Post on 26-Dec-2019
1
ΚΛΙΚστα ελληνικά
επίπεδο Α1για παιδιά (6–12 ετών)
Α΄ & B΄ Μέρος
Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ
2
3
Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ∆ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι ΑΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ∆ΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
επίπεδο Α1
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣτων
ΑΣΚΗΣΕΩΝ
για παιδιά (6-12 ετών)
A΄ Mέροςεπίπεδο Α1για παιδιά (6–12 ετών)
Α΄ & B΄ Μέρος
Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ
4
Το τεύχος ΚΛΙΚ στα ελληνικά – Γλωσσάρι ελληνο-αγγλικό συνοδεύει το βιβλίο των Μ. Καρακύργιου & Β. Παναγιωτίδου ΚΛΙΚ στα ελληνικά, επί πεδο Α1 – για παιδιά 6-12 ετών, Α & B´ Μέρος, Θεσσαλονίκη 2015, ανατ. 2016
ISBN SET: 978-960-7779-70-0
Σύνταξη & Επιμέλεια: Μαρία Χρίτη Κατερίνα Πρανέντση
© Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Καραμαούνα 1, Πλατεία Σκρα, 551 32 Καλαμαριά, Θεσσαλονίκη
τηλ.: +302313 331500
φαξ: +302313 331502
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: centre@komvos.edu.gr
ιστοσελίδα: http://www.greeklanguage.gr/
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη και σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993 και τους λοιπούς κανόνες του Εθνικού και Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Παραγωγή: Eκδόσεις ΖΗΤΗwww.ziti.gr
5
5
αβγό, το – άσχημα
Α, α = άλφα
αβγό, το = eggαγαπάω, -ώ = to loveαγάπη, η = loveαγαπημένος, -η, -ο = favoriteΑγγέλα, η = AngelaΆγγελος, ο = AngeloΑγγλία, η = Englandαγγλική γλώσσα (/αγγλικά) =
ΕnglishΆγγλος, -ίδα = English(man/-
woman)αγγούρι, το = cucumberαγελάδα, η = cow αγκινάρα, η = artichokeάγκυρα, η = anchorαγορά, η = market, marketplace λαϊκή αγορά, η = street marketαγοράζω = to buyαγόρι, το = boyάγχος, το [see also αγωνία] = stress,
anxiety, worryαγώνας, ο = match, gameαγωνία, η [see also άγχος] = stress,
anxiety, worryάδειος, -α, -ο = empty, vacantαδερφή, η = sisterαδερφός, ο = brother αδύνατος, -η, -ο = thin, slimΑΕΚ, η [sports association from
Athens] = ΑΕΚ αέρας, ο = wind έχει αέρα = it is windyαεροδρόμιο, το = airportαεροπλάνο, το = airplaneαεροσυνοδός, ο/η = air host/hostessΑθήνα, η = Athensάθλημα, το = sportαθώος, -α, -ο = innocentΆθως, ο [from “The Three Musqe-
teers”] = Athos αιγυπτιακός, -ή, -ό = EgyptianAιγύπτιος, -α = EgyptianΑίγυπτος, η = Egyptαίθουσα, η [in a school] =
classroomΑίσωπος, ο = Aesopusαιτία, η = cause, reasonακολουθώ = to followακόμη [quantitative] = even, more
ακόμη [temporal] = yet, stillακορντεόν, το = accordionακούω = to hear, to listenάκρη, η = edge, endακριβός, -ή, -ό = expensive, costly(στις 10) ακριβώς = (at ten o’clock)
sharp ακροβάτης, ο = acrobatΑκρόπολη, η = Acropolisακτή, η = beachαλάτι, το = saltΑλαντίν, ο = AladinΑλβανία, η = Albaniaαλβανική γλώσσα (/αλβανικά) =
Albanianαλβανικός, -ή, -ό = AlbanianΑλβανός, -ή/-ίδα = AlbanianΑλέξανδρος, ο = AlexanderΑλέξης, ο = Alexαλεπού, η = foxαλεύρι, το = flourαλήθεια, η = truthΑλίκη, η = Alice αλλά [see also μα] = butαλλάζω = to changeάλλος, -η, -ο = other, another, elseάλογο, το = horse αλφαβήτα/αλφάβητo, η/το =
alphabetαμερικανικός, -ή, -ό = AmericanΑμερικανός, -ίδα = AmericanΑμερική, η (Ηνωμένες Πολιτείες / ΗΠΑ)
= United Sates of America (USA)ανανάς, ο = pineappleΑναστασία, η = Anastasiaαναψυκτικό, το = refreshment,
beverageανεβαίνω = to rise, to climb, to get onΑνέστης, ο = Anestisανησυχώ = to worry, to be
concernedανθίζω = to blossomανιψιά, η = nieceανιψιός, o = nephewΆννα, η = Anna ανοίγω = to openάνοιξη, η = springανοιχτός, -ή, -ό = openαντίθετος, -η, -ο = oppositeαντικείμενο, το [see also πράγμα] =
object, thing
αντικρίζω = to face, to seeάντρας, ο = manάντρας, ο (σύζυγος) = husbandΑντρέας, ο = Andrew Αντώνης, o = AnthonyΑντωνία, η = Antoniaαπάντηση, η = answer, respond,
reply απαντάω, -ώ = to answer, to re-
spond, to replyαπό = from, sinceαπό μέσα/από έξω = from inside/
outsideαπόγευμα, το = afternoon, eveningαποτέλεσμα, το = resultΑπρίλιος, ο = AprilΆραμις, o [from “The Three Musqe-
teers”] = Aramisαργά = lateΑργεντινή, η = Argentinaαργός, -ή, -ό = slowΑργοστόλι, το = Argostoliαργώ = to be late(μου) αρέσει = to like Άρης, o [proper name] = ArisΆρης, ο [sports association from
Thessaloniki] = ArisΆρης, ο [ancient Greek god of war
/ planet] = Mars Άριελ, η = Arielαριθμός, ο = numberαριστερά [adverb] = (to the) leftαρκούδα, η = bearαρχαιολογικός, -ή, -ό = archaeolog-
icalαρχαιολογικός χώρος, ο = archaeo-
logical siteαρχαίος, -α, -ο = ancientαρχή, η = beginning, startαρχηγός, ο = leader, chiefαρχίζω = to begin, to startασανσέρ, το = lift, elevatorΑσία, η = Asiaάσκηση, η = task, exerciseάσπρος, -η, -ο = whiteαστείος, -α, -ο = funnyαστέρι, το = starΑστερίξ, ο = Asterix«Το ασχημόπαπο» [fairy tale title] =
“Ugly Duckling”άσχημα = badly
6
6
άσχημος, -η, -ο – γυρίζω/γυρνάω
άσχημος, -η, -ο = uglyάτομο, το [human being] = personατύχημα, το = accidentατυχία, η = misfortuneΑύγουστος, ο = Augustαυλή, η = yardαύριο = tomorrowΑυστραλία, η = AustraliaΑυστραλός, -ή = Australianαυτί, το = earαυτοί, -ές, -ά = these, theyαυτοκίνητο, το = carαυτοκόλλητο, το = stickerαυτούς, -ές, -ά [accusative] = themαυτός, -ή, -ό [for persons] = he, she, itαυτός, -ή, -ό [not for persons] = thisαφίσα, η = posterΑφρική, η = Africaαχλάδι, το = pear
Β, β = βήτα
Βαγγέλης, ο = Vaggelis/Vanghelisβάζω = to putβαθμός, ο = gradeβαλίτσα, η = suitcaseβάρος, το = weight βασίλειο, το = kingdomΒασίλης, ο = Vassilisβασιλιάς, ο = kingΒασιλική, η = Vassilikiβασιλοπούλα, η = princessΒάσω, η = Vassoβάτραχος, ο = frogβάφω = to paintβγάζω = to take out, to take offβγαίνω = to get out, to go out(ε)βδομάδα, η = week βέβαια = of course, certainlyβελγικός, -ή, -ό = BelgianΒέλγιο, το = BelgiumΒέλγος, -ίδα = BelgianΒερν, Ιούλιος, ο = Jules Verneβήμα, το = stepβιβλίο, το = book βιβλιοθήκη, η [furniture] = bookcaseβιβλιοθήκη, η [room, building] =
library Βίκυ, η = Vickyβιολί, το = violin
βλέπω = to see, to look, to watchβοηθάω, -ώ = to helpβοήθεια, η = helpβόλεϊ, το = volley ballΒόλος, ο = Volosβόλτα, η = walk κάνω βόλτα = to take a walkβουνό, το = mountainβούτυρο, το = butterβράδυ, το = eveningΒρέμη, η = Bremenβρέχει = it is rainingβρίσκω = to findβρόμικος, -η, -ο = dirtyβροχή, η = rainβρύση, η = tapβυθός, ο = seabed
Γ, γ = γάμα
γαβγίζω = to barkγάιδαρος/γαϊδούρι, ο/το = donkeyγάλα, το = milkγαλάζιος, -α, -ο = blueγαλανός, -ή, -ό = blueΓαλλία, η = Franceγαλλική γλώσσα (/γαλλικά) = Frenchγαλλικός, -ή, -ό = FrenchΓάλλος, -ίδα = Frenchγάντι, το = gloveγαριδάκι, το = crispγάτα, η = catγεια = hi/helloγείτονας, ο = neighbourγειτονιά, η = neighbourhoodγελάω, -ώ = to laughγεμάτος, -η, -o = fullγενέθλια, τα = birthdayγενναίος, -α, -ο = brave, fearlessΓερμανία, η = Germanyγερμανική γλώσσα (/γερμανικά) =
Germanγερμανικός, -ή, -ό = GermanΓερμανός, -ίδα = Germanγέρος, ο [adjective] = oldγέρος, ο [noun] = old manΓεωγραφία, η [school subject] =
geographyΓεωργία, η [proper name] = Georgiaγήπεδο, το = playing field
για = forγιαγιά, η = grandmother, grandmaγιαγιάκα, η = grannyγιαλός, ο = seashore, seaside,
coastlineΓιάννα, η = GiannaΓιάννης, ο = Johnγιαούρτι, το = yoghurtΓιαπωνέζος, -α = Japaneseγιατί [explanatory] = becauseγιατί [interrogative] = whyγίγαντας, ο = giantγίνομαι = to becomeγιος, ο = sonγιρλάντα, η = garlandΓιώργος, ο = Georgeγκάιντα, η = pipe, bagpipeγκολ, το = goalΓκρέτελ, η = Gretelγκρι, το = greyγκρίζος, -α, -ο = greyΓκριμ, αδερφοί, οι = Grimm brothersγλυκός, -ιά, -ό [adjective] = sweet,
cute (metaphorical)γλώσσα, η [part of the body] =
tongueγλώσσα, η [linguistics] = languageγλώσσα μητρική, η = mother tongueΓλώσσα, η [school subject] =
language (Greek, English, etc.) γνωρίζω = to knowγνωστός, -ή, -ό = knownγονείς, οι = parentsγοργός, ή, -ό [see also γρήγορος] =
quick, fast, rapid, speedyγουρούνι, το = pigγράμμα, το = letterγραμματόσημο, το = stampγραμμή, η = lineγραπτός, -ή, -ό = writtenγραφείο, το [furniture] = deskγραφείο, το [room, service] = officeγράφω = to writeΓρηγόρης, o = Gregoryγρήγορος, -η, -ο = fast, quickγυμναστήριο, το = gymγυμναστική, η = exercise, gymnastics ρυθμική γυμναστική = rythmic
gymnasticsγυναίκα, η = womanγυρίζω/γυρνάω = to come back
7
7
γυριστός, -ή, -ό – εξήντα
γυριστός, -ή, -ό = turnedΓωγώ, η = Gogo
Δ, δ = δέλτα
Δανάη, η = Danaeδάσκαλος/-α, ο/η = teacherδάσος, το = forestδάχτυλο, το [of hand] = fingerδάχτυλο, το [of foot] = toeδείχνω = to showδέκα = tenδεκαεννιά = nineteenδεκαέξι = sixteenδεκαεπτά = seventeenδεκαοκτώ = eighteenδεκαπέντε = fifteenδεκατέσσερις, δεκατέσσερα =
fourteenδεκατρείς, δεκατρία = thirteenΔεκέμβριος, ο = Decemberδελφίνι, το = dolphinδε(ν) = notδέντρο, το = treeδεξιά [adverb] = (to the) rightΔέσποινα, η = Despina/DespoinaΔευτέρα, η = Mondayδεύτερος, -η, -ο = secondΔήμητρα, η = DimitraΔημήτρης, ο = Jim/DimitrisΔημοτικό σχολείο, το = Elementa-
ry/Primary Schoolδιαβάζω = to readδιάβασμα, το = reading, studyingδιαγώνισμα, το = testδιαδρομή, η = way, path, routeδιαιτητής, ο = refereeδιακοπές, οι = holiday, vacationδιαλέγω = to chooseδιάλειμμα, το = breakδιάλογος, ο = dialogueδιαλυτικά, τα = umlautδιασκέδαση, η = entertainment, fun,
amusementδιαφήμιση, η = advertisement, adδιαφορά, η = differenceδιαφορετικός, -ή, -ό = differentδιάφορος, -η, -ο = different,
variousδιεύθυνση, η = address
δικός, -ή, -ό / δικοί, -ές, -ά μου = my, mine
δικός, -ή, -ό / δικοί, -ές, -ά σου/σας = your, yours
δικός, -ή, -ό / δικοί, -ές, -ά του [masc.] = his
δικός, -ή, -ό / δικοί, -ές, -ά της = her, hers
δικός, -ή, -ό / δικοί, -ές, -ά του [neutr.] = its
δικός, -ή, -ό / δικοί, -ές, -ά μας = our, ours
δικός, -ή, -ό / δικοί, -ές, -ά σας = your, yours
δικός, -ή, -ό / δικοί, -ές, -ά τους = their, theirs
δίνω = to giveδίπλα = besideδιπλανός, -ή, -ό = nearbyδιπλός, -ή, -ό = doubleδιψάω, -ώ = to be thirstyΔον Κιχώτης, ο = Don Quixoteδόντι, το = toothδόντια, τα = teethΔόξα Δράμας, η [sports association
from Drama] = Doxa Dramas δουλειά, η = work δουλειές σπιτιού, οι = house-
work, housekeeping choresδουλεύω = to workΔούρειος Ίππος, ο = Trojan horse Δράκος, ο = dragonΔρακουμέλ, ο [from “Τhe Smurfs”]
= Gargamelδρόμος, ο = road, streetδυνατά = stronglyδυνατά [for sound] = loud, loudlyδυνατός, -ή, -ό = strongδύο = two και οι δύο = bothδύσκολος, -η, -ο = difficultδώδεκα = twelveδωμάτιο, το = roomΔώρα, η = Doraδωρεάν = free of chargeδώρο, το = present
Ε, ε = έψιλον
εβδομήντα = seventyεγγόνι, το = grandchild
εγώ = IΕδιμβούργο, το = Edinburghεδώ = hereεικόνα, η = image, pictureείκοσι = twentyείκοσι ένας/μία/ένα = twenty oneείκοσι = twentyείμαι = I amΕιρήνη, η [proper name] = Ireneειρήνη, η = peaceεισιτήριο, το = ticketεκατό = a hundred εκδρομή, η = excursionεκεί = thereεκείνη [accusative] = herεκείνον [accusative] = himεκείνος, -η, -ο = thatεκκλησία, η = churchέκπληξη, η = surpriseεκπομπή, η = show, programΕλένη, η = Helenελέφαντας, ο = elephantελιά, η = olive ελικόπτερο, το = helicopterΕλίνα, η = ElinaΕλισάβετ, η = ElisabethΕλλάδα, η = GreeceΈλλη, η = ElliΈλληνας/-ίδα, ο/η = Greekελληνική γλώσσα (/ελληνικά) =
Greekελληνικός, -ή, -ό = Greek, HellenicΕλπίδα, η [proper name] = Elpidaελπίδα, η = hopeελπίζω = to hopeΈλσα, η = Elsaεμείς = weεμένα = meΕλευθερία, η [proper name] =
Eleftheriaένας, μία, ένα [numerical] = oneένας, μια, ένα [indefinite] = a/anεννέα/εννιά = nineενενήντα = ninety έντεκα = elevenενότητα, η = unitεντάξει = OKενώνω = to joinεξετάσεις, οι = examinations, examsέξι = sixεξήντα = sixty
8
8
έξω – καθαρίζω
έξω = outέξω από = outsideέπιπλο, το = furnitureεπίσης = also, too, as wellεπισκέπτομαι = to visitεπίσκεψη, η = visitεπιστήμη, η = scienceεπιστρέφω = to come back,
to returnεπιτραπέζιο παιχνίδι, το = board
gameεπόμενος, -η, -ο = next, followingεποχή, η = seasonεπώνυμο, το = surnameεργαλείο, το = toolεργασία, η = work, projectέρχομαι = to comeέρημος, -η, -ο = lonesome,
desertedερώτηση, η = questionεστιατόριο, το = restaurantεσύ, εσείς = youεσένα = youετοιμάζω [see also προετοιμάζω] =
to prepareετοιμασία, η [see also προετοιμα-
σία] = preparationέτοιμος, -η, -ο = readyέτος, το [see also χρόνος] = yearέτσι = this way, thus, soΕυάγγελος [see also Βαγγέλης], ο =
Evaggelos, Evanghelosευγενικός, -ή, -ό = kind, politeΕύη, η = Eviεύκολος, -η, -ο = easyευρώ, το = euroευρωπαϊκός, -ή, -ό = EuropeanΕυρωπαίος, -α = EuropeanΕυρώπη, η = Europeευτυχία, η = happinessευτυχισμένος, -η, -ο = happyευχάριστος, -η, -ο = pleasantευχαριστώ = to thankΕυχαριστώ! = Thanks! / Thank you!ευχή, η = wishέφηβος/-η, ο/η = teenagerεφημερίδα, η = newspaperεφτά/επτά = sevenεφτακόσιοι/επτακόσιοι, -ες, -α =
seven hundredέχω = to have
Ζ, ζ = ζήτα
ζάχαρη, η = sugarζέβρα, η = zebraΖήσης, ο = Zisisζεϊμπέκικο, το [Greek dance] =
zeibekiko ζευγάρι, το = pairζω = to liveζούγκλα, η = jungleζωγραφίζω = to paint, to drawζωγραφική, η = paintingζωγραφιά, η = drawingζωή, η = lifeζώνη, η = beltζώο, το = animal
Η, η = ήτα
ή [disjunctive] = orΉβη, η = Iviηθοποιός, η = actressηθοποιός, ο = actorηλεκτρικός, -ή, -ό = electricΗλιάνα, η = IlianaΗλίας, ο = Eliasηλικία, η = ageήλιος, ο = sun έχει ήλιο = it is sunnyημέρα, η [see also μέρα] = dayημερολόγιο, το = calendarΗρακλής, ο [sports association from
Thessaloniki] = IraklisΗρακλής, ο [proper name/hero of
ancient Greek mythology] = Hercules
ήρεμος, -η, -ο = calm, peacefulήρωας, ο = heroησυχία, η = silence, quietnessήσυχος, -η, -ο = quiet, calm
Θ, θ = θήτα
θα = will, going toθάλασσα, η = seaθαλασσί, το = blueΘανάσης, ο = ThanassisΘάνος, ο = Thanosθέα, η = view
θεατής, ο = spectator, audienceθέατρο, το = theatreθεία, η = auntθείος, ο = uncleθέλω = to wantθέμα, το = subject, subject matterΘερβάντες Μιχαήλ, ο = Miguel de
Cervantes θέση, η = seat, place, positionΘεσσαλονίκη, η = Thessalonikiθησαυρός, ο = treasureθρανίο, το = deskθυμάμαι = to rememberΘωμαή, η = Thomais
Ι, ι = γιώτα
Ιανουάριος, ο = JanuaryΙαπωνία, η = Japanίδιος, -α, -ο = the sameΙάσονας, ο = JasonΙούλιος, ο = JulyΙούνιος, ο = Juneιππασία, η = ridingιππότης, ο = knightιπποπόταμος, ο = hippopotamus,
hippoίσιος, -α, -ο = straightΙσπανία, η = Spainισπανική γλώσσα (/ισπανικά) =
Spanishισπανικός, -ή, -ό = SpanishΙσπανός, -ίδα = Spanishιστορία, η = history, storyΙστορία, η [school subject] =
History class Ιταλία, η = Italyιταλική γλώσσα (/ιταλικά) = Italianιταλικός, -ή, -ό = ItalianΙταλός, -ίδα = ItalianΙωάννα, η = IoannaΙωάννινα, τα = Ioannina
Κ, κ = κάπα
Καβάλα, η = Κavalaκάδρο, το = frame, picture frameκαημένος, -η, -ο = poorκαθαρίζω = to clean
9
9
κάθε – κουνάω, -ώ
κάθε = everyκαθόλου = any, at allκαθρέφτης, ο = mirrorκαι = andκαινούριος, -ια, -ιο [see also νέος]
= newΚάιρο, το = Cairoκαιρός, ο = wheather μια φορά και έναν καιρό =
οnce upon a timeΚαίτη, η = Kateκακός, -ή, -ό = badκαλά [adverb] = good, wellκαλάθι, το = basket, binκαλή διασκέδαση = have a nice time,
enjoyκαλημέρα = goodmorningκαλοκαίρι, το = summerκαλός, -ή, -ό = goodΚαλαμάτα, η = Kalamataκαλσόν, το = tights, pantyhoseκάλτσα, η = sockκαλώ [on the phone] = to call καλώ [to a party, etc] = to inviteκαμηλοπάρδαλη, η = giraffeΚαναδάς, ο = Canadaκαναδικός, -ή, -ό = CanadianKαναδός, -ή = Canadianκαναπές, ο = sofακανό, το = canoeκανένας (/κανείς), καμία/καμιά, κα-
νένα = no, no one κάνω = to do, to make πόσο κάνει; [for prices, see also
κοστίζω] = how much does it cost?
καπέλο, το = hatκαπετάνιος, ο = captainκάποτε = once, someday, one dayκάπως = somehow, somewhatκαράβι, το [see also πλοίο] = boat,
shipΚαραγκιόζης, ο [popular hero
in Greek shadow play] = Karaghiozis
καραμέλα, η = candyκαρδιά, η = heartκαρέκλα, η = chairκαρότο, το = carrotκαρπούζι, το = water melonκάρτα, η = card
κασετίνα, η = pencil case, pencil holder
κασκόλ, το = scarfΚαστοριά, η = Kastoriaκάστρο, το = castleκαταγωγή, η = origins, descentκαταλαβαίνω = to understandκαταπληκτικός, -ή, -ό = amazingκατασκήνωση, η = camp πηγαίνω κατασκήνωση = to go
campingκατεβαίνω = to get downΚατερίνα, η = Catherineκατοικώ = to live, to inhabitΚάτια, η = Katjaκατσίκα/κατσίκι, η/το = goatκάτω = downκάτω από = underκαφέ [colour] = brownκαφενείο, το [a type of Greek coffee
house] = kafeneioκείμενο, το = textκελαηδώ = to chirp, to singκεντρικός, -ή, -ό = centralκέντρο, το = centreκενό, το = gapΚένταυρος, ο = Centaurκερδίζω = to winκερί, το = candleκεφάλι, το = headκήπος, ο = gardenκιθάρα, η = guitarκιλό, το = kiloκιμάς, ο = minced meatκιμωλία, η = chalkΚίνα, η = Chinaκινεζική γλώσσα (/κινέζικα) = Chineseκινεζικός, -ή, -ό = ChineseΚινέζος, -α = Chinese κινηματογράφος, ο [see also σινε-
μά] = cinemaκινούμενο σχέδιο, το = cartoonκίτρινος, -η, -ο = yellowκλαδί, το = branch, stickκλασική μουσική, η = classical musicκλείνω [a door, a window, the radio]
= to close, to shut, to turn offκλείνω [to reserve a ticket, a room
at a hotel etc.] = to bookκλείνω [a table at a restaurant] = to
reserve
κλεισμένος, -η, -ο [for a door, a window, etc] = closed, shut
κλειστός, ή, -ό [for eyes, windows etc] = shut, closed
κλειστός, ή, -ό [for the light, elec-tronic devices] = turned off
κλοτσάω, -ώ = to kickκλόουν, ο = clownκλουβί, το = cageκλωστή, η = threadκοιμάμαι = to sleepκοιτώ, κοιτάζω = to look (at)κόκκινος, -η, -ο = red«Η Κοκκινοσκουφίτσα» [fairy tale
title] = “Little Red Riding Hood”κόκορας, ο = roosterκολλάω, -ώ = to stickκόλλα, η = glow«(παίζω την) κολοκυθιά» = “play 20
questions”κόλπο, το = trickκολύμπι, το = swimmingκομμάτι, το = pieceκοντά = close, near, nearbyκοντομάνικη μπλούζα, η = T-shirtκοντός, -ή, -ό = shortκοπέλα, η = girl κοράκι, το = crowκορδέλα, η [rythmic gymnastics] =
ribbonκόρη, η = daughterκορίνα [rythmic gymnastics] = clubκορίτσι, το = girlκορμάκι, το [gymnastics, ballet] =
bodysuit, leotardΚοσμάς, ο = Cosmasκόσμος, ο = people, crowdκοστίζω [see also κάνω] = to costκοτόπουλο/κότα, το/η = chickenκουβαλάω, -ώ = to carryκουβάς, ο = bucketκουβέρτα, η = blanketκουζίνα, η [room] = kitchenκουζίνα ηλεκτρική, η [kitchen
appliance] = (electric) stove, (electric) cooker
κουζινικά, τα = toy cutleryκούκλα, η = doll κουκλοθέατρο, το = puppet showκουνάω, -ώ = to move, to shake, to
swing
10
10
κούνια, η – μικρός, -ή, -ό
κούνια, η = swingκουνέλι, το = rabbitκουκουβάγια, η = owlκουλούρι, το = bagel, simitκουπί, το = rowκουτάλι, το = spoonκουτί, το = boxκουρτίνα, η = curtainκουτσό, το = hopscotchκρατάω, -ώ = to holdκρέας, το = meatκρεβάτι, το = bedκρεμάστρα, η = hanger, hookκρεμμύδι, το = onionκρεoπωλείο, το = the butcher'sΚρήτη, η = Creteκροκόδειλος, ο = crocodileκρυμμένος, -η, -ο = hiddenκάνει/έχει κρύο = it is coldκρυφτό, το = hide-and-seekκύκλος, ο = circleκυκλώνω = to circleΚύκλωπας, ο = Cyclopsκυλικείο, το = canteenκύμα, το = waveκυνηγητό, το = cat and mouseκυρία, η = lady, madamΚυριακή, η [day of the week] =
Sunday Κυριακή, η [proper name] =
KyriakiΚυριάκος, ο = Kyriakosκύριος, ο = sir, misterκωμωδία, η = comedyΚως, η = CosΚώστας, ο = Kostas
Λ, λ = λάμδα
λαβύρινθος, ο = labyrinthλαγός, ο = hareλάδι, το = oilλάθος, το [noun] = mistake, errorλάθος, ο/η/το [adjective] = false,
incorrect, wrongλαϊκή μουσική, η = popular musicλαιμός, ο = neckΛάρισα, η = Larissaλαχανικό, το = vegetable λάχανο, το = cabbage
λείπω = to be absent, to be missingλεκάνη, η = wash basinλεμονάδα, η = lemonadeλεμόνι, το = lemonλέξη, η = wordλεπτό, το = minuteΛευτέρης, ο = Lefterisλεφτά, τα [see also χρήματα] =
moneyλέω = to sayλεωφορείο, το = busλεωφορείο σχολικό, το = school
busΛιάνα, η = Liana(για) λίγο [temporal] = for a while(σε) λίγο [temporal] = in a whileλίγοι, -ες, -α [countable] = a fewλίγος, -η, -ο [non countable] =
some, a littleΛίζα, η = Lisaλιμάνι, το = portλίμνη, η = lakeλιοντάρι, το = lionλίστα, η = listλίστα με ψώνια, η = shopping listλόγος, ο [linguistics] = speechΛονδίνο, το = Londonλουλούδι, το = flowerλύκος, ο = wolfλυπημένος, -η, -ο = sadλύση, η = solution, answer
Μ, μ = μι
μα [see also αλλά] = butμαγαζί, το = shop, storeμαγικός, -ή, -ό = magicμάγισσα, η = witchμάγος, ο = magicianΜαδρίτη, η = Madridμαζί = togetherμαζί με = withμαθαίνω = to learnμάθημα, το = subject, lesson,
course, classΜαθηματικά, τα = Mathematics,
Mathsμαθητής/-τρια, ο/η = pupil, studentμαϊμού, η = monkeyΜάιος, ο = May
μακαρόνια, τα = macaroni, spa-ghetti, pasta
μακριά = far, awayμακρινός, -ή, -ό = distant μακρύς, -ιά, -ύ = longμαλλιά, τα = hairμάλλον = maybe, perhapsμαλώνω = to quarrel, to argueμαμά, η [see also μητέρα] = mom,
mum, mommyμανάβικο, το = the grocer'sΜανόλης, ο = Manolisμαντεύω = to guessμαντίλι, το = handkerchief, scarfμαντολίνο, το = mandolinμαξιλάρι, το = pillowΜαίρη, η = MaryΜαργαρίτα, η = MargaretΜαρί, η = MarieΜαρία, η = Maria, MaryΜαρία-Νεφέλη, η = Maria-NefeliΜάριος, ο = MariosΜαριώ, η = Marioμαρκαδόρος, ο = markerΜάρκος, ο = Markμασάω, -ώ = to chewμασκότ, η = mascotΜάρτιος, ο = Marchμάτι, το = eyeμαστίχα, η = chewing gumμαύρος, -η, -ο = blackμαχαίρι, το = knifeμε = withμε λένε = my name isμεγάλος, -η, -ο [age] = grown up,
adultμεγάλος, -η, -ο [size] = big, largeμέλι, το = honeyμένω = to stay, to liveμέρα, η [see also ημέρα] = dayμέρμηγκας/μυρμήγκι, o/το = antμέσα σε = in, intoμέση, η [place] = middleμεσημέρι, το = noonμετά = after, afterwardsμεταξύ = betweenμετράω, -ώ = to countμήλο, το = appleΜηνάς, ο = Minasμητέρα, η [see also μαμά] = motherμικρός, -ή, -ό [age] = little, young
11
11
«O μικρός Πρίγκιπας» – oρθογώνιο, το
«O μικρός Πρίγκιπας» [book title] = “The Little Prince”
μικρός, -ή, -ό [size] = small, littleμιλάω, -ώ = to talk, to speakμισός, -ή, -ό = halfΜιχαέλα, η = MichaelaΜιχάλης, ο = Michaelμοβ = purpleμοιάζω = to look like«O μολυβένιος στρατιώτης» [fairy
tale title] = “The Steadfast Tin Soldier”
μολύβι, το = pencilμόνο = onlyμονοκατοικία, η = detached houseμόνος, -η, -ο = alone, onlyμονός, -ή, -ό = singleμοντέρνος, -α, -ο = modernΜόσχα, η = Moscowμουσείο, το = museumμουσική, η = musicμουσικό όργανο, το = musical
instrumentμουσικός, ο/η = musicianμπαίνω = to get into, to enterμπάλα, η = ballμπαλαρίνα, η = ballerinaμπαλκόνι, το = balconyμπαλόνι, το = ballonμπαμπάς, ο [see also πατέρας] =
dad, daddyΜπάμπης, ο = Babisμπανάνα, η = bananaμπανιέρα, η = bath tubμπάνιο, το [room] = bathroom, bathκάνω μπάνιο [at home] = to have/
take a bathκάνω μπάνιο [at the sea] = to swimμπάσκετ, το = basketballμπέμπης, ο = baby boyμπιφτέκι, το = burgerμπλε = blueμπλούζα, η = blouseμπότα, η = bootμπορώ = canμπουφάν, το = jacket, coatμπροστά = aheadμπροστά από = in front ofμπριζόλα, η = stake μυρμήγκι, το = antμυστικό, το = secret
Μυτιλήνη, η = Mytileneμωρό, το = baby
Ν, ν = νι
ναι = yesνάνος, ο = dwarfΝαύπλιο, το = Nafplioναύτης, ο = sailorνέα, τα = newsνέος, -α, -ο [age] = youngνέος, -α, -ο [see also καινούργιος]
= newνεράιδα, η = fairyνερό, το = waterνησί, το = islandνησιώτικος, -η, -ο = of the island νιαουρίζω = to meowΝίκη, η [proper name] = Nikiνίκη, η = victory, winνικητής/-τρια, ο/η = winnerΝίκος, o = NickΝιόβη, η = Nioviνιώθω = to feelΝοέμβριος, ο = November νοσοκομείο, το = hospitalνοσοκόμος/-α, ο/η = nurseνότα, η = noteνούμερο, το [circus, theater] = act,
performanceνούμερο, το [see also αριθμός] =
numberΝτίνα, η = Ntinaντομάτα, η = tomatoντουλάπα, η = closet, wardrobeντουλάπι, το = cupboardντραμς/νταούλι, τα/το = drumsνωρίς = early
Ξ, ξ = ξι
ξάδερφος/ξαδέρφη, ο/η = cousinξανά = againξαναγράφω = to rewriteξαναμιλάω, -ώ = to talk againΞάνθη, η = Xanthiξανθός, -ή/-ιά, -ό = blondξεκινάω, -ώ [transitive] = to begin,
to start
ξεκινάω, -ώ [non transitive] = to depart, to go
Ξένια, η = Xeniaξενοδοχείο, το = hotelξένος, -η, -ο [adjective] = foreignξένος/-η, ο/η [noun] = strangerξέρω = to knowξεσκονίζω = to dustξύλο, το = woodξυλοκόπος, ο = lumberjackξυπνάω, -ώ = to wake upξυπνητήρι, το = alarm clockξύστρα, η = sharpenerξωτικό, το = elf
O, o = όμικρον
Οβελίξ, ο = Obelixογδόντα = eightyοδηγία, η = instruction, directionοδηγώ = to drive, to guide Οδυσσέας, ο = Odysseusο, η, το [article], = theοικογένεια, η = familyοικογενειακό δέντρο, το = family treeοκτώ /οχτώ = eightΟκτώβριος, ο = OctoberΌλγα, η = OlgaΟλλανδία, η = Hollandολλανδική γλώσσα (/ολλανδικά) =
Dutchολλανδικός, -ή, -ό = DutchΟλλανδός, -ή = Dutch όλοι, -ες, -α = all, everyόλος, -η, -ο = the wholeΟλυμπιακός, ο [sports association
from Pireaus] = OlympiakosΟλυμπιακοί αγώνες, οι = Olympic
gamesομάδα, η = teamόμορφος, -η, -ο = beautiful, prettyομπρέλα, η = umbrellaόμως [see also αλλά, μα] = but,
howeverονειρεμένος, -η, -ο = dreamyόνειρο, το = dreamόνομα, το = nameόπως = like, asΟρέστης, ο = Orestesoρθογώνιο, το = rectangle
12
12
Ορίστε! – ποιος, -α, -ο
Ορίστε! = Here you are!Ορίστε; = I beg your pardon?όροφος, ο = floorόταν = whenΟυρανία, η = Ourania ουρανός, ο = skyόχι = no
Π, π = πι
πάγκος ποδοσφαίρου, ο = football bench
Πάτρικ, ο = Patricπαϊδάκι, το = chop, ribπαγωτό, το = ice creamπαζλ, το = puzzleπαιδί, το = child, kidπαιδιά, τα = children, kidsπαιδική χαρά, η = playgroundπαιδότοπος, ο = playground παίζω = to playπαίκτης/-τρια, ο/η = playerπαίρνω = to takeπαιχνίδι, το = game, toy παλάτι, το = palaceπάλι = againπαλιός, -ά, -ό = oldπαλτό, το = coatΠαναθηναικός [sports association
from Athens] = Panathenaikos Παναμάς, o = Panamaπανί, το = sail clothπανοπλία, η = armorΠάνος, ο = PanosΠόπη, η = Popiπάντα = alwaysπαντελόνι, το = trousers (a pair of ),
pantsπαντομίμα, η = pantomimeπαντόφλα, η = slipper(ε)πάνω = up(ε)πάνω από = above(ε)πάνω σε = on, ontoΠΑΟΚ, ο [sports association from
Thessaloniki] = Paokπαπαγάλος, ο = parrotπάπια, η = duckπαπούτσι, το = shoe«Ο παπουτσωμένος γάτος» [fairy
tale title] = “Puss in Boots”
παππούς, ο = grandfather, grandad, grandpa
πάρα πολύ = too muchπαράδειγμα, το = exampleπαράθυρο, το = windowπαρακαλώ = to please Σας παρακαλώ! = Please! Παρακαλώ! [in response to
“Thank you!”] = You ’re wel-come!
παρακάτω = below, followingπαρακολουθώ = to watchπαραμύθι, το = fairy taleπαραπάνω / πιο πάνω = aboveΠαρασκευή, η = Fridayπαράσταση, η = show, performanceπαρέα, η = companyΠαρίσι, το = Parisπάρκιγκ, το = parking πάρκο, το = park παρόμοιος,-α, -ο = similarπάρτι, το = partyπατάτα, η = potatoπατατάκια, τα = chipsπατέρας, ο [see also μπαμπάς] =
fatherπατίνι, το = roller skateΠάτρα, η = Patrasπάτωμα, το = floorΠαύλος, ο = Paulπεινάω, -ώ = to be hungryΠειραιάς, ο = Pireausπειρατής, ο = pirateΠέμπτη, η = Thursdayπενήντα = fiftyπέντε = fiveπεπόνι, το = melonπεριγράφω = to describeπεριμένω = to waitπεριοδικό, το = magazineπεριοχή, η = region, districtπερίπτερο, το = kioskπερισσότερος, -η, -ο = moreπερνάω, -ώ = to passπερνάω καλά = to have a good timeπερπατάω, -ώ = to walkΠέρσα, η = Persaπετάω, -ώ [non transitive] = to flyπετάω, -ώ [transitive] = to throwπέτρα, η = stoneΠέτρος, ο = Peter
πετσέτα, η = towelπέφτω = to fallπηγαίνω = to goΠήγασος, ο = Pegasusπηδάω, -ώ = to jumpΠηνελόπη, η = Penelopeπιάνο, το = pianoπιγκ-πογκ, το = ping pongπικ-νικ, το = pic-nicπίνακας, o [in a classroom] =
blackboardπίνακας, ο [work of art] = paintingπίνακας, ο [exercise] = chartπινέλο, το = brushΠινόκιο, ο = Pinocchioπίνω = to drinkπιο = moreπιπέρι, το = pepperπιπεριά, η = pepperπιρούνι, το = forkπίσω = behindπίτα, η = pieπίτσα, η = pizzaΠήτερ Παν, o = Peter Panπλατεία, η = squareπλάτη, η = backπλατσουρίζω = to splashπλένω = to washπλένω τα πιάτα = to do the washing
upπληροφορία/-ες, η/οι = informa-
tion, infoπληροφορική, η = computer scienceπληρώνω = to payπλοίο, το [see also καράβι] = boat,
shipπλούσιος, -α, -ο = rich, wealthyπλυντήριο, το = washing machine βάζω πλυντήριο = to do the
laundryπλώρη, η = prowποδήλατο, το = bicycle, bikeπόδι/πόδια, το/τα = foot / feetποδόσφαιρο, το = footballποιανού, -ής [for a person] = whoseποιον, ποια [accusative for a person]
= whomποιος, -α, -ο [not for human beings]
= whichποιος, -α, -ο [for human beings] =
who
13
13
πόλη, η – σοβαρός, -ή, -ό
πόλη, η = cityπολλοί, -ές, -ά [countable] = many,
a lot ofπολύ = muchπολυθρόνα, η = armchairπολυκατοικία, η = apartment
buildingπολύς, πολλή, πολύ [non count-
able] = muchπολυτέλεια, η = luxuryπολύχρωμος, -η, ο = colorfulπονάει η κοιλιά μου = to have a
stomach acheπονάει το πόδι μου = my foot hurts ποντίκι, το = mouseποντίκια, τα = miceποπ-κορν, το = pop-cornΠόρθος, o [from “The Three
Musqeteers”] = Porthosπόρτα, η = doorπορτοκάλι, το = orangeπορτοκαλάδα, η = orangadeπορτοφόλι, το = walletπόσο κάνει/κάνουν…; = how much
does/do … cost?πόσοι, -ες, -α [countable] = how
manyπόσος, -η, -ο [non countable] =
how muchΠόσων χρονών είσαι; = How old are
you?ποτάμι, το = riverποτήρι, το = glass, cupποτίζω = to waterπού [interrogative] = whereπουκάμισο, το = shirtπουλί, το = bird πουλάκι, το = little birdπουλάω, -ώ = to sellπράγμα, το [see also αντικείμενο]
= thingπράσινος, -η, -ο = greenπρέπει = Ι/you … mustπριγκίπισσα, η = princessπρίγκιπας, ο = princeπρόβατο, το = lambπρόβλημα, το = problemπροετοιμάζω [see also ετοιμάζω] =
to prepareπροετοιμασία, η [see also ετοιμα-
σία] = preparation
προπόνηση, η = trainingπρος = to, towardsπροσεκτικά = carefullyπροσέχω = to be careful, to pay
attentionπροσοχή, η = attentionπρόσωπο, το [individual, or in
grammar] = personπρόσωπο, το [part of the body] =
faceπρόταση, η = sentenceπροτιμάω, -ώ = to preferπροχτές/προχθές = the day before
yesterdayπρωί, το = morningπρωί-πρωί = early in the morning,
first thing in the morningπρώτος, -η, -ο = firstπυραμίδα [stereometry] =
solid triangular shape, pyramid
πώς [interrogative] = howΠώς σε λένε; = What’s your name?
Ρ, ρ = ρο
ραδιόφωνο, το = radio, radiophone
ραδιοφωνικός σταθμός = radio station
ρακέτα, η = racketΡαπουνζέλ, η = Rapunzel ράφι, το = shelfΡέα, η = ReaΡέθυμνο, το = Rethymnoρέστα, τα = changeΡόδος, η = Rhodesροζ = pinkρόλος, ο = role, partρολόι, το [hand] = watchρολόι, το [wall] = clockρούχο, το = clothρύζι, το = riceΡώμη, η = RomeΡωσία, η = Russiaρωσική γλώσσα (/ρωσσικά) =
Russianρωσικός, -ή, -ό = RussianΡώσος, -ίδα = Russianρωτάω, -ώ = to ask
Σ, σ = σίγμα
Σάββατο, το = SaturdayΣαββατοκύριακο, το = weekendΣάκης, ο = Sakisσάκος, ο = bag, sackσαλόνι, το = living roomσαμπουάν, το = shampooσάντουιτς, το = sandwitchσαράντα = fortyσβήνω το φως = turn the light offσβήστρα, η = rubberσγουρός, -ή, -ό = curlyσε = at, toσειρά, η = order, line, row η σειρά μου = my turnσελίδα, η = pageσεντόνι, το = sheetΣεπτέμβριος, ο = Septemberσημαία, η = flagσημαντικός, -ή, -ό = important,
significantσημείωση, η = note, memoσήμερα = todayσιδερένιος, -ια, -ο = ironσίδερο, το [housework] = ironingσιδερώνω = to ironσιδερώστρα, η = ironing boardσινεμά, το [see also κινηματογρά-
φος] = cinema, moviesσκάκι, το = chessσκάλα, η = staircaseσκάλες, οι = stairsσκέφτομαι = to thinkσκηνή, η [theater, circus, concert] =
stageσκηνοθέτης, ο = directorσκι, το = skiing πηγαίνω για σκι = to go skiingσκούπα ηλεκτρική, η = vacuum
cleanerσκουπόξυλο, το = broomstickσκούρος, -η, -ο = darkσκούφος/σκουφί, ο/το = beanie,
hatσκύλος, ο = dogΣκωτία, η = ScotlandΣκωτσέζος, -α = Scotishσκωτσέζικος, -η, -ο = Scotish Σμαρώ, η = Smaroσοβαρός, -ή, -ό = serious
14
14
σοκολάτα, η – ύψος, το
σοκολάτα, η = chocolateσουβλάκι, το = souvlakiσούπα, η = soupσούπερ μάρκετ, το = super marketΣοφί, η = Sofiσοφία, η = wisdom Σοφία, η [proper name] = Sofiaσοφός, -ή, -ό = wiseσπαζοκεφαλιά, η = riddleσπαθί, το = swordσπίτι, το [residence] = houseσπίτι, το [family] = home είμαι σπίτι = to be (at) home μένω σπίτι [to not go out] = to
stay indoors σπουδαίος, -α, -ο = great,
importantσταθμός, ο = stationστάση λεωφορείου, η = bus stopσταυρόλεξο, το = crosswordσταφύλια, τα = grapesΣταχτοπούτα, η = Cinderellaστέλνω = to sendστενάχωρος, -η, -ο = drear, gloomyστενός, -ή, -ό = narrow, tightστήλη, η = columnστιγμή, η = momentστιλό/στιλός, το/ο = penστόμα, το = mouthΣτρουμφίτα, η = Smurfette στρώμα, το = mattressσυγγραφέας, ο/η = authorσυγκάτοικος, ο/η = roommateσυγκρίνω = to compareσυζητάω, -ώ = to discussσυλλαβή, η = syllableσυμμαθητής/-τρια, ο/η = school-
mateσυμπληρώνω = to complete, to fillσυναντάω, -ώ = to meet (with), to
come acrossσυναυλία, η = concertσυνήθως = usuallyσύννεφο, το = cloudσυνταγή, η = recipeσυρτάκι, το [Greek dance] = syrtakiσυρτάρι, το = drawerσυχνά = oftenσφυρίζω = to whistleσφυρίχτρα, η = whistleσχέδιο, το = design
σχήμα, το = shape, formσχοινάκι [rythmic gymnastics] = ropeσχολείο/σχολή, το/η = school«Οι τρεις σωματοφύλακες» [book
title] = “The Three Musketeers”σωπαίνω = to be quiet, to hushσωστός, -ή, -ό = right, correctΣωτήρης, ο = SotirisΣωτηρία, η = Sotiria
Τ, τ = ταυ
ταβέρνα, η = tavernτάγκο, το = tangoταΐζω = to feedταινία, η = movie, filmταιριάζω = to fit, to matchταμείο, το = cash deskΤάνια, η = Taniaτάξη, η [room] = classroomτάξη, η [kids] = classταξιδεύω = to travel, to take a trip,
to make a journeyταξίδι, το = travel, journey, tripΤάσος, o = Tassosταχυδρομείο, το = post officeτελευταίος, -α, -ο = last, finalτέλεια = perfectτελεία, η = dot τελικά = finally, after allτέλος, το = endτένις, το = tennisτεράστιος, -α, -ο = huge, enormous,
giganticτέρμα, το [football] = goalτέρμα λεωφορείου, το = final stop,
terminalτέσσερις, -α = fourΤετάρτη, η = Wednesdayτετράγωνο, το = squareτετράδιο, το = exercise bookτζάκι, το = fire placeΤζιμ, ο = Jimτζιν, το = jeans (a pair of )τζίτζικας/τζιτζίκι, o/το = cicadaτηλεόραση, η = televisionτηλέφωνο, το = telephone, phoneτι = whatΤι κρίμα! = What a pity!τίγρης/-η, ο/η = tiger
τιμή, η = priceΤίνκερμπελ, η = Tinkerbellτίτλος, ο = titleτμήμα, το [teaching] = classτοίχος, ο = wallτόνος, ο = accent markΤουέιν Μάρκ, ο = Mark Twainτούρτα, η = birthday cake τραγουδάω, -ώ = to singτραγούδι, το = songτραγουδιστής/-τρια, ο/η = singerτρακτέρ, το = tractorτραμπάλα, η = seesawτράπεζα, η = bankτραπέζι, το = tableτρένο, το = trainτρέχω = to runτρείς, τρία = threeτριακόσιοι, -ες, -α = three hundredτριάντα = thirtyτρίγωνο, το = triangleΤρίτη, η = Tuesdayτρίτος, -η, -ο = thirdτρώω = to eatτσάμικο, το [Greek dance] =
tsamiko τσάι, το = teaτσάντα σχολική, η = schoolbagτσάντα, η = bag, purseτσίρκο, το = circusτσουλήθρα, η = slideτύμπανο, το = drumτυρί, το = cheeseτυχαίος, -α, -ο = randomτώρα = now
Υ, υ = ύψιλον
Υβόννη, η = Ivonniυγεία, η = healthυγιεινός, -ή, -ό = healthyυλικό, το = materialυπάρχει = there isυπάρχω = to existυπέροχος, -η, -ο = marvellous,
wonderful, splendidυποβρύχιο, το = submarineυπογραμμίζω = to underlineυπολογιστής, ο = computerύψος, το = height
15
15
φαγητό, το – ωστόσο
Φ, φ = φι
φαγητό, το = foodφάκελος, ο = envelopeφακός, ο = flashlightφανάρι, το = traffic lightΦανή, η = FaniΦάνης, ο = Fanisφάρμα, η = farmφασαρία, η = fussφασολιά, η = bean planΦεβρουάριος, ο = Februaryφέτα, η = sliceφέτα, η [Greek cheese] = feta
cheeseφέτος = this yearφεύγω = to leaveφθηνός, -ή, -ό = cheapφθινόπωρο, το = autumnφιλάω, -ώ = to kissφίλος/-η, ο/η = friendφλιτζάνι, το = cupφοβερός, -ή, -ό = terrifying,
frighteningφοιτητής/-τρια, ο/η = studentφορά, η = time μία φορά = once δύο φορές = twiceφοράω, -ώ = to wearφόρεμα, το = dressφούρνος, ο = ovenφούστα, η = skirtφράουλα, η = strawberryφράση, η = phraseφρούτο, το = fruitφρύδι, το = brow, eyebrowφταίω = to be responsible, I am to
blame, it is my faultφτάνω = to arriveφτερό, το = feather, wingφτωχός, -ή, -ό = poorφυλακισμένος, -η, -ο = jailed,
imprisoned, prisonerφύλλο, το = leafΦυσική [school subject/scientific
field] = Physicsφωνάζω = to yell, to speak out loudφωνή, η = voiceφως, το = light
Φωτεινή, η [proper name] = Fotiniφωτεινός, -ή, -ό = bright, luminousΦώτης, ο= Fotisφωτιστικό, το = lampφωτογραφία, η = picture, photo
Χ, χ = χι
χαιρετάω, -ώ = to say helloχαλαρός, -ή, -ό = relaxedχαλί, το = carpetχαμηλός, -ή, -ό = short, lowχάμπουργκερ, το = hamburgerΧάνσελ, o = Hanselχάνω = to loseχαρά, η = happiness, joyχάρακας, ο = rulerΧαρά, η [proper name] = CharaΧάρης, o = CharisΧαρούλα, η = Charoulaχαρούμενος, -η, -ο = happyχάρτης, ο = mapχαρτί, το = paperχειμώνας, o = winterχελιδόνι, το = swallowχελώνα, η = turtleχέρι, το = hand, armΧημεία, η [school subject/scientific
field] = ChemistryΧιλή, η = ChileΧιονάτη, η = Snow Whiteχιόνι, το = snow xιονίζει = it is snowingχιονοπόλεμος, ο = snowballχολ, το = corridorχοντρός, -ή, -ό = fat, thickχορευτής/-τρια, ο/η = dancerχορεύω = to danceχορός, ο = dancingχρήματα, τα = moneyχρησιμοποιώ = to useΧρήστος, o = ChrisΧριστίνα, η = Christinaχρυσάφι, το = goldχρυσός, ο = goldχρώμα, το = colourχρωματίζω = to colour,
to paint
χτενίζω = to combχτένα, η = comb χτες/χθες = yesterdayχτυπάω/-ώ την πόρτα = to knock
on the doorχτυπάει η πόρτα = there is a knock
on the doorχτυπάει το τηλέφωνο = the phone
is ringingχυμός, ο = juiceχώμα, το = soil, groundχώρα, η = countryχωριάτικη σαλάτα, η = Greek saladχωριό, το = villageχωρίς = withoutχώρος, ο = space, room
Ψ, ψ = ψι
ψαρεύω = to fishψάρι, το = fishψάχνω = to search, to look forψέμα, το = lieλέω ψέματα = to lieψηλός, -ή, -ό = tall, highψυγείο, το = refrigerator, fridgeψωμί, το = breadψώνια, τα = shoppingψωνίζω = to shop, to go shopping
Ω, ω = ωμέγα
ωδείο, το = conservatoryώρα, η = hour η ώρα είναι τέσσερις =
(it is) four o’ clock η ώρα είναι τεσσερισήμισι =
(it is) half past fourωραίος, -α, -ο [adjective] = nice,
beautifulωραία [adverb] = nice ωράριο, το = schedule, working
hoursως = until, tillώστε = in order to, so thatωστόσο = however
16
www.greek-language.gr