νεα γενια

16

Transcript of νεα γενια

Page 1: νεα γενια
Page 2: νεα γενια

Ονομάηομαι Χρυςουλάσ Αρχοντισ, γεννικθκα το 1985

και κατάγομαι από τα Κουφάλια Κεςςαλονίκθσ.

Αποφοίτθςα το 2007 από τθ Φιλοςοφικι του

Ρανεπιςτθμίου Λωαννίνων και ςιμερα ςπουδάηω ςτο

Ραιδαγωγικό Δθμοτικισ Εκπαίδευςθσ, και πάλι ςτο

Ρανεπιςτιμιο Λωαννίνων.

Τα παρακάτω κείμενα είναι μια ςυλλογι των γραπτϊν

μου τον τελευταίο μινα, Φλεβάρθ του 2010.

Ο τίτλοσ Νζα Γενιά είναι μια απεφκυνςθ προσ νζουσ

ανκρϊπουσ που αρζςκονται ςτθ γραφι ποιθμάτων,

διθγθμάτων, μυκιςτορθμάτων και μια πρόςκλθςθ να

γράψουμε όλοι με ζνα ςτόχο ςτθν διόπτρα του ςτυλό

μασ, το παρόν ςφςτθμα, τθν παροφςα κατάςταςθ, τθν

ςθμερινι κοινωνία. Για οποιαδιποτε περαιτζρω

πλθροφορία μπορείτε να με βρείτε ςτο mail:

[email protected] , κακϊσ και ςτο facebook με το

ίδιο mail.

Ευχαριςτϊ όλουσ όςουσ μ’ ενκαρρφνουν να ςυνεχίςω

να γράφω και να δθμοςιεφω τα κείμενα μου.

Αφιερωμζνο ςτθ Νζα Γενιά…

Page 3: νεα γενια

ΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΓΙΟΥ

Κλείνω τα ςτόρια ςτο άδειο μου δωμάτιο. Μόνο μικρζσ

αχτίδεσ φωσ περνάν απ’ το πατηοφρι. Αυτό που αφινει

απ’ ζξω τον κόςμο μου τον άλλο, το δικό ςασ. Αυτόν

που κλθρονόμθςα, μια περιουςία ς’ υποκικθ. Μόνο

αχτίδεσ φωσ και καπνόσ απ’ το τςιγάρο. Τον ξεφυςϊ

και πλάκω παράδοξεσ εικόνεσ, ςκουπίδια του μυαλοφ

μου. Φωσ, καπνόσ και μυρωδιά κλειςοφρασ. Αχτίδεσ

πζφτουν και φωτίηουν τον πατζρα. Μια κορνίηα ξφλινθ

και ςάπια. Α ρε πατζρα, που μ’ ζςτειλεσ να ηιςω;

Μζρα θλιόλουςτθ δεν είδα. Πλθ θ ηωι μια καταιγίδα.

Με ςτάλεσ τςουχτερζσ να ςκίηουν το κορμί μου. Χαλάηι

τα προβλιματα να μου χαλάνε τθ ςπορά κι όλο χωράφι

αλλάηω. Κζλω να φφγω από δω, να μθδενίςω τθ

βαρφτθτα που μου χουν επιβάλλει. Φτιάξανε νόμουσ

να με κρατάνε χαμθλά κι εςφ μπαμπά μαηί τουσ. Θ δικι

ςου θ γενιά κι οι δικοί ςου οι προγόνοι. Γιατί εγϊ

προγόνουσ δεν τουσ νιϊκω. Ιρκα εδϊ για το μθδζν.

Ξανά όλα απ’ τθν αρχι, ξανά εγϊ κα τα φτιάξω.

Φυςάω νικοτίνθ, ρουφάω ξεραμζνθ ςκόνθ. Και

φτιάχνω ςφννεφο ςτο φωσ μια άλλθ κοινωνία. Χωρίσ

Page 4: νεα γενια

εςζνα και τουσ ςυνεργοφσ ςου ρε πατζρα, ςόρρυ.

Κφκλουσ, φυςάω κφκλουσ. Αφινω μεσ ςτθν κάςα ςου

όλθ τθ γεωμετρία. Πλα τετράγωνα τα ικελεσ, όλα

ςχεδιαςμζνα. Και δεν περίμενεσ το μπουμ, ςαν

τετραγϊνιςεσ τον κφκλο. Να όμωσ που… μπουμ!

Είμαςτε εδϊ, μια νζα μζρα. Σκουπίςαμε τα ςφννεφα,

και ςτραγγίξαμε τθ μπόρα. Κι αφιςαμε ιλιο να φανεί

πατζρα, μζςα ςτα μυαλά μασ. Μα μζρα ζρχεται ςτθ

φυλακι τρφπα να βρει θ ιερι οργι μασ. Και τότε μπουμ

πατζρα, όχι πια μζςα ςτα μυαλά μασ. Κα

πλθμμυρίςουμε τθν πλάςθ με τισ νζεσ μασ ιδζεσ, αυτζσ

που τϊρα ψεκάηονται ςε μάντρεσ και ςε τοίχουσ.

Αυτζσ, τισ ξζρεισ, που ςβινεισ με το λευκό ςου το

πινζλο. Θ μπογιά μασ ανεξίτθλθ κα γίνει όμωσ, ςου το

λζω. Και κα ηωγραφίςω πάνω ςτθν κάκε ςασ βουλι,

ςτο κάκε ςασ ςπιτάκι. Για να ξεφφγετε κι εςείσ μαηί μασ

γζροι, απ’ τισ γζρικεσ ηωζσ ςασ. Και ξζρεισ ποιο είναι το

κακό πατζρα; Πτι γεννιοφνται ακόμθ γζροι. Μωρά που

ςταμάτθςαν να κλαίνε και μανάδεσ που φοβοφνται να

κθλάςουν. Κι αυτοί ανικουν ςτθ δικι ςασ τθ γενιά

πατζρα, αυτι των φοβιςμζνων. Αυτι των πεκαμζνων

μανιφζςτο και των εμπορικϊν ιδεολογιϊν. Αυτι που

μασ ανζκρεψε ταΐηοντασ μασ χριμα. Αυτι που μασ

Page 5: νεα γενια

καυχιζται για κείνα και για τοφτα. Ζνα ζμακα πατζρα

απ τθ γενιά ςου και μου μζνει. Το αποτζλεςμα είναι

χάοσ κι εςείσ είςτε θ εντροπία. Μα θ φφςθ αλλάηει…

ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ

Λυγιςμζνεσ χαρζσ με προςμζνουν κάκε μζρα.

Ανοίγουν τθν πόρτα τουσ κάκε πρωί και μ’

αγκαλιάηουν. Ο ηεςτόσ καφζσ που γαργαλάει τισ

αιςκιςεισ. Το παγωμζνο νερό του νιπτιρα που

διεγείρει τθν ανάγκθ να ξυπνιςω. Θ φζτα, θ αλειμμζνθ

με φρζςκο βοφτυρο και μαρμελάδα τθσ γιαγιάσ. Τα

τραγοφδια ςτο ραδιόφωνο που με χορεφουν και που

κινοφν κάκε τεμπζλικο κομμάτι του εαυτοφ μου. Είναι

μζρα ε! Ξθμζρωςε καινοφργιοσ ιλιοσ. Κι ασ ςου τον

κρφβουν οι βροχζσ, τα ςφννεφα κι οι πολυκατοικίεσ!

Κόψε τισ κεραίεσ απϋ τισ ταράτςεσ τουσ, ςπάςε κάκε

διαφθμιςτικι γιγαντοταμπζλα και κα τον δεισ τι

όμορφοσ που είναι. Κα ςε τυφλϊςει μεσ ςτα μάτια αν

κοιτάξεισ. Γιϋ αυτό φόρα τα γυαλιά ςου, αυτά τα

μαφρα. Μςωσ ςκουρφναν όλα λίγο. Μα τον ιλιο κα τον

Page 6: νεα γενια

δεισ, ςχιμα κφκλου ζχει. Κι αυτά τα δζντρα ςτο χωριό,

κι αυτά κα ςου τον κρφψουν. Γι αυτό ανζβα πιο ψθλά,

και μια μζρα κακαρι, εμπόδιο δεν κα ζβρεισ. Ρου ν’

ανζβεισ; Ανζβα ςε κορφι βουνοφ ψθλοφ, ςτθν

καραφλι του μφτθ. Ριο ψθλά απ’ τα πάντα και χαμθλά

απ’ το τίποτα. Μα να ξζρεισ πωσ είναι δφςβατοσ ο

δρόμοσ. Ρολλοί τον ηιλεψαν μα λίγοι περπατιςαν.

Ρζτρεσ ζχει μυτερζσ και πονθρά ερπετά ςτο διάβα. Κι

εμπόδια ςτιςαν ςυρματόπλεγμα, ηθλόφκονοι νεκροί

ορειβάτεσ. Για να μθν τουσ φκάςει άλλοσ. Και πιο ψθλά

παγίδεσ άλλεσ περιμζνουν. Μα δεν ςτισ λζω, κα τισ

βρεισ, μόνο να κοιτάσ τριγφρω. Ράνω ςε άμμο μθν

πατάσ, μπορεί και να κινείται. Κι αν λάςπθ προςφερκεί

να ςου δροςίςει πόδια, μθν τθν πατάσ, γιατί βακιά ςτα

μζςα τθσ κα φφγεισ. Βοφρκοσ και βάλτοσ και

ςαρκοβόρα τζρατα ςε περιμζνουν. Να τ’ αντικρίηεισ

όλα κατάματα και με ψθλά κεφάλι. Ροτζ μθ ςκφψεισ

χαμθλά, γιατί κ’ ανακαρριςουν. Και κα βροφνε τρόπο

δολερό να ςε καταςπαράξουν. Ράρε μαηί ςου από

μζνα τοφτα. Κι όταν φοβθκείσ αυτό κα ςε βοθκιςει.

Καλό δρόμο νζε, και ποτζ μθν επιςτρζψεισ. Γιατί όταν

τον ιλιο δεισ, οι ακτίνεσ του κα ςε γεμίςουν. Κα γίνεισ

άςτρο φωτεινό και παντοφ χαρά κα ςπζρνεισ. Μα κι

Page 7: νεα γενια

από κει μπορεί να πζςεισ. Στο ςκοτάδι, ςτθν κορφι εςφ

κα βαςιλεφεισ μαηί με του κόςμου τισ ιδζεσ. Για ζνα

πράγμα ςε παρακαλϊ, ςαν φτάςεισ εκεί πάνω. Στείλε

ς’ εμάσ μια προςευχι, για ζνα ωραίο αφριο. Γιατί όλοι

εδϊ αρχινίςαμε να μθν το καρτεροφμε. Ζνα πεςκζςι

όλο φωσ ςτείλε αγγελία. Να πάρουμε απ’ τθ λάμψθ

ςου ζνα μικρό κομμάτι. Φφγε τϊρα και πίςω μθν

κοιτάξεισ. Μόνο μπροςτά. Και πιο ψθλά. Αντίο…

Πλα τα είχα, μα τίποτα δεν ζχω. Μόνο τα δϊρα

γζρου ποιθτι, προφιτθ. Κι αυτόν ποτζ δε γνϊριςα κι

οφτε ποτζ τον βρικα. Και περπατϊ τθν ανθφόρα

ψάχνοντασ μια κορφι γυμνι και μυτερι. Ριο ψθλά απ’

τα πάντα. Τι να εννοοφςε άραγεσ; Πλα τα βουνά τα

γφριςα, χαράδρεσ δε μ’ εμπόδιςαν ποτζ, μ’ ακόμα τον

ιλιο ψάχνω. Και βίωςα το όραμα, μια νφχτα φωτεινι,

με το φεγγάρι ξφπνιο. Ο Ρλάτωνασ κι ο Αριςτοτζλθσ, ο

Νίτςε και ο Μαρξ, ο Βοφδασ κι ο Χριςτόσ, όλοι τουσ

κάπου δείχναν. Κι ιταν ψθλά. Ενωμζνοι οι δείκτεσ τουσ

μοφ δείχναν ζνα άςτρο. Αυτό πρζπει να γίνεισ,

αντιχθςε μια βροντερι φωνι και κεραυνόσ μου

ξφπνθςε το όνειρο. Και το αςτζρι είχε εικόνα, πιρε

άξαφνα μορφι. Ζγινε βάρδοσ λαϊκόσ και τραγουδοφςε.

Page 8: νεα γενια

Τραγοφδια που δε γνϊριςα, γνϊριμα φανικαν. Ο ιχοσ

του κελαθδοφςε νιότθ τθσ ψυχισ, μια γνιςια ευτυχία.

Και δεν προςπάκθςα να τθ βιϊςω. Διζςχιςε μζςα μου

κάκε ίντςα κρζασ. Και το χλωμό ωσ τότε δζρμα μου,

γινικε ροδαλό. Τα κουραςμζνα μάτια όλο ηωντάνια

γίναν. Και το ςκελετωμζνο μου κορμί, ορκϊκθκε και

ζκρεψε, με παλλθκάρι ζμοιαςα τόςα μετά χρόνια.

Τϊρα ξζρω τι να κάνω πια. Ο ιλιοσ κα φανεί και κα ναι

χαμόγελο ανκρϊπου. Ραγκόςμιου ανκρϊπου ακτίνεσ

κα φωτίςουν και κα κερμάνουνε τθν πλάςθ. Εμπρόσ

λοιπόν για τθν κορφι που ποτζ τθσ δεν πατικθ. Και το

ταξίδι ξεκινά…

ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ

Σθκϊνω το δόρυ ςτον αζρα. Και ςε καρφϊνω απανωτά

και χφνω ςωκικά ςου. Στο γκριηωπό πλακόςτρωτο

πεηοφλι, αίμα και ςπλινεσ και δάκρυα μαηί. Είμαι

τρελόσ, ςχιηοφρενισ, παρανοϊκόσ. Εςφ μ’ οδιγθςεσ ς’

αυτό. Και ςτο δικό μου τον πλανιτθ τρελογιατρό δεν

ζχει. Ζχω ςταμπάρει αρκετζσ φιλιςυχεσ φατςοφλεσ

Page 9: νεα γενια

ςαν και τθ δικι ςου. Φιλιςυχεσ, ανζνταχτεσ ψυχζσ. Σε

προκαλϊ για τθν πρόκλθςθ. Και αντιδρϊ για τθν

αντίδραςθ. Χωρίσ κανα ςκοπό. Ζτςι γουςτάρω ρε, ζτςι

τθ βρίςκω. Ρζτρα ςτο τηάμι, πετρζλαιο χυμζνο ςτο

καπό, ςκόνθ και ςτάχτθ ςτον αζρα. Και ναρκωτικά

ζτοιμα ςτο ςακουλάκι. Και αποτςίγαρα ςτριφτά ςτθν

ταμπακιζρα. Μαηεμζνεσ γόπεσ απ’ το οδόςτρωμα. Από

κει που τα ακριβοντυμζνα πζλματα ςου πατάνε κι

αφινουν τθ βρωμιά ςου. Άει γαμιςου ρε φιλιςυχε

μαλάκα. Κοιτάξου ςτον κακρζφτθ. Ναι, ςε προκαλϊ.

Ναι, είμαι ςαν κι εςζνα. Εμζνα βλζπεισ ςτο τηάμι που

ανακλάει ναρκιςςιςμό. Χτενιςμζνεσ τριχοφλεσ και

τςίμπλεσ απ’ τον φπνο. Εμζνα βλζπεισ ςαν μου ςτινεισ

κϊλο, να δεισ αν ζκανε ο διάδρομοσ δουλειά. Σ αυτά τα

μαγαηάκια ςωματικισ βελτίωςθσ. Σ αυτά τα

φαρμακεία. Ζχεισ ςκοτϊςει ποτζ ςου; Ζχεισ γλείψει το

αίμα απ’ το δαχτυλάκι ςου ςαν ιςουνα μικρόσ;

Ζνιωςεσ το ζνςτικτο του ανκρωποφάγου τότε. Βλζπεισ

τι νόςτιμο που είναι. Μετά ςου βάλαν νόμουσ. Γιατί

ιςουν άπλθςτο ερπετό κι αχόρταγο και κόντεψεσ να

εκλείψεισ. Τα νφχια ςου τα τρωσ; Αυτοκαταςτροφικό

μου ανκρωπάκι. Τι άλλο ςου αρζςει να ςου κάνεισ; Να

αυνανίηεςαι όλθ μζρα; Φτιάχνεςαι, το ξζρω. Σαν

Page 10: νεα γενια

βλζπεισ νεαρά θμίγυμνα κορμιά. Να τα φασ δε ςου

ρχεται κι εςζνα; Αλλά δειλιάηεισ και τθ βγάηεισ μόνοσ

ςτθ μπανιζρα. Θ φανταςία είναι το πιο φκθνό ςου

πουτανάκι. Ρθδιζται, όποτε εςφ ηθτιςεισ. Και μπαίνει

ςε παρτοφηεσ με τα ςάπια ςου τ’ απωκθμζνα. Ρόςα

ζχεισ αλικεια φιλαράκο; Ρόςεσ μνιμεσ ςου ξυπνάει

μια δαςκάλα; Ρόςουσ φόβουσ διεγείρει το ςκοτάδι;

Ζνασ ιχοσ ςτο μπαλκόνι, πϊσ αλλάηει τθν καρδιά ςου;

Πταν καλθμερίηεισ εργοδότθ, πόςο το εννοείσ; Ι είςαι

απ’ αυτοφσ του δθμοςίου; Ρου πάντα το κφμα

παριςτάνεισ, ςτο αςφαλζσ ςου το κουβοφκι. Βγεσ ρε να

ςε δει κι ο ιλιοσ, φοβιςμζνε ανκρωπάκο. Δεσ τι κάναμε

ςτθ γθ. Σαπίηει και μουχλιάηει κι αυτι μαηί ςου, δε το

βλζπεισ ρε τυφλζ; Μαηί τθσ ςτον Άδθ κα ςε πάρει. Σου

φτιάχνουν ταινιοφλεσ για να ς’ ετοιμάςουν. Αδθφάγο

ον. Μζχρι να ςε πνίξουνε οι πάγοι, εςφ κα τρωσ ςτθ

ηεςταςιά. Μα το βάροσ ςου είναι τζτοιο, να

κολυμπιςεισ δεν μπορείσ. Γλφψε ξανά το δαχτυλάκι.

Αφοφ το χαρακϊςεισ πρϊτα. Είναι γλυκιά θ γεφςθ,

βλζπεισ; Κάτι μζςα ςου το νοςτιμεφει. Ρου ςτο διάολο

το κρφβεισ; Σαν βλζπεισ τθλεόραςθ παιδάκια να

πεκαίνουν, δακρφηεισ. Σαν το τζλοσ τθσ ταινίασ αφινει

ζναν μονάχο, ςε πιάνει ςτεναχϊρια. Κα το ςυνθκίςεισ

Page 11: νεα γενια

όμωσ και αυτό. Και μετά λόγο να κλάψεισ δεν κα βρεισ.

Εγϊ, ο κακρζφτθσ ςου όμωσ κλαίω. Για τισ άςχθμεσ

γυναίκεσ, για τον άντρα κερατά, για τ’ ορφανό που

ηθτιανεφει, για τθ χαμζνθ περθφάνια ςου. Για το που

κα ιςουν και που είςαι. Για το που κα ιςουν αν.

Φοβάμαι πια κι όλα τα αν. Γιατί πάντα πεκαίνουν

άδοξα και γίνονται αλλά. Το δάκρυ δε ςκουπίηω, κζλω

να με δεισ. Και δϊςε μου το χζρι ςου, ςυγνϊμθ.

Συγνϊμθ που ςε πίκρανα είδωλο μου. Μα είν’ ανάγκθ

να ξυπνιςεισ. Μθν ψάξεισ για θγζτθ, γίνε ζνα με τουσ

άλλουσ κι αρχθγόσ κα ναι ο κεόσ. Αυτόσ που μζςα ςου

ςε κρίνει, ςε γεμίηει μ’ ενοχζσ. Άςε να ςε πάει εκεί που

αυτόσ επικυμεί. Βγεσ απ’ το καβοφκι ςου λοιπόν και

κάψε κάκε μανιφζςτο. Γιατί το μανιφζςτο ςου είναι

ζκρθξθ καρδιάσ. Χιλιάδεσ καρδιζσ, λοιπόν, μαηί ςου ασ

εκραγοφν ςτο δρόμο. Διάλεξε εςφ ςτιγμι, είναι δικι

ςου. Σε περιμζνω είδωλο μου, περιμζνω μανιφζςτο,

αίμα, δάκρυ και φωτιά.

Page 12: νεα γενια

ΕΡΩΤΙΚΟ

Θςυχία… Βακιζσ ανάςεσ… Απαλι μουςικι, μελωδικι

με χροιά βακιά κι αρρωςτθμζνθ. Τςιγάρο… Τςαφ,

καπνόσ κι ανάςα, καπνόσ κι ανάςα. Το κουδοφνι… Θ

Μελωδία… Κολάν ςτενό, ςτράπλεσ αποκάλυψθ. Ο

ιχοσ του ποτοφ να κυλά αργά ςτο ποτιρι… Οςμι

κεριοφ που μόλισ άναψε και μοιράηει βανίλια ςτο

δωμάτιο. Φϊτα ςβινουν, φϊτα ανάβουν. Ρυρ ςτο

πορτατίφ, πυρ και μεσ ςτο τηιν μου. Ιχοσ φερμουάρ…

Κλατσ… ςουτιζν ανοίγει κι αφινει ςτικθ ακάλυπτα,

πνευμόνια ελεφκερα νϋ αναπνεφςουν μεσ ςτθ γφμνια.

Και περπατϊ ςε χϊμα, χϊμα δζρματοσ κι όλο

ςθμάδια μου αφινω. Σθμάδια από δόντια που

ςφίγγουν τρυφερά τθ κθλυκιά τθ ςάρκα. Και χζρια

που γατηϊνουν, γρατηουνάνε και χαράςςουνε ευκείεσ

ςτα κορμιά. Γλϊςςα που φτιάχνει μονοπάτια, και

ρυάκια, κι ανακαλφπτει επικίνδυνεσ χαράδρεσ που

ςυςπϊνται. Υγρόσ ζρωτασ, όλο ιδρϊτα. Ηζςτθ…

Ρετάμε τα ςεντόνια. Και τςαλακϊνουμε το ςτρϊμα,

τςαλακϊνουμε το ςϊμα. Ράκοσ… Κι άγρια ζνςτικτα,

πρωτόγονεσ ορμζσ. Δεν ζχει για μασ ανωμαλία.

Page 13: νεα γενια

Μουςικι πιο δυνατι, πιο ρυκμικι, που οδθγάει

χτφπουσ. Σφίγγω τρίχεσ ςτθ γροκιά μου. Και ςφιχτζσ

κθλζσ μζςα ςτο ςτόμα. Αγγίηω και αγγίηομαι, ρουφάω

και ρουφιζμαι κι όλοσ ο εαυτόσ μου κάπου ταξιδεφει.

Ναρκωμζνοσ, ςτραγγίηω ςτο κορμί τθσ εςϊψυχά μου.

Και χαϊδεφω κουραςμζνα τα πυκνά μαλλιά τθσ,

ηωγραφίηω ςτα χείλθ τθσ ευχαριςτϊ για όλα.

Ευχαριςτϊ που κατάπιεσ με το ςϊμα ςου τα πθχτά

υγρά μου. Τον αλμυρό μου τον ιδρϊτα. Και δζχτθκεσ

τθν κάκε χαρακιά απ’ τ’ άπλθςτα μου δόντια. Τςαφ,

καπνόσ και αχ, καπνόσ και αχ. Λαχάνιαςα… Ο ιχοσ τθσ

ντουηιζρασ… Νερό να ξεπλζνει απ’ το δζρμα κάκε

ςθμάδι που άφθςα ςτο διάβα. Κινθτό…. Ο άντρασ τθσ,

πάντα ίδια ϊρα. Ξενοφερμζνοι ζρωτεσ, μοιραςμζνεσ

αυταπάτεσ. Μια φωτιά ςε μια ςτιγμι και μια ηωι με

ςτάχτεσ. Ξεραμζνουσ άπλυτουσ ιδρϊτεσ. Φιλί… χείλθ

π’ αποχωρίηονται όλο κλίψθ και ςουφρϊνουν.

Τελευταίο άγγιγμα δαχτφλων… ίγοσ κάκε χάδι, ζνα

ςϊμα χωρίςτθκε ςτα δυο κι όλο ηθτάει να γίνει ζνα.

Ρόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει. Νταπ… Θςυχία… Βαριζσ

ανάςεσ… κοφτζσ… αργζσ… και πάλι μόνοσ…

Page 14: νεα γενια

ΚΑΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Ατζρμονεσ ςτιγμζσ κι αδιζξοδα ταξίδια. Λάμψεισ

ςτιγμιαίεσ και ςκζψεισ ακοφραςτοι διαβάτεσ.

Ρεηοπόροι δίχωσ πόδια. Δρομείσ χωρίσ ιδρϊτα. Και

μάνεσ δίχωσ ςτικοσ. Λογοτζχνεσ άκαιροι, ποιθτζσ

ςτθν παραηάλθ τ’ ουρανοφ. Αυτοί είναι οι καιροί μασ.

Είναι πια κι θ τζχνθ ζνα μζςο. Ζνα λεωφορείο

ςακαράκα, μια βάρκα τρφπια, χρωματιςτι. Και

μπάηουνε νερά τα πάντα. Ρνίγουν κάκε ωραίο.

Ρνίγουν κάκε ζννοια που κάπου κα οδθγοφςε.

Λογοτζχνεσ άκαιροι, ποιθτζσ λεξικιρεσ και ςυνκζτεσ

λαϊκοί. Ανζνταχτθ πολιτικι, δαςκάλοι χωρίσ προίκα,

κορίτςια δίχωσ καν καπρίτςια. Αυτοί είναι οι καιροί

μασ. Μπουχτίςαν με κανόνεσ. Φουςκϊςανε με φλθ.

Και δεν αφιςαν χϊρο ςτον αζρα. Πταν γράφω

αφινομαι. Ψάχνω αζρα. Αζρα που πολλοί

ανζπνευςαν, λίγοι πιραν τ’ οξυγόνο. Και φυςϊ ςτα

μοφτρα εμποράκων λζξεων, δθλθτιριο κακαρό,

διοξείδιο τθσ τζχνθσ. Ζνα ακόμα μελαγχολικό

Page 15: νεα γενια

μεςθμζρι. Ξζγνοιαςτο, βαρφ, ςυννεφιαςμζνο. Με φαί

αχνιςτό να με προςμζνει. Με ςτόχουσ και δουλειζσ να

μου ηαλίηουν το κεφάλι. Άτιμο παιχνίδι θ γραφι. Κάτι

ςϋ εμποδίηει, κάτι ςε κρατά να πεισ αυτό που κζλεισ.

Και πλάκεισ ιςτορίεσ, και ςχθματίηεισ δρόμουσ και

ψάχνεισ κάκε μπράβο. Ελεφκεροσ γραφιάσ αυτόσ που

δε ηθτάει μπράβο. Οφτε ηιτω, οφτε κλαπ κλαπ. Ρου

περπατά ςτο δρόμο, και κοιτά όπου γουςτάρει. Ρου

δεν ανοίγει λεξικό. Και που δεν διαβάηει ψάχνοντασ

ιδζεσ. Μα ποιόσ εγϊ που κα το πω ε; Οφτε

μυκιςτόρθμα ζχει γράψει, οφτε ζχει εκδοκεί. Οφτε ςε

βιβλιοπαρουςίαςθ ντάντεψε καλλίγραμμεσ κυράτςεσ.

Μετά χαράσ λοιπόν να μπω κι εγϊ εκεί, για να μπορϊ

πια να μιλάω και ν’ ακοφγομαι πιο πζρα. Να παίρνω

κάνα φράγκο τοισ εκατό κι εγϊ. Μετά χαράσ να

γλείψω κριτικι που δεν τθν ξζρω καν. Χαίρεται λοιπόν

κυρία κριτικι, γεια ςασ μεγαλειότατε εκδότθ. Τι ςασ

ιρκε φζτοσ να ςασ γράψω; Ανατολίτικθ ιςτορία

παραγγζλνετε για φζτοσ; Ζφταςε. Ρορνό για να

πουλιςει; Αμζςωσ κόςμε. Να κολλιςουμε κι αφίςεσ,

με τθν όμορφθ τθ μοφρθ μου ε; Μα φυςικά. Μα όχι.

Πποιοσ τηάμπα ςου μιλά ότι κζλει λζει. Κι ότι κζλεισ

λζει όποιοσ ςου ηθτά. Λογοτζχνεσ άκαιροι και ποιθτζσ

Page 16: νεα γενια

φευγάτοι, πζςτε μασ που ηείτε; Μάλλον ςτροβιλίηεςτε

ςε αρχαίο λεξικό. Καλζσ δουλειζσ λοιπόν.

Μυκιςτόρθμα ςασ γράφω, και ςασ ςτζλνω τισ ευχζσ

μου για πολλά ακόμθ μπράβο.