι γάμους και πολλά νιόπαντρα ζευγάρια.ΤΡΙΤΟΣ: Καθώς προσπερνούσες τις πεδιάδες και τα δάση, πριν απ' την έρημη κοιλάδα και τις γαλάζιες ακρογιαλιές, μήπως πήρε το μάτι σου τις φωτεινές πηγές, τις κρυστάλλινες εστίες, τη γερασμένη πετρωμένη γυναίκα, τους αέρινους ναούς; (Ο Ζαν κουνάει αρνητικά το κεφάλι του) Τους ναούς με τις κολόνες που ξεπηδάνε απ' τη γη;ΖΑΝ: Ναι! Είδα κολόνες ξύλινες. Είδα κολόνες στις ταβέρνες. Ναι, τις κολόνες των εκκλησιών, τις κολόνες του νοικοκυριού. Κολόνες και άλλες κολόνες. Είδα ανθρώπους που περπατούσανμε...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Οι κολόνες και τα πόδια είναι στοιχεία απαραίτητα. Διαφορετικά πού θα στηριζότανε η οικουμένη, πώς θα προχωρούσε και θα προόδευε η ανθρωπότητα;ΖΑΝ: Ξυπνούσαν, έφευγαν, ύστερα καθόντουσαν για λίγο να ξεκουραστούν και ξεκινούσαν πάλι. Σε πιο μακρινά μέρη είδα ανθρώπους να κοιμούνται, να σηκώνονται, να μιλάνε και μετά να σωπαίνουν, να ξαπλώνουν, και να στέκουν έτσι ώρες ακίνητοι, μέχρι που δεν τους διέκρινες πια.ΤΡΙΤΟΣ: Εγνώρισες τις χώρες που αλλάζουν χρώματα μόλις κανείς περάσει τα σύνορά τους; Πολιτείες ολόκληρες που μεταμορφώνονται θα 'λεγες σαν τον χαμαιλέοντα;ΖΑΝ: Δεν είδα τίποτα απ' όλα αυτά... Είδα αγρούς, πόλεις, μουστάκια, βουνά. Τι άλλο μπορώ να σας πω ακόμα; Μουστάκια, ποτάμια, ζώνες, γαλοπούλες, πορτοκάλια, καμιόνια, κανόνια; Μεθυσμένους, ανθρώπους λευκούς, ανθρώπους κίτρινους, ανθρώπους μαύρους, σπίτια κόκκινα,

Page 29: Η πείνα και η δίψα

σπίτια πράσινα, κουρτίνες και rουρτινάκια, ποτάμια και ποταμάκια, ταμπούρλα και άλλα ταμπούρλα... πεινάω. Ακόμα πεινάω... πάντα πεινάω...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μη στενοχωριέστε γι' αυτό. Μπορείτε να φάτε και να πιείτε όσο θέλετε. Τα πάντα είναι στη διάθεσή σας.ΖΑΝ: Αλήθεια μπορώ; Ω! Ευχαριστώ. Τρώω, και όμως είναι σαν να μην τρώω. Αυτό το κενό, το κενό που δεν μπορώ να το χορτάσω με τίποτα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ο αδελφός Ηγούμενος, εάν διαβάζω σωστά την έκφραση του προσώπου του, δε φαίνεται ακόμα ικανοποιημένος από όσα διηγηθήκατε είναι τόσο λιγοστά, που αντί να μας χορτάσουν, μεγαλώνουν την πείνα και τη δίψα μας.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Μέχρι τώρα δε μας είπε τίποτα το καινούργιο.ΤΡΙΤΟΣ, στον Ταραμπά: Παρακαλέστε τον ταξιδιώτη να μας μιλήσει για πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Αναγκάστε τον, πιέστε τον να ψάξει στα απόκρυφα του λογισμού του, εκεί όπου σίγουρα κρύβονται οι αναμνήσεις του.ΖΑΝ: Μια θλιβερή πεδιάδα, χαμένα μονοπάτια, άδεια σταυροδρόμια, γυμνές εκτάσεις γης.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν: Επεκταθείτε κάπως περισσότερο, σας παρακαλώ. Πριν απ' την έρημη Κοιλάδα, πολύ πιο πριν, θα πρέπει να ζήσατε, να είδατε και άλλα πράγματα. Εσείς δεν είσαστε ένας κοινός ταξιδιώτης. Είσαστε ένας εξερευνητής. Θα πρέπει να έχετε μια μεγαλύτερη διορατικότητα, ένα δυνατότερο μνημονικό, κάποια φαντασία.ΖΑΝ, τρώγοντας: Είδα... (Ανάμεσα από γουλιές και από μπουκιές που καταπίνει)... Ποτάμι... παραπέτασμα... ταμπούρλο...ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν: Ο αδελφός Ηγούμενος θα μας ζητήσει να εκτιμήσουμε την αξία του τεστ. Πρέπει να κρατήσουμε σημειώσεις. (Στον τρίτο) Αδελφέ Γραμματέα, αδελφέ Ψυχολόγε, γράφετε... Κρατήστε σημειώσεις. (Στον Ζαν) Ελάτε, συγκεντρωθείτε, κάντε μια μικρή προσπάθεια. Όλα έχουν σημασία.ΖΑΝ, τρώγοντας και ξεδένοντας τη γραβάτα και το κολάρο του: Χρώμα, ποτάμι, ταμπούρλο, κουρτίνα, ζώνη, κήπος, μουστάκι. (Συγχρόνως ο τρίτος κρατάει σημειώσεις) Γαλόπουλο, παραπέτασμα... μουστάκι.ΤΡΙΤΟΣ: Μας το ξανάπατε.ΖΑΝ: Πνίγομαι... Ορίστε... Καταρράκτης, ταμπούρλο, σχολείο, συγγενής, σπίτι, ήλιος, γαλόπουλο, χωρικός, χρώμα, ζώνη, κήπος, μουστάκι.ΤΡΙΤΟΣ: Λέτε τα ίδια και τα ίδια αδελφέ Ζαν...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Επαναλαμβάνετε τα ίδια αγαπητέ μου κύριε. Αναγκαστικά ο αδελφός Ηγούμενος θα σκεφτεί πως η αφήγησή σας είναι μάλλον φτωχή...ΖΑΝ: Είδα... Είδα... κήπος, γαλόπουλο, σχολείο, συγγενείς, ήλιος, κήπος, κήπος...ΤΡΙΤΟΣ: Όχι μονάχα επαναλαμβάνει, αλλά ξεχνάει και αυτά που λέει. Αρχίζει, και μετά μπερδεύει ονόματα, πρόσωπα, αντικείμενα... Τα ανακατεύει όλα σιγά σιγά. Δεν προφέρει πια ούτε τις λέξεις με λογική σειρά. (Στον Ζαν) Ξεχνάτε τα ίδια σας τα λόγια αδελφέ Ζαν.ΖΑΝ: Μα όχι, όχι, κάνετε λάθος. (Προσπαθεί να θυμηθεί) Παραπέτασμα, ποταμός, γαλόπουλο, ταμπούρλο, πράγματι έχετε δίκιο, όσο πάει, θυμάμαι και λιγότερο. Α! Τώρα το βρήκα, χωρικός. Νάτην τη λέξη που γύρευα... Ηλιοστάσιο.ΤΡΙΤΟΣ, στον Ταραμπά: Αυτή η λέξη δεν υπάρχει στο τεστ του λεξιλογίου που του προτείναμε. (Στον δεύτερο) Για να μην το πάρουμε είδηση πως ξεχνάει τις λέξεις, φτιάχνει άλλες δικές του.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν: Σε κάτι τέτοια τεστ, ξέρετε, δεν είναι εύκολο να ξεγελάσετε. Είναι έτσι φτιαγμένα, που δεν μπορείτε να εξαπατήσετε κανένα. Ούτε τον εαυτό σας, ούτε εμάς. Αλλά εάν βρείτε κάτι καινούργιο, αν έχετε άλλες εμπειρίες, άλλες αναμνήσεις, τότε να μας τις πείτε.ΖΑΝ: Ζώνη, χρώμα, μάσκα, μάσκα, μάσκα... Όσο πιο πολύ τρώω, τόσο περισσότερο πεινάω. Όσο πιο πολύ πίνω τόσο περισσότερο διψάω. Τα πόδια μου ξύλιασαν.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αφήστε τα παπούτσια σας. (Στον δεύτερο) Να του φορέσετε παντόφλες. (Στον Ζαν) Έτσι θα ζεσταθείτε καλύτερα.ΤΡΙΤΟΣ, στον Ταραμπά: Υπάρχουν ορισμένες λέξεις, που τις ξεχνάει ηθελημένα. Δεν τις αναφέρει ποτέ.ΖΑΝ: Ναι, είναι λίγος καιρός που παθαίνω διαλήψεις. Από την κούραση.

Page 30: Η πείνα και η δίψα

ΤΡΙΤΟΣ: Είσαστε υπερβολικά εξαντλημένος. Αυτό είναι αλήθεια.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μη σας νοιάζει, Θα σας τονώσουμε τον οργανισμό. Το ίδρυμά μας υπήρξε κάποτε κλινική. Διαθέτουμε στις αποθήκες μας ποσότητες φαρμάκων που οι προκάτοχοι μας στοίβαξαν εδώ και αιώνες. Επί γενεές γενεών. Μην ανησυχείτε, αδελφέ Ζαν, τα χάπια μας είναι από εκείνα που δεν καταστρέφονται, μήτε σαπίζουν με τα χρόνια.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Δοκιμασμένα και συγχρόνως αναλλοίωτα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, δείχνοντας τον δεύτερο: Μπορείτε να του έχετε εμπιστοσύνη. Είναι ο Αδελφός που ασχολείται με τη φαρμακευτική. Λοιπόν, όταν θα ξεκινήσετε για τις καινούργιες σας εξερευνήσεις θα σας δώσουμε μαζί σας μερικές παστίλιες. Θα σας βοηθήσουν να βλέπετε πιο αποτελεσματικά και να μην ξεχνάτε αργότερα όσα είδατε. Δυστυχώς η δύναμη της προσοχής σας είναι παθολογικά κλονισμένη. Αλλά τα χάπια θα τη δυναμώσουν. Οι παραστάσεις θα πάψουν να αλλοιώνονται στη συνειδητή σας μνήμη, και θα σας χαρίσουν και μεγαλύτερη φαντασία.ΖΑΝ: Πώς θα γιατρέψω την κούραση... Την ασταμάτητη κούραση που με εξαντλεί.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον δεύτερο: Τι θα γίνει με την κούρασή του;ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Ζαν: Θα περάσει. Όταν θα ξαναπάρετε το δρόμο σας, δεν έχετε παρά να τραγανίζετε αυτές τις καραμέλες.ΤΡΙΤΟΣ: Εσημείωσα τις απαντήσεις του τεστ. Ήταν μάλλον μέτριες, και ούτε, πολύ πιο κάτω απ' το μέτριο.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Πράγματι. Περιμέναμε καλύτερα αποτελέσματα. Δε στάθηκε ικανός να διακρίνει τον ιππότη με τη σιδερένια πανοπλία και κυρίως δε θυμάται καθόλου τα λόγια.ΤΡΙΤΟΣ: Κανένας υπαινιγμός, καμία νύξη γι' αυτά τα λόγια.ΖΑΝ: Τα λόγια... ναι, τα ήξερα. Νομίζω πως ήταν... Όχι, δε θυμάμαι πια. Συγχωρήστε με. Για τα υπόλοιπα πρέπει να σας πω, για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, πως περνούσα από περιοχές σκοτεινές, ομιχλώδεις. Στρώματα από καταχνιά. Μόλις και μετά βίας έβλεπα γύρω μου σε δυο μέτρα απόσταση.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Η χρυσαφένια πανοπλία του Ιππότη αστράφτει ανάμεσα κι απ' την πιο πυκνή καταχνιά.ΤΡΙΤΟΣ: Δεν είδε ούτε το λαμπερό αστέρι που σκορπάει φωτιές, ούτε τον φωτεινό πύραυλο που ξεσκίζει τα βαθιά σκοτάδια.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν δείχνοντας τον δεύτερο: Πριν να φύγετε, θα σας δώσει ειδικά φάρμακα. Θα σας στάξει οραματικές σταγόνες στα μάτια.ΤΡΙΤΟΣ: Η ακοή του επίσης είναι πολύ αδυνατισμένη, διαφορετικά θα άκουγε τις εκρήξεις του αστεριού, και αν όχι, θα μπορούσε τουλάχιστον να τις φανταστεί... (Ο Ηγούμενος κάνει μία κίνηση και ο Ταραμπάς στρέφεται προς το μέρος του) ...ή να τις μαντέψει από διαίσθηση.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ηγούμενο: Πολύ καλά αδελφέ Ηγούμενε θα του θέσουμε τις ερωτήσεις του δεύτερου τεστ. (Στον Ζαν) Μεγάλε ταξιδιώτη. Θα θέλαμε πάρα πολύ να μάθουμε τι απέγιναν φίλοι που μας εγκατέλειψαν και που λοξοδρόμησαν στις στράτες του κόσμου. Μερικοί ανάμεσά τους σήμερα, θα χρειάζονται τη βοήθειά μας. Θα πρέπει να στερούνται ακόμα και το ψωμί. Μήπως κατά τύχη συναντήσατε κανέναν από αυτούς τους ζητιάνους που απλώνουν το χέρι στις πλατείες και τα σταυροδρόμια;ΖΑΝ: Προσπερνούσα γρήγορα. Κοίταζα ίσα μπροστά. Σας το ξανάπα βιαζόμουνα να φτάσω στο σκοπό μου.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αφού είναι έτσι μιλήστε μας για τις πολιτείες.ΖΑΝ: Σαν έφτανα ήταν νύχτα βαθιά...ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον τρίτο: Όταν η πλήξη κυριεύει την ψυχή, ορίστε τα αποτελέσματα.ΖΑΝ: Καμιά φορά τύχαινε να ξημερώσει. Το προσέξατε, άρχισα πάλι να θυμάμαι. Μα ναι! Δε συμφωνείτε; Τότε διέκρινα από μακριά... αυτό συνέβαινε στις αρχές πριν να φτάσω στην έρημη κοιλάδα, πριν τα σκεπάσει όλα η καταχνιά που δεν ξέρεις αν είναι μέρα για νύχτα, δεν ξεχωρίζεις το φως απ' το σκοτάδι... διέκρινα ξέμακρα... και αυτό όταν η καταχνιά δεν είχε πυκνώσει πολύ... ξεχώριζα πέρα μακριά τις πυροστιές των σιδηρουργών με τα μεγάλα πυρακτωμένα τους καμίνια.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μπήκατε σε καμιά από αυτές τις πολιτείες ή μόνο τις προσπερνούσατε;

Page 31: Η πείνα και η δίψα

ΖΑΝ: Προσπάθησα πολλές φορές να μπω. Μα μόλις πλησίαζαν, οι πολιτείες χανόντουσαν ή οι πόρτες τους σφαλούσαν. Ήταν νωρίς, ή πολύ αργά και δε με άφηναν να περάσω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Δε δίνει ποτέ συγκεκριμένες πληροφορίες. Δεν αναφέρει ποτέ κάτι χρήσιμο στη βιβλιογραφία μας ή στις στατιστικές μας. Δεν είδατε λοιπόν, στους αγρούς, στις μικρές πόλεις που προσπερνούσατε, στα μονοπάτια, τίποτα το αξιοσημείωτο, τίποτα που να σας εντυπωσίασε περισσότερο από κάτι άλλο, που να προβλημάτισε τη σκέψη σας; Δεν κάνατε με κάποιον άνθρωπο ούτε καν μια ενδιαφέρουσα συνομιλία;ΖΑΝ: Δε συνάντησα κανένα, στο τέλος δεν υπήρχε μήτε ανθρώπινη σκιά. Όταν η μέρα φώτιζε ακόμα, όπως σας έλεγα και πιο πριν, διέκρινα καθαρά εδώ και εκεί μερικές σιλουέτες... ανθρώπους συγκεντρωμένους ναι, συντροφιές και μακρινές σιλουέτες. Κατόπιν μήτε μια σκιά, τίποτα, ψυχή. Η καταχνιά σκέπασε τα πάντα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ακόμα και αν δεν τον είδατε, είσαστε σίγουρος πως δεν ακούσατε τη φωνή του ανθρώπου που γιομάτος αγωνία φώναζε βοήθεια. Του ανθρώπου που τον κατάπινε ο βάλτος την ώρα που βρισκόσαστε εκεί κοντά;ΖΑΝ: Όχι δεν τον είδα. Ούτε τον άκουσα. Αυτό ασφαλώς δε θα συνέπεσε τη στιγμή που περνούσα εγώ. Ίσως να συνέβηκε νωρίτερα, ή αναμφίβολα θα 'γινε αργότερα. Διαφορετικά θα τον άκουγα. Θα έβλεπα έστω ένα σχήμα μέσα στη λάσπη. Μια καταχνιά σκέπαζε τα πάντα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Συγχωρήστε με που επιμένω. Όταν η νύχτα διαλυόταν, όταν σκορπιζόταν η καταχνιά τι βλέπατε;ΖΑΝ: Σας το ξανάπα. Στην αρχή υπήρχαν τα παραπετάσματα, τα ποτάμια. Σας το ξανάπα. Πιστέψτε με, δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ό,τι σας είπα. Μια θλιβερή πένθιμη κοιλάδα, η σκυθρωπή πεδιάδα, μια έρημη έκταση μέχρι που έφτανε το μάτι σου. Μια κοιλάδα σκοτεινή και ατέλειωτη, απέραντα θανατερή. Ύστερα η καταχνιά σκέπασε τα πάντα.ΤΡΙΤΟΣ: Δε συναντήσατε στρατιώτες σε πορεία;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Οι Αδελφοί μας δε γνωρίζουν τίποτα, κύριε. Φέρονται σαν μικρά παιδιά. Ελπίζω να μη σας κουράζουν υπερβολικά με τις ερωτήσεις τους.ΖΑΝ: Μα καθόλου... Ναι! Είδα στρατιώτες τα ξημερώματα να περνάνε σε πυκνές φάλαγγες. Στους ώμους τους κρεμόντουσαν κάτι σαν σχολικές σάκες. Ακριβώς όπως τα μαθητούδια.ΤΡΙΤΟΣ: Τους ακολουθήσατε αυτούς τους στρατιώτες; Πού πηγαίνανε;ΖΑΝ: Προς την κατεύθυνση κάποιου ήλιου. Σβήνανε πριν να τον φτάσουν λες και τους κατάπινε μια ομίχλη. Κάτι σαν καπνός..ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στους δύο μοναχούς: Κουράζετε πολύ τον ξένο μας με τις ερωτήσεις σας.ΖΑΝ: Ύστερα και πάλι η έρημη κοιλάδα, μετά ένα γυμνό ξέφωτο και ύστερα η καταχνιά που σκέπασε τα πάντα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Δεν προσέξατε τίποτα άλλο;ΖΑΝ: Όχι, τίποτα άλλο. Α! Ναι. Πολλές φορές, καθώς τραβούσα το δρόμο μου -τότε δεν έδινα και τόση σημασία- πολλές φορές καθώς τραβούσα το δρόμο μου, μέσα στην ομίχλη ή μέσα στη νύχτα, στην άκρια κάποιου δάσους ή στη στροφή ενός μονοπατιού, καθώς χαιρόμουνα ένα απρόσμενο ξάνοιγμα του ουρανού, στη διάρκεια μιας αστραπής ή στη χλωμή ανταύγεια μιας φεγγαροαχτίδας, ξεπηδούσε μπροστά μου μια ωχρή φιγούρα. Μια ρακένδυτη γριά διπλωμένη στο ραβδί της. Στεκότανε ακίνητη και με κοιτούσε δίχως να μιλάει. Μα ναι, σε αραιά χρονικά διαστήματα τη διέκρινα καλά. Μόλις που ξεχώριζε καμπουριαστή, στο μισόφωτο. Είχα δίκιο που δεν της έδινα σημασία. Δε συμφωνείτε; Ήξερα πως ήταν γέννημα ονειροφαντασίας, απάτη ψευδαισθήσεως. Μια τέτοια γέρικη φιγούρα δεν είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Θα 'λεγες η εικόνα, η προσωποποίηση των γηρατειών. Πάει καιρός που δεν την ξανάδα. Στις θύμησές μου η καταχνιά σκέπασε τα πάντα.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Καμιά φορά δε στεκόσαστε να ξεκουραστείτε, να πάρετε ανάσα;ΖΑΝ: Όταν δεν μπορούσα άλλο να περπατήσω, σταματούσα. Καθόμουνα τότε σ' ένα ορόσημο κι έκλεινα τα μάτια.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, σε τόνο πιο ζωηρό: Τι έβλεπες εκείνη τη στιγμή;ΖΑΝ: Σας είπα, είχα τα μάτια μου κλειστά. Έτσι...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μέσα σου τι έβλεπες; Ποιες εικόνες σε βασάνιζαν;

Page 32: Η πείνα και η δίψα

ΖΑΝ: Οι ίδιες. Μια σκυθρωπή πένθιμη κοιλάδα. Μια γκρίζα μονότονη πεδιάδα, μια κοιλάδα βουτηγμένη στη λάσπη, μια ατέλειωτη έκταση όπου τα μονοπάτια της δεν έβγαζαν πουθενά. Μονοπάτια που δεν έβγαζαν πουθενά. Ύστερα έπεσε η καταχνιά που σκέπασε τα πάντα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Κάπως υπερβολικά μας τα λέτε. Πρέπει να το παραδεχτείτε. Ένα από αυτά τα μονοπάτια σας έφερε ολόισια μέχρι εδώ.ΖΑΝ: Είναι αλήθεια. Και είμαι πολύ χαρούμενος γι' αυτό. Ήταν η μοναδική μου τύχη. Δε θα ξεχάσω ποτέ ό,τι κάνατε για μένα. Πέστε μου τι σας χρωστάω;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν, αφού κοίταξε πριν για μια στιγμή τον Ηγούμενο: Ο Ηγούμενος αδελφός μας, σας ευχαριστεί βαθιά που με τόση προθυμία μας μιλήσατε για τα ταξίδια σας και κυρίως με ένα τόσο καθαρό και ολοκληρωμένο τρόπο.ΖΑΝ: Ω! ξέρετε...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Είσαστε πολύ μετριόφρων, κύριε Ζαν. Πιστέψτε με, η κουβέντα μας δεν ήταν μια συνηθισμένη συνομιλία. Ήταν μια πραγματική διάλεξη. Λίγο αυθόρμητη ίσως επιφανειακά απλή, αλλά καλά προετοιμασμένη και πολύ μελετημένη. Εγώ τουλάχιστον τη βρήκα μεστή και με πολύ ακρίβεια. Απηλλαγμένη από κάθε λογής ρητορικά συνηθισμένα στολίδια. Για μένα, σίγουρα, δεν προσπαθείτε να μας ξεγελάσετε. Όπως θα το προσέξατε, οι Αδελφοί μας κρατήσανε σημειώσεις. Αργότερα θα δώσουν και σε σας ένα αντίγραφο. Από όσα μας είπατε τίποτα δε θα παραληφθεί. Ούτε μια λέξη. Ούτε ένα κόμμα. Σας είμαστε βαθιά υποχρεωμένοι... Τώρα ήρθε και η σειρά μας να σας ψυχαγωγήσουμε. Τι θα λέγατε αν σας προτείναμε ένα απολαυστικό θέαμα; Μην αρνηθείτε, θα μας προσβάλλετε. Ξαπλωθείτε βολικά στο κάθισμά σας. Πρέπει να φύγετε με ευχάριστες εντυπώσεις. Μη μας ευχαριστείτε. Θα θέλαμε όταν ξαναγυρίσετε στον κόσμο σας, έναν κόσμο που εμείς δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε, μιας και ζούμε απομονωμένοι, να προπαγανδίσετε το ίδρυμά μας. Εκ των προτέρων σας παρακαλούμε, αν τυχόν παρατηρήσετε σκηνοθετικές αδυναμίες να μας συγχωρέσετε. Αν και, όπως σας έλεγα προτύτερα, ελπίζω το θέαμα να είναι απολαυστικό και ίσως αρκετά παιδαγωγικό "Utile cum dulci". Χρήσιμο και ευχάριστο. Τέλος πάντων, εμείς κάνουμε το κατά δύναμιν. Μην ξεχνάτε πως δεν είμαστε και επαγγελματίες ηθοποιοί. Φανταστείτε λοιπόν πως υπάρχουνε ανάμεσά μας δυο άτομα, που στο παρελθόν υπέφεραν από παιδαγωγικούς τραυματισμούς, ή από διαστρεβλωμένες ιδέες, σιγά σιγά σχηματισμένες. Αν μπορώ να τις χαρακτηρίσω έτσι. Τα άτομα αυτά λοιπόν, πρέπει να ξαναγυρίσουν στο σημείο που ξεκίνησαν, και να ξαναπάρουν την αντίθετη κατεύθυνση. Πρέπει να γνωρίσουν και την αντίθετη άποψη. Να μάθουν να σκέπτονται με τον αντίθετο τρόπο. Φυσικά είναι έργο φανταστικό. Απ' την έκφρασή σας βλέπω πως δε με καταλαβαίνετε απόλυτα. Να σας το εξηγήσω πιο απλά. Είναι το παιχνίδι της διαπαιδαγώγησης στην αναπαιδαγώγηση. Αλλά θα το δείτε και μόνος σας.ΤΡΙΤΟΣ, αφού πριν κοίταξε τον Ηγούμενο, γυρίζει διακριτικά στον δεύτερο: Νομίζω πως ο αδελφός Ηγούμενος συμφωνεί μαζί μου. Τα αποτελέσματα του τεστ του κυρίου Ζαν είναι εντελώς ανεπαρκή.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Τους λείπει σαφήνεια και διαύγεια.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στους αδελφούς και στο κοινό: Σιωπή, αρχίζουμε... (Από τις αψίδες κατεβαίνουν γρίλιες που σχηματίζουν δύο κλουβιά. Δύο πρόσωπα, βγάζοντας το ρούχο του Αδελφού, μπαίνουν γρήγορα μέσα. Δύο Αδελφοί κλείνουν την πόρτα των κλουβιών. Είναι δυνατόν τα κλουβιά να βγουν από τα παρασκήνια με τον Τριπ και τον Μπρεστόλ ήδη στο εσωτερικό τους, πάνω σε ράγες, ή σπρωγμένα με άλλο μέσο. Οι δύο φυλακισμένοι είναι μάλλον γέροι. Δύο Αδελφοί τσουλάνε ένα τραπέζι με ρόδες, πάνω στο οποίο υπάρχουν μια γαβάθα, μια χύτρα και μια κουτάλα. Κατευθύνονται ο καθένας τους προς μια απ' τις δυο κλούβες.)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ζαν: Γνωριστήκατε ήδη με τους Αδελφούς που παίζουν το ρόλο του δεσμοφύλακα. Δυστυχώς, δεν είναι σε θέση να έχουν το θηριώδες ύφος που απαιτεί ο ρόλος τους. Μέσα στα κλουβιά τα δύο άτομα με την τόσο ταλαιπωρημένη όψη είναι τα πρόσωπα που χρειάζονται αναπαιδαγώγηση. Είναι παλιοί επαγγελματίες, έπαιζαν άλλοτε στο τσίρκο. Το διδακτικό θέαμα που πρόκειται να δείτε, που ήδη άρχισε, σκηνοθετήθηκε από τον αδελφό Παιδαγωγό, που έχει αναλάβει τις αντίθετες διαπαιδαγωγήσεις με την αναπαιδαγώγηση. (Στρέφεται προς τον Ηγούμενο) Αδελφέ Ηγούμενε... Πώς, εγώ; Μα εγώ είμαι εντεταλμένος στην εξυπηρέτηση των ξένων... Πώς θα μπορέσω... Είναι έξω απ' τις αρμοδιότητές μου. (Σιωπή απ' τον Ηγούμενο) Θα

Page 33: Η πείνα και η δίψα

κάνω ό,τι μπορώ, αδελφέ Ηγούμενε. (Στον Ζαν) Ο Ηγούμενος αδελφός μας λέει πως αυτή τη στιγμή ο Παιδαγωγός αδελφός κυνηγάει άλλους λαγούς...ΖΑΝ: Κυνηγάει λαγούς;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Χμ!... έχει σοβαρότερα καθήκοντα... έτσι που είμαι υποχρεωμένος να τον αντικαταστήσω εκ του προχείρου εγώ... Φυσικά αυτό θα παρουσιάσει κενά, αν και όπως και να 'χει ελπίζω πως θα καταφέρετε να παρακολουθήσετε τη δράση. Καθίστε εδώ. Είναι η τιμητική μας θέση, θα βλέπετε καλύτερα. (Μπαίνουν και άλλοι Αδελφοί που παριστάνουν τους θεατές. Δύο ανάμεσά τους φέρνουν μια πολυθρόνα και μια εξέδρα, στην οποία τοποθετούν τον Ζαν, όπως συμβαίνει στο θέατρο. Οι άλλοι σαν πιο ταπεινοί θεατές κάθονται στα δεξιά και αριστερά του Ζαν σε καθίσματα που τα έφεραν οι ίδιοι. Κοιτάζουν με προσοχή και ακίνητοι, τουλάχιστον στην αρχή. Αργότερα, όπως συνεχίζεται η παράσταση, βγάζουν τις κουκούλες τους και φανερώνουν ένα ανέκφραστο αχρωμάτιστο πρόσωπο. Φωτισμοί κόκκινοι στους Αδελφούς προς την πλευρά του Τριπ. Προς την πλευρά του Μπρεστόλ, οι Αδελφοί φοράνε μαύρα. Κάθε όμιλος αντιδρά ξεχωριστά στις κρίσιμες στιγμές, ενώ ο άλλος όμιλος μένει ακίνητος, επιδοκιμάζει με χειροκροτήματα ρυθμικά, με κινήσεις μαζικές, ρυθμιζόμενες ανάλογα, με τα λόγια και με τις κατάλληλες σχετικές κινήσεις του Ταραμπά, καθώς ο τελευταίος απευθύνεται μια στον ένα και μια στον άλλα φυλακισμένο. Ο Ζαν συμμετάσχει σ' αυτό τό διπλό παιχνίδι δείχνοντας την αγωνία του εκφραστικά. Αντικαθρεφτίζει το πάθος του Τριπ και του Μπρεστόλ. Η έκφρασή του έρχεται σε αντίθεση με την, αλληλοδιαδοχικά, επιδοκιμαστική ή αποδοκιμαστική στάση των δύο φυλακισμένων. «Συμπάσχει» και γίνεται ένα μαζί τους. Πολύ συχνά, ιδίως στην αρχή, παίρνει μια ηλίθια έκφραση σαν να μην καταλαβαίνει τίποτα. Τα 'χει λίγο χαμένα, και ακόμα γελάει πιστεύοντας πως πρόκειται για παιχνίδι. Αργότερα, μόλις αρχίζει να καταλαβαίνει, οι αντιδράσεις του γίνονται βασανισμένες, δραματικές. Στρέφεται συχνά προς το μέρος των αδελφών θεατών, σαν να θέλει να τους υποβάλει ερωτήσεις) ...Πάρτε τη θέση σας λοιπόν... Μα όχι δεν πρέπει να διστάζετε...ΖΑΝ: Μα... αυτή η θέση ανήκει στον αδελφό Ηγούμενο. Δε θέλω να μοιάζω σαν να προεδρεύω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ελάτε τώρα... Δε χρειάζεται τόση μετριοφροσύνη... καθίστε και μη μιλάτε... Αρχίζουμε... αρχίζουμε... (Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι έχουν πάρει τη θέση τους. Ο Ηγούμενος, ατάραχος, λίγο προς τα πίσω, δεσπόζει με το ύφος του όλη τη σκηνή. Ο Ταραμπάς ρίχνει στις πλάτες του έναν πολυτελή μανδύα, κόκκινο προς την πλευρά του Τριπ, μαύρο προς την πλευρά του Μπρεστόλ. Φοράει στο κεφάλι μία κουκούλα, το ίδιο κόκκινη και μαύρη με μεγάλες τρύπες στα μάτια. Τα χείλη παραμένουν ξεσκέπαστα) Τι γίνεστε αγαπητέ μου κύριε Τριπ; Το κουράγιο καλά; Αλίμονο! Πάντα στη φυλακή; Δεν είναι και τόσο διασκεδαστικό ε; Πρέπει να υποταχτείτε. Ελπίζω η πίστη σας να σας βοηθήσει. Μοιάζετε σαν να 'χετε κάτι εναντίον μου. Αυτό δεν είναι ευγενικό από μέρους σας. Τι σας έφταιξα εγώ; (Στρέφεται προς τον Μπρεστόλ) Ω! Τον αγαπητό κύριο Μπρεστόλ.ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά έτσι ντυμένο, ενώ ο τελευταίος μιλάει στον Μπρεστόλ: Σας παρακαλώ ανοίχτε την κλούβα. Αφήστε με να φύγω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στο κοινό, δηλ. στον Ζαν, τους Αδελφούς και κατόπιν στη σάλα: Όλοι το ίδιο ποιηματάκι τραγουδάνε. Έτσι και βρεθούν δέσμιοι από δικό τους φταίξιμο, από φταίξιμο κάποιου τρίτου, ή και χωρίς να φταίει κανείς, γυρεύουν να φύγουν. Ζητάνε την ελευθερία τους. Μα η ελευθερία είναι κάτι το προσωρινό.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ζητάω την προσωρινή ελευθερία μου.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Καθώς βλέπετε αγαπητέ κύριε, και ο κύριος Τριπ από εδώ, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με σας για διαφορετικές αιτίες, και μάλιστα εντελώς αντίθετες απ' τις δικές σας, ζητάει ακριβώς το ίδιο. Γυρεύει την ελευθερία του. Εγώ προσωπικά, αν αυτό περνούσε απ' το χέρι μου, θα σας βοηθούσα μετά χαράς. Ατυχώς δεν είσαστε οι μόνοι που βρίσκονται σ' αυτήν τη στενόχωρη θέση. Δεν μπορώ να ελευθερώσω ολόκληρο τον κόσμο. Το διανοείσθε; Ατέλειωτες χιλιάδες ελεύθεροι άνθρωποι να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις ασυγκράτητοι στους δρόμους μέσα στη μεγαλύτερη αταξία και οχλοβοή; Το αναλογίζεσθε; Για ξανασκεφτείτε το. Οι φυλακές άδειες, και οι δρόμοι γεμάτοι από ανθρώπους που αλητεύουν και περιφέρονται... περιφέρονται... Αυτό θα ήταν σαν να αναποδογυριζόταν ολόκληρη η οικουμένη... Δεν μπορώ να αναλάβω την υπευθυνότητα ενός τέτοιου συνωστισμού. (Ο Ζαν γελάει, οι άλλοι μένουν σοβαροί) Βάζω τον εαυτό μου, φυσικά νοερώς, στη θέση σας κύριε Τριπ. Και στη δική σας

Page 34: Η πείνα και η δίψα

θέση, κύριε Μπρεστόλ. Παραδέχομαι πως με δυσκολία μπορείτε να με καταλάβετε. Άλλωστε, αν βρίσκεστε στη θέση που βρίσκεστε, είναι ακριβώς γιατί με δυσκολία μπορούσατε να καταλάβετε και τον ίδιο σας τον εαυτό. Γιατί ζητάτε να φύγετε; Για να πεθάνετε αργότερα απ' το κρύο; (Γέλια) Εδώ είσαστε σε ασφάλεια... προφυλαγμένοι από χιλιάδες κινδύνους. Θέλετε να φύγετε για να σας σκοτώσει αργότερα κανένας κεραυνός; Εμείς στη στέγη μας διαθέτουμε αλεξικέραυνο. Εδώ είσαστε απηλλαγμένοι από οποιαδήποτε δεσμά. Είναι αλήθεια πως αυτή τη στιγμή νιώθετε, κατά κάποιο τρόπο, τα δεσμά με τη ρεαλιστική έννοια της λέξης. Αλλά ποια δεσμά είναι ουσιαστικότερα από τα δεσμά της ψυχής, του πάθους; Η αληθινή φυλακή είναι η υποδούλωση του πνεύματος. Δε συμφωνείτε κύριε Μπρεστόλ; Π.χ. τα σωματικά βασανιστήρια σας απελευθερώνουν απ' τα ηθικά και ψυχικά βασανιστήρια. Όταν υποφέρατε σωματικά σας τυραννούσαν άλλες σκέψεις; Απελευθερωθείτε απ' την ιδέα της ελευθερίας και θα νιώσετε ήδη μια μεγάλη ανακούφιση. Στο υποσυνείδητό σας υπάρχουν ακόμα υπολείμματα από υστερόβουλες ουτοπίες και παλιές συνήθειες, που γαντζώνονται στην ψυχή σας. Συστήματα, σοφοδιδασκαλίες, δόγματα, μύθοι, συνήθειες, διανοητικοί μηχανισμοί. Όλα αυτά σας εξουθενώνουν. Προσπαθήστε να ξετινάξετε απο πάνω σας τα ολέθρια υπολείμματα και τις συνέπειες μιας εσφαλμένης διαπαιδαγώγησης. Α! Το ξέρω, κολλάνε επίμονα σαν βδέλλες, γαντζώνονται με πείσμα οι αποκτημένες θεωρίες και ιδέες. Όταν θα απαλλαγείτε απ' τις αξιοθρήνητες προκαταλήψεις σας θα είσαστε σχεδόν ελεύθεροι, ή πιο σωστά θα είσαστε προετοιμασμένοι για την ελευθερία.(Οι τέσσερις απαντήσεις που ακολουθούν θα πρέπει να ειπωθούν σχεδόν ταυτόχρονα)ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Τις μάθαμε απέξω και ανακατωτά τις θεωρίες σας, κύριε. Μας τις έχετε αναπτύξει χιλιάδες φορές.ΤΡΙΠ: Δεν καταφέρατε να με πείσετε.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ό,τι μας αραδιάζετε, στηρίζεται σε μια θεωρία χωρίς βάσεις και υπόβαθρα.ΤΡΙΠ: Είναι συγκεχυμένες και γενικές ιδέες.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μέχρι ένα ορισμένο σημείο παραδέχομαι τις αντιρρήσεις σας. Έχετε δίκιο. Καμιά θεωρία δεν είναι ξεκάθαρη στην αφηρημένη της έννοια, όσο δεν την έχει επιβεβαιώσει και επισφραγίσει η πράξη. Λοιπόν να που ήρθε η στιγμή να βάλουμε τη θεωρία σε πράξη. Στο χέρι σας είναι αν δε θέλετε να υποφέρετε, και από σας εξαρτάται αν η ψυχή σας τραβάει το αντίθετο. Μόνοι σας θα σταματήσετε το μαρτύριό σας τη στιγμή που θα το θελήσετε. Πρέπει να το νιώσετε κύριοι πως εμείς γυρεύουμε το καλό σας, φροντίζουμε για την ευτυχία σας (χειροκροτήματα ρυθμικά απ' τους Αδελφούς στα κόκκινα και τους Αδελφούς στα μαύρα) Εμείς απλώς θα σας υποβάλουμε σε μια θεραπεία αποτοξίνωσης. Μετά το τέλος της θα νιώσετε εξαγνισμένοι και συνετοί. Θα ξαναβρείτε τα λογικά σας. Και θα γνωρίσετε την απόλυτη ελευθερία.ΤΡΙΠ: Θα μας αφήσετε τότε να φύγουμε; (Αντιδράσεις αγανάκτησης από τους Αδελφούς στα κόκκινα)ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Θα μας ανοίξετε την πόρτα της Κλούβας; (Αντιδράσεις αγανάκτησης απ' τους Αδελφούς στα κόκκινα)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Γιατί χρησιμοποιείτε τη λέξη «κλούβα»; Όταν θα αποτοξινωθείτε, θα βλέπετε τα πράγματα τελείως διαφορετικά. Ο τρόπος που θα σκέπτεστε θα αλλάξει εντελώς. Αυτό που τώρα το ονομάζετε «κλούβα», τότε θα το λέτε με το όνομα που του ταιριάζει. Η εξυπνάδα σας θα ακονιστεί. Τα πιστεύω σας θα κατασταλάξουν. Αλλά θα το δείτε και μόνοι σας. Με λίγα λόγια, εγώ με τη βοήθεια τη δική σας, θα αποδείξουμε στην πορεία και στην εξέλιξή του, αυτό που εσείς τώρα το βλέπετε σαν δικές μας θεωρίες και υποθέσεις. Σε τριάντα μαθήματα, απηλλαγμένοι απ' το σημερινό σας άγχος, θα γίνετε σαν αυτούς τους δυο νεοφωτισμένους Αδελφούς μας που ανέβλεψαν (Δείχνει τον δεύτερο και τρίτο) και που τώρα βρίσκονται ανάμεσά μας για να σας βοηθάνε και να σας υπηρετούν. Και αυτοί πέρασαν απ' το δικό σας το στάδιο, δηλαδή τη θεραπεία να ξεμάθουν και να ξαναρχίσουν απ' το μηδέν. Και αυτοί δοκίμασαν τα ίδια προβλήματα με τα δικά σας. Τους ακούτε τώρα να παραπονιούνται; Μόνο που το θυμούνται γελάνε. Θα κατακτήσετε αυτό το Νιρβάνα μόνο σε τριάντα μαθήματα. Ούτε ένα παραπάνω. Τριάντα. Σήμερα έχουμε το εναρκτήριο. (Εκφραστική αντίδραση απ' τον Ζαν, απάθεια απ ' τους άλλους)ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Πεινάσατε κύριε Μπρεστόλ; Η ώρα του φαγητού έφτασε, ε; Σας βεβαιώνω η σούπα είναι μαγειρεμένη με πρώτης τάξεως υλικά. Και πώς μοσχομυρίζει!

Page 35: Η πείνα και η δίψα

ΤΡΙΤΟΣ, ταυτόχρονα στον Τριπ: Πεινάσατε κύριε Τριπ; Η σούπα είναι μαγειρεμένη με πρώτης τάξεως υλικά. Και πώς μοσκομυρίζει.ΤΡΙΠ: Δε θέλω ούτε τη σούπα σας ούτε το ψωμί σας.ΜΠΡΕΣΤΟΛ, σχεδόν ταυτόχρονα: Προτιμώ να ψωφήσω της πείνας. Ανοίξτε την κλούβα.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Η πείνα δεν είναι ντροπή.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ ταυτόχρονα: Η πείνα δεν είναι ντροπή.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Η ώρα του φαγητού έφτασε. Ελάτε, πάρτε, μην ντρέπεστε. (Δισταγμός του Τριπ και του Μπρεστόλ) Αν δεν πεινάτε θα μας προσβάλετε. Εκάναμε τόσο κόπο να σας ετοιμάσουμε ένα χορταστικό γεύμα. (Στον Μπρεστόλ) Φυσικά το ξέρω, είσαστε φυλακισμένος του πιστεύω σας. (Στον Τριπ) Φυσικά το ξέρω, είσαστε φυλακισμένος του πιστεύω σας. (Στους δύο) Δε σας κατηγορούμε γι' αυτό. (Αντίδραση ανακούφισης του Ζαν) Δε γυρεύουμε να εκμηδενίσουμε αυτόν που βρίσκεται σε μια πλάνη. (Στον Μπρεστόλ) Υποκειμενικά είσαστε αθώος. (Στον Τριπ) Είμαστε φιλάνθρωποι. (Μουρμουρίσματα επιδοκιμασίας, αγανάκτησης, χειροκροτήματα πολύ ρυθμικά και ταυτόχρονα των ντυμένων στα μαύρα και στα κόκκινα θεατών, να ρυθμιστούν με τη σκηνοθεσία) Ζητάμε να σας επαναφέρουμε στο δρόμο της αλήθειας. Γυρεύουμε τη σωτηρία σας. Γι' αυτό πρέπει να φροντίζουμε για την υγεία σας. (Στον Τριπ) Φροντίζουμε για την υγεία σας, κύριε Τριπ. (Στον Μπρεστόλ) Θέλουμε το καλό σας κύριε Μπρεστόλ. (Στους δύο) Ειλικρινά, απ' το βάθος της καρδιάς μας.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Τι ορεκτική μυρουδιά!ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ ταυτόχρονα: Τι λαχταριστή σούπα!ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στους δύο: Αν δε φάτε, αν εξαντληθείτε, αν αρρωστήσετε, θα τα βάλουνε μαζί μας. Εμείς θα τα πληρώσουμε. Ασφαλώς δε θα θέλετε να μας βλάψετε; Ελάτε, κουράγιο κύριε Μπρεστόλ, μια μικρή προσπάθεια κύριε Τριπ, μια μικρή προσπάθεια. (Ακούγεται χτύπημα ρολογιού) Ακριβώς μεσημέρι, η ώρα του φαγητού. (Ο Τριπ και ο Μπρεστόλ δεν απαντούν)ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ, συγχρόνως: Ακριβώς η ώρα του φαγητού.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αργότερα, στα σίγουρα θα πεινάσουν. Κρατήστε τη σούπα ζεστή. (Στον Μπρεστόλ) Το φαγητό σας περιμένει (Στον Τριπ) Το φαγητό σας περιμένει. (Ακούγεται το ρολόι να χτυπά)ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Μία η ώρα. (Καινούργιο χτύπημα ρολογιού)ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Δύο η ώρα. (Ρολόι)ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Τρεις η ώρα.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Τέσσερις η ώρα. (Ρολόι)ΖΑΝ, φωνάζει απ' τη θέση του με αγωνία: Έξι η ώρα κύριε Τριπ. (Ρολόι. Όλη η πλευρά στα κόκκινα στρέφεται προς τον Ζαν με σύντομη έκπληξη)ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Η ώρα επήγε εννιά, κύριε Μπρεστόλ. (Ρολόι)ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Μεσάνυχτα, κύριε Τριπ. (Ρολόι)ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Μεσάνυχτα, κύριε Μπρεστόλ. (Ρολόι)ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Μεσημέρι, κύριε Τριπ.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Μεσημέρι, κύριε Μπρεστόλ. (Ρολόι. Ίδια αντίδραση απ' την πλευρά, ντυμένη στα μαύρα)ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Μεσημέρι, κύριε Τριπ.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Μεσημέρι, κύριε Μπρεστόλ.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Τρεις η ώρα. Ακόμα δεν πεινάσατε κύριε Τριπ;ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ταυτόχρονα στον Μπρεστόλ: Τρεις η ώρα. Ακόμα δεν πεινάσατε κύριε Μπρεστόλ;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στους δύο: Γιατί δεν τρώτε. Αυτό δε σας δεσμεύει σε τίποτα... Και μετά, θα σας αφήσουμε να φύγετε, θα 'σαστε ελεύθεροι...ΤΡΙΠ: Μας λέτε ψέματα. Παίζετε με τον πόνο μας.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Λέτε ψέματα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αντίθετα σας σεβόμαστε με το παραπάνω. (Κοιτάζει πρώτα τον έναν, ύστερα τον άλλον)ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Γενικά δεν έχω εμπιστοσύνη στις σούπες. (Ο Ζαν γελάει. Μουρμουρίσματα αποδοκιμασίας απ' την κόκκινη και απ' τη μαύρη πλευρά. Ο Ζαν, σαν να 'κανε κάτι κακό, κόβει το γέλιο του)

Page 36: Η πείνα και η δίψα

ΤΑΡΑΜΠΑΣ, και στους δύο: Έχετε άδικο.ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ, ταυτόχρονα, ενώ ακούγεται το ρολόι, σαλεύοντας γαβάθες και κουτάλες: Τέσσερις η ώρα. Πήγε πέντε. Είναι έξι. Ποιος πεινάει; Ποιος θέλει λίγη σουπίτσα; Κανείς; Αφού είναι έτσι και μεις την σέρνουμε και φεύγουμε (κάνουν πως φεύγουν)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στους δύο Αδελφούς: Περιμένετε. Κάντε υπομονή. Και αυτοί οι δύστυχοι υπομονή κάνουν.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Κάτι να πιω.ΤΡΙΠ: Διψάω, πεινάω. (Ο Ζαν ξεροκαταπίνει σαν το λαρύγγι του να έχει στεγνώσει)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στρέφοντας προς τον αδελφό Ηγούμενο: Δεν άντεξαν περισσότερο από μια βδομάδα. (Στον Τριπ και Μπρεστόλ) Συγχαρητήρια! Συγχαρητήρια! Εγνώρισα πολύ πιο πεισματάρηδες από σας. Ασφαλώς, στο παρελθόν δε θα είχατε τη συνήθεια της νηστείας. Είναι καλύτερα έτσι. Βλέπετε κύριε Τριπ, βλέπετε κύριε Μπρεστόλ, η απεργία πείνας είναι κάτι εντελώς ανόητο. Η σούπα των φυλακισμένων είναι πάντα τόσο θρεπτική, και η κουζίνα μας είναι εξαίρετη. (Στον Μπρεστόλ) Θα σας σερβίρουν αμέσως. (Στον Τριπ) Φυσικά και εσάς θα σας σερβίρουν στη στιγμή.ΤΡΙΠ: Γρήγορα, γρήγορα να τελειώνουμε.ΜΠΡΕΣΤΟΛ, ταυτόχρονα: Μην αργείτε, μην αργείτε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον ένα και ύστερα στον άλλο: Αμέσως, αμέσως. Στο λεπτό. (Και στους δύο) Θα σας σερβίρουν στη στιγμή, μην αγωνιάτε. Όμως... Ο αδελφός Ηγούμενος έκανε μια μικρή παρατήρηση. Δε σέβεστε το πρωτόκολλο. Όπως ξέρετε απαιτεί να σέβονται τους κανονισμούς και κυρίως τους τρόπους της καλής συμπεριφοράς.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πεινάω, Αδελφέ. Σας παρακαλώ πεινάω.ΤΡΙΠ, ταυτόχρονα: Τη σούπα μου, Αδελφέ. Σας παρακαλώ τη σούπα μου, τη σούπα μου.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αυτοί δεν είναι οι τρόποι καλής συμπεριφοράς. Μην κρεμιέστε στα κάγκελα. Απαγορεύεται. Μη βγάζετε τα χέρια σας έξω από τα σίδερα, λες και πεθαίνετε της πείνας. (Στους δυο Αδελφούς) Τραβηχτείτε ένα μέτρο. Είναι ικανοί να γκρεμίσουν τα πάντα. (Στον Τριπ και στον Μπρεστόλ) Αν αναποδογυρίσετε τα πιάτα σας δε θα ξαναδείτε σούπα. (Στον Τριπ) Α! ναι. Γιατί είπατε πρωτύτερα η σούπα «μου». Ξέρετε πως πρόκειται για τη δική μας σούπα. Τη μαγειρέψαμε με λαχανικά απ' το περιβόλι μας, με νερό που το αντλούν οι Αδελφοί απ' το πηγάδι μας, κι ακόμα βάλαμε μέσα απ' το δικό μας βούτυρο. Πρέπει να ξεκαθαριστεί λοιπόν πως πρόκειται για τη δική μας σούπα. Τη σούπα μας που δεχόμαστε με χαρά, μ' όλη μας την καρδιά να τη μοιραστούμε μαζί σας, φυσικά με ορισμένες προϋποθέσεις. (Στον Μπρεστόλ) Με ορισμένες προϋποθέσεις. (Στον Τριπ) Ορισμένους όρους.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Σας ικετεύω, θα είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε κάτι να φάω.ΤΡΙΠ: Σας παρακαλώ, από φιλανθρωπία, κάτι να φάω, να δροσιστώ.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Τι εννοείτε με τη λέξη καλοσύνη κύριε Μπρεστόλ; Κάνετε έκκληση στην καλοσύνη μου. Δηλαδή πιστεύετε στην καλοσύνη. (Στους δύο) Αφού σας το υποσχέθηκα, θα σας τη δώσω την σούπα σας. Αλλά πρέπει προηγουμένως να συμπληρωθούν ορισμένες διατυπώσεις. Ευτυχώς δε μας λείπει ούτε ο χρόνος ούτε τα τρόφιμα. (Στον δεύτερο) Θα δώστε στον κύριο Μπρεστόλ να φάει με παιδαγωγικό τρόπο. (Στον τρίτο) Και στον κύριο Τριπ παρομοίως, παιδαγωγικά. (Στους δύο) Αυτοί οι κύριοι είναι ανθρώπινα πλάσματα. Δεν επιτρέπεται να τους πετάμε την τροφή τους σαν να 'ναι γουρούνια. Με μεθοδικότητα παρακαλώ, Αδελφοί μου.ΖΑΝ, πλησιάζοντας τον Ταραμπά: Μπορώ να σας μιλήσω αδελφέ Ταραμπά;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στρέφεται προς τον Ζαν: θέλετε τίποτα;ΖΑΝ: Είναι απαραίτητο να δω την παράσταση μέχρι το τέλος; (Μουρμουρητά αποδοκιμασίας απ' τη μαύρη και την κόκκινη πλευρά)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Κανείς δε σας υποχρεώνει. Αλλά θα ήταν απρέπεια να φύγετε χωρίς να δείτε τη συνέχεια. Κατ' αρχήν θα προσβάλλετε τους ηθοποιούς. Ύστερα, ο αδελφός Ηγούμενος δίνει αυτή την παράσταση για σας. Καταλαβαίνετε λοιπόν πως... Ξαναγυρίστε στη θέση σας, σας παρακαλώ. Μην ανησυχείτε δε θα κρατήσει πολύ. Το ξέρουμε πως είσαστε βιαστικός. (Ο Ζαν ξανακάθεται στο κάθισμά του, ο Ταραμπάς στρέφεται στον Μπρεστόλ) Αν σας έδιναν να φάτε, θα ήταν από καλοσύνη και όχι γιατί αυτό θα ήταν δίκαιο; (Στον Τριπ) Επικαλεσθήκατε αν δεν κάνω λάθος, τη φιλανθρωπία μου;

Page 37: Η πείνα και η δίψα

ΤΡΙΠ: Μάλιστα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Είσαστε φιλάνθρωπος, κύριε Τριπ. Σας νιώθω. Αλλά αν σας δίναμε να φάτε από φιλανθρωπία και οίκτο, θα ήταν σαν να σας ταπεινώναμε. Πρέπει να το χάνουμε γιατί το αξίζετε. (Στον Μπρεστόλ) Από πού θα ξεκινούσε η καλοσύνη που επικαλεσθήκατε πριν από λίγο, τι θα 'χε σαν κίνητρο; Πιστεύετε πως είμαστε καλοί. Πως είμαστε δίκαιοι, πως είμαστε άδικοι; Πιστεύετε στην καλοσύνη, δικαιοσύνη και αδικία; (Στους δύο) Θα πρέπει να κρυώνετε, εκτεθειμένοι όπως είσαστε στα ρεύματα απ' όλες τις πάντες. Συγχωρήστε μας γι' αυτό. Η σούπα θα σας ζεστάνει. Τι προτιμάτε πρώτα τη σούπα ή πρώτα την ελευθερία σας; Αν διαλέξετε το δεύτερο, θα είσαστε πολύ εξαντλημένοι, δε θα έχετε δυνάμεις να φτάσετε ούτε μέχρι την άκρη της πεδιάδας, ούτε μέχρι τους πρόποδες των βουνών. Ύστερα πώς θα τα ανεβείτε, πώς θα περάσετε τα σύνορα που βρίσκονται στις κορφές τους; Λοιπόν, νομίζω πως είναι καλύτερα πρώτα τη σούπα και ύστερα να σας ανοίξουμε τις πόρτες. (Στον Τριπ) Την αξίζετε τη σούπα σας, κύριε Τριπ;ΤΡΙΠ: Δεν ξέρω. Ξέρω πως πεινάω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Πώς είναι δυνατόν να μην ξέρετε; (Στον Τριπ και στον Μπρεστόλ) Προσπαθήστε να κυριαρχηθείτε λίγο. Κάντε υπομονή. (Στον Μπρεστόλ) Η σούπα είναι καλή. Κατά τη γνώμη σας, είμαστε μεις το ίδιο καλοί όσο και η σούπα, είμαστε λιγότερο καλοί, ή η καλοσύνη μας είναι διαφορετική;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Δεν πιστεύω στην καλοσύνη σας. Μήτε πιστεύω πως η σούπα είναι καλή. Απλώς με τρέφει. Είναι μέσο συντήρησης.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον ένα, ύστερα στον άλλο: Λοιπόν' την αξίζετε τη σούπα σας;ΤΡΙΠ: Δεν έκανα ποτέ μου κακό. Συνεπώς την αξίζω. Είναι η μικρότερη ανταμοιβή που μπορώ να έχω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: λοιπόν, είμαστε κατά βάθος Κακοί;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Οι άνθρωποι δεν είναι μήτε καλοί, μήτε κακοί. ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Εάν είσαστε άξιος της σούπας σας τότε γιατί είπατε: «Δώστε μου να φάω από φιλανθρωπία» και δεν είπατε «Γιατί το αξίζω» ;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Η καλοσύνη δε με εξαπατά, την ξεσκέπασα. Ξέρω τι κρύβεται από πίσω. Όλα εξαρτώνται από τους κανονισμούς που θα ορίσουμε. Με ποιο τρόπο θα βολέψουμε τα πράγματαμεταξύ μας. (Η κόκκινη πλευρά χειροκροτεί. Αποδοκιμασία της μαύρης πλευράς)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Είπατε: “Δώστε μου να φάω από φιλανθρωπία”. Άραγε πιστεύετε πως είμαστε άδικοι αλλά απ' την άλλη μεριά φιλάνθρωποι;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Υπάρχουν συμβάσεις που είναι το αποτέλεσμα μιας καθαρής ανάγκης.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Ποιας ανάγκης; (Στον Τριπ) Για ποιο λόγο βρισκόσαστε δέσμιος, κύριε Τριπ;ΤΡΙΠ: Δεν ξέρω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Γιατί έτσι το θέλουμε, γιατί μας κάνει κέφι;ΤΡΙΠ: Δεν ξέρω..ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Γιατί κάνουμε λάθος;ΤΡΙΠ: Δεν ξέρω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Μήπως γιατί είμαστε διεστραμμένοι;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Μιλάω για την ανάγκη που επιβάλλει μια κοινωνία συνόλου.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Ώστε έτσι, βολεύουμε τα πράγματα μεταξύ μας και κανείς δε μας ελέγχει;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ποιος θα μπορούσε να μας ελέγξει;ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Πιστεύετε πως είμαστε ένοχοι απέναντί σας;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Ώστε λοιπόν δεν υπάρχει κανείς που να μας ελέγχει μήτε αποκεί ψηλά ούτε κάτω στη γη;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς θέλετε να πείτε.ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Αν είσαστε καλοί ή διεστραμμένοι δεν μπορώ να το ξέρω. Αυτό θα το κουβεντιάσουμε αργότερα. Τώρα δώστε μου τη μερίδα που μου υποσχεθήκατε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Δεν έχω αντίρρηση. Φτάνει να μου πείτε με ένα ναι ή μ' ένα όχι αν σταθήκαμε άδικοι απέναντί σας. (Στον Μπρεστόλ) Αν κανείς δε μας ελέγχει και τίποτα δε με

Page 38: Η πείνα και η δίψα

αναγκάζει να είμαι δίκαιος, τότε τι μπορεί να με εμποδίσει να σας αφήσω να πεθάνετε απ' την πείνα; Εάν με παρασκοτίσετε, μπορώ να ακυρώσω τη σύμβαση.ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Μάλιστα, μάλιστα, σταθήκατε άδικοι απέναντί μου.ΤΡΙΤΟΣ: Συνεπώς σας κρατάμε δέσμιο από κακία; Ακριβολογείτε αν θέλετε να 'χετε τη μερίδα σας.ΜΠΡΕΣΤΟΛ, στον Ταραμπά: Συμφωνώ, τίποτα δε σας αναγκάζει να κρατήσετε τη σύμβαση. Είμαι ανίσχυρος στην κυριαρχία σας.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Μπορώ λοιπόν ατιμωρητί να σας αφήσω να πεθάνετε από την πείνα;ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Δεν είναι ακριβώς από μοχθηρία σας που βρίσκομαι εδώ μέσα. Κοιτάξτε τα πόδια μου δε με κρατάνε πια... πεινάω.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Αφήστε το ανόητο χιούμορ, σας παρακαλώ, κατά μέρος.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Προσέξτε καλά. Αν δεν είναι από μοχθηρία, τότε εξηγήστε μου για ποιο λόγο το κάναμε; (Στον Μπρεστόλ) Δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να κάνει ανόητο χιούμορ. (Στον Τριπ) Ξεκαθαρίστε μου για ποιο λόγο. (Στον Μπρεστόλ) Καταλαβαίνω, θα αλληλομισούμεθα και τε-λικά το πολύ πολύ θα κυριαρχούσε η αδιαφορία. Σ' αυτή την περίπτωση βάσει ποιας αξίας με παρακαλάτε να μη σας αφήνω να πεθάνετε απ' την πείνα;ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ σαλεύοντας την κουτάλα του: Δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανένα.ΜΠΡΕΣΤΟΛ, στον Ταραμπά: Δώσατε υπόσχεση. Πρέπει να την κρατήσετε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, καθώς στρέφεται προς την πλευρά του Τριπ: Μα εσείς θα σωριαστείτε κάτω... Α! όχι, οι δυνάμεις σας ξαναγύρισαν. Είναι ανόητο να φτάσετε σε πλήρη εξάντληση. Κοιτάξτε πώς μοσχομυρίζει. (Στον τρίτο) Ξεσκεπάστε τη χύτρα. Η μυρωδιά και μόνο θα του ξαναδώσει δυνάμεις. (Στον δεύτερο) Ξεσκεπάστε επίσης τη χύτρα του κυρίου Μπρεστόλ, για να μη νιώθει αδικημένος. Αυτή η εξαίσια μυρωδιά ακόμα και μένα με αναζωογονεί, μου ανοίγει την όρεξη. (Ο τρίτος κάνει τάχατες πως δίνει την κουτάλα στον Τριπ, μα την ξανατραβά. Του την ξαναδίνει και πάλι την ξανατραβά. Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται με τον άλλο Αδελφό μπροστά στην κλούβα του Μπρεστόλ. Ο Ζαν απ' τη θέση του κάνει την κίνηση πως δίνει την κουτάλα)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Για πέστε μας, αφού δεν είσαστε δέσμιος ούτε γιατί μας κάνει κέφι, ούτε από καθαρή μοχθηρία, τότε ποια είναι η αιτία;ΤΡΙΠ: Είμαι θύμα κάποιου λάθους.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Πιστεύετε πως σας μπερδέψαμε με κάποιο άλλο πρόσωπο; Θα αστειεύεστε! Κύριε Τριπ. Έχουμε καταχωρημένη στα αρχεία μας όλη την ανθρωπότητα. Δακτυλικά αποτυπώματα, φωτογραφίες, φακέλους. Γνωρίζουμε τι κάνουνε οι πάντες, τι σκέφτονται, καθώς και τι σχεδιάζουν στο μέλλον να κάνουν. Διαθέτουμε τους μεγαλύτερους σπεσιαλίστες για την κατάταξη και την ταξινόμηση. Πιστεύετε λοιπόν πως είναι δυνατόν να γελαστούμε;ΤΡΙΠ: Δεν είναι ακριβώς αυτό που ήθελα να πω. Φυσικά και δε με μπερδέψατε με κάποιον άλλο. Αν υπάρχει κάποιο λάθος, είναι λάθος συλλογισμού. Πεινάω...ΜΠΡΕΣΤΟΛ, στον Αδελφό που του βάζει την κουτάλα στη μύτη του και που την ξανατραβά: Σταμάτησε σε παρακαλώ.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Πάλι τα ίδια;ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Για χάρη τίνος; Βάσει ποιας αξίας;ΖΑΝ, από τη θέση του: Για χάρη τίνος; Βάσει ποιας αξίας;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Βάσει της αξίας του μηδέν.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Μήπως δικαστική πλάνη; Μα δεν υπήρξε καν δίκη. (Στον Μπρεστόλ) Πιστεύετε στο μηδέν κύριε Μπρεστόλ;ΤΡΙΤΟΣ, στο κοινό: Η δίκη είναι μια τυπική τελετή. Η απόφάση πάντα προηγείται.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Κάναμε λοιπόν ένα σφάλμα συλλογισμού; Τα παραλέτε κύριε Τριπ. Για φαντάσου. (Στον Μπρεστόλ) Μου επιτρέπετε την ερώτηση κύριε Μπρεστόλ. Δεν πιστεύετε στο Θεό;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Τι δουλειά μπορεί να 'χει ο Θεός με όλα αυτά;ΤΡΙΠ: Πεινάω κύριε...

Page 39: Η πείνα και η δίψα

ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Το ξέρω. Το ξέρω. Μα μιλήστε επιτέλους, γιατί και εγώ πεινάω και διψάω για ν' ακούσω τα λόγια σας. (Στον Μπρεστόλ) Μ' αρέσουν τα ανοιχτά χαρτιά. Θέλω να μου φανερώσετε τα κατάβαθα της σκέψης σας και τότε θα σας δώσω τη σούπα σας. (Στον Τριπ) Μιλήστε ξεκάθαρα, απαντήστε. (Στον Μπρεστόλ) Χωρίς περιφράσεις, την ουσία.ΤΡΙΠ: Στην κατάσταση που βρίσκομαι τι θα μπορούσα...ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Δε θα βρισκόσουνα στην παρούσα κατάσταση αν δεν αρνιόσουνα το γεύμα που θέλουμε να σου προσφέρουμε. Το πείσμα είναι πολύ άσκημο ελάττωμα. Δεν οδηγεί πουθενά.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Πείτε μας λοιπόν, πιστεύετε στο Θεό ναι ή όχι. (Στον Τριπ) Προσδιορίστε λοιπόν, το λάθος κατά τη γνώμη σας αφορά μόνο τη δική σας περίπτωση;ΤΡΙΠ: Τα θέματα δε συζητούνται με τέτοιο τρόπο.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Όχι δεν πιστεύω στο Θεό. Πώς είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς. (Διάφορες ποικίλες αντιδράσεις στη μαύρη πλευρά)ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Δεν κάνατε κανένα λάθος συλλογισμού. Η σύλληψή μου ήταν κάτι απολύτως λογικό. Συμφωνεί με τις απόψεις σας. Το θεμελιώδες λάθος έγκειται στη βάση των δογμάτων σας.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Δυστυχισμένε!... Δεν πιστεύεις στην ύπαρξη του Θεού. (Δείχνοντας με το δάχτυλο τον Μπρεστόλ και με επιθετικό ύφος) Να γιατί φανταζόσαστε ότι οι άνθρωποι είναι μοχθηροί. Να γιατί ισχυρίζεσθε ότι η ανθρώπινη αλληλεγγύη δεν πραγματοποιείται. (Στον Τριπ) Κάνετε λάθος εμείς δεν έχουμε δόγματα. Εσείς είστε προκατειλημμένοι. (Στον Μπρεστόλ) Αυτή την ανθρώπινη αλληλεγγύη για την οποία κόπτεσθε, τι θα τη στήριζε αν όχι η ύπαρξη του Θεού;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Τη στηρίζουν οι κοινωνικές αναγκαιότητες. Αλλά αυτό θα το κουβεντιάσουμε αφού φάω. Μετά το φαΐ. Μετά τη σούπα.ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Πώς μπορείτε να είσαστε σίγουροι για τα κριτήρια;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ποια κριτήρια;ΤΡΙΠ: Παραδείγματος χάριν. Αυτά που σας δίνουν το δικαίωμα να με κρατάτε δέσμιο.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, σηκώνοντας τους ώμους του: Τι μπορώ ν' απαντήσω σε τέτοιες απλοϊκές ερωτήσεις; Εκτελώ διαταγές.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Απάντησα όχι. Καθαρά και ξάστερα όχι. Λοιπόν δώστε μου τη σούπα μου, αφού υποσχεθήκατε πως θα μου τη δώσετε αν απαντούσα ξεκάθαρα ναι ή όχι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Κύριε Τριπ...ΜΠΡΕΣΤΟΛ, στον Ταραμπά: Απάντησα, σας είπα «όχι». Κρατήστε το λόγο σας.ΤΡΙΠ, στον τρίτο: Από φιλανθρωπία, κύριε.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Να λέτε «Αδελφέ μου».ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Από φιλανθρωπία αδελφέ μου...ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Να κρατήσω το λόγο μου; Βάσει ποιας συμφωνίας; Δεν έχω να κερδίσω τίποτα από σας. (Στον Τριπ) Εμείς δεν έχουμε ούτε δόγματα, ούτε...ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Τα πόδια μου λύγισαν, δε με κρατάνε πια.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: ...ούτε αρχές, ούτε κριτήρια. Είμαστε αυτεξούσιοι και ελεύθεροι.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Πεινάτε κύριε Μπρεστόλ.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Εάν είσαστε δέσμιοι, είναι γιατί εσείς έχετε, πιστεύω, κριτήρια, δόγματα ή... (Στρεφόμενος προς τον δεύτερο) ...Πώς το ονομάζουν αυτό; Μια ηθική. (Στον Τριπ) Με λίγα λόγια, προκαταλήψεις. Δεν είσαστε δικοί μου φυλακισμένοι. Οι σκέψεις σας, σας κρατάνε δεμένους μ' αλυσίδες.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Δεν ξέρω αν πρέπει να σας δώσω να φάτε ή όχι. Τι θα κερδίζαμε εμείς απ' αυτό;ΜΠΡΕΣΤΟΛ, στον δεύτερο: Να μη μου δώσετε. Δε σας γυρεύω τίποτα. Ούτε ψίχουλο.ΤΡΙΠ: Τη λευτεριά μου εγώ την ορίζω.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Προτιμάτε να πεθάνετε απ' την πείνα;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Το προτιμώ.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Παρά την εξασθένιση, φιλόσοφος φτωχέ μου κύριε Τριπ! Κρίμα να πεθάνετε απ' την πείνα, τη στιγμή που λογάριαζα να σας χαρίσω τη λευτεριά σας. (Στον Μπρεστόλ) Έτσι, λοιπόν, κύριε Μπρεστόλ προτιμάτε να πεθάνετε απ' την πείνα; Κρίμα! Ακριβώς τη στιγμή που σκεπτόμουνα να σας βοηθήσω, για να ξαναβρείτε τη λευτεριά σας... Α! Καθώς βλέπετε, τα

Page 40: Η πείνα και η δίψα

πάντα δε σας είναι το ίδιο αδιάφορα...ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ κουνώντας την κουτάλα: Τρώμε πρώτα ή φεύγουμε πρώτα;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Δεν πιστεύετε ούτε στην καλοσύνη, ούτε στη μοχθηρία. Δεν πιστεύετε ούτε καν στο Θεό. Αλλά πιστεύετε στη σούπα και στην ανθρώπινη αυτοδιάθεση. Θα ήθελα, παρ' όλα αυτά, να σας το χαρίσει αυτό το τόσο πολύτιμο για σας αγαθό αλλά... μήπως μπορείτε να μου προσδιορίσετε τι θα πει ακριβώς, ανθρώπινη αυτοδιάθεση; Ελευθερία;ΤΡΙΠ: Να φάω πρώτα κάτι, και ύστερα με βγάζετε αποδώ μέσα. Τώρα τα πόδια μου δε με βαστάνε πια.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Καθώς βλέπω διαλέξατε. Είπατε «πρώτα, να φάω κάτι». Δηλαδή, αποφασίσατε να μείνετε εκεί που βρίσκεστε. Τώρα βλέπετε και μόνος σας, ότι η εκλογή είναι δηλητήριο.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Λέτε ψέματα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρέστολ: Μας προσβάλλετε. Αλλά σας το συγχωρώ.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Αφήστε με να φύγω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Στις διαταγές σας. (Στον Τριπ) Στις διαταγές σας. (Στους δυο) Σύμφωνοι λοιπόν. Θα σας δώσουμε πρώτα να φάτε και θα σας ανοίξουμε τις πόρτες αργότερα.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ανοίξτε τις τώρα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Σας το επαναλαμβάνω, θα καταρρεύσετε στο δρόμο.ΤΡΙΠ: Αυτή τη στιγμή μια γαβάθα αχνιστή σούπα είναι ό,τι μας χρειάζεται. Από φιλανθρωπία.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Κατ' αρχήν, πρέπει να ξαναπάρετε δυνάμεις. (Στον Τριπ) Στ' αλήθεια κατάντησε τικ. Η λέξη της φιλανθρωπίας έγινε καραμέλα στο στόμα, σου. Σας χορταίνει, σας ανακουφίζει; Δεν το πιστεύω. Εσείς τι νομίζετε;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Μετά το φαγητό θα με αφήσετε να φύγω;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Να σας αφήσω να φύγετε για να πάτε να σας κλείσουν κάπου αλλού; Μα τι με νοιάζει, αυτό είναι δική σας υπόθεση.ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Για τ' όνομα του Θεού...ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Α! έτσι λοιπόν, επιτέλους, πιστεύετε στο Θεό κύριε Τριπ; (Στον Μπρεστόλ) Ναι, αν θα φάτε θα φύγετε. (Στον Τριπ) Το όνομα του Θεού δεν είναι ένα φραστικό έμμονο τικ. Ασφαλώς όχι. Πιστεύετε στο Θεό κύριε Τριπ; Απαντήστε μου. Δεν είναι προσβλητικό να πιστεύετε στο Θεό. Λοιπόν πιστεύετε ναι για όχι; Δεν είναι και τόσο δύσκολο να απαντήσετε. Ναι για όχι, πιστεύετε στο Θεό; (Στον Μπρεστόλ) Καιρός να μάθετε πως τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να αποφασίσω να σας δώσω τη μερίδα σας. Καμιά υπόσχεση, κανένας δοσμένος λόγος, τίποτα. Εκτός, και αυτό ίσως, αν παρακαλέσετε.ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Πιστεύω στο Θεό, ναι τον πιστεύω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Αυτή η ερώτηση ήταν μια καθαρή διατύπωση. Το ξέρουμε πως πιστεύετε στο Θεό, στη θεία φιλανθρωπία.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Σας παρακάλεσα, και σας παρακαλώ και πάλι. Ορίστε...ΖΑΝ, από τη θέση του: Σας παρακαλεί, σας παρακαλεί.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Εμένα παρακαλάτε; Κάποιον άλλον πρέπει να παρακαλέσετε.ΤΡΙΠ, στον Ταραμπά: Ναι, πιστεύω στο παντοδύναμο έλεός Του και στη φιλανθρωπία Του.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα πρέπει να του απευθύνετε την παράκλησή σας.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Τότε σε ποιον; Στον αδελφό Ηγούμενο;ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Σε κάποιον που βρίσκεται ακόμα πιο ψηλά.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Με κάτι τέτοιες φλυαρίες δε θα ξεχάσετε την πείνα σας μήτε θα γεμίσετε το στομάχι σας.ΜΠΡΕΣΤΟΛ, στο δεύτερο: Υπάρχει κανείς σ' αυτό το ίδρυμα που να κατέχει μεγαλύτερη θέση;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Καλύτερα να σταματήσουμε αυτήν τη συζήτηση που σας εξαντλεί.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Μήπως πρέπει να κάνω γραπτή αίτηση;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Αφού ο Θεός είναι παντοδύναμος, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, παρακαλέστε Τον να σας δώσει να φάτε. Η σούπα του ασφαλώς θα είναι πολύ πιο χορταστική απ' τη δική μας.

Page 41: Η πείνα και η δίψα

ΤΡΙΠ: Μα ξέρετε... πως...ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ, προσποιούμενος πως θα φύγει: Η σούπα Του είναι πολύ ανώτερη απ' τη δική μας.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Φέρτε μου το χαρτί. Θα υπογράψω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Υπάρχει αυτός που βρίσκεται υπεράνω απ' όλα τα ανθρώπινα συστήματα. Και σ' αυτόν δεν υπογράφουν... Σ' αυτόν προσεύχονται και τον επικαλούνται... Μόνον αυτός μπορεί να μας ορίσει τη θέλησή του, και μόνον σ' αυτόν υπακούμε τυφλά.ΤΡΙΠ, στον τρίτο: Σας παρακαλώ...ΖΑΝ, από τη θέση του: Σας παρακαλεί.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Μην παρακαλάτε εμένα, αγαπητέ μου Μπρεστόλ. Παρακαλέστε τον Κύριο τον παντοδύναμο.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Αφού είναι έτσι δεν υπάρχει κανείς για να παρακαλέσω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Εμπρός, τι περιμένετε, αρχίστε: «Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς». Δεν τη γνωρίζετε αυτή την προσευχή; (Στον Μπρεστόλ) Μόνον σ' αυτόν που σας ανέφερα μπορείτε να απευθυνθείτε. Τι πεισματάρης που είσαστε. Πόσο επίμονα αρνείστε να δείτε την αλήθεια. Εγώ προσπαθώ να σας δείξω το μέσο για να φτάσετε στην ελευθερία που γυρεύετε, και σεις το καταφρονάτε.ΤΡΙΠ: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς, ευλογημένο ας είναι το όνομά σου.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Όχι, δεν την καταφρονώ, η ελευθερία είναι το μόνο που ζητάω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Δεν υπάρχει λόγος να πείτε την προσευχή απ' την αρχή ώς το τέλος. Μόνο ένα σημείο μας ενδιαφέρει: Χάρισέ μας σήμερα τη σούπα μας τη θρεπτική.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πέστε μου, τι πρέπει να κάνω;ΤΡΙΠ: Χάρισέ μας σήμερα τη σούπα μας τη θρεπτική.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Ορίστε που τώρα η σούπα σας έφτασε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Το κελί σας είναι σχεδόν μισάνοιχτο, αρκεί να...ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Να κάνω ένα συμβιβασμό; Ποιον;ΤΡΙΤΟΣ, προς τον Ταραμπά προσποιούμενος ότι θα φύγει παίρνοντας το φαγητό: Νομίζω πως ο κύριος Τριπ, έφαγε τη μερίδα του.ΤΡΙΠ, στον τρίτο: Αδελφέ... μη, τη σούπα μου.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Η περηφάνια σας, σας ρημάζει. Εδώ δεν πρόκειται για συμβιβασμούς, αλλά απλώς πώς θα αποκτήσετε μια εμπειρία. Γυρέψτε αυτό που θέλετε απ' το Θεό (επιδοκιμασία από τους Αδελφούς στα μαύρα. Στον Τριπ) Τώρα ζητάτε και δεύτερη μερίδα; Μα την αλήθεια είσαστε άπληστος κύριε Τριπ. Θα πρέπει να αφήσετε ένα μικρό μέρος και για κείνους που δεν πιστεύούν στο Θεό, και που ο Θεός δεν φροντίζει για την τροφή τους. Ή μήπως κάνω λάθος και ο Θεός σας δε σας έδωσε να φάτε; (Στον Μπρεστόλ) Δοκιμάστε. Τι έχετε να χάσετε. Ζητήστε τη σούπα σας απ' τον Πανάγαθο Θεό.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Μα σας είπα πως δεν πιστεύω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Τη σούπα σας, με τον άρτον τον επιούσιον τη φάγατε, ναι για όχι κύριε Τριπ; (Καγχασμοί από τους Αδελφούς ντυμένους στα κόκκινα. Στον Τρίτο) Εντάξει με τη σούπα του; (Στον Μπρεστόλ) Δεν πιστεύετε, το παραδέχομαι. Αλλά, όπως και να 'χει παρακαλέστε το Θεό. Δοκιμάστε, τι έχετε να χάσετε. (Στον Τριπ) Σας διατάσσω να μου απαντήσετε. Την απαραίτητη τροφή σας τη φάγατε ναι για όχι;ΤΡΙΠ: Όχι κυ... Όχι αδελφέ. Δεν έφαγα τη σούπα μου με τον άρτον τον επιούσιον. Τη σούπα μου τη θρεπτική.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Δεν αποκλείεται να σας δώσει μια απόδειξη της ύπαρξής του. Ίσως με αυτόν να πετύχετε κάτι περισσότερο, μιας και με μένα αποτύχατε παταγωδώς. (Στον Τριπ) Δεν αποκλείεται να μη σας άκουσε. Φαίνεται δε θα του μιλήσατε αρκετά δυνατά. Ξαναδοκιμάστε. (Στον Μπρεστόλ) Αποφασίστε όσο είναι καιρός, όσο σας απομένουν ακόμα δυνάμεις για να προσευχηθείτε... (Σιωπή απ' τη μεριά του Μπρεστόλ) Πριν να είναι πάρα πολύ αργά...ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Σας είπε ξαναδοκιμάστε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Διστάζετε, λοιπόν, αγαπητέ κύριε Μπρεστόλ.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Ξαναδοκιμάστε, μπορεί αυτή τη φορά να 'χετε καλύτερα αποτελέσματα.

Page 42: Η πείνα και η δίψα

ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Δε διστάζω... Αρνούμαι. (Χειροκροτήματα ρυθμικά από τους Αδελφούς στα κόκκινα, φωνές αποδοκιμασίας από τους Αδελφούς στα μαύρα)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Σεβασμό προς τον άνθρωπο! Δεν έχει σούπα. Δεν έχει ελευθερία για τους δογματικούς.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Διστάζετε, κύριε Τριπ; Χάσατε, λοιπόν, την εμπιστοσύνη που του είχατε;ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρέστολ: Συμβιβαζόμαστε; Δε συμβιβαζόμαστε. Συμβιβαζόμαστε; Δε συμβιβαζόμαστε.ΖΑΝ, από τη θέση του: Συμβιβαζόμαστε; Δε συμβιβαζόμαστε. Συμβιβαζόμαστε; Δε συμβιβαζόμαστε.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Ξαναδοκιμάστε, λοιπόν.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πέστε μου τι πρέπει να κάνω;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Σας το είπα. Μία μικρή προσευχή. Μια απλή προσευχούλα φτάνει. Θα διαπιστώσετε και μόνος σας τα θαυμαστά της αποτελέσματα.ΖΑΝ, στον Μπρεστόλ: ...Τα θαυμαστά της αποτελέσματα.ΤΡΙΠ, γονατίζοντας: Πατέρα μας...ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ποια προσευχή;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Πιο δυνατά. (Στον Μπρεστόλ) Τι κακό πράγμα να ζεις στην άγνοια. Γονατίστε.ΤΡΙΠ: Πατέρα μας, χάρισέ μου σήμερα, τη θρεπτική μου σούπα.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Πιο καθαρά.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Μη γονατίζετε προς το μέρος μου. Εγώ είμαι ένας φτωχός αδελφός. Γονατίστε εδώ και κοιτάξτε μπροστά. (Ο Μπρεστόλ γυρίζει φάτσα στο κοινό)ΤΡΙΠ: Χάρισέ μου, Θεέ μου, τη θρεπτική μου σούπα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ που γονάτισε: Έτσι... Τώρα ενώστε τα χέρια σας.ΜΠΡΕΣΤΟΑ: Ξέρετε είναι η πρώτη φορά που...ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Δεν είναι δύσκολο, οι δυο παλάμες σας, έτσι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Πήρατε τη σωστή στάση προσευχής; (Στους δυο Αδελφούς) Είναι τα χέρια του όπως πρέπει ενωμένα; (Στον Μπρεστόλ) Μη σηκώνεστε. Σταυρώστε καλά τα δάχτυλά σας. Μην ντρέπεστε. Μόνον ο παντοδύναμος σας κοιτάζει από ψηλά. Εγώ και οι δυο Αδελφοί είναι σαν να μην υπάρχουμε.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Δεν μπορώ να προσευχηθώ.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Αφού είναι έτσι, δεν έχει σούπα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Θαυμάσια, έξοχα. Τα χέρια υπέροχα ενωμένα. Τα μάτια στραμμένα στον ουρανό. Αυτή είναι η τέλεια στάση. Πώς φαίνεται πως έχετε πείρα κύριε Τριπ.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Ταραμπά δείχνοντας τον Μπρεστόλ: Δε θέλει να προσευχηθεί.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Τότε δεν έχει σούπα. Φυσικά κι ας μην περιμένει πως θα τον αφήσουμε να φύγει. Εμπρός, αποφασίστε. Προσευχηθείτε, τι στο Διάβολο. Κουράγιο. Το κεφάλι όρθιο. Τα μάτια να κοιτάζουν τον ουρανό. (Στον Τριπ) Αυτοσυγκεντρωθείτε με μεγαλύτερη ένταση πριν να ξαναδοκιμάσετε.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Τα μάτια στον ουρανό;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Θέλω να πω στραμμένα στο ταβάνι.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Τι γελοία κωμωδία!...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Γιατί χρησιμοποιείτε άστοχες λέξεις; Γιατί επιδιώκετε να μας προσβάλλετε; Σας ρωτάω, για μια φορά ακόμα, σε τι μπορεί να σας βλάψει αν τελικά πετύχετε το σκοπό σας; Κάθε εμπειρία είναι μια καινούργια εμπειρία. Γονατίστε σαν τον κύριο Τριπ και μην κινείσθε. (Στον Τριπ) Αυτοσυγκεντρωθήκατε αρκετά;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πεινάω.ΤΡΙΤΟΣ: Πολύ ωραία. Πέστε στον Κύριο λοιπόν στην προσευχή σας πως πεινάτε.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Σας λέω πως πεινάω.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ: Λέτε πως πεινάτε σε ποιον; Αναφέρετε το όνομά του.ΤΡΙΠ: Δώστε μου τη θρεπτική μου σούπα.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Θεέ πεινάω.

Page 43: Η πείνα και η δίψα

ΤΡΙΠ: Θεέ μου.ΜΠΡΕΣΤΟΛ, στον Ταραμπά: Είσαστε ευχαριστημένος; Είπα τώρα ό,τι έπρεπε για να...ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Δεν του απευθύνεστε με το σωστό τρόπο. Υπάρχουν κανόνες. Μια μέθοδος, ένα πρωτόκολλο. Υπάρχει κάποια φόρμούλα...ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ποια φόρμουλα;ΖΑΝ, από τη θέση του: Ποια φόρμουλα; (Το πρόσωπό του εκφράζει την αγωνία του Μπρεστόλ και του Τριπ)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Είμαι κουφός, ή χάσατε τη φωνή σας; Πιο δυνατά. (Στον Μπρεστόλ) Αν την ξεχάσατε, καιρός είναι να την ξαναθυμηθείτε.ΤΡΙΠ: Δώσε μου, Θεέ μου, τη σούπα μου τη θρεπτική.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Όπως βλέπετε δεν είναι και τόσο δύσκολο... Ελάτε επαναλάβετε μετά από μένα. “Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς” (Στον Τριπ) Πιο δυνατά.ΤΡΙΠ, δυνατά: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς, χάρισέ μου τη θρεπτική μας σούπα.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ και στον Τριπ: Ακόμα πιο δυνατά. Πιο καθαρά, ξαναπέστε το.ΜΠΡΕΣΤΟΛ ΚΑΙ ΤΡΙΠ, μαζί: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς... Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Είσαστε πολύ σφιγμένος κύριε Τριπ. Προσπαθήστε πιο άνετα, πιο ήρεμα. (Στον Μπρεστόλ) Με πιο θέρμη. Δείξτε πιο πεποίθηση. Βάλτε μεγαλύτερη πίστη σ' αυτή τη φράση.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς.ΤΡΙΠ: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Χάρισέ μας τη σούπα τη χορταστική.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Πιστεύετε τώρα στο Θεό, το ομολογείτε;ΤΡΙΠ, ξεφωνίζοντας όλο και πιο δυνατά: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς, χάρισέ μας τη σούπα τη χορταστική... Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς χάρισέ μας τη σούπατη χορταστική. (Ο Ζαν λέει τις πέντε τελευταίες ρεπλίκες συγχρόνως με τον Τριπ και τον Μπρεστόλ. Αυτό μπορεί να τονισθεί περισσότερο με ρυθμικά χειροκροτήματα από τους Αδελφούς στα μαύρα και τους Αδελφούς στα κόκκινα όπως στο Τ.Ν.Ρ. (Εθνικό Λαϊκό Θέατρο)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Τώρα πιστεύετε, πιστεύετε;ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Πιστεύετε; Πιστεύετε;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ, ενώ ο Τριπ συνεχίζει να λέει «Πατέρα μας...» όλο και πιο δυνατά: Με μισείτε. Δε σας απόμεινε δύναμη να εκμηδενίσετε τα πάντα. Δε σας απόμεινε δύναμη μήτε να σταθείτε στα πόδια σας... Δεν καταφέρνετε ούτε τα ενωμένα σας χέρια να ξεδέσετε. Σας μένει ακόμα μια ελάχιστη δύναμη, όση χρειάζεται για να απαντήσετε... Πιστεύετε, ναι ή όχι;ΜΠΡΕΣΤΟΛ, αδύναμα: Ναι. Πιστεύω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Δε σας άκουσα καλά. Αρθρώνετε σωστά. Νιώσατε γύρω σας στον αέρα, την ευωδιά της σούπας;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ναι, ναι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Τα βλέπετε, τι σας έλεγα. Το Θείον έλεος σας άγγιξε ήδη. Ακόμα μια μικρή προσπάθεια. Σε τι και σ ποιον πιστεύετε;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Στο Θεό. Πιστεύω στο Θεό.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Εξαίσια φωνή για κάποιον μισοπεθαμένον απ' την πείνα. Νιώθετε κιόλας χορτασμένος;ΤΡΙΠ: Σταματήστε τις ειρωνείες.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Όχι και ειρωνείες. Ελάτε θα προσευχηθούμε μαζί. (Στον Μπρεστόλ) Μια που πιστέψατε τώρα, επαναλάβετε καθαρά μετά από μένα: «Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς».ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς...ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ, συγχρόνως: Χάρισέ μας τη σούπα τη χορταστική.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Μπρεστόλ, ΤΡΙΤΟΣ στον Τριπ, συγχρόνως: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στους ουρανούς...

Page 44: Η πείνα και η δίψα

ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Χάρισέ μας τη σούπα τη χορταστική, τη σούπα τη θρεπτική.ΖΑΝ, από τη θέση του: Όλοι μαζί, και σεις Αδελφοί στα κόκκινα, και σεις Αδελφοί στα μαύρα (ρυθμικά χτυπώντας τα χέρια) Τη... σούπα... τη... θρεπτική... τη... σούπα... τη χορταστική.ΤΡΙΠ: Δώσε μας τη σούπα μας.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πατέρα μας που βρίσκεσαι στον ουρανό.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Θεέ μου. Δώστε στον κύριο Τριπ τη σούπα του τη χορταστική. Δώστε την στον κύριο Τριπ λοιπόν, Θεέ μου. (Στον Μπρεστόλ) Φτάνει. Την κέρδισες τη σούπα σου. Εισακούσθηκες. Ορίστε λοιπόν η απόδειξη πως υπάρχει. (Ο Δεύτερος δίνει μια γαβάθα στον Μπρεστόλ ανάμεσα απ' τα κάγκελα, στην οποία ο τελευταίος πέφτει με τα μούτρα. Αίσθηση από τους Αδελφούς στα μαύρα. Μουρμουρίσματα επιδοκιμασίας, λες και ακόμα ένα καινούργιο θαύμα ήλθε να επιβεβαιώσει την πίστη τους)ΤΡΙΤΟΣ: Μεγαλοδύναμε, χαρίστε στον κύριο Τριπ τη σούπα του τη χορταστική. Ο κύριος Τριπ που πιστεύει σε σας μ' όλη του την ψυχή, κινδυνεύει να πεθάνει από ασιτία.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Παραδέχεστε τώρα την υλική και θρεπτική απόδειξη της ύπαρξής του και την αποτελεσματικότητα της προσευχής;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ύστερα (τρώει) θα με αφήσετε και να φύγω;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Ακόμα τίποτα για να ξύσετε το δόντι σας κύριε Τριπ. Μα είναι λοιπόν κουφός; Μήπως θέλει να σας τιμωρήσει; Μήπως του τέλειωσαν οι προμήθειες; Σίγουρα θα βρίσκετε τα αστεία μου λίγο ανάρμοστα. Αλλά μεταξύ μας, ελπίζετε ακόμα στη σούπα της Θείας Πρόνοιας; Εγώ στη θέση σας θα είχα αρχίσει να αμφιβάλλω.ΤΡΙΠ: Μεγαλοδύναμε, γιατί με εγκατέλειψες; Γιατί με αφήνεις ανυπεράσπιστο στα χέρια τους;, Γιατί δε ρίχνεις τον κεραυνό σου να κάψεις αυτή την κλούβα; Γιατί με αφήνεις να υποφέρω από πείνα; Γιατί δε με παίρνεις κοντά σου; Γιατί με εγκατέλειψες, Θεέ μου.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τρίτο, αλλά κοιτάζοντας τον Τριπ: Είναι ποτέ δυνατόν να εγκαταλείψει τον πιστό του υπηρέτη;ΤΡΙΤΟΣ: Δεν το πιστεύω. Κάποιο λάθος θα 'χει γίνει.ΖΑΝ: Μα δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να τον εγκαταλείψει.ΤΡΙΠ: Όχι δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να με εγκαταλείψει.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Εάν υπήρχε, αναμφίβολα δε θα το έκανε. Αλλά υπάρχει; Απαντήστε. Υπάρχουν ακόμα λίγα απομεινάρια σούπας.ΤΡΙΠ: Πιστεύω πως υπάρχει.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Τότε, δεν έχετε ανάγκη απ' τη δική μας σούπα. (Στον Μπρεστόλ) Είναι χαρά να σας βλέπω να τρώτε με τόση όρεξη. Εγώ δεν ήθελα να σας δώσω να φάτε. Στον Κύριο το χρωστάτε. (Κοιτάζει προς τον ουρανό, δείχνοντας με το δάχτυλο το ταβάνι) Ο Κύριος με διέταξε να σας δώσω τον άρτον τον επιούσιον. Μάλιστα, προσδιόρισε μέσα στη σούπα. Τη σούπα με το θρεπτικό του άρτον. (Στον Τριπ) Πιστεύετε στο Θεό;ΤΡΙΠ: Ναι, πιστεύω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Αφού είναι έτσι, δεν έχει σούπα. (Στον Μπρεστόλ) Άκουσα την ίδια του τη φωνή. (Στον Τριπ) Πιστεύετε στο Θεό;ΤΡΙΠ: Πιστεύω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Πολύ καλά. Δεν έχει σούπα. (Στον Μπρεστόλ) Αφού μου έδωσε μια τέτοια διαταγή ήμουν αναγκασμένος να τον υπακούσω. Δεν αφήνει τους πιστούς του να πεθάνουν από ασιτία.ΤΡΙΠ: Μη με αφήσετε να πεθάνω από ασιτία.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Πιστεύετε στο Θεό;ΤΡΙΠ: Ναι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Τότε δεν έχει σούπα. (Το «δεν έχει σούπα» επαναλαμβάνεται σαν χορός από τους Αδελφούς στα κόκκινα) Πιστεύετε στο Θεό κύριε Τριπ; Δε θέλετε να απαντήσετε; Πάει καλά, δεν έχει σούπα. (Ίδια αντίδραση από τους Αδελφούς στα κόκκινα)ΤΡΙΠ: Τον πιστεύω. (Μουρμουρίσματα αποδοκιμασίας από τους Αδελφούς στα κόκκινα) Ο Ζαν κοιτάζει μια απ' τη μια μεριά και μια απ' την άλλη ξετρελαμένος.

Page 45: Η πείνα και η δίψα

ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Είναι παντοδύναμος. Αυτός μου έσπρωξε το χέρι. Θέλετε λίγο ακόμη;ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Δεν έχει σούπα. Θα πάω να τη δώσω σε κείνους που πραγματικά πεινάνε.ΦΩΝΗ, κόκκινη πλευρά: Ναι... ναι...ΤΡΙΠ, γονατιστός: Μη με εγκαταλείπετε, κύριε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Πότε θα μάθετε να λέτε «Αδελφέ, φίλε, σύντροφε».ΤΡΙΠ: Μη με εγκαταλείπετε, αγαπητέ φίλε. Υποφέρω, πεινάω.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Λοιπόν, αληθινά τώρα πιστεύετε στο Θεό; (Στον Τριπ) Και σεις πιστεύετε πάντοτε στο Θεό κύριε Τριπ;ΤΡΙΠ: Ίσως... λιγάκι...ΖΑΝ, σε μουρμουρητό: Ίσως... λιγάκι.ΜΠΡΕΣΤΟΛ, τρώγοντας: Ναι, ναι. Εγώ τον πιστεύω. Λιγάκι ίσως...ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Η απάντηση δεν είναι ακόμα ξεκαθαρισμένη. (Στον Ταραμπάς) Να μην του δώσω σούπα; (Ο Ταραμπάς κάνει όχι με το χέρι του)ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ταυτόχρονα στον Μπρεστόλ: Η απάντηση δεν είναι ξεκαθαρισμένη. (Στον Ταραμπάς) Να του ξαναπάρω τη γαβάθα; (Αντιδράσεις διάφορες από Αδελφούς στα μαύρα και στα κόκκινα)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Αποφασίστε, πιστεύετε στο Θεό κύριε Τριπ;ΤΡΙΠ: Δεν ξέρω πια, δεν ξέρω... τα 'χω χαμένα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Απαντήστε ταπεινά με ένα ναι ή ένα όχι. Είναι τόσο απλό.ΤΡΙΤΟΣ , στον Τριπ: Πιστεύετε στο Θεό, κύριε Τριπ; Πιστεύετε στο Θεό;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Είναι τόσο απλό. Απαντήστε ξεκάθαρα με ένα ναι ή ένα όχι. Πιστεύετε στο Θεό Μπρεστόλ; Πιστεύετε στο Θεό Τριπ;ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ναι. Πιστεύω στο Θεό. (Επιδοκιμασίες από τους Αδελφούς στα μαύρα)ΤΡΙΠ: Όχι. Δεν πιστεύω στο Θεό. (Επιδοκιμασίες από τους Αδελφούς στα κόκκινα)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Ηγούμενο: Ακούσατε αδελφέ Ηγούμενε; (Στον Τριπ και Μπρεστόλ) Μήπως θα είχατε την ευγένεια να επαναλάβετε μια φορά ακόμα ό,τι είπατε;ΤΡΙΠ: Όχι, δεν πιστεύω στο Θεό, δεν πιστεύω στο Θεό. (το τελευταίο «Δεν πιστεύω» λέγεται επίσης απ' τον Ζαν και τους Αδελφούς στα κόκκινα)ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Ναι, πιστεύω στο Θεό, ναι πιστεύω στο Θε... (Το τελευταίο «πιστεύω στο Θεό» επαναλαμβάνεται απ' τον Ζαν και τους Αδελφούς στα μαύρα)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Δεν είναι απαραίτητο να τρώτε γονατιστοί. Σε τι πιστεύετε κύριε Τριπ;ΤΡΙΠ: Πιστεύω στη σούπα μου. Δώστε μου τη σούπα μου. Δώστε μου τη σούπα μου.ΜΠΡΕΣΤΟΛ: Πιστεύω στο Θεό. Αφήστε μου τη σούπα μου και την ελευθερία μου.ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Είσαστε απόλυτα σίγουρος; Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να κάνετε λάθος;ΤΡΙΠ: Πιστεύω στη σούπα μου. (Ο Ταραμπάς κάνει νόημα στον τρίτο)ΤΡΙΤΟΣ, στον Τριπ: Ορίστε... Ορίστε... η περιζήτητη σούπα. (Δίνει στον Τριπ μια γεμάτη γαβάθα στην οποία ο τελευταίος πέφτει με τα μούτρα)ΜΠΡΕΣΤΟΛ, τρώγοντας: Πιστεύω στο Θεό. Μόλις θα ξαναπάρω δυνάμεις, θα ανοίξετε τις πόρτες. Δεν είναι έτσι;... Δεν είναι έτσι;...ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Τριπ: Και σε ποιο είδος σούπας πιστεύετε κύριε Τριπ;ΤΡΙΠ: Πιστεύω στη σούπα την περιζήτητη.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Μπρεστόλ: Για την απελευθέρωσή σας... θα ξαναμιλήσουμε μια από αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω αν υπάρχει καμία φόρμουλα για την περίπτωσή σας. Θα πληροφορηθώ σχετικά. Σας το υπόσχομαι. Δεν αποκλείεται, τελικά να υπάρχει... κάτι θα βρεθεί... (Ο Τριπ και ο Μπρεστόλ τρώνε. Στον Ζαν που σηκώθηκε απ' τη θέση του και τον πλησίασε) Πώς με βρήκατε σ' αυτόν το ρόλο; Ήμουν υποφερτός; Το θέαμα γενικά σας κούρασε; Τι γνώμη έχετε για τη σκηνοθεσία;ΖΑΝ: Μα ναι!... Θαυμάσια... Αδελφέ Ταραμπά είσαστε εκπληκτικός ηθοποιός.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αυτό είναι το πρώτο επεισόδιο. Υπάρχουν ακόμα άλλα είκοσι εννέα. Είναι ένα Θέαμα συνόλου μεγάλης διαρκείας. Δε θα σας δείξουμε σήμερα τη συνέχεια, εκτός και εάν πραγματικά το επιθυμείτε πάρα πολύ. (Ο Ζαν κάνει αρνητική κίνηση με το κεφάλι) Όχι, δε θέλετε... δεν έχετε καιρό... Όπως και να 'χει για να ολοκληρώσετε την κεντρική ιδέα του έργου... στο επόμενο επεισόδιο όπως το ανήγγειλε το πρόσωπο που έπαιξα, γίνεται η αποτοξίνωση της ιδέας,

Page 46: Η πείνα και η δίψα

της ανθρώπινης αυτοδιάθεσης. Αποκαλύπτεται η απάτη... συγχωρήστε με αν χρησιμοποιώ μια τόσο κοινή έκφραση, της ιδέας της απελευθέρωσης και φανερώνεται η απάτη της ίδιας της ελευθερίας.ΖΑΝ: Εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Μου κόβεται η ανάσα μόνο που σκέπτομαι πως...ΤΑΡΑΜΠΑΣ, κτυπώντας τα χέρια του προς την κατεύθυνση του Τριπ και του Μπρεστόλ: Εντάξει. Το θέαμα τελείωσε. (Οι Αδελφοί στους οποίους ο Τριπ και ο Μπρεστόλ ξαναδίνουν τις γαβάθες βγαίνουν με το καροτσάκι. Ύστερα ξαναγυρίζουν στο βάθος της σκηνής κοντά στον Ζαν και στον Ταραμπά. Ο Τριπ και ο Μπρεστόλ στρέφονται προς την πλευρά του υποτιθέμενου κοινού δηλ. προς τη μεριά του Ζαν και τον χαιρετάνε κάνοντας υποκλίσεις. Οι Αδελφοί θεατές στα κόκκινα και στα μαύρα χειροκροτούν. Σηκώνονται, βγαίνουν ή στέκονται οι μισοί στα δεξιά και οι μισοί στ' αριστερά της σκηνής. Μπορεί ένας Αδελφός, από την μια μεριά και την άλλη, να τους σερβίρει αναψυκτικά, ψωμάκια, δροσιστικά κτλ. Βγαίνουν τρώγοντας)ΖΑΝ: Οι δύο κλόουν ήταν υπέροχοι αγαπητέ μου φίλε... Τι τέλεια τεχνική. Ακόμα για μια φορά σας συγχαίρω. Μπράβο. (Οι δύο κλούβες τραβιούνται απ ' τη σκηνή μαζί με τον Τριπ και τον Μπρεστόλ. Αργότερα οι δύο τελευταίοι θα ξαναεμφανιστούν στο τέλος του επεισοδίου, ίσως ντυμένοι σαν Αδελφοί. Το κάθισμα του Ζαν σηκώνεται, τα επίπεδα επίσης τραβιούνται)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, συνεχίζοντας: Αυτοί οι κλόουν έχουν ειδικευθεί σε ρόλους τέτοιου είδους.ΖΑΝ: Όταν δέχεστε ξένους και τους κάνετε την τιμή, αυτή τη μεγάλη τιμή, να τους παρουσιάζετε αυτό το θέαμα, αυτοί οι δυο ηθοποιοί υποδύονται πάντα τους ρόλους των φυλακισμένων; Θα πρέπει να είναι λίγο κουραστικό να παίζουν πάντα το ίδιο πράγμα.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Κι όμως δεν κουράζονται ποτέ. Ίσως κάποτε γίνει και αυτό. Το έχουμε προβλέψει. Επίσης, όπως ο καθένας τους έχει αποστηθίσει και τους δυο ρόλους, τους αλλάζουμε κλουβιά αλληλοδιαδοχικά. Ο Μπρεστόλ παίζει τον Τριπ, και ο Τριπ παίζει τον Μπρεστόλ.ΖΑΝ: Κύριοι... Αδελφοί μου. Σας είμαι βαθιά υποχρεωμένος για τη φιλοξενία σας, και το υπέροχο θέαμα που μου χαρίσατε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Διαθέτουμε χιλιάδες θεάματα σαν και αυτό. Και σε είδη τελείως διαφορετικά. Ακόμα για μια φορά, δε θέλω φυσικά να επιμείνω, αλλά αν θέλετε να δείτε και κάτι άλλο, μην ντρέπεστε να μου το ζητήσετε.ΖΑΝ: Ευχαριστώ, δεν υπάρχει λόγος να ενοχλήστε τόσο για μένα. Να σας βάζω σε κόπο.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Μα τι λέτε, να μας βάζετε σε κόπο;ΤΡΙΤΟΣ: Να μας βάλει σε κόπο; Γιατί είπε πως μας βάζει σε κόπο; (Στον Ζαν) Μα αυτό γίνεται για δική μας, και φυσικά, για δική σας ευχαρίστηση. Γιατί μεταχειριστήκατε τις λέξεις, «κόπος», «ενόχληση». Βρήκατε το θέαμα δυσάρεστο;ΖΑΝ: Μα καθόλου, καθόλου. Δεν ήθελα να πω ακριβώς αυτό. Μεταχειρίστηκα κατά λάθος τη λέξη κόπος, στη θέση κάποιας άλλης. Μου ξέφυγε απ' τα χείλη αυθόρμητα χωρίς να το καταλάβω. Αυτή την «ευχαρίστηση» ήθελα να πω. Όλοι μας ευχαριστηθήκαμε πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ. Μα νομίζω πως φτάνει.ΤΡΙΤΟΣ: Οι λέξεις που μας ξεφεύγουν φανερώνουν πολλά. Ακριβώς τα λόγια που βγαίνουν αυθόρμητα απ' το στόμα μας, χωρίς να τα σκεφτούμε, είναι εκείνα που εκφράζουν τις κρυφές προθέσεις μας, τον τρόπο που νιώθουμε τα πράγματα, την προσωπικότητά μας.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Τώρα νομίζω πως ξεκουραστήκατε και οι δυνάμεις σας ξαναγύρισαν. Σας περιποιηθήκαμε με το παραπάνω στο ίδρυμά μας, δεν είναι έτσι; Θα πρέπει να νιώθετε ευχαριστημένος.ΖΑΝ: Μα φυσικά, φυσικά. Σας είμαι υπερβολικά υποχρεωμένος. Κάνατε τόσα για μένα. Αλήθεια, το σπίτι σας είναι υπέροχο! Τι μεγαλοπρέπεια. Τι ρυθμός! Σας ευχαριστώ. Τώρα νιώθω καλύτερα, πιστεύω πως μπορώ να συνεχίσω το δρόμο μου.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Πρέπει να βοηθιόμαστε αναμεταξύ μας. Άνθρωποι είμαστε. Έχουμε υποχρεώσεις οι μεν προς τους δε, εκτός αν προτιμάμε το κλουβί της μοναξιάς... Αλλά σας βεβαιώνω πως η ζωή δεν είναι και τόσο ευχάριστη εκεί μέσα. Δεν μπορείτε να σταθείτε ούτε εντελώς όρθιος ούτε εντελώς καθιστός.ΖΑΝ, δείχνοντας τους Αδελφούς που ξαναβγαίνουν στη σκηνή όπως και τους κλόουν που φοράνε κουκούλες για να μη διαφέρουν απ' τους άλλους, και που όλοι κάθονται από τη μια μεριά και από την

Page 47: Η πείνα και η δίψα

άλλη ενός μακρόστενου τραπεζιού. Στη διάρκεια του διαλόγου που ακολουθεί, κάθονται αργά ο ένας δίπλα στον άλλον, αφού προηγουμένως παρουσιάστηκαν περπατώντας αθόρυβα στη σκηνή: Είναι ηθοποιοί; Θέλω να πω ερασιτέχνες ηθοποιοί. Δεν είναι έτσι;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Λίγο ώς πολύ όλοι είμαστε ερασιτέχνες ηθοποιοί. Αλλά στο επάγγελμα Αδελφοί.ΖΑΝ: Έχετε δίκιο, καταλαβαίνω. Σας ευχαριστώ. Τώρα πρέπει να συνεχίσω το δρόμο μου.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, στον Ταραμπά: Νομίζω πως δεν είναι εντελώς καλά. Δεν ξαναβρήκε ακόμα τις δυνάμεις του.ΤΡΙΤΟΣ: Αυτό επιβεβαιώνει την άποψή μου. Το θέαμα δεν του άρεσε, και μάλιστα νομίζω πως το βρήκε δυσάρεστο.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αφού είσαστε σίγουρος πως μπορείτε να ξαναπάρετε το δρόμο σας, είσαστε τελείως ελεύθερος.ΖΑΝ: Ναι, ναι πρέπει να φύγω. Θα 'θελα να προλάβω να δω όλα εκείνα που μου διέφυγαν λόγω της αδυναμίας των ματιών μου. Με περιμένουν πρόσωπα που θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή μου. Να ξαναβρώ την ομορφιά που γλίστρησε δίπλα μου χωρίς να τη νιώσω. Συγχωρήστε με γι' αυτήν μου την έκφραση. Θα ξανασκεφτείτε Αδελφέ μου, πως φανερώνει, ποιος ξέρει ποια βαθύτερη σκέψη μου, που προσπαθώ να σας την κρύψω, ή ποιος ξέρει ακόμα ποια αδεξιότητα του μυαλού μου... ή πόσα άλλα ακόμα... πόσα άλλα. Μου μένει ακόμα καιρός να ανακαλύψω το πιο σημαντικό. Τώρα ξαναβρήκα τις δυνάμεις μου. Ξεκουράστηκα αρκετά. Ήρθε η στιγμή να σας αφήσω. Σας χαιρετώ με τα πιο φιλικά αισθήματα στην καρδιά και σας ευχαριστώ και πάλι. Πέστε μου τι σας οφείλω; Κάντε μου σας παρακαλώ το λογαριασμό.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Όχι και σπουδαία πράγματα. Μην ανησυχείτε. Δε θα πρέπει να είναι και σπουδαία πράγματα.ΖΑΝ: Βρήκατε ενδιαφέρουσα την αφήγησή μου;ΤΑΡΑΜΠΑΣ, γυρίζοντας προς τον Ηγούμενο: Η αφήγηση του ξένου μας... Η αφήγησή του... Πολύ καλά αδελφέ Ηγούμενε. (Στον Ζαν) Από ό,τι ο αδελφός Λογιστής είπε στον αδελφό Ηγούμενο σε χρήματα δε βαραίνει πολύ.ΤΡΙΤΟΣ: Πράγματι, δε βαραίνει και πολύ.ΖΑΝ: Όπως και να 'χει πέστε μου. Πέστε μου τι σας οφείλω για να μπορέσω να φύγω. (Παύση σύντομη) Το ξέρω, είναι ολοφάνερο, δεν είχε και τόσο ενδιαφέρον ό,τι σας είπα. Το καταλαβαίνω πολύ καλά. Υπάρχει κάτι που ξέχασα να σας το αναφέρω. Δεν είναι πως ήθελα να σας το κρύψω. Απλώς ήταν κάτι που μου διέφυγε.ΔΕΥΤΕΡΟΣ, κοιτάζοντας τον Ηγούμενο: Κρύβω; ξεχνάω; μου διαφεύγει; Η διαφορά δεν είναι και τόσο μεγάλη.ΖΑΝ: Το κάθε τι που πραγματικά επιθυμούσα χανόταν μόλις το πλησίαζα. Ό,τι ποθούσα να χαϊδέψω μαραινόταν στο άγγιγμά μου. Μόλις έφτανα σε ένα λιόλουστο λιβάδι, ο ουρανός σκεπαζόταν με βαριά σύννεφα. Ποτέ μου δεν μπορούσα να νιώσω την παραμικρή χαρά. Η δροσερή χλόη ξεραινόταν κάτω απ' τα πόδια μου. Τα πράσινα φύλλα των δέντρων κιτρίνιζαν και έπεφταν απ' τα κλαδιά τους μόλις τα κοίταζα. Έσκυβα να δροσιστώ στην κρυστάλλινη καθαρή πηγή και το νερό βρωμιζόταν, γινόταν βούρκος.ΤΡΙΤΟΣ: Τώρα εξηγείται γιατί τον τυραννούσε μια ακατάπαυστη δίψα.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Συγχρόνως διψασμένος και αηδιασμένος απ' τα πάντα.(Ο Ζαν προχωρεί προς τη μεριά της πόρτας που στέκεται ο Αδελφός με την καραμπίνα. Ο τελευταίος μόλις πλησιάσει του απαγορεύει το πέρασμα. Προχωρεί προς το βάθος όπου υπάρχουν τα κιγκλιδώματα σε ένα γκρίζο φόντο. Δηλαδή η έρημη κοιλάδα. Στέκει λίγο και ξανα γυρίζει)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Σας κατέτρωγε λοιπόν πάντα μια ασίγαστη δίψα και μια πείνα αχόρταγη που με τίποτα δεν μπορούσατε να την καταπραΰνετε.ΖΑΝ: Ναι... όχι ακριβώς... Ναι, έτσι ήταν... Στο κάτω κάτω γιατί να μη σας τα πω όλα. Άραγε θυμάμαι καλά, για είναι και λίγο η φαντασία μου; Θαρρώ πως δε με κατέτρωγε πάντα αυτή η αδηφάγος φωτιά. Άλλοτε, παλιά, πέρασε τόσος καιρός από τότε. Ναι, τώρα θυμάμαι ήταν... Ίσως πριν να αρχίσω το ταξίδι μου. Ίσως στην αρχή του ταξιδιού μου... Όχι, νομίζω μάλλον πως πριν από το ξεκίνημα. Είμαι σίγουρος, ήταν πιο πριν. Τότε που οι μέρες ήταν καταφώτεινες και εγώ κοντοστεκόμουνα στην καρδιά των λιβαδιών, χανόμουνα μέσα στη φύση, και ένιωθα σαν να με

Page 48: Η πείνα και η δίψα

έζωνε το σύμπαν ολόκληρο. Ύστερα έστρεφα ολόγυρα το βλέμμα και κοιτούσα, κοιτούσα πλημμυρισμένος από ένα αδιόρατο μεθύσι, από έναν άφατο ενθουσιασμό, κάτι στα σωθικά μου τραγουδούσε και φώναζα: «Είναι απίστευτο, μοιάζει με θαύμα. Δεν το χωράει ο ανθρώπινος λογισμός. Κι όμως είναι μπροστά μου. Απίστευτο! Το καταπράσινο δάσος με τρίατέσσερα σπαρμένα σπιτόπουλα και αυτή η γεφυρωτή καμάρα των δέντρων, η διάφανη λίμνη, κι αυτό το ακροθαλασσιά. Άλλοτε ξαπλωνόμουνα μέσα στα ψηλά πυκνά χορτάρια και παρατηρούσα τον οργασμό της ζωής και η χαρά ανέβλυζε σαν κύματα απ' το είναι μου. Όλα με γέμιζαν. Όλα τα βρισκα υπέροχα. Τότε δεν ήξερα τι θα πει πείνα, δεν ένιωθα τι θα πει δίψα, ή πιο σωστά, αυτή η πλέρια χαρά ήταν το ψωμί που με χόρταινε, το νερό που με ξεδιψούσε. Πώς και γιατί ξαφνικά άλλαξαν όλα; Πώς και γιατί ξαφνικά ένιωσα αυτό το κενό και αυτή την απουσία; Θα μπορούσατε ίσως εσείς να μου το εξηγήσετε αδελφέ Ταραμπά; Θα μπορούσατε να μου το εξηγήσετε εσείς αδελφέ Ηγούμενε; Γιατί αυτή η ξαφνική πείνα, η ξαφνική ασίγαστη δίψα; Η αγωνία και το αίσθημα του ανικανοποίητου; Γιατί ξαφνικά αυτό το κενό που από τότε δε σταμάτησε να μεγαλώνει και να βαθαίνει στα σωθικά μου; Το κενό που δεν μπόρεσα ποτέ πια και με τίποτα να το γαληνέψω. Γιατί χάθηκαν οι λιόλουστες μέρες; Γιατί με έζωσε το φοβερό σκοτάδι; Έπρεπε να τα ζήσω όλα αυτά; Έπρεπε να υποταχτώ; Έπρεπε να περιμένω; Έπρεπε να μην περιμένω τίποτα πια; Έπρεπε, για όχι, να τρέξω στα μισοσκότεινα φθινοπωριάτικα μονοπάτια γυρεύοντας το φως... ή τον αντικατοπτρισμό του;ΤΡΙΤΟΣ: Είναι αλήθεια πως διέθετε πολλά προσόντα.ΤΕΤΑΡΤΟΣ: Τα κράτησε μόνο για τον εαυτό του.ΠΕΜΠΤΟΣ, πρώην Τριπ: Λιμνάσανε μέσα του και σάπισαν.ΕΚΤΟΣ, πρώην Μπρεστόλ: Θα μπορούσανε τόσο εύκολα να τον ανακουφίζουν.ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Έγιναν η αρρώστιά του και τον ρούφηξαν.ΖΑΝ: Φώναξα, έκλαψα, κανείς δε βρέθηκε να μου απλώσει το χέρι. Ίσως θα έφτανε μια λέξη... Τώρα θα συνεχίσω το δρόμο μου. Είναι ώρα, πρέπει να φύγω. Θα ψάξω να βρω τη γη που δε θα τσουρουφλίζει τα πόδια μου, νερό που δε θα με καταπίνει. Θάμνους χωρίς αγκάθια.ΤΡΙΤΟΣ, στον Ηγούμενο: Όσα μας είπε αυξάνουν το λογαριασμό; (Ο Ηγούμενος παραμένει βουβός)ΤΑΡΑΜΠΑΣ, γυρίζει προς τον Ηγούμενο που είναι πάντοτε βουβός: Δεν μπορούμε να καταχωρίσουμε την τελευταία σας δήλωση.ΖΑΝ: Πρέπει να φύγω. Θα ψάξω ακόμα. Πέστε μου Αδελφοί μου τι σας οφείλω. Τώρα βιάζομαι. (Ψάχνει στις τσέπες του. Ξαναβγάζει την παλάμη του και τη δείχνει ανοιχτή και άδεια) Δεν έχωάλλα χρήματα έξω από λίγη σκόνη. Αυτό είναι όλο και όλο που μπόρεσα να μαζέψω σ' αυτό το ταξίδι... Σ' αυτό το ταξίδι που... έχω ακόμα στα δάχτυλα μια σταλαγματιά ξεραμένο αίμα. Έτρεξε όταν γαντζώθηκα στα θάμνα. Ευτυχώς χωρίς σημασία μια μικρή γρατσουνιά.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Μην ανησυχείτε. Εμείς δεν είμαστε σαν άλλους ξενοδόχους. Δεν κάνουμε εμπόριο μήτε παίρνουμε χρήματα. Δε γυρεύουμε για αντάλλαγμα το αίμα των πελατών μας ούτε απαιτούμε θυσίες και προσφορές. Φυσικά θα πρέπει να εξοφλήσετε το χρέος σας, αλλά θα βρούμε κάποιον άλλο τρόπο. Θα μας το ανταποδώσετε, αν φυσικά είσαστε πρόθυμος, με μια μικρή εξυπηρέτηση. Ύστερα θα είσαστε ελεύθερος να φύγετε. Σας βεβαιώνω δε θα σας απασχολήσουμε για πολύ. Αλλά πρώτα πέστε μας αν μείνατε ευχαριστημένος, εάν η τροφή ήταν χορταστική. Αν διασκεδάσατε αρκετά.ΖΑΝ: Μα βέβαια. Σας ευχαριστώ μ' όλη μου την καρδιά. Μα τώρα πέστε μου και σεις τι πρέπει να κάνω. Με ποιο τρόπο μπορώ να σας δείξω την ευγνωμοσύνη μου; Πώς μπορώ να σας εξοφλήσω το χρέος μου ηθικώς;(Ο Ταραμπάς στρέφει το κεφάλι του προς τη μεριά του Ηγούμενου, ύστερα ξαναγυρίζει προς τον Ζαν. Ο Ηγούμενος βγαίνει αθόρυβα προς τ' αριστερά των θεατών. Το βάθος της σκηνής φωτίζεται. Ανά-μεσα και πίσω απ' τα κιγκλιδώματα βλέπουμε τη Μαρί-Μαντλέν και τη Μάρθα. Το σκηνικό του βάθους παριστάνει τον κήπο της τελευταίας σκηνής του πρώτου επεισοδίου. Καταφώτιστος, με ένα γαλάζιο ουρανό, πλούσια βλάστηση, δέντρα ανθισμένα. Μια σκάλα κατεβαίνει απ' τον ουρανό ακριβώς στο ίδιο σημείο. Φωτισμός πολύ ζωηρός, βαθύ μπλε. Η Μάρθα φοράει ένα ανοιχτού χρώματος φόρεμα. Η Μαρί-Μαντλέν ένα ταγιέρ μπλε με ένα κόκκινο γαρίφαλο στην μπουτουνιέρα. Το

Page 49: Η πείνα και η δίψα

πρόσωπό της δεν είναι πια γερασμένο. Αντιθέτως φαίνεται πάρα πολύ νέα)ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ, πίσω από τα κιγκλιδώματα: Ζαν, είμαστε εδώ. Σε περιμένουμε.ΖΑΝ: Αγάπες μου, ω αγάπες μου!ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μην αργείς... Μην αργείς, λοιπόν. Δες πόσο ωραίο καιρό κάνει! (Δείχνει τη Μάρθα) Σαν έφυγες, την άφησες στην κούνια. Έκλεισε τα δεκαπέντε σήμερα.ΖΑΝ: Θυμάμαι, θυμάμαι.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Βλέπεις πόσο μεγάλωσε; Το φανταζόσουνα τέως θα γινόταν τόσο όμορφη;ΖΑΝ: Την αναγνωρίζω με τους χτύπους της καρδιάς. Την αναγνωρίζω. Απελπιζόμουνα πως δε θα σας ξανάβλεπα. Τι πρωτόγνωρη ευτυχία! Ίσως δεν έπρεπε να είχα φύγει ποτέ. Με περιμένετε λοιπόν ακόμα!ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Γύρισε, σε περιμένουμε.ΖΑΝ: Δεν μπορώ να έλθω αμέσως. Σε λίγες στιγμές. Πρέπει να ξεπληρώσω ένα χρέος. Έχω να πληρώσω για ό,τι έφαγα... Μα δε θα αργήσω πολύ.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Έλα γρήγορα. Η Άνοιξη δεν κρατάει πολύ, το ξέρεις καλά. Ξαναγυρίζει, πάντα ξαναγυρίζει. Αυτό είναι βέβαιο. Αλλά είναι τόσο θλιβερό να την περιμένεις.ΖΑΝ, στον Ταραμπάς: Τι πρέπει να κάνω για να ξοφλήσω το χρέος μου;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αν έχετε την εντύπωση πως εδώ είναι μια φυλακή, πέφτετε έξω. Αν οι Αδελφοί που βλέπετε να κάθονται σοβαροί στο τραπέζι σας φαίνονται λυπημένοι, γελιόσαστε. Δίνουν αυτήν την εντύπωση αλλά η λύπη τους διαλύθηκε. Μοιάζουν βασανισμένοι, εντούτοις εδώ τίποτα δεν τους βασανίζει. Η μελαγχολία τους είναι εξωτερική, επιφανειακή. Στην πραγματικότητα είναι η έκφραση της γαλήνης τους.ΖΑΝ: Θα 'λεγες πως είναι δεμένοι με αλυσίδες.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Τι είναι αυτά που λέτε; Κοιτάξτε καλύτερα λοιπόν. Βλέπετε πουθενά αλυσίδες; Παθαίνετε παραισθήσεις, είναι ολοφάνερο. Ποιος μπορεί να θέλει το κακό τους. Εδώ είναι προστατευμένοι από τον ήλιο, τη βροχή, τους πολέμους και τη μιζέρια. Οι χειρουργοί μας ξερίζωσαν τα σπέρματα της διχόνοιας που φώλιαζαν μέσα τούς και ήταν η αιτία της αρρώστιας τους.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Μην αργήσεις... έλα... Σε περιμένω.ΖΑΝ: Δε θα αργήσω. Θα τελειώσω γρήγορα. (Στον Ταραμπάς) Δεν είναι έτσι; Θα τελειώσω γρήγορα. (Στη Μάρθα και στη Μαρί-Μαντλέν) Σας λούζει ένα φως που ποτέ μου δεν ξανάδα. Πάντοτε σας έλουζε το ίδιο φως, μα ποτέ μου δεν το είχα καταλάβει. Γρήγορα, πολύ γρήγορα θα είμαι κοντά σας, και από εκείνη την ευλογημένη στιγμή δε θα σας εγκαταλείψω ποτέ. Ποτέ πια. Έρχομαι, φθάνω, έρχομαι. Με πόσο χτυποκάρδι σας σφίγγω στο στήθος μου. Α! Είσαστε εσείς που σας θαρρούσα για πάντα χαμένες. Πώς λαχταρώ να σας πάρω στην αγκαλιά μου. Πόσο λαχταρώ να σας φιλήσω. (Στον Ταραμπάς) Θα αργήσω ακόμα πολύ;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Υπομονή αδελφέ Ζαν. Λίγη υπομονή. Συγκρατήστε τα νεύρα σας. Για μια δυο στιγμές θα αντικαταστήσετε έναν από τους Αδελφούς μας που λείπει...ΖΑΝ, στη Μάρθα και τη Μαρί-Μαντλέν: Μια δυο στιγμές, έρχομαι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Θα θέλατε να γίνετε δεσμοφύλακας των κελιών; (Ο Ζαν κουνάει αρνητικά το κεφάλι του) Έχετε δίκιο, δεν είναι κάτι για σας. Μήπως θα θέλατε να γίνετε ο δεσμοφύλακας του τίποτα; Ή θα προτιμούσατε να βοηθάτε τους ετοιμοθάνατους, να τους παραστέκεστε;ΖΑΝ: Ω! όχι, όχι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Σωστά, σωστά, ούτε αυτό δε σας ταιριάζει. Ασφαλώς ούτε να βοηθάτε στην κουζίνα θα θέλατε; (Ο Ζαν κάνει όχι με το κεφάλι) Σύμφωνοι, λοιπόν, δε θα σας ζητήσουμε να καταπιαστείτε με βαριές δουλειές. Γι' αυτές διαθέτουμε τους μηχανικούς μας και τους αχθοφόρους μας. Μην τρομάζετε, δε θα σας στείλουμε να ξεθάψετε το χρυσάφι των ορυχείων μας που βρίσκονται κάτω απ' τον πύργο. Δε θα ασχοληθείτε ούτε με τα λογιστικά, τις διοικητικές υποθέσεις, τις δίκες. Όχι, όχι, βεβαίως και θα σας απαλλάξουμε από όλα αυτά, εντούτοις, τι τα θέλετε, είναι απαραίτητο να κάνετε και σεις κάτι, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από κάποια κοινωνική υπηρεσία. Λοιπόν αυτό είναι, μην ανησυχείτε, θα αποφασίσουμε να βρούμε εμείς κάτι για σας. Είναι πιο εύκολο, και το καλύτερο. Αφού όλος ο κόσμος τρώει, και όλος ο κόσμος πίνει, αφού δεν κάνουμε τίποτα άλλο έξω από το να τρώμε και να πίνουμε, θα 'ταν αστείο να μην μπορούμε να σας βρούμε

Page 50: Η πείνα και η δίψα

κάποια απασχόληση, θα σας παρακαλούσαμε λοιπόν, να σερβίρετε τα γεύματα, σ' αυτούς τους Αδελφούς που κάθονται γύρω απ' το τραπέζι. Αυτούς τους Αδελφούς που μοιάζουν σαν αξιολύπητοι ζητιάνοι, όχι γιατί δεν τρέφονται καλά, αλλά γιατί μια αδηφάγος πείνα τους κατατρώει, ακριβώς όπως και σας. Εσείς ξέρετε τη δυστυχία που προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Μόλις τελειώσει το σερβίρισμα, θα φύγετε για να ξαναβρείτε την οικογένειά σας...ΖΑΝ, προς την πλευρά της Μάρθας και της Μαρί-Μαντλέν: Γλυκές μου αγάπες... θα σας ξαναβρώ...ΤΑΡΑΜΠΑΣ: ...Μέσα στα λιβάδια, στην ομορφιά του φυσικού τοπίου. Δε θα πρέπει να μας μισήσετε αν σας γυρεύουμε να μας παραχωρήσετε σαν αντάλλαγμα αυτή τη μικρή εξυπηρέτηση. Σας το ζητάμε για να νιώσετε και σεις ο ίδιος πιο άνετα. Ένα τιποτένιο αντάλλαγμα, δε συμφωνείτε; Δεν είναι μια υπερβολική απαίτηση. Είναι φυσικό. Έτσι συνηθίζεται.ΖΑΝ: Πέστε μου λοιπόν για πόσο καιρό, για πόσο καιρό, για πόσο καιρό. (Στη Μάρθα και στη Μαρί-Μαντλέν) Έρχομαι... Ναι, θα τελειώσω γρήγορα. Ναι, μέσα στα λιβάδια θα πιαστούμε χέριχέρι. Θα τραγουδήσουμε και θα χορέψουμε όλοι μαζί. Περιμένετέ με... Έρχομαι.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Για πόσο καιρό; Λίγο δύσκολο να σας το πω.ΖΑΝ: Μα πρέπει οπωσδήποτε να μου το πείτε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Αφού επιμένετε, θα σας κάνουμε αμέσως την εκτίμηση.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Η άνοιξη που αγαπάς...ΖΑΝ, στη Μάρθα και στη Μαρά-Μαντλέν: Να με περιμένετε. Ό,τι αγαπώ πιότερο στον κόσμο είσαστε εσείς. Η τρυφερότητα που νιώθω για σας ξεπερνά τις κορφές των βουνών. Πάντοτε εσάς αγαπούσα. Σήμερα το καταλαβαίνω. (Στον Ταραμπάς) Μην αργείτε, πέστε μου Αδελφέ, κάντε γρήγορα. Λογαριάστε. Πέστε μου πότε θα μπορέσω να φύγω. (Από ένα άνοιγμα του τοίχου, ένα χέρι βγάζει πιάτα, το ένα ύστερα από το άλλο, και τα κουταλομάχαιρα. Μια γαβάθα με σούπα, μια κουτάλα, και ο Ζαν αρχίζει να σερβίρει τους Αδελφούς που κάθονται στο τραπέζι, ενώ ο δεύτερος του φοράει πάνω απ ' τα ρούχα του το κοστούμι των Αδελφών. Κίνηση αντίστασης του Ζαν)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Η δουλειά που θα κάνετε δεν είναι δύσκολη. Απλώς θα δίνετε στους Αδελφούς να τρώνε. Δε θα ασχοληθείτε καθόλου με την κουζίνα. Τα πιάτα θα τα παίρνετε μαγειρεμένα. Αυτοί οι Μοναχοί δεν είναι σαν τους κλόουν που είδατε πριν από λίγο. Αυτοί τρώνε στ' αληθινά. Δεν παίζουμε πια θέατρο. (Ο Ζαν πάει να βγάλει το ρούχο του Αδελφού)ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Για να μη λερώσετε το κοστούμι σας αδελφέ Ζαν. Πρέπει να το διατηρήσετε καθαρό για τον περίπατο της Κυριακής.ΖΑΝ, στον Ταραμπάς: λογαριάστε σας παρακαλώ πιο γρήγορα. Το βλέπετε πως είμαι βιαστικός. Είναι εκεί, με περιμένουν. Πέστε μου πόσα δευτερόλεπτα, ή πόσες στιγμές της ώρας; Λογαριάστε σε στιγμές. Δεν είναι καλύτερα σε στιγμές; Πόσες στιγμές πρέπει να μείνω ακόμα; Πόσες στιγμές της ώρας σας οφείλω; Πόσες στιγμές θα κρατήσει το γεύμα;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Θέλετε να λογαριάσω σε στιγμές το χρόνο που μας οφείλετε; Σε στιγμές της ώρας; Αυτό δεν είναι στις δικές μου δικαιοδοσίες. Συνήθως τους λογαριασμούς τους κάνει ο αδελφός λογιστής. Αυτός επήρε οδηγίες από τον αδελφό Ηγούμενο. (Στον Λογιστή) Πόσες στιγμές της ώρας μας χρωστάει ο Αδελφός μας Ζαν; (Ο Λογιστής σωπαίνει. Ο δεύτερος φοράει την κουκούλα στο κεφάλι του Ζαν)ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Για να μην κατακαθίζουν στα μαλλιά σας οι μυρωδιές της κουζίνας, αδελφέ Ζαν.ΖΑΝ: Καταλαβαίνω, είναι πολύ δύσκολο να λογαριάσετε σε στιγμές, τώρα το βλέπω. Σε ώρες θα είναι πιο βολικό. Πράγματι. Πόσες ώρες παρουσίας σας οφείλω;ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Πέστε του αδελφέ Λογιστά. Λογαριάστε και πέστε του για να ξέρει ακριβώς. Και αυτός να ησυχάσει και η οικογένειά του να μην αγωνιά.ΖΑΝ, προς τα κιγκλιδώματα: Θα σας πω αμέσως σε πόσες ώρες... Περιμένετέ με στις πόρτες. Περιμένετέ με στα παραθύρια. Περιμένετέ με στα μονοπάτια. Περιμένετέ με μέσα στο σπίτι. Μη φύγετε για να σας βλέπω. Περιμένετε... Περιμένετε... Θα μάθω αμέσως, σε ένα λεπτό.ΤΡΙΤΟΣ: Στο μεταξύ κάνε τη δουλειά σου. Δώσε σ' αυτούς τους πεινασμένους ανθρώπους να φάνε. Μη χάνεις τον καιρό σου. Εμπρός άρχισε. Πρέπει τα πιάτα τους να μην αδειάζουνε ποτέ.ΤΑΡΑΜΠΑΣ, στον Λογιστή: Πέστε του τον αριθμό των ωρών που μας οφείλει...ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Είμαστε εδώ.ΜΑΡΘΑ: Σε περιμένουμε.

Page 51: Η πείνα και η δίψα

ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Περιμένουμε. Αυτό θα σε βοηθήσει. Μην το ξεχνάς ούτε για μια στιγμή.ΖΑΝ: Το πιστεύω πως αυτό θα με βοηθήσει. Επέρασα πολύ πιο δύσκολες ώρες. Θα περάσουν και αυτές, θέλω να το ελπίζω. (Ξαναρχίζει να σερβίρει. Στον Λογιστή) Αδελφέ Λογιστά. Πόσες ώρες σας χρωστάω. Πείτε μου τον αριθμό των ωρών που σας οφείλω. Σας ικετεύω πέστε μου τον μην αργείτε.ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Όσο καιρό και αν χρειαστεί θα σε περιμένουμε αγαπημένε.ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Ο οφειλόμενος αριθμός των ωρών του αδελφού μας Ζαν για την τροφή, καταφύγιο, κατανόηση και ψυχαγωγία, που δέχθηκε στο κατάλυμά μας, ο οφειλόμενος αριθμός των ωρών ανέρχεται σε: ένα... επτά... τρία... έξι... εννιά... οκτώ... (Επάνω στον μαύρο πίνακα που παρουσιάζεται στα κιγκλιδώματα, ο τρίτος γράφει με την κιμωλία τα ψηφία με το ρυθμό που τα προφέρει)... ένα... επτά... τρία... έξι, εννιά... οκτώ. Ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ. (Οι Αδελφοί επαναλαμβάνουν εν χορώ όλοι μαζί, μόλις τα ψηφία εμφανιστούν στο μαύρο πίνακα και ύστερα στα φωτεινά εκράν που παρουσιάζονται επίσης ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία της σκηνής πάνω στους τοίχους)ΛΟΓΙΣΤΗΣ, ακολουθεί τους άλλους που επαναλαμβάνουν σε ηχώ: Ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ. (Ύστερα όλο και πιο γρήγορα) Ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ. (Κατόπιν όλο και πιο γρήγορα και πάλι εν χορώ απ ' τον Ταραμπά, τους Αδελφούς στο τραπέζι και απ' τις δυο γυναίκες που αυτές λένε τα ψηφία με μεγαλύτερη φρίκη. Τα φωτεινά ψηφία συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ το χέρι ενός Αδελφού δίνει στον Ζαν τα πιάτα και τα κουταλομάχαιρα σε ένα ρυθμό σπασμωδικό, ο Ζαν σερβίρει τα πιάτα κτλ. και ξαναπαίρνει τα πρώτα για να τα δώσει στο μικρό άνοιγμα, απόπου ξαναπαίρνει άλλα και ξανά το ίδιο) Ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ, ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ, ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ, ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ, ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ, ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ, ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ.(Στο μαύρο πίνακα και πάνω στους τοίχους τα ψηφία προστίθενται ασταμάτητα στα ψηφία και γεμίζουν όλες τις πλευρές. Ο Ταραμπάς τα επαναλαμβάνει επίσης, τονίζοντάς τα πιο δυνατά)ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Εμπρός, εμπρός κουνηθείτε. Μην σπαταλάτε το χρόνο της υπηρεσίας σας. Περιποιηθείτε τους Αδελφούς καλύτερα και απ' όσο σας φροντίσαν αυτοί. Εμπρός είσαι νέος, εμπρός, εμπρός. (Ο Ζαν επαναλαμβάνει και αυτός τα ψηφία σερβίροντας τη σούπα στα πιάτα ή τις γαβάθες πάντοτε ρυθμικά)ΜΑΡΙ-ΜΑΝΤΛΕΝ: Θα περιμένουμε, θα σε περιμένουμε. Όσο καιρό και αν χρειαστεί θα σε περιμένω. Όσο υπάρχει ο κόσμος θα σε περιμένω.(Ο χορός συνεχίζει: «Ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ, ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ, ένα, επτά, τρία, έξι, εννιά, οκτώ». Η προφορά των τελευταίων ψηφίων συνοδεύεται από μια ή πολλές καμπάνες που αρχίζουν να χτυπάνε τις ώρες. Ο ρυθμός του Ζαν καθώς σερβίρει, αυξάνει, γίνεται όλο και πιο γρήγορος και σπασμωδικός ενώ πέφτει η Αυλαία)

ΤΕΛΟΣ