ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

62
  • Upload

    -
  • Category

    Documents

  • view

    1.883
  • download

    15

description

Ένα εσωτερικό ταξίδι με φόντο την ακτή του Λιμνιώνα στην Κεντρική Εύβοια και συντροφιά με τον μπαρμπα-Μήτσο, τον μοναδικό μόνιμο κάτοικό της κάποτε.

Transcript of ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

Page 1: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ
Page 2: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

1. Ποιος θα το περίµενε τότε να πάει από τα Ψαχνά στην Αγια-Σοφιά µε λεωφορείο! Ήταν οµολογουµένως φαεινή η ιδέα του ΚΤΕΛ Ευβοίας, που αντί να αποσύρει το σαραβαλιασµένο λεωφορείο του, προτίµησε να του εµπιστευθεί το πλέον επώδυνο και, σίγουρα, οικονοµικά ασύµφορο δροµολόγιο. Έτσι, µια φορά την εβδοµάδα, αποµεσήµερο Τετάρτης, το λεωφορείο ξεκινούσε από την πλατεία των Ψαχνών κι αφού σκαρφάλωνε στη Ράχη, ψηλά στην οροσειρά της ∆ίρφης, κατηφόριζε στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Εύβοιας, για να τερµατίσει ξεθεωµένο στο απόµερο χωριουδάκι της Αγια-Σοφιάς, που είχε δεν είχε τριάντα σπίτια τότε. Πιο κάτω, κάπου τέσσερα χιλιόµετρα µακριά απ' το χωριό, ήταν η αγαπηµένη ακτή του Λιµιώνα, µε µόνιµο κάτοικο ένα µόνο γέρο, τον Μπαρµπαµήτσο τον Κορδώνη, άτεκνο και χήρο προ δεκαετιών. Την τελευταία Τετάρτη του Σεπτέµβρη, µη έχοντας κάποιο άλλο µέσον, πήρα το θρυλικό λεωφορείο να πάω φθινοπωρινή επίσκεψη στον Μπαρµπαµήτσο. Μόλις που πρόλαβα, αν και έφτασα στην αφετηρία τουλάχιστον µισή ώρα πριν την προγραµµατισµένη ώρα αναχώρησης. Έτοιµος ο οδηγός στο τιµόνι, είχε ήδη βάλει µπρος τη µηχανή κι όταν µε είδε στην πόρτα, µου πρότεινε απαγορευτικά το χέρι, φωνάζοντας: -Εεε! Αλλού πάει το πούλµαν! 'Σαπού πας 'συ; - Αλλού! Αλλού πάω κι εγώ! Περιέργως, µούτρωσε ο άνθρωπος, αλλά µου έκανε τη χάρη να µου πει την τιµή του εισιτηρίου. Υπήρχαν µέσα άλλοι τέσσερις συνεπιβάτες, που είχαν - ποιος ξέρει από πότε - καταλάβει τις τιµητικές θέσεις, µπροστά-µπροστά. ∆υο γέροι µε γκλίτσες, ένας ξερακιανός ψαροµάλλης παπάς και µια ευτραφής µαυροφόρα µε κατακόκκινα µάγουλα. Χαιρετηθήκαµε κι έπιασα ένα απ' τα

Page 3: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

τελευταία καθίσµατα. Σε λίγη ώρα, ανεβοκατεβαίναµε στα πευκόφυτα βουναλάκια πάνω απ' το Κοντοδεσπότι. Ήταν αφόρητο το µουγκρητό του λεωφορείου. Ο δρόµος όλο χειροτέρευε, κι άµα µπήκαµε στα έλατα, τα πράγµατα χειροτέρεψαν πολύ. Βογκούσε το σαράβαλο, όλα τα τζάµια βροντούσαν, τα πετσοκοµµένα καθίσµατα τα είχε πιάσει υστερία. Ένας τροχοφόρος σαµατάς όλη η υπόθεση. Έκανε ψύχρα πια, µα είχα συνέχεια έξω το κεφάλι. Χάζευα θάλασσες κυµατιστές από φτέρες, τα νερά που τρέχαν απ' τα βράχια, τα γίδια που σκόρπιζαν τροµαγµένα κι ηχολογούσαν γλυκά τα κουδούνια τους. Ήταν πλάι στο δρόµο και κάποια θερία έλατα νεκρά, ολόγυµνα, σα να µου έγνεφαν να ζυγώσω κοντά τους. Κι εγώ σαν άγαλµα, ασήκωτος κι ακίνητος, προσπερνούσα, όλο προσπερνούσα... Ώσπου, ύστερα από δυο ώρες σχεδόν, φανερώθηκε έξαφνα µπροστά µου η Αγια-Σοφιά. Έξαφνα, γιατί ήταν καλά κρυµµένη µέσα στο πράσινο, ανάµεσα σε τρεις βουνοπλαγιές ριζωµένη. Κορνάρισε παρατεταµένα ο οδηγός κι ακριβώς µπροστά στον άδειο καφενέ πάτησε ένα θριαµβευτικό φρένο. Είχαν καταφθάσει για την υποδοχή τα πεντέξι παιδιά του χωριού, που παρατάχθηκαν λίγο παραπέρα και µε κοίταζαν σα να περίµεναν να τους κάνω κάτι ακροβατικό ή κάποια ταχυδακτυλουργία. Αλλά δυστυχώς τ' απογοήτευσα. Φορτώθηκα στον ώµο το µεγάλο µου σάκο και πήρα τον κατήφορο για το Λιµιώνα. Με συνόδεψαν τα παιδιά ως το τελευταίο αποµακρυσµένο σπιτοκάλυβο του χωριού, σε µια στροφή του δρόµου. ∆εν επρόκειτο για δρόµο, ένα ευρύχωρο µονοπάτι ήταν, δίπλα ακριβώς στη ρεµατιά. Είχαν φουντώσει οι κισσοί στις όχθες και µε γοήτευε η τρέλα τους, η θεία µανία τους, όπως τυλίγονταν και σκαρφάλωναν σε κάθε ράχη, κλώνο και κορµό. Λίγο να κοντοστεκόµουν, έλεγα θα µε τύλιγαν και µένα. Επιτάχυνα συνεχώς το περπάτηµα, βιαζόµουν ν' ανταµώσω τον Μπαρµπαµήτσο. Τέτοια ώρα, βαριά σιωπή εκεί κάτω στο Λιµιώνα, απόγευµα φθινοπωρινό κι ο γέρος παραδοµένος στη µελαγχολία του. Είχε πια κλείσει τα ογδονταοχτώ του. Θα είχε παρέα του καµιά δεκαριά γάτες γύρω του και καναδυό στα γόνατά του να κοιµούνται. Έφερνα µαζί µου Σύγχρονη Ιστορία και θαλασσινά διηγήµατα, που του άρεσαν. Ασήκωτος αυτός ο σάκος µε τα τόσα κονσερβικά. Ήλπιζα να φανεί και κανένας

Page 4: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

ψαράς, αν είχε καλοσύνες ο καιρός... Μετά την τελευταία στροφή του µονοπατιού, απλώθηκε µπροστά µου ο όρµος, λουσµένος σ' ένα σπάνιο, παµπάλαιο φως, µια αντίκα φωτός. Τα δυο βουνά, που τόση ώρα µ' ακολούθαγαν, βαρέθηκαν απότοµα κι έπεσαν αποκαµωµένα µεσ' στη θάλασσα. Πέρασα ανάµεσα στα δύο πανύψηλα πλατάνια κι εµφανίστηκε µπροστά, στ' αριστερά µου, η αµµουδιά. Στο δεξί µου χέρι η αυλή του Μπαρµπαµήτσου, στρωµένη κίτρινα φύλλα απ' τις µουριές. Στάθηκα και πήρα µια βαθιά ανάσα. Πύκνωναν τα σύννεφα, µια σταγόνα έσταξε ήδη στο µέτωπό µου. Το υπεραιωνόβιο σπίτι του γέρου έµοιαζε µωρό που ονειρευόταν. Σάλτηξαν τα µάτια µου στο πάνω πάτωµα, να παίξουν µε τα ραγίσµατα στις αψίδες των παραθύρων, κύλησαν στην κυρτωµένη κεραµοσκεπή, έπεσαν πάνω στον ξύλινο πάγκο, από κει στο χώµα και σταµάτησαν στην πέτρα στο κατώφλι. Μπαρµπαµήτσο! φώναξα. Οι κότες τρόµαξαν πίσω µου. Ξαναφώναξα, αλλά καµιά απόκριση. Έσταξαν ακόµα λίγες σταγόνες. Σκέφτηκα θα είχε βγει παραπέρα, µα άνοιξε τότε η πορτούλα και νάσου ο γέρος, σκυφτός, µε απλωµένο το χέρι και τη χούφτα γεµάτη καλαµπόκι. Ξαφνιάστηκε άµα µε είδε µπροστά του κι έµεινε για λίγο να µε κοιτάζει µ' απορία... - Ε, ε, καλώστον! είπε µόλις µε αναγνώρισε. Έλα, έλα να κάτσουµε να τα πούµε. Πέταξε µε µιας το καλαµπόκι στις κότες και µε τράβηξε να µπούµε µέσα. Αλλες φορές στην ερηµιά του θα κράταγε ώρες, κανονική ιεροτελεστία µ' αυτή τη χούφτα το καλαµπόκι... - Πώς και µε θυµήθηκες τέτοια εποχή που όλοι φεύγουν; µε ρώτησε γελαστά ο γέρος. - Και θα µείνω και κάµποσο. Με τρέλανε ο στρατός, δεν το έχω ακόµα πιστέψει πως ξεµπέρδεψα. - Τώρα είναι καλά τα πράµατα. Εγώ είχα κάνει οχτώ χρόνια φαντάρος τότε. Αλλά, για πες µου, µε τι ήρθες; - Α, µε το λεωφορείο... - Μεγάλη ευκολία το ευλογηµένο το λεωφορείο. Είχε κόσµο; - Είχε τέσσερα άτοµα από την Αγια-Σοφιά. Μου ζήτησε να περιγράψω τους άλλους επιβάτες κι έδειξε ότι κατάλαβε ποιοι ήταν. Είπε κι ονόµατα. - Αντε όµως να βολέψεις τα πράµατά σου στο ανώγι, όσο φέγγει ακόµα, να µην πολεµάς µε τη λάµπα.

Page 5: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Ναι, δεν θ' αργήσω! - Κάνε µε την ησυχία σου! Εγώ εδώ θα είµαι! Πήρα το σάκο κι όπως βγήκα τον άκουσα να επαναλαµβάνει... εγώ εδώ θα είµαι, εδώ θα είµαι... Μ' ακολουθούσαν τα λόγια του στα σκαλιά. Η βροχή άρχισε δειλά-δειλά το τραγούδι στα τσίγκια στο χαγιάτι. Εγώ εδώ θα είµαι, εδώ θα είµαι... άκουσα και τη φωνή µου. Τα γκρίζα πετρόσκαλα γυαλοκόπησαν... εγώ εδώ θα είµαι, παραµιλούσε το καθένα που ανέβαινα. Εδώ θα είµαι... Το δωµατιάκι στο ανώγι το βρήκα όπως το είχα κάποτε αφήσει. Τίποτε δεν άλλαζε πια εκεί, η φθορά είχε κορεσθεί, είχε στοιχειώσει η λήθη στην αιωνιότητα της µοναξιάς. Έτριξε δυνατά το ξύλινο πάτωµα, οι αράχνες σάλεψαν στους ιστούς τους. Απόθεσα στη σκόνη του τραπεζιού κάποια πράγµατα κι έστρωσα το κρεβάτι, χωρίς να καταλάβω για πότε σκοτείνιασε. Κατέβηκα κι ήταν ο Μπαρµπαµήτσος καθισµένος σ' ένα καρεκλί, µε τα χέρια σταυρωµένα, σα να προσευχόταν. Είχε ανάψει τη λάµπα και καθήσαµε στο τραπέζι µ' ένα µπουκάλι κονιάκ που το φύλαγε πολλά χρόνια. Τσιµπήσαµε λίγες ελιές, τυρί και κρεµµύδι, µιλώντας ως πολύ αργά. Το ρολόι του το ξέχασε να το κουρντίσει την ώρα που κάθε βράδυ το κούρντιζε...

Page 6: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

2. Η µέρα που ξηµέρωσε δεν µου ήταν άγνωστη, ήταν σα να την ήξερα καλά από πριν. Η κάθε µέρα έχει τη µοίρα και το λόγο της. Όχι, δεν ήταν πως µου θύµιζε κάποια άλλη, δεν µου θύµιζε καµιά άλλη µέρα. Μου έφερνε όµως στο νου κάτι απ' τη συνείδησή µου, κάτι που θα µπορούσε να κατέχει απόλυτα εκείνο το παρόν, που δεν το ένιωθα εκείνο το πρωί. Το αναγνώριζα µε βεβαιότητα, µα δεν είχε κανένα νόηµα να το αναζητήσω πάλι, κάπου πίσω µου, στη µνήµη µου. Ούτε ήρθε ούτε πέρασε ποτέ, µα ήταν γνώριµο, σαν εκείνο το πέλαγος, σαν εκείνο τον ουρανό, σαν τα βότσαλα, την άµµο, τις καναπίτσες του Λιµιώνα. Απλώς, τ' αναγνώριζα όλα, κι εκεί πέρα στην άκρη της αµµουδιάς, µε αναγνώριζε όµοια η σπηλιά, ένα κενό, µια οπή στη ρίζα της απόκρηµνης πλαγιάς του βουνού. Υπήρχε, λέγαν, µια σπηλιά εκεί. Έλειπε του βουνού εκείνο το κοµµάτι, µα πάντα εννοούσαν ότι είχε κάτι παραπάνω, είχε και µια σπηλιά το βουνό. Όπως, όσα λείπουν από τη συνείδηση κι είναι κάποτε η απουσία τους το παραπάνω, ένας επιπλέον εαυτός δια µέσου της απουσίας, οντότητες που µας φαίνονται σαν ανάµνηση χαµένη κάποτε. Ήταν ακριβώς στο κύµα η σπηλιά, πανύψηλη και φαρδιά, γεµάτη άµµο. Στο βάθος της, µια σκοτεινή τρύπα, απρόσιτη, γιατί ήταν πολύ ψηλά, τράβαγε µια άγνωστη πορεία στα σωθικά του βουνού. Εµένα µε τράβαγαν πάντα στη σπηλιά τα χρώµατα των γδαρµένων πετρωµάτων, σα µαγνήτες, χρώµατα αφύσικα αληθινά, ανατριχιαστικά αληθινά, πιο αληθινά απ' την ίδια την πέτρα. Συµβαίνει ο χαρακτήρας ενός πράγµατος να καλύπτει το ίδιο το πράγµα. Σαν τη µέρα εκείνη στην έρηµη ακτή, στην κούφια πλαγιά της ύπαρξής µου, σε µια κοιλότητα της συνείδησής µου, στην απουσία τη γεµάτη σταλακτίτες, στις

Page 7: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

απολιθωµένες ροές µιας αβίωτης ραγισµένης συγκίνησης, ανέπνεα και µεθούσα από τη σκόνη και την άρµη και νόµιζα πως άρχιζαν πάλι τα περασµένα καλοκαίρια. Με ξεγελούσε πάντα µια νεαρή κερασιά που λυγούσε απ' το πολύ φορτίο µε αγαλλίαση και πόνο, προσφέροντας τη λιγοστή σκιά της σε µια πήλινη νεολιθική µάνα µε τεράστιους γλουτούς, που χτενιζόταν... από χιλιάδες χρόνια πριν. Έσκυψα και σήκωσα το κουβάρι τα φύκια που κράταγαν µέσα τους µπλεγµένη την αργυρή της κτένα. Ήταν παραδίπλα, κάπου στη µέση της σπηλιάς αποκαΐδια και στάχτη, και πέτρες µαύρες απ' την καπνιά. Πιο έξω, ένας πεθαµένος γλάρος, µισολιωµένος. Μου έφυγαν τα φύκια απ' τα χέρια µου, που τα ένιωσα να µαλακώνουν τόσο, ν' αναλιώνουν σαν το κερί. Είχα δει τα χέρια του Μπαρµπαµήτσου να αναλιώνουν έτσι, κάθε φορά που ξεκόλλαγε ένα χαρτάκι απ' το ηµερολόγιο. Έλεγε δυο-τρεις φορές την ηµεροµηνία και το γύριζε απ' την ανάποδη, να διαβάσει το λαϊκό τετράστιχο. Με κοίταζε ύστερα παρακλητικά, για να τον ρωτήσω: - Τι λέει, λοιπόν, το ποίηµα σήµερα; Έπαιρνε ύφος επίσηµο και έκανε προσπάθεια να δώσει βάρος στη φωνή του, σαν πολεµικό ανακοινωθέν ακουγόταν: - Θυµάµαι της είπα σ' αγαπώ κάτω στην κρύα βρύση, της χάρισα κλωνί βασιλικό κι είχα τα χείλη της φιλήσει. - Ωραίο ποιηµατάκι, Μπαρµπαµήτσο. Συµφωνούσε ο γέρος, µα συµπλήρωνε ότι περάσαν πια τα ωραία. Του έλεγα ότι θα έρθουν τα άλλα. - Και τι να τα κάνω τ' άλλα; - Κάτι θα προσδοκάς και συ... - Σαν τι να προσδοκάω; - Να, οτιδήποτε, καµιά γιορτή, τα Χριστούγεννα… - Α, ναι... - Και πού λες φέτος να κάνεις Χριστούγεννα; Θα πας 'κείθε στους συγγενείς; - Ξέρωγω! Μα για ποια Χριστούγεννα µου λες; - Γι' αυτά τα Χριστούγεννα λέω. - Χµ... Προχτές το είχα για Χριστούγεννα. Σηκώθηκε απότοµα κι έφερε ένα µπλοκάκι. Μου το έβαλε µπροστά µου και συνέχισε:

Page 8: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Εκεί τα έχω γραµµένα, προχτές τα διάβαζα µονάχος µου. Κοίτα τι λέει! Τρεµουλιαστά τα γράµµατα και βάναυσα πατηµένα στο χαρτί: «Σήµερα Χριστούγεννα. Ήρθε εδώ η ανιψά µου η Λενιώ µαζί µε τον άντρα της. Ήρθε κι ο γερο-Βαγγέλης µε το γαϊδούρι από το χωριό. 25 ∆εκεµβρίου». - Είδες; Προχτές… 25 ∆εκεµβρίου, όπως το γράφει! - Ποιο χρόνο όµως; - Κάθε χρόνο! - Ε, άλλα πάντως λέει το ηµερολόγιο… - Μην κοιτάς το ηµερολόγιο, αυτό τα δικά του λέει. Άλλα λένε και τα σύννεφα, κι ακόµα πιο καλά τα λένε, πιο καλά τις διαβάζω τις µέρες στα σύννεφα. Κοίτα... Μου έδειξε ψηλά, µέσα απ' το ανατολικό παραθυράκι. Κοιτάζαµε κι οι δυο. Σα να ήταν ένας άγγελος που κάτι έγραφε στα σύννεφα. - ∆εν γράφει... ζωγραφίζει! είπε ο Μπαρµπαµήτσος, χωρίς να γυρίσει. Είχε απορροφηθεί τόσο, κι εµένα µε είχε πια ξεχάσει εντελώς. Λίγο-λίγο άρχισαν να ξεφυτρώνουν δυο άσπρες φτερούγες στην πλάτη του. Η ζωγραφιά βάθαινε στον ουρανό... Κάπου, κάπου την ξέρω αυτή τη ζωγραφιά, έλεγα από µέσα µου. - Την ξέρεις αυτή τη ζωγραφιά, ψιθύρισε ο γέρος, σα να µε είχε ακούσει. Κι αναρωτιόµουν αν είχε ποτέ προσέξει τις φτερούγες του. Προσπαθούσα να θυµηθώ πού την ήξερα τη ζωγραφιά εκείνη, και βιαζόµουν να προλάβω, πριν ανέβει το κύµα και τη σβήσει. Πώς γίνεται µ' ένα ξερόκλαδο να ζωγραφίζεις καθρέφτες στην άµµο; Καθρέφτες θεόρατους, όπου για µια στιγµή χωράει όλος ο ουρανός, µε τα σύννεφα και τους αγγέλους του... Ο Μπαρµπαµήτσος έκλεισε το παραθυράκι κι ευθύς τα φτερά του πήραν και µίκραιναν, συρρικνώθηκαν, χάθηκαν. Η θάλασσα είχε ανέβει στην ώρα της. Έκανα δυο βήµατα πίσω και γονάτισα µπροστά στον ψόφιο γλάρο. Ανασήκωσα µε δέος τις δυο διαλυµένες φτερούγες του, ξεσκεπάζοντας µια ζεστή λακκουβίτσα στην άµµο, γεµάτη άσπρα σκουληκάκια που γλεντούσαν σιωπηλά. Γύρισα και διάβασα το λείο φαιοκίτρινο βράχο που στεκόταν ορθός δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς, σα γιγάντια επιτύµβια στήλη. Και µνηµόνευε... ηµεροµηνίες, καρδούλες κι έρωτες, ανακατεµένα ονόµατα πλήθος. Τόσοι που κάποια καλοκαίρια είχαν βρεθεί εκεί. Κι έφυγαν πάλι, αφήνοντας

Page 9: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

πίσω τους τη µοναξιά του τοπίου. Πήραν µιαν ανάµνηση µαζί τους και γύρισαν στη ζωή τους. Έτσι, όπως κόβει κανείς ένα αγριολούλουδο και το παίρνει µαζί του, να το βάλει σε ανθοδοχείο στο σπίτι του. Πάντα ήταν γοητευτικό ντεκόρ ο θάνατος. Παλιά, είχα κουβαλήσει κι εγώ µια µεγάλη χρωµατιστή πέτρα από µια παραλία. Την άλλη µέρα µαράθηκε η δύστυχη, σα να µην είχε πια υπόσταση, την είχε αφήσει εκεί πίσω, πέρα στην πέτρινη µνήµη της. Γιατί το κάθε τι στο χώρο του θυµάται πολύ αλλιώτικα από µια συνείδηση που όλο ξενιτεύεται. Η φθορά των φυσικών πραγµάτων είναι κι αυτή ανάµνηση, η αµόλυντη µνήµη τους είναι σε κάθε στιγµή ο εαυτός τους, πέρα από το σχετικό και το εφήµερο, η απόλυτη ανάµνηση του ταυτόχρονου, µια αδιάκοπη παρουσία στο χώρο και το χρόνο, µακριά πολύ από τη χρησιµοθηρία των νοητικών µας λειτουργιών. Σεργιανούσα στην αµµουδιά και µου φαίνονταν όλα σαν ένα θεατρικό σκηνικό, που απλώς παρίσταναν αυτό που ήταν. ∆εν είχε νόηµα το αληθινό και το φανταστικό, η πραγµατικότητα η υποκειµενική κι η αντικειµενική. Άκουγα το σήµαντρο του ξωκλησιού, ένα κάλεσµα, χωρίς να 'ναι ψυχή πάνω στο ξωκλήσι. Μόνο ο αέρας, ίσως... ο αέρας. Κι όπως ήµουν καθισµένος σ' έναν κούφιο δεντροκορµό στην άµµο, ήταν σα ν' άρχιζε µια ακόµα παράσταση. Παρίστανα κι εγώ τον εαυτό µου και µ' έβλεπα απέναντί µου, καθισµένο σ' έναν ίδιο δεντροκορµό στην άµµο. Έµοιαζα κι εγώ, σαν όλος ο χώρος, συνέχεια µιας ανάµνησης αδέσποτης, που φτερούγιζε εδώ κι αλλού, παρασέρνοντας µαζί της την κάθε πρόσκαιρη υλικότητα που µοιραία τύχαινε στο δρόµο της. Κι ο ήχος του σήµαντρου ακούστηκε καθαρότερος, καλώντας µε να πάρω το µικρό ανήφορο για το ξωκλήσι. Την παντέρµη θύµηση του ξωκλησιού ακολουθούσαν τα βήµατά µου, καθώς ανέβαινα το µονοπάτι. Φύσηξε το αεράκι στο ξέφωτο της κορφούλας, ο ασβέστης έφεγγε, µισάνοιχτη η πορτούλα, έτριζε ρυθµικά. Μοσχοβολιά λιβανιού κι εγκαρτέρησης, ένα καντήλι στεγνό στην υποθετική Ωραία Πύλη, τρία εικονίσµατα όλα κι όλα στον τοίχο, της Παναγιάς, του Χριστού και των Αγίων Αναργύρων, χαιρετηθήκαµε σιωπηλά. Μου έλεγε ο Μπαρµπαµήτσος πως φορές του µιλάνε. Η Παναγιά του είπε κάποτε για τη συχωρεµένη τη γυναίκα του, ότι είναι καλά και τον συλλογιέται...

Page 10: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

Τα χείλη του έτρεµαν και βούρκωνε όταν το 'ξηγούσε. Γύριζε απότοµα τότε την κουβέντα, µιλούσε για χιλιαδυό, µα πιο συχνά για το αγκάθι της σκορπιοµάνας και της δράκαινας, και φύτρωνε, έλεγε, κάποιο βότανο στην ακτή, που ανακούφιζε τον πόνο άµα σε χτύπαγε τ' αγκάθι. Άφησα πίσω µου ένα αναµµένο κεράκι και βγήκα στη χαµηλή πετρόχτιστη αψίδα, όπου κρεµόταν το µικρό σήµαντρο, στο ύψος σχεδόν του ώµου µου. Από εκεί φαινόταν όλη η αµµουδιά. Σα να ήταν έγκυος έµοιαζε η αµµουδιά. Είχε πέσει υγρασία, µια έντονη υγρασία µε τη µορφή µιας αµφίβολης, ηµιδιάφανης αυλαίας, που δεν ήξερες πότε έκλεινε και πότε άνοιγε, πότε έκρυβε και πότε αποκάλυπτε τα δρώµενα. Οι εικόνες δεν ήταν παρά αποστάσεις και τις µετρούσα τεντώνοντας τη σκέψη µου σα λάστιχάκι στον αέρα. Μια ξεχωριστή οντότητα αντιστοιχούσε σε κάθε απόσταση και κάθε κόκκος της άµµου είχε διαφορετική απόσταση απ' τα µάτια µου. Όµως, η κάθε απόσταση είναι πάντα κάτι λιγότερο απ' αυτό που ορίζει. Κάθε τόσο η σκέψη µου έτεµνε την προέκτασή της κι άφηνε, αντί να στάξει αίµα, ένα κόκκινο µαντίλι σηµάδι της πληγής στα δάχτυλά µου. Το σήκωνα κάθε τόσο ψηλά και τ' ανέµιζα, ξέροντας καλά ότι οι αποχαιρετισµοί δεν µπορεί παρά να είναι είτε πρόωροι είτε αργοπορηµένοι. Ωρίµαζαν απ' τη µια στιγµή στην άλλη οι εικόνες κι οι παραστάσεις, οικείες και ξένες συνάµα, µέσα στην ατοµικότητα των βιωµάτων και την ταυτότητα των περιστάσεων... Πρόσεξα τότε µια κίνηση µέσα στις τελευταίες καναπίτσες, εκεί που έσβηνε η κοίτη της ρεµατιάς και γινόταν ένα µε την αµµουδιά. Έπλασα στο µυαλό µου την εικόνα ενός ξελιγωµένου σκύλου κι ακόλουθα µιας γίδας ξεκοµµένης απ' το κοπάδι της και... Σε λίγο εµφανίστηκε πίσω απ' την καναπίτσα µια γυναικεία φιγούρα µε µακρύ µπλε φόρεµα, µε µακριά µαύρα µαλλιά… Είχα µείνει µε το κόκκινο µαντίλι σηκωµένο ψηλά, ενώ εκείνη περπατούσε προς τη θάλασσα, ακολουθώντας την πορεία που θ' ακολουθούσε κι η ρεµατιά, αν είχε νερό. Ο Μπαρµπαµήτσος πάντως µου είχε πει πως ψυχή δεν υπήρχε τότε στο Λιµιώνα. Η κοπέλα ανασήκωσε το φόρεµά της και µπήκε δυο βήµατα στη θάλασσα. Πήρε µε τις χούφτες κι έβρεξε µε θαλασσόνερο το πρόσωπό της, ξανά και ξανά. Σκουπίστηκε µε τα χέρια της αργά κι απότοµα τα ξαναβούτηξε στο νερό, σαν κάτι να ψαχούλευε.

Page 11: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

Φαντάστηκα πως ίσως εκεί της έπεσε το αγαπηµένο σκουλαρίκι. Θα ήταν το πιο ακριβό της ενθύµιο, ένα ενθύµιο µε φλέβες και χτυποκάρδι, αλλά και υπολανθάνουσα απιστία. Ένα από αυτά τα ενθύµια που κοιτάζουν πάντα πώς να φύγουν και βρίσκουν κάποτε τον τρόπο, ένα φυσικότατο όσο και απίθανο τρόπο, σε µια απρόσµενη αλλά σοφά υπολογισµένη ώρα. Η κοπέλα σήκωσε το κορµί της, πήρε µια ανάσα και συνέχισε να ψαχουλεύει στο νερό. Φαίνεται κουράστηκε, απογοητεύθηκε και τα παράτησε. Το πήρε πια η θάλασσα εκείνο το µοναδικό σκουλαρίκι και θα το έπαιζε σα βοτσαλάκι, θα το πιπιλούσε µέχρι να βρει τη µικρούλα του ψυχή, µια ελάχιστη σκόνη διαλυµένη στο νερό, να την απλώσει σ' όλο το πέλαγος. Εκείνη συνέχισε την πορεία της στην άµµο, δίπλα στο κυµατάκι και διάβηκε αργά και άτονα ανάµεσα σε δύο πετρωµένα όνειρα. Όταν τα ολοµόναχα όνειρα άγγιζαν τον εαυτό τους, γίνονταν πέτρα, έτσι απλά πέτρωναν και έµεναν εκεί, µισοβυθισµένα στην έρηµη αµµουδιά. ∆ιάβηκε ανάµεσα, κι ο αφρός την ακολούθαγε, η µουσική της ατέρµονης απορίας αντίκρυ στο θνητό σούρουπο. Σα να ήθελε από κάπου να πιαστεί, είχε σηκώσει τα χέρια σε ικεσία, έστω να πιαστεί από κείνα τα πηχτά σύννεφα της δύσης. Σκάλωσε το πόδι της, παραπάτησε κι έπεσε µαλακά στην άµµο. Θυµάµαι, εκείνο το παλαµάρι, που είχε τότε βρεθεί στο δρόµο της, ήταν χρόνια στην ίδια θέση. Σηκώθηκε κι έπιασε να τραβά την άκρη του, ξεθάβοντάς το ελάχιστα. Εκείνο αντιστεκόταν, βαστούσε ένα τεράστιο βάρος στην άλλη του άκρη, την αθέατη. Το τραβούσε µε όση δύναµη είχε, αγνοώντας ότι η άλλη του άκρη είναι πάντα η αθέατη άκρη του. Εγκατέλειψε κάποτε και συνέχισε το δρόµο της, πηγαίνοντας ίσια προς το βράχο που δέσποζε στη µέση της αµµουδιάς. Ήµουν πολύ δεµένος µ' εκείνο το βράχο. Στο φυσικό του λάξευµα που έµοιαζε θρόνος, κούρνιαζα κάποιες ανέφελες νύχτες κι άκουγα τ' αστέρια. Κοιµόµουν µε τα µάτια ανοιχτά κι αφουγκραζόµουν όλη νύχτα. Έτσι γινόταν πάντα, εκτός από µια νύχτα που ένα ζευγαράκι είχε στήσει το κόκκινο αντίσκηνό του εκεί δίπλα. Προχωρηµένη ώρα, µε ξύπνησε η φωνή της γυναίκας. Τ' αστέρα όλα µαζί βουβάθηκαν... - Να µην υπήρχαν εκείνες οι κοτρώνες! Στα καλύτερα σηµεία της αµµουδιάς πήγαν και φύτρωσαν. - Ε, και τι; της απάντησε ο άντρας της.

Page 12: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Να, θα παίζαµε ρακέτα χωρίς να φοβόµαστε µη σπάσουµε τα µούτρα µας. - Μα αυτό σ' απασχολεί και δεν κοιµάσαι; - Σκέφτοµαι, λες και τις φύτεψαν επίτηδες... είπε αυτή και σώπασαν για λίγο. Αργότερα, γέλασε ο άντρας και είπε ζωηρά: - Έχω µια φοβερή ιδέα. Να πάρουµε ένα λοστό το πρωί και να ξεριζώσουµε τις πιο ενοχλητικές κοτρώνες, να τις κυλήσουµε παραπέρα και ν' ανοίξει ο χώρος. Αλλά... - Τι αλλά; Πολύ καλή ιδέα! - Μ' αυτά όµως θ' ασχολούµαστε στις διακοπές µας, µε λοστούς και κοτρώνες; - Ε, βέβαια... - Λέω το πρωί να πάµε καλύτερα να βγάλουµε καµιά φωτογραφία, πέρα στην άκρη του κάβου. Ο ήλιος θα βγαίνει κόκκινος µέσ' από τη θάλασσα. - Αρκεί να µην έχει συννεφιά! - Χα, χα... µε το λοστό βγάζουµε και τα σύννεφα! είπε αυτός κι έβαλαν µαζί τα γέλια, µέχρι που αποκοιµήθηκαν. Τ' αστέρια άργησαν, αλλά τελικά ξαναβρήκαν τη λαλιά τους. Η γυναίκα µε το µπλε φόρεµα πλησίασε το βράχο, άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τη γυαλιστερή του επιφάνεια, έφερε ένα γύρο κι ύστερα κάθισε στον πέτρινο θρόνο. Είχε στραµµένο το βλέµµα της προς το µέρος µου, µα σκέφτηκα πως δεν µπορούσε να κοιτάζει εµένα, µ' έκρυβε αρκετά ένας σκίνος. Εκείνη κάλυψε τα µάτια της µε την παλάµη. Σα να µετακινήθηκε όλος ο χώρος για µια ασύλληπτη στιγµούλα. Κι όταν η στιγµούλα χάθηκε, έδωσε τη θέση της σ' ένα κενό, µια ασαφή οπή στον ορίζοντα. Μερικά σπασµένα ράµµατα ανέµισαν στο ενστικτώδες πισωπάτηµα της σκέψης της. Απ' την εικόνα έλειψαν απότοµα λίγα ξέψυχα κυµατάκια, λίγες χούφτες άµµος, λίγες πιθαµές σύννεφο. Η οπή του ορίζοντα την ακολουθούσε… προχωρούσε λίγο και σταµατούσε. Βρέθηκε πιο πέρα ένα πράσινο µπουκάλι µπροστά της, που θα το είχε φέρει η θάλασσα από µακρινή ακτή. Το πήρε και κοίταξε ολόγυρα µην την είδε κανείς. Το έσφιξε στο στήθος της, µε τελετουργικές κινήσεις, το έβαλε ανάµεσα στα µάτια της και τον ήλιο. Σα να βάρυνε πολύ το µπουκάλι, γλίστρησε απ' τα χέρια της και πέφτοντας πάνω στην γκρίζα κοτρώνα, έγινε θρύψαλα γύρω στα πόδια της, µε ήχο εχθρικό στ' αυτιά µου.

Page 13: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

Έσκυψε να µαζέψει τα γυαλιά, ίσως και το φελλό που το σφράγιζε σφιχτά, ίσως κι ένα άγνωστο µήνυµα. Τα πετούσε όλα σ' εκείνη την οπή που έχασκε ακόµα στον ορίζοντα. Μια βαριά µυρωδιά µούχλας είχε απλωθεί στον αέρα, ρουφούσε το οξυγόνο, µούδιαζαν τα µέλη της. Πρόλαβε να πετάξει και το τελευταίο γυαλάκι κι έπεσε λιπόθυµη στην άµµο... Κατέβηκα τρέχοντας απ' το ξωκλήσι κι έφτασα λαχανιασµένος κοντά της. Ήταν πολύ αληθινή όσο και χλοµή, ανάσαινε αλαφριά. Πέρασα τα χέρια µου κάτω από το κορµί της και τη σήκωσα µε προσοχή, µην και την ξυπνήσω. Εκείνη έµοιαζε να το απολαµβάνει καθώς την κουβαλούσα στου Μπαρµπαµήτσου. Ο γέρος ήταν στην αυλή και µ' ένα λούρο τίναζε τα µούρα απ' τις µουριές. Μόλις µε είδε, πήγε γρήγορα ν' ανοίξει την πόρτα... - Ξάπλωστη στο κρεβάτι! Τι έπαθε; - ∆εν ξέρω, λιποθύµησε. Μόλις την άφησα στο κρεβατάκι, µε ρώτησε σα να µε µάλωνε: - Και γιατί δεν µου το είχες πει; - Τι να σου πω; Πού το ήξερα; - Μαζί δεν ήσασταν; - Πώς µαζί; Εσύ µου είπες, Μπαρµπαµήτσο, ότι δεν υπάρχει ψυχή εδώ κάτω... - Σου το 'πα, µα αν νοµίζεις πως τα 'χω χάσει... - Α, όχι... - Κάτσε να δεις! είπε και πήγε κι άνοιξε το ξύλινο κασελάκι που ήταν πάντα στη γωνία και πάντα αραχνιασµένο. Εκεί φύλαγε το πολύτιµο αρχείο του, ήταν το ανεκτίµητο θησαυροφυλάκιό του εκείνο το κασελάκι. Έχωσε το χέρι µέσα κι έβγαλε ένα παλιό τετράδιο µε χοντρό πανάρι. Κάθησε στο τραπέζι κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. Σκόρπιες γραφές από δω κι από κει κι ανάµεσα στα φύλλα σκόρπιες φωτογραφίες. Έψαχνε µε την ησυχία του, όταν έξαφνα σταµάτησε και µου έδωσε µια σπρωξιά στον ώµο. Μου έβαλε µπροστά µου µια κακοποιηµένη φωτογραφία και περίµενε την αντίδρασή µου. Ήταν βγαλµένη στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από την κληµαταριά, αλλά ήταν σε πολλά σηµεία τσαλακωµένη και ξεφλουδισµένη. Εκτός από τον Μπαρµπαµήτσο και τον πετεινό του, δεν µπορούσα να διακρίνω τ' άλλα δύο πρόσωπα, κάποιον και κάποια που ήταν δίπλα στο γέρο χέρι-χέρι. - Βλέπεις, µου λέει, Αύγουστος δεν ήταν; Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ξανατράβηξε στο µέρος του τη

Page 14: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

φωτογραφία και µου έδειξε... - Εσύ είσαι αυτός, αυτή είναι αυτή, αυτός είµαι εγώ, κι ο πετεινός είναι ο πετεινός, ο ίδιος. Ξανακούνησα καταφατικά το κεφάλι και τον ρώτησα... - Και πότε λες να συνέλθει; - Αστη, µπορεί να 'ναι κουρασµένη. Θα της βάλω λίγο ξίδι να µυρίσει... Πήγε στο κατώγι να φέρει την µποτίλια µε το ξίδι. Μόλις σηκώθηκα απ' την καρέκλα, ένιωσα απότοµα µια ζάλη. Σα να ήταν ξένη η σκέψη µου µέσα στο µυαλό µου. Μήπως είχα κάνει λάθος; Όπως όταν χρόνια και χρόνια βλέπεις συνέχεια κάποιους και µπορεί να τύχει µια στιγµή να τους κοιτάξεις πιο προσεχτικά και να απορείς, να λες δεν τους είχες ξαναδεί ποτέ πριν... Ήρθε ο Μπαρµπαµήτσος µε το ξίδι και της έβαλε σ' ένα φλιτζανάκι να µυρίσει. Ήθελα να βγω έξω, κάτι µε τράβαγε κι είπα στο γέρο πως κάτι ξέχασα στο γιαλό. ∆εν έδωσε σηµασία. Κάτω στο γιαλό, έψαχνα να βρω τι είχα ξεχάσει. Ήταν τόσο απλό και φυσικό, θα είχα ίσως ξεχάσει να ξαπλώσω, να µισοκοιµηθώ µε τ' αφτί στην άµµο, ν' ακούω το σφυγµό της άµµου, κάπου ανάµεσα στη µέρα και τη νύχτα. Είχα ίσως ξεχάσει το νιο φεγγάρι κι ανασηκώθηκα στους αγκώνες να του ανταποδώσω το νεύµα της συµπάθειας. Θα είχα ξεχάσει κι ένα νεκρό αστερία, που τον είχα συντροφιά και περιµέναµε µαζί τη νύχτα να 'ρθει. Ήταν κι ένα αυλάκι στην άµµο παραπέρα, από το σούρσιµο µιας βάρκας κάποιου άφαντου ψαρά. Και περιµέναµε, εγώ κι ο νεκρός αστερίας, περιµέναµε εκεί τη νύχτα να 'ρθει, δεν ξέρω µέχρι πότε. Αλλά η νύχτα µας είχε ήδη προσπεράσει, είχε κυλήσει ίσα κατά τη θάλασσα, µέσα από κείνο τ' αυλάκι που είχε χαράξει στην άµµο η βάρκα. Το νιο φεγγάρι βασίλεψε γρήγορα. Κουράστηκε πια να περιµένει ο νεκρός αστερίας κι ήρθε µέσ' στη χούφτα µου να ξεψυχήσει. Πρόλαβε και µου ψιθύρισε µόνο: Φράξε εκείνο τ' αυλάκι, θα κουραστείς κι εσύ... Μα εγώ περίµενα ακόµα. Πέρασε η νύχτα και προσπέρασε πάλι ως τότε. Μονάχα µια στερνή φορά πλησίασε και πύκνωσε και στάθηκε ολόκληρη η νύχτα ακριβώς πάνω απ' το νεκρό αστερία, µια µαύρη ταφόπλακα στο µνήµα του, που δεν το διέκρινα πια, µόνο ήξερα πως ήταν τόσο κοντά µου, τόσο όσο εγώ δεν ήµουν ίσως. Με άκουσα τότε στη µέση της νύχτας που µουρµούριζα πως είµαι εδώ. Έψαχνα µε αγωνία να βρω µια εικόνα να την ταιριάξω

Page 15: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

στ' ονειροµιλητό µου. Έλεγα πως θα ήταν το αυριανό όνειρο. έλεγα πως θα µπορούσε να ταιριάξει τ' όνειρο στ' όνειρο. Μα, γιατί; Γιατί αµφέβαλα για την αλήθεια µιας αυγουστιάτικης φωτογραφίας κάτω από µια κληµαταριά; Μια θύµηση λησµονηµένη δεν είναι στ' αλήθεια κι η αιωνιότητα; Κι αν το πιο µακρινό απ' τη ζωή είναι ο θάνατος, ακόµα πιο πέρα, κι από το θάνατο πιο µακριά, µια τέτοια θύµηση πάντα θα µένει, µια θύµηση λησµονηµένη...

Page 16: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

3. Στον ίδιο κι απαράλλαχτο προαιώνιο ρυθµό, εκκόλαπτε ο θόλος της σπηλιάς τους µελλοντικούς του σταλακτίτες. Μικρά πανοµοιότυπα σταλάγµατα έπεφταν µελωδικά στην άµµο, στην πέτρα, στο νερό, κι όταν χτύπαγε απ' την ανατολή ο ήλιος, τα σταλάγµατα γίνονταν αστραφτερές κατακόρυφες γραµµές, που ήθελα να τις πιάσω, να τους δώσω διάφορα σχήµατα, να µοιάζουν αστραπές ή ρίζες κρεµασµένες σε γκρεµό. Όµως, εκείνες οι αστραφτερές γραµµές ήταν οι χορδές µιας κιθάρας αλλοτινής, δεν πάλλονταν µε τ' άγγιγµα, παρά µόνο µε των µατιών το νεύµα, κι ηχούσαν τότε πάνω στο δέρµα µου, κάνοντας την ύπαρξή µου να γράφει οµόκεντρους κύκλους γύρω µου, όπως στο ξένοιαστο νερό το βότσαλο ή όπως ο καιρός µέσα στους κορµούς των δέντρων. ∆εν κατάλαβα, µετρούσα µηχανικά το πιο κοντινό µου στάλαγµα κι είχα φτάσει το µέτρηµα ίσα µε τις µέρες ενός χρόνου και παραπάνω. Γύρισα το κεφάλι έξω κι είδα να πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι. Μια σουσουραδίτσα µε πλησίασε χοροπηδηχτά, κουνώντας ρυθµικά την ουρίτσα της. Η ορατή της σκέψη ήταν η ουρίτσα της, µα πού να το ξέρει, δεν σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό της η σκέψη της. Ενώ η δική µου η αόρατη σκέψη µπορούσε και σκεφτόταν τον εαυτό της, τόσο εύκολα, όπως θα σκεφτόταν ένα οποιοδήποτε υλικό αντικείµενο. Στρώθηκε το χιόνι χνούδι λεπτό στην άµµο, και συνέχισε να πέφτει. Η σουσουραδίτσα παραµέρισε να περάσω και χοροπηδηχτά µπήκε στη σπηλιά, να πάρει τη θέση µου. Απ' τη µια στιγµή στην άλλη, ήταν αγνώριστο το τοπίο. Όλο πύκνωνε το χιόνι, ζωήρευε ο καπνός στην καµινάδα του Μπαρµπαµήτσου, αχόρταγο το τζάκι και τα καυσόξυλα

Page 17: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

δυσεύρετα. Έτυχα στο δρόµο µου δυο σπουδαία κούτσουρα και τα έσυρα µαζί µου ως το σπίτι. Χάρηκε ο γέρος µόλις τα είδε, πρόβλεψε µάλιστα ότι θα έχουµε πολύ άσχηµο καιρό. Ανάψαµε τη λάµπα κι ένα κερί, προτού σκοτεινιάσει για καλά και πλησιάσαµε στο παράθυρο, να χαζεύουµε τις δυο φλογίτσες καθώς καθρεφτίζονταν στο θολό γυαλί µε φόντο το χιονισµένο τοπίο. Έφεγγε µε τον τρόπο της κι η γιορτινή παγωνιά απ' έξω. Κάποιες νιφάδες, σαν ανόητες µύγες, νόµιζαν θα περάσουν µέσα απ' το τζάµι. Ο Μπαρµπαµήτσος γύρισε και κοίταξε την αναίσθητη κοπέλα στο κρεβάτι... - Λήθαργος είναι, είπε βραχνά. Λήθαργος είναι, ξαναείπε. ∆εν είχαµε µετρήσει πόσα µερόνυχτα χιόνιζε. Όλα ντυµένα στ' άσπρα, όλο και περισσότερο έµοιαζαν µεταξύ τους. έτσι κι εµείς, οι σκέψεις µας, τα λόγια µας, οι κινήσεις µας, σκεπασµένα όλα απ' το χιόνι, κι ο χρόνος µας µαζί, οι µοναδικές στιγµές που επαναλαµβάνονταν. Ξηµέρωνε και νύχτωνε και χαζεύαµε τη φλόγα της λάµπας και του κεριού στο θολό τζάµι, µε φόντο το ίδιο λευκό τοπίο. - Λήθαργος είναι, ξαναείπε µε βραχνή φωνή ο Μπαρµπαµήτσος... και ξανανύχτωσε. Το πρωί πήγα κι έφτιαξα ένα χιονάνθρωπο, κάτω στο µονοπάτι που ήταν οι φραγκοσυκιές. έναν καµαρωτό χιονάνθρωπο που ατένιζε το πέλαγος. Εκεί στη θέσητων σπλάχνων του θυµάµαι ήταν κάποτε ένα ξερό γαϊδουράγκαθο. Ωρίµασε πρόωρα το παιδικό του πρόσωπο κι άρχισε να φθίνει, να κυλούν οι σκέψεις ρευστές, κρύες και διάφανες. Βαθούλωσαν τα µάτια, δύο τρύπες διαµπερείς στο κεφάλι, ένα άδειο βλέµµα να πέφτει συγχρόνως µπροστά και πίσω. Ράγισε το σαγόνι κι έσταξε το παγωµένο χαµόγελο κάτω. Όταν θα έκαιγε ξανά ο ήλιος, θα ήταν εκεί στο µονοπάτι µε τις φραγκοσυκιές µια µικρή λούτσα µε θολό νερό. Περνούσε θυµάµαι ένα κοριτσάκι και βουτούσε τα γυµνά του πόδια να δροσιστεί, τινάζοντας µέσα στη χαρά του τα χεράκια του κι άθελά του έσπαγε τα χέρια του χιονάνθρωπου. Κι ήρθαν δίχως καθυστέρηση τα µυρµήγκια και µάζεψαν τα αποµεινάρια, να τα βολέψουν έγκαιρα στις υπόγειες αποθήκες τους. Και µέχρι να σκαρίσουν την άνοιξη ξανά, τα πιο γέρικα διηγούνταν αµέτρητες ιστορίες στα νεότερα. Οι πιο γοητευτικές ιστορίες για τα νεαρά µυρµηγκάκια ήταν οι ιστορίες µε ανθρώπους. Πίστευαν πως οι χιονάνθρωποι, όταν έπλητταν απ' τη µονοτονία του χειµώνα, έφτιαχναν ανθρώπους και τους ξαµόλαγαν να

Page 18: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

περιφέρονται από δω κι από κει, να νοµίζουν πως χάνουν τους δρόµους ή πως τους βρίσκουν. Φαντάζονταν τα µυρµηγκάκια πως οι άνθρωποι, καθώς µετακινούταν, άφηναν πίσω τους µια κλωστούλα σηµάδι της πορείας τους. Κανείς δεν έµαθε ποτέ γιατί ήταν απαραίτητη αυτή η κλωστούλα για την εξισορρόπηση της φαντασίας των µυρµηγκιών, ούτε γιατί ήταν περιττή για την ανθρώπινη φαντασία, αφού πάντα την αγνοούµε. Ίσως, όµως, αν δεν την αγνοούσαµε, να έµοιαζε ο κάθε τόπος µε λαβύρινθο και να γυρνούσαµε συνέχεια πίσω, αναζητώντας µιαν αρχή στην κλωστούλα. Όµως, κι έτσι, θ' αφήναµε καινούργια κλωστούλα πίσω, µιας και θα γυρίζαµε και πάλι πίσω µέσα στο λαβύρινθο, σ' ένα µέλλον που θα ήταν πάντα παρελθόν... Μα µόνο στη φαντασία των µυρµηγκιών γίνονταν αυτά. Η ανθρώπινη φαντασία µε άλλα ασχολείται, επινοεί βόµπες και µηχανές, αλλά και ρήµατα, αριθµούς, αντωνυµίες… Είναι όντως µεγάλη υπόθεση οι αντωνυµίες και ειδικά οι προσωπικές, που φαίνεται πως αποτελούν την ασφαλέστερη εγγύηση της σφαιρικότητας των κόσµων µας. Οργιάζει η φαντασία και παρατηρούνται φαινόµενα όπως αυτό της µεγάλης αρµονικής παρέας των λουοµένων που, καθώς επιδίδονται στην ηλιοθεραπεία τους, κάθε τόσο και λιγάκι αναρωτιούνται τι ώρα να 'ναι, κι απαντούν µία ο ένας και µία ο άλλος µε επαναλαµβανόµενους αριθµούς, βάζοντας συνήθως ανάµεσα το "και" ή το "παρά"... Όµως κι ο χιονάνθρωπος αναρωτιόταν κάθε τόσο, στην ίδια πάντα θέση, κρυµµένος πίσω από τις θερµές ηλιαχτίδες του καλοκαιριού, αναρωτιόταν γιατί οι άνθρωποι να περπατούν. Τα µυρµήγκια πάντως το ήξεραν από πριν κι έλεγαν πως, αν δεν περπατούσαν, δεν θα υπήρχε λόγος να τους φτιάχνουν οι χιονάνθρωποι. Αλλά γι' άλλους λόγους στην πραγµατικότητα περπατούν οι άνθρωποι, κυρίως για να δείξουν πόσο καλύτεροι απ' τα δέντρα γεννήθηκαν. Κι όλο µετρούν τη γη και τον καιρό, όλο φωνάζοντας, όπου κι αν είναι… Ακουγε τις φωνές που έφταναν απ' το γιαλό κι απορούσε ο Μπαρµπαµήτσος... - Μα γιατί φωνάζουν τόσο; Τι θ' αλλάξει τόση φασαρία; - Φαίνεται πως περνάει πιο εύκολα ο καιρός τους µε τη φασαρία. - Χµ, ο δικός µου δεν περνάει καθόλου εύκολα… και καλά κάνει. Ούτε τις φωνές µου ακούει ούτε τίποτε... - Τι νοµίζεις εσύ, Μπαρµπαµήτσο, πώς τον φαντάζεσαι τον

Page 19: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

καιρό; - Πού να ξέρω! Μόνο που µοιάζει µε βάρκα, σα βάρκα που πάει σταθερά... - Με τι λες να πάει, µε κουπί, µε πανί ή µήπως µε µηχανή; - Α, ανάλογα µε τον καιρό πάει... Εκεί σταµάτησε η κουβέντα, γιατί το αναίσθητο κορίτσι χασµουρήθηκε κι αναστέναξε, τραβώντας µας την προσοχή για κάµποση ώρα. Χώθηκε ύστερα ο γέρος στις κουβέρτες του, µου είπε καληνύχτα και φύσηξε τη λάµπα δίπλα του. Μέσα στο σκοτάδι γυάλισαν δυο γατίσια µάτια. έφεγγαν κι οι φωσφορούχοι δείχτες του ρολογιού στο κοµοδίνο, που ακριβώς εκείνη την ώρα, όπως πάντα δύο φορές την ώρα, σχηµάτιζαν ορθή γωνία. Ανέβηκα στο ανώγι να ξαπλώσω. Όλη τη νύχτα άκουγα ένα βαθύ βουητό που δονούσε ρυθµικά τον τόπο, ένα συνεχόµενο µουντό κουδούνισµα, ίσως κάποιου υπερφυσικού ξυπνητηριού, που ερχόταν λες µέσ' από τις ρίζες των δέντρων, µέσ' από τους βυθούς της θάλασσας κι από τα σωθικά µου. Το πρωί είχε κατέβει το καινούργιο ρέµα. ∆εν υπήρχε κοίτη στην αµµουδιά, είχε σβήσει χωρίς ν' αφήσει το παραµικρό σηµάδι. Μα το ποτάµι ήξερε, πάντα ήξερε. Ανοιξε καινούργια κοίτη, ακριβώς στη θέση της παλιάς. Χώρισε ξανά η αµµουδιά στα δύο. Οι όχθες στην άµµο σχηµατίστηκαν ορθές, όπως όρµησε το νερό σκούρο καφέ, παρασέρνοντας ρίζες και κορµούς και πέτρες. Πέρασαν µέρες ώσπου να κοπάσει η ορµή του κι ηρέµησε, λαγάρισε σιγά-σιγά κι αποκοιµήθηκε κάποτε. Ονειρευόταν τότε, όπως όλα τα ρέµατα ονειρεύονται. Κι όλο ρήχαινε, όλο ρήχαινε. Τα όνειρά του κόπηκαν κοµµάτια, µια στέρνα εδώ, µια εκεί, µια λίγο παραπάνω. Στα πιο ψηλά, δεν κρατούσε σταγόνα νερό η πέτρινη κοίτη. Ήταν όλη στρωµένη µεγάλα ξεπλυµένα λιθάρια, σφηνωµένα το ένα δίπλα στ' άλλο, λεία και φωτεινά, µε γλυκές σκιές, απαλές και τρυφερές σαν πούπουλα, µε πόρους ανοιχτούς, ν' ανασαίνουν τη γιορταστική λάµψη του ήλιου και τη θεϊκή µοσχοβολιά των αρχέγονων καιρών της ∆ηµιουργίας. Εκεί παραπάνω, κατέβαινε στη ρεµατιά µια µεγάλη πλαγιά, όπου έβοσκε ένα κοπάδι παπαρούνες κάθε άνοιξη. Με χώµα µόνο και νεράκι πλάθανε τα απόλυτα όρια της ερυθρότητας και ταυτόχρονα το όραµα της υπέρβασής τους, το όραµα που τις κρατούσε πάντα υγιείς, αισιόδοξες και κυµατιστές στο παραµικρό φύσηµα του αγεριού. Στην ακριβώς απέναντι πλαγιά,

Page 20: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

που ήταν απότοµη και δύσβατη, µέσα από µια συστάδα βράχων σκεπασµένων ως πάνω µε αρκουδόβατους, ανάβλυζε ολόχαρη µια πηγή κι έπεφταν τα νερά της σε µια µεγάλη γούβα, απ' όπου ξεχείλιζαν και τρύπωναν µέσα σε µια φαρδιά σχισµή στο γρανιτένιο πέτρωµα. Ακολουθώντας στη συνέχεια µια υπόγεια κατηφορική πορεία µέχρι το ίσωµα της ακτής, ξεπετιόνταν εκεί, µε θόρυβο κι αφρίζοντας, απ' το πρασινισµένο στόµιο της βρύσης µιας µικρής λιθόχτιστης δεξαµενής. Από τη βρύση της ακτής έπιναν όλα εκεί κάτω. γίδια, πουλιά, µέλισσες, άνθρωποι... Όταν δεν έπινε κανείς, έπινε µόνος του ο χρόνος, έπινε το µεδούλι του, µπολιαζόταν και ξανάνιωνε, ολόλευκος και άδειος. Τότε έβλεπα την αόρατη πόρτα της ακτής, µισάνοιχτη, ανάµεσα στη µνήµη και την προσδοκία. Βρέθηκε στο δρόµο µου η πόρτα εκείνη τη µέρα πάλι. Την έσπρωξα ελαφρά και συνέχισα… Πήγα ξάπλωσα στη σκασµένη κοίτη της ρεµατιάς. Ήταν πλάι µου ένα ψόφιο ψαράκι που είχε λησµονήσει την εποχή και τον κόσµο του, ίσως και ν' απόκαµε όµως, ή και να µην κατάλαβε να γυρίσει πίσω στο πέλαγος, όταν αποκοιµόταν και στράγγιζε το ρέµα. Αλλά µπορεί και να είχε κρυφά ερωτευθεί εκείνον το γλάρο που έκοβε χαµηλές βόλτες πάνωθέ µας. ∆εν ακουγόταν ούτε ο αέρας ούτε η θάλασσα. µόνο το φως ακουγόταν, µόνο το φως. Κι είδα άνθισαν οι καναπίτσες της όχθης, µάκρυνε η σκιά τους, µ' έφτασε και µε σκέπασε. Ο γλάρος είχε χαθεί. απ' το ψαράκι είχε µείνει µόνο το γυµνό του κόκαλο. Κρατούσα στο χέρι µια µικρή σφαιρική ελαφρόπετρα, ιερό προγονικό φυλαχτό από κάποιο ηφαίστειο. Την έξυσα λίγο µε το νύχι κι άκουσα µυριάδες χελιδόνια να τιτιβίζουν, µύρισα το άρωµα από µυριάδες ανθισµένα κρινάκια του γιαλού. ∆εήθηκα στο ηφαίστειο, είδα τη λάβα στις πλαγιές να σβήνει κι αµπέλια να φυτρώνουν, να κρέµονται τα σταφύλια ως το χώµα, ίσα µε το στόµα των σκαντζόχοιρων. Έµεινα εκεί µέχρι τότε που θυµόµουν. Η κοίτη της ρεµατιάς επέστρεψε στη θέση της. Άκουσα βήµατα πιο πάνω και γύρισα να δω πίσω µου. Στο άνοιγµα της αόρατης πόρτας της ακτής στεκόταν το αναίσθητο κορίτσι µε το ίδιο φόρεµα σαν τότε. ∆εν την περίµενα… Κατέβηκε την όχθη ανάµεσα στις καναπίτσες και ζύγωσε µε πρόσωπο φρέσκο και φωτεινό. Νόµισα ήµουν γυµνός κι ένιωσα άβολα. Κουλουριάστηκα... - Εδώ είσαι; µε ρώτησε, σα να µ' έψαχνε. - Επιτέλους, ξύπνησες! είπα εγώ.

Page 21: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Α, όχι! απάντησε εκείνη. - Τώρα δηλαδή... - Τώρα είµαι εδώ. - Ε, ναι, κι εγώ εδώ είµαι, αλλά... - Εδώ, στο όνειρό µου περνούσες. - ∆εν γίνεται! - Γίνεται, ονειρεύοµαι. Πήγαινε να δεις, πήγαινε... Ξεκουλουριάστηκα και βεβαιώθηκα πως δεν ήµουν πια γυµνός. Σηκώθηκα µουδιασµένος κι αναποφάσιστος. Την κοίταξα καλά-καλά κι έφυγα. Κάθε τόσο γυρνούσα και ξανακοίταζα. Εκεί ήταν, µόνο που λίγο-λίγο την έκρυβε το όχθωµα. Μόλις έφτασα στο µονοπάτι µε τις φραγκοσυκιές, δεν φαινόταν τίποτα. Μπαίνοντας στην αυλή, είδα να βγαίνει ο Μπαρµπαµήτσος απ' την αποθήκη. Στάθηκε και µε κοίταξε σαστισµένος... - Τι έπαθες, σε κυνηγάει κανείς; φώναξε ο γέρος. - Τι γίνεται Μπαρµπαµήτσο µε το κορίτσι; - Τίποτα δεν γίνεται! - ∆εν ξύπνησε το κορίτσι; - Μπα, όχι! - Τώρα µιλούσαµε! - Έτσι θα σου φάνηκε! είπε και µε τράβηξε απ' το χέρι µέσα στο δωµατιάκι... - Να, κοιµάται… λήθαργος είναι! - Κι η άλλη κάτω στο γιαλό; - Κι άλλη λιπόθυµη βρήκες; - Όχι λιπόθυµη! Ετούτη, λέει, είναι κι ονειρεύεται... - Εσύ θα ονειρεύεσαι µου φαίνεται. - Καλά, Μπαρµπαµήτσο, θα ξαναπάω κάτω... - Πες της και χαιρετίσµατα! - Αν θέλεις, έλα να δεις... - ∆εν προλαβαίνω τώρα. Μια ποντικίνα γέννησε ένα µιλιούνι µικρά και συγυρίζω την αποθήκη. Ξανακίνησα, λοιπόν, για τη ρεµατιά, για να διαπιστώσω µάλλον ότι δεν θα έβρισκα ψυχή πια. Όµως, ήταν ακόµα εκεί, πλαγιασµένη σε µια πέτρα στην όχθη και κοιµόταν. Της έπιασα τον ώµο κι άνοιξε τα µάτια… ανασήκωσε το κεφάλι και µου είπε ψιθυριστά... - Γύρισες! - Άργησα;

Page 22: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Κοιµήθηκα, δεν ξέρω, θα είδα όνειρο, αλλά δεν θυµάµαι. - Εγώ σε είδα εκεί στο κρεβάτι, κοιµάσαι ακόµα... - Μα µόλις ξύπνησα, βλέπεις… Την έβλεπα, αλλά τα µάτια µου έτσουζαν και δάκρυζαν. Έτσι ήταν πάντα η ουσία της πραγµατικότητας, έτσι ήταν πάντα οι προδιαγραφές της όρασής µου. Η εικόνα της µου ήταν τόσο γνωστή, µα υπήρχε µονίµως µια άγνωστη εικόνα πίσω µου, µια εικόνα αβάφτιστη πίσω µου, όπου κι αν κοιτούσα. Το έβλεπα το είδωλό της, στην καθρέφτινη προέκταση της µίας, µοναδικής πραγµατικότητας. Όταν όµως κοίταζα πίσω, µια άλλη µοναδική πραγµατικότητα ερχόταν µπροστά µου κι ανέτρεπε την άλλη. Ήταν πολλά τα είδωλα κι όσο κοίταζα πολλαπλασιάζονταν. Ίδιες πραγµατικότητες και ίδια είδωλα. Η µόνη σίγουρη αλήθεια ήταν η απόσταση µεταξύ τους. Αυτή ήταν η απλή αλήθεια, το διάστηµα ανάµεσα σε δύο κάθε φορά είδωλα κι αυτή η απλή και αυτονόητη διαδικασία της ταύτισής τους, σ' ένα σηµείο, σε µια συγκεκριµένη στιγµή... - Πού είµαι; ρώτησε η εκείνη, µόλις έκανα να βγω απ' το δωµάτιο. - Εδώ, µην ανησυχείς! της είπε ο Μπαρµπαµήτσος, κρατώντας το ποτηράκι µε το ξίδι µπροστά στη µύτη της. Εκείνη βιάστηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι και κάθησε στην καρέκλα µε ανακούφιση. - ∆εν πάµε καλύτερα στην αυλή; ρώτησε ο γέρος. - Πάµε! είπαµε κι εµείς οι δυο ταυτόχρονα. - Χαρά Θεού έξω! συµφώνησαν και τρεις γάτες µαζί. Έξω γίνονταν πανηγύρια. Μεσοκαλόκαιρο πάλι τότε κι όλο ξεφωνητά ακούγονταν απ' την αµµουδιά. Ο Μπαρµπαµήτσος φόρεσε το ξεφτισµένο ψαθάκι του κι έγειρε σ' ένα κουβαριασµένο δίχτυ, κολλητά στον τοίχο. Κρατούσε µια µυγοσκοτώστρα στο ένα χέρι και στ' άλλο ένα καλάµι µακρύ, για τις γάτες, άµα πηδούσαν στο τραπέζι να γλείψουν τα πιάτα. Στο βαρύ ξύλινο τραπέζι έπεφτε µπαλώµατα η σκιά της γέρικης κληµαταριάς. ∆εν φυσούσε καθόλου. Ολόγυρα οι µουριές φορτωµένες µούρα και τζίτζικες. Θα είχαµε κάποια κουβέντα, µα κάπου µας την έκοψε από µακριά η φωνή του κυρ-Αγγελή... - Γεια σας, γεια και χαρά σας! φώναξε κι ερχόταν τρεχάτος. Άλλωστε, δεν τον είχα ποτέ δει να περπατάει, όλο έτρεχε. και

Page 23: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

πάντα φορούσε το ίδιο χακί παντελονάκι ως τα γόνατα, µε τσέπες υπερβολικά µεγάλες, έχοντας στη µία πάντα ένα φακό. Ήταν από την Αθήνα ο κυρ-Αγγελής. - Καλώς τον κυρ-Αγγελή! φωνάξαµε όλοι µαζί. - Κάτσε να πιούµε ένα ουζάκι, του είπε ο Μπαρµπαµήτσος και σηκώθηκε αργά-αργά απ' το κουβαριασµένο δίχτυ. Πήγα κι έφερα το ούζο κι έκοψα ντοµάτα µε λίγο τυράκι. - Πέρασα να σας αποχαιρετήσω, είπε ο κυρ-Αγγελής. - Φεύγεις, ακόµα δεν ήρθες; διαµαρτυρήθηκε ο Μπαρµπαµήτσος. - Είναι καιρός! Τσουγκρίσαµε και ήπιαµε. Μιλήσαµε για το ένα και τ' άλλο, ξανατσουγκρίσαµε, ξαναήπιαµε, ξανατσιµπήσαµε και λίγο τυρί µε ντοµάτα... - Πολύ καλό το ούζο, διαπίστωσε ο κυρ-Αγγελής. - Απ' τα καλύτερα της Μυτιλήνης, τον πληροφόρησα. - Α, το κατάλαβα. Ωραιότατο νησί η Μυτιλήνη... Το µπουκάλι άδειασε. Σηκώθηκε ο κυρ-Αγγελής, µας κοίταξε έναν-έναν στα µάτια, κοίταξε µια και πίσω του και είπε µε επισηµότητα... - Εις το επανιδείν, αγαπητοί µου! - Εις το επανιδείν, επαναλάβαµε κι εµείς. - Αλλά… για σταθείτε µια στιγµή! Έχωσε ο κυρ-Αγγελής το χέρι στην άλλη τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε µια φωτογραφική µηχανή. Στην άλλη, ως γνωστόν, είχε πάντα το φακό του. - Λοιπόν, χαµογελάστε! µας διέταξε. Χαµογελάσαµε για χάρη της φωτογραφίας, όση ώρα χρειάστηκε ο κυρ-Αγγελής να την τραβήξει. Μας αποχαιρέτησε µερικές φορές ακόµα, είπε και ξανάπε ότι η φωτογραφία θα αποσταλεί και έφυγε τρεχάτος όπως ήρθε. Τα ξεφωνητά από το γιαλό δεν έπαψαν στιγµή. Οι γάτες, πάλι πεινασµένες, µας έφερναν γύρω-γύρω νιαουρίζοντας παρακλητικά. Ο πετεινός έδωσε ένα σάλτο κι ανέβηκε στα πόδια του Μπαρµπαµήτσου. - Πεινάς κι εσύ, πετεινέ; τον ρώτησε ο γέρος. Ο πετεινός κορδώθηκε και λάλησε µέσα στ' αφτί του. - Τα βλέπεις, Μπαρµπαµήτσο; Να γιατί δεν ακούς τόσο καλά! του είπα γελώντας.

Page 24: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- ∆ε φταίει ο πετεινός! Ο καιρός είναι που µε κουφαίνει, όλο και πιο πολύ. Ο πετεινός από αγάπη το κάνει ο κακοµοίρης. - Κι ο καιρός από τι, δηλαδή; - Χµ, ο καιρός! Ο καιρός από συµφέρον πάντα. ∆εν θέλει και πολύ µυαλό. Έβαλε τα γέλια η κοπέλα, γέλασε κι ο Μπαρµπαµήτσος και σηκώθηκε να ξαναπάει στο κουβαριασµένο δίχτυ του να ξαπλώσει. Τον πήρε αµέσως ο ύπνος. Οι σφήκες βούιζαν από τη δίψα και τα τζιτζίκια τζιτζίριζαν του σκοτωµού, βυζαίνοντας τις µουριές. - Πάµε να κολυµπήσουµε; τη ρώτησα. - Πάµε! φώναξε και πετάχτηκε µε µιας από τον πάγκο. Με τόση ζέστη, δεν θα απορούσα καθόλου αν άφηνε ένα υγρό αποτύπωµα ιδρώτα στο σηµείο που καθόταν. Όµως, ήταν ένα µεγάλο άθικτο τσαµπί ροδίτη στη θέση της στον πάγκο. Το είχε κλαδέψει ο Μπαρµπαµήτσος πρωί-πρωί απ' την κληµαταριά. Ήταν ανεξήγητο… - Για στάσου, κάτσε µια στιγµούλα, της είπα και την τράβηξα πίσω στη θέση της. - Μα τι συµβαίνει; µε ρώτησε και κάθησε απρόθυµα. - Να, έλεγα... ∆εν πρόλαβα να πω τίποτα. Πετάχτηκε πάνω κι έβαλε τις φωνές... - Τι έπαθες; ρώτησα δήθεν αθώα. - Πού βρέθηκε αυτό εδώ; είπε δείχνοντας το λιωµένο σταφύλι στον πάγκο κι έβαλε πίσω το χέρι να πιάσει για επιβεβαίωση το µουσκεµένο φόρεµά της. Κραύγασε απ' τον πόνο έξαφνα, χλόµιασε µε µιας. Για κακή της τύχη, την είχε τσιµπήσει µια απο το σµήνος τις σφήκες που έσπευσαν να χαρούν το γεγονός. Α, όχι, δεν θα ήθελα να ήµουν νεράιδα, σκέφτηκα. Σήκωσα ψηλά τη φούστα της κι είδα το σηµαδάκι, ρόδινο και στρογγυλό. ∆άγκωσε τα χείλη της. Ο Μπαρµπαµήτσος συνέχισε να κοιµάται στο κουβαριασµένο δίχτυ. Πήρα λίγο χώµα, το έφτυσα µερικές φορές και το έβαλα πάνω στο σηµαδάκι της τσιµπηµατιάς. Μου είχαν πει πως κάνει καλό. Της είπα κι εγώ ότι κάνει καλό κι έδειξε να νιώθει κάποια ανακούφιση. Τελικά, κολυµπήσαµε. Μετά το κολύµπι ο ήλιος ήταν όλο ευγένειες κι αβρότητες, διέστελνε τις µατιές, παράτεινε τα χάδια και τα όνειρα… κόλλαγε η άµµος στο κορµί µας,

Page 25: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

ναρκωνόµασταν απ' την αιγαιοπελαγίτικη άλµη, που έδινε και µια σπάνια γεύση στα φιλιά... ∆εν µπορούσα όµως να καταλάβω. Τη ρώτησα ψιθυριστά στ' αφτί... - Γλυκιά µου νεραϊδίτσα, µ' ακούς; - Μµ...! - Πες κάτι! - Κάτι; Τι κάτι; - Ό,τι θέλεις, για σένα, πες για τα... παιδικά σου χρόνια. - Α, για τα παιδικά χρόνια µιας... νεράιδας. Κάποτε, λες, ήµουν παιδάκι και τώρα µεγάλη. Πόσο δηλαδή µεγάλη τώρα; - Υπολογίζω πως είσαι γύρω στα... - Αστο καλύτερα. ∆εν ξέρω τι θα έλεγες, αλλά µπορεί και τόσο... Μη µου βάζεις ιδέες! - ∆εν σε καταλαβαίνω. - Γι' αυτό κι εγώ δεν ήθελα να σε κουράσω µε τέτοια. - Κούρασε µε, δεν πειράζει. - Κοίτα να δεις, το µόνο που ξέρω είναι ότι νιώθω πια κάπως αλλιώτικη. ∆εν µ' αλλάζουν τα χρόνια κι οι καιροί. Μόνο η βιασύνη µ' αλλάζει κι οι ανικανοποίητες επιθυµίες. Και νιώθω τότε πιο υλική, όλο και πιο φθαρτή, και µυρίζω µια ανυπόφορη µυρωδιά οξείδωσης στον αέρα που εισπνέω. Αυτή δηλαδή που εισπνέεις κι εσύ… - ∆εν την έχω αισθανθεί ποτέ. - Πώς να την αισθανθείς; Πάντα έτσι ήταν… µε τι να τη συγκρίνεις; - Θες να πεις ότι τότε αλλάζει κάτι στον... αέρα; - Ο αέρας είναι πάντα ο αέρας. Αν όµως δεν υπήρχε αυτή τη µυρωδιά, που έτσι κι αλλιώς δεν τη µυρίζεις, τότε θα κινδύνευες να δηλητηριαστείς από την εισπνοή κι αυτής της πελαγίσιας αύρας. - Μου φαίνεται παράλογο, µα ευτυχώς αν είναι έτσι. - Για µένα όµως είναι αλλιώς. Γίνοµαι τόσο βαριά τότε... τόσο υλική… - Όπως όταν ξανακάθησες στο σταφύλι... - Έτσι κατάλαβα… ανυποµονούσα να έρθουµε για κολύµπι. Ο αέρας βρώµησε κλούβιο αυγό, κόντεψα να πνιγώ. - Α, δεν κάνεις για τη ζωή της πόλης εσύ. Μα για τα παιδικά σου χρόνια δεν είπες τίποτα. - ∆εν ξέρω τι... - ∆εν ξέρεις; - Ειλικρινά, δεν πάει ο νους µου.

Page 26: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Εννοείς πως δεν θυµάσαι; - Όχι, δεν είναι αυτό. Απλώς, δεν έχω σχέση µ' αυτά τα πράγµατα... Είναι τόσο εξωπραγµατικά. Άλλωστε, γι' αυτό είναι και τόσο πρακτικά στην καθηµερινότητα. Μια πρακτική σχέση είναι, ούτως ή άλλως, εξωπραγµατική. Μια σχέση χωρίς ψυχή δεν την θεωρούν άψυχη, µα λειτουργική. Και πώς να ξεχωρίσεις εκείνο που διαρκεί µια ζωή από εκείνο που µόλις µια στιγµή; Υπάρχει αληθινό κριτήριο; Το µόνο που µπορείς να πεις είναι η µνήµη, όχι τι ζω, αλλά τι θυµάµαι... - Ε, ναι, δεν είναι και πολύ αξιόπιστο κριτήριο. Πολύ ρευστό και υποκειµενικό... - ∆εν αρκεί αυτό για να µε τοποθετήσει κάπου, κάπου στο χώρο και το χρόνο. Και τι θυµάσαι εσύ; Θυµάσαι µήπως πόσο καιρό µε ξέρεις και σε ξέρω; - Έτσι νοµίζω. Εσύ τι λες; - Ναι, θυµάσαι. θυµάσαι αυτά που νοµίζεις, αυτά που νοµίζουν όλοι ότι θυµούνται. Κι επειδή έτσι νοµίζουν όλοι, δεν διστάζεις κι εσύ να κοµµατιάζεις το χρόνο, όσο το ζητούν οι φυσικοί σου περιορισµοί. Όµως, ο χρόνος δεν είναι ένα καρβέλι ψωµί ή ένα πεπόνι, να κόβεις φέτες. ∆εν µένει πια ίδιος. Κι έτσι µπορείς, λοιπόν, να διακρίνεις το ονειρικό απ' το πραγµατικό, το υποκειµενικό απ' το αντικειµενικό, το παρόν απ' το παρελθόν ή το µέλλον, ακόµα και την ύπαρξη απ' την ανυπαρξία. Είναι αστείο... Γύρισε το βλέµµα της στο πέλαγος βαθιά, σα να χαµογελούσε, όσο εγώ έσπαγα το κεφάλι µου να θυµηθώ πού τα ήξερα τα λόγια της. Τα ήξερα από πριν, κι όταν την άκουγα, ήξερα τι θα 'λεγε µετά, σα να ήταν η σκέψη µου στα χείλη της. Γύρισε πάλι και µε κοίταξε στα µάτια, µε εκείνη την καλαίσθητη παιχνιδιάρικη σοβαρότητα, που όλο και πιο σπάνια συναντάς σήµερα... - ∆εν έχει να κάνει ο χρόνος µε ηλικίες. Είναι ειδωλολάτρισσα η συνείδηση, τον βεβηλώνει το χρόνο, κάθε στιγµή... Ήταν ξανά τα λόγια της µέσα στη σκέψη µου και µου φαίνονταν τα θυµόµουν. Της πρότεινα να ξαναβουτήξουµε στη θάλασσα. Είχε ήδη βουτήξει και την ακολούθησα. Η πολύτονη σιωπή του νερού έπλεε µαζί µας, ξυστά στις κροκάλες του βυθού, ένας παρατεταµένος συριγµός κι ένα γιγάντιο φωτεινό δίχτυ που είχε ρίξει ο ήλιος να µας ψαρέψει. Μα όλο ξεγλιστρούσαµε και πετούσαµε πάνω το κεφάλι να ρουφήξουµε αέρα. Κι ήταν ο

Page 27: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

χρόνος µας απλά διαστήµατα ανάµεσα στις εισπνοές κι ανάµεσα στις εκπνοές µέσα κι έξω απ' το νερό. Αν είχαν τα πνευµόνια µου άλλες διαστάσεις, θα είχε κι ο χρόνος µου άλλες. Αλλά ποτέ δεν θα το ήξερα. Για κείνη, όµως, δεν θα άλλαζε τίποτα. Την έβλεπα που έφευγε όλο και µακρύτερα. Μπήκε µέσα στην πρασινωπή καταχνιά του βυθού και κάθησε σ' ένα µεγάλο χαλί από φύκια. Τα µαλλιά της ανέµιζαν σα να φυσούσε. Μου µιλούσε µα δεν την άκουγα, µπορεί να µου έλεγε επιτέλους για τα παιδικά της χρόνια. Ένα σµάρι ψαράκια έκαναν βόλτες γύρω της. Ήταν σαν µερικά χρόνια πριν και πάλι... όσα συνέβαιναν αυτή τη στιγµή. Μερικά χρόνια πριν, ίδια εποχή, είχε προσγειωθεί ένα ελικόπτερο στην ακτή. Περνούσε τυχαία και τότε. Οι λουόµενοι όλοι µαζί τού έκαναν σινιάλο και το υποχρέωσαν να κατέβει. Πετάχτηκαν έξω δύο νοσοκόµοι ασπροντυµένοι κι έτρεξαν µ' ένα φορείο στον κύκλο που είχε σχηµατίσει ο κόσµος. Στο κέντρο του κύκλου ένα σεντόνι σκέπαζε µια κοπέλα γυµνή. Σήκωσαν το σεντόνι λίγο… δεν ανάσαινε, µα το στόµα της µισάνοιχτο, σαν κάτι να έλεγε. Τη µετέφεραν αµέσως στο ελικόπτερο κι απογειώθηκαν. Ο κόσµος όλος παρακολουθούσε, µέχρι που το ελικόπτερο κρύφτηκε πίσω απ' την ψηλή βουνοκορφή. Το γεγονός µε τον καιρό ξεχάστηκε κι όλοι συνέχισαν το έργο τους στην παραλία. Κάπου οι µισοί δηλαδή ξάπλωσαν στην άµµο κι οι υπόλοιποι µπήκαν στο νερό. Τα µικρά παιδιά βολεύτηκαν ανάµεσα στην άµµο και το νερό. Ήταν όµως κι ένα παιδάκι που πήρε το µονοπάτι κατά το βουνό. Ξεµάκρυνε µονάχο του και χάθηκε, χωρίς να τ' αναζητήσει κανείς. Όταν γύρισε πίσω, βαστούσε στην αγκαλιά του ένα σκουριασµένο κλουβάκι. Πήγε σ' ένα βράχο στην άκρη του όρµου, όπου είχε αφηµένη την πετονιά του απ' την τελευταία φορά που ψάρευε. Ούτε δόλωµα, αλλά ούτε αγκίστρι και βαρίδι είχε µείνει. Έπιασε κι έδεσε στην άκρη της πετονιάς το άδειο σκουριασµένο κλουβάκι και το πέταξε στη θάλασσα, όσο πιο µακριά µπορούσε. Κάθησε µετά σε µια πέτρα και περίµενε. Περίµενε υποµονετικά, ώσπου λίγο-λίγο γέρασε, άσπρισαν τα µαλλιά του κι όλοι πια το φωνάζανε µπάρµπα... Όταν άρχισε να χαλάει ο καιρός, έφυγαν οι παραθεριστές κι έµεινε µόνος στο γιαλό ο Μπαρµπαµήτσος µε την πετονιά του.

Page 28: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

Ο ουρανός έφραξε από µαύρα βαριά σύννεφα, φούσκωσε η θάλασσα, µελάνιασε. Αγρια θάλασσα κι απότοµη. Αρχισε να βρέχει. Ο Μπαρµπαµήτσος έδεσε θηλειά την πετονιά σ' ένα σουβλερό βραχάκι δίπλα του και πήγε να καλυφτεί σε µια καλαµένια καλύβα παραπάνω, που ο ίδιος την είχε φτιάξει κάποτε. Παρατηρούσε από κει την αγριεµένη θάλασσα υποµονετικά, όταν ξαφνικά πίσω απ' το βορεινό κάβο είδε να ξεµυτίζει ένα µεγάλο ιστιοφόρο. Τρόµαξε κι έκανε το σταυρό του. Πού βρέθηκε τέτοιο καράβι, δεν πίστευε στα µάτια του! Και σα να µην έφτανε αυτό, εµφανίστηκε κι ένα δεύτερο ολόιδιο. Τα είχε χάσει ο Μπαρµπαµήτσος. Σκέφτηκε πως αν τα έλεγε αυτά, κανένας δεν θα τον πίστευε. Έρχονταν προς τα έξω τα καράβια, µε χίλια ζόρια µέσ' απ' τα θεόρατα κύµατα και κατευθύνονταν προς το µακρόστενο βουναλάκι του όρµου, που ήταν αποκοµµένο απ' την υπόλοιπη ακτή. Το βουναλάκι σχηµάτιζε µια αγκάλη κι ένα αρκετά ασφαλές λιµανάκι, όπου έκοβε ο άνεµος και το κύµα. Τα δυο µεγάλα ιστιοφόρα πλησίασαν και µπήκαν στο λιµανάκι. Κίνησε κι ο Μπαρµπαµήτσος κατά κει, παρά τη βροχή και το φόβο που ένιωθε. Ήταν η περιέργεια που του έδωσε θάρρος. Από το πρώτο σκάφος πήδηξαν έξω δυο άτοµα και, µόλις τον είδαν, έκαναν κι αυτοί προς το µέρος του. Ήταν λες αρµατωµένοι, δεν έµοιαζαν όµως πειρατές. Ο πρώτος σήκωσε το χέρι ψηλά και φώναξε από απόσταση στον Μπαρµπαµήτσο... - Homo, quid est hic; Ο Μπαρµπαµήτσος δεν κατάλαβε. Σήκωσε κι αυτός το χέρι και θεώρησε σωστό να κάνει και µια υπόκλιση. - Ubi sumus; ρώτησε ο δεύτερος. Ο Μπαρµπαµήτσος πάλι δεν κατάλαβε, µα δεν ξανάκανε υπόκλιση. Είπε µόνο... - ∆εν καταλαβαίνω, να µε συµπαθάτε! - A Byzantio venimus. Quid est hic; επέµεινε ο πρώτος, δείχνοντας την άµµο στα πόδια του. Έδειξε κι ο Μπαρµπαµήτσος την άµµο κι ύστερα έδειξε πέρα στο πέλαγος, λέγοντας... - Αλλού, αλλού! ∆εν προχώρησε η κουβέντα, αλλά σε λίγο ήρθαν κι άλλοι απ' τα καράβια, που µερικοί µιλούσαν κάπως τη γλώσσα του γέρου και κατάφεραν τελικά να συνεννοηθούν. Τους είπε ο Μπαρµπαµήτσος ότι βρίσκονταν στο Λιµιώνα κι εκείνοι του εξήγησαν ότι έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και πήγαιναν

Page 29: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

για τους Αγίους Τόπους να βρουν τον Τίµιο Σταυρό. Η φουρτούνα τους είχε αναγκάσει να αναζητήσουν επειγόντως καταφύγιο και βρέθηκαν εκεί. Μαζί ήταν, λέει, κι η ίδια η αυτοκρατόρισσα, όµως δεν βγήκε απ' το καράβι. Πάντως, έδωσε αµέσως διαταγή να χτιστεί εκεί στην ακτή µια εκκλησία, µια µικρή Αγια-Σοφία. Την άλλη µέρα έφτιαξε ο καιρός κι οι Βυζαντινοί τεχνίτες στρώθηκαν στη δουλειά. Πήραν µυρωδιά και µερικοί τσοπάνηδες και µαζεύτηκαν από τα γύρω βουνά, για να θαυµάσουν την τέχνη εκείνων των µαστόρων, όπως σκάλιζαν την πέτρα και το µάρµαρο, όπως δούλευαν το ξύλο κι έχυναν το µολύβι. Η θέση της εκκλησούλας ήταν απέναντι στην αυλή του Μπαρµπαµήτσου, στην άλλη όχθη της ρεµατιάς, ανάµεσα σε πανύψηλες βελανιδιές και πουρνάρια. Ο γέρος παρακολουθούσε το έργο από την αυλή του, καθισµένος σ' ένα καρεκλάκι και παίζοντας µακάρια το κοµπολόι του. Απ' το πρωί ως το βράδυ, δεν ξεκόλλαγε τα µάτια του από κει κι άλλο τίποτε δεν τον ένοιαζε. Απ' την τόσο µεγάλη του αφοσίωση, όµως, δεν πρόλαβε και την αλεπού που σε ανύποπτο χρόνο τού έφαγε όλες τις χαϊδεµένες κότες του, οχτώ κότες, κι ήταν η µια καλύτερη απ' την άλλη. Ο µόνος που τη γλίτωσε ήταν ο πετεινός, αλλά έµεινε µόνος. Ο Μπαρµπαµήτσος ήταν απαρηγόρητος, τον λυπήθηκαν οι Βυζαντινοί κι ένας τον ρώτησε... - Πόσο καιρό χρειάζεται ένας πετεινός να βρει ταίρι εδωπέρα; - ∆εν πρόκειται να βρει, αν δεν του βρούµε! απάντησε ο Μπαρµπαµήτσος ξερά. - Εµείς έχουµε µερικές κότες µαζί µας. Θα πάω να µιλήσω στην αυτοκρατόρισσα, είπε ο Βυζαντινός και τράβηξε αµέσως για το καράβι. Μετά από λίγο γύρισε εκείνος ο συµπονετικός Βυζαντινός, κρατώντας στα χέρια του µια τροµαγµένη πετρωτή κότα, που αναστάτωσε τον τόπο µε τα κακαρίσµατά της... - Ορίστε, Μπαρµπαµήτσο, σου τη χαρίζει η αυτοκρατόρισσα. - Χίλια ευχαριστώ, πες της, χίλια ευχαριστώ! ∆άκρυσε ο γέρος απ' τη χαρά του. Ήρθαν αργότερα στην αυλή κι άλλοι απ' τα καράβια, για να τον αποχαιρετήσουν. Η εκκλησούλα ήταν έτοιµη, µικρή αλλά εφτάπυλη. Βέβαια, έλειπε ο παπάς, µα θα βρισκόταν κάποτε κι

Page 30: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

αυτός. Λένε, πάντως, από κείνα τα χρόνια, ότι η αυτοκρατόρισσα άφησε εκεί ένα γραµµατικό της για να γίνει παπάς, άφησε και µισή ντουζίνα χτιστάδες για να φτιάξουν χωριό παραπάνω. Κίνησαν λοιπόν κι οι τελευταίοι Βυζαντινοί για τα καράβια κι ο Μπαρµπαµήτσος τους ακολούθησε ως το λιµανάκι. Του είπε εκεί ένας αξιωµατούχος ότι µ' αυτή την εκκλησούλα συµπληρώνονταν 999 εκκλησούλες που χτίστηκαν µε εντολή της αυτοκρατόρισσας σ' εκείνο το µακρύ κι ατέλειωτο ταξίδι, και συνέχισε... - Αν χρειαστεί κάπου να προσαράξουµε και πάλι, θα συµπληρωθεί µια χιλιάδα εκκλησούλες. - Κατάλαβα, είπε ο Μπαρµπαµήτσος, στη Χιλιαδού θα πιάσετε µετά. - Πού το ξέρεις, Μπαρµπαµήτσο; - Το λέει το όνοµα, δεν είναι τυχαίο, θα χτίσετε εκεί µια ακόµη εκκλησούλα και θα συµπηρωθεί µια χιλιάδα. Αφού ξαναχαιρετήθηκαν και του έταξαν οι Βυζαντινοί να ξανανταµώσουν, επιβιβάστηκαν στα πλοία και σάλπαραν. Ήταν όλο γλύκα τώρα ο καιρός. Ξανοίχτηκαν µε χάρη στο πέλαγος, κι ο Μπαρµπαµήτσος, µε σηκωµένο το χέρι, φώναζε απ' την ακτή: µε το καλό, να ξανάρθετε, να ξανάρθετε µε το καλό! Όταν χάθηκαν τα πλεούµενα κατά τα νοτιοανατολικά, γύρισε κι ο γέρος στο κονάκι του να ξαποστάσει. Περνούσε ο καιρός, άλλοτε µε καλοσύνη κι άλλοτε όχι. Κι ήρθε κάποτε µια φοβερή κακοκαιρία, που όµοιά της δεν ξαναϋπήρξε. Έβρεχε ακατάπαυστα µέρα-νύχτα κι οι κεραυνοί έπεφταν ο ένας µετά τον άλλο. Πληµµύρισε όλος ο τόπος, το ρέµα όλο φούσκωνε και φάρδαινε, παρασέρνοντας τα πάντα µε την ορµή του. Ούτε κι εκείνη η εφτάπυλη εκκλησούλα τη γλίτωσε. Όχι πως δεν ήταν γερά χτισµένη, ήταν και παραήταν. Μόνο που έφυγε όλη η γης από κάτω της και σώριασε η εκκλησούλα. Σκόρπισαν οι πέτρες, πάνε τα µάρµαρα κι οι µολυβένιοι τρούλοι, δεν έµεινε τίποτα. Τα πήρε όλα το ρέµα και τ' απόθεσε κάτω στο γιαλό, µπαζώνοντας κι όλο εκείνο το τµήµα της θάλασσας ανάµεσα στο µακρόστενο βουναλάκι και στην ακτή. Ήρθε κι ο καιρός που έµελλε να πάψει η βροχή. Ο ήλιος κάθε µέρα δεν έκανε άλλο απ' το να στεγνώνει τον τόπο. Κι ερχόταν ο κόσµος, όλο και πιο πολύς. Βέβαια, οι παραθεριστές δεν µπορούσαν να υποψιαστούν πόσα είχαν γίνει σ' εκείνη την

Page 31: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

ερηµιά. Ήταν µονίµως ξένοιαστοι και µετρούσαν µε αγωνία τις µέρες του καλοκαιριού, καθώς περνούσαν βιαστικά. Μια από εκείνες τις µέρες προσγειώθηκε ξανά στην αµµουδιά ένα ελικόπτερο, κάνοντας έξαλλη την άµµο. Όλοι µαζεύτηκαν γύρω του και είδαν να βγαίνει µια άγνωστη κοπέλα µε τη βοήθεια δύο νοσοκόµων, που τη συνόδεψαν ως λίγο παραπέρα κι είπαν στον κόσµο ότι είχε γίνει λάθος, η κοπέλα ήταν ζωντανή και υγιής. Χαιρέτησαν κι οι δυο τους χαµογελώντας, µπήκαν στο ελικόπτερο κι απογειώθηκαν. Ύστερα συνεχίστηκε η γνωστή ιστορία µε τους µισούς στο νερό, τους µισούς στην άµµο και τα παιδιά ανάµεσα στο νερό και την άµµο. Εγώ ξανατίναξα το κεφάλι πάνω απ' το νερό να ρουφήξω µε λαιµαργία ακόµα λίγο οξυγόνο. Η νεραϊδίτσα ήταν ξεχασµένη στον ίσκιο ενός αµφίβιου βράχου. Όταν, µια απ' τις πολλές που µε είδε να βγάζω το κεφάλι, σήκωσε το χέρι και µου έγνεψε να πάω κοντά της. Βγήκα και πηδούσα σαν ακρίδα στη ζεµατιστή άµµο που µας χώριζε. Την αγκάλιασα στον ίσκιο του αµφίβιου βράχου και µείναµε έτσι. Λίγο παραπέρα, ο Μπαρµπαµήτσος µάζευε την πετονιά του. Κάπου πίσω µας, κάποιοι µετρούσαν κέρµατα ή µάλλον έπαιζαν µε κέρµατα και τα κουδούνιζαν εκνευριστικά. Έγειρα κι ακούµπησα το µάγουλό µου στο γλουτό της. Οι πόροι στο δέρµα τη, από τόσο κοντά που τους κοίταζα, µου θύµιζαν κουτοπόνηρη διαφηµιστική καµπάνια. Ένα βοτσαλάκι έκανε αισθητή την ταπεινή παρουσία του µέσα από την αυξανόµενη ενόχληση στο πλευρό της. Μετακίνησε λίγο το γοφό της κι ένα δροσερό αεράκι πήγε να κάνει τσουλήθρα στη ράχη της. Οόπ, έκανε τ' αεράκι, καθώς γλίστρησε άγαρµπα κι έπεσε πρόωρα. Το πήρα στις δυο µου χούφτες και το ξανανέβασα στον ώµο της. Εκείνη, ίσως για να δώσει µεγαλύτερο ενδιαφέρον, φλετούρισε αυτόµατα τον ώµο της, µα το αεράκι κατάφερε να ισορροπήσει και να επιχειρήσει µια πιο επιτυχηµένη τσουλήθρα. Χαµογελούσε τότε, χαµογελούσε αιθέρια, αφηµένη για πάντα µέσ' στην αγκαλιά µου. Φιλούσα το χαµόγελό της στην άκρη στα χείλη της µια ολόκληρη ζωή. Χαµογελούσε και την έπνιγα στα φιλιά. Μόνο από φιλιά θα µπορούσε στ' αλήθεια να πνιγεί, να ξεψυχήσει σα να ήταν το πιο απίστευτο ψέµα. Κι άρχισε τ' αηδόνι της πλατανιάς να µοιρολογεί στην κατάλληλη ώρα, ένα πολύ µακρύ µοιρολόι και τόσο επίµονο που όλα τα ζωντανά και τ' άψυχα υπόκυψαν στο µάγεµα και ζήλεψαν το θάνατό τους.

Page 32: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

∆εν άλλαξε όµως τίποτε εκείνο το απόγευµα, αν κι ο τόπος γέµισε απουσίες, άλλες ορατές κι άλλες αόρατες. Ο Μπαρµπαµήτσος µάζεψε επιτέλους την πετονιά του και στην άκρη της δεν υπήρχε ούτε ψάρι ούτε αγκίστρι ούτε κι ένα σκουριασµένο κλουβάκι. Έτσι, αντίκρισα πρώτη φορά την απουσία ενός σκουριασµένου κλουβιού, ολοζώντανη. Την έσερνε ο γέρος προς το µέρος µου, καθώς µε πλησίαζε, αλλά όπως ήταν βυθισµένος στις σκέψεις του, δεν πρόσεχε µπροστά του και σκόνταψε δίπλα µου, στην πνιγµένη νεράιδα. Τότε µε κοίταξε µε έκπληξη και δικαιολογήθηκε ότι τον χτύπησε ο ήλιος. Την ίδια στιγµή, ένιωσε ένοχος ο ήλιος, αν και ήξερε πως δεν έφταιγε. και, δύοντας απροειδοποίητα, µουρµούρισε: αν µε ξαναδείτε, να µε φτύσετε! Ναι, να µε φτύσετε! Στο ασηµένιο βραδάκι του γιαλού συνάχτηκαν ύστερα τα σµήνη οι σκνίπες και τα κουνούπια. Το αηδόνι της πλατανιάς µε το ταίρι του άρχισαν το κυνήγι, δίνοντας προσωρινά το λόγο στα τριζόνια, ενώ η νεραϊδίτσα η πνιγµένη δεν έκανε άλλο από το να µαζεύει το σάλιο της σε µια λακκουβίτσα στην άµµο, για να φτύσει τον ήλιο το πρωί, όταν µάλλον θα έβγαινε ξανά και θα… έβγαινε ψεύτης. Τράβηξε ο Μπαρµπαµήτσος µια µοναχική βόλτα ως την άλλη άκρη της αµµουδιάς, σα για να επιθεωρήσει, κι ήρθε πάλι πίσω αιωρούµενος στ' ανάλαφρο θερµό σκοτάδι. ∆ίπλα µου σκόνταψε και πάλι. ∆εν δικαιολογήθηκε βέβαια ότι τον χτύπησε πάλι ο ήλιος, µα ούτε κι ότι έφταιγε η σκοτεινιά... - Κάτι υπάρχει εδώ χάµω! διαπίστωσε και µου έδειξε την πνιγµένη νεράιδα. - Ναι, είναι µια νεράιδα πνιγµένη, πνιγµένη από φιλιά! του είπα κι ο γέρος έσκασε στα γέλια και στο βήχα... - Νεράιδα πνιγµένη από φιλιά; Αυτά δεν γίνονται στον καιρό µας. - Στο δικό της όµως τον καιρό; - Α, ναι! Στο δικό της µπορεί... Αλλά στο δικό µας αυτά δεν γίνονται, δεν πνίγεται κανείς σήµερα από φιλιά! ∆εν συνεχίσαµε την κουβέντα, είχε περάσει η ώρα και κινήσαµε για το σπίτι. Όσο πηγαίναµε, σκυφτοί κι αµίλητοι, αναρωτιόµουν µήπως ήµουν ακόµα στον καιρό της νεράιδας, µήπως ήµουν ακόµα µέσα στον ύπνο της, µήπως µε γέλασε η νεράιδα και συνέχιζε να είναι σε δυο µεριές και τώρα... Φαινόταν πως είχε κι ο Μπαρµπαµήτσος τις σκέψεις και τις απορίες του, κι άµα

Page 33: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

φτάσαµε στην αυλή και καθήσαµε στον πάγκο, κάτω απ' το φεγγαρόφωτο και την κληµαταριά, µε ρώτησε µε σιγανή φωνή, µην και τον ακούσει τάχα κανείς... - ∆ε µου λες, µαντίλι είχε η νεράιδα; - ∆εν ξέρω... - ∆εν ξέρεις; Μόνο αν της πάρεις το µαντίλι, την κρατάς. Και µόνο αν το κάψεις, πεθαίνει. ∆ηλαδή δεν τη βλέπεις να πεθαίνει, γιατί γίνεται σκόνη, καπνός και χάνεται για πάντα. Αλλιώς... - Αλλιώς τι; - Αλλιώς δεν είναι νεράιδα. - Και τι να ήταν εκείνη; - Αν δεν ήταν νεράιδα, τι θα ήταν; Κανονική γυναίκα θα ήταν... Συµφώνησα µαζί του. Ή ήταν νεράιδα ή δεν ήταν, λοιπόν. Είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε πια. Ένιωσα ανακουφισµένος απ' το ξεµπέρδεµα της σκέψης µου κι ανέβηκα να ξαπλώσω. Μα δεν µε κόλλαγε ύπνος, γύριζε ο νους µου εδώ κι εκεί, σ' ένα σωρό πράγµατα που φορές δεν ήξερα αν τα είχα φανταστεί ή τα είχα ζήσει. Θυµήθηκα τότε το κόκκινο µαντίλι, εκείνο το κόκκινο µαντίλι που βαστούσα έξω απ' το ξωκλήσι. Ποτέ δεν έµαθα πώς βρέθηκε στα χέρια µου... ή πώς χάθηκε απ' τα χέρια µου. Αποκοιµήθηκα...

Page 34: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

4. Μάντευα το πρωί, µάντευα όλα εκείνα που δεν χωρούσε η σκέψη µου στο χείλος του ωραίου γκρεµού, άκρη στο βουναλάκι της έρηµης ακτής. Ήταν άγνωστες οι βουλές του Έρωτα, αδιάκοπο το ταξίδι των τυχαίων υποκειµένων στο µονόδροµο της µοναδικότητας. Ήταν άγνωστη κι η γλώσσα που µιλούσαµε ανέκαθεν, ανταλλάσσοντας όρκους και σκιρτήµατα της ψυχής µε αντικειµενικότητα. ∆εν καταλάβαινα πια όλα εκείνα τα γράµµατα τα ερωτικά, που κάποτε µου αποκάλυπταν το απόλυτο νόηµα της ζωής. Πότε µαζεύτηκαν τόσα γράµµατα, τόσοι φάκελοι γεµάτοι λόγια καθαγιασµένα, γεµάτοι αρώµατα θαυµατουργά, ανθάκια αποξηραµένα, κατακόκκινα φιλιά; Μ' ακολουθούσαν παντού, στοιβαγµένα µέσα σ' εκείνο το χαρτοκιβώτιο, όπου τα φύλαγα ευλαβικά. Κι είπα να τα πάρω µαζί µου, για στερνή φορά, ως εκεί στον ωραίο γκρεµό, ως εκεί στο όριο της µοίρας. Άφηνα από ψηλά έναν-έναν τους φακέλους, φτερούγιζαν στο κενό για λίγο και χάνονταν στην αφρισµένη θάλασσα που βρυχιόταν δεκάδες οργιές από κάτω. Τους πετούσα και πατούσα όλο πιο γερά στην ακρινή πέτρα του γκρεµού. Όλες οι γραφές ήταν µία, όλα τα συναισθήµατα, οι συγκινήσεις, τα δάκρυα, οι µορφές, τα ονόµατα, ήταν ίδια. Μια γυναίκα µόνο, ένα περίγραµµα µόνο, που σχεδίαζαν µε φιλιά τα χείλη µου. Το αλάτι των αφρών, µια πάχνη ζεστή στο δέρµα της, κι ο αέρας µε λίκνιζε στη µεσοκαλόκαιρη µέθη του ιδρώτα της, ριγώντας τα µάτια µου στον καθαρτικό ίλιγγο. Αλλά πατούσα στέρεα στο χείλος του γκρεµού. Έβλεπα µια οπτασία που ήταν ο µόνος κι αγνός λόγος του έρωτα, όπως εκείνος ο ωραίος γκρεµός ήταν ο προαιώνιος λόγος του µικρού βουνού στη θάλασσα. Εκεί, στο χείλος του, τα βράχια έκοβαν σαν ξυράφια. ∆εν ζύγωναν ούτε τα' αγκάθια, και διστακτικοί οι θάµνοι έµεναν ακόµα πιο πίσω, κι ακόµα µακρύτερα έµεναν τα

Page 35: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

πεύκα και οι κέδροι. Μόνο κάποια λουλουδάκια µε λεπτούτσικο κοτσάνι τολµούσαν να έρθουν ως την άκρη κι έφερναν βολτούλες γύρω µου, σάµπως να ήταν τελείως τυφλά και διψασµένα για το αφρισµένο θαλασσόνερο από κάτω µας. Ήταν τ' αµάραντα µε τ' άφθαρτα άνθη, που δεν ήξεραν το φόβο του θανάτου. Πώς µετρούσαν άραγε τη ζωή και πώς τρέµαν έτσι τα κορµάκια τους; Συλλογιζόµουν κι όλο κινούσα να φύγω, µα έµενα εκεί, ακίνητος, σαν από κάποιο χρέος δεµένος... Μ' έλυσε ύστερα ένα δυνατό ξάφνιασµα, καθώς ένα πλήθος ψιλοπούλια ξεπετάχτηκαν όλα µαζί τσιρίζοντας µέσ' απ' τους θάµνους και τα δέντρα. Ακούστηκαν βήµατα στο φρυγανισµένο χόρτο κι εµφανίστηκε τότε ο Μπαρµπαµήτσος. ∆εν µπορούσα να φανταστώ τι λόγο µπορεί να είχε πια ο γέρος για ν' ανέβει µέχρι εδώ. Μόλις µε είδε, σταµάτησε και µε κοίταξε όλο απορία. Κρατούσε στο χέρι του ένα τσουβαλάκι που υποψιάστηκα τι περιείχε... - Πολύ ξάκρισες! µου είπε πλησιάζοντας. - Προσέχω... - Κάποτε, άµα φουσκώνουν τα νερά, ήθελες βάρκα να έρθεις στο νησί. - Ποιο νησί; - Αυτό! Νησί το λέγαν τούτο το βουνό. Με τον καιρό και τις πληµµύρες ενώθηκε µε την ακτή. Πάνε χρόνια... - Γατάκια έχεις στο τσουβάλι, Μπαρµπαµήτσο; Πού τα πας; Τα γατάκια νιαούριζαν µ' απόγνωση. Ο γέρος κούνησε το κεφάλι του κι είπε σα ν' απολογιόταν: - Μα τι θέλουν και τα κάνουν οι ευλογηµένες; Αφού τους µέλλεται να τα ρηµάξει η πείνα... Τ' αφήνω ένα στη µάνα του! Αλλά τ' άλλα; Πού να χωρέσουν όλα εδώ στην ερηµιά! Πιάσε µου εκείνη την πέτρα... Έπιασα και του έδωσα την πέτρα που µου έδειξε. Ανοιξε το τσουβάλι και την έβαλε µέσα προσεκτικά, µήπως και τραυµατίσει κανένα απ' τα νεογέννητα γατάκια. Τράβηξε ύστερα απ' την τσέπη του ένα σπαγγάκι κι έδεσε το τσουβάλι. Ήρθε πιο κοντά στην άκρη του γκρεµού, πήρε µερικές βαθιές ανάσες κι άφησε το τσουβάλι στο κενό. Έκανε µετά πολλές φορές το σταυρό του, χωρίς καθόλου να σηκώσει το βλέµµα του. Κι όπως κοιτούσε συνέχεια κάτω, πήρε το µάτι του ένα φάκελο παγιδευµένο ανάµεσα στ' αµάραντα του γκρεµού. Απόρησε... - Ένας φάκελος! Πού βρέθηκε το γράµµα εκεί;

Page 36: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Εγώ το πέταξα, πέταξα ένα κουτί φακέλους. Να, εδώ είναι και το κουτί. Κοίταξε το άδειο κουτί µε κάποια δυσπιστία και ξανάστρεψε το βλέµµα του στο φάκελο, τον έναν απ' τους τόσους που έτυχε να µείνει λίγο πιο κάτω απ' τα πόδια µας στον γκρεµό. Κι όσο µάλλον αναρωτιόταν ο Μπαρµπαµήτσος τι να έγραφε µέσα του ο φάκελος, εγώ αναρωτιόµουν τι κοινό να είχαν όλα εκείνα τα γράµµατα µε τα νεογέννητα γατάκια του. Προφανώς τίποτα, αλλά, µετά από αυτή τη σύµπτωση, τα συνέδεε εκείνος ο ωραίος γκρεµός. Μπορεί να ήταν µια έλξη µυστική που προϋπήρχε... - Και γιατί δεν τα έκαιγες τα γράµµατα, αν δεν τα ήθελες; Ήταν ανάγκη να τα πετάξεις στον γκρεµό; - Μα ναι! είπα και σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν ήταν ανάγκη να πετάξει στον γκρεµό τα γατάκια. Μα είχε κιόλας απαντήσει... - Τα γατιά δεν είναι χαρτοφάκελα! - ∆εν µου πέρασε απ' το µυαλό... Κάθησε ο γέρος σε µια πέτρα παραπίσω και βουβάθηκε για λίγο. ∆εν τον ενόχλησα, νιώθοντας ότι κάτι πολύ σηµαντικό τον απασχολούσε, ώσπου αποφάσισε να ξαναµιλήσει... - Αχ, αυτός ο άτιµος ο τραπεζίτης! είπε κι έβαλε το δάχτυλο στο στόµα του και σκάλιζε. - Πάµε κάτω να πάρεις µιαν ασπιρίνη, του πρότεινα. Σηκώθηκε και φύγαµε. Θα έπαιρνε µιαν ασπιρίνη και θα του περνούσε κάπως ο πονόδοντος, θα τον ξεχνούσε. Αγνωστο ποιος θα ξεχνούσε ποιον... Πάντως, χρόνια τις φύλαγε τις ασπιρίνες στο συρτάρι, ίσως κι αυτός να ήταν πολύ σοβαρός λόγος για να παίρνει που και που καµιά. Πήρε, όµως, αρκετές και µόνο αργά τη νύχτα ένιωσε ανακούφιση και µπόρεσε να κοιµηθεί, ενώ εµένα µου ήρθε ξαφνικά η όρεξη να κάνω έναν περίπατο στο γιαλό. Ήταν θεοσκότεινη εκείνη η νύχτα. ήταν το σκοτάδι απόλυτο, βαρύ και κολλώδες, πίσσα που λένε. Βάδιζα µε τα χέρια απλωµένα µπροστά, σαν υπνοβάτης. Θα είχε πολύ σπουδαία δουλειά το φεγγάρι και δεν βγήκε καθόλου. Γιατί τις άλλες φορές που έβγαινε και περιόδευε από νωρίς στον ουρανό, φαινόταν απλά πως έπαιζε και σκότωνε την ώρα του. Κάποτε βιαζόταν τόσο, που στηνόταν ψηλά απ' το αποµεσήµερο κι ανυποµονούσε ν' ανάψει. Μαζί του γινόµουν κι εγώ ανυπόµονος να το δω επιτέλους ν' ανάβει, µα έκανε παιχνίδια, ως να ξενοιαστώ. Κι ύστερα, µε ξάφνιαζε λάµποντας, έριχνε κι ένα

Page 37: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

γελάκι πονηρό, σαν εκείνο των µικρών παιδιών που παραφύλαξαν και σ' άρπαξαν κάτι τόσο µα τόσο χρήσιµο, όπως ένα κλειδάκι, αυτοκινήτου ή σπιτιού δεν έχει σηµασία, και σου το έθαψαν στην άµµο, για να ψάχνεις αγωνιωδώς και µάταια... Αλλοτε γίνονταν αυτά. Μέσ' στο απόλυτο σκοτάδι, όµως, όλα ήταν µονάχα υποψία. Υποπτευόµουν πως κάπου εκεί έστεκε ένας πλάτανος, κι άλλος πλάτανος πιο κάτω, και περαπέρα οι βατοµουριές, δυο µεγάλες κοτρώνες, ένας φράχτης, µια λακκούβα, µια σειρά πικροδάφνες, µια ρεµατιά, µια αµµουδιά, µια θάλασσα. Μια υποψία γης, όπου πατούσα, και το κάθε βήµα υποψία, το προηγούµενο και το επόµενο, και το πρόσωπο µια υποψία, το πρώτο πρόσωπο που χρησιµοποιούσα για να σκέφτοµαι ή απλώς να υπάρχω, χωρίς να το σκέφτοµαι. Γιατί πάντα υπήρχαν κάτι µικρά ασφαλή σηµαδάκια στο δρόµο µου, που πάντα τ' αγνοούσα και µόνο τότε τ' ανακάλυπτα, ριψοκινδυνεύοντας τη χωµάτινη ισορροπία της ψυχής µου και το αιµοφιλικό παραλήρηµα της ίριδας και του φλοίσβου. Το πρόσωπο δεν ήταν σηµάδι του έξω κόσµου, µόνο των ονείρων κατακάθι µέσα στο πηχτό σκοτάδι, σκίρτηµα ερωτικό χωρίς ταυτότητα, ο προσανατολισµός της µέλισσας και τ' αδέσποτα ρολόγια, ένας συνειρµικός θάνατος. Ήταν η ίδια άµµος που βούλιαζα το µεσηµέρι, το ραντεβού µιας ολόκληρης ζωής, εκεί που κάποτε αναλύαµε το νόηµα του έρωτα και περίσσευαν µόνο τα κόκαλά µας σκόρπια. Τα µαζεύαµε και τα βάφαµε χρωµατιστά κι έµοιαζαν από µακριά σαν παιδική χαρά και λούνα παρκ, να παίζουν κάποτε εκεί τα µελλοντικά παιδιά κάποιων µεταλλαγµένων ασπονδύλων. Μπορούσαµε διαρκώς να λείπουµε, αλλά συνάµα να κρατάµε το πόστο µας µε συνέπεια και πάθος. Το κρατούσαµε γερά το πόστο µας, το σφίγγαµε, το δαγκώναµε, το πατούσαµε. Και έτσι πάντα ξέραµε πού βρίσκεται... Ίσως να συνήθισαν τα µάτια µου µέσα στο βαθύ σκοτάδι κι άρχισα πάλι να διακρίνω γνώριµες εικόνες, σχήµατα και µορφές, διαθέσεις, κινήσεις, σκέψεις. Παλιά, παµπάλαια συνήθεια. Αµόλησαν ρίζες τα µάτια µου έξω, ρίζες µε όσφρηση και βούληση. Κι η πέτρα και το νερό και η φωτιά ίδιες ρίζες είχαν, τις αµολούσαν και τις άφηναν, να πλέκονται σαν γόρδιοι δεσµοί δεµένες, να µη λύνονται ποτέ. Κι έρχονταν κάθε τόσο οι κατακτητές µε τα πριόνια και τα κλαδευτήρια. Έσταζε της γης το αίµα, ως να στραγγίξει, για να γίνει η ταρίχευση του εφήµερου,

Page 38: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

µούµιες των ερώτων, βαλσαµωµένα χάδια και συναισθήµατα, σαν άγρια ζωάκια του δάσους και σπάνια πουλιά. Σαν εκείνον το σταχτοτσικνιά, τον ερωδιό που ήρθε οιωνός να πει τη µοίρα µας την άχαρη. Πώς µας βρήκε άραγε εκεί, ένα παγωµένο µεσηµέρι στη χιονισµένη ακτή; Ο περιστασιακός κυνηγός περίµενε ξυλιασµένες και πεινασµένες αγριόπαπιες, να πάει περήφανο µεζέ στους φίλους του. Τα καλιµάνια και τα ψαρόνια, ανήµπορα πια να πετάξουν, στρώµα στο χιόνι ξεψυχούσαν, απ' άκρη σ' άκρη του γιαλού. Κι ήρθε ο άµοιρος σταχτοτσικνιάς στο ραντεβού του. Το ίδιο του 'κανε του κυνηγού, αν και τους τσικνιάδες δεν τους τρώνε, µα είναι όµορφοι και σπάνιοι... Τα σκάγια βρήκαν το πουλί στα στήθια, όπως σηκωνόταν νηστικό από το κύµα. Πήγε κι έπεσε κοντά στα πόδια του κυνηγού, έτρεξα κι εγώ εκεί µόλις άκουσα την τουφεκιά. Ήταν ακόµα ζωντανό, το αίµα του έσταζε στο χιόνι, το παγωµένο βλέµµα του µε κοίταξε γεµάτο θάνατο. ανατρίχιασα κι ίδρωσα µέσ' στην παγωνιά. Σταύρωσα τα χέρια µου σα να ήµουν στην εκκλησία, δεν µου ερχόταν στο µυαλό µια προσευχή, παρά µόνο επαναλαµβανόταν µέσα µου η φράση: δεν µπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, δεν µπορώ να ζήσω χωρίς εσένα... Αφού κρέµασε το δίκαννο στον ώµο του ο περιστασιακός κυνηγός, έπιασε το νεκρό ερωδιό απ' τα πόδια κι αποµακρύνθηκε σέρνοντάς τον µαζί του. Μου είχε πρωτύτερα εξηγήσει πως άθελά του τον χτύπησε, τάχα γιατί τον πέρασε για άλλο πουλί, φαγώσιµο... Κι έγινε εκείνος ο σταχτοτσικνιάς διακοσµητικό αντικείµενο, να επιδεικνύει νεκρός την οµορφιά του τη βαλσαµωµένη, βαστώντας µόνιµα στο ράµφος του ένα ξύλινο, φανταχτερά βαµµένο ψάρι, πιτσιλισµένο µυγοχέσµατα... Η ανατριχιαστική εικόνα της ιδιόκτητης οµορφιάς, η αηδιαστική εικόνα της ιδιόκτητης ευδαιµονίας. Έστηναν παγίδες πάντα οι κυνηγοί και παγίδευαν τα χρυσά δακτυλίδια του ήλιου, όταν τα χάριζε στις σάπιες άγκυρες, τις άχρηστες άγκυρες. Κι όλο µίκραινε ο έρωτας, ως να χαθεί, να σβήσει µαζί µε τις µεγάλες µνήµες, τα µεγάλα όνειρα, τα µεγάλα ταξίδια. Όλα βυθίζονταν στο σκοτάδι και τη σιωπή, κι ακουγόταν κάποτε η βραχνιασµένη φωνή µιας µπουρούς ν' αναγγέλλει την καινούρια πλουµιστή πραµάτεια. Καινούριες µνήµες, καινούρια ταξίδια κι όνειρα φορτωµένα σ' ένα φοινικικό καράβι, που όργωνε τις θάλασσες και µυριζόταν από πολύ µακριά τις διψασµένες ανάσες των σκοτεινών ακτών. Στο δρόµο του µάγευε κι αυτές τις µάγισσες

Page 39: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

Σειρήνες, που ντύνονταν τη µορφή του γλάρου και το έπαιρναν απαρατήρητες στο κατόπι. Συχνά, όµως, το καράβι άφηνε δίχως προειδοποίηση τις ακτές και κινούσε έξαφνα γι' αλλού. Οι µαγεµένες Σειρήνες ξεχνιούνταν πίσω, δεν έβρισκαν ποτέ ξανά το δρόµο της επιστροφής, ούτε την πρώτη τους µορφή, στέκονταν µόνο στα πιο ξακρισµένα βράχια και γελούσαν απ' την απόγνωσή τους, γελούσαν... Είχα ακούσει κι άλλοτε τους γλάρους να γελάνε έτσι µέσ' στη θεοσκότεινη νύχτα. Από ένστικτο βιάστηκα να φύγω κι έτρεξα να κλείσω τα παράθυρα του σπιτιού, σα για να µην προλάβει το γέλιο της απόγνωσης να µπει µέσα. ∆εν ήξερα αν πρόλαβα. ήταν ορθάνοιχτα, όπως το φανταζόµουν, κι ο άνεµος χτυπούσε µε µανία τα παντζούρια. Μόλις έκλεισα, έµοιαζαν να ησύχασαν όλα, δεν γελούσαν πια οι γλάροι σαν τρελοί. Μόνο το κύµα ακουγόταν, το ίδιο µέρα-νύχτα, χωρίς παύση, έτσι που ήταν σα να µην ακουγόταν... ή και σα να µην υπήρχε. ∆εν µε ξύπνησε ο πετεινός το άλλο πρωί. Ξύπνησα από έναν τενεκέ που χτυπούσε ο Μπαρµπαµήτσος µ' ένα σφυρί, λίγο πριν το µεσηµέρι. Αµα µε είδε να κατεβαίνω, άφησε το σφυρί στον πάγκο, µε κοίταξε καλά - καλά και είπε: - Άργησες πολύ σήµερα! Ήπια µονάχος µου καφέ. - Άργησα λίγο τη νύχτα... - Μα πού πήγες µ' εκείνη την πίσσα; - ∆εν πήγα µακριά... µέχρι τη θάλασσα. - Έβγαλε αέρα τη νύχτα, άκουγα πως χτυπούσαν τα παντζούρια στο ανώγι. - Τ' άκουσα κι εγώ, γύρισα και τα 'κλεισα. - Τα παντζούρια µην τ' αφήνεις ανοιχτά τη νύχτα. - Πάντα τα κλείνω, αλλά θα τ' αστόχησα... - Καλά, αστοχάω τόσα κι εγώ. Είχα, µια φορά που λες, βάλει στη φωτιά την κατσαρόλα και ξάπλωσα µια στάλα. Αποκοιµήθηκα. Μόλις σηκώθηκα, πάει, είπα, µου κόλλησαν τα µακαρόνια. Μα όταν ξεσκέπασα την κατσαρόλα, είδα πως είχα αστοχήσει να ρίξω µέσα τα µακαρόνια... - Καλά, λοιπόν, που τ' αστόχησες... - Ναι, αν τα είχα ρίξει, θα είχαν κολλήσει. ∆εν είχε µείνει σταγόνα νερό. - Κι άργησες και λιγάκι να κοιτάξεις την κατσαρόλα. - Ε, άµα κοιµάσαι, δεν ξέρεις πόση ώρα περνάει. Αργά ή

Page 40: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

γρήγορα δεν έχει σηµασία. Είδες που λένε καµιά φορά ότι αργά ή γρήγορα έτσι θα γίνει; - Είναι που κοιµούνται; - Όχι, γίνεται! απάντησε πολύ σοβαρά ο Μπαρµπαµήτσος. Κι όλο πήγαινε σταθερά εκείνη η βάρκα που την έλεγε καιρό ο γέρος. Κι όπως άλλαζαν οι εποχές, ήρθε κι η εποχή που µεγάλωναν πιο γρήγορα τα νύχια και τα γένια. Εκείνη την εποχή, λίγο πέρα απ' την εκπνοή του κύµατος, σχηµατίζονταν στην άµµο, από τη µια άκρη της αµµουδιάς µέχρι την άλλη, τρεις γραµµές από φύκια κι όριζαν δύο διαδρόµους όµοιους, παράλληλους στο κύµα. Ήταν µια απίθανη συγκυρία, να συναντιέσαι εκεί και να ξανασυναντιέσαι όλο στο ίδιο σηµείο, ή να χωρίζεις εκεί και να ξαναχωρίζεις. και να συνεχίζεις, γιατί δεν θα γινόταν αλλιώς. Έπαιζε και ξανάπαιζε ο ίδιος δίσκος στο πικάπ, αλλά µέσα από τη µοιραία φθορά πρόβαλλε πάντα κάτι ολοκαίνουργιο, που ούτε υπήρξε πριν κι ούτε θα ξαναϋπήρχε ποτέ... - Μα πού πας λοιπόν; µου φώναξε η σκιά µου. - Προς τα 'κει πάω. - Α, κι εγώ προς τα 'κει. Μα δεν πάµε καλύτερα χώρια; Θα έχουµε έτσι πιο πολλές εµπειρίες ν' ανταλλάξουµε! Πήραµε διαφορετικό διάδροµο στα φύκια, αλλά πηγαίναµε δίπλα-δίπλα. Στη χειρότερη περίπτωση, που δεν είχαµε κάτι άλλο να κάνουµε, σφιχταγκαλιαζόµασταν και κραυγάζαµε απ' το ξάφνιασµα του συναπαντήµατος. Τραγουδούσαµε, µε µια φωνή κι απαράλλαχτα, τα ίδια και τα ίδια, σαν τα µικρά τσιτσίνια, τα γκρίζα σουσουραδάκια µε το µαύρο περιλαίµιο: κάπου σε ήξερα, κάπου σε ήξερα, κάπου σε ήξερα... Κι όταν ο ένας διάδροµος φάρδαινε, ο άλλος στένευε, και κάποτε, πολύ σπάνια, έσµιγαν κι ο ένας περνούσε µέσα από τον άλλον. Τα σχήµατα µονάχα µάς συγκινούσαν, όχι πως δεν υπήρχε περιεχόµενο, µα ήταν τόσο κοινό, κοινότοπο και αυτονόητο, ακόµα κι αν αλλάζαµε διαδρόµους, ακόµα κι αν δεν ήµασταν εµείς. Κι αν αποφασίζαµε κάπου να σταθούµε λιγάκι, ήταν γιατί εκεί δεν υπήρχε κάποιος λόγος. Ξαπλώναµε µια στιγµούλα στο πλάι, προσποιούµενοι πως µας πλήγωσαν τα πόδια εκείνα τα ξερά τριβέλια που βρέθηκαν µπλεγµένα µέσα στα φύκια και τα σάπια πλατανόφυλλα. Μηχανικά τα σκορπίζαµε κι έσπαγε η µεσαία συνεχής γραµµή των διαδρόµων µας. Βρήκαµε πιο πέρα και µια

Page 41: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

τελείως φθαρµένη σχάρα µέσ' στην άµµο, τη βάλαµε ανάµεσά µας, στο κενό της γραµµής. Μια απέραντη θλίψη ήταν µια άδεια σκουριασµένη σχάρα στην άµµο. Λύσε το στήθος σου, της είπα, λύστο κι άστο πάνω σ' αυτή τη σχάρα, να µικρύνει η θλίψη, να το ψήσει ο ήλιος, να ξαλαφρώσει κι αυτός από τ' απωθηµένα του, που τον αρρώσταιναν όλη εκείνη την εποχή. Μου φάνηκε τελείως ξένη δίχως το στήθος της, το στήθος της όµως έµενε πάντα ίδιο, και χωρίς αυτή. Τ' άγγιξα κι ανατρίχιασε πάνω στη σκουριασµένη σχάρα, πήρε σιγά-σιγά το χρώµα του ώριµου ροδιού και µια θερµή άχνα ανέβαινε απ' τις θηλές κυµατιστά. Οι χωµάτινες επιθυµίες µου µεγάλωναν, µα κάτι στο νου µου µ' εµπόδιζε να ξαναφιλήσω το στήθος της, κάτι ισχυρότερο απ' τη στιγµιαία ψευδαίσθηση ότι θα µπορούσαν όλα να ξαναγίνουν σαν πριν, όπως στα παραµύθια, όπου δεν υπήρχε χώρια το ψέµα από την αλήθεια. Ήµουν στην άµµο γυµνός και τα δάχτυλά µου έσκαβαν στη λατρεµένη χούφτα της, αναµοχλεύοντας τα λιµνασµένα όνειρα µιας ουτοπικής µοίρας. ∆εν υπήρχε πια κανένας λόγος να διακινδυνεύσω να ξανανοίξω τα µάτια µου. Φοβόµουν θα έχανα µε µιας εκείνη την αίσθηση της απεραντοσύνης που µου θόλωνε λυτρωτικά τη µορφή κι είχα για χάρη της και µόνο συµβιβαστεί να ζήσω µια ζωή µε άγνωστα όρια κι άγνωστες αιτίες, µε άγνωστες χαρές και λύπες. Αλλά δεν τ' άντεξα πολύ και για κανένα λόγο ή για κάποιο συγκεκριµένο λόγο που δεν υπήρχε, άνοιξα άθελά µου τα µάτια µου και κάτι σαν δικαιολογία µ' έκανε να ψιθυρίσω: πάµε; Ξανάκουσα τη λέξη καθαρά: πάµε; Να πάµε πού; είπα µόνος µου. ∆εν ήταν πια κανείς εκεί, παρά µόνο πατηµασιές στο διπλανό διάδροµο. ∆εν µπορούσα ν' αποφασίσω αν έπρεπε ν' αργοπορήσω ή να βιαστώ, για να βρεθούµε ξανά την ίδια στιγµή στο ίδιο σηµείο. Ένα τυχαίο συναίσθηµα ήταν αρκετό, για ν' αλλάξει τις διαστάσεις του χώρου και µια αόριστη ενοχή, για ν' αλλάξει τα σηµάδια του καιρού. Η αναµονή µιας επερχόµενης προδοσίας έκανε την ύπαρξη πιο συγκλονιστική και πιο υπαρκτή. Ήταν ο καθένας, ως εραστής της διάρκειας, ένας άπιστος εραστής, χωρίς άλλη επιλογή. Μέχρι εκεί έφταναν οι διάδροµοι µε τα φύκια. Στο άκρο της πορείας όλα ακινητοποιούνταν και µόνο οι µελλοντικές απουσίες έρρεαν ήρεµα µέσα στην ανωνυµία τους. Ο έρωτας δίχως ταυτότητα, µοναδικός, µε την ασφαλή κι αµετάκλητη φθορά του, περιέγραφε µε απόλυτη παραστατικότητα τα µεγάλα κενά της µνήµης και την απειροσύνη των ληγµένων εµπειριών µιας αντικειµενικής

Page 42: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

πραγµατικότητας, ολότελα ξένης πλέον για µένα. Ήταν στ' αλήθεια κάποτε µια νεράιδα στο δικό της τον καιρό, που την είχα πνίξει στα φιλιά και δεν ξαναζωντάνεψε από τότε. Έµεινε εκεί νεκρή στην άµµο, µια σιλουέτα ήταν από υγρή άµµο κι όλο στέγνωνε στον ήλιο. Ήταν ξαπλωµένη ύπτια και ξάπλωνα κι εγώ πάνω της, να την καλύπτω ταιριαχτά µε το βρεγµένο σώµα µου, καθυστερώντας λίγο την εξάτµισή της. Λίγο, αλλά πίστευα πως αν βουτούσα και ξαναβουτούσα στη θάλασσα και ξάπλωνα και ξαναξάπλωνα συνέχεια πάνω σ' εκείνη τη σιλουέτα από υγρή άµµο, δεν θα προλάβαινε ποτέ να φύγει. Ήταν µόνο µουσκεµένη άµµος και µπορούσα να µην την αφήσω ποτέ να στεγνώσει. Μπορούσα, όσο θα υπήρχε η θάλασσα να βουτάω και να βρέχω µε το κορµί µου την άµµο, κι όσο θα υπήρχε ο ήλιος, όλο να τη στεγνώνει...

Page 43: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

5. Πέρασε έτσι εκείνη η εποχή και πάλι, κι οι διάδροµοι µε τα φύκια ταξίδεψαν γι' άλλη ακρογιαλιά, µε όλους µου τους έρωτες κι όλες τις µοναξιές µου. Εκεί πίσω, το περασµένο νόηµα της ζωής µου µ' έσφιγγε στ' αλλοτινά του όρια. Στα µάτια µου η ίδια πάντα εικόνα ανάµεσα στα δυο σάπια παντζούρια απέναντι στο πέλαγος, σα να µου έφραζε το βλέµµα. Ένα σύνορο λες, µου έφραζε το βλέµµα ακόµα κι αυτή η ασύλληπτη εικόνα του απείρου κάθε νύχτα, που δεν είχε στ' αλήθεια καθόλου µεγαλύτερο βάθος απ' όσο µια τρυπούλα σκουληκιού σ' ένα φρούτο, µια τρυπούλα σ' ένα κυδώνι χρυσό... Κι ο απέραντος αστροφωτισµένος ουρανός του Αυγούστου έµοιαζε κάποτε πολύ πιο στενός απ' το µικρούλι τζάκι του Μπαρµπαµήτσου, µε τα µετρηµένα του κάρβουνα πάντα, που όλο ξεψυχούσαν. Όταν ο γέρος µόλωνε τα ξερά κρεµµύδια µέσα στη χόβολη, το ένιωθα και το 'ξερα ότι η ουράνια µυρωδιά των αγγέλων δεν ήταν άλλη από την καβουρντισµένη κρεµµυδίλα. Κι έρχονταν οι άγγελοι εκεί, έρχονταν από τα µύρια σύµπαντα, µόνο και µόνο να υµνήσουν τη γέννηση της κάθε µικρής κι ασήµαντης σκέψης µας, όταν κάποια προφητεµένη στιγµή ξεπηδούσε µέσα από τις στροβιλιζόµενες σπιθούλες, αντιφέγγιζε αιώνια στα µάτια µας κι ύστερα έσβηνε στο χάος, που αν λίγο απλώναµε τα χέρια, µπορούσαµε να το ψηλαφούµε και ιερή απόδειξη για τούτο να κρατούµε ένα χνούδι θερµής αστραφτερής µουντζούρας στις άκρες στις ψίχες των δαχτύλων µας. Ήµασταν κι οι ίδιοι εικόνες, αλλά καµιάς όρασης σύνορο, απλώς αποτυπωνόµασταν στην ανάσα και το αίµα µας, και στη θέση µας περίσσευαν κι οι λογισµοί και τα λόγια, παρατηµένα χάµω σαν άχρηστες πανοπλίες, κι αδράχναµε στο σκουριασµένο µέταλλο τις τρύπες και τις λακκούβες από τα πλήγµατα της βίας τόσων αναίτιων µαχών, τα πλήγµατα στα στήθια, στις πλάτες, στους κροτάφους, ίδια στο σώµα και την ψυχή.

Page 44: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

∆εν είχαν πια καµία αξία όλα εκείνα τα εµβατήρια, οι παιάνες και οι ιαχές στα σηµαιοστόλιστα πεδία των θηριωδιών της καθηµερινότητας. Απλά, περιµέναµε τη γη να φέρει την καινούργια της βόλτα και κάθε τόσο και λιγάκι συναντούσαµε ένα ολοκαίνουριο παρόν και το ζούσαµε από κοινού, µα έµενε για τον καθένα µας παντοτινά µυστικό κι απόκρυφο. Μας τύλιγε σαν µοσχοβολιά και πότιζε τα ρούχα µας, τα ντουβάρια, τα έπιπλα, τα σκεύη. Κάποτε κατακαθόταν στο χώµα µπροστά στο κατώφλι και γινόταν λάσπη. Το πατούσαµε αναπόφευκτα και κολλούσε στα παπούτσια µας. Κι όταν αργότερα το τινάζαµε απ' τα παπούτσια, το αφήναµε να ξεραίνεται εκεί µπροστά στο τζάκι, κι όταν τριβόταν και γινόταν σκόνη, περνούσαν τότε µε τη σειρά όλες οι γάτες κι έγραφαν κι αυτές πάνω του τη δική τους προσωπική ιστορία. Μου θύµιζαν τους αστροναύτες σαν πρωτοπατούσαν πόδι στο φεγγάρι, µέσα από µία τηλεόραση, κι όλος ο πλανήτης ήταν στραµµένος εκεί, ριγώντας από συγκίνηση. Περιµένοντας έτσι τη γη να κάνει τη βόλτα της, κοιτάζαµε το φεγγάρι και διακρίναµε ακόµα και τα ίχνη των ανθρώπινων παπουτσιών. Ανάµεσά µας ήταν µόνο ένα ράγισµα στο τζάµι κι ένας ιστός αράχνης. Οι γάτες αποκοιµούνταν και γουργούριζαν όλες µαζί. Στην πιο σκοτεινή γωνιά του µικρού δωµάτιου, η αυτοσχέδια σαρώστρα έµοιαζε να µελετάει το βαθύ της νόηµα... Τα πρωινά έβγαινα συνήθως µε τα σύνεργα της ψαρικής µου, που ήταν ένα τετράδιο κι ένα µολύβι, ίσως και µια φωτογραφική µηχανή. Με ρώταγε ο Μπαρµπαµήτσος πού πάω κι εγώ του έλεγα πάω για ψάρεµα και του έδειχνα τα εργαλεία µου. Γέλαγε και µου ευχόταν καλή ψαριά, αν και τόσες φορές του είχα εξηγήσει πως αυτή η ευχή φέρνει γρουσουζιά στον ψαρά, όχι δηλαδή πως δεν το ήξερε, αλλά του ξέφευγε. Ένα πρωί, ίσα που είχα ένα βήµα βγει απ' την αυλή, και δεν προχώρησα παραπέρα. Εκεί στο εντελώς αόριστο όριο της υποτιθέµενης εισόδου της αυλής, πάνω σ' ένα διχαλωτό παλούκι ήταν δεµένη µε σύρµα µια τετράγωνη πέτρινη πλάκα, όπου ήταν γραµµένος µε ασβέστη ο αριθµός 1. Με είδε ο γέρος που στάθηκα ώρα παρατηρώντας την ταµπέλα κι ήρθε κι αυτός ύστερα, γεµάτος περιέργεια να µάθει το λόγο. Του είπα πως κοίταζα τον αριθµό. Παραξενεύτηκε που τόση ώρα διάβαζα ένα µόνον αριθµό. Ύστερα από λίγο µε ρώτησε αν θα µπορούσα λίγο να

Page 45: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

φρεσκάριζα και να ίσιωνα το 1, µια και έπιανε λέει καλύτερα το χέρι µου. ∆εν µου άρεσε βέβαια η ιδέα του, αλλά πήγα κι έφερα µε βαριά καρδιά τον κουβά µε τον ασβέστη, να του την κάνω τη χάρη. Όταν όµως βούτηξα το πινέλο στον ασβέστη και το πλησίασα στην πλάκα, κάτι µε σταµάτησε απότοµα. Ξαναδοκίµασα, αλλά πάλι έκανα πίσω. Ήταν αδύνατο ν' απλώσω χέρι στην πλάκα. Του το είπα του γέρου κι αυτός σα να κατέβασε τα µούτρα, ίσως και να το πήρε για τεµπελιά µου. Γι' αυτό, πήγα µετά κι ασβέστωσα όλη τη φάτσα του σπιτιού. Τον µπέρδεψα λίγο µε την πρωτοβουλία µου, αλλά χάρηκε στ' αλήθεια. Πώς να του εξηγούσα ότι δεν είχα κανένα δικαίωµα να παραµορφώσω εκείνο το ταπεινό και σπάνιο γέννηµα της φύσης. Αναρωτιόµουν ποια ανώτερη δύναµη είχε οδηγήσει το τρεµάµενο χέρι του γέρου, όταν κάποια συνηθισµένη µέρα µοναξιάς είχε αποφασίσει να ζωγραφίσει στην πλάκα τον αριθµό 1. Μια ζωγραφιά ήταν πράγµατι το 1, το Εν αυτοπροσώπως, µε µια λεπτούλα και ανασηκωµένη µύτη, µε κορµό κυµατιστό που φάρδαινε στη µέση και µια στενή απόληξη σαν ουρά. Έµοιαζε µε ιππόκαµπο, έναν άσπρο καλοκάγαθο ιππόκαµπο. Ούτε αριθµός ήταν τελικά, ούτε στον Μπαρµπαµήτσο µπορούσε να ανήκει. Φαντάστηκα ότι εκείνη η τετράγωνη πλάκα του σχιστόλιθου θ' αποτελούσε κάποτε έκθεµα ανεκτίµητο ενός µελλοντικού µουσείου, έτσι όπως ήταν, δεµένη µε το σκουριασµένο σύρµα πάνω στο διχαλωτό παλούκι. Και κάθε που περνούσα, δεν ξεχνούσα πια να τη χαιρετώ, µε βαθύ σεβασµό κι αληθινή χαρά. Από τους τόσους συχνούς χαιρετισµούς επηρεάστηκαν πολλά τότε. Μια συκιά παραδίπλα άρχισε ν' ανταποδίδει το "γεια-χαρά σου", νοµίζοντας πως το έλεγα σ' αυτή. Άρχισα, λοιπόν, να το λέω και σ' αυτή ιδιαιτέρως. Κοντά στη συκιά προστέθηκαν κι άλλα κοντινά ζωντανά. Οι αµέτρητοι µικροί χαιρετισµοί ενώθηκαν µε τον καιρό κι έγιναν ένας, ένας µεγάλος και διαρκής χαιρετισµός, που γέµιζε τον τόπο, ερχόταν από παντού κι επέστρεφε παντού, µέσα στη γιορταστική ερηµιά, όπου η κρυφή οµορφιά ένιωθε πως δεν κινδύνευε από τίποτα κι άφοβα ξεπρόβαλλε στην επιφάνεια, αφήνοντάς µε ακόµα και να την αγγίζω. Συνέβαινε τότε να περάσουν και µέρες ολόκληρες χωρίς ν' αλλάξουµε ούτε µια κουβέντα µε τον Μπαρµπαµήτσο. Μόνο νιώθαµε, κι αρκούσε αυτό. Συνέβαινε µε τη φυσικότητα που χάραζε η µέρα ή που έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας, µε τη

Page 46: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

φυσικότητα που απλωνόταν το χώµα κάτω απ' τα πόδια µας, που ανασαίναµε, που µαραίνονταν τα φύλλα, που φυσούσε ο άνεµος, που δεν µιλούσαµε... Μια τόσο µεγάλη σιωπή ήθελε πολλή αγάπη για να διακοπεί χωρίς να µατώσει. Ώσπου είπε κάποτε ο γέρος, µετά από µέρες... - Ο σαλίγκαρος, νάτος, πάει για βοσκή ο σαλίγκαρος! ∆εν ήταν τυχαίος ο σαλίγκαρος, ήταν ο συγκεκριµένος, ένα πρόσωπο σαν κι εµάς, σαν όλα τα πλάσµατα εκεί. Τον κοιτάζαµε που πήγαινε, πήγαινε το δρόµο του µε γνώση. Ώρα πολλή µας πλησίαζε κι ώρα αποµακρυνόταν. Πιο πέρα έφτασε σ' ένα πλατύ λιθάρι και το παράκαµψε, τρύπωσε ύστερα σε µια τούφα χορταράκι, ανηφόρισε και κατηφόρισε πάµπολλες φορές στην επίπεδη για µας γη και, µετά το σωρό τα ξύλα, τράβηξε κατά την πλαγιά. Χάθηκε, µα εµείς τον κοιτάζαµε, ξέροντας πως κάπου εκεί ήταν ο σαλίγκαρος. Αλλού κοίταζα εγώ κι αλλού ο Μπαρµπαµήτσος, αλλά δεν είχε τόση σηµασία, τον ίδιο σαλίγκαρο κοιτάζαµε, κάπου στην πλαγιά, και πύκνωσαν αργά-αργά τα σύννεφα, έµοιαζε για βροχή ο καιρός... - Αλλά, Μπαρµπαµήτσο, µετά τη βροχή δεν βγαίνουν τα σαλιγκάρια; - Ναι, βγαίνουν... - Έχει όµως πολύ καιρό να βρέξει. - Κάποτε βγαίνουν και πριν τη βροχή, όταν έχει πολύ καιρό να βρέξει. Και συνεχίσαµε να κοιτάζουµε τον ίδιο σαλίγκαρο, σε διαφορετικά σηµεία της πλαγιάς ο καθένας, αδιαφορώντας για τη λεπτή βροχούλα που ήδη µας έβρεχε, σαν αγιασµός µε άρωµα βασιλικού, µας ράντιζε η βροχούλα και δεν είχε νόηµα το πριν και το µετά της, ούτε το δικό µας βέβαια. Έβρεξε και ξανάβρεξε και, µια φορά που ήταν ανοιχτός ο ουρανός, αποφάσισε ο Μπαρµπαµήτσος να πάει 'κείθε - όπως έλεγε - στους συγγενείς. Έφυγε ξαφνικά και πίσω δεν έµεινε ψυχή πέρα απ' τη δική µου. Αλλιώτικο να το λες ή να τ' ακούς, αλλιώτικο όµως να µην υπάρχει ψυχή άλλη. Ο καθρέφτης µε τη µαδηµένη καληµέρα είχε αδειάσει, σαν άδειο κουτί ήταν. Νόµιζα τότε, ή µάλλον το ήξερα πως ήταν παραµονή Χριστουγέννων και σκέφτηκα πως ίσως να ταίριαζε κάποιο χριστουγεννιάτικο δώρο στο µέγεθος εκείνου του άδειου κουτιού, που το λογάριαζα άλλοτε και για καθρέφτη. Έτσι φαινόταν κι ήταν, παραµονή Χριστουγέννων στ' αλήθεια, κι είπα να µην κάνω καθόλου

Page 47: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

θόρυβο, µην και τροµάξουν και φύγουν τα Χριστούγεννα. Απαλά, µαλακά το βλέµµα, αργά και τρυφερά, αλαφρές οι σκέψεις, από βαµπάκι συναισθήµατα. Θα µπορούσε να σκιαχτούν και να χαθούν µέσα στη νύχτα. Αυτή τη νύχτα, οι γέρισσες τσοπάνισσες, οι ελάχιστες που ίσως να είχαν αποµείνει, θα έλεγαν ξεχασµένα παραµύθια γύρω απ' τις φωτιές στις στάνες. Κι εγώ τα έκρυβα πάντα πολύ βαθιά µέσ' στην ψυχή µου τα χριστουγεννιάτικα παραµύθια, τόσο βαθιά που ήταν δύσκολο µετά να τα ξανάβρω. Να µπορούσα να τ' αγαπώ λιγότερο ή να µπορούσα έστω λίγο να κρυφάκουγα από τις πίσω πλαγιές των βουνών. Έστω λίγο την αρχή, τι να λέγανε πως ήταν µια φορά κι έναν καιρό! Να λέγανε τάχα πως ήτανε παραµονή Χριστούγεννα; Να ήτανε τα ίδια Χριστούγεννα που θα ξηµέρωναν αύριο; Αναψα πάλι τη λάµπα, µε το λαµπόγυαλο σπασµένο, λειψό στην άκρη και µια σταγόνα το πετρέλαιο, έφεγγε ακόµα, µια σταγόνα ή ολόκληρος ωκεανός, όµοια έφεγγε εκείνες τις αιώνιες στιγµές που όλα έβρισκαν τη χαµένη τους φωνήh Έλεγε η φλογίτσα και ξανάλεγε την ίδια ακατανόητη προσευχή και το βουητό της θάλασσας όλο έλεγε την ώρα, την ίδια ώρα πάντα, κι έλεγε η ανάσα µου για άροτρα ξύλινα σαρακοφαγωµένα, το τζάκι έλεγε συνέχεια για τα τζιτζίκια, ο αέρας έλεγε κάθε τόσο παροιµίες, τα σκαθάρια έλεγαν για τα σφουγγάρια των βυθών, οι σκιές έλεγαν για θαυµατουργά φυλακτά, ο καθρέφτης έλεγε προφητείες κι οι προφητείες έλεγαν για σήµαντρα που δεν ηχούσαν. Κάθε τόσο ακουγόταν και το τρεχαλητό κάποιου ποντικού στο βουλιαγµένο ταβάνι. Έπεφτε ακόµα λίγη σκόνη στα βλέφαρά µου. Λίγο-λίγο, το ήπιαµε η καµαρούλα κι εγώ όλο το φωςh Ξανάρχισε το ψιλόβροχο κι έλεγα πως δεν θα πάψει ποτέh Καρτερούσα ένα όνειρο ακίνητος, χωρίς να ξέρω από πότε και ως πότε, χωρίς να µπορώ να υπολογίσω πόσο βαθιά µέσα στη νύχτα έφτανε το βλέµµα µου, χωρίς να µπορώ να διακρίνω αν η νύχτα ήταν µία ή πολλές κι η µια τύλιγε µέσα της την άλληh Ανάµεσα στις νύχτες, η αυγούλα µε περίµενε κι αρνιόµουν ν' αποκοιµηθώ, µη δεν προλάβω τον ερχοµό ενός ονείρου. Χτύπησε κάποτε η πορτούλα, πετάχτηκα απ' την καρέκλα. Χτύπησε πολλές φορές η πορτούλα. Παρ' όλο που δεν το πίστευα, ρώτησα ποιος είναι. Κανείς δεν αποκρίθηκε, αλλά το άκουσα, το άκουσα καθαρά... - ∆εν µπορώ ν' αποκριθώ! είπε ο ψίθυρος απ' έξω...

Page 48: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Μα σε άκουσα ήδη... - Όχι, δεν ήµουν εγώ! - Ποιος ήταν που αποκρίθηκε; - Ανοιξε να δεις, άλλος ήταν. - Κι αν ανοίξω, ποιος θα είναι στην πόρτα; - Εγώ... εγώ θα είµαι! ∆εν τ'αποφάσιζα ν' ανοίξω. Χτύπησε και ξαναχτύπησε η πόρτα, µα δεν την άνοιξα, δεν µπόρεσα... Πλησίασα µετά και κόλλησα τ' αφτί στις βαθιές αυλακιές του γερασµένου ξύλου. Κανείς δεν χτυπάει, είπα βραχνά. Έκανα γροθιά και χτύπησα διστακτικά δυο φορές, σα να 'θελα να επιβεβαιώσω τον ήχο. Ίδιος ο ήχος, και ξαναχτύπησα να σιγουρευτώ. Ποιος είναι; το άκουσα τότε απ' έξω. ∆εν είχα φωνή ν' αποκριθώ. Ήθελα να πω εγώ, εγώ είµαι, µα δεν άνοιγε το στόµα µου κι έµεινα εκεί, µπροστά στην κλειστή µα ξεκλείδωτη πορτούλα, µέχρι που έφεξαν οι χαραµατιές της. Είχε χαράξει και δεν το κατάλαβα. Περίµενα ένα όνειρο και το είχα λησµονήσει, µα πώς να το 'ξερα πρινh Το κάθε όνειρο είναι όµως δύο όνειρα, ένα ο εαυτός του κι ένα όταν τ' ονειρευόµαστεh Όπως ένα σποράκι κι ένα δέντρο που φύτρωσε από τούτο το σποράκι, ένα δέντρο µε άνθη και καρπούς κι αµέτρητα σποράκια, ή όπως µια σταγονίτσα σπέρµα κι ύστερα ένας απύθµενος εγκέφαλος, αίµα και φαντασία κι ένα σύµπαν πληµµυρισµένο τραγούδια χαράς και µοιρολόγιαh ∆εν ήξερα ούτε πότε έπαψε η ψιλή βροχή. ∆εν έπαψε ποτέ, µα δεν έβρεχε πια. Στην πόρτα αντίκρισα µε ανακούφιση µόνη την αυγούλα. Φυσούσε ένα ψυχρούτσικο αεράκι, στάλαζαν τα δεντρόφυλλα, τα χρώµατα βούιζαν από ζωντάνια. Μάλλον δεν ήρθε το όνειρο, έτσι έλεγε η κοινή εµπειρία. Είναι που µόνο απ' το τελείωµά τους τ' αναγνωρίζουµε τα όνειρα, ποτέ από τ' αρχίνηµα. Και συνήθως τ' αγνοούµε για πάντα εκείνα τα όνειρα που αργούν πολύ να φύγουν ή και δεν φεύγουν ποτέ. Συνεχίζουµε να ζούµε µαζί τους, ν' αναπνέουµε, να περπατούµε, να σκεφτόµαστε µαζί τους, χωρίς να το ξέρουµε, χωρίς καν να το υποψιαζόµαστε. Κι όλη µας αυτή η εµπειρία δεν είναι παρά κάποιο µέρος των ονείρων που δεν έχουν ακόµα τελειώσει... Μέσα στο όνειρο ή όχι, κίνησα για έναν πρωινό περίπατο µέχρι ψηλά στη µοσχοµουσκεµένη πλαγιά. Ήταν τόσο διαυγής ο αέρας, έβλεπα πολύ µακριά. Έβλεπα τη Σκύρο δεξιά, αριστερά τη Σκόπελο, ίσως παραπίσω και τη Σκιάθο. Είδα µετά, κάπου ανάµεσα στη Σκύρο και τη Σκόπελο, ένα πολύ µεγάλο

Page 49: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

ιστιοφόρο, που έµοιαζε ακίνητο στη γραµµή του ορίζοντα. Ο νους µου έτρεξε στους Βυζαντινούς, το είχαν τάξει στο γέρο να ξανάρθουν κάποτε. Τι αξία όµως θα είχε αν έρχονταν και δεν τον έβρισκαν εκεί; Ούτε και κείνη τη µικρή εφτάπυλη Αγια-Σοφιά θα ξανάβρισκαν. Ούτε καν την κότα της αυτοκρατόρισσας. Θα νόµιζαν πως σε λάθος τόπο βρέθηκαν. ∆εν σίµωσαν καθόλου, απλώς πέρασαν και χάθηκαν, σα να µην υπήρχε καθόλου ο τόπος µας, που εµένα τότε µου φαινόταν πως ήταν ο κόσµος όλος, αν όχι και κάτι περισσότερο από τον κόσµο όλο... Κατεβαίνοντας την πλαγιά, µε συνάντησε στο µονοπάτι η θύµηση της νεράιδας, ακόµα µια φορά. Την ξαναθυµόµουν κι αναρωτιόµουν αν θα γινόταν ποτέ να ξαναϋπάρξει η ίδια. Υπήρχε ο καιρός, θα υπήρχε ίσως κι ο τρόπος. Σα σαλιγκαράκι η προσδοκία µου, το ίδιο ίσως σαλιγκάρι που κάποτε µελετούσαµε µε τον Μπαρµπαµήτσο, σκαρφάλωνε στα γυµνωµένα κλαδιά ενός δέντρου και χιλιάδες άλλα σαλιγκαράκια είχαν ήδη σκαρφαλώσει και στ' άλλα δέντρα όσο κατηφόριζα. Ώσπου φύσηξε ξαφνικά ένας πολύ άγριος άνεµος και τα ξερά κλωνάρια έσπασαν κι έπεσαν στο χώµα. Έγιναν καυσόξυλα, κι όπως καίγονταν, µαζί τους καίγονταν και τα σαλιγκαράκια, που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από πάνω τους. Όλο το µυστήριο των µεγάλων προσδοκιών µου ήταν λίγη µόνο φωτιά, λίγος καπνός και λίγη στάχτη, αλλά και θαλπωρή, τόση θαλπωρή... όλο το µυστήριο της επανάληψης της ύπαρξης. Μαύρα φτερωµένα ζωύφια, ανήµπορα να πετάξουν, ορµούσαν έξω απ' τις βαθιές κρυψώνες τους κι έτρεχαν πανικόβλητα, µόλις άρπαζαν φωτιά στο τζάκι τα σάπια κούτσουρα. Μ' έπιασε τρόµος άµα θέλησα να τα µετρήσω. Κι έτρεχαν όλα κατά πάνω στη φλόγα, ούτε ένα δεν πήγαινε αντίθετα, να φύγει προς τα έξω, να γλιτώσει τη ζωή του. Η αλήθεια του θανάτου φαινόταν εντελώς αόριστη κι αφηρηµένη, µα η επανάληψή του ήταν τόσο απόλυτη πια, τόσο χειροπιαστή. Κι όλο δυνάµωνε η φλόγα, έτριζε από υγεία, κι η ατµόσφαιρα είχε τη γεύση της πληρότητας. Ήταν πάντα οι πολλές φορές που όριζαν τη µία και µοναδική, ήταν πάντα η επανάληψη που όριζε το ανεπανάληπτο. Παρηγοριόµουν, καθώς η παρουσία µου δεν είχε πια σχέση µε επετείους, επετείους για το κάθε τι και συναθροίσεις οµοιοτυπίας µακάβριας, ενώ µόνος εκεί µπορούσα ξάφνου να χαθώ, χωρίς να προκαλέσω την παραµικρή παραµόρφωση στο χώρο, την παραµικρή περιττή εντύπωση. Περνούσε ακίνητη η ώρα

Page 50: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

µπροστά απ' το τζάκι, περνούσα κι εγώ ακίνητος χωρίς ν' ακούγοµαι καθόλου. Περνούσε ο θάνατος, περνούσε κι η ζωή. Περνούσαν όλα κι επέστρεφαν, χωρίς να είναι εκεί που ήταν σαν τα ξανασυναντούσαµε την επόµενη φορά. Μπορεί να µην τ' αναγνωρίζαµε πια... Και πώς να δεχθούµε ότι µπορεί να µην γεννηθήκαµε ποτέ στ' αλήθεια; Αναρωτιόµουν για εκείνη τη νεράιδα, αν µπορούσε να υπάρχει και να ξαναϋπάρχει, µόνο και µόνο επειδή µπορούσε να πεθαίνει και να ξαναπεθαίνει, χωρίς καν να έχει γεννηθεί, χωρίς να έχει ηλικία και ιδιοκτησία της την ύπαρξή της και τον κόσµο της. Αυτή είχα ερωτευθεί, όλες οι άλλες ήταν µνήµες, µνήµες για να ξεχνιέµαι... Βγήκα να ξαναδώ τον καιρό, κι όπως άνοιξα την πόρτα, άνοιξαν και τα σύννεφα κατά τη δύση, χτύπησε ο ήλιος µέσα από πολλές σχισµάδες του γκρίζου ουρανού ανοίγοντας δρόµους φωτεινούς στη γη. Μια δέσµη χρυσαφένιο φως τρύπωσε µέσα από το άνοιγµα της πόρτας κι η σκιά ενός σπουργιτιού φτερούγισε στον ασβεστωµένο τοίχο. Μέσα από το δωµατιάκι περνούσε ένας δρόµος ολόλαµπρος του ήλιου και συνέχιζε από την αντίπερα µεριά. Ταξίδευαν κι οι σκιές απ' τα κλαδιά της µουριάς στον τοίχο. Άλλος χρυσαφένιος δρόµος µιας ηλιαχτίδας περνούσε µέσα απ' τη θάλασσα, κατέβηκε ως το βυθό και ξανασηκώθηκε ψηλά, φάρδυνε κι άπλωσε τόσο που δεν φαινόταν πια. ∆εν θ' αργούσε να δύσει ο ήλιος, το είπαν τα σπουργίτια που αναστατώθηκαν, σαν κάθε φορά πριν κατοικιάσουν. Είχα ζυγώσει στο γιαλό χωρίς να το έχω αντιληφθεί, δεν θυµόµουν καθόλου τη διαδροµή. Η θάλασσα τρεµόπαιζε, µα από πολύ µακριά ακουγόταν το θρόισµά της κι από πολύ µακριά έφτανε το στραφτάλισµα του νερού στα µάτια µου. Μου χάιδευαν τους κροτάφους τ' ακροφτέρουγα των γλάρων στο κυµατάκι, µου γαργαλούσαν τις πατούσες τα χνάρια τους στην άµµο. Μόλις που φαινόταν η µέρα, σα γυαλί µε σµάλτο που ξεφλούδιζε, µόνο τα καθρεφτίσµατα λίγων αχτίδων στους βυθούς των µατιών µου τη µαρτυρούσαν πια και µαρτυρούσανε συνάµα και τη θέση µου στο αχανές διάστηµα. Ολόκληρος ο κόσµος µετρηµένος µε λίγα βήµατά µου, από την αµµουδιά ως λίγο παραπέρα, στο σύνορο της αιωνιότητας, όπου µια καµινάδα σιγοκάπνιζε θυµίαµα µεθυστικό. Σκοτεινές οι σιλουέτες των δέντρων, αφουγκράζονταν, µαλάκωναν κι έγερναν ένα γύρο γλυκά υπνωτισµένες. Μια τελετουργία, κι απ' τα θεµέλια του πέτρινου σπιτιού ανάβλυζε το προαιώνιο µυστήριο, µια ανάσα τρυφερή

Page 51: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

που σκέπαζε την κεραµιδένια σκέπη. Ένα τραγούδι µ' ακολουθούσε, το τραγούδι µιας σπασµένης βάρκας, µέχρι να φτάσω ως την πόρτα. Ήταν τόσο απλό να υπνοβατώ, να υπάρχω και να ξαναϋπάρχω, χωρίς να µε αφορά.

Page 52: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

6. Το µεσηµέρι πήγα ως τη βρύση της ακτής, το συνήθιζα κάθε µεσηµέρι, είτε διψούσα είτε όχι. ∆ίπλα στη βρύση ήταν από πολλά χρόνια φυτρωµένο ένα πλατανάκι που µεγάλωσε κι έγινε πλάτανος πανύψηλος, φούσκωσε κι ο κορµός του µε τα χρόνια, φούσκωσε τόσο που δεν τον χώραγε πια ο εαυτός του κι άρχισε λίγο-λίγο να κουφαίνει. Η κουφάλα µε χωρούσε ολόκληρο πια. Τρύπωσα σκυφτά και λούφαξα µέσα στην ψυχή του δέντρου, αόρατος σαν κι αυτή, για να κρυφοκοιτάζω από κει το χρόνο, που ήρθε µονά-µονά να πιει και κείνο το µεσηµέρι. Πήγε και κόλλησε πάνω στην πρασινισµένη βρύση κι άρχισε να ρουφάει βούλιµα, αγνοώντας τη δική µου παρουσία. Ξέγνοιαστος κι ανυποψίαστος, ρουφούσε κι έπινε το διάφανο µεδούλι του ο χρόνος, έπινε και ξανάνιωνε. Ξανάγινε έφηβος, ύστερα παιδί κι ύστερα βρέφος βυζανιάρικο, αδύναµο κι ανυπεράσπιστο, έσφιγγε τις γροθίτσες του κι αναζητούσε κλαψουρίζοντας τα στήθια της µάνας του. Ήδη ένα γλυκό νανούρισµα χάιδευε τ' αφτιά µου, µου νάρκωνε το νου. Αποκαρώθηκε ο τόπος, καταλαγιάσανε οι πόθοι κι οι ορµές µέσα στη µητρική αγκάλη του απέραντου µεσηµεριού. Έγειρα παραδοµένος στο θάµβος το δοξαστικό... κι ακούστηκε ύστερα η τροµερή φωνή ενός γαϊδάρου που συγκλόνισε όλη την ακτή. Τραντάχτηκα µέσα στην κουφάλα κι ο χρόνος έγινε µε µιας καπνός και χάθηκε. Ακολούθησαν στη σειρά κι άλλα γκαρίσµατα. Βγήκα πάλι σκυφτά απ' την κρυψώνα µου κι έτρεξα για το σπίτι, να δω τι αναπάντεχο έτρεχε. Ήταν πράγµατι δυο γαϊδουράκια στην αυλή, βοσκούσανε το ξερό χόρτο κι ούτε που τα ένοιαξε αν πέρασα δίπλα τους. Ήταν ανοιχτή η πορτούλα, ήταν ο Μπαρµπαµήτσος κι ένας άλλος γέρος στο τραπέζι, κουβέντιαζαν κι είχαν από ένα ποτηράκι κονιάκ µπροστά τους. Σα να ξαφνιάστηκαν µόλις µ' αντίκρισαν...

Page 53: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

- Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε! τους φώναξα. - Βρε, βρε, κι εγώ που νόµιζα πως δεν θα είσαι εδώ, έλεγα θα είχες βαρεθεί! µου είπε ο Μπαρµπαµήτσος. - Έτσι νόµιζα κι εγώ, αλλά... - Έλα κάτσε, να πιούµε ένα για το καλώς βρεθήκαµε. Πήρα κι εγώ ποτήρι και κάθησα. - Στην υγειά µας! είπε ο άλλος γέρος και τσούγκρισε τα ποτήρια µας. Κάπου τους είχα διακόψει όταν µπήκα, µα σε λίγο βρήκαν τη συνέχεια της κουβέντας που είχαν. Έλεγαν ιστορίες που έµοιαζαν ατέλειωτες. Κάθε που έπαιρνε το λόγο ο ένας, χτύπαγε πρώτα το χέρι ή τον ώµο του άλλου κι ύστερα ξεκίναγε, µε δυναµωµένη τη φωνή. Πότε - πότε, συνεννοούνταν µυστικά και γελούσαν, όχι µόνο για τα ευχάριστα που θυµούνταν, αλλά το ίδιο και για τα δυσάρεστα και τα βάσανά τους. Όταν απορροφούνταν για τα καλά, άρχιζαν και θόλωναν τα χαρακτηριστικά τους, µόλις που ξεχώριζαν τα πρόσωπά τους, µπερδεµένα µε τις θύµησες, κυµάτιζαν σαν πέπλα στον αέρα. Η φωνή τους, όλο και πιο αργή και ήρεµη, έµοιαζε τεράστιος βυθός και µέσα του κατακαθόταν απαλά όλο το δωµατιάκι κι εγώ µαζί, µ' όλες τις αισθήσεις µου και τις φαντασίες µου. Με είχαν τελείως λησµονήσει κι ένας λάγνος φόβος µε κυρίεψε. Φοβόµουν µη µείνω για πάντα εκεί λησµονηµένος, µη δεν τύχει να βρεθεί κάποια µνήµη να µε φέρει πίσω. Όταν κάποτε έπαψαν απότοµα την κουβέντα, µε κοίταξαν κι οι δυο σα να περίµεναν να τους ανακοινώσω κάτι συγκλονιστικό. Μα το πιο συγκλονιστικό ήταν εκείνη η ξαφνική ταχύπαλµη σιγή τους. Τίποτε δεν περνούσε από τη σκέψη µου, κι άλλωστε η σκέψη µου δεν µπορεί να ήταν άλλο από µια περιστασιακή διάσταση εκείνης της κοινής αγωνιούσας σιγής. Σηκώθηκε µετά ο άλλος γέρος, γιατί κατάλαβε ότι κόντευε να σωθεί το απόγευµα κι ήταν καιρός να φύγει για το χωριό. - Ξαναπέρνα καµιά βόλτα, Βαγγέλη! του είπε ο Μπαρµπαµήτσος, σφίγγοντάς του το χέρι. - Θα περάσω, παραπέρα! απάντησε εκείνος κι άφησε το χέρι του Μπαρµπαµήτσου, για ν' αποχαιρετήσει κι εµένα. Βγήκαµε στην αυλή κι ο γερο-Βαγγέλης έλεγξε τον ουρανό για λίγο, διαπιστώνοντας πως δεν ήταν για βροχή ο καιρός. Μας ξαναχαιρέτησε και σάλτηξε µε αξιοζήλευτη σβελτάδα στο γάιδαρο. Ο άλλος γάιδαρος ακολούθησε άδειος κι εµείς τους

Page 54: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

χαζεύαµε αµίλητοι. Είχαν βγει κι οι γάτες στο ξεπροβόδισµα, στέκονταν δίπλα µας και χάζευαν κι αυτές. Μα όταν ο γερο-Βαγγέλης µε τα γαϊδουράκια του χάθηκαν πίσω απ' τη στροφή, παραξενεύτηκαν οι γάτες που εµείς συνεχίσαµε να κοιτάζουµε. Έφερναν στροφές γύρω στα πόδια µας κι απαιτούσαν να τους δώσουµε κάποια καλή εξήγηση ή έστω κανένα ξεροκόµµατο ψωµί. Προτιµήσαµε να τους δώσουµε λίγο ψωµί, αργότερα. Ο γερο-Βαγγέλης πάντως δεν ξαναπέρασε να δει τον Μπαρµπαµήτσο. Μετά από λίγους µήνες έµαθα ότι πέθανε. Είχε ανέβει σ' ένα δέντρο νυχτιάτικα για να κόψει κλαρί και πλήγωσε το πόδι του σ' ένα σπασµένο κλωνάρι. ∆εν κατέβηκε κι αποκοιµήθηκε εκεί ψηλά σε µια διχάλα του δέντρου, ενώ το πόδι του αιµορραγούσε. Τον έψαχναν την άλλη µέρα, ώσπου τον βρήκαν ξέψυχο πάνω στο δέντρο, να κοιµάται σαν πουλί... Ξαναγυρίσαµε µε τον Μπαρµπαµήτσο στο δωµατιάκι και βρέξαµε το ξερό ψωµί για τις γάτες. Μας περίµεναν οι ξεφτισµένες καρέκλες και τ' άδεια ποτηράκια µας στη θέση τους. - Βάλε να πιούµε ακόµα ένα! είπε ο γέρος. Έβαλα κι εκείνος έφερε από το ράφι ένα µεγάλο κερί, ολόκληρη λαµπάδα, που την ισορροπήσαµε µε δυσκολία στο τσίγκινο κηροπήγιο. Κάρφωσε το βλέµµα του στη φλόγα του κεριού κι αφού ήπιαµε µερικά ακόµα, άπλωσε το χέρι και µου έδειξε... - Αν πεθάνω προτού λιώσει το κερί, τότε το κερί δεν θα λιώσει ποτέ! είπε κουνώντας το δείχτη του, να τονίσει πιότερο το νόηµα των λόγων του. Και συνέχισε... - Έχουν λιώσει αµέτρητα κεριά, µα το στερνό όχι, το στερνό δεν θα λιώσει ποτέ. Θα περνάνε οι καιροί κι αυτό θα καίει ίδια, µόνο του, εδώ. Μα για τον καθένα είναι αλλιώτικο σα λέει εδώ, ποτέ δεν θα είναι το ίδιο, πάντα αλλού θα είναι το εδώ... Έχει ο καθένας τη δική του ιστορία, µα δεν ξέρω αν κουβαλάµε εµείς τις ιστορίες µας ή µας κουβαλάνε αυτές µαζί τους... Φάνηκε πως έχασε τον ειρµό της σκέψης του, σώπασε κι έφερε το βλέµµα του ένα γύρω στο δωµάτιο. Σταµάτησε στο φεγγίτη και κούνησε το κεφάλι... - Για δες, δες εκεί, εκείνο το τζαµάκι του φεγγίτη, σα µια εικόνα σε κορνίζα είναι. Άπλωσε το χέρι σου, ναι, βάλε το χέρι σου πάνω, άδραξέ το, λείο. Από ένα τζαµάκι βλέπεις και την αλήθεια και το ψέµα, λεία όλα κι όλο το τοπίο, µέχρι πέρα στις

Page 55: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

βουνοκορφές. Κοίτα, έµεινε στάµπα πάνω τους η ζέστη του χεριού σου. Άκου! Αυτό το τσακάλι που σκούζει µας ξέρει, το τζάµι δηλαδή ξέρει... Όταν µε το καλό περάσει η νύχτα και φέξει, ίσως και να το σπάζαµε από απροσεξία αυτό το τζαµάκι του φεγγίτη, να βλέπαµε τι θ' άλλαζε. ∆εν είναι κακό. Και θα δικιολογηθούµε πως µια κίσσα χτύπησε πάνω και το έσπασε, γιατί της φάνηκε πως ήταν αληθινό το κλωνάρι της λεµονιάς που καθρεφτιζόταν στο γυαλί και πήγε η δόλια να κάτσει πάνω στο καθρέφτισµα... Τι γελάς; Α, όχι, όχι τώρα! Το χάραµα θα σκαρίσουν οι κίσσες. Άντε, βάλε ακόµα ένα, και κοίτα ύστερα σ' εκείνο το χαρτοκιβώτιο πίσω απ' το µπαούλο, έχω κάτι µεγάλα κοµµάτια µελισσοκέρι µέσα. Βγάλε δυο να πλάσουµε κανένα κεράκι. Έχει και φυτίλια κάτω-κάτω στο κουτί. Φέρε να σου δείξω. Να τα βάλουµε πρώτα κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν. Πάρε κι εσύ τον άλλο σουγιά και ξύστο, όπως εγώ, φλούδες. Πιάσε το φυτίλι και κόλλα γύρω το κερί, κοµµατάκι-κοµµατάκι. Σιγά - σιγά, δεν µας τρέχουν, να λιγοστέψουµε και τη νύχτα... ∆εν µε κολλάει κι ύπνος, στερέψανε και τα όνειρα. Που και που µόνο, µπορεί να ξαναδώ κανένα. Σα δω τη µέρα ένα πουλί να πετάει από το ένα δέντρο στο άλλο, µπορεί να το δω στον ύπνο µου να πετάει πίσω, από το άλλο δέντρο στο πρώτο. Να 'ναι όνειρο αυτό; Για να δω το κερί σου. Α, καλά το πέτυχες, ίσα µε το φυτίλι το έφερες. Εγώ το αργώ επίτηδες, να το ξεγελάσω. Το γελάς το κερί όµως; Ούτε το γελάς, ούτε αυτό σε γελάει. Ενώ τη ζωή τη γελάς, παριστάνεις τάχαµου κάτι και την κάνεις να φαίνεται αλλιώτικη. Σε γελάει όµως κι αυτή ύστερα και πατσίζει. ∆εν το παίρνεις χαµπάρι, νοµίζεις όλα έτσι ήταν, όπως τα παρίστανες. Αλλά δεν θυµάσαι τι παρίστανες, τα πίστεψες πια κι εσύ. Τίποτα λες δεν παρίστανες, όλα ήταν έτσι όπως ακριβώς τα έζησες. Μα δεν σ' ακούω να λες τίποτα. Ή µη δεν µ' ακούς εσύ; ∆εν ξέρω πια αν είµαι µόνος µου ή όχι, πότε µιλάω από µέσα µου και πότε φωναχτά. µόνο αν µου το λέει κάποιος... - Σ' ακούω, Μπαρµπαµήτσο. Αλλά, πώς ήταν το ταξίδι 'κείθε; ∆εν είπες τίποτα γι' αυτό... - Και σαν τι να πω; Εσύ θα λες ότι πήγα και γύρισα. ∆εν λέγονται αυτά εύκολα. Μόνο µια οµίχλη ήταν, µια γνώριµη οµίχλη. που µε τύλιξε µια νύχτα µε στρογγυλό φεγγάρι, σαν απόψε... κοίτα το που ήρθε στο παράθυρο. Η θάλασσα ήταν τόσο γαλήνια, η ίδια η γαλήνη είχε µεταµορφωθεί σε θάλασσα εκείνη τη νύχτα. Και κάτω, πιο χαµηλά απ' το φεγγάρι, ήταν ένα µεγάλο σύννεφο, σαν βουναλάκι, που έπλεε στη θάλασσα κι όλο ζύγωνε στην

Page 56: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

ακτή. Άχνιζε κι έφεγγε κι όλο ερχόταν, ώσπου η φωτεινή θολούρα έκρυψε και το φεγγάρι. ∆εν ξεχώριζα πια τις κορυφογραµµές ούτε και ως που έφταναν κι έσµιγαν η άµµος και το νερό. Ούτε και τα πόδια µου καλοένιωθα, είχαν ελαφρύνει τόσο που το πάτηµά µου στην άµµο δεν το άκουγα. Θολές µέσα στο φέγγος ήταν κι οι σκέψεις που έρχονταν στο µυαλό µου κι ένιωθα κάτι σα λαχτάρα και δισταγµό µαζί. Το σύννεφο πορευόταν από κοντά µου, σαν άνθρωπος, σα να είχε νου και να ήξερε πού πήγαινε. Εγώ πήγαινα κατά τη σπηλιά, πέρα στην άλλη άκρη της αµµουδιάς, έτσι µου φαινόταν. Περπατούσα και κάθε λίγο κοντοστεκόµουν και κοίταζα ένα γύρο, από συνήθεια, λες και τι θα έβλεπα. Πίσω µου και µπρος, ζερβά και δεξιά, το ίδιο ήταν όλα. Έκλεισα µια στιγµή τα µάτια και πάλι ίδια ήταν, ένας φωτεινός αχνιστός αέρας που περπάταγε µαζί µου... Θα είχα φτάσει στη σπηλιά κι ερχόταν µια µυρωδιά από 'κει, σαν από ζεστό γάλα και σάπια χόρτα. Ξεφανερώθηκε τότε ένα µεγάλο λιθάρι µπροστά µου κι είπα να καθήσω λίγο. Όπως κοίταζα χάµω, άρχισε να γεµίζει σκόρπια ξερόξυλα η άµµος, ήταν σα φίδια που χόρευαν και πάνω στο χορό τους µαρµάρωσαν κι έµειναν έτσι. Τα µάζεψα δίπλα στο λιθάρι µου ένα σωρό. Ύστερα βρήκα ένα κουτί σπίρτα στην τσέπη µου, κατά τύχη τα βρήκα. Με τις πολλές, κατάφερα κι άναψα τα γιαλόξυλα. Σα φούντωσαν καλά, αισθάνθηκα µια µεγάλη ανακούφιση, λες και είχα κάνει κάποιο µεγάλο χρέος της ζωής µου. Άπλωσα τα χέρια µου πάνω απ' τη φλόγα κι ήταν σα να τα έβλεπα πρώτη φορά, διάφανα ήταν, έβλεπα τη φλόγα από µέσα τους. Όλα στη φλόγα τέλειωναν κι άρχιζαν. Θεόρατες σκιές γλιστρούσαν ολόγυρα πάνω στις πέτρινες επιφάνειες, µαλάκωναν τα τοιχώµατα της σπηλιάς και ταλαντεύονταν, έφερναν γύρω µου και στη µέση εγώ και η φωτιά ήµασταν όπως το σπόρι ενός παραγινωµένου καρπού που σήποταν η σάρκα του και µας ξεγύµνωνε, µας λευτέρωνε η ευλογηµένη σήψη... Μια χρυσοπύρινη λάµψη έβγαινε κλεφτά µέσα απ' τη θάλασσα και την έφερε ένα κυµατάκι ως έξω, κι άλλο κυµατάκι µετά την ξανάφερε, κι άλλο, κι άλλο... Ώσπου ένα φως γαλαζωπό σκόρπισε στον αέρα από τα βάθη του πελάγους. Μ' έτσουζαν τα µάτια µου. τα έτριψα µε τα δάχτυλά µου κι άρχισαν να στάζουν. Έκλαιγα χωρίς να ξέρω το λόγο. Σηκώθηκα απ' το λιθάρι κι ήµουν όλος µουδιασµένος, δυσκολευόµουν να περπατήσω και πιάστηκα από ένα βράχο δίπλα µου. Ήµουν ακόµα στη σπηλιά. Μια παρέα γλάροι παίζανε πάνω στο νερό κι ένα ζευγαράκι

Page 57: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

σύννεφα ταξίδευαν κατά το νοτιά. Ξεδιπλώθηκε ως πέρα η αµµουδιά, ως την άλλη της άκρη κι είπα να την περπατήσω. Αυτή µου το είπε, έλα, µου είπε. Γύρισα µια να δω τη φωτιά. Μια στερνή πνοή καπνιάς έβγαινε από τις στάχτες. Ακολούθησα την άµµο, έφτασα κοντά στη βρύση και πεθύµησα να πιω µια γουλιά. Μέχρι να πιω τη γουλιά µου, όλα έφεξαν. κυµάτιζε πέρα ο καλαµιώνας και πιο κει οι καναπίτσες της ρεµατιάς. Είδα πόσο ψήλωσαν τα πλατάνια, δεν το είχα προσέξει άλλοτε. Και φάνηκαν παραπίσω τα κεραµίδια του σπιτιού µε την καµινάδα. Όλα ήταν έτσι όπως ήταν, όλα µέσα σε µια οµίχλη που δεν φαινόταν πια. Έφτασα στην αυλή κι ήταν γεµάτη πεταλούδες. Οι γάτες τις έτρεχαν και πηδούσαν να τις πιάσουν. Μόλις µπήκα στο καµαράκι, έπεσε το µάτι µου ίσα στο ρολόι στο κοµοδίνο. Σταµατηµένο ήταν, θα το είχα αστοχήσει να το κουρντίσω αποβραδίς. Κάθησα σ' αυτή εδώ την καρέκλα που κάθοµαι τώρα. ∆εν ήσουν εδώ, ούτε σ' έβλεπα ούτε σ' άκουγα. Κοίταζα συνέχεια τούτο το κερί κι όλο το ίδιο συλλογιόµουν... αν πεθάνω προτού λιώσει, τότε δεν θα λιώσει ποτέ. Κι εσύ θα θυµάσαι ότι ένα αποµεσήµερο ήρθα 'κείθε που είχα πάει, και θα είσαι σίγουρος γι' αυτό, αφού είδες µαζί και το γερο-Βαγγέλη µε τα δυο του γαϊδουράκια. Μπορεί, µπορεί και να είχαµε καθήσει εδώ και να τα λέγαµε, µπορεί σ' εκείνο το άδειο ποτηράκι να ήπιε κι ο γέρος το κονιακάκι του και µπορεί να έφυγε µετά, να πήγε στο κονάκι του στο χωριό. Έτσι είναι φτιαγµένα τα πράγµατα, για να µη µας φαίνονται απίστευτα. Γι' αυτό και δεν παραξενεύεσαι που δεν βλέπεις τούτη την οµίχλη, που ένα κενό µέσα της µπορεί να είναι πιο πραγµατικό κι απ' αυτή. Μπορείς µονάχα να το φαντάζεσαι και δεν απορείς ούτε για τούτη τη νύχτα, δεν απορείς που µε ακούς να σου µιλώ αυτή την ώρα. Μπορεί να είναι κι η φωνή µου κάµωµα της φαντασίας σου, κι αν µε βλέπεις τώρα, έτσι µπορεί να νοµίζεις και για την εικόνα µου. Μα έτσι θα νοµίζεις και για τούτο το γεµάτο φεγγάρι. Θα είναι πια µέρα και δεν θα έχει πια φεγγάρι, δεν θα φαίνεται το µεγάλο χρυσοφέγγαρο που λαµπυρίζει στη µέση στη θάλασσα µέχρι έξω στην άµµο. Όµως, η οµίχλη εκείνη υπήρχε πάντα, πριν εγώ τη δω και µε τυλίξει. Το βλέπω καθαρά και τώρα, όπως όλα έγιναν πάλι ίδια, όπως τα ήξερα ίδια, µέσα σ' αυτή την οµίχλη την αόρατη... Θα µε είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα, µε το κεφάλι πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο αδειανό τσίγκινο κηροπήγιο. Ο γέρος

Page 58: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

απέναντί µου θα έλεγε ακόµα τη συνέχεια, κι όταν µε το χάραµα θ' άνοιγα τα µάτια, θα ήµουν πάλι εκεί και δεν θ' απορούσα. Θα ήταν σήµερα, µια µέρα που δεν µου ήταν άγνωστη και θα τραβούσα ίσα στο γιαλό, ν' ακολουθήσω τις πατηµασιές µου στην άµµο, όπως έρχονταν απ' τη σπηλιά...

ΤΕΛΟΣ ___________________________________

Page 61: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

Η παραλία του Λιµιώνα στον ∆ήµο Μεσσαπίων της Εύβοιας.

Ο µπαρµπα-Μήτσος σε ηλικία περίπου 90 χρονών.

Page 62: ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ

Καλοκαίρι του 1985, µε τον κυρ-Αγγελή (αριστερά) και τον µπαρµπα-Μήτσο στο µέσο, πίνοντας µυτιληνιό ουζάκι κάτω από την κληµαταριά...