δημιουργική κολεγιά › 2015 › 09 › tsakmaki.pdf · χαϊκού....

Post on 27-Jun-2020

0 views 0 download

Transcript of δημιουργική κολεγιά › 2015 › 09 › tsakmaki.pdf · χαϊκού....

δημιουργική κολεγιά

Χωρίς τσακμάκι ποτέ κανείς δε μένει. Άγραφος νόμος.

Οδός τάδε. Φθινόπωρο. Ο Κ. καθισμένος στο πεζούλι στρίβει ένα ακόμα τσιγάρο. Πριν καν προλάβει να ψάξει στις τσέπες, ο Γ. του δίνει το τσακμάκι του. Πλατεία τάδε. Το ίδιο φθινόπωρο. Η Ε. έχει κόψει χρόνια το κάπνισμα. Στην τσάντα της όμως υπάρχει πάντα ένα τσακμάκι. Το έντυπο που κρατάς δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια σπίθα που άναψε την άνοιξη του 2015 στον κόσμο της εγχώριας γραφής. Ως στόχος ορίζεται η συλλογική φροντίδα αυτής της φλόγας, η διατήρηση και η ενίσχυσή της από δημιουργούς οποιασδήποτε μορφής τέχνης. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της ομάδας κρίνεται απολύτως απαραίτητη, ποτέ όμως σε βάρος της ατομικής έκφρασης καθενός εξ αυτών. Το τσακμάκι, ένα είδος σύγχρονης κολεγιάς, θα κυκλοφορεί ελεύθερο, με κάθε πιθανό τρόπο, έξω από τα σύνορα του εμπορίου. Θα διατίθεται χωρίς οικονομικό αντίτιμο, χέρι με χέρι, μέσω χειρόγραφης ή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, καθώς και μέσω επιλεγμένων σημείων στην Αθήνα και στην επαρχία.

Το ουάκα είναι μια παλιά ιαπωνική ποιητική φόρμα και αποτελεί πρόδρομο των, περισσότερο διαδεδομένων, χαϊκού. Γράφεται συνήθως από δύο, ή και παραπάνω, ποιητές σε πέντε στίχους. Ο πρώτος ποιητής αναπτύσσει το πρώτο τρίστιχο των 5­7­5 συλλαβών, ενώ ο δεύτερος αποκρίνεται με το δίστιχο των 7­7 συλλαβών. Τα ουάκα που θα διαβάσεις στις επόμενες σελίδες είναι γραμμένα στίχο στίχο, με τη συλλογική διαδικασία, από τους τρεις συντελεστές αυτού του τεύχους.

Μισώ τους γρίφους, μα πιο πολύ εκείνους που τους χαίρονται. Αυτοί που τους χαίρονται είναι όσοι τους λύνουν;

Μια φυσαλίδα κλεισμένη στο αλφάδι

σαν ανάμνηση.

Σκεπάζει τη γύμνια της μη γίνει πλήξη ξανά.

Πλήξη άνοιξης σώζει τα καλαμάκια απ’ τα σκουπίδια. Και τι δε θα έδινα ν’ ανακύκλωνα στιγμές.

Tο μυστήριο κρύβει ένα θάνατο κάτ' απ' το πέπλο.

Ξεσκεπάζω, τι να δω!

Δολοφόνος η ζωή.

Σε κάθε χαρά ζαλίζεται ο ήλιος ξερνά στα σπαρτά. Πίνει σε κάθε λύπη βρίζοντας το φεγγάρι.

Ν’ ακούω μόνο παππούδες και τζιτζίκια

τα καλοκαίρια.

Ακόμα κι αν είναι λίγο προτού να σκάσουν.

Σ' ένα γραφείο με λίγο φως, προσμένει

ο νεκροθάφτης.

Μονάχος, ούτε σκύλο για συντροφιά δεν έχει.

Το τηλέφωνο

δε λέει να χτυπήσει. Ψόφια η δουλειά.

Κοιτάζει εικόνα του

Χριστού και προσεύχεται.

Κλείνει τα μάτια και ξαφνικά τον παίρνει

ύπνος θανάτου.

Νεκρική η σιγή του μα αυτός θα ξυπνήσει.

Λεωνίδας Αργυρίου

Γιώργης Μακελάρης

Τι ήρθε πρώτο;

Η ανθοδέσμη ή το μπιλιέτο;

Ο πλάτανος ή η πλατεία;

Το κυπαρίσσι ή το νεκροταφείο;

Γάντζοι τα ερωτηματικά

Σέρνουν το ποίημα στο π ε ρ ι θ ώ ρ ι ο

Büyükannem Εστίασα το βλέμμα στις παλάμες μου και παρατήρησα τις γραμμές που σχηματίζουν. Μα ως αγνώμων της μοίρας τις γύρισα απ' την ανάποδη. Ο δεξιός αντίχειρας ατροφικός απ' το πιπίλισμα. Στ' αριστερό μικρό μου μια ελιά σαν μελανοχτυπημένο σημάδι φυλακής. Είδα ένα τέτοιο πρόσφατα σε κάποιον που κουδούνιζε παραμύθι στην τσέπη του. Μια χτυπημένη τελεία στο σημείο ακριβώς που τεντώνεται το δέρμα όταν κάνεις πως σημαδεύεις με τα οπλοδάχτυλα τον κρόταφό σου. Κλασική κίνηση απόγνωσης που όμως δεν ανταγωνίζεται σε τίποτα μια παρόμοια κίνηση της γιαγιάς μου, πριν χρόνια. Όταν μάταια πια προσπαθούσε να πλέξει και δεν τα κατάφερνε. Κατέβασε τσεμπέρι πέταξε στην άκρη τις βελόνες, τα μαλλιά της και έπλεξε τα δάχτυλα εκτός απ' τους αντίχειρες. Τους οποίους στροβίλιζε μεταξύ τους στον ίδιο περίπου ρυθμό που ξετυλίγεται το φιλμ της ζωής προς τα πίσω.

Χαμένο όνειρο

Κι έβλεπα στα τελειώματα του ύπνου το φούρναρη να τραβά τον ανήφορο

με την ξύλινη χέρα του στιγμάτιζε το δρόμο αλεύρι

κι ερχόταν ευθύς κατά πάνω μου ερχόταν με λύσσα περίεργη

μέχρι που τού 'πα μην πλησιάζεις

θα σου κολλήσω αδράνεια δε θα φουσκώνουν τα ψωμιά δε θα εμφανίζεται κανείς

απ' τις δικές σου φανουρόπιτες.

αν το scroll down παρέσερνε κι εμάς στο βύθισμά του

δε θα είχαμε φτάσει ήδη στο κίτρινο κουκούτσι

της γ η ς ;

θα καταπιώ τη σερβιέτα θα χώσω μέσα μου το τεστ εγκυμοσύνης (μου ‘παν πως πρέπει να ξαφνιάζεσαι)

Σε μια ταμπέλα γραφείου τελετών

φωνάζανε τα γράμματα: πάσης τάξεως τελεταί.

Κατάλαβες φύση μου;

Η σκιά του ευκαλύπτου σου δίνει τη δυνατότητα να διακρίνεις με ευκολία την πλακουτσωτή πέτρα που θα πλανηθεί τέλεια πάνω απ' το νερό μέχρι το τελευταίο γκελ του καλοκαιριού κι ενώ φαντάζεσαι τη ζέστη που επικρατεί στην κορυφή του δέντρου ανατριχιάζεις καταλαβαίνοντας πως όταν λέμε σκάει ο τζίτζικας δε μιλάμε για τίποτα άλλο πέρα από έναν φρικιαστικό θάνατο.

υστερόγραφο

το ποίημα αναγνώστη είναι και μια κηδεία

που πάνω από το ίδιο μνήμα ο καθένας

κλαίει τον δικό του νεκρό

Ελένη Μοσχοβάκη

Ώρα για λίπος. Μήνυμα αισιοδοξίας στα βρώμικα σεντόνια. Δοξάστε το λαρδί.

Ακόμα και οι καθρέφτες φτυσμένοι κατά πρόσωπο

ξανά και ξανά συμμετέχουν στους εορτασμούς.

Είναι άνοιξη. Ώρα να φάμε τους χοντρούς.

Εν διαστάσει έγινε το πένθος σώβρακο βρώμικο που το πετάς στο πάτωμα τεμπέλης όλη αυτή η δυσοσμία στα πόδια μου να περάσει το ξεθώριασμα ήθελα κοιτάζω το άστρωτο κρεβάτι λείπει το κεφάλι, οι τρίχες πεσμένες γαντζώθηκε η φρίκη στο μαξιλάρι να ξαπλώσω, φέρνει υπνηλία η πίκρα έκαψα το γάλα, μαύρο το μπρίκι ζέχνει το σπίτι σαν την αγνή αγάπη μέσα μου κάθεται κάτι μπλαβί η προδοσία λερώνει τα πλακάκια κάτι αδέσποτα γατιά ουρλιάζουν με καλούν έξω να υποφέρω μαζί τους η έλλειψη μ’ ένα σταγονόμετρο στο χέρι να περνά μέρες και ώρες στο χωλ ο θυμός ξενυχτά στο γραμματοκιβώτιο πλάτη πλάτη με το παραλήρημά μου μια κράμπα αγάπης που θα πονέσει να βάλουμε πλυντήριο χρειάζεται

Γοβάκι Ένα γοβάκι σταχτοπούτας πλαστικό βρέθηκε στην παραλία δίχως κολοκύθα. Τα εγκλήματα ζούνε πέρα από τη σάρκα που τα έπραξε.

Οι λέξεις

Οι λέξεις κάθονται μπροστά στο φούρνο περιμένουν το γλυκό με τις πολλές στρώσεις τα μάτια τους μουδιάζουν

κάθε ψήσιμο ένας μικρός θάνατος μέχρι να σπάσει το σώμα στα δυο

να αξίζει το σκοτάδι όταν σβήσει ο φούρνος θα κάνει κρύο

κι εσείς θα ξέρετε ποιοι είστε

Πειναλέα μεταφορά

στη ράχη του διαβόλου κοιτάζουμε το βρώμικο πάτωμα δυο σκυλιά μας πλησιάζουν παίζοντας νυστάζω και τα διώχνω μισό καφέ της συμφοράς έχω πιει κι εσύ κοροϊδεύεις που πάντα ήθελα στη ράχη να ζήσω η φυγή μπροστά δεν έχει φυγή μόνο κάτι ξινά αντίο για όσο αντέχει η ράχη το βάρος εκείνων που παραμένουν και αναπνέουν ανάμεσα στο σκοτάδι και το αντίθετό του δεν έχω άλλο να μοιραστώ μαζί σου ξεπέζεψες αθόρυβα κρατώντας σφιχτά αισθήματα ασβέστη χάθηκες εδώ στο κούφιο η ομορφιά δεν στοιβάζεται σε ράχες που περπατούν στις βρωμιές μα τουλάχιστον δε θα καώ ο διάβολος έχει σταθερή θερμοκρασία

Καρέκλα

Η καρέκλα κοιτάζει την πλάτη μου θέλει να χωθεί στη ραχοκοκαλιά

να με κάνει να σωπάσω. Το μίσος δεν γεννιέται απ’ το κεφάλι

και η πλάτη πεινά έχει δικές της ερωτήσεις.

Η καρέκλα δαγκώνει τη σάρκα να βρίσκεται μέσα

όταν η πλάτη πατήσει το κουμπί άκυρο και κυβερνήσει μόνη.

Η καρέκλα συνεχίζει να γλύφει αξιώνει τη σιωπή μου.

Βρώμικη δουλειά να βλέπεις συνεχώς ραφές.

Γ. Κακαές

Μη βιάζεσαι απάντηση να δώσεις

Έχεις δει καμιά φορά να φυτρώνουν λέξεις στα δάχτυλά σου;

Έχεις χαρίσει ποτέ κάτι

που θα πλήρωνες ακριβά να τ’ αγοράσεις;

Τι χρώμα έχουν τα λόγια σου τα μεσημέρια;

Έχεις θελήσει κάτι τόσο πολύ

που να μην το επιθυμείς άλλο πια;

Σε έχουν βιάσει ποτέ οι σκέψεις σου;

Πόσα δάκρυα κάνουν τον καφέ γλυκό;

Υπήρξες ποτέ ένα τίποτα;

Έχεις νοσταλγήσει καμιά φορά

τα μελλούμενα;

Υπήρξες χωρίς τίποτα;

Τρως ποτέ τα νύχια σου την ώρα του φαγητού;

Πότε ήταν η τελευταία φορά

που κοίταξες κάποιον στα μάτια έτσι όπως κοιτάς εμένα τώρα;

Διάβρωση

Στρώνουμε ακόμα χαλιά

σεντόνια τραπεζομάντιλα

Αόρατοι κι ορφανοί

από ομορφιά καύλα μέλλον

Σακούλες γεμίζοντας αδειάζοντας κουβαλώντας

σάρκες ιδέες στιγμές

Βιτρίνες κοιτάμε σπάμε είμαστε

Τι κόσμος!

Κάποιος ψάχνει στα σκουπίδια φαγητό στα κρυφά

ασθμαίνοντας αξιοπρέπεια την ώρα που

ένα γραφείο τελετών βγάζει τα προς το ζην.

Ένα ζευγάρι ποζάρει γυμνό στο σπίτι του με θέα την Ακρόπολη, ενώ ένα άλλο νιώθει το βλέμμα

του ηδονοβλεψία έξω απ’ το αμάξι.

Κάποιος στις υπερωρίες πηδάει

τη γραμματέα του, την ώρα που κάποια

πηδάει απ’ το μπαλκόνι

μαζί με το παιδί της.

Ασβέστιο

Μετά το στοματικό στάδιο το συναντάς ξανά

κάπου στην εφηβεία. Στερεό πια

ανεξίτηλο σημάδι αφήνει στο μαυροπίνακα που τόσο μίσησες.

Λίγο μετά σε κάποια πορεία

απ’ του συντάγματος τις σκάλες λευκά μάρμαρα σπας να τους πετάξεις.

Τα κόκαλα ήθελες να τους τσακίσεις

μα τώρα φοβάσαι μήπως η έλλειψή του τα δικά σου φθείρει

στο πέρασμα των χρόνων.

Βλέπουμε λίγο κοιτάζοντας πολύ στων άλλων τις τρύπες. Το καλοκαίρι εσάς σας βρωμάει ομορφιά;

Ποτίζω κάθε νύχτα τον εαυτό μου.

Άνθισε μπόχα. Το καλοκαίρι πώς θα είναι χωρίς ποίηση;

Λεωνίδας Αργυρίου

Γραφή: Γιώργης Μακελάρης Ελένη Μοσχοβάκη Γ. Κακαές

Σκίτσα: Λεωνίδας Αργυρίου Λογότυπο εξωφύλλου: Pliatsiko Με τις ευχές του Α.

totsakmaki.wordpress.com

01